Ο μαρκόνης
Ενότητα 1
Στη σχολή του Εμπορικού Ναυτικού
00:00:00 - 00:08:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Φύγαμε! Καλησπέρα σας! Θα μας πείτε το όνομά σας; Με λένε Τάσο Λάζαρη. Τέλεια! Είναι 19/08/2020, είμαστε στη Λευκάδα, εγώ ονομάζομαι Όλ…σα ένα από τα πέντε τμήματα των συμμαθητών μου, το πρωί αναφορά και, και… Όπως γίνεται σε μια στρατιωτική μονάδα. Αυτό… Και αυτό μου άρεσε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η απεργία και το πρώτο ταξίδι ως μαρκόνης
00:08:59 - 00:27:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάποια στιγμή στο δεύτερο έτος, και μιλάμε τώρα ότι φτάνουμε τον Γενάρη του 1978, πηγαίνω στο Μεγανήσι Λευκάδας μαζί με έναν συμμαθητή και φ…ως, μία ρωσική Zenit-Ε, την οποία την έχω ακόμα. Μια καταπληκτική φωτογραφική μηχανή. Τις ξέρεις τις φωτογραφικές μηχανές αυτές; Τις Zenit;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η δουλειά του ασυρματιστή και η ναυτική ζωή
00:27:26 - 00:47:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όχι. Είναι απίστευτη! Χέρι όλα. Και ξεκινάμε τη βάρδιά μας. Τι ήταν η βάρδιά μας λοιπόν; Η βάρδιά μας λοιπόν γίνεται… Στις τέσσερις ώρες τ…ράγματα. Μου ‘ρθανε έτσι αναμνήσεις ωραίες ας πούμε απ’ αυτά τα χρόνια. Ήταν όμορφα. Τέλεια! Σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ! Εγώ σας ευχαριστώ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Φύγαμε! Καλησπέρα σας! Θα μας πείτε το όνομά σας;
Με λένε Τάσο Λάζαρη.
Τέλεια! Είναι 19/08/2020, είμαστε στη Λευκάδα, εγώ ονομάζομαι Όλγα Σφέτσα, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Λάζαρη, θα μας πείτε έτσι λίγα πράγματα για σας; Από πού είστε, πού μεγαλώσατε και γενικά για το τι θα μας μιλήσετε σήμερα.
Γεννήθηκα στο χωριό Κατούνα της Λευκάδας το 1956. Ο πατέρας μου ήρθε αυτό που λέμε σώγαμπρος από ένα γειτονικό χωριό, από τα Λαζαράτα, εξού και το επώνυμό μας Λάζαρης. Άρα, εγώ θεωρούμαι λοιπόν Κατουνιώτης όχι Λαζαριάτης, γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κατούνα, όπου πήγα σχολείο και στη συνέχεια τελείωσα το γυμνάσιο, εξατάξιο τότε, το εξατάξιο γυμνάσιο στη Λευκάδα.
Στη συνέχεια;
Στη συνέχεια είναι… Συμβαίνουνε πολλά πράγματα. Κανονικά εγώ έπρεπε να τελειώσω το 1974 το γυμνάσιο, αλλά το τελείωσα το 1976. Έπεσα κι εγώ στην παγίδα ότι το παιδί είναι πάρα πολύ έξυπνο, αλλά δεν διαβάζει. Οπότε η πρώτη μου ιδιότητα, ικανότητα μάλλον, με κάλυψε πλήρως, οπότε το διάβασμα το άφησα για άλλους. Και είχα κι έναν επιπλέον λόγο για να αργήσω. Είχα κάτι φίλους από μικρότερες τάξεις που κάναμε παρέα και είπαμε να τελειώσουμε όλοι μαζί το σχολείο, οπότε τους περίμενα κι αυτούς κάνα δυο χρόνια να τελειώσουμε μαζί το ‘76.
Άρα, σχολείο πήγατε όμως και κατά τη διάρκεια της Χούντας εδώ στη Λευκάδα;
Ακριβώς! Ακριβώς! Κατά τη διάρκεια της Χούντας ήμουνα μαθητής γυμνασίου.
Αυτό πώς ήταν σαν εμπειρία;
Θυμάμαι κάτι πολύ συγκεκριμένο για τη Δικτατορία, έχω μία πολύ έντονη ανάμνηση. Την 21η Απριλίου του 1967 βρίσκομαι με τον πατέρα μου στα Γιάννενα την ημέρα αυτήν. Ο λόγος είναι διότι είχα αρρωστήσει, είχα μία αρρώστια την οποία δεν θυμάμαι τι ακριβώς, αλλά έπρεπε να νοσηλευτώ, να με δει κάποιος γιατρός στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Την παραμονή πήγαμε και μείναμε ένα βράδυ εκεί με τον πατέρα μου. Τότε, λοιπόν, εγώ είμαι ακριβώς 11 χρονών. Την άλλη μέρα γυρνώντας προς τη Λευκάδα θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λέει ο πατέρας μου: «Τι έγινε, ρε παιδιά; Πολύ στρατό βλέπω στον δρόμο!». Όντως υπήρχανε στον δρόμο από Γιάννενα μέχρι Λευκάδα πολλά στρατιωτικά αυτοκίνητα και κουβέντα στην κουβέντα στον δρόμο μάθαμε ότι έγινε σε εισαγωγικά η επανάσταση. Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, λοιπόν, είμαι μαθητής γυμνασίου. Τελείωσα ουσιαστικά όλο μου το… Όλην τη Δικτατορία ήμουνα μαθητής γυμνασίου.
Αυτό επηρέασε κάπως το σχολείο, εννοώ τους καθηγητές ή την καθημερινότητα γενικά στην επαρχία, στη Λευκάδα;
Καθόλου, καθόλου! Δεν πήραμε χαμπάρι τίποτα εμείς. Χριστό! Μόνο τα τελευταία χρόνια της Δικτατορίας, τον τελευταίο χρόνο μάλλον, από κάποιους φοιτητές ψαγμένους, χωριανούς μας που ήρθαν στο χωριό και μιλάγαμε, τότε καταλάβαμε ακριβώς τι εστί Χούντα, τι εστί Δικτατορία και όλα τα σχετικά. Γιατί και ο πατέρας μου παρόλο ότι ήταν αριστερός και κομμουνιστής, ήτανε κι αυτός σε μια κατάσταση ας πούμε που δεν μίλαγε κτλ., φοβότανε, καταλαβαίνεις τώρα. Δεν πειράχτηκε βέβαια, να λέμε και την αλήθεια, αλλά δεν μιλήσαμε και ποτέ για το καθεστώς. Πέρασε έτσι δηλαδή στο ντούκου όλη αυτή η ιστορία.
Ωραία! Άρα, τελειώνετε το σχολείο το ‘76–
Ναι.
Και τι υπάρχει στη συνέχεια;
Εδώ, λοιπόν, αρχίζουν τα ωραία! Ξεκινάω, λοιπόν, να αποκατασταθώ επαγγελματικά. Δεν είχα κάτι κατά νου, δεν με ενδιέφερε κάτι συγκεκριμένο. Δεν είχα βάλει κάναν συγκεκριμένο στόχο. Βέβαια εμένα εκείνο που με ενδιέφερε εκείνες τις εποχές ήτανε... Ασχολούμουνα πάρα πολύ με το ερασιτεχνικό θέατρο, τρελαινόμουνα με αυτά, να απαγγείλω ποιήματα σε σχολειά… Στο σχολείο δηλαδή να λέω ποιήματα. Γενικά μου άρεσε πάρα πολύ να κάνω τον κόσμο να διασκεδάζει. Αυτό με απασχολούσε, τίποτα άλλο. Αλλά μια κι έπρεπε να δώσω κάπου εξετάσεις ξεκίνησα να κάνω φροντιστήριο για να περάσω κι εγώ[00:05:00] μάλλον στο Μαθηματικό ή στο Οικονομικό, δεν θυμάμαι ακριβώς τι ήθελα απ’ τα δύο. Έλα όμως που ένα βράδυ πηγαίνοντας με τα πόδια από τη Λυγιά προς το χωριό μου, η Λυγιά παρεμπιπτόντως είναι το επίνειο της Κατούνας, μαζί με έναν συγχωριανό μου ο οποίος μόλις είχε ξεμπαρκάρει απ’ ένα βαπόρι, ήταν ναυτικός. Και στον δρόμο αρχίσαμε να μιλάμε για τη δουλειά του. Και κει, λοιπόν, μου ξεφουρνίζει το εξής, μου λέει: «Στα βαπόρια είναι πάρα πολύ ωραία! Και να σου πω -μου λέει-, Τάσο, αν είναι να πας να πας να γίνεις μαρκόνης», μου λέει. Του λέω: «Γιατί μαρκόνης;», μου λέει: «Γιατί ο μαρκόνης είναι αυτός -μου λέει- που δεν εργάζεται όταν το βαπόρι πιάνει λιμάνι». «Και γιατί δεν εργάζεται;», του λέω, «Διότι -μου λέει- βάσει νόμου και κανονισμού ο ασύρματος στα λιμάνια κλείνει. Οπότε έχεις απεριόριστο χρόνο να βλέπεις μέρη, να γυρνάς, να κάνεις, να ράνεις κι όλα τα σχετικά». Αυτό με ενθουσίασε. Οπότε την άλλη μέρα το πρωί σταματήσανε τα οικονομικά, σταματήσαν τα μαθηματικά και λέω στους γονείς μου: «Εγώ λέω θα γίνω Αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού», μου λέει: «Και τι θα κάνεις ακριβώς;», λέω: «Θα πάω να γίνω ασυρματιστής!». Δεν δίνω πουθενά αλλού, σε καμία άλλη σχολή και δίνω αποκλειστικά λοιπόν να περάσω στις δημόσιες σχολές Εμπορικού Ναυτικού τότε. Οι σχολές που ήτανε για ασυρματιστές ήταν τρεις: στην Πρέβεζα, στον Ασπρόπυργο και στη Ρόδο. Εγώ φυσικά για λόγους οικονομίας και να ‘μαι και κοντά και να μην επιβαρυνθεί η οικογένεια και διάλεξα την Πρέβεζα. Πέρασα με τη μία, αβλεπί. Πέρασα, λοιπόν, στη σχολή της Πρέβεζας. Εδώ, λοιπόν, αντιμετωπίζουμε ένα περίεργο καθεστώς. Οι σχολές αυτές είναι στρατιωτικοποιημένες, δηλαδή είναι σχολές στις οποίες είμαστε εσώκλειστοι, φοράμε στολές, λειτουργούμε κάτω από αυστηρά στρατιωτικό περιβάλλον. Δηλαδή έχουμε δύο σκέλη, από τη μια μεριά είναι τα μαθήματα για να μάθουμε τη δουλειά κι από την άλλη λειτουργούμε στρατιωτικά 100%. Με βαθμοφόρους, με λόχους, με, με, με, με, με... Εγώ, λοιπόν, εκείνη την εποχή είμαι... Εγώ, λοιπόν, εκείνη την εποχή είμαι… Έχω οργανωθεί στην Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας στη Λευκάδα, με έντονη δράση την οποία την ξέρουνε. Την ξέρουνε κι εδώ, την έχουνε μάθει και οι ειδήμονες στη σχολή της Πρέβεζας, οπότε μετά από καμία βδομάδα που είμαι μέσα με πλησιάζει ένας και εντός εισαγωγικών «μου την πέφτει». Μου λέει: «Λάζαρη, εδώ που ήρθες θα καθίσεις φρόνιμα όπως κατάλαβες». Τίποτε άλλο. Δεν έδωσα κι εγώ σημασία ιδιαίτερη σε αυτό. Πράγματι κάθισα φρόνιμα. Δεν είχα έναν σκοπό να κάνω κάτι, γιατί συγχρόνως αγάπησα πάρα πολύ αυτό που πήγα να κάνω, το λάτρεψα. Δηλαδή λάτρεψα αυτήν την ιστορία της επικοινωνίας, μου άρεσε πάρα πολύ. Στη συνέχεια βέβαια θα δείτε πόσο πιο ωραίο είναι παρακάτω. Όντως, λοιπόν, πέρασε ο πρώτος χρόνος. Σε σύνολο εκατόν είκοσι σπουδαστών η σειρά της κατάταξής μου ήτανε τέταρτος στη βαθμολογία με αποτέλεσμα λοιπόν λόγω βαθμολογίας να αποκτήσω στη στολή μου πάνω, γιατί φορούσαμε στολές κανονικά, δύο γαλόνια, που σημαίνει ότι ήμουνα τμηματάρχης. Δηλαδή από τα… Διοικούσα ένα από τα πέντε τμήματα των συμμαθητών μου, το πρωί αναφορά και, και… Όπως γίνεται σε μια στρατιωτική μονάδα. Αυτό… Και αυτό μου άρεσε.
Κάποια στιγμή στο δεύτερο έτος, και μιλάμε τώρα ότι φτάνουμε τον Γενάρη του 1978, πηγαίνω στο Μεγανήσι Λευκάδας μαζί με έναν συμμαθητή και φίλο μου να καθίσω δυο-τρεις μέρες κι εκεί πέφτει στα χέρια μας μια εφημερίδα η οποία λέγεται «Ναυτεργατική Συνδικαλιστική Κίνηση». Μια εφημερίδα η οποία απευθυνότανε στους ναυτεργάτες από την πλευρά της αριστεράς, το ΚΚΕ συγκεκριμένα. Και μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι συμφοιτητές μας ή συνσπουδαστές μας σε μια σχολή δημόσια Εμπορικού Ναυτικού στη Θεσσαλονίκη στη Νέα Μηχανιώνα βρίσκονται σε απεργία. Τότε η λέξη απεργία και μόνο που να την ξεστομίσουμε σήμαινε αποβολή, έφευγες ας πούμε. Συζητάμε εκεί με τον φίλο μου... Του λέω: «Ρε Αντρέα κάτι γίνεται εδώ πέρα. Δεν ξεκινάμ[00:10:00]ε κι εμείς κάτι;». Μου λέει: «Τι να ξεκινήσουμε;», «Να το πάμε κι εμείς -λέω- απεργία», «Και τι θα ζητάμε;» μου λέει, λέω: «Ό,τι ζητάνε κι αυτοί, οι συνάδελφοι», λέω. Ζητούσαμε, λοιπόν, αποστρατικοποίηση των σχολών και να ενταχθεί… Και να φύγει απ’ το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας που ανήκε και να πάει στο Υπουργείο Παιδείας. Λέει: «Αυτό είναι πολύ δύσκολο», λέω: «Το ξέρουμε ότι είναι δύσκολο, αλλά θα το κάνουμε». Με το που γυρνάμε, λοιπόν, μετά τα Χριστούγεννα στην Πρέβεζα έχουμε φτιάξει μια μικρή ομάδα εκεί πέρα, με πάρα πολλή προσοχή βέβαια και καθαρά 100% σε καθεστώς παρανομίας. Λειτουργούσαμε σε καθεστώς πλήρης παρανομίας, γιατί θα μας διώχναν αν ξέραν ότι λειτουργούμε μέσα από μια οργάνωση και δη κομματική. Μαζεύουμε, μαζεύουμε εκεί κάποια παιδιά, κάνουμε μια επιτροπή και λέμε να ξεκινήσουμε να κάνουμε μια απεργία. Απεργία η οποία θα ζητάμε αυτά, αυτά, αυτά, αυτά κι αυτά. Πιο πολύ βέβαια μας ενδιέφερε η αναβάθμιση των σπουδών μας και η κατάργηση της στρατικοποίησης. Έγινε ο μαύρος χαμός! Σχεδόν μπορούμε να πούμε ότι πλάκωσε το μισό Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας στην Πρέβεζα, μας απομονώσανε. Είχαμε τρομερή πίεση, διώξεις, απειλές και προσπαθούσαν να το σταματήσουν εκεί, γιατί υπήρχε… Φοβόντουσαν μη γίνει ντόμινο. Πράγματι, λοιπόν, σαν έσχατη λύση επιλέξανε να μας καλέσουνε στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας στον Πειραιά για να περάσουμε πειθαρχικό συμβούλιο. Εκεί κάναμε ένα λάθος και πήγαμε εμείς στον Πειραιά, αλλά την τελευταία στιγμή αποφασίσαμε να μην περάσουμε, να μην πάμε, με αποτέλεσμα μας διώξανε. Οπότε, λοιπόν, χάνουμε άλλη μια χρονιά ακόμα από τις σπουδές μας κι εκεί που ήμασταν να τελειώσουμε σε δύο χρόνια φεύγουμε και ξαναγυρνάμε και πάμε άλλον έναν τρίτο χρόνο ακόμα. Βέβαια τελείωσαν και τα γαλόνια, ξηλωθήκανε και οι στολές και τα παράσημα και όλα και ήμασταν πλέον απλοί σπουδαστές. Οπότε, λοιπόν, το 1979 με όλην αυτήν τη διαδικασία, με αυτήν… Η οποία είναι μια τεράστια ιστορία να τη διηγηθούμε όλη πώς ακριβώς έγινε, τελειώνουμε το ‘79 λοιπόν και παίρνουμε το πτυχίο του Δόκιμου Αξιωματικού Ασυρμάτου. Πρέπει εδώ να πούμε κάτι πολύ σημαντικό όμως, ότι στη διάρκεια από τον Γενάρη μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβρη που ξαναπήγαμε ξανά στο ίδιο έτος, εγώ πήγα στην Πάτρα και μέσω ενός φίλου μπαρκάρισα σε ένα πλοίο της γραμμής Πάτρα-Ιταλία. Ένα θρυλικό βαπόρι το οποίο αυτήν τη στιγμή δυστυχώς σαπίζει κάπου εκεί στην Ελευσίνα. Ένα μεγάλο, πασεντζέρικο, όπως τα λέγαμε εμείς τότε. Επιβατικό δηλαδή, γραμμής, το "Mediterranean Sky" της Karageorgis Lines. Όπου δουλεύω εκεί μία στο μπαρ, μία στη λάντζα, παντού κτλ. Πήγαινα και στον ασύρματο όμως και έκανα μια υποτυπώδη εκπαίδευση κτλ. Και αυτό θα το δω… Το λέω, γιατί στη συνέχεια με βοήθησε για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Αφού τελείωσα, λοιπόν, το καλοκαίρι του ‘79 και κατεβαίνω στον Πειραιά για να πιάσω δουλειά. Να φύγω… Είχα σκοπό να φύγω με τη μία όμως, ούτε καν δόκιμος. Ήθελα να πάω κατευθείαν σε βαπόρι υπεύθυνος ασυρματιστής. Μέσα σε ένα εμπορικό πλοίο να πάω κατευθείαν υπεύθυνος, που σημαίνει θα ‘μουνα μόνος μου, δεν θα υπήρχε άλλος να με βοηθήσει. Δεν θα ήμουνα δηλαδή αξιωματικός γέφυρας, που γέφυρα έχει πλοίαρχο, αντιπλοίαρχο. Εγώ θα ήμουνα μόνος μου κι έπρεπε να τα καταφέρω να διαχειρίζομαι την επικοινωνία του πλοίου. Και θα πούμε στη συνέχεια τι σημαίνει επικοινωνία. Πράγματι, λοιπόν, με πολύ κόπο βρίσκω μία εταιρεία. Η εταιρεία η οποία θα με έπαιρνε λεγότανε Aegis Shipping Company. Και παρεμπιπτόντως εδώ είναι και πάρα πολύ ωραίο, η εταιρεία λοιπόν αυτή ανήκε στην οικογένεια του Γιώργου Παπαλιού. Κι όταν λέμε το Παπαλιός εννοούμε τον παραγωγό των ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Και μετέπειτα, αν θυμάμαι καλά, ο Παπαλιός ήτανε και Πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου κι ασχολήθηκε γενικώς τώρα με όλα αυτά τα πράγματα. Δηλαδή… Και τότε θυμάμαι που κάποιοι συνάδελφοί μου ναυτεργάτες αυτό το λοιδορούσαν μέσα στην αγραμματοσύνη τους προφανώς και λέγανε: «Τι [00:15:00]κάνει τώρα ο Παπαλιός; Αντί να πάει να πάρει κάνα βαπόρι πάει και δίνει λεφτά και κάνει σινεμάδες», λέγανε στα βαπόρια μες στα σαλόνια. Πράγματι, λοιπόν, ετοιμάζομαι να μπαρκάρω με το "Aegis Cosmic", λεγόταν το βαπόρι. Ένα τριάντα πέντε περίπου χιλιάδες τόνους, καινούριο βαπόρι τύπου Santa Fe, όπως λεγόταν αυτά τα βαπόρια. Έλα όμως που το Υπουργείο δεν με άφηνε να φύγω, δεν μου έδινε άδεια να φύγω, διότι μου λέει: «Δεν έχεις εμπειρία. Πώς θα πας;», μου λέει, λέω: «Ήμουνα καλός, τα ξέρω καλά». Η εταιρεία ήθελε να με πάρει, γιατί τότε υπήρχε και μία σχετική έλλειψη σε πληρώματα. Λέω: «Ξέρω, έχω κάνει -λέω- και βάρδια!». «Πού έχεις κάνει βάρδιες που λες;». Αυτοί ξέρανε την ιστορία που μας είχανε διώξει. Με είχανε ρεπορταρισμένο. «Πού την έκανες;», λέω: «Το διάστημα από τον Μάρτη του ‘78 μέχρι το καλοκαίρι δούλευα λέω σαν δόκιμος στο "Mediterranean Sky" του Καραγιώργη και έκανα και βάρδιες στον ασύρματο». «Και πώς θα το αποδείξεις αυτό;», μου λένε στο Υπουργείο, λέω: «Θα προσπαθήσω!». Ερχόμαστε, λοιπόν, έναν χρόνο μετά. Ξεκινάω, λοιπόν, μαζί με έναν φίλο μου και το συζητάγαμε, να ‘ναι καλά ο Παντελής, και του το λέω. Μου λέει: «Πήγαινε στην Πάτρα». Πράγματι, λοιπόν, πηγαίνω στον Σταθμό Λαρίσης, βγάζω εισιτήριο, παίρνω το τρένο και ξεκινάω για την Πάτρα. Ξέρω τα δρομολόγια και ξέρω ότι το "Mediterranean Sky" τη μέρα που θα πήγαινα ήταν ήδη... Είχε έρθει με δρομολόγιο από την Ανκόνα στην Πάτρα. Παίρνω, λοιπόν, φτάνω στην Πάτρα, πηγαίνω στο βαπόρι. Για καλή μου τύχη είναι ακόμα ο ίδιος καπετάνιος, καλή του ώρα αν ζει, ο καπετάν Δημήτρης ο Λέντζος. Να ‘ναι καλά! Πηγαίνω πάνω, τον βρίσκω, του λέω: «Καπετάνιε;», με θυμήθηκε, ήμουνα πολύ καιρό, μου λέει: «Τάσο, τι κάνεις -μου λέει- εδώ;». Λέω: «Θέλω αυτήν την εξυπηρέτηση. Μπορείς να μου την κάνεις;», λέει: «Τι εξυπηρέτηση, παιδί μου;», μου λέει. Λέω: «Θέλω να μου δώσεις μια βεβαίωση ότι το εξάμηνο που ήμουνα εδώ στο βαπόρι, δύο-τρεις, όσες μπορείς ώρες την ημέρα έκανα βάρδιες στον ασύρματο», λέει: «Αμέ!». Πραγματικά λοιπόν, μου το υπογράφει, το παίρνω και φεύγω κατευθείαν στον Πειραιά. Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίνω στον υπεύθυνο πληρωμάτων της Aegis, του λέω: «Αυτό είναι, το πήρα. Πάμε -λέω- στο Υπουργείο τώρα να τους το τρίψουμε στη μούρη!». «Εντάξει -μου λέει-, μην ανησυχείς». Πήγε πραγματικά, μου δώσανε άδεια. Ίσως, ίσως, αν όχι ο μοναδικός, να ‘μασταν δύο ή τρεις ακόμη από τη γενιά μου που βγήκαμε που φύγαμε κατευθείαν σε φορτηγό ποντοπόρο πλοίο υπεύθυνοι ασυρματιστές. Αυτό έχω να το καυχιέμαι. Είμαι σε μια ηλικία που… Πρώτη φορά στην Αθήνα, πρώτη φορά στον Πειραιά, πρώτη φορά ξεκινάω την επαγγελματική μου δραστηριότητα και μου λέει ο υπεύθυνος, μου λέει: «Θα φύγεις αύριο και θα πας να παραλάβεις ένα βαπόρι και θα αντικαταστήσεις τον συνάδελφό σου -δεν θυμάμαι το όνομά του-, βρίσκεται στο λιμάνι Ναγκόγια της Ιαπωνίας». Εγώ είμαι 23 χρονών περίπου; 22-23. Πραγματικά έχω μια βαλίτσα, ό,τι μπορούσα να ‘χω μέσα. Μιλάμε για το καλοκαίρι, Αύγουστο του 1979. Μπαίνω, κατεβαίνω στον Πειραιά στην εταιρεία, λέω: «Μόνος μου;», λέει… Συνήθως τα πληρώματα, όταν φεύγανε πληρώματα, φεύγανε ένας, δύο, τρεις, πέντε μαζί. Μου λέει: «Μόνος σου θα πας!», λέω: «Πού;», μου λέει: «Στην Ιαπωνία». Με παίρνουνε, λοιπόν, από κει με ταξί, με πηγαίνουνε στο αεροδρόμιο στο Ελληνικό, με βάζουνε σε ένα αεροπλάνο και μου λένε: «Στην Ιαπωνία που θα φτάσεις στο Ναρίτα, το αεροδρόμιο του Τόκυο». Μετά από κάποιες ώρες, γιατί ενδιάμεσα είχαμε πιασίματα Ντουμπάι, Μπανγκόγκ και άλλο ένα αν θυμάμαι καλά, μετά από κάποιες ατελείωτες ώρες, με ένα Jumbo θυμάμαι. Τεράστιο αεροπλάνο που για πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα κάποια περίεργα φαγητά, δεν τα ‘χα φάει ποτέ εδώ στη Λευκάδα. Δεν τα ‘ξερα καν ποια είναι, κατάλαβες; Αυτά που σερβίρουνε[00:20:00] μέσα στα αεροπλάνα. Με μια κούραση τεράστια, με μια αμηχανία, με ένα άγχος. Και πραγματικά λοιπόν όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο, βγήκα από μια συγκεκριμένη πύλη, θυμάμαι να κρατάω τη βαλίτσα στο χέρι, μια βαλίτσα, τίποτα άλλο, αι με τα χαρτιά μου μέσα της δουλειάς και βλέπω έναν τύπο Γιαπωνέζο με ένα χαρτόνι που να γράφει «Λάζαρης ‘‘Aegis Cosmic’’». «Ώπα -λέω-, εδώ είμαστε!». Πάω κοντά, ήξερα κάτι Αγγλικά, όχι πολύ καλά όμως για να ‘μαι ειλικρινής. Αλλά για τη δουλειά μου αυτά που έπρεπε τα ήξερα. Με παίρνει, με πάει σε ένα πολύ ωραίο ξενοδοχείο στη… Στο Τόκιο και φαντάσου τώρα ένα παιδί που πρώτη φορά φεύγει απ’ το χωριό του και βγαίνει μόνο του σε ένα μπαλκόνι… Έπαθα πλάκα όταν είδα… Και μόνο το μπάνιο που είδα εκεί πέρα έπαθα ένα πολιτισμικό σοκ, έτσι; Μπάνιο, και βγαίνω στο μπαλκόνι κι είδα αυτό το πράγμα το ατελείωτο με τα φώτα σε μια άγνωστη χώρα και έπαθα… Έπαθα κάτι ας πούμε. Μου φέρανε φαγητό στο δωμάτιο, μου είπε τι θα κάνω, μου είπε: «Θα κάνεις το μπάνιο σου εκεί, θα ετοιμαστείς και το πρωί 08:00 η ώρα θα έρθω και θα σε πάρω από δω». Με παίρνει, λοιπόν, 08:00 η ώρα και με πηγαίνει στον κεντρικό σταθμό τρένων στη… Στο Τόκιο. Μου λέει: «Μετά από δύο ώρες ακριβώς θα φτάσεις στη Ναγκόγια. Από δω που θα βγεις, απ’ αυτήν την πόρτα -μου είπε-, που θα βγεις στην πύλη, εκεί θα μείνεις. Δεν θα μεταφερθείς καθόλου, γιατί εκεί θα σε περιμένει κάποιος». Μιλάμε εκείνη την εποχή ακόμα τα τρένα στην Ιαπωνία τρέχανε με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, έτσι; Είχανε ήδη προχωρήσει πάρα πολύ ας πούμε. Όντως λοιπόν, ξεκινήσαμε, μετά από δύο-δυόμιση ώρες περίπου φτάνω στην πόλη Ναγκόγια. Βγαίνω έξω, με ξαναπεριμένει πάλι κάποιος, το πρακτορείο της… Από το πλοίο, και με παίρνει και με πάει στο βαπόρι. Όταν έφτασα στο λιμάνι, Όλγα, και κοιτάζω στον ντόκο και βλέπω αυτό το θηρίο… Θηρίο, ένα μεγάλο φορτηγό βαπόρι, ένα υπέροχο βαπόρι κι έγραφε το όνομά του μπροστά "Aegis Cosmic" και λέω: «Α! Εδώ είναι! Εδώ θα δουλέψω!», είπα. Και… Παιδάκι, ε; Συγκινήθηκα. Με ‘πιασε έτσι μια τρεμούλα, ένα άγχος. Δεν ήξερα, ήμουνα δηλαδή σε μια κατάσταση περίεργη ας πούμε. Περάσαμε τον γκάγκουη. Γκάγκουη λέμε στα βαπόρια τη σκάλα που ανεβαίνουμε πάνω. Αυτήν την κλίμακα που πέφτει, αυτό λέγεται γκάγκουης. Ανεβήκαμε τον γκάγκουη. Θυμάμαι μας υποδέχτηκαν κάποιοι, ένα γεια μου είπαν εκεί πέρα, «γεια» έτσι αδιάφορο. Δεν.. Βλέπαν οι άνθρωποι, ναι… Βλέπαν έναν πιτσιρικά με μια βαλίτσα. «Ποιος είσαι εσύ, ρε φίλε;» ξέρω ‘γώ, λέω: «Εγώ είμαι -λέω-, ο μαρκόνης». Με κόβανε από δω, με κοιτάζανε από κει. Τέλος πάντων. Ανεβαίνω απάνω, με περίμενε ο συνάδερφος που θα ‘φευγε και συστηθήκαμε. Μου λέει: «Καλώς ήρθες! Είναι πολύ εύκολα -μου λέει-, είναι τα πράγματα κτλ.». Για καλή μου τύχη, για καλή μου τύχη, η συσκευή ασυρμάτου, το δωμάτιο ασυρμάτου, όλες οι συσκευές στις οποίες έπρεπε να δουλέψω, κι είναι πολλές, δεν είναι μία, για καλή μας τύχη ήταν ακριβώς η ίδια εταιρεία που είχαμε στη σχολή της Πρέβεζας, οπότε… Και άλλη να ‘τανε δεν θα ‘χα… Δυσκολευόμουν, αλλά ήταν κάτι το οποίο ήταν πιο οικείο, γιατί το είχα μάθει πάρα πολύ καλά εκεί. Μου λέει: «Θες να με ρωτήσεις κάτι;», του είπα κτλ. κάποια πράγματα για της δουλειάς μας. Βασικά εκείνο που με ενδιέφερε πιο πολύ απ’ όλα, γιατί ως γνωστόν ο μαρκόνης, ο ασυρματιστής στα βαπόρια εκείνη την εποχή είχε σχέση αποκλειστικά και μόνο με την ασφάλεια του πλοίου, πέρα από τον τομέα της επικοινωνίας, το οποίο θα σου πω σε λίγο τι ακριβώς σημαίνει επικοινωνία. Οπότε, λοιπόν, η πρώτη μου φροντίδα που ήτανε ήτανε να ενημερωθώ για το ταξίδι. Το ταξίδι το οποίο θα κάναμε λοιπόν, αυτό που θα ξεκινούσε την επόμενη κιόλας μέρα, θα φεύγαμε από τη Ναγκόγια και θα πηγαίναμε στο Βανκούβερ του Καναδά να φορτώσουμε χύμα φορτίο, αν θυμάμαι καλά σιτάρι, και να ξαναγυρίσουμε πάλι πίσω στην Ιαπωνία σε άλλο λιμάνι. Οπότε θα κάναμε, λοιπόν, ταξίδι Βόρειο Ειρηνικό. Η εποχή ήτανε καλή, παρ’ όλα αυτά όμως έπρεπε να κάνω έναν προγραμματισμό με μετεωρολογικούς σταθμούς για να μπορέσω να παίρνω τα δελτία καιρού. «Αυτό τώρα θέλω να μου πεις μόνο[00:25:00], ποιους θα ακούω κι από κει και πέρα τα άλλα θα τα βρούμε», του λέω. Μου είπε πραγματικά ο συνάδελφος. Μου λέει: «Μέχρι τη μέση θα παίρνεις δελτία καιρού από τους παράκτιους της Ιαπωνίας και από τη μέση, απ’ το 180 συγκεκριμένα…». Γιατί υπάρχει εκεί πέρα, σε αυτό το σημείο υπάρχει ο πρώτος μεσημβρινός που λέμε, το 180. Το 0 μάλλον είναι στο Γκρίνουιτς της Αγγλίας, το 180 είναι ακριβώς απ’ την πίσω πλευρά. «Μετά το 180, μου λέει, «Θα παίρνεις τα δελτία από την Αμερική, από το Σαν Φρανσίσκο». Του Λέω: «Εντάξει, πάει κι αυτά». Όταν λέμε δελτία όμως, τα δελτία τα παίρνουμε με μορσικό σήμα. Δηλαδή ο σταθμός εκπέμπει σήματα μορσικά και εμείς γράφουμε συνήθως και αποκρυπτογραφούμε. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα, έτσι; Όταν θέλουμε να πούμε ξέρω ‘γώ «Όλγα» και θέλουμε να το ακούσουμε μέσα από έναν πομπό ασύρματου ακούμε «Τα-τα-τα, τιραραρίπ, τάραριπ, τιρά». Αυτό είναι το όνομά σου, κατάλαβες; Είναι δηλαδή τελείες και παύλες. Κι εμείς λόγω της δουλειάς που… Και της εκπαίδευσης αυτά πλέον είναι σαν να μου τα… Να ακούμε δηλαδή ομιλία, παρόλο ότι ακούμε τελείες και παύλες. Αυτό με ενδιέφερε πιο πολύ, τα άλλα θα τα ‘βρισκα στην πορεία. Πράγματι λοιπόν, έχει φύγει ο συνάδελφος, έχω εγκατασταθεί στην καμπίνα μου, μια πάρα πολύ ωραία καμπίνα ψηλά. Πάντα ψηλά το δωμάτιο του ασυρματιστή. Είναι πιο ψηλά από όλα, είναι ακόμα πιο ψηλά κι από τον πλοίαρχο, διότι ο ασύρματος βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο δίπλα από τη γέφυρα και για λόγους ασφάλειας πρέπει αυτά τα δύο να επικοινωνούνε, να μην χρειάζεται να σε φωνάζει κάποιος για να πας πάνω. Ξεκινάμε, λοιπόν, το ταξίδι μας. Ξεκινάω το πρωί κανονικά τη βάρδιά μου στον ασύρματο. Ξεκινάω και παίρνω το πρώτο δελτίο καιρού, βρίσκω έναν καταπληκτικό άνθρωπο πλοίαρχο ο οποίος με συμπάθησε κι ήθελε να με βοηθήσει. Μου λέει: «Δεν θα αγχωθείς. Θα πάμε καλά -μου λέει-κι ό,τι χρειαστείς εδώ σε μένα, μην ακούς κανέναν!», μου είπε, γιατί ήξερε ότι θα ακούσω κάτι στη διάρκεια της πορείας. Μου λέει: «Μην ακούς τίποτα! Εμένα θα απευθύνεσαι», μου λέει ο καπετάν Δημήτρης, δεν θυμάμαι το επώνυμό του, ο οποίος μου χάρισε και μία φωτογραφική μηχανή παρεμπιπτόντως, μία ρωσική Zenit-Ε, την οποία την έχω ακόμα. Μια καταπληκτική φωτογραφική μηχανή. Τις ξέρεις τις φωτογραφικές μηχανές αυτές; Τις Zenit;
Όχι.
Είναι απίστευτη! Χέρι όλα. Και ξεκινάμε τη βάρδιά μας. Τι ήταν η βάρδιά μας λοιπόν; Η βάρδιά μας λοιπόν γίνεται… Στις τέσσερις ώρες το πρωί και τις τέσσερις ώρες το βράδυ κάνουμε μία συγκεκριμένη δουλειά. Ακούμε μέσα από έναν πομπό, μέσα από έναν δέκτη, ακόμη το τι συμβαίνει γύρω μας. Δηλαδή ποια βαπόρια καλούνε, ποιους καλούνε, τι θέλουνε. Βέβαια εκείνο που έχουμε πάντα εμείς κατά νου τότε ήταν ένα και μοναδικό, τα άλλα δεν μας ενδιαφέρανε. Να μην ακούσουμε αυτό το περιβόητο τρεις τελείες-τρεις παύλες-τρεις τελείες. Να μην ακούσουμε δηλαδή το SOS, το λεγόμενο SOS, το οποίο στον μορσικό τηλέγραφο ο ήχος είναι ο εξής «Του-του-του, το-το-το, του-του-του». Αυτό είναι λοιπόν σήμα κινδύνου, εντάξει; Αυτό δεν θέλαμε να ακούσουμε. Σημειώναμε, λοιπόν, ημερολόγιο τι ακούγαμε κτλ. Και ξεκινάμε, έχουμε πάρει τα δελτία καιρού μας. Εγώ πολύ αγχωμένος, πάρα πολύ στρεσαρισμένος. Πολύ, πολύ… Πολλή κούραση, πολύ στρες. Και τη δεύτερη μέρα, λοιπόν, έρχεται ο δεύτερος μηχανικός και μου λέει: «Τι έγινε, ρε μαρκόνη; Θα κάνουμε κάνα τηλεφωνάκι;», του λέω: «Μάστορα, βεβαίως!». «Πότε -μου λέει- το προγραμματίζεις;», λέω: «Με την πρώτη ευκαιρία θα σας ειδοποιήσω». Αμέσως, ψάρωμα. Τι είναι εδώ πέρα τώρα; Αυτό είναι το δεύτερο κομμάτι της δουλειάς μας. Η δουλειά μας είναι, λοιπόν, να έχουμε τον νου μας για την ασφάλεια του πλοίου και δεύτερον είναι να επικοινωνεί ο πλοίαρχος με την εταιρεία και συγχρόνως όμως και ο κόσμος με τις οικογένειές του, να μιλάει στο τηλέφωνο. Τότε δεν υπήρχαν δορυφόροι, δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, δεν υπήρχανε Smart. Τίποτα, όλα γινόντουσαν μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία. Εν ολίγοις ποια είναι αυτή η διαδικασία για να καταλάβεις, η οποία έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον παρεμπιπτόντως. Στη Λούτσα, στην περιοχή της Λούτσας στην Αθήνα, υπάρχει ένας παράκτιος σταθμός ο οποίος λέγεται «Αθήναι Ράδιο». Με αυτόν τον σταθμό, λοιπόν, επικοινωνούνε όλα τα βαπόρια όλου του κόσμου, και ξένα και Ελληνικά, στην Ελλάδα. Σε… Αντίστοιχοι παράκτιοι σταθμοί βέβαια υπάρχουνε εκατοντάδες διεσπαρμέ[00:30:00]νοι σε όλην την υδρόγειο, έτσι; Αφού δεν υπάρχουν δορυφόροι λοιπόν πρέπει η επικοινωνία με κάποιον τρόπο άλλον να γίνει. Η επικοινωνία αυτών γίνεται λοιπόν με έναν πομπό, όταν λέμε πομπό τύπου έναν ραδιοφωνικό πομπό κατά κάποιον τρόπο, ο οποίος λέγεται πομπός βραχέων κυμάτων. Εκεί, λοιπόν, σε μία πολύ υψηλή συχνότητα ανάλογα με την ώρα της ημέρας εμείς παίρνουμε ένα ακουστικό και κάνουμε μία κλήση και λέμε: «Αθήναι Ράδιο, εδώ το ‘‘Aegis Cosmic’’. Παρακαλώ πολύ θέλω μία σειρά για τηλέφωνο». Σε ακούει… Αν σε ακούσει, γιατί ενδέχεται να μη σε ακούσει εκείνη την ώρα, για άλλους λόγους που έχουνε σχέση με την ατμόσφαιρα, αν είναι μέρα εδώ, αν είναι νύχτα εκεί, πάρα πολλά πράγματα. Σου λέει: «Μάλιστα, σε ακούσαμε! Είσαι σειρά δέκα.», που σημαίνει θα μιλήσεις μετά από δέκα πλοία, οπότε είσαι κολλημένος εκεί. Πριν έρθει η σειρά σου, γύρω στο κάνα... Υπολογίζεις το δυο βαπόρια πριν, αμέσως ειδοποιείς το πλήρωμα όλο και βρίσκεται έξω στον διάδρομο και σου δίνει ο καθένας το τηλέφωνο που θέλει να επικοινωνήσει. Παρεμπιπτόντως, ο μαρκόνης στα βαπόρια έχει κι ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Εντός εισαγωγικών «ο κουτσομπόλης». Για ποιον λόγο; Γιατί άκουγε όλα τα τηλέφωνα όσων μιλάγαν εκείνη την ώρα με την Ελλάδα, με τις οικογένειές τους, με τις φιλενάδες τους, με τα παιδιά τους, με όλους. Οπότε, λοιπόν, συγκέντρωνα ολωνών τα τηλέφωνα σε μία λίστα. Κάποια στιγμή λοιπόν ερχότανε η ώρα και με κάλεσε … Και με καλούσε και μου λέει: «Είσαι έτοιμος!». Κι αρχίζω, λοιπόν, εγώ και του δίνω το κατεβατό. Του λέω: «Θέλω ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, δέκα». Αυτή η διαδικασία όμως είναι χρονοβόρα. Παίρνει ώρες, γιατί εκεί που ξεκινάς ενδέχεται να κοπεί η επικοινωνία, να χαθεί, οπότε ξαναπεριμένεις πάλι από την αρχή. Και οι άνθρωποι λοιπόν μιλούσαν με τις οικογένειές τους, ο ένας στο 180, ο άλλος στην Ελλάδα, μέρα-νύχτα, άλλες συνθήκες, καλοκαίρι-χειμώνας, εντάξει; Μέσα από ένα δωμάτιο μικρό ασυρμάτου στο βαπόρι. Αυτό ήτανε και η πρώτη μου... Να βγάλω και αυτό από πάνω μου το βάρος, δηλαδή αφού είχα κάνει όλα τα άλλα τα σχετικά, ήξερα πλέον να παίρνω τα δελτία μου, μπορούσα να στέλνω στην εταιρεία τα τηλεγραφήματα και να παίρνω του καπετάνιου. Τα τηλεγραφήματα, θα σου πω για τα τηλεγραφήματα, είναι μια άλλη διαδικασία. Έπρεπε κάποια στιγμή να τελειώσω και με αυτό, να κάνω και αυτό, να ολοκληρωθώ πλέον σαν επαγγελματίας. Το κατάφερα πλήρως και αυτό, κανονικότατα. Ήμουνα καλός σ’ αυτό που έκανα, όλοι ευχαριστημένοι, μιλήσανε με τα σπίτια τους και μπράβο και πολύ ωραία και λέω: «Μάγκες, τώρα την επόμενη βδομάδα. Μία φορά την εβδομάδα να το κάνουμε αυτό, δεν το κάνουμε κάθε μέρα. Δεν γίνεται, είναι δύσκολο». Και μετά από μία… Ταξίδι… Το πρώτο ταξίδι λοιπόν είναι αυτό. Είναι το πρώτο μου ταξίδι το οποίο ήτανε πολύ αγχώδες. Φτάσαμε στο Βανκούβερ του Καναδά.
Μετά από πόσες μέρες;
Το ταξίδι, αν θυμάμαι καλά, Ιαπωνία-Καναδάς εκείνη την εποχή πρέπει να ‘τανε γύρω στις δέκα μέρες, σχετικά μικρό, και συγκεκριμένα κάναμε όλον τον Βόρειο Ειρηνικό. Δηλαδή περάσαμε ακριβώς κάτω από τα Αλεούτια. Είναι τέρμα πάνω, πάγος. Να ‘χεις υπόψη σου ένα πράγμα, Όλγα, ότι έχουνε πολλοί την εντύπωση ότι ο συντομότερος δρόμος είναι η ευθεία. Στη θάλασσα είναι ακριβώς το αντίθετο, ο συντομότερος δρόμος είναι η καμπύλη. Λόγω του ότι η γη είναι στρογγυλή στα βαπόρια δεν πηγαίνουν ευθεία, πηγαίνουνε καμπυλωτά. Κάνουνε τόξο για να μικραίνει… Κατάλαβες πώς στο λέω αυτό; Πώς είναι στρογγυλό; Δεν πάμε έτσι, πάμε έτσι. Και με αποτέλεσμα κάναμε λοιπόν το λεγόμενο τόξο. Πάμε τόξο στον Βόρειο Ειρηνικό. Φτάσαμε στο Βανκούβερ, όπου καθίσαμε περίπου μία βδομάδα. Πήγαμε και στα ελληνικά στέκια, είδα κι εγώ καινούρια πράγματα στη ζωή μου πλέον, γιατί ήτανε η πρώτη μου επαφή πλέον με λιμάνι εδώ, έτσι; Αφού έχουμε ξεφύγει πλέον, τα ‘χουμε δει όλα, έχουμε μπαρκάρει, έχουμε μπει στο βαπόρι, έχουμε δουλέψει, κάναμε όλοι τη δουλειά μας που μας άρεσε και την αγαπάγαμε πολύ, πλέον αρχίζουμε και συμπεριφερόμαστε σαν ναυτικοί σε λιμάνι. Τι κάνουνε οι ναυτικοί στα λιμάνια λοιπόν; Συγκεκριμένα πράγματα, πηγαίνουμε σε κέντρα διασκέδασης, δεν ντρέπομαι να πω ότι όπως όλοι έτσι κι εγώ πήγα πάρα πολλές φορές σε εκδιδόμενες γυ[00:35:00]ναίκες. Δεν γινότανε διαφορετικά. Γνωρίσαμε… Πηγαίναμε σε Seamans Club και σε διάφορα άλλα στέκια, πίναμε, διασκεδάζαμε. Εντάξει, προσπαθούσαμε να περάσουμε όσο το δυνατόν καλά, γιατί το ταξίδι μέσα στη λαμαρίνα είναι πάρα πολύ... Αυτό είναι, λοιπόν, το πρώτο μου ταξίδι, η πρώτη μου εμπειρία με το επάγγελμα το οποίο το λάτρεψα και το αγάπησα πάρα πολύ. Και παρεμπιπτόντως, το έκανα... Ποτέ δεν το είδα σαν δουλειά, ποτέ. Ποτέ δεν ρώτησα τι λεφτά θα πάρω, ό,τι μου δίνανε έπαιρνα, αλλά είχα πάντα τη λαχτάρα όταν θα έβγαινα έξω, ερχόμουνα από ένα ταξίδι, πότε θα ξαναφύγω. Δεν κοίταζα ποτέ ποιο είναι το βαπόρι, δεν κοίταζα ποτέ πού πάει, απλώς ήθελα να είναι φορτηγό. Να μην είναι δηλαδή γκαζάδικο, δεξαμενόπλοιο, γιατί ήθελα να κάθομαι πολύ στα λιμάνια. Μ’ αρέσανε τα λιμάνια, πολλά λιμάνια. Και εκείνη είναι η εποχή λοιπόν που γνωρίζω και τον Καββαδία. Συναντιέμαι με τον Καββαδία ο οποίος, παρεμπιπτόντως, όπως ξέρεις είναι και συνάδελφος. Ήταν συνάδελφος, έτσι; Ασυρματιστής, μαρκόνης. Και τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύ πιο ωραία ας πούμε. Αφού μάθαμε και μιλούσαμε με τον Καββαδία. Αυτά για το πρώτο ταξίδι.
Εγώ ήθελα να σε ρωτήσω, καταρχάς σ’ αυτά τα καράβια το… Όταν λες για το πλήρωμα, πόσοι άνθρωποι ήταν εκεί; Και ήτανε Έλληνες;
Το πλήρωμα εκείνης της εποχής ήμασταν όλοι Έλληνες.
Ok.
Εκείνη την εποχή ήμασταν όλοι Έλληνες. Ένας μέσος όρος υπολόγιζε γύρω στα τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Μπορώ όμως να σου πω, αν σε ενδιαφέρει, πώς είναι η καθημερινή ζωή των ναυτικών μέσα σε ένα φορτηγό πλοίο.
Φυσικά!
Αυτό… Κι αυτό έχει πάρα πολύ–
Ναι.
Μεγάλο ενδιαφέρον, έτσι; Γιατί σου είπα μόνο για την επαγγελματική μου, δεν σου είπα τι κάνουμε εκεί μέσα.
Ναι.
Η ζωή, λοιπόν, των ναυτικών μέσα σε ένα φορτηγό πλοίο και τότε ακόμα και σήμερα, ανεξάρτητα αν σήμερα υπάρχουν Έλληνες ή αλλοδαποί κτλ., είναι… Κάνουνε οι άνθρωποι ακριβώς ό,τι κάνει ένας άνθρωπος στην ξηρά. Ακριβώς τα ίδια πράγματα με μια μικρή διαφορά, ότι όλα αυτά γίνονται μέσα σε έναν πολύ περιορισμένο χώρο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο καθένας έχει το σπίτι του, σημαίνει ότι ο καθένας έχει το μέρος που θα πάει να φάει, ο καθένας έχει το μέρος που θα πάει να διασκεδάσει κι όλα αυτά που κάνουμε έξω στη καθημερινή μας ζωή, με μια διαφορά. Τι σημαίνει αυτό; Το σπίτι μας είναι η καμπίνα μας, είναι ο χώρος ο αποκλειστικά δικός μας. Μένουμε μόνοι μας στις καμπίνες, δεν μένουμε με άλλους. Καθένας έχει τη δικιά του. Οι αξιωματικοί μένουνε στα πάνω διαμερίσματα σε πολύ μεγαλύτερες καμπίνες, σε μεγαλύτερες καμπίνες, σε πολύ πιο άνετες. Το κατώτερο πλήρωμα, κι όταν λέμε κατώτερο πλήρωμα εννοούμε από το ναύκληρο και κάτω. Το κατώτερο πλήρωμα είναι ο ναύκληρος ο οποίος είναι ο αρχηγός των ναυτών του καταστρώματος, είναι το κατώτερο προσωπικό μηχανής, είναι οι μάγειροι, είναι οι καμαρότοι, είναι οι σερβιτόροι κτλ. Εμείς, λοιπόν, είχαμε τον δικό μας σερβιτόρο. Οι αξιωματικοί τρώνε στην τραπεζαρία αξιωματικών, το πλήρωμα τρώει στην τραπεζαρία πληρώματος, χαμηλά κάτω, στα ύφαλα του πλοίου. Σαφής ο ταξικός διαχωρισμός, βέβαια μέχρι… Για άλλους λόγους που δεν έχει σημασία να εξηγήσουμε, είναι επιβεβλημένο στα βαπόρια αυτός, γιατί πρέπει να υπάρχει αυστηρή πειθαρχία, ειδάλλως θα… Έχει χαθεί το παιχνίδι. Ξυπνάγαμε όλοι το πρωί και πηγαίναμε 08:00 η ώρα στη δουλειά μας όλοι. Πηγαίναμε κανονικά στη δουλειά μας. Εγώ στον ασύρματο, ο καπετάνιος ή ο αξιωματικός βάρδιας στη γέφυρα, οι ναύτες στα καταστρώματα να κάνουνε δουλειές, να βάψουνε, να καθαρίσουνε, να πλύνουνε κτλ., οι μάγειροι να κάνουνε τα φαγητά τους κτλ. κτλ. κτλ. Οι μηχανικοί στη μηχανή για δουλειές κτλ. 10:00 η ώρα στα πλοία υπήρχε το λεγόμενο coffee time. Εκεί σταματάει κάθε εργασία εκτός από τις βάρδιες κι όλοι μαζεύονται πλέον στις τραπεζαρίες τους. Όχι στις τραπεζαρίες που τρώνε, δίπλα στο καπνιστήριο, στον χώρο κατά κάποιον τρόπο ψυχαγωγίας. Άλλο τραπεζαρία που τρώμε, άλλο χώρος ψυχαγωγίας. Λοιπόν, ο χώρος ψυχαγωγίας λοιπόν, να πιεις τον καφέ σου στις 10:00 η ώρα, σερβιρισμένος κανονικά με όλα τα κουλουράκια και τα νερά και τους καφέδες και σερβιρισμένα από το καμαροτάκι. Όχι καμαρότος, το καμαροτάκι. Το καμαροτάκι είναι ο… Αυτός ο οποίος είναι σερβιτόρος, ο οποίος σε σερβίρει και το μεσημέρι για να φας στο… Στην τραπεζαρία που κάθεσαι. Μεγαλεία σου λέω. Και 12:00 η ώρα τελειώνει η πρώτη βάρδια και μετά[00:40:00] τις 12:00 για μία συγκεκριμένη ώρα μπορείς να πας για φαγητό. Ή βρίσκεσαι μαζί με άλλους ή μόνος σου. Η ώρα είναι συγκεκριμένη όμως, δεν μπορεί όλην τη μέρα, έτσι; Γίνεται κανονικά σερβίρισμα φαγητού, φεύγεις κτλ. Το βράδυ συνεχίζεται μετά η εργασία κανονικότατα και σχολάν όλοι κανονικά στο οχτάωρο. Υπάρχει οχτάωρο, θα τελειώσουμε 16:00 η ώρα. Εκτός αν υπάρχει δουλειά εξτρά, οπότε αρχίζει πληρώνεται, αυτό που λέμε overtime. Με μας υπήρχε μια διαφορά. Εμείς κάναμε διαφορετική δουλειά. Εμείς κάναμε πρωινή και κάναμε και βραδινή βάρδια ενώ κάποιοι άλλοι κάνανε μία συνεχόμενη βάρδια εκτός απ’ αυτούς που… Της βάρδιας. Τάβλι! Τάβλι πολύ. Μία… Ξέχασα να σου πω ότι ένα απ’ τα καθήκοντα του μαρκόνη που έκανα εγώ και μου άρεσε κι αυτό πάρα πολύ ήταν ότι είχα αναλάβει και τον τομέα της ψυχαγωγίας κατά κάποιον τρόπο. Δηλαδή ήμουνα αυτός που… Ο οποίος έβαζε βιντεοκασέτες, βιντεοταινίες. Κανονικά βιντεοταινίες ας πούμε, βιντεοταινίες. Και επίσης, υπήρχε και μια άλλη ευκαιρία, πολύ σημαντική. Εμείς συνδέαμε κάποιες ώρες της ημέρας… Γιατί δεν μπορούσαμε όλην την ημέρα, έπρεπε να ‘ναι συγκεκριμένες οι ώρες. Συνδέαμε το… Κάποια μεγάφωνα που υπήρχανε μέσα στο βαπόρι με τον ραδιοφωνικό σταθμό βραχέων της Ελλάδας. τότε η ΕΡΤ υπήρχε… Υπάρχει κι ακόμα, η Σοφία τα θυμάται αυτά, «Η Φωνή της Ελλάδας». «Η Φωνή της Ελλάδας» εξέπεμπε σε βραχέα κύματα για όλους τους ξένους, ναυτικούς, ξένες χώρες κτλ. και είχε ζώνες συγκεκριμένες ώρες που… Για κάθε περιοχή, για να ακούγεται, έτσι; Κι ακούγαμε και από εκεί ελληνικό ραδιόφωνο σε πληροφορώ. Κανονικότατα, ελληνικό ραδιόφωνο. Το… Τώρα Πρώτο; Ποιο πρόγραμμα δεν θυμάμαι. Τρίτο; Τέταρτο πρόγραμμα; Δεν θυμάμαι ποιο ήταν εν πάση περιπτώσει. Και αυτό. Αφού τελειώναμε τις ψυχαγωγίες, αυτά, ο κόσμος πήγαινε και στο κρεβάτι του ή διάβαζε ή άκουγε μουσική ή έπινε. Ό,τι έβρισκε ο καθένας έπινε εν πάση περιπτώσει. Αυτά.
Ανέφερες πριν ότι σε συμπάθησε πολύ ο καπετάνιος κι ότι άκουσες κάτι. Τι ήταν αυτό που άκουσες και...;
Δεν άκουσα κάτι. Ήθελα να σου πω το εξής, ότι ήμουνα προετοιμασμένος ότι θα δεχτώ ένα τύπου bullying σαν καινούριος και «ποιος εσύ τώρα ο ψάρακλας που θα μας πεις εμάς πότε θα πάρουμε τηλέφωνο; Εμείς παίρνουμε…». Καταλαβαίνεις τώρα, από τους παλαιότερους ας πούμε που ‘τανε και στελέχη της εταιρείας. Αυτό εννοώ ότι με προστάτευσε.
Ναι, ok.
Μου λέει: «Εσύ θα κάνεις τη δουλειά σου κανονικά κι άσε τους άλλους να λένε», γιατί στην αρχή το ένιωσα αυτό. Κατάλαβες; Λίγο την πίεση ότι «εδώ πέρα κοίταξε να δεις τώρα, δεν είναι αυτό». Αλλά τα πράγματα τα βάλαμε στη θέση τους. Αυτό.
Έμεινες πολλά χρόνια σε αυτήν τη δουλειά;
Οχτώ.
Οχτώ χρόνια. Άρα, και αυτό σήμαινε ένα ταξίδι τον χρόνο ή ήταν και παραπάνω;
Όχι.
Όχι.
Μερικές φορές και δύο φορές. Μερικές φορές και δύο. Αρκετά, γύρω στα δεκαπέντε βαπόρια σύνολο.
Και για ποιον λόγο σταμάτησες;
Σταμάτησα, διότι παντρεύτηκα και θεώρησα ότι απ’ τη στιγμή που θα ‘ρθει το παιδί μου λέω ας το σταματήσω. Αυτό, λοιπόν, το σταμάτησα το 1987 περίπου, ‘87 σταμάτησα, και άρχισα να δουλεύω πολλές δουλειές. Και θα πούμε και μία μικρή συνέχεια πάλι με βαπόρια μετά. Μία απ’ τις δουλειές που πρωτοέκανα ήταν να δουλέψω και στο Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων στο… Στη Ραφήνα, στο Κέντρο Σωματικής Αποτοξίνωσης. Ήταν ένα πρόγραμμα της ΙΘΑΚΗΣ. Και μετά διάφορες δουλειές όπου κάποια στιγμή, λοιπόν, το 1990, συγγνώμη, το 1991, χτυπάει ένα τηλέφωνο και λέει: «Γεια σας!». «Γεια σας!», λέω. Εγώ εκείνη την εποχή εργάζομαι στου Ψυρρή και είμαι προϊστάμενος σε έναν συνεταιρισμό δερματίνων ειδών και ειδών ταξιδιού, πιάσ’ το αβγό και κούρεψ’ το, και μου λένε: «Γεια σας! Είμαστε από τις ‘‘Μινωικές Γραμμές’’. Είχατε κάνει μία αίτηση στην εταιρεία μας...». Είχα ξεχάσει και πότε είχα κάνει αίτηση εγώ. Μετά διαπίστωσα ότι είχα κάνει γύρω στα εφτά με οχτώ χρόνια πίσω. Και μου λένε: «Μπορείτε να ‘ρθειτε να ταξιδέψετε μαζί μας». Ακτοπλοΐα όμως, δηλαδή «Μινωικές Γραμμές», Πάτρα-Ανκόνα-Ιταλία. Και δουλεύω λοιπόν στου… Ήδη δουλεύω… Έχω… Πλέον δουλεύω καλά ας πούμε. Λέω: «Θα ‘ρθω!». Πά[00:45:00]ω στο σπίτι στη γυναίκα μου. Λέω... «Πού πας;». Λέω: «Πάω να μπαρκάρω!». «Πού θα μπαρκάρεις;», μου λέει, λέω: «Στις ‘‘Μινωικές Γραμμές’’». «Και τι θα κάνεις -μου λέει- εκεί πέρα;». «Τίποτα, μωρέ. Έναν μήνα θα πάω και θα γυρίσω», λέω, «Έτσι. Τι έγινε;». Πάω στη δουλειά, στον διευθυντή, του λέω: «Θα μου δώσεις έναν μήνα άδεια κανονική. Είναι και κάτι αποδοχές», του λέω. «Τι θα κάνεις;», μου λέει. Ήτανε μήνας Μάης. «Μάη μήνα πού θα πας;», μου λέει. «Τίποτα -λέω-, θα πάω να μπαρκάρω», λέω. «Έννα μήνα -μου λέει- πού;». «Θα δεις!», του λέω. Και ξεκινάω λοιπόν, Όλγα, ξανά από την αρχή και ξανακατεβαίνω στον Πειραιά και να ανανεώσω το φυλλάδιο και ξαναπερνάω από γιατρούς και ξαναπερνάω από τις… Από τα μαγαζιά που ‘χανε τις ναυτικές στολές, να μου ξαναπαίρνουνε πάλι μέτρα, γιατί έπρεπε να φοράμε και στολή εκεί, δεν ήταν όπως στα φορτηγά. Στα ποστάλια θέλει... Ξέρεις. Και μπαίνω, λοιπόν, και δουλεύω έναν μήνα στις «Μινωικές» το 1991 και είμαι τώρα στη φάση, λέω: «Να μείνω ή να φύγω; Να μείνω εδώ ή να φύγω;». Κι έφυγα. Δεν ξέρω αν έκανα καλά τελικά ας πούμε.
Φιλίες απ’ όλα αυτά τα χρόνια στα καράβια έχεις κρατήσει;
Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Πολύ λίγες, χανόμασταν. Χανόμασταν. Δηλαδή πάρα πάρα πολύ λίγες έως ελάχιστες. Τώρα πια δεν θυμάμαι… Μπορώ να σου πω δεν θυμάμαι και κανέναν πια, τους έχω ξεχάσει όλους. Έχουν περάσει πολλά χρόνια ας πούμε.
Και τώρα είσαι στη Λευκάδα όμως ξανά.
Τώρα είμαι στη Λευκάδα ξανά και κάνω μια δουλειά που την έχω ξανακάνει στην Αθήνα γύρω στο ‘90, όταν δούλευα σε έναν εκδοτικό οίκο, εκδόσεις Νεφέλη. Γιάννης Δουβίτσας, Καρσάνος, Λευκαδίτης, πολύ καλός εκδοτικός οίκος. Και τα βιβλία πάντα μου αρέσανε και τώρα έχω γίνει βιβλιοπώλης.
Τέλεια!
Και μετά από πάρα πάρα πάρα πολλά άλλα πράγματα ας πούμε.
Έχεις να προσθέσεις κάτι τελευταίο στη συνέντευξή σου;
Όχι.
Όχι.
Νομίζω ότι... Πέρασα καλά και θυμήθηκα πολλά πράγματα. Μου ‘ρθανε έτσι αναμνήσεις ωραίες ας πούμε απ’ αυτά τα χρόνια. Ήταν όμορφα.
Τέλεια! Σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Εγώ σας ευχαριστώ!
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Τάσος Λάζαρης αφηγείται πώς αποφάσισε να γίνει μαρκόνης στο Εμπορικό Ναυτικό αλλά και το πώς εν τέλει το κατάφερε ήδη στα 23 του χρόνια. Εξιστορεί το πρώτο του ταξίδι από τη Ναγκόγια της Ιαπωνίας στο Βανκούβερ του Καναδά και μοιράζεται τις εμπειρίες του αλλά και μικρές στιγμές της καθημερινότητάς του μέσα στο βαπόρι.
Αφηγητές/τριες
Αναστάσιος Λάζαρης
Ερευνητές/τριες
Όλγα Σφέτσα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/08/2020
Διάρκεια
47'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Τάσος Λάζαρης αφηγείται πώς αποφάσισε να γίνει μαρκόνης στο Εμπορικό Ναυτικό αλλά και το πώς εν τέλει το κατάφερε ήδη στα 23 του χρόνια. Εξιστορεί το πρώτο του ταξίδι από τη Ναγκόγια της Ιαπωνίας στο Βανκούβερ του Καναδά και μοιράζεται τις εμπειρίες του αλλά και μικρές στιγμές της καθημερινότητάς του μέσα στο βαπόρι.
Αφηγητές/τριες
Αναστάσιος Λάζαρης
Ερευνητές/τριες
Όλγα Σφέτσα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/08/2020
Διάρκεια
47'