© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η πρώτη εκτέλεση γυναίκας στην Ελλάδα για ποινικό αδίκημα μέσα από τα μάτια του Νίκου Γούσγουλα

Κωδικός Ιστορίας
15368
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Γούσγουλας (Ν.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2020
Ερευνητής/τρια
Μαρία Καττή (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Θα μου πείτε το όνομά σας; 

Ν.Γ.:

Λέγομαι Νίκος Γούσγουλας.

Μ.Κ.:

Είμαι η Καττή Μαρία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, βρισκόμαστε στο Λεωνίδιο ημέρα Τρίτη 14 Ιουλίου και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε.

Ν.Γ.:

Μάλιστα! Ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου μαθαίνοντας ράπτης. Στη διαδρομή ήταν καλά, μετά από λίγο καιρό άρχισα να στενοχωριέμαι, δεν μπορούσα να τη διασκεδάσω αυτή τη δουλειά, άλλαξα επάγγελμα. Και έγινα αχθοφόρος. Αχθοφόρος στην πόλη του Λεωνιδίου. Είχα ένα καροτσάκι, έκανα μεταφορές δεξιά κι αριστερά. Στη συνέχεια έγινα αυτοκινητιστής μεταφορέας με ένα αυτοκίνητο μικρό και εξυπηρετούσα την πόλη του Λεωνιδίου επαγγελματικά πλέον. Δημόσιας χρήσεως το αυτοκίνητο. Εκεί γνώρισα πολλούς ανθρώπους, επαγγελματίες, μορφωμένους, πολλούς και διάφορους, διαφορά επαγγέλματα. Μέσα σε αυτή την ιστορία γνώρισα και τον αείμνηστο Στυλιανό Μερικάκη. Γιατρός σπουδαγμένος στη Γαλλία. Δήμαρχος του Λεωνιδίου επί τριάντα χρόνια. Άνθρωπος με πολλές περγαμηνές, γνώστης της ιστορίας της τσακώνικης, της άγραφης ιστορίας της τσακώνικης. Και είχε μια κουλτούρα την οποία τη ζήλευε ο κάθε άνθρωπος λογικός. Το θυμότανε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια πως έζησε την κάθε στιγμή λες και την είχε ζήσει την προηγούμενη μέρα. Βέβαια όταν τον γνώρισα εγώ με συμβούλευσε να κάνω διάφορες δουλειές γύρω από το Λεωνίδιο γιατί είχα πρόσβαση σε διάφορες καμάρες, στα σπίτια τα παλιά, με διάφορες γριές νταραβέριζομουν με τη μεταφορά με τα ξύλα με διαφορά. Και με χρησιμοποίησε ταυτόχρονα για τη δική του δουλειά. Δηλαδή με χρησιμοποίησε με την έννοια την καλή. Να του μαζεύω διάφορες αντίκες από τις καμάρες από... Που ήταν παραπεταμένα, βιβλία παλιά, ιστορίες, τα πάντα γύρω από τα παλιά. Τα ήθελε να τα παραδίδω στη δημαρχεία για να τα χρησιμοποιήσει στο μουσείο του Λεωνιδίου, στον Πύργο του Τσικαλιώτη. Βέβαια ο Πύργος του Τσικαλιώτη είναι ένα εξαίρετο κτίριο αρχιτεκτονικής ανυπολόγιστης γνώσης. Έχει πάρει το δεύτερο βραβείο στο Στρασβούργο σαν αρχιτεκτονική. Ε αυτό το κτίριο το εκμεταλλεύτηκε... Το ανέδειξε ο Μερικάκης. Εκεί ήθελε να το στολίσει με όλα τα διαφορά του Λεωνιδίου. Βέβαια ξεκίνησε να με μαζέψει εμένα να του κάνω αυτή τη δουλειά γιατί υπήρχε κάποιος άλλος που πούλαγε –γυρολόγος– έφτιαχνε ομπρέλες, πούλαγε ομπρέλες καινούριες, πούλαγε πλαστικά πιάτα λεκάνες και αυτά τα έκανε αλλαγή με διάφορε αντικείμενα που έφευγαν από το Λεωνίδιο. Δεν τα έδινε στη Δημαρχεία αυτός, τα πούλαγε. Τα πούλαγε σε εμπόρους. Οι έμποροι αυτοί τα παίρνανε και φεύγανε τα πράγματα αυτά από το Λεωνίδιο, αυτό δεν μπορούσε να το διασκεδάσει ο Μερικάκης και προσπάθησε να βρει έναν άνθρωπο για να έχει δίπλα σε αυτόν. Να του μαζεύει τα πράγματα πριν από αυτόν. Και χρησιμοποίησε εμένα. Βέβαια εγώ του πήγαινα σχεδόν όλα αυτά ό,τι μάζευα. Το μόνο που δεν του πήγαινα… Δεν του το πήγαινα μου άρεσε δεν ξέρω το λόγο, δεν μπορώ να το φανταστώ. Πάντως σου προλέω ότι εγώ προέρχομαι από πολύ φτωχή οικογένεια και τα χρήματα ήταν πολύ λίγα, ελάχιστα, τα οποία έστω και περασμένης εποχής εγώ τα αγαπούσα, τα λάτρευα, δεν είχα ξαναπιάσει τέτοια χρήματα στα χέρια μου. Όχι ότι γνώρισα την αξία τους απλά λόγω του ότι δεν είχα ποτέ, τα αγάπησα και στο τέλος μου βγήκε συλλέκτης. Εν πάση περιπτώσει στη διαδρομή αυτή απέκτησα… Δεν τα ‘δινα στον Μερικάκη, τα ‘κρυβα, τα ‘κρυβα. Του έδινα όλα τα άλλα. Μέσα σε αυτή την ιστορία του Λεωνιδίου πέρασαν τα χρόνια, οι ιδέες μου αλλάζανε κάθε τόσο και λιγάκι, απέκτησα και χόμπι με την ξυλό... Ξυλογραφία. Έφτιαχνα διάφορα έργα τα οποία τα [00:05:00]χάριζα σε φίλους όχι για επάγγελμα προς θεού ούτε για έκθεση ούτε για τίποτα γιατί ντρεπόμουν. Δεν ήθελα να κάνω... Δεν ήθελα να πουν ότι να θέλω να το παίξω καλλιτέχνης. Έτσι για να περνάω την ώρα μου. Και μου άρεσε παρά πολύ η μικρογλυπτική στις γκλίτσες, στα διάφορα σκεύη, οικιακά, σε διαφορά ανθοδοχεία ξύλινα. Βέβαια τα χρόνια περάσανε.

Ν.Γ.:

Έζησα με ανθρώπους που μου μάθανε πολλές ιστορίες. Ιστορίες ανεπανάληπτες, ολόκληρο βιβλίο μπορώ να γράψω. Μέσα σε αυτές τις ιστορίες μου έμεινε μια βαθιά χαραγμένη μέσα στην ψυχή μου γιατί τότε που την έζησα αυτή την περιπέτεια, την ιστορία ήμουνα παιδάκι 12 με 13 ετών. Το θυμάμαι, μου μείνε στο μυαλό μου λες και είναι, είναι, είναι… Να! Τα ακουμπάω! Λες και ζω εκείνες τις στιγμές. Η ιστορία αυτή είναι μια κυρία εν πάση περιπτώσει όπως θες πες την, εγώ τη λέω κυρία. Ζούσε στο Λεωνίδιο χήρα. Είχε πεθάνει ο άντρας της και είχε δύο παιδιά. Το Δημήτρη και το Γιάννη. Εργαζόταν σαν νεοκόρα του ιερού ναού του Αγίου Ιωάννου. Εκεί δίπλα από τον ιερό ναό ήταν ένα παλιό σπίτι, μετόχι του Αγίου Νικολάου της Καριάς. Κι επειδή αυτή η κυρία ήτανε φτωχή, ο κόσμος προσπαθούσε, η ενορία, οι επιτρόποι, ο παπάς και τη βάλανε μέσα εκεί να ζήσει την οικογένειά της. Ε, ζούσε ωραία. Όλος ο κόσμος επειδή ήταν νεοκόρα τη σεβότανε, τη βοηθάγανε με διάφορους τρόπους, είτε με ρούχα, είτε με τρόφιμα, είτε με συμπαράσταση. Βέβαια τα παιδιά... Ο Γιάννης πήγαινε σχολείο, ο Δημήτρης ήταν ο μεγάλος ήταν πιο... Λιγάκι άνθρωπος σου περιθωρίου δεν πλησιαζόταν εύκολα, δεν του κάναν και τα αλλά παιδιά, τον κρατάγανε σε κάποια απόσταση λόγω του ότι ήταν λίγο τεμπέλης, δεν διάβαζε, κάπνιζε τσιγάρο και έκανε παρέα με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που δεν ήταν για να παίξει, για να μιλήσει με αλλά παιδιά για να έχει ιδέες με τους νέους, με αυτά και τέτοια. Λοιπόν, εκεί η Σταυρούλα η μάνα των παιδιών το κτίριο αυτό ήταν παλιό που μένανε. Δεν είχε ούτε τζάμια ούτε φως ούτε τίποτα. Με τα κεριά και με τ' αυτά διαβάζανε, με τα κεριά τρώγανε, ούτε τίποτα. Και αποφασίσανε... Δίπλα από τον Άγιο Ιωάννη ήταν ένα σπίτι αρχοντόσπιτο. Μιλάμε για σπίτι… Και συγκεκριμένα ήταν του καπετάν Γεράσιμου. Αυτός είχε κάποια σχέση με τα... Το εξωτερικό. Μάλλον, δεν ξέρω, γύρω από κάποιο κράτος. Αλεξάνδρεια; Κάπου εκεί. Και όλα τα είδη που είχε μέσα στο σπίτι, όλα, τα πάντα και τα φυτά της αυλής τα είχε φέρει από εκεί. Μάλλον απ’ το Μαρόκο; Δεν ξέρω, από κάπου εκεί. Συγκεκριμένα είχε μια πολύ καλή συκιά και πηγαίναμε σαν παιδάκια και τρώγαμε τα σύκα. Το γνώριζα εγώ πολύ καλά αυτή τη γειτονιά αφού εκεί μεγάλωσα, εκεί έπαιζα, εκεί δημιουργούσα τους φίλους μου, τις παρέες μου και συγκεκριμένα είχαμε παράδειγμα τα μεγαλύτερα παιδιά και εκεί είχα και το Γιάννη που ήταν ζωηρός, ήταν μεγαλύτερος από εμένα, ήταν στον αθλητισμό καλός και όλα τον παρακολουθούσαμε, όλα θέλαμε να κάνουμε παρέα μαζί του. Εκεί στο σπίτι αυτό… Βέβαια τα σπίτια του Λεωνιδίου... Αυτό είναι παλιό τσακώνικο σπίτι, και όλα τα σπίτια του Λεωνιδίου είναι περιτριγυρισμένα γύρω γύρω με μάντρα 2 μέτρων. Δεν βλέπεις μέσα στην αυλή τι γίνεται, πώς δουλεύουνε, τι κάνουν, πώς συντηρούνται, αν τρέχουνε... Τα πάντα, δεν βλέπεις τίποτα. Οι δουλειές τους γινόντουσαν σε μυστικά, έτσι, ναι... Και συγκεκριμένα τα σπίτια αυτά γύρω γύρω στο μαντρότοιχο χρησιμοποιούσαν... Για να μην μπαίνουν κλέφτες, χρησιμοποιούσαν καρφιά με γυαλί για να μην μπορούνε να μπούνε διάφοροι. Εκεί αποφασίσανε στην κάμαρα αυτή για να συντηρηθεί το σπίτι και να ποτίζονται τα λουλούδια να βάλουν τη [00:10:00]Σταυρούλα να μένει με τα παιδιά της. Κι έτσι κι έγινε. Η Σταυρούλα πήρε τα παιδιά, πήγε εκεί, μετακόμισε. Όλα εντάξει, καλά, περνάγανε ωραία. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Ο Μήτρος δεν δούλευε. Βέβαια ήταν ένας άντρας όμορφος, μελαχρινός, τα μαλλιά τα είχε χωρίστρα, καθαρός έτσι. Δεν πήγαινε για δουλειά. Πολύ σπάνια. Κάπνιζε τσιγάρο και ξέρεις τα παιδιά όταν καπνίζουν τσιγάρο οι γονείς τ ‘αφήνανε, δεν τ ‘αφήνανε. Είχανε κάποιο περιορισμό μόλις τον βλέπανε. Έκανε παρέα με έναν τσοπανάκο, ο οποίος είχε λίγα πρόβατα. Ο τσομπάνης βέβαια αυτός ήταν πολύ μεγαλύτερος από το Μήτρο και συζητάγανε διαφορά, διάφορες ιστορίες και μια μέρα εκεί που καθόντουστε του λέει ο τσομπάνης «Δημήτρη, πρέπει να παντρευτείς, να βρεις ένα κορίτσι να είναι εργατικό, να δουλεύει, να έχει καλή δουλειά για να σε ζήσει. Γιατί πώς θα ζήσεις; Αφού ζεις τεμπέλης, δεν δουλεύεις, δεν πας για δουλειά». «Ναι, ωραία η ιδέα σου αλλά που να τη βρούμε αυτή την κοπέλα; Είναι δύσκολο λίγο γιατί δεν είμαι και ό,τι το καλύτερο.» Είχε τις γνώσεις. Ναι λοιπόν... Εν πάση περιπτώσει πονηρός ο άλλος, έξυπνος, πιο προχωρημένος από αυτόν του λέει «Άκουσε να δεις, θα σου προτείνω ένα κορίτσι που είναι φτωχό αλλά εργάζεται, είναι πολύ εργατικιά, έχει καλή δουλειά και έχει και την προικούλα της. Δηλαδή ένα σπιτάκι ξέρω ‘γω, τα σχετικά. Εσύ μπορείς να αποφασίσεις αν σου αρέσει αυτή ή αν μπορείς να την πλησιάσεις; Ή να βρούμε κάποιον τρόπο να μπορέσουμε να μπούμε εκεί;». Του λέει «Ποια είναι η κοπέλα αυτή;». Του λέει «Θα σου πω». Η κοπέλα αυτή εργαζότανε σε ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Ο ζαχαροπλάστης δεν είχε τέκνα, ήταν άτεκνος. Ζούσε με τη γυναίκα του, μια γριούλα η οποία δεν ήταν και ό,τι καλύτερο στην υγεία. Είχε πολλά προβλήματα και την είχαν αυτήν οικιακή βοηθό την κοπέλα. Βέβαια η κοπέλα προέρχεται από πολύ φτωχή οικογένεια και πολύτεκνη. Την πήρανε στο σπίτι, την είχαν εκεί. Ο ζαχαροπλάστης κατάλαβε ότι η κοπέλα είναι ξύπνια, τα πιάνει εύκολα και τη χρησιμοποίησε και για το επάγγελμά του, το εργαστήριο. Της έμαθε ορισμένα πράγματα, είδε ότι τα πιάνει και την είχε δεξί χέρι στο εργαστήριο. Η κοπέλα εκεί στο ζαχαροπλαστείο ερχόταν σε επαφή γιατί άλλος πήγαινε να πάρει λουκούμια, άλλος πήγαινε να πάρει… Γιατί αυτός έφτιαχνε διαφορά γλυκά, παστοκύδωνο καλής ποιότητας, βανίλια και έφτιαχνε και συγκεκριμένα –θυμάμαι πολύ καλά– έφτιαχνε το γλειφιτζούρι το κοκοράκι. Το λεγόμενο μαντζούνι, το οποίο προέρχεται από την Πόλη. Όλα αυτά τα γλυκά αυτοί οι Πολίτες, Κωνσταντινουπολίτες ήταν τεχνίτες μεγάλης κλάσεως, να μη συζητάμε τώρα ορισμένα πράγματα. Ναι, ήταν τεχνίτες. Λοιπόν, εγώ παιδάκι θυμάμαι πήγαινα και του έδινα ένα πενηνταράκι... Ένα πενηνταρούλι το λέγανε και μας έδινε ένα γλειφιτζούρι, το κοκοράκι.  Λοιπόν, θυμάμαι την κοπέλα αυτή πάντα μας έδινε και κάτι έτσι, ένα λουκουμάκι ξέρω ‘γω κάτι, κάτι. Πάντα ήθελε τα παιδάκια τα μικρά γιατί λόγω του ότι θα έχει στερηθεί πολλά αυτή και έτσι ξέρεις πως της ερχόταν να σου δώσει ένα λουκουμάκι. Και χαρά ξέρεις όλοι, τη βλέπαμε, την αγαπάγαμε. Εκεί βέβαια η κοπέλα αυτή με τις γνωριμίες της, το ένα με το άλλο, άλλος την πείραζε, άλλος την αύτωνε... Ε ήτανε λιγάκι πεταλουδίτσα, ήτανε ζωηρούλα, είχε κι αυτή τις περιπετειούλες της. Ήτανε βέβαια σαν τη μέλισσα γιατί η μέλισσα γυρίζει σε πολλά λουλούδια δεν παίρνει μέλι... Νέκταρ από ένα. Συλλέγει από πολλά… Εκεί της βγήκε κάποιο μικρό όνομα, εντάξει διορθώθηκε στη διαδρομή. Την πλησίασε όμως ο Μήτρος ταυτόχρονα. Αφού την πλησίασε, είχε φάει... Είχε μερικές αποτυχίες και είδε ότι δεν γινότανε τίποτα, δεν προχώραγε τίποτα και αποφάσισε να πέσει στο Δημήτρη. Γνωριστήκανε, πιάσανε μια φιλία, κάνανε διαπραγματεύσεις από ‘δω από ‘κει, γνωριμίες μεγάλες. Σημειωτέον ότι και οι δυο ήταν μικροί. 17-18 χρόνων δεν ξέρω, δεν θυμάμαι ακρίβεια. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά την έφερε βόλτα. [00:15:00]Ξύπνια αυτή τον κοουτσάριζε, τον έφτιαχνε, τον περιποιότανε, όλα. Το σπίτι δεν έλειπε τίποτα. Αποκτήσανε ένα κοριτσάκι. Προχωρήσανε, παντρευτήκανε. Απέκτησαν ένα κοριτσάκι. Το κοριτσάκι αυτό το μεγαλώνανε με πολύ ωραίο τρόπο. Δεν του έλειπε τίποτα. Μεγάλωνε όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά.

Ν.Γ.:

Μπορώ να σου πω καλύτερα κι από ορισμένα αλλά. Βέβαια το γάμο αυτό δεν τον είδε ποτέ μα ποτέ με καλό μάτι η μητέρα του. Η μητέρα του παρόλα που φαινόταν στον κόσμο καλή, μάνα η οποία προσπαθούσε να ζήσει τα παιδιά της με το μικρομεροκάματο αυτό που έπαιρνε στην ουσία όμως ήταν μια τίγρης, ήταν ένας κακός άνθρωπος. Τα αισθήματά της ήτανε μέσα βαθιά κλειδωμένα και δεν μπορούσες να τα ξεκλειδώσεις εύκολα για να διαπιστώσεις τι άνθρωπος είναι. Έπρεπε να είσαι ο μεγαλύτερος ψυχολόγος για να μπορέσεις να μπεις στις σκέψεις και στις ιδέες που είχε μέσα της. Βέβαια ο χρόνος περνούσε, το ζευγάρι πέρναγε ωραία μεταξύ τους, δεν είχανε κανένα πρόβλημα. Αφού τον χρηματοδοτούσε αυτή, τον τάιζε, τον πότιζε να πούμε, αυτή δούλευε είχε το εργαστήριο πήγαινε πολύ καλά η δουλειά της. Να που ήρθε και ο πελαργός και έφερε και δεύτερο παιδάκι. Ήταν έγκυος! Το ‘μάθε η Σταυρούλα αυτό έγινε λύκαινα, πραγματική λύκαινα. Άρχισε να της συμπεριφέρεται με πολύ βίαιο τρόπο. Δηλαδή έφτανε στο σημείο μέχρι ξύλο να της δίνει, χαστούκια. Λοιπόν... Αποφάσισε μια μέρα, του λέει του γιου της «Ένα κι ένα κάνουν δυο, ή τη χωρίζεις ή δεν ξέρω κι εγώ τι μπορεί να συμβεί». «Βρε αμάν, βρε μητέρα εγώ την θέλω τη γυναίκα μου, την αγαπάω. Περασμένα-ξεχασμένα τα έχουμε σβήσει όλα αυτά. Πήραμε ένα σφουγγάρι και τα σβήσαμε όλα και προχωράμε τη ζωή μας και πάμε και για δεύτερο παιδάκι». «Ποιο δεύτερο παιδάκι ρε βλάκα;» Του λέει «Ρε ηλίθιε το παιδί αυτό δεν είναι δικό σου!». «Βρε αμάν βρε μητέρα τι λόγια είναι αυτά που λες;». «Εκείνο που σου λέω εγώ, το παιδί είναι αλλουνού ρε και να πας στο Άργος να το ρίξεις. Αν δεν το ρίξεις θα σου βγάλω τα μάτια. Θα στα δώσω στο πιρούνι». «Βρε αμάν, βρε μητέρα, βρε καλή, βρε χρυσή...» τίποτα!  Τέλος πάντων, τον έπεισε γιατί ήταν και λίγο αγράμματος ο Μήτρος δεν ήξερε πολλά γράμματα, είχε πάει μέχρι τη Δευτέρα-Τρίτη του Δημοτικού. Αποφάσισε να πάει στο Άργος. Πηγαίνοντας στο Άργος σε κάποιο γιατρό, ο γιατρός διαπίστωσε ότι η εγκυμοσύνη ήταν προχωρημένη και δεν μπορούσε να σταματήσει την εγκυμοσύνη. Και της λέει κυρία μου εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα γιατί υπάρχει περίπτωση κι εσύ να πεθάνεις. Και αποφασίζουν το αντρόγυνο να φύγουν και να αφήσουν την εγκυμοσύνη να προχωρήσει. Γυρίσανε στο Λεωνίδιο, πάνε στη μάνα εκείνο το βράδυ κουρασμένοι όπως ήταν από το ταξίδι, ταλαιπωρημένοι αυτοί. Δεν ξέρω αν φάγανε κάτι, αν κάτι... Πώς συζητήσανε. Η κοπέλα πήγε να κοιμηθεί, να ξαπλώσει. Την ώρα εκείνη την πήρε ο ύπνος μετά από λίγο... Εκείνη την ώρα βρήκε την ευκαιρία η Σταυρούλα –τετελεσμένα ανυποχώρητη, δεν έπαιρνε τίποτα– και πάει και βουτάει μια τριχιά και τη σφίγγει γύρω-γύρω απ’ το λαιμό. Τη γυρίζει την τριχιά γύρω απ´ το λαιμό της περνάει και στα χέρια. Πάντα όμως με τη βοήθεια του Μήτρου. Εκεί τη βοήθησε αυτός. Ας λέει ότι δεν τη βοήθησε στην αρχή. Τη βοήθησε και πολύ μάλλον! Λοιπόν, αφού τη δέσανε, της περάσανε στο λαιμό το σκοινί, η κοπέλα έχασε τις αισθήσεις της και μάλλον... Μάλλον θα πέθανε... Θα πέθανε πριν τη ρίξουν στη στέρνα. Και αποφασίσανε να τη ρίξουνε στη στέρνα. Τη ρίξανε στη στέρνα και τους έφυγε και το σκοινί απ´ τα χέρια αυτό που την είχανε τυλίξει με κάποιο τρόπο έπεσε μέσα και το σκοινί. Τέλος πάντων της είχαν βγάλει τα ρούχα, τα παπούτσια, όλα και τα ´χανε αφήσει διπλά στη στέρνα. Κοιμηθήκανε το βράδυ. Δεν έτρεχε τίποτα! 9 έχει ο μήνας… Καμία... Κανένα ίχνος μετάνοιας, τίποτα, τίποτα. Δεν ακούγανε το παραμικρό. [00:20:00]Βέβαια δεν τόλμαγε αυτός να πει το όνομά του μπροστά στη μητέρα του γιατί υπήρχε κάποιο... Είχαν κάποια αδυναμία ο ένας στον άλλον, υπάκουε ο Μήτρος τυφλά τις εντολές της μάνας. Γιατί ήταν αγράμματοι και οι δύο, ξύλα απελέκητα, πιάσανε και γράψανε ένα σημείωμα. Στο σημείωμα αυτό γράφανε «Η Μεταξία αυτοκτονάει και να μην πειράξετε τον άντρα της γιατί είναι καλός άνθρωπος. Η πεθερά της την αγαπάει, είναι καλή» και το άφησαν εκεί το σημείωμα δήθεν ότι η Μεταξία είχε αυτοκτονήσει μόνη της, είχε πέσει. Έφυγε η Σταυρούλα και πήγε το πρωί στην εκκλησία. Ήταν κάποια γιορτή. Δεν θυμάμαι συγκεκριμένα ποια γιορτή ήταν, ήταν μια γιορτή. Ε, πήγε στην εκκλησία, τελείωσε τη δουλειά της εκεί, τα κεριά όλα κι αυτά κι όπως ήταν... Πριν σχολάσει ακόμα ο παπάς –ήταν ο κόσμος ακόμα εκεί στο προαύλιο της εκκλησίας– πάει η Σταυρούλα σπίτι εσκεμμένα και βάζει τις φωνές. «Παναγία μου! Βοήθεια! Η νύφη μου έπεσε στη στέρνα, αυτοκτόνησε!». «Βρε αμάν, βρε καλή, βρε χρυσή» φώναζε, κακό, μαζεύτηκε ο κόσμος, μαζεύτηκε αστυνομία και τη βγάλανε... Η Σταυρούλα τι είπε; Το μεγαλείο της ψυχής. Ποιας ψυχής; Αυτή η ψυχή ήταν κατράμι σκέτο. Λέει η Σταυρούλα στους οικείους εκεί που βοηθάγανε για να βγάλουνε την κοπέλα από το νερό «Αυτή αυτοκτόνησε πήρε... Έχει το κρίμα στο λαιμό της, εγώ τι φταίω που έχασα το νερό της στέρνας; Το μόλυνε, εβρώμισε το νερό». Ακούγοντας όλα αυτά αυτοί που ήταν εκεί πέρα «Βρε κάτσε φρόνιμα τι λόγια είναι αυτά που λες; Εδώ πέθανε άνθρωπος κι εσύ σκέφτεσαι το νερό;». Πήγαινε να βγάλει τη ρετσινιά από πάνω της με διάφορους τρόπους αγράμματους, έτσι αστοιχείωτους. Ε, ήρθαν οι αστυνομικοί μόλις είδαν το σημείωμα.. Χε! Έβγαζε μάτι! Της λένε «Πέρασε μόνη σου τις χειροπέδες». Εν πάση περιπτώσει την πήρανε, τους πήγαν στην αστυνομία. Πού να παραδεχτεί η Σταυρούλα ότι έκανε αυτό το πράγμα! Ανένδοτη, τίποτα! Ε, ο Μήτρος θα του κοπάνησαν καμία σφαλιάρα εκεί, κάνα σκαμπίλι, άρχισε και φοβότανε και άρχισε να τα μπερδεύει. Τέλος πάντων αποφάσισε να πει την αλήθεια. Όχι όλη βέβαια, αλλά είπε ότι «Ναι, η μάνα μου πέταξε τη γυναίκα μου στη στέρνα». Εν πάση περιπτώσει γράψανε εκεί ότι γράψανε, τα είπανε εκεί στους αστυνομικούς. Μετά από λίγο είπανε να κάνουνε… Τα χρόνια εκείνα γινόταν αναπαράσταση του φονικού, του εγκλήματος. Μαθεύτηκε ότι θα πάνε να κάνουν αναπαράσταση στο πώς έγινε το συμβάν. Ωωωρε μόλις το μάθαμε όλα τα παιδάκια, τρέξαμε τριάντα-σαράντα παιδάκια και ανεβήκαμε στις μάντρες για να δούμε την αναπαράσταση. Εγώ ήμουνα με έναν φίλο μου, ο οποίος φοβόταν λίγο ήτανε καλό παιδί και μου λέει «Ρε Νίκο θα πετάξουνε πάλι τη γυναίκα μες στη στερνά; Εγώ δεν μπορώ να τη δω αυτή την αναπαράσταση, πάλι να πετάξουνε πάλι την πεθαμένη». «Βρε, –του λέω– δεν θα πετάξουνε πάλι την πεθαμένη την ίδια κάποιον άλλον θα δέσουνε εκεί πέρα!». Πράγματι, δέσανε κάποιον, κάνανε όλες τις κινήσεις αυτές, πώς την έδεσε η Σταυρούλα, πώς την τραβήξανε και πώς βοήθησε, τους ενδιέφερε πιο πολύ να δούνε πώς ο Μήτρος βοήθησε. Πράγματι είχε συμμετοχή μεγάλη γιατί αυτός ήταν που τη βουτάει και τη φουντάρισε μέσα στη στέρνα. Και όταν τελείωσε η αναπαράσταση αυτή όλοι είχανε μείνει άφωνοι. Δηλαδή όλος ο κόσμος είχε χαζέψει, δεν μπορούσε να το φανταστεί, ήταν κάτι το αδιανόητο γιατί η κοινωνία του Λεωνιδίου ήταν μια κοινωνία ήρεμη, χαμηλών τόνων, εγκλήματα δεν γινόντουστε. Βέβαια παρατράγουδα πάντα υπάρχουν, πάντα τσακωμοί, πάντα λογομαχίες, πάντα αυτά αλλά μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Εδώ το πράγμα ήταν πολύ προχωρημένο. Θυμάμαι συγκεκριμένα όταν φύγανε από το σημείο αυτό πηγαίνοντας προς το αστυνομικό τμήμα εμείς τα παιδάκια τους ακολουθούσαμε από πίσω λες και ήτανε καρναβάλι. [00:25:00]Και συγκεκριμένα θυμάμαι όταν φτάσαμε στην πλατεία του Λεωνιδίου… Εκεί επειδή τον κοιτάγανε όλοι γύρω-γύρω απ´ την πλατεία ο κόσμος «Βρε ο Τσαμαδέρος –είχε... Αυτό ήταν το παρατσούκλι του, ο Τσαμαδέρος– βρε ο Τσαμαδέρος έπνιξε τη γυναίκα στη στέρνα. Ρε τι έκανε ρε ο ηλίθιος, ρε ο βλάκας» και άλλοι του φωνάζανε διαφορά έτσι «Ρε βλάκα τι έκανες...» και εκείνη την ώρα βουρλίστηκε, τρελάθηκε, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και γυρίζει στη μάνα του και της λέει «Μωρή κακούργα, μωρή στρίγγλα γριά γιατί δεν λες την αλήθεια; Εσύ δεν μ’ έπεισες να τη ρίξουμε στη στέρνα γιατί ήταν παλιογυναίκα; Δεν σου είχα πει εγώ ότι η γυναίκα μου ό,τι και να είναι εγώ την αγαπάω και τη θέλω γιατί έχουμε κι ένα παιδί μαζί και θα φέρει στον κόσμο και δεύτερο; Εσύ δεν επέμενες να τη βγάλεις απ´ τη μέση; Ποτέ δεν την είχες δει με καλό μάτι!». Εκείνη την ώρα που λες αυτός βούρκωσε, πραγματικά βούρκωσε και τον έβλεπα που σκούπιζε τα δάκρυά του και πετάγεται κάποια γυναίκα και του λέει: «Τώρα που σκουπίζεις τα δάκρυά σου είναι αργά, βλάκα!». Τέλος πάντων φτάσαμε στη δικαιοσύνη, πήρε το δρόμο προς τις φυλακές, η μάνα την είχανε σε άλλη φυλακή, το γιο τον πήγανε σε κάποιο νησί. Πρώτα ετιμωρηθήκανε και οι δυο σε θανατική ποινή. Όντως κι έγινε. Πρώτη εκτελέστηκε η Σταυρούλα. Βέβαια εκεί στην τελευταία της επιθυμία είπε «Εντάξει το μετάνιωσα, συγγνώμη, ο γιος μου έφταιγε εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα». Αυτός... Το πήρε μαζί της το κρίμα αυτό. Εφονεύθει. Εφονεύθει, μετά από καιρό στην άλλη φυλακή ήρθε και η σειρά να εκτελεστεί ο γιος της. Εκεί ο δήμιος αυτός στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο αρχηγός εκεί του είπε «Κύριε ποια είναι η τελευταία σας επιθυμία;». Λέει «Θέλω να πω δυο λόγια στον παπά». Και του λέει «Παπά θα σου εξομολογηθώ γιατί αυτό δεν θέλω να το πάρω μαζί μου γιατί έχω και κόρη. Θέλω να το μάθει και η κόρη μου. Ότι παρασύρθηκα από τη μητέρα μου γιατί ήταν μια πολύ κακούργα γυναίκα και είχε πειθώ. Προσπάθησε, με έπεισε να φτάσω σε αυτό το σημείο γιατί; Γιατί εγώ με τη μάνα μου είχαμε ερωτική σχέση». Και ο κύριος αυτός κατέληξε στο εκτελεστικό απόσπασμα, εφονεύθη. Λοιπόν, βέβαια λένε ότι για ποινικό αδίκημα ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε και η τελευταία στην Ελλάδα σαν θανατική ποινή. Δεν εκτελέστηκε άλλος άνθρωπος μετά από αυτούς τους δυο. Είναι η Σταυρούλα Γκουβούση και ο Δημήτριος Γκουβούσης. Η καταγωγή της δεν ήταν από το Λεωνίδιο, δεν ήτανε Τσακώνα, ήτανε από τον Άγιο Βασίλη η καταγωγή της. Εδώ σταματάει η ιστορία μου. 

Μ.Κ.:

Ευχαριστώ παρά πολύ κύριε Νίκο!

Ν.Γ.:

Στο επανιδείν. Αν κάποια μέρα αποφασίσεις να μάθεις κάποια άλλη ιστορία θα σου πω μια ιστορία για το όνομα της Μεταξίας. Είναι ένα όνομα το οποίο είναι τσακώνικο 99,9%. Δεν υπάρχει στα αλλά μέρη της Ελλάδος. Τι σημαίνει Μεταξία; Δεν είναι ούτε από το μετάξι ούτε από τίποτα άλλο. Είναι ένας άνθρωπος –η Μεταξία– που τα θέλει όλα τα πράγματά της, όλες τις ιδέες της σε τάξη. Με τάξη, τα θέλει όλα τα πράγματά της με τάξη. Από εκεί προέρχεται και το όνομα Μεταξία. Εγώ βέβαια θα σου διηγηθώ μια ιστορία μιας Μεταξίας Τσακώνας, τσιγκούνας, που ήταν πολύ τσιγκούνα σε όλο της το βίο γιατί ήταν φτωχιά. Όχι ότι [00:30:00]το είχε απωθημένο. Ο άντρας της ήταν μπεκρής και έτρωγε τα λεφτά. Ε, αφού τα τρώγε τα λεφτά δεν είχε ποτέ φράγκο αυτή. Και εκεί αναγκαζότανε να δείξει την τσιγκουνιά της έτσι. Θα σου πω την ιστορία όλη όταν θα έχεις ευκαιρία. Γεια σου!

Μ.Κ.:

Ευχαριστώ πολύ!