Ηλικιακός περιορισμός

Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.

Μεγαλώνοντας στην προσφυγική Δραπετσώνα

Μ.Κ.(Ε.)

[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;

Μ.Κ.(Α.)

Κωνσταντινίδης Μιχαήλ. 

Μ.Κ.(Ε.)

Είναι Δευτέρα, 27 Ιουλίου, είμαι με τον κύριο Μιχάλη Κωνσταντινίδη και βρισκόμαστε στη Δραπετσώνα. Εγώ ονομάζομαι Μαρία Κωνσταντινίδου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πότε και πού γεννηθήκατε;

Μ.Κ.(Α.)

4 Νοεμβρίου του 1952 στη Δραπετσώνα.

Μ.Κ.(Ε.)

Ωραία.

Μ.Κ.(Α.)

Σημειωτέον ότι γεννήθηκα μες στο σπίτι με μαμή, όχι σε νοσοκομείο.

Μ.Κ.(Ε.)

Όχι σε νοσοκομείο, δηλαδή υπήρχε μαμή–

Μ.Κ.(Α.)

Μαμή εκείνης της εποχής. Μόλις ήτανε... ήρθε η ώρα στη μάνα μου, τη φωνάξανε και με... την ξεγέννησε.

Μ.Κ.(Ε.)

Ωραία. Η μαμή αυτή ήταν μια στη γειτονιά, εδώ έμενε και εκείνη;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, ναι, ναι, εδώ στη γειτονιά ήτανε και ξεγεννούσε τις γυναίκες που δεν είχαν πρόβλημα. Αν είχαν πρόβλημα, πήγαιναν σε νοσοκομείο. Η αδερφή μου γεννήθηκε σε νοσοκομείο.

Μ.Κ.(Ε.)

Μπορείτε να μου περιγράψετε το σπίτι σας στη Δραπετσώνα;

Μ.Κ.(Α.)

Στη Δραπετσώνα ήτανε τα σπίτια τα προσφυγικά, τα οποία χτίσανε μόνοι τους οι άνθρωποι, με πλίνθους. Δηλαδή ήτανε σαν τσιμεντόλιθοι, αλλά με λάσπη και νερό, πολύ απλοί, με πολύ κόπο, σε οικόπεδα που τους... που έδωσε το κράτος σαν ανταλλαγή, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Μ.Κ.(Ε.)

Ωραία.

Μ.Κ.(Α.)

Αποτελούνταν από ένα, δύο, τρία δωμάτια και έναν καμπινέ, έναν καμπινέ, το οποίο, σημειωτέον, εκείνη την εποχή νοικιάσαμε, φτιάξαμε κι άλλο ένα δωματιάκι, το οποίο το νοικιάσαμε και σε ανθρώπους απ’ την Πελοπόννησο, για να μπορέσουμε να... να μπορέσουν η οικογένειά μου να συμπληρώσει το εισόδημά της. Και σημαίνει αυτό ότι ήμασταν πέντε-έξι εμείς, δηλαδή οι δύο γονείς, τρία παιδιά συν δύο γιαγιές, οκτώ, έτσι δεν είναι; Οκτώ. Συν άλλοι τρεις, από... αυτοί που νοικιάζανε από την Πελοπόννησο οι άνθρωποι, έντεκα άνθρωποι σε ένα σπίτι, το οποίο ήταν 60 με 70 τετραγωνικά.

Μ.Κ.(Ε.)

Δηλαδή αυτό το κάνανε και άλλοι; Ήτανε μια συνήθεια;

Μ.Κ.(Α.)

Δεν ήτανε... Όχι, δεν ήτανε, ας πούμε. Δεν… Δεν... τα άλλα σπίτια στη γειτονιά σπάνια να νοικιάσουνε. Εμείς έτυχε, ας πούμε, είχαμε και τις δύο γιαγιές και συν αυτούς τους τρεις τους νοικάρηδες και βγαίναμε με ένα... με μια τουαλέτα, η οποία δεν υπήρχε πόρτα, ήταν… είχαμε μια κουρελού και έντεκα άνθρωποι κάναμε την ανάγκη μας, προσπαθώντας να βρούμε χρόνο. 

Μ.Κ.(Ε.)

Πώς ήταν η συμβίωση;

Μ.Κ.(Α.)

Πώς ήταν η συμβίωση; Εμείς ήμασταν μικρά παιδιά, δεν μας ενδιέφερε. Εμείς ήμασταν σε ένα δωμάτιο μικρό, με τις δύο γιαγιές και τα τρία παιδιά, ο ένας επάνω στον άλλονα, κοιμόμασταν. Το χειμώνα υπήρχε μαγκάλι, το οποίο μαζεύαμε ξύλα, πηγαίναμε κάτω με τη γιαγιά στην παραλία της Δραπετσώνας, εδώ στα Βοτσαλάκια, μαζεύαμε ξύλο... ξύλα, τα οποία τα φέρναμε και ανάβαμε φωτιά και έτσι ζεσταινόμασταν, δεν υπήρχε ούτε καν σόμπα. Ένα μαγκάλι ήτανε. Το οποίο βέβαια δεν είχε κινδύνους, γιατί το σπίτι από παντού έμπαζε και δεν υπήρχε περίπτωση να πάθουμε δηλητηρίαση. Επίσης, με τις βροχές αντιμετωπίζαμε αρκετά προβλήματα, με... έσταζε σε αρκετά σημεία το σπίτι και βάζαμε λεκάνες και μαζεύαμε το νερό. Τι άλλο να θυμηθώ; Το πώς λουζόμασταν; Λουζόμασταν σε μία σκάφη. Μαζεύαμε, παίρναμε έναν κουβά νερό και με ένα κυπελλάκι πλενόμασταν. Και αυτό δεν γινόταν βέβαια καθημερινά, όπως είναι τώρα, γινόταν μία φορά την εβδομάδα, πλενόμασταν… Είχαμε ένα νιπτήρα με ένα βρυσάκι, και νερό δεν υπήρχε τότε, δεν υπήρχε ΕΥΔΑΠ και τέτοια πράγματα. Πηγαίναμε και παίρναμε... ήταν λίγο πιο κάτω, ήταν ένας... ένας ο οποίος πούλαγε το νερό, είχε βέβαια από την ΕΥΔΑΠ, δεν ξέρω πώς ήταν, από την ΟΥΛΕΝ εκείνη την εποχή, είχε πρόσβαση και πηγαίναμε όλη η γειτονιά με τενεκέδες και κουβαλάγαμε το νερό και το φέρναμε στο σπίτι. Ψυγείο είχαμε ένα ξύλινο, το οποίο ήτανε... βάζαμε, περιμέναμε, κάθε πρωί πέρναγε ο παγοπώλης και μας άφηνε πάγο, βάζαμε μέσα, και εκεί βάζαμε και τα τρόφιμα. Γάλα, ερχόταν ένας γαλατάς με ένα μεταλλικό... με δοχείο και φώναζε απέξω: «Ο γαλατάς!» και μας έβαζε σε ένα κυπελλάκι το γάλα μας, και έτσι το ζεσταίναμε και το πίναμε. Αυτά θυμάμαι...

Μ.Κ.(Ε.)

Η κουζίνα πώς ήτανε; 

Μ.Κ.(Α.)

Η κουζίνα ήτανε… δεν θυμάμαι, με πετρογκάζ ήταν; Με πετρογκάζ ήτανε νομίζω. Και, εντάξει, φτωχικά.

Μ.Κ.(Ε.)

Και μαγείρευε και η μαμάς σας και οι νοικάρηδες;

Μ.Κ.(Α.)

Και η μάνα μου μαγείρευε, αλλά περισσότερο μαγειρεύαν οι γιαγιές. Η γιαγιά μου, η Ναζλού, είχε τουρκικό όνομα, αλλά ήτανε πολύ καλή γυναίκα, πολύ δραστήρια, από τις Πόντιες, που… τις πολύ καθαρές και πολύ υπομονετική. Και μαγείρευε, γιατί πολλές φορές, για αρκετό διάστημα, η μάνα μου δούλευε και ήταν εκείνη, ας πούμε, στο σπίτι, μας κράταγε εμάς. Ο πατέρας μου δούλευε.

Μ.Κ.(Ε.)

Πώς κοιμόσασταν, αφού ήταν τόσο περιορισμένος ο χώρος;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, κάποια παιδιά ήταν με τις γιαγιές, κάποια ήταν μόνα τους. Σε ένα... σε δύο κρεβάτια και ήμασταν... ξέρω γω, πολλές φορές, μπορεί να ήμασταν και τρία παιδιά σε ένα κρεβάτι και κοιμόμασταν, ή ένα παιδί μπορεί να πήγαινε με τους γονείς κάπου ή με τις γιαγιές, έτσι, ήμασταν εναλλακτικά, στριμωγμένα πολύ.

Μ.Κ.(Ε.)

Οπότε το να μεγαλώνει κάνεις στη Δραπετσώνα ήτανε... ήτανε δύσκολο;

Μ.Κ.(Α.)

Εντάξει, εκείνη την εποχή, επειδή ήμασταν μικρά, δεν μας... δεν μου φαινόταν δύσκολο, ήταν μπορώ να σου πω και χαρούμενες εποχές, γιατί δεν είχαμε εμείς τα προβλήματα. Δεν ξέρω οι μεγάλοι τότε. Οι μεγάλοι προφανώς είχαν προβλήματα, στριμωγμένοι τώρα, ένα ζευγάρι, ας πούμε, παντρεμένο, το να είναι όλοι αυτοί μαζί... Καταλαβαίνεις ότι είναι δύσκολη. Για εμάς τα μικρά... εμείς παίζαμε όλη μέρα. Κοιμόμασταν το βράδυ, το πρωί σηκωνόμασταν, βγαίναμε έξω, παίζαμε. Ας πούμε... τι να σου πω; Την πρώτη μέρα που... που πήγα στο σχολείο, ήμουνα 5,5 χρόνων τότε, πολύ μικρός, 5,5 χρονών τότε πηγαίναμε Α΄ Δημοτικού, πήγα και μετά από λίγο λέω στο δάσκαλο: «Θέλω να φύγω, να πάω στη μαμά μου». Και μετά τα παιδιά μόλις σχολάσανε, ήρθανε και το είπανε στη μάνα μου ότι «ο Μιχάλης ζήτησε να φύγει…», κατά κάποιο τρόπο με κορόιδευαν λιγάκι, που ζήτησα να φύγω να πάω... Ήμουνα πολύ μικρός 5,5 χρόνων και βαρέθηκα, ήθελα, γιατί ήμουνα όλη μέρα έξω και έπαιζα εγώ, και ξαφνικά πήγα στο σχολείο και ήμουνα σε ένα θρανίο, δεν μπόρεσα, δεν άντεξα, και ήθελα να φύγω. Και ήρθαν τα παιδιά και το πάνε στη μάνα μου. Επίσης, ας πούμε, πηγαίναμε κάτω στη θάλασσα. Από μικρά παιδιά, μας αφήνανε, χωρίς τους γονείς και πηγαίναμε. Ήταν πολύ κοντά, γύρω στα 500 μέτρα. Και πηγαίναμε και κάναμε μπάνιο όλη μέρα, από το πρωί, από τις 9:00 η ώρα μέχρι τις 17:00 η ώρα το απόγευμα ήμουνα εκεί. Μαζί με άλλα παιδιά και για να μη με μαλώνει η μάνα μου, μάζευα μύδια που είχε εκεί πέρα, της τα έβαζα μέσα σε ένα... ή στο φανελάκι μου ή κάπου εκεί και της τα έφερνα, για να μη με μαλώνει και ήταν... και ήταν εντάξει, ας πούμε. Της αρέσανε πολύ τα μύδια και δεν με μάλωνε.

Μ.Κ.(Ε.)

Τι άλλα παιχνίδια παίζατε;

Μ.Κ.(Α.)

Εκεί παίζαμε το... πολύ με τα «Γυαλένια», έτσι τα λέγαμε, κάτι στρογγυλά που τα παίζαμε, στήναμε τα πέντε και παίρναμε, βάζαμε σημάδι. Παίζαμε σβούρα, σβούρα, και κυρίως εγώ έπαιζα πολύ μπάλα, έπαιζα πάρα πολύ μπάλα. Μου είχανε βγάλει και το παρατσούκλι ο «Πελέ», έτσι με ξέρανε ακόμα και στα... μεγάλος που ήμουνα, κάποιες με φωνάζανε «Πελέ» ακόμα.

Μ.Κ.(Ε.)

Πώς ήταν η μπάλα εκείνη την εποχή;

Μ.Κ.(Α.)

Ήτανε λαστιχένιες μπάλες και κάτι τέτοια. Εγώ στην αρχή, πολύ μικρός, ήτανε με κουρέλια, δεν είχαμε. Μετά πήραμε κάτι λαστιχένιες μπάλες, λαστιχένιες, δεν ήταν αυτές του ποδοσφαίρου με το δέρμα και τέτοια, δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Ήτανε λαστιχένιες και λίγο μικρές, μετά μεγαλώσανε λιγάκι και παίζαμε όλη μέρα.

Μ.Κ.(Ε.)

Πού βλέπατε... πού το είχατε δει το ποδόσφαιρο και το μάθατε σαν παιχνίδι;

Μ.Κ.(Α.)

Ο ένας με τον άλλον. Τηλεόραση δεν υπήρχε, η τηλεόραση εμφανίστηκε... εμείς βάλαμε στο σπίτι, μετά το ʼ67-ʼ68. Γεννήθηκα το ʼ52, μέχρι το ʼ65-ʼ66 τηλεόραση δεν υπήρχε, ραδιόφωνο. Είχαμε ένα Blaupunkt, που το είχε φέρει ο πατέρας μου. Μόλις το έφερε θυμάμαι ήμουνα με 7-8 χρονών. Και ήξερα ότι θα το πάρει και το πήρε με δόσεις από τότε, από κάποιο κατάστημα. Και περίμενα, θυμάμαι, ώρες εκεί στη γωνία, είχα βγει έξω από το σπίτι και μόλις ήρθα, είχα τρελαθεί από τη χαρά μου. Ναι, να έχουμε... είχαμε ραδιόφωνο και ακούγαμε μου[00:10:00]σική και ειδήσεις από το ραδιόφωνο, το οποίο έπιανε παντού. Ήτανε πολύ καλό, γερμανικό ραδιόφωνο. Και μετά αυτό βέβαια, εγώ του άλλαξα τα φώτα, γιατί το έλυσα, έβαλα μέσα άλλο κάτι, μεγάφωνο, ιστορίες, και το χρησιμοποιούσα... γιατί άρχισα να μαθαίνω κιθάρα μετά, στα 13-14, και το έκανα σαν ενισχυτή. Και έβαζα ένα μαγνήτη στην κιθάρα και μετά το ένωνα με το ραδιόφωνο και πηγαίναμε στα πάρτι και έπαιζα κιθάρα και ακουγόταν από το ραδιόφωνο. Πατέντες τότε, της εποχής εκείνης.

Μ.Κ.(Ε.)

Πού είδατε την κιθάρα και αποφασίσατε να δοκιμάσετε;

Μ.Κ.(Α.)

Εντάξει, τότε είχανε κάποιοι αγοράσει τηλεοράσεις και πηγαίναμε σε άλλα σπίτια και βλέπαμε. Τότε ήταν που είχαν πρωτοεμφανιστεί οι Beatles και οι Rolling Stones, και βλέπαμε εμείς και είχαμε τρελαθεί. Εγώ στην αρχή, επειδή δεν είχα κιθάρα, τίποτα, είχα πάρει ένα ξύλο και είχα βάλει ένα σύρμα και το γρατζούναγα, για να ακούσω πώς ακούγεται. Σιγά, σιγά, σιγά, μετά βρέθηκε μια ξύλινη κιθάρα, που κάποιος που είχε αφήσει και δεν χρησιμοποιούσε, και την πήρα εγώ, παλιά κιθάρα, πολύ δύσκολη, αλλά από εκεί άρχισα εγώ να παίζω. Υπήρχε στη γειτονιά ένας... ένας φίλος πιο μεγάλος, ο Παναγιώτης ο Αθανασίου, ο οποίος ο πατέρας του ήταν το πρώτο μπουζούκι στην Columbia. Από τους πρώτους που είχε ηχογραφήσει με τον Καζαντζίδη και πολλούς... με τον Αγγελόπουλο και πολλούς άλλους, ήταν ο στυλοβάτης της Columbia και έχει γράψει, στα περισσότερα της δεκαετίας του ʼ60 έχει παίξει αυτός μπουζούκι. Ο γιος του ήξερε πολύ καλή κιθάρα και είχε φτιάξει ένα συγκρότημα. Και πήγαινα εγώ στο σπίτι του, άκουγα... τους άκουγα, δεν μας άφηναν να μπούμε, γιατί εγώ ήμουνα μικρός, ήμουνα 12-13 χρονών. Αυτοί ήταν πιο μεγάλοι, 16-17, και εμείς ήμασταν πιτσιρικάδες τότε, δεν μας άφηναν, αλλά από την πόρτα, επάνω από τ’ αυτό έβλεπα, σήκωνα... σήκωνα στις μύτες των ποδιών μου και έβλεπα που παίζανε και ξεσήκωνα με το μάτι και έκατσα μόνος μου, χωρίς να μου δείξει κανένας. Ούτε αυτός ο φίλος μου μου έχει δείξει ποτέ. Εγώ μόνο με το μάτι που έβλεπα και έβγαζα τις θέσεις των ακόρντων, τα ακόρντα, και τις μελωδίες από μόνος μου. Και έτσι σιγά σιγά σιγά έμαθα, έδειξα και σε άλλους, και εκεί έκανα το δικό μου το συγκρότημα. Και αρχίσαμε και παίζαμε σε πάρτι, τη δεκαετία του ʼ60 γινόταν χαμός. Ήταν... κάθε γειτονιά στον Πειραιά, σε όλη την Ελλάδα είχε και συγκροτήματα, και ανάλογα με το ταλέντο του καθενός, ήταν ας πούμε... είχανε πέραση ή ας πούμε, γελάγανε ο κόσμος, άμα... Εγώ έτυχε να έχω καλό συγκρότημα, που κάναμε και συναυλίες. 

Μ.Κ.(Ε.)

Πώς λεγόταν το συγκρότημα;

Μ.Κ.(Α.)

Στην αρχή πήραμε το όνομα από το συγκρότημα του φίλου μου του Πάνου, ο οποίος μετά έγινε και κουμπάρος μου, όταν μεγαλώσαμε, λεγόταν «The Torrents». Αυτοί μετά από 2-3 χρόνια διαλυθήκανε και επειδή μεγάλωσα εγώ, πήρα το… μου άρεσε το όνομα και το συνέχισα εγώ, «The Torrents». Στην αρχή παίξαμε σε συναυλίες σε συνοικιακό σινεμά, ήταν το «Άνθος» στα Ταμπούρια. Από εκεί ξεκινήσαμε, γινόντουσαν μουσικά πρωινά. Και παίζανε διάφορα συγκροτήματα. Και έπαιξα εκεί αρκετές φορές. Και μάλιστα, από εκεί ξεκίνησαν και οι «Hopes» ήταν... έτσι λεγόταν ένα συγκρότημα, που έβγαλε μετά δίσκο. Μετά ήρθανε και οι «Dragons», στους οποίους ήτανε κιθάρα και τον γνώρισα έτσι δηλαδή, ο Λάκης ο Παπαδόπουλος. Δεκαετία του ʼ60 τότε και ήτανε πρωινά και παίζαμε. Μαζευόντουσαν νεολαία, μετά πάρτι κάθε Σάββατο, είχα απλωθεί παντού με το συγκρότημά μου, σε Νίκαια, σε Κορυδαλλό, Αμφιάλη, παντού παίζαμε...

Μ.Κ.(Ε.)

Σας καλούσαν, δηλαδή, να παίξετε;

Μ.Κ.(Α.)

Μας καλούσανε, ναι, δηλαδή τις περισσότερες φορές ήταν δωρεάν βέβαια. Κάποιοι μας δίνανε και κάποιο χαρτζιλίκι, αλλά τις περισσότερες φορές ήτανε φίλοι που κάνανε ένα πάρτι. Και πάντοτε, αυτό που θυμάμαι, είναι ότι 1:00-2:00 η ώρα ερχόταν πάντοτε η αστυνομία, γιατί είχαμε τότε ενισχυτές, ενοχλούσαμε τον κόσμο και πάντοτε ερχότανε, όχι να μας μαλώσουν, αλλά να κάνουνε συστάσεις, οπότε παίζαμε πιο... πιο χαμηλά.

Μ.Κ.(Ε.)

Θα μου περιγράψετε λίγο πόσα άτομα ήταν στο συγκρότημα; Τι όργανα έπαιζε ο καθένας;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, εγώ ήμουν η πρώτη κιθάρα. Στη δεύτερη κιθάρα ήτανε ο Λευτέρης ο Πετρίδης, μετέπειτα δικηγόρος, μπάσο ήτανε κάποιος Φώτης, δεν θυμάμαι τώρα επίθετο, ντραμς ήταν ο Δημητράκης ο Μισιάδης και τραγούδι ήτανε... ήτανε διάφοροι. Κάποιος Στέφανος, μετά ο Μήτσος ο Μαρμαρίδης, αυτοί.

Μ.Κ.(Ε.)

Και ήταν όλοι αυτοδίδακτοι;

Μ.Κ.(Α.)

Αυτοδίδακτοι όλοι, όλοι, κανένας. Και αρμόνιο είχαμε και έναν άλλονα, τον Γιάννη, ο οποίος δεν ήξερε τίποτα. Αγόρασε απλώς ένα αρμονιάκι και έμαθα εγώ, έκατσα και έβγαζα... που ήτανε... τι να... ήταν τελείως, ας πούμε παράξενο, έβγαζα τα ακόρντα της κιθάρας και τα οποία τα έβαζα επάνω στο πιάνο. Δηλαδή οι θέσεις δεν ήταν όπως ακριβώς πρέπει, ένας πιανίστας που πιάνει ας πούμε ένα ντο ματζόρε, ήτανε ντο ματζόρε... Οι νότες ήταν σωστές, αλλά οι θέσεις ήταν λάθος. Γιατί ήτανε κιθαριστικές, από την κιθάρα που έπαιζα εγώ δεν ξέραμε τότε, πώς να τα... πώς να τα παίξει το αρμόνιο και του έδειχνα αυτουνού. Και έμαθε, ας πούμε και έπαιζε κάποια ακόρντα και κάποιες μελωδίες, τώρα, απλώς ακουγόταν το αρμόνιο.

Μ.Κ.(Ε.)

Και τι τραγούδια παίζατε;

Μ.Κ.(Α.)

Παίζαμε εκεί «Rolling Stones», «Beatles» και διάφορα συγκροτήματα αμερικανικά και ελληνικά. Όπως τους «Idols», «Charms» και τέτοια πράγματα.

Μ.Κ.(Ε.)

Οι στίχοι πώς τους–

Μ.Κ.(Α.)

Εκεί ήταν η μεγάλη πλάκα, γιατί τα εγγλέζικά μας ήταν ανύπαρκτα και ο καθένας ό,τι ήθελε έλεγε, ό,τι άκουγε... και έλεγε τα... Τώρα το ότι από κάτω οι άλλοι δεν καταλαβαίνανε και αυτοί, οπότε δεν είχαμε Άγγλους που να... ή ανθρώπους που ξέρανε αγγλικά, οπότε, εντάξει, σου λέει: «Αφού το λέει έτσι κάπως, σωστό θα ʼναι».

Μ.Κ.(Ε.)

Οπότε ήταν–

Μ.Κ.(Α.)

Έτσι ήταν τα περισσότερα συγκροτήματα.

Μ.Κ.(Ε.)

Ναι, δεν ξέρανε και οι από κάτω.

Μ.Κ.(Α.)

Δεν ξέρανε.

Μ.Κ.(Ε.)

Τα πάρτι που λέτε, πώς οργανώνονταν τα πάρτι;

Μ.Κ.(Α.)

Τι ήτανε; Ήτανε ένα... κάποια παιδιά, τα οποία τα οργανώνανε, φωνάζανε φίλους, ο φίλος του φίλου, μαζευόντουσαν πενήντα άτομα, ξέρω και εγώ, εκατό άτομα, μέσα σε ένα σπίτι, με βερμούτ, ο καθένας έφερνε και ένα ρεφενέ, κάτι, ένα μπουκάλι, και έτσι τη βγάζαμε. Ξεκινάγαμε, ερχόντουσαν και μας λέγανε κιόλας: «Παίξε μας εκείνο, παίξε μας το άλλο», και αρχίζανε ο χορός και γινότανε χαμός. Μέχρι το… 3:00-4:00 η ώρα παίζαμε και χορεύανε συνέχεια.

Μ.Κ.(Ε.)

Παίζατε και επαγγελματικά με αυτό το συγκρότημα;

Μ.Κ.(Α.)

Ένα... ένα διάστημα είχα παίξει στην «Ταϊτή», στη Γλυφάδα, ένα μαγαζί που ήτανε –πολύ μικρός ήμουνα, 16 χρονών– ένα κλαμπ, το οποίο να σκεφτείς ότι έπαιρνα το λεωφορείο από τη Δραπετσώνα να κατέβω στον Πειραιά, από τον Πειραιά να πάρω το λεωφορείο, το οποίο πήγαινε μέχρι τη Βούλα, Βουλιαγμένη, και κατεβαίναμε εκεί, παίζαμε στο κλαμπ αυτό, και μετά, κατά τις 1:00 η ώρα, ξέρω και εγώ, γυρίζαμε πίσω πάλι με το λεωφορείο, στη Γλυφάδα. Επίσης έπαιξα και... χωρίς να ντραπώ, στην Τρούμπα, κάτω σε κλαμπ, στο πώς το λέγαμε; Δεν θυμάμαι. Κάπως ήτανε με cat, με γάτα δεν θυμάμαι. «Blue Cat» ήταν κάπως έτσι ήτανε, ένα καμπαρέ, το οποίο ερχόντουσαν Αμερικανοί ναύτες και εμείς παίζαμε και υπήρχαν τα κορίτσια κάτω που χορεύανε με τους Αμερικανούς και εμείς παίζαμε διάφορα τραγουδάκια, να χορεύουν οι Αμερικάνοι.

Μ.Κ.(Ε.)

Οπότε έχετε προλάβει και την Τρούμπα το βράδυ;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, ναι. Όχι μόνο το βράδυ. Εγώ σαν πιτσιρικάς, πηγαίναμε και με… φεύγαμε από το… κάναμε σκασιαρχείο από το σχολείο, κατεβαίναμε στην Τρούμπα, που αυτό λεγότανε «μπουρδελότσαρκα», όπως τη λέγαμε, και πηγαίναμε στα μπουρδέλα. Και θυμάμαι, ας πούμε, που ήμουνα 13-14 χρονών και περνάγαμε, ας πούμε, και βλέπαμε τις γυναίκες, οι οποίες ήταν γυμνόστηθες έξω στις πόρτες και περιμένανε να περάσει ο πελάτης και περνάγαμε εμείς και λέγανε: «Α, να χαθείτε από εδώ, κωλόπαιδα, τι ερχόσαστε εδώ πέρα;». Γιατί εμείς δεν μπορούσαμε να μπούμε, ούτε λεφτά είχαμε, ούτε… ήμασταν πολύ μικροί και μας διώχνανε τα κορίτσια.

Μ.Κ.(Ε.)

Αλλά ήταν ο χαβαλές, η βόλτα.

Μ.Κ.(Α.)

Ήταν ο χαβαλές. Όμως, γελάγαμε, μας διώχνανε αυτές, εντάξει.

Μ.Κ.(Ε.)

Τον εξοπλισμό πώς τον κουβαλούσατε; Με το λεωφορείο;

Μ.Κ.(Α.)

Με το λεωφορείο. Στα χέρια όλα. Κιθάρες, εγώ είχα μια κιθάρα... σημειωτέον, ήταν η πρώτη μου κιθάρα, η οποία την είχε φέρει κάποιος ναυτικός εδώ στη Δραπετσώνα, ο όποιος δεν ήξερε να παίζει και έκανε ταξίδια, την έφερε και τότε την πούλαγε. Εγώ δεν είχα λεφτά, αλλά για καλή μου τύχη, άρχισε να δουλεύει η αδερφή μου, η οποία με αγάπαγε πολύ και μου το ʼκανε δώρο, με τα λεφτά, με το μηνιάτικο, που πληρώθηκε, πήγε και μου αγόρασε την κιθάρα, την οποία την έχω ακόμα μέχρι τώρα. Είμαι 68 χρόνων και έχω μια κιθάρα[00:20:00], η οποία ήταν, ας πούμε... από το.... που ήμουνα 14 χρονών. Και ακόμα την έχω την κιθάρα αυτήνα. Μια κόκκινη, με αυτήνα έπαιζα, με μια τεράστια θήκη σαν μπαούλο, την οποία την κουβαλάγαμε, με κάτι μικρούς ενισχυτές, δεν είχαμε κάτι... Πολύ φτηνούς, έτσι, ας πούμε, ενισχυτές, τους οποίους τους κουβαλάγαμε μέσα στα λεωφορεία. Εντάξει, όταν παίζαμε στο κλαμπ, ας πούμε, τον ενισχυτή τον... και την κιθάρα, τα αφήναμε εκεί, και πηγαίναμε την άλλη μέρα. Αλλά άμα τελειώναμε από το κλαμπ, παίζαμε, ξέρω και εγώ, ένα μήνα, σταματάγαμε, μετά τα παίρναμε και πηγαίναμε αλλού. Στα πάρτι μετά είχαμε ένα τρίκυκλο. Εγώ τότε δούλευα στου «Γαβριελάτου» κάτω στον Πειραιά, στα Βιομηχανικά, 12 χρονών παιδί πήγα στη δουλειά και αυτός είχε ένα τρίκυκλο. Και το παίρναμε πολλές φορές το τρίκυκλο και το φορτώναμε με τα... με τους ενισχυτές και πηγαίναμε στα πάρτι με το τρίκυκλο.

Μ.Κ.(Ε.)

Και χωρούσανε;

Μ.Κ.(Α.)

Αμέ!

Μ.Κ.(Ε.)

Ήταν μικρός εξοπλισμός, λίγα πράγματα;

Μ.Κ.(Α.)

Μικρός εξοπλισμός και, εντάξει, οι άλλοι πηγαίνανε με τα λεωφορεία, αλλά κάτι ντραμς, ενισχυτές και τέτοια πράγματα, τα φορτώναμε εκεί. 

Μ.Κ.(Ε.)

Ναι, ναι. Κάτι άλλο, κάποιο άλλο παιχνίδι που μπορεί να παίζατε ως παιδιά; Υπήρχε;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, αυτά τα… ξέρω γω, το Αραή-Μπουραή που λέγαμε αυτά. Α, και το κρυφτό που κάναμε στις κολώνες, ανάμεσα στις κολώνες...

Μ.Κ.(Ε.)

Το Αραή-Μπουραή τι ήτανε;

Μ.Κ.(Α.)

Ήτανε… καθόντουσαν κάτω, αυτό που σκύβεις, και πηδάει ο ένας από πάνω απ’ τον άλλον και κάνεις τη...

Μ.Κ.(Ε.)

Η μακριά γαϊδούρα που λέμε σήμερα;

Μ.Κ.(Α.)

Η μακριά γαϊδούρα, ναι, ναι.

Μ.Κ.(Ε.)

Ως έφηβος τώρα, εκτός από τα πάρτι και τα λοιπά, πώς αλλιώς περνούσατε τον ελεύθερό σας χρόνο; Και όλοι οι έφηβοι, δηλαδή, της περιοχής.

Μ.Κ.(Α.)

Εντάξει, είχαμε... εγώ πήγαινα στη Λέσχη της Ποντίων, που παίζαμε ποδοσφαιράκι κυρίως, «καραμπόλα», αλλά ελεύθερος χρόνος τι εννοείς; Γιατί εγώ δούλευα, ας πούμε, από τις 7:00 το πρωί μέχρι τις 15:00 στα Βιομηχανικά, από τις 15:00 μέχρι τις 17:00 η ώρα έτρωγα και έκανα προπόνηση στην Ποντίων, σαν ποδοσφαιριστής, και μετά στις 18:00 η ώρα, 19:00, κάπου, πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο. Οπότε ο χρόνος ήταν... εντάξει, στις 22:00 σχολάγαμε, μέχρι να γυρίσω σπίτι, πήγαινε έντεκα παρά, να κάτσω να μελετήσω λιγάκι κιθάρα και μετά, πάλι το πρωί... Τα Σαββατοκύριακα μονάχα ήμασταν στη Λέσχη, στη Λέσχη της Ποντίων, και μετά κατεβαίναμε στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι, στου «Παπασπύρου» για να πιούμε κάναν καφέ, να κάνουμε τις βόλτες μας, στα Ταμπούρια, αυτά ήταν η ζωή μας. Και πάρτι, συνέχεια, Σαββατοκύριακα. Εγώ, ας πούμε, από 15 χρονών μέχρι 20-22 που πήγα φαντάρος, συνέχεια σε πάρτι ήμουνα, σχεδόν κάθε Σάββατο με το συγκρότημα. Αυτή ήταν η ζωή μας.

Μ.Κ.(Ε.)

Η Λέσχη της Ποντίων, δηλαδή, λειτουργούσε, ως χώρος αναψυχής;

Μ.Κ.(Α.)

Βέβαια. Είχε μέσα... ήταν, ας πούμε, εκεί που μαζευόντουσαν και ποδοσφαιριστές που παίζαμε στην Ποντίων και η γειτονιά ολόκληρη. Ήτανε λέσχη. Ήτανε λέσχη και τα έσοδα –απ’ ό,τι ξέρω, ας πούμε– πηγαίνανε στην ομάδα. Τα έσοδα της Λέσχης από την καραμπόλα από τους καφέδες, τα ποτά που πίναμε, από τα flipper που είχε και παίζαμε, όλα πηγαίνανε στην ομάδα. Ήταν της ομάδας δηλαδή. Κατάλαβες;

Μ.Κ.(Ε.)

Ναι. Η καραμπόλα τι ήτανε;

Μ.Κ.(Α.)

Το αυτό, που είναι με τρεις μπάλες, τρεις μπάλες και με το ξύλο και το... Καραμπόλα δεν έχεις δει; Μη με τρελαίνεις, παιδάκι μου. Η καραμπόλα, το γαλλικό το παιχνίδι, πώς το λένε; Η γαλλική η καραμπόλα, γιατί υπάρχει η αμερικανική η «καραμπόλα», που παίζουνε με το… πώς είχε ο Πίτερ Σέλερς στο... και χτυπάει με τη στέκα. Με τη στέκα.

Μ.Κ.(Ε.)

Το μπιλιάρδο!

Μ.Κ.(Α.)

Το μπιλιάρδο, ναι.

Μ.Κ.(Ε.)

Τι «καραμπόλα»;

Μ.Κ.(Α.)

Εμείς το λέμε «καραμπόλα» το λέγαμε. Το μπιλιάρδο… μπιλιάρδο, γιατί είναι… υπάρχει το γαλλικό και το αμερικάνικο. Το γαλλικό δεν έχει τρύπες, έχει τρεις μπάλες, τις οποίες σημαδεύεις εσύ και για να βρεις. Ενώ το αμερικάνικο έχει τρύπες και είναι άλλο παιχνίδι, έχει πολλές μπάλες.

Μ.Κ.(Ε.)

Δεν είχα ξανακούσει το-

Μ.Κ.(Α.)

Εμείς... Εμείς δεν είχαμε ποτέ αμερικάνικο, είχαμε το γαλλικό με τις τρεις μπάλες. Και το λέγαμε καραμπόλα. «Πάμε να παίξουμε καραμπόλα».

Μ.Κ.(Ε.)

Υπήρχε άλλος χώρος διασκέδασης στη Δραπετσώνα;

Μ.Κ.(Α.)

Ήταν η Ποντιακή Στέγη, αλλά αυτό ήταν για κάποιες… για θεατρικούς σκοπούς και για συναυλίες. Έχω παίξει και εκεί με το συγκρότημά μου. Και μάλιστα θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό. Ήταν χοροεσπερίδα της Ποντίων, της ομάδας μου, και έπαιζα εγώ και... κιθάρα, και τότε ήταν η Χούντα. Και δήμαρχος τότε, στη Δραπετσώνα, όπως και σε όλη την Ελλάδα, βάζανε δημάρχους, βάζανε στρατιωτικούς. Και κάποιος πέταξε ένα χαρτί υγείας στο δήμαρχο και έγινε χαμός. Και σταματήσανε και μας σταματήσανε και μας βγάλανε έξω, και γινήκανε κάποια μικροεπεισόδια. Ψάχνανε να βρουν ποιος το έριξε και ήτανε... ο στρατιωτικός εκνευρίστηκε.

Μ.Κ.(Ε.)

Δεν ήταν αγαπητός εδώ στην περιοχή;

Μ.Κ.(Α.)

Τι να ήτανε;

Μ.Κ.(Ε.)

Αγαπητός;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι βέβαια, Χούντα ήτανε. Επίσης θα σου πω ένα άλλο περιστατικό, πάλι με το συγκρότημα. Είμαστε στη Δημαρχία του Κερατσινίου και ετοιμαζόμαστε για… σχεδόν δύο εβδομάδες. Έχει... υπάρχει μια επιτροπή, της οποίας την έχει, ήταν κάποιος δημοτικός σύμβουλος διορισμένος από τη Χούντα και μας είχε καλέσει εμάς, το συγκρότημα, να παίξουμε. Θα γινόταν μια μεγάλη, έτσι, συναυλία εκεί μέσα στο Δημαρχείο, και είχε καλέσει τον Δάκη, τον τραγουδιστή. Ο Δάκης τότε ήτανε μεγάλη φίρμα, είχε γυρίσει δίσκους με τον Μίμη Πλέσσα και άλλους. Και όταν ήρθε να κάνει πρόβες μαζί μας και μας έδωσε κάποια τραγούδια, εγώ τότε, σαν ο πιο καταρτισμένος τέλος πάντων μουσικός, έβγαλα κάποια πράγματα, αλλά αυτά ήταν κυρίως τζαζ, ας πούμε, κομμάτια, που τα είχε παίξει ο Πλέσσας, τα είχε συνθέσει. Πού να τα βγάλουμε εμείς παιδάκια 15 χρονών, 16; Και παίζαμε ξέρω και εγώ, άλλα ντ’ άλλων, με λίγα λόγια. Και ήρθε ο Δάκης να κάνει πρόβα μαζί μας και λέει: «Μα για το όνομα του Θεού, θα παίξω εγώ με αυτά τα παιδάκια;» Αυτός συνηθισμένος με ορχήστρες τζαζ, με σαξόφωνα, με πιάνα, με ιστορίες και λέει: «Δεν θα μπορέσω». Τέλος πάντων, βρήκα... βρήκαμε κάτι άλλο για να μπορέσουμε να γίνει συναυλία και ετοιμαζόμασταν να γίνει αυτό το Σάββατο, ας πούμε, κάποιο Σάββατο. Και όπως πάμε να… είχαν μαζευτεί πολύς κόσμος. Και άρχισαν και γινόντουσαν κάποια μικροεπεισόδια. Τότε ήτανε... ήτανε δύσκολα τα πράγματα με τη Χούντα και όλα αυτά, τις ιστορίες, υπήρχε κάποια έτσι, αστυνομοκρατία. Και νεολαία ήτανε, άρχισαν, ξέρεις… Αυτά, το ένα, το άλλο. Και εκνευρίζεται ο συνταγματάρχης, ο εκεί πέρα που ήτανε και λέει: «Αναβάλλεται η συναυλία. Φυγέτε όλοι από εδώ πέρα». Και έτσι σταμάτησε, η Χούντα σταμάτησε την αυτή, γιατί άρχισαν κάποια συνθήματα, κάποια αυτά, και εκνευριστήκανε οι χουντικοί και τη σταματήσανε.

Μ.Κ.(Ε.)

Ναι. Για το σχολείο που είπατε πριν, πού πήγατε σχολείο εσείς;

Μ.Κ.(Α.)

Εγώ πήγα στο δημοτικό, στο «Τραχωματικό» λεγότανε τότε, γιατί βγάζανε τραχώματα τα παιδιά. Ήταν κοντά από το σπίτι μου, μικρό σχολείο, αλλά ωραίο σχολείο. Μαθαίναμε ωραία πράγματα εκεί πέρα. Ένα χαρακτηριστικό που μπορώ να θυμηθώ από εκείνη την εποχή ήταν, γιατί μου ’χει μείνει στο μυαλό, είναι κάποια Παρασκευή του 1963, που όπως κάναμε μάθημα, Νοέμβρης ήτανε νομίζω, μας σταματάνε και μας λένε: «Βγέστε όλοι στο διάλειμμα, εκεί στην αυλή, και σας ανακοινώνουμε ότι δολοφονήσαν τον Πρόεδρο της Αμερικής, τον Τζον Κένεντι». Και το θυμάμαι, γιατί είχαμε μείνει άναυδοι. Ας πούμε ήταν σημαντικό γεγονός, γιατί ήμουνα και 11 χρονών τότε, ήμουνα Ε΄ Δημοτικού. Το ’63 ήταν, τον Νοέμβριο.

Μ.Κ.(Ε.)

Κάποια άλλη ανάμνηση έχετε από εκεί;

Μ.Κ.(Α.)

Από εκεί έχω ότι όταν ήμουνα Β΄ Δημοτικού, 7 χρονών, εκεί περίπου, κάποιο παιδάκι μου βάλε... μου έκανε σκαμνάκι, που λέμε, έκατσε κάτω την ώρα που εγώ έτρεχα, χωρίς να το προλάβω να τον δω και έφαγα τούμπα. Έφαγα αυτό και έπεσα και έσπασα το δόντι μου το μισό. Και από τότε μου ʼχε... με φωνάζαν τα παιδιά ο «Κουτσοδόντης». Μέχρι που μετά, κάποια στιγμή, με πήγε η μάνα μου στην οδοντίατρο και το φτιάξαμε.

Μ.Κ.(Ε.)

Από καθηγητές, δασκάλους;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι. Ήταν ένας αυστηρός δάσκαλος, ο Γιαννιάς, ο οποίος όμως ήταν καλός δάσκαλος. Και εμένα με αγαπούσε, δεν είχα κανένα παράπονο. Ήμουνα και καλός μαθητής και δεν έκανα[00:30:00] έτσι τίποτα, αταξίες και τέτοια πράγματα, δεν ήμουνα… ήμουνα ένα ήσυχο παιδάκι. Ήμουνα καλός μαθητής, από τους καλούς μαθητές.

Μ.Κ.(Ε.)

Γυμνάσιο, λύκειο ήταν μετά στο ίδιο;

Μ.Κ.(Α.)

Μετά όχι. Μετά πήγα γυμνάσιο, στου «Ασιατίδη», στο νυχτερινό. Ντάξει, μετά, Α΄ τάξη πήγα γυμνάσιο σε ένα δημόσιο, αλλά ήταν εβδομήντα παιδιά μέσα στην τάξη, γινότανε χαμός και... δεν ξέρω, είχα μείνει στα Μαθηματικά και έπρεπε να πάω, είχα μείνει μετεξεταστέος, να πάω να δώσω, και εκνευρίστηκα, δεν ήθελα μετά και λέω στη μάνα μου: «Εγώ θέλω να πάω να δουλέψω». Και έφυγα και πήγα για δουλειά και μετά γράφτηκα στο νυχτερινό γυμνάσιο και συνέχισα εκεί πέρα. Δεν μ’ άρεσε εκεί το αυτό... χαμός γινότανε, εβδομήντα παιδιά και δεν μου άρεσε το... κει το δημόσιο το γυμνάσιο και πήγα, δούλευα. Μου άρεσε καλύτερα.

Μ.Κ.(Ε.)

Τελειώσατε και νυχτερινό λύκειο;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, τελείωσα νυχτερινό λύκειο.

Μ.Κ.(Ε.)

Και μετά συνεχίσατε;

Μ.Κ.(Α.)

Και μετά συνέχισα. Εγώ έδωσα εξετάσεις για Ιατρική, δεν πέρασα. Έφυγα μετά, πήγα φαντάρος και μόλις, όταν κατά τη διάρκεια που ήμουνα φαντάρος έδωσα πάλι εξετάσεις και πέρασα Φυσικοθεραπεία στην Αθήνα και τελείωσα φυσικοθεραπευτής.

Μ.Κ.(Ε.)

Οι εξετάσεις πώς ήταν τότε;

Μ.Κ.(Α.)

Τι εννοείς; Για το... Για τη Φυσικοθεραπεία; Ήτανε αυτό, κανονικά, πανελλήνιες εξετάσεις που δίναμε. Τον Σεπτέμβρη, πότε ήταν; Τον Σεπτέμβρη μήνα ή Αύγουστο νομίζω, δεν θυμάμαι. Αύγουστο ή Σεπτέμβρη, κάπου εκεί ήτανε. Νομίζω ότι ήτανε αρχές Σεπτεμβρίου. Εντάξει, με άγχος πολύ, πολύ ανταγωνισμός, όπως είναι και σήμερα.

Μ.Κ.(Ε.)

Ποια μαθήματα;

Μ.Κ.(Α.)

Εντάξει, τότε, εγώ επειδή έδινα Ιατρική, ήτανε Φυσική, Χημεία, Έκθεση, Ανθρωπολογία.

Μ.Κ.(Ε.)

Και φροντιστήριο έπρεπε να κάνετε;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι. Εγώ έκανα, θυμάμαι, πήγαινα... πήγαινα στον «Ηράκλειτο» τότε, στην Αθήνα πάνω, στην Ομόνοια. Πήγα για κάνα χρόνο στον «Ηράκλειτο». Αλλά δεν ήταν ακριβώς να διαβάζω και να πηγαίνω, ας πούμε, το βράδυ στο φροντιστήριο. Εγώ δούλευα στα «Λιπάσματα». Δούλευα 8:00-17:00 στα «Λιπάσματα» ή 7:00-16:00, δεν θυμάμαι, εκεί. Και κουρασμένος όπως ήμουνα, συνέχιζα μετά και πήγαινα 19:00-18:00, 18:00 η ώρα έφευγα και πήγαινα εκεί με το λεωφορείο. Κατέβαινα στον Πειραιά, από τον Πειραιά έπαιρνα το τρένο, πήγαινα εκεί Ομόνοια και πήγαινα στο φροντιστήριο. Εντάξει, εκεί έδωσα, ας πούμε, την πρώτη φορά και δεν πέρασα και έδωσα και δεύτερη φορά, δεν πέρασα πάλι, γιατί ο ανταγωνισμός ήταν πολύ δύσκολος. Υπήρχαν, ας πούμε... για την Ιατρική να φανταστείς ότι οι υποψήφιοι ήταν 10.000 και μπαίνανε 300. Οπότε 300, από όλη την Ελλάδα, καταλαβαίνεις ότι από ένα παιδί που τελείωσε νυχτερινό λύκειο και δούλευε για να πάει φροντιστήριο, θα έπρεπε να ήταν πολύ δυνατός. Και δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Γιατί, κακά τα ψέματα, στο νυχτερινό γυμνάσιο και λύκειο που πήγα, για να σου πω την αλήθεια, ας πούμε, θυμάμαι, ο μαθηματικός, επειδή ήμασταν κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι και το ένα και τ’ άλλο, μας έβαζε μια άσκηση, και επειδή έβλεπε ότι δεν μπορούσαμε να τη λύσουμε, καθόταν και έγραφε ο άνθρωπος τη λύση στον πίνακα. Τη βλέπαμε, την αντιγράφαμε, γιατί μας λυπότανε που ήμασταν κουρασμένοι. Οι περισσότεροι κοιμόντουσαν την ώρα που μας έκανε τα Μαθηματικά. Οπότε, λόγω του ανταγωνισμού, ήταν απίστευτο να μπεις Ιατρική, ας πούμε.

Μ.Κ.(Ε.)

Στον Πειραιά δεν υπήρχαν φροντιστήρια, γι’ αυτό πηγαίνατε Αθήνα;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, δεν υπήρχαν, όχι. Στον Πειραιά δεν υπήρχε. Υπήρχε ένα, το οποίο δεν ήτανε... Ας πούμε το πιο ξακουστό, αυτό που πήγαινα εγώ, ο «Ηράκλειτος», ήταν πολύ ξακουστό και πολύ δυνατό φροντιστήριο, αλλά δεν φτάνει αυτό μόνο.

Μ.Κ.(Ε.)

Στη Δραπετσώνα εδώ δεν υπήρχαν ούτε κατʼ οίκον διδασκαλία, ιδιαίτερα που λέμε, τέτοια πράγματα;

Μ.Κ.(Α.)

Εντάξει, μπορεί να υπήρχαν, αλλά δεν είχαμε και τα λεφτά για να κάνουμε αυτά τα πράγματα. Ελάχιστοι ήταν που μπορούσαν να φέρουν έναν καθηγητή στο σπίτι για να σου κάνει, ας πούμε, Φυσική ή Μαθηματικά. Ελάχιστοι, δεν υπήρχαν λεφτά.

Μ.Κ.(Ε.)

Για την εργασία που είπατε, πότε δουλέψατε πρώτη φορά;

Μ.Κ.(Α.)

Ήτανε το... πρωτοξεκίνησα στα Βιομηχανικά, στου «Δεσύλλα-Καπαρουδακη». Ήμουνα 12 χρονών και κάτι μήνες. Και με είχε βάλει κάποιος θείος μου που δούλευε εκεί πέρα. Δούλεψα εκεί ένα χρόνο και μετά έφυγα και πήγα στου «Γαβριελάτου». Πάλι εκεί Βιομηχανικά, πάλι στον Πειραιά, από μικρό παιδί. Σκληρή δουλειά, γιατί ήταν με βίδες και ναυτιλιακά είδη. Να σκεφτείς ότι σήκωνα, ας πούμε, γύρω στα 14-15 χρονών που ήμουνα, 50 κιλά τσουβάλι και εγώ ζήτημα να ζύγιζα 45-50 κιλά. Και το σήκωνα και το βάζαμε πάνω στο πατάρι του μαγαζιού, και εγώ και ο αδελφός μου. Πηγαίναμε με το τρίκυκλο σε κάποιο... κάποια αποθήκη, που έβγαζε βίδες, φορτώναμε καμιά δεκαπενταριά, είκοσι τσουβάλια, πενηντόκιλα, τα φέρναμε στο μαγαζί και τα ανεβάζαμε στο πατάρι. Ήταν βαριά δουλειά και κουραστική. Επίσης, είχε ένα ποδήλατο, το οποίο είχε χοντρές ρόδες και πίσω μια σχάρα, με την οποία κουβαλάγαμε και με αυτό διάφορα πράγματα. Δηλαδή δεν ήταν ποδήλατο, όπως κάνουν σήμερα για άσκηση, για να… ξέρω κι εγώ, για βόλτα. Τότε ήταν εργαλείο δουλειάς, που κουβαλάγαμε πράγματα εκεί γύρω, στην περιοχή του Πειραιά.

Μ.Κ.(Ε.)

Πού αλλού έχετε δουλέψει;

Μ.Κ.(Α.)

Έχω δουλέψει στα Λιπάσματα, έχω δουλέψει στη «Mobile» εδώ, εδώ γύρω. Στη «Mobile» πάλι ήτανε... φτιάχνανε... συσκευάζαμε τα λάδια, που χρησιμοποιούνε στα αυτοκίνητα, και επίσης ντενεκέδες, στους οποίους είχαν πάλι λάδι για αυτοκίνητα. Αυτά κατασκεύαζε η «BP», έτσι λεγόταν, και «Mobile» και «BP». Και υπήρχανε… και εκεί ήτανε κουραστικά. Υπήρχαν μέρες που φορτώναμε... μπορεί να φορτώσαμε και σε φορτηγά πεντακόσιους ντενεκέδες, δεκαεφτάκιλους, τους οποίους και εγώ και άλλος ένας, ξέρω και εγώ, τους φορτώνουμε πάνω στα φορτηγά, ίσα με πεντακόσιους τενεκέδες, δεκαεφτάκιλους. Κουραστικά και αυτά, εντάξει, τι να κάνουμε, αλλά δεν μας πείραζε.

Μ.Κ.(Ε.)

Και σε αυτά ανήλικος ήσασταν πάλι;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, σε αυτά, στη «Mobile», δεν ήμουν ανήλικος, ήμουνα ενήλικας, ήμουνα 20 χρονών, κάπου εκεί. Ήμουνα ενήλικας, ναι.

Μ.Κ.(Ε.)

Στην εργασία σας, ως ανήλικος, έπρεπε δηλαδή, ουσιαστικά ήτανε μεταφορά; Μεταφορά και κουβάλημα η δουλειά;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι μόνο αυτό. Επισκευάζαμε και τότε κάποια... κάποια που λεγόντουσαν «βάνες» ή «ατμοφράκτες». Ήταν κάποιοι διακόπτες, να σου δώσω να καταλάβεις, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στα καράβια κυρίως. Τους παίρνανε, τους πουλάγαμε και μετά από κάποιο διάστημα αυτά τα καράβια κάτι χαλάγανε και τους αντικαθιστούσανε. Εμείς τα παίρναμε αυτά τα ελαττωματικά, τα ξαναεπισκευάζαμε, τα βάφαμε και τα ξαναπουλάγαμε. Και αυτή τη δουλειά την κάναμε εμείς.

Μ.Κ.(Ε.)

Δεν χρειαζόντουσαν δεξιότητες συγκεκριμένες για...;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι ιδιαίτερα, αλλά, εντάξει, τρίβαμε, βάφαμε, αντικαθιστούσαμε κάποιο εξάρτημα. Και κυρίως πουλάγαμε διάφορα πράγματα, σωλήνες, εργαλεία που χρησιμοποιούν οι υδραυλικοί, πολλά πράγματα. Ό,τι χρησιμοποιεί εδώ η ναυτιλιακή αγορά.

Μ.Κ.(Ε.)

Και στον ίδιο χώρο γινόντουσαν και οι επισκευές και η πώληση;

Μ.Κ.(Α.)

Είχε... είχε ένα πατάρι πάνω. Αυτό δεν ήτανε -και εδώ που τα λέμε- νόμιμο, να παίρνεις κάτι και να το ξαναπουλάς, αλλά, εντάξει… γινόταν στο πατάρι αυτό.

Μ.Κ.(Ε.)

Και πού ήταν αυτό;

Μ.Κ.(Α.)

Ήτανε στην οδό Μαυρομιχάλη, στον Πειραιά κάτω.

Μ.Κ.(Ε.)

Ωραία. Οι εργασιακές συνθήκες πώς ήταν σε σχέση με σήμερα;

Μ.Κ.(Α.)

Θα σου πω, ήτανε... Καταρχήν, ήταν ένα αφεντικό και μαζί με έναν συνέταιρο, πες δύο, ας πούμε, αφεντικά και ήμασταν, ξέρω και εγώ, δύο υπάλληλοι, εγώ και ο αδερφός μου. Ή μετά έφυγε και ο αδερφός μου και ήμουνα μόνο εγώ. Οπότε ήτανε προσωπικές οι σχέσεις και αν ήσουνα καλός και εγώ και ο αδερφός μου ήμασταν καλοί, ήμασταν ήσυχοι, ας πούμε, δεν είχαμε… και μας αγαπάγανε πολύ και κάναμε καλά τη δουλειά μας και μας αγαπάγανε. Ας πούμε, εγώ σταμάτησα 19 χρονών από αυτή τη δουλειά και επειδή πηγαίναμε κάποια δώρα σε κάποιους, ας πούμε, σε κάποιες εταιρείες, όπως στη «Χαλυβουργική», που ήτανε… είχε τα γραφεία στην Ομόνοια και πηγαίναμε κάποια δώρα σε κάποιους οι οποίες δίνανε δουλειές στο μαγαζί, συνέχισα. Και αφού... επειδή μου είχε πολλή εμπιστοσύνη το αφεντικό, αφού τελείωσα από εκεί, είχα φύγει, είχα σταματήσει, συνέχιζα να πηγαίνω κάποια δωράκια, ας πούμε, ξέρω και εγώ, γιατί μου είχε σ’ εμένα εμπιστοσύνη και μου ʼλεγε: «Όποτε είναι, Μιχάλη, θα κατεβαίνεις κάτω, να πηγαίνεις εσύ εκεί που πρέπει, αυτά τα δώρα, γιατί σ’ εσένα έχω εμπιστοσύνη. Κάποιους καινούριους που έχουμε πάρει, δεν έχω εμπιστοσύνη». Δηλαδή υπήρχε μια προσωπική σχέση.

Μ.Κ.(Ε.)

Ναι, ναι. Το ωράριο εργασίας ποιο ήτανε;

Μ.Κ.(Α.)

7:00-15:00. Στην αρχή[00:40:00], τη δεκαετία, στις αρχές του ’60, το ’65-’66 ξέρω εγώ, κάπου εκεί, ήτανε διακοπτόμενο, 8:00-14:00, 17:00-20:00, έτσι κάπως, ήτανε διακοπτόμενο. Αλλά μετά από αγώνες που κάναμε όλοι εκεί, οι εμποροϋπάλληλοι, τα συνδικάτα, όλοι αυτοί, έγινε ειδικά εκεί για τα μαγαζιά εκεί, έγινε συνεχές 7:00-15:00. Μετά από αγώνες.

Μ.Κ.(Ε.)

Το ωρομίσθιο ποιο ήταν για εσάς, που ήσασταν ανήλικος;

Μ.Κ.(Α.)

Δεν θυμάμαι τώρα, σε δραχμές τώρα, το τι παίρναμε... Εντάξει, ήτανε 30 δραχμές το μήνα, ξέρω και εγώ, δεν θυμάμαι καθόλου.

Μ.Κ.(Ε.)

Ήταν λιγότερο όμως από τον ενήλικα;

Μ.Κ.(Α.)

Λιγότερο βέβαια. Βέβαια, συνέφερε το μαγαζί να έχει έναν μικρό και μπορώ να σου πω ότι το 90% των παιδιών από 12 μέχρι 18-19 χρόνων που δούλευαν, οι περισσότεροι ήταν ανασφάλιστοι κιόλας. Δηλαδή δεν τους κολλάγανε ένσημα. Εγώ έτυχε, έτυχα σε καλό άνθρωπο, ο οποίος από 13 χρόνων παιδάκι, μου κόλλαγε τα ένσημα και για αυτό έφτασα, ας πούμε, 60 χρόνων και είχα σαράντα ένα χρόνια εργασίας σε ένσημα, ενώ άλλα παιδιά δεν ήταν τόσο τυχερά, όπως εγώ. Και είχαν φτάσει, ας πούμε, φτάσανε 60 χρονών και τους λείπανε πολλά ένσημα. Ενώ εγώ είχα από 12, από 13 χρόνων, είχα ένσημα.

Μ.Κ.(Ε.)

Γινόντουσαν έλεγχοι;

Μ.Κ.(Α.)

Γινόντουσαν έλεγχοι και, άμα γινόντουσαν, από ό,τι μου λέγανε άλλα παιδιά, τους κρύβανε, τους πηγαίνανε σε αποθήκες από εδώ, από εκεί και τους κρύβανε και δεν τους κολλάγανε τα ένσημα.

Μ.Κ.(Ε.)

Εσάς σας έτυχε κάτι παρόμοιο;

Μ.Κ.(Α.)

Εμένα έτυχε, αλλά επειδή το αφεντικό μου ήταν καλός, ήταν και ο ίδιος λογιστής και όλα αυτά τα πράγματα, γνώριζε και έτσι δεν είχε να κρύψει τίποτα. Ερχόντουσαν ο έλεγχος, να τος εδώ είναι, γραμμένος είναι, κανονικά, οπότε δεν είχε...

Μ.Κ.(Ε.)

Επιτρεπόταν δηλαδή, ανήλικος να–

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, ναι, μα είχα βιβλιάριο ανηλίκου. Μπορούσες να βγάλεις τότε, δεν ήταν όπως των ενηλίκων. Υπήρχε... και ακόμα το έχω σε ένα συρτάρι, έχω το βιβλιάριο ανηλίκου, που έχω, που ήτανε... ήμουνα 13 χρόνων επάνω.

Μ.Κ.(Ε.)

Οι μεγαλύτεροι πώς σας αντιμετώπιζαν στη δουλειά;

Μ.Κ.(Α.)

Εντάξει, ήτανε οι συνθήκες εκείνη την εποχή, ήταν διαφορετικές από ό,τι είναι… Δηλαδή πώς να το πούμε; Υπήρχε… εμείς είχαμε ένα σεβασμό στους μεγαλύτερους και οι μεγαλύτεροι μας φερόντουσαν ανάλογα με το χαρακτήρα που έχει ο καθένας. Άμα εσύ σέβεσαι τον μεγαλύτερο, εντάξει, δεν έχεις πρόβλημα.

Μ.Κ.(Ε.)

Μετά που δουλέψατε εδώ στη «Mobile», στην «BP», στα «Λιπάσματα» και τα λοιπά, οι συνθήκες εργασίας πώς ήτανε;

Μ.Κ.(Α.)

Εκείνοι ήταν πιο οργανωμένα. Και ειδικά και στη «Mobile» και στα «Λιπάσματα». Ειδικά στη «Mobile» ήταν πολύ οργανωμένες οι συνθήκες, κάθε μεσημέρι, 12:00 η ώρα τρώγαμε, σταματάγαμε και τρώγαμε από φαγητό που μας δίνανε δωρεάν μέσα εκεί. Όχι, ήταν πολύ οργανωμένα. Και στα «Λιπάσματα», αλλά στα «Λιπάσματα» ήταν λιγάκι δύσκολες οι συνθήκες, γιατί ήταν πολύ ανθυγιεινό το περιβάλλον. Ήταν εργοστάσιο το οποίο έφτιαχνε οξύ, οξέα, έφτιαχνε λιπάσματα, τα οποία ήταν και αυτά πολύ ανθυγιεινά. Εντάξει, ήταν οργανωμένα, με χιλιάδες κόσμο κάθε πρωί εδώ, η μισή Δραπετσώνα δούλευε εδώ, στα «Λιπάσματα». Και ήταν καλές οι συνθήκες. Δηλαδή καλές, ήτανε… υπήρχε μεροκάματο, υπήρχε δουλειά, ζούσε ο κόσμος από αυτό. Με ό,τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στην υγεία, ας πούμε, αλλά τι να κάνουμε; Δηλαδή άμα μιλάμε για επιπτώσεις στην υγεία, εγώ μπορώ να θυμηθώ, εδώ στην παράγκα που μέναμε, στη Δραπετσώνα, ότι κάθε πρωί η γιαγιά μου από το «Τσιμεντάδικο» –που ήτανε δίπλα μας ακριβώς, δηλαδή στα 20 μέτρα ήταν ο τοίχος του «Τσιμεντάδικου»–, και κάθε πρωί σηκωνόταν και μέσα μαζεύαμε, με τη σκούπα μάζευε το τσιμέντο που έπεφτε και το μάζευε μέσα σε σακούλα και το πετάγαμε. Τόσο πολύ. Επίσης, ο ήχος, ο οποίος εμείς τον είχαμε τόσο πολύ συνηθίσει από το «Τσιμεντάδικο» που ήτανε δίπλα μας, ο οποίος ήταν τόσο έντονος, που άμα σταμάταγε, ειδικά το βράδυ, μάλλον για να κάνουν κάποια επισκευή ή κάτι τέτοιο, εμείς δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Εγώ ήμουνα... και τα αδέρφια μου, μικρά παιδιά και ήμασταν τόσο πολύ συνηθισμένοι με τον ήχο του εργοστασίου, που άμα σταμάταγε για κάποια επισκευή δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Τόσο πολύ τον είχαμε συνηθίσει.

Μ.Κ.(Ε.)

Το αντίθετο δηλαδή από το-

Μ.Κ.(Α.)

Το αντίθετο, ναι, όταν είσαι μικρός, ναι... Ήμασταν συνηθισμένοι στον ήχο αυτό και δεν μπορούσαμε.

Μ.Κ.(Ε.)

Τι άλλες έτσι επιπτώσεις είχαν αυτά τα εργοστάσια στη ζωή εδώ, στη Δραπετσώνα;

Μ.Κ.(Α.)

Κοίταξε να δεις, πέρα από το περιβαντολογικό και... πρόβλημα που υπήρχε, εντάξει, δεν είχαμε άλλα θέματα. Ίσα ίσα, που δίνανε δουλειά στον κόσμο την εποχή εκείνη. Ας πούμε, πάρα πολύς κόσμος δούλεψε εκεί και ζούσαν τις οικογένειες. Αλλά υπήρχαν αυτό το πρόβλημα, το περιβαντολογικό.

Μ.Κ.(Ε.)

Γινόντουσαν καθόλου διαμαρτυρίες;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι. Γινόντουσαν και εγώ θυμάμαι μια... Ήμουνα μικρός και όταν πήγαμε έξω από την πόρτα του «Τσιμεντάδικου», μαζευτήκαμε πολλοί και διαμαρτυρόμασταν. Και μάλιστα είχα πάρει εγώ μια... επειδή ήμουνα και πολύ μικρός και δεν σκεφτόμουνα και πολύ, πήρα μια πέτρα μεγάλη και την πέταξα πάνω στην πόρτα του «Τσιμεντάδικου». Εντάξει, διαμαρτυρίες γινόντουσαν, αλλά πανίσχυροι όμιλοι που είχανε τα εργοστάσια. Να σκεφτείς ότι πολλοί που ήτανε... που είχαν τα εργοστάσια ήταν και μέλη κυβερνήσεων, ας πούμε και, εντάξει... Όσες διαμαρτυρίες και να κάναμε δεν γινόταν τίποτα.

Μ.Κ.(Ε.)

Ποια ήταν τα αιτήματα αυτής της διαμαρτυρίας, που θυμάστε;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, τα αιτήματα ήταν ότι πολλοί άνθρωποι πέθαιναν νέοι, με προβλήματα στα πνευμόνια από αυτές τις συνθήκες εργασίας. Ας πούμε, οι γυαλάδες, όλοι αυτοί που ζούσαν, φτιάχνανε το γυαλί, ήταν άθλιες οι συνθήκες, φυσάγανε μέσα σε μακριούς σωλήνες και τέτοια, για να φτιάξουν το γυαλί και τα διάφορα σχήματα... και αυτοί όλοι πεθαίνανε 55-60 χρόνων. Αυτοί που δούλευαν στα οξέα, πολλές φορές γινόντουσαν ατυχήματα και παθαίνανε εγκαύματα πολύ σοβαρά. Εμένα, όταν δούλευα μες στα «Λιπάσματα», ήτανε πολύ μεγάλος ο φόβος μου. Πέρναγα, δούλευα σε άλλο κομμάτι, δούλευα στην αποθήκη, αλλά περνάγαμε από εκεί που γινόταν η παρασκευή του θειικού οξέος και ο φόβος μας ήταν μην τυχόν γίνει κάποια έκρηξη, κάτι, κάποιο λάθος και φύγει και σου πέσει επάνω αυτό το καυστικό οξύ, πάει, τελείωσες. Και είχαν συμβεί ατυχήματα και είχαν παραμορφωθεί πολλοί άνθρωποι εκεί. Επίσης, από το λίπασμα ήταν… πέρναγες και η μυρωδιά του ήταν τέτοια, που δεν μπορούσες να σταθείς. Και εκεί μέσα δούλευαν άνθρωποι για χρόνια. Οπότε όλα αυτά είχαν επίδραση στην υγεία.

Μ.Κ.(Ε.)

Εισακούστηκαν ποτέ τα αιτήματα;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, τίποτα, ποτέ. Ποτέ, τίποτα, δεν... Υποτίθεται ότι βάζανε κάποια φίλτρα και κάποια αυτά, αλλά εντάξει...

Μ.Κ.(Ε.)

Οι άνθρωποι που τραυματίζονταν, αποζημιώνονταν;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, εντάξει, ναι. Κάποιες αποζημιώσεις παίρνανε, ναι.

Μ.Κ.(Ε.)

Υπήρχαν συνδικάτα μέσα εκεί;

Μ.Κ.(Α.)

Υπήρχαν και συνδικάτα υπήρχαν και αγώνες γινόντουσαν. Και στη «Μobile» που ήμουνα, μου είχε προταθεί κιόλας, να γίνω εκεί συνδικαλιστής και εγώ δεν ήθελα, δεν προλάβαινα… Γινόντουσαν, υπήρχε σωματείο, το οποίο κάθε τόσο έβαζε διάφορα αιτήματα και για προστασία, για όλα αυτά τα πράγματα, ναι, για το φαγητό, για τις συνθήκες γενικά του εργοστασίου, υπήρχε. Υπήρχαν σωματεία.

Μ.Κ.(Ε.)

Και σας παρείχαν και το φαγητό οι ίδιοι, μου είπατε;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, ναι, ήτανε δωρεάν το φαγητό, η «Μobile» μας το παρείχε δωρεάν. Στα «Λιπάσματα» όχι, δεν υπήρχε τέτοιο.

Μ.Κ.(Ε.)

Εσείς πώς νιώθατε όταν δουλεύατε, αρχικά ως παιδί και εν συνεχεία ως ενήλικας, σε αυτά τα εργοστάσια;

Μ.Κ.(Α.)

Μια χαρά ήμουνα, δεν είχα πρόβλημα. Μια χαρά ήμουνα, γιατί όταν είσαι μικρός δεν σε ενδιαφέρει. Η δουλειά δεν με φόβιζε πότε, ήμουν άνθρωπος που μπορούσα να... το μόνο που δεν με φόβιζε ήταν η δουλειά. Άλλα πράγματα με φοβίζανε, η δουλειά δεν με φόβιζε πότε.

Μ.Κ.(Ε.)

Νιώσατε ποτέ ότι κάτι δεν μπορείτε να το κάνετε εσείς, επειδή ήσασταν παιδί;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, όχι, δεν... Εντάξει, φιλοδοξίες είχαμε, βλέπαμε διάφορα πράγματα, λόγω της οικονομικής μας κατάστασης δεν μπορούσαμε να τα κάνουμε. Είχαμε φιλοδοξίες, είχαμε όνειρα αλλά, εντάξει, δεν... περιοριζόμασταν σε αυτά που είχαμε.

Μ.Κ.(Ε.)

Έχετε κάποια πολύ, έτσι άσχημη ανάμνηση από την εργασιακή σας εμπειρία; Στους χώρους εδώ στη Δραπετσώνα, εννοώ, και στον Πειραιά;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, δεν έχω, δεν μπορώ να πω ότι… πέρα από την κούραση και όλα αυτά και κάποιες μικροπαρεξηγήσεις, που είναι, εντάξει, ανθρώπινες είναι, δεν[00:50:00] θυμάμαι κάποιο περιστατικό που να με ενόχλησε κάτι ιδιαίτερα, όχι.

Μ.Κ.(Ε.)

Και στο εργασιακό κομμάτι αναφέρομαι, ήταν σύνηθες να δουλεύουν σχεδόν όλα τα παιδιά εδώ της περιοχής, έτσι;

Μ.Κ.(Α.)

Όλα. Συνήθως ήτανε... τι να πω; Εγώ στη γειτονιά, θυμάμαι, από τις τριάντα οικογένειες που ήταν εκεί πέρα γύρω μας, τα είκοσι πέντε τουλάχιστον παιδιά δουλεύανε.

Μ.Κ.(Ε.)

Και όλα εδώ γύρω απασχολιόντουσαν;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, ναι, όλα εδώ γύρω, εδώ γύρω.

Μ.Κ.(Ε.)

Ωραία. Να ρωτήσω κάτι αναφορικά με τη διατροφή τώρα. Ποιο ήταν το καθημερινό σας διατροφολόγιο; Θυμάστε;

Μ.Κ.(Α.)

Δεν θυμάμαι και πολλά, αλλά επειδή εγώ ήμουνα... εγώ προσωπικά, γιατί ήμουνα λιγάκι έτσι περίεργος, δεν έτρωγα πολύ έτσι ζαρζαβατικά, έτσι φασολάκια και τέτοια όλα. Ήθελα πάντοτε αυγά, πατάτες τηγανιτές, μακαρόνια, κρέας, ας πούμε, το οποίο ήταν σπάνιο βέβαια εκείνη την εποχή, αλλά κυρίως έτσι μεγάλωσα εγώ, με αυγά και πατάτες τηγανιτές, αυτό κυρίως. Φτιάχνανε και άλλα, έτσι φασολάκια, μπάμιες, αυτά τα πράγματα. Δεν τα πολυέτρωγα εγώ αυτά, αλλά θέλω να πω ότι εκείνη την εποχή πέρναγε ο μανάβης και ήταν πολύ φθηνά. Την εποχή εκείνη ήταν πάμφθηνα, και μπάμιες και φασολάκια και αρακάς, τα οποία στη σημερινή εποχή είναι πανάκριβα, έχουν φτάσει να είναι πιο ακριβά και απ’ το κρέας. Εκείνη την εποχή ήταν πάμφθηνα. Πέρναγε ο ψαράς και ήτανε το ψάρι πάμφθηνο. Εντάξει, δεν ήταν τα ακριβά τα ψάρια, αλλά ο γαύρος, η σαρδέλα και όλα αυτά τα πράγματα ήταν πολύ φθηνά για τον κόσμο, εκείνη την εποχή. Δεν είχαμε πρόβλημα και ήταν και αγνά. Δεν ήταν όπως είναι σήμερα νοθευμένα. Αυτά, δεν θυμάμαι...

Μ.Κ.(Ε.)

Κάποια, κάποιο ποντιακό φαγητό, ίσως, που έκανε η γιαγιά;

Μ.Κ.(Α.)

Εντάξει, η γιαγιά μου έκανε το χαβίτς, ένα που έπαιρνε… και τα κιντέατα. Τα κιντέατα ήταν… πηγαίναμε μαζί με τη γιαγιά μου σε κάποιες έτσι εδώ... έξω από τη γειτονιά, σε κάποιους χώρους, που ήταν κάποια χόρτα, έτσι, άγρια χόρτα, τσουκνίδες στην ουσία, οι οποίες από τότε θυμάμαι εγώ ότι μου φέρνανε αλλεργία. Γιατί κοκκίνιζε το δέρμα μου. Τα κόβαμε, τα έφερνε και τα μαγείρευε, τα... και έκανε και κάποιο φαγητό, κιντέατα, έτσι όπως το έλεγε. Το οποίο βέβαια δεν το έτρωγα εγώ.

Μ.Κ.(Ε.)

Το χαβίτς τι ήτανε;

Μ.Κ.(Α.)

χαβίτς ήτανε κάτι σαν πλιγούρι, ήτανε; Κάτι τέτοιο και έφτιαχνε η γιαγιά.

Μ.Κ.(Ε.)

Η γειτονιά εδώ γενικώς, κάποιο άλλο φαγητό κάνανε ποντιακό, που ήταν σύνηθες; Κάτι να θυμάστε;

Μ.Κ.(Α.)

Δεν θυμάμαι. Το μόνο που έτσι θυμάμαι, λιγάκι πιο… που έκανε η γιαγιά μου, ήταν το μπορς. Το οποίο είναι βέβαια ρωσοποντιακό. Ναι, δεν θυμάμαι κάτι άλλο, γιατί από φαγητά δεν ασχολιόμουν και ιδιαίτερα εγώ.

Μ.Κ.(Ε.)

Και τα τρόφιμα τα προμηθευόσασταν κυρίως από πλανόδιους πωλητές ή είχε και μαγαζιά;

Μ.Κ.(Α.)

Είχε... Είχε μανάβηδες, αλλά είχε και μπακάλικα εκείνη την εποχή. Και τα μπακάλικα εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι άνθρωποι πηγαίναμε με το τεφτέρι, το λεγόμενο, τα οποία πηγαίναμε και του λέγαμε: «Γράφʼ τα». Τα έγραφε και μετά, όταν πληρωνόταν, οπότε πληρωνόταν και ο πατέρας μου, γιατί τις περισσότερες φορές ο πατέρας μου δεν δούλευε, δεν είχε δουλειά και ήμασταν οικονομικά στενάχωρα. Οπότε μαζευόντουσαν τέλος πάντων, εκεί στο τεφτέρι και όποτε είχαμε, πηγαίναμε και του δίναμε έναντι και έτσι συνεχιζόταν αυτή η δουλειά. Στον μπακάλη γινόταν έτσι με το τεφτέρι, στο μανάβη δεν… επειδή ήταν… άμα είχες λεφτά, έπαιρνες. Περνάγανε πολλοί μανάβηδες, με καρότσια με άλογα, και παίρναμε. Και μάλιστα θυμάμαι ότι περνάγανε μανάβηδες με τα καλάθια έτσι πίσω και όταν φεύγανε από τη γειτονιά, εμείς –πολύ μικρός βέβαια, γύρω στα 5-6 χρονών– πηγαίναμε και βουτάγαμε από τα καλάθια, είτε λίγο αρακά, λίγο αυτά. Δεν μας έβλεπε αυτός, πηγαίναμε εμείς πίσω από τα καλάθια, παίρναμε και τρέχαμε και φεύγαμε.

Μ.Κ.(Ε.)

Γαλακτοκομικά προϊόντα από πού προμηθευόσασταν;

Μ.Κ.(Α.)

Γαλακτοκομικά μόνο γάλα, τώρα για τυρί από τον μπακάλη. Γάλα ερχόταν ο γαλατάς, όπως σου είπα απ’ την αρχή, ερχόταν με ένα μεταλλικό μεγάλο έτσι δοχείο, που κουβάλαγε γάλα αυτός στις γειτονιές και μας τα άδειαζε μέσα σε ένα κυπελλάκι, είχαμε γάλα. Τώρα τυρί, όποτε παίρναμε τυρί, γιατί δεν ήταν και στην καθημερινή μας… στο καθημερινό μας διαιτολόγιο, παίρναμε από τον μπακάλη.

Μ.Κ.(Ε.)

Και πού αποθηκεύατε τα τρόφιμα;

Μ.Κ.(Α.)

Ήτανε… είχανε κάποια... πώς να το πω; Κάποια σαν κουτιά έτσι, ξέρω και εγώ, τα βάζαμε εκεί, κάποια που ήταν για το ψυγείο, τα βάζαμε στο ξύλινο ψυγείο που είχαμε με τον πάγο και κάτι αλλά σε κάποια δοχεία, έτσι που ανοιγοκλείνανε κάπως, τέτοια πράγματα.

Μ.Κ.(Ε.)

Ο γαλατάς πουλούσε και παγωτό;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, όχι. Όχι παγωτό.

Μ.Κ.(Ε.)

Υπήρχε παγωτατζής που ερχότανε;

Μ.Κ.(Α.)

Υπήρχε παγωτατζής. Τότε ήτανε, ναι, κάποιοι οι οποίοι φοράγανε και άσπρα, άσπρη ποδιά, μέσα σε ένα καρότσι, το οποίο το είχε φτιάξει στο σπίτι του ο άνθρωπος και με πάγο, το οποίο το διατηρούσε, και το έφερνε εκεί και αν μας έδινε η μαμά μας κανένα… τίποτα λεφτά, τότε καθόμασταν και πηγαίναμε εκεί και παίρναμε παγωτό. Μάλιστα εγώ είχα τις γιαγιάδες, που ήτανε και οι δύο οι γιαγιάδες, και τις ζόριζα πολύ, ας πούμε, να μου δώσουνε κάτι, για να πάρω εκεί πέρα. Tους έβγαζα την ψυχή, δηλαδή, με λίγα λόγια. Μου δίνανε εκεί πέρα κάτι αυτά και έπαιρνα το παγωτό. Ή να πάω στο περίπτερο να πάρω καραμέλες.

Μ.Κ.(Ε.)

Το περίπτερο ήταν όπως είναι και σήμερα, δηλαδή;

Μ.Κ.(Α.)

Είχαμε ένα ψιλικατζίδικο, αλλά είχαμε και ένα περίπτερο, όπως... περίπου σαν κι αυτό, σαν αυτά που είναι σήμερα. Όχι βέβαια με τη… κυρίως ήτανε πέτρινα, σε σπίτια ήτανε, τα οποία έφτιαχνε, ας πούμε, έτσι ένα ημικύκλιο και μέσα ήταν ο άνθρωπος. Υπήρχαν και κάποια ξύλινα, αλλά δεν ήταν στη γειτονιά μας, στη γειτονιά μας ήταν έτσι σαν πέτρινο και πηγαίναμε από κει και παίρναμε διάφορα πράγματα.

Μ.Κ.(Ε.)

Αν τώρα θέλατε να προμηθευτείτε κρέας, από πού προμηθευόσασταν;

Μ.Κ.(Α.)

Πηγαίναμε στο χασάπη, υπήρχε χασάπης. Υπήρχανε χασάπικα, τα οποία έπαιρνες το κρέας σου.

Μ.Κ.(Ε.)

Πόσες φορές την εβδομάδα μπορούσατε να φάτε κρέας;

Μ.Κ.(Α.)

Δεν θυμάμαι, γιατί ήμουνα μικρός εγώ εκείνη την εποχή, αλλά νομίζω ότι αν τρώγαμε μία φορά τη βδομάδα ή κάθε δεκαπέντε; Δεν θυμάμαι.

Μ.Κ.(Ε.)

Καθημερινά πάντως σίγουρα όχι;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, ούτε για αστείο.

Μ.Κ.(Ε.)

Θυμάστε κάποιο εστιατόριο της περιοχής;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, ήταν ένα εστιατόριο, που ήτανε λίγο παρακάτω, «Τουφέκια», έτσι λεγότανε. Βέβαια, εμείς δεν πήγαμε ποτέ εκεί πέρα, δεν τρώγαμε και πέρα. Τρώγανε κυρίως άνθρωποι που δεν είχανε ή δεν ήτανε... ήταν εργένηδες ή είχαν άλλα προβλήματα.

Μ.Κ.(Ε.)

Δεν υπήρχε η οικογενειακή έξοδος δηλαδή.

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, όχι. Η οικογενειακή μας έξοδος ήταν πολύ σπάνια. Αν πηγαίναμε, πηγαίναμε, θυμάμαι, ας πούμε, του Αγίου Παντελεήμονα, όπως είναι σήμερα του Αγίου Παντελεήμονα, πηγαίναμε εδώ πιο κάτω, που ήταν ένα μικρός λόφος, μια εκκλησίτσα του Αγίου Παντελεήμονα και καθόμασταν εκεί και κάναμε από την προηγούμενη μέρα και κοιμόμασταν εκεί, και γινόταν εκεί ολονυχτία και ήμασταν όλη η οικογένεια με κουρελούδες. Οι γιαγιάδες, μπαμπάς, μαμά και τα παιδιά εκεί, κοιμόμασταν εκεί στις κουρελούδες, αυτή ήταν η εκδρομή μας. Μια απόσταση γύρω στα 500 μέτρα εκεί, σʼ ένα μικρό λόφο, που ήταν η εκκλησία, γινόταν η ολονυχτία και την άλλη μέρα... γινόταν και ένα μικρό πανηγύρι εκεί πέρα, χαζεύαμε εκεί, ξέρω και εγώ και διάφορα, και γυρίζαμε. Αυτή ήταν η βόλτα μας.

Μ.Κ.(Ε.)

Το έκανε και υπόλοιπη γειτονιά αυτό;

Μ.Κ.(Α.)

Το κάνανε όλη η γειτονιά, μαζευόντουσαν όλοι εκεί πέρα και είχε πολύ κόσμο.

Μ.Κ.(Ε.)

Κάτι άλλο για οικογενειακή διασκέδαση υπήρχε;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι. Οικογενειακή διασκέδαση ήταν το πικάπ, που είχανε και όποτε κάνανε γιορτή οι μεγάλοι και στις ονομαστικές εορτές είχανε δίσκους, τους μεγάλους, σαρανταπεντάρια... σαρανταπεντάρια και long play, πώς τους λέγαμε, τριάντα τριών και μαζευόντουσαν εκεί οι συγγενείς και γλεντάγανε, αυτό ήταν το γλέντι, δεν υπήρχε κάτι άλλο.

Μ.Κ.(Ε.)

Ούτε γιορταζόντουσαν παιδικά γενέθλια και τέτοια;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, δεν υπάρχει, τέτοια πράγματα δεν γίνονταν. Μία γιορτή γινότανε, ας πούμε, ονομαστική γιορτή του μπαμπά ή της μαμάς, δεκαετία του ’50 και του ’60 και μαζευόντουσαν όλοι, γλεντάγανε με το πικάπ, αν υπήρχε και πικάπ, και αυτό ήτανε, τίποτα άλλο. Κάτι άλλο να θυμηθώ, που... με το συγκρότημα. Τότε γινότανε στη... επί Χούντας, το «Ψαράδικο Πανηγύρι», δεκαετία του ’60 μέχρι ’68 με ’70, κάπου εκεί. Γύρω στο ’67-’68, γινόταν ένα «Ψαράδικο Πανηγύρι», και αυτό μαζευόταν όλοι: Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Αμφιάλη, τα πάντα. Και παίζανε εκεί διάφορα[01:00:00] συγκροτήματα. Και ήταν εκεί και το συγκρότημά μου και όταν... Μιλάμε τώρα ότι μαζευόντουσαν κόσμος, ήταν το «Ψαράδικο Πανηγύρι» εκεί, οι ψαράδες δηλαδή το οργανώνανε και παίζαμε διάφορα συγκροτήματα εδώ της περιοχής και μαζευότανε πάνω από τρεις χιλιάδες κόσμος. Ήταν ας πούμε το πιο εντυπωσιακό γεγονός για κάθε χρόνο, το «Ψαράδικο Πανηγύρι» και παίζαμε εκεί κάθε χρόνο.

Μ.Κ.(Ε.)

Επί πληρωμής;

Μ.Κ.(Α.)

Επί πληρωμής, ναι. Παίρναμε κάτι από τους ψαράδες. Λίγα πράγματα, αλλά εντάξει. Για μας ήτανε καλό χαρτζιλικάκι.

Μ.Κ.(Ε.)

Και στηνότανε κανονικά εξέδρα, σκηνή;

Μ.Κ.(Α.)

Στηνότανε εξέδρα, μαζευόταν πολύς κόσμος, μιλάμε για τρεις χιλιάδες κόσμος και γινότανε όπως είναι οι σημερινές συναυλίες, γινότανε χαμός, με δημάρχους και τέτοια πράγματα.

Μ.Κ.(Ε.)

Είχε και φαγητό;

Μ.Κ.(Α.)

Είχε και φαγητό, γινόντουσαν τα πάντα. Θυμάμαι και κάποια, βέβαια εντάξει, ευτράπελα, με... τέλος πάντων, που μαζευόντουσαν και διάφορες –της ηλικίας μας– συμμορίες και θυμάμαι… όχι ότι εγώ ήμουνα στη συμμορία, αλλά ήταν φίλοι μου, που μαζευτήκανε οι δικοί μου και παρεξηγηθήκανε με άλλους που ήταν από το Κερατσίνι, και έπεσε ένα φοβερό ξύλο πριν να γίνει η συναυλία. Και μάλιστα κάποιοι πέσανε, έφαγε ένας μια μπουνιά και έπεσε μες στη θάλασσα εκεί στο... και είχε μεγάλη πλάκα, το θυμάμαι. Και μετά, αφού τελείωσε η συναυλία, ήμασταν... και είχαμε δείρει, υποτίθεται, δείρει και αυτούς από το Κερατσίνι, γυρίζαμε… με είχανε σηκώσει στους ώμους εμένα, πάνω σε ένα τρίκυκλο και γινότανε πανηγύρι μεγάλο... Ήταν... γινόντουσαν πλάκες μεγάλες τότε.

Μ.Κ.(Ε.)

Ήταν σύνηθες αυτό με τις συμμορίες γενικότερα;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, ναι, ναι, ήτανε, ήτανε. Μαζευόμασταν σε πλατείες, εδώ ας πούμε, υπήρχε μια πλατεία, στο Κερατζάκη, που λέγαμε και οι πιο μεγάλοι κιόλας, από εμάς, μαζευόντουσαν και γινόντουσαν παρεξηγήσεις, έπεφτε ξύλο και οι πλατείες τότε, δεν είναι όπως είναι τώρα, που είναι έρημες και δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει ψυχή. Ήτανε γεμάτο κόσμο. Δηλαδή πήγαινες βράδυ εκεί και ήταν διακόσια-τριακόσια άτομα, καθόντουσαν στα παγκάκια, γιατί αυτή ήταν η διασκέδασή μας. Υπήρχε μαλλί της γριάς, υπήρχαν διάφορα με καλαμπόκι που ψήνανε, γινόταν χαμός. Κάθε... κάθε βράδυ, εδώ στις πλατείες της Δραπετσώνας, που τώρα είναι έρημες, τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα.

Μ.Κ.(Ε.)

Κάποιο έτσι... έχετε κάποια ανάμνηση από κάποιο άλλο ιδιαίτερο μαγαζί που μπορεί να είχε η Δραπετσώνα;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, αλλά είχε διάφορες, έτσι, ας πούμε, ταβέρνες, που ήτανε ο κόσμος και εγώ θυμάμαι, ας πούμε, αυτές που είχανε και jukebox, και πηγαίναμε και βάζαμε και ακούγαμε τραγούδια... Τι να πω; Θυμάμαι τους σινεμάδες της Δραπετσώνας, που μαζευόταν ο κόσμος και βλέπανε ινδικά, κιόλας, έργα εκείνης της εποχής και μπαίναμε εμείς οι πιτσιρικάδες και αρχίζανε, επειδή ήταν δραματικά έργα και κλαίγανε οι περισσότερες γυναίκες, και εμείς πηγαίναμε δίπλα τους και γελάγαμε και τους κοροϊδεύαμε και μας διώχνανε. Ναι, υπήρχε ένας σινεμάς, το «Δώρα», έτσι λεγότανε, που φέρνανε και συγκροτήματα τότε, γινόντουσαν παραστάσεις και τέτοια πράγματα. Μέχρι και ο Τσιτσάνης είχε έρθει εδώ. Αυτά. Με αυτά πέρναγε ο κόσμος το... και διασκέδαζε.

Μ.Κ.(Ε.)

Το σινεμά ήταν πιο πολύ δηλαδή;

Μ.Κ.(Α.)

Ήταν σινεμά, ναι, εκείνη την εποχή, δεκαετία του ’60, ήταν οι σινεμάδες, ο κόσμος αυτό είχε... ούτε τηλεόραση ούτε τίποτα. Πηγαίνανε, βλέπανε ινδικά έργα, ελληνικά, όλα αυτά, και κλαίγανε και γέλαγαν κιόλας, με κωμωδίες.

Μ.Κ.(Ε.)

Υπήρχε κάποιο εστιατόριο ή μαγαζί, για το οποίο ήταν ξακουστή η Δραπετσώνα τότε;

Μ.Κ.(Α.)

Δεν θυμάμαι τώρα εγώ, εντάξει, πιο μετά ήταν αυτά, ήταν του Αβραάμ και του Καράμπαμπα, που δεν είναι ακριβώς Δραπετσώνα, ήταν στα όρια του Πειραιά, που έφτιαχνε πολύ καλό σουβλάκι και τέτοια πράγματα.

Μ.Κ.(Ε.)

Κάτι πιο κοντά στη Δραπετσώνα σε σουβλάκι ή τέτοιο, υπήρχε;

Μ.Κ.(Α.)

Ήτανε ένα μαγαζί, που ήταν ο μπαρμπα-Κώστας, που εμείς από εκεί τρώγαμε σουβλάκι, που ήτανε το πιο νόστιμο που έχω φάει εγώ στη ζωή μου. Αυτός... το έφτιαχνε αυτός ο άνθρωπος, που ήτανε… δεν ήτανε Πόντιος, ήτανε νομίζω Πολίτης, από την Πόλη, έτσι; Και είχανε μάθει καλά τη δουλειά, έφτιαχνε δική του σάλτσα, το δικό του το μπιφτέκι, το οποίο ήταν εκπληκτικό, με αγνά υλικά, που εγώ σαν μικρός τρελαινόμουνα, και τα αδέρφια μου, και παρακαλάγαμε τη μάνα μας, ότι, ξέρω εγώ, όποτε είχανε λεφτά, να πάμε να πάρουμε... να πάμε να πάρουμε σουβλάκι. Ήταν η μεγάλη μας χαρά, άμα τρώγαμε το σουβλάκι αυτό.

Μ.Κ.(Ε.)

Υπήρχε και κάτι ανάλογο σε ζαχαροπλαστείο;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο, δεν θυμάμαι το όνομα τώρα, του... Δεν θυμάμαι... σε Αβραμόπουλος, όχι, Αδαμόπουλος; Δεν θυμάμαι. Το οποίο έφτιαχνε παγωτά... του «Δημόπουλου». Του «Δημόπουλου», τώρα το θυμήθηκα. Το οποίο έφτιαχνε πολύ ωραία έτσι και παγωτά και έφτιαχνε και λουκουμάδες και πηγαίναμε. Τώρα βέβαια δεν ήταν σε καθημερινή αυτή, αλλά όποτε... αυτά ήταν πιο αργότερα, που άρχισε να ανεβαίνει λιγάκι το βιοτικό επίπεδο, όχι τη δεκαετία του ’60, άρχισε τη δεκαετία του ’70 και μετά, που πια... επειδή εμείς δουλεύαμε, ήμουνα 16-17 χρονών, 18, δουλεύανε, δουλεύαμε όλοι, οπότε μας περίσσευε και χαρτζιλίκι, όποτε πηγαίναμε εκεί πέρα γύρω. Και μετά αρχίσαμε... αρχίσαμε να ξεφεύγουμε πια, από Δραπετσώνα και να κατεβαίνουμε και Πασαλιμάνι, να πηγαίνουμε και πιο μακριά και Κορυδαλλό και άλλα πράγματα.

Μ.Κ.(Ε.)

Η περιοχή τότε είχε αρχίσει και η ίδια να αναβαθμίζεται;

Μ.Κ.(Α.)

Ναι, εντάξει, αρχίζανε και γινόντουσαν πιο πολλά μαγαζιά. Η νεολαία άρχισε... περισσότερο, βέβαια, θυμάμαι τη δεκαετία του ’70, ότι η νεολαία πια άρχισε να μην ικανοποιείται με τη Δραπετσώνα και να αρχίζει να κατεβαίνει Πειραιά και να... πιο πολύ να κατεβαίνουμε Πασαλιμάνι πια.

Μ.Κ.(Ε.)

Ποια είναι η πιο έντονη, έτσι, παιδική σας ανάμνηση από την περιοχή;

Μ.Κ.(Α.)

Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι ιδιαίτερο. Τι να πω; Είναι πολλά πράγματα, αλλά κάτι έτσι που θυμάμαι εκείνη την εποχή, τι να πω; Είναι που είχε έρθει τότε, ήταν μια προεκλογική περίοδος και είχε έρθει ο Μίκης Θεοδωράκης, σαν υποψήφιος βουλευτής, και... παιδάκι εγώ, και είχε μαζευτεί κόσμος και ήρθαν να τον προϋπαντήσουν. Και μάλιστα μία από τις γιαγιάδες μου πήγε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε και του λέει: «Σκύψε να σε φιλήσω, παλικάρι μου». Αυτό θυμάμαι, έτσι ήταν εντυπωσιακό, γιατί δεν είχαμε ξαναδεί έτσι μια… πολιτικούς εκείνη την εποχή, και μάλιστα θαυμάζαμε τον Μίκη Θεοδωράκη. Και μόλις ήρθε εντυπωσιαστήκαμε που τον είδαμε και πόσο ψηλός ήτανε και χαμογελαστός και πόσο προσιτός προς τον κόσμο.

Μ.Κ.(Ε.)

Να ρωτήσω και κάτι ακόμα, η Δραπετσώνα του σήμερα πώς είναι σε σχέση με παλαιότερα; Έχει αλλάξει;

Μ.Κ.(Α.)

Έχει αλλάξει πάρα πολύ, καμία σχέση. Καταρχήν, έχει αλλοιωθεί το... ο κόσμος που… δηλαδή, οι κάτοικοι της Δραπετσώνας, δεν είναι πια οι πρόσφυγες, οι απλοί άνθρωποι που ήτανε... που γνωρίζαμε ο ένας τον άλλονα. Έχουν έρθει και από πολλές πια περιοχές της Ελλάδας, αναμειχθήκανε και έχει τελείως αλλάξει η προσφυγομάνα, που ήταν η Δραπετσώνα. Έχει γίνει τώρα μια αστική περιοχή, που είναι όπως οι περισσότερες της Αττικής. Έχει αλλάξει τελείως. Η Δραπετσώνα τότε, τη δεκαετία του ’60, ήταν πάρα πολύ, έτσι, όμορφη και ανθρώπινη. Δεν έχει καμία σχέση τώρα με τις πολυκατοικίες και όλα αυτά. Με το μπετό που υπάρχει δίπλα, δεν έχει καμία σχέση.

Μ.Κ.(Ε.)

Δεν θα αλλάζατε όμως ποτέ περιοχή;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, με καμία περίπτωση. Καμία άλλη περιοχή εμένα δεν μ’ αρέσει, μ’ αρέσει η Δραπετσώνα. Βέβαια, θα προτιμούσα, βέβαια, επειδή όταν είσαι μικρός τα βλέπεις διαφορετικά, θα προτιμούσα τη Δραπετσώνα της δεκαετίας του ’60 και όχι αυτή που είναι τώρα, σήμερα, με το μπετό και τις πολυκατοικίες. Αλλά εντάξει, προσαρμόζεσαι.

Μ.Κ.(Ε.)

Θα αλλάζατε κάτι στη ζωή σας και στις επιλογές σας;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, δεν θα άλλαζα. Δεν θα άλλαζα. Δεν θα άλλαζα.

Μ.Κ.(Ε.)

Και τα παιδικά χρόνια, παρότι ήταν δύσκολα, ήταν όμορφα;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, ήταν πολύ ωραία τα παιδικά χρόνια και εγώ με την κιθάρα γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Και νομίζω ότι οι εποχές εκείνες ήταν φτωχικές, αλλά ήταν πιο ξεκάθαρες. Τώρα είναι αρκετά μπερδεμένες.

Μ.Κ.(Ε.)

Θα θέλατε να προσθέσετε εσείς κάτι άλλο; Κάτι άλλο που θυμάστε;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, όχι.

Μ.Κ.(Ε.)

Κάτι άλλο να θέλετε να σχολιάσετε για τη Δραπετσώνα;

Μ.Κ.(Α.)

Όχι, όχι.

Μ.Κ.(Ε.)

Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας.

Μ.Κ.(Α.)

Να ’σαι καλά.

Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους

Περίληψη

Ο αφηγητής διηγείται τις αναμνήσεις του από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Δραπετσώνα, όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει ακόμα. Η αφήγησή του περιλαμβάνει την περιγραφή της παράγκας στην οποία διέμενε με την οικογένειά του, τα παιδικά παιχνίδια στη γειτονιά, την αγάπη του για τη μουσική και την κιθάρα, καθώς και την εργασία του από παιδί στα εργοστάσια της περιοχής. Μέσα από αυτή τη συνέντευξη ταξιδεύουμε πίσω στην προσφυγική Δραπετσώνα και μαθαίνουμε για την ιστορία της περιοχής, αλλά και για τις συνήθειες, την εργασία, τη διασκέδαση και τη διατροφή των προσφύγων.


Αφηγητές/τριες

Μιχαήλ Κωνσταντινίδης


Ερευνητές/τριες

Μαρία Κωνσταντινίδου


Τοποθεσίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

26/07/2020


Διάρκεια

70'


Σημειώσεις Συνέντευξης

Ο αφηγητής είναι ο πατέρας της ερευνήτριας.