© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ιστορία ζωής: Στο χωριό «προδότης», στην πόλη «κομμουνιστής», επιβίωσε με «όπλο» του το χιούμορ

Κωδικός Ιστορίας
16494
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Μέρμηγκας (Γ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/09/2020
Ερευνητής/τρια
Αγγελική Καττή (Α.Κ.)
Α.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Γ.Μ.:

Καλησπέρα.

Α.Κ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Γ.Μ.:

Μέρμηγκας Γεώργιος του Ιωάννου.

Α.Κ.:

Είμαι η Καττή Αγγελική, ερευνήτρια του Istorima, βρίσκομαι με τον κύριο Γεώργιο Μέρμηγκα του Ιωάννου, στον Κοσμά Αρκαδίας, είναι 1 Οκτωβρίου 2020 και με τον κύριο Γιώργο εδώ πέρα θα μιλήσουμε για διάφορα περιστατικά που έχουν συμβεί στο χωριό, αφού πρώτα μιλήσουμε, αναφέρουμε κάποια τραγούδια που είχε τη διάθεση ο κύριος Γιώργος να τα διαφοροποιήσει λιγάκι, στην ανάγκη του να ξεφύγει από τις δυσκολίες της ζωής.

Γ.Μ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Και να περάσει όμορφα και να κάνει τους φίλους του να είναι ευχαριστημένοι. Κύριε Γιώργο, σας ακούμε.

Γ.Μ.:

Μ’ αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου, και μου αρέσουν τα μαγειρέματά σου και συντηρούμαι από τα λεφτά σου, όχι, όχι μη με παρατάς. Μείνε μαζί μου και ας μην μ’ αγαπήσεις, κάνα ψαράκι να μου τηγανίζεις και κάνα ρούχο να μου σαπουνίζεις όχι, όχι μη με παρατάς. Μείνε μαζί μου και μη με μαλώνεις, κάνα ψωμάκι για να μου ζυμώνεις και κάνα ρούχο να μου σιδερώνεις, όχι, όχι μη με παρατάς. Αν ξυπνήσω ένα πρωί και κοιτάξω μες την κουζίνα από μέσα να λείπεις εσύ, ποιος θα μου φέρνει πρωί το καφεδάκι, ποιος θα μου δίνει και το παξιμαδάκι, όχι, όχι μη με παρατάς. Μείνε μαζί μου να μην πληρώνω νοίκι και να μου δίνεις και λίγο χαρτζιλίκι, όχι, όχι μη με παρατάς. Ποιος θα μ’ ακούει όταν θα φωνάζω, ποιος θα μου φέρνει σώβρακο να αλλάζω, όχι, όχι μη με παρατάς, όχι, όχι και ας μην μ’αγαπάς. Ποιος θα με στρώνει το βράδυ να ξαπλώνω, ποιος θα με τρίβει όταν θα κρυώνω, όχι, όχι μη με παρατάς.

Α.Κ.:

Πολύ ωραίο κύριε Γιώργο το τραγούδι που έχετε φτιάξει, φαντάζομαι ότι το αφιερώνετε στη γυναίκα σας.

Γ.Μ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Έτσι, έχουμε κάτι άλλο να πούμε, κάποιες άλλες ιστορίες αστείες από το χωριό που έχω ακούσει ότι γνωρίζετε και διασκεδάζουν πολύ να σας ακούνε. 

Γ.Μ.:

Κοιτάχτε να δείτε, από τα παιδικά μου χρόνια επειδή είχε πείνα εδώ πέρα και δεν μας έμενε καιρός για αστεία και για… κοιτούσαμε πώς θα μάσουμε κάνα χόρτο να βγάλουμε κανένα βολβό για να ζήσουμε γιατί πολύς κόσμος πέθαινε από την πείνα. Είχαμε τρεις μήνες χωρίς μπουκιά ψωμί, χωρίς λάδι. Μετά που κάηκε το χωριό, υποφέραμε πολύ, ήμουν εδώ στο κάψιμο του χωριού, ήτανε τον Φεβρουάριο, ήρθαν οι Γερμανοί, περάσαν το πρωί από εδώ οι Γερμανοί και πήγαιναν προς τα Πελετά. Εντωμεταξύ ρώτησαν: «Ήταν αντάρτες εδώ;» και τους είπαμε όχι. Δεν προφτάσανε αυτοί όμως να πάνε απέναντι, έβαλαν τα κυάλια και είδαν είχαν έρθει οι αντάρτες και βάλανε τα καζάνια να μαγειρέψουν στην πλατεία και αρχίνισαν και χορεύανε. Τους είδανε οι Γερμανοί από την πλατεία, εγώ είχα πάει σε αγροτικό χωριό κάτω, στο Πηγάδι και γύριζα με τα ζώα φορτωμένος και όταν έφτασα εδώ στην πλατεία, έσκασε η πρώτη οβίδα, εδώ επάνω ακριβώς.  Και εγώ ήμουν εκεί χάμω. Ώσπου να πάω να ξεφορτώσω απάνω στου θείου μου το σπίτι, έσκασε και η δεύτερη οβίδα, γιατί πήγαινε ο αδερφός μου προς τα πέρα, φαίνεται μας είδανε με την διόπτρα και πήγαν να χτυπήσουνε. Όταν πήγα και ξεφόρτωσα τα ζώα από πάνω από την άκρη απ’ το χωριό, πήγα στο σπίτι μας εδώ πέρα και είδα τα πρώτα σπίτια να πιάσουνε φωτιά να καίγονται στην κάτω γειτονιά. Είπα αφού αρχίσανε από εκεί, θα αρχίσουν και τα δικά μας. Προσπαθούσαμε να βγάλουμε κάτι, κανένα πράγμα έξω κανένα ρούχο για να μην ψοφήσουμε από το κρύο. Μας έστρωσε η αδερφή μου η μεγάλη, η Σοφία, μας έστρωσε ένα στρώμα απάνω στο χιόνι και ξαπλώσαμε και μας εσκέπασε. Εντωμεταξύ, περνούσαν οι Γερμανοί και είδαμε ότι βάνανε φωτιά. Πέρασαν και Γερμανοί, οι οποίοι ήταν Έλληνες με γερμανική μπότα. Και περνάει κάποιος και λέει, ένας ανέβαινε πάνω και ο άλλος πήγαινε κατά τα φυλάκιο πάνω και «mister τάδε, μήπως είδες τον τάδε;» του λέει και του είπε αυτός «δεν σου είπα, ρε να μη μιλάς ελληνικά, υπάρχει φόβος να μας σκοτώσουν εδώ». Εμένα μου έμεινε το όνομα αυτουνού. Μετά από πολλά χρόνια που πήγα στον Καναδά, πήγαινα στο καφενείο το ελληνικό να πάρω μια εφημερίδα Ακούω, ήταν μια παρέα πέντε-έξι και δημοκοπούσανε και λέει ο ένας: «Ο Έλληνας θέλει ξύλο, θέλει βούρδουλα, θέλει δικτατορία, θέλει …» και μπαίνει ο άλλος και του λέει, «ρε συ», του είπε το όνομά του. Εσύ θα δημοκοπείς πάντα εδώ, του λέει, δεν αφήνεις και κανέναν άλλο να μιλήσει. Εγώ όταν άκουσα το όνομά του πηγαίνω και του λέω: «Είσαι ο κύριος τάδε;» «Ναι», μου λέει, «είχες έναν φίλο», του λέω, «Νικολάου;» Μου λέει: «Ναι». Του λέω: «Ξέρεις πού είναι;», «δεν ξέρω», μου λέει, «εσύ ποιος είσαι;» Του λέω: «Άμα μάθεις ποιος είμαι, δεν θα σου αρέσει. Είμαι αυτός που έκαψες τον Κοσμά», του λέω, «την τάδε του μηνός που είχες την γερμανική μπότα», του λέω, «και ήρθες να με ταΐσεις». «Δεν ξέρεις τι λες», μου λέει,  «γι’ αυτό σε ρώτησα αν είχες ένα φίλο τον τάδε. Ξέρεις πόσοι Κοσμίτες είναι εδώ», του λέω,  «που τους εξεσπίτωσες, που τους έκαψες; Θα στο βράσουν το στάρι», του λέω. Και την ίδια βραδιά εξαφανίστηκε, δεν ξαναπαρουσιάστηκε πουθενά. Τέλος πάντων, κάηκε το χωριό, αρχίσαμε και προσπαθήσαμε όλοι να μαζεύουμε κάτι, ξυλεία το ένα το άλλο, πλάκες, για να αρχίσουμε να σκεπάζουμε το..., έστω και ένα δωμάτιο να μπούμε μέσα. Παιδάκι ήμουν 13 χρονών, εκουβάλαγα οχτώ φορτώματα πλάκα την ημέρα από ένα νταμάρι εδώ που βγάζανε. Ή ξυλεία φόρτωνα ξυπόλυτος, γυμνός. Η μητέρα μου χάλασε ένα χιραμάκι να μας φτιάξει από ένα παντελόνι με τον αδερφό μου, να ζήσουμε, να μην κρυώνουμε.  Και εκεί σας λέω, επήγα υπάλληλος σε κάποιον ντόπιο πατριώτη. Με κακομεταχειριζότανε, με χτύπαγε, με έβριζε: «Τεμπέλη, κηφήνα, το τρως χαράμι το ψωμί». Δεν εμίλαγα γιατί φοβόμουν. Αν με έδιωχνε, μου έδινε ένα παξιμαδάκι την ημέρα και πέντε-έξι ελιές. Αυτό ήταν το φαγητό που έτρωγα, υπόφερα πολύ! Μέχρι το ’46 που άνοιξε λίγο, φύγανε οι Γερμανοί, είχε ανοίξει και έφυγα και πήγα στην Αθήνα. Είχα μια θεία εκεί, πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου και ευτυχώς με αγάπησε και με κράτησε στο σπίτι, έπιασα δουλειά γιατί η δουλειά μου ήτανε τσαγκάρης. Έμεινα ένα αρκετό διάστημα στην Αθήνα, εντωμεταξύ είχαν σκοτώσει τον πατέρα μου οι Ιταλοί, γιατί τροφοδοτούσε Εγγλέζους, τον προδώσαν και τον σκοτώσανε, εμείναμε πέντε παιδιά ορφανά χωρίς περιουσία, χωρίς τίποτα. Η μητέρα μου είχε κλεφτεί με τον πατέρα μου και οι γονείς της την αποκήρυξαν, δεν της δίνανε τίποτα σημασία.  Τέλος πάντων, μόλις εφτιάξαν τα πράγματα και εδώ γιατί ήταν αντάρτικα τότε και ήτανε ο κόσμος άνου κάτου, δεν ήξερες με ποιον να είσαι, σου ’λεγαν: «Καθάρισε τη θέση σου, με ποιον θα πας, με ποιον θα είσαι;» Ερχόντουσαν οι αντάρτες μας λέγανε: «Γιατί κάτσατε εδώ, γιατί δεν εφύγατε, είσαστε προδότες». Φεύγαμε, μας πιάναν οι άλλοι: «Πού ήταν οι αντάρτες, πού είναι, πες μας πού είναι;» Δεν ξέρουμε τους λέγαμε, πού να ξέρουμε πού είναι ο καθένας. Εμείς είμαστε μικρά παιδιά εδώ, δεν ξέρουμε. Τρώγαμε ξύλο. Τέλος πάντων, καμιά φορά ησύχασαν τα πράγματα κι εδώ και άρχισε κάπως ο κόσμος να αναπνέει ελεύθερον αέρα.  Εζήσαμε πολλά, πολλά, πολλά κακά, έχω δει μπροστά μου τουλάχιστο δεκαπέντε σκοτωμένους, παιδάκια ήμασταν και λέγαμε: «Τι μέλλον να έχουμε εδώ πέρα σε αυτόν τον κόσμο που είμαστε, σε αυτό το χωριό». Και ξαναέφυγα πάλι για την Αθήνα. Πήγα γιατί με είχαν έτοιμο να με πάρουν οι αντάρτες, να μου δώσουν όπλο στο βουνό, ήμουνα 16 χρονών. Τέλος πάντων, έρχεται ένας αντάρτης και μου λέει: «Απόψε θα πάρουνε δεκαεφτά από εδώ από το χωριό και σε έχουνε μέσα», μου λέει, «σήκω φύγε», μου λέει,  «εγώ έμπλεξα που έμπλεξα», μου λέει, «έχεις τρεις αδερφές, έχεις τη μητέρα σου να μη σκοτωθείς», μου λέει, «δε θέλω και να μη με προδώσεις», μου λέει. Τέλος πάντων, σηκώθηκα και έφυγα, πήγα στο Λεωνίδιο, από εκεί πήγα για Αθήνα. Συνάντησα δυσκολία γιατί δεν είχα ταυτότητα και δεν μου δίνανε χαρτί από το Λεωνίδιο η αστυνομία να μπω στο καράβι και βρέθηκε κάποιος εκεί πέρα από εδώ, Κοσμίτης, που [00:10:00]ήταν στο ταχυδρομείο, δούλευε και παρακάλεσε τον αστυνόμο και μου έδωσε άδεια και μπήκα στο καράβι και έφυγα.  Στην Αθήνα που βγήκα, πήγα στη θεία μου. Σε τρεις ημέρες κάνουνε μπλόκο η αστυνομία και με πιάνουνε χωρίς ταυτότητα, με πάνε στο 2ο αστυνομικό τμήμα της Πλάκας, έφαγα εκεί κάτι κλοτσιές, λέει: «Από τον Κοσμά είσαστε όλοι κομμουνισταί εκεί πέρα» Του λέω: «Εσείς τους κάνετε τους ανθρώπους κουμμουνιστές, δεν είμαι κομμουνιστής», του λέω, «όπως μου φέρεστε», του λέω, «εγώ είμαι γιος αστυνομικού», του λέω, «που σκοτώθηκε για την υπηρεσία», λέω, «για την πατρίδα». Τέλος πάντων, ο πατέρας μου υπηρετούσε σε αυτό το τμήμα όταν πιάσανε εμένα. Τέλος πάντων, έβγαλε ένα χαρτί και λέει: «Ονοματεπώνυμο», «Μέρμηγκας Γεώργιος του Ιωάννου»,  με κοιτάει, μου λέει: « Έναν Γιάννη Μέρμηγκα, τι τον είχες», μου λέει, «από τον Κοσμά;» Του λέω: «Πατέρας μου είναι αυτός εκεί, που τον έχετε φωτογραφία». Τέλος πάντων, μου λέει ο άνθρωπος: « Ήμασταν πολύ φίλοι με τον πατέρα σου», μου λέει, «και τον έκλαψα όταν τον σκοτώσανε, όταν έμαθα ότι σκοτώθηκε. Ό,τι έγινε, έγινε τώρα», μου λέει, «ό,τι θέλεις, θα ’ρχεσαι σε εμένα.» Και φωνάζει έναν χωροφύλακα, αυτόν που με κλώτσησε, του λέει «Πάρ’ τον να του βγάλεις δυο φωτογραφίες και να του βγάλετε ταυτότητα τώρα. Το παιδί έχει υποφέρει πολλά», του λέει, «αυτόν που χτύπησες», του λέει ο χωροφύλακας, «είναι γιος αστυνομικού», του λέει, «αυτουνού εκεί». Συγκινούμαι όταν τα θυμάμαι.  Τέλος πάντων, μου ’βγαλε την ταυτότητα και έπιασα δουλειά και έμενα με την θεία μου εκεί. Όταν ήρθα ξανά το ’48 εδώ να δω τη μητέρα μου, γιατί η μητέρα μου ήταν εδώ ακόμα με τoυς δικούς μου, ήτανε το δεύτερο αντάρτικο εδώ. Υπήρχε ένα μίσος εδώ στο χωριό. Δεν ξέρω πού βρέθηκε αυτή η κακία, τόση κακία, να έχει χωριστεί ο κόσμος, να έχουν χωριστεί τα καφενεία, να έχουν χωριστεί οι ανθρώποι. Δεν ήσουν με το κόμμα τους, ήσουνα προδότης. Τέλος πάντων, σηκώθηκα και έφυγα πάλι και έμεινα στην Αθήνα, μέχρι που ήρθε ο καιρός να φύγω.  Κατέβηκα στον Βρονταμά να δω τους δικούς μου και εκεί εσυνάντησα πάλι το ίδιο, γιατί σχεδόν ήμασταν οι ίδιοι κάτοικοι Κοσμά-Βρονταμά, δεν είχαμε μεγάλη διαφορά και με κοιτούσανε με ένα μάτι. Εγώ δεν είχα ανακατευτεί με κανέναν, ούτε με τους δεξιούς ούτε με τους αριστερούς. Αφού είχε σκοτωθεί ο πατέρας μου, δεν ήθελα να μπλέξω με κόμματα και με αντάρτικα και με Χίτικα, έμεινα ανεξάρτητος. Εδούλευα σκληρά για να μπορέσω να βοηθήσω την οικογένειά μου, είχα τρεις αδερφές, οι οποίες τη μία την πήρα στον Κάναδα όταν πήγα μαζί μου και τον αδερφό μου και εγυρίσαμε μετά από 10 χρόνια. Ήρθαμε το ’66 για να μείνουμε μόνιμα. Όλοι μου λέγανε: «Τι ήρθες εδώ πέρα, που δεν βλέπεις τα πράγματα πώς είναι;  Γιατί κίνησες και ήρθες τώρα τέτοια εποχή εδώ; Καλύτερα να καθόσουν εκεί που ήσουνα». Τέλος πάντων, αποφάσισα και εγώ και η γυναίκα μου να ξαναφύγουμε πάλι. Και όπως είδαμε και ξαναγυρίσαμε μετά από 18 χρόνια. Ήρθαμε μετά από 18 χρόνια με τα παιδιά, καθίσαμε 6-7 μήνες, είδαμε ότι δεν γινότανε να μείνουμε, στην Αθήνα είχα τύχει σε κάτι συλλαλητήρια, έφαγα τούβλο στο κεφάλι. Λέω της γυναίκας μου: «Πάμε να φύγουμε» και εκείνη ήθελε να φύγουμε και φύγαμε και ξαναγυρίσαμε μετά από 18 χρόνια. Καθίσαμε 2-3 μήνες, τα παιδιά ήταν μουσικοί παίζανε εδώ στην πλατεία. Ήρθανε και στο Λεωνίδιο και παίξανε, μια φορά κάτω στο Γυμνάσιο γιατί ο ένας ήτανε 12 χρόνια κλασσική μουσική, ήταν το πρώτο βιολί στο Λονγκ Μπιτς, στη συμφωνική ορχήστρα του Λονγκ Μπιτς. Ο άλλος έπαιζε κιθάρα και μουσική και αυτός, τραγουδούσε έξι γλώσσες: ισπανικά, ιταλικά, εβραίικα, εγγλέζικα και ήταν πολύ αγαπητά παιδιά, εδώ που ήρθαν, ερωτεύτηκαν και παντρευτήκανε και οι δυο Κοσμίτισσες από ’δω, αλλά δυστυχώς, δεν κράτησε πολύ ο γάμος τους, 3-4 χρόνια, χωρίσανε.  Τα παιδιά μας ήταν αγαθά αυτά από την Αμερική, δεν ήταν πονηρά, όπως ήταν εδώ. Και αυτές τους παντρεύτηκαν για τα λεφτά. Νομίζανε Αμερικάνοι είμαστε,  «έχουνε λεφτά», λέει,  «αυτοί θα περάσουμε καλά». Και είχανε και τους φίλους απέξω, έπαιρναν λεφτά από μας, τα τρώγαν με τους φίλους. Τέλος πάντων, χώρισαν και οι δύο, την ίδια βδομάδα. Του είπανε: «Πες του πατέρα σου αφού δεν μας έδωκε τα λεφτά, τώρα τα θέλουμε εμείς να γλεντήσουμε, δεν περιμένουμε να πεθάνει», λέει «πρώτα και να...» Τέλος πάντων, χωρίσανε, δεν τους εβάστηξα κακία γιατί είδα ότι γύρω από τον κόσμο, συνέβαιναν αυτά και χειρότερα. Τις άφηναν και με παιδιά και με... άλλα πράγματα.  Εμείς περιμέναμε τώρα, ήρθανε αυτοί εδώ το ’92, πήγανε στρατιώτες από 6 μήνες ο καθένας για να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Απελύθηκαν από στρατιώτες, εμείς περιμέναμε. Λέω: «Τι θα κάνετε, θα γυρίσετε ξανά στην Αμερική;», «Εμείς», λέει, «δεν πρόκειται να γυρίσουμε, θα κάτσουμε εδω, θέλετε πουλάτε τα, θέλετε…» Ήμουνα πολύ τακτοποιημένος στην Αμερική και τέλος πάντων, περιμέναμε 4 χρόνια. Αφού δεν έρχουνταν αποφασίσαμε και τα πουλήσαμε και εμείς και γυρίσαμε στην Αθήνα. Είμαστε τώρα 23 χρόνια εδώ που γυρίσαμε, που επιστρέψαμε από την Αμερική μετά από 42 χρόνια έξω. Στην αρχή μας φάνηκε λίγο άσχημο, η γραφειοκρατία, τα πάντα εδώ. Όπου πήγαινα μάλωνα. Δεν έβρισκες εξυπηρέτηση, ο ένας έπανε, έκανε στον άλλονε και ξαναγύριζα στον πρώτο πάλι. Λέω: «Τι θα κάνουμε εδώ με αυτή τη ζωή θα ζήσουμε», λέω, «πάλι;». Αποφασίσαμε να φύγουμε.. Τα παιδιά δεν θέλαν να ’ρθουνε,  λέω τώρα δύο άνθρωποι εμείς τι να να κάνουμε να πάμε μόνοι μας εκεί πέρα, δεν θα πάμε και έτσι μείναμε και εμείς εδώ. Έχτισα το σπιτάκι μου εδώ πέρα και πήρα και ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, εμείναμε.  Μας ελύπησε ο χωρισμός των παιδιών γιατί δε μας έδωσε ο Θεός κορίτσι και είχαμε έλλειψη από να ’χουμε μία κόρη μέσα στο σπίτι και τις αγάπησα πραγματικά σαν δικές μου κόρες. Άλλα, δυστυχώς ήρθαν έτσι τα πράγματα ανάποδα και χωρίσανε και τώρα ο ένας επαντρεύτηκε και είναι στην Θεσσαλονίκη, ο άλλος είναι μαζί μας στην Αθήνα. Και σκέφτομαι τα γεράματα, έκανα εγχείρηση bypass, δυο βαλβίδες ήτανε κλειστές, έχω αστάθεια, δεν μπορώ τώρα να σταθώ στα πόδια μου και δεν ξέρω πού θα καταντήσουμε. Έφτασα 90 χρονών και λέω ό,τι πει ο Θεός. Τίποτα άλλο. Αυτή είναι η ζωή μου.

Α.Κ.:

Πολύ συγκινητική, κύριε Γιώργο, η ζωή σας. Δύσκολα χρόνια περάσατε.

Γ.Μ.:

Πολύ δύσκολα χρόνια, πολύ δύσκολα χρόνια!

Α.Κ.:

Έτσι, μείνατε ορφανός από πολύ μικρή ηλικία.

Γ.Μ.:

10 χρονών.

Α.Κ.:

10 χρονών. Αναγκαστήκατε να έρθετε στο χωριό αν κατάλαβα καλά, μαζί με τη μητέρα σας –

Γ.Μ.:

Ναι.

Α.Κ.:

και τα αδέρφια σας. –

Γ.Μ.:

Να ζήσουμε γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε στην Αθήνα.

Α.Κ.:

Και ήσαστε αναγκασμένος να δουλεύετε…

Γ.Μ.:

Να βοηθάω την οικογένεια.

Α.Κ.:

Για ένα παξιμάδι!

Γ.Μ.:

Για ένα παξιμάδι!

Α.Κ.:

Έτσι. Και τύχατε και στην πιο δύσκολη περίοδο, στην Κατοχή.

Γ.Μ.:

Την Κατοχή, βέβαια, την Κατοχή. Και δεν είχαμε περιουσία. Εκτός από η γιαγιά μου είχε κάτι καστανιές εδώ, λίγες καρυδιές, καστανιές και ένα κήπο που βάζαμε λίγη πατάτα και λίγα κολοκυθοφάσουλα. Αυτή ήταν η περιουσία μας όλη-όλη. 

Α.Κ.:

Όταν ήρθατε εδώ από την Αθήνα με την μητέρα σας και τα αδέρφια, πού μείνατε;

Γ.Μ.:

Είχαμε σπίτι εδώ δικό μας, το οποίο είχε χρεωθεί ο πατέρας μου προτού πάει στην αστυνομία και είχε ανοίξει ένα καφενείο εδώ και έπεσε έξω, δεν πήγε καλά, για 8000 μας το πήρανε το σπίτι. Και η μητέρα μου είχε μία αδερφή στο Σινσινάτι, Οχάιο των Ηνωμένων Πολιτειών και της έγραψε και μας έδωσε ένα σπιτάκι εδώ που το είχε αυτή κλειστό και μέναμε μέχρι...και ακόμα σε αυτό το ίδιο το οικόπεδο το γκρέμισα και  έχτισα τώρα γιατί μου το χάρισε η θεία μου. Και μείναμε εδώ σε αυτό το σπίτι μέχρι που πέρασε η Κατοχή και η πείνα. 

Α.Κ.:

Οι γονείς της μητέρας σου και μετά από ότι ήρθατε, κυρ-Γιώργο εδώ, της μιλούσαν;

Γ.Μ.:

Όχι 8 χρόνια δεν της μιλούσαν, δεν της λέγανε ούτε καλημέρα.

Α.Κ.:

Σκληρά χρόνια.

Γ.Μ.:

Σκληρά χρόνια, σκληρά. Πολύ σκληρά χρόνια.

Α.Κ.:

Μας είπατε και για το κάψιμο του χωριού.

Γ.Μ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Το βιώσατε και αυτό.

Γ.Μ.:

Το έζησα και αυτό εδώ πέρα αφού σας είπα την ιστορία, πώς έγινε το χωριό.

Α.Κ.:

Έτσι. Και άρα –

Γ.Μ.:

Μετά το ’49 είχα έρθει εδώ και το καλοκαίρι είχαν αρχίσει να φτιάχνουν τον δρόμο. 00:22:13 Τέλος πάντων, είχαν αρχίσει να φτιάχνουν τον δρόμο και δουλεύαμε όλοι προσωπική εργασία. Τότε, επήγα και δούλεψα και στον δρόμο 40 μέρες και επληρωνόμασταν.

Α.Κ.:

[00:20:00]Πόσα άτομα μπορεί να ήταν εκεί στο δρόμο που δουλεύανε, κυρ- Γιώργο;

Γ.Μ.:

Στο δρόμο θα ήτανε γύρω στα 70 – 80 άτομα.

Α.Κ.:

Κοσμίτες οι περισσότεροι…

Γ.Μ.:

Κοσμίτες οι περισσότεροι. Όλοι Κοσμίτες, δεν είχανε έρθει ξένοι να δουλέψουν, όχι. Αυτοί που ήτανε στην Αθήνα με πληρώνανε εμένα να δουλέψω και το μερτικό τους, τις 10 ημέρες τις δικές τους. Και έκανα 40 ημέρες.

Α.Κ.:

Κάνατε τέτοιου είδους ανταλλαγή, δηλαδή.

Γ.Μ.:

Ανταλλαγή, ναι, αφού δεν μπορούσε ο ίδιος επλήρωνε κάποιον να βάλει την δική του προσωπική εργασία.

Α.Κ.:

Να πούμε ότι ο δρόμος ήτανε το πιο σπουδαίο πράγμα που είχε γίνει.

Γ.Μ.:

Το πιο σπουδαίο πράγμα, ναι. Εγώ ήμουνα ο πρωτοπόρος στον δρόμο αυτόν, ήταν ένας μηχανικός, πολιτικός μηχανικός Μαντζαβράκος από την Μουρτιά, ο οποίος με φώναξε, με είδε εδώ πέρα και μου λέει: «Έλα εδώ, θέλω να σου πω κάτι», μου λέει,  «φαίνεσαι ξύπνιο παιδί. Θα έρθεις μαζί μου», μου λέει, «να χαράξουμε τον δρόμο». Επήγα μαζί του, μέναμε στο χάνι εδώ κάτω, το βράδυ 17 ημέρες. Χαράξαμε τον μισό δρόμο, εγώ του βάσταγα την πινακίδα, έβαζα τους πασσάλους κάτω και 17 μέρες, 18, σταματήσαμε. Άρχισε ο δρόμος μετά 23 Απριλίου, τ’ ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Κι αρχινίσαμε τον δρόμο από εκεί κάτω να δουλεύουμε, πλάκα κάναμε καλαμπούρι κάθε βράδυ που μαζευόμασταν πίναμε και κανένα κρασί στο χάνι εκεί και διασκεδάζαμε. Είχαμε  ορισμένους που ήταν και λιγάκι κουτοί, τους βάζαμε και χορεύανε και τους τραγουδάγαμε τραγούδια που ήταν για τη νύφη και για τον γαμπρό και το χόρευαν ζεϊμπέκικο και εμείς γελάγαμε. Τους κερνάγαμε κάνα κρασί και έτσι την περνάγαμε, ξεχνάγαμε την κούρασή μας, που κάναμε, γιατί δουλεύαμε από ήλιο σε ήλιο συνεχώς. Τέλος πάντων, κάναμε μεγάλη πλάκα, εγώ το ’ριχνα στο τραγούδι. Αγαπούσα πολύ τα κλέφτικα τραγούδια, αγαπούσα πολύ τα ρεμπέτικα και τα συρτά, τα χορευτικά και πολλές φορές χορεύαμε κιόλας τα βράδια εκεί, με το τραγούδι δεν είχαμε όργανα,  χορεύαμε με το τραγούδι.

Α.Κ.:

Καμία αστεία έτσι περιπέτεια από τον δρόμο των 100 ημερών κυρ-Γιώργο;

Γ.Μ.:

Ναι αστεία, ήταν ένας μπαρμπά-Θανάση τον λέγανε εδώ, ο οποίος του ’χανε φέρει μία βαρελίτσα μικρή με κρασί από τον Βρονταμά μία γνωστή του. Το κρέμασε σε μία γκορτσιά και λέει: «Δεν πίνεται ετούτο το νερό που μας φέρνουν εδώ και έγραψα στον Βρονταμά», λέει, «παράγγειλα να μου στείλουν και μου έστειλαν λίγο νεράκι από εκεί». Εκείνος είχε κρασί και το ’βαλε το κρέμασε σε μία γκορτσιά και το σκέπασε και με το σακάκι. Εμείς το καταλάβαμε, μόλις έφυγε, ήμασταν τρεις σηκώνουμε την βαρελίτσα και το ήπιαμε το κρασί και του γεμίσαμε νερό. Λοιπόν, έρχεται το βράδυ κάτσαμε να φάμε, εμείς πήγαμε κοντά να δούμε τι θα πει. Εκεί που σήκωσε να πιει και είδε το νερό, έκανε: «Ααα», αλλά δεν μπορούσε να πει τίποτα γιατί είπε είναι νερό. Και του λέω: «Θα ζεστάθηκε το νερό ε;», «Θα σηκώσω την μαγκούρα», μου λέει, «θα σε πελεκήσω».

Α.Κ.:

Το δέχτηκε όμως.

Γ.Μ.:

Το δέχτηκε, ναι, το δέχτηκε. Του λέω: «Δεν το δοκιμάσαμε εμείς το νερό το Βρονταμίτικο», λέω, «να δούμε πώς είναι». «Μωρέ το δοκιμάσατε που το δοκιμάσατε, εγώ δεν το δοκίμασα», λέει. Εκάναμε τέτοιες φάρσες, κάναμε τέτοιες φάρσες τα βράδια και γελάγαμε. Άλλοι χορεύανε, άλλοι λέγαμε αστεία.

Α.Κ.:

Έχω ακούσει ότι ειδικά εδώ πέρα στον Κοσμά, είχανε πολύ το αστείο, ο ένας πείραζε τον άλλον.

Γ.Μ.:

Ναι, ο ένας πείραζε τον άλλο.

Α.Κ.:

Πειράγματα.Είχατε πάρει μέρος σε κανένα τέτοιο πείραγμα;

Γ.Μ.:

Α, πολλά, σε πολλά. Είχα πάρει σε πολλά μέρος πειράγμα και είμαι ο μόνος που δεν του είχανε βγάλει παρατσούκλι εδώ. Γιατί με φοβόντουσαν, άμα μου βγάνανε ένα παρατσούκλι, θα τους έβγανα πέντε εγώ. Και δεν μου βγάνανε παρατσούκλι, δεν είχα παρατσούκλι. Ο αδερφός μου, του είχανε βγάλει δυο-τρία παρατσούκλια. Ήρθε ένα πρωί εδώ στην πλατεία, λέει: «Τι μαγειρεύετε σήμερα εδώ;», «κάτι κωλομανέστρα έβαλε η γριά», λέει, και τον έβγαλαν κωλομανέστρα και τον λέγανε. Πολλά τέτοια, δηλαδή γινόντουσαν, ο ένας πείραζε τον άλλον. Άμα ξέραμε κανέναν και είχε σχέση με καμία, του την πετάγαμε τη σφήνα απέξω εκεί, τον κάναμε να θυμώσει.  Επέρναγε η βραδιά χωρίς να την καταλάβουμε. Ώσπου να ξημερώσει να πάμε ξανά στη δουλειά και να αρχίσουμε τη δουλειά. Τώρα από εδώ και πέρα, η ζωή μου άλλαξε με την παντρειά, με την ξενιτιά. Φτάνοντας εδώ, είδα τα πράγματα αλλιώς και σιγά-σιγά επροσαρμόστηκα και εγώ και συμμορφώθηκα. Όπως μου βάραγαν χόρευα.

Α.Κ.:

Το χιούμορ, όμως, δεν σας λείπει.

Γ.Μ.:

Όχι, το χιούμορ δεν μου λείπει.

Α.Κ.:

Το έχετε κάνει δύναμη.

Γ.Μ.:

Δύναμη, δύναμη. Το χιούμορ το ’χω κάνει δύναμη.

Α.Κ.:

Έτσι. Υπήρχε κάποιος στην οικογένεια, ο οποίος είχε και αυτός έτσι χιούμορ σαν και εσάς;

Γ.Μ.:

Ναι είχε ο πατέρας μου, ο μακαρίτης, ο πατέρας μου είχε μεγάλο χιούμορ. 

Α.Κ.:

Τον θυμάστε δηλαδή ότι…

Γ.Μ.:

10 χρονών ήμουνα, τον θυμάμαι, όμως, που ήρθε εδώ. Ήτανε ξάδερφος με τον Τραϊφόρο τον μουσικοσυνθέτη και είχε έρθει και η Βέμπο στο σπίτι μας και ο Τραϊφόρος.

Α.Κ.:

Άρα είχατε και εσείς μουσική παιδεία.

Γ.Μ.:

Ναι, είχαμε μουσική παιδεία, η μητέρα μου τραγουδούσε ωραία, ο πατέρας μου τραγουδούσε.

Α.Κ.:

Εσάς σ’ αρέσουν τα τραγούδια.

Γ.Μ.:

Εμένα μου αρέσουν τα τραγούδια,–

Α.Κ.:

και τα παιδιά σας...

Γ.Μ.:

Έχω στο περιθώριο της ζωής μου πάνω από 2000 τραγούδια τραγουδάω. ¨Όποιο παλιό τραγούδι, δημοτικά, κλέφτικα, επήγα στην εταιρία Odeon, εδούλευα στου Μπάρμπα-Λια το εργοστάσιο όταν απολύθηκα από φαντάρος και φτιάναμε άρβυλα του στρατού και με άκουσε ένας και μου λέει: «θα σου φέρω τον Βασιλειάδη, τον μουσικοσυνθέτη εδώ». Τον ήφερε και μου λέει: «έλα μαζί μου» και με πήγε στην εταιρία Odeon από 36 βγήκα 6ος. Κι ήθελε να με στείλει στην Odeon, με έστειλε σε κάποιον μουσικό για να μου δείξει τους δρόμους, να μου δείξει ορισμένα… γιατί εγώ έπαιζα και λαούτο από μικρός.  Λοιπόν, αφού βγήκα 6ος, μου λέει: «Σύντομα, μέσα σε 6 μήνες, θα πας σε αυτόνε κοντά», μου λέει, «να σε στρώσει». Αλλά εγώ εδούλευα. Άμα σταμάταγα από τη δουλειά, δεν μπορούσα. Αυτός που πήγαινα, ήθελε να πηγαίνω 10 η ώρα το πρωί και να του πηγαίνω μπέικον με αυγά. Εγώ δεν είχα φράγκο πολλές φορές να πάω, εισιτήριο και επήγαινα με τα πόδια κι έτσι εσταμάτησα, δεν προχώρησα το αυτό. Και τέλος πάντων, η ζωή μου, δεν είχε κανένα νόημα, καμία σημασία, δεν μπόρεσα να κάνω κάτι που μου άρουνε! Η μουσική μου άρουνε και ήθελα να προχωρήσω στη μουσική. Έχω τραγουδήσει σε τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς την ώρα των ενόπλων δυνάμεων. Για ένα τραγούδι επήρα 6000 γράμματα από τους ακροατές. Αυτό που λέει: « Έχω να λάβω γράμμα σου 40 μέρες τώρα, τάχα να ζεις ή χάθηκες σαν το πουλί στην μπόρα». Και στον στρατό που ήμουνα, στη λέσχη αξιωματικών τραγουδούσα και κλέφτικα κι όλοι ήτανε οι Μανιάτες οι αξιωματικοί και με είχανε μη βρέξει και μη στάξει. Τραγουδούσαμε, έπαιζα εκεί, είχα και μια κιθάρα εκεί κι ένα παιδί έπαιζε βιολί και διασκεδάζαμε όλο το στρατό εκεί, τα βράδια. Στον στρατό έβγανα και ποιήματα.

Α.Κ.:

Θυμάστε κανένα ποίημα;

Γ.Μ.:

Ναι, πώς δε θυμάμαι, θυμάμαι. Ένα ποίημα: Μόλις χτυπάει το «σκασμός», μας πιάνει μια τρομάρα και όλοι περιμένουμε να αρχίσει η καψονάρα. Άλλος κοιμάται με άρβυλα και άλλος με παντελόνι για να προφτάσουμε να βγούμε ντυμένοι στο καψόνι. Όπλα, μπαλάσκες και άρβυλα, τα κόβουμε στον ώμο, γονατιστοί και ανάταση και βγαίνουμε στο δρόμο. Μας βρίζουνε, «παλιόψαρα» και μας λαλούνε χίλια, για κάνα δυο στραβόξυλα τον Σεραφείμ και Ψίλα. –Είχαμε δυο ανάποδους και γι ’αυτούς μας τιμωρούσαν όλους – Αλλά δεν φταίνε και αυτοί που μας τα κάνουν τώρα, γιατί όταν ήταν σαν και εμάς τους είχε πάρει η μπόρα.  Εκεί τελείωσε το αυτό. Και πήρα συγχαρητήρια από όλους τους αξιωματικούς. Μου λέει ένας: «Μην το βγάζεις γιατί θα σε τιμωρήσουν». Εγώ λέω: «Ας με τιμωρήσουν, εγώ θα τους τα πω χύμα και τσουβαλάτα». Και στον στρατό στην αρχή πέρασα δύσκολα, γιατί ήμουνα κατσαρομάλλης και όταν με κούρεψαν στην Τρίπολη που παρουσιάστηκα, δεν ήθελα να με κουρέψουν και με βάλανε στο μάτι κάτι λοχίες που ήταν μόνιμοι εκεί πέρα. Και μου λένε: «Εδώ θα σε φτιάξουμε εμείς, καλά, καλά». Τέλος πάντων, τελείωσα με μεταθέσανε μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί με έστειλαν στα ΛΙΒ της 10ης Μεραρχίας και να πάρω βαθμό. Εβγήκα δεκανέας, μετά για λοχίας. Δεν ήθελα να πάω, αλλά δεν ήταν στο χέρι μου. Παρόλο ότι ήμουν και προστάτης και θύμα πολέμου. Και δεν μου πέρασε. Επήγα εκεί. Εκεί γνώρισα καψόνι μεγάλο, καψόνι μεγάλο! Τέλος πάντων, όλα αυτά, μου έχει μείνει μια ανάμνηση στο μυαλό μου τώρα και θα ήθελα να μπορούσα να ξαναπάω στα μέρη που [00:30:00]υπηρέτησα, μετά πήγα στη Προκάλυψη επάνω στο Νυμφαίο στην Κομοτηνή, αρχιφύλακας σε ένα φυλάκιο και μας εστέλνανε το βράδυ περίπολο και μπαίναμε στα βουλγάρικα εδάφη για να κάνουμε σχεδιάγραμμα πού είναι τα πολυβολεία τους, πού είναι... και μπήκαμε σε ένα μέρος, μπήκαμε καλά αλλά στο τέλος πήγαμε να βγούμε, μας εκλείσανε μέσα και αρχίσαν και μας βάλλανε με το πολυβόλο. Εγώ έκανα πυρά και φύγανε οι άλλοι τρεις που ήτανε και με παράτησαν εμένα. Έχω βλήμα εδώ ακόμα από μία χειροβομβίδα που μου πετάξαν. Μου πετάξαν τη πρώτη, ήταν καπνογόνα, την πέταξαν μέσα στο ποτάμι, η δεύτερη ήταν εκρηχτικιά και όπως ήμουν εκεί, εμένα με χτύπησε εδώ. Αν δεν είχα την χλαίνη και τη ζωστήρα εδώ, θα με πέρναγε πέρα-πέρα. Τέλος πάντων, ήρθε ένα παιδί από την Τρίπολη και έκανε πυρά απάνω από τον βράχο και έπρεπε να ανεβώ 6 μέτρα με το σχοινί. Όσο ήταν ζεστό αυτό, δεν με πείραζε, μόλις πάγωσε, άρχισα και δεν πρόλαβα να ανεβώ στο σχοινί και με τράβηξαν πάνω. Τέλος πάντων έχω γλιτώσει τρεις φορές από το ντουφέκι, τρεις φορές.

Α.Κ.:

Έχετε παλέψει για τη ζωή σας.

Γ.Μ.:

Πολύ, πολύ και λέω να μην ξαναγυρίσει τέτοια κατάσταση, να μην έρθει τέτοια κατάσταση ξανά. Τώρα, θα μου πεις εγώ το ’φαγα το ψωμί μου, στην ηλικία που είμαι δεν πρόκειται να με επιστρατεύσουν, θα μείνω εδώ πίσω με τις γριές και με τους γέρους. 

Α.Κ.:

Να σας πάω πάλι πίσω στο κάψιμο, κυρ-Γιώργο. Για πείτε μου τότε ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που έχετε από το κάψιμο του χωριού;

Γ.Μ.:

Από το κάψιμο του χωριού ήτανε ότι όταν καίγονται 600 σπίτια μαζεμένα, και έχουν στρώματα μέσα, ρούχα, ο καπνός αυτός ήταν αποπνιχτικός, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε και είπα, θα σκάσουμε, θα πεθάνουμε. Να φανταστείτε, έπαιρνα χιόνι και έτριβα τα μούτρα μου για να μπορέσω να αναπνεύσω.

Α.Κ.:

Εσάς, δεν σας πειράξαν, όμως, οι Γερμανοί.

Γ.Μ.:

Όχι δε μας πειράξανε, ε μικρά παιδιά ήμασταν. Εγώ και 13 χρονών που ήμουνα, ήμουνα κατσούφης, γιατί από την πείνα και από την αβιταμίνωση, έδειχνα για 6-7 χρονών. Τέλος πάντων.

Α.Κ.:

Πείραξαν κάποιον από το χωριό;

Γ.Μ.:

Όχι. Αυτή την ημέρα δεν πείραξαν, πήρανε δυο-τρεις αιχμάλωτους μαζί αλλά τους απόλυσαν, ξαναγύρισαν πάλι. Αν όμως είχαν σκοτώσει άνθρωπο εδώ, θα μας καθάριζαν, θα μας βάνανε μέσα και θα μας καίγαν στα σπίτια, όπως κάνανε στο Δίστομο και στα Καλάβρυτα και παντού. Και...

Α.Κ.:

Και αυτό που είπατε και ήταν πάρα πολύ σημαντικό, ήταν ότι ήταν και Έλληνες.

Γ.Μ.:

Έλληνες... Ήταν ένας λόχος από τη Σπάρτη απέξω, ο οποίος ήτανε με τους Γερμανούς μαζί. Με τους Γερμανούς μαζί.

Α.Κ.:

Πόσο σκληρός είναι ο πόλεμος.

Γ.Μ.:

Σκληρός ο πόλεμος. Τέλος πάντων…

Α.Κ.:

Εσείς πού μένατε, κυρ-Γιώργο, μέχρι να τα φτιάξετε τα σπίτια;

Γ.Μ.:

Στις καμάρες από κάτω. Τα σπίτια είχανε καμάρες και κοιμόμασταν μέσα στις καμάρες.

Α.Κ.:

Και χάθηκε όλο σας το βιος, ό,τι είχατε προλάβει…

Γ.Μ.:

Ό,τι είχαμε, μείναμε στο δρόμο.

Α.Κ.:

Να φτιάξει –

Γ.Μ.:

Όλο το χωριό. Όλο το χωριό! Εμείς προλάβαμε και βγάλαμε και λίγα στρώματα έξω και λίγα πράγματα. Κάηκαν και ζώα μέσα.  Δεν προλάβαν να τα βγάλουν έξω και κάηκαν και ζώα. Και όταν φύγαν οι Γερμανοί, πλάκωσαν οι αντάρτες αμέσως εδώ να βάλουν να μαγειρέψουν και να τραγουδάνε. Δεν είχε περάσει μιάμιση ώρα, τους είδανε και ξαναγύρισαν, εφουντάλουσαν όλο το χωριό. Μια μέρα είχε περάσει ένα αντρόγυνο, Γερμανοί, κι ήμουν εκεί στα κάγκελα εκεί κάτω. Εκεί που καθόμουνα, με φώναξαν. Μου λέει: «You speak English ?», «Yes», του λέω. Μου λέει: «Πού νομίζεις ότι μπορούμε να πάμε να φάμε;» Λέω: «Όλα τα μαγαζιά καλά είναι εδώ πέρα να πάτε να φάτε». Ε και καθόμουνα πιο πέρα και τον είδα που έλεγε αυτός, έδειχνε στη γυναίκα του από εκεί «και από εδώ και από εκεί» και άκουσα που είπε: «We burn all the town», εκάψαμε όλο το χωριό. Του λέω: «Ήσασταν εδώ που κάψατε το χωριό εσείς; Μου λέει: «Υou speak German ?», «Όχι», του λέω, «τα Γερμανικά με τα Αγγλικά», του λέω, «σμίγουνε κάπως», του λέω, «και κατάλαβα ότι πρέπει να ήσασταν εδώ». «Δεν φταίγαμε εμείς», μου λέει, «μας βάλανε να το κάψουμε το χωριό». Δεν καθίσανε να φάνε, μπήκαν στο αυτοκίνητο και φύγανε. 

Α.Κ.:

Πόσο σκληρά πράγματα

Γ.Μ.:

Τόσο σκληρά πράγματα, ναι, σκληρά πράγματα.

Α.Κ.:

Μετά το κράτος σας βοήθησε καθόλου, κυρ-Γιώργο; Βρέθηκε κάποιος να σας βοηθήσει;

Γ.Μ.:

Το κράτος δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου. Αλλού έβανε ένα παράθυρο –ήρθε η ανοικοδόμηση– αλλού έβανε ένα παράθυρο, αλλού μια πόρτα. Τίποτα, τίποτα δηλαδή δεν έκανε τίποτα. Η δε σύνταξη που έπαιρνε η μάνα μου τότε για 7 άτομα, 180 δραχμές για τον θάνατο του πατέρα μου. Τι να κάνουνε, 7 άτομα ήμασταν στο σπίτι με 180 δραχμές, αν δεν δουλεύαμε, δεν μπορούσαμε να…

Α.Κ.:

Και εσύ δούλευες για ένα παξιμάδι όπως είπες.

Γ.Μ.:

Για ένα παξιμάδι δούλευα, για ένα παξιμάδι. Ο καθένας κοίταγε να σώσει τον εαυτό του. Με ένα παξιμάδι.

Α.Κ.:

Τα άλλα σας αδέρφια δούλευαν;

Γ.Μ.:

Ήταν πιο μικροί. Ο αδερφός μου ήταν 2 χρόνια μικρότερος από μένα και είχε ένα γαϊδαράκο και έκοβε ξύλα και τα πουλούσε για 10 δραχμές.

Α.Κ.:

Τα χρόνια που ήρθατε ήσασταν 10 χρονών, έτσι; Πήγατε σχολείο εδώ πέρα;

Γ.Μ.:

Επήγα μέχρι την πέμπτη δημοτικού, αλλά τι; Εντωμεταξύ με τα αντάρτικα μετά και με το στρατό που πέρναγε, δεν είχαμε δασκάλους και μας έκανε ο γραμματικός της κοινότητας μάθημα. 

Α.Κ.:

Τι μάθημα γινόταν τότε;

Γ.Μ.:

Τίποτα. Έξω στην ύπαιθρο και να γράφουμε και να διαβάζουμε και να..

Α.Κ.:

Και πάμε μετά στο δεύτερο αντάρτικο.

Γ.Μ.:

Το δεύτερο αντάρτικο ήταν που σας είπα με είχαν έτοιμο να με πάρουνε και μένα με τους υπόλοιπους. Είχανε ένα βράδυ εδώ οι αριστεροί, κάνανε φασαρία μέσα στο καφενείο εκεί, τα είχαν βάλει με την αστυνομία. Και λέω, θα γίνει μεγάλος σαματάς εδώ. Τους μάζεψε η αστυνομία, τους πήγε μέσα, τους έκλεισε στο μετόχι, άρχισε να τους χτυπάει. Βάρβαροι ανθρώποι και από τις δυο μεριές. Βαρβαρότητες, βαρβαρότητες.

Α.Κ.:

Στην πρώτη ή στη δεύτερη φορά ήταν πιο σκληροί;

Γ.Μ.:

Στη δεύτερη φορά ήταν πιο σκληροί. Τη δεύτερη, την πρώτη είπαν όλοι, είχανε γραφτεί όλοι από εδώ για να ελευθερώσουμε την Ελλάδα.  Αλλά αυτοί μετά το γύρισαν στον Κομμουνισμό και ο κόσμος αποτραβήχτηκε, έφυγαν, οι καλοί έφυγαν, εμείναν αυτοί που πεινάγαν και την καλή εποχή. Ορισμένες οικογένειες και την καλή εποχή πεινούσανε. Και πήγανε στο αντάρτικο για να φάνε. Και ερχότανε στο σπίτι και σου ’λεγε: «Θέλω δυο καρβέλια τώρα να μου δώκεις και δυο κοτόπουλα να μου τα μαγειρέψεις και να μου τα φέρεις εκεί. Εμείς δεν είχαμε μπουκιά ψωμί και ήρθανε, χτύπησαν την μάνα μου δυο κλωτσιές για να τους πάει δυο κοτόπουλα ψημένα και δέκα καρβέλια.

Α.Κ.:

Ούτε τους ενδιέφερε ότι ήταν από το ίδιο χωριό...

Γ.Μ.:

Όχι, όχι τίποτα. Τίποτα δεν τους ενδιέφερε. Ήταν και πατριώτες εδώ, να πούμε. Πατριώτες. Εμένα μου φέρθηκαν πολύ άσχημα. Με στέλνανε, είχα πάθει μια αδενοπάθεια και ο γιατρός μου είχε δώσει χαρτί να τρώω καλά να μην... ξεκουράζομαι και τα λοιπά. Αλλά δεν υπήρχε φαΐ, δεν υπήρχε τίποτα. Και αν δεν έβγαινε τότε η στρεπτομυκίνη και η πενικιλίνη, εγώ θα ήμουνα φυματικός, θα είχα πεθάνει. Ήμουνα στην Αθήνα, εδούλευα σε ένα τσαγκαράδικο, είχε σκόνη πολύ, τα λεφτά που παίρναμε ήταν λίγα, 38 δραχμές την ημέρα. Δεν πληρώνανε καλά. Τέλος πάντων, σιγά-σιγά αρρώστησα. Είχα δέκατα. Μια μέρα, την άλλη, έφυγα, ήρθα εδώ. Μόλις ήρθα εδώ με βουτάγαν οι αντάρτες να πάω σύνδεσμος, να πάω στο Νεοχώρι, να πάω εδώ, να πάω εκεί.  Τους έδειχνα το γράμμα, με πλάκωναν στις κλωτσιές. Μου λέει: «Βρήκατε όλοι το κόλπο ότι είσαστε άρρωστοι», λέει, «και δεν θέλετε να εξυπηρετήσετε τον Λαϊκό στρατό». Αυτό έγινε. Υποφέραμε πολύ και από τις δύο παρατάξεις. Από τους Μανιάτες έχω φάει ξύλο. Ήρθαν και μου είπαν αν είναι αντάρτες στον Αϊ-Λια. Τους λέω: «Δεν ξέρω αν είναι». Και πράγματι δεν ήξερα. Μου λέει ο Παυλάκος, μου λέει, «θα πηγαίνεις μπροστά 100 μέτρα και δεν θα γυρίζεις να κοιτάς πίσω».  Και αν δεν ήταν ένα παιδί από το Φιλίσι, ένας Λυμπέρης Γεώργιος, με πλησιάζει σιγά-σιγά από πίσω και μου λέει: «Τίνος είσαι, ρε;», του είπα τίνος είμαι, μου λέει: «Με το Λαμπρέικο, τι σόι έχετε;», λέω: «Η γιαγιά μου ήταν Λαμπροπούλα». Μου λέει: «Έχουμε συγγένεια. Πήδα», μου λέει, «εδώ και φύγε γιατί θα σε σκοτώσει», μου λέει, «αν είναι αντάρτες στον Αϊ-Λια». Από εδώ πέρασα. Μου το ’πε τρεις φορές. Εγώ έλεγα μήπως μου το λέει να φύγω να με ντουφεκίσει αυτός. Μου λέει: «Θα κάνω πώς σε ντουφεκάω εγώ», μου λέει, «αλλά μην φοβάσαι», μου λέει, «πήδα, φύγε», μου λέει, «Θα σε σκοτώσει, άμα είναι αντάρτες, που θα είναι», μου λέει, «στον Αϊ-Λια αντάρτες, θα σε σκοτώσει,». Έναν πήδο από κάτω, κάνει πως με ντουφεκάει αυτός. Από εδώ πέρασα και πήγα απάνω σε ένα σπίτι εδώ και κρύφτηκα στον φούρνο μέσα. Λοιπόν, γυρίζει ξανά λέει της μητέρας μου: « Ένα παιδί που έπαιζε εδώ απάνω», λέει, «ποιο είναι;», «δεν ξέρω βέβαια, παίζουν δέκα παιδιά», του λέει, «εδώ απάνω, δεν ξέρω», λέει, «τίνος είναι, ποιο παιδί». Εντωμεταξύ, μόλις φτάσαμε εδώ απάνω στον Αϊ-Γιώργη στην εκκλησούλα, βάλλαν οι αντάρτες με το πολυβόλο από τον Αϊ-Λια. Πρώτος που θα την έτρωγε, θα ήμουν εγώ. Ή από τον Παυλάκο ή από εκείνωνε.

Α.Κ.:

Συγκλονιστικά πράγματα μας λέτε.

Γ.Μ.:

Συγκλονιστικά πράγματα, συγκλονιστικά!

Α.Κ.:

Να πάμε όμως και στα ευχάριστα.

Γ.Μ.:

Να πάμε και σε κάνα ευχάριστο. Ναι.

Α.Κ.:

Να μου πείτε.

Γ.Μ.:

Να πούμε κάνα κωμικό να γελάσουμε.

Α.Κ.:

Και να μου πείτε και κωμικά και θέλω να μου πείτε, αν θέλετε, και πως γνωριστήκατε με την γυναίκα σας.

Γ.Μ.:

Η γυναίκα μου, εμπαίναμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή, εγώ έψελνα κιόλας. Εμπαίναμε στην εκκλησία. Και ήταν με τη φιλενάδα της απάνω στον γυναικωνίτη. Της λέει η φιλενάδα της: «Ποιος σου αρέσει από όλα τα παιδιά που μπήκανε μέσα». Λέει:  «Ο Γιώργος, ο Μέρμηγκας», της λεει, «μ’ αρέσει». Έρχεται η φιλενάδα της μου λέει: «ξέρεις ποια σ’ αγαπάει;». Η Αργυρώ του Τζοβάνη, μου λέει: «Εγώ ήμουν 17 χρονών τότε και αυτή ήτανε... η Αργυρώ ήταν 14». Λέω: «Πήγαινε πες της, ότι είναι μικρή ακόμα». [00:40:00]Εγώ έκανα τον μεγάλο τότε. «Πες της ότι είναι μικρή ακόμα, να μεγαλώσει λίγο και θα τα πούμε». Ε μετά ερχόταν η φιλενάδα της, «ξέρεις τι μου είπε, μου είπε εκείνο μου είπε το άλλο, μου είπε ότι θα σε παντρευτεί». Της λέω: «Πες της ότι αν δεν γεννηθεί αίσθημα, όπως μ’ αγαπάει αυτή να την αγαπήσω και εγώ». Επήγε της το είπε. Λοιπόν, άρχισε και έκοψε μετά από τη φιληνάδα της. Γιατί η φιληνάδα της μου είπε εμένα: «Δεν έχει καρδιά να αγαπήσει αυτή», μου λέει, «εμείς ταιριάζουμε», μου είπε. Εγώ δεν ήθελα να μπλέξω με άλλη. Άρχισα και εγώ να την δαγκώνω την λαμαρίνα, γιατί εδώ την είδα, εκεί την είδα, αλλάξαμε κάνα-δυο γράμματα κρυφά και τέλος πάντων, έφτασε η ώρα να χωρίσουμε. Εγώ πήγα στρατιώτης, την ημέρα που έφευγα –από το Βρονταμά έφευγα– γιατί ήρθα να χαιρετίσω τη μητέρα μου. Ήταν στον Βρονταμά αυτόν τον χειμώνα και μπήκα στο λεωφορείο. Αυτή ήρθε με ένα γράμμα να μου το δώσει, να μου δώσει και τη σύσταση και εγώ είχα φύγει. Εντωμεταξύ, στην μάνα της ντρεπόταν να της γράψει, στείλε μου τη σύσταση του Γιώργου. Καμιά φορά, η αδερφή μου είχε διαδώσει ότι εγώ αρραβωνιάστηκα στην Αθήνα σε κάποια. Και της έγραψε η μάνα της, η μάνα της την είχε καταλάβει ότι ενδιαφερόταν για μένα, «εμάθαμε ότι αρραβωνιάστηκε και ο Γιώργος ο Μέρμηγκας στην Αθήνα». Και της γράφει της μάνας της: «Χάρηκα», λέει, «που αρραβωνιάστηκε ο Γιώργος, στείλε μου την σύσταση να τον συγχαρώ». Η μάνα της της την έστειλε την σύσταση και αμέσως λαβαίνω ένα γράμμα ότι: «Πέρασε πολύς καιρός, δεν ξέρω αν έχεις μπλέξει με καμία άλλη, αν δεν είναι αργά και έχεις αυτό στην καρδιά σου που έχω και εγώ, να μου γράψεις να σου φτιάξω τα χαρτιά, να έρθεις να παντρευτούμε». Και της έγραψα: «Βάλε μπρος, φτιάξτα χαρτιά, γιατί εδώ στην Ελλάδα δεν πρόκειται να ιδούμε καλό». Αλλά και εκεί που πήγα εβρήκα ανεργία, δουλειές δεν υπήρχανε, πιάτα πλέναμε, αυτοκίνητα έπλενα σε μια μάντρα, 150 αυτοκίνητα μεταχειρισμένα που τα πουλούσανε. Κάθε πρωί τα ’πλενα, έβαζα μια πέτσινη ποδιά τα έπλενα και μετά πάγωνε το νερό στα τζάμια και τα ’ξυνα με την ξύστρα και έπαθα αμυγδαλές και είχα δέκατα. Και πήγα στον γιατρό και κάθισα στην καρέκλα, έτσι μου έκανε μία ένεση μου τις έβγαλε και μου λέει: «Να τες». Και έπαθα αιμορραγία τη νύχτα και έχασα 10 κιλά. Κόντεψα να πεθάνω, ήρθε ο γιατρός, μου τις καυτηρίασε και ησύχασα. Αλλά έκανα δυο μήνες να συνέλθω. Εκεί βρήκαμε δυσκολία, βρήκαμε μεγάλη δυσκολία. Εδουλεύαμε για 35 δολάρια την εβδομάδα. Ένα δωμάτιο και κουζίνα για να νοικιάζαμε, είχε 70 δολάρια τον μήνα. Τι να φάμε, τι να μας μείνουνε.  Κάναμε παιδιά μετά από 8 χρόνια. Της είπα της γυναίκας μου: «Δεν θα σου παραπονεθώ αν δεν κάνουμε παιδιά, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω παιδιά», λέω, « και να τα αφήνουμε στα ξένα σπίτια, στους Ιταλούς να μας τα μεγαλώνουν. Θα κάνουμε πρώτα ένα σπιτάκι και θα κάτσεις να μεγαλώσεις, αν δώκει ο Θεός παιδιά, να μεγαλώσεις τα παιδιά.» Συμφωνήσαμε και κάτσαμε 8 χρόνια. Έχω βαφτίσει στο Τορόντο δέκα παιδιά. Και έχω στεφανώσει τέσσερους. Ερχόντουσαν και μου λέγανε: «Μέρμηγκα, βάφτισε μου το παιδί, έφτασε 3-4 χρονών και δεν βρίσκω νονό». Γιατί για να έκανες ένα βαφτίσι, ήθελες 300 δολάρια. Και 300 δολάρια έπρεπε να δουλέψουν 2 μήνες χωρίς να φάνε, να τα μάσουν αυτά τα λεφτά. Και ήταν Μυστήριο και λυπόμουν να τους πω, ντρεπόμουν να τους πω ότι δεν μπορώ να στεφανώσω το παιδί, την κόρη σου, ή να βαφτίσω το παιδί σου.

Α.Κ.:

Και ήταν, κυρίως από εδώ, Κοσμίτες αυτοί που θέλανε να τους βαφτίσετε...;

Γ.Μ.:

Όχι ξένοι. Ξένοι. Και από εδώ έχω βαφτίσει από εδώ δυο παιδιά. Ένα εδώ του Γιάννη του Μανώλια, εδώ πέρα που έχει το σπίτι δίπλα απέναντι από του Μπασαράμ ακριβώς. Των Αγίων Αναργύρων που ήρθαμε το 1966, το είχαμε ρίξει στην εκκλησία. Και το πήρα από την εκκλησία και το βάφτισα. Και ένα άλλο μετά του Λίλη κάτω ένα, εβάφτισα και εκείνο. Και έχω στεφανώσει τέσσερους στον Καναδά, οι περισσότεροι ήταν Λάκωνες κάτω από τους Μολάους και τη Συκιά. Μια φορά επήγαμε τριάνταεξι γάμους βαφτίσια. Πηγαίναμε στον ένα γάμο, εγώ τραγουδούσα εκεί πέρα και με καλάγανε όλοι. «Δεν στέλνουμε προσκλητήρια», λέει, «σε καλούμε την τάδε μέρα παντρευόμαστε και θα χαρούμε να ’ρθεις».

Α.Κ.:

Ήσουν δηλαδή ο τραγουδιστής τους.

Γ.Μ.:

Ναι, ναι. Λοιπόν…

Α.Κ.:

Κανένα τραγούδι για την γυναίκα έχεις βγάλει, κυρ-Γιώργο;

Γ.Μ.:

Για τη γυναίκα μου;

Α.Κ.:

Για τη γυναίκα σου, εκτός από αυτό της Βέμπο που μας είπες στην αρχή.

Γ.Μ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Εκείνο για το στρατό; Θέλεις να το μοιραστείς μαζί μας; Θα ήθελες να το πεις;

Γ.Μ.:

Για τον στρατό, ναι, αυτό που σας είπα ότι, γινότανε, όλοι αποφασίσαμε, εμείς που παίζαμε και λίγο όργανα και τραγουδάγαμε να κάνουμε μια κωμωδία. Και μου λέει ένας ανθυπολοχαγός –ήταν από τη Ζούπενα εδώ ένα παιδί– και μου λέει: «Μέρμηγκα, φτιάξε κάνα στιχάκι, ξέρω», μου λέει, «ότι φτιάχνεις στίχους». Και άρχισα να λέω: Όταν χτυπάει το σκασμός, μας πιάνει μια τρομάρα και όλοι περιμένουνε να αρχίσει η καψονάρα. Άλλος κοιμάται με άρβυλα και άλλος με παντελόνι για να προφτάσουνε να βγουν ντυμένοι στο καψόνι. Όπλα, μπαλάσκες και άρβυλα τα κόβουμε στον ώμο, γονατιστοί και ανάποδα τραβάμε για το δρόμο. Μας βρίζουνε, παλιόψαρα και μας λαλούνε χίλια, για κάνα δυο στραβόξυλα, τον Σεραφείμ και Ψίλα». –Γιατί μας λέγανε: «Αν δεν συμμορφωθούν αυτοί, θα σας τιμωράω όλους ομαδικώς»– Λοιπόν, λέω στο τέλος ότι: «πολλά μας κάνανε και μας λαλούνε χίλια, για κάνα δυο στραβόξυλα τον Σεραφείμ και Ψίλα. Αλλά δεν φταίνε και αυτοί που μας τα κάνουν τώρα, γιατί όταν ήταν σαν και εμάς, τους είχε πάρει η μπόρα». Ε τότε χτύπησαν παλαμάκια μπράβο, μπράβο και οι ίδιοι αυτοί που μας κάνανε τα καψόνια γελάγανε μετά. Κατάλαβες; 

Α.Κ.:

Κανένα άλλο ποίημα είχες φτιάξει εδώ για το χωριό; Κανένα τραγουδάκι, κανένα στιχάκι;

Γ.Μ.:

Δε θυμάμαι να σας πω, είχα φτιάξει πολλά, αλλά δεν θυμάμαι τώρα.

Α.Κ.:

Δεν πειράζει, μην στεναχωριέσαι.

Γ.Μ.:

Έχω γράψει γύρω στα 70 τραγούδια.

Α.Κ.:

Δικά σου; Από την αρχή μέχρι το τέλος …

Γ.Μ.:

Δικά μου. Από την αρχή, από το τέλος. Έχω γράψει πολλά τραγούδια, νομίζοντας ότι τα παιδιά μου, ίσως, μια μέρα τα ηχογραφήσουνε.

Α.Κ.:

Αγαπούσες πάρα πολύ τη μουσική. Μάλλον και γι’ αυτό θέλησες και τα παιδιά σου να σπουδάσουν μουσική.

Γ.Μ.:

Εγώ τα έσπρωξα στη μουσική. Γιατί όλα τα παιδιά, είχαν μπλέξει με τα σπορ και πήγαιναν από την μία πολιτεία στην άλλη και τρέχανε και ναρκωτικά... εγώ τους έμαθα τη μουσική. Στα 16 τους χρόνια είχαν ορχήστρα δική τους στο Λος Άντζελες. Παίζανε για γάμους,  βαφτίσια, παίζανε στο Χόλυγουντ για αμερικάνικα έργα που γυρίζανε και ελληνικά κι εκεί κονομούσανε 1000 δολάρια το Σαββατοκύριακο, δεν με επιβάρυναν και ήταν αγαπητά σε όλη την Αμερική. Όλη την Αμερική! Είχαν πάει στο Σικάγο. Ο γιος μου, ο μεγάλος, τραγουδούσε 6 μήνες στο Σικάγο. Σε ένα κέντρο. Στην Αθήνα τραγούδησε με τον Στράτο Διονυσίου στο, με την Μαίρη Λίντα, με όλους τους καλούς τραγουδιστές είχε τραγουδήσει, αλλά παντρεύτηκε αυτή την γυναίκα που παντρεύτηκε, εζήλευε, δεν τον άφηνε να τραγουδήσει και σταμάτησε. Ενώ την αγαπούσε πολύ τη μουσική. Γιατί είχε σπουδάσει, πήγε και μουσική 12 χρόνια. Γράφανε τραγούδια δικά τους, τους βάζανε στίχους και όταν κατέβηκαν στο Λεωνίδι να τραγουδήσουν, είπε ένας: «Α, ήρθαν τα Αμερικανάκια τώρα να μας τραγουδήσουν, τι θα μας τραγουδήσουν», λέει, «κουταμάρες». Μόλις τους άκουσαν, ό,τι τραγούδι τους λέγανε να παίξουν, το παίζανε και θυμάμαι τον Μπεκύρο, μου έστειλε ένα γράμμα, «συγχαρητήρια», λέει, «για τα παιδιά σου, γιατί δεν το περιμέναμε», λέει, «αυτά είναι σαν να  είναι εδώ γεννημένα», δεν τα ξεχώριζε κανένας ότι είναι Αμερικανάκια. Και εδώ που ήρθανε, όλοι είχανε να το λένε για τα παιδιά μου, όλοι εδώ. Αλλά ήταν άτυχοι στην παντρειά τους. Αυτά ήταν τα νέα μας εδώ.

Α.Κ.:

Πάμε και σε κανένα ευχάριστο γιατί δε θέλω να στεναχωριόμαστε.

Γ.Μ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Θα μας πεις κανένα ευτράπελο από το χωριό; Που είχε γίνει στον πόλεμο; Ανάμεσα σε Ιταλούς και Έλληνες, είχε γίνει τίποτα;

Γ.Μ.:

Είχε μείνει ένας Ιταλός εδώ, μετά τον πόλεμο και τον είχε πάρει κάποιος στον Βρονταμά, τον είχε πάρει υπάλληλο και ρίχνανε φουρνέλα στο δρόμο. Λοιπόν, αυτός δεν ήξερε ελληνικά τώρα και του φωνάζανε: «Βάρδα φουρνέλο» για να μη σκοτωθεί. Αυτός πάενε σαν το βόδι. Ένας δυναμίτης σκάει και τον τραυματίζει και φώναζε: «aqua, aqua» (άκουα, άκουα ), ήθελε νερό. Άκουες γαμώ τον Αντίχριστό σου και δεν φώναζες, δεν μίλαγες, άκουες, αλλά δεν…

Α.Κ.:

Και οι χτενάδες, όμως, είχαν πολλά περιστατικά.

Γ.Μ.:

Οι χτενάδες είχαν περιστατικά. Είχανε πάει δυο χτενάδες στο Κορακοβούνι. Ο Θανάσης ο Κατσίγκρης –δεν ξέρω, μπορεί να τον ήξερες τον καθηγητή– είχε δημοσιεύσει τα χτενάδικα γιατί ήταν 350 λέξεις χτενάδικα και τη γαϊδούρα την λέγανε Προφύρω. Λοιπόν επήγε να πουλήσει κάποιο χτένι, λέει: «Τι να σας προσφέρουμε ρε παιδιά;» Λέει, «αν έχετε την καλοσύνη κάνα ποτήρι κρασί». Μόλις τους κέρασε της λένε: «Στην υγειά σου, Προφύρω». Την είπανε γαϊδούρα. «Γαϊδούρα είναι η μάνα σου, η αδερφή σου», του λέει αυτή, «φύγετε από εδώ, στο διάβολο από εδώ, να μη σας αρχίσω με το στυλιάρι». Τα μάσανε και φύγανε.  Πάνε στο Άργος απέξω, καθίσαν σε μια πλατεία και φτιάχνανε χτένια. Πάει μια κοπέλα, ήταν νιόπαντρη. Τους λέει: «Λέτε το φλιτζάνι;»  «Λέμε», λένε, «και το φλιτζάνι και τη μοίρα λέμε, άμα [00:50:00]τύχει». Λέει: «Μπορείτε να μου πείτε εμένα;» «Είσαι νιόπαντρη», της λέει, «ε;», «Ναι», λέει. «Αχ τι κρίμα, ο άντρας σου θα πεθάνει σε ένα χρόνο». Αυτή έφυγε, πήγε σπίτι της μαραζωμένη, δεν εμίλαγε στον άντρα της, είχε πάθει ψυχικό κλονισμό. Λοιπόν, αφού πέρασε ο χρόνος και δεν πέθανε ο άντρας της «ρε γυναίκα», άρχιζε αυτή να ζωηρεύει, της λέει: «Ρε γυναίκα, δεν μου λες», λέει,  «τι συμβαίνει;». «Να σου πω την αλήθεια», του λέει.  «βλέπεις αυτούς τους χτενάδες που έρχονται στην εκκλησία», λέει, «εκεί που έρχονται απ’ έξω;» «Πήγαν», λέει, «και μου ’παν τη μοίρα και μου ’παν ότι θα πεθάνεις σε ένα χρόνο». «Άμα τους δεις», λέει, «και ξαναέρθουνε φώναξέ με», λέει.  Κάποια φορά πήγανε, στήσανε το τζαντίρι εκεί και δουλεύανε. Του λέει: «Αυτοί είναι εκεί». Βγάνει ένα στυλιάρι από μέσα στο σακάκι και τους πλησιάζει: «Γεια σας ρε μάστοροι», «γεια σας, τι κάνετε;» «Α, τι να κάνουμε εδώ», λέει, «φτώχεια έχουμε, φτιάχνουμε κανένα χτένι». «Μπα και λέτε και την τύχη, τη μοίρα; Ε, άμα τύχει τη λέμε». Λέει: «Ξέρετε, τι θα σας έβρει τώρα;» Λέει: «Κανένα ποτήρι κρασί», λέει, «κανένα πιάτο φαί;» Βγάνει το ξύλο, λέει, και άρχιζε και τους πελεκάει. Τότε γυρίζει ο ένας και λέει στον άλλον, τον έναν τον λέγανε Δημήτρη, τον άλλον Θόδωρο. «Ταχιά Θοδωράκη και σε άλλο χωριό, δεν μας βαστάει εδώ το χωριό, θα μας πετσώσουν στο ξύλο», του λέει, και σηκώθηκαν και φύγανε και από εκεί. Οι χτενάδες είχανε … Εγώ ξέρω τη μισή χτενάδικη γλώσσα, να πούμε. Είχαν ονομάσει την κοπέλα «σαΐτα», τη χήρα «λούκα», την παντρεμένη την λέγανε «μισότριβη». Λέγανε, τον χωροφύλακα τον λέγανε, λιβανό. Και άρχισαν, να πούμε, και συνεννογιόντουσαν μεταξύ τους. Το μικρό το λέγανε «μαλέτσικο». Και πηγαίνω μια φορά στην Αθήνα, όταν δούλευα στου Ψυρρή, έτρωγα σε μια ταβέρνα, τέλος πάντων, ένα μεσημέρι. Εκεί που έκατσα να φάω, ήταν τρεις και μιλάγανε αυτή τη γλώσσα. Γύρισα κάνα δυο φορές τους κοίταξα και λέει: «Στηλίζει το μαλέτσικο», καταλαβαίνει, δηλαδή, ο μικρός. Εγώ έκανα πως γέλασα και τίποτα. Ξανά κάτι είπαν και πάλι εγώ γέλασα. Λέει ο ένας του άλλου: «Να τον ρωτήσουμε από πού είναι;» Του λέω: « Ξεφαντώματα στον τσαχνταρηστήρα σας», του λέω, με συγχωρείτε: «Ακαθαρσίες στο στόμα σας», «από πού είσαι, ρε;» μου λέει, «από κει που βγαίνουν οι Γεωργατζάδες», του λέω, «είμαι». Από τον Κοσμά είμαι ρε, τους λέω εγώ. «Εσείς;» «Εγώ είμαι από Βρονταμίτης» λέει ο ένας, «εγώ είμαι από το Δαφνί». «Έ, και πώς βρέθηκες εδώ;», «εδώ δουλεύω», του λέω και εγώ. Απέναντι καθόταν μια μεσόκοπη γυναίκα, ήταν 60άρα, είχε βραχιόλια στα χέρια της και λέγανε γεωργατζέικα: «Να την πιάσουμε», λέει, «να της πάρουμε τα χρυσαφικά, να τη δουλέψουμε κιόλας». Φεύγοντας το μεσημέρι με φωνάζει αυτή: «Κύριε», λέει, «συγγνώμη. Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;», «ελεύθερα» της λέω. «Μιλάω επτά γλώσσες», μου λέει, «από αυτή τη γλώσσα, δεν κατάλαβα ούτε λέξη».

Α.Κ.:

Και πού να ήξερε η καημένη …

Γ.Μ.:

Και πού να ήξερε η καημένη τι λέγανε. Της λέω: «Σε θαυμάζανε ότι είσαι αρχόντισσα, αρχοντογυναίκα και ότι έχεις πολλά λεφτά και τυχερός θα είναι αυτός που θα σε έχει». Και τι να της έλεγα ότι σκέφτονταν να σου κλέψουν τα χρυσαφικά και όλα και γελούσαμε; Αυτές τις πλάκες κάνανε.

Α.Κ.:

Εδώ στο χωριό όταν ερχόσασταν και βρίσκατε την παρέα σας.

Γ.Μ.:

Εδώ κάναμε γλέντια ατράντακτα. Μέρες, τρεις ημέρες μια φορά του Αϊ-Γιωργιού γλεντάγαμε και τραγουδάγαμε όλη τη νύχτα.

Α.Κ.:

Το αγαπημένο σας τραγούδι κυρ-Γιώργο, ποιο είναι;

Γ.Μ.:

Το αγαπημένο μου τραγούδι: Άνθρωπε γλέντα τη ζωή». Το τραγούδι αυτό αρχίζει από, τέλος πάντων, θα το θυμηθώ και θα το συνεχίσω. Θα πω ένα άλλο τώρα. Αυτό το ίδιο. «Άνθρωπε, μη πικραίνεσαι και όλο μαράζι βάνεις και αφού σε τρώνε οι λογισμοί, ζωή είναι αυτή που κάνεις. Άνθρωπε γλέντα τη ζωή και ό,τι μπορείς να κάνεις, γιατί αργά ή γρήγορα μια μέρα θα πεθάνεις. Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι και το μυαλό σου χάνεις και ανοίγεις μόνος σου πληγές που δεν μπορείς να γιάνεις. Άνθρωπε γλέντα τη ζωή και τα λοιπά. Άνθρωπε μη μαραίνεσαι και μαύρες σκέψεις κάνεις η ευτυχία είναι όνειρο, ποτέ σου δεν τη χάνεις.

Α.Κ.:

Πολύ ωραίο.

Γ.Μ.:

Ναι. Και το άλλο, αυτό το Γέρο του Μοριά. Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη, τον ασπρομάλλη μου τον γέρο του Μοριά και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι, τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά. Στήσε χορό, ξενιτεμένε Μοραΐτη, απόψε ας παίξουνε λαούτια και βιολιά και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι και πως σε πήρανε τα αδέρφια σου αγκαλιά. Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες, αδελφοί και εσείς κοπέλες, γεια σας. Τη λευτεριά, η Ελλάδα μας χρωστάει στην λεβεντιά σας. Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει, και η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά, έβγα από τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη και κάνε αδέρφια όλους τους Έλληνες ξανά. Τα όμορφα χρόνια να τα ξαναζήσουν κ στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή, των πρόγονων μας οι σκιές χορό να στήσουν και να σου λέει το αγέρι ετούτη τη στροφή. Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες, αδελφοί που η μάνα αν δε σαν γέννα, ούτε Αγία Λάβρα θα ’χαμε, ούτε είκοσι ένα.  Αυτό το τραγούδι όπου το τραγούδαγα γέμιζε το τραπέζι μου μπύρες και μεζέδες απάνω. Όπου πηγαίναμε σε κάποια ταβέρνα και στο στρατό που πήγα, εβρήκα ανθρώπους από το Βρονταμά και είχαν ταβέρνα και πήγαινα κάθε βράδυ εκεί και πήγαινα και στην Νεάπολη απάνω σε ένα κέντρο και έλεγα τέσσερα τραγούδια. Ήμασταν έξι φαντάροι μαζί, εγέμιζε το τραπέζι μας μπύρες και μεζέδες.

Α.Κ.:

Βγαίνουν μέσα από την ψυχή σας ίσως τα λόγια...

Γ.Μ.:

Ναι, ναι.

Α.Κ.:

Αυτό έχει μεγάλη σημασία.

Γ.Μ.:

Έχω γράψει τώρα και ένα σατιρικό για τον εαυτό μου. Κάποτε είχα ένα πουλί και γλυκοκελαηδούσε, το ’πιασε ο κορωνοιος και από κλαδάκι σε κλαδί καθημερνά πετούσε. Το βρήκε ο κορωνοιός και μου έχει αρρωστήσει και βγαίνει λίγο απ’ τη φωλιά μόνο να κατουρήσει. Δεν του αρέσει το κεχρί μήτε το κανναβούρι, μες τη φωλιά του κάθεται με κρεμασμένη μούρη. Και εγώ ο δόλιος προσπαθώ κουράγιο να του δώσω και αυτό μου λέει άσε με γιατί θα σε μουτζώσω. Με έβαζες και δούλευα και έκανα υπερωρίες, να φχαριστήσεις ήθελες τις όμορφες κυρίες. Του λέω, βρε παλιόπουλο, μου έρχεται να σε σφάξω, να σου μαδήσω τα φτερά πιλάφι να σε φτιάξω. Να ανάψω μία ψησταριά και να σε ξεροψήσω και στην πλατεία του χωριού να πα’ να σε αφήσω. Να σε κλωτσούν αλύπητα στον δρόμο οι διαβάτες, να μη σε τρώνε τα σκυλιά μα ούτε και οι γάτες. Ήσουν πολύ περήφανο, με έβγανες παλικάρι, τώρα όπως κατάντησες ο διάολος να σε πάρει. 

Α.Κ.:

Κυρ-Γιώργο, είσαστε απίστευτος. Έχετε, πολύ ωραίο, έχετε ταλέντο στη στιχουργική.

Γ.Μ.:

Αφού σας λέω. Γράφω και σατιρικά για την κυβέρνηση: Ποτέ να μη πιστέψει κανείς πολιτικούς, λόγια και υποσχέσεις που βγαίνουν από αυτούς. Όλα ευθύς ξεχνιόνται σαν μπαίνουν στην βουλή και όλοι προσπαθούνε να αρπάξουν την καλή. Κλέφτες και λωποδύτες όλοι τους γίνονται, μιλάνε για πατρίδα μα υποκρίνονται Με δανεικά κοστούμια γίνονται βουλευτάδες και σε 5-6 χρόνια μεγάλοι αφεντάδες. Βίλες και με πισίνες στην Κηφισιά αγοράζουν και του φτωχού το χρήμα δεν το λογαριάζουν. Ε, τέλος πάντων, το τρίτο, τελευταίο στιχάκι λέει: Έχουν την ασυλία και ό,τι θέλουν κάνουν και του εισαγγελέα οι νόμοι δεν τους πιάνουν.

Α.Κ.:

Πολύ ωραίο. Για το χωριό κανένα φτιάξατε; Μπήκατε στη διαδικασία κάποια στιγμή να φτιάξετε κάτι;

Γ.Μ.:

Για το χωριό τι να φτιάξω; Ντρέπομαι, γιατί άμα θα πιάσω να γράψω την αλήθεια, θα με μισήσουνε.

Α.Κ.:

Τι έχετε κρατήσει εσείς από το χωριό; Πέρα από τον πόνο που περάσατε και...

Γ.Μ.:

Έχω κρατήσει δέκα φίλους που είχα και με λατρεύανε, όχι με αγαπούσαν, με λατρεύανε. Και όταν έφυγα κλαίγανε, κλαίγανε! Και μου λέγανε: «γιατί φεύγεις; Τι νομίζεις πως θα πας να βρεις εκεί;». Και πράγματι, είχαν δίκιο που μου το λέγανε. Εδώ αυτοί φτιαχτήκανε πιο καλά από εμένα. Και όταν γύρισα και τους βρήκα, ευχαριστήθηκα που ήταν φτιαγμένοι, γιατί εγώ μπορεί να φτιάχτηκα, αλλά τράβηξα πολλά για να φτιαχτώ.

Α.Κ.:

Είχατε όμως τη γυναίκα σας.

Γ.Μ.:

Ναι, κέρδισα τη γυναίκα. Και τη γυναίκα την κέρδισα με το τραγούδι. Της τραγουδούσα πάντοτε ένα τραγούδι. Δεν έχω πλούτη να σου χαρίσω, ούτε μετάξια για να σε ντύσω, θα βρεις μονάχα στον έρωτά μου, ένα καλύβι και την καρδιά μου σκέψου το καλά πριν ακολουθήσεις, πως είμαι φτωχός και φτωχά θα ζήσεις. Θα ρθούνε μέρες που θα πεινάσεις, μα δίχως τζάκι θα την περάσεις θα σε ζεσταίνω στην αγκαλιά μου και θα χορταίνεις με τα φιλιά μου. Σαν θα αρρωστήσεις δε θα σε αφήσω, γιατρό θα φέρω να σε βοηθήσω γι’ αυτό σαν έχεις καρδιά μεγάλη, έλα μαζί μου και όπου μας βγάλει

Α.Κ.:

Πολύ ωραίο, πολύ ωραίο το τραγούδι.

Γ.Μ.:

Αυτό της τραγούδαγα.

Α.Κ.:

Και άλλο ένα που είπατε στον στρατό όταν πήγατε και έφυγε για τα ξένα η γυναίκα σας;

Γ.Μ.:

Ναι αυτό. Η ώρα φτάνει που θα σε χάσω, θα μείνω μόνος μες στη ζωή και το καράβι που θα σε πάρει, όπου και να είναι θε να φανεί. Θα ρίξει άγκυρα να ξεφορτώσει ξενιτεμένους για να χαρούν και θα φορτώσει ξανά συντρίμμια που μαύρα ξένα τους καρτερούν. Και μες στο κλάμα καρδιές θλιμμένες, θα μείνουν μόνες και πικραμένες. Θα μάσει άγκυρα και θα σαλπάρει και από το μουράγιο θε να χαθεί και μες στο σούρουπο χωρίς κουράγιο, βλέπω το μνήμα μου πολύ βαθύ. Αυτό της έστειλα. 

Α.Κ.:

Πολύ συγκινητικά. Κύριε Γιώργο, δεν ξέρω, τι άλλο θα θέλατε να πούμε; Θέλετε να πούμε και τίποτα ιστορίες από παλιά που είχατε... αστείες ιστορίες που είχατε, κάποια επεισόδια που είχαν συμβεί; Τι θα θέλατε, είσαστε ελεύθερος να πείτε ό,τι θέλετε.

Γ.Μ.:

Επεισόδια, το ξέρω, αλλά κοίταξε εδώ να δεις, δεν είμαι ο άνθρωπος των επεισοδίων, ήμουν άνθρωπος της πλάκας.

Α.Κ.:

Έτσι, κυρίως, τέτοια επεισόδια εννοώ εγώ.

Γ.Μ.:

Της  πλάκας... Της πλάκας άνθρωπος.

Α.Κ.:

[01:00:00]Τι πλάκες τους κάνατε;

Γ.Μ.:

Επείραζα τους γέρους. Επείραζα τους γέρους πολύ. Οι γέροι με είχανε... Οι γέροι με είχανε για την αλληλογραφία τους και ήταν αγράμματοι τα παλιά χρόνια, δεν ήξεραμε γράμματα εδώ, να πούμε, και όποιος με φώναζε να του γράψω ένα γράμμα μου λέει: «Θα το γράψεις όπως θέλω ’γώ.  Όπως στο λέω». Και ξεκίναγε ο γέρος και έλεγε: «Βάστα, βάστα.», Έγραφα εγώ: «Βάστα, βάστα», «που λες, παιδί μου» –έγραφε στην Αμερική του γιού του– «που λες παιδί μου, μου στέλνετε, καλά περνάω, δεν λέω, αλλά ο μοναχός ούτε στον παράδεισο, θα ’πρεπε να μου βρείτε ένα τομάρι να περάσω και εγώ τη ζωή μου την υπόλοιπη, αλλά φοβηθήκατε μην χάσετε την περιουσία, τη μεγάλη που είχα και δεν εφροντίσατε να μου βρείτε μια γριά», τέλος πάντων, «στούπωστο», έλεγε, «και άμα δεν το εννοήσουν είναι γαϊδούρια». Έγραφα εγώ: «Στούπωστο και αν δεν το εννοήσουν είναι γαϊδούρια». Λοιπόν, «που λες, παιδί μου, θυμάσαι που είχες ένα λουθουνάρι στο σβέρκο; Ποιος στο έσπασε; Η γυναίκα σου. Εμένα ποιος να μου το σπάσει;», έγραφα εγώ, «στούπωστο και αν δεν το εννοήσει είναι δυο φορές γαϊδούρι», έγραφα, «δυο φορές γαιδούρι». Έρχεται εδώ αυτός στον Κοσμά κάποτε από την Αμερική, λέει στην αδερφή του: «Μωρή, ποιος μούλος γράφει τα γράμματα του πατέρα;» Λέει: «Ο Γιώργης, ο Μέρμηγκας». Πέρναγε εκεί χάμου στην πλατεία και με φωνάζει: «Έλα εδώ, ρε», μου λέει, εγώ πήγα να στρίψω. «Έλα εδώ, ρε», μου λέει, «εσύ γράφεις τα γράμματα του γέρου;», εγώ του λέω, «μου είπε όπως μου τα λέει να τα γράφω», «και το γαϊδούρι και το στούπωστο;», «ε αφού μου είπε έτσι να τα γράφω, τι να ’κανα;», του λέω, «έπρεπε να του χαλάσω το χατήρι του ανθρώπου;»,  λέω, «δεν μπορουσα να του χαλάσω το...»  Ε τον επείραζα εγώ. Του έλεγα: «Πού ήσουν σήμερα», του έλεγα, «που ήρθε μια χήρα και σε γύρευε;» Ήταν χήρος ο κακομοίρης. «Ποια ήταν;», «ήταν η τάδε» του λέω. «Ρε γαμώ τη ζωή του», έλεγε, «έχασα την καλύτερη ευκαιρία. Λοιπόν, θα πάω», λέει, «στο χωριό της» –ήταν από την Καρίτσα αυτή. Κινάει την άλλη μέρα και πάει στην Καρίτσα και έκατσε και νύχτωσε, και πάει της χτυπάει την πόρτα, της λέει: «Μωρέ, μπα και μπορώ να μείνω, πάω για το Γεράκι νύχτωσα εδώ», λέει, «δεν μπορώ να πάω», λέει, «και έχω», λέει, «στεναχώρια; Να μείνω σε μια άκρη εδώ». Του λέει: «Ποιος είστε;». «Είμαι ο Γιώργης, ο τάδε από τον Κοσμά», «ε, μπαρμπα-Γιώργη», του λέει, «εσύ είσαι;» «Μόλις άκουσα εκείνο το μπαρμπα-Γιώργης», μου λέει, «εδώ με χτύπησε. Σκέψου να δεις, μπάρμπα με είπε, τι περίμενα εγώ;»   «Μωρή», της λέει, «εσύ ποια είσαι;», «είμαι η τάδε», του λέει, «μωρέ, ο Θεός με έστειλε σε εσένα; Χήρα εσύ, χήρος και εγώ να πούμε τα βάσανά μας». «Να τα πούμε, μπαρμπά-Γιώργη», του λέει. Μπαίνει μέσα που λες, «μπαίνω μέσα, που λες», μου λέει, «την άλλη μέρα και μου λέει: περίμενε να βγάλω ένα σβώλο τυρί να φάμε και να πούμε τα βάσανά μας. Και εκεί που πολέμαγα να της πω, μωρή, μια ψυχή εσύ, μια εγώ, δεν σμίγουμε τις ψυχές μας να περάσουμε τα υπόλοιπα χρόνια;», «όπως είχα ξαπλώσει», λέει, «στην παρασιά εκεί και ζεσταινόμουν, μου φεύγει μια πορδή, ντουμ, άντε πες της το εσύ μετά. Που θα μου έλεγε», «μάσ’ τον κώλο σου και μετά τα λέμε». Και έφυγα Γιώργη ντροπιασμένος και δεν της ξαναείπα τίποτα. «Τίποτα δεν της είπα». «Ε», του λέω, «αυτά συμβαίνουνε, μην στεναχωριέσαι», του λέω, «μπα και ξανάρθει». «Μπα», μου λέει, «τέτοια προσβολή που έπαθα», λέει, «δεν πρόκειται να την ξαναμάσω». 

Α.Κ.:

Δεν είχε και άδικο ο καημένος!

Γ.Μ.:

Δεν είχε άδικο. Του έκανα νίλες αυτουνού του γέρου. Ναι, τον εβασάνιζα. Έναν άλλον εδώ δίπλα του λέγαμε: «Η ultrα στο Λενίδι μοιράζει κρασί», έπινε αυτός. «Αλλά πού να βρεθούνε», λέω, «τουλούμια τώρα και ζώα να πα’ να φορτώσουν το κρασί. Δίνουν από ένα τουλούμι στον καθένα». Πάει σε έναν εδώ και του γύρεψε το γαϊδούρι και τα τουλούμια. Ήταν και ένας άλλος γέρος και καθόταν εκεί: «Θα πας και εσύ, Δημήτρη;» του λέει. «Εμ είναι να τ’ αφήκω;», του λέει. Άκουγε την συζήτηση. «Τι ώρα θα φύγουμε απόψε;», «στις 12 η ώρα», του λέει, «να είμαστε πρωί-πρωί μόλις φέξει, θα το πάρουν οι Τσακώνοι το κρασί», του λέει. «Να πάμε», λέει, «να πάμε. 12 η ώρα», λέει,  «θα περάσω απάνω και βάλε μια φωνή». Περνάει 12 η ώρα, «Δημήτρη, προχώρα και σε φτάνω», του λέει. Έφτασε κάτω στον Πουρναρό που στρίβουν για την Ελώνα, αλλά πάεναν από τον παλιό δρόμο πρώτα από τα κυπαρίσσια, ξέρεις, το Ντουσιά. Και ερχότανε ο ταχυδρόμος από το Λενίδι και του λέει: «Πού πας», λέει «μπαρμπά-Δημήτρη, τέτοια ώρα;», «Πάω στο Λενίδι για το κρασί», «βρε ποιο κρασί;», «η ultra δεν μοιράζει κρασί;», «βρε, σε κοροϊδεύουν», του λέει, «δεν έχει η ultra κρασί». «Ναι», του λέει, «είναι για να το πιείτε εσείς», του λέει, «και έρχεται και ο τάδε από πίσω», του λέει, «έρχεται», λέει, «και θα πα’ να το πάρουμε μαζί το κρασί». Του λέει: «Κάτσε μέχρι το πρωί εδώ και άμα έρθει ο άλλος», του λέει, «φτύσε με». Περίμενε μέχρι που έφεξε, δεν πήγε ο άλλος, έρχεται την άλλη μέρα, μας εκυνήγαγε με μια μαγκούρα να μας κοπανήσει.

Α.Κ.:

Και πάλι καλά που δεν είχε φτάσει στο Λενίδι!

Γ.Μ.:

Κάναμε τέτοιες πλάκες εμείς, πειράζαμε, δηλαδή άσχημα, να πούμε. Ιδίως τους ηλικιωμένους, τους δουλεύαμε κανονικά. Και παρόλα ότι τους πειράζαμε, δεν μας απέφευγαν. Μας θεωρούσανε, δηλαδή, γιατί και αυτοί στο τέλος για το πάθημα, γελάγανε μόνοι τους που πάθανε κάτι, να πούμε, εξαιτίας μας. Α τέτοιες πλάκες κάναμε εμείς εδώ για να περνάει η ώρα. Τηλεόραση δεν υπήρχε, δεν είχαμε που να –

Α.Κ.:

Έτσι.  

Γ.Μ.:

να περάσουμε την ώρα μας, γυρίζαμε γύρω από κάτι τέτοιες κουταμάρες, να πούμε.–

Α.Κ.:

Καμία μεταμφίεση, τέτοια πράγματα κάνατε;

Γ.Μ.:

Ναι, εγώ είχα μεταμφιεστεί για αυτόν τον γέρο, που σου είπα πριν. Φόρεσα ένα φόρεμα της γιαγιάς μου και ένα μαντήλι στο κεφάλι, ένα ζιπούνι και πήγα αργά και του χτύπησα την πόρτα. Του λέω: «Με συγχωρείτε, δεν ξέρω», λέω, «σε ποιο σπίτι ήρθα. Είμαι του Φλιφλή, από το Παλιοχώρι, η χήρα. Θα μπορούσα να μείνω εδώ απόψε;» «Μωρέ ο Θεός σε έστειλε να σμίξουμε τις μοναξιές μας;» Μπαίνω μέσα, στρίβει το κλειδί στην πόρτα και το βάνει στην τσέπη. Λέω: «Τώρα θα μου βάλει χέρι ο γέρος», λέω, «απόψε. Θα με περάσει για χήρα». Ανοίγω τα μπροστινά παράθυρα και επήδησα από κάτου. Πάει αυτός, μπήκε μέσα γιατί πήγε να βγάλει τυρί. Μπήκε μέσα και έλεγε –πήγα από την άλλη πόρτα– αυτός κουβέντιαζε και μόνος του και αφουγκραζόμουν και έλεγε ο γέρος: «Μωρέ, που επήγε, αφού της έπιασα το χέρι. Μου είπε είναι η χήρα.., πού είναι; Είναι το φάντασμα της γυναίκας μου, η Παναγιώτα, δεν ήθελε να μαγαρίσω και μου παρουσιάστηκε». Τέτοια... σοβαρά πράγματα, δηλαδή, είχαμε να κάνουμε αστεία και μεταμφιέσεις και τα λοιπά.  Ήμασταν μια φορά εδώ πάνω στα αλώνια. Ήταν ένα παιδί λιγάκι αλαφρό και του λέμε: «Έχει έρθει μία από την Αθήνα εδώ απάνω», του λέω, «αλλά πεινάει, θέλει ένα πιάτο τυρί και ένα καρβέλι ψωμί». Πεινάγαμε και εμείς τότε. Άντε φέρε και θα… Πήγε ήφερε το ψωμί και το καρβέλι, πάνε να την απλώσει, εκείνος τραβιόταν από πίσω. Καμιά φορά του πετιέται ένα κουβάρι απάνω, βγάνει ένα μαχαίρι αυτός και πάει σύρα να τον σκοτώσει, να τον σφάξει. Πρόφτασε και έφυγε αυτός, τη γλίτωσε. Κάναμε τέτοια σοβαρά πράγματα, να πούμε. Και τώρα να πούμε κάνα αστείο να γελάσουμε. Κάποτε έκανα τον κονφερασιέ στου Στελάκη, στα κουνέλια, ελέγαμε πολλά ανέκδοτα εκεί. Λέω κάποτε: «Ήτανε μια χήρα, μια γυναικούλα και είχε μια γίδα και την λέγανε Μαρίκα. Είχε φτιάξει μια παράγκα έξω», λέω, «στον κήπο της και την είχε μέσα τα βράδια, την έβανε την κατσίκα», λέω, «και απέναντι κάθονταν ένας εργένης. Και πήγαινε», λέω, «την κατσίκα και έβαζε», λέω, «το πουλί του σε μια τρύπα και πάενε η κατσίκα και το έγλυφε. Λοιπόν, η γυναίκα τον ανακάλυψε ότι κάνει αυτή τη δουλειά και πήρε μια τανάλια και πήγε από μέσα από την καμπίνα και μόλις έβγαλε, του την έπιασε με την τανάλια και άρχισε να την σφίγγει. Λοιπόν, αυτός φώναζε ωωωχ και έλεγε της...» –την κατσίκα τη λέγανε Μαρίκα– «Μαρίκα κάνε μπεεεεε, κάνε μπεεεε, για να ανοίξει το στόμα». Νόμιζε ότι ήταν η κατσίκα. Η άλλη έσφιγγε με την τανάλια συνέχεια. Α τι να σου πω ο κόσμος πέθανε από τα γέλια. 

Α.Κ.:

Αστεία!

Γ.Μ.:

Ναι. Μετά είχαμε πολλά, έχω σημειώσει εδώ ορισμένα. Ήτανε, ένας γάμος γινότανε και φωνάξανε ένα αντρόγυνο, νιόπαντρους. Επήγανε στον γάμο εκεί πέρα, ήταν ξαδέρφη της νύφης. Λοιπόν, η νύφη κάθε 10 λεπτά, 20, έλεγε: «Πάω για κατούρημα». Έβγαινε έξω και αργούσε να γυρίσει. Της λένε: «Δεν είναι σωστό», λέει, «να λες πάω για κατούρημα. Θα λες πάω έξω να πάρω λίγο αέρα και να κόψω ένα λουλουδάκι». «Καλά», λέει, «θα το λέω». Εβγήκε την πρώτη φορά, είπε: «Πάω να κόψω ένα λουλουδάκι». Εβγήκε τη δεύτερη, άργησε να πάει. Της λέει: «Καλά, τόση ώρα έκανες να κόψεις το λουλουδάκι;», « [01:10:00]Όχι έχεσα κιόλας!» Της είπανε, δεν είναι σωστό να λέει για κατούρημα και γυρίζει αυτή λέει: «Όχι, έχεσα κιόλας!» λέει.  Οι άλλοι, τους είχανε καλέσει σε ένα γάμο και πήγε ο γιος με την αδερφή του. Ε λέει: «Η μάνα σας, γιατί δεν ήρθε;»,  «άστα», λέει, «είναι άρρωστη»,λέει, «τι έχει η μητέρα σας;», λέει, «έχει βγάλει κάτι δοθιήνες στον πρωκτό», αλλά δεν ήξερε, τον ξέχασε τον πρωκτό και λέει: «Μωρή, πώς το λένε της μάνας σου τον κώλο;» Γέλια που λες και με αυτό… Επέθανε ένας, όχι μάλλον, είδε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στον παράδεισο, στον Άγιο Ανδρέα... στον Άγιο Πέτρο. Του λέει: «Τι ζητάς από εμένα εδώ;», «θέλω να μου δείξεις», λέει, «τις ψυχές». Τον πάει σε ένα δωμάτιο μέσα, ήταν τα καντηλάκια. Του λέει: «Τα βλέπεις αυτά τα καντηλάκια; Όταν σωθεί το λάδι», λέει, «πεθαίνει ο άνθρωπος». Λέει: «Μπορείς να με πας στο δικό μου;», «θα σε πάω», του λέει. Τον πάει στο δικό του, κοιτάει, είχε ένα δαχτυλάκι λάδι. Λέει: «Της γυναίκας μου ποιο είναι;», λέει, «το διπλανό», γεμάτο. «Ρε τη γαϊδούρα», λέει, «με έφαγε. Θα μείνει χήρα», λέει. «Δεν μου λες;», λέει, «τίνος είναι εκείνο το τάδε;» Και εβούταγε το δάχτυλό του από της γυναίκας του και έριχνε λάδι στο δικό του. Μια ανάποδη του ρίχνει και τον ξυπνάει. «Ρε γυναίκα», λέει, «γιατί με ξύπνησες;», λέει, «έβλεπα ένα όνειρο αυτό και αυτό και πολέμαγα να κλέψω λάδι», «τι λάδι ρε, που με τρέλανες στο κωλοδάχτυλο;» του λέει.  ‘Ήταν ένα καφενείο και είχε ένα παπαγάλο στο κλουβί όξω στην πόρτα του κρεμασμένο. Λοιπόν, ο παπαγάλος αυτός, όποιος πέρναγε τον κορόιδευε. Λοιπόν, πέρναγε ο χωροφύλακας, του λέει: «Ε ψιτ μπασκίνα, είμαι κομμουνιστής». «Κουμουνιστής;», του έλεγε. «Είμαι ρε, τι θέλεις;». Πάει λέει του αφεντικού μέσα: «Πες αυτού του παπαγάλου να σκάσει, γιατί θα τον πάρω να τον κλείσω μέσα», του λέει. «Ρε καπετάνιε», του λέει, «πουλάκι είναι ό,τι ακούει εδώ λέει. Κάτι κάνετε εδώ», λέει, «μιλάτε για κομμουνισμό», λέει, και «όχι» του λέει «το πουλί, εδώ συχνάζουν 1.012», λέει, «περνάει ο καθένας», λέει. Του λέει: «Αν το ξανακάνει, θα τον κλείσω μέσα». Τον πιάνει, λοιπόν, τον παπαγάλο την τρίτη φορά με το κλουβί και τον πάει στην αστυνομία. Είχανε ένα κοτέτσι με κότες και κοκόρια από πίσω. Του λέει του αστυνόμου: «Τον βλέπεις», του λέει, «δεν συμμορφώνεται, τρίτη φορά», «μπασκίνα», μου λέει, «είμαι κουμουνιστής». «Κλείστον στο κοτέτσι ρε», του λέει, ανοίγει το κλουβί, τον πετάει μέσα στο κοτέτσι. Ετοιμάζεται ένας κόκορας να τον βατέψει. Πιάνει τον τοίχο και του λέει: «Φύγε από εδώ ρε», του λέει, «εμένα με φέρανε για κομμουνιστή, δεν με φέρανε για πούστη εδώ». Ε λέμε και λίγα σόκιν.

Α.Κ.:

Εκεί στο εξωτερικό που ήσασταν, συνηθίζατε να κάνετε πλάκες;

Γ.Μ.:

Πολλές πλάκες, πολλές πλάκες, ήμουνα, είμαι ο γελωτοποιός της παρέας. Όπου παρέα και… Και... τι έκανα παρέα με γιατρούς, με μορφωμένους ανθρώπους. Τους άρουνε το τραγούδι, τους άρουνε και το καλαμπούρι που είχαμε. Δηλαδή εκεί ήταν τα ανέκδοτα, τα περισσότερα ήταν σόκιν. Άμα σου πω, που ξέρω 150 σόκιν που δεν λέγονται. Αλλά εκεί τους άρουναν, τα λέγανε και οι κυρίες, καθώς πρέπει ήτανε: «Πες μας κανένα καλό!»

Α.Κ.:

Πες μου, κυρ-Γιώργο τώρα, με ποιο αστείο εσύ έχεις γελάσει περισσότερο;

Γ.Μ.:

Με «τη Μαρίκα κάνε μπεεε».

Α.Κ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ κυρ-Γιώργο, ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα όσα μοιράστηκες μαζί μας.

Γ.Μ.:

Φαντάζομαι να μου δώκουνε μούντζες εκείνοι που θα τα ακούνε.

Α.Κ.:

Όχι, αλίμονο. Αλίμονο! Τέτοια πράγματα πρέπει να ακούγονται. Ευχαριστούμε πολύ!

Γ.Μ.:

Δεν βαριέσαι. Και εγώ, κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ!