© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ζώντας μέσα και γύρω από τη δράση της Ε.Ο.Κ.Α.

Κωδικός Ιστορίας
15967
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αντρούλλα "Ψευδώνυμο" (Αντρούλλα )
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/01/2020
Ερευνητής/τρια
Γιώργος Προδρόμου (Γ.Π.)
Γ.Π.:

[00:00:00]Ονομάζομαι Γιώργος Προδρόμου, είμαι ερευνητής στο Istorima και έχουμε 3 Ιανουαρίου του 2020. Και πού γεννήθηκες; Σε ποια–

Αντρούλλα :

Εγώ στην Κλήρου.

Γ.Π.:

Στην Κλήρου, Επαρχία Λευκωσίας;

Αντρούλλα :

Ναι, Επαρχία Λευκωσίας.

Γ.Π.:

Ημερομηνία;

Αντρούλλα :

Τέσσερις Φεβρουαρίου το ’35.

Γ.Π.:

Το ’35. Ναι.

Αντρούλλα :

Ναι.

Γ.Π.:

Και παντρεύτηκες;

Αντρούλλα :

Και παντρεύτηκα 2 του Γενάρη το ’55.

Γ.Π.:

Ωραία. Το ’55, όταν ξεκίνησεν η Ε.Ο.Κ.Α. δηλαδή.

Αντρούλλα :

Ναι.

Γ.Π.:

Ωραία. Και έμενες στην Κλήρου, ε;

Αντρούλλα :

Επαντρευτήκαμε, εφύαμε από την Κλήρου και πήαμε στην Γυαλιά.

Γ.Π.:

Στην Γυαλιά, στην Πάφο.

Αντρούλλα :

Όι. Επήαμε στον Πολύστυπο, μετά που εφύαμε από την Γυαλία ήρταμε στην Κλήρου, επαντρευτήκαμε και εμείναμε, εμέναμε εις τον Πολύστυπο τότε. Κι άρχισεν ο αγώνας.

Γ.Π.:

Που εργάζετουν ο–

Αντρούλλα :

Ο παππούς σου δάσκαλος τότε.

Γ.Π.:

Ωραία, ωραία, ωραία. Θες να μου πεις την ιστορία… Ωραία.

Αντρούλλα :

Ναι–

Γ.Π.:

Εσύ έμενες στο σπίτι στον Πολύστυπο.

Αντρούλλα :

Εγώ έμενα σπίτι, ήμουν νοικοκυρά. Όταν έρκουνταν οι αντάρτες επεριποιούμουν τους, εμαγείρευκά τους, άμα εχρειάζουνταν κάτι εβοήθουν κάτι, ας πούμε, αν χρειάζουνταν να τους ράψω ένα κουμπί, να τους κάμω, να τους ράψω εγώ μια κάλτσα, ένα… τούτα.

Γ.Π.:

Ναι.

Αντρούλλα :

Όταν αποφασίσαν η ομάδα να κάμουν τούντην ανατίναξη εις τον Πολύστυπο, ότι ήταν να περάσουν τρία αυτοκίνητα Εγγλέζοι, και κανονίσαν ο παππούς σου με μιαν ομάδα αντάρτες να ανατινάξουν τούντα αυτοκίνητα. Και εκαταφέραν τα, ανατιναχτήκαν τα δύο, το τρίτο δεν ανατινάχτηκε, εγλίτωσε. Όταν εφύαν τα, όταν επέσαν τα δύο κάτω από τον γκρεμό, το ένα που εγλίτωσε εσταμάτησε, κατεβήκαν από μέσα οι Εγγλέζοι σαν θηρία, όπως άγρια θηρία που γυρεύουν να κατασπαράξουν αθρώπους, να φαν κάτι. Άγριοι, άγριοι. Φωνάζαν, ετσιριλούσαν, είχαν όπλα, επυροβολούσαν εις τον αέρα συνέχεια. Ο παππούς σου τότε ήρτε λαλεί μου: «Ξέρεις κάτι;». «Τι;». «Μες στο σπίτι μας εμείς έχουμε κάτι φυλλάδια, προκηρύξεις. Που για κανέναν λόγο τούτες οι προκηρύξεις δεν πρέπει να καταστραφούν». «Ε, τι να κάμουμε;». Κείνο που έκαμε ο παππούς σου πριν γίνει ανατίναξη, εξηπόραψε από κάτω την καρέκλα κι έβαλέν τα μέσα κι εξανάραψέ την. Όμως, όταν είδεν τους Εγγλέζους με τι λύσσα εξεκινήσαν κι εχτυπούσαν πόρτες, εγυρεύκαν αθρώπους, εφοβήθηκεν.

Γ.Π.:

Μπαίναν στα σπίτια, ναι.

Αντρούλλα :

Ότι μπορούσε να γυρίζαν την καρέκλα και φοήθηκε. Λέω του εγώ: «Ξέρεις, να τα πιάσεις και να τα ρίξεις μες στο αποχωρητήριο», διότι τότε η τουαλέτα μας δεν ήταν όπως είναι τώρα με κάθισμα, ήταν–

Γ.Π.:

Τρύπα.

Αντρούλλα :

Τρύπα. «Να τα ρίξεις». «Όι» λέει μου, «δεν γίνεται για κανένα λόγο, τούντα πράματα δεν πρέπει να χαθούν». «Ε, τι να κάμουμεν;». «Εν τω μεταξύ, κι εγώ, κι αν τα εύρουν σπίτι μας τούτα θα με σκοτώσουν. Να με συλλάβουν, να με πάρουν στις Πλάτρες, να με βασανίσουν, κι όι μόνο εμένα, κι εσέναν ακόμα. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει». «Τι τρόπος;». «Να πάεις εσύ» λέει μου, «να τα πάρεις να τα χώσεις». «Μα εγώ;», ξέρεις, εγώ ήμουν φοητσιασμένη, να βλέπω να πηγαίνουν, να ’ρκουνται μπροστά απ’ το σπίτι μας οι Εγγλέζοι, [00:05:00]να πυροβολούν. Λέει μου: «Εσένα δεν θα σου κάμουν τίποτε, να πιάσεις το μωρό», τον Άντη, ο οποίος δεν επερπάτουν τότε...

Γ.Π.:

Τον γιο σου. Ναι.

Αντρούλλα :

Ναι. «Να τον τυλίξεις» ήταν χειμώνας, έβρεχεν κιόλας «και να κατεβείς κάτω», το σπίτι που εμέναμεν εμείς ήταν τριώροφο. Δηλαδή το σπίτι που εμέναμε πάνω ήταν ισόγειο, είχε τον δρόμο και ήταν ισόγειο, αλλά η πίσω πλευρά του ήταν τριώροφο, έτσι ήταν μες στα βουνά, από τη μια εχτίζαν τα και ήταν ο δρόμος, πίσω όμως κόβαν το βουνό και ήταν γκρεμός, ήταν τριώροφο πίσω το σπίτι. «Να κατεβείς κάτω» λέει μου «και να τα χώσεις κάπου, όπου εύρεις».

Γ.Π.:

Να τα κρύψεις.

Αντρούλλα :

Να τα κρύψεις, ναι. Εγώ από τον φόο μου ότι είπε μου ότι θα τονε σκοτώσουν τι ήταν να κάμω άλλο; Αποφάσισα να πάω να τα πάρω να τα χώσω. Ήταν δυο δέματα στρογγύλα έτσι, τυλιγμένα με λαστιχούδι, δεμένα. Και έπιασά τα εγώ, εκατέβηκα κάτω, στην αυλή κάτω που είχεν το σπίτι, ήταν τριώροφο, κάτω όμως είχεν αυλή. Κατέβηκα κάτω στην αυλή και μέσα οι, τούτοι που είχαν το σπίτι, οι ιδιοκτήτες του σπιτιού, κάτω είχαν αποθήκες που έβαλαν τα γεωργικά εργαλεία τους, που δουλεύαν στα χωράφια. Άνοιξα εγώ μιαν αποθήκη που ήταν ανοιχτά, άνοιξα μιαν αποθήκη, έπιασα ένα σκαλιστήρι, ετσάπισα μες στην αυλή, έβρεχε κιόλας, και έσκαψα, έβαλά τα μέσα, το μωρό εν τω μεταξύ έκατσά το μέσα στην αποθήκη. Εβγήκα έξω, έσκαψα με το σκαλιστήρι, έβαλά τα και έβαλα χώμα από πάνω κι έχωσά τα, κι είχε και δέματα που κλαδεύαν τα αμπέλια κι έπιασα, έτσι, δέματα κι ετοποθέτησά τα από πάνω, ούτε εφαίνετουν ότι κάτι έκαμες εκειαμέ, διότι έβρεχε που τη μια, που την άλλη έβαλα τα ξερά τα κλαδιά πάνω. Και έπιασα το μωρό κι ανέβηκα πάνω. Εν τω μεταξύ, όμως, κάτω, μες στην αυλή, είχε σπίτι, ήταν το σπίτι του αδερφού της νοικοκυράς μας.

Γ.Π.:

Πώς ελέγετουν;

Αντρούλλα :

Παρθενής. Ο οποίος ήταν και κουμπάρος μου, διότι που παντρεύτηκε μπήκα κουμέρα εγώ, κι ελάλεν μου «κουμέρα». Τούτος ο Παρθενής είδε με από το παράθυρο που έσκαψα και κάτι έχωσα. Όταν έφυγα εγώ κι ανέβηκα πάνω, εφοήθηκεν τούτος ότι μπορούσε να τα εύρουν κι ήτανε απειλή του κείνη. Και όταν τα εβρίσκαν μες στην αυλήν του ήταν να τον ενοχοποιήσουν. Εφοήθηκε τούτο κι επήγε κι έφκαλέν τα. Εν τω μεταξύ, όμως, φοβητσιασμένος τούτος, από τον φόον του έσκαψε, ηύρεν τα, σαστισμένος όπως ήταν αντί να πάρει τα δύο δέματα πήρε μόνον το ένα. Το άλλον το δέμα άφηκέν το από πάνω κι εφαίνετουν. Έπιασε το ένα δέμα κι επήε δίπλα, είχε γεφύρι, κι έσκαψεν από κάτω στο γεφύρι κι έβαλέν το. Ήρταν οι Εγγλέζοι, άρχισαν έρευνες, εφέραν σκύλους, κάμαν, γύρω όλο το χωριό. Επήγαν σε κείνο τον τόπον κιαμέ, πήραν τους [00:10:00]σκύλους και ηύραν τα κείνα τα, το ένα δέμα. Όμως, κείνο το δέμα ήταν τα σπουδαία, ας πούμε. Το άλλο που δεν ήταν τίποτε σοβαρό, ήταν φυλλάδια, επήρεν το κι έχωσέν το αλλού κείνο. Όταν το ηύραν τούντο δέμα οι Εγγλέζοι εγινήκαν θηρία, άγρια θηρία. Ήρταν, εσυλλάβαν και τον παππού σου και τον άλλον τον δάσκαλον που ήταν και τούτον τον Παρθενή. Επήραν τους εις τις Πλάτρες. Όμως, σε δυο-τρεις μέρες τον παππού σου και τον άλλον, τον δάσκαλο, και μερικούς άλλους αφήκαν τους. Τούτον, όμως, τον Παρθενή δεν τον αφήκαν. Έκαμεν έξι μήνες εις τις Πλάτρες. Εκάμαν τον άχρηστο, αφού που ήρτε δεν άκουε, τα αυτιά του εχτυπήσαν τον και εκούφανε.

Γ.Π.:

Ναι.

Αντρούλλα :

Και εδέρναν τον συνέχεια, βασανίσαν τον, και σκέψου, Γιώργο μου, εμείς να ξέρουμε, εγώ κι ο παππούς σου ότι τούτος ο Παρθενής, συλλάβαν τον Παρθενή ότι είδαμε ότι ήταν, εσκάψαν κι ηύραν τα εκείνα τα πράματα, και νομίζαμε ότι να μολογήσει, να πει ποιος τα έβαλε, τόσα βασανιστήρια που του εκάμαν, θα έλεγεν ότι: «Είναι ο τάδε που τα έβαλε». Κι ήξερε ότι ο παππούς σου ήταν μες στον αγώνα, γιατί κι εκείνος κάποτε, άμα χρειάζετουν κάτι, εύκολο πράμα, ο παππούς σου εβοήθαν τούτος ο Παρθενής. Κι ενομίζαμε άμα ακουάμε την πόρτα νομίζαμε είναι Εγγλέζοι και να ’ρτουν να συλλάβουν τον παππού σου! Αφού δέρναν τον, σπάσαν τον, σπάσαν του τα κόκαλα να τους πει: «Ποιος έχει το ψευδώνυμον Πάρις;», έγραφέν το μέσα το «Πάρις».

Γ.Π.:

Τελικά ομολόγησε;

Αντρούλλα :

Τίποτε. Τίποτε. Επεράσαν έξι μήνες κι αφήκαν τον. Αφήκαν τον κι όταν ήρτε σπίτι του εφώναξέ του ο παππούς σου να ’ρτει πάνω, «έλα πάνω» λαλεί του Παρθενή «να μιλήσουμε». «Εντάξει, κύριε Γιώργο, να ’ρτω», ήρτε ο καημένος. Κι είπε του Παρθενή, λαλεί του: «Να σου πω το ήμαρτό μου, είναι η κουμέρα σου που φταίει, έδωκά της κάτι προκηρύξεις», ξέρω γω, «να πάει να τα χώσει και δεν τα έχωσε καλά, εκείαμε που τα έβαλε ηύραν τα οι Εγγλέζοι» λαλεί του «και έφταιξες εσύ». Λέει κείνος ο Παρθενής: «Όχι, κύριε Γιώργο, δεν είναι η κουμέρα μου που φταίει, είναι εγώ που φταίω». «Γιατί» λαλεί του «φταίεις εσύ;». «Γιατί εγώ είδα την που τα έχωσε κι επήα κι έφκαλά τα από εκεί». «Και πού τα επήρες;». «Επήρα τα κι έχωσά τα από κάτ’ στο γεφύρι» λαλεί. «Έπαρ’ με» λαλεί του ο παππούς σου, «να δούμε ηύραν τα;». Επήρεν τον κι ήταν κειαμέ. Δεν τα ηύρασιν. Τούτο ήταν πολύ. Διότι ενομίζαμε εμείς ότι θα εμολόγαν, αποκλείετουν να αντέξει άθρωπος τόσα βάσανα και να μη μολογήσει, να ξέρει ποιος τα έβαλε.

Γ.Π.:

Τι άλλη ιστορία από την Ε.Ο.Κ.Α.;

Αντρούλλα :

Τα ονόματά τους, Γιώργο μου, ήταν Αντρέας Τεμπριώτης και Αντρέας Σάββα. Η ιστορία είναι ότι εγώ εξύπνησα μες στη νύχτα να κάμω γάλα του μωρού, το παράθυρό μας ’πόξω δεν είχε φυλλαράκια, ήταν μόνο τζάμι, η νύχτα ήταν – την προηγούμενη [00:15:00]μέρα εχιόνισεν, αλλά τη νύχτα είχε φεγγάρι, όπως τη μέρα, πολλά ωραία, εφαίνετουν το χιόνι ολόασπρο. Εγώ έβλεπα ’πόξω από το παραθύρο, εκοίταξα. Ξαφνικά ακούω δύο πυροβολισμούς, εφοβήθηκα εγώ κι έσκυψα, επειδή το παράθυρο ήταν μόνο τζάμι εφοβήθηκα, έσκυψα. Εψήλωσα πάνω, όμως, άμα ετελείωσαν οι πυροβολισμοί, είδα το χιόνι σε κάποια φάση που ήταν κόκκινο. Είδα ότι κάποιοι, κάτι είχε σώματα κειαμέ, είχε ανθρώπους πεσμένους, αλλά δεν κι εξεχώριζα, δεν εξεχώριζαν, δεν ήταν πολλά κοντά μου. Όμως, εφαίνετουν το χιόνι κόκκινο.

Γ.Π.:

Ναι. Εσύ πώς ένιωσες όταν συνέβηκε αυτό;

Αντρούλλα :

Εγώ την ώρα εφοβήθηκα πάρα πολλά, πάρα πολλά! Επήα, ο παππούς εκοιμάτουν, δεν επήρε είδηση, επήγα εγώ να τον ξυπνήσω, ήταν σε άλλο δωμάτιο, αλλά εκοιμάτουν και λέω «άφησ’ τον». Ύστερα, όμως, που του το είπα, είπε μου: «Είσαι σίγουρη;», «Ναι», λέω του, «άκουσα τους πυροβολισμούς». Την άλλη ημέρα ακούσαμε ότι εσκοτώσαν δύο παιδιά, δύο ανθρώπους εκεί, κοντά μας ήταν.

Γ.Π.:

Μάθατε γιατί τους σκότωσαν;

Αντρούλλα :

Οι χωριανοί εδιαδίδετουν μες στο χωριό τότε ότι ήταν προδότες, εδιαδίδετουν. Δεν εξέραμε, όμως, εγώ τουλάχιστο, δεν ηξεύρω ο παππούς σου αν ήξερε, εγώ δεν ήξερα, εμένα κάτι τέτοια δεν μου τα εκμυστηρεύετουν. Άκουα που ελέαν οι χωριανοί ότι ήταν προδότες κι εσκοτώσαν τους.

Γ.Π.:

Ναι. Έλεγαν, δηλαδή ότι ήταν προδότες της Ε.Ο.Κ.Α., δηλαδή τους σκότωσαν μέλη της Ε.Ο.Κ.Α., ναι.

Αντρούλλα :

Όχι, δεν εσκοτώσαν, κάτι επρόδωσαν, κάτι, κάτι επρόδωσαν τους αντάρτες.

Γ.Π.:

Και μετά, τις επόμενες μέρες, συζητήθηκε καθόλου στο χωριό αυτό το συμβάν;

Αντρούλλα :

Βέβαια, βέβαια. Εσυζητείτο. Ελέαν οι χωριανοί, ο ένας έλεε: «Ήταν προδότες», ο άλλος έλεγε «όχι, είναι λάθος, δεν ήταν προδότες, είναι λάθος». Εγίνετουν μια φασαρία, ο ένας έλεγεν έτσι, ο άλλος έτσι, ήταν μεγάλη... Διότι οι ανθρώποι τούτοι ήταν οικογενειάρχες, είχαν μωρά, είχαν οικογένειες.

Γ.Π.:

Εσύ προσωπικά είδες τις οικογένειές τους μετά, δηλαδή–

Αντρούλλα :

Όχι, Γιώργο μου. Εγώ δεν ετόλμησα, ούτε να πάω εκεί που έγινε συγκέντρωση, εμαζευτήκαν οι χωριανοί την άλλην ημέρα, εμαζευτήκαν οι δικοί τους, εκλαίανε, γίνετουν μεγάλο κακό, αλλά εγώ δεν επήγα, ήμουν σπίτι εγώ, δεν εμπήκα να πάω.

Γ.Π.:

Και ο άντρας σου είπε κάτι σχετικά με αυτό τις επόμενες μέρες ή δεν το συζήτησε καθόλου;

Αντρούλλα :

Εσυζήταν το ο άντρας μου, μια έλεγεν: «Δεν είναι σίγουρο ότι ήταν προδότες, μπορεί ο ένας να ήταν, ο άλλος όμως όχι», έτσι έλεγε.

Γ.Π.:

Ναι, κατάλαβα. Εσύ την ίδια περίοδο είχες ακούσει για άλλες δολοφονίες ίσως; Με παρόμοια αιτιολογία, με την αιτιολογία ότι ήταν προδότες;

Αντρούλλα :

Όχι. Όχι, δεν έγινε κάτι παρόμοιο τότε στον Πολύστυπο, Γιώργο μου, όχι. Δεν εξανάγινε κάτι τέτοιο.

Αντρούλλα :

Οι αντάρτες έρκουνταν σπίτι μου, ήταν ο Κωστής ο Μαππουρίδης, ήταν κείνος από τα Σπήλια, ο Πάμπος, μα ήταν πάρα πολλοί. Εμαγείρευά τους, ετρώγαν, και πέφταν. Μια νύχτα είχε γάμο κάτω [00:20:00]από το σπίτι μας, παντρεύκετουν τούτος ο Παρθενής. Κι είχε γάμο. Και είχε κόσμο. Κι οι αντάρτες ήρταν μαζί με τον Τρυφωνίδη, που ήταν ο τομεάρχης ο Τρυφωνίδης. Ήρταν και εκτυπήσαν μου την πόρτα, έτσι, σαν σύνθημα, έτσι, χτυπούσαν, κι επήα κι άνοιξά τους εγώ. Εν τω μεταξύ, ο δρόμος γεμάτος μωρά, κοπελούθκια, κόσμο. Λαλεί μου: «Πού είναι ο Πάρις;». «Δεν ηξέρω», δεν ήταν σπίτι. Τούτοι εστείλαν του σημείωμα ότι θα έρτουν, και δεν ηξέρω τι έγινε και δεν το έπιασε ο παππούς σου. Λέω του εγώ: «Δεν ηξέρω, δεν μου είπε ότι ήταν να ’ρτετε». Παναγία μου κι αφηνίασε, φώναζε, φώναζε, εθύμωσε. Διότι ο παππούς σου κανονικά έπρεπε να τους ειδοποιήσει ότι έχει γάμο εκειαμέ να μην έρτουν. Διότι μόλις τους είδαν τούτους οι μιτσίοι που ’ταν εκεί ούλοι, φωνάζαν: «Ρε! Ήρταν Εγγλέζοι, ήρταν Εγγλέζοι!». Μπαίνει μέσα, μπαίνουν μέσα πρώτη φορά ο Τρυφωνίδης, έδωσε έναν κύκλο, έτσι, μες στο σπίτι, «αυτό το σπίτι είναι παγίδα» λαλεί, «παγίδα!». «Αν είμαστε μέσα κι έρτουν οι Εγγλέζοι δεν θα μπορέσουν να γλιτώσομε», διότι ήταν τριώροφο και μόνο από την πόρτα μπορούσες να φύγεις, δεν είχεν γύρω...

Γ.Π.:

Άλλη έξοδο.

Αντρούλλα :

Όχι.

Γ.Π.:

Θυμάσαι τι τους μαγείρευες όταν έρχονταν;

Αντρούλλα :

Μια φορά, Γιώργο μου, είχε κι έναν Καλαμαρά, ο Καραδήμας, δεν ηξέρω, κείνος ύστερα πράγματι επρόδωσεν κείνος κάτι.

Γ.Π.:

Έλληνας.

Αντρούλλα :

Έλληνας, ναι. Κάτι επρόδωσεν τούτος ο Καλαμαράς ύστερα. Φκάλαν τον ότι ήταν προδότης εις το τέλος. Ήρτασιν μια νύχτα έτσι αργά, μεσάνυχτα, κι εγώ έκαμά τους σούπα αυγολέμονη. Διότι είχε και κότες τότε πάνω στον Πολύστυπο, που τες αναγιώσασιν σπίτι τους. Και έκαμά τους μια σούπα. «Πω, πω!» λαλεί μου. «Χριστουγεννιάτικη σούπα είναι, μαγειρίτσα!».

Γ.Π.:

Θυμάστε πώς έφτιαχνες την αυγολέμονη τότε;

Αντρούλλα :

Ναι!

Γ.Π.:

Θες να μου πεις;

Αντρούλλα :

Έβραζα κότα, την οποίαν εφέρναν μου την απ’ το σπίτι τους, όχι από φάρμες και ξέρω γω, εσφάζαν την και φέρναν μου την. Έβραζά την, ύστερα έβαζα το ρύζι, εψήνετουν κι εκτυπούσα τα αυγά, λεμόνι κι έκαμνά την αυγολέμονη. Κι ενθουσιάζουνταν, πάρα πολλά. Μια νύχτα που ήρταν, έτσι αργά κατά τες 11:00-12:00, είχαμε ένα ξεχωριστό δωμάτιο που είχε ένα κρεβάτι μέσα, που κάποτε που ’ρκετουν κανένας δικός μας κι εμίνισκε, κι είχα τον Άντη πα’ κείνο το κρεβάτι κι εκοιμάτουν εγώ. Κι ήρτασιν οι αντάρτες. Ήταν εφτά, οχτώ; Και μπήκαν μες σ’ τούντο δωμάτιο, είδαν τον Άντη που εκοιμάτουν πα’ στο κρεβάτι, εβάλαν, ήταν σκεπασμένος, εβάλαν τα όπλα ούλα πάνω του, από πάνω απ’ τον Άντη, έτσι, πα’ στο κρεβάτι. Λαλεί τούτος ο Μαππουρίδης: «Για να ξυπνήσει τούντο το μωρό και να δει από πάνω του πόσα όπλα έχει!».

Γ.Π.:

Γιατί ήθελε να το δει;

Αντρούλλα :

«Φαντάσου» λέει «να ξυπνήσει τούντο μωρό και να δει ότι κοιμάται από κάτω σε όπλα». Τούτοι οι αντάρτες που ήταν στον Πολύστυπο και ύστερα έκαμά τους και πάρτι εγώ, μεγάλο πάρτι, που ετέλειωσε [00:25:00]ο αγώνας κι ήταν εκεχειρία. Και τούτος ο Τρυφωνίδης ήρτεν: «Ό,τι θέλεις να μου πεις, να φέρω ό,τι θέλεις να κάνουμε το πάρτι».

Γ.Π.:

Κάματέ το; Το κάματε;

Αντρούλλα :

Εκάμαμέ το, κι ήρταν και κοπέλες από κειαμέ στο... και βοηθήσαν με. Αλλά το χωριό τότε, οι χωριάτες, ας πούμε, αποφεύγαν να ’χουν μαζί σου σχέσεις.

Γ.Π.:

Γιατί; Τι εννοείς «μαζί σου»;

Αντρούλλα :

Μαζί μου εφοβούνταν. Ελαλούσαν, ας πούμε, «έχουν σχέση με τους αντάρτες». Και δεν εθέλαν να νεκατωθούν. Προσέχαν.

Γ.Π.:

Αποφεύγαν.

Αντρούλλα :

Αποφεύγασιν. Μια φορά έφυγε ο παππούς σου να πάει Λευκωσία, κάτι δουλειά είχε. Εγώ επαρακάλουν τον: «Μη φύεις, δεν μπορώ να μείνω μόνη μου», εφόουμουν. Πράγματι, τη νύχτα μέσ’ κείνον τον τόπο, μέσ’ κείνο το χωριό ήταν ερημιά και εθώρες τους αντάρτες να ’ρκουνται να σου χτυπούν την πόρτα με τα όπλα. Και Εγγλέζοι πολλές φορές. Εφόουμουν. Κι επαρακάλουν τον να μεν πάει, «όχι» λέει μου «δεν γίνεται, πρέπει να πάω». Κι έμεινα εγώ, μόνη μου με το μωρό, με την Δήμητρα. Και επήγα σε μια γειτόνισσα κειαμέ, που ’χε μιαν κόρη που επήγαινε Γυμνάσιο εις τον Αγρό. Και αγάπαν με κείνη η κυρία πολλά, «ό,τι θέλεις, είσαι σαν την κόρη μου, να μου ζητάς» ό,τι έθελα, ό,τι έθελα. Που έφυεν ο Γιώργος τη νύχτα επήα εγώ και λαλώ της: «Κυρία Αγλαΐα, θέλω μια χάρη». Λαλώ της: «Θέλω αν γίνεται να ’ρτει η Αγνή να κοιμηθεί μαζί μου» λαλώ της, «γιατί έφυγε ο Γιώργος, έχει δουλειά στην Λευκωσία» λαλώ της «και φοούμαι να μείνω μόνη μου». Λαλεί μου: «Θέλω και το χαρίτι σου, αλλά η κόρη μου δεν γίνεται, δεν ξενοκοιμάται». Τούτα επροσέχαν τα [Δ.Α.], οι χωριάτες, ας πούμε.

Γ.Π.:

Η δικιά σου γνώμη για την Ε.Ο.Κ.Α. ποια ήταν; Εσύ τι πίστευες, δηλαδή;

Αντρούλλα :

Εγώ επίστευα, Γιώργο μου, εκτίμουν τους, αγάπουν τους κι ελάλουν: «Είναι για ιερό σκοπό, κάμνουν κάτι, θυσιάζουνται, για να κάμουν κάτι για το καλό της Κύπρου». Εβοήθουν τους όσον εμπορούσα. Μια φορά που έφυα από τον Πολύστυπο κι επήα στην Κλήρου, που ήταν η μάμα μου, κάτι ήταν και επήα στην Κλήρου για πέντε-έξι μέρες και να ’ρτω πίσω. Άμαν επήγα εγώ έμεινα, αντί πέντε-έξι μέρες έκαμα 15. Όταν ήρτα πίσω τούτος ο Τρυφωνίδης… Α! Έκαμέ μου επίθεση, ήταν ένας νευρικός τούτος, ήταν και καλός άθρωπος, αλλά είχε και, έτσι, έναν νευρικό τρόπο. Εθύμωσε, έβαλέ μου τις φωνές, «είπες ότι θα πήγαινες μια βδομάδα» λαλεί μου «και πήγες κι έκανες 15 μέρες!».

Γ.Π.:

Έτσι, με άλλες γυναίκες που είχαν σχέση με την Ε.Ο.Κ.Α. μιλούσες, δηλαδή–

Αντρούλλα :

Όχι…

Γ.Π.:

Ήξερες κάποιες που...

Αντρούλλα :

Ε, ήξερα, ένας-δυο... Είχε μερικές, ας πούμε, που οι αντράδες τους ήταν ανακατωμένοι. Αλλά δεν και ετόλμουν εγώ, ούτε κείνες ούτε εγώ, να συναφέρω κάτι. Όχι, ούτε εγώ. Κι ο παππούς σου ελάλεν μου μένα: «Ας σου πουν κάτι, μην ανοίξεις το στόμα σου». Όχι, δεν ήθελα να ανοίγω κουβέντες. Αγαπούσαν με οι αντάρτες. Άμα [00:30:00]μπαίναν ενθουσιάζονταν μαζί μου, κι εγώ αγάπουν τους. Και μαΐρευκά τους, κι ερώτουν τους τι τους αρέσκει να κάμω. Και τούτος ο Ροτσίδης ο καημένος, που μίνισκε σπίτι μας. Ελάλεν μου «να κάμεις λίγο φασολάκι σήμερα», έθελε πολλά να κάμω φασολάκι! Και εκάθετουν εκαθάριζέν το. Τον Άντη εβάσταν τον ούλη μέρα, ήταν κλαμούρης, έκλαιε, κι εκράταν τον ο καημένος, ούλη μέρα εκράταν τον. Επήαινε, εκοίταζε την καρκόλα. «Αν έρτει κανένας και θέλω να κρυφτώ τούτη η καρκόλα σου δεν με χωρεί να μπω που κάτω!» ελάλε μου.

Γ.Π.:

Ωραία. Η Ε.Ο.Κ.Α. τέλειωσε το ’58 με την εκεχειρία.

Αντρούλλα :

Ναι.

Γ.Π.:

Εσείς μετακομίσατε μετά;

Αντρούλλα :

Ναι. Ήμαστε εις τον Πολύστυπο τότε εμείς, μα εφύαμε από τον Πολύστυπο κι ήρταμε στην Κλήρου. Διορίστηκεν ο παππούς σου στην Κλήρου τότε.

Γ.Π.:

Ποια χρονολογία;

Αντρούλλα :

Εν το θυμούμαι.

Γ.Π.:

Μετά το ’58.

Αντρούλλα :

Ναι. Και μετά από κείνο, επήγε έδωσεν εξετάσεις, επέρασεν κι έφυε, επήγεν Αγγλία. Κι εγώ έμεινα στην Κλήρου με τη μάμα, με τον παπά μου, με την μάμα μου. Έφυεν ο παππούς σου μετά που ετέλειωσεν ο αγώνας.

Γ.Π.:

Το ’59 ιδρύεται η Κυπριακή Δημοκρατία, ’59-’60. Ωραία, εσύ πώς βλέπεις το ότι ιδρύθηκε;

Αντρούλλα :

Ε, μα πώς να το, τι να κάμουν. Τίποτε το καλύτερο, ας πούμε. Να πούμε ότι πράγματι κάτι έγινε μετά από την Ε.Ο.Κ.Α.

Γ.Π.:

Και για πόσον καιρό έμεινες στην Κλήρου, στο χωριό Κλήρου μετά;

Αντρούλλα :

Στην Κλήρου εμείναμε έναν χρόνο, ήταν δάσκαλος εις την Κλήρου ο παππούς σου έναν χρόνο. Και εφύαμε, ήρταμε Λευκωσία. Με την υποτροφία και επήαμε, είχαμε το σπίτι μας, μινίσκαμε και μετά έφυε κι επήγε Αγγλία.

Γ.Π.:

Σε ποια περιοχή στην Λευκωσία;

Αντρούλλα :

Νεάπολη. Στην Νεάπολη.

Γ.Π.:

Και μέχρι πότε μείνατε στην Νεάπολη;

Αντρούλλα :

Μείναμε ώς το ’63.

Γ.Π.:

Ναι. Πώς φύγατε; Εννοώ τι έγινε το ’63 και φύγατε απ’ την Νεάπολη;

Αντρούλλα :

Φύγαμε κυνηγημένοι το ’63.

Γ.Π.:

Το ’63 έγιναν οι συγκρούσεις.

Αντρούλλα :

Ναι, εθκιώξαν μας οι Τούρκοι, ήταν... Φύγαμε, μες στον πόλεμο ήταν, το ’63 ήταν πόλεμος εις την Νεάπολη.

Γ.Π.:

Θες να μου πεις λίγο την ιστορία που φύγατε απ’ το σπίτι, πώς έγινε δηλαδή;

Αντρούλλα :

Πώς έγινε; Εις την Νεάπολη εφύαμε, ήρταν οι Τούρκοι εθκιώξαν μας, εφύαμε από το σπίτι μας, επήαμε πάνω, μέσα στην Νεάπολη, εμινίσκαμε σε ένα άλλο σπίτι, αρμένικο.

Γ.Π.:

Σας φιλοξενούσε, ναι.

Αντρούλλα :

Ναι, φιλοξενούσαν μας. Εκάμαμε εγκλωβισμένοι για κάμποσο καιρό κει μέσα. Κανέναν μήνα μες στα Χριστούγεννα. Εκάμαμε εγκλωβισμένοι μες στην Νεάπολη, δηλαδή δεν μπορούσαμε να φκούμε από την Νεάπολη. Όχι, ήταν μεγάλο το πρόβλημά μας μετά, μεγάλο. Ήταν πόλεμος. Εσκοτώναν κόσμο!

Γ.Π.:

Και μετά πώς φύγατε απ’ την Νεάπολη;

Αντρούλλα :

Μετά πώς εφύγαμε, Γιώργο μου, από την Νεάπολη... Ήρτεν ο Σαμψών με τις ομάδες του, κι εμπήκε από την Ομορφίτα, άνοιξε δρόμο κι εφκήκαμε. Θυμούμαι πριν, πριν να πάει, πριν έρτει ο Σαμψών να ανοίξει τον δρόμο, που ο παππούς σου κι ο Βλαδίμηρος ετηλεφωνούσαν συνέχεια τότε του Γιωρκάτζη, ήταν Υπουργός ο Γιωρκάτζης τότε–

Γ.Π.:

[00:35:00]Ναι, Εσωτερικών.

Αντρούλλα :

Κι ετηλεφωνούσαν του Κόσσιη, του Γιωρκάτζη να μας στείλουν ενισχύσεις διότι θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι, επερικυκλώσαν μας, δεν είχαμε τίποτε να φάμε! Κι ελαλούσαν, θυμούμαι: «Μα, πώς θα σας στείλουμε; Δεν έχουμε ενισχύσεις, δεν μπορούμε να στείλουμε, δεν έχουμε». Μόνον όταν ήρτε ο Σαμψών άνοιξε δρόμο κι εφύαμε εμείς από την Νεάπολη.

Γ.Π.:

Και πού πήγατε μετά;

Αντρούλλα :

Ήρταμε στην Ακρόπολη, δαμέ στην Φρειδερίκη μείναμε λίγο καιρό, ύστερα νοικιάσαμε σπίτι.

Γ.Π.:

Ωραία.

Αντρούλλα :

Αλλά ήταν… Αφού εγώ εμίνισκα σε ένα σπίτι στην Νεάπολη, αρμένικο, που ήταν τριώροφο, τεράστιο, και η Αρμενού κείνη έβαλέ μας μέσα στο σπίτι της η καημένη κάμποσους από τούτους που εμινίσκαν εις την Κωνσταντία, από κει που ήταν ενωμένη με τους Τούρκους η Κωνσταντία. Και ό,τι είχε σπίτι της εμαγείρευκε, ό,τι εμπορούσε, ώσπου είχε κάτι εδίαν μας, αλλά ελείψαν εις το τέλος. Και η Δάφνη ήταν μωρό, βρεφούδι κι επείνα και δεν είχα τίποτε εγώ να της δώκω να φάει, και έκλαιε, κλάμα, κλάμα, κλάμα, επείνα! Πιάνω την κι εγώ κι επήα απέναντι που ήταν το σπίτι της μάμας μου απέναντι, να βρω κάτι να της δώκω να φάει. Και την ώρα που μπήκα θωρώ μια γυναίκα που ήταν μες στην αυλή κι άπλωθε ρούχα, επαίξαν την κι έπεσεν έτσι μπροστά μου!

Γ.Π.:

Πυροβολήσαν την.

Αντρούλλα :

Ναι!

Γ.Π.:

Θυμάσαι το όνομα της γυναίκας που σας φιλοξενούσε;

Αντρούλλα :

Ανναχίτ, καλό δεν την αθυμούμαι, μάνα μου. Κείνη η γεναίκα εβοήθησέ μας πάρα πολλά η Ανναχίτ. Ήταν Αρμενού. Ό,τι είχε, ώσπου είχε κάτι σπίτι εδίαν μας, αλλά ετελειώσαν της.

Γ.Π.:

Και μετά στον Πόλεμο του 1974, πού ήσουν;

Αντρούλλα :

Το ’74 ήμασταν στους Αγίους Ομολογητές. Ο παππούς σου ήταν στο αεροδρόμιο που εγίναν.

Γ.Π.:

Και πώς θυμάσαι τον Πόλεμο;

Αντρούλλα :

Ήταν και κείνο μεγάλο κακό. Μεγάλο, αλλά η Νεάπολη που εζήσαμε, Γιώργο μου, ήταν πιο τραγική για μας. Πιο οδυνηρή, πιο βασανιστική, παρά ο Πόλεμος το ’74. Για μας το ’63 ήταν πολλά πιο δύσκολο.

Γ.Π.:

Από το ’74 τι θυμάσαι, δηλαδή θυμάσαι τη μέρα του Πολέμου, θυμάσαι τη μέρα που έγινε ο Πόλεμος;

Αντρούλλα :

Την ημέρα που έγινε ο Πόλεμος ούλη μέρα είχαμε μια σκάλα μες στο σπίτι μας κι εκατεβήκαμε, ήταν κι η Δήμητρα τότε, επειδή ήταν διακοπές, ήρτε από την Αθήνα. Εμπήκαμε από κει από κάτω, ο Άντης ήταν τότε ακόμα, ήταν να πάει στρατιώτης κείν’ τις μέρες, ήταν μόλις έκλεισε το σχολείο κι ήταν να πάει στρατιώτης. Κι εμπήκαμε από κάτω από κείνη τη σκάλα, θυμούμαι, ούλη μέρα! Χωρίς να ταράξουμε. Ο παππούς σου ήταν στ’ αεροδρόμιο, δεν κι εξέραμε ούτε πού ήταν ούτε... Εκαμάμε κει μέσα στο σπίτι έτσι εγκλωβισμένοι κάμποσες μέρες κι ύστερα επήαμε, ήρτε ο Βλαδίμηρος κι έπιαν’ μας κι επήαμε στις Πλάτρες σε ένα σπίτι μιας ξαδέρφης του κι εμείναμε λίγες μέρες.

Γ.Π.:

Και μετά επιστρέψατε πίσω στους Αγίους Ομολογητές;

Αντρούλλα :

Ναι, μετά ήρταμε πίσω.