© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η εμπειρία από την εκπαίδευση στη Γερμανία
Κωδικός Ιστορίας
16694
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Στυλιανή Μπούμπα (Σ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/10/2020
Ερευνητής/τρια
Βασιλική Παπαδοπούλου (Β.Π.)
[00:00:00]Καλησπέρα, πώς ονομάζετε;
Μπούμπα Στυλιανή.
Είμαι η Παπαδόπουλου Βασιλική, ερευνήτρια στο Istorima, είναι 18 Οκτωβρίου 2020 και είμαστε στη Νέα Μπάφρα Σερρών. Πείτε μας κάποια πράγματα για τον εαυτό σας, έτσι βιογραφικά.
Λοιπόν γεννήθηκα στο Ροδολίβο Σερρών και σε ηλικία δύο χρονών, για έναν χρόνο, επειδή οι γονείς μου μετακόμισαν στη Γερμανία για δουλειά, ζούσα έναν χρόνο στην Ηλιοκώμη, κι εγώ σε ηλικία 3 χρονών πήγα στη Γερμανία, όπου πήγαινα δύο σχολεία –το πρωί γερμανικό, το απόγευμα ελληνικό– και γύρισα στην Ελλάδα και σπούδασα Γερμανική Φιλολογία. Και μετά, τώρα, εργάζομαι εδώ και είκοσι χρόνια στο Γυμνάσιο Πρώτης Σερρών ως καθηγήτρια γερμανικών.
Ωραία, για πείτε μας για τα πρώτα χρόνια της ζωής σας, πώς ήταν η μετάβαση στη Γερμανία από την Ελλάδα.
Λοιπόν, εγώ όπως σας είπα, για έναν χρόνο, μέχρι να τακτοποιηθούν οι γονείς μου, έμεινα στη γιαγιά μου στην Ηλιοκώμη και μετά έπρεπε να πάω Γερμανία. Όταν πήγα στη Γερμανία, ήμουνα 3 χρόνων, δεν μπορούσα να πάω νηπιαγωγείο γιατί δεν ήξερα καθόλου γερμανικά, οπότε αναγκαστικά πήγα κατευθείαν σχολείο σε ηλικία 6 χρονών. Το πρωί γερμανικό σχολείο και τρεις φορές την εβδομάδα το απόγευμα ελληνικό σχολείο. Φυσικά, οι πρώτες μέρες στο γερμανικό σχολείο ήταν αρκετά δύσκολες γιατί δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Ήμασταν τριάντα παιδιά, τα οποία ήταν δέκα απ’ τη Γερμανία και τα υπόλοιπα ήμασταν από χώρες της Ευρώπης. Όλοι παιδιά μεταναστών και αναγκαστικά έπρεπε να μάθουμε κι εμείς να επικοινωνούμε με τα υπόλοιπα παιδιά και να μιλάμε τη γερμανική γλώσσα. Οι πρώτες δέκα μέρες ήταν όντως αξέχαστες γιατί η δασκάλα ήταν Γερμανίδα. Έμπαινε: «Ανοίξτε τα τετράδια» στα γερμανικά, «Μιλήστε, γράψτε», όλα τα ’λεγε στα γερμανικά κι εμείς κοιταζόμασταν. Ευτυχώς, όμως, επειδή και τα παιδιά μαθαίνουν εύκολα να αντιλαμβάνονται κάποια πράγματα και να μιλάνε, μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο, ειδικά σε έναν μήνα, μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε στα γερμανικά με οποιονδήποτε και να καταλαβαίνουμε τα πάντα μέσα στην τάξη.
Στο σπίτι σας τι γλώσσα μιλούσατε;
Στο σπίτι μας, οι γονείς μου μεταξύ τους μιλούσαν ελληνικά. Εγώ, όταν απέκτησα και αδελφή και ήμουν εγώ η μεγαλύτερη, το θεωρούσαμε, ας πούμε, πονηριά, εξυπνάδα για να μην μας καταλαβαίνουν να μιλάμε στα γερμανικά. Αλλά στην ουσία, στο σπίτι μέσα, στην οικογένεια, μιλούσαμε ελληνικά. Φυσικά, στην τηλεόραση παρακολουθούσαμε συνέχεια παιδικές σειρές στα γερμανικά, στο ραδιόφωνο επίσης. Όπου πήγαινες, άκουγες μόνο γερμανικά, αλλά στο σπίτι οι γονείς μου προσπαθούσαν να μιλάν όσο το δυνατόν περισσότερο ελληνικά και όχι γερμανικά για να μην ξεχάσουμε και την ελληνική γλώσσα, παρόλο που πηγαίναμε σε ελληνικό σχολείο.
Και αυτές τις πρώτες μέρες δεν θέλατε να πηγαίνετε σχολείο; Πώς ήτανε; Σας είχανε προετοιμάσει γλωσσικά από την οικογένεια; Δηλαδή ξέρατε κάποια βασικά πράγματα στη γερμανική γλώσσα πριν πάτε στο σχολείο;
Ήξερα αυτά που άκουγα καθημερινά. Όταν, ας πούμε, έβγαινα με τους γονείς μου ή για βόλτα ή για ψώνια κι άκουγα τους άλλους να μιλάνε, πώς λένε «καλημέρα», «καλησπέρα» κι όλα αυτά. Ή που πηγαίναμε στον φούρνο να αγοράσουμε κάποια πράγματα και έλεγα πώς ζητάμε χωρίς να σημαίνει ότι εγώ μπορούσα να τα ξέρω όλα αυτά, γιατί δεν ήξερα να γράφω. Και όπως σας είπα, δεν πήγα νηπιαγωγείο, για να προετοιμαστώ στο γερμανικό νηπιαγωγείο. Οπότε, με το που πήγα στο σχολείο το γερμανικό, άκουγα όλο και περισσότερα γερμανικά και καταλάβαινα πάρα πολύ λίγα πράγματα. Φυσικά δεν ήξερα να γράψω καθόλου γερμανικά, όταν πήγα δεν υπήρχε αντίστοιχη... Γιατί ναι μεν η μητέρα μου καταλάβαινε τα πάντα στα γερμανικά, αλλά επειδή στη δουλειά της μιλούσανε, ήτανε όλοι Έλληνες-Ελληνίδες, δεν χρειάστηκε να μάθει πάρα πολλά γερμανικά. Ο πατέρας μου ήξερε και να διαβάζει και να γράφει γερμανικά, γιατί αντίστοιχα στη δουλειά του ήταν μόνο Γερμανοί, αλλά δεν υπήρχε καμία προετοιμασία από το σπίτι. Οπότε οι πρώτες μέρες είναι ακόμα στην μνήμη μου, ήταν από τις πιο δύσκολες. Έλεγα: «Δεν θα ξαναπάω σχολείο». Έλεγα: «Τι δασκάλα είναι αυτή, δεν μας καταλαβαίνει, πώς μας μιλάει έτσι, τι μας κάνει». Όλα τα Ελληνάκια θέλαμε να την κάνουμε κάτι σκανδαλιές γιατί δεν μας καταλάβαινε και όντως ήτανε πολύ δύσκολο, αλλά μετά από κει, μπορούσαμε, είχαμε ενσωματωθεί κατευθείαν. Δεν μπορώ να πω ότι τα παιδιά απ’ τη Γερμανία μας έβλεπαν με μισό μάτι να πω. Είχαμε ενσωματωθεί κατευθείαν στην τάξη μέσα όλα τα παιδιά και ήμασταν μια μεγάλη παρέα.
Ελληνικό σχολείο πηγαίνατε;
Ναι, στο δημοτικό, επειδή ήμασταν πολλοί Έλληνες, γιατί εγώ μεγάλωσα στη περιοχή της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ένα από τα μεγαλύτερα κρατίδια της Γερμανίας, σε μια πόλη κοντά στη Στουτγάρδη, που λέγεται Λούντβιχσμπουρκ, και εκεί είχε πολλούς Έλληνες και ευτυχώς είχαμε ελληνικά σχολεία. Ήταν δηλαδή γερμανικά σχολεία, που μας τα παραχωρούσαν το απόγευμα για να κάνουμε μάθημα. Αλλά επειδή δεν μπορούσαν να μας παραχωρήσουν όλες τις τάξεις, κάναμε εναλλάξ. Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή κάναμε οι τρεις τάξεις και Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή οι υπόλοιπες. Δηλαδή Παρασκευή ήμασταν και οι δυο, όλες οι τάξεις εκεί πέρα. Κι αυτό τρεις φορές την εβδομάδα ελληνικά στο ελληνικό, αλλά φυσικά τα βασικά πράγματα. Δεν κάναμε στο δημοτικό Γεωγραφία και αυτά. Κάναμε Γλώσσα, Μαθηματικά, κάναμε φυσικά και Θρησκευτικά και όλα αυτά, αλλά πιο πολύ η βάση δινόταν στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά για να μην έχουμε κενά.
[00:05:00]
Ιστορία κάνατε στο ελληνικό σχολείο;
Ναι, κάναμε και Ιστορία. Αυτά τα μαθήματα τα κάναμε, ναι. Τώρα δεν κάναμε, ας πούμε, δευτερεύοντα μαθήματα που κάνουν τώρα στα σχολεία. Δηλαδή να πω, ας πούμε, δεν θυμάμαι, Γεωγραφία. Μπορεί να έκανα στην Πέμπτη και Έκτη αλλά ναι, και Ιστορία φυσικά σε όλες τις τάξεις όπως ήταν ελληνικά βιβλία, τα ίδια βιβλία που έκαναν εδώ τα παιδιά, τα είχαμε κι εμείς στη Γερμανία, δεν ήταν διαφορετικά βιβλία. Του Οργανισμού ίδια ήταν τότε, ήταν ο Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, ήταν ίδια τα βιβλία μας, απλώς πιο μειωμένη ύλη, γιατί εμείς κάναμε και λιγότερο. Φανταστείτε εμείς κάναμε τρεις φορές την εβδομάδα μάθημα, δεν κάναμε κάθε μέρα και ήτανε διαφορετικά.
Στο ελληνικό σχολείο ήταν υποχρεωτικό να γραφτούνε όλα τα Ελληνόπουλα ή όποιος ήθελε έγραφε το παιδί του;
Όχι, στο ελληνικό δεν ήτανε υποχρεωτικό να πάνε. Ήταν, ας πούμε, αποφάσιζε η οικογένεια με το παιδί. Γιατί υπήρχαν πολλές οικογένειες που δεν ήθελαν να ζορίσουν τα παιδιά τους και στα δυο σχολεία, και απ’ τη στιγμή που δεν θεωρούσανε υποχρεωτικό, τα στέλνανε μόνο στο δημοτικό, ας πούμε, και μετά, αν ήθελαν για γυμνάσιο και λύκειο, επειδή τα παιδιά είχανε μάθει καλά γερμανικά, είχαν αποφασίσει να συνεχίσουνε μόνο γερμανικό σχολείο. Φυσικά, το γερμανικό, όπως σε κάθε χώρα όταν ζεις, είναι υποχρεωτική η εννιάχρονη εκπαίδευση, μέχρι να συμπληρώσεις εννιά χρόνια εκπαίδευσης πρέπει να πας στο γερμανικό σχολείο. Το αντίστοιχο και στην Ελλάδα, έτσι; Είναι κάποιος πρέπει να τελειώσει τα εννιά χρόνια εκπαίδευσης και μετά να σταματήσει και ήταν θέμα οικογένειας, θέμα γονιών, τι σκοπό είχε η οικογένεια. Αν ήταν να μείνει πάρα πολλά χρόνια ή απλώς ήρθε για λίγα χρόνια και σκόπευε να μάθουν τα παιδιά του πιο καλά ελληνικά παρά γερμανικά. Αλλά, ούτως ή άλλως, στο γερμανικό έπρεπε να πάνε μέχρι να γίνουν, ας πούμε, 15 χρονών. Ήταν υποχρεωτικό, δεν μπορούσαν να σταματήσουν.
Στο γερμανικό σχολείο πώς ήτανε δομημένη η εκπαίδευση, το πρόγραμμα σπουδών ας πούμε; Στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, υπήρχε κάτι σαν αντίστοιχο λύκειο;
Καταρχήν, στη Γερμανία, επειδή είναι δεκατέσσερα κρατίδια, το κάθε κρατίδιο έχει και ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα. Έχουν πολλά κοινά βέβαια όλα, σ’ όλη τη Γερμανία, αλλά κάθε κρατίδιο είχε, έχει κάτι διαφορετικό στο... μέσα στο εκπαιδευτικό του σύστημα. Τα μαθήματα φυσικά είναι κοινά. Τώρα όμως ο τρόπος διδασκαλίας, η ύλη και όλα αυτά δεν ήταν ίδια σε όλη τη Γερμανία στο δημοτικό. Το δημοτικό στη Γερμανία είναι τέσσερα χρόνια, δεν είναι έξι. Οι μαθητές πηγαίνουν τέσσερα χρόνια δημοτικό σχολείο και στην τελευταία τάξη του δημοτικού, στην Τετάρτη δηλαδή, ήδη σε ηλικία δέκα χρονών, τα παιδιά έχουνε κάποιο, ένα είδος –ειδικά τότε που ήμουνα εγώ– εσωτερικές εξετάσεις στα μαθήματα τα βασικά –στη Γλώσσα, Έκθεση, Μαθηματικά– και με το απολυτήριο που παίρναμε του δημοτικού, ανάλογα τι απολυτήριο, ακολουθούν μετά τρεις διαφορετικές βαθμίδες στη δευτεροβάθμια. Δηλαδή ήδη από 10 χρονών καθορίζεται πού θα πάει το παιδί, ποιο είναι ας πούμε το μέλλον του, τι θα σπουδάσει και φυσικά πάντα με συνεννόηση δασκάλων και γονέων για να δούνε μήπως το παιδί για κάποιον λόγο δεν τα πήγε καλά εκείνη τη χρονιά ενώ έχει δυνάμεις και μπορεί να πάει για κάποια άλλη βαθμίδα. Γιατί η δευτεροβάθμια στη Γερμανία είναι τρεις διαφορετικές βαθμίδες. Η πρώτη, ας πούμε, είναι πέντε χρόνια, η δεύτερη είναι έξι και η τελευταία, η ανώτερη, είναι εννέα χρόνια.
Όπως στην Ολλανδία;
Ναι, κάπως έτσι. Μπορώ να πω η Κεντρική-Βόρεια Ευρώπη έχουν σχεδόν παρόμοια. Το γερμανικό είναι παρόμοιο με το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ας πούμε, το πρώτο που είναι πέντε χρόνια και το λένε hauptschule παίρνουν τα παιδιά μια βασική εκπαίδευση για να συνεχίσουν μετά σε μια σχολή επαγγελματική. Να μάθουν δηλαδή κάποιο επάγγελμά, μια τέχνη και είναι μόνο πέντε χρόνια. Φυσικά κι εκεί κάνουν Μαθηματικά, κι εκεί κάνουν γερμανικά, κάνουνε κι εκεί ξένες γλώσσες αλλά δεν είναι το ίδιο το επίπεδο, δεν μαθαίνουν τόσο δύσκολα πράγματα όσα είναι η κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το hauptschule. Στην επόμενη, που είναι το realschule και είναι ένα χρόνο παραπάνω, είναι λίγο καλύτερα εξειδικευμένα. Εκεί το παιδί μπορεί να πάει μετά σε ανώτερες σχολές, να σπουδάσει. Όχι φυσικά τώρα για πανεπιστήμια, αλλά κάτι καλύτερο από ένα, από μια απλή τέχνη. Και φυσικά μπορεί μετά να συνεχίσει και να πάει στην ανώτατη εκπαίδευση της δευτεροβάθμιας, το γερμανικό γυμνάσιο, που είναι εννέα χρόνια. Εκεί ο μαθητής μετά, τελειώνοντας, δίνει κάποιες εξετάσεις στην τελευταία τάξη που είπαμε. Είναι εννιά χρόνια, δηλαδή στην δέκατη τρίτη χρονιά είναι προπανεπιστημιακό έτος. Εκεί, στο προπανεπιστημιακό έτος, τα παιδιά κάνουνε, προετοιμάζουνε, δίνουνε ένα είδος εργασίας ήδη για το πανεπιστήμιο και αυτό λέγεται ampitua στα γερμανικά και οι μαθητές ετοιμάζονται από κει για να κάνουν τα χαρτιά τους όταν τελειώσουνε, για να δηλώσουν και να μπουν στα πανεπιστήμια. Δεν είναι το ίδιο όπως στην Ελλάδα, δεν δίνουν τα παιδιά εξετάσεις.
Στο δημοτικό τι μαθήματα κάνατε; Στο γερμανικό.
Στο γερμανικό κάναμε Γλώσσα στα γερμανικά, Έκθεση, στις πρώτες χρονιές Ορθογραφία, Γεωγραφία, Ιστορία. Είχαμε μαθήματα, ας πούμε Εικαστικά, ήταν δίωρο μάθημα πάντα στη Γερμανία. Η Γυμναστική δύο ώρες μάθημα. Είχαμε πολλές, διάφορες έτσι δράσεις. Και ειδικά εγώ, από τις τρεις βαθμίδες που σας είπα, είχα ακολουθήσει, πρόλαβα και πήγα στη δεύτερη, στο realschule.[00:10:00] Εκεί είχαμε ακόμα περισσότερες έτσι επιλογές μαθημάτων, που ανάλογα με τις, με τα ενδιαφέροντα και το τι ήθελε το παιδί να κάνει, μπορούσε να τα επιλέξει για να μάθει και κάτι παραπάνω. Φυσικά και Μουσική αργότερα και διάφορα άλλα μαθήματα, ειδικά στη βαθμίδα που πήγα εγώ μετά στη μεσαία.
Τι μαθήματα είχατε στη δευτεροβάθμια που λέτε σε σχέση με αυτά τα καλλιτεχνικά.
Στο realschule που πήγαινα, με τα ελληνικά;
Ποιο καλλιτεχνικά εννοώ.
Είχαμε παράδειγμα, γιατί εκεί, ας πούμε, ξεκινάει αυτή η βαθμίδα απ’ την Πέμπτη τάξη στην Γερμανία, γιατί η αρίθμηση συνεχίζει, δεν σταματάει. Τέταρτη τάξη στο δημοτικό, Πέμπτη λέμε μετά το realschule. Στις πρώτες, στις πρώτες δύο τάξεις, τα παιδιά έχουνε, ξεκινάνε με βασικά μαθήματα, αλλά, όπως πάντα, όχι μόνο όπως έχουμε κι εδώ έναν κύκλο σπουδών τα βασικά Φυσική, Χημεία, Μαθηματικά, Βιολογία και αυτά, τα πρώτα δύο χρόνια έχουνε μία ξένη γλώσσα επιλογή. Μετά ακολουθεί μια δεύτερη ξένη γλώσσα και αργότερα, στα τελευταία τρία χρόνια, υπάρχει επιλογή και μιας τρίτης. Ένας μαθητής μεσαίας βαθμίδας, αν ολοκληρώσει το σχολείο, έχει μάθει στο σχολείο του τρεις ξένες γλώσσες. Και όταν λέμε «έχουμε μάθει», γιατί τα σχολεία όλα διαθέτουν εργαστήρια ξένης γλώσσας με οπτικοακουστικά συστήματα, με ηχητικά, τα πάντα, που μπορείς να μάθεις πάρα πολύ εύκολα κάποια ξένη γλώσσα. Εγώ αγγλικά έμαθα μέσα απ’ το σχολείο το γερμανικό, δεν χρειάστηκε να πάω εδώ στην Ελλάδα σε φροντιστήριο, και φυσικά δεν υπάρχουν φροντιστήρια στη Γερμανία. Ό,τι είναι το παιδί, το μαθαίνει μέσα στο σχολείο.
Μπορούσε ένα παιδί να δώσει εξετάσεις πιστοποίησης μιας ξένης γλώσσας μέσα από το σχολείο χωρίς να παρακολουθήσει εξωσχολικά;
Ναι, αυτά γίνονταν όλα μέσα απ’ το σχολείο. Αυτά είναι όλα μέσα απ’ το σχολείο. Το παιδί όταν τελείωνε το σχολείο είχε, απ’ τη στιγμή που έκανε και βαθμολογούνταν με όλα αυτά, είχε αυτή την επάρκεια μιας συγκεκριμένης βαθμίδας στα αγγλικά, στις γλώσσες. Ήταν Β1, ήταν Β2, ανάλογα τι έκανε. Φυσικά, επειδή το θέλουν το μάθημα να γίνεται και πιο ενδιαφέρον, το σχολείο να έχει πιο πολύ ενδιαφέρον, να μην είναι βαρετό στα παιδιά, έχουν και πολλές στην ουσία δραστηριότητες. Μαθήματα ήταν κι αυτά βέβαια. Ας πούμε είχα εγώ στις δυο-τρεις τάξεις που πήγαινα και μάθημα μαγειρικής δίωρο μάθημα.
Στο γυμνάσιο;
Στο γερμανικό σχολείο, ναι. Αυτό το realschule είχαμε στο σχολείο μας, στο ισόγειο, ένα τεράστιο χώρο σαν να ήτανε τέσσερις κουζίνες μαζί, τα πάντα εκεί πέρα. Την πρώτη ώρα γινόταν η θεωρία απ’ την καθηγήτρια και στη δεύτερη ώρα χωριζόμασταν σε ομάδες και κάναμε ό,τι ήταν, απ’ το πιο απλό μέχρι μπορούσες όταν θα τελείωνες το σχολείο –εγώ δεν πρόλαβα να το ολοκληρώσω, επέστρεψα στην Ελλάδα–, μπορούσαν να είχανε κάνει και τα πιο... Στις μεγάλες τάξεις, να φανταστείτε, κάνανε και... μάθαιναν ακόμα και ψωμί κι αυτά πώς μπορεί να γίνει η κατασκευή. Εμείς είχαμε ξεκινήσει απ’ τα πολύ απλά, από τις πιο απλές σούπες και όλα αυτά, στρώσιμο τραπεζιού, πού μπαίνει το πιρούνι, το μαχαίρι, δηλαδή και όλα αυτά. Όχι για να περνάμε την ώρα μας και να χαλαρώνουμε, όλα αυτά υπήρχε βαθμολογία. Και φυσικά, όταν τελειώναμε και στρώνουμε τραπέζι, καθόμασταν, ήταν πάντοτε τελευταίες ώρες μαθήματος, το τρώγαμε κιόλας αυτό που φτιάχναμε και υπήρχε βαθμολογία από τον καθηγητή και η συμμετοχή μας κι όλα αυτά και μετά ξανά όλο τον χώρο εκείνον να τον καθαρίσουμε, να το παραδώσουμε όπως ήτανε. Και μετά, στις μεγάλες τάξεις, υπήρχε μάθημα Κοπτικής-Ραπτικής πάλι και εκεί σε ομάδες, επιλέγαν τα παιδιά τι θέλουνε. Θέλουνε Κοπτική-Ραπτική; Υπήρχε και το μάθημα της Τεχνολογίας. Όχι όπως στην Ελλάδα «κάνω μια εργασία» και τελειώνει. Εκεί, στην Τεχνολογία, υπήρχε εργαστήριο σαν να ήταν ένα ξυλουργείο μεγάλο ήτανε. Είχε μέσα τα πάντα, μπορούσαν τα παιδιά να κάνουν διάφορες κατασκευές, ανάλογα ποιο ήταν το πρόγραμμα κάθε χρονιάς, και φτιάχνανε κατασκευές απ’ το πολύ απλά, από ένα... Μπορεί να ξεκινούσαν να φτιάξουν ένα πολύ μικρό αυτοκίνητο με ροδίτσες, κανονικά ξύλινο, μέχρι τις πιο μεγάλες κατασκευές, όταν φτάναν στις μεγάλες τάξεις. Ήτανε στην ουσία... Εγώ το θυμάμαι εκείνη την αίθουσα στο ισόγειο –όχι ισόγειο, ημιυπόγειο μπορώ να πω– του σχολείου. Ήταν ένα τεράστιο ξυλουργείο με τα πάντα μέσα, αφού μύριζε αυτή η κόλλα που μυρίζει στα ξυλουργεία, και πάλι κι εκεί επιλογή. Δεν υπήρχε όμως ότι στην Κοπτική-Ραπτική πάνε μόνο κορίτσια και εκεί μόνο αγόρια, ήταν ελεύθερο το μάθημα, επέλεγε όποιος ήθελε. Αλλά έπρεπε να το πάρει, έπρεπε να πάρει ένα απ’ τα δυο. Δεν μπορούσε να μην πάρει καθόλου επιλογής μαθήματα και, και φυσικά και αυτό ήταν δίωρο. Δίωρο Τεχνολογίας, δίωρο Κοπτικής-Ραπτικής και ήταν ότι για όλα τα μαθήματα υπήρχαν τα εργαστήρια κι αυτό βοηθούσε τα παιδιά. Φυσικά, αυτό που στην Γερμανία είναι τελείως διαφορετικό απ’ την Ελλάδα είναι αυτό που χρόνια λέμε στην Ελλάδα, είναι η αποστήθιση. Στη Γερμανία δεν υπάρχει αποστήθιση στα σχολεία. Το μάθημα γινόταν μέσω... Τότε δεν υπήρχανε υπολογιστές τόσο πολύ. Μέσα από προτζέκτορες, από διάφορες ασκήσεις, ήταν κάτι πιο απλοί προτζέκτορες που βάζαν διαφάνειες μέσα και μας δείχνανε, από σχεδιαγράμματα, από κει ρωτούσε ο καθηγητής και από κει ήταν και το διαγώνισμα. Δεν ήταν να κάτσω να μάθω εγώ παπαγαλία Βιολογία. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που εκεί χρειαζόμουν να τα μάθω παπαγαλία, και στη Γερμανία ακόμα. Στο γερμανικό να φανταστείτε ότι εγώ σχολούσα το μεσημέρι και το απόγευμα πήγαινα ελληνικό και είχα μόνο το βράδυ έναν χρόνο, από τις 7:00 μέχρι τις 9:00, το πολύ 10:00, να κάνω όλα τα μαθήματά μου, ελληνικό και γερμανικό. Αλλά ευτυχώς το γερμανικό τα κάναμε τα περισσότερα στο σχολείο και δεν χρειαζόταν εγώ να ξοδέψω πολύ χ[00:15:00]ρόνο στο διάβασμά μου για το ελληνικό, για το γερμανικό.
Πήγατε και ελληνικό γυμνάσιο;
Ναι, πήγα και ελληνικό γυμνάσιο. Το τελείωσα και το γερμανικό γυμνάσιο στη Γερμανία και εκεί πάλι ήταν τρεις φορές την εβδομάδα. Κάναμε τα πιο βασικά. Δηλαδή βασικά όταν λέμε, αυτά που ανήκουν και τώρα στην πρώτη ομάδα που λέμε. Τα Νέα, κάναμε και κάποια Αρχαία, Ιστορία, Φυσική, Μαθηματικά, Γεωγραφία Βιολογία, πρέπει να κάναμε και αν θυμάμαι καλά και μια πρώτη ξένη γλώσσα, τα αγγλικά. Δεν κάναμε αυτά που είναι δεύτερης ομάδας και τρίτης πια στην Ελλάδα, όπως έχουμε τώρα την Πληροφορική, την Τεχνολογία, Γυμναστική και όλα αυτά. Ήταν πιο πολύ μαθήματα που έπρεπε να έχουμε μια επαφή και να τα έχουμε, τα βασικά. Ίδια βιβλία της Ελλάδος αλλά με διαφορετική ύλη γιατί όλοι αυτοί οι καθηγητές που διδάσκουν στη Γερμανία είναι αποσπασμένοι απ’ την Ελλάδα εδώ, δεν είναι... ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα σπουδών αλλά με διαφορικό, με διαφορετικές οδηγίες. Είναι πιο περιορισμένο.
Αν επιλέγατε, ας πούμε, ή το ελληνικό ή το γερμανικό σχολείο, ποιο θα επιλέγατε; Αν ήτανε δηλαδή στη δική σας ευχέρεια, ή δεν θα επιλέγατε ή δεν θα κάνατε κάποια διάκριση;
Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, μετά πήγα πρώτη λυκείου. Στην πρώτη λυκείου όμως άρχισαν λίγο οι δυσκολίες, γιατί πλέον στο λύκειο, επειδή ανέβηκε, είναι πιο... Πρέπει το παιδί να έχει περισσότερες ώρες μάθημα, ήταν καθημερινό το μάθημα το απόγευμα.
Πρώτη λυκείου στο ελληνικό;
Στο ελληνικό.
Της Γερμανίας;
Της Γερμανίας.
Γινόταν έτσι διαχωρισμός.
Ναι, το απόγευμα πάλι είχαμε, αλλά το λύκειο, επειδή το παιδί έπρεπε από κει όποιοι ήθελαν μετά να δώσουν Πανελλήνιες να έχει καλύτερη προετοιμασία και ήταν καθημερινό. Εγώ όμως είχα το απόγευμα γερμανικό σχολείο και έπρεπε πάντα να παίρνω απαλλαγή με χαρτί απ’ το σχολείο ότι πηγαίνω στο αντίστοιχο ελληνικό. Το είχα κάνει περίπου για ένα μήνα και ήταν αρκετά κουραστικό. Δηλαδή καθημερινά εγώ στο σπίτι ήμουν 7:00-8:00 η ώρα και τα μαθήματα του λυκείου ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Έτσι, κάποια στιγμή, είχα αποφασίσει ότι θα σταματήσω, η σκέψη ήταν να σταματήσω το ελληνικό. Ούτως ή άλλως, είχα σκοπό να σπουδάσω κάτι που να μ’ ενδιέφερε και ήθελα να μάθω καλύτερα γερμανικά. Αλλά, λόγω κάποιων άλλων προβλημάτων της οικογένειας τώρα με θέματα υγείας, αναγκαστήκαμε μέσα της χρονιάς –δηλαδή εγώ ήρθα στην Ελλάδα, στο σχολείο, παραμονές του Πολυτεχνείου. Το θυμάμαι έτσι γιατί ήταν γιορτή Πολυτεχνείου και είπε η διευθύντρια: « Ας έρθει το παιδί μετά τη γιορτή»–, κάπου στις 15 Νοεμβρίου είχα έρθει στην Ελλάδα. Μισό τετράμηνο στη Γερμανία με τελείως διαφορετική ύλη και ξαφνικά σ’ ένα ελληνικό σχολείο που να μην γνωρίζεις κανέναν. Γιατί στη Γερμανία έζησα δώδεκα χρόνια, οι καλύτεροί μου φίλοι και φίλες ήταν Γερμανοί-Γερμανίδες που κάναμε παρέα, και ξαφνικά σ’ ένα ελληνικό σχολείο, στο χωριό βέβαια, αλλά χωρίς να ξέρω κάποιον. Εκτός, ας πούμε, δύο-τρία άτομα που είχαμε κάποια συγγένεια και εκείνα αυτά τα έβλεπα μόνο το καλοκαίρι και ξαφνικά ήμασταν μαζί στην ίδια τάξη.
Κρατήσατε επαφές; Καταρχήν, να ρωτήσω. Οι φίλοι που είχατε στη Γερμανία ήταν από το ελληνικό σχολείο, από το γερμανικό σχολείο, τι ήτανε στην πλειονότητά τους; Έλληνες ή ξένοι;
Στο γερμανικό σχολείο, στο γερμανικό σχολείο, μέσα στην τάξη, αν πούμε ότι τότε είχανε είκοσι οχτώ παιδιά τα τμήματα –γιατί ήτανε μεγάλα τμήματα–, μέσα απ’ τα είκοσι οχτώ παιδιά μπορούμε να πούμε ότι ήταν μόνο δέκα παιδιά από τη Γερμανία και όλα τα άλλα ήτανε Ιταλία, Ισπανία Τουρκία, Ελλάδα, Πορτογαλία. Ήταν μικρό το ποσοστό των Γερμανών μέσα στα τμήματα. Παρ’ όλα αυτά όμως, εγώ δεν είχα, δεν κατάλαβα αυτό που λένε, μπορεί να πούνε κάποιοι, ότι ήμουνα στο εξωτερικό, να αισθάνομαι ξένη, γιατί η καλύτερή μου φίλη ήταν απ’ το γερμανικό σχολείο και ήταν Γερμανίδα, καθαρά Γερμανίδα, δεν ήταν ας πούμε Ελληνίδα που γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί. Ήταν Γερμανίδα που μέναμε και γειτονιά και είχαμε ακόμα και επαφές μέχρι και που είχα περάσει στο πανεπιστήμιο. Να φανταστείτε εγώ γύρισα σε ηλικία 15 χρονών, μέχρι μετά εφτά-οχτώ χρόνια είχαμε επαφή. Τότε φυσικά η επαφή ήταν μέσω, με γράμματα. Δεν υπήρχαν όλες αυτές οι τεχνολογίες. Δυστυχώς, προσπάθησα μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να τη βρω γιατί μετά χαθήκαμε, αλλά δεν έχω, δεν μπόρεσα να τα καταφέρω, γιατί και δεν έχει και σπάνιο όνομα και επίθετο και έχουν περάσει τόσα χρόνια. Γιατί μπορώ να πω ότι ήταν η καλύτερή μου φίλη σ’ όλα τα χρόνια που έζησα στη Γερμανία, παιδικά-εφηβικά. Και με Έλληνες φυσικά που συναντηθήκαμε μετά, κάναμε παρέα στην Ελλάδα, αλλά αυτή μπορώ να πω ότι ήταν, ότι η κολλητή μου στη Γερμανία ήταν Γερμανίδα. Και ειλικρινά, ας πούμε, υπάρχει και όταν βρίσκω χρόνο κάποια στιγμή ακόμα συνεχίζω και ψάχνω μέσα απ’ τα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μήπως την αναγνωρίσω κάπου μέσα από καμία φωτογραφία και τη βρω. Φυσικά, το πιο τέτοιο κομμάτι είναι ότι, παρόλο που πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, δεν μπόρεσα, δεν τα κατάφερα ποτέ να ξαναπάω στη Γερμανία για να δω πώς είναι όλα αυτά. Έφυγα το ’82 από τη Γερμανία και από το ’82 μέχρι σήμερα δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να μπορέσω να ξαναπάω να δω τα μέρη που πήγα σχολείο, όλο αυτόν τον χώρο. Γιατί ήταν ένα κομμάτι ζωής δώδεκα χρόνια. Τόσα χρόνια δεν έζησα ούτε στο Ροδολίβος εγώ μετά που γύρισα, όσα είχα ζήσει στη Γερμανία.
Όταν γυρίσατε πώς ενταθήκατε στο ελληνικό σχολείο; Ήτανε δύσκολα; Πώς δώσατε εξετάσεις, πώ[00:20:00]ς τα πήγατε με τη γλώσσα δηλαδή;
Το πρώτο, το πρώτο δίμηνο, κι επειδή ήρθα στη μέση της χρoνιάς και ήταν ακριβώς το διάστημα που δίνουν και διαγωνίσματα, εμένα περίμεναν να ’ρθει και η μεταγραφή μου από τη Γερμανία και ο έλεγχός μου, να δούνε τι μαθήματα έκανα στη Γερμανία, ήταν αρκετά δύσκολο. Με δυσκόλεψε και φυσικά και η, και η γλώσσα ακόμα, γιατί εδώ κάνανε πολλά περισσότερα από μένα. Μπορώ να πω ότι γνωρίζω πολλά περισσότερα στα γερμανικά απ’ ό,τι στα ελληνικά, γιατί διάβαζα πάρα πολλά τότε, αναγκαστικά, γερμανικά βιβλία. Τα ελληνικά όσα χρειαζόταν μόνο για το σχολείο. Ήταν μια δύσκολη περίοδος μπορώ να πω, όχι μόνο μέχρι τα Χριστούγεννα, ήταν όλη η χρονιά. Ειδικά αυτό το, που δεν ήταν γνώριμο σ’ εμένα, οι εξετάσεις ξαφνικά, γιατί εκεί, δεν είχα στο γερμανικό εξετάσεις. Αυτές οι εξετάσεις, ειδικά Μάιο-Ιούνιο, ήτανε ό,τι χειρότερο. Είχα φτάσει σε σημείο να πω ότι: «Σταματάω το σχολείο και δεν ξαναπάω». Γιατί ζορίστηκα πάρα πολύ, η ύλη εδώ ήταν διαφορετική, καμία σχέση μ’ αυτά που είχα μάθει εγώ στη Γερμανία. Στα Μαθηματικά φυσικά με βοήθησαν τα γερμανικά, γιατί εκεί κάναμε πάντοτε περισσότερα και ήμουνα πολύ πιο μπροστά, αλλά σε όλα τα άλλα τα μαθήματα, κι αυτός ο διαφορετικός τρόπος διδασκαλίας και μάθησης, να πρέπει να μάθεις παπαγαλία όλα αυτά, με είχε ζορίσει πάρα πολύ την πρώτη χρονιά. Παρ’ όλα αυτά όμως, έδωσα κανονικά στο τέλος, το ’85, το καλοκαίρι του ’85, κανονικά πανελλήνιες με τα παιδιά της Ελλάδος και όχι με τα παιδιά των ομογενών όπως γίνεται όταν κάποιος τώρα πάει μόνο για δύο χρόνια στη Γερμανία.
Στη Γερμανία υπήρχανε κάποιοι σύλλογοι ελληνικοί, ήσασταν κάπου γραμμένη;
Φυσικά υπήρχανε σύλλογοι. Καταρχήν, στο ελληνικό σχολείο υπήρχε Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων κανονικά. Επειδή, όπως είπα, ήμασταν πάρα πολλοί Έλληνες, είχαμε, μας παραχωρούσε η πόλη, που ήταν μεγάλη και συγκεκριμένη, και εκκλησία, που γινότανε οι πιο βασικές ας πούμε λειτουργίες που έπρεπε να γίνουνε, ακόμα και κάθε Κυριακή. Πέρα απ’ αυτό όμως μας παραχωρούσαν και κάποιες αίθουσες για να κάνουμε και εκδηλώσεις, είτε ήτανε 28η που κάναμε κανονική γιορτή, κανονικά με ποιήματα, τραγούδια, χορούς... Μας προετοίμαζαν κανονικά οι δάσκαλοι στη Γερμανία όπως κάνουμε γιορτές και στο ελληνικό σχολείο και ήτανε αίθουσες που μας παραχωρούσαν πάντοτε σε τέτοιες γιορτές, και Έλληνες που ζούνε στο εξωτερικό όχι μόνο στη Γερμανία. Είναι ακόμα πιο πολύ δεμένοι με τη χώρα τους, με την πατρίδα, γιατί τους λείπει, είναι μακριά. Και θυμάμαι πιο πολύ εγώ τις γιορτές που έπρεπε να μάθω κάτι εκεί που κάναμε παρά όταν ήρθα εδώ. Φυσικά, εδώ ήμουν τρία χρόνια. Το μόνο καινούριο γνώριμο ήταν ότι εκεί εμείς δεν κάναμε παρέλαση. Ας πούμε, όταν ήρθα, αυτό ήτανε διαφορετικό, ενώ τα άλλα, γιορτές κανονικά, συλλόγους κανονικά. Υπήρχε, υπήρχαν στην περιοχή πολλοί Έλληνες, οπότε δεν καταλάβαινες και πάρα πολύ ότι είσαι μόνος στην Γερμανία. Είχες και γνωστούς πάρα πολλούς και είχε πάρα πολλούς από την περιοχή μας, από την περιοχή των Σερρών, εκεί που ήμασταν και μπορώ να πω όταν έφυγα ήταν εκείνο το δύσκολο κομμάτι, ότι έλεγα: «Εγώ δεν φεύγω στην Ελλάδα», γιατί σε ηλικία 15 χρονών δεν είναι εύκολο για ένα παιδί ξαφνικά να αλλάζει νοοτροπία ζωής, που έχει μάθει να ζει τελείως διαφορετικά απ’ την ηλικία των 3 χρονών μέχρι τα 15. Ξαφνικά, από μια πόλη πόσων χιλιάδων, βρέθηκα να είμαι σ’ ένα σχολείο, που εγώ στο σχολείο που πήγαινα στη Γερμανία μπορεί να είχε πεντακόσια, εξακόσια, μπορεί να είχε και παραπάνω μαθητές, και ξαφνικά βρέθηκα να είμαι σε μια κωμόπολη, σ’ ένα σχολείο που για τα κάποια πράγματα που χρειαζόμουν έπρεπε να πάω σε κοντινή πόλη να τα αγοράσω, πράγμα που εγώ στη Γερμανία, στη γειτονιά μου, είχα εμπορικό κατάστημα και για εμένα ήταν ένα, όλα ένα, μια απλή βόλτα στη γειτονιά εκεί για να δω τα πάντα και ακόμα και να κάνω μία βόλτα. Και, παρόλο που ζούσα στο εξωτερικό, δεν φοβόμουνα ποτέ να κυκλοφορήσω μόνη μου. Φυσικά δεν κυκλοφορούσες μετά που σκοτείνιαζε. Στη Γερμανία ο τρόπος ζωής είναι τόσο διαφορετικός που μόλις σκοτεινιάζει, ειδικά τον χειμώνα, δεν βλέπεις κόσμο έξω. Είναι τα πάντα κλειστά και δεν κυκλοφορεί κανένας.
Είχατε πει πριν πως, όταν πήγατε στο λύκειο, στο ελληνικό λύκειο, τα πράγματα ήταν πιο απαιτητικά και έτσι χρειαζότανε να παίρνετε άδεια απ’ το γερμανικό σχολείο για να πηγαίνετε. Το γερμανικό σχολείο έκανε μέχρι το απόγευμα, είχε διδασκαλία μέχρι το απόγευμα;
Ναι, είχε. Το γερμανικό, στις μεγάλες τάξεις, είχε, επειδή είναι εξάωρο το γερμανικό σχολείο τα πρωινά, δεν είναι εφτάωρα, οπότε κάποιες ώρες, κάποια μαθήματα δίωρα, δύο φορές την εβδομάδα, ένα δίωρο είναι απόγευμα. Για να μπορεί να καλυφθεί όλο το πρόγραμμα σπουδών, είναι δύο φορές την εβδομάδα από ένα δίωρο. Εγώ αυτά τα δύο, τα δύο δίωρα, δεν μπορούσα να τα παρακολουθήσω όταν πήγαινα στο λύκειο και έπρεπε να πάρω απαλλαγή. Και κάπου μετά άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα και μου ’χαν πει: «Από τη στιγμή που είσαι στη Γερμανία, πρέπει να συνεχίσεις τώρα». Έπρεπε να συνεχίσω την εννιάμηνη εκπαίδευση στη Γερμανία. Δεν είχα κλείσει εννιά χρόνια στο γερμανικό σχολείο και μου είπανε: «Καλό και το[00:25:00] ελληνικό να πηγαίνεις, να μάθεις τη γλώσσα σου, αλλά δεν μπορεί να παίρνεις και συνέχεια απαλλαγή, γιατί το γερμανικό πρέπει να το συνεχίσεις».
Ωραία, τόσο καιρό που μείνατε στη Γερμανία είχατε, υιοθετήσατε κάτι από τη γερμανική ζωή; Όσο ήσασταν εκεί ή και κάτι που το συνεχίζετε, το συνεχίζετε σαν συνήθεια μετά;
Σαν συνήθεια ότι οι Γερμανοί, ας πούμε, είναι πάρα πολύ οργανωμένο κράτος. Είναι οργανωμένοι, είναι τακτικός λαός, δεν έχει κάτι, είναι, δεν είναι αυτό που λέμε στην Ελλάδα «χύμα στο κύμα». Εκεί μου κακοφάνηκε όταν στην Ελλάδα έπρεπε να πάω σε κάποια υπηρεσία και να ζητήσω ένα χαρτί, μία βεβαίωση, και έτρεχα σε δέκα γραφεία, ενώ στη Γερμανία σε ένα γραφείο και, παρόλο που ήμουνα ξένη, δεν με αντιμετώπιζαν σαν ξένη. Εδώ, στην Ελλάδα, δεχόσουν και την ειρωνεία του κάθε υπαλλήλου. Είναι ότι είναι λαός που σέβεται τον χώρο που ζει, τη χώρα που ζει, τη σέβεται έτσι κι αυτός και αντίστοιχα και το κράτος και οι πολίτες σε σέβονται εσένα, αφού εσύ το προφυλάσσεις. Εμένα μου ’χει μείνει πάρα πολύ και η τάξη και η οργάνωση απ’ τη Γερμανία, αλλά και αυτό το θέμα ας πούμε ότι προσέχω το περιβάλλον έξω. Αυτό που θυμάμαι όταν πρωτοήρθα στο ελληνικό σχολείο –γιατί στη Γερμανία δεν διανοείσαι να πετάξεις ένα σκουπιδάκι κάτω–, ήρθα στο ελληνικό και τότε, στο λύκειο –τώρα φυσικά ευτυχώς έχουν οργανωθεί και τα ελληνικά σχολεία–, σε ολόκληρο σχολείο τεράστιο δεν υπήρχε, υπήρχε στην άκρη της, της αυλής ένας κάδος και εγώ είχα φάει στο διάλειμμα το φαγητό μου κι έψαχνα κάδο να πετάξω τα σκουπίδια μου. Και ρωτούσα τους άλλους: «Παιδιά, πού μπορώ να πετάξω τα σκουπίδια μου;». Και όλοι μου λένε: «Έλα, σιγά, πέτα το κάτω και τι θα γίνει». Και λέω: «Τι θα πει να το πετάξω κάτω, δεν υπάρχει περίπτωση εγώ να το πετάξω κάτω». Λέει: «Αφού δεν έχει», λέει, «τι να κάνουμε» λέει. Εγώ, όμως, δεν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία, γιατί είχα μάθει, η νοοτροπία ήταν τελείως διαφορετική και το ξαναέβαλα στο σακουλάκι και το πήρα μαζί μου, και όταν έφτασα σε κάποιο σημείο που βρήκα κάδο όταν σχόλασα, πέταξα. Δηλαδή αυτά τα πράγματα μου έχουνε μείνει, ότι πρέπει να ’μαι τακτική, πρέπει να προσέχω κάποια τα πράγματά μου. Γιατί, ξέρετε, στο γερμανικό σχολείο, βιβλία δεν παίρνουμε κάθε χρόνο. Τα βιβλία οι μαθητές, στην ουσία, τα δανειζόμαστε για έναν χρόνο και δεν γράφουμε τίποτα μέσα. Το βιβλίο πρέπει να ’ναι πεντακάθαρο και μην έχει μία μουτζούρα. Γιατί, στο τέλος της χρονιάς, αν το κατέστρεφες, έπρεπε να πάρεις καινούριο, να αντικαταστήσεις το σχολείο. Βιβλία στη Γερμανία τυπώνουν κάθε τρία-τέσσερα χρόνια. Το βιβλίο μπροστά έχει μια σφραγίδα που γράφει χρονιά, όνομα μαθητή, τάξη. Οπότε ξέρουν κάθε φορά ποιος το είχε το βιβλίο κι αν έκανε κάποιος κάποια ζημιά. Τώρα θα μου πείτε: «Δεν υπήρχαν βιβλία ασκήσεων;». Όχι, τα περισσότερα ήταν φυλλάδια και τετράδια. Τα βιβλία ήτανε πιο πολύ για ανάγνωση και ήταν της θεωρίας. Και είχαμε πάντοτε ένα τετράδιο που σημειώναμε: «Βιολογία, τάδε σελίδα, αυτό, η Φυσική τάδε σελίδα αυτό, Μαθηματικά αυτή την άσκηση από κει». Δεν υπήρχε, έπρεπε να υπάρχει τίποτα στο βιβλίο. Ούτε μία γραμμή, τίποτα. Όταν λέμε «τίποτα», ούτε σελιδοδείκτη, τίποτα. Το βιβλίο έπρεπε να το παραδώσουμε όπως ήτανε. Γι’ αυτό και τώρα, λόγω της δουλειάς, όταν βλέπω παιδιά συχνά να καταστρέφουν τα βιβλία είναι, με πονάει πάρα πολύ, γιατί αυτό το κομμάτι με στεναχωρεί. Δηλαδή βιβλίο που σ’ το δίνει το κράτος για να διαβάσεις, να το καταστρέφεις και μην το προσέχεις. Αυτό μου ’χε μείνει πάρα πολύ από τα μαθητικά μου χρόνια εκεί και όχι μόνο. Οποιοδήποτε βιβλίο και να ’χω, προσπαθώ να μην το καταστρέψω, γιατί, όταν ζεις σε μια χώρα που τηρεί τους νόμους και τα πάντα, συνηθίζεις κι εσύ να λειτουργείς έτσι. Ήτανε δώδεκα χρόνια, δηλαδή να πας σε ηλικία 3 χρονών σε μια χώρα και να γυρίσεις έφηβος στην Ελλάδα. Ούτε καν δυο-τρία χρόνια. Εγώ πήγα μωρό παιδί, χωρίς να ξέρω γερμανικά, και γύρισα έφηβος και ήξερα καλύτερα γερμανικά από ελληνικά. Γι’ αυτό και η προφορά μου, γιατί στην ουσία μάθαινα ταυτόχρονα δύο γλώσσες, είμαι δίγλωσση. Γι’ αυτό και η προφορά μου είναι πιο πολύ γερμανική παρά ελληνική, γιατί ήμουν υποχρεωμένη να μιλάω περισσότερο γερμανικά όταν άρχισα να πηγαίνω σχολείο απ’ ό,τι ελληνικά. Τα ελληνικά πλέον τα μιλούσαμε πιο πολύ στο σπίτι τότε. Όσο μεγαλώναμε ήταν η γλώσσα επικοινωνίας μας, ήταν τα γερμανικά, άρα μιλούσαμε συνέχεια γερμανικά. Διαβάζαμε γερμανικά, βλέπαμε γερμανικά, ακούγαμε γερμανικά στους δρόμους, πηγαίναμε στον κινηματογράφο, βλέπαμε γερμανικά, οπότε το αυτί είχε μόνο γερμανικά, περισσότερα γερμανικά ακούσματα καθημερινά. Τα ελληνικά ήταν μόνο μέσα στο σπίτι ή μόνο στο ελληνικό σχολείο.
Και στο πανεπιστήμιο που ήτανε η σχολή γερμανόφωνη δεν είχατε κάποιο πρόβλημα;
Στη σχολή δεν δυσκολεύτηκα καθόλου και παρόλο που οι περισσότεροι καθηγητές μας ήτανε καθηγητές που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα. Αλλά είχαμε για καθηγητές, γιατί πάντα καθηγητές έρχονται με συμβάσεις και απ’ τη Γερμανία, Γερμανοί. Εγώ ούτε τότε είχα πρόβλημα γιατί οποιαδήποτε προφορά, από οποιαδήποτε περιοχή της Γερμανίας να ήταν ο καθηγητής, θα τον καταλάβαινα, γιατί είχα μάθει τα γερμανικά από, σαν μητρική μου γλώσσα, από ηλικία 3 χρονών. Δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο όλο αυτό. Ναι, μπορώ να πω ότι πέρασα ευχάριστα τα τέσσερα χρόνια και δεν δυσκολεύτηκα. Παρόλο που θα ήθελα να συνεχίσω, αλλά δεν τα βόλεψαν οι συνθήκες, γιατί μ’ άρεσε πάρα πολύ η γλώσσα και ήθελα να κάνω κάτι παραπάνω. Αλλά δεν μετανιώνω γι’ αυτό, γιατί και να διδάσκεις γερμανι[00:30:00]κά σε παιδιά, μπορεί για κάποιους να φαίνεται λίγο δύσκολο, αλλά είναι ευχάριστο. Εμένα με ευχαριστεί αυτό. Όταν βρίσκομαι με τα παιδιά, δεν μπορεί κι όλα, δεν είναι όλα τα παιδιά βέβαια ίδια, αλλά απ’ τη στιγμή που μπορώ να μεταφέρω κάτι στα παιδιά, έστω μια λέξη, αυτό είναι κάτι. Γιατί, δυστυχώς, τα ελληνικά σχολεία δεν μας δίνουν την ακόμα δυνατότητα να προετοιμάζουμε τα παιδιά για εξετάσεις. Υπάρχουν στην Ελλάδα τα φροντιστήρια παντού. Ενώ στη Γερμανία η λέξη «φροντιστήριο» δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν φροντιστήρια. Υπάρχουνε ιδιαίτερα μαθήματα, όχι «ιδιαίτερα», βοηθητικά μαθήματα για παιδιά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες. Στη Γερμανία δεν υπάρχουν φροντιστήρια, γιατί είναι τέτοιο το πρόγραμμα σπουδών που είναι όλα μέσα στο σχολείο, δεν γίνεται, δεν χρειάζεται το παιδί να κάνει κάτι άλλο. Ούτε και να διαβάσει πάρα πολύ στο σπίτι για το γερμανικό σχολείο. Εγώ αυτό που θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια είναι ότι για το γερμανικό ποτέ δεν ζορίστηκα, ποτέ δεν πιέστηκα όταν είχα διαγώνισμα, γιατί ήταν διαφορετικός ο τρόπος εξέτασης απ’ ό,τι το ελληνικό. Ενώ το ελληνικό το σημείο, το σχολείο, το θυμάμαι ακόμα και σήμερα, και μερικές φορές ακόμα και σαν εφιάλτες στον ύπνο μου, όλα αυτά τα διαγωνίσματα που πρέπει να τα μάθεις παπαγαλία και στην ουσία δεν σου ’μεινε τίποτα στο τέλος. Και στη Γερμανία είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που λειτουργεί έτσι ακόμα και τώρα. Δηλαδή εγώ ήμουνα σε σχολείο πριν πόσα χρόνια, δηλαδή η Γερμανία έχει σαράντα χρόνια, το ίδιο εκπαιδευτικό σύστημα με μικρές, είπαμε, διαφορές, είπαμε, ανά κρατίδιο, αλλά σε γενικές γραμμές είναι το ίδιο. Απλώς ανά κρατίδιο μπορεί να υπάρχουν διαφορετικά μαθήματα επιλογής, όπως είναι οι ξένες γλώσσες και όλα αυτά. Αλλά σε γενικές γραμμές παντού σχεδόν κάνουνε τα ίδια πράγματα. Και φυσικά σε όλα τα σχολεία δεν έχει εκεί να μάθει ο μαθητής κάτι παπαγαλία, αυτό που λέμε αποστήθιση. Έχουνε διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας από την εποχή που πήγαινα εγώ σχολείο, όχι σήμερα. Φυσικά, σήμερα, εκεί, όλα τα σχολεία τους είναι εξοπλισμένα, έτσι που ο μαθητής μπορεί να πάει σπίτι του και απλώς να κάνει κάποιες ασκήσεις και να μην χρειάζεται να κάνει τίποτα παραπάνω και να μην φορτώνεται και αγχώνεται τόσο πολύ όπως ο Έλληνας μαθητής, που τρέχει από φροντιστήρια σε φροντιστήρια γιατί δεν προλαβαίνει, γιατί δεν καταλαβαίνει, γιατί είναι έτσι το πρόγραμμα σπουδών και όλα αυτά, και στην Ελλάδα που γινόταν συχνά με τα προγράμματα σπουδών στα σχολεία, γυμνάσια, λύκεια και δημοτικά.
Μάλιστα, εμένα με καλύψατε. Με ελάχιστες ερωτήσεις, τα είπατε όλα εσείς έτσι για την εκπαιδευτική σας εμπειρία. Δεν ξέρω αν έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε.
Σας είπα εγώ αυτό που... Επειδή είμαι στην εκπαίδευση τώρα στα ελληνικά σχολεία πάνω από είκοσι χρόνια και δυστυχώς –ευτυχώς ή δυστυχώς– συχνά συγκρίνω το σχολείο που πήγαινα εγώ με αυτά και αυτό είναι που με στενοχωρεί. Δηλαδή ζούμε στο 2020 και εγώ, όταν ήμουνα μαθήτρια πριν πόσα χρόνια στην Γερμανία, ήταν τόσο διαφορετικά τα πράγματα και αγαπούσα το γερμανικό σχολείο, γιατί δεν βαριόμουνα να πηγαίνω γερμανικό σχολείο. Κι όταν βλέπεις τα σημερινά παιδιά να θέλουνε, να έχουν το μυαλό τους πότε θα χτυπήσει το κουδούνι ή πότε θα λείψει κάποιος καθηγητής να κάνει κενό, αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά στο εκπαιδευτικό σύστημα το δικό μας και για τα παιδιά δεν τα καλύπτουμε μέσα στη τάξη και δεν τους δίνουμε αυτά που θέλουν τα ενδιαφέροντα για να κρατηθούνε και να μην έχουνε… Φυσικά, έχουν αλλάξει οι εποχές, είναι η γενιά της τεχνολογίας που τα κάνει πάντα από ένα κινητό, αλλά εμένα αυτό με στενοχωρεί βλέποντας ότι εσύ προσπαθείς να τους μεταδώσεις όσα, ό,τι μπορείς. Κι εγώ συχνά στο μάθημά μου, πέρα απ’ το μάθημα, ειδικά όταν το επιτρέπει, ανάλογα το κεφάλαιο που είμαστε... Τώρα στο σχολείο, για παράδειγμα, ήμασταν στο κεφάλαιο για τα σχολεία στην Γερμανία, το πρόγραμμα μαθημάτων, και τους κάνω πάντα τέτοιες αναφορές πώς, από δικές μου εμπειρίες στη Γερμανία. Ίσως για να κρατήσεις λίγο και το ενδιαφέρον, γιατί δεν μπορούν να μάθουν όλα τα παιδιά, όλα γερμανικά ή να μάθουν να τους ενδιαφέρουν όλα τα μαθήματα, αλλά πρέπει να τους κρατήσεις το ενδιαφέρον για να σε θυμούνται ευχάριστα στα μαθητικά τους χρόνια, όπως θυμάμαι εγώ το γερμανικό μου σχολείο ευχάριστα και δεν με στενοχωρεί. Εκτός την Πρώτη Δημοτικού, όπως είπαμε, τον πρώτο μήνα που δεν ήθελα ούτε να ξυπνήσω για να πάω σχολείο, ούτε να τη δω τη δασκάλα αυτή και μετά από χρόνια, γιατί με είχε σημαδέψει ότι αυτή μ’ έβαζε με το ζόρι να κάνω κάτι, ενώ αυτή προσπαθούσε να με μάθει κάτι για να μπορώ να επικοινωνώ μαζί της, αλλά εγώ, σαν παιδί, το έβλεπα διαφορετικά. Έλεγα: «Γιατί μου τα βάζει όλα αυτά να τα κάνω;». Αυτά είχα να πω, δεν ξέρω άμα σας κάλυψα.
Ναι, χωρίς πολλές ερωτήσεις μάς καλύψατε. Ευχαριστούμε πολύ.
Και εγώ ευχαριστώ.