© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Το παλαιότερο κατάστημα του Λεωνιδίου μέσα από τα μάτια του ιδιοκτητή του

Κωδικός Ιστορίας
15317
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Κανάκης (Κ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/06/2020
Ερευνητής/τρια
Μαρία Καττή (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Θα μου πείτε το όνομά σας;

Κ.Κ.:

Εγώ λέγομαι Κωνσταντίνος Δημητρίου Κανάκης και έχω το παλαιότερο μαγαζί στην Ελλάδα και... Αλλά το... Αλλά έχουν περάσει εννέα γενιές και έχουνε φάει ψωμί από αυτό το μαγαζί. Εννέα γενιές! Συνταξιοδοτημένοι βέβαια και η τελευταία γενιά είναι τώρα η γυναίκα μου που θα πάρει τη σύνταξη. Τώρα βέβαια εγώ έχω αποσυρθεί κάνω άλλες δουλειές κτηματικές δουλειές, ελιές και περιβόλι.  

Μ.Κ.:

Εγώ είμαι ερευνήτρια στο Istorima, ονομάζομαι Καττή Μαρία σήμερα είναι Δευτέρα 29 Ιουνίου και θέλω να μου αφηγηθείτε διάφορες μνήμες από αυτό το μαγαζί, ό,τι θυμάστε.

Κ.Κ.:

Ερχόντουσαν... Άνθρωποι ερχόντουσαν από τα γύρω χωριά και από το Λεωνίδιο εδώ και θέλαν ορισμένα πράγματα. Τα ορισμένα πράγματα έλεγε και εξομολογείτο η κοπέλα ή ο κύριος που ερχόταν ότι «Εγώ θέλω να παντρέψω την κόρη μου και θέλω ορισμένα πράγματα να μου δώσετε. Δεν έχω αυτή τη στιγμή χρήματα, θα σας τα φέρω. Τι γνώμη έχετε; Χωρίς αμφιβολία γιατί... Θα σας φέρω και μάρτυρα» έλεγε ο πελάτης να εγγυηθεί. «Δεν θέλουμε κανέναν εγγύηση. Ξέρω ποιος είστε. Δεν χρειάζεται, ή φτωχός ή πλούσιος, δεν έχουμε διάκριση. Και θα τα πάρεις τα πράγματα και θα τα πληρώσεις όποτε θέλεις και εάν δεν έχεις... Δεν πειράζει ας πάνε και χαλάλι στις ψυχές των προγόνων μας». 

Μ.Κ.:

Το μαγαζί φημίζεται ότι δίνει βερεσέ χωρίς διακρίσεις... 

Κ.Κ.:

Δεν υπάρχει διάκριση καμία, δεν υπάρχει καμία διάκριση και μπορώ να σας πω ότι στον πλούσιο μπορεί να υπάρχει διάκριση σε μεσαία και πιο κάτω γενιά και οικογενειακή υποχρέωση δεν... Θα δώσουμε ελεύθερα όσο θέλει και ό,τι θέλει. Δεν τα χάνεις ποτέ! Είναι τέτοια η πάστα του Έλληνα που κάποτε θα σε θυμηθεί και θα σου φέρει και παραπάνω. 

Μ.Κ.:

Έχετε δώσει βερεσέ ακόμα και σε επιστήμονα, γιατρό... Τι συνέβη τότε; Θυμάστε; Όχι εσείς φυσικά... 

Κ.Κ.:

Ήμουν παρών εγώ, ήμουν παρών. Γιατρός... Και λέει ο γιατρός «Θα μας το δώσεις βερεσέ;». «Γιατρέ πάρτα! Γιατρέ πάρε τα πράγματα σου, –αυτός μάλιστα ήταν από τα Πούλιθρα– να πάρεις τα πράγματα σου αυτά και να πας να προοδεύσεις και να έρθεις όποτε θέλεις και ό,τι θέλεις να σου δώσουμε. Όχι μόνο για να μείνεις στην Αθήνα που θα σπουδάσεις ή θα πας στο εξωτερικό αλλά και να κανείς την καριέρα σου. Γιατρέ να πας στο καλό και στην ευχή της Παναγίας». Είναι τέτοιο το κατάστημα και η ευχή του καταστήματος και η παράδοσις από τους παλαιότερους στους νεότερους ότι όταν έρθει για βερεσέ θα δίνεις και παραπάνω από ό,τι θέλει ο άνθρωπος.

Μ.Κ.:

Ο γιατρός γύρισε, πλήρωσε; Τι έγινε;

Κ.Κ.:

Ο γιατρός ήρθε, πλήρωσε και είπε «Σας παρακαλώ πολύ να πάρετε και τον τόκο.» «Ευχαριστώ παρά πολύ για τον τόκο, αλλά εγώ δεν παίρνω τόκο. Γιατρέ μου είσαι από τα Πούλιθρα, σε ξέρω, με ξέρεις αλλά όχι τόκο αλλά να ξέρεις ένα πράγμα... Δεν φαντάζεσαι ποσά αισθάνομαι αυτό το πράγμα που πηγές και προόδευσες και ήρθες και μου είπες "Τώρα θέλω σε παρακαλώ πολύ να σε εξετάσω κι εγώ κτλ.". Τώρα όμως γιατρέ θα σε πληρώσω εγώ γιατί θυσίασες τη ζωή σου για να πιάνεις τις πληγές και τις βλακείες και τα χνώτα των ανθρώπων. Εμείς δίναμε πράγματα τα οποία δεν είχαν καμία αξία ενώ τώρα δίνεις [00:05:00]εσύ τη ζωή σου και το σπλάχνο σου και τα χέρια σου για εμάς τους ανθρώπους. Σε ευχαριστώ πολύ!». 

Μ.Κ.:

Ήταν τα πρώτα παπούτσια που φόρεσε, σωστά; Πριν τι γινόταν;

Κ.Κ.:

Βεβαίως, είπε... Λέει «Εγώ Να ξέρεις ένα πράγμα, επειδή είναι τα πρώτα παπούτσια που φοράω...» Γιατί ήταν τότε το τσαρούχι και η λαδιά. Ήταν η λαδιά ήταν που φτιάχνανε το τσαρούχι. Το τσαρούχι επειδή πατιόταν περισσότερο στη φτέρνα έλιωνε περισσότερο και το τσαρούχι είχε από κάτω λιώσει και έμπαινε και κανένα αγκάθι. «Και σε ευχαριστώ, –μου λέει– και πρέπει να ξέρεις ότι τώρα φοράω τα πρώτα παπούτσια και πάω να γίνω επιστήμονας και να δώσω». «Να πας στο καλό γιατρέ, να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά και να προοδεύσεις και να έρθεις όπως θέλει ο Θεός να βοηθήσεις τον κόσμο».

Μ.Κ.:

Πώς ένιωσες όταν ήρθε να σας ευχαριστήσει; 

Κ.Κ.:

Όταν... Δεν σας λέω τίποτα... Δεν σας λέω τίποτα, τι ένιωσα… Τον κέρασα το γλυκό που φτιάχνει η γυναίκα μου το μελιτζανάκι και τρέμανε τα χέρια μου γιατί τρατάριζα –πώς να σου πω– ένα γιατρό που ο άνθρωπος… Δεν ξέρω γιατί ήρθε να με ευχαριστήσει. Δεν μπορώ να πω τίποτα, δεν λέω τίποτα γιατί είναι ένας επιστήμονας και δεν είναι σωστό αυτό που θα πω διότι εγώ δεν ξέρω και πολλά γράμματα και δεν είναι σωστό, πώς να τον προσφωνήσω… «Γιατρέ μου σε ευχαριστώ πάρα πολύ, να ‘σαι καλά σαν τα ψηλά βουνά και να γιατρεύεις τις πληγές των ανθρώπων». 

Μ.Κ.:

Θέλω να μου πείτε τι προϊόντα είχατε μέσα στο κατάστημα και τι υπάρχει σήμερα. 

Κ.Κ.:

Υπάρχει ένα σλόγκαν που το έγραψε μια εφημερίδα, δεν θυμάμαι ποια εφημερίδα είναι... Αν δεν βρίσκεις το ‘να ή τ’ άλλο σε κατάστημα μικρό η μεγάλο Δεν υπάρχει λύση άλλη, στο κατάστημα Ρουσάλη  θα βρεις και χρυσό κουτάλι.  Θα σας πω ένα πράγμα: Θυμήθηκα να έρχονται από τα γύρω χωριά. Από το Παλαιοχώρι, από τον Κοσμά, από τον Άγιο Βασίλη, από τη Βασκίνα, από τα Πελετά, από τα Τσιτάλια και από τη Λακωνία... Και από τη Λακωνία και ερχόντουσαν εδώ και ψωνίζανε. Και φέρνανε μαλλιά, φέρνανε τυρί και παίρνανε διάφορα πράγματα. Μεταξύ αυτών των πραγμάτων θέλανε... Υπήρχε και ο Θόδωρος ο Γολέγος λεγότανε και αυτόν τον λέγαμε Λιρά. Ερχότανε και αυτός είχε λίρες. Και επειδή θέλανε να παντρέψουνε οι γονείς τα παιδιά τους κτλ., θέλανε να δώσουνε και λίρες. Και φτιάχνανε λίρες. Πουλάγαμε τα πράγματα κτλ. Ποσό ήταν; Ήταν εκατό δραχμές; Ήτανε τότε... Δεν θυμάμαι καλά τώρα, πάντως η λίρα ποσό να είχε; Είκοσι πέντε δραχμές; Μάλλον έτσι εκεί... Ήταν εκατό δραχμές, περνάνε τέσσερις λίρες και φεύγανε. Και γινότανε το νταραβέρι γιατί θέλανε να δώσουνε και λίρες στα παιδιά τους για να έχουνε και τα λοιπά. Εν πάση περιπτώσει. Γινότανε το νταραβέρι αλλά ερχόντουσαν κι από το Κυπαρίσσι. Από το Κυπαρίσσι ερχόντουσαν αποκλειστικά στο Λεωνίδιο και ψωνίζανε με βενζίνα γιατί δεν υπήρχε καλύτερη αγορά από το Λεωνίδιο, πουθενά αλλού. Ερχόντουσαν εδώ και παίρνανε αλάτι, πετρέλαιο, βενζίνες. Υπήρχε και... Πώς να το πούμε; Μονοπώλιο που είχε το αλάτι και τενεκέδες πετρέλαιο. Το παίρνανε οι άνθρωποι για τις διάφορες χρήσεις τις οικογενειακές.  

Μ.Κ.:

Το οποίο αλάτι είχε και πολύ χάσιμο;

Κ.Κ.:

[00:10:00]Το αλάτι βέβαια… Είχε πολλή υγρασία. Η υγρασία... Τράβαγε υγρασία το αλάτι και έλιωνε, είχε μεγάλη απώλεια. Το κιλό παραδείγματος χάρη το παίρναμε –δεν θυμάμαι τώρα– πενήντα λεπτά, πενήντα δραχμές –δεν θυμάμαι– και το πουλάγαμε εβδομήντα. Και μπαίναμε μέσα, με το αλάτι μπαίναμε μέσα σίγουρα. Μπογιές, ό,τι ήθελες, τα υφάσματα θέλανε τότε να τα βάψουνε αλλιώς κτλ., είχαμε και μαλλιά τα οποία τα φέρνανε οι διάφοροι αγρότες, τσοπάνηδες κτλ., και φτιάχνανε τα λεγόμενα κιλίμια στα σπίτια. Το τσακώνικο το υφαντό, το κιλίμι ήταν σαν σλόγκαν ας το πούμε. Το κιλίμι το φτιάχνανε χειροποίητο οι... Οι αργαλίστρες. Στήνανε αργαλειό μεγάλο με ξύλινα, έτσι μεγάλο με ξύλινα και φέρνανε με... Με βαμβακερό το στημόνι και μαλλί το υφάδι. Όταν λέμε το υφάδι ήταν που φτιάχνανε τα σχέδια στο κιλίμι. Ήταν το κιλίμι... Ήταν παραδείγματος χάρη το κιλίμι του τάδε, υπήρχαν και ονομασίες, εν πάση περιπτώσει δεν τις θυμάμαι τις ονομασίες. Υπήρχε και το λεγόμενο... Εν πάση περιπτώσει... Θα τις θυμηθώ βέβαια τις ονομασίες, τα διαφορά κιλίμια. Αλλά εν πάση περιπτώσει, γινόντουσαν ωραία πράγματα εδώ στο Λεωνίδιο με τα κιλίμια και τα πηγαίνανε και τα φέρνανε οι υφάντριες, που τα στήνανε στο σπίτι τους και... Για να τα δώσουνε προίκα στα παιδιά τους. Όταν λέμε παιδιά δεν ήταν μόνο στα κορίτσια παίρνανε τα κιλίμια, παίρνανε και τα παιδιά για να θυμούνται οι νεότεροι τους πατεράδες που γερνούσαν και φεύγανε στο μακρινό ταξίδι.

Μ.Κ.:

Θέλω να μου πεις επίσης κυρ Κώστα όταν κάποιος έφευγε για μετανάστης τι ρόλο έπαιζε το κατάστημά σας; 

Κ.Κ.:

Ω βέβαια... Όταν έφευγε ένας για μετανάστης πρώτα-πρώτα έπαιρνε το μπαούλο. Ένα μπαούλο το οποίο μέσα έβαζε... Άρχιζε από τα τρόφιμα... Από τον καφέ, από τη ζάχαρη, από τη μανέστρα, από τα μακαρόνια και ό,τι άλλο για πρώτης ανάγκης. Και το τσάι, το τσάι του βουνού. Μετά έπαιρναν μέσα μία, δυο ή τρεις αλλαξιές, μία, δύο ή τρεις αλλαξιές, εσώρουχα, κτλ. Ένα φόρεμα το γιορτινό τους, παίρνανε και δυο φορέματα τα πρόχειρα και ήταν και το κοστούμι. Έφτιαχναν κι ένα κοστούμι τότε το γαμπριάτικο και το είχαν για τις Κυριακές ή για τις γιορτές που θα γινόντουσαν ξέρω 'γω. Για τη γιορτή του αντρός της ή για κάτι που θα έκανε ο γονιός στο σπίτι του. 

Μ.Κ.:

Και φυσικά δεν πληρώνανε… 

Κ.Κ.:

Δεν πληρώνανε... Όχι μόνο δεν πληρώνανε. «Θα τα πάρω καμάρι μου, Κώστα βερεσέ και όταν προοδεύσω…». Να... Δεν τον άφηνα εγώ να τελειώσει την κουβέντα του «Να πας στο καλό και στην ευχή της Παναγίας και άμα προοδεύσεις τα στέλνεις, δεν προοδεύσεις ας πάνε στο καλό για την ψυχή των προπάππων μου. Δεν πειράζει, καλά να είσαι καμάρι μου, στο καλό να πας». [00:15:00]Εκεί να δεις τι συγκίνηση έκανε ο άνθρωπος –και εγώ– και ο άνθρωπος.  Εν πάση περιπτώσει χρόνια καλά ρε παιδιά, χρόνια καλά και αγαπιόσασταν ο ένας με τον άλλον. Και μπορώ να σου πω ότι έδινα πράγματα που δεν τον ήξερα και καθόλου. Που δεν τον ήξερα και καθόλου. Να σου πω και το άλλο; Άμα θα σου πω ότι ερχόταν η εποχή και ερχόταν ή τα έστελνε ή έστελνε και τους τόκους που λέγαμε. Που μάθαμε, εμείς δεν τους ξέραμε τους τόκους. Στέλνανε και παραπάνω λεφτά, «Να πιείτε και κανένα κρασάκι εκεί απέναντι που μας κέρασες ρε Κώστα, που μας εκέρασες εσύ κτλ., να πας και να κεραστείτε». Στέλνανε και παραπάνω λεφτά οι περισσότεροι. Ε και καμία φορά πέθαινε και κανένας και πήγαινε στο καλό και στην ευχή της Παναγίας. Δόξα τω Θεώ. Πάντως μια είναι η υπόθεση: ότι ο καλός πάντοτε κάτι θα βρει και κάπου θα ανοίξει η πόρτα. Κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό. Να ‘σαστε καλά ρε παιδιά. 

Μ.Κ.:

Ποιο είναι το μυστικό που κρατήθηκε ζωντανό αυτό το μαγαζί;

Κ.Κ.:

Το μυστικό είναι ότι έδινες, έπαιρνες, έχανες, κέρδιζες αλλά εκέρδιζες, αλλά κι όταν έχανες δεν έλεγες τίποτα.

Μ.Κ.:

Ήθελα να ρωτήσω επίσης, κατά τη διάρκεια της κατοχής τι συνέβαινε με το μαγαζί, λειτουργούσε κανονικά;

Κ.Κ.:

Λειτουργούσε και ερχόταν σιγά-σιγά, ένας-ένας, γιατί έβλεπε ο ένας τον άλλον και ήθελε ή τα ίδια πράγματα κι άμα δεν είχες σου έλεγε, ξέρεις, «Εμένα δεν μου δίνεις, θα πάω στην αστυνομία». «Βρε καμάρι μου αφού τώρα δεν το πήρε; Δεν το είδες; Δεν το πήρε;». Εν πάση περιπτώσει να μην περάσουν τέτοια χρόνια, ας είναι καλά ο κόσμος. Πάντως ένα πράγμα... Κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό και κάποτε ο Θεός θα σε αμείψει. 

Μ.Κ.:

Η άδεια του καταστήματος από ποτε υπάρχει;

Κ.Κ.:

Υπάρχει… Μπακέ… Λέτε θυμάμαι ρε παιδιά; Για να πάω να δω... 1864... Είναι η τελευταία άδεια που βρήκα εγώ από τους προκάτοχούς μου. Ακόμη πιο παλιά ήταν αλλά τώρα πού να το βρεις, πού να ψάξεις και πού να βρεις, αφού όλα έχουνε φύγει αυτά κι έχουνε πάει στη ντάνα τους και από τα χρόνια έχουν σβηστεί. Μία άδεια βρήκα εγώ που επληρώνε... Που επληρώναμε στο ταμείο για την άδεια, τίποτα άλλο. Και πώς βρέθηκε κι αυτή! Που να πας να δεις εκεί απέξω του Μπακαλούμου που ερχόντουσαν άνθρωποι κι ανθρωπάκια. 

Μ.Κ.:

Ιστορική γειτονιά αυτή.

Κ.Κ.:

Ιστορική γειτονιά. Αν πάτε απ’ έξω στους τοίχους θα δείτε που αράζανε –όχι τα αυτοκίνητα– τα μουλάρια, υπάρχουν οι θηλιές στους τοίχους και φορτώνανε τα πράγματα και φεύγανε οι άνθρωποι που ψωνίζανε και πηγαίνανε στα χωριά τους με τα μουλάρια τους. Η ζωή παιδιά όχι καλή. Και ερχόντουσαν από το Πραστό, από τον Πραστό ερχόντουσαν να φτιάξουν τη στολή του φουστανελά. Η στολή του φουστανελά ήτανε... Την ξέρετε καλά κτλ. Δεν υπήρχε τότε και η στολή η άσπρη κτλ., και έπρεπε να δώσεις παραγγελία και μετά από ένα χρόνο να σου στείλουν το ύφασμα να ράψουν τις φουστανέλες. Υπήρχε και η φουστανέλα η άσπρη αλλά υπήρχε και μια φουστανελίτσα την οποία τη φορούσαν οι βοσκοί μονοκόμματη, μπλε με ή μαύρη ρίγα και άσπρη ριγούλα, πολύ ψιλή ριγούλα. Η φουστανελίτσα η πραστιώτικη. Υπάρχει και τραγούδι: Να δεις πραστιώτικη...

Μ.Κ.:

[00:20:00]Σπαθί, τσακώνικο τουφέκι. 

Κ.Κ.:

Τσακώνικο τουφέκι. Τέλος πάντων. Δεν τα θυμάμαι κι εγώ βρε παιδιά. Τώρα η ηλικία... Πάει. 

Μ.Κ.:

Πώς νιώθεις, καταρχάς υπάρχει συνεχιστής για το μαγαζί;

Κ.Κ.:

Τώρα η γυναίκα μου βέβαια είναι, δεν υπάρχει συνεχιστής διότι και εγώ... Δεν λέω τίποτα.. θα το πω κι αυτό...Έβλεπα κι εγώ ότι δεν πέρναγα… Ε... Περνάγαμε καλά αλλά εν πάση περιπτώσει. Και έλεγα παιδιά… Καθόμουν απ´ έξω στην πόρτα να περάσει το παιδί μου να του δώσω μια δραχμή να πάει να πιει το καφέ του, το ποτό του, το παστέλι του –που ήταν τα παστέλια κτλ.– και να πάει να παίξει και να πάει να μάθει γράμματα. Και δόξα τω Θεώ με φώτισε ο Θεός και τα παιδιά μου γραμματιστήκανε. Ο ένας... Άσε δεν μ ‘αρέσει να λέω… Έβγαλε το Πάντειο Πανεπιστήμιο έγινε αυτός που έγινε, η κόρη έβγαλε τη σχολή γεωπονικής και προόδευσε. Τώρα είναι καλά, δόξα τω Θεώ! Τώρα τα καμαρώνω. Εντάξει, να ´σαστε καλά ρε παιδιά κι εσείς να απολαύσετε ό,τι αγαπάτε στην οικογένειά σας. Να ‘στε καλά ρε παιδιά, να ‘στε καλά!

Μ.Κ.:

Νιώθεις πίκρα που θα κλείσει αυτό το ιστορικό μαγαζί; Ή ήρθε ο καιρός του; 

Κ.Κ.:

Ε, νιώθω και πίκρα αλλά να σας πω κι ένα άλλο πράγμα. Κάτι αισθάνομαι, κάτι νιώθω. Δεν μπορώ να το εκφράσω γιατί έχω φάει και ψωμί, έχουν ζήσει και άνθρωποι και έχω κάνει οικογένεια με αυτό κτλ. Δόξα τω Θεώ ας ευδοκιμήσει ο κόσμος, δεν λέω τίποτα άλλο, να ευδοκιμήσει όλος ο κόσμος και να ‘ναι καλά. Όλος ο κόσμος καμάρι μου!  

Μ.Κ.:

Έχει μεγάλη ιστορία το μαγαζί, συγκινείστε… 

Κ.Κ.:

Μεγάλη ιστορία καμάρι μου γιατί η ζωή μπορεί να είναι μεγάλη και ιστορική αλλά φαίνεται μετά στο τέλος μικρή. 

Μ.Κ.:

Ευχαριστώ παρά πολύ!

Κ.Κ.:

Να ‘σαι καλά και ο θεός να σου δίνει χίλια καλά καμάρι μου. 

Μ.Κ.:

Να ‘στε καλά! Ευχαριστώ πολύ. 

Κ.Κ.:

Να πας στο καλό και ο θεός να σου δίνει χίλια καλά κι ό,τι αγαπάς για την οικογένειά σου. Να πας στο καλό και καλή πρόοδο σε ό,τι αγαπάς!