© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μικρασιάτες στην Κονταριώτισσα

Κωδικός Ιστορίας
16706
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αναστάσιος Μπογιατζής (Α.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/09/2020
Ερευνητής/τρια
Αθηνά Παπαγιαννούλη (Α.Π.)
Α.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;

Α.Μ.:

Λέγομαι Μπογιατζής Αναστάσιος.

Α.Π.:

Είναι Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020, είμαι με τον κύριο Αναστάσιο Μπογιατζή, βρισκόμαστε στην Κατερίνη, εγώ ονομάζομαι Αθηνά Παπαγιαννούλη, είμαι ερευνήτρια στο Ιstorima και ξεκινάμε. Κύριε Τάσο αρχικά πείτε μας κάποια πράγματα για εσάς.

Α.Μ.:

Θα ήθελα να ξεκινήσω από το σήμερα, από το τώρα. Είμαι πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Πιερίας. Έχω αυτή τη θέση για περίπου έξι χρόνια, αλλά διοικητικά εμπλέκομαι με τον Σύλλογο για περίπου δώδεκα χρόνια. Ανήκω σε έναν απ’ τους ιστορικότερους Συλλόγους της Πιερίας και αυτό ήταν... η εμπλοκή μου μάλλον με αυτή τη διαδικασία ήταν αποτέλεσμα η καταγωγή μου. Κατάγομαι από την Κονταριώτισσα Πιερίας, ένα χωριό το οποίο είναι σε δύο πολιτιστικές ταυτότητες. Μία τον εντοπίων και μία των Μικρασιατών. Η κοινότητα των Μικρασιατών κατάγεται από το Νεοχώρι Χιλής. Είναι στην έξοδο της Προποντίδας προς την Μαύρη Θάλασσα. Οδικώς περίπου 70 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη. Ένα χωριό το οποίο ερημώθηκε κατά το 1919, μετά από μία επίθεση των Τσετών. Οδηγήθηκαν στην Πόλη οι παππούδες μας διωκόμενοι και το 1922 μπήκαν σε ένα καράβι, αφού πλήρωσαν αρκετά χρήματα για να πάνε στην Αμερική. Το καράβι αυτό, βέβαια, τους οδήγησε στην Καλαμάτα, όπου και τους εγκατέλειψε και μετά από μια πορεία περίπου έναν χρόνο, ενός χρόνου με κάρα και με πολύ δύσκολες συνθήκες, όπου ο ντόπιος πληθυσμός τους αποδέχτηκε με πολύ άσχημο τρόπο, έφτασαν στην Κονταριώτισσα Πιερίας το 1923. Εκεί εγκαταστάθηκαν σ’ έναν χώρο, όπου στην ουσία ήταν ένα δάσος. Υπήρξαν αρκετά προβλήματα με το ντόπιο πληθυσμό. Είναι φυσιολογικό, βέβαια, αυτό, γιατί πολλές φορές κάτι καινούριο, καθετί καινούριο μάλλον, ή καθετί το οποίο δεν το γνωρίζουμε να το βλέπουμε με εχθρότητα. Άρα, λοιπόν, έτσι αντιμετώπισαν και τους Μικρασιάτες οι ντόπιοι στην... μόλις εμφανίστηκαν στην περιοχή. Εκεί, βέβαια, τους είδαν και ως διεκδικητές της περιουσίας τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αναδασμός, δεν υπήρχαν ιδιωτικές περιουσίες. Υπήρχανε με το στόμα κάποιες περιουσίες, ήταν τσιφλίκια, μέχρι που το 1930 έγινε ο αναδασμός εξαιτίας των Μικρασιατών σε όλη την Ελλάδα, βέβαια, όχι μόνο στην περιοχή της Κονταριώτισσας και έτσι, μοιράστηκε η γη με τίτλους για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας. Οι Μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Κονταριώτισσας, σ’ ένα χωριό αγροτικό. Οι ίδιοι, όμως, δεν ήταν αγρότες. Στις εκατόν πενήντα οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μόνο δώδεκα δήλωσαν αγρότες. Όλοι οι υπόλοιποι ήτανε επαγγελματίες. Άλλοι ήταν μεταξοποιοί, δούλευαν το μετάξι, άλλοι ήταν φαρμακοποιοί, άλλοι ήταν χρυσοχόοι. Ήταν ξυλουργοί, ήταν κυρίως περιβολάρηδες, γιατί οι τεράστιες εκτάσεις που ’χε το χωριό εκείνη την περίοδο καλλιεργούνταν από καστανιές και κερασιές. Και έτσι, όταν έφτασαν στη νέα τους πατρίδα βρέθηκαν να προσπαθούν όχι μόνο να φτιάξουν τη ζωή τους, αλλά να ξαναμάθουν να ζουν μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Άνθρωποι κυρίως με αστική μόρφωση, γιατί ήταν αστικοποιημένος πληθυσμός. Αστική μόρφωση σημαίνει, ότι είχαν τουλάχιστον τη βασική γνώση γραφής και διαβάσματος. Πολλοί δε εξ αυτών, είχαν πάρα πολύ μεγάλη σχέση με την περιοχή του Εύξεινου Πόντου και της Ρωσίας, όπως και την Ευρώπη. Η νονά του πατέρα μου, παράδειγμα όταν έγινε η καταστροφή, την βρήκε στο Παρίσι και μετά την έφεραν στη Κονταριώτισσα. Οπότε, βλέπετε ένας αστικός πληθυσμός, μορφωμένος και με μια ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία κι ένα πολύ φιλελεύθερο πνεύμα δεδομένου, ότι ήταν ακριβώς δίπλα στην πρωτεύουσα, δίπλα στην Κωνσταντινούπολη. Άνθρωποι κοσμικοί, η εμφάνισή τους η εξωτερική δεν θύμιζε τους Μικρασιάτες με τις βράκες και τα παραδοσιακά γιλέκα. Ήταν κυρίως άνθρωποι οι οποίοι ήταν με σωληνάτα παντελόνια, τιράντες και οι γυναίκες με τους ταφτάδες και μια ιδιαίτερη εξωτερική φορεσιά. Παρ’ όλα αυτά όμως, κατάφεραν και ρίζωσαν. Ρίζωσαν και σήμερα με μια αρμονική συμβίωση μεταξύ των δύο ταυτοτήτων νομίζω, ότι το χωριό προχωρά μπροστά και τιμά μ’ αυτόν τον τρόπο, ο καθένας την ιστορία του και τους προγόνους του. Κλείνοντας εν τάχει την ιστορία της προσφυγιάς και του ξεριζωμού των παππούδων μας, μάλλον των κατοίκων του χωριού μας θα ’θελα να σταθώ και λίγο και στην προσωπική ιστορία της οικογένειας. Η οικογένεια πρώτα απ’ όλα δεν ονομαζόταν Μπογιατζή. Το επώνυμο είναι επίκτητο, λόγω του επαγγέλματος και λόγω των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή με τους Τούρκους. Θα ήθελα να εκμυστηρευτώ αυτήν τη στιγμή και την ιστορία του παππού μου. Ο παππούς μου ήταν ένας άνθρωπος που γεννήθηκε το 1897. Με το ξεκίνημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, για να δείτε πόσο δύσκολη ήταν αυτή η, η ζωή, αυτών των ανθρώπων και πώς επιβίωσαν. Με το ξεκίνημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο παππούς μου βρίσκεται να είναι υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού της Τουρκίας στη μάχη των Δαρδανελίων έναντι στο... απέναντι στο Αβέρωφ. Εκείνος, βέβαια, πάντα έλεγε: «Πώς να μην χάσουν οι Τούρκοι, όταν στο καράβι μας αξιωματικοί, οι αξιωματικοί ήταν Τούρκοι, οι υπαξιωματικοί Έλληνες και τα χαϊβάνια ναύτες», απευθυνόμενος προς τους Τούρκους. Πολέμησε στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, στον Πόλεμο της Κριμαίας. Εκεί, οι Ρώσοι τον πήρανε αιχμάλωτο και λόγω της θρησκείας του του έκαναν ένα τατουάζ με το σταυρό και τον κράτησαν ζωντανό σε φυλακή. Τους Τούρκους, τους εκτελούσαν τότε οι Ρώσοι, η τότε Τσαρική Ρωσία. Έμεινε με μια σιδερένια μπάλα 10 κιλών στο πόδι του για δύο χρόνια. Δραπέτευσε από κει κάποια στιγμή και μέσω Μολδαβίας, Ρουμανίας και Θράκης επέστρεψε στο χωριό του. Βέβαια, θα πούμε και για την ιστορία του χωριού. Όλα αυτά τα χρόνια που ο παππούς περιπλανιέται σε όλη αυτή τη διαδικασία, θα πούμε και την ιστορία του χωριού, η οποία είναι αιματοβαμμένη απ’ το ’14 και μετά. Φτάνει λοιπόν, στο χωριό του και μαζί με τον αδερφό του Γιώργο, ο οποίος τότε ήτανε επαγγελματίας νοσοκόμος... Εδώ παρέλειψα να πω, ότι ο Σταύρος ο Βρετόπουλος, που είναι το όνομα της οικογένειας του παππού, ήταν ο άνθρωπος που είχε τον μύλο του χωριού. Ο μύλος ήταν το βαφείο του χωριού. Ήταν στο πάνω χωριό και σε πολλά βιβλία αναφέρεται ότι στο επάνω χωριό δέσποζε ο μύλος του Σταύρου του Βρετόπουλου. Ο Σταύρος ο Βρετόπουλος, λοιπόν, είχε μια διαφωνία με τον μπέη της περιοχής και ο μπέης τον σκότωσε. Ο δε παππούς μου όταν επέστρεψε μαζί με τον αδερφό του κι έμαθαν τη διαφορά, πήραν τον μπέη και τον πετάξαν στο γρανάζι του μύλου. Εξού και ο διωγμός της οικογένειας και η αλλαγή του ονόματος από Βρετόπουλος, σε Μπογιατζής. Τώρα θα ’θελα να σταθώ στο κομμάτι αυτό. Φεύγοντας διωκόμενοι από τον νόμο, λοιπόν, φτάνουνε στην Πόλη. Έφτασαν στην Πόλη. Πέρασαν όσα πέρασαν και οι υπόλοιποι μέσω Καλαμάτας. Φτάσανε στην Κονταριώτισσα και εκεί πια οι περισσότεροι εξ αυτών φτάνουνε, δυστυχώς, είτε ο ένας, είτε ο άλλος απ’ το ένα ζευγάρι. Έτσι λοιπόν, στην περιοχή της Κονταριώτισσας και των προσφύγων, τα περισσότερα ζευγάρια εκείνης της εποχής είναι διπλοπαντρεμένα. Έχουν σφαγεί οι δικοί τους ή έχουν χαθεί ή πεθάναν από τις αρρώστιες. Έτσι, λοιπόν, ο παππούς μου παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του, την Αναστασία τη Μπογιατζή, με την οποία απέκτησαν άλλα έξι παιδιά και συνολικά είχανε οχτώ. Οι άνθρωποι αυτοί ζήσανε και φτιάξανε την οικογένειά τους σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά νομίζω ότι ακόμα και σήμερα κανείς δεν θα μπορέσει να περάσει στην έκφραση του προσώπου του και το βλέμμα του την έννοια της λέξης «πατρίδας». Όταν αυτοί οι άνθρωποι  έλεγαν τη λέξη «πατρίδα», χανόντουσαν στο άπειρο. Χανόντουσαν στο κενό. Έτσι, λοιπόν, βιώνανε την έννοια της λέξης «πατρίδας» που δυστυχώς, για σήμερα για εμάς τους Έλληνες είναι μια πολύ έτσι περίεργη λέξη. Ο πατριωτισμός, δυστυχώς, πολιτικά πολλές φορές αναγάγεται σε άλλες διαδικασίες. Ας μην εμπλακούμε σ’ αυτό. Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι, ο δε παππούς έμεινε νοσταλγός της ιστορίας της Μικράς Ασίας και της αφεντιάς του. Ζούσε με τον ίδιο τρόπο που ζούσε εκεί, με τις ρακές του. Κάθε Κυριακή πηγαίνανε στο καφενείο του Κυριτσόπουλου, όπως λέγαν μετά την εκκλησία και στήναν το μικρασιάτικο γλέντι, με τους καρσιλαμάδες τους, με τα ζεϊμπέκικά τους. Η δε γιαγιά έμεινε με το όνειρο, ότι κάποτε θα ξαναγίνει πλούσια, δεν ξέρω ’γω. Ήτανε από εκείνες τις παστρικές όπως λέγανε εκείνη την εποχή, η οποία ξυπνούσε κάθε πρωί, έβαζε το κεφάλι της στη λεκάνη, έπλενε τα μαλλιά της, τα χτένιζε και τα ’κανε κοτσίδα. Ήταν η γυναίκα, η οποία με εμπότισε με τις ιστορίες και την αγάπη για τη Μικρά Ασία. Ήταν η γυναίκα, γιατί με την οποία μεγάλωσα, γιατί τα σπίτια μας εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ στενά και στο δωμάτιο που κοιμόταν η γιαγιά κοιμόμουν κι εγώ. Οπότε μέχρι μια ηλικία, με μεγάλωσε η γιαγιά ενώ οι γονείς τρέχανε να βγάλουν τον επιούσιο. Έτσι, λοιπόν, έμαθα από τη γιαγιά μου τις ιστορίες της οικογένειας, για τα μετάξια, για το πώς πέρασαν τα τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και πώς ήτανε η ιδιαιτέρα καθαρίστρια του μητροπολίτη Νίκαιας. Το πώς βιώσανε την παρουσία τους στον τόπο και την αγάπη γι’ αυτό που κανένας σήμερα δεν πρέπει να ξεχνά, της έννοιας πατρίδας. Για εκείνες τις αλησμόνητες πατρίδες που συνολικά ο προσφυγικός ελληνισμός της Ανατολής, γιατί το πολιτικό σύστημα στη χώρα έχει κάνει μια πολύ καλή δουλειά. Έχει σπάσει αυτό το κομμάτι της, των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής σε τρία κομμάτια. Έγινε η γενοκτονία των Θρακών, η γενοκτονία των Ποντίων, η γενοκτονία των Μικρασιατών, λες και όποιος ήταν Πόντιος δεν ήταν Μικρασιάτης. Δηλαδή, θα μπορούσαμε σήμερα να πούμε, ότι όποιος είναι Καλαματιανός, είναι Έλληνας, ενώ όποιος είναι Μακεδόνας, δεν είναι Έλληνας, έτσι; [00:10:00]Η Μικρά Ασία είναι μία, ενιαία, είχε έναν θύτη και ένα θύμα. Θύτης ήτανε το Τουρκικό κράτος και ο Τουρκικός λαός, γιατί κανείς ηγέτης δεν μπορεί να κάνει ό,τι κάνει, αν δεν έχει την στήριξη του λαού του. Και δυστυχώς, σ’ αυτή την ιστορία μπορούμε να πούμε, ότι ο λαός παραπλανήθηκε. Το ίδιο συνέβη και με τους Γερμανούς το ’39 το ’33 και όλα αυτά. Μπορούμε να βρούμε χίλιες δικαιολογίες. Σήμερα ο Ερντογάν κάνει ό,τι κάνει, αλλά σίγουρα αν δεν είχε την στήριξη του λαού του, δεν θα τα έκανε. Έτσι, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι βρεθήκανε πρόσφυγες. Η ιστορία τους, όμως, είναι πολύ αιματοβαμμένη και πάει πολύ πιο πίσω. Το 1916 εφαρμόζεται το σχέδιο εκκαθάρισης των Τούρκων, βέβαια, ξεκινάει –των Νεότουρκων– ξεκινάει από το ’14 από το Μαύρο Πάσχα στη Θράκη. Περνάει στην Προποντίδα το ’16 και αρχίζει ο εκτοπισμός και η εξορία. Το χωριό στο οποίο ζούσαν οι παππούδες μας ήτανε περίπου δέκα χιλιάδες κάτοικοι. Δέκα χιλιάδες κάτοικοι αμιγώς ελληνικό, γι’ αυτό και οι γυναίκες δεν μιλούσαν Τούρκικα. Ακόμα και οι εφτά Τούρκοι στρατιώτες που ήταν εκεί σαν χωροφύλακες, έπρεπε να μιλάνε Ελληνικά. Οπότε καταλαβαίνετε τη δύναμη και τον πλούτο του χωριού. Φεύγουν εξορία κι από την εξορία το ’16, γυρνάνε το ’17 στο χωριό τους και δεν έχουν μείνει ούτε οι μισοί. Μάνες πνίγαν τα παιδιά τους το βράδυ τους στα πουρνάρια από πίσω, για να μην τους βρουν οι Τσέτες. Φτάσαν μέχρι την Αλμυρή Έρημο. Οι αρρώστιες και η πείνα και το ξύλο από τους Τούρκους αφαίρεσε σχεδόν τη ζωή στους μισούς. Σχεδόν κάηκε το χωριό τους και επιστρέφοντας πίσω, προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Απ’ το ’17 μέχρι το ’19, λοιπόν, προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, να ξαναστήσουν το χωριό τους. Δεν πίστεψαν ποτέ ότι θα φύγουν από κει. Έτσι, λοιπόν, ταυτόχρονα βλέποντας, όμως, και τους τσέτες να σφάζουν στην περιοχή συνέχεια και να γκρεμίζουν και τους Τούρκους να έρχονται από τον Πόντο προς τα Παράλια, είχαν οργανώσει και ένα αντάρτικο τμήμα περίπου τριακοσίων ανδρών. Αυτό το τμήμα ήταν που κράτησε τους Τσέτες παραμονή Πάσχα όταν μπήκαν στο χωριό για δύο ημέρες και πρόλαβαν για πρώτη φορά να φύγουν οι υπόλοιποι και να γλυτώσουν και να πάνε στην Πόλη. Οι Τσέτες μπήκαν απ’ το πάνω χωριό, φτάσανε και μετά την είσοδό τους και την υποχώρηση του αντάρτικου τμήματος, σχεδόν κάψανε όλο το χωριό και δεν έμεινε τίποτα. Σ’ αυτή τη διαδικασία θα μπορούσαμε να πούμε, ότι εάν το πείσμα αυτών των ανθρώπων και η αγάπη τους για τον τόπο τους δεν τους οδηγούσε, θα φεύγανε πρόσφυγες πολύ νωρίτερα. Έτσι, λοιπόν, οδηγήθηκαν στην Πόλη με την ελπίδα να ξαναγυρίσουν. Δυστυχώς, το μέτωπο κατέρρευσε το ’22, ο Ελληνικός Στρατός υποχώρησε, η Πόλη μένει μεν, μένει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν διώκονται οι Έλληνες της Πόλης, αλλά διώκονται όλοι οι υπόλοιποι, οι οποίοι είχαν μεταβεί στην Πόλη. Άρα παραμένουν στην Πόλη εκατόν πενήντα χιλιάδες Έλληνες που ήταν κάτοικοι της Πόλης. Έτσι, λοιπόν, αναγκάστηκαν να φύγουν και να φτάσουνε μετά στην περιοχή της Κονταριώτισσας. Ένα απ’ τα βασικά τους μελήματα, λοιπόν, όταν έφτασαν στην Κονταριώτισσα και να κρατήσουν ως σύνδεσμο με την πατρίδα ήταν τα έθιμά τους. Ένα απ’ τα μεγαλύτερα έθιμα του χωριού ήτανε κι αυτό βέβαια, και τα έθιμα καταδεικνύουν και την ελληνικότητα της καταγωγής αυτών των ανθρώπων, γιατί ένα απ’ τα μεγάλα «κατηγορώ» εκείνης της εποχής ήταν το «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι». Λοιπόν, ήτανε η Αποκριά. Η Αποκριά δεν είναι τίποτα άλλο, ξέρουμε όλοι μας, είναι η μετεξέλιξη των Διονυσιακών γιορτών και της άνοιξης στη σημερινή Αποκριά, η οποία για να την αποδεχτεί η ορθόδοξη πίστη την... μετουσιώθηκε σε μια τέτοια διαδικασία. Στο χωριό, λοιπόν, που η Αποκριά ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι ο κάθε μαχαλάς, η κάθε γειτονιά είχε το δικό της καρναβάλι σε παρένθεση. Γιατί η Αποκριά εκείνη την εποχή ήταν και μια ιεροτελεστία, ήτανε μία διαδικασία της άνοιξης και προετοιμασία για τη γονιμότητα. Έτσι, λοιπόν, το κάθε, ο κάθε μαχαλάς είχε το δικό του καρναβάλι. Εδώ θα ’θελα να πω, ότι το χωριό ήταν χτισμένο σε σχήμα «V». Είχε δύο ενορίες το κάτω χωριό και το πάνω χωριό. Είναι τρομερή σύμπτωση, ότι και η Κονταριώτισσα στην οποία μένουν είναι χτισμένη σε σχήμα «V». Είναι αμφιθεατρική και κοιτάει προς στη θάλασσα. Το ίδιο κοιτούσε και εκείνο το χωριό. Λοιπόν, το καρναβάλι ξεκινούσε μετά το τριώδιο. Κυρίαρχο στοιχείο του καρναβαλιού ήτανε η αρκούδα και η καμήλα. Η αρκούδα, κάποιος ντυνόταν αρκούδα, κάποιος καμήλα και τα μπουλούκια γυρνούσαν στις γειτονιές κι εκείνη την εποχή μοιράζανε συνήθως μεζέδες και κρασί. Τα μπουλούκια, λοιπόν, μαζεύανε τους μεζέδες και το κρασί και στο τέλος της βραδιάς καταλήγανε στην πλατεία του μαχαλά, στο κέντρο του μαχαλά και εκεί στηνόταν ένα γλέντι με όλο το χωριό. Θα ’θελα, όμως να σταθώ λίγο στην αρκούδα και στην καμήλα. Η αρκούδα... μάλλον τα δύο αυτά ζώα και αυτό, το κάθε μπουλούκι, ο Νεοχωρίτης το θεωρούσε γρουσουζιά να μην περάσει στο σπίτι του. Κι ο λόγος είναι πολύ απλός. Η αρκούδα ήτανε για τη ρώμη και την υγεία. Η καμήλα ήταν για τον πλούτο. Σήμερα θα βάζαμε νταλίκα, να το πω διαφορετικά. Η καμήλα ήταν για τον πλούτο. Έτσι, λοιπόν, το καρναβάλι διαρκούσε όσο διαρκούσε τις δώδεκα μέρες που είναι του καρναβαλιού διαρκούσε μ’ αυτόν τον τρόπο και σχεδόν κάθε βράδυ στις γειτονιές γινόταν κι ένα γλέντι. Μετά το τέλος του καρναβαλιού, ξεκινούσε η συγκομιδή για το τσαλιά του Οβριού, όπως λέγανε εκεί. Είναι ένα έθιμο, το οποίο κρατούσε εκείνη την εποχή και στις αρχές και στο χωριό μας. Τα έθιμα αυτά κρατήθηκαν αυτούσια και στο χωριό μας για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι τη δικιά μου γενιά. Ο Οβριός ήταν, ήταν ένα... μια, μια συγκομιδή ξύλων για μια τεράστια φωτιά που την Μεγάλη Παρασκευή καιγότανε και καίγαν το κακό. Η φωτιά, βέβαια, σε όλες αυτές τις διαδικασίες έχει, έτσι δεν έχει τον τιμωρητικό χαρακτήρα, ότι «καίμε τον Εβραίο» ή «τον Ιούδα» αν και εδώ θα μπορούσαμε να βάλουμε και μια μικρή παρένθεση. Να βάλουμε την αντιπαλότητα των Ρωμιών της Μικράς Ασίας με τους Εβραίους. Οπότε είχανε την ανάγκη να υπενθυμίζουν στους Εβραίους και στους Τούρκους, ότι είμαστε εδώ και είμαστε ζωντανοί. Λοιπόν, αυτή διαδικασία κρατούσε σαράντα μέρες και μάλιστα, παρόλο που ήτανε Σαρακοστή κρατούσαν, υπήρχαν και τρομερά έτσι λίγο διονυσιακά τετράστιχα και κυρίως ασχολούνταν με τους Εβραίους. Έλεγε για παράδειγμα και θα αναφερθώ αυτολεξεί στις... «Ο Οβριός πουλεί ελιές» κι απαντούσε η άλλη η παρέα, που γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι για να πάρει τα τσαλιά που είχαν για τον φούρνο: «Μια πινάκα κατσιλιές». Είχε πάρα πολλά τέτοια και πολύ αθυρόστομα, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Άρα, λοιπόν, αυτή η διαδικασία ήταν για τα παιδιά του χωριού, κρατούσε περίπου σαράντα μέρες. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής και μετά το τέλος των εγκωμίων έβαζαν φωτιά τη στοίβα με τα ξύλα και το ομοίωμα του Ιούδα που είναι κρεμασμένο επάνω. Οι γειτονιές, οι ενορίες συναγωνιζόντουσαν. Είναι ένα έθιμο, το οποίο ήταν διαδεδομένο στην Μικρά Ασία και στη Θράκη. Δεν ήταν, δεν πρωτοτυπούσαν. Για να ακριβολογούμε, ενώ σήμερα υπάρχουν και ενστάσεις από την εκκλησία, ο Οβριός της μητρόπολης λειτουργούσε ως φρυκτωρία, όπως κάναν οι αρχαίοι ημών Μακεδόνες. Δηλαδή βάζανε φωτιά και με βλέπανε τη φλόγα βάζανε και οι υπόλοιποι. Λοιπόν, έτσι λειτουργούσε η όλη διαδικασία. Τα έθιμα αυτά κρατήθηκαν σθεναρά μέχρι τη γενιά τη δικιά μου. Όσο ήμασταν παιδιά κι όσο μεγαλώσαμε. Η καμήλα και η αρκούδα και το καρναβάλι δυστυχώς έχει ατονήσει. Με τις μοντέρνες μουσικές τις λάτιν, χάνοντας την ουσία και την καταγωγή απ’ την οποία προέρχονται, λατρείες της άνοιξης και της γονιμότητας και φτάσαμε, βέβαια, σε μια άλλη διαδικασία την οποία δεν θα σχολιάσω, δεν είναι επί του παρόντος. Ο Οβριός όμως, συνεχίζει αδιάλειπτα πλην μιας χρονιάς να φτιάχνεται κάθε χρόνο στο χωριό μας και να καίγεται την Μεγάλη Παρασκευή. Πάρα πολλά μικρά έθιμα, μουσική αστική, κυρίως μουσική της πόλης, άρα, λοιπόν, τα ζεϊμπέκικα, οι χασαπιές, τα γρήγορα χασάπικα και οι καρσιλαμάδες ήταν το κύριο στοιχείο των παππούδων, όσο κρατούσε αυτός ο συνδετικός κρίκος αυτής της γενιάς μέχρι τη δεύτερη γενιά. Γιατί μετά τη δεκαετία του ’80 ερχόμενη η δικιά μας γενιά, που αμφισβήτησε σχεδόν τα πάντα, γιατί ήταν η μεταβατική περίοδος στη χώρα και κινδυνέψαμε να ξεχάσουμε και τα πάντα, αυτά χάθηκαν. Τα γνήσια τα γλέντια της γειτονιάς, που έδενε τον κόσμο μεταξύ του, χάθηκε. Αποξενωθήκαμε, γίναμε δυτικότροποι, αποκτήσαμε άλλη νοοτροπία, μέσα σ’ αυτούς κι εγώ. Μέχρι τα 25 μου δεν άκουγα ελληνική μουσική. Είχα όμως, τη μεγάλη τύχη να μεγαλώσω με δυο παππούδες και κυρίως μια γιαγιά, όπου μέσα μου φυτέψανε πράγματα κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, αυτά βγήκαν στην επιφάνεια. Έτσι λοιπόν, φτάνοντας σε μια ηλικία, όπου απέκτησα οικογένεια και τα παιδιά μου ένιωσα ότι κάπου έπρεπε να πάνε ήρθα και να ενέγραψα στον Σύλλογο Μικρασιατών Πιερίας στα χορευτικά τμήματα. Στα χορευτικά γιατί; Γιατί, επειδή λατρεύω την ιστορία, θεωρώ ότι ο χορός και το τραγούδι είναι η ζώσα φωνή μια πατρίδας, η οποία δεν υφίσταται. Θα μπορούσαμε να συγκριθεί... Δεν μπορεί να συγκριθούν για παράδειγμα μια άλλη φυλή ελληνική, όπως οι Σαρακατσάνοι που είναι στο χωριό τους. Όταν θα έρθει το καλοκαίρι και θα έρθει η Παναγιά τον Δεκαπενταύγουστο ή ο Άϊ-Γιώργης που ’ναι για τους Σαρακατσάνους, θα πάνε στο χωριό τους και κάτω απ’ τον Πλάτανο θα, θα γλεντήσουν. Οι Μικρασιάτες και εν γένει οι πρόσφυγες έχουν ένα άλλο θέμα. Κάθε αναπαράσταση εκείνης της εποχής είναι μια φαντασίωση της πατρίδας και των βιωμάτων των προγόνων μας. [00:20:00]Είναι μια βιωματική διαδικασία στη σφαίρα, βέβαια, της φαντασίας, αλλά που ενδυναμώνει τις ρίζες και δεν σ’ αφήνει να ξεχάσεις ποιος είσαι και από πού προέρχεσαι, γιατί είσαι αυτό που είσαι. Εδώ θα ’θελα να πω κάτι συμπληρωματικά είναι ότι αν κάτι χαρακτήριζε μέχρι τη δεκαετία του ’80, τους δύο συνοικισμούς στην Κονταριώτισσα ήταν η προοδευτικότητα των Μικρασιατών σε σχέση με τους νέους. Δυστυχώς, μέχρι τότε είχαμε μεγάλες κοινωνικές διαφορές απέναντι στις διαδικασίες της συμπεριφοράς, της διασκέδασης. Παράδειγμα εγώ όταν ήμουνα 16 χρονών, ο πατέρας μου το θεωρούσε αυτονόητο ότι έπρεπε να μου δώσει κάθε Κυριακή χρήματα να πάω για κινηματογράφο το ’75, το ’76. Κάτι αδιανόητο για τα δεδομένα του χωριού. Εκεί έπρεπε να ’ρθει ο κινηματογράφος ο περιφερειακός για να δουν οι νέοι του χωριού. Οπότε βλέπετε, ότι υπήρχε μια άλλη νοοτροπία, η οποία μεταφέρθηκε κι αυτό ήταν και το στίγμα του πολιτισμού της Μικράς Ασίας εν γένει. Ας μην ξεχνάμε, ότι αστικός πληθυσμός για την Ευρώπη και όλο τον κόσμο, για δύο αιώνες είναι μόνο ο Μικρασιατικός. Στον ελλαδικό χώρο, στον χερσαίο ελλαδικό χώρο πριν την Επανάσταση, πριν το ’22 δεν υπάρχει αστικός πληθυσμός. Άρα, λοιπόν, αυτό ήταν αποτέλεσμα της κουλτούρας και του πολιτισμού αυτών των ανθρώπων που ήρθαν από κει, χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω ή να υποβιβάσω τον πολιτισμό των υπόλοιπων ανθρώπων. Γιατί η γεωγραφία του χώρου καθορίζει τον πολιτισμό και την κουλτούρα κάθε ανθρώπου, η γεωγραφία του χώρου καθορίζει τον χορό. Οι άνθρωποι της Πίνδου χορεύουν βαριά και αργά βήματα. Οι Μικρασιάτες των παραλίων χορεύουν, όπως οι νησιώτες, πάνω στον κυματισμό της θάλασσας. Οι Πολίτες απ’ όπου προέρχονται και οι δικοί μας χορεύουνε πάνω στην αρχοντιά και στον ανδρισμό. Χασάπικο, ζεϊμπέκικο... έτσι; Είναι χοροί, οι οποίοι καθορίζουν την ταυτότητα. Θα ήθελα να πω εδώ, ότι ο ζεϊμπέκικος είναι ένας θρήνος. Κανείς Έλληνας αυτή τη στιγμή δεν θα μπορούσε να μου πει ένα ζεϊμπέκικο τραγούδι που να ’ναι χαρούμενο. Άρα, λοιπόν, ο χώρος, η γεωγραφία του χώρου και οι, και οι πολιτιστικές διεργασίες καθορίζουν και τον πολιτισμό. Έτσι, λοιπόν, φτάσαμε σε αυτό τον τόπο και προχωράμε περισσότερο, για να δούμε περισσότερα πράγματα. Εδώ θα ’θελα να σταθώ σ’ ένα κομμάτι, το οποίο δεν ανέφερα προηγουμένως για την εγκατάσταση των κατοίκων στο χωριό. Ένα πισωγύρισμα ιστορικό, το οποίο όμως έχει μεγάλη σημασία. Όταν πρωτοήρθαν, λοιπόν, οι Μικρασιάτες σαν καραβάνι στην περιοχή της Κονταριώτισσας, ήρθανε από τα ανατολικά, βορειοανατολικά, πλησιάζοντας με τα κάρα με τις τέντες κάτι σαν σκηνή του Γουέστ θα έλεγα, το οποίο φάνηκε λίγο εξωπραγματικό, γιατί τους ακολουθούσε και μια μπουλντόζα. Φάνηκε ως τέρας. Ο παππούς της γυναίκας μου, που είναι ντόπιος είπε, ότι όταν ήρθε το, η μπουλντόζα για πρώτη φορά να δουλέψει, έβοσκε τα γελάδια τότε δώδεκα χρονών και νόμιζε, ότι ήταν ένα θεριό. Λοιπόν, δεν εγκαταστάθηκαν αμέσως στο, στο χωριό κοντά. Εγκαταστάθηκαν σε μία περιοχή έξω απ’ το χωριό, όπου λέγεται Παράγκες. Κι ο λόγος ήταν ότι δεν ήταν καλοδεχούμενοι απ’ τον γηγενή πληθυσμό. Έτσι, λοιπόν, στήσανε τις σκηνές τους, γι’ αυτό και σήμερα η περιοχή λέγεται ακόμα εκεί Παράγκες. Στήσαν τις σκηνές τους σ’ αυτή την περιοχή και τους παραχωρήθηκε για να λειτουργούν μέχρι να κάνουν την πρώτη τους εκκλησία, η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου απ’ τον μητροπολίτη Κατερίνης. Βέβαια, ήτανε με πολύ δύσκολο τρόπο, το αρνούνταν αυτό. Οι δε Μικρασιάτες, όταν ήρθανε, ήρθανε, είχανε το πλεονέκτημα, ότι ήρθανε με τον παπά τους και τα δισκοπότηρά τους. Οπότε ήταν σαν να ξαναστήνουν, θύμιζε λίγο, θυμίζει λίγο η εικόνα το έργο του Καζαντζάκη το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται με την Σαρακήνα. Στήσαν, λοιπόν, την κοινότητά τους, αρχικά σε μια σκηνή για εκκλησία, μετά στον Άγιο Αθανάσιο. Πρόσβαση στη βρύση του χωριού δεν είχανε, που ήτανε στο κιούνγκι πίσω απ’ την Παναγία. Έτσι, αναγκάστηκαν να ανοίξουν ένα πηγάδι ακριβώς στην περιοχή της Παράγκας, όπως λέγεται και σήμερα του Λαμού το πηγάδι. Αυτό όμως το πηγάδι είχε μάλλον προσμίξεις μολύβδου, έτσι πέθαναν πάρα πολλοί από κύρωση ύπατος μέσα σ’ έναν χρόνο. Μετά από έναν χρόνο και αφού οριστικοποιήθηκε απ’ την κοινότητα ο χώρος εγκατάστασης, τότε και μόνον τότε ήρθαν στην ανατολική πλευρά, βορειοανατολική πλευρά του χωριού και εγκαταστάθηκαν με ένα δρόμο ορόσημο στο κέντρο, όπου αργότερα εκεί είναι κι ο σταθμός της χωροφυλακής που χώριζε τους δύο συνοικισμούς. Έτσι, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν εκεί σ’ έναν χώρο, όπου παλαιότερα ήτανε πρωτοβυζαντινό νεκροταφείο, παλαιοβυζαντινό νεκροταφείο κι αργότερα και μουσουλμανικό νεκροταφείο. Βρέθηκαν, λοιπόν, σε σκηνές απείρου κάλους, όταν ξεκίνησαν να σκάβουν για να χτίσουν τα σπίτια τους. Τα πρώτα τους σπίτια ήταν πλινθόχτιστα, ήταν τα λεγόμενα σπίτια του εποικισμού. Σπίτια τα οποία μπάζαν από παντού κι ο λόγος είναι πολύ απλός. Το 1922 όταν οι Έλληνες έφυγαν από κει, άφησαν τεράστιες περιουσίες. Με τη συμφωνία, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, θεωρητικά οι εγγυήτριες δυνάμεις, όπως ήτανε Ελλάδα, Αγγλία, Γαλλία, Τουρκία έδωσαν χρήματα για τις αποζημιώσεις των περιουσιών. Βέβαια, το θέμα λύθηκε οριστικά με τη Συμφωνία της Άγκυρας του 1930, αν δεν κάνω λάθος, όπου εξομοιώθηκαν οι τουρκικές περιουσίες από δω που φύγανε, με τις ελληνικές. Σκεφτείτε, ότι από δω φύγανε τριακόσιοι χιλιάδες Τούρκοι κι από κει ήταν τρία εκατομμύρια Έλληνες, για να καταλάβουμε. Ήτανε μια απόφαση του Βενιζέλου, η οποία ήταν ντροπιαστική για το ελληνικό έθνος και για τους Μικρασιάτες. Παρόλο... Τέλος πάντων, τα χρήματα τα οποία έφτασαν στους Μικρασιάτες ήταν ελάχιστα. Από την πραγματική αξία της περιουσίας τους, είναι ζήτημα εάν ο καθένας από αυτούς πήρε από 3 έως 8-10 λίρες. Ένας απ’ τους λόγους της ύπαρξης αυτού του Συλλόγου ήταν αυτή η διαδικασία. Όταν πρωτοδημιουργήθηκε, δημιουργήθηκε για να προστατέψει και να βοηθήσει τους Μικρασιάτες να εγκατασταθούν και να αποκατασταθούν. Γιατί τα χρήματα ως είθισται, χανόντουσαν στη διαδρομή από την κεντρική εξουσία μέχρι τον τελικό παραλήπτη. Έτσι, λοιπόν, αυτά που πήραν ήταν ελάχιστα. Οι άνθρωποι δεν ήταν αγρότες, τους δόθηκε η χειρότερη περιοχή. Ξεχέρσωσαν τα βουνά με το πατόφτυαρο και το γκασμά και οι πρώτες καλλιέργειες πλην του καλαμποκιού και του σταριού που βάλανε για να μπορέσουν να επιβιώσουν οι οικογένειές τους ήταν το καπνό. Ήταν απ’ τους πρώτους που φέραν το καπνό, γιατί ήταν μια καλλιέργεια που τη γνώριζαν από κει. Ήταν το καπνό, που έμελλε να είναι για πολλά χρόνια, ο βασικός αιμοδότης της οικονομίας της Πιερίας και γενικότερα της Ελλάδος σε βάθος χρόνου. Δηλαδή, αν σκεφτούμε ότι τα καπνά εγκαταλείπονται στις μέρες μας. Σκεφτείτε, ότι για εβδομήντα περίπου χρόνια ήτανε μια καλλιέργεια, την οποία έφεραν τη γνώση της, μάλλον και την τεχνογνωσία, για το πώς θα καλλιεργηθεί και το πώς θα μπορέσει να πωληθεί. Έτσι λοιπόν, από επαγγελματίες και έμποροι γίνανε αγρότες. Κάποιοι δεν το άντεξαν αυτό. Ο παππούς μου παράδειγμα, παρόλο που πήρε 30 στρέμματα κλήρο, δεν το άντεξε ποτέ. Έκανε ζώα και έβαλε τσομπάνο. Δεν άντεχε να δουλεύει. Ήτανε μια διαδικασία, την οποία δεν μπορούσε να την αποδεχτεί ποτέ στη ζωή του. Έτσι, λοιπόν, έκλεισε ο κύκλος αυτού του ανθρώπου. Βέβαια, όταν έγινε απόμαχος της ζωής αποσύρθηκε και βρέθηκε να υποστηρίζεται απ’ την οικογένειά του, η οποία όμως συνέχισε να βάζει καπνό. Αυτή ήταν η ιστορία εν γένει των Μικρασιατών της Κονταριώτισσας μέσα από λίγα λόγια. Τώρα αναφερόμενος προηγουμένως για τον Σύλλογο Μικρασιατών Πιερίας θα ’θελα να σταθώ να πω την ιστορία του περίπου από την αρχή. Αν και βρισκόμαστε σε ένα πανέμορφο κτήριο, νεοκλασικό το οποίο όμως, δεν είναι παλιό, είναι νεόδμητο. Θα φτάσουμε κι εκεί. Είναι θεμελίωσης Μάη ’90. Ο Σύλλογος Μικρασιατών Πιερίας, λοιπόν, ιδρύθηκε το 1923 απ’ τον Μπεγιάζογλου Ιωάννη, απ’ τα Κούλα Μικράς Ασίας. Είναι μια περιοχή γύρω στα 150 χιλιόμετρα, εσωτερικά της Σμύρνης. Ο μεγάλος πληθυσμός των Μικρασιατών της Κατερίνης είναι Κουλαλήδες. Εδώ θα σας πω και μια ιστορία η οποία ελάχιστοι γνωρίζουν στην Πιερία. Η Κατερίνη έχει –και την παρεμβάλλω, γιατί έχει σημασία– η Κατερίνη έχει το μεγαλύτερο αστικό πάρκο μετά τον Εθνικό Κήπο. Αυτό είναι αποτέλεσμα της διαμάχης των Μικρασιατών που πρωτοήρθαν στην Κατερίνη και εγκαταστάθηκαν σ’ εκείνη την περιοχή με τους Βλάχους της περιοχής, όπου τη συγκεκριμένη την περιοχή την είχαν για στάλισμα ζώων. Ήταν τόσο μεγάλος ο πετροπόλεμος, που τότε ο Δήμος της Κατερίνης αποφάσισε στη μια πλευρά, στην βόρεια πλευρά να εγκαταστήσει τους Μικρασιάτες και στη δυτική πλευρά και στην νοτιοδυτική πλευρά να εγκαταστήσει τους Βλάχους, αφήνοντας μέσα μια απόσταση περίπου 100 στρεμμάτων, γιατί τα, τα 30 στρέμματα γίνανε το παλιό νοσοκομείο της πόλης και όλο το υπόλοιπο έμεινε κενό και έγινε μετέπειτα το πάρκο της πόλης. Μια διαμάχη, λοιπόν, ενενήντα πριν από ενενήντα εφτά χρόνια είναι αποτέλεσμα αυτή η πόλη να έχει ένα απ’ τα ωραιότερα αστικά πάρκα. Κλείνω εδώ την παρένθεσή μου και συνεχίζουμε με τον Σύλλογο. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Κατερίνης κυρίως στην περιοχή του συντριβανιού και του πάρκου. Τεχνίτες οι περισσότεροι, γι’ αυτό και είναι από τους πρώτους που ανοίγουν μαγαζιά με μπακίρια και τέτοια. Δεν έρχονται τα χρήματα της βοήθειας για την αποκατάσταση των προσφύγων. [00:30:00]Έτσι, ο Μπεγιάζογλου με τέσσερις-πέντε ακόμη ανθρώπους αποφασίζουν να, να συγκροτήσουν έναν συνεταιρισμό για αλληλοβοήθεια, ο οποίος είχε σαν μοναδικό σκοπό να ενισχύσει τους πρόσφυγες μέχρι την αποκατάστασή τους. Έτσι λοιπόν, όταν το 1933 κλείνει ο κύκλος της αποκατάστασης των προσφύγων με τη διανομή γης, με τον αναδασμό και όλα αυτά, ο σύλλογος πέφτει σε αδράνεια. Το 1974, όμως, μια παρέα ανθρώπων ξεκινά και επανιδρύει τον Σύλλογο με άλλη καταστατική κατεύθυνση. Και είναι λογικό. Πλέον, ο Σύλλογος δεν έχει να υποστηρίξει κάποιον. Έχει όμως, να υποστηρίξει την ιστορία των Μικρασιατών. Έτσι λοιπόν, ξεκινάει ένας Σύλλογος με μοναδικό στόχο την μεταλαμπάδευση της ιστορίας των ηθών και των εθίμων του Μικρασιατικού ελληνισμού. Δεν κρατά ταυτότητα τοπική, δηλαδή δεν λέγεται Σύλλογος, Σύλλογος Μικρασιατών Κουλαλήδων ή Σμυρνιών ή Καππαδοκών ή οτιδήποτε άλλο. Ο στόχος του Συλλόγου είναι να διατηρήσει την ενιαία μνήμη της καθ’ ημάς ανατολής. Έτσι λοιπόν, ξεκινά ένας Σύλλογος αρχικά από έναν πυρήνα κυρίως Κουλαλήδων, Εφεσιωτών και Κουντουριαννών και μετά διευρύνεται. Έτσι, διευρύνεται και το καταστατικό του. Προχωρά με τμήματα χορευτικά, ξεκινά με τμήματα χορωδίας, παιδικά χορευτικά και πορεύεται έτσι, με μια πολύ μεγάλη δραστηριότητα, γιατί εκείνη την περίοδο υπάρχει και η λεγόμενη δεύτερη γενιά ακόμα. Υπάρχουν τα παιδιά αυτών που ήρθανε, υπάρχει το συναίσθημα, υπάρχει έντονη συναισθηματική φόρτιση. Εγώ είμαι Μικρασιάτης τρίτης γενιάς, εκ των πραγμάτων. Λοιπόν, και πορεύονται για μια εικοσαετία με πάρα πολύ δυναμικό τρόπο. Όταν πρωτοήρθαν στην πόλη, τους δόθηκε ένα οικόπεδο. Σαν αλληλοβοήθεια, λοιπόν, για να μην χάσουν αυτό το οικόπεδο τον μεταβίβασαν σ’ έναν συνεταιρισμό. Το 1974 και μετά, όταν επανιδρύθηκε ο Σύλλογος και στα στα τέλη του 1970, αρχές ’80 γίνονται προσπάθειες –αρχές ’80 μάλλον– απ’ τον τότε πρόεδρο του Συλλόγου να, να μεταβιβαστεί η κυριότητα του οικοπέδου αυτού ξανά στον Σύλλογο Μικρασιατών. Έτσι λοιπόν, μεταβιβάζεται η κυριότητα κι ο Σύλλογος Μικρασιατών αποκτά ξανά οικόπεδο. Το 1990, τον Μάη, βγαίνουν οι άδειες και θεμελιώνεται το παρόν κτήριο. Ένα κτήριο, που όπως σου είπα απ’ την αρχή έχει τέσσερις ορόφους. Ο πρώτος όροφος είναι ο όροφος εκδηλώσεων και εκμάθησης χορών. Ο δεύτερος όροφος είναι ο χώρος της βιβλιοθήκης, η οποία λειτουργεί ως δανειστική και έχει πάνω από δυόμισι χιλιάδες τίτλους και το ημιτελές μουσείο. Έχουμε πάνω από διακόσια πενήντα κειμήλια. Ο τρίτος όροφος είναι το γραφείο διοίκησης, το γραφείο προέδρου, το λογιστήριο, αρχείο και ο τέταρτος όροφος επάνω, η σοφίτα δηλαδή, είναι το βεστιάριο και αυτή τη στιγμή ετοιμάζεται μια μικρή θεατρική αίθουσα χωρητικότητας σαράντα ανθρώπων. Θα σταθώ στο σήμερα από το ’90 και μετά, όπου η δαπάνη γι’ αυτό το κτήριο και γι’ αυτό μίλησα προηγουμένως για το συναίσθημα, εξασφαλίστηκε απ’ τις προσφορές κυρίως των μελών και όχι του κράτους. Αν θα δείτε το βιβλίο δωρητών του Συλλόγου, θα δείτε, ότι υπάρχουν οι προσφορές από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής, από τον, απ’ τους Έλληνες της Αυστραλίας και πολύ μεγάλα ονόματα της πόλης. Παράδειγμα, το κτήριο, τα σχέδια τα έκανε ο κύριος Μποταϊτης και η μητέρα του Αρετή Μποταϊτη, έτσι λέγεται και η αίθουσά μας κάτω. Έκαναν τότε 2.000.000 δωρεά στον Σύλλογο για να ολοκληρωθεί η αίθουσα. Οπότε, υπάρχει λοιπόν, μια ανιδιοτελής προσφορά εκείνων των ανθρώπων που σχεδόν βιωματικά ένιωσαν τον πόνο των πατεράδων τους. Γεννήθηκαν λίγες μέρες μετά την άφιξή τους εδώ, αλλά βίωναν κάθε μέρα τον πόνο της ψυχής τους. Αυτό το περάσαν και σ’ εμάς που, ας πούμε, είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε με παππούδες. Δυστυχώς τώρα, φτάνουμε στην τέταρτη γενιά, η οποία είναι αστικοποιημένη. Ξέρετε, οι Μικρασιάτες ως Μικρασιάτες αν θα το περιορίσουμε στις περιοχές της Ιονίας, της Αιολίας και των Δυτικών Παραλίων της Μικράς Ασίας, όπως και της Πόλης ήτανε άνθρωποι, οι οποίοι κυρίως ήτανε αστοί περίπου όπως ζούμε εμείς σήμερα. Εάν θα έλεγες σήμερα έναν Έλληνα πώς, πώς διασκεδάζει, εγώ θα έλεγα ως Μικρασιάτης και θα απαντήσω γιατί. Χορεύει ζεϊμπέκικα, χορεύει χασάπικα, χορεύει χασαπιές, χορεύει συρτόμπαλους, χορεύει καρσιλαμάδες. Μιλάμε τώρα για τα νυχτερινά μαγιαζιά και τα πανηγύρια, έτσι; Δηλαδή ασυνείδητα, ουσιαστικά γλεντά και διασκεδάζει ως Μικρασιάτης, ο Νεοέλληνας. Το πρόβλημα όμως λοιπόν, ποιο ήταν και απωλέσαμε ταυτότητα; Ουσιαστικά ήταν αυτό. Η αστικοποίησή μας. Ο δε Πόντιος Μικρασίατης μιλά Ποντιακά και έχει την ποντιακή μουσική. Ο δε Βλάχος μιλάει βλάχικα και έχει την βλάχικη μουσική. Κι όλες οι άλλες φυλές. Ο Κρητικός κι ο Θρακιώτης κι οποιοσδήποτε. Οι Μικρασιάτες τι πάθαμε; Μιλούσαμε καθαρή ελληνική γλώσσα και συνεχίζουμε να ακούμε την ίδια μουσική, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι είναι μικρασιάτικη. Εδώ θα ’ρθούμε μετά σε μια διαδικασία που πρέπει για το πώς από εδώ και πέρα οι σύλλογοι ταυτότητας θα πρέπει να δρομολογήσουν τα πράγματα για να  ξανάπροσελκύσουν τον κόσμο για να εγείρουν συνειδήσεις. Έτσι, λοιπόν έγινε αυτό το κτήριο, απέκτησε αρκετά τμήματα. Σήμερα μπορώ να πω με υπερηφάνεια, ότι ο Σύλλογος αριθμητικά έχει ίσως πάνω από δέκα-δώδεκα τμήματα, θα τα πούμε ένα-ένα. Έχουμε δύο τμήματα παιδικού χορού. Έχουμε δύο τμήματα φιλαναγνωσίας. Εδώ θα σταθώ λίγο σ’ αυτό. Φιλαναγνωσία γίνεται στον χώρο της βιβλιοθήκης, όπου διαβάζουμε ένα παραμύθι στα παιδιά, εκπαιδευτικώς και αυτά μετά το δραματοποιούν είτε το ζωγραφίζουν. Η απόφασή μας να το κάνουμε στον χώρο της βιβλιοθήκης είναι γιατί τα παιδιά πλέον, βιώνουνε μια τέτοια τεχνολογική πίεση που έχουν απολέσει την μυρωδιά του βιβλίου. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε να κάνουμε στο χώρο της βιβλιοθήκης αυτό το μάθημα της φιλαναγνωσίας μόνο και μόνο για να υπάρχει μόνο η εικόνα του βιβλίου τριγύρω και η μυρωδιά του. Έχουμε τμήματα, δύο τμήματα θεατρικής παιδείας και θεατρικού παιχνιδιού. Έχουμε θεατρική ομάδα ενηλίκων, έχουμε δύο τμήματα χορευτικά ενηλίκων, έχουμε χορωδία ενηλίκων και τμήμα μουσικών οργάνων. Και ο λόγος είναι ότι καταστατικά και πρακτικά θα μπορούσα να πω, είναι ότι οι σύλλογοι, εμείς δεν είμαστε απλά Πολιτιστικός Σύλλογος, δεν προσπαθούμε να διατηρήσουμε την ανάμνηση ενός εθίμου. Είμαστε Σύλλογος διατήρησης ιστορικής μνήμης. Έτσι; Άρα ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να παράγουμε και πολιτισμό. Αν κάτι, αν κάτι χαρακτήριζε τους προγόνους μας ήταν η αγάπη τους για τον πολιτισμό. Δεν είναι τυχαίο που στη Σμύρνη, το θέατρο της Σμύρνης μάλλον, είναι μια μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου. Δεν είναι τυχαίο που όταν ο Βενιζέλος κάλεσε τον Καραθεοδωρή, τον δάσκαλο του Αϊνστάιν πριν την καταστροφή ετοίμαζε τη φυσικομαθηματική σχολή της Σμύρνης. Δεν θα πάω στο πιο πίσω για να δούμε τους λόγιους, τον Κοραή, οποιονδήποτε άλλο ή θα πάω, να πάω ακόμα και για τον Υψηλάντη που ήταν ο αρχηγός της επανάστασης του 1821. Εδώ, θα μπορούσαμε να σταθούμε σ’ ένα άλλο μεγάλο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, που δεν γνωρίζει ο ελληνικός λαός, τη συμμετοχή εκείνων των ανθρώπων στην επανάσταση του ’21. Για αυτό λέμε, ότι είμαστε Ιστορικός Σύλλογος. Ο ελληνικός λαός, παράδειγμα, δεν γνώριζε, ότι στην Καλαμάτα 17 Μαρτίου γιορτάζεται η «μέρα του μπαρουτιού». Η «μέρα του μπαρουτιού» ποια είναι; Το πρώτο καράβι με μπαρουτόβολα που έρχεται πληρωμένο από τη Σμύρνη και μοιράζεται, για να ξεκινήσει η Επανάσταση στις 25 Μαρτίου, η οποία ξεκινάει απ’ την Καλαμάτα στις 17. Λοιπόν, αν δούμε λίγο τη συμμετοχή, δούμε ότι ένας Πόντιος Μικρασιάτης, ο Υψηλάντης ο Δημήτριος ξεκινάει την Επανάσταση στο, στο Ιάσιο και ένας Πόντιος Μικρασιάτης, ο αδελφός του ο Δημήτριος, την τελειώνει ως αρχιστράτηγος της Επανάστασης καταλαβαίνουμε, λοιπόν, τη συμμετοχή του μικρασιατικού ελληνισμού, παρόλο που η πρώτη Εθνική Συνέλευση τους άφησε απ’ έξω στη διακήρυξή της. Και να συνεχίσουμε στα καθ’ ημάς. Τώρα τι κάνουμε ως Σύλλογος. Πρώτα απ’ όλα ως βασική εκδήλωση ετήσια είναι η μέρα μνήμης γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας απ’ το τουρκικό κράτος, όπως καθιερώθηκε απ’ την ελληνική Βουλή το 1997. Το 1997 είναι ημέρα εθνικής μνήμης. Εμείς αυτές τις μέρες προσπαθούμε να βγάλουμε προς τα έξω όλη την ιστορία πέραν του μνημοσύνου, που γίνεται κάθε χρόνο εις μνήμην όλων εκείνων που σκοτώθηκαν, σ’ όλη αυτή τη διαδικασία δεν είπαμε κάτι, έτσι; Αφήσαμε ενάμισι εκατομμύριο νεκρούς εκεί και ενάμισι εκατομμύριο ήρθαν εδώ. Κάτι ακόμη που δεν ξέρουμε. Το ένα τρίτο αυτών πέθανε τον πρώτο χρόνο, απ’ το άγχος, την πείνα και το κρύο, γιατί τυγχάνουν παραλληλισμοί περίεργοι. Οι τριακόσιες πενήντα χιλιάδες πέθαναν τον πρώτο χρόνο. Λοιπόν, είναι ημέρες μνήμης με συναυλίες, με χορωδίες, με επετειακά τραγούδια, με μνημόσυνο. Με μνημόσυνο κάθε 14 Σεπτέμβρη. Μάλλον 14 Σεπτέμβρη είναι ημέρα μνήμης που έχει καθιερωθεί απ’ το ελληνικό κράτος. [00:40:00]Για να μην γίνει αργία, λοιπόν, μεταβιβάζεται, μεταφέρεται πάντα την πρώτη Κυριακή μετά τις 14, μετά την ανύψωση του Τιμίου Σταυρού. Πρώτη Κυριακή μετά τις 14. Όλες αυτές οι επετειακές εκδηλώσεις είναι κάθε χρόνο, είναι ευθύνη του ελληνικού κράτους κι εμείς προσπαθούμε να δώσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αίγλη. Άλλες μεγάλες εκδηλώσεις... Ο Σύλλογός μας πριν δύο χρόνια έκανε ίσως τη μεγαλύτερη συνάντηση Πολιτιστικών Συλλόγων. Κάναμε τη Δεύτερη Πανελλήνια Συνάντηση Μικρασιατών. Σ’ έναν χώρο βρεθήκανε περίπου χίλιοι οκτακόσιοι χορευτές και τετρακόσιοι συνοδοί. Περίπου τέσσερις άνθρωποι σε... παρόντες σε μια εκδήλωση. Έγινε πριν δύο χρόνια εδώ στην περιοχή της εμποροπανήγυρης. Παρήλασαν στην πόλη. Ο πρώτος ήταν στην πλατεία, για όσους γνωρίζουν την Κατερίνη κι ο τελευταίος ήταν στο πάρκο. Μια απόσταση 700 μέτρων, για να καταλάβουμε το μέγεθος της συμμετοχής και την, και την επιτυχία της εκδήλωσης. Οργανώνουμε, φέτος θέλαμε να παρουσιάσουμε παράδειγμα μια μεγάλη θεατρική παράσταση, όπου θα πραγματευόταν την περίοδο από την απ’ τον Γενάρη του ’19 όπου ο παππά-Λευτέρης ο Λουφράκης λειτουργεί στην Αγιά Σοφιά μετά από τετρακόσια εξήντα επτά χρόνια και δίνει το έναυσμα για ελπίδα, για ελευθερία και, και, και απελευθέρωση από τους Τούρκους με τη Συνθήκη του Μούδρου αυτό, γιατί το τότε εκστρατευτικό σώμα σταματάει για λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη που πάει για την Κριμαία, το ελληνικό που συμμετέχει στην ΑΝΤΑΤ. Οπότε, ο παππά-Λευτέρης κατεβαίνει και με το «έτσι θέλω», πάει και λειτουργεί στην Αγιά Σοφιά. Έπιασε στον ύπνο τους Τούρκους και γι’ αυτό γλύτωσαν. Και η εκδήλωση αυτή πραγματεύεται αυτή την περίοδο, απ’ την περιοχή της ανάτασης, της αποβίβασης του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, της αποβίβασης του Τούρκικου Στρατού, της απόβασης –όχι αποβίβασης– του Τούρκικου Στρατού στον Πόντο και το πώς αυτοί οι δυο στρατοί πορεύονται προς το εσωτερικό της Τουρκίας, ποια τα συναισθήματα που προκαλούν στον ελληνισμό της εποχής εκείνης, τους Καππαδόκες. Έφτανε στις ημέρες της Καταστροφής κι από τις ημέρες της Καταστροφής στην Αθήνα και στον Πειραιά του 1923. Το πώς υποδέχτηκαν τους Μικρασιάτες τότε. Το πώς λέγανε «παστρικιές» τις γυναίκες, απλά, γιατί πλενόντουσαν ή γιατί βαφόντουσαν ή γιατί στολιζόντουσαν, παρά τη μιζέρια τους, δεν μπορούσαν να το καταλάβουν και το πώς η λεγόμενη μικρασιάτικη και πολίτικη μουσική γίνεται η βάση για το ρεμπέτικο. Με αποτέλεσμα να τελειώνει σ’ ένα ρεμπέτικο καταγώγιο μ’ ένα γλέντι. Αυτή ήτανε η παράσταση που ετοιμάζαμε. Όπως βλέπετε, λοιπόν, η αγωνία του Συλλόγου και των μελών του και του Δ.Σ. είναι ότι καθετί που κάνει να αφήνει στίγμα. Παράδειγμα θα μπορούσαμε, όπως κάθε χρόνο κόβουμε την πίτα μας, έτσι; Θα μπορούσαμε να κόψουμε μια πίτα να είμαστε όλοι ευτυχισμένοι και να φύγουμε. Όχι. Σ’ αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να δώσουμε στον κόσμο να καταλάβει ότι για παράδειγμα, ότι η έννοια του κοινωνικού κράτους που τόσο πολύ υπερηφανεύεται η Δύση είναι έμπνευση ελληνική. Ο Μέγας Βασίλειος είναι ο πρώτος που κάνει φτωχοκομεία, γηροκομεία για να, για να στεγάσει απόρους, άγαμες μητέρες κι αυτό μετά συνεχίζεται και σε όλο το Βυζάντιο. Άρα, λοιπόν, μέσα από αυτές τις διαδικασίες προσπαθούμε να περάσουμε και πληροφορίες. Δεν σταματάμε στεγνά στο γεγονός «να το κάνουμε για να το κάνουμε». Αυτή είναι λοιπόν, η πορεία του Συλλόγου και αυτή η αγωνία του.

Α.Π.:

Να ρωτήσω εγώ κάτι. Κάνετε κι εσείς, έτσι, κάθε χρόνο ανταμώματα και γιορτές καλοκαιρινές;

Α.Μ.:

Ναι, αυτό που ανέφερα προηγουμένως ήτανε η Δεύτερη Πανελλήνια Συνάντηση Μικρασιατικών Συλλόγων, ανέλαβε την ευθύνη ο Σύλλογός μας. Κι αυτές τις πανελλήνιες συναντήσεις δεν τις κάνει η ομοσπονδία στους Μικρασιάτες. Την αναλαμβάνει την ευθύνη ο κάθε Σύλλογος. Άρα, λοιπόν, εκ περιτροπής, ναι. Φέτος λόγω κορονοϊού δεν μπορέσαμε να κάνουμε στην Καλαμάτα. Του χρόνου θα είναι όμως στην Ελευσίνα όπου είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.

Α.Π.:

Μάλιστα. Σας έχει επηρεάσει ο κορονοϊός; Πώς έχει επηρεάσει έτσι τον Σύλλογο;

Α.Μ.:

Ναι, ο κορονοϊός... Ο κορονοϊός έχει επηρεάσει νομίζω, κάθε Σύλλογο. Δεν υπάρχει Σύλλογος που να μην έχει επηρεαστεί. Στους δε Συλλόγους που δεν είχαν τη δυνατότητα την οικονομική για να επιβιώσουν, νομίζω ότι έχει φτάσει στο όριο να βάλουνε κλειδί.

Α.Π.:

Ναι. Επίσης, να ρωτήσω κάτι. Εσείς έχετε ταξιδέψει σ’ αυτά τα μέρη των παππούδων σας;

Α.Μ.:

Έχω ταξιδέψει σχεδόν, εκτός την Νοτιοανατολική Τουρκία, την περιοχή της Νύγδης, της Σπάρτης να πω διαφορετικά και απ’ το Παμούκαλε και κάτω, ναι, έχω πάει σε όλες τις περιοχές. Μέχρι το την Καππαδοκία. Βέβαια, δεν μίλησα για την Καππαδοκία. Η Μικρά Ασία αν κάτι την χαρακτηρίζει, είναι ότι έχει δώσει τουλάχιστον στο σύγχρονο ελληνισμό, τουλάχιστον στον ορθόδοξο ελληνισμό, έχει θέσει τις βάσεις της πίστης. Έχει δώσει αυτό που λέμε εκκλησιαστική λειτουργία. Έχει βάλει τις βάσεις του μοναχισμού, έχει βάλει τους κανόνες της εκκλησίας, με τους κανόνες που έκανε ο Μέγας Βασίλειος και ακόμα του αποδύεται το Εκκλησιαστικό Δίκαιο. Έχει δώσει το σύνολο των Αγίων. Έτσι λοιπόν, βρέθηκα στην Αγιοτόκο Καππαδοκία, σε όλα τα Παράλια στη Σμύρνη. Έχω πάει στον Πόντο, πήγα Παναγία Σουμελά. Εκεί, τα συναισθήματα βασικά δεν μπορείς να τα εκφράσεις. Νομίζω ότι κάποια στιγμή στο πρόσωπό μας όσων ήμασταν εκεί και πολύ δε περισσότερο και η γυναίκα μου παρόλο που είναι ντόπια στην καταγωγή, έκτοτε έγινε αυτό που λέμε Μικρασιάτισσα κατά συνείδηση και όχι κατά καταγωγή. Λοιπόν, τα συναισθήματα είναι τόσο τρομερά και αν ξεφύγεις κατά 200 χιλιόμετρα από τα Παράλια προς το εσωτερικό, είναι λες και έχει σταματήσει ο χρόνος. Βρέθηκα κάποια στιγμή στην Καρβάλη, όπου η Καρβάλη είναι ένα χωριό της Καππαδοκίας. Υπάρχει η Νέα Καρβάλη στην Καβάλα... Λοιπόν, όπου όταν κάτσαμε στην πλατεία της Καρβάλης, είναι μια πλακόστρωτη πλατεία με πέτρες. Έχει ένα τριώροφο ξενοδοχείο, το οποίο ήταν το σχολείο της Καρβάλης με λεοντίσιες κεφαλές για υδρορροές και αν καθόσουν στο καφενείο έβλεπες, γυρνούσες και έβλεπες το επιθύρια που υπάρχουν σε όλα τα σπίτια έλεγε: «Οικία τάδε 1800 τόσο», «Καφενείον Ελευθερία 1900, 1800 τόσο». Νόμιζες, ότι ο χρόνος σταμάτησε λίγο πριν την Καταστροφή κι ότι οι κάτοικοί του οι σημερινοί ήταν προσωρινοί. Τα συναισθήματα είναι τόσο δυνατά και τόσο έντονα που σε οδηγούν ακριβώς σ’ αυτό που έκανα και εγώ. Όταν γύρισα πίσω, ασχολήθηκα ενεργά με την διοίκηση του Συλλόγου. Τότε εντάχθηκα στο Δ.Σ. και έγινα και έφορος χορευτικών εκείνη την περίοδο. Τώρα για να μπορέσουμε να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο και του ταξιδιού νομίζω, ότι τα ταξίδια αυτού του τύπου, αν κάτι τα χαρακτηρίζει είναι το συναίσθημα πριν και μετά. Το συναίσθημα της αγωνίας για το τι θα συναντήσω, τι θα δω. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν σκέφτεσαι το πώς θα νιώσω. Κάτι εντελώς εξωπραγματικό σε σχέση με το τι σκέφτεσαι και το πώς θα περάσεις σε ένα ταξίδι. Με αποτέλεσμα ναι, εκεί πλέον, τα συναισθήματα είναι να σε απογειώνουν και πηγαίνουν αλλού το μυαλό σου. Και να νιώθεις διαφορετικά πράγματα. Ίσως να νιώθεις αυτό που νιώθανε εκείνοι που ζούσαν εκεί. Να φαντασιώνεσαι ότι ναι, εδώ σ’ αυτή την πέτρα, γιατί όταν πήγαμε στο χωριό, ήταν ο παππούς μου και έπινε το ρακί του, δεν ξέρω ’γω ή οτιδήποτε άλλο. Ναι, είναι μια τρομερή εμπειρία, η οποία δεν έχει σχέση ούτε με τον τουρισμό, ούτε με την χρηματοδότηση του Τουρκικού κράτους που θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος. Χρηματοδότηση είναι να πηγαίνεις Ανδριανούπολη και να ψωνίζεις.

Α.Π.:

Επίσης, να γυρίσω λίγο πίσω στην ιστορία του χωριού της Κονταριώτισσας. Υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Θωμά που είναι στο συνοικισμό, όπως λέμε, η οποία χτίστηκε από τους Μικρασιάτες;

Α.Μ.:

Ναι, η εκκλησία του Αγίου Θωμά χτίστηκε απ’ τους Μικρασιάτες, αλλά δεν είναι η μοναδική. Μιλάμε για έναν λαό, ο οποίος ταύτισε την πίστη του με την ταυτότητά του. Δηλαδή, πολλοί στη Μικρά Ασία προτίμησαν να απολέσουν τη γλώσσα τους, για να μην απολέσουν την ταυτότητα. Γι’ αυτούς το να αλλαξοπιστήσεις, το να γίνεις Οθωμανός, τουρκοποιούσουν κιόλας. Άρα, λοιπόν, ήρθανε άνθρωποι με πολύ έντονο θρησκευτικό συναίσθημα. Όπως είπα, στεγάστηκαν τα πρώτα χρόνια στον Άγιο Αθανάσιο. Η πρώτη εκκλησία, όμως, που έχτισαν ήταν η Ευαγγελίστρια, δεν ήταν ο Άγιο Θωμάς. Η οποία εκκλησία χτίστηκε σχεδόν στον ίδιο χώρο τώρα που είναι ο Άγιο Θωμάς υπάρχει και σήμερα αυτή η εκκλησία, αλλά χτίστηκε αργότερα, στην κάτω, στη νότια πλευρά. Μετά την Ευαγγελίστρια, η οποία ήταν μικρή δεδομένου ότι μετά το ’30 οι οικογένειες μεγαλώσανε πάρα πολύ. Ήρθαν ελάχιστοι, αλλά μεγαλώσανε πάρα πολύ με πολλά παιδιά κι όλα αυτά. Χτίστηκε η εκκλησία του Αγίου Θωμά. Εδώ θα μπορούσα να δώσω τη δικιά μου νότα, ως προς την επιλογή. Βλέπετε ότι ο Άγιος Θωμάς είναι... Ο Απόστολος Θωμάς είναι ένας Απόστολος, ο οποίος ήτανε λίγο πραγματιστής. Δηλαδή είπε ότι: «Καλά τα λέτε εσείς, ότι αναστήθηκε ο Χριστός, αλλά εγώ πρέπει να το δω». Έδειχνε ένα ανήσυχο πνεύμα. Του άρεσε η έρευνα, η διαδικασία. Θεωρώ ότι δεν ήταν τυχαία η επιλογή του Αποστόλου Θωμά, δεδομένου, ότι σχεδόν στον ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστες οι εκκλησίες. Αυτό καταδεικνύει και το πνεύμα το ανήσυχο των ανθρώπων αυτών, παρόλο που είχαν τη δικιά τους εκκλησία την Ευαγγελίστρια, όταν ήρθαν από κει, προτίμησαν να κάνουν μια εκκλησία και να την αφιερώσουν στον Απόστολο Θωμά. Η εκκλησία θεμελιώθηκε το ’55 απ’ τον Μητροπολίτη Βαρνάβα. Χτίστηκε από... με πέτρα, όλη από χτίστες πετράδες από το Λιτόχωρο. Κράτησε νομίζω τέσσερα χρόνια, πέντε η ανοικοδόμησή της με λεφτά της κοινότητας και με εράνους. Είχαν την ατυχία η εκκλησία αυτή, κατά το 1973 και σε μια πολύ μεγάλη χιονόπτωση να πέσει η σκεπή της, με αποτέλεσμα το χωριό να ξαναβρεθεί στην αρχική του εκκλησία στον Άγιο Θανάση για εφτά χρόνια, μέχρι να αποπερατωθεί ξανά η εκκλησία του Αγίου Θωμά. [00:50:00]Όταν λοιπόν τέλειωσε ξανά η εκκλησία του Αγίου Θωμά με πιο στιβαρά υλικά στη σκεπή κι όλα αυτά, με τσιμέντο δηλαδή κι όλα αυτά, για εμένα όμως έχασε το συναίσθημα που είχε η πρώτη εκκλησία, γιατί ξέρετε εκείνα τα χρόνια, όταν κάναν τα ταβάνια των εκκλησιών τα γέμιζαν αστέρια. Ήταν σαν έναστρος ουρανός και στη μέση ο Παντοκράτορας –βέβαια τώρα επείγει άλλη αγιογραφία κι όλα αυτά, δεν έχει σημασία– και όταν τελείωσε η, η δόμηση της εκκλησίας του Αποστόλου Θωμά, μετά από μια δεκαετία περίπου αποφάσισαν να ξαναχτίσουν σε μικρό εκκλησάκι την πρώτη τους εκκλησία, την Ευαγγελίστρια. Έτσι λοιπόν, στην ίδια πλατεία στον ίδιο χώρο υπάρχουν δυο εκκλησίες. Η μία, η Ευαγγελίστρια και μία του Αποστόλου Θωμά. Βέβαια, εκεί δεν σταμάτησε αυτή η διαδικασία. Παρόλο που υπήρχαν αυτές οι δυο εκκλησίες, το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα του κόσμου οδήγησε τον κόσμο τα τελευταία χρόνια να χτίσει ακόμα μια εκκλησία που είναι στην είσοδο του χωριού και είναι της Αγίας Ειρήνης. Αυτά για τις εκκλησίες και την εκκλησία του Αποστόλου Θωμά, μια εκκλησία που ξέρετε καμιά φορά, επειδή εγώ είχα την τύχη να είμαι, να γεννηθώ στην αυλή της εκκλησίας, το πατρικό μου είναι εκεί, πολλές φορές τα κτήρια και οι ναοί συνδέονται τόσο έντονα με το υποσυνείδητό σου που για εμένα δεν δύναμαι να, να υπάρχει Πάσχα ή Χριστούγεννα αν δεν είμαι στον Άγιο Θωμά.

Α.Π.:

Και εκεί είναι που γίνεται και το έθιμο με τον...

Α.Μ.:

Στην αυλή του Αγίου Θωμά, γι’ αυτό κι έχει μεριμνήσει και το χωριό. Αν θα δείτε, η πλατεία του Αγίου Θωμά είναι πλακόστρωτη, αλλά στη μέση υπάρχει ένας χώρος, ο οποίος έχει αφεθεί στρόγγυλος, χωμάτινος, με διαζώματα για να μπορέσει να γίνεται το έθιμο, το «κάψιμο του Οβριού», όπως λέγανε οι δικοί μας. Του Ιούδα, όπως λέμε σήμερα, για να μην μπούμε στην περίπτωση του αντιρατσιστικού νόμου.

Α.Π.:

Επίσης, το χωριό, επειδή χωριζότανε και στα δύο, είχε δύο σχολεία. Θα μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;

Α.Μ.:

Ναι, θα ’θελα να μιλήσω γι’ αυτό, γιατί νομίζω ήδη μερικώς μίλησα, όταν είπα ότι το ελληνικό κράτος φρόντισε ένα ιστορικό γεγονός που βασάνισε τον ελληνικό λαό και το ελληνικό έθνος να το κομματιάσει. Το ίδιο έκανε και με τα χωριά. Δυστυχώς, τα πρώτα χρόνια, το ελληνικό κράτος αντί να κάνει ένα σχολείο έκανε δύο. Ένα για τους Μικρασιάτες κι ένα για τους εντόπιους. Οι εντόπιοι είχαν, χτίστηκε καινούριο για τους Μικρασιάτες. Αυτό σχεδόν είχε, ίσχυσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τότε μόνον ένας δάσκαλος που ήρθε στο χωριό και διευθυντής τότε του σχολείου αποφάσισε να ενοποιήσει τα δύο σχολεία και οι αίθουσες να μοιραστούνε ανάμεσα σε όλα τα παιδιά του χωριού. Παρ’ όλα αυτά όμως, κρατήθηκε λόγω της παρουσίας των παλαιοτέρων και μέχρι τα δικά μας χρόνια να λέμε στο άλλο χωριό, στο πάνω χωριό, στο κάτω χωριό. Σήμερα βέβαια, δεν τίθεται τέτοιο θέμα και θέλω να πιστεύω ότι όποιοι σκέφτονται μ’ αυτό τον τρόπο είναι αιθεροβάμονες και οδηγούνται από άλλα συναισθήματα και όχι από τη λογική.

Α.Π.:

Και κάτι τελευταίο.

Α.Μ.:

Μια παρένθεση. Την αγάπη μου για το χωριό συνεχίζω να την εκφράζω παρόλο που δεν μένω εκεί. Είμαι εκλεγμένος τοπικός σύμβουλος του χωριού μου εδώ και έξι χρόνια και θα είμαι για άλλα τέσσερα περίπου. Αυτό σημαίνει ότι... Αυτό, αυτό σημαίνει ότι νομίζω ότι είναι αυτό που χαρακτηρίζει και κάθε Μικρασιάτη. Αγάπη για τις ρίζες. Οι παππούδες μας τις ρίζες μας, τις ρίζες τους τις είχαν εκεί. Οι δικές μου οι ρίζες έρχονται από κει, αλλά δημιουργήθηκαν στην Κονταριώτισσα. Δεν θα μπορούσα να διανοηθώ να καταστρέφω πνευματικά και γεωγραφικά αυτό το κομμάτι. Για εμένα είναι η τροφή μου, είναι η πνευματική μου τροφή. Με κάνει να προχωρώ μπροστά και να παίρνω δύναμη.

Α.Π.:

Και κάτι τελευταίο. Στην οικογένειά σας, με ποιον τρόπο έτσι, φαντάζομαι οι γονείς σας, προσπάθησαν να διατηρήσουνε έτσι, όλον αυτόν τον μικρασιάτικο πολιτισμό, να τον μεταδώσουνε και σ’ εσάς τα παιδιά;

Α.Μ.:

Θα σου απαντήσω, γιατί είναι εύκολη η απάντηση, γιατί ο πολιτισμός αυτός δεν είναι χειροπιαστός, είναι άυλος. Δεν είναι αντικείμενα, δεν είναι τέχνη, δεν είναι ζωγραφική, δεν είναι γλυπτική, δεν είναι διάφορα πράγματα. Είναι μια βιωματική διαδικασία και τρόπος σκέψης. Άρα, λοιπόν, αν κάτι χαρακτήριζε την οικογένειά μου και σ’ αυτό νιώθω πολύ περήφανος, ήτανε να... η αρχή της ισοτιμίας. Εγώ πολύ νωρίς βρέθηκα να κουβεντιάζω με τον πατέρα μου για το πώς θα λειτουργήσει η οικογένεια και δεν ήμουνα πάνω από 18 ετών. Το τι, πώς θα σχεδιάσουμε, το τι θα κάνουμε και αρκετή δόση ελευθερίας. Αποφάσισα να φύγω στα 16 μου για να τελειώσω το λύκειο να πάω στην Κατερίνη, δεν με εμπόδισε κανένας. Θέλησα κάποια στιγμή, όταν έκλεισα αυτόν τον κύκλο και αποφάσισα να δώσω Πανελλαδικές, τότε Πανελλήνιες. Πέρασα στα ΚΑΤΕΕ, δεν ήμουν ικανοποιημένος όμως, γιατί ήταν Οικονομικό. Οπότε, αποφάσισα να υπηρετήσω τη μαμά πατρίδα. Έγινα αξιωματικός. Υπηρέτησα ως έφεδρος αξιωματικός και ανακαταγέντας πάνω από πέντε χρόνια τις ειδικές, τις ένοπλες δυνάμεις και ως αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων. Οπότε ναι, είναι... ήταν κάτι το οποίο νομίζω είναι βιωματικό και μεταλαμπαδεύεται. Διδάσκεται μεν, αλλά όταν συνολικά η κοινωνία λειτουργεί ή η οικογένεια λειτουργεί μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης η μετάδοση γίνεται αυτόνομα και δεν χρειάζεται να δημιουργηθούν ιδιαίτερες διεργασίες δηλαδή για να το κάνεις.

Α.Π.:

Επίσης, με τα φαγητά σας, με αυτά που φέρατε από κει, έχετε έτσι, τα κάνετε ακόμα δηλαδή και στην καθημερινότητά σας;

Α.Μ.:

Όχι απλά τα κάνουμε, το ψάχνουμε και το εμβαθύνουμε! Αν κάτι χαρακτηρίζει ακόμα και σήμερα την κουζίνα του σπιτιού μας είναι τα πολλά αρώματα και οι πολύ έντονες γεύσεις, έτσι; Εδώ κάνουμε κι ένα λάθος ως λαός. Μιλάμε για «ανατολίτικη κουζίνα», για «τούρκικη κουζίνα». Βέβαια, αυτό δεν θα το ’λεγε ποτέ κανένας Μικρασιάτης. Εγώ θα σας έλεγα κάτι. Μιλάμε για σαρμαδάκια και λέμε ότι είναι τούρκικα. Από πότε η στέπα έχει αμπέλια και μαζεύουν αμπελόφυλλα και κάνουν σαρμαδάκια; Έτσι; Δηλαδή ναι, ήρθαν, μας βρήκαν, είδαν τα αμπελόφυλλά μας και κάνανε σαρμαδάκια. Άρα, λοιπόν, η κουζίνα μας είναι τόσο βαθιά πίσω στον χρόνο και δεν δέχομαι με τίποτα, ότι μιμούμαστε τη δική τους. Μπορεί να προσθέσαμε μπαχάρια και οτιδήποτε από την Ινδία, από την Αίγυπτο, από οπουδήποτε, ναι. Αλλά η βασική μας κουζίνα είναι μια αμιγώς ελληνική κουζίνα, η οποία πήρε όλα όσα έπρεπε να πάρει απ’ τους Ανατολίτες για να την απογειώσει. Και ας μην ξεχνάμε, ότι η κουζίνα είναι μέτρο πολιτισμού. Όταν παύει να είναι ανάγκη επιβίωσης το φαγητό, τότε αναγάγεται σε πολιτιστική κουλτούρα. Γι’ αυτό σήμερα φτάσαμε στον δυτικό κόσμο να ζωγραφίζουμε πιάτα, παρά να τρώμε. Αυτά. Επανερχόμενοι στη διαδικασία λίγο των εθίμων θα ήθελα να σταθώ στο κομμάτι πώς γινόταν η προετοιμασία του αποκριάτικου εθίμου της καμήλας και της αρκούδας. Η δε αρκούδα ήτανε μια διαδικασία, όπου βρισκόντουσαν προβιές από πρόβατα, τομάρια από πρόβατα και μια προσωπίδα που να μοιάζει με ζώο, έντυναν κάποιον. Και η αρκούδα έκανε τις γαλιφιές και ο αρκουδιάρης τη μάθαινε να χτενίζεται, να ντύνεται, να κάνει τούμπες και οτιδήποτε. Στη δε καμήλα υπήρχε μια άλλη διαδικασία. Η καμήλα βγαίνανε οι νέοι του χωριού. Συνήθως, τότε τα ζώα ψοφούσαν στην εξοχή. Άρα, λοιπόν, οι γενναίοι του χωριού βγαίνανε και βρίσκανε συνήθως μια κεφαλή αλόγου. Μια νεκροκεφαλή αλόγου, έτσι; Λοιπόν, την παίρνανε, την καθαρίζανε, την ασπρίζανε και συνδέανε τις αρθρώσεις με σκοινιά, ούτως ώστε παίζοντας να ανοιγοκλείνουνε και οι σιαγόνες. Λοιπόν, το στήνανε πάνω σε ένα ξύλο, σε ένα πάσσαλο, ο οποίος συνδεότανε με μια σκάλα. Τη σκάλα την περνούσαν δυο άντρες στους ώμους τους, για να γίνεται η βακτηριανή καμήλα. Ρίχνανε ένα τεράστιο σεντόνι από πάνω και αυτό το πράγμα προχωρούσε στον δρόμο και όταν θέλανε να πειράξουν τον κόσμο για να κάνουνε, τραβούσαν από μέσα τα σκοινιά και ανοιγόκλειναν και τα σαγόνια της, της καμήλας. Μια διαδικασία περισσότερο περιπαιχτική και στο πνεύμα των ημερών και ο λόγος είναι πολύ απλός. Είπαμε ότι είχαν την ανάγκη της ευλογίας του πλούτου. Αν κάτι τους έκανε να επιβιώνουν, ήταν ότι κρατούσανε την οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα χέρια τους. Έτσι, λοιπόν, μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία χρειαζόντουσαν κάθε ευχή και καθετί που θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Βέβαια, δεν ήταν τόσο εύκολο. Σκεφτείτε ότι εμείς ήμασταν παιδιά, όταν βγαίναμε στην περιοχή, απ’ το Ξερολάκι που λέμε να βρεις κάποιο άλογο εκείνη την εποχή, που έχει ψοφήσει, να βρεις το κεφάλι του, να το καθαρίσεις και όλα αυτά. Παρ’ όλα αυτά όμως, ήτανε μια διαδικασία, όπως ακριβώς θα την πω, Διονυσιακή. Παρόλο που είχε έτσι κάτι τα μακάβριο, οτιδήποτε μέχρι την ανεύρεση, από κει και πέρα, ήτανε μια ολόκληρη διαδικασία μέχρι το στήσιμο. Γιατί ακόμα και το πώς θα πορευόντουσαν, το πού θα καταλήγανε και το τι θα κάνανε και τι θα πειράζανε στο κάθε σπίτι ήταν προσχεδιασμένο. Εκείνο που δεν είπαμε τις προηγουμένως ήτανε ότι αυτό συνοδευόταν πάντα από μουσική. Αν κάτι χαρακτήριζε τους Μικρασιάτες της Κονταριώτισσας τουλάχιστον ήταν ότι υπήρχανε πάρα πολλοί μουσικοί. Παίζανε λαούτο, βιολί, μπουζούκι και αυτή η παράδοση ευτυχώς, για εμάς συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Τουλάχιστον εμένα, στην οικογένειά μου και τα τρία μου παιδιά παίζουν μουσική.

Α.Π.:

[01:00:00]Να ρωτήσω. Το έθιμο αυτό που γυρνούσανε, σε όλο το χωριό ή μόνο εκεί που έμεναν οι Μικρασιάτες;

Α.Μ.:

Στην ενορία.

Α.Π.:

Μόνο εκεί.

Α.Μ.:

Ναι, δεν ήταν αποδεκτό. Μάλιστα, τα πρώτα χρόνια από τους εντοπίους ήτανε και μάλιστα περιπαιχτικό, ήτανε μάλλον υποτιμητικό ή οτιδήποτε. Δεν ήταν αποδεκτό. Βέβαια, στα καρναβάλια επικρατούσε κι αυτό που και αργότερα επικράτησε και στον εντόπιο πληθυσμό, ήτανε το μασκάρεμα και επίσκεψη από σπίτι σε σπίτι. Έτσι; Για... με.... Αυτό επικρατούσε και στη Μικρά Ασία και μάλιστα αυτό που συνηθιζότανε πάντα, τις περισσότερες φορές, ήτανε οι άντρες να ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες. Ήταν να είναι, να γίνουνε στα καρναβάλια αυτό που δεν είναι στην καθημερινότητά τους. Έτσι πορευόντουσαν εκείνη την εποχή και νομίζω ότι αν κάτι τους χαρακτήριζε, είναι αυτό που είπα, το πηγαίο γλέντι της, της ενορίας, της πλατείας, του μαχαλά. Αυτό δείχνει παρόλες τις ιδιαιτερότητες και τις όποιες αντιπαραθέσεις να είχανε, υπήρχανε στιγμές του χρόνου που γινόντουσαν ένα. Ένα κουβάρι, μια αγκαλιά. Αυτό τους κρατούσε και μ’ αυτό πορευτήκανε ανά τους αιώνες μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Α.Π.:

Εσείς τέτοια γλέντια θυμάστε;

Α.Μ.:

Ναι.

Α.Π.:

Έχετε συμμετάσχει;

Α.Μ.:

Πήγαινα, πήγαινα πάντα τον παππού μου στο καφενείο, επειδή τα τελευταία χρόνια είχε χάσει την όρασή του, για να πάει να πιει το τσιπουράκι του και πολλοί εξ αυτών, επειδή ήτανε όντως μερακλήδες, όπως είχανε μάθει να είναι, αν κάτι τους χαρακτήριζε, ήταν το τραγούδι και ο χορός. Αυτό είναι δεδομένο, χωρίς αμφισβήτηση. Το τραγούδι και το... Μπορεί να πεινάσανε, να γυρίσανε ρακένδυτοι, να κάνανε, αλλά δεν πάψανε να τραγουδάνε και να χορεύουν. Κι αυτό γιατί; Γιατί ήταν το κομμάτι της πατρίδας που έμεινε μέσα τους ζωντανό. Δεν είναι απλά μια διαδικασία διασκέδασης. Όταν έλεγε τον αμανέ του ο άλλος στο καφενείο, έλεγε τον πόνο του για εκεί. Άρα, λοιπόν, το τραγούδι κι ο χορός ήτανε αυτό που δεν μπόρεσε να τους πάρει κανένας. Αυτό το κουβαλήσανε μαζί τους και μπορούσαν να το εκφράσουν στην καθημερινότητά τους.

Α.Π.:

Επίσης, να ρωτήσω κάτι άλλο. Έχετε βρεθεί έτσι, εσείς φαντάζομαι στα μικρότερα χρόνια, όταν ήσασταν πολύ μικρός σε διενέξεις ανάμεσα σε ντόπιους και Μικρασιάτες;

Α.Μ.:

Μην το πας τόσο πίσω. Η διένεξη ήταν μέχρι να γίνω εγώ 18-20 χρονών που έφυγα απ’ το χωριό για Θεσσαλονίκη. Μετά το έχασα για ένα διάστημα, δεν ξέρω πότε σταμάτησε, αλλά σίγουρα σταμάτησε. Μέχρι τις αρχές του ’80 η διένεξη υπήρχε, όχι βέβαια με πετροβολισμούς. Περισσότερο ως υποτιμητικό και βέβαια κάποια στιγμή ίσως να φταίγανε και οι Μικρασιάτες, γιατί μετά κάποιοι θεωρούσανε ότι ο πολιτισμός είναι γονιδιακός και όχι επίκτητος. Με αποτέλεσμα να λένε, ότι εμείς ήμασταν έτσι, εμείς ήμασταν αλλιώς. Όχι, ο πολιτισμός είναι μια διαδικασία, η οποία σου δίνει την ώθηση να πας μπροστά. Δεν μας κάνει καλύτερους ως Έλληνες, επειδή είχαμε τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή, τον 5ο αιώνα των Αθηνών. Θα ήμασταν πολύ καλύτεροι ως Έλληνες, αν παίρναμε τον 5ο αιώνα και σήμερα μεγαλουργούσαμε με βάση εκείνο. Άρα, λοιπόν, ο πολιτισμός δεν είναι γονιδιακός. Μπορεί το γονίδιο να έχει την τάση και να σου, να σου δίνει τις δυνατότητες, αλλά εξαρτάται από εσένα πώς θα το εξελίξεις. Και ναι, σ’ αυτή τη διένεξη ίσως να φταίγανε μετά και οι δύο κοινότητες.

Α.Π.:

Κύριε Τάσο, να ρωτήσω κάτι. Στην Κονταριώτισσα υπάρχει ένα μνημείο Μικρασιατών. Θα μας πείτε λιγάκι τι είναι αυτό;

Α.Μ.:

Ναι, είναι το μοναδικό μνημείο στην Πιερία, που είναι αφιερωμένο στους Μικρασιάτες, γενικότερα στη Μικρασιατική Καταστροφή. Το συγκεκριμένο μνημείο, λοιπόν, δεν είναι απλά ένα μνημείο. Είναι ένα μνημείο μνημόσυνο και διατήρησης μνήμης μιας ολόκληρης κοινότητας.

Α.Π.:

Κύριε Τάσο, ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ήτανε πάρα πολύ ενδιαφέροντα όλα όσα μας είπατε και για τον πολιτισμό και για τον Σύλλογο, εδώ πέρα, για τις δράσεις που κάνει. Εύχομαι καλή συνέχεια, να περάσει, έτσι, αυτή η δύσκολη περίοδος του κορονοϊού και να λειτουργήσουνε πάλι όλα κανονικά.

Α.Μ.:

Εγώ σ’ ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε. Νομίζω ότι οι προσωπικές σκέψεις του κάθε ατόμου, οποιοσδήποτε μεθαύριο χρειαστεί να τις δει και να τις διαβάσει και αφού τις φιλτράρει, ίσως του δώσουν κάτι, για να δημιουργήσει κάτι καινούργιο εκείνος. Ευχαριστώ.

Α.Π.:

Ευχαριστούμε κι εμείς.