Αναμνήσεις από τα Άγραφα επί Β' Παγκοσμίου Πολέμου και Εμφυλίου

Α.Α.

Σήμερα, 20/10/20, βρίσκομαι με τον κύριο Γιώργο Παρθένη στο Γέρακα, εγώ ονομάζομαι Αγγελική Αγαλιανού, είμαι ερευνήτρια για το istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, κύριε Γιώργο μου, να ξεκινήσουμε, λοιπόν, με τη ζωή σας, με το πού γεννηθήκατε, πότε γεννηθήκατε.

Γ.Π.

Γεννήθηκα στα Μεγάλα Βραγγιανά Ευρυτανίας, στα Άγραφα. Γιατί τα Βραγγιανά είναι ένα από τα 7 χωριά του πρώην δήμου Αγράφων τα οποία αποτελούν τον πυρήνα και την πεμπτουσία των ανά το πανελλήνιον γνωστών ιστορικών και ηρωικών Αγράφων επί Τουρκοκρατίας. Λοιπόν, τα χωριά αυτά αποτελούν, συγκροτούν το ακροτελεύτιο ορεινότερο τμήμα της πυραμίδος, της ευρύτερης περιοχής των Ευρυτανικών και Θεσσαλικών Αγράφων. Εκεί καταλήγουν, συγκλίνουν μάλλον οι βουνοκορφές των δύο αυτών μεγάλων περιφερειών, με πανύψηλα βουνά.

Α.Α.

Εκεί, η οικογένειά σας πώς βρεθηκε στα Άγραφα, κύριε Γιώργο;

Γ.Π.

Αυτό θέλω να πω. Λοιπόν, συγκλίνουν και καταλήγουν οι βουνοκορφές της Νοτίου Πίνδου. Είναι η Νότιος Πίνδος. Λοιπόν, οι ρίζες μου, ο πατέρας μου προέρχεται απ' το Πανοκλί της Κων/πόλεως και η μάνα μου ήταν Σαρακατσάνα και προέρχεται απ' την Ήπειρο. Απ' το Συρράκο. Λοιπόν, πώς ήρθαν στα Βραγγιανά αυτοί οι δύο άνθρωποι; Στο Πανοκλί ήταν ένας Σαρακατσάνος, δηλαδή πολύ παλιά, το 1.500. Έκανα μελέτη επ' αυτού. Αυτός ήταν πολύ δραστήριος. Κατόρθωσε και… Τα Άγραφα βγάζανε τα καλύτερα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα οποία είχαν άρωμα, γεύση, εύγευστα κλπ. και ήτανε πολύ ωραία. Η Ευρυτανία είχε μεγάλη κτηνοτροφία την περίοδο εκείνη, διότι ήτανε η κοιτίδα, η πατρίδα των Σαρακατσαναίων. Δηλαδή, οι Σαρακατσαναίοι είχαν συναντηθεί στο Περτούλι μ' έναν από το… Γιατί με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον Αίμο της Βουλγαρίας αποκλείστηκε ένα μεγάλο τμήμα Σαρακατσαναίων που πήγαν με τα ζώα, κάπου 12.000 άτομα. Κάθε χρόνο, γίνεται συνάντησις των Σαρακατσαναίων απ' όλη την Ελλάδα στο Περτούλι, κι εκεί συζητούσα μ' έναν ηλικιωμένο, ο οποίος βέβαια δεν είχε προφορα, λίγες λέξεις ελληνικές ήξερε, αλλά κατάλαβα, ας πούμε, και μου 'λεγε ότι: «Εμείς στον Αίμο πατρίδα μας και κοιτίδα μας θεωρούμε τα Άγραφα». Δηλαδή, διατηρούσε την παράδοση της περιόδου εκείνης. Λοιπόν, αυτός ο Γιολδάσης δημιούργησε το μονοπώλιο και εκμεταλλευόταν όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα των Αγράφων. Χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την τυποποίηση, είχε δώσει αυστηρές εντολές τα τυροκομικά προϊόντα να είναι πεντακάθαρα κλπ., καθαρά, ώστε να έχουν εμπορική αξία και να επιτείνει την εμπορευσιμότητά τους. Όταν ένας έβρισκε νοθευμένο πράγμα κλπ. ή έβρισκε μέσα έστω και μία τρίχα, τον απέκλειε από αυτό και δεν έπαιρνε τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Αυτός πλούτισε πάρα πολύ, διότι ο τελεμές ο Αγραφιώτικος ήταν πασίγνωστος, το τουλουμοτύρι. Και όλα αυτά τα 'βαζε σε δέρματα, ώστε να μεταφέρονται καθαρά όταν πήγαιναν στον προορισμό τους. Ήταν καθαρά τα δέρματα απ' έξω, ανοίγαν τα προϊόντα, τα οποία ήτανε θαυμάσια. Και είχε και προτίμηση στην Κων/πολη, αλλά και στην Ελλάδα, τα προϊόντα ήτανε περιζήτητα. Εδώ θέλω να πω χαρακτηριστικά τα Βραγγιανά είχαν αναπτύξει μεγάλη κτηνοτροφία, αλλά δεν αναπτύχθηκε η ντόπια κτηνοτροφία, λόγω των πολύ δυσμενών περιβαλλοντικών και κλιματολογικών συνθηκών. Αναπτύχθηκε η κτηνοτροφία που πήγαιναν στα χιμαδιά. Ας πούμε -πώς τη λέμε;- κτηνοτροφία… Αλλά η κτηνοτροφία αυτή ήταν σε λίγα χέρια, ενώ οι ντόπιοι δεν είχαν ούτε μια κούπα γάλα, διότι δεν μπορούσαν, δεν είχαν ζωοτροφές, τα αστικά κέντρα ήτανε πολύ απόμακρα, δύσκολα, δύσβατα τα μέρη κλπ, και δεν μπορούσαν να αναπτύξουν. Φυσικά, ένας θείος της μάνας μου ο οποίος ήρθε απ' το Συρράκο… Να πω πρώτα για τον πατέρα μου το γενεαλογικό δέντρο. Αυτός ο Γιολδάσης είχε υποστεί πολλές καταστροφές και σκοτωμούς πρόσωπά του οικογενειακού κύκλου και αναγκάστηκε… Γνώριζε τα Άγραφα, λόγω του ότι αξιοποιούσε τα τυροκομικά προϊόντα και ερχόταν σε επικοινωνία και ήξερε ακριβώς όλα τα μέρη των Αγράφων. Αυτός, λοιπόν, στην απελπισία του κλπ., ήξερε ότι αν πήγαινε στα Άγραφα θα φυτοζωούσε, γιατί είναι μέρος το οποίο δεν παράγει τίποτα, αλλά προτίμησε μια ώρα ελεύθερη παρά τα βασανιστήρια που ήταν κάτω απ' τον Τουρκικό ζυγό. Έτσι μάζεψε ένα μπουλούκι από το Πανοκλί, που ήταν άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών και του εμπορίου, μορφωμένοι άνθρωποι κι αναπτυγμένοι άνθρωποι. Δεν πήγε στα Θεσσαλικά Άγραφα, διότι όπως είπα προηγουμένως, τα Θεσσαλικά Άγραφα τα 'χανε πατησει οι Τούρκοι, ενώ τα Ευρυτανικά Άγραφα, τα οποία βρίσκονται στα κράκουρα, ας πούμε, στα βουνά κλπ., δεν μπορούσαν αυτό, και ήταν ελεύθεροι. Αυτός δεν πήγε στα Θεσσαλικά Άγραφα επειδή ήταν κι αυτά Τουρκοκρατούμενα, αλλά ήρθε στα Μεγάλα Βραγγιανά, με 30 οικογένειες, και ίδρυσε έναν συνοικισμό ο οποίος μέχρι σήμερα λέγεται Γραμματικάδες. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν, όπως είπα, άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών και του εμπορίου, δεν είχαν ιδέα από κτηνοτροφία και τέτοια. Και τότε ήρθε μια περίοδο αυτό το μέρος… Άμα αναπτύξω πώς ήταν προτού κατακτηθεί η Ελλάδα απ' τους Τούρκους και μετά, επί Τουρκοκρατίας μαζεύτηκαν από 5.000 κάτοικοι σ' έναν πολύ περιορισμένο χώρο. Φυσικά, αυτό είχε συνέπειες, διότι οι άνθρωποι για να ζήσουν… Διότι το μέρος ήταν πετρώδες, άγονο και δεν παρήγαγε, μόνο παρήγαγε λίγο καλαμπόκι, ήταν ελάχιστη η εκμεταλλεύσιμη γη, την οποία την εργάζονταν με μεγάλη δυσκολία, δηλαδή, με μαρτυρική αυτή για να παράγουν μία χούφτα καλαμπόκι. Δηλαδή, διέρχονταν πολλές φάσεις εργασίας, όλες με το χέρι, με την πλάτη και με τα πόδια, δεν υπήρχε άλλος τρόπος παραγωγής. Λοιπόν.

Α.Α.

Αυτή ήταν η κατάσταση και στα δικά σας παιδικά χρόνια;

Γ.Π.

Όχι, έρχομαι τώρα. Αρχίζω από παλιά ας πούμε, για να φτάσω στο πώς ήταν όλη η κατάσταση. Λοιπόν, επί Τουρκοκρατίας αυτά τα μέρη ήταν προορισμένα για ανθρώπους ρομαντικούς ορειβάτες κλπ. και δεν ήτανε για να κατοικήσει κόσμος. Αλλά όμως η σκλαβιά τους ανάγκασε να πυκνοκατοικηθούν τα μέρη αυτά. Λοιπόν. Κάνω μια αυτή και για τον πατέρα μου. Ήρθαν, εγκατασταθήκαν εκεί πέρα. Μεταξύ αυτών ήταν και η οικογένεια του πατέρα μου, ας πούμε. Από την οικογένεια εκεί δημιούργησαν για πρώτη φορά στην ιστορία και τελευταία, έναν ορεινό πολιτισμό, λόγω του ότι αυτοί που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη, μαζί με τους άλλους που ήρθαν από τα διάφορα μέρη και κατοίκησαν εκεί. Γιατί, όπως σας είπα, έφτασε πάνω από 5.000 κατοίκους αυτό το μικρό χωριουδάκι, σήμερα που έχει 2 μόνο κατοίκους. Λοιπόν, τι έλεγα; Λοιπόν, ήρθαν εκεί πέρα αυτοί, δημιούργησαν τον πολιτισμό αυτό και παράλληλα δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη Γούβα Βραγγιανών – Γούβα είναι διότι είναι απόμακρο απ' τα αστικά κέντρα, είναι περιβάλλεται γύρω από πανύψηλα βουνά και το χωριό είναι στο βάθος, σε υψόμετρο 1.150 με 1.200 μέτρα υψόμετρο. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ήρθε ο Ευγένιος ο Αιτωλός, και ίδρυσε τη Σχολή του Γένους, το Ελληνομουσείο Αγράφων, το οποίο αποτέλεσε φάρο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας που εξέπεμπε και μεταλαμπάδευε στο υπόδουλο έθνος τα γράμματα και τις τέχνες. Στα Βραγγιανά έβρισκες όλα τα επαγγέλματα τα παραδοσιακά, γιατί όταν λέμε γράμματα και τέχνες, εκεί εννοούσαν με την ευρεία έννοια του επαγγέλματος. Κι εκεί έβρισκες τα πάντα, ό,τι επάγγελμα ήθελες, το έβρισκες, τόσο είχε προοδεύσει το χωριό αυτό. Λοιπόν, ο πατέρας μου ήτανε στις Γραμματικάδες και εν συνεχεία μετά από χρόνια… Από τη γενιά των Παρθεναίων, προ πολλών χρόνων, η εφημερίδα Καθημερινή είχε δημοσιεύσει ένα ένθετο για τη ζωή και το έργο του μεγάλου ζωγράφου του Κώστα του Παρθένη, αν τον γνωρίζετε. Η Καθημερινή δεν προσδιορίζει ακριβώς από πού ήταν, αλλά λέει ότι ήταν από κάποιο χωριό της Ευρυτανίας ή από τη Λάρισα ή από τη Θεσσαλονίκη. Εγώ γύρισα τα χωριά, έκανα έρευνα. Χωριό με το όνομα Παρθένη εκτός απ' τα Μεγάλα Βραγγιανά δεν υπάρχει. Στα Βραγγιανά οι Παρθεναίοι ήταν πάρα πολλοί, οι οποίοι σκορπίσανε στο Αγρίνιο. Πήγε ένας από αυτούς, και στην κεντρική πλατεία είναι ένα κτίριο που από κει βγάζαν λόγο οι πολιτικοί. Αυτός ο Παρθένης ήταν συμμαθητής με τον Αναστάσιο Γόρδιο. Ο Αναστάσιος Γόρδιος ήταν μαθητής, κι αυτός προήρχετο απ' το Πανοκλί της Κων/πόλεως, ήταν συμμαθηταί, και ήταν οι καλύτεροι, άριστοι μαθηταί του Ευγενίου. Μάλιστα, ο Αναστάσιος Γόρδιος ήταν πολυμαθέστατος, ήξερε απταίστως Λατινικά, Γαλλικά, ήτανε πολύ διαβασμένος, σπούδασε ιατρική στην Πάντοβα της Ιταλίας και μάλιστα στη Φαρμακολογία -τότε δεν ήτανε ξεχωριστές επιστήμες- με απώτερο σκοπό για να θεραπεύει τους ανθρώπους αυτούς που ήταν μακριά από γιατρούς και από επιστήμη και ζούσαν σε κατάσταση πρωτόγονη. Αυτός ήταν ο αντικειμενικός του σκοπός που πήγε στην Πάντοβα και σπούδασε Ιατρική. Αυτός, τον ζήτησαν να πάει να διδάξει στα πανεπιστήμια της Ρουμανίας που ΄ταν τότε πολύ προοδευμένα και αλλού, και δεν εγκατέλειψε το χωριό, και πέθανε στα Βραγγιανά. Ο Παρθένης όμως, αφού τελείωσε τη… Η σχολή αυτή λειτουργούσε σε δύο επίπεδα. Σε κατώτερο, που μαθαίναν, ας πούμε, αριθμητική -τα κοντυλογράμματα, πώς τα λέγαν τότε;- δηλαδή να μπορούν να γράφουν και να λογαριάζουν. Κι ήταν και η ανωτέρα σχολή που έβγαλε Δεσποτάδες, Δασκάλους, Γραμματικούς. Ήταν σε υψηλό επίπεδο, ας πούμε. Τώρα ξεχνάω να σας αναφέρω. Αυτός ο Σεραφείμ, ο νεομάρτυρας της Καρδίτσας, είχε σπουδάσει στα Μεγάλα Βραγγιανά. Ήτανε τότε σε επίπεδο πανεπιστημίου.

Α.Α.

Αυτά σε ό,τι αφορά τους Παρθεναίους και τη μεριά του πατέρα σας. Η μεριά της -

Γ.Π.

Αυτός ο Αναστάσιος ο Γόρδιος έμεινε και έγινε και διευθυντής του Ελληνομουσείου Αγράφων και ασχοληθηκε αποκλειστικώς με την εκπαίδευση και με τη διαφώτιση με την καλλιέργεια των Γραμμάτων. Ο Παρθένης όμως έφυγε απ' τα Βραγγιανά, πήγε στη Λάρισα, απ' τη Λάρισα πήγε στη Θεσσαλονίκη, έχει δίκιο η Καθημερινή που αυτά τα 'χει συγχύσει και δεν ξέρει ακριβώς τον τόπο όπου γεννήθηκε, από πού προήρχοντο οι ρίζες του μεγάλου ζωγράφου. Απ΄ τη Θεσσαλονίκη, έφυγε και πήγε στη Σύρο. Η Σύρο ήκμαζε τότε, είχε εμπόριο κι εκεί πήγε στην Αγγλική πρεσβεία κι έγινε υπάλληλος -πώς τους λέμε;- πρόξενος, σαν πρόξενος, ας πούμε. Όταν όμως η Σύρος παρήκμασε, αυτός ή απόγονός του -αυτό δεν το ξέρω- έφυγε και πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί γεννήθηκε ο Κων/νος Παρθένης, ο μεγάλος ζωγράφος. Αυτός έκανε πολλά έργα στη Γαλλία, σε πολλά μέρη και όταν ήρθε εδώ στην Ελλάδα, επειδή και μέχρι σήμερα το πλείστον των Παρθεναίων είναι χαμηλών τόνων, δεν μπερδεύονται με πολιτικά και με ίντριγκες και με τέτοια, ήταν άνθρωποι θρησκευόμενοι, βαθιά θρησκευόμενοι κλπ., δεν μπλέκονταν με τέτοια πράγματα, δεν τον κάνανε καθηγητή του Πολυτεχνείου στη σχολή Καλών Τεχνών, διότι ήτανε άλλοι πιο… Κι αυτός έμεινε στην μπάντα. Όταν ανέλαβε πρωθυπουργία ο Παπαναστασίου, ο πρωθυπουργός, επειδή τον γνώριζε και του 'χε κάνει τις προσωπογραφίες κλπ. – εγώ πήγα σε όλες τις εκθέσεις που είχαν εκτεθεί τα έργα του Παρθένη… Και το κορυφαίο έργο του είναι η αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου. Αυτό το 'χει κάπου σε ειδικό -δεν ξέρω από ζωγραφική- και το 'χε η Εθνική Τράπεζα το έργο αυτό. Αν πάτε στην Αθήνα –απ' τη μια κουβέντα στην άλλη– αν πάτε στην Αθήνα, και πάτε στο παλιό Δημαρχείο, θα δείτε ότι είναι ζωγραφισμένο απάνω με διάφορες παραστάσεις κλπ. Όλες αυτές οι παραστάσεις είναι του Κώστα Του Παρθένη, αυτού του μεγάλου ζωγράφου. Όταν ανέβηκε ο Παπαναστάσης στην πρωθυπουργία, μέσα σε μια μέρα τον έκανε καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ήταν πολύ σπουδαίος καθηγητής. Απ' αυτόν αποφοίτησε ο Τσαρούχης, τον Τσαρούχη τον είχε μαθητή. Τον Δανιήλ που 'ταν διευθυντής της σχολής Καλών Τεχνών στην Τήνο – γιατί η Τήνος είναι το κατεξοχήν μέρος που έχουν καλλιεργηθεί πάρα πολύ οι τέχνες. Δεν ξέρω αν έχετε πάει. Αν έχετε πάει στον πύργο, θα δείτε ζωγραφιές. Κι ήταν ο Δανιήλ και μου τα 'λεγε αυτά όλα. Ο Παρθένης τους καλούσε στο σπίτι του και τους δίδασκε πέραν του ωραρίου διδασκαλίας, ήταν αφοσιωμένος. Το σπίτι του το 'χε κάτω από την Ακρόπολη κι όταν ο Καραμανλής ήθελε να αξιοποιήσει την γύρω περιοχή του Παρθενώνα, γκρέμισε όλα τα καλύβια και πήγε να γκρεμίσει και το σπίτι του Παρθένη. Ήτανε διώροφο κι είχε και τα έργα του μέσα. Και απείλησε ότι αν το κατεδαφίσει το σπίτι, θα βάλει φωτιά να καεί το σπίτι του κι ο ίδιος. Ο Καραμανλής υποχώρησε, άφησε το μοναδικό σπίτι κι όταν πλέον πέθανε, τότε το γκρεμίσανε. Αυτός είχε δυο παιδιά, ένας ήταν έμπορος.

Α.Α.

Πολύ ωραία. Λοιπόν, κύριε Γιώργο, νομίζω ότι τη μεριά των Παρθεναίων την έχουμε καλύψει. Μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία είναι το πώς η μητέρα σας ήρθε από το Συρράκο στα Άγραφα.

Γ.Π.

Λοιπόν, το σόι της μάνας μου, όπως είπα, ήταν στο Συρράκο. Το Συρράκο είχε δυο κατηγορίες. Είχε τους Σαρακατσαναίους και τους Βλαχόφωνους, που μιλούσαν Βλάχικα. Αλλά επειδή που 'χαν πρόβατα και οι δύο, τους λέγαν και τους μεν και τους δε Βλάχους. Ήταν πολύ προοδευτικό κράτος, αυτό μέρος, ήταν άριστοι τεχνίτες στην αργυροχρυσοχοΐα και ήταν περιζήτητοι παντού. Είχε προοδεύσει πολύ. Εκεί ήτανε δύο αδέρφια, ο Κωνσταντής και ο Γιωργάκης. Απ' το σόι της μάνας μου τώρα μιλάμε. Ο Γιωργάκης ήταν άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και ήτανε ο αρχιτσέλιγκας. Γιατί οι Σαρακατσαναίοι είχαν δικούς τους νόμους οι οποίοι ήταν απαράβατοι, και ο αρχιτσέλιγκας ήταν ο πιο δίκαιος. Δηλαδή, όταν είχαν μια διαφορά, προτιμούσε να αδικηθεί ο αρχιτσέλιγκας, παρά να αδικήσει άλλον, ας πούμε. Ο Κωνσταντής ήτανε στα πρόβατα. Ήτανε πολύ ζωηρός, πολύ ριψοκίνδυνος, σε βαθμό που μπορούσε να δημιουργήσει και εγκλήματα, τόσο πολύ. Δηλαδή, τα δυο αδέλφια είχαν μεγάλη διαφορά. Εκεί, ας πούμε, είχε δυο κοπάδια. Είχε τα γαλάρια πρόβατα τα οποία τα πήγαινε στην Κωστηλάτα κι είχε και τα στέρφα που τα πήγαινε στη Λάκκα, Σούλι. Όταν του κλέβαν μια προβατίνα, αυτός έκλεβε δέκα. Αλλά δεν έφτανε αυτό. Κατέβαινε κάτω στις πεδιάδες των Ιωαννίνων κι έκοβε κοπάδια ολόκληρα και τα ανέβαζε στο βουνό. Διαμαρτυρήθηκαν οι άνθρωποι στις αρχές κλπ., και του στήσαν ενέδρα, ποιος είναι αυτός ο οποίος κάνει αυτή τη δουλειά. Εκεί ανοίξανε, τον εγκλωβίσανε κι αρχίσανε τα τουφεκίδια, και σκότωσε 3 Τούρκους. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, εν μια νύχτα εξαφανίστηκε αυτός, το σόι του και όλοι οι Σαρακατσαναίοι, εξαφανίστηκαν απ' το Συρράκο, γιατί θα τους διώκανε. Λέγεται δε, ότι εξαιτίας του γεγονότος αυτού, οι Τούρκοι πήγαν κι έκαψαν το Συρράκο. Τώρα, αυτό δεν ξέρω αν είναι σίγουρο ή όχι, έτσι επικρατεί η άποψη, εξαιτίας των σκοτωμών των 3 Τούρκων. Επειδή όλα τα μέρη ήτανε ακόμη κάτω απ' το ζυγό των Τούρκων, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στα Βραγγιανά, τα οποία δεν είχαν υποδουλωθεί ποτέ. Μόνο μία φορά, όταν κυνηγούσαν τον Κατσαντώνη στα βουνά ο Αλή Πασάς -στη δεκαετία του '10 πρέπει να ήτανε- έστελνε το Βεληγκέκα. Ο Βεληγκέκας ήταν Τουρκοαλβανός κι ήταν το πρωτοπαλίκαρο του Αλή Πασά. Αυτόν έστελνε με το απόσπασμα να καταδιώξουν τον Κατσαντώνη. Αυτός –να πούμε και λίγη ιστορία– ήρθε στα Άγραφα και με το απόσπασμα πήρε το δρόμο και έφτασε μέχρι τα Βραγγιανά. Δηλαδή, αυτός βάδιζε στη μέση με το μουλάρι καβάλα και αριστερά και δεξιά ήταν το απόσπασμα που το προφύλασσε να μην του επιτεθούνε η ομάδα του Κατσαντώνη. Όταν φτάσανε στα Βραγγιανά, το πρώτο σπίτι που αντίκρυσαν στο συνοικισμό των Γραμματικάδων –που είπα, που είχαν πάει αυτοί-  ήταν ο πύργος της Παρθένη. Στο χωριό το λένε η Παρθένη, της Παρθένου, και λένε: «Ο Πύργος της Παρθένου». Ήταν ο Πύργος της Παρθένη. Ήταν πολύ εύπορη κλπ. Εκεί ξεπέζεψε, κατά το υποχρεωτικό έθιμο τότε, η αρχόντισσα του Πύργου, η Παρθένη, τον προσκύνησε, του προσέφερε καφέ, λουκούμι, κρύο νερό και του 'πλυνε και τα πόδια. Ο Βεληγκέκας ενθουσιάστηκε από την ευγένεια κι από την περιποίηση και της λέει: «Τι καλό θέλεις να σου κάνω;». Κι αυτή του είπε ότι: «Θέλω να μην καεί ο Πύργος, τα σπίτια κι οι εκκλησίες». Αλλά δεν πρόλαβε, γιατί το απόσπασμα που πήγε από το μέσο της Ποταμιάς, έφτασε πρωτύτερα στο χωριό και δεν πρόλαβε τη διαταγή του Βεληγκέκα και έκαψε την εκκλησία της Παναγίας, μια πολύ ωραία εκκλησία. Τελικά, η Παρθένη του είπε ότι: «Εάν ανακαλυφθεί ότι ο Κατσαντώνης είναι στην περιφέρεια των Βραγγιανών, είμαι στη διάθεσή σου να με σφάξεις, να με βασανίσεις και να με σφάξεις». Πείστηκε ο Βεληγκέκας και γύρισε τα Άγραφα. Στα Άγραφα το ανακάλυψε ότι ο Κατσαντώνης ήταν στο Προσήλιο, σε ένα μέρος των Αγράφων. Πήγε να τον πιάσει, έγινε μάχη και δεν γύρισε ζωντανός στα Γιάννενα πλέον, τον σκότωσε ο Κατσαντώνης το Βεληγκέκα.

Α.Α.

Μάλιστα. Κύριε Γιώργο, αυτά σε ό,τι αφορά την οικογενειακή σας ιστορία, εγώ τώρα θέλω να πάμε στη δική σας την προσωπική ιστορία, στο πώς εσείς, λοιπόν γεννηθήκατε στα Βραγγιανά.

Γ.Π.

Εγώ γεννήθηκα στα Βραγγιανά, φυσικά, το 1933. Προπολεμικά φυσικά. Τότε, τα κινήματα κλπ. Ο γάμος του πατέρα μου και της μάνας μου ήταν κάτω από συνθήκες ιδιόμορφες. Ο θείος της ήταν το πρωτότοκο παιδί της οικογενείας και κληρονομούσε κατά το έθιμο τότε, όλη την περιουσία της οικογενείας. Είχε κληρονομήσει ένα μεγάλο τσιφλίκι στο Αγρίνιο, σύνορα με την Πρέβεζα -έχει κι έναν πύργο απάνω, ξεχνάω το όνομα πώς λέγεται- κι είχε και πρόβατα πολλά και στο χωριό που ήρθε είχε αγοράσει πάρα πολλά αγροκτήματα. Βέβαια, τότε είχαν αξία, σήμερα δεν έχουν ούτε μια δραχμή, διότι τότε προσπαθούσαν να βγάλουν μια χούφτα καλαμπόκι για να επιβιώσουν. Τι έλεγα;

Α.Α.

Μου λέγατε για το ότι παντρεύτηκαν οι γονείς σας.

Γ.Π.

Ναι. Αυτός είχε – Αλέξη τον λέγαν και τον λέγαν Αλεξούλα. Αυτός είχε ένα γιο, 12 χρονών. Και όταν ήρθε στην Αθήνα για κάποια υπόθεση, γύρισε στο χωριό, κι όταν έφτασε στο χωριό άκουσε την καμπάνα να χτυπάει λυπητερά. Τι έγινε; Το παιδί –έτσι έλεγε η μάνα μου– ήταν η περίοδος του τρύγου των καρυδιών, κι ότι έφαγε ένα καρύδι και δηλητηριάστηκε. Εγώ πιστεύω ότι εκεί που έψαχνε να βρει καρύδια κλπ., θα τον χτύπησε κανένα φίδι και πέθανε. Όταν ο Αλεξούλας έχασε το παιδί του, πούλησε όλο το βιός που είχε, απελπίστηκε, έπεσε στα μαύρα πανιά για θάνατο απ΄ τη στεναχώρια του, και τα λεφτά όλα αυτά τα 'δωσε στη γυναίκα του να τα διαχειριστεί εν λευκώ. Η γυναίκα του ήτανε πανέξυπνη. Μια γυναίκα πολύ ωραία, ήτανε πολύ τεχνίτρια στα υφαντά, στη νοικοκυροσύνη ήτανε απ' τις καλύτερες γυναίκες. Για να τον αποπροσανατολίσει από την ιδέα που είχε πέσει για θάνατο, τον έβαλε στην πολιτική, για να του δώσει δύναμη, για να αγαπήσει τον κόσμο. Κι έγινε πάρεδρος, επί 30 χρόνια τον εκλέγανε. Αυτός, ενώ το χωριό λιμοκτονούσε από την πείνα κλπ., αυτός ήρθε και δημιούργησε προϋποθέσεις. Δηλαδή, τους ανθρώπους τους… Έβλεπε ότι η καλλιέργεια της γης είχε φτάσει πλέον στο… Όσο και να την καλλιεργούσες δεν μπορούσε να παράγει παραπάνω, διότι ήταν φτωχά τα χώματα, ήταν πετρώδη και άγονα, τελείως άγονα. Λοιπόν, και τους προσανατόλισε η κάθε οικογένεια να έχει από ένα ζωντανό, τουλάχιστον να πίνουν το γάλα. Υποστήριξε την κτηνοτροφία, υποστήριξε την γαλακτοκομία και παράλληλα η γυναίκα του, που ήταν και άριστη τεχνίτρια, έκανε σαν σχολή και μάζευε τις κοπέλες και τις μάθαινε υφαντική. Και κάνανε πάρα πολύ ωραία κιλίμια, τα οποία τα πηγαίνανε στα παζάρια και τα πουλούσανε. Ήταν δυο παζάρια, ένα προς την Ευρυτανία, τη Μονή, και το μικρότερο ήτανε στη λίμνη του Πλαστήρα, εκεί ήταν ας πούμε.

Α.Α.

Με αυτό τον άνθρωπο ποια η συγγένεια και η σχέση σας;

Γ.Π.

Η συγγένεια μου: ο πατέρας της μάνας μου κι ο πατέρας της ήτανε αδέρφια. Αυτός ήταν αδερφός του Αλεξούλα. Ήταν τρία αδέρφια, δηλαδή του Γιωργάκη παιδιά ήταν αυτά, που ήρθε απ΄ το Συρράκο. Ήτανε ο Αλέξιος, ο Κωνσταντίνος και ο Πέτρος. Ήτανε τρία παιδιά κι είχαν και τρεις κοπέλες. Η μάνα μου ήταν του Κώστα του Αλεξάκη, είχε 4 κοπέλες και 3 αγόρια, 7. Και του λέει ο αδερφός, δηλαδή, σαν υιοθεσία, αλλά δια λόγου: «Υιοθετώ το παιδί σου» κλπ. Δέχθηκε φυσικά, και την πήρε, της έμαθε… «Θέλω τη Γιούλα», τη λέγαν τη μάνα μου. Ήταν ένα κοριτσάκι σπιρτόζο, πολύ έξυπνο κλπ. Και επειδή και η θεία της ήταν κι αυτή γυναίκα πολύ δραστήρια και έξυπνη, κατόρθωσε και της έμαθε τα πάντα, υφαντική, μαγειρική, λόγια, γιατί τότε το χωριό είχε πολλούς κατοίκους κι έρχονταν και μορφωμένοι άνθρωποι, ειρηνοδίκες, κι όλοι ξεπέζευαν στο σπίτι του πάρεδρου, κι η μάνα μου απέκτησε ευχέρεια. Και οι δυο αυτές γυναίκες, η μάνα μου κι η θεία της, αποτελούσαν τους συμβούλους του Αλεξούλα που ήταν πάρεδρος. Και μέχρι σήμερα το όνομά του -πέρασαν τόσα χρόνια- είναι γνωστό στα Βραγγιανά απ' την καλοδιοίκηση που έκανε και το χωριό αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες.

Α.Α.

Εσείς, λοιπόν, κύριε Γιώργο, μέχρι ποια ηλικία μείνατε στα Βραγγιανά;

Γ.Π.

Ποιος;

Α.Α.

Εσείς.

Γ.Π.

Λοιπόν, εγώ γεννήθηκα το '33. Μέχρι το '40, η μάνα μου επειδή είχε κληρονομήσει την περιουσία του θείου της, τα αδέρφια της και το περιβάλλον τους υπολόγιζαν ότι είχε τα λεφτά που είχε πάρει απ' τα τσιφλίκια και τα πρόβατα που πούλησε, που 'ταν μεγάλο κομπόδεμα. Και γι' αυτό κοιτούσαν… Η μάνα μου παρ’ όλο που δεν είχε σωματικά αυτά -ήτανε κοντούλα, κλπ.- όλοι τη θέλαν λόγω της εξυπνάδας της κι επειδή που 'τανε δραστήρια γυναίκα. Και τη ζητούσαν αρχιτσελικάδες για να την παντρευτούν. Η μάνα μου δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να κλειστεί στο βουνό απάνω να πήζει τυριά και τέτοια και λέει του θείου της: «Εγώ κτηνοτρόφο δεν παίρνω με καμία -και οι κτηνοτρόφοι παράλληλα ήταν και λίγο βάρβαροι- δεν θέλω με κανέναν τρόπο κτηνοτρόφο. Προτιμώ να πάρω τον χειρότερο χωριάτη παρά να πάρω κτηνοτρόφο». Τα αδέρφια της την πολιορκούσαν για να κληρονομήσουν -γιατί τη ζητούσαν χωρίς προίκα οι τσελικάδες- για να κληρονομήσουν την περιουσία. Και κοιτούσαν με κάθε τρόπο να την παντρέψουν. Με αυτά που είπε στο θείο της, ο θείος μου που ήξερε όλους τους κατοίκους, «πού γεννάει και η κότα» που λέει η παροιμία, ήξερε τα σόγια και επέλεξε το σόι του πατέρα μου, ο οποίος ήτανε εξοχίτης, δηλαδή είχε φύγει απ' το χωριό, απ' το συνοικισμό των Γραμματικάδων και επήγε σ' ένα κομβικό σημείο που εκεί ένωνε πολλά χωριά. Και ενώνονταν τα νερά, είχε νερό, και έκανε βιοτεχνίες, ας πούμε, μαντάνια, μύλους, και μαζεύονταν ο κόσμος και είχε... Και επειδή που ήτανε στο χαμηλό μέρος του χωριού, ευδοκιμούσε η μελισσοκομία. Είχε κάνει κάπου 500 μελίσσια. Και παράλληλα τα χωράφια, λόγω του ότι ήταν λογιές που τις λέγαμε έβγαζαν περισσότερο καρπό κι είχε πλουτήνει. Αλλά όμως, οι λησταί και οι κλέφτες κλπ. του τα μηδένιζαν. Μάλιστα, εξαιτίας αυτού έγινε -άνθρωπος ήταν άνθρωπος του Θεού και άνθρωπος φιλοσοφημένος, παρ’ όλο που ‘ταν αγράμματος- έγινε φονιάς. Πώς έγινε φονιάς; Του κλέψανε όλα τα ζωντανά, του κλέψανε τα καλαμπόκια, πηγαίναν τη νύχτα και τα κλέβανε. Είχε 500 μελίσσια και του αφήσανε κάπου 30 μελίσσια. Σκέφτηκε λοιπόν, τα 30 μελίσσια, για να μπορέσει να ξαναδημιουργήσει, τα 'δεσε μ' ένα σκοινί γύρω-γύρω, πήγε αυτός στη σοφίτα πάνω, έβαλε ένα κουδουνάκι, ώστε όταν θα πάνε οι κλέφτες να χτυπήσει το κουδουνάκι. Πράγματι, χτύπησε το κουδουνάκι, είχε ένα γκρα από το 1821, μ΄ ένα βόλι. Κατέβηκε κάτω, ήταν νύχτα πίσσα και σιγόβρεχε και δεν έβλεπες ούτε αυτό. Κι έπιασε τη γωνία. Εκεί που έπιασε τη γωνία, απάνω ήταν το αυλάκι που έφερνε το νερό και λειτουργούσαν τα εργαστήρια και ήτανε ο σκοπός εκεί που παρακολουθούσε κι οι άλλοι δύο χαλούσαν τα μελίσσια. Ήταν και το ποτάμι κοντά, τα πνίγανε και παίρναν το μέλι. Εκεί, βλέπει με το τσιγάρο μια λάμψη, μια μικρή λάμψη. Προς τη λάμψη, ρίχνει και τον παίρνει στο Δόξα Πατρί, εδώ. Έλαβε μέρος και το μικρασιατικό πόλεμο, ήτανε πάρα πολύ δεινός σκοπευτής. Να φανταστείτε, μια φορά ήρθε ένα απόσπασμα στο χωριό και ρίχναν σε μια βεργούλα από έναν πλάτανο ποιος θα χτυπήσει τη βεργούλα αυτή. Ρίξανε πολλές σφαίρες, δεν μπορούσαν. Λέει: «Ρε παιδιά, δώστε κι εγώ να ρίξω μια σφαίρα». Του λένε εκεί κοροϊδεύοντας: «Α, ρε παππού, δεν μπορούμε εμείς και θα μπορέσεις εσύ;», «Ε, δώστε να ρίξω μια σφαίρα, τι θα χάσετε;». Λοιπόν, δεν κάθισε πολύ να αυτώσει, γονατίζει, ντανγκ και την κόβει στη ρίζα! Θέλω να πω ότι ήτανε πολύ σκοπευτής.

Α.Α.

Ο πατέρας σας όλα αυτά;

Γ.Π.

Ο πατέρας του πατέρα μου, ο παππούς μου. Λοιπόν, αυτός μετά, πέσαν ψευδομάρτυρες, τα πάντα, για να τον καταδικάσουν. Λέγαν αυτό, απείλησαν την οικογένεια να την σκοτώσουν, πολλά πράγματα. Το δικαστήριο δεν άκουσε τίποτε, τον καταδίκασε 3 χρόνια για την οπλοχρησία. Αλλά και στη φυλακή που ήτανε ήξερε πάρα πολλές τέχνες και έκανε. Κι ο διευθυντής… Τότε ήταν πολύ αυστηρές οι φυλακές, δεν είναι τώρα που τους αφήνουν και βγαίνουν έξω. Ο καταδικασμένος δεν έβγαινε με καμία δύναμη έξω. Ο διευθυντής με κίνδυνο δικό του, επειδή που 'χε μικρά παιδάκια και τ' άφησε στους πέντε δρόμους πεινασμένα κι αυτό, του ΄λεγε: «Πήγαινε μέσα απ' τα βουνά στην οικογένειά σου και ξαναέλα». Και πράγματι αυτό γινόταν. Ήξερε πάρα πολλές τέχνες. Να φανταστείτε, παντρεύτηκε 17 χρονών. Τότε ο νόμος επέτρεπε να παντρεύονται από τα 18 κι απάνω. Αυτός παντρεύτηκε από τα 17. Απ΄ τα 17 του χρόνια! Και στα 26 χρόνια είχε 7 παιδιά. Ήξερε τόσες τέχνες που δεν λέγεται. Τα λόγια που έλεγε ήτανε φιλοσοφημένα. Μάλιστα ειρωνικά στο χωριό τον λέγανε «σοφό», αλλά όπου υπάρχει καπνός υπάρχει φωτιά. Πράγματι ό, τι έλεγε ήταν φιλοσοφημένο. Αυτός μετά δημιούργησε μεν περιουσία, αλλά λόγω του εγκλήματος, όλα τα πλούτη τα διέθετε -ήταν πεινασμένος ο κόσμος- και τα διέθετε στους φτωχούς. Περνούσαν από κει, τους τάιζε, τους πότιζε, τους κοίμιζε, τα πάντα τους έδινε, αυτός δεν κρατούσε τίποτε. Αυτός έτρωγε ψωμί και ξύδι.

Α.Α.

Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία του πώς έσμιξαν οι δύο οικογένειες. Εσείς, λοιπόν, κύριε Γιώργο, γεννηθήκατε στα Μεγάλα Βραγγιανά και μεγαλώσατε εκεί μέχρι τα 15 σας, σωστά;

Γ.Π.

Εγώ γεννήθηκα το '33 κι έμεινα μέχρι το 1947. Τα προπολεμικά χρόνια, όπως είπα, με τη μάνα μου και τον πατέρα μου που πήγαν και παντρευτήκαν, ο πατέρας μου ήτανε αμούστακος, ήτανε 21 χρονών, η μάνα μου ήταν 25, ήταν μεγαλύτερη απ' τον πατέρα μου. Λοιπόν, του λέει: «Παναγιώτη, θέλω το γιο σου να τον κάνω γαμπρό στην ανιψιά μου». Του λέει: «Είναι μικρό το παιδί, τι να παντρέψω;» κλπ. Αλλά επειδή που 'ταν πάρεδρος κλπ,, υποτάχθηκε γιατί τον σέβονταν και επειδή που 'ταν τόσο πολύ ξακουσμένη η μάνα μου καλή, δέχτηκε. Από κείνη τη στιγμή, του κήρυξαν τον πόλεμο του πατέρα μου και στο χωριό, επειδή το σόι της μάνας μου είχε επιρροή στο χωριό, σχεδόν όλο το χωριό έγινε εχθρικό απέναντι στους ανθρώπους αυτούς τους νέους. Ο πατέρας μου ήτανε ένα ψηλό παιδί γεροδεμένο, ήξερε όλες τις τέχνες, όλος ο κόσμος τον ζήλευε για την αξιοσύνη του και για την προκοπή του. Όταν πήγε και δέχτηκε αυτή την καταπίεση κλπ. έπαθε δύο μεγάλα κακά. Το ένα κακό ήταν ότι έπαθε σεξουαλικό σοκ και αναστατώθηκε η οικογένεια ότι του κάναν μάγια κλπ. Το δεύτερο, έπαθε νευρικό κλονισμό από τη μεγάλη πίεση που δέχτηκε απ' το έξω περιβάλλον και πάθαινε επιληπτικές κρίσεις κλπ. Ο παππούς μου κι όλη η οικογένεια τον έτρεχαν σε μάγους, σε μάγισσες για να του λύσουν τα μάγια κλπ., αλλά το παιδί δεν προέρχονταν από εκεί, προερχόταν από τη μεγάλη, ήταν εξοχίτης και έπεσε μες στη φάρα αυτή που τον πιέσαν τόσο πολύ λόγω περιουσιακών στοιχείων. Νομίζανε ότι κληρονόμησε τα λεφτά. Τα λεφτά δεν κληρονόμησε ούτε δεκάρα, γιατί η γυναίκα του θείου της μάνας μου… Το 1924, στο χωριό έπεσε η ευλογιά, η θανατηφόρος ευλογιά, δεν ξέρω αν την ξέρετε. Αυτή, επειδή που 'χε άμεση επικοινωνία με τον κόσμο και αυτά, όσους κόλλησε πεθάνανε και κόλλησε και την ιδία η ευλογιά. Την απομόνωσαν, όπως γίνεται τώρα με τον ιό. Την απομόνωσαν σ' ένα μέρος ερημικό, και της πηγαίναν από μακριά φαγητό. Τα λεφτά που είχε αυτή, επειδή που 'ταν αρχόντισσα καλομαθημένη, κι επειδή που δέχτηκε αυτή την αυτή, τα 'καψε! Αυτό έλεγε η μάνα μου, ότι τα λεφτά τα είχε κάψει. Κι έτσι ο πατέρας μου δεν κληρονόμησε στην ουσία τίποτε απ' τη μεγάλη περιουσία που νόμιζαν τ' αδέλφια της και το σόι της μάνας μου ότι θα κληρονομούσε. Μάλιστα, τον χρέωσε τον πατέρα μου, διότι πήγαινε αυτός ήταν καλομαθημένος και πήγαινε –του 'χαν εμπιστοσύνη, πάρεδρος– στους μεγαλοτσιφλικάδες και δανείζονταν λεφτά. Και μετά αναγκάστηκε και δούλευε ο πατέρας μου για να τον ξεχρεώσει.

Α.Α.

Εσείς, λοιπόν, κύριε Γιώργο, μεγαλώσατε σ' ένα σπίτι που 'χε ένα κατώι και δωμάτια.

Γ.Π.

Λοιπόν, το 1939-40 πήγα στην Α’ τάξη Δημοτικού. Επειδή η μάνα μου τα κτήματα αυτά που κληρονόμησε απ' τον θείο της ήταν διασκορπισμένα μέσα σε βουνά και χαράδρες και λίγα και μέσα στο χωριό, γιατί είχε πολλά και ξέραν ότι ο πατέρας μου δεν είναι στρεψόδικος και άνθρωπος των δικαστηρίων, αφήναν τα ζώα αδέσποτα. Και ενώ αγωνιζόταν να βγάλουν το ψωμί τους, πηγαίναν τα ζωντανά και τα τρώγαν. Ο πατέρας μου τελικά πώς έγινε καλά; Στο διπλανό χωριό στο Τροβάτο, στο μοναστήρι ήταν ένας ηγούμενος. Ήταν η Μονή της Στάνας. Αυτός σπούδασε δύο παιδιά, απ' το Τροβάτο, απ' το διπλανό χωριό, γιατρούς. Ο ένας έγινε παθολόγος κι έμενε στο χωριό. Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε σκληρά, επώδυνα κι ανελέητα. Επειδή ο πατέρας μας δούλευε σε ξενοδουλειές, έπαθε κι ένα ατύχημα απάνω στη δουλειά - ήτανε πολύ λαίμαργος στη δουλειά. Αφού στο χωριό τον λέγανε «Ηρακλή», ας πούμε. Και τη νύχτα με το φεγγάρι δούλευε, σηκώνονταν και δούλευε. Και στην κτιστική, όπως έχτιζε, ένα αυτό τον χτύπησε στο μάτι. Ήταν χειμώνας, είχε μικροφαμελιά, δεν μπορούσε να φύγει, γιατί εκεί το μέρος κλείνονταν, ήταν ένας αυχένας, του Αγ. Νικολάου, που κλείνονταν ερμητικά κι όποιος τολμούσε να τον περάσει τον χειμώνα, κινδύνευε να σκοτωθεί. Και πράγματι, μια ομάδα, που πεινούσε πάρα πολύ κι ήθελε να πάει στα Καποχώρια για να βρει λίγο καλαμπόκι, τόλμησε να περάσει τον αυχένα και τους γκρέμισε. Δηλαδή, δεθήκανε ο ένας με τον άλλον με μια καναβιά, κι όπου πατούσε ο ένας πατούσε κι ο άλλος, ας πούμε, για να περάσουν τον αυχένα. Τόσο δύσκολα ήταν. Γιατί το χωριό είπαμε, ήτανε 1.200 μέτρα υψόμετρο, ο αυχένας ήταν 1.700 πάνω. Έπρεπε να ανεβείς σε υψόμετρο 1.700, για να μπορέσεις να βρεις δίοδο για να κατεβείς προς το Θεσσαλικό κάμπο. Αυτοί πέσαν και τους βρήκαν –ο παππούς μου μου το 'λεγε– τους βρήκαν την Άνοιξη καταψυγμένους. Λοιπόν, το '39-'40, πήγα στην Α' Δημοτικού. Τους πρώτους μήνες είχαμε ένα δάσκαλο, είχα ένα δάσκαλο, τον οποίον τον λέγαν Λάμπρο Κεχαγιά. Ήταν όνομα και πράγμα Κεχαγιάς. Τότε επιτρεπόταν το ξύλο στα παιδιά όταν ήταν αδιάβαστα. Κι εγώ, σαν το νήμα, τόσο λεπτός, ας πούμε, αδύνατος, μ' είχε σακατέψει στο ξύλο. Γιατί μ' έστελνε η μάνα μου η καημένη -είχε και τα νεφρά της κλπ.- στα κατσίκια κι από δω κι από κει, ζητούσε βοήθεια κι από τα μωρά ακόμη, σε τόσο δύσκολη θέση ήτανε. Μ' είχε χτυπήσει, μ' είχε αυτώσει στο ξύλο. Να φανταστείτε ο αδερφός μου -ήταν 4 χρόνια μεγαλύτερος- βλέποντας, ας πούμε, να με χτυπάει, του όρμησε. Βέβαια, χειροτονήθηκε κι εκείνος δεόντως. Λοιπόν, το '40 κηρύχθηκε ο πόλεμος, οπότε τα σχολεία σταματήσαν, ο δάσκαλος επιστρατεύτηκε. Μετά από αυτό, που πηγαίνω μια μέρα στη μάνα μου και λέω: «Μάνα, ή κατσίκια ή σχολείο, δεν αντέχω άλλο το ξύλο». Μ' έκοψε απ' τα κατσίκια, συνεννοήθηκε με τον πατέρα μου, και τότε έγινα αυτό που λέει και το τραγούδι , ο πρώτος μαθητής, ας πούμε, στην τάξη. Τελείωσα την Α’. Τι να μάθω τώρα; Σε λίγους μήνες και δεδομένου ότι το σχολείο είχε 150 παιδιά μ' έναν δάσκαλο, και μ' ένα σχολείο που έμπαζε κρύο απ' όλες τις μεριές καταλαβαίνετε ας πούμε, τι... Εντούτοις όμως, κάτι είχα μάθει, το '40. Απ' το '40 μέχρι το '44 πλέον μεσολάβησε ο Παγκόσμιος Πόλεμος και εν συνεχεία η Κατοχή. Το '44 οι αντάρτες… Είχαμε ένα μουλάρι, γιατί στα μέρη εκείνα όποιος είχε ένα μουλάρι ήταν προνομιακός. Αποτελούσε μέρος της οικογενείας, ας πούμε. Τον πατέρα μου, ήτανε και… Ξέρεις, στις μικρές κοινωνίες ο κόσμος ζηλεύει ο ένας τον άλλο, ας πούμε. Επειδή που 'ταν εργατικός και είχαμε και το μουλάρι, ό,τι αγγαρεία θέλανε οι αντάρτες, υποδείκνυαν τον πατέρα μου συνέχεια. Αλλά ήταν εκεί κοντά στο χωριό. Εγώ ασχολήθηκα απ' το '40 μέχρι το '44 φυλάσσοντας γίδια, μικρό παιδάκι, πάνω στα βουνά, ξυπόλητος. Το ημερήσιο συσσίτιο ήτανε ένα σακουλάκι μ' ένα κρεμμυδάκι μέσα, μ' ένα κομματάκι μπομπότα, που δεν το περόνιαζε ούτε σφαίρα πυροβόλου όπλου, ας πούμε -ξέρεις, η μπομπότα άμα κρυώσει γίνεται στουπί, ας πούμε, κλπ.- και λίγο κλωτσοτύρι -δεν ξέρω αν ξέρετε ποιο είναι το κλωτσοτύρι- μέσα σ' ένα μαντηλάκι. Το κλωτσοτύρι είναι αυτό που βγάζουμε όταν βγάζουμε το βούτυρο και βγαίνει η μυζήθρα, ας την πούμε. Εμείς το λέγαμε κλωτσοτύρι απ' τα γίδια. Και λίγο κλωτσοτύρι, αυτό ήταν το ημερήσιο. Ένα λιανοπαίδι τώρα μέσα στα βουνά, μέσα στα αυτά, καταλαβαίνετε, ας πούμε, ξυπόλητος, γδυτός, τα πόδια από κάτω είχαν σχηματίσει σαν να ήτανε δέρμα από ζώο μεγάλο, ας πούμε. Τόσο είχαν σκληρύνει. Εκείνο που ήταν πολύ βασανιστικό ήταν τα λεγόμενα λιθοπάτια. Τι ήταν τα λιθοπάτια; Ξυπόλητος όπως βάδιζες μέσα στα στουρνάρια και στα βουνά, κλπ., το πόδι χτυπιόταν στο βάθος κι έπιανε πύον στο βάθος. Σ' έπιανε τέτοιος πόνος και τέτοια φαγούρα, που δεν λέγεται. Ποιο ήταν το τέχνασμά μας; Παίρναμε μία σακοράφα -δεν ξέρω τι- την πυρρώναμε στη φωτιά ή μια τζακουριά από αυτό, κλείναμε τα μάτια, την μπήγαμε εκεί που μας πονούσε, πήγαινε σε βάθος, και το πύον τινάζονταν σαν πήδακας, ας πούμε. Κι έτσι ξαλαφρώναμε. Το ευτύχημα εκεί… Παρ' όλ' αυτά, από το κρύο, γιατί οι κλιματολογικές και οι περιβαλλοντικές συνθήκες ήταν λίαν δυσμενείς… Να φανταστείς ο χειμώνας έπιανε, κρατούσε απάνω από 6 μήνες. 6 μήνες ήμασταν εγκλωβισμένοι μέσα στο χωριό, χωρίς... Εγώ μέχρι τα 13 μου χρόνια κινούμουν σε μια ακτίνα 5 χιλιομέτρων γύρω απ' το χωριό, δεν ερχόμουνα σε επικοινωνία… Γιατί τα αστικά κέντρα ήταν πολύ μακριά, απόμακρα, κακοτράχαλα. Για να πάμε στην Καρδίτσα, θέλαμε με τα πόδια 3 μέρες να βαδίζουμε μες στα βουνά και μέσα σε αυτό, ας πούμε. Τι έλεγα τώρα; Σταματάει και το μυαλό. Ναι.

Α.Α.

Μου μιλούσατε λοιπόν, για την -

Γ.Π.

Συγκινούμαι τώρα από αυτά. Εκείνο που ήταν το ευτύχημα, ότι όταν το στομαχάκι μας ήταν λίγο γεμάτο, όλα αυτά τα παθήματα, που υφιστάμεθα, δεν τα λογαριάζαμε. Η πείνα ήταν εκείνη η οποία δεν βαστιόταν. Αλλά επειδή όλα τα παιδιά ζούσαμε κάτω από τις ίδιες συνθήκες, τουλάχιστον, στο σπίτι το δικό μου, επειδή που 'χαμε πολλά αγροτεμάχια, άγονα φυσικά, δηλαδή, για να βγάλεις μια χούφτα αυτό, οι γυναίκες όλο τον καιρό, σκοτωνόταν, ας πούμε, να ποτίζουν, να σκάβουν κλπ. Εγώ πιστεύω… Το όνομά σας;

Α.Α.

Αγγελική.

Γ.Π.

Κυρία Αγγελική, εγώ πιστεύω ότι οι γυναικούλες εκείνες… Πιστεύουμε ότι υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση, έτσι δεν είναι; Εγώ πιστεύω ότι οι γυναίκες εκεί, και η πιο αμαρτωλή γυναίκα του μέρους εκείνου, θα πάει στον Παράδεισο γιατί τις αμαρτίες όλες τις είχαν πληρώσει στη γη. Εν πάση περιπτώσει, αυτή ήτανε. Δώσε μου λίγο νερό.

Α.Α.

Κάνουμε και μία παύση.

Γ.Π.

Ουσιαστικά, κυρία Αγγελική, αυτά που λέμε, παιδική ηλικία, εφηβική ηλικία και μετά ηλικία, εμείς εκεί πέρα δεν τις νιώσαμε τις μεταβολές αυτές που υφίσταται, τις βιολογικές μεταβολές που υφίσταται ο άνθρωπος. Η σκέψη μας ήταν μόνον η επιβίωση. Λοιπόν, είναι πολλά να διηγηθώ και άσ’ τα. Το '44 υπήρξε για μένα η κομβική περίοδος, που μπόρεσα και ξέφυγα. Τι έγινε το '44; Το '44 παίρνουνε οι αντάρτες τον πατέρα μου, ας πούμε. Τον κυνηγούσαν για το μουλάρι και αναγκαστήκαμε και το κρύψαμε σ' ένα μέρος πολύ απόκρυφο, κι ο πατέρας μου εξαφανίστηκε και δούλευε σε διάφορα χωριά και ερχόταν, κάπου-κάπου, τη νύχτα να μας βλέπει. Μια μέρα, τον πήρε κάποιο μάτι ότι ήρθε στο χωριό, και τα μεσάνυχτα ήρθανε οι αντάρτες στο σπίτι, χτυπάνε την πόρτα. Δεν σκεφτήκαν ότι το σπίτι ήταν διώροφο, ότι είχε κι από κάτω πόρτα, κι είχε [Δ.Α.] κουπαστή που κατέβαινε κάτω, ας πούμε, εσωτερική. Λοιπόν, η μάνα μου η έξυπνη, ε; Ο πατέρας μου ήταν μέσα. Με τα πιστόλια αυτοί εκεί κλπ. Φώναζε: «Αλέκο -στα αδέλφια μου- Αλέκο, Παναγιώτη, Γιαννούλα, πού είναι τα κλειδιά του σπιτιού να ανοίξω;». Και δόθηκε η ευκαιρία του πατέρα μου και γλίστρησε μέσα, κατέβηκε κάτω και μες στα καλαμπόκια, τον κατάλαβαν φυσικά, ας πούμε, και του ρίξανε, αλλά είχε πλέον φύγει. Απ' τις πολλές φορές, τον συνέλαβαν, πήραν το μουλάρι. Ήταν Μάρτης μήνας και τον είχαν μέχρι τον Ιούνιο. Πήγαινε πυρομαχικά στα πεδία των μαχών, κάτω από συνθήκες πείνας και ξυπόλητος κι αυτό, τα πόδια του είχαν γίνει έτσι, τα νύχια του είχανε βγει τόσο πολύ. Όταν ήρθε έπειτα από 4-5 μήνες, δεν τον γνωρίσαμε. Ούτε το μουλάρι, ούτε τον πατέρα μου, ήταν φαντάσματα, ας πούμε. Ήταν αυτό που λέμε σκελετοί, πετσί και κόκκαλο. Λοιπόν, η καημένη η μάνα μου εκείνη τη χρονιά, μείναμε άσπαρτοι. Τι να σπείρει; Έκανε ένα κηπάκι. Εκεί, άμα σου 'λειπε το εισόδημα, δεν σου δάνειζε ο άλλος ούτε μία οκά, διότι όλος ο κόσμος πεινούσε. Ήταν απελπιστική η κατάσταση. Όταν ήρθε, έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος από ελονοσία και διπλοπνευμονία. Είχαμε κάτι κατσικάκια, γίδια και τα λοιπά για να τον ταΐσει. Δεν είχε όρεξη, δεν μπορούσε να φάει. Δεν μ' αφήνει η συγκίνηση. Δεν υπήρχαν ψυγεία. Έσφαζες το ζωντανό, κρατούσε 1-2 μέρες, έπρεπε να φύγει. Κι έτσι, είχαμε λίγα ζωντανά, τα 'σφαξε μήπως μπορούσε να τον ταΐζει, για να τον φέρει σε ισορροπία. Δεν έτρωγε καθόλου, ας πούμε. Εκείνη την περίοδο φάγαμε κι εμείς λίγο, λάδωσε η αυτή, ας πούμε, από κρέας. Ό,τι έμενε το τρώγαμε εμείς, γιατί το κρέας το γευόμασταν μία φορά τον χρόνο. Κάθε Πάσχα, τρώγαμε κρέας. Λοιπόν, ευτύχημα ήταν ότι στο σπίτι μας ήρθε ένας παπάς, ο οποίος ήταν απ' τον Κλειτσό Ευρυτανίας. Αυτός ήταν ή αδερφός ή πρώτος ξάδερφος του Χαράλαμπο Κατσιμήτρου, του ήρωα του Αλβανικού μετώπου, διοικητή της 8ης μεραρχίας, που φύλαγε τα Βόρεια σύνορα. Ο Κατσιμήτρος πήρε εντολή από το επιτελείο με την εισβολή των Ιταλών να κάνει αμυντικό πόλεμο, κι όχι επιθετικό και οπισθοχωρώντας, να αμύνεται. Αυτός όμως, έκανε επιθετικό πόλεμο και τους Ιταλούς τους στέλνει στη θάλασσα, με κίνδυνο, γιατί αν θα αποτύχαινε θα περνούσε στρατοδικείο και θα τον εκτελούσαν, γιατί παράκουσε τη διαταγή. Έγινε η αυτή των Γερμανών, ας πούμε, κι έτσι σωθήκαν, αλλιώς θα τους έριχνε στη θάλασσα. Μάλιστα, ο Δημήτριος Θεοδωράκης, αντισυνταγματάρχης ή συνταγματάρχης της 8ης μεραρχίας, που 'ταν διοικητής ο Κατσιμήτρος, κατήγαγε την πρώτη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων καταλαμβάνοντας την Κορυτσά. Μάλιστα, το γεγονός αυτό πανηγυρίστηκε απ' όλα τα συμμαχικά κράτη, τους έδωσε θάρρος κι αυτοπεποίθηση, ότι ο εχθρός δεν είναι ακατανίκητος. Έφτασε ο Τσώρτσιλ και είπε εκείνο το… Αυτό το ότι: «Οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» βγήκε απ' αυτό το γεγονός. Λοιπόν, αυτός ο Κατσιμήτρος, ήτανε εν χηρεία, είχε δυο παιδιά οι οποίοι ήταν αξιωματικοί, ένας ήταν λοχαγός και ο άλλος ήτανε ταγματάρχης, και κινδύνευε στο μέρος του. Βέβαια, ο Κλειτσός ήταν μέρος που εμείς δεν είχαμε καμία επικοινωνία, δεν γνωρίζαμε αν υπάρχει, ας πούμε, ή τους ανθρώπους... Αυτός έφυγε από κει για να γλιτώσει, να μην τον σφάξουν οι αντάρτες και ήρθε στο χωριό. Στο χωριό πήγε σ' ένα καφενείο, που ήτανε, έτσι, ζωηρή οικογένεια, αλητοοικογένεια. Είχε ένα καφενειεδάκι, και του λένε: «Θα μείνεις εδώ παπά μου». Αυτός τότε έπαιρνε τα παπαδίστικα που λέγαμε –τότε δεν πληρώνονταν οι παπάδες, πληρώνονταν σε είδος, όταν παρήγαγες κάτι από σιτάρι, βούτυρο, τυρί, τραχανά, ό,τι ήταν, στο τέλος έδωνες απ' αυτό το υστέρημα το πενιχρό που είχαν, δίναν και στον παπά και ήταν τα παπαδίστικα, ας πούμε, τα λεγόμενα. Αυτός απελπίστηκε και επειδή ήξερε ότι ο πατέρας μου είναι καλός άνθρωπος κλπ., έρχεται μια μέρα και του λέει: «Κώστα, θα 'ρθω στο σπίτι σου». Δηλαδή, τον έβαλε ο Θεός και τον έστειλε ας πούμε. «Ναι, βρε παπά μου, εγώ να σε δεχτώ μ' όλη μου τη χαρά κι είναι τιμή μου που θα 'ρθεις στο σπίτι μου, αλλά αυτή η οικογένεια θα με σκοτώσει που θα φύγεις», «Μην σε νοιάζει, θα τους πω -το σπίτι μας ήτανε κοντά στην εκκλησία, μεσολαβούσε ένα ποτάμι- θα τους πω ότι δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία, διότι το ποτάμι κατεβάζει, ας πούμε κλπ., και θα φύγω να πάω σε άλλο σπίτι. Μην φοβάσαι». Ήρθε στο σπίτι, ας πούμε, τον θυμάμαι. Αυτός μου 'μαθε και μερικά ακόμη γραμματάκια. Ήταν παπάς και δάσκαλος. Όταν ο πατέρας μου ήρθε σε αυτή την κατάσταση και μείναμε άσπαρτοι, θα πεθαίναμε από την πείνα εκείνη τη χρονιά, τον καλεί μια μέρα, που είχε μαζέψει τα εισοδήματα τα παπαδίστικα και λέει: «Κώστα, αυτά είναι δικά σου, για να γλιτώσεις την οικογένεια. Η οικογένεια σου είναι χαμένη και πρέπει να τη σώσουμε». Ο πατέρας μου έπεσε στα πόδια του. «Ο Θεός, παπά μου… Με σώνεις, να 'χεις υπόψιν σου, εγώ θα σου τα επιστρέψω, αλλά τώρα...», «Ρε, πάρ’ τα τώρα να γλιτώσεις την οικογένειά σου, και άστα αυτά». Και έτσι γλιτώσαμε εκείνη τη χρονιά με τα παπαδίστικα αυτά. Φυσικά, όταν έφυγε ο παπάς μαζέψαμε μέλια, ό,τι είχαμε, φόρτωσε δύο μουλάρια και τα πήγε στον Κλειτσό. Ο παπάς κράτησε μόνο λίγο μέλι και λέει «Κώστα, πάρ' τα, δεν τα θέλω, να τα πας στην οικογένειά σου» και τα επέστρεψε πάλι. Τώρα, μια φορά οι αντάρτες, ας πούμε, επειδή ένιωθαν όπως είπαμε στις μικρές κοινωνίες ζηλεύει ο ένας τον άλλον, ήρθανε οι αντάρτες, και δίνουν διαταγή, ας πούμε, στη μάνα μου, να τους πάει 4-5-7 δεν ξέρω πόσες, κουλούρες ψωμί. Για να ζυμωθούν έπρεπε ένα 24ωρο. Έπρεπε από μακριά να πας τα ξύλα -όλα στον ώμο- το νερό, να το ζυμώσεις, στη γάστρα… Καθυστέρησε για να ζυμώσει το ψωμί να τους το πάμε. Λοιπόν, όταν φορτώθηκε τις κουλούρες και πήγαινε, οι αντάρτες ήτανε μπροστά σ' αυτό το μαγαζάκι με τα όπλα. Εκεί ο καταστηματάρχης, τώρα, ή από καλοσύνη ή δεν ξέρω τι και πώς, κάνει νόημα και του λέει: «Φύγε, φύγε, θα σε σκοτώσουν»! Γιατί αυτοί απειλούσαν συνέχεια εκεί ότι θα τον σκοτώσουν, ότι θα τον κάνουνε πολλά πράγματα κλπ. Ο πατέρας μου κοντοστάθηκε λίγο προς στιγμήν. Οι αντάρτες υποψιαστήκαν, ας πούμε, και γέμισαν τα όπλα. Λέει: «Έτσι κι αλλιώς χαμένος είμαι, τουλάχιστον εάν αυτό, θα κακοποιήσουν, θα σκοτώσουν την οικογένεια κλπ., και έτσι άσε να πάω εγώ, τουλάχιστον, ή ξύλο φάω ή οτιδήποτε, να το υποστώ εγώ». Και πήγε. Βέβαια, έφαγε μερικά χαστούκια, ας πούμε, κλπ. Πήραν το ψωμί. Ήταν πρώτη φορά που γλίτωσε, γιατί γλίτωσε πάρα πολλές φορές ο πατέρας μου.

Α.Α.

Απ' ό,τι έχω σημειώσει εδώ, κύριε Γιώργο, μάλιστα κάποια στιγμή οι αντάρτες έκαναν και νοσοκομείο στον επάνω όροφο του σπιτιού σας, σωστά;

Γ.Π.

Ναι, οι αντάρτες δίναν τις μάχες στα πεδινά κάτω και τους τραυματίες τους φέρναν στο σπίτι μας. Το σπίτι μας ήταν διώροφο, ήταν αρχοντικό σπίτι. Ο πατέρας μου για να ευχαριστήσει τη μάνα μου που την αγαπούσε πάρα πολύ, της έχτισε διώροφο σπίτι. Τότε το 'κανε πάρα πολύ ωραίο. Εμάς, ας πούμε, μας βάλανε κάτω σ' ένα δωματιάκι και όλο το σπίτι το κάνανε νοσοκομείο. Εκεί φέρναν τους τραυματίες. Ήταν ένας γιατρός, τον λέγαν Γρίβα. Αυτός ο γιατρός -τώρα μπορεί να είχε αριστερά φρονήματα κλπ.- στην Καρδίτσα ήταν ο πρώτος γιατρός και οι συνάδελφοί του τον φθονούσαν, ας πούμε, τον καταδίωκαν και τον πρόδωσαν ότι είναι κομμουνιστής κλπ., και τον είχαν σαπίσει στο ξύλο. Αναγκάστηκε και πήρε τα βουνά και ήρθε στο χωριό και αυτός ήταν στο νοσοκομείο. Φυσικά, το '47 που ήρθε ο στρατός, τον συνέλαβε και τον εκτέλεσε στην Καρδίτσα. Αυτή είναι η περίπτωση αυτή του νοσοκομείου. Ερχόμαστε στο '44 που ο πατέρας μου… Η μάνα μου, για να μπορέσει , ας πούμε, κάτι να βγάλει, μας έστελνε τσοπανάκια -εγώ ήμουν 9 χρονών, τα άλλα τα αδέρφια μου ήταν λίγο μεγαλύτερα- για να πάρουμε λίγο τυρί, λίγο γάλα, λίγο αυτό, να πήξουμε λίγο τυρί κλπ. Εμένα μ' έστειλε, ας πούμε, στα πρόβατα του χωριού. Όλοι μαζί είχανε κάνει ένα κοπάδι, κάπου 400 πρόβατα, ας πούμε, κι εμένα μ' έστειλε η μάνα μου υπό την προϋπόθεση να βοηθάω κατά το άρμεγμα, να γυρνάω τα πρόβατα στη στρούγκα, να τα οδηγώ, να τα αρμέγω, να πηγαίνω νερό ή διάφορα κλπ. Αυτοί όμως, επειδή που είχαν δουλειές, αφήσαν εμένα λιανοπαίδι απάνω στο βουνο, σε 400 πρόβατα, και κατέβαιναν στο χωριό για τις δουλειές και εγώ φύλαγα τα πρόβατα. Φυσικά, δεν φοβόμουνα κλπ. Άπλωνα τα πρόβατα στην πλαγιά, άκουγα τα κυπροκούδουνα τη νύχτα να χτυπάνε αρμονικά, έβλεπα τον αστερόη ουρανό, ας πούμε, που τα άστρα με σκέπαζαν, έβλεπε την Πούλια, έβλεπα τον Αυγερινό, έβλεπα τους κομήτες που χάνονταν στους ορίζοντες. Και φιλοσοφούσα. Να φανταστείτε, τυλιγόμουνα –γιατί και το καλοκαίρι, εκεί απάνω έκανε κρύο– τυλιγόμουνα με την κάπα και τα κοιτούσα, τα θαύμαζα, ακουγα τη μουσική αυτή, και φιλοσοφούσα. Να φανταστείτε, χωρίς να ξέρω τι είναι μετεμψύχωση, έκανα σκέψεις ότι: «Η ψυχή των ανθρώπων δεν μπορεί να χάνεται», έλεγα με το μυαλό μου τότε. Με το παιδικό μυαλό. Αυτές πρέπει να επανέρχονται στη γη, και η τιμωρία τους θα είναι, ας πούμε, οι αμαρτωλοί, να γίνονται φίδια, να γίνονται διάφορα, ερπετά κλπ., κι ο καλός κόσμος να γίνει πάλι καλός κόσμος στη γη. Κι έκανα τέτοιες σκέψεις, ας πούμε. Ήρθε ένας θείος, αδερφός της μάνας μου, ο οποίος ήταν δαιμόνιος άνθρωπος, αγράμματος Δ' Δημοτικού. Όταν άνοιγε… Δημιουργούσε ολόκληρο μυθιστόρημα, μπορούσε να σε κρατήσει 3 μέρες με ανοιχτό το στόμα, τόσο πολύ ήταν αυτό. Έπειτα, χωρίς να έχει διδαχθεί υποκριτική τέχνη, ας πούμε, έκανε θεατρικές κινήσεις κλπ., που, φαντάσου μια φορά ήρθε ένας ταγματάρχης της χωροφυλακής, είχε καταγγελθεί ότι κάποιος στο χωριό βρήκε αρχαία αντικείμενα και ήρθε να κάνει ανακρίσεις. Και ήτανε στο καφενείο, και τον κράτησε ένα μερόνυχτο και να λέει συνέχεια. Και στο τέλος, λέει: «Άι στο διάολο από κει!». Αυτό του λέει. «Όταν θα έρθεις -λέει- θα έχουμε και συνέχεια». Αυτό έτσι κωμικό. Αυτός ο άνθρωπος, ας πούμε, είχε ένα μεγάλο τμήμα απ' τα πρόβατα αυτά. Όταν ήρθε εκεί, ας πούμε, δεν ήξερε από ψυχολογία παιδιού και άρχισε να διηγείται μακάβριες ιστορίες, για διαβόλους, για αυτό ας πούμε. Από κει που 'μουνα τόσο θαρρετό παιδί, έγινα το πιο -σου λέω ειλικρινά- έγινα το πιο δειλό παιδί του κόσμου. Φοβόμουνα να πάω από δω μέχρι εκεί, τόσο πολύ. Έλεγε για δαιμόνους, ότι πήγαιναν, ενώ οι άνθρωποι ψήνανε αρνιά κλπ., αυτοί ψήνανε βατράχους. Και λέγανε, ας πούμε: «Το δικό μου στάζει –δηλαδή λίπος– το δικό σου δεν στάζει». Και ο βάτραχος τι να στάξει; Ώστε να μιλήσει ο άλλος, να του πάρει την ομιλία. Πολλά τέτοια. Μια άλλη φορά, ήμασταν σ' ένα μέρος -το λέγαν παλιό Έλατο- κι αυτός πήγε σ' έναν έλατο από κάτω. Ήταν βουνό από κάτω, και κοιμήθηκε. Κι εγώ, λιανοπαίδι τώρα, ήμουνα πιο πάνω, έπαιρνα πετρούλες, ας πούμε, έχτιζα σπιτάκια κι αυτό. Εκείνη τη στιγμή, βλέπω κι έκανε κάτι αλλόκοτες κινήσεις και πλησίαζε προς το βουνό. Εγώ νόμιζα ότι αστειεύεται, ας πούμε. Σηκώνεται και μου ρίχνει κάτι σταυροπαναγίες κλπ.: «Δεν έβλεπες ότι θα σκοτωνόμουνα και δεν ήρθες να με γλιτώσεις;». Έβλεπε ότι -ήταν το γελαδολίβαδο αυτό- κι ότι από την απέναντι πλευρά ερχότανε ολόκληρος γάμος με βιολιά, με τύμπανα κλπ., κι αυτός ζητούσε να ανοίξει τα μάτια, δεν μπορούσε ν' ανοίξει τα μάτια κι έκανε τις κινήσεις αυτές. Μια άλλη φορά, τα πρόβατα -νύχτα- κατέβηκαν προς τα κάτω, και μ' έστειλε να τα γυρίσω προς τα πάνω. Εγώ, με φόβο, με χίλιους δυο φόβους, δεν κοιτούσα δεξιά-αριστερά, πήγα κάτω, γύρισα τα πρόβατα. Kι ανεβαίνοντας, ήταν αστροφεγγιά και φαινόταν τα έλατα πελώρια. Ξέρεις, όταν έρχονται σε αυτό με την αστροφεγγιά, μεγαλώνουν το ανάστημά τους. Και βλέπω κάτι χέρια να μου λένε: «Έλα δω, έλα δω, έλα δω». Έβαλα τέτοιες φωνές, μ' άκουσε η μάνα μου, που πότιζε σ' ένα χωράφι στο φερετσέ, μακριά, και λέει: «Πάει το παιδί μου, θα γκρεμίστηκε» και φωνάζει! Και έρχεται η φουκαριάρα με μια ψυχή, με παίρνει στην αγκαλιά της, η καρδιά της χτυπούσε τικ-τικ. Από κείνη την στιγμή, πηγαίνω στο χωριό, πετάω την αγκλούτσα που είχα στο πάτωμα, και λέω: «Από δω και πέρα γιοκ! Εγώ σε πρόβατα και τσοπάνης δεν πάω με καμία δύναμη! Προτιμάω να πεθάνω, παρά να πάω». Ο πατέρας μας αστειευόμενος μου λέει: «Και τι θα κάνεις, βρε Γιωργάκη;». Λέω: «Πατέρα, κοίτα να δεις, έμαθα ότι ήρθε δάσκαλος. Είμαι μεγάλος. Ντρέπομαι να πάω στο σχολείο μεγάλος που είμαι, αλλά θέλω να πάω να μάθω λίγα γράμματα, ώστε όταν πάω στην ξενιτιά, ξέρω ‘γω, να μπορώ να γράψω ένα γράμμα, να λογαριάσω, να ξέρω πέντε γράμματα». Η μάνα μου ήτανε έξυπνη, ας πούμε, το συνέλαβε. Και μου λέει: «Θα το στείλουμε εκεί, γέροντα -τον ΄έλεγε τον πατέρα μου- θα το στείλουμε το παιδάκι, θα το στείλουμε στο σχολείο». Πηγαίνω στο σχολείο. Ήταν ένας δάσκαλος, ήταν πράγματι δάσκαλος μ' όλη τη σημασία. Αυτός ήταν αδερφός του καπετάν Κρόνου, που δέσποζε -είχε αριστερή ιδεολογία- που δέσποζε εδώ στην Αττικοβοιωτία. Αυτός, τα 4 χρόνια που τον είχαμε, ποτές δεν μας μύησε σε κομμουνισμό ή σε τέτοια. Είχε δε τέτοια φωνή, που… Γιατί δεν είχαμε ούτε βιβλία, ούτε... Μια πλάκα είχαμε μ' ένα κοντύλι που όταν το κάναμε, έκανε «γρρρρ» και κλείναμε τα μάτια γιατί ανατριχιάζαμε με το αυτό που έκανε, απάνω στην πλάκα. Λοιπόν, πηγαίνω και αυτός μας κάνει επιλογή. Και εμένα κι άλλα 4 παιδιά μας πήδησε μια τάξη, από Α’ μας πήγε στην Γ’, για να μας βοηθήσει. Μας έβαλε γράψαμε κάτι, ξέρω ‘γω, λογαριάσαμε κάτι στην αριθμητική και μας το δικαιολόγησε αυτό στο υπουργείο παιδείας ότι είχαν καεί τα αρχεία και ότι δεν υπήρχαν ενδεικτικά κλπ. Εκεί γνώρισα τον καλύτερο, για πρώτη φορά στα 11 μου χρόνια, γνώρισα τον καλύτερό μου φίλο. Ήταν ένα παιδί-θαύμα! Επέλεξε για την Γ’ τάξη εμένα, αυτόν… Αυτός ήταν ένα χρόνο μικρότερος από μένα, αλλά είχε πάει δυο καλοκαίρια σ' έναν δάσκαλο που 'ρχόταν τότε για λίγο καλαμπόκι – ήταν πείνα, μεγάλη πείνα! Και είχε προχωρήσει κι αυτός. Ο άλλος ήτανε τον λέγανε Χρήστο Παπαδόπουλο. Ήταν ένα εξαιρετικό παιδί. Εμάς μας έβαλε στην Γ’ Δημοτικού. Από κείνη τη στιγμή συνδέθηκα μ' αυτόν. Ήταν παιδί το οποίο μπορούσε να διαβάσει ένα κείμενο και να το αποστηθίσει, να μην κάνει κανένα λάθος, τόσο πολύ. Αυτό, παρ' όλο που εγώ πήγα ουσιαστικά στο Δημοτικό σχολείο 4,5 χρόνια. Δηλαδή, πήγα στην Α’, πήγα στην Γ’ και το Μάρτιο μήνα που 'ρθε ο στρατός, ο δάσκαλος αυτός επειδή ήταν αριστερών φρονημάτων, έφυγε και μείναμε χωρίς ενδεικτικά. Αυτό το παιδί… Παρ' όλο που δεν είχαμε ούτε βιβλία, ούτε αυτό, ό, τι αρπάζαμε από το στόμα του δασκάλου, ο δάσκαλος είχε τέτοια καθαρή, ας πούμε, ορθοφωνία, που στα κάρφωνε μέσα στην ψυχή σου. Κι από κει μάθαμε ό,τι μάθαμε.

Α.Α.

Κι ήταν τότε, λοιπόν, που φύγατε για την Καρδίτσα, αφότου τελειώσατε το σχολείο;

Γ.Π.

Ναι, τώρα θα τα πω. Το ‘47 ήρθε ο στρατός στο χωριό. Ήταν Απρίλιος μήνας, 11/04. Οι αντάρτες είχαν εγκλωβιστεί. Ήταν ένα τάγμα, σύνταγμα. Όλο το αντάρτικο των Αγράφων είχε εγκλωβιστεί στα Μεγάλα Βραγγιανά. Ο στρατός, η 7η ελαφρά Ταξιαρχία, ερχόταν από την Καρδίτσα, απ΄ τα Γιάννενα ερχόταν ένα τάγμα, απ' τη Λαμία ερχόταν άλλο, απ' το Καρπενησι και τους είχαν εγκλωβίσει σαν τα ποντίκια στη φάκα. Εγώ τότε φύλαγα κάτι προβατάκια κι ήμουνα στην Εκκλησία. Έκανε ένα κρύο κι άρχισε να ρίχνει ένα πυκνό χιόνι. Εγώ καθόμουνα στο αυτό για να γίνω σαν χιονάνθρωπος, να πάω στο σπίτι, να δείξω στη μάνα μου ότι ήμουνα δυνατός. Έβλεπα τους αντάρτες με τους συνδέσμους κλπ. Κι ένα μικρό παιδί, καταλάβαινα ότι κάτι τρέχει. Έτρεχαν από το ένα μέρος, έτρεχαν από το άλλο, ήταν γυναικόπαιδα, ήταν... Τι δεν ήταν! Τότε παίρνουν και τον πατέρα μου σύνδεσμο. Ο στρατός, κατά τις πληροφορίες τους, στον αυχένα του Αγ. Νικολάου, όπως φεύγουμε απ' το χωριό προς την Καρδίτσα, το δεξιό μέρος, τη Νιάλα, την είχε καταλάβει ο στρατός. Το αριστερό μέρος, τη Σημαία –η Σημαία ήταν, όταν το χωριό, υπό τον ζυγό των Τούρκων και ήταν ελεύθερο, είχαν ένα μεγάλο φλάμπουρο για να δείξουν στους υπόδουλους αδελφούς της Θεσσαλίας ότι τα Άγραφα είναι ελεύθερα, το λέγαμε Σημαία– είχαν πιάσει αυτή την κορυφογραμμή οι αντάρτες. Τον πατέρα μου τον παίρνουν σύνδεσμο, για να συνδέει τα τμήματα, παρ’ όλο που ΄χε ένα μάτι, ας πούμε, αλλά δεν φαίνονταν και δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι δεν έβλεπε καλά. Λοιπόν, σε μια στιγμή ο διμοιρίτης, ο διοικητής που 'χε αυτά τα τμήματα εκεί στην κορυφογραμμή, ήταν στην τοποθεσία Κορομηλιές, έτσι τη λέγαμε. Καλεί τον πατέρα μου και του λέει: «Θα πας στον Άγιο Νικόλαο, να δεις αν υπάρχει στρατός». Δηλαδή, η προοπτική του ήταν, όπως ήταν και χιόνι και φαινόταν σαν μύγα στο γάλα, να ρίξει ο στρατός να τον σκοτώσει και ν ακούσουν τον πυροβολισμό αυτοί, ότι πράγματι ο στρατός είναι στον Άγιο Νικόλαο. Ο πατέρας μου το υποπτεύθηκε αυτό το πράγμα. Πήρε, ας πούμε, το φαλακρό μέρος που δεν είχε δάσος, και μέσα σε κάποιο σημείο είχε ένα ελατάκι, στριμώχτηκε πίσω απ' τον έλατο, κάθισε ανάλογη ώρα και γύρισε και τους λέει ότι ο στρατός είναι πίσω απ' τον Άγιο Νικόλαο. Ψέματα. Βγάνει το πιστόλι αυτός ο διοικητής: «Τον Χριστό σου, την Παναγία σου, λες ψέματα, σε εκτελούμε αυτή την ώρα!». Εκείνη την ώρα, βγαίνει ένα τμήμα -Απέννινα το λέγανε- που 'χε ορατότητα προς τον Άγιο Νικόλαο, που 'ταν ένα φυλάκιο των ανταρτών, και πιστοποιεί ότι όντως οι αντάρτες είναι στον Άγιο Νικόλαο πίσω. Μαζεύει τα τμήματα όλα τώρα ο πατέρας μου και τα κατεβάζει στο χωριό.

Γ.Π.

Στρατός, στρατός. Γιατί, είπα αντάρτες εγώ; Όχι, οι αντάρτες ήταν απάνω που είδαν ότι πράγματι στρατός στον Άγιο Νικόλαο πίσω. Λοιπόν, μαζεύει τα αυτά. Καπετάνιος ήτανε ο καπετάν-Σοφιανός -έτσι νομίζω λεγόταν- των ανταρτών. Έμενε στο σπίτι μιας πρώτης ξαδέλφης της μάνας μου, ας πούμε, η οποία ήταν πολύ λόγια και πολύ καπάτσα γυναίκα. Ο πατέρας μου κατεβαίνοντας από πάνω μούσκεμα και ταλαιπωρημένος, πηγαίνει την αστρέχα -η αστρέχα είναι εκεί που πέφτουν οι σταλαγματιές του νερού πίσω απ' το σπίτι. Είχε ένα παραθυράκι και παρακολουθούσε μέσα. Αυτός ο καπετάνιος είχε μια κατάσταση κι έλεγε: «Ο τάδε σύνδεσμος να πάρει την τάδε αυτό και θα ακολουθήσει αυτό τον δρόμο». Τους μοίρασε σε αυτό σε τμηματικά. Έρχεται και το όνομα του πατέρα μου, Κων/νος Παρθένης. Μία, δυο, τρεις: «Τον Χριστό του, την Παναγία του, να πάνε τρία παλικάρια -ξέρω πώς τους είπε- να του κάψουν το σπίτι και να φέρουν την οικογένεια εδώ να την εκτελέσουμε. Εμείς χανόμαστε κι αυτός το 'σκασε!». Πετάγεται αυτή η ξαδέρφη της μάνας μου: «Καπετάνιε, εσύ δεν του είπες… Ήταν απάνω στο ύψωμα κι ήρθε ταλαιπωρημένος και του ειπες να φύγει!», «Τον Χριστό μου, εγώ να πω τέτοιο πράγμα;», «Εσύ, καπετάνιε», επέμενε αυτή. Απάνω σε αυτή την κουβέντα λέει: «Να πάρετε τον πρώτο τυχόντα». Εκείνη την ώρα έμπαινε μέσα με τρεις κουλούρες, τέσσερις -δεν ξέρω- ο αδερφός του, ο Θόδωρος, ας πούμε. «Αχ, γλίτωσα εγώ και πήραν εσένα, αδερφέ μου». Τον αρπάξαν. Ο πατέρας μου σκεπτόταν τώρα, όταν θα έβλεπε τους αντάρτες να πάνε προς το σπίτι, να τρέξει και να έρχεται από κει προς τα δω, ότι δήθεν ήρθε στο σπίτι να μας δει, και αν τον σκοτώναν τουλάχιστον να σκοτώναν αυτόν, να μην σκοτώναν και την οικογένεια ολόκληρη. Λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που ο στρατός και οι αντάρτες ήρθαν σε συνθηκολόγηση. Τι έγινε; Το κρύο στη Νιάλα ήταν τόσο δριμύ, είχε πέσει η θερμοκρασία, το χιόνι ήταν 2 μέτρα, δεν ξέρω πόσο ήταν, είχε πέσει κάτω από τους 35 βαθμούς. Ο Ψημμένος που έγραψε ένα –αντάρτης τώρα φυσικά– γράφει για την ταλαιπωρία. Νηστικοί, ταλαιπωρημένοι, με οπλισμό, για να βομβαρδίζουν μέσα σ' αυτό το κρύο και νηστικοί και μέσα σ' αυτή την παγωνιά, τι υπέστησαν. Όταν φτάσανε στη Νιάλα, εκεί ήταν και ο στρατός που ΄χε κατασκηνώσει. Ο στρατός δεν μπόρεσε ν' ανοίξει τουφέκια, γιατί τα τουφέκια είχανε παγώσει μέσα στις σκηνές. Ήρθαν αντάρτες και στρατός και ενωθήκαν, ας πούμε. Ο στρατός έδωσε στους αντάρτες διάφορα, σταφίδες, μπισκότα, κονιάκ. Και ο Ψημμένος στο βιβλίο του, ενώ γράφει όλη την ταλαιπωρία, λέει –τώρα, αντάρτης ήταν φυσικά, δεν μπορούσε να λέει την αλήθεια– έλεγε ότι παγώσαν και αρκετοί αντάρτες πέθαναν. Δηλαδή, και γυναικόπαιδα. Το πρωί χωρίσανε, οι αντάρτες, ο στρατός έφυγε προς την Καρδίτσα, κι ο στρατός έμεινε εκεί. Τότε της ελαφράς ταξιαρχίας της Καρδίτσας ο διοικητής ήταν στα Άγραφα και ανέβηκε να δει το στρατό πώς και τι μες στην παγωνιά. Και βρέθηκε ένας αντάρτης και του 'ριξε και τον σκότωσε κι είναι το μνημείο του εκεί απάνω του Ταγματάρχη. Εκεί μια ομάδα ανταρτών που 'ταν σε μια σκηνή, στρατιωτών, ήταν η καπετάνισσα η Κωνσταντία. Ήταν δασκάλα αυτή. Αυτή την εγκλωβίσαν και την πιάσαν, έγινε η δίκη στη Λαμία και την εκτέλεσαν.

Α.Α.

Αυτό ήταν που και εσάς, κύριε Γιώργο, σας έδιωξε από το χωριό και σας έφτασε στην Καρδίτσα;

Γ.Π.

Λοιπόν, τώρα. Ο θείος μου, ο Θόδωρος, και ο μπάρμπας του -ήτανε ο μπάρμπας ο άλλος- ήταν οι μόνοι που μείναν απ' τους συνδέσμους, γιατί οι άλλοι ήτανε τσακάλια, σβέλτοι, και μες στο πυκνό σκοτάδι, μες στο δάσος κλπ., τους φύγαν, ας πούμε. Ετούτοι ήταν και κάπως ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά ήταν βαρείς άνθρωποι, ας πούμε, και φτάσανε προς την Καρδίτσα σ' ένα χωριό που το λένε Καροπλέσι. Ήταν Ευρυτανίας και μετά επήλθε στο Νομό Καρδίτσας. Εκεί τη νύχτα κάναν συμβούλιο τι θα κάνουν τους δυο συνδέσμους. Η απόφαση βγήκε ότι, βέβαια, είχαν υποχρέωση που τους γλίτωσαν και τους πήγαν εκεί, αλλά φοβόντουσαν να μην τους σκοτώσουν όταν θα φεύγουν. Εκεί μέσα στο συμβούλιο, εκεί στους αντάρτες, ήταν κι ένας -γι' αυτό καμία φορά κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό- ήταν κι ένας αντάρτης που τον είχε νοσηλεύσει ο θείος μου ο Θόδωρος στο χωριό. Από φόβο φυσικά τον είχε περιποιηθεί κλπ. Είδε ότι ήταν πολύ καλός άνθρωπος κλπ. Και πηγαίνει τη νύχτα και τους λέει: «Κοιτάξτε να δείτε, αυτό κι αυτό αποφασίσανε. Εγώ την τάδε ώρα θα είμαι σκοπιά, θα ‘ρθω, θ’ ανοίξω την πόρτα να φύγετε, θα το βάλετε στα πόδια και θα εξαφανιστείτε κι εγώ θα ρίξω δυο-τρεις μπαταριές από πίσω ότι μου φύγατε για να δικαιολογηθώ». Όντως, έτσι έγινε και γλίτωσαν, ας πούμε, κι ήρθαν στο χωριό. Τώρα, για να μην σας τα λέω όλα, ήρθε η περίοδος το 1947 που ήρθε ο στρατός στο χωριό. Τότε, το χωριό ξανάσανε. Μας φορολογούσανε, αν έβγαζες 100 οκάδες καλαμπόκι, ας πούμε, σου παίρναν το μισό. Πεινούσαμε τρομερά, γιατί κι αυτοί, η αλήθεια είναι, μια χουφτούλα καλαμπόκι τρώγανε. Σκέτο, έτσι, ας πούμε. Το '47 που 'ρθε ο στρατός ήταν μια ευλογημένη χρονιά. Έβρεξε, είχαμε ελευθερία, μας βοήθησε κι ο στρατός και καρπίσανε ακόμη και οι πέτρες που λέμε σ' αυτό τον άγονο τόπο. Τα μελίσσια στοίχειωσαν, τα πάντα, ας πούμε. Όλοι είχαμε μια χαρά, κι ο πιο φτωχός που το χειμώνα πεινούσε, λιμοκτονούσε, δηλαδή, στην κυριολεξία, με κάποια αυστηρή οικονομία, είχε χαρά ότι θα μπορούσε να βγάλει το χειμώνα, μέχρι την άλλη τη σοδειά, το ψωμάκι τους. Με μεγάλη αυστηρότητα. Εκεί που είχαμε... Μια μέρα ηλιόλουστη, φθινοπωρινή, ήτανε του Οκτώβρη, κλαράκι δεν κουνιόταν, ας πούμε, ήταν τόσο ήσυχη ημέρα, τόσο ωραία μέρα, εγώ κατά το συνήθειο, έβαλα στο σακουλάκι μου τη συνηθισμένη τροφή που είπα προ ολίγου, και ξυπόλητος κλπ., πήρα τα γίδια κι ανέβηκα στο βουνό. Ήτανε μια μέρα, όπως είπα, ηλιόλουστη, καλοκαιρινή. Από κει έβλεπες τα ξεφτέρια ν' απλώνουν τα φτερά στον ουρανό, έβλεπες καθαρότητα, έβλεπες το βάθος, γιατί ανατολικά έβλεπες την οροσειρά της Νιάλας, όπως σας είπα, στο βάθος έβλεπες τον Κουκουρέτζο κι έφτανε μέχρι το Βελούχι, έβλεπες τα βουναλάκια, τους λοφίσκους ο ένας να διαδέχεται τον άλλον. Κάτω, το χωριό έχει ολόκληρη ιστορία το χωριό, γιατί ήταν, όπως είπα ιστορικό κλπ. Είχε πολλούς μαχαλάδες γιατί το 'χαν αποψιλώσει. Ήταν πολύ συγκεντρωμένο. Η παράδοση έλεγε ότι πατούσες στο πρώτο σπίτι κι έφτανες στο τελευταίο. Τόσο πυκνά. Με τη διάβρωση του εδάφους και με αυτό που δημιουργήθηκε σκορπίστηκε σε μαχαλάδες. Κι έγιναν πολλοί μαχαλάδες, ο ζερβομαχαλάς, ο μαχαλάς της Αγίας Παρασκευής που 'ταν η σχολή της Γούβας, το Ελληνομουσείο Αγραφων. Εάν πάτε στην Πεντέλη, μεταξύ των μεγάλων σχολών του Γένους, θα δείτε κι τα Βραγγιανά. Ήταν φημισμένη σχολή, δεν ήταν τυχαία η σχολή των Αγράφων.

Α.Α.

Να γυρίσουμε όμως σ' αυτό που μου λέγατε. Ότι είστε λοιπόν, είστε στο βουνό και είστε με τα πρόβατα -

Γ.Π.

Ναι, είχα και μια φλογερίτσα, το πρώτο δώρο των παιδικών μου χρόνων. Με την πείνα, είχε κατεβεί στην Καρδίτσα ένα λεβεντόπαιδο, που 'ταν και ξάδερφός μου, ήταν 18 χρονών, από την πείνα, και όταν ήρθε μας έφερε μικροδωράκια. Κι εμένα μου 'φερε μια φλογερίτσα που 'χε ζωγραφισμένα γλυκόλαλα πουλάκια. Κι εκείνη δεν τη χωριζόμουνα, μέρα νύχτα την είχα κι έπαιζα και τραγουδούσα. Βέβαια, τι έπαιζα; Νόμιζα ότι είμαι ο καλύτερος κλαριντζής, αλλά ήτανε της πλάκας, δεν ήξερα από νότες δεν ήξερα από τίποτα, ας πούμε. Ήμουνα ευτυχισμένος που τα 'βλεπα όλα αυτά τα πράγματα. Σε κάποια στιγμή, ακούω την καμπάνα του χωριού να χτυπάει δαιμονιωδώς. Σε λίγο ακούω και τα σήμαντρα της Αγίας Παρασκευής και του Άη Γιάννη να χτυπάνε κι αυτά. Ο κόσμος σαν μυρμήγκια από κει ψηλά που έβλεπα, βγήκαν από τα σπίτια τους και μπουλούκια ο ένας μιλούσε με τον άλλονα –τους έβλεπα μικροσκοπικά, όχι αυτό, αλλά τους έβλεπα ότι ήταν άνθρωποι. Τι συμβαίνει; Εγώ κατάλαβα ότι κάτι το κακό συμβαίνει. Το βάζω στα πόδια. Ήταν κατηφόρα, εδώ έπεφτα, εκεί βρισκόμουνα. Είχα καταματωθεί απ' την αγωνία κι απ' τον φόβο τι συμβαίνει. Κι έφτασα στο σπίτι. Όταν έφτασα στο σπίτι, σε κάποια απόσταση, βλέπω τη μάνα μου, είχε αγκαλιά τα αδέλφια μου κι έκλαιγε. Εγώ φωνάζω από κει: «Μάνα, τι έγινε, σκοτώθηκε ο πατέρας;». Κι έπεσα κάτω, είχα λιποθυμήσει. Τρέχει η μάνα μου, με πιάνει: «Όχι, Γιωργάκη μου, δεν έχουμε κανένα νέο απ' τον πατέρα σου, δεν σκοτώθηκε, αλλά πήραμε διαταγή απ' το στρατό μέσα σε 24 ώρες να εγκαταλείψουμε το χωριό, κι επειδή που δεν έχει μέσα να μας μεταφέρει, να πάει ο καθένας όπου θέλει». Πού να πάει η καημένη; Τα αστικά κέντρα περνούσαν από κακοτράχαλα. Και ανενημέρωτη γυναίκα, για να φτάσει στα αστικά κέντρα, Καρδίτσα και Αγρίνιο, Καρπενήσι ή Άρτα, έπρεπε να βαδίζει 2-3 μερόνυχτα μέσα στο αυτό. Κι έκλαιγε δαιμονιωδώς, έκλαιγε μ' αναφιλητά. «Όχι, Γιωργάκη μου, δεν σκοτώθηκε. Και πού ν' αφήσουμε τώρα όλο αυτό το βιός που βγάλαμε;». Διότι λέγαμε ότι θα μας διώξουν για το χειμώνα, κι ότι το καλοκαίρι, την Άνοιξη θα επανέλθουμε στα χωριά. Κι έπρεπε να κρύψουμε, διότι ερχόμενοι στο χωριό, το κράτος που ήταν στην αποθέωση του πολέμου, δεν είχε να διαθέσει τίποτε. Θα πηγαίναμε και δεν θα είχαμε τι να φάμε. Λοιπόν, τ' αδέρφια μου ήταν μικρά κι η μάνα μου… Το χωριό έφυγε. Μείναμε 4-5 μέρες στο χωριό, με φόβο να εγκλωβιστούμε και να μας πάρουν οι αντάρτες. Κι αρχίσαμε να κάνουμε διάφορα λαγούμια, να κρύβουμε καλαμπόκι, ό,τι είχαμε, ας πούμε, με την ελπίδα την Άνοιξη που θα έρθουμε να τα βρούμε. Φυσικά, όλα αυτά τα βρήκαν οι αντάρτες μετά και ήταν ο κόπος… Λοιπόν, καθίσαμε 4-5 ημέρες. Την 5η μέρα μου λέει η μάνα μου: «Θα φύγετε με τα ζωντανά, θα πάρετε και μερικά ρούχα, θα ζαλωθείτε με μερικά ρούχα, ό,τι μπορείτε -μικρά παιδιά τώρα εμείς, κι είχαμε βάρος κι ήτανε μια ανηφόρα- και θα πάτε στην Καρυά». Η Καρυά ήτανε βραχοκόνακα που έβγαιναν οι κτηνοτρόφοι το καλοκαίρι και παραθέριζαν, κι απείχε κάπου 2,5-3 ώρες μακριά από το χωριό. Πράγματι, με το μεγάλο αδελφό μου μαζέψαμε τα ζωντανά και πήγαμε στην Καρυά. Στο δρόμο του λέω του αδερφού μου: «Κοίτα να δεις, το βράδυ θα 'ρθεις εδώ, διότι αν μ' αφήσεις μόνο μου τη νύχτα εδώ, θα πεθάνω απ' τον φόβο μου». Είχα τις παραστάσεις του θείου μου περί διαβόλια και όλα αυτά. Και μάλιστα λέγανε ένα σπίτι -δεν λέω το όνομα- ότι ήτανε βρυκολακιασμένο. Δηλαδή, αυτός είχε μεγάλη περιουσία, γιατί αυτοί αγοράζανε για βοσκοτόπια, εκτάσεις μεγάλες για τα πρόβατα. Ας πούμε, είχανε 1.000-2.000 πρόβατα κι αγοράζαν μεγάλες εκτάσεις. Αυτός είχε πολλά παιδιά κι είχε κι ένα ζαβό παιδί. Και το ζαβό παιδί για να μην κληρονομήσει απ' την περιουσία, το σκότωσε. Και λέγαν ότι το σπίτι είναι βρυκολακιασμένο, ότι τη νύχτα... Και πράγματι, ας πούμε, ο πατέρας μου δεν έλεγε ψέματα ποτέ. Πήγε να χτίσει ένα σπίτι και οι κτηνοτρόφοι εκείνη την περίοδο ήθελαν να κατεβούν στα χειμαδιά να κάνουν τα μαντριά. Οι γυναίκες φοβόνταν να μείνουν μόνες τους, και λένε «Κώστα, εσύ θα μείνεις με τις γυναίκες εδώ, να συντροφεύονται οι γυναίκες». Πράγματι, ο πατέρας μου ήταν τίμιος άνθρωπος και άνθρωπος του Θεού, του 'χαν απόλυτη εμπιστοσύνη. Τη νύχτα, φύσηξε ένας αέρας -αυτά τα 'λεγε στη μάνα μου κι εγώ κρυφοκοιμόμουνα και τ' άκουγα- φύσηξε, λέει, ένας αέρας, άνοιξαν οι πόρτες, και μπήκαν μέσα γουρουνάκια. Όταν τ' άκουσα όλα αυτά εγώ, τα 'βαλα στο μυαλό μου, και λέω: «Τη νύχτα θα 'ρθουν, το βράδυ». Λοιπόν, μέχρι το βραδάκι, πήρε να πέσει η μέρα, τα γίδια τα 'χα, και γιατί αν φεύγαν, θα παίρναν τα βουνά. Δεν ήταν μαθημένα στον τόπο και θα τραβούσαν προς το μέρος που ήτανε συνηθισμένα. Λοιπόν, όταν έπεσε η μέρα, θέλησα να τα βάλω σ' ένα κατώι να τα εξασφαλίσω. Αυτά τα ρημάδια, βλέπανε σκοτάδι μέσα και προχωρούσαν δεξιά αριστερά, δεν μπορούσα με καμία δύναμη. Είχα ξεθεωθεί, ο ιδρώτας... Πού να σκεφτώ φαντάσματα και τέτοια; Είχα την αγωνία πώς να βάλω τα γίδια μέσα στο κατώι. Ξαφνικά, απέναντί μου ήταν το βουνό, κι ήταν ο δρόμος ο συνηθισμένος -τον λέγαμε «σκάλες»- ήταν επικίνδυνο το μέρος, κατσικόδρομος, που επικοινωνούσαν όλα τα χωριά με την Καρδίτσα. Και κατεβαίναν καραβάνια προσφύγων, ανταρτόπληκτοι, για να πάνε στην Καρδίτσα. Σε κάποια στιγμή, είχε σκοτεινιάσει περίπου, ακούω ένα βογγητό. Το βογγητό αυτό το νόμισα εγώ ότι είναι αυτό. Τα εγκαταλείπω και όπως ήτανε το σπίτι αυτό, που έμενα, ήταν ένα παλιοκρέβατο, χώνομαι από κάτω, βάζω τα χέρια παρωπίδες… Η καρδιά μου χτυπούσε όλη τη νύχτα! Σας λέω ειλικρινά, αν άκουγα τον παραμικρότερο θόρυβο, θα πέθαινα απ' το φόβο μου! Την ημέρα, μπαίνει μια ακτίνα ηλίου απ' το παράθυρο κι ανοίγω τα μάτια μου. Τα γίδια, τη νύχτα, είχαν σκορπίσει κλπ. Εγώ έτρεχα, βρήκα μερικά, τα συγκέντρωσα, περίμενα ότι την άλλη μέρα οπωσδήποτε θα 'ρθουν. Πάλι άρχισε ο καιρός να χαλάει και να συννεφιάζει. Λοιπόν, έβλεπα ότι αν έμενα και δεύτερο βράδυ στο ίδιο μέρος, δεν είχα ζωή. Τώρα, η μέρα είχε πλέον μαζέψει. Να πάω δια της τεθλασμένης, γύρω με το δρόμο, θα έτρωγα πάρα πολύ, ήτανε πολύς ο δρόμος θα μ' έπαιρνε η νύχτα. Επέλεξα να ακολουθήσω το συντομότερο.

Α.Α.

Με συγχωρείτε, να κάνω μία διακοπή, συγγνώμη.

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.

Περίληψη

Ο Γιώργος Παρθένης κάνει μια αναδρομή στις προσωπικές και οικογενειακές του μνήμες. Μιλά για την ιστορία του χωριού του, της οικογένειας του πατέρα και αυτής της μητέρας του, καθώς και για το πώς βρέθηκε η οικογένειά του στα Μεγάλα Βραγγιανά. Φέρνει στο μυαλό του μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, που σημαδεύτηκαν από τη φτώχεια, τη σκληρή δουλειά και τον πόλεμο. Μάλιστα, μιλά για το πώς η οικογένειά του βίωσε τους αντάρτες ως διαρκή απειλή στη διάρκεια του Εμφυλίου. Ακόμη και τώρα, περιγράφοντας τις στιγμές αυτές, δυσκολεύεται να συγκρατήσει τη συγκίνηση και τα δάκρυά του.


Αφηγητές/τριες

Γεώργιος Παρθένης


Ερευνητές/τριες

Αγγελική Αγαλιανού


Τοποθεσίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

19/10/2020


Διάρκεια

119'