© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Πυρκαγιά 2007: «Αν υπάρχει κόλαση, κάπως έτσι πρέπει να είναι»

Κωδικός Ιστορίας
15546
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παρασκευάς Καραθανάσης (Π.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/07/2020
Ερευνητής/τρια
Δανάη Καραθανάση (Δ.Κ.)
Δ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Δανάη Καραθανάση και σήμερα βρισκόμαστε με το Istorima στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας. Έχουμε 26 Ιουλίου του 2020 και είμαστε εδώ με τον Παρασκευά Καραθανάση. Καλησπέρα, Παρασκευά.

Π.Κ.:

Καλησπέρα.

Δ.Κ.:

Τι κάνεις;

Π.Κ.:

Καλά εσείς;                                       

Δ.Κ.:

Καλά. Για πες μας λίγα πράγματα για σένα.

Π.Κ.:

Εγώ γεννήθηκα στο Δερβένι Αρκαδίας το 1963. Πέρασα εκεί τα παιδικά μου χρόνια, μετά μετακομίσαμε Αθήνα – τα παιδιά, όχι οι γονείς. Πήγαμε σχολείο και τελειώσαμε στην Αθήνα, πέρασα στα ΤΕΙ Καβάλας. Μετά έφυγα από εκεί, πήγα στο Ηράκλειο Κρήτης, Ανθοκομίας, και επέστρεψα στη Μεγαλόπολη που δραστηριοποιήθηκα με τις δουλειές μου, που στην αρχή ήταν αντιπροσωπεία αναψυκτικών και κάβα, και μετά έφτιαξα ένα μαγαζί πάνω στην εθνική οδό με παραδοσιακά προϊόντα και εργαστήρια αρτοποιίας-ζαχαροπλαστικής, που τροφοδοτούσα το μαγαζί μου και είχα φτιάξει και δίπλα καφέ. Και από εκεί και πέρα δραστηριοποιούμαι σε αυτό τον χώρο μέχρι τώρα.

Δ.Κ.:

Σήμερα είμαστε εδώ με τον Παρασκευά, για να μας πει την εμπειρία του για τις πυρκαγιές του 2007 που έπληξαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου. Το μαγαζί σου που είπες, ότι ήταν στην εθνική, είχε ζημιές εκείνη την ημέρα;

Π.Κ.:

Όχι, ευτυχώς το πρόλαβα γιατί ήμουν εγώ εκεί και μπόρεσα και το προστάτευσα.

Δ.Κ.:

Ωραία, ας το πάρουμε από την αρχή. Τι θυμάσαι από εκείνη την ημέρα; Τη πρώτη μέρα αυτή που ξύπνησες και υπήρχε η πυρκαγιά.

Π.Κ.:

Κατ' αρχήν, πριν έχουμε την πυρκαγιά, είχα την αίσθηση επειδή δεν είχε βρέξει και ήταν μεγάλη ανομβρία για τέσσερις μήνες, ότι σίγουρα εκείνο το καλοκαίρι θα έχουμε πυρκαγιές και μεγάλες πυρκαγιές. Έτσι είχα προετοιμαστεί και είχα στο μαγαζί μου μια τεράστια δεξαμενή 30 κυβικών χωρητικότητας σε νερό, με βενζινοκίνητη μηχανή, πιεστικό μηχάνημα και με λάστιχα και μάνικα χοντρά, για να μην παίρνουνε φωτιά. Γιατί ήξερα-είχα την αίσθηση, ότι εκείνο το καλοκαίρι δεν υπήρχε περίπτωση να μην αντιμετωπίσουμε ακραίες καταστάσεις. Το προηγούμενο βράδυ πριν τη φωτιά, ήμαστε σε ένα χωριό έξω από τη Μεγαλόπολη στο Λιοντάρι και καταλάβαμε, ότι κατά τις 12:00 η ώρα, αντιληφθήκαμε, ότι υπήρχε φωτιά γύρω στα 20 χιλιόμετρα μακριά από εμάς στην Ασέα. Ήμουν σίγουρος, ότι το πρωί θα έχει φτάσει στη Μεγαλόπολη. Έτσι ξεκίνησα πρωί-πρωί μαζί με το προσωπικό, αφού αγόρασα δύο αλυσοπρίονα μεγάλα, κόψαμε το δάσος γύρω-γύρω από το μαγαζί, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το πρώτο μέτωπο της φωτιάς και μεταφέραμε αυτά τα κλαδιά μακριά, για να μην έχουμε αυτό το έντονο μέτωπο από τη πυρκαγιά. Στη συνέχεια, πλησίαζε συνεχώς η φωτιά. Ακούγαμε για τη Μεγαλόπολη, ότι έφτασε κοντά σε σπίτια, σε βενζινάδικα, τα δάση καίγονταν εν ριπή οφθαλμού. Η φωτιά και με τον μεγάλο αέρα που είχε εκείνη την ημέρα -πολλά μποφόρ, 8-9 μποφόρ σίγουρα- έτρεχε με πολλά χιλιόμετρα και ήταν δύσκολο να την αντιμετωπίσεις. Παρόλα αυτά εγώ επειδή είχα οργανωθεί είχα και πυροσβεστήρες στο μαγαζί μου έτσι όπως προβλέπεται και είχα κάνει και αυτήν την οργάνωση πίστευα και ήμουν σίγουρος, ότι θα μπορέσω να το προστατεύσω. Φυσικά, χωρίς να κινδυνέψει η ζωή μου. Είχα και ένα μεγάλο πλάτωμα μπροστά που ήταν σαν parking οπότε μπορούσα να προστατευτώ. Είχα ετοιμάσει και το προσωπικό, ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη φωτιά χωρίς να κινδυνεύσουμε. Ωστόσο, εκείνη την ώρα ήρθε ένα λεωφορείο με πυροσβέστες οι οποίοι αποκλειστήκανε ερχόμενοι για την Μεγαλόπολη στο μαγαζί μου από τη φωτιά και φοβούμενοι, επειδή εγώ είχα δεξαμενές υγραερίου, τις οποίες εγώ τις είχα θαμμένες και περιφραγμένες και καθαρές, οπότε δεν υπήρχε περίπτωσ[00:05:00]η να εκραγούν οι δεξαμενές. Γιατί γνώριζα, για να εκραγεί μια δεξαμενή υγραερίου θα έπρεπε να πάρεις να βάλεις πάνω 5 τόνους ξύλα, να τα ανάψεις, να υπερθερμανθεί και να σκάσει. Αυτό το πράγμα δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει, διότι ήταν περιφραγμένες θαμμένες και καθαρός ο χώρος εκεί οπότε δεν φοβήθηκα εγώ τις δεξαμενές υγραερίου. Παρ' όλα αυτά, οι πυροσβέστες επειδή δεν γνώριζαν και από υγραέριο και πως μπορεί να συμπεριφερθεί, φοβούμενοι, αποφάσισαν να εκκενώσουν τον χώρο, να πάρουν το προσωπικό, να φύγει το προσωπικό και η γυναίκα μου και έμεινα μόνος μου. Ήθελαν να φύγω και εγώ, αλλά εγώ τους είπα, ότι είμαι προστατευμένος, ότι ξέρω πολύ καλά τι κάνω, έχω συνείδηση του τι συμβαίνει και πως πρέπει να αντιμετωπίσω τη φωτιά και ότι δεν θα φύγω. Και έτσι έγινε. Λοιπόν , κάθισα εκεί να αντιμετωπίσω τη φωτιά είχα προφυλαχτεί, είχα πετσέτες στο κεφάλι βρεγμένες, πετσέτες μπροστά στο στόμα μου και στη μύτη μου να μην αναπνέω τη κάπνα, ήμουνα καλά ντυμένος, βαριά ντυμένος, είχα μπότες και παπούτσια γερά. Και έκανα… Αφού είχα κάνει τη ζώνη έριξα και νερό στην αρχή, για να μπορέσω ας πούμε, η φωτιά να βρει υγρασία να μην εξαπλωθεί τόσο γρήγορα. Παρ' όλα αυτά, οι συνθήκες ήταν τόσο ακραίες, η φωτιά έφτασε κοντά στο μαγαζί οι φλόγες ουσιαστικά το άγγιξαν. Εγώ προσπαθούσα με τη μάνικα να το… Να αντιμετωπίσω αυτήν τη πύρα που υπήρχε και ήταν πολύ μεγάλη. Οι θερμοκρασίες στη φωτιά ανεβαίνουν 500 με 600 βαθμοί κελσίου. Σε κάποια στιγμή είχε πάρα πολύ κάπνα, οπότε σταμάτησα και έφυγα λίγο πιο πέρα, για να μπορώ να ανασάνω. Έφτιαχνα και ομπρέλα νερού με τη μάνικά μου γιατί ήξερα, ότι όταν θα ρίξεις νερό ψηλά στην ατμόσφαιρα από τη μεγάλη θερμοκρασία αυτό θα διασπαστεί και θα δημιουργήσει χώρο οξυγόνου, για να μπορείς να εισπνεύσεις και είχα μια αποθήκη ξύλων για τους ξυλόφουρνους – τα ξύλα αυτά πήρανε φωτιά από τη ζέστη που έβγαζε η πυρκαγιά και όχι από… Δεν έφτασε δηλαδή κοντά, αλλά είχε τόσο μεγάλη θερμοκρασία που πήραν φωτιά. Μπόρεσα τέλος πάντων να το αντιμετωπίσω, αγωνίστηκα εκεί και το κατάφερα να σώσω το μαγαζί. Πιστεύω δηλαδή, αν σέβεσαι τη φύση και τις ακραίες καταστάσεις και μπορείς να προστατευθείς και να προστατεύσεις και τη περιουσία σου και τον εαυτό σου, έχοντας συνείδηση το τι μπορείς να αντιμετωπίσεις, ότι μπορείς να τα καταφέρεις ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις.

Δ.Κ.:

Δεν θεωρείς όμως, ότι είναι επικίνδυνο ένας άνθρωπος μόνος του μέσα σε αυτό που τόση ώρα μας περιγράφεις, τις φλόγες και τις υψηλές θερμοκρασίες, εν τέλει προσπαθώντας να σώσει το σπίτι του, τη περιουσία του, το μαγαζί του, εν τέλει να χάσει και ο ίδιος τη ζωή του σε αυτές τις συνθήκες;

Π.Κ.:

Φυσικά είναι επικίνδυνο αν δεν γνωρίζεις-αν δεν συνειδητοποιείς μέχρι που είναι τα όρια. Εγώ γνώριζα τα όρια και ήξερα, ότι όταν θα πλησιάσει πολύ κοντά η φωτιά, δεν θα είμαι εκεί. Θα τραβηχτώ πιο πίσω, θα είμαι μέσα στον χώρο τον μεγάλο του parking που μπορούσα εκεί ας πούμε να μην με επηρεάσει η φωτιά-

Δ.Κ.:

Ακόμα και αν γύριζε ο άνεμος;

Π.Κ.:

Ναι. Άφησα λοιπόν πέρασε το πρώτο κύμα που ήταν παρά πολύ δύσκολο και αφού πέρασε το πρώτο κύμα μπόρεσα και αντιμετώπισα τις εστίες που είχαν αναπτυχθεί μέσα στον χώρο, γύρω από το μαγαζί μου, έτσι ώστε μπόρεσα και έσωσα και τα εργαστήρια και το κατάστημα μου και φυσικά έσωσα και ένα δάσος που είχα δίπλα στο μαγαζί γύρω στα είκοσι-τριάντα μεγάλα δέντρα, βελανιδιές που αυτά ήταν σε μια απόσταση 150 μέτρων από το μέτωπο της φωτιάς και πήραν φωτιά πριν ακόμα φτάσει η φωτιά, γιατί πήδηξε μια τούφα από χορτάρι καμένο. Και μπόρεσα ας πούμε με κάποιο πυροσβεστήρα που πήρα και πήγα εκεί και κατάφερα και το έσωσα και εκείνο το δάσος που είχε μείνει μετά σαν μια όαση μέσα στο καμένο.[00:10:00]

Δ.Κ.:

Και έρχονται οι πυροσβέστες και παίρνουν ουσιαστικά τη δύναμη και τη βοήθεια που είχες εκεί, τους υπαλλήλους σου και τη γυναίκα σου. Εκείνη την ώρα πως ένιωσες που έμεινες μόνος σου;

Π.Κ.:

Ήμουν αποφασισμένος από την αρχή και το είχα μεταφέρει και το είχα μεταδώσει και στο προσωπικό, ότι δεν θα καούμε και ότι θα το σώσουμε αυτό και ότι θα έχουμε δουλειά και την επομένη. Δεν ένιωσα απελπισμένος. Ήξερα πολύ καλά τι έκανα γιατί είχα προετοιμαστεί κατάλληλα με τις δεξαμενές, τις μάνικες, το βενζινοκίνητο, γιατί φυσικά δεν έχεις ρεύμα, το πρώτο που κόβεται είναι το ρεύμα, και κατάφερα να επιβιώσω και να σώσω και το κατάστημα μου και τα εργαστήρια μου, την περιουσία μου γενικά.

Δ.Κ.:

Τις ημέρες εκείνες θυμάμαι και εγώ από τις δικές μου εμπειρίες δηλαδή, ότι περνούσε η αστυνομία από τις κατοικημένες περιοχές και όπου βρισκόταν κόσμος και με ντουντούκες τους απωθούσε και τους πήγαινε προς Μεσσηνία ουσιαστικά. Από το μαγαζί δεν πέρασαν εκεί;

Π.Κ.:

Ναι φυσικά, πέρασε η Πολιτική Προστασία και είπε: «Εγκαταλείψτε τον χώρο, θα καείτε και...». Αυτή ήταν η πιο λάθος κίνηση που έκανε η Πολιτική Προστασία, όχι στον δικό μου χώρο, γενικά στα χωριά και σε όλες τις περιοχές που είχαν πιάσει φωτιά. Διότι έσπερναν έναν πανικό, ότι: «Σώνει και καλά θα καείτε, εγκαταλείψτε τον χώρο σας». Ο κόσμος εγκατέλειπε τα χωριά του που μπορούσε να προστατευτεί στις πλατείες σε χώρους ανοιχτούς και δεν υπήρχε κίνδυνος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να… Να τον κλείνει η φωτιά στους δρόμους διαφυγής και να καίγονται μέσα στα αμάξια τους. Δηλαδή αυτό που έκανε η πολιτική προστασία ήταν καταστροφικό. Επειδή, στην αρχή, στη πρώτη φωτιά είχανε δύο τρεις νεκρούς μετά από εκεί και πέρα από το φόβο τους έσπειραν το πανικό με αποτέλεσμα να έχουμε εβδομήντα πέντε νεκρούς. Διότι και μες στο σπίτι να κάτσεις, μες στο σπίτι σου, και γύρω γύρω να έχει φωτιά έχεις οξυγόνο αν έχεις πόρτες κλειστές παράθυρα για μια ώρα. Αφήνεις τη φωτιά περνάει και μετά μπορείς να βγεις και να σώσεις και το σπίτι σου. Εγώ μετά τη πυρκαγιά που πέρασε εκεί από το μαγαζί μου, αφού έφυγε η φωτιά και προχώρησε μπροστά ακολουθήσαμε με τον αδερφό μου και πήγαμε στο χωριό που είναι 10 χιλιόμετρα πιο κάτω από το μαγαζί μου και βρήκαμε το σπίτι – επειδή είχε εγκαταλειφθεί το χωριό, βρήκαμε πίσω από το σπίτι τα ξύλα που είχαμε για τον ξυλόφουρνο και είχαν πάρει φωτιά. Και μπορέσαμε ας πούμε με ένα μικρό πιεστικό που είχαμε εκεί και μια μικρή δεξαμενή πάνω στο φορτηγάκι του αδερφού μου, καταφέραμε και τη σβήσαμε. Αν δεν πηγαίναμε, το σπίτι θα είχε καεί. Όμως εγκαταλείποντας τα χωριά χάθηκαν πάρα πολλά σπίτια και πολλές περιουσίες από το τίποτα. Που με δύο τενεκέδες νερό, δύο κουβάδες νερό θα μπορούσαν να έχουν σώσει τα σπίτια τους και να σώσουν και τις ζωές τους γιατί πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους που έφυγαν, κάηκαν στους δρόμους.

Δ.Κ.:

Το μαγαζί σου σε ποιο σημείο βρισκόταν γεωγραφικά;

Π.Κ.:

Το μαγαζί μου βρισκόταν 10 χιλιόμετρα έξω από τη Μεγαλόπολη, προς τον δρόμο… Πάνω στον δρόμο προς Καλαμάτα.

Δ.Κ.:

Μάλιστα. Όταν όμως κάποιος αρνείται να φύγει ενώ κινδυνεύει η ζωή του σε αυτές τις συνθήκες η αστυνομία δεν το επιτρέπει. Εσύ πως έμεινες στο μαγαζί;

Π.Κ.:

Δεν μπόρεσαν να με πείσουν να φύγω. Θέλαν να με πείσουν, λέει: «Θα σε δέσουμε με χειροπέδες», «Εγώ» λέω «σας σκοτώνω δεν φεύγω από εδώ, θα μείνω εδώ και θα το αντιμετωπίσω».

Δ.Κ.:

Μάλιστα. Πόσα κιλά είναι να σηκώσεις μια μάνικα με-

Π.Κ.:

Το λάστιχο που είχα εγώ ήταν πολύ χοντρό, για να μην καίγεται από τη φωτιά και η μάνικα από τη πίεση που είχε είναι αρκετά βαρύ. Πιστεύω τώρα αν μου έλεγες μπορείς να το μεταφέρεις αυτό 15 μέτρα δεν θα μπορούσα, αλλά εκείνες τις συνθήκες βρίσκεις, έχεις τα ψυχικά αποθέματα να μπορέσεις να το αντιμετωπίσεις.

Δ.Κ.:

Και όταν είδες τη φωτιά να έρχεται πάνω στη περιουσία σου-στο μαγαζί σου, τι σκεφτόσουνα; Πως ένιωθες;

Π.Κ.:

Κοίταξε, η φωτιά είναι μια καταστροφή. Μετά από όλη αυτήν την ιστορία –πέρασε η φωτιά από το μαγαζί, πέρασε από το χωριό μας, έκαψε τα δάση, έκαψε τις αιωνόβιες ελιές δεν έμεινε, δεν έβλεπες γύρω σου δέντρο, ψυχή… Σε κάποια στιγμή κάναμε μια... Με το αυτοκίνητο μια βόλτα με τη γυναίκα μου την επομένη μέρα και έχουμε βρεθεί έξω από το χωριό προς τις στροφές προς τη Μεσσηνία και είναι... Καπνίζουν όλα τριγύρω, είναι όλα μαύρα και πάνω από αυτό το [00:15:00]σημείο που υπήρχαν πολλές... Είχανε φωλιές τα κοράκια και είχανε καεί τα μικρά τους κτλ. και ήτανε από πάνω και κράζανε, ήτανε μια σκηνή κόλασης. Πιστεύω δηλαδή πως αν υπάρχει κόλαση, έτσι θα είναι. Δηλαδή είναι τρομερό αυτό που μπορεί να συμβεί από μια φωτιά σε αυτήν την έκταση που είχε η φωτιά του 2007.

Δ.Κ.:

Εκείνη την ώρα τι σκεφτόσουν; Την στιγμή που έσβηνες, την στιγμή της κατάσβεσης.

Π.Κ.:

Την στιγμή της κατάσβεσης σκεφτόμουν, ότι θα πρέπει να προστατεύσω τη περιουσία μου και γενικά τη προοπτική της οικογένειάς μου, γιατί αυτή ήταν η δουλειά μας, από εκεί ζούσαμε, από εκεί επιβιώναμε και ότι πρέπει να προστατεύσω και τον εαυτό μου γιατί έχω χρέος απέναντι στα παιδιά μου και στη ζωή μου να είμαι... Να έχω το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Έτσι κι αλλιώς, το έχει όλος ο κόσμος, και σε ακραίες συνθήκες είναι ακόμα πιο έντονο.

Δ.Κ.:

Η γυναίκα σου πως πείστηκε να φύγει και να σε αφήσει μόνο σου;

Π.Κ.:

Δεν μπορούσε να μην φύγει, ήταν τόσο πιεστικοί οι πυροσβέστες αφενός και αφετέρου είχε ευθύνη και για το προσωπικό, και καλά έκανε. Γιατί μου λέει… Δεν μπορούσαμε να αφήσουμε το προσωπικό εκεί έχεις ευθύνη. Δηλαδή, επειδή ο άλλος εργάζεται σε εσένα – μπορεί εμείς να είμαστε μια οικογενειακή επιχείρηση και τα άτομα που δουλεύανε σε εμάς να είναι και φίλοι μας και να έχουμε και καλές σχέσεις, αλλά στο τέλος ναι, έχεις ευθύνη για τη ζωή του αλλουνού, δεν μπορείς… Έστω και εγώ αν ήξερα, ότι δεν πρόκειται να πάθω, ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει πιθανότητα να πάθουν κάτι, μέσα σου σκέφτεσαι: «Γιατί να κινδυνέψει ο άλλος για μένα;» ας πούμε. Έχεις ευθύνη για τη ζωή του άλλου και η γυναίκα μου καλά το σκέφτηκε και πήρε και το προσωπικό και έφυγε και πήγαν προς τη Καλαμάτα.

Δ.Κ.:

Κινήθηκαν προς τα εκεί;

Π.Κ.:

Ναι.

Δ.Κ.:

Όσο ήσουν εσύ στο μαγαζί σε έπαιρνε τηλέφωνα; Ήταν αγχωμένη; Τι θυμάσαι;

Π.Κ.:

Ναι, παίρνανε τηλέφωνα, αλλά τέλειωσε και η μπαταρία από το κινητό, σε κάποια στιγμή μου έπεσε κιόλας. Εντάξει, δεν είχαμε επικοινωνία και όλοι φαντάζονταν, ότι μετά από τόσο μεγάλη φωτιά, ότι θα έχω καεί ουσιαστικά.

Δ.Κ.:

Και; Πως αντέδρασαν με αυτήν τη σκέψη;

Π.Κ.:

Εντάξει είναι έντονα τα συναισθήματα σε αυτές τις καταστάσεις, σαν αν χάνεις έναν άνθρωπο και μετά .... Σαν να πεθαίνει και να αναστηθεί.

Δ.Κ.:

Θυμάσαι τι έκαναν; Πως λειτούργησαν;

Π.Κ.:

Εντάξει, με αγκάλιαζε και έκλαιγε η γυναίκα μου.

Δ.Κ.:

Λογικό. Εγώ ξέρω, ότι είχαν στείλει και ένα ασθενοφόρο για να σε βρει.

Π.Κ.:

Ναι πιστεύανε, ότι είναι… Ότι σίγουρα θα έχω καεί. Γιατί δεν ήταν εύκολη κατάσταση και έστειλαν ασθενοφόρο και ήρθε, για να βρει έναν άνθρωπο καμένο, αλλά εγώ ήμουν μια χαρά και τους είπα να φύγουν να πάνε αλλού να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Δ.Κ.:

Άλλος; Προσπάθησε να σε βοηθήσει κάποιος άλλος; Να έρθει παραπλεύρως από τα χωριά μέχρι το μαγαζί σου;

Π.Κ.:

Δεν μπορούσα να έρθουν ήταν κλεισμένοι δρόμοι και κάποιους που πήρα που είχαν μηχανήματα, για να μπορέσουμε να καθαρίσουμε τον χώρο να κάνουμε μια ζώνη τριγύρω, δεν μπορούσαν να έρθουν, ήταν αποκλεισμένοι.

Δ.Κ.:

Δεν προσπάθησε δηλαδή κάποιος φίλος-κάποιος συγγενής εκείνη την ώρα που: «Πάω να βοηθήσω τον Παρασκευά»-

Π.Κ.:

Δεν μπορούσε να έρθει κανένας.

Δ.Κ.:

Ήταν όλα αποκλεισμένα. Πόση ώρα διήρκησε αυτό-αυτή η διαδικασία; Θυμάσαι;

Π.Κ.:

Το πρώτο κύμα της φωτιάς σε περνάει μέσα σε πέντε-δέκα λεπτά. H φωτιά δηλαδή σε δέκα λεπτά είχε περάσει αυτό το μαγαζί. Άφησε πίσω εστίες: Είχανε πάρει φωτιά τα ξύλα από τους ξυλόφουρνους, είχαν πάρει φωτιά κάποια κιβώτια πλαστικά που είχαμε για τις δουλειές μας, πήρε φωτιά ας πούμε σε μια γωνιά μια… Κάποια καθαριστικά που είχαμε και τα μπόρεσα και τα έσβησα. Αν δεν τα έσβηνα αυτά, μετά από αυτά τα πράγματα θα καίγονταν και τα εργαστήρια και το κατάστημα μπροστά.

Δ.Κ.:

Πόσες εστίες δηλαδή αντιμετώπισες[00:20:00];

Π.Κ.:

Πολλές, πολλές, πολλές εστίες. Έπιανε φωτιά το παραμικρό, με το παραμικρό δηλαδή έπιανε φωτιά ένα ξύλο που μπορεί να ήταν παραμελημένο σε μια γωνιά, έπιανε φωτιά το δέντρο που είχαμε εκεί μπροστά στο μαγαζί, έπιανε φωτιά τα φυτά που είχαμε τα αναρριχώμενα – πιάνανε φωτιά. Όλα τα πάντα τριγύρω από το μαγαζί, ότι υπήρχε ήταν και ξύλινη κατασκευή με το παραμικρό έπιανε φωτιά. Έπρεπε να είσαι συνέχεια με τη μάνικα να μπορέσεις να τα κατασβήσεις, για να μην καεί.

Δ.Κ.:

Πόσες ώρες διήρκησε η κατάσβεση δηλαδή σε όλες αυτές τις εστίες;

Π.Κ.:

Μετά από τη πέρασε η φωτιά πάνω από μια ώρα και, μιάμιση ώρα. Και μετά φυσικά ήρθανε δυο παιδιά που είχα στη δουλειά και τα άφησα εκεί να σβήνουν όπου υπήρχαν εστίες και τέτοια και εγώ έφυγα με τον αδερφό μου και πήγα στο χωριό, όπως σου είπα.

Δ.Κ.:

Από τι υλικά ήταν φτιαγμένα το μαγαζί σου και τα εργαστήρια που μας είπες, ότι είχες;

Π.Κ.:

Τα εργαστήρια ήταν από πάνελ. Το κατάστημα μπροστά ήταν ξύλινη κατασκευή και πέτρα. Αλλά είχε πολύ ξύλο, είχε ξύλινα μπαλκόνια, είχε ξύλινη οροφή. Πανεύκολα δηλαδή έπαιρνε φωτιά.

Δ.Κ.:

Φοβόσουνα για αναζωπυρώσεις;

Π.Κ.:

Ναι, φυσικά, φοβόσουνα γιατί όλο το δάσος που είχε καεί και το υλικό που είχε πέσει χρόνια από το δάσος ήτανε... Έκαιγε και για μέρες. Για να καταλάβεις έριχνα νερό και την επόμενη και τη μεθεπόμενη σε πολλές εστίες που είχαν μείνει κάτω στο έδαφος και από τα δέντρα και από τα φύλλα που είχαν πέσει τόσα χρόνια που αυτό είχε γίνει μια μάζα από πύρινη, δεν έσβηνε και έκαιγε συνέχεια δεν έσβηνε, ρίχναμε νερό με… Στο τέλος ρίξαμε χώμα, για να το κατασβήσουμε.

Δ.Κ.:

Και έρχεται η επόμενη μέρα και πηγαίνεις στη δουλειά και βλέπεις αυτό το τοπίο που μας περιγράφεις, ότι το μαγαζί σου ήτανε μέσα στο δάσος, ουσιαστικά τι νιώθεις;

Π.Κ.:

Τι να νιώσεις; Απελπισία. Αλλά θα πρέπει να βρίσκεις πάντα τη δύναμη να ... Την επόμενη μέρα να δείξεις, ότι υπάρχει ελπίδα, ότι υπάρχει μέλλον. Δεν μπορεί επειδή πήραμε μια φωτιά να σταματήσουμε. Εγώ την πρώτη κίνηση που έκανα ήταν να πάω να αγοράσω λουλούδια -γιατί στο μαγαζί μου είχα πολλά λουλούδια απ’ έξω, τα οποία είχαν καεί-, να φυτέψω τα λουλούδια να έχω χρώματα και ζωντάνια απέναντι σε αυτό που έβλεπες τριγύρω μαύρο. Είχα ένα φορτηγάκι που έβαζα μια δεξαμενή 2 τόνων πάνω και με τη μάνικα πότιζα τον χώρο που είχε καεί δίπλα στο μαγαζί, για να μπορέσουμε να ξαναφυτρώσουν από κάτω τα δέντρα κτλ. που είχανε κρατήσει ρίζες και να αναπτυχθούν, και προσπάθησα να έχω… Να φτιάξω τον χώρο μου και να προσπαθήσω να μπορέσω να υπάρχει μια αισιοδοξία, ότι: «Δεν καταστραφήκαμε και τελείως, μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας».

Δ.Κ.:

Επανήλθε ποτέ το τοπίο;

Π.Κ.:

Το τοπίο δύσκολα επανέρχεται είναι… Όταν υπάρχει μια τέτοια… Τέτοιας έκταση φωτιάς και δεν έχει μείνει δέντρο, έχουν καεί τεράστια δέντρα, μεγάλες βελανιδιές αιωνόβιες, μεγάλες ελιές αιωνόβιες, αυτά πότε θα ξαναγίνουν; Χρειάζονται αιώνες, και αν θα γίνουν. Διότι η φύση μετά τις φωτιές αλλάζει τελείως. Κατ’ αρχήν, μετά τη φωτιά ακολουθεί το φθινόπωρο. Οι φωτιές ήταν τέλος Αυγούστου. Νοέμβρη-Οκτώβριο άρχισαν οι βροχές. Οι βροχές παίρνουνε το γόνιμο έδαφος. Το γόνιμο έδαφος μεταφέρεται στη θάλασσα, αδυνατίζει το έδαφος και δεν μπορεί να αναπτυχθεί η πανίδα όπως πρέπει ξανά. Τα δέντρα όλα γίνονται πιο μικρά από ό,τι ήταν, και ας περάσουν και είκοσι και τριάντα χρόνια. Στη δεύτερη φωτιά δε αρχίζουν και γίνονται θάμνοι και στην τρίτη φωτιά γίνονται ψίλυθρα. Αυτή είναι η εξέλιξη. Δηλαδή αν σε ένα βουνό υπάρξουν τρεις διαδοχικές φωτιές, στο τέλος θα υπάρχουν μόνο χαμηλή, πολύ χαμηλή βλάστηση[00:25:00]: Θυμάρια, τσάγια και ψίλυθρα.

Δ.Κ.:

Είχες άλλες εμπειρίες παλιότερα πριν από αυτήν τη φωτιά που μπορεί να τις είχες αντιμετωπίσει, να είχες συμβάλει;

Π.Κ.:

Φυσικά είχα, γιατί εμείς στο χωριό μας είχαμε συχνά φωτιές, λόγω ότι ήταν πάνω στην Εθνική και από τσιγάρα που πετούσαν οι οδηγοί από τις κολώνες, της πυλώνες της ΔΕΗ πάλι υπήρχαν πολλές φωτιές που δημιουργούσαν από κει. Είχαμε συχνά φωτιές, αλλά επειδή οι συνθήκες ήταν διαφορετικές τότε, η φωτιά δεν έχει αυτήν την καταστροφική έκταση που είχε το 2007. Διότι έβρεχε πιο συχνά, τα δέντρα είχαν υγρασία. Μπορεί να περνούσε η φωτιά να τσουρούφλιζε τα φύλλα τους, να έκαιγε τα χορτάρια κάτω από τα δέντρα και την άλλη χρονιά είχαν αναπτυχθεί αυτά και είχαν πετάξει και δεν γνώριζες αν είχε περάσει από κει φωτιά. Αυτό όμως που έγινε το 2007 ήταν διαφορετικό. Διότι τα δέντρα είχανε ξεραθεί πριν ακόμα περάσει η φωτιά, επειδή υπήρχε από τον Μάιο-Ιούνιο-Ιούλιο-Αύγουστο δεν είχε βρέξει καθόλου, τα δέντρα δεν είχανε χυμούς δεν είχανε υγρασία. Τα φύλλα τους είχαν ξεραθεί ένιωθες, ότι ήταν φθινόπωρο και επομένως όταν πέρασε η φωτιά ήταν σαν σπίρτα αυτά αρπάζανε αμέσως και δεν έμεινε τίποτα. Δεν έμενε ένα δέντρο. Πέρναγε η φωτιά παλιότερα και έμεναν… Δεν πείραζε… Πείραζε μια περιοχή άφηνε άλλα κομμάτια, αλλού δεν περνούσε καθόλου δεν έπιαναν φωτιά τα δέντρα, είχαν περισσότερη υγρασία. Δηλαδή δεν έβλεπες αυτήν την καταστροφή που έγινε τώρα. Έχουν, αλλάξει πολύ οι συνθήκες. Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει τόσο πολύ δηλαδή το περιβάλλον που, ότι και να γίνει από δω και πέρα, δηλαδή θα βρέξει; Θα είναι πλημμύρα. Αν θα πιάσει φωτιά, θα είναι καταστροφική. Θα έχουμε καύσωνα; Θα είναι πολύ δυνατός, θα πιάσουμε θερμοκρασίες υψηλές. Παλιότερα δεν τα είχαμε αυτά. όταν ήμαστε μικροί. Υπάρχει ανομβρία; Τεράστια, βρύσες και πηγές που υπήρχαν στο χωριό τώρα δεν υπάρχουν. Άρα έχει αλλάξει πάρα πολύ το κλίμα. Το έδαφος δεν είναι γόνιμο όπως ήταν παλιά. Τώρα μπορείς να .... Παλιά πηγαίναμε με τους γονείς μας και σπέρναμε ας πούμε σιτηρά, και γίνονταν. Τώρα το να σπείρεις σιτηρό δεν γίνεται, γιατί βλέπεις, ότι το έδαφος έχει φύγει έχουν μείνει πέτρες και λίγο χώμα.

Δ.Κ.:

Είχατε προβλήματα μετά τεχνικά; Γιατί μετά από μια τέτοια καταστροφή φαντάζομαι, ότι ιδιαίτερα το να έχεις ένα μαγαζί το οποίο είναι στην Εθνική Οδό, στο δάσος έχουν καταστραφεί οι πυλώνες της ΔΕΗ, έχουν καταστραφεί τα δίκτυα νερού... Αντιμετωπίσατε τέτοια προβλήματα;

Π.Κ.:

Εννοείται. Τεράστια προβλήματα. Τα προβλήματα τεράστια, ήταν όλα κατεστραμμένα. Αλλά εμείς δεν ανοίξαμε και το μαγαζί αμέσως. Εγώ μετά, την επόμενη μέρα από τη φωτιά είχαμε πάει να βοηθήσουμε στις φωτιές που ήταν τριγύρω από τη Μεγαλόπολη, στη φωτιά που ήταν προς την Καρύταινα, προς την Ανδρίτσαινα κτλ. Μας ένοιαζε δηλαδή να μπορέσουμε να περισώσουμε ό,τι μπορούμε από το περιβάλλον και όχι να κοιτάξουμε ας πούμε τη ζωή τη δικιά μας ατομικά του καθενός και όχι συλλογικά.

Δ.Κ.:

Υπήρχαν αρκετοί εθελοντές στα χωριά στις φωτιές;

Π.Κ.:

Όχι, δυστυχώς. Δυστυχώς δεν έχει αναπτυχθεί αυτό το κίνημα στην Ελλάδα, αλλά υπήρχε και λάθος αντιμετώπιση από την Πυροσβεστική. Διότι αυτή η υπηρεσία που γνώριζε πολύ καλά από δάση και αντιμετώπιση των φωτιών ήταν η Δασική Υπηρεσία. Οι οποίοι μπορούσαν και είχανε παρέμβαση στη φωτιά, φτιάχνοντας ζώνες ανάβοντας οι ίδιοι φωτιά. Όχι φυσικά το μεσημέρι, το απόγευμα που υπήρχαν άνεμοι, αλλά το βράδυ που έπεφτε ο άνεμος. Όταν μια φωτιά έχει κάψει ένα κομμάτι και εσύ μπορείς μπροστά από αυτό το κομμάτι να κάνεις μια ζώνη ελεγχόμενη ανάβοντας εσύ φωτιά και καίγοντας δάσος, ένα κομμάτι του δάσους, για να μπορέσεις να μην έχεις το πρωί την αναζωπύρωση, ήτανε μια μέθοδος αποτελεσματική για τα δάση. Αυτό κάνανε και Κύπριοι και που είχαν έρθει, για να μας βοηθήσουνε. Έχοντας σε μικρά αγροτικά με μικρές δεξαμενές νερού και λάστιχα, αλλά πολύ ψιλά τα οποία ίσα που[00:30:00] μπορούσαν να καταβρέξουν, έβαζαν φωτιές ελεγχόμενες τις οποίες τις κρατούσαν χαμηλά καταβρέχοντας, για να δημιουργήσουν ζώνες, να μην μπορέσει να έρθει -όταν θα υπάρξει αναζωπύρωση- να βρει πρόσφορο έδαφος, για να αναπτυχθεί η φωτιά. Δηλαδή κάνανε ζώνη, μόνοι τους, καίγοντας κομμάτια, για να δημιουργήσουν ζώνες πυρασφαλείας τελικά.

Δ.Κ.:

Ενώ εδώ ποια ήταν η αντιμετώπιση; Μας είπες κατά τη γνώμη σου πως ήταν λάθος η αντιμετώπιση της Πυροσβεστικής. Ποια ήταν η αντιμετώπιση;

Π.Κ.:

Η αντιμετώπιση της Πυροσβεστικής; Ό,τι λέγανε τα κανάλια. Όταν έβγαινε το κανάλι και έλεγε: «Θα πάτε εκεί ένα πυροσβεστικό ή ένα ελικόπτερο», το στέλνανε. Όταν έβγαινε το άλλο κανάλι και έλεγε: «Να πάτε εκεί», προσπαθούσαν να πάνε και εκεί. Όταν κάποια στιγμή είμαι σε ένα χωριό στις Άνω Καρυές κοντά, σε έναν πριν… Πριν φτάσουμε στις Άνω Καρυές-

Δ.Κ.:

Πως λέγεται το χωριό;

Π.Κ.:

Άνω Καρυές. Υπήρχε… Ερχόταν η φωτιά, ήμαστε… Για να φανταστείς, ο δρόμος είναι ψηλά φαντάσου στην κορυφογραμμή από κάτω στην πλαγιά ανέβαινε η φωτιά και έκαιγε το δάσος. Στην άλλη πλευρά υπήρχε πάλι δάσος. Εγώ είπα στον .... Είχε πέσει .... Είχανε εκεί πέρα έξι-επτά πυροσβεστικά οχήματα, είπα στον υπεύθυνο εκεί στον πύραρχο, ότι: «Αφού έχουμε τα πυροσβεστικά οχήματα, κοντά στο δρόμο η βλάστηση ήταν χαμηλή, δεν είχε ψηλά δέντρα. Τα δέντρα τα ψηλά ήταν λίγο πιο κάτω. Να ανάψουμε φωτιά εκεί και κοντά στον δρόμο, να κάνουμε ζώνη, ώστε όταν έρθει η φωτιά από κάτω να μην μπορέσει να περάσει τον δρόμο και να πάει στην άλλη πλευρά του δάσους» του λέω. «Αφού έχουμε και τα πυροσβεστικά οχήματα εδώ πέρα και έχουμε τόσο κόσμο δεν θα μας φύγει η φωτιά». Ξέρεις τι μου απάντησε;: «Το βλέπεις το κανάλι; Θα με κλείσουν φυλακή». Άρα, όταν το κανάλι κάνει πυρόσβεση, δεν μπορείς λειτουργήσεις σωστά και φυσικά, εκεί που δεν μπορείς να λειτουργήσεις σωστά είναι με το πανικό. Όλοι-οι όλες οι υπηρεσίες και η κυβέρνηση τότε ήταν σε πανικό.

Δ.Κ.:

Εσύ τι θυμάσαι στο σε αυτά τα πρακτικά και τα τεχνικά προβλήματα που είπαμε πριν υπήρχε βοήθεια από τις υπηρεσίες από τις αρχές εδώ του τόπου, σε κόσμο ο οποίος είχε πληγεί, είχε χάσει τις περιουσίες του, τα κτήματα, τα σπίτια είχε προβλήματα με το ρεύμα, από νερό, με όλα αυτά… Υπήρχαν αντανακλαστικά;

Π.Κ.:

Ναι, εντάξει, υπήρχαν. Δηλαδή η ΔΕΗ γρήγορα λειτούργησε, για να αποκαταστήσει το ρεύμα, τα δίκτυα, όλα αυτά. Εντάξει. Εκείνο που δεν υπήρχε, δεν υπήρχε πρόνοια για έναν ας πούμε που είχε τη δουλειά του και ζούσε από την κτηνοτροφία ή από τη γεωργία και καταστράφηκε τελείως δεν υπήρξε πρόνοια. Δώσανε κάποιες ζωοτροφές στην αρχή και κάναν και κάποιες δωρεές και κάποια τέτοια, αλλά δεν αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα στην ουσία του. Δηλαδή έμεινε κόσμος χωρίς δουλειά, χωρίς στον ήλιο μοίρα και αναγκάστηκε να φύγει από την περιοχή, γιατί δεν μπορούσε να επιβιώσει. Και μετά τις φωτιές που θα βοσκούσαν τα κοπάδια; Έπρεπε να προστατευτεί και το δάσος και οι κτηνοτρόφοι. Η κυβέρνηση πήρε απόφαση να μην… Και έτσι όπως είναι το σωστό δηλαδή να μην βόσκουν τα ζώα στα δάση, αλλά από την άλλη δεν έδινε ζωοτροφές. Όταν θα του πεις του άλλου: «Τα ζώα σου δεν θα βοσκήσουν στο δάσος», πρέπει να τον ενισχύσεις, να του δώσεις ζωοτροφές, για να μπορέσει να ζήσει-να επιβιώσει. Πως θα επιβιώσει το κοπάδι του και ο ίδιος όταν δεν θα βόσκησει στο δάσος, για να μπορέσει να αναπτυχθεί το δάσος; Με αποτέλεσμα οι κτηνοτρόφοι να μην μπορούν να κάνουν αλλιώς, να βγάζουν τα ζώα στο δάσος, να μην βοηθάει αυτό την ανάπτυξη στο δάσος, γιατί τα μικρά δεντράκια που αρχίζουν από κάτω τα τρυφερά να αναπτύσσονται το ζώο να το τρώει αυτό και να μην μπορεί να αναπτυχθεί το δάσος… Και στο κάτω-κάτω, δεν είχανε την ευστροφία να πουν, ότι θα κάνουμε, θα χωρίσουμε την περιοχή. Στη μισή περιοχή θα απαγορεύεται να πάτε και στην άλλη μισή θα σας επιτρέψουμε να πάτε, τουλάχιστον ούτε αυτό και τελικά όπως γίνεται συνήθως στην Ελλάδα με ημίμετ[00:35:00]ρα και με προχειρότητες και εφαρμόζοντας το νόμο χωρίς να τον εφαρμόσουν ουσιαστικά λέγοντας, ότι: «Θα τον εφαρμόσουμε» χωρίς να τον εφαρμόζουμε, γίνεται ένα μπάχαλο και όλα αυτά τα πληρώνουμε αργότερα.

Δ.Κ.:

Υπάρχουν κάποιες έτσι εικόνες, κάποιες μνήμες, και στα χωριά που πήγαινες και βοηθούσες, που σε σημάδεψαν; Ή που φοβήθηκες για σένα; Ή που φοβήθηκες για κάποιον άλλο άνθρωπο;

Π.Κ.:

Ναι ήταν ένα περιστατικό, σβήναμε στις Κάτω Καρυές φωτιές με ένα συνεργείο Κυπρίων και Ελλήνων φυσικά και σε μια πεζούλα που λέμε, μάντρα που χωρίζει τα χωράφια σε αναβαθμίδες, γλίστρησε ένας πυροσβέστης Κύπριος, έπεσε και χτύπησε στη μέση. Και έπεσε και από πάνω καιγόταν ένα τεράστιο κυπαρίσσι που υπήρχε φόβος αν δεν προλάβουμε να το πάρουμε αμέσως να πέσει το κυπαρίσσι πάνω στον πυροσβέστη – το καμένο. Και τελικά, προσπαθήσαμε εκεί και είχαμε και ένα φορείο το μεταφέραμε τον άνθρωπο και μπορέσαμε. Αλλά ήταν επίφοβο, δηλαδή τρομάζεις όταν βλέπεις. Εντάξει τραυματίστηκε και κόσμος βέβαια και πυροσβέστες κάνανε υπεράνθρωπο αγώνα. Απλά δεν υπάρχει η σωστή εκπαίδευση των πυροσβεστών στην Ελλάδα, στις άλλες χώρες ας πούμε διάβαζα τότε σε ένα περιοδικό στη Γαλλία τους εκπαιδεύουν από το δημοτικό. Στο δημοτικό τα βλέπεις τώρα πιτσιρίκια και τα έχουν με τις στολές τους και ξέρουν να αντιμετωπίσουν τη φωτιά. Οι δικοί μας οι πυροσβέστες δεν ξέρανε. Και άλλωστε, η Πυροσβεστική ήταν χώρια από το δασαρχείο δεν ανακατευόταν με φωτιές δασικές, ανακατευόταν μόνο με περιστατικά μέσα σε πόλεις και δεν είχαμε και την εμπειρία. Εγώ εντάξει, έζησα στο χωριό – μέχρι που να έρθει η φωτιά του 2007 είχα πάει και σε άλλες είκοσι φωτιές. Ήξερα πως να προστατευτώ από που φυσάει ο άνεμος, που πρέπει να κάτσω, πως πρέπει να αντιδράσω, όλα αυτά τα γνώριζα, δεν ήμουνα άσχετος ας πούμε από εμπειρία. Οι πυροσβέστες, όταν έγινε η συνένωση, δεν είχαν αυτήν την εμπειρία.

Δ.Κ.:

Όταν ακούς τη λέξη: «φωτιά», ποια είναι η πρώτη εικόνα-η πρώτη σκέψη που κάνεις;

Π.Κ.:

Κόλαση, αυτή μου έχει αποτυπωθεί αυτό το πράγμα, η κόλαση που δημιουργεί η φωτιά.

Δ.Κ.:

Και μετά έρχεται ο χειμώνας, οι πρώτες βροχές…

Π.Κ.:

Α! Άλλη καταστροφή. Μάλιστα αυτό το είχαμε προβλέψει, ότι θα γίνει και ήταν λογικό να γίνει και επειδή είχαμε και μια κίνηση πολιτών που ασχολιόταν με το περιβάλλον, είχαμε στείλει και κάποια έγγραφα και είχαμε προειδοποιήσει και τις υπηρεσίες, ότι: «Ο χειμώνας θα είναι δύσκολος, -ότι- με τις πρώτες φωτιές θα έχουμε καταστροφές και πλημμύρες». Άρα έπρεπε κάτι να γίνει: Να καθαρίσουν τα ρέματα, να κάνουν ο φράγματα, να μην υπάρχει αυτή η ροή του νερού η ορμητική. Δεν εισακουστήκαμε, ήρθαν οι πρώτες βροχές και φτάσαμε μέσα στα ποτάμια να επιπλέουν ψυγεία να επιπλέουν κάδοι, να επιπλέουν σκουπίδια, να κλείσει το ρεύμα κοντά προς την Καρύταινα, να πλημμυρίσουν σπίτια κλπ. κλπ.

Δ.Κ.:

Εσύ στο μαγαζί σου είχες καταστροφή από τις πλημμύρες;

Π.Κ.:

Όχι, γιατί ήτανε σε... Δεν υπήρχε κάποιο ρέμα εκεί κάτι που να μπορέσει δεν είχαμε.

Δ.Κ.:

Στη δουλειά σου;

Π.Κ.:

Τι;

Δ.Κ.:

Αν είδες τα κέρδη σου να μειώνονται, τον κόσμο που επισκεπτόταν το μαγαζί σου...

Π.Κ.:

Ναι το 2007 έφυγε όλος ο κόσμος από την Πελοπόννησο, δεν κάθισε ο κόσμος. Δηλαδή το τέλος Αυγούστου ήταν σαν να περνάγαμε χειμώνα, Γενάρη-Φλεβάρη που η κίνηση είναι λιγότερο. Έπεσε πολύ η κίνηση. Έφυγε και ο κόσμος έφυγε ο τουρισμός έφυγαν Έλληνες που έκαναν διακοπές, έφυγαν άνθρωποι από τα χωριά τους που είχαμε καεί, και τι να κάνουν οι άνθρωποι; Εντάξει.

Δ.Κ.:

Εσείς είχατε κάποιο περιστατικό στην οικογένεια-σε φίλους που έχασαν τα σπίτια τους ή έχασαν έναν άνθρωπο;

Π.Κ.:

Ναι βέβαια και στο χωριό μας[00:40:00] είχαμε ένα νεκρό, ο οποίος έφυγε με το αυτοκίνητο του κλείστηκε από τη φωτιά, τα ‘χασε, έπεσε στην άκρη του δρόμου και τελικά κάηκε. Και φυσικά, είχαμε και σπίτια που κάηκαν στο χωριό. Ναι, πήγα σε πολλά χωριά. Πολλά σπίτια κάηκαν, περιουσίες ολόκληρες.

Δ.Κ.:

Οι γονείς σου ήταν στο χωριό την ημέρα της φωτιάς;

Π.Κ.:

Όχι η μητέρα μου, την έχει πάρει γυναίκα μου και είχανε πάει στην Καλαμάτα. Εμείς πήγαμε και σώσαμε το σπίτι. Αν δεν πηγαίναμε θα χάναμε και εμείς στο σπίτι. Ναι μεγάλες καταστροφές και απώλειες περιουσιών έγιναν εκείνη την εποχή.

Δ.Κ.:

Όταν σε είδε η κόρη σου πως αντέδρασε;

Π.Κ.:

Πως να αντιδράσει η κόρη μου που μου έχει αδυναμία! Με αγκαλιές και φιλιά και κλάματα!

Δ.Κ.:

Πίστευε ότι είσαι νεκρός;

Π.Κ.:

Όλοι το πιστεύανε αυτό. Μέχρι που αποδείχτηκε το αντίθετο, «αναστήθηκα».

Δ.Κ.:

Τι θα ήθελες να μας πεις σαν τελευταίο για αυτήν την εμπειρία. Τι κρατάς από αυτό που βίωσες;

Π.Κ.:

Κρατάω, ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα, είναι ικανός για τη μεγαλύτερη καταστροφή και για το μεγαλύτερο επίτευγμα. Δυστυχώς, η κοινωνία μας μέχρι τώρα οδηγείται στην καταστροφή, διότι το περιβάλλον το ‘χουμε επηρεάσει τόσο πολύ, που είναι εμφανές πλέον κάθε μέρα βλέπουμε τις αλλαγές τις κλιματικές και την καταστροφή του. Και ελπίζω κάποια στιγμή να αλλάξει ρότα η ανθρωπότητα και να σκεφτεί πιο σωστά.

Δ.Κ.:

Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ!

Π.Κ.:

Κι εγώ ευχαριστώ!