Η ιστορία των Βερβένων μέσα από τα μάτια ενός ντόπιου
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
[00:00:00]
Με λένε Γιάννη Καρκούλη. Είμαι γεννημένος το 1928 και πάω στα 92, 91 και μισό.
Ζωή να 'χετε! Λοιπόν, πρέπει να πω και την ημερομηνία. Είναι Πέμπτη, 25 Ιουνίου του 2020, βρισκόμαστε στα Κάτω Βέρβενα με τον κύριο Γιάννη Καρκούλη και εγώ ονομάζομαι Μαριτίνα Βλαχάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε! Πείτε μου τώρα για εσάς.
Θα σας πω για τη ζωή μου. Εγώ εγεννήθηκα στα Βέρβενα και μέναμε στο Ξεροπήγαδο, διπλοκάτοικοι, από το Ξεροπήγαδο στα Βέρβενα, δεν υπήρχε τότε Κάτω Βέρβενα εδώ. Ήτανε τα όρια της Θυρέας μέχρι τους Μύλους, μέχρι το Κιβέρι εκεί. Όχι τους Μύλους, το Κιβέρι, ακριβώς στην εκκλησία του Αγιάννη ήταν τα όρια. Το 1929-30, δεν ξέρω, ένας Βερβενιώτης - Τσουραπάς - δήμαρχος, εκατάφερε και τα χώρισε τα όρια μέχρι το ποτάμι, από το Κιβέρι μέχρι το ποτάμι, αλλά το Ξεροπήγαδο έμεινε Ξεροπήγαδο. Ήταν τότε οι αγροφυλάκοι, εφύλαγαν και επειδή από εκεί και πέρα ήταν άλλος αγροφύλακας, έμεινε σαν Ξεροπήγαδο, όχι σαν Ξεροπήγαδο, κακώς, το Ξεροπήγαδο χώρισε η κοινότητα το 1952. Οι εκλογές των Βερβένων –επειδή δεν είχαν εδώ– γινόντουσαν στην Βαγγελίστρα στο Ξεροπήγαδο όταν γινόνταν εκλογές. Γιατί είμαστε μια κοινότητα με το Ξεροπήγαδο. Και τα όρια που επήγαν από το ποτάμι μέχρι την Αγια-Παρασκευή, εμείνανε Βέρβενα και το Ξεροπήγαδο, Βέρβενα. Το 1952, το Ξεροπήγαδο έκανε δική του κοινότητα και εμείς από 'δω που το λέμε στο Παλιόχανο, μέχρι το Λυκοτρύπι έμεινε, εδώ το λέγανε Τιμένιο. Επειδή όμως απεδείχθη αργότερα ότι ο Τίμενος δεν εσκοτώθηκε εδώ –ένας στρατηγός Τίμενος λέγανε– εσκοτώθηκε στη Νέα Κίο, που το λένε, τώρα τελευταία το κάναμε Κάτω Βέρβενα τούτο δω. Τούτο, το μικρό χωριό, το κάναμε Κάτω Βέρβενα.
Πείτε μας για τον στρατηγό, γιατί εμείς δεν ξέρουμε ποιος ήταν αυτός.
Εγίνηκε μία μάχη –ούτε κι εγώ ξέρω ιστορία πολλά πράγματα, τι να ξέρω, αφού είμαι αγράμματος– εγίνηκε με τους Αργείους, Σπαρτιάτες με Αργείους και λένε ότι εσκοτώθηκε ένας στρατηγός Σπαρτιάτης, εδώ ο Τίμενος, ενώ δεν εσκοτώθηκε, απεδείχθη ότι δεν εσκοτώθηκε εδώ, σκοτώθηκε στη Νέα Κίο. Και γι’ αυτό το είχε ένας δάσκαλος, από Τσερένι το έλεγε πρώτα, Τσερένι, γιατί ήταν τσερενιώτοπος εδώ, πλάκες τα χωράφια, το 'κανε Τιμένιο. Και τώρα τελευταία επειδή και το ορεινό χωριό άρχισε και χάνει, αποφασίσαμε –κι εγώ ήμουνα και πρωτεργάτης που το έκανα Κάτω Βέρβενα, δηλαδή, έμασα υπογραφές, άλλοι ήθελαν, άλλοι δεν ήθελαν, τέλος πάντων, επήρα τους περισσότερους– και το εκάναμε Κάτω Βέρβενα, για να τιμάμε και το χωριό που καταγόμαστε. Είπαμε νωρίτερα ότι επειδή οι Βερβενιώτες ερχόντουσαν εδώ να ξεχειμάσουνε σε νοικιαραίους, επειδή είχανε κτηνοτροφία περισσότερο και ερχόντουσαν σε νοικιάρικα, άρχισαν σιγά-σιγά να τα αγοράζουνε. Τούτο 'δω ήτανε ταπί τούρκικο λέει, ήτανε στα Γαλανέικα εκεί πάνω, ήταν του Μπάρμπαρη που λένε, πάλι κάποιος μεγαλοκτηματίας ήτανε εκείνος, άλλη μία περιοχή. Από εκεί στο Ξηροπήγαδο άλλη. Και σιγά-σιγά αγόραζαν στενοτόπια. Και έτσι εμείνανε εδώ, το χειμώνα εδώ, το καλοκαίρι στα Βέρβενα. Σιγά σιγά τώρα αρχίσαμε... χάνει το χωριό απάνω και περισσότερο να σας πω, πρώτα κάναμε 5 μήνες εδώ, 6 στα Βέρβενα, 7, τώρα κάνουμε 5 στα Βέρβενα, ούτε και 5, 3. Σήμερα και τούτη την εποχή δηλαδή πηγαίναν από το Μάρτη επάνω. Και τώρα έχει χάσει το χωριό το ορεινό, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές, δεν υπάρχουν οικογένειες μεγάλες. Τότε είχανε κτηνοτροφία, σπέρναμε, τότε είχε πρόβλημα το ψωμί και ο κόσμος για ψωμάκι δούλευε. Δεν περίσσευε και τίποτα δηλαδή, για ψωμάκι δουλεύαμε τότε, νεαροί ανθρώποι, δεν είχαμε πού να πάμε, δεν είχαμε για δουλειά, μόνο την κτηνοτροφία. Ε, μετά άρχισε η Αμερική, από το 1880 θα πήγε ο πρώτος Αμερικάνος στην Αμερική, εφύγανε μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1912, δεν υπήρχε κορίτσι εδώ να παντρευτεί με Βερβενιώτη, είχανε φύγει όλοι στην Αμερική. Και ο πρώτος που πρωτοπήγε ήταν ένας Τσουραπάς. Και μετά επήγανε 5 αδέλφια Τσουραπαίοι, οι οποίοι εκάνανε προκοπή εκεί πέρα και κάνανε την ΕΒΓΑ, το παγωτό την ΕΒΓΑ. Και από ‘κει, ήρθανε μείνανε οι 2 'κει και οι 3 ήρθανε εδώ και κάνανε –εδώ στην Αθήνα– την ΕΒΓΑ, η οποία πουλήθηκε τώρα, έχει πουληθεί 20 χρόνια. Πρόπερσι, δεν ξέρω, τη διαφημίζανε και –όχι τη διαφημίζανε– τα 100 της χρόνια δεν ξέρω τι γιόρταζαν κείνοι που την είχανε αγοράσει. Λοιπόν, και έτσι τα παιδιά που πήγαιναν στην Αμερική, έστελναν λεφτά και αγόραζαν στενοτόπια και αγόραζαν και φτιάχνανε σπίτια και φτιάξανε και κατ' αυτόν τον τρόπο εδραιώθηκαν ας πούμε και στον Γιαλό, το λέγαμε Γιαλό, κείνο το λέγαμε χωριό, και τούτο επειδή ήμαστουν κοντά στη θάλασσα τούτα τα χωριά τα λέγαμε Γιαλό. Αλλά από το Κιβέρι και μέχρι το Σκυλοχώρι, μέχρι τα Κούτρουφα δηλαδή, όλοι αυτοί είναι Βερβενιώτες. Το Άστρος μπορεί να έχει το 30% Βερβενιώτες. Ε η Μελιγού, πιο πέρα το Σκυλοχώρι και κείνα ‘κει πάλι έχουνε στενοτόπια και αυτά και γενικά το Ξεροπήγαδο έχει χωρίσει κοινότητα δική του. Τα χρόνια της κατοχής, επεράσαμε δύσκολα χρόνια, αλλά εμείς, το χωριό το δικό μας, επειδή είχε το λάδι, το καλοκαίρι είχε ψωμάκι, δούλευε και η κτηνοτροφία, δεν δυσκολεύτηκε τόσο όσο οι πολιτείες, πάθανε ζημιά μεγάλη, ας πούμε. Εμείς, το λαδάκι... επεράσαμε φτωχά, αλλά επεράσαμε καλά την ημέρα μας. Το χωριό μας στην Κατοχή, μετά την Κατοχή, γιατί το '49 είχαμε τον εμφύλιο, από το '44 που φύγανε οι Γερμανοί και μετά, άρχισαν να γίνονται κόμματα. Άλλοι θέλαν το βασιλιά –γιατί ο βασιλιάς είχε φύγει, είχε πάει στο Κάιρο– άλλοι δεν ήθελαν το βασιλιά, γιατί χωνεύτηκαν τα χωριά, όχι τα χωριά γενικά, το ελληνικό κράτος δηλαδή, αλλά θέλω να πω για το δικό μας το χωριό. Το δικό μας το χωριό δεν έπαθε ζημιές, όπως έπαθαν άλλοι, το φύλαξαν και τη μία μεριά και την άλλη. Σκοτώθηκαν 2-3 παιδιά, 2 στο αντάρτικο, τα οποία τα είχανε βιαίως στρατολογήσει και τα πήραν και σκοτώθηκαν. Και άλλους 2 σκότωσαν οι Γερμανοί που είχανε 'ρθει στο χωριό, ήρθανε νύχτα, απαγορευόταν η κυκλοφορία και σκοτώθηκαν. Βγήκαν να πάνε για δουλειά –δύο κορίτσια– και πήγαν να πάνε για δουλειά και τα σκοτώσανε. Δεν πάθαμε τόσες καταστροφές στον εμφύλιο, όσες πάθανε άλλοι. Όσοι κάτσανε ουδέτεροι – γιατί το δικό μας χωριό είχε καθίσει ουδέτερο– έπαθε λιγότερες ζημιές από αλλού. Από εκεί και μετά, τώρα δεν είπα βαθύτερα για την ιστορία του χωριού, ότι το χωριό μας –έπρεπε να το πω νωρίτερα– το '21 είχε στρατόπεδο. Με 2000… οργανωμένο στρατόπεδο με 2000. Υπήρχε ένας στρατηγός, Ζαφειρόπουλος, από 'δω το Άστρος, υπήρχε από τον Άγιο Πέτρο ένας Κοντάκης, αρχηγοί μεγάλοι, υπήρχε ο Βρεσθένης, δεσπότης ο Βρεσθένης στο στρατόπεδο, υπήρχε ένας Γιατράκος. Η μάχη των Βερβένων που έγινε δηλαδή, έγινε για το στρατόπεδο. Για να διαλύσουν το στρατόπεδο και το στρατόπεδο αυτό το είχαν κάνει γιατί από την Τριπολιτσά πέρναγαν οι Τούρκοι, είχανε με τη Λακωνία πάρε-δώσε και το κάναν το στρατόπεδο αυτό, για να τους κόβει τη διάβαση που πηγαίναν για τη Λακωνία, γιατί ήταν κοντά το στρατόπεδο. Και αφού έγινε η άλωση της Τριπολιτσάς και ξέρω 'γω, το στρατόπεδο καταργήθηκε στα Βέρβενα. Στον Ιμπραήμ όμως, όταν ήρθε ο Ιμπραήμ, ξανά, ανασυγκροτήθηκε το στρατόπεδο, έγινε πάλι στρατόπεδο, το οποίο το διέλυσε ο Ιμπραήμ το στρατόπεδο αυτό, ήταν και ο Κολοκοτρώνης την ημέρα που ήρθε ο Ιμπραήμ στα Βέρβενα και ο Υψηλάντης. Ναι, ξέχασα να πω νωρίτερα, ότι εκάναμε και την υποδοχή του Υψηλάντη στο χωριό –το '22 μού φαίνεται θα ήρθε ο Υψηλάντης– την υποδοχή του Υψηλάντη εκεί και το χωριό τότε… αυτά είναι η ιστορία, τα ξέρουν οι ιστορικοί δηλαδή, εγώ επειδή κάνουμε κάτι αναπαραστάσεις στα Βέρβενα και από εκεί...
Θα μας πείτε και για την αναπαράσταση που κάνετε.
Λοιπόν. Και όταν ήρθε ο Ιμπραήμ, το στρατόπεδο [00:10:00]διαλύθηκε, ο Κολοκοτρώνης καβάλαγε το άλογό του με τον Υψηλάντη και φύγανε από τα βουνά και πήγανε στον Αγιοπέτρο και το ξανασύστησαν το στρατόπεδο. Ο Κοντάκης έμεινε μέσα στο χωριό, σε ένα... πολεμικό σπίτι εκεί, φρούριο του Δαρβέρη –δε λεγότανε Δαρβέρης λεγότανε... Δαρβέρη ήταν παρατσούκλι– τέλος πάντων και επειδή εκείνο είχε θόλους, επήγανε βάλανε φωτιά μέσα, σκοτώσανε ορισμένους Τούρκους από τις πολεμίστρες, αυτοί βάλαν φωτιά νομίζοντας ότι τους εκάψανε και γλιτώσανε. Και οι υπόλοιποι πήραν τα βουνά. Διαλύθηκε το στρατόπεδο, πήραν τα βουνά. Και έκτοτε, δεν ξαναγίκηνε στρατόπεδο, έμεινε μέχρι εκεί. Τώρα για την αναπαράσταση του '21 –δεν τα πάμε και όλα με τη σειρά, πρέπει από την αρχή να τα πάρουμε– η αναπαράσταση έκανε ένας δάσκαλος Γούνης που ήτανε, στο σχολείο μία γιορτή τυπικά, στα παιδιά, ότι πώς εγίνηκε η μάχη των Βερβένων. Γιατί ο Κεχαγιάμπεης, ένας Τούρκος στρατηγός, ήρθε για να σβήσει την επανάσταση που είχε αρχίσει η επανάσταση. Και εξεκίνησε από την Τρίπολη με ιππικό και ήρθε στις Ρίζες και βγήκε στου Λούβρου, απάνου στο βουνό, για να διαλύσει το στρατόπεδο. Ο ίδιος, επήγε στα Δολιανά, στο κέντρο, κι άλλο ένα κομμάτι από ΄κει πήγε στο Δραγούνι, που ήτανε φυλάκιο του στρατοπέδου, γύρω φυλάκιο. Στα Δολιανά που επήγε όμως, εβρήκε αντίσταση. Υπήρχε ο Νικηταράς εκεί, ο οποίος Νικηταράς περνώντας, επέρναγε από εκεί για να πάει στο Ναύπλιο, στους Μύλους μάλλον ήταν η αποστολή του να πάει. Λοιπόν αφού βρήκε αντίσταση ο Κεχαγιάμπεης, γιατί πήγε να διαλύσει... φύλαγαν το στρατόπεδο, να διαλύσει το στρατόπεδο για να ΄ρθει να διελύσει τη φρουρά εκείνη τη λίγη που ήταν εκεί και να 'ρθει να διαλύσει το στρατόπεδο. Στα Βέρβενα που πήγε όμως, υπήρχανε Μανιάτες, υπήρχανε στρατηγοί εκεί, γίνηκε πόλεμος, βγήκανε νύχτα αυτοί απάνου που φώταγε, μέχρι το απόγευμα. Ο Ζαφειρόπουλος ήτανε στην απάνου μεριά του χωριού, από εκεί ήταν ο Γιατράκος, ένας Μανιάτης ας πούμε, και την κρατήσαν μέχρι που νύχτωνε τη μάχη εκείνη 'κει. Την ανατρέψανε και την εκάνανε προς τα Δολιανά και στα Δολιανά που έφτασαν έκανε την έξοδο ο Υψηλάντης... ο Νικηταράς που τον είχανε –μπορεί και να τον είχανε φρουρήσει και να τον σκοτώνανε κιόλας– έκανε την έξοδο και τον λέγαν Τουρκοφάγο, τους πετσόκοψε κείνους. Και αυτή τη μάχη, την δίδασκε ο δάσκαλος στο χωριό, χωρίς να έχει γίνει αναπαράσταση.
Πότε αυτό;
Αυτό ήτανε το... ο δάσκαλος αυτός πρέπει να ήταν το '10, το 1910, θα ήτανε ο δάσκαλος αυτός ο Γούνης. Από εκεί και μετά τώρα τελευταία την εκάναμε την αναπαράσταση από το '54. Την πρώτη αναπαράσταση, το '55 την άλλη το '56 την άλλη, μετά γίνηκε 10 χρόνια το '60, η άλλη γίνηκε το '80, τώρα έχουμε 30-40 χρόνια να την κάνουμε. Λέμε ότι του χρόνου επειδή είναι και η μέρα της γιορτής των 200 χρόνων ας πούμε από την επανάσταση, θα την ξανακάνουνε, δεν ξέρω αν θα την ξανακάνουνε. Τι ήθελα να πω τώρα για την επανάσταση... Τέλος πάντων. Για τη γιορτή που κάνουμε στα Βέρβενα, η οποία γιορτή οι Δολιανίτες –εκρίθηκε βέβαια η μάχη στα Δολιανά– καταφέραν και την έχουνε κάνει εθνική γιορτή και στα Βέρβενα δεν αποφάσισαν τόσοι μορφωμένοι ανθρώποι να την κάνουν. Τώρα πολεμάει ο πρόεδρος που είναι εδώ να την κάνει, να γίνει εθνική γιορτή κι εκείνη, όπως έχει γίνει και στο Βαλτέτσι. Όπως έχει γίνει και στα Δολιανά να γίνει και στα Βέρβενα, γιατί τα Βέρβενα ήτανε στρατόπεδο.
Ήθελα να ρωτήσω και γιατί μέχρι στιγμής πιστεύετε δεν έχει γίνει εθνική γιορτή;
Νομίζω ότι δεν το φρόντισαν οι ευθύνοντες από 'δω, έναν πρόεδρο που είχαμε έναν Κασκαμπά, έλεγε και την Τρίσω, ήτανε στο υπουργείο μία Τσιμπανίτσα: «Θα πω της Τρίσως, θα κάνω», δεν ενδιαφέρθηκε. Ενώ οι Δολιανίτες που δεν είχανε στρατόπεδο και η μάχη αυτή, αυτό είχε σκοπό, για το στρατόπεδο, πήγαιναν να διαλύσουν το στρατόπεδο. Εκρίθη βέβαια η μάχη εκεί, γιατί μετά από τα Βέρβενα που πήγαν, βγήκε ο Νικηταράς και αυτό το... ο στρατηγός ο Ζαφειρόπουλος εβράβευσε έναν Βερβενιώτη, Κατουριάρης λεγόταν –μετά το κάνανε Μανωλόπουλος αυτός– τον εβράβευσε, γιατί έπιασε το κανόνι του Κεχαγιάμπεη, ο πρώτος που έπιασε το κανόνι του Κεχαγιάμπεη, σκάβανε και το πήγε το κανόνι ο Κεχαγιάμπεης, για να πάει στο σπίτι που είχε οχυρωθεί ο Νικηταράς να γκρεμίσει το σπίτι, αλλά δεν πρόλαβε γιατί τους ανάτρεψαν από τα Βέρβενα, τους εφτάσανε μέχρι εκεί και έκανε την έξοδο ο Νικηταράς.
Θέλω κιόλας να μου πείτε, αυτά που λέγαμε πριν ανοίξουμε το ηχητικό, για την ιστορία όλων των ανθρώπων των Βερβενιωτών, που είχαν απλωθεί στην περιοχή, γιατί αυτά δεν τα γράψαμε.
Ναι. Οι Βερβενιώτες είναι...
Πριν το '21 λέγατε πριν ότι ήτανε.
Ναι, πριν της επανάστασης του ΄21, ερχόντουσαν εδώ, νοικιαραίοι στα στενοτόπια. Συνήθως στο Κιβέρι, στο πίσω ποτάμι, στους Μύλους, εδώ μέχρι τα Γαλανέικα, μέχρι το Καρακοβούνι, τα Κούτρουφα, όχι το Καρακοβούνι. Και εκεί όπου είχε καλό αφεντικό και έμενε ξέρω ΄γω, το πούλαγε το αφεντικό και σιγά σιγά σμίγανε δυο-τρεις, αδέλφια, ξαδέλφια, μπατζανάκια ξέρω 'γω, παίρναν ένα στενοτόπι. Και έτσι εκατοχυρώθηκαν και είναι χωριό διασποράς το χειμώνα. Κατ' αυτό τον τρόπο. Και το καλοκαίρι επειδή εδώ είχαν στενοτόπια και ήτανε δασεμένα και κρατήσανε περισσότερο γίδια και όχι πρόβατα, είχαν και πρόβατα, αλλά γίδια περισσότερο, το καλοκαίρι αναγκαζόντουσαν να πάνε σε κλαρότοπους, γιατί τα Βέρβενα ήτανε γυμνό χωριό, το είχε κάψει ο Ιμπραήμ, ήταν και γυμνό χωριό και πήγαιναν προς την Αράχωβα, προς το Μαλεβό, προς το Αλεποχώρι από ΄κει που είχανε δάση ορισμένοι και άλλοι εμέναν στο βουνό, στη Ζάβιτσα εδώ. Βερβενιώτες βέβαια, πήγαιναν στα Βέρβενα, σπέρνανε, θερίζανε, αλλά ερχόντουσαν πίσω και μέναν στο βουνό, όσοι μπορούσαν και κάθισαν. Και γι' αυτό είναι χωριό διασποράς. Το Κιβέρι, είπαμε ότι και μέχρι σήμερα ακόμα οι Κιβεριώτες πιστεύουν –παρόλο που έχουνε φύγει πολλά χρόνια από το χωριό– πιστεύουν ότι είναι Βερβενιώτες, και νέοι ανθρώποι ακόμα το πιστεύουν ότι είναι Βερβενιώτες, επειδή είχανε γόνιμους τόπους και νερό και κάνανε περιβολικά, κρεμμύδια, καλαμπόκια, πεπόνια, τέτοια πράγματα, αρχίσαν σιγά-σιγά και φεύγαν από το χωριό. Μέχρι το ΄40, λίγοι μείνανε. Από το '30 αρχίσανε και φεύγανε και μέχρι το ΄40 μείνανε λίγοι. Στο Κιβέρι, στο Καλαμάκι, στο πίσω ποτάμι που λέμε, προς τα πάνω προς τον αχλαδόκαμπο, εκεί είναι όλοι Βερβενιώτες. Τώρα έχουνε βέβαια, γιατί παντρεύτηκαν, πήρανε γυναίκες, φύγανε ξέρω ΄γω, αλλά είναι όλοι Βερβενιώτες. Και από 'δω Βερβενιώτες, όλοι.
Κι αυτό που λέγατε ότι είναι διπλοκάτοικοι, πείτε μας τι σημαίνει αυτό.
Διπλοκάτοικοι, είναι ότι είχαμε μια κατοικία στα Βέρβενα και άλλη κατοικία εδώ. Ερχόμασταν το φθινόπωρο, φεύγαμε από τα Βέρβενα εδώ, ξεχειμάζαμε, μαζεύαμε τις ελιές μας –τι κάναμε– και όπως ερχότανε το Μάρτιο, όσοι είχανε πρόβατα φεύγανε νωρίτερα, όσοι δεν είχανε πρόβατα μπορεί να φεύγανε λίγο αργότερα. Επηγαίναν στο χωριό, σπέρνανε το φθινόπωρο, πήγαιναν μετά, θερίζανε, σπέρναμε καλαμπόκια, σπέρναμε σιτάρια, φακές, τέτοια πράγματα. Αυτό ήταν το επάγγελμά μας δηλαδή τότε. Και όσοι είχαν κτηνοτροφία, ευημερούσαν περισσότερο από την κτηνοτροφία. Όσοι δεν είχανε κτηνοτροφία... Είχε, το χωριό είχε κίνηση. Ήταν σε μια απογραφή που είχε γίνει, ήτανε 1000 κάτοικοι και 700 μουλάρια, γιατί τότε γινόταν επίταξη στα μουλάρια και τα δηλώναμε.
Δηλαδή;
Επειδή τα παίρνανε στον πόλεμο τα μουλάρια, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα τα δηλώναμε. Είχε γίνει και τα Πηγαδάκια τότε, δήμος μαζί, 700 μουλάρια μέσα στο χωριό, μαζί και με τα Πηγαδάκια. Τα Πηγαδάκια και τα Κούτρουφα ήταν μια γειτονιά και τα Κούτρουφα μικρή, γιατί ήτανε δήμος μια εποχή. Ε, στο χωριό, κατά καιρούς εγινόντουσαν κοινοτικές εκλογές, περισσότερες φορές τα παλιά χρόνια, ήταν ένας Παπαϊωάννου, Δαρβέρη τον ελέγαμε, επειδή το Δαρβέρη παρατσούκλι. Μετά εβγήκε ένας Τσουραπάς, αυτοί που είχανε την ΕΒΓΑ, από τα 5 αδέλφια, αυτός χώρισε και τα όρια από το Κιβέρι μέχρι το ποτάμι και μετά δεν συμφωνούσαν με τους Αγιαννίτες, γιατί είχανε κτήματα εδώ, τους Αστρινούς –Αγιαννίτες τους λέω, Αγιαννίτες από τον Αγιάννη ερχόντανε– και τα φέρανε εδώ που είναι το Λυκοτρύπι, τώρα εδώ που είναι το βενζιν[00:20:00]άδικο, τα φέρανε εκεί τα όρια. Τότε οι δημάρχοι, οι προέδροι, εβάνανε αγροφυλάκους εδιορούσανε –την τετραετία ας πούμε που ήταν οι εκλογές– εδιορούσανε αγροφυλάκους. Εδιορούσανε μαναρτζήδες. «Μαναρτζήδες» λεγότανε, μαζεύανε του χωριού όσοι δεν είχανε κτηνοτροφία μεγάλη και είχανε 2-3 ξέρω ΄γω, τα συγκεντρώνανε στο χωριό έναν και τον λέγαν μαναρτζή. 200-300 μέσα από το χωριό και τα έβοσκε την ημέρα και το βράδυ τα έφερνε στο χωριό και κείνα ήξεραν και πήγαινε το καθένα στο σπίτι τους, γιατί τα περίμενε ο καθένας, το πρωί τα πήγαιναν, το βράδυ στις αρχές πήγαιναν και τα έπαιρναν, μετά έμαθε το καθένα και πήγαινε στα σπίτια τους. Και εκράτησε αυτό μέχρι, μπορώ να σας πω και μέχρι το '60, εκράτησε αυτή η δουλειά ο μαναρτζής, που λέμε ο μαναρτζής. Και εδιορούσαν το μαναρτζή ο πρόεδρος. Εδιορούσε τους αγροφυλάκους, εδιορούσε τα δεμάτια που λέγαμε που θέριζαν και τα βάναν δεμάτια, έβανε θεμωνοφύλακα, θημωνιές τις λέγαμε και έβανε θεμωνοφύλακα, 1-2 θεμωνοφυλάκους, για καμιά φωτιά, για καμιά κλεψιά, γι' αυτά. Τα έκανε και περιμέναν ορισμένοι που ψήφιζαν εκεί να πάρουν καμιά θέση. Ποτιστή να ποτίζει στο χωριό τους κήπους κι ένας Τσουραπάς είπε στον Παπαϊωάννου εκεί το Δαρβέρη που λέγαμε –εκείνος ήτανε, ο Τσουραπάς ήταν νέος, ξεκίναγε– και του λέει, αφού ήτανε με δυο κόμματα του λέει «Σώπα ρε Γιάννη», του λέει του Τσουραπόγιαννη, «θα σε βάλω κι εσένα θεμωνοφύλακα». Θεμωνοφύλακα δηλαδή το ξεφτιλισμένο επάγγελμα! Και του λέει –ήτανε νέος– «Και τα δεμάτια θα τα φυλάξω και εσένα θα σε βάλω στη θέση σου» και του την πήρε την εκλογή! Του την επήρε, αλλά του είπε λέει: «Και τα δεμάτια θα τα φυλάξω και εσένα θα σε βάλω στη θέση σου!». Γιατί εκείνος είχε χρόνια αρκετά που ήτανε δήμαρχος. Και το λέμε σαν παροιμία ας πούμε, που του είπε: «Και τα δεμάτια θα τα φυλάξω και σένα θα σε βάλω στη θέση σου» του είπε. Και πραγματικά του την επήρε την εκλογή! Τώρα τι άλλο θέλετε να με ρωτήσετε;
Πώς τη θυμάστε μικρός τη ζωή στο χωριό το ορεινό;
Τι να ‘κανα λες;
Μικρός πώς τη θυμάστε τη ζωή στο ορεινό χωριό;
Μικρός, τη θυμάμαι, περισσότερο εμείς είχαμε και πρόβατα, ασχολιόμασταν με κείνα 'κει, αλλά το σχολείο μας στο χωριό μπορεί να είχε 150 παιδιά. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία. Από το απάνω σχολειό στα Βέρβενα, επηγαίνανε δασκάλοι και παιδιά στην Παναγία ή στον Πρόδρομο όταν είχε εκκλησία στα Βέρβενα. 150 παιδιά. Και αν δεν πήγαινες εκκλησία, είχες απουσία. Απαραιτήτως έπρεπε να πάμε. Έπρεπε να το δικαιολογήσεις ότι ήμουνα άρρωστος ή ξέρω ΄γω μου συνέβη κάτι. Από εκεί και μετά... παιχνίδια, δουλειές. Δουλειές χωρίς να αποδίδουνε, δουλειές να πάμε να φτιάξουμε πεζούλες και να σπείρουμε σιτάρι. Να κόψουμε αγκάθια που γινόντουσαν στα κτήματα για να σπείρουμε το φθινόπωρο, το καλοκαίρι να τα κόψουμε. Οι δουλειές αυτές δεν απέδιδαν, το «δος ημίν σήμερον» δηλαδή. Δεν είχαμε... όσοι εφύγαν για την Αμερική, εφύγανε, όσοι ερχόντουσαν μετά από 5, από 10 χρόνια, άλλοι δεν ήρθαν καθόλου από την Αμερική, αυτοί ευημερούσανε. Αγόραζαν κτήματα ‘δω κάτω περισσότερο –και στα Βέρβενα είχαν αγοράσει– ήταν τους λέγαμε Μπρούκληδες αυτούς, επειδή είχανε λεφτά. Ευημερούσαν καλύτερα, οι άλλοι μεροκάματο, μεροκάματο και πού ‘ντο και κείνο, δεν υπήρχε και το μεροκάματο. Στο θέρο 5 μεροκάματα, στην Τεγέα πηγαίναμε για κεράσια, για βύσσινα, για ξέρω ‘γω μεροκάματα στην ηλικία τη δική μου, ας πούμε, που ήμουνα τότε 15-20 χρονών ξέρω ΄γω, επηγαίναμε εκεί για κάνα ημεροκαματάκι. Και τον χειμώνα εδώ υπήρχανε διαφορετικά ημεροκάματα, υπήρχανε ελιές –τη μια χρονιά, γιατί δεν έκαναν και τις δυο χρονιές– τέλος πάντων, υπήρχε μια απασχόληση καλύτερη από το καλοκαίρι δηλαδή εδώ που ήμασταν. Και τη βγάλαμε. Δούλευαν τα ελαιουργικά εργοστάσια το χειμώνα, εδούλευαν με τα μουλάρια, οργώναμε κτήματα σε κείνους που δεν είχανε μουλάρια, ζευγάρι το λέγαμε, δυο μουλάρια, ας πούμε, τα λέγαμε ζευγάρι. Όσοι είχανε καλά μουλάρια για ζευγάρι, βάνανε 50-100 μεροκάματα ξέρω 'γω, 10 οκάδες λάδι την ημέρα. Συνήθως εδουλεύαμε τότε και με το λάδι περισσότερο, γιατί εκείνο ήταν που είχαμε. Κι άσε στα χρόνια της Κατοχής, επειδή δεν κυκλοφορούσαν και λεφτά, γιατί σήμερα ένα εκατοστάρικο μετά από 5 μέρες ήτανε 5 δραχμές, στα χρόνια της Κατοχής. Και το προτιμούσανε σε είδος. Εγινόνταν οι ανταλλαγές, ας πούμε, τα μεροκάματα και οι δουλειές σε είδος. Έτσι την εβγάλαμε. Το χωριό μας όμως είχε –δεν ξέρω, επειδή είχε τον χειμώνα το λαδάκι από τα ορεινά χωριά πάνω, ήτανε καλύτερο, ευημερούσε. Είχε μαγαζιά στο χωριό πολλά. Σφάζανε κάθε Κυριακή 10 αιγοπρόβατα. Εγινόνταν οι γάμοι, είχανε μία προβατίνα, ένα αρνί, ξέρω 'γω, το κάνανε στα δύο. Έσφαζα ένα εγώ, το πήγαινα στο γάμο, στον άλλο γάμο έσφαζες εσύ άλλο ένα, μου το ‘δινες εμένα, δεν το πλήρωνα με λεφτά και πηγαίναν και γίνονταν γλέντια. Και οι γάμοι στα Βέρβενα από του Αγιο-Λιος, μέχρι της Παναγίας γίνονταν τα συνεγκέσια που τα λέγαμε, συγκέσια. Λοιπόν, το Σεπτέμβρη μήνα στα Βέρβενα δε γίνονταν γάμοι. Τον ελέγαν τρυγητή το μήνα, ‘κείνο, τον εφύλαγαν. Τον Οκτώβρη, κάθε Κυριακή 2-3 γάμοι. Κάθε Κυριακή 3 και 4, 3 γάμους έκανα εγώ που παντρεύτηκα, παντρευτήκαμε 3, τη μια Κυριακή. Γιατί τον Σεπτέμβρη δεν εκάναμε γάμους. Και επειδή εφεύγαμε από Νοέμβρη και ξέρω ΄γω τι, για να μην το κάνουμε, να γίνει ο γάμος στα Βέρβενα που ήταν το πανηγύρι Παναγία, γινότανε οι γάμοι εκεί και στην πλατεία που γινόνταν τα γλέντια και τα αυτά, γιατί μετά το γάμο, στην Παναγία το φέρναμε μια βόλτα εκεί τα όργανα. Και μετά πηγαίνανε στην πλατεία. Ε, άμα ήταν όπως ήτανε πολλοί, οι άλλοι πηγαίνανε στην πλατεία, άλλοι πήγαιναν στα σπίτια... εγινόταν πάντως. Στις γιορτές, όταν είχανε γιορτές και γιορτάζανε, ο Γιάννης, του Αϊ-Γιαννιού γίνεται εδώ, ο Πάνος, ξέρω ΄γω, ο Κώστας, του Αγιο-Κωνσταντίνου στο χωριό γινόντουσαν γλέντια στα σπίτια και τι γλέντια; Με ένα μεζέ στο πιρούνι και την κούπα το κρασί. Γίνονταν τραγούδια με το στόμα περισσότερο, οι μισοί μπροστά, οι μισοί από πίσω. Ήταν ζωή δηλαδή, επερνάγαμε τη φτώχεια δεν την εκαταλαβαίναμε, γιατί ήμασταν όλοι ίδιοι. Λίγοι ήταν αυτοί που –κάνας Αμερικάνος και κείνοι που μπορεί– ήμασταν όλοι ίδιοι! Περνάγαμε καλά. Το γλεντάγαμε πώς να το πω. Φέρναμε καλαμπόκια, τα φέρναμε και τα τρίβαμε τότε, μαζευόμαστουν 10 σε τούτο το σπίτι, 10 στο άλλο, τρίβαμε τα καλαμπόκια με το χέρι. Τραγουδάγαμε, βράζαμε μια κατσαρόλα καλαμπόκι εκεί, του ρίχναμε αλάτι απάνω και τρώγαμε και το γλεντάγαμε. Μαλλιά που φτιάνανε, προικιά... «Ξέλαση» το λέγαμε, βοηθάγαμε δηλαδή, βοηθάγαμε ο ένας τον άλλο, μαζευόντουσαν οι γυναίκες, φτιάναν. Οι γυναίκες είχανε τον αργαλειό, περνάγανε οι γυναίκες ξενύχταγαν, περνάγανε... αλλά το γλένταγαν. Δύσκολη ζωή οι γυναίκες, γιατί την ημέρα στη δουλειά και τη νύχτα στον αργαλειό, να φτιάξουν τα προικιά κι όπου υπήρχαν και πολλά κορίτσια, ακόμα περισσότερο και ξεσυνέργεια ποιος έχει το περισσότερο γιούκο τον ελέγαμε, τα βάναμε απάνω στο μπαούλο και το φτιάναμε. Και έχει ένα γιούκο εκείνη λέγαμε... Είχαμε τη ντράβα. Έφτανε ο γιούκος, τι να σας πω...
Τα συνοικέσια πώς γίνονταν;
Τα συνοικέσια, σπάνια... Μπορεί να αγαπιόντουσαν τα παιδιά κρυφά, αλλά έπρεπε να πάει ο γονείς, συνήθως ο γαμπρός να τη ζητήσει. Σπάνια να πάει η νύφη να ζητήσει. Ο γαμπρός να ζητήσει, ας πούμε, και αν δεν του την έδιναν και είχαν προβεί σε αυτό, εγινόνταν και καμιά κλεψιά, την έκλεβαν την κοπέλα.
Θυμάστε καμιά ιστορία;
Πώς, θυμάμαι, θυμάμαι και μάλιστα ένας εδώ πέθανε, ένας Λιλής την έκλεψε την κόρη του και πέθανε και δεν της μίλησε της κόρης. Ενώ έκανε εγγόνια και έκανε αυτά και τα παιδιά τα αδέρφια, εκείνος δεν της εξαναμίλησε της κόρης! Μέχρι που πέθανε, πέθανε και δεν της μίλησε. Τέτοιο πείσμα δηλαδή. Γιατί τον επρόσβαλε, έκανε κακό δηλαδή που αγάπησε ένα παιδί. Ήταν νοοτροπίες, υπήρχανε και νοοτροπίες. Έτσι γινόνταν τα συγκέσια, εκάναμε αρραβώνες μετά, γλέντι στον αρραβώνα, εκάναμε γάμοι, τότε γινόντουσταν ξεχωριστά, δεν γινόντουσταν όπως τώρα όλοι μαζί. Εγινόντουσταν, τη νύφη την έπαιρνε ο γαμπρός τη νύφη και το σόι του γαμπρού ήτανε χώρια και το σόι της νύφης ήτανε χώρια. Εγλένταγε το σόι της νύφης χωρίς τη νύφη! Η νύφη ήτανε στον γαμπρό. Εξενύχταγαν, μετά... να το αρχίσω από την αρχή. Εκάναμε τα προζύμια, την Πέμπτη λέει, τα προζύμια την Πέμπτη, γιατί την Παρασκευή ρίχναν τις πίτες στους φούρνους. Εκεί που φτιάχναν τα προζύμια, επήγαιναν και κοσκινάγανε για να φτιάξουν τα προζύμια, γλέντια, κοπέλες οι καλέστρες, καλέστρες λέγαμε τότε στέλνανε οι καλέστρες, 2-3 κοπέλες και πήγαιναν και στου γαμπρού το σόι και στης νύφης και πήγαιναν τα καλέσματα. Δεν είχαν –όπως στέλνουμε τώρα– μπιλιέτο, ας πούμε, τα καλέσματα. Και τρώγαμε, πίναμε, ξεκίναγε από τη Μεγάλη Πέμπτη, όχι από τη Μεγάλη Πέμπτη, από την Πέμπτη[00:30:00] της εβδομάδος, εξεκίναγε. Παρασκευή, Σαββάτο, την Κυριακή γινόταν γάμος. Τη Δευτέρα, πηγαίναμε στα επιστρόφια. Επήγαινε ο γαμπρός, στης νύφης το σόι, τα επιστρόφια. Μια εβδομάδα γλέντια δηλαδή, μια βδομάδα γλέντια. Ήτανε φτώχεια φτώχεια, αλλά ο κόσμος το γλένταγε, το γλένταγε.
Και παντρεύονταν οι άντρες μόνο Βερβενιώτισσες ή και από άλλα χωριά;
Σπάνια, σπάνια από ξένα χωριά. Βέρβενιώτισσες. Τώρα τελευταία δώσαμε στο Μαυρίκι μία και άλλη μία στα Πηγαδάκια και ήρθε εκείνη που πήρε στο Μαυρίκι στο χωριό σε κάποιο γλέντι και της λέει εκείνης της Πηγαδιώτισσας: «[Δ.Α.] δεν μας βλέπανε εδώ να μας πάρουνε και μας εστείλανε στα ξενοχώρια». Ήταν έτσι μια θαρραλέα, Κουβαλίτσα ήταν αυτή. Και κείνη ήταν Παπαλίτσα, εκείνη που πήγε στα Πηγαδάκια και ήρθαν σε κάποιο πανηγύρι και σμίξαν εκεί και βαράει το πόδι εκείνη που είχε πάρει από το Μαυρίκι «Δε μας έβλεπαν εδώ οι Βερβενιώτες και μας εστείλανε σε ξενοχώρια!». Σπάνια. Ως επί τω πλείστον, ντόπιους. Και σου λέω, σπάνια κλεψιές εγινόντουσαν. Και τότε γινόντουσαν στα κρυφά, είχαν δεσμό τα παιδιά, αλλά συνήθως εστέλναν προξενιό, αν δε σε δεχότανε εκείνος, εγινότανε και καμιά κλεψιά. Αν της νύφης οι γονείς, ας πούμε, δεν θέλαν να πας να πάρεις εκείνον και ξέρω 'γω, γινόταν και καμιά κλεψιά. Αλλά συνήθως προξενιά, προξενιά.
Οι γονείς το οργάνωναν το προξενιό.
Ναι, οι γονείς ή ένας στενός συγγενής ξέρω ΄γω, μπορεί να έστελναν έναν στενό συγγενή, αν δεν ήταν ο πατέρας του παιδιού τόσο αυτό, εστέλναν έναν στενό που ακουγόταν καλύτερα, επέρναγε η κουβέντα του, ξέρω ΄γω, καλύτερα, γινόντουσαν και τέτοια.
Για τα γλέντια και τους γάμους, τι τραγούδια λέγατε; Πώς γλεντάγατε;
Τραγούδια ξέραμε πολλά και τα τραγούδια τα λέγαμε –εκτός από το ότι ήταν και τα όργανα– τα λέγαμε μισοί μπροστά-μισοί πίσω, ξέρω ΄γω, ένας που ήτανε πιο μερακλής, ήξερε περισσότερα ή και γυναίκες ξεκίναγαν: Εδώ πέρα κι αντίπερα, στης Μαρουδιάς τ' αλώνια, Ας παν να δουν τα μάτια μου πώς τα περνάει η αγάπη μου. Αυτά τα λέγαμε στο γάμο όταν πηγαίναμε να πάρουμε τη νύφη, γιατί επήγαιναν όργανα, παίρνανε τη νύφη και πηγαίναμε στην εκκλησία. Και κείνο λέγαμε Ας παν να ιδούν τα μάτια μου πώς τα περνάει η αγάπη μου, τέτοια τραγούδια. Λέγαμε πολλά τραγούδια του χωριού και ερωτικά και στα τραπέζια εκεί και κλέφτικα στα τραπέζια που τρώγαμε σε γάμους και σε τέτοια, ας πούμε, και κλέφτικα τραγούδια. Αλλά συνήθως τέτοια και στιχάκια, μαντινάδες που λένε και οι Κρητικοί, τα κολλάγαμε εκεί και λέγαμε.
Άλλα σημαντικά γεγονότα της ζωής πώς τα κάνατε; Κηδεία, βάφτιση...
Στις βαφτίσεις ναι, και είχαμε και ένα έθιμο, άμα βάφτιζα εγώ ένα παιδί, ο πατέρας μου ξέρω 'γω, άμα είχε βαφτίσει ένα παιδί, έπρεπε να το στεφανώσουμε εμείς, είχαμε τέτοια έθιμα. Το στεφάνωμα και κράταγε σειριά δηλαδή το κουμπαριό. Καμιά φορά γινότανε να γίνει και καμιά παρεξήγηση, αλλά συνήθως γινότανε σειριά το κουμπαριό δηλαδή. Και του Αγιο-Λιος που γινότανε το πανηγύρι, έχουμε έναν Αγιο-Λιά ψηλά, στο βουνό, δεν ξέρω αν είχες πάει και αν το ξέρεις στα Βέρβενα, τον Αγιο-Λιά.
Έχω πάει νομίζω.
Είναι μια κεραία. Εκεί του Αγιο-Λιός δεν υπήρχε δρόμος, τώρα έχουνε κάνει δρόμο με αυτοκίνητο. Εκεί του Αγιο-Λιός εφοράγανε φουστανέλες και όπως εκατεβαίνανε από το βράχο κάτω κάτι φουστανελάδες και βλάχες και κοντογουνούδισσες, έβλεπες τα βράχια εκεί και άσπριζε η φουστανέλα, και ήρθε μια φορά ένας από την Αμερική, ένας Πλαϊνός, και είχε... αλλά δεν είχε φωνοληψία, είχε μηχανή. Και τους έπαιρνε όπως εκατεβαίνανε από ΄κει, σαν να ήτανε θέατρο, ας πούμε, όπως κατεβαίνανε και κατεβαίνανε στην απάνω μεριά του χωριού, όχι στην απάνω, στο μέσο του χωριού, του λέγαμε του «Γιωργάκη τ' αλώνι», ήταν ένα αλώνι. Πιάναν το χορό εκεί, ήταν κι όργανα, τούμπανα και καραμούτζες, αλλά τα περισσότερα και με το στόμα. Και γλένταγαν εκεί και το απόγευμα γινόταν στην πλατεία. Της Αγίας Άννης πάλι, άλλο πανηγύρι –το οποίο γίνεται και ακόμα, στον Αγιο-Λιά τώρα δε φοράνε φουστανέλες– της Αγίας Άννης εγινότανε –στις 25 Ιουλίου γίνεται αυτό– εγινόταν πανηγύρι, γιατί κάναμε τα εγκαίνια της Παναγίας. Έκανε 20-22 χρόνια να γίνει η Παναγία στο χωριό, το έφτιαξε η αδελφότητα της Αμερικής. Πολλά λεφτά και τέτοιο έργο δηλαδή δε γίνεται σήμερα εύκολα, όλο μάρμαρο, Τήνιοι μαρμαράδες να έχουν σταφύλια στο μάρμαρο επάνω. Έχεις πάει στην Παναγία; Έχεις πάει;
Θα 'μουνα μικρή, δεν το θυμάμαι...
Να πας άμα σε βολέψει, να πας να δεις κολώνες με μάρμαρο, άσε που ήτανε έτσι το βουνό που την έφτιαξαν, γιατί εκείνη που στείλαν τα λεφτά ήταν κοντά τα σπίτια τους εκεί, είχανε σόι στην Αμερική. Άλλοι θέλαν να την κάνουνε στην καμάρα, εκεί που είναι το καφενείο τώρα, άλλοι δεν ήθελαν εκεί και στοίχισε πολλά λεφτά. Αλλά αν θα πας, θα δεις είναι όλο μάρμαρο. Και το τέμπλο είναι σκαλισμένο σταφύλια, ένα σταφύλι μια κληματαριά, όλο σκαλιστό το σταφύλι, να βλέπεις σταφύλι, όπως είναι το σταφύλι και κρέμεται αυτό, να το δεις μάρμαρο σκαλισμένο. Να πας, όποτε πας στο χωριό, να πας στην Παναγία να την δεις. Και... επηγαίναν μέχρι την εκκλησία σου λέω με τα τραγούδια. Αυτό.
Άλλο, οι κηδείες πώς γίνονταν; Ή είναι μακάβριο για να μου πείτε;
Οι κηδείες, όχι δεν είναι μακάβριο, οι κηδείες, μπορώ να σας πω ότι εκάνανε... άμα ήταν ανθρώποι, υπήρχανε συγγενείς και ιδίως γονείς που δεν τα 'βγαναν τα μαύρα ποτέ. Τόσο πολύ δηλαδή. Και τώρα τα μαύρα τα φοράμε για μόδα. Ήτανε μια οικογένεια που θυμάμαι εγώ, που σκότωσαν οι Γερμανοί ένα παιδί, εδώ στο Ξεροκάμπι πήγαινε και το σκοτώσανε. Αυτοί οι άνθρωποι, η μάνα και οι αδερφάδες, δεν είδαν άσπρη μέρα δηλαδή, μέχρι που πέθαναν με τα μαύρα και σπάζανε μάρμαρα με το χέρι, όπως είναι τούτα τα μάρμαρα που φτιάχνουν, και πήγαιναν και έριχναν στον τάφο, φρεσκάριζαν τον τάφο. Πολύ δηλαδή... μοιρολόγαγαν, μοιρολόγια βδομάδες, μοιρολόγια. Φτιάχνανε το σιτάρι, το φορτωνόντουσαν κοπέλες το σιτάρι και γύρναγαν μέσα στο χωριό και κάνανε τη διανομή σπίτι σε σπίτι. Επήγαινες με το πιάτο σου αυτό και σου ΄βγαζαν από κοφίνια, φορτωμένες κοφίνια και σου ρίχνανε το σχώριο, σιτάρι. Αυτό εκράτησε μπορώ να σου πω μέχρι το '50 κι ακόμα, τι ΄50, μέχρι το '60 θα κράτησε αυτό το πράγμα που γυρνάγανε στο χωριό σπίτι σε σπίτι.
Οι Βερβενιώτες πώς είναι σαν άνθρωποι πιστεύετε;
Οι Βερβενιώτες είναι καλοί άνθρωποι, μόνο ότι είναι φωνακλάδες. Πίνουνε και φωνάζουνε, φωνακλάδες. Είναι άνθρωποι γνήσιοι, δεν έχουνε… και στον εμφύλιο κρατήσανε καλή σειρά, δεν επήρανε, ας πούμε, μίση πατρογονικά να τα ΄χουνε. Επέρασε η φλόγα, πέρασε. Είναι καλοί άνθρωποι. Ήτανε φωνακλάδες. Εδώ οι Αστρινοί άμα ερχόντουσαν λέγανε «Πλακώναν τα σακούλια», αλλά μόλις ερχόντουσαν οι Βερβενιώτες εδώ, γέμιζε ο τόπος, τα μαγαζιά όλα. Λέει ένας Σακαλής, Καστρίτης και λέει... είπε κάποιος Αστρινός εδώ, είχε μαγαζί εκεί που έχει ο Στράτης ο Δαλιάνης, ήτανε εκείνου, τον είχε βαφτίσει τον Στράτη και είχε ταβέρνα εκείνος, «Πλακώσαν τα σακούλια τα Βερβενιώτικα» είπε. Και του κακοφάνηκε κείνου του Καστρίτη, μου το ΄λεγε μένα. Μου λέει: «Μόλις ερχόνταν οι Βερβενιώτες γεμίζαν οι ταβέρνες» λέει, «δεν έκαναν εξαίρεση, ενώ οι Αστρινοί δεν πήγαιναν, δύσκολα να πάνε στα Βερβενιώτικα. Εγεμίζαν οι ταβέρνες» λέει, πήγαιναν με τα μουλάρια στο Σούγελο τότε, ήταν ο Σούγελος εκεί πάνω στην Ανάληψη. Τα ποτίζαν, υπήρχε ο Σούγελος από τη Λουκού και ποτίζαν τα μουλάρια και γινόταν πανηγύρι! Κουδούνια, φωνές, κακό. Μόνο ότι είναι φωνακλάδες. Κατά τα άλλα ήτανε γνήσιοι ανθρώποι, δεν είχανε μίση, δεν ήτανε του δικαστηρίου ανθρώποι, αν υπήρχε και κανείς, σπάνια δηλαδή ήτανε.
Οι σχέσεις με τα άλλα χωριά; Πώς ήτανε;
Είχαμε. Είχαμε σχέσεις και με τα άλλα χωριά εμείς. Και τα Πηγαδάκια, τα Πηγαδάκια βέβαια έτυχε να είμαστε και Δήμος μια φορά, με το Μαυρίκι λίγο δύσκολα, στα όρια, ήτανε σκληροί άνθρωποι αυτοί. Με τους Δολιανίτες καλές σχέσεις, δεν είχαμε ποτέ και με τους Δολιανίτες παρεξηγηθεί. Γιατί τότε είχανε όρια οι κοινότητες και φιλονικούσανε τότε για τα όρια, βόσκαν τα πρόβατα και ξέρω ΄γω. Αλλά με τους Μαυρικιώτες ήτανε σκληροί, είχαμε δικαστήρια με τους Μαυρικιώτες, στα όρια δηλαδή. Και με τους Πηγαδιώτες καλά τα είχαμε.
Θέλω να μου πείτε και για τη δική σας ζωή κάποια πράγματα.
Να σας ειπώ. Εγώ πήγαινα σχολείο, το '40 προβιβάστηκα από την πέμπτη και πήγα στην έκτη, αλλά δεν πήγα, ήρθε η Κατοχή, δεν πήγα σχολείο. Μετά το '42, γινότανε 2 φορές εξετάσεις επειδή είχανε μείνει και έδωκα για το γυμνάσιο. Έδωσα για το γυμνάσιο, μπήκα στο γυμνάσιο πέρασα, μετά 15 μέρες, 17[00:40:00] θα πήγα εκεί, έπεσε ένας παράτυφος εδώ στο γυμνάσιο κι εγώ –εμέναμε στο Ξηροπήγαδο τότε– και έμενα σε ένα σπίτι ενός μπάρμπα μου εκεί. Η θεία μου εφοβήθηκε μην της φέρω τον παράτυφο, την αρρώστια και μ' έδιωξε. Μ' έδιωξε, πέρασε η χρονιά εκείνη, την έχασα, γιατί επήγανε 2 μήνες και προβιβάστηκαν, όπως τώρα που λέμε με τον κορωνοϊό που πάνε τα παιδιά σχολείο, έτσι γίνηκε και τότε για να μην… επειδή χάθηκε η χρονιά το ΄41.
Τι αρρώστια ήταν αυτή;
Ε;
Τι αρρώστια ήταν αυτή;
Παράτυφος -λέει- ήτανε κάποια αρρώστια, τύφος, ξέρω 'γω, αλλά δεν ήτανε μεταδοτική. Είχε πέσει στο Γυμνάσιο, κάτι Δολιανιτάκια είχανε, ξέρω 'γω τι, να μην κολλήσει και μένα και της πάω στα παιδιά της. Γιατί είχε δύο παιδιά και 'κείνη. Ε, ο πατέρας μου δεν ενδιαφέρθηκε να βρει ένα καλύβι –καλύβια ήταν τότε, μικρά– να μου το νοικιάσει να πάω εκεί, έφυγα το φθινόπωρο. Είχα 4 αδερφάδες. Και παντρέψαμε τη μία και αρραβωνιάστηκε η άλλη, το σπίτι είχαν ανάγκη πίσω με θέλανε για το σπίτι, γιατί είχαμε δουλειές κι αυτά, έφυγα, δεν ξαναπήγα στο σχολείο. Από εκεί και μετά πήγα... αγροτικές δουλειές έκανα. Ε, η ζωή μου από εκεί και μετά, επαντρεύτηκα, έκανα οικογένεια, είχα μια περιπέτεια με μια δισκοπάθεια, γιατί η δισκοπάθεια σήμερα έχει γίνει μόδα, τότε δεν την ξέραν οι τοπικοί γιατροί εδώ. Με τρέλαναν 2-3 χρόνια. Ένας από τα Δολιανά, και καλός γιατρός, μου έβαλε την μπαταρία του αυτοκινήτου στη μέση, μου έκανε ηλεκτροσόκ. Έπαθα ατροφία στο πόδι μου, μου κόντυνε το πόδι μου, πάω στη Βούλα, έκανα μία εγχείρηση, με κάνανε χειρότερα, δεν υπήρχε νευροχειρουργός τότε, τώρα έχει γεμίσει ο τρόπος νευροχειρουργούς στην Ελλάδα, τότε δεν υπήρχε νευροχειρουργός. Μου 'φτιαξαν παπούτσια, ένα παπούτσι ορθοπεδικό που είχε κοντύνει το πόδι. Μετά από 2 χρόνια, κάνω άλλη εγχείρηση, ήρθε άλλος νευροχειρουργός από την Αμερική ήταν φερμένος εδώ, τον πλήρωσα τότε, ταχτοποιήθηκα, έμεινε λίγο αυτό. Ε, μετά έκανα οικογένεια, μετά είχαμε στα Βέρβενα ένα καφενεδάκι εκείνο που υπάρχει που πρωτομπαίνουμε στο χωριό, είναι δικό μας το κτήριο δηλαδή. Δούλεψα εκείνο, μετά αρχίσαν εδώ οι Τετωραίοι, φτιάνανε κτηνοτροφεία. Ε, αποφάσισα και έκανα κτηνοτροφεία και έχω τώρα 55 χρόνια εδώ –δεν μέναμε εδώ, εμείς μέναμε ψηλά στα μαντριά εκεί πάνω που έχουνε τώρα κάτι Μαυριαίοι έχουνε κάνει, εκεί ήταν μαντριά, τώρα τα κάνανε ξενοδοχεία, έχουνε κάνει ξενοδοχεία– και ήρθαμε εδώ την πρώτη χρονιά, κοιμόμαστουν κάτω από την ελιά. Τη δεύτερη φτιάξαμε ένα καλυβάκι εδώ, κομμάτια-κομμάτια το σπίτι. Εδώ δόξα τω Θεώ, κάναμε οικογένεια, έχουμε 4 παιδιά, έχουμε κάνει 8 εγγόνια, δισέγγονα, 3 δισέγγονα,
Να σας ζήσουν!
Δηλαδή η οικογένειά μας, τώρα εγώ με την κυρα-Ελένη εδώ, έχουμε 25 άτομα. Παιδιά, νυφάδες, εγγόνια, δισέγγονα. Δόξα τω Θεώ. Είμαστε μια χαρά! Και ακόμα, προσπαθούμε ό,τι μπορούμε να βοηθήσουμε και τα παιδιά. Τώρα 5-6 χρόνια τελευταία, πηγαίνουμε και στα Βέρβενα, γιατί πρώτα δεν είχαμε δουλειές, δεν πηγαίναμε. Πηγαίνανε τα παιδιά στο σχολείο όταν πηγαίνανε σχολείο, στέλναμε τους γέρους. Τώρα πάμε και στο χωριό, το χωριό αξίζει, αλλά δυστυχώς δεν έχει δουλειά για νέους. Το χωριό είναι τα σπίτια που είναι γινομένα με πέτρα. Και εδώ έξω μπορεί να έχει 35 βαθμούς θερμοκρασία, μέσα που θα μπεις δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Πηγαίνουμε και κοιμόμαστε με 2 κουβέρτες στα Βέρβενα. 10 βαθμούς από εδώ που πήγαινα με το αυτοκίνητο, ξεκίναγα από 'δω, 10 βαθμούς λιγότερο ζέστη είναι στα Βέρβενα, θερμοκρασία. Πέρναγα στην Αγια-Σοφιά, ξέρω 'γω στην [Δ.Α.] κοίταγα πόσο είναι και μόλις πέρναγα από το Μαυρίκι απάνου, 10 βαθμούς λιγότερο. Αξίζει σαν... αλλά δυστυχώς δεν έχει πόρους. Και είναι ένα χωριό που και στο τελευταίο σπίτι πηγαίνει αυτοκίνητο. Δεν είναι όπως είναι τα Δολιανά, όπως είναι ο Άγιος Πέτρος, που είναι γκρεμίλες κι αυτά. Ένα χωριό μαζεμένο, τα σπίτια ακόμα ο κόσμος –παρόλο δεν τα κατοικεί– ακόμα τα προστατεύει. Τ' ασπρίζει, τα πηγαίνει, τα καθαρίζει, τ' ασπρίζει, τ' αυτώνει, χαίρεσαι να πας στα Βέρβενα να δεις καθαρό χωριό. Κι οι προέδροι φρόντισαν κι ακόμα φροντίζουνε, τώρα πρόεδρο έχουμε το γιο μου, τον μεγάλο στα Βέρβενα. Είναι η τρίτη τετραετία που έχει με τούτη 'δω. Ίσως είναι και ο πιο προνομιούχος που... εγινήκανε 2-3 φορές προέδροι, αλλά όχι συνεχόμενοι δηλαδή. Όπως ο Καραμαντζάνης, ένας Καραμαντζάνης εγίνη 3 φορές, αλλά όχι συνέχεια. Ένας Τυροβολάς πάλι κι εκείνος, όχι συνέχεια. Συνέχεια είναι ο μόνος δηλαδή που πήρε συνέχεια 3 φορές κοντά.
Πώς σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν οι άνθρωποι;
Έχουνε... δεν εσταματήσαν εντελώς δηλαδή, αλλά επηγαίναμε με τα μουλάρια από εδώ στο χωριό, 12 ώρες δρόμο. Τους γέρους τους εφέρναμε στα μουλάρια. Βάναμε ένα σακί άχυρο από τη μία μεριά για να μην γκρεμιστούνε και από την άλλη τους εβάναμε την τριχιά να πατάνε τα πόδια και τους κουβαλάγαμε τους γέρους. Από το '45 και μετά που αρχίσαν τα αυτοκίνητα, τους φέρναμε με τα αυτοκίνητα, άλλοτε τους φέρναμε με τα μουλάρια και πηγαίναμε με τα μουλάρια απάνου-κάτω. Τώρα δεν έχουν σταματήσει, αλλά πηγαινοέρχονται με τα αυτοκίνητα, δεν πηγαίνει κανείς με πόδια τώρα στο χωριό. Αυτοί που έχουνε πρόβατα και τώρα και εκείνοι τα πάνε με αυτοκίνητα. Τα ξεκινάγαμε από 'δω, τα πηγαίναμε πιο πάνω από τα Δολιανά –το λέμε στην Αγριλίτσα– το απόγευμα, κοιμόντουσαν εκεί και το πρωί ξεκινάγαμε και τα πηγαίναμε με τα πόδια στα Βέρβενα. 12-13 ώρες με τα πόδια. Και τα μουλάρια, όταν ήταν άδεια, ανεβαίναμε και στα μουλάρια. Ως επί το πλείστον φορτωμένα τα πηγαίναμε κι εκείνα. Από το χωριό εφέρναμε κάτω λαθούρια, καρπούζια, γεννήματα ξέρω ΄γω, από εδώ πηγαίναμε πατάτες απάνου την άνοιξη, ώσπου να βγουν οι άλλες οι καινούριες. Γεννήματα σε μύλους. Είχαμε… ένα άλλο δεν είπα στο χωριό. Στο χωριό υπήρχανε μύλοι έξω από το χωριό, εμείς δεν είχαμε νερά μέσα στο χωριό. Και έφτιασαν, 2 Κουτουζαίοι αδέρφια, έφτιασαν μια μηχανή. Μηχανή με πέτρες και το λέγανε και γαλικιά τότε, ότι έβγανε το μύλο. Εκείνη η μηχανή είχε μια μηχανή, κουνιόταν το χωριό όλο στο χωριό. Και τώρα τελευταία που την άνοιξη είχαν οι μύλοι στα Βούρβουρα και στα Κούτρουφα εκεί που ήταν είχανε νερά, μετά λιγοστεύανε νερά, ερχόντουσαν Μαυρικιώτες, Πηγαδιώτες, Δολιανίτες σε εκείνη τη μηχανή. 100 γαϊδουρομούλαρα την ημέρα σε κείνη τη μηχανή. Και ήταν ένα στολίδι. Μετά δεν συμφώνησαν, εγινήκανε και περισσότεροι γιατί προίκισαν μία αδερφή, δεν συμφώνησαν και την αφήναν -αυτή έπρεπε να είναι ένα μουσείο δηλαδή- την αφήσαν και έχει γκρεμιστεί τώρα. Ενώ ήτανε σου λέω ιστορία, πώς να το πω. Ερχότανε 100 γαϊδουρομούλαρα. Και αυτή έκοβε, έβγαζε 2-3 τόνους την ώρα, ας πούμε, ενώ ο μύλος επήγαινε γρούτσου-γρούτσου, έκανε 100 κιλά-200 την ώρα.
Ξέρετε τι θέλω να μου πείτε; Εκτός κι αν θέλετε να πείτε κάτι άλλο, να προσθέσετε.
Όχι, πες μου, γιατί...
Έχω ακούσει μια ιστορία, ότι στα Βέρβενα εξαφανίστηκε ένα παιδί και το πήρανε νεράιδες και ότι βρέθηκε... Τι ξέρετε γι' αυτό;
Θα σας πω. Θα σας πω και το παιδί υπάρχει. Είναι δάσκαλος το παιδί. Το παιδί είχανε πάει νωρίς απάνω οι τσοπάνηδες, δεν είχε πάει όλο το χωριό επάνω, αλλά θα ήταν το μισό χωριό ας πούμε εκεί. Και ήτανε μεγαλοβδομάδα. Λοιπόν, εμείς ήμαστουν εδώ, δεν ήμουνα στα Βέρβενα, αλλά είχανε πάει οι γειτόνοι μου εδώ και το ξέρω. Εκεί τότε φτιάνανε δυναμίτες και βαρελότα και ρίχνανε για το Πάσχα και για τον Ιούδα και για κείνα 'κει. Λοιπόν, το παιδάκι αυτό ήτανε στην άκρη του χωριού από 'κει, με κάτι άλλα παιδιά. Τώρα ποιος ξέρει για νεράιδες και για τέτοια. Το παιδί εχάθηκε. Το χάσανε, σηκώθηκε το χωριό όλο, έψαχνε. Το παιδί πήγε και θα 'ταν 3 χιλιόμετρα, επήγε στα Πηγαδάκια. Στα Πηγαδάκια που πήγε το βρήκε κάποιος Βερβενιώτης, είχε παντρευτεί εκεί στα Πηγαδάκια και το γνώρισε είπε το παιδί δεν ξέρω πού. Και ένας από το χωριό, πρώτος ξάδερφος κεινού, Σίδερης –Σίδερης ήταν το παιδί ο δάσκαλος και Σίδερης ξάδερφός του– επήγε στο Καστρί. Ήταν κάποιος λέει που έριχνε τα χαρτιά και ήξερε τα αυτά και του λέει: «Πήγαινε στο χωριό, το παιδί εβρέθηκε» του 'πε έτσι. Ώσπου να 'ρθει κι εκείνος από το Καστρί, 2-3 ώρες δρόμο είναι από 'δω το Καστρί, κείνος που πήγε ο Κώστας ο Σίδερης που πήγε στο Καστρί, εγύρισε. Εκείνος που το βρήκε στα Πηγαδάκια ο Χασάπης που λέγαμε, λέγεται Χασάπης, Τουρκόγιαννη τον ελέγαμε, ήρθε στο χωριό και το είπε ότι βρέθηκε ένα παιδί και η αστυνομία ήτανε τότε στα Πηγαδάκια, είχε φύγει από το χωριό, ήταν στα Πηγαδάκια και το πήρε ο αστυνόμος εκεί και ήρθανε στο χωριό και το φέραν το παιδί πίσω στο χωριό. Τώρα αν το πήραν οι νεράιδες ή αν το παιδί έχασε τον τόπο με τα άλλα παιδάκια και αντί να κάνει προς τα 'δω, έκανε κατά 'κει και βρήκε ένα δρόμο και πήγε. Είναι και 2-3 χιλιόμετρα δρόμος δηλαδή. Αλλά εγίνηκε το παιδί ότι πήγε ότι ε[00:50:00]χάθηκε το παιδί, εχάθηκε. Και ότι ο άλλος που πήγε στο Καστρί για να βρει και του 'πε κείνος στο Καστρί ότι: «Πήγαινε πίσω του -λέει- το παιδί το αφήσανε -τάχα- οι νεράιδες, εβρέθηκε». Και ήρθε κι εβρέθηκε! Και είναι το παιδί είναι δάσκαλος, εδώ είναι. Ένα Μαυρικιωτάκι εχάθηκε, είχε πάει στις Καστανιές το λέμε, για σταφύλια. Το πήραν, λέει, κάτι γυναίκες. Αυτό δεν ξέρω, δεν ήτανε. Εδώ που ήρθε κατά την πλατάνα, λέει εδώ στην πλατάνα που λέμε εδώ στο χωριό στην πλατάνα που είναι. Κάποιος τουφέκισε λέει, έριχνε τουφέκια για τα πουλιά που τρώγανε τα αυτά και τ' αφήσανε έτσι. Και κάπου κατέβηκε κατά το δρόμο στου Τσιμούρη εκεί, επήγαινε ένας Τσίμπανης από 'δω στα Βέρβενα, το βρήκε το παιδάκι εκεί: «Τίνος είσαι;», «Είμαι του τάδε». Ο Τσίμπανης, η γυναίκα του ήταν Μαυρικιώτισσα και τους ήξερε εκείνους κει. Και το πήρε το παιδί κείνος και το πήγε στα Βέρβενα, το πήγε στα Πηγαδάκια, τώρα... Κι αυτό, νεράιδες το πήρανε; Έτσι χάθηκε και κείνο, αλλά να 'ρθει από το Μαυρίκι να έρθει εδώ στην πλατάνα ήτανε και δρόμος μακριά. Που λένε νεράιδες... Εγώ είμαι 90 τόσο χρονών, δεν έχω δει τέτοιο πράγμα, δεν μου έχει συμβεί. Όταν ήταν ανεμοστρόβιλοι, όπως και τώρα γίνονται και γκρεμίζουνε και δέντρα και σπίτια, ελέγανε νεράιδες, τάχα είναι. Ενώ ανεμοστρόβιλοι... δεν είναι. Ανεμοστρόβιλοι είναι της φύσης κυκλώματα που γίνονται, δεν είναι. Δεν το νομίζω δηλαδή, δεν το πιστεύω αυτό το πράγμα. Τότε τα λέγανε. Ότι είναι νεράιδες ή ό,τι είναι.
Γιατί λέγανε για νεράιδες οι άνθρωποι πιστεύετε;
Ε, πιστεύανε ορισμένοι, πιστεύανε. Μια φορά ήτανε στο χωριό μια γριά που ανακατευόταν με τέτοια μαγιοβότανα. Κι εκεί αλωνίζαμε, στ' αλώνια που είχαμε βάζαμε μουλάρια, τους εβάναμε θηλιές των μουλαριών εδώ. Βάναμε 3-4 μουλάρια και τα γυρνάγαμε και από πίσω βάναμε ένα μηχάνημα που έκοβε τα σιτάρια, το λέγαμε ντουένι. Και γυρίζαμε και το κόβαμε το σιτάρι και μετά το λυχνάγαμε μετά και διαλέγαμε τον καρπό από το άχυρο. Ε και όπως ήταν τα μουλάρια, έπεσαν κάτω! Έπεσαν κάτω. Τι συμβαίνει; Tα πήραν τα μουλάρια, τα λύσαν από τ' αλώνι, τα ξέζεψαν. Επήγανε στη θεια-Σάβω που τη λέγαμε, τους έδωσε –ξέρω 'γω τι μελέτησε εκεί και τους έδωσε– νερό και πήγαν και τα ράντισαν τα μουλάρια λέει κι εντάξει. Τακτοποιήθηκαν τα μουλάρια και ξανασηκωθήκανε. Τώρα, ότι είναι πραγματικότητα είναι πραγματικότητα. Στην ημέρα μου αυτό δηλαδή, αλλά τι ήτανε και πώς εγκρεμίστηκαν τα μουλάρια και τι έγιναν; Και τ' αφήσαν τ' αλώνι, το ζέψαν την άλλη μέρα τ' αφήσανε, δεν το τελειώσανε. Τ' αφήσανε γιατί πήγαν τα μουλάρια στα σπίτια τους, την άλλη μέρα τα ζέψανε και το αποτελειώσανε. Ε τώρα... Δεν ξέρω. Τι να πω γι’ αυτά τα πράγματα; Ότι ήτανε στην ημέρα μου και ότι τα έζησα το ξέρω. Αλλά και τούτα τα μάγια που λένε και τα μασκατεύματα κι αυτά, εγώ δεν τα πιστεύω και δεν μου ΄χουνε και συμβεί, δεν ξέρω.
Τι λένε όμως για τα μάγια, τι έχετε ακούσει;
Ε, μελετάνε το να 'χει μάτι -λέει- ότι ρίχνουνε λάδι και ρίχνουνε αυτό και μελετάνε, δεν ξέρω. Θυμάμαι άμα θέλεις να με ρωτήσεις για τι άλλο θες να με ρωτήσεις.
Ναι, τι ιστορία άλλη θα θέλατε να μοιραστείτε; Τι σκέφτεστε;
Ε, ιστορίες, τι ιστορίες να μοιραστούμε; Δεν...
Κάτι για το χωριό που δεν είπαμε ακόμα, δεν ξέρω...
Στο χωριό, τι να πούμε; Ας πούμε για την «προσωπική». Στο χωριό βάναμε προσωπική και με μουλάρια και με τα χέρια. Φτιάχναμε τους δρόμους που ήταν στα κτήματα. Και έβανε η κοινότητα, αναλόγως, 3 μεροκάματα τον καθένα ή 4 αναλόγως τι ήτανε. Και σου 'λεγε: Εσύ θα πας στην περιοχή κείνη, στη Σοχά. Έσμιγαν 5-10 ξέρω ‘γω, θα πάτε κει, να φτιάχτε κείνο το δρόμο. Άλλος θα πάει στον Κορομηλιά, άλλος θα πάει... Κι αν δεν την έβανες την προσωπική, σε στέλναν στο ταμείο. Ήταν και ορισμένοι που δεν ηθέλαν να πάνε, δεν πηγαίναν, τους στέλναν στο ταμείο. Ή στα μουλάρια απάνω από τη Σοχά –Σοχά ήταν μακριά– να φέρουνε άμμο, δεν είχε το χωριό άμμο. Πηγαίναμε στη Σοχά και στο [Δ.Α.] άμμος καθαρός. Μέσα στο χωριό ήτανε τα σοκάκια κι εκεί που ήτανε άμμοι δεν ήταν καθαρή, εκεί ήτανε πλυμένη, ήταν καθαρή, να γίνει ένα κοινοτικό έργο ας πούμε. Κάναμε στην εκκλησία, σου ‘βαζαν προσωπική. Ένα φόρτωμα άμμου ή 2 φορτώματα άμμου που μπορούσες να το κάνεις. Έτσι εδούλευε το χωριό δηλαδή με το αυτό. Και τον παπά, δεν ήτανε δημόσιος ο παπάς τότε. Τον επληρώναμε με λάδι, 2 οκάδες λάδι, 3 οκάδες λάδι τον παπά. Τους αγροφυλάκους κι αυτούς τους πληρώναμε. Ερχόνταν οι αγροφυλάκοι όταν αλωνίζαμε τα σιτάρια και παίρναν το δικαίωμά τους, άμα... ξέρω 'γω στα 500 κιλά σου 'παιρνε 5-10. Από 'κει πληρωνόντουσαν κι εκείνοι, δεν σε πλήρωνε το δημόσιο. Και τους αγροφυλάκους και τους οικοφυλάκους, γιατί βάναμε και οικοφυλάκους τώρα τελευταία. Όταν έφυγε η αστυνομία και όταν ήταν η αστυνομία, είχαμε οικοφυλάκους και όταν υπήρχε η αστυνομία, γιατί η αστυνομία έφυγε από τη δικτατορία, από το '67 και μετά έφυγε η αστυνομία. Είχαμε αστυνομία 2-3 χωροφυλάκοι εξεχείμαζαν στα Βέρβενα. Κι από 'δω ένας-ένας που πήγαινε απάνου, έπαιρνε κανένα ψάρι από 'δω κάνα αυτό και πήγαινε στους αστυνόμους, τους χωροφυλάκους, μέναν μαζί στο χωριό, βγαίνανε. Ε έβγαινε ένας από το χωριό, έλεγε ο πρόεδρος, ξέρω 'γω, ένα παιδί, 2 κει, μαζεύανε ξύλα για την αστυνομία, να ΄χουνε να καίνε το χειμώνα στο τζάκι ή καμιά σόμπα αν είχανε. Αλλά σου λέω και εδώ που πηγαίναμε, όπως πηγαίναμε, εμείς 2-3 ώρες, να πάρουμε και ένα οκά ψάρια για τους χωροφυλάκους. Τα τηγανίζαμε, γιατί δεν εδιατηρούνταν απάνω τα ψάρια, τα τηγανίζαμε από 'δω, τα κάναμε σαβόρι, ε, τα πηγαίναμε, τρώγανε κι εκείνοι, πίναμε και κάνα ποτήρι μαζί εκεί με την αστυνομία. Υπήρχε αλληλεγγύη δηλαδή.
Ντόπιοι ήταν αυτοί οι αστυνομικοί ή φερτοί ήτανε;
Όχι, δεν είχαμε ντόπιους, δεν επιτρεπότανε ντόπιοι. Φερτοί ήτανε. Είχαμε και Κρητικούς, είχαμε, ναι. Ντόπιοι όχι, τώρα ναι, πηγαίνουν και ντόπιοι, μένουν και ντόπιοι εδώ. Τότε δεν υπήρχανε ντόπιοι. Ήταν όλοι ξένοι.
Από τον πόλεμο θυμάστε κάποια ιστορία σαν αυτές που μου είπατε; Για τους Γερμανούς και τους αντάρτες;
Στον πόλεμο, οι Γερμανοί στο χωριό μας κάνα 2 φορές είχανε έρθει και περαστικοί δηλαδή, δεν μείνανε εκεί. Οι αντάρτες... είχαμε διαιρεθεί τότε, ήταν οι αντάρτες, το '43 ήτανε φερμένοι οι αντάρτες στα Βέρβενα, στον Άγιο-Λιά, απάνω. Και ειδοποιήθηκαν τότε, υπήρχαν ακόμα... όχι δεν ήταν το ΄42, κακώς λέω το ΄42. Το ΄42 υπήρχαν οι Γερμανοί. Το '49. Ήτανε ένα σύνταγμα αντάρτες φερμένοι στον Αγιο-Λιά απάνου. Και ήρθαν τότε, υπήρχε κυβέρνηση, υπήρχε στρατός ας πούμε, στρατός οργανωμένος και έφεδροι. Και ήρθαν αεροπλάνα και πήγανε και σκοτώσαν στον Αγιο-Λιά 2-3 αντάρτες και αυτοί μετά, με τη δύση του ηλίου, ετραβήξανε και κολλήσανε πέρα κατά το Αλεποχώρι. Τότε μπορούσανε –αλλά ήταν εμφύλιος– μπορούσαν εκείνους όπως ήτανε εκεί τ’ αεροπλάνο, όπως ήτανε στρατός ήτανε, θέριζε ο κόσμος, ήταν κόσμος εκεί και μάσαν πρόβατα κι αυτά για να μην μπορεί να βομβαρδίζουν τα αεροπλάνα, γι' αυτό πήγανε στον Αγιο-Λιά εκεί που ήτανε κι εκεί εχτυπήσανε και τραυματίσανε κι έναν Βερβενιώτη και σκοτώσαν και 2 αντάρτες εκεί. Αλλά μπορούσαν τα αεροπλάνα εκείνα να τους κάνουνε ζημιά μεγάλη, αλλά εμφύλιος ήτανε και υπολόγισαν ότι –φαίνεται– να μη γίνει κακό. Και κολλήσαν αυτοί, κολλήσανε πέρα τ' Αλεποχώρι και φύγανε. Δεν εγίνηκε ζημιά εκτός από έναν τραυματία που τραυματίσανε στα Βέρβενα, ο οποίος δεν θα πήρε και σύνταξη, δεν ξέρω, δεν θα πήρε τίποτα, ο μπαρμπα-Θανάσης. Κι άλλον ένα, ήρθαν την άλλη μέρα ταγματασφαλίτες τους λέγαμε, ταγματασφαλίτες, τους λέγαμε ταγματασφαλίτες, Καστρίτες ήτανε, γιατί ήταν διαιρεμένοι σου λέω τότε, άλλοι ήτανε με το βασιλιά και άλλοι ήτανε... Και εσκοτώσανε έναν, έξω από το χωριό και υποχρέωσαν έναν τσοπάνη που ήταν εκεί - έναν γέρο - να του κόψει το κεφάλι. Ενώ μπορούσαν κι εκείνοι να το κόψουν και βάλαν... ο δόλιος ο άνθρωπος δεν ήθελε δηλαδή, έκλεισε τα μάτια να του κόψει –τον μπαρμπα-Μήτσο τον Τρίβελη– να του κόψει το κεφάλι. Τον επισκέπασαν και ήταν επί του δρόμου, δηλαδή τον εσκέπασαν. Αυτά τα ζήσαμε δηλαδή αυτά. Και σκοτωθήκανε... στον πόλεμο το '40, εσκοτωθήκανε παιδιά στον ιταλικό πόλεμο τότε με τους Ιταλούς, σκοτωθήκανε στην Αλβανία, 4-5 Bερβενιωτάκια. Και τώρα στο εμφύλιο, και [01:00:00]κει σκοτωθήκαν άλλα 3-4 πάλι. Οι Καστρίτες, οι ταγματασφαλίτες το κάψανε, ένα σπίτι του Μουντζούρη. Ένας Μουντζούρης, ήτανε στο αντάρτικο. Ήτανε καλός άνθρωπος και το φύλαξε το χωριό. Τον οποίον κι εκείνον τον σκοτώσανε τότε το '49. Τον σκοτώσανε –τώρα μπορεί να έκανε και σαμποτάζ– πίσω στο Κιβέρι πιο απάνω ελέγαν ότι έκανε σαμποτάζ στις γραμμές. Τότε και ήταν το '49, σκοτώσαν κείνον και 2 παιδιά. Ένα από το Κιβέρι και ένα από το Ξεροπήγαδο, ότι τα έβανε αυτός τα παιδιά και κάνανε σαμποτάζ. Βάνανε στην γραμμή δυναμίτες, ερχόταν το τρένο... Τώρα, τι είχε γίνει, μπορεί και να είχε, μπορεί και άδικα, δεν ξέρω. Πάντως εσκοτώσανε στις γραμμές, προς το Κιβέρι απάνω, στου Σπηλιωτάκη που λέμε, τον σκοτώσαν αυτόν τον Μουντζούρη.
Και το χωριό ήτανε μεν ουδέτερο, αλλά όταν ήρθαν οι αντάρτες, άνοιγε τα σπίτια του, κλεινότανε μέσα, τι στάση… Τι έκανε;
Nα σου πω ότι μια φορά ήρθε ένας καπετάν Πέτας εκεί και βγάλαν στην πλατεία λόγο, παλαμάκια, λόγο, ε ο καθένας κοίταγε την πάρτη του κι αν ήταν και κάτι δεν φαινότανε ας πούμε αν ήταν αντίθετος ή ξέρω ‘γω τι. Ε, οι ντόπιοι που τους ήξεραν κατάδιδαν και καμιά φορά, δηλαδή, υπήρχε και το κρυφό το μίσος εκεί ότι εσύ είσαι του Μουντζούρη, ο άλλος είναι τ’ αλλουνού. Αλλά σε γενικές γραμμές δεν επάθαμε μεγάλες ζημιές. Ήρθανε και μάσανε, ήταν ο Μουντζούρης, ήτανε στρατιωτικός υπεύθυνος και είχε πάρει από τα Δολιανά τότε, είχε πάρει από το Μαυρίκι είχε πάρει και από τα Βέρβενα 13 παιδιά και πήγανε στο Μαλεβό. Στο Μαλεβό που πήγανε ένας Σταθόπουλος, Βερβενιώτης –Γεωργίτσης το λέγαμε παρατσούκλι– ήταν αντάρτης εκεί από την αρχή. Του επιτέθηκε: «Τι τα ‘θελες τα παιδιά εδώ που τα ‘φερες;». Του λέει: «Λιά, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς», γιατί ήτανε στρατιωτικός υπεύθυνος. Πώς επήρες από τα Δολιανά και από τα Βέρβενα δεν θα ‘παιρνες; Δεν μπορούσε. Μετά όμως από αυτά τα παιδιά, ένα-ένα εσούραν και φύγανε και 2 Κοσκινάκια σκοτωθήκανε. Ένα από τα Δολιανά Κοσκινάκι και ένα δικό μας από δω και ένα Αριστάκι. Εσκοτωθήκανε χωρίς να το θέλουνε, βιαίως στρατολογημένα ήταν τα παιδιά κείνα ‘κει, αλλά σκοτωθήκανε, γίνηκε το κακό, αλλά λέω, σε γενικές γραμμές από άλλα χωριά ήμαστουν καλύτεροι.
Όταν ήρθανε κείνη τη φορά οι Γερμανοί τους θυμάστε εσείς καθόλου, τους είχατε δει;
Στα Βέρβενα; Τους θυμάμαι, είχαμε χωθεί μέσα στα κατώγια! Πού να βγούμε έξω μόλις ακούσαμε κι ήρθαν. Αλλά δεν κάτσανε. Ήρθανε για περαστικοί, ανέβηκαν απάνω στο μεγάλο βράχο, αυτοί είχανε καμιά κατάδοση ότι υπάρχουν αντάρτες, ποιος ξέρει; Δεν ήρθανε, δεν επείραξαν. Σκότωσαν εκείνη την κοπέλα σου λέω, 2 που είχανε... απαγορευόταν η κυκλοφορία τη νύχτα, εμείς το ‘χαμε μεσάνυχτα εκεί και σηκώθηκαν να πάνε για θέρο οι κοπέλες εκεί. Δεν εσκότωσαν οι Γερμανοί εν ψυχρώ δηλαδή ανθρώπους μέσα στο χωριό. Τα καταφύγια τα κάναμε στο χωριό για να κρυβόμαστε. Ήταν ένας θόλος, τον εκτείναμε και βάλαμε μέσα πράγματα να μην μας τα πάρουνε δηλαδή. Τρόφιμα δηλαδή, σιτάρια, τέτοια πράγματα, λάδι και σιτάρι, γιατί εκείνα ήταν και τα βασικότερα δηλαδή και το ψωμί ήτανε η βάση τότε. Ψωμί και λάδι ήταν η βάση. Αυτό γίνηκε στα χρόνια της Κατοχής περισσότερο δηλαδή. Ε και μέχρι τον εμφύλιο, μέχρι το ΄49 φτώχεια υπήρχε δηλαδή, γιατί και διχόνοιες υπήρχανε και…
Μετά, με τον Παπαδόπουλο; Πού βρισκόσασταν;
Παπαδόπουλος ήμαστουν εδώ. Είχαμε κάνει κοτέτσια τότε, ήμαστουν εδώ. Πηγαίναμε και στα Βέρβενα, δηλαδή τα παιδιά πηγαίναν σχολείο. Η δικτατορία –άκουσε να δεις– εμείς στην ύπαιθρο ήτανε ένα καθεστώς παράνομο, αλλά όσοι εκοίταξαν τη δουλειά τους δεν επάθανε ζημιές. Όσοι το πήραν το κάνανε, πάθανε ζημιές. Εμείς εδώ δεν επάθαμε. Και η ύπαιθρο... Παπαδόπουλος, εάν την δικτατορία μέσα σε ένα χρόνο καλούσε, έβανε υποψηφιότητα και καλούσε να γίνει δημοκρατία, θα ψηφιζόταν και μπορεί και πρωθυπουργός να γινόταν. Θα τον εψήφιζε δηλαδή η ύπαιθρος όλη. Αλλά το τραβήξαν το σκοινί και το φτάσαν 7 χρόνια και σκοτώθηκε και κόσμος και διχόνοιες εγίνηκαν και διχονεύτηκαν, γιατί τη δικτατορία την αποδέχθηκε ο κόσμος. Εδώ δεν μάτωσε μύτη. Και χρέη μας χάρισε και δουλειές εβρήκαμε, δάνεια έδωσε και κοτέτσια εγίνηκαν και μουλάρια αγόρασαν και τρακτέρια αγόρασαν και κτήματα αγόρασαν. Δεν μιλάω μοναχά για την περιοχή τη δική μας, αλλά και γι’ αλλού. Και απάνω στα ορεινά που μιλάω. Έδινε δάνειο να πάρεις πρόβατα, έδινε δάνειο να πάρεις τρακτέρ, έδινε δάνειο... Και το είχε αρχίσει και ο γέρος Παπανδρέου αυτό και έδινε, αλλά μετά το φτάσανε, γίνηκε η δικτατορία γιατί αλλάξαν μπροστά από τη δικτατορία, αλλάξανε 3-4 πρωθυπουργοί. Και ήρθε το πράγμα δηλαδή που την αποδέχθη τη δικατορία ο λαός τον πρώτο χρόνο. Ε, μετά παράγινε πια. Γίνηκε, το φτάσανε τσιφλίκι δικό τους 7 χρόνια. Ενώ σου λέω αν στο χρόνο απάνω καλούσε τους πολιτικούς, όσοι είχανε φύγει ή όσους είχανε διώξει, ότι να κάνουνε εκλογές και να ‘βανε κι ο ίδιος, θα γινότανε –αν δεν εγινότανε πρωθυπουργός– θα γινότανε ένας κομματάρχης ας πούμε, ένα κόμμα. Αλλά το τραβήξαν το σκοινί, γιατί δεν τον αφήναν κι εκείνον οι άλλοι και να ήθελε ο Παπαδόπουλος δηλαδή μετά, Ιωαννίδηδες και χίλιοι δύο από πίσω. Αλλά μην λέω ότι είχε γίνει εκείνο, εκείνο τα ξέρουν οι ιστορικοί και τα ξέρουν και… εμείς–
Πώς το ζήσατε.
Επεράσαμε καλύτερα, η ύπαιθρο δηλαδή, περάσαμε καλύτερα. Αλλά κοιτάγαμε τη δουλειά μας. Ένας που πήγε και έριξε δυναμίτες στη θάλασσα και ξέρω ‘γω τον έπιασε η αστυνομία, απαγορευόταν, απαγορευότανε. Είχαμε έναν εδώ που το έπαιζε ότι ήταν του Παπαδόπουλου ντε και πήγε στην πλατεία στο Άστρος, ο Ζέκιος, δεν ξέρω αν έχεις ακούσει, ο Ζέκιος, και του λέει –το ‘παιζε κι εκείνος διμοιρίτης, τον είχαν κάνει διμοιρίτη, μας είχαν δώσει όπλα κι εμάς των αλλονών ντε κι εγώ είχα πάρει όπλο– και του λέει του αστυνόμου: «Δεν ξέρεις να κάνεις τη δουλειά σου», γιατί είχε πιάσει φωτιά η Παλαιοπαναγιά εκεί πάνου και μαζευόμασταν να πάμε να τη σβήσουμε, δεν υπήρχαν τότε και πυροσβέστες εδώ και τέτοια. Και του λέει: «Δεν ξέρεις να κάνεις τη δουλειά σου, είμαι αρχηγός 30 ανθρώπων κι είσαι αρχηγός...», ήτανε 4. Του λέει ο Σταμέλος: «Ασφαλώς δεν ξέρω να κάνω τη δουλειά μου, γιατί αν ήξερα να κάνω τη δουλειά μου έπρεπε να σε έχω μέσα», του λέει. Το ‘παιζε κι εκείνος… Εκείνοι τους εκυνήγαγαν. Πάθανε ζημιά, δηλαδή τέτοιοι ανθρώποι κάνανε κακό στην… Άμα κοίταγες τη δουλειά σου και πήγαινες στη δουλειά σου δε σε ενοχλούσε κανείς. Αλλά στις πόλεις τραβήχτηκε το σκοινί. Σου λέει 7 χρόνια δικτατορία, ήρθε και το Κυπριακό, ήρθανε χίλια δύο μέσα. Δεν ήταν ένα καθεστώς δημοκρατικό, νόμιμο δηλαδή. Και παρόλα αυτά σου λέω εμείς εδώ δεν ενοχληθήκαμε, περάσαμε καλά. Λίγοι ήταν εκείνοι που το παίζανε καπεταναίοι δηλαδή, περάσαμε καλύτερα.
Άλλη ιστορία;
Άλλη ιστορία, τι ιστορία να… Ότι εθερίζαμε τα σιτάρια παρέες, εσμίγαμε συγγενείς, φίλοι ξέρω ‘γω, το παίρναμε με τα δρεπάνια ένα κτήμα, τραγούδια εκεί αυτό, θερίζαμε βοηθιόμαστουν, υπήρχε αλληλεγγύη. Ε, έτσι εζήγαμε δηλαδή, για ιστορία δεν ξέρω εκτός από το γάμο και από κείνα που... είχαμε άλλη ιστορία, δεν ξέρω.
Για κάποιον άνθρωπο που θυμάστε, Βερβενιώτη; Για παράδειγμα θα ‘θελα ν’ ακούσω και για τον παππού μου τον Ντέρτη, άμα τον θυμάστε. Τον θυμάστε;
Τον μπαρμπα-Χρήστο; Δεν τον θυμάμαι τον μπαρμπα-Χρήστο; Πώς δεν τον θυμάμαι! Πήγαινε τον παπά, είχαν συγγένεια με τον παπά και την παπαδιά, τον Παπαγεωργουλή. Η παπαδιά ήτανε ξαδέρφια με τον παππούλη το Χρήστο, πρώτα ξαδέρφια και πήγαινε το παπά στο Ξεροπήγαδο ή από το Άστρος τον έφερνε εδώ και τον επήγαινε –ήταν αγωγιάτης, έπινε κιόλας ο παππούς ντε– και έλεγε μάζευαν τότε για τον παπά, του ρίχναν το Πάσχα μια κουλούρα ψωμί, την πλάτη από το αρνί, κρασί και γιαούρτες και έλεγε: «Στάζουν του Χρήστου τα τυροκομιά», και ρίχναν τις σακούλες και έλεγε ο παπάς: «Στάζουν του Χρήστου τα τυροκομιά». Ήταν… ο Παπα-Γεωργουλής, είχε πάει τότε για μετεκπαίδευση και ήτανε ένας από τα Πηγαδάκια φερμένος, παπάς. Τα Πηγαδάκια ήτανε τότε μικρή ενορία και δεν ήτανε, εδώ Βέρβενα πέρναγε καλά ο παπάς. Του απαντάω εδώ ερχόταν να δοξολογήσει και στάζαν οι γιαούρτες: «Στάζουν του Χρήστου τα τυροκομιά, σταζουν! Τήρα παπά, τήρα!», ο παπάς.
Πείτε μου και για το χωριό τώρα, πώς το βλέπετε τ[01:10:00]ώρα ότι είναι.
Το χωριό τώρα ένα καλό έχει, που το διατηρούνε, αλλά το χωριό έχει υποβιβαστεί, όχι 50% και 70% μπορώ να σου πω δηλαδή. Πηγαίνουνε για 2 μήνες και κείνοι ‘κει. Εχάθηκε η κτηνοτροφία που ήταν 20.000 αιγοπρόβατα στο χωριό. Τώρα αν είναι 1000 και κείνοι που τα έχουνε μαλώνουνε και μεταξύ τους για τα κτήματα του κόσμου. Δεν καλλιεργεί κάνεις τίποτα. Πηγαίνουνε, σπέρνουνε εκείνοι που έχουν τα πρόβατα σανά, είναι κάποιοι που σπέρνει σανά και τα μπαλιάζει, εχει τρακτέρ κάποιος Μελιγιώτης εδώ και υποβιβάστηκε το χωριό. Δεν έχει τίποτα. Ότι αξίζει σαν χωριό λέω, γιατί δεν άφησε κανείς σπίτι να γκρεμιστεί εκτός από εκείνη τη μηχανή που σου ‘λεγα εκεί. Αν είναι κανένα φιλονικούμενο, που δεν συμφωνούνε και γκρεμιστεί, όλοι έχουνε φτιάξει τα σπίτια τους, το χωριό καθαρότατο, λουλούδια, πανηγύρι που γίνεται, 3 πανηγύρια. Τώρα γινότανε και του Αγιο-Λιός, τώρα δεν γίνεται. Τώρα κάνουνε και του Προδρόμου πανηγύρι, της Άγιας Άννης, της Παναγίας. Στα 3 πανηγύρια γεμίζει το χωριό. έρχονται με τα αυτοκίνητα, φεύγουνε, αλλά γενικά δεν υπάρχουνε δουλειές, δεν υπάρχουνε δουλειές. Έχει φύγει ο κόσμος. Και έχει φύγει δηλαδή δικαιολογημένα, όχι αδικαιολόγητα. Γιατί κι εγώ είχαμε ένα μαγαζί εκεί που είναι δικό μας και το δουλέψαμε με τα παιδιά τα δικά μας, εδουλεύανε 2 μήνες εκεί και μετά δεν είχαν τι να κάνουν. Και τώρα εμείνανε, εμείνανε εδώ και το ‘χουμε νοικιάσει σε κάποιον που εκείνος έχει πρόβατα, έχει 3 κορίτσια. Αλλά έχει πρόβατα και ανεβαίνει απάνω με τα πρόβατα και τα κορίτσια δουλεύουνε, καλά κορίτσια και δουλεύει το καφενείο κείνο ‘κει, αλλά δουλεύει από τις 10 Ιουλίου μέχρι το... ούτε και μέχρι τις 28 του Οκτώβρη. Γιατί το καφενείο το κρατάγαμε μέχρι το Νοέμβρη τότε, τώρα τι να κάνει, δεν δουλεύει. Πηγαίνουνε οι νεαροί από ‘δω, πηγαίνουνε για μια βραδιά δηλαδή πηγαίνουνε και ξαναφεύγουνε. Δεν είναι, δεν υπάρχει μόνιμη δουλειά δηλαδή για να δουλέψουνε, να δουλέψει το χωριό. Και όλα τα ορεινά, αλλά μιλάω για το δικό μας δηλαδή. Τα Πηγαδάκια λέει, το καλοκαίρι –ήταν κείνο ένα χωριό αρκετό– τα Πηγαδάκια δεν είχαν ούτε και καφενείο. Στα Βέρβενα, γιατί τώρα κάναμε και έναν δρόμο, στα Πηγαδάκια, δεν υπήρχε δρόμος δημοσιά ούτε στα Δολιανά ούτε στα Πηγαδάκια. Ο Νίκος τούτος ο πρόεδρος, ο δικός μας, έκανε αυτούς τους δρόμους και τον εκατηγόρησαν κιόλας ορισμένοι ότι θα φέρει τους γύφτους. Οι γύφτοι άμα θέλουν να ‘ρθούνε... για το δρόμο που έκανε. Και ερχόντουσαν κάτι Πηγαδιώτες το καλοκαίρι στα Βέρβενα, λέει, δεν υπάρχει ούτε τσιγάρο ούτε καφενείο ούτε τίποτα. Άμα θέλουν τσιγάρο θα πάνε στο Αλεποχώρι, θα πάνε στην Τρίπολη ξέρω 'γω, άμα θέλει κάποιος τσιγάρο, θα κάνει τα κουμάντα του. Γι’ αυτό έχει υποβαθμιστεί το χωριό.
Δε θέλετε να μας πείτε τι έγινε; Γιατί απ’ ό,τι θυμάμαι –πότε έγινε αυτό, πέρυσι– έγινε χαμός στην περιοχή ότι κλέψανε τα σπίτια.
Ναι, πέρυσι πρόπερσι ήτανε, ήρθανε, ενοχοποιούσαν κιόλας… είχαμε έναν μανάβη, εγώ... για εξαιρετικός άνθρωπος φαίνεται, και το χωριό τον υποστηρίζει τόσο πολύ γιατί φέρνει καλά πράγματα και σ’ αφήνει και διαλέγεις. Και λέγανε ότι ίσως κι αυτός να τους έστειλε. Ήρθαν και πέρασε ένας, μια περιοχή, εκείνοι κυνήγησαν περισσότερο τη μια πλευρά του χωριού, του χαλκώματος ως επί το πλείστον, εκείνα έχουν λεφτά δηλαδή. Όπου βρήκανε χαλκώματα τα πήρανε, πια δεν ξαναφάνηκε τέτοιο πράγμα. Άλλη μια φορά ήτανε άλλος ένας, ο οποίος κι εκείνος ποιος ξέρει, κρυβότανε κι ήρθε, άνοιξε, εκεί δεν είχαμε τίποτα, εκείνος πήρε ένα μπουφάν του παιδιού, πήρε εκεί, άφησε το δικό του που ήταν παλιό και πήρε που ‘τανε καινούριο φαίνεται, θα άφησε το παλιό εκεί. Το πετάξαμε εμείς. Άφησε εκείνο και πήρε, άνοιξε 2-3 σπίτια εκεί στη γειτονιά. Στο ένα είχε μαγειρέψει κιόλας μέσα, γιατί αφήνουν και το... όπως και τώρα αφήναμε πατάτα στο χωριό, αφήναμε χυλοπίτες, ξέρω ‘γω, κάτι να βρίσκεται, όπως πηγαίναμε από ‘δω. Ε, ψωμί, κάνα παξιμάδι άμα είχαμε και αφήναμε, δεν αφήναμε. Και βρέθηκε κάποιος, ο οποίος ή δεν ήταν στα καλά του ή δεν ξέρω, κάπου τον εβρήκανε και τον έπιασαν. Γενικά, τον καιρό που υπήρχανε φυλάκοι και οικοφυλάκοι και κλεψιές δεν γινόντουσαν, τώρα που δεν υπάρχει κάνεις δε γίνεται τίποτα.
Θέλω να μου πείτε και για το Βερβενιώτικο το σχολείο στο Άστρος.
Το Βερβενιώτικο το έφτιαξε η αδελφότητα στην Αμερική. Η αδελφότητα ήτανε μεγάλος σύλλογος τότε εκεί πέρα. Ήκμαζε μέχρι και το ‘50 ακόμα μπορώ να σου πω, τώρα έχει σχεδόν διαλυθεί. Και έφτιαξε το σχολείο κείνο ‘κει. Έφτιαξε υδραγωγείο στο Άστρος, από τη Λουκού, το έφερε το Σούγελο, μέχρι εδώ κάτω. Έφτιαξε στο Ξεροπήγαδο από τη Ζάβιτσα υδραγωγείο κάτω. Έφτιαξε κείνα τα μεγάλα έργα, δηλαδή και την εκκλησία τους Αγίους Αναργύρους και συνέβαλε κι εκεί. Η εκκλησία, έφτιαξε την Παναγία στα Βέρβενα, πολλά λεφτά η Παναγία. Έφτιαξε μια πτέρυγα στο σχολείο, κείνο το σχολείο που έχουμε στα Βέρβενα το είχε ο σύλλογος φτιαγμένα. Έφτιαξε δίπλα σε εκείνο, άλλη μια πτέρυγα τώρα, καλή η αδελφότητα. Είχε βοηθήσει η αδελφότητα, είχε φτιάσει έργα πολλά. Έφτιαξε τα μνημεία στο χωρίο, τον Ερμή στην καμάρα, το μνημείο κείνο ‘κει. Αυτά η αδελφότητα τα έχει φτιάξει όλα. Αλλά τότε κοίταγαν και πίσω, τώρα είναι 3η-4η-5η γενιά εκεί στην αδελφότητα, δεν εβρέθηκε και κανένας κατάλληλος ξέρω ‘γω, δεν κάνει τίποτα τώρα. Ναι, έχουμε –ξέχασα να το πω– ένα κληροδότημα στα Βέρβενα από έναν Γκαύρο. ο οποίος το κληροδότημα αυτό είναι 1.000.000 δολάρια. Το κληροδότημα αυτό, το ήθελε να γίνει για το σχολείο τω Βερβένων, αλλά των Βερβένων στα Βέρβενα. Κι αν το προσβάλλουνε –όποιος το προσβάλλει– θα παίρνει 1 δολάριο από τους συγγενείς του δηλαδή. Προσπάθησαν να το προσβάλουν, σόγια του αυτά, άλλα θα ‘παιρνε 1 δολάριο. Καταφέραμε και το φέραμε το –ήταν στην Αμερική αυτό– κατάφεραν και το ‘φεραν εδώ και τώρα είναι εδώ το κληροδότημα αυτό, άλλα δεν ξέρουνε πώς να το χρησιμοποιήσουν. Να το χρησιμοποιήσουν στο σχολείο των Βερβένων εδώ –αν και το σχολείο δεν έχει ανάγκες, είναι σχολείο καλό δηλαδή– αλλά κάτι να μεταχειριστούν να μην πάει χαμένο. Kαι δεν ξέρω, εκκρεμεί κι αυτό δηλαδή ακόμα, δεν το ‘χουν τακτοποιήσει. Ναι, Tσουραπάς ήταν ένας από τους Τσουραπαίους –όχι απ’ αυτούς που είχαν την ΕΒΓΑ, ξαδέρφια εκείνωνε– και στην Αμερική είχε ειπεί στο σύλλογο, στην αδελφότητα, αδελφότητα τη λέγανε, είχε πει να κάνουνε ένα ταμείο και να σπουδάζουνε παιδιά στα Βέρβενα. Και δεν τον ακούσανε και φτιάξανε την Παναγία κι αυτά και όταν ήρθε στα Βέρβενα το ‘30, είχε τελειώσει η εκκλησία, ήταν ένας μπάρμπας μου, ένας Καρκούλης αγροφύλακας. Και ‘κει στο κάτω σχολειό που έχουμε του λέει: «Βλέπεις, κυρ-Γιάννη, με τα χρήματα που στείλατε που φτιάξαμε την Παναγία;». Και κούνησε το κεφάλι του λέει: «Kώστα μου, η Παναγία αν ήταν και μικρότερη, τους συγχώραγε τους Βερβενιώτες. Εγώ ήθελα άλλα πράγματα, εγώ ήθελα να βγάλω επιστήμονες και δεν μ’ ακούσανε». Και έχει αφήσει ένα κληροδότημα στο χωριό, αλλά είναι μικρό και βραβεύει κάθε χρόνο 5 παιδιά της Αγίας Άννης που κάνουμε το πανηγύρι. Πηγαίνουν στον Ερμή εκεί πάνω και βγάζουνε λόγο και όσα παιδιά αριστεύουν εδώ τα βραβεύει. Και την ίδια δουλειά, δεν είχε πολλά λεφτά, εκείνα που είχε τα άφησε για αυτό το όνειρο που είχε. Και η γυναίκα του, ήταν από –δεν είχε παιδιά κι αυτός– η γυναίκα του ήταν από νησί και την ίδια δουλειά κάνει και η γυναίκα του στο νησί που είναι. Συνεννοήθηκαν μαζί, χώρισαν ό,τι είχαν τα λεφτά, ό,τι είχε ο καθένας, πεθαμένοι και οι δυο τώρα. Αλλά το κληροδότημα και στο νησί που είναι η καταγωγή της από ‘κει, κάνει την ίδια δουλειά. Και το λέω αυτό δηλαδή τώρα που ήθελαν να γίνουν επιστήμονες, να βγάλει το χωριό επιστήμονες. Λέει: «Εγώ ήθελα άλλα πράγματα» του λέει του μπάρμπα μου και το συζητάω αυτό και με δάσκαλους και τέτοια, το οποίο δεν το ήξεραν, δεν το είχαν ακούσει, το είχα ακούσει εγώ από τον μπάρμπα μου, που μου το είχε πει ότι: «Κώστα μου -κούνησε το κεφάλι- και μικρότερη να ήταν η Παναγία τους είχε συγχωρεμένους. Εγώ ήθελα γράμματα, γιατί έφυγα αγράμματος από το χωριό», λέει και ήθελε γράμματα, αλλά επέρασε των πολλών, δεν τον ακούσανε να βάλουν στην πάντα ένα ταμείο και να σπουδάζει παιδιά. Η άλλη γιαγιά, η προ-γιαγιά σου η Χαρίκλεια, από τους Βελισσαραίους, είχε ένα γιο και σκοτώθηκε το ‘18. Και είχε κι άλλο ένα γιο, ο μικρός ο Κώστας, που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο [01:20:00]και εγώ ήμουνα τότε... '49, ήμουνα 20 χρονών. Ήτανε Μάης και ο κόσμος ήρθε για θέρο κάτω και το χωριό είχε κάπως ερημώσει. Στο χωριό είχαμε τότε μια διμοιρία αστυνομίες –γιατί ήταν ο εμφύλιος ακόμα– ήταν 20 αστυνομικοί. Και επήγαμε το δίσκο, τα 40 του Κώστα, που θα γινότανε. Και πήρανε εμένα τότε, γιατί δεν υπήρχαν νέοι άνθρωποι τότε, σου λέω ήταν στο θέρο, εγώ είχα τσαγκάρικο στο χωριό και ήμουνα εκεί, έτυχε και πήγα να πάρω το δίσκο. 2 χωροφυλάκοι, επήγα με το δίσκο, υπό μάλης τα όπλα, επειδή ήταν και λοχίας ο μακαρίτης ο Κώστας, ήτανε στρατιώτης, είχε σκοτωθεί και μόλις επεράσαμε την πλατεία –την ξέρεις την πλατεία, έχεις πάει πλατεία– εκεί είναι το Ηρώο και μάλιστα είχε ξεμπλεχτεί η θεια-Χαρίκλεια «Γιώργηηη καρτέρα και τον Κώστα!». Κόντεψε να μου πέσει ο δίσκος από τα χέρια. Συγκινήθηκε ο κόσμος δηλαδή, δυο παιδιά, στο στρατό και τα 2 σκοτωμένα. Κι αυτό πραγματικά δηλαδή το θυμάμαι. Κι έλεγε μια φορά ο δάσκαλος ο Μούσγος, ότι η θεια-Χαρίκλεια στην πλατεία στο Άστρος λέει... «Ποια πλατεία στο Άστρος;» του λέω, «Εγώ πήγαινα το δίσκο, στα Βέρβενα ήταν» του λέω. Έτσι το είχε ακούσει ο Μούσγος και έλεγε ότι ήτανε στο Άστρος. Εθρήνησε ο κόσμος δηλαδή από πίσω που πηγαίναμε, πηγαίναμε για την εκκλησία το δίσκο δηλαδή στην εκκλησία. Δυο εορτές που έχουμε το καλοκαίρι, κάνουμε 4 του Αγιο-Λιός και της Αγιας Άννης, της Παναγίας και του Προδρόμου, αλλά οι δυο γιορτές της Αγίας Άννης και της Παναγίας, η εικόνα περιφέρεται σε όλο το χωριό. Γυρνάει από ‘κει, πηγαίνει στον Πρόδρομο, έρχεται κύκλο όλο το χωριό και στις 2 εορτές και τελειώνει στις 23:00-23:30 τελειώνει η εκκλησία, γιατί γίνεται η περιφορά, μία ώρα σχεδόν η περιφορά να γυρίσει το χωριό. Και σε κάθε εκκλησία πηγαίνει στον Πρόδρομο διαβάζει, έρχεται στην καμάρα που είναι ο Αϊ-Γιώργης, διαβάζει, πηγαίνει στον Αγιο-Θανάση, τη διαβάζει και τελικά πηγαίνει στην Παναγία, γιατί στην Παναγία γίνονται και οι 2 οι γιορτές και της Αγίας Άννης και της Παναγίας. Δεν το είχα αυτό πει, ότι κάνουμε την περιφορά της εικόνας σε όλο το χωριό, όχι στην εκκλησία μόνο –όπως κάνουνε γύρω από την εκκλησία– εμείς την κάνουμε σε όλο το χωριό. Και έρχονται και πολλοί ξένοι και ακολουθούνε. Εκτόςό κάνας γέρος αν δεν μπορεί. Παιδιά μικρά και αυτά ακολουθούνε, 300-400 άτομα 500, ξέρω ‘γω, κάτι φορές μπορεί να ‘ναι.
Πιστεύετε κάποια στιγμή στο μέλλον, θα γυρίσει ο πολύς κόσμος στο χωριό;
Δεν το νομίζω, δεν το νομίζω, γιατί οι νέοι έχουνε δουλειές, οι γέροι θέλουν κοντά το πιεσόμετρο, το γιατρό και δεν το νομίζω για να τους... Βλέπω κι εμείς δηλαδή που τα παιδιά μας δεν θέλουν να μας αφήσουνε να πάμε, ακόμα που τέλος πάντων έχουμε το λογικό μας και κυκλοφορούμε, αλλά νιώθουνε ανασφάλεια. Να μας αφήσουνε στο χωριό και δεν το νομίζω ότι θα... Αν βρεθεί καμιά άλλη φάμπρικα, ανοίξει κάνα –πώς να το πω– κάνα μεταλλείο, κάνα εργοστάσιο, κάνα τέτοιο και βρουν οι νέοι δουλειά, που δεν το βλέπω. Γιατί λέγαν ότι είναι σε κάνα δυο μεριές κάτι πέτρες σαν ασήμι βγάνουν και λέγαν να κάνουν ανασκαφές, για να κάνουν αυτό, που δεν το βλέπω δηλαδή. Δεν το βλέπω. Θα πηγαίνουν από ‘δω για μια βραδιά δηλαδή για 2, θα ξαναγυρνάνε στις δουλειές τους. Οι δάσκαλοι που είναι νεότεροι, που παίρνουν τις συντάξεις τους κι αυτά, εκείνοι μπορούν να πάνε, άλλα ένας δάσκαλος που πήρε τη σύνταξη του και έφτιαξε ένα καλό σπίτι στο χωριό –το είχε φτιάξει, ήταν το σπίτι, αλλά το έφτιαξε ακόμα καλύτερα– δεν τον σηκώνει το υψόμετρο τώρα. Το οξυγόνο. Δεν έχει οξυγόνο και πήγε, ήρθαν και τα παιδιά του εκεί, τον πήραν άρον-άρον. Τον εβρήκα πέρυσι μια φορά, μου λέει: «Θα φύγω δε μένω εδώ, ήρθα έτσι για να δω το σπίτι». Το ένα παιδί –είχε δύο παιδιά– το ένα θα τον έφερνε πίσω κάτω και το άλλο θα ‘μενε ‘κει, έτσι να δει το σπίτι, δεν το βλέπω. Του χρόνου λένε –επειδή θα είναι σε όλη την Ελλάδα τα πανηγύρια που θα γίνουν– να κάνουν και την αναπαράσταση, αν μπορέσουν και την κάνουν. Χρειάζεται δουλειά όμως εκείνο, χρειάζονται νέοι άνθρωποι, όχι δουλειά, αυτό το σενάριο υπάρχει.
Πώς γίνεται αυτή η αναπαράσταση;
Η αναπαράσταση αυτή γίνεται... ξεκινάει ότι ήρθαν οι Τούρκοι στου Λούβρου, στην απάνω μεριά του χωριού και βάνανε μια σημαία τούρκικη. Γίνεται από ‘δω... φουστανελάδες είναι γιατί έτσι ήταν τότε, φουστανελάδες, κάνουν την επίθεση και λέει –ένας Μανιάτης ήτανε– σκοτώνει το σημαιοφόρο τον Τούρκο, πέφτει κάτω, βάνουν άλλη. Πάει ο άλλος, σκοτώνουν και τον δεύτερο και πάνε και βάνουν την ελληνική σημαία εκεί πάνου. Ε, από ‘κει τους ανατρέπουνε τους Τούρκους προς τα Δολιανά. Ένα μέρος από τους Τούρκους περνάν από πάνω από το χωριό και έρχονται δώθε, κάνουν άλλοι επίθεση από δω, τους διώχνουν και κείνους, και μετά αφού τους διώχνουν και ‘κεινους –είναι μεγάλο σενάριο– μετά αφού τους διώξανε εκείνους που τους διώχνουνε, κάνουν την υποδοχή του Υψηλάντη που έρχεται ο Υψηλάντης. Τον περιμένουν τον Υψηλάντη, τον φέρνουν εκεί, βάνει λόγω ο Υψηλάντης, λένε ήταν και λίγο βραδύγλωσσος και το λόγο τον έβγαλε εκεί που είναι το καφενείο, ο... τέλος πάντων, δεν θυμάμαι, ο υπασπιστής του. Λοιπόν, γίνεται και η υποδοχή του Υψηλάντη. Μετά, γίνεται τον Ιμπραήμ, που ήρθε ο Ιμπραήμ και τραγουδάνε τραγούδια «Ο Ιμπραήμ ο μαυράραπας τιτάνας της αραπιάς» και τραγούδια κι αυτά και πανηγύρι μετά. Δείχνουνε την εσωτερική διχόνοια που είχε οι πολιτικοί με τους στρατιωτικούς και δεν συμφωνούσανε, δεν ήθελαν οι πολιτικοί τον Υψηλάντη και είχαν κλειστεί σε ένα σπίτι, κάστρο-σπίτι που ήταν εκεί. Και πάνε οι στρατιωτικοί να σκοτώσουν τους πολιτικούς, βγαίνει ο Κολοκοτρώνης, τους εφώναξε: «Θέλετε να τους σκοτώσουμε; Mέσα είναι και τους σκοτώνουμε, τα κάστρα είναι όλα άπαρτα, τι θα πει η Ευρώπη, τι θα πουν εκείνοι που μας βοηθάνε για την επανάσταση;» και τούτα και κείνα. Kαι γίνεται το σενάριο αυτό δηλαδή γίνεται αναπαράσταση. Μπαίνει ο Κολοκοτρώνης, έρχεται από ‘κει με την περικεφαλαία του, «Έλληνες!», φωνάζει, ένα ωραίο πράγμα, αλλά χρειάζεται τουλάχιστον 100 άτομα να ντυθούν φουστανελάδες, να ντυθεί Υψηλάντης, να ντυθεί Κολοκοτρώνης, να ντυθεί ο Βρεσθένης, να ντυθεί παπάδες, στολές... Το σενάριο αυτό το έφτιαξε ένας Βερβενιώτης, Πλαϊνός, αυτός ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος. Πλαϊνοί ήταν στην Αμερική, αυτός δεν ήταν στην Αμερική ήταν εδώ, και ο δάσκαλος ο Καραμαντζάνης, μία Μουρλούκου, 3-4 που ξεκινήσανε, συνήθως αυτός το είχε φτιάξει το σενάριο και ήρθε κάποιος τώρα το ‘70 που το ξαναπαίξαμε ήρθε ένας ηθοποιός Καστρίτης, και του ‘κανε εντύπωση. Ούτε ηθοποιός να ήτανε δηλαδή να είχε κάνει αυτό το σενάριο, ήταν και μορφωμένος άνθρωπος ας πούμε κι εκείνος. Ο οποίος στα τελευταία του αυτοκτόνησε, τώρα τι του ‘φταιξε και τι έγινε, δεν ξέρω. Έχουνε κασέτες, αυτές οι κασέτες εκυκλοφόρησαν στην αδελφότητα, πόσες ήταν από ‘δω. Ναι, στην αδελφότητα, ναι.
Εσείς είχατε ντυθεί, κύριε Γιάννη, καμιά φορά;
Ποιο;
Είχατε ντυθεί στην αναπαράσταση ποτέ;
Δεν είχα ντυθεί, γιατί είχα το καφενείο εκεί και δεν είχα ντυθεί. Αλλά στην πλατεία ήταν άλλο πράγμα, στην πλατεία είχαμε κάνει το γάμο του χωριού. Να, αυτό παραλείψαμε να το κάνουμε. Ο σύλλογος, ναι και έγινε ένα γλέντι. Κάναμε το γάμο του χωριού κι εγώ είχα ντυθεί φουστανελάς και είχα τραγουδήσει τραγούδια του γάμου που εκάνανε. Ερχόταν από ‘κει η νύφη με το αυτό και τραγουδάγαμε και παλαμάκια και τράβηξαν, έχουνε βγάλει βίντεο και αυτού.
Θυμάστε κάνα τραγούδι να μας πείτε;
Πώς δεν θυμάμαι τραγούδια; Τραγούδια πολλά θυμάμαι: «Μια βλάχα Βερβενιώτισσα...», το ‘χουμε και σε κασέτα, με το Σπύρο, γραμμένα και ‘γω τραγούδαγα και η Ελένη τραγούδαγε. Της τραγουδάγαμε τότε τη νύφη, ναι: «Εγώ θα πάω σε άλλο χωριό, σε άλλο... έχετε γεια γειτόνισσες κι εσείς γειτονοπούλες, που εγώ θα πάω σε άλλο χωριό σε άλλες γειτονοπούλες, θα κάνω ξένους συγγενείς, τους συγγενείς μου ξένους».
Και μιας και λέγαμε για φουστανέλα, θυμάστε το... Μου είχε πει η φίλη μου για τον παππού της, το Θεόφιλο, που ήταν ο τελευταίος φουστανελάς.
Ήταν–
Τον θυμάστε;
Παντελής.
Παντελής ήτανε;
Δεν είχε φουστανέλα λευκή, είχε [01:30:00]πουκαμίσα μαύρη, ήταν κι εκείνη απ’ έξω ήτανε, αλλά δεν ήταν η λευκή που είχε και τις λόξες τις πολλές και άμα έκαναν φούρλα άνοιγε αυτή όλη, ήτανε έτσι. Ήταν ορισμένοι που ήθελαν έτσι. Αυτός ο μπαρμπα-Θοδωρής–
Θοδωρής, ναι.
Eίχε αυτή τη φουστανέλα.
Οπότε να σας ευχαριστήσω; Τι λέτε;
Ε;
Να σας ευχαριστήσω; Να το κλείσουμε; Τι λέτε;
Όπως θέλεις!
Ωραία και θα τα ξαναπούμε, δεν χανόμαστε.
Κλεισ’ το, και πάλι άμα θέλεις να ‘ρθεις... Η γρια φέρνει τις στολές που έχει φτιαγμένα!
Ωραία, οπότε σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Γιάννη.
Εντάξει, να 'σαι καλά.
Θα τα ξαναπούμε. Ήτανε πολύ σημαντικά αυτά που μου είπατε και δε χανόμαστε.
Εντάξει, με το καλό, όποτε μπορείς και καλή πρόοδο να 'χεις.
Να ΄στε καλά, να 'στε καλά.
Φωτογραφίες

Ο μπαρμπα-Γιάννης και η ...

Ο αφηγητής κρατώντας μία ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Γιάννης Καρκούλης αναφέρεται στην ιστορία των Βερβενιωτών Αρκαδίας όπως την έζησε από παιδί. Αναφέρεται στη μάχη των Βερβένων και την σύγχρονη αναπαράστασή της, στην καθημερινή ζωή και στα έθιμα στα Βέρβενα και σε ιστορίες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Επιπλέον, εστιάζει στα παιδικά του χρόνια, στα χρόνια της δικτατορίας, στις ιστορίες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο και, τέλος, στην αδελφότητα των Βερβενιωτών της Αμερικής και τα έργα της.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Καρκούλης
Ερευνητές/τριες
Μαριτίνα Βλαχάκη
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/06/2020
Διάρκεια
90'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Γιάννης Καρκούλης αναφέρεται στην ιστορία των Βερβενιωτών Αρκαδίας όπως την έζησε από παιδί. Αναφέρεται στη μάχη των Βερβένων και την σύγχρονη αναπαράστασή της, στην καθημερινή ζωή και στα έθιμα στα Βέρβενα και σε ιστορίες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Επιπλέον, εστιάζει στα παιδικά του χρόνια, στα χρόνια της δικτατορίας, στις ιστορίες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο και, τέλος, στην αδελφότητα των Βερβενιωτών της Αμερικής και τα έργα της.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Καρκούλης
Ερευνητές/τριες
Μαριτίνα Βλαχάκη
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/06/2020
Διάρκεια
90'