© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Μια μαρτυρία από τον Εμφύλιο στον Νομό Σερρών
Κωδικός Ιστορίας
14972
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευάγγελος Χηρούδης (Ε.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/02/2020
Ερευνητής/τρια
Μαρία Χηρούδη (Μ.Χ.)
[00:00:00]Είμαι ερευνήτρια στο Istorima, είναι 15 Φεβρουαρίου 2020. Βρισκόμαστε στη Νικόκλεια Σερρών και πραγματοποιούμε τη δεύτερη συνέντευξη. Καλησπέρα, πώς ονομάζεστε;
Ευάγγελος Χηρούδης.
Τι επαγγέλεσθε, ποια ήταν η ιδιότητά σας;
Αγρότης.
Πότε γεννηθήκατε και πού ζήσατε τα παιδικά σας χρόνια;
Το 1937 γεννήθηκα.
Και πού μεγαλώσατε, πού ζήσατε;
Στη Νικόκλεια.
Πώς ήταν η ζωή εκεί; Μιλήστε μου για την καθημερινότητά σας.
Η ζωή; Να αρχίσω, όμως, απ’ το σχολείο;
Απ’ όπου θέλετε!
Ναι, σου είπα, πήγα στην Αγία Παρασκευή στο σχολειό. Το ’45 με έδιωξε ο δάσκαλος, είχε πολλά παιδιά. Πηγαίνω στη Σαμιά, με διώχνει ο δάσκαλος, πολλά παιδιά. Ύστερα πήγα στη Βέργη και τετράδια δεν είχαμε, βιβλία δεν είχαμε. Ένα βιβλίο διάβαζαν πέντε παιδιά απόψε, το πρωί να πούμε ανάγνωση στον δάσκαλο. Ο δάσκαλος μας έλεγε: «1+1 πόσο κάνουν;». Σήκωναν από τη Βέργη τα παιδιά, σήκωναν το χέρι, «1+1 πόσο κάνει;», μας έλεγε. «Δεν ξέρουμε», άλλα έτσι [Δ.Α.] έλεγαν: «1+1 κάνουν 3». Τέλος από εκεί και φύγαμε.
Έχετε αδέρφια και τι ηλικίες είναι τα αδέρφια σας;
Αδέρφια; Πώς, με τη Θεοχαρίτσα πέντε ήμασταν το ’45.
Η οικογένειά σας πώς ήταν; Η μητέρα σας, ο πατέρας σας;
Η μητέρα μου καλά, αλλά ο πατέρας μου το ’44 τον έσφαξαν.
Τι γνωρίζετε για τον θάνατο του πατέρα σας; Πώς βιώσατε αυτό το γεγονός;
Θα σου πω. Εκείνο το βράδυ, την Κυριακή το βράδυ που τους μάζεψαν και τους έδεσαν τα χέρια οι Τσαρπισνοί με σύρματα δυνατά, με τανάλιες τα έσφιξαν, και το πρωί εγώ ήμουν, πήγαινα στον Στράτο αν έχεις ακουστά.
Ποια μέρα ήταν αυτή ακριβώς, θυμάστε;
19 Νοεμβρίου ήταν.
Και το έτος;
19 Νοεμβρίου. Πήγαινα πρωί πρωί εγώ εκεί στον Στρατή, παίζαμε και περνούσαν, δύο γειτόνισσες ήταν. Η μια ήταν συναγωνίστρια-κομμουνίστρια και η μία ήταν, ο άντρας της την λέει αυτή: «Μαρή Βαρσαμίνα, τέτοιος πάει στο σχολειό, και ακόμα δεν γύρισε!». «Α», λέει η κομμουνίστρια, «όποιος πηγαίνει στο σχολειό, τον κρατούν μέσα». Εγώ ήμουν διάβολος όμως! Μόλις άκουσα έτσι, καπνός από εκεί, κουσί στο σπίτι. Πάω να του μιλήσω του πατέρα μου αλλαγμένος, ταιριασμένος να πάει να δώσει το παρών. Αλλά παιδάκι τώρα, 7 χρονών παιδάκι, και δεν είδαν λαχτάρες ο κόσμος, λέω: «Πατέρα, όποιος πηγαίνει στο σχολειό, τον κρατούν μέσα». Δεν έδωσε σημασία. Πάει και ξανά δεν γύρισε. Το βράδυ στις 19 Ιανουαρίου... Όχι, τον Ιανουάριο, τον Νοέμβριο μωρέ, 19 Νοεμβρίου, σήκωσαν ογδόντα πέντε άτομα. Βέργη, Σησαμιά και Νικόκλεια. Η Νικόκλεια είχε σαράντα πέντε-σαράντα έξι άτομα.
Και πού τους πήγαιναν; Τι ξέρετε γι’ αυτό;
Τους πήγαν, τους σήκωσαν νύχτα και έδωσαν διαταγή οι αντάρτες: «Απόψε τα σκυλιά θα τα δέσετε όλοι. Φώτα στα σπίτια δεν θα υπάρχουν. Θα κρεμάσετε κουβέρτες!», για να μην βγει ο κόσμος, να μην ακούσει τίποτα. Και τους σήκωσαν ακριβώς από το σύνορο που μας χωρίζει από την Τερπνή, Καντάρι το λέγαμε εμείς, έναν καιρό από τα αρχαία χρόνια, στα βυζαντινά ήταν, μου φαίνεται είχαν καντάρια. Κρατούσαν [Δ.Α.] ήταν. Κατέβαιναν από τη Θεσσαλονίκη αυτοί που έκαναν την πραμάτεια και πουλούσαν στα Βαλκάνια, περνούσαν από εκεί, ζύγιζαν και κρατούσαν τη δεκάτη, την έλεγαν έναν καιρό.
Και τους πήγαν σε εκείνο το μέρος;
Εκείνο το μέρος το έλεγαν Καντάρι, το όνομά του. Αλλά από εκεί να φύγουμε τώρα.
Σας είπανε: «Δεν θα βγείτε εκείνο το βράδυ έξω».
Ναι!
Γιατί, τι θα τους έκαναν, τα άτομα που ήταν στο σχολείο και θα τα πήγαιναν σε αυτό το μέρος έξω από το χωριό; Τι ξέρατε, τι ακούγατε από τους άλλους;
Τίποτα δεν ακούσαμε, δεν ήξερε κανένας τίποτα, τίποτα εκείνο το βράδυ. Σου είπα, τους έδεσαν και ακριβώς από εκεί που συνορεύουν στην Τερπνή, μέχρι εκεί τους[00:05:00] πήγαν τη νύχτα και γύρισαν ανηφορικά για τα Τραπέζια.
Εκεί τι ακριβώς έγινε; Τι ξέρετε ότι έγινε;
Στα Τραπέζια; Στα Τραπέζια θα σου πω τι άκουσα. Στη Λυγαριά ένας Σαρακατσάνος –γιατί κάθε μήνα με το που πληρωνόμασταν κάναμε ένα τραπέζι, ήμασταν εγώ χωρίς γυναίκα, είχε έναν χωροφύλακα στο Νερατζί, πέθανε η γυναίκα του, ο παππούς του και αυτού πέθανε η γυναίκα του και ο πρόεδρος της Λυγαριάς, τέσσερα-πέντε άτομα, και ο καφετζής κάναμε τραπέζι και τρώγαμε καμιά ρετσίνα, κάνα σουβλάκι. Και αυτός ο Σαρακατσάνος την πρώτη φορά, την πρώτη χρονιά μου λέει: «Και όταν την πήγαιναν τη φάλαγγα προς τα Τραπέζια, έχει μια τοποθεσία, Λιάσκα το έλεγαν». Λέω: «Πότε;», λέει: «Εμείς ήμασταν κάτω και απάνω στον ορίζοντα τη φάλαγγα τη ρίξαν». Μου έλεγε ψέματα. Την άλλη τη χρονιά ξέχασε τι μου είπε. Μου είπε όμως ότι: «Τη φάλαγγα την πέρασαν από τους κρατούμενους, εκεί που ανηφορίζει και κατηφορίζει ο δρόμος, εκεί! Συναντιούνται με των Τσαρπισνιών τον δρόμο. Δεξιά έχει μια πουλιάνα, μια απλωσιά. Τα μαντριά μας τα είχαμε εκεί και πέρασαν τους κρατούμενους από μπροστά απ’ την πόρτα απ’ το μαντρί μας! Απέναντι πέρασαν στο χωράφι μέσα και από εκεί ίσια κάτω μέσα στο λάκκο τους έσφαξαν». Με λέει: «Όλα είναι αλήθεια. Μα όλα όλα!». Ένα μόνο είναι ψέματα. Τώρα και ψέματα ήταν! Γιατί ήταν ψέματα; Γιατί αυτοί τους πήγαιναν να τους σφάξουν, να μην βρούμε κανέναν. Να μην τους βρουν οι δικοί μας. Και αυτό ήταν ψέματα ότι τους κρέμασαν, λέει, τον κρέμασαν στο Καραγάτσι και του έβγαλαν τα μάτια του. Αυτό είναι ψέμα. Γιατί να τον κρεμάσουν; Την επαύριον το πρωί όλοι έψαχναν. Μπαμπάδες, παππούδες, όλοι έψαχναν. Τσαρπισνοί πάλι είχε πολλοί στην εκτέλεση.
Την επόμενη μέρα τη θυμάστε ή είναι πάλι από αφηγήσεις που ακούσατε; Τους πηγαίνουν όλους, λοιπόν, στα Τραπέζια, δεν ξέρετε τι έγινε. Την επόμενη μέρα τι ήταν, τo θυμάστε;
Είπα, την επόμενη μέρα όλοι, άλλος του αδελφού, του άλλο το παιδί του και ο παππούς ο δικός μας. Σου είπα για το αλογάκι, είχαμε καλό αλογάκι. Χιόνια πολλά, πάρα πολλά. Και αυτός ο παπαδιός ένας Τσαρπισνός τον σταυρώνει, του λέει: «Δημήτρη, πού θα πας;», το κατάλαβε ο Τσαρπισνός, «Θα πάω να πάρω κανένα γουρούνι!». Ψέματα! Του λέει: «Δημήτρη, εκεί θα πας. Ίσια κάτω μέσα στον λάκκο είναι» λέει. Γιατί ήταν ο αδερφός του μέσα! Ο πάππος πάλι, ο δικός μας, ο πάππος ο Χήρος τους είδε τους σκοτωμένους όλους. Εκεί μέσα στον λάκκο ήταν, γαμώ τα σκυλιά τους γαμώ. Ύστερα, Μαρία, γίνεσαι εγκληματίας. Δεν λυπάμαι ούτε τον Χριστό! Ούτε ο Χριστός μαρτύρησε με τέτοια. Τέτοιο κρίμα, τέτοια τυράννια! Και με μια μαχαιριά εδώ πέρα στην καρδιά, τους έσφαξαν μια στοίβα. Το αίμα ποτάμι ίσια κάτω του πατέρα μου, τελευταίος ήταν στη φάλαγγα.
Πώς λέγονταν ο πατέρας σας;
Θεοχάρης. Και ο γαμπρός του, αυτός ήταν στον ΕΛΑΣ στρατιωτικός υπεύθυνος. Καμιά φορά, τελευταίος ήταν, του λέει ο πατέρας μου: «Ρε, λύσε με να φύγω μέσα στο μπαΐρι». Τον τραβάει και μια κονταριά στην πλάτη, του δίνει, ίσια κάτω τον έσυρε – και δεν ήρθες καμιά φορά στα Τραπέζια, εκεί που κατεβαίνουμε, ίσια κάτω. Ως εδώ κατεβαίνουμε, εδώ στη στροφή πηγαίνουμε για το μνημείο. Εδώ επάνω στη στροφή τον έσφαξε με μια μαχαιριά στον αυχένα. Και τον κατέβασε εκεί πέρα. Στο γόνατο, τον έπιασε από τα μαλλιά, στο γόνατο επάνω του έκοψε το λαρύγγι.
Πεθαίνει, λοιπόν, ο πατέρας σας με αυτόν τον τρόπο.
Ναι.
Ποια συναισθήματα είχατε στο εξής; Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα στην παιδική σας ηλικία, παιδική και εφηβική, πώς θεωρείτε ότι σας επηρέασε το γεγονός αυτό;
Δηλαδή τι να έχω;
Πεθαίνει ο πατέρας σας, γίνονται αυτά τα πράγματα μέσα στα πλαίσια του Εμφυλίου. Μετά πώς ήταν η ζωή στο χωριό; Πώς συνεχίστηκε η ζωή μετά από αυτό το γεγονός που συνέβη στην οικογένειά σας, στη δική σας οικογένεια, στο δικό σας σπίτι;
Στο δικό μας το σπίτι μαύρα[00:10:00] τα γράμματα ήταν. Αλλά, ευτυχώς, είχαμε καλό παππού. Καλός παππούς. Δεν ξέρω και ο πατέρας μου αν ζούσε, αν μας έβλεπε έτσι...
Ο παππούς σας δηλαδή ήταν αυτός που πήρε τα ηνία της οικογένειας;
Ναι, αυτός. Ξέχασα να σου πω, όμως ,ο παππούς τον βρήκε τον πατέρα μου την άλλη τη μέρα που πήγε και πελάγωσε ο άνθρωπος. Και εγώ σαν διάβολος, όμως, καθόμουν όλη τη νύχτα να γυρίσει ο παππούς μου!
Ξέρατε πού θα πάει, υποψιαζόσασταν; Πώς νιώθατε τότε;
Ξέραμε. Και η μάνα μου και η γιαγιά μου ήξεραν ότι πήγαινε να βρει το παιδί του. Και το βρήκε, αλλά πελάγωσε και δεν... Το βρήκε το παιδί του και δεν ήξερε τι ρούχα φορούσε. Έρχεται το βράδυ και εγώ εκεί μέσα διάβολος, λέει: «Ο Θεοχάρης τι ρούχα φορούσε;». Θυμάμαι είχε βέστα, το έλεγαν τότε, όπως ήταν τα γιλέκα, κάτι κουτάκια τόσα ήταν, και το σακάκι του. Και τον είπαν τι ρούχα φορούσε και την επαύριον ο πάππος τάραγο πάλι πάει εκεί πάνω, ήξερε πού ήταν. Πάει τον βρήκε, του έβγαλε τη βέστα, πήρε το σακάκι του, πάλι νύχτα ήρθε! Θυμάμαι έλεγε, Μαρία, θυμάμαι όπως είσαι εσύ τώρα, η γιαγιά και η μάνα μου κοιτάζουν το μαντιλούδι του πατέρα μου, τα τσιγαρόχαρτα και τον καπνό που είχε και τα ρούχα του. Χάλασε η ψυχή μου! Και άρχισαν να κλαίνε και η μάνα μου και έκλαιγα και εγώ. Και έψαχνα να βρω, Μαρία, να βρω ποιος ακριβώς –και τον βρήκα–, ποιος ακριβώς τον έσφαξε τον πατέρα μου. Τον βρήκαμε, τον βρήκα.
Μετά από πόσα χρόνια μάθατε τι ακριβώς έγινε, ποιος ήταν ο υπεύθυνος;
Ποιοι οι υπεύθυνοι; Υπεύθυνοι ήταν και αυτοί κάμποσοι, τους ξέκαναν, τους καθάρισαν. Αυτοί που τους καθάρισαν όλοι ήταν μέτοχοι στην...
Πώς νιώσατε όταν μάθατε ποιος ήταν ο υπεύθυνος; Πώς ακριβώς έγινε το γεγονός και ποιος ήταν ο υπεύθυνος για τον θάνατο του πατέρα σας;
Κανένας δεν ήξερε ποιος είναι ακριβώς υπεύθυνος. Κανένας. Κάτι ο πάππος, της μάνας μου ο πατέρας, ήξερε, τους ήξερε. Και άλλος ένας. Αυτοί τους ήξεραν γιατί ήταν η επιτροπή του ΕΛΑΣ. Και, ξέρεις, αυτεινοί δίκαζαν, αυτεινοί αθώωναν. Άμα έλεγαν αυτεινοί όλοι, όλοι! Όλοι τους έσφαξαν. Άμα έλεγαν όχι, όχι ήταν! Και το αποτέλεσμα, Μαρία, αυτό ήταν μέχρι τότε. Αλλά από εκεί και ύστερα; Εγώ δεν με χωρούσε, έψαχνα... Πολλοί Τσαρπισνοί ήταν όλοι, πολλοί είχε στην εκτέλεση. Ίσα για να σταματήσουμε στο μουχαμπέτι: «Εσύ είχες κανέναν στα Τραπέζια;», «Όχι, δεν είχα».
Οι Τσαρπισνοί που λέτε από ποιο χωριό ήταν;
Τερπνή. Τσαρπίστα τη λέμε εμείς τα παλιά. Λέω: «Δεν ξέρω εγώ, εγώ ήμουν μικρός». Δεν φανέρωνα εγώ ότι ήταν ο πατέρας μου εκεί πέρα. Ήθελα να μάθω, να βγάλω! Αρχινούσαν αυτεινοί: «Τέτοιος υπεύθυνος δικός σου, παλικάρι, τέτοιος! Και εγώ ήμουν επάνω». Και το έβαλα στην τσέπη μου. Και ένας τον Κλέαρχο –ο Κλέαρχος μπουνταλάς ήταν–, τώρα στα 75 χρόνια, του λέει έτσι στην ψύχρα: «Κλέαρχε, εσύ στα Τραπέζια έχεις κανέναν;», «Έχω, ο πάππος μου είναι». Αλλά δεν κρύφτηκε ο άνθρωπος όμως. «Και έχει, μάλλον πρέπει να έχει γαμπρό από εδώ», αυτός που τον έσφαξε τον πατέρα μου, ο πάππος του, σου είπα ήταν υπεύθυνος του ΕΛΑΣ. Λέει: «Και αυτός τον κουνιάδο του τι τον έσφαξε;». Κουνιάδος του πατέρα μου ήταν.
Πώς νιώσατε όταν το ακούσατε αυτό;
Όταν το άκουσα;
Ποια ήταν τα συναισθήματά σας μόλις μάθατε κάτι τέτοιο;
Είχα την αυτή. Ήταν κάθαρμα, ήταν τομάρι, αλήτης ήταν! Αλλά αφού έμαθα, έφυγε από μέσα μου σαν συγγενής, τον ξέγραψα. Αλλά κι αν ζούσε...
Ήσασταν θυμωμένος;[00:15:00]
Τι να είμαι; Αν ζούσε... Και αυτοί που έζησαν κι αυτοί καλό θάνατο δεν είδαν! Τον έπνιξαν στη θάλασσα. Ένα παιδί από εδώ μου είπε έκαναν μουχαμπέτι, λέει: «Τον [...] εκεί που έκανε στη Βουλγαρία βόλτα, είχε μια σπείρα, τον μαγκώνουν από τη βόλτα, τον χώνουν μέσα στο αυτοκίνητο, τον πατούν μια ένεση για να μην φωνάζει και ήρθαν τον λιάνισαν στην Καρδίτσα. Στην Καρδίτσα πάλι είχε μια θυγατέρα παντρεμένη, εκεί παντρεμένη ήταν αυτή. Στην Καρδίτσα αυτά και τέτοια... Και εδώ είχαμε έναν γαμπρό, απ’ το παιδομάζωμα ήταν, εκείνα τα παιδούδια που τα έπαιρναν το βράδυ με τα άλογα και τα έβγαζαν στη Βουλγαρία.
Μετά τη σφαγή στα Τραπέζια, πώς ήταν η ζωή στο χωριό; Πώς βλέπατε τα πράγματα στην καθημερινότητά σας;
Μαρία, εμείς, σου είπα, δεν πεινάσαμε ούτε νιώσαμε τίποτε. Θα σου πω. Ο πάππος μου ήταν πολύ καλός και μας είδε σαν παραπάνω από πατέρας! Και θα σου πω τώρα, το ‘45-’46, το’47 έπαιρναν παιδάκια οι κατσαπλιάδες. Η μάνα μάς έδιωξε στην Καλλιθέα.
Έπαιρναν παιδάκια; Δηλαδή για πείτε μου τι ακούγατε.
Τα παιδάκια αυτά από 2 χρονών μέχρι 5 χρονών τα παίρναν και τα έβγαζαν στη Βουλγαρία και στην Αλβανία.
Και τι ξέρατε ότι τα κάνουν εκεί; Τι ακούγατε ότι τα κάνουν εκεί, τι ξέρετε;
Εκεί πέρα στο σχολείο τα μάθαιναν δασκάλες. Στην τηλεόραση τα έδειχνε μια φορά!
Εσείς τι ακούγατε τότε; Ότι μάζευαν οι αντάρτες παιδάκια σε αυτή την ηλικία που μου είπατε, τα στέλνανε σε άλλες βαλκανικές χώρες και τι τα κάνανε; Τι ακούγατε από τους άλλους ότι τα κάνανε εκεί; Για ποιον λόγο τα μάζευαν;
Εγώ δεν ήξερα. Ούτε εγώ ούτε κι η μάνα μου ήξερε. Ο πατέρας της ήξερε όμως. Ο πατέρας της ήταν μεγάλος. Και ο πατέρας της, να σου πω, έκανε αντάρτης με τον καπετάν Γιαγκλή στη Νιγρίτα με τους Βουλγάρους! Ήταν στα όπλα και οι δύο, ο Βούλγαρος με τον καπετάν Γιαγκλή.
Άρα ακούγονταν ότι οι αντάρτες μαζεύουν παιδάκια, τα πηγαίνουν σε άλλες χώρες και η μαμά σας φοβήθηκε.
Τα έκαναν γενίτσαροι αυτά τα παιδιά, ναι. Και ύστερα μας έδιωξε η μάνα μου από εδώ. Σου είπα, μας έστειλε στην Καλλιθέα, πάνω στην Τσαρπίστα. Η Δημητρούλα πήγαινε εκεί πέρα σχολειό, είχανε συγγενείς. Πάω και εγώ μαζί. Με έδιωξαν κι από εκεί, δεν ξέρω πόσο, κάνα μήνα έκατσα στην Καλλιθέα.
Η Καλλιθέα πού είναι, είναι κοντά στη Νικόκλεια που είμαστε;
Δίπλα απ’ το στρατόπεδο ήταν. Είχαν το στρατόπεδο, την είχαν την Καλλιθέα για δύναμη. Είχε όπλα πολλά.
Πηγαίνετε, λοιπόν, εκεί γιατί μάζευαν οι αντάρτες παιδάκια;
Ναι, για να μην μας πάρουν.
Ποια χρονιά έγινε αυτό μου είπατε;
Το ’47.
Πόσο καιρό καθίσατε εκεί;
Το ’47 όλο.
Έναν χρόνο;
Ναι. Περνούσε ο παππούς μας, πήγαινε πουλούσε καμιά αγκαλιά ξύλα ή πουρναρούδια για να έρθει ο παππούς μας να μου δώσει εμένα –τότε τα χιλιάρικα χάρτινα ήταν–, να μου δώσει πέντε χιλιάρικα. Και μου λέει: «Να πάρετε ό,τι θέλετε να φάτε με τον Θανάση». Για ψωμί πάλι, όλοι από το δικό μας το στάρι ζούσαν.
Η ζωή σε εκείνο το χωριό πώς ήταν, στην Καλλιθέα, αυτόν τον χρόνο που κάτσατε, πώς θυμάστε τα πράγματα; Τι ακούγατε από συζητήσεις και τέτοια;
Στην Καλλιθέα;
Ναι.
Στην Καλλιθέα όλοι ήταν πρόσφυγοι. Πρόσφυγοι ήταν όλοι, και με ποιον να έχουμε επαφή; Όλοι ξένοι. Ξένοι εκείνοι, ξένοι και εμείς ήμασταν.
Πώς νιώσατε όταν επιστρέψατε στο χωριό μετά την Καλλιθέα;
Στο χωριό; Σιγά να φτάσουμε... Βρήκα τον Στράτο, βρήκα το ξαδερφάκι μου. Ήταν στο ορφανοτροφείο και πήγα εκεί πέρα, δεν ξέρω πόσες μέρες πήγα, δεν θυμάμαι, στο 2ο Δημοτικό. Και μια φορά το ’48 πηγαίνω το πρωί στο σχολειό. Κοιτάζω στρατός, χιλιάδες στρατός στο σχολειό, φρακάρισε από στρατιά![00:20:00]
Το 1948 στην Καλλιθέα ακόμη είμαστε;
Ναι, στην Καλλιθέα. Νιγρίτα στρατός! Καμιά φορά βγαίνει ο δάσκαλός μας, λέει: «Όσοι είναι απ’ τα χωριά να πάτε τώρα, πήγανε δάσκαλοι στα χωριά. Από εκεί, Μαρία, αντί για σχολειό, τα βόδια και στο ζευγάρι, στο όργωμα. Πήγα μια φορά –κι άλλη φορά νομίζω σ’ το είπα–, προς το χωριό πήγαινα να το οργώσω, να σπείρουμε κριθάρι για τα πρόβατα που τα βόσκουμε. Τα βόδια μόλις τα έβγαλα, βγήκαν στην άκρη. Είχε έναν δρόμο ίσια κάτω, ούτε γύρισαν να με δουν. Το κουσί ίσια πάνω στο σπίτι! Εγώ άρχισα να κλαίω. Από τότε και ύστερα δεν... Εγώ γράμματα δεν έμαθα από τη Βέργη. Ό,τι έμαθα το ξέχασα. Ό,τι ξέρω τώρα – όταν ήμουν 30 χρονών, όταν πήραμε τρακτέρ μας ζήτησαν απολυτήρια Δημοτικού και πηγαίναμε Νυχτερινή.
Γυρνάτε, λοιπόν, το ’48 στο χωριό, ο Εμφύλιος είναι στα τελειώματά του. Με το που τελείωσε ο Εμφύλιος και εξής, πώς θυμάστε τη ζωή σας στο χωριό;
Ο εμφύλιος το ’48, το ’49 έκλεισε, τελείωσε! Μικροομάδες ήταν, τέσσερα-πέντε άτομα, τρία άτομα. Σκόρπισαν όλοι.
Πώς ήταν η ζωή στο χωριό, λοιπόν, εκείνα τα χρόνια, με το που τελειώνει ο πόλεμος;
Η ζωή, θα σου πω. Όσοι είχαν σαν κι εμάς παππούδες-γέροι δεν κατάλαβαν να πεινάσουν. Αλλά είχε παιδάκια, όμως, που πείνασαν. Δεν είχαν, μια μάνα είχαν. Είχε δυο-τρία παιδιά. Ήταν μικρά, ανήλικα, δεν μπορούσαν να πάνε να δουλέψουν στα χωράφια. Σου είπα, όσοι ήταν σαν εμάς με παππούδες, με τέτοια, δεν καταλάβαμε τίποτα.
Για να κλείσουμε το κεφάλαιο του Εμφυλίου, υπάρχουν κάποια περιστατικά που θέλετε να μας διηγηθείτε, που τα έχετε πολύ έντονα από τα χρόνια του εμφυλίου, από τους αντάρτες και τη ζωή εδώ στο χωριό, όποτε έρχονταν;
Ξέχασα να σου πω για το ψωμί που μας το πήραν. Ναι, τώρα ποια χρονιά ήταν δεν ξέρω, αλλά τότε μέσα στον Εμφύλιο ήταν.
Μέσα στον Εμφύλιο, ωραία.
Ζύμωσε η μάνα μου το πρωί. Με ξυλόφουρνο ζύμωναν τότε, δεν είχαν ούτε τέτοια ούτε αλλιώτικα. Καμιά φορά το ηλιοβασίλεμα το έβγαλε το ψωμί. Το βράδυ ήρθαν οι αντάρτες να το πάρουνε. Πέντε ήμασταν στην αράδα, από εδώ μέχρι το δωμάτιο κάτω, με δύο παπλώματα σκεπασμένα πέντε παιδάκια ήμασταν. Το έβαλε το ψωμί στα ποδάρια μας, το έκρυψε. Θα έρθουν θα δουν εδώ, παιδάκια έχει. Το ψωμί μοσχομύριζε ακόμα, άχνιζε, ψωμί. Λέει η γιαγιά μου: «Παιδί μου, δεν έχουμε ψωμί. Ένα ψωμί έχουμε!». Μια κλωτσιά το πάπλωμα, βγήκαν τα ψωμιά και το μαζεύουν όλο. Είχαν κάτι δισάκια τα λέγαμε εμείς, στα χωράφια τα βάζαμε στο γαϊδούρι, το μισό από εδώ, το μισό από εκεί, και από εδώ θα είναι το ψωμί και από εδώ η στάμνα με το νερό. Τα γέμισαν αυτά τα δισάκια, το ψωμί μας το παίρνουν. Σηκωνόμαστε το πρωί: «Μάνα, πείνασα!». Θα ζυμώσει, να τα πιάσει η μάνα το προζύμι, θα ζυμώσει και το βράδυ θα φάμε. Από το μεσημέρι, όμως, όλη τη μέρα πεινούσαμε [Δ.Α.]. Το μεσημέρι, όμως, είχαμε ένα μπακούρι –μπακούρι, ξέρεις...
Τι είναι;
Ένα μπακιρένιο είναι. Μισό καζάνι το έβαζαν νερό, το έβαζαν στη φωτιά, έβραζε το νερό, καλαμποκίσιο αλεύρι. Με τον πλάστη που άνοιγαν τα φύλλα έναν καιρό έριχναν αλεύρι. Ένας έριχνε αλεύρι και ο άλλος ανακάτωνε, ώσπου πήχτωνε εκείνο το αλεύρι, σαν τέτοιο γινόταν, σαν λάσπη γίνονταν, πηχτή λάσπη. Το κατέβαζαν κάτω και είχε δυο-τρία σινιά μεγάλα και μια κουτάλα. Μια κουταλιά γέμιζε ένα σινί, ακόμα ένα και γέμιζαν και άλλο! Ούτε ζάχαρη είχε ούτε γλυκό από τα σταφύλια. Το μεσημέρι τρώγαμε εκείνο. Μαμαλίγκα το [00:25:00]λέγαμε, ναι. Κι έτσι που λες, Μαρία. Είπαμε, από εκεί και πέρα υστέρα, το ’49, το ’50 δεν είχαμε φόβο από αντάρτες, δεν είχε δύναμη ανταρτικιά, δεν είχε δυνάμεις. Σκόρπισαν οι αντάρτες, τους κυνήγησε ο στρατός. Κι έτσι να μην πω, να μην σας γράψει να δείτε τέτοια, αλλά θα τα δείτε και εσείς! Θα τα δείτε. Ακόμα εμφύλιος δεν έγινε, περιμένουμε να γίνει εμφύλιος τώρα, μάγκες!
Ποια είναι η γενική αποτίμηση, τέλος πάντων, τα συμπεράσματα που βγάζετε τώρα από τα χρόνια εκείνα του Εμφυλίου; Πώς βλέπετε τώρα όσα έγιναν τότε;
Ποιοι ήταν;
Αυτά τα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου πώς τα βλέπετε τώρα που έχουν περάσει κάποια χρόνια, έχετε κάνει τη δική σας οικογένεια; Πώς τα βλέπετε αυτά τα πράγματα; Ποια συμπεράσματα έχετε για τα χρόνια του Εμφυλίου και για τον Εμφύλιο πόλεμο γενικά σαν εικόνα;
Κοίταξε, και τότε και σήμερα η ίδια κατάσταση πηγαίνει! Τότε, δεν μπορώ να θυμάμαι, αλλά ήταν βασιλιάς τότε τουλάχιστον. Είχε έναν Τσαλδάρη –αυτοί οι κυβερνώντες ήταν που σου λέω–, είχε έναν τον... Η λίμνη του στην Πρέσπα, τον ξέχασα πώς τον λένε. Ήταν και ο άλλος, ήταν καμιά πέντε-έξι. Τους έπιανε ο βασιλιάς, τους έβαζε να κυβερνήσουν. Δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν; Τους έπιανε το χέρι, έξω από εδώ! Το ’49, το ’50, ναι. Τώρα ακριβώς πάλι έχουμε την ίδια κατάσταση. Κοιτάζεις τώρα κάθε τέσσερα χρόνια. Ήταν ο Σημίτης, ήταν ο Παπανδρέου, ήταν τέτοιος, τον ξέχασα πώς τον λένε. Μετά τον Παπανδρέου ήταν... Τον ξέχασα.
Βλέπετε δηλαδή κάποιες ομοιότητες;
Ναι, ομοιότητες, ίδιες όπως τότε! Φύγε εσύ τώρα, θα κάτσω εγώ να πάω να φάω! Για την Ελλάδα, για τους Έλληνες ούτε τους νοιάζει. Δεν πάτε να πεθάνετε όλοι! Αλλά όλοι αυτοί κάνουν λεφτά τώρα.
Τελειώνει ο Εμφύλιος, τα πράγματα προσπαθούν, προσπαθεί το χωριό να επανέλθει, τέλος πάντων, στην πραγματικότητα. Η δική σας η ζωή μετά πώς ήταν; Πώς αποφασίσατε, πώς συνεχίστηκε η ζωή; Αποφασίσατε να φτιάξετε οικογένεια, να παντρευτείτε;
Ναι, κοίταξε η μάνα μου είπε: «Παιδί μου, να ανοίξεις του πατέρα σου το σπίτι».
Αποφασίζετε να κάνετε οικογένεια, ποια χρονιά παντρευτήκατε;
Το ’59.
Θυμάστε τη μέρα του γάμου σας πώς ήταν;
Πότε ήταν;
Την ημέρα του γάμου τη θυμάστε να μου την περιγράψετε;
18 Φεβρουαρίου ήταν; 19.
Περιγράψτε μου τη μέρα εκείνη πώς ήταν, πώς βιώσατε τον γάμο;
Θα σου πω την αλήθεια, Μαρία. Τα αδέρφια μου τα δικά μου που ήμασταν παιδιά, είχαν μπαμπάδες και, ξέρεις, την Κυριακή τον γαμπρό τον ξούριζαν στην αυλή, τον κούρευαν, τον ξούριζαν και η μάνα και ο πατέρας το καμάρωναν το παιδί τους γαμπρό. Εγώ για να σου πω έκλαιγα, εγώ για να παντρευτώ λέω: «Ποιος θα με καμαρώσει εμένα;», πατέρα δεν είχα. Την αλήθεια σου λέω, έκλαιγα. Αλλά τι να κάνουμε όμως; Ύστερα από εκεί, σου είπα, τότε ο Παπαδόπουλος –το ’67 ήταν; Ναι–, όσοι ήθελαν καινούρια μηχανήματα τέτοια να κάνουν αιτήσεις στη Διεύθυνση Γεωργίας να πάρουν. Έκανα αίτηση στη Διεύθυνση Γεωργίας εγώ στην τράπεζα και, ευτυχώς, δεν με γύρεψαν συμβόλαια απ’ τα χωράφια. 120 στρέμματα ήθελαν, πού να τα βρω εγώ 120 στρέμματα; Καμιά φορά με ψέματα εγκρίθηκε η αίτηση, αλλά άτυχος όμως ήμουν, δεν χαρίστηκε για μια μέρα. Καμιά φορά, βγήκε η αίτηση, πήρα το τρακτέρ –σου είπα, το τρακτέρ το πήρα, αλλά ήθελε απολυτήριο ύστερα, Δημοτικό. Απολυτήριο εγώ δεν είχα.[00:30:00] Ύστερα πηγαίναμε νυχτερινοί, για μια χρονιά-δύο μας περνούσε ο δάσκαλος. Εγώ ήμουν προβιβασμένος από τη Δευτέρα στην Τρίτη και τη Τρίτη-Τετάρτη-Πέμπτη τις πέρασα δυο-δυο χρονιές. Και από εκεί δουλειά. Θα σου πω. Τότε, το ’50 μέχρι το ’60, άμα ερχόταν κανένας ξένος από τη Νιγρίτα, από την Τσαρπίστα, από τα χωριά, γνωστοί ήταν, συναντιούνταν: «Πού θα πας;», «Στη Νικόκλεια». «Αμάν, θα σε σκοτώσουν εκεί πέρα ρε!». Δηλαδή μας εβάπτισαν κακό όνομα, αυτοί οι σκυλάδες οι Νιγριτινοί.
Γιατί αυτό;
Γιατί, κοίταξε, ένα μέρος είχαν δίκιο. Εγώ θέλω να λέω και την αλήθεια. Είχε δυο-τρεις μπαβραλαίοι, πήγαιναν άρπαζαν κουβέρτες καινούριες, χρυσά, λύρες, τέτοια, χρήματα, τους λήστευαν. Αλλά είχε και από εδώ καθαρματάκα όμως, είχε και από εδώ. Αλλά ο πατέρας μου τι έφταιγε όμως; Σου λέω: «Αμάν, θα σε σκοτώσουν!». Με πολλή δουλειά, Μαρία, αυτή τη ρετσινιά τη ξεφορτωθήκαμε. Θυμάμαι δυο φορές στη Σέρρες ήμασταν με τη γιαγιά τη Δημητρούλα. Τότε για τα κορίτσια έκαναν προίκες, αγόραζαν κουβέρτες και τέτοια. Κατεβάζει το μαγαζί τέτοια διάφορα και λέω: «Δεν έχουμε τόσα λεφτά», τη λέω τη γιαγιά. Πέρασε από το αυτί του αυτός και λέει: «Από πού είστε;», «Απ’ τη Νικόκλεια». «Πάρτε και το μαγαζί και φύγετε, δεν θέλω μία!». Αυτή τη ρετσινιά την ξεφορτωθήκαμε, «Αμάν, θα σε σκοτώσουν στη Νικόκλεια!», με πολλή δουλειά [Δ.Α.]. Και ύστερα, σου λέω, ύστερα από εκεί –ναι, πες μου τι θέλεις.
Ασχοληθήκατε, λοιπόν, με την αγροτική ζωή.
Αγροτική.
Πόσα παιδιά κάνατε;
Έκαναμε τον Χάρη και τη Βαΐα.
Ποια χρονιά;
20 χρονών παντρευτήκαμε. Τη Βαΐα την εκάναμε, μετά δύο χρόνια και τον Χάρη! Ύστερα, πόσα χρόνια δεν θυμάμαι, έντεκα χρόνια; Μάλλον. Λέει η γιαγιά η Δημητρούλα –είχε καημό η καημένη–, είχαν ένα αδερφούδι, το έλεγαν Κλέαρχο. Έξι κορίτσια και ο τελευταίος ήταν αγοράκι. Και πέθανε. Μου λέει: «Να κάνουμε ακόμα ένα;», αυτή μιλάει και εγώ, το μυαλό μου δουλεύει τώρα. Λέω: «Για δύο παιδιά έχουμε ψωμί να φάνε και το τρίτο θα το αφήσουμε να πεινάσει, τα παιδιά μας; Δύο θα κάνουμε». Κάναμε τον Κλέαρχο και τη Μαρία ύστερα από έντεκα χρόνια. Αλλά, τέλος πάντων, δεν μας πάει η ζωή γενικά.
Τι προσδοκούσατε τότε για τα παιδιά που κάνατε; Να μείνουν, να φύγουν από το χωριό; Τι τους προτρέπατε να κάνουν;
Κοίταξε, εγώ σαν γονιός σκεφτόμουν, αν δεν φύγουν, αν δεν πάνε πουθενά να μάθουν γράμματα, χωράφια έχουμε, οικόπεδα έχουμε. Τα δύο παιδιά, το ένα παιδί να κάνει σπίτι εδώ πέρα και το άλλο εδώ πέρα να είναι. Αλλά έγιναν αλλαγές ύστερα, όλα ανάποδα πήγαν!
Σήμερα πώς βλέπετε τη ζωή στη μικρή κοινωνία του χωριού;
Το χωριό μας; Το χωριό μας, καλά είπαν οι Γερμανοί, κάψιμο ήθελε!
Γιατί το πιστεύετε αυτό;
Γιατί έχει ρουφιάνους πολύ. Ρουφιανιά και Άγιος ο Θεός!
Από τα χρόνια του Εμφυλίου τώρα;
Ναι, εγώ να σου πω. Είχα μια βρύση στον κάμπο και τώρα [Δ.Α.] κάτι σουρτούκια είναι [Δ.Α.] σαν σουρτούκι είναι, γκιζιρά. Κάθε έξι μήνες τον παίρνουν στην κοινότητα, τον πληρώνουν. Μετά από έξι μήνες πηγαίνει γυρίζει τον φούρνο με το αυτοκίνητο και μοιράζει ψωμιά για να πάρει ένα ψωμί να φάει. Αυτός την πρόδωσε τη βρύση μου και έστειλε ο Δήμαρχος το συνεργείο, την έκλεισε,[00:35:00] ακούς; Το είπα εγώ μπροστά σε δύο, τομάρια είναι: «Ποιος ήταν, γαμώτο, ρουφιάνος; Με κυνηγά και μου έκλεισαν τη βρύση». Και ένας λέει: «Ποιος σε κυνηγά, ρε;», «γαμώ το σκυλί της μωρέ, ψοφίμια του κερατά!». Προκοπή μηδέν. Και εγώ, Μαρία, αν δεν πεθάναμε, αν ήμασταν από υγεία καλά, κουράστηκα πολύ. Κουράστηκα, για να πούμε την αλήθεια. Αυτοί οι σοβάδες εδώ πέρα, σοβάδες στο σπίτι, τους έκανα εγώ. Τσιμέντα εγώ και η γυναίκα μου. Αυτές τις αποθήκες από εδώ που κοιτάζεις, αποθήκη, στάβλος, αχυρώνας, 30 μέτρα είναι, μοναχός μου έσκαβα θεμέλια, μοναχός έριχνα πέτρες, έχτιζα και τα έκανα τα ντουβάρια και τα σκέπαζα μοναχός! Όχι γιατί ήμουν μάστορας, από μόνος μου.
Ποια χρονιά έγινε αυτό που φτιάξατε το σπίτι σας; Στο περίπου αν δεν θυμάστε!
Αυτά εδώ... Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα, Μαρία.
Αφού παντρευτήκατε, φαντάζομαι, και αφού κάνατε και τα παιδιά;
Ναι, κοίταξε αυτά πρέπει να ήταν τώρα... Πρέπει να ήταν μέσα στο ‘60-’63 τότε!
Υπάρχει κάτι για το οποίο θέλετε να μας μιλήσετε και δεν σας έχω ρωτήσει μέχρι στιγμής;
Πώς;
Υπάρχει κάτι που θέλετε να μας πείτε και να το καταγράψουμε και δεν σας έχω ρωτήσει;
Κάτι που δεν είπαμε;
Και θέλετε να αναφερθεί.
Ναι.
Είτε για τα χρόνια του Εμφυλίου είτε για πιο μετά, τα πιο πρόσφατα χρόνια, αν θέλετε να μας πείτε κάτι ακόμα.
Πού να τα θυμάμαι όλα, Μαρία. Σου είπα, στην Καλλιθέα που ήμασταν κάθε βράδυ αντάρτες. Κάθε βράδυ τα άρματα από μπροστά απ’ την πόρτα μας περνούσαν, βγαίναν έξω από τα συρματοπλέγματα και κυνηγούσαν τους αντάρτες. Και είχε ένα, θυμάμαι –γιατί σου είπα, εγώ ήμουν διάβολος–, είχε έναν ρουφιάνο, Τσαρπισνός πρέπει να ήταν αυτός, απ’ την Τσαρπίστα [Δ.Α.] έριχνε, αυτά που ρίχνουν τα βλήματα. Ακούω μπαμ, «Αμάν!», τα έβαζα τα χέρια μου έτσι, «Το βλήμα πού θα σκάσει να δούμε!». Και έσκαζε από εδώ, όπως είναι η αποθήκη η δική μας, δίπλα στο σπίτι μας. Είχε ένα πηγάδι εκεί πέρα, πως δεν... Είχε οικογένειες, εκεί πέρα καθόταν. Έριξε δυο-τρία βλήματα, σταμάτησε ύστερα. Αλλά σου είπα, κάθε βράδυ! Άλλο βράδυ πάλι, βράδυ... Με τη μέρα έριχναν τα κανόνια από εδώ από τη Νιγρίτα, το στρατόπεδο, από πάνω απ’ τη Τριανταφυλλιά είχε κάτι ανοίγματα, καταπουλώνες εκεί πέρα. Περνούσαν τα βλήματα από εδώ πάνω από το χωριό μας! Στα πρόβατα εγώ ήμουν, έσκαζαν εκεί πέρα!
Πώς νιώθατε τότε;
Τα μάθαμε και δεν φοβόμασταν. Και τι, κι άλλα τώρα, ένα-ένα μου βγαίνουν. Άλλη φορά πάλι ήμουν για πουρνάρια. Ήμασταν για πουρνάρια τρία παιδάκια, κόψαμε πουρνάρια καλά. Αντί να φορτώσουμε να φύγουμε, εκάναμε να δούμε στρατό! Κοιτάζουμε, κατεβαίνει από πάνω από το βουνό στρατός-φάλαγγα, μουλάρια, τέτοια. Σταμάτησαν να τους δούμε. Ένας αξιωματικός πρέπει να ήταν, λέει: «Γρήγορα, τσακιστείτε!». Πηγαίνουμε εκεί πέρα στα γαϊδούρια μας. Φόρτωσα εγώ, ακόμα δύο αγκαλιές είχα να φορτώσω. Και ένας ρουφιάνος αντάρτης, 2 χιλιόμετρα μακριά είχε μια πουλιάνα, κάτι πουλιές, και πύκνωσε η φάλαγγα εκεί πέρα, στρατός, φαντάροι μουλάρια!
Τι ακριβώς είχε εκεί που πύκνωσε ο στρατός που είπατε;
Ένας κατσαπλιάς τράβηξε [Δ.Α.] μια ριπή. Τραβάει μια ριπή και πήρε έναν φαντάρο και ένα μουλάρι.
Αυτό ποια χρονιά περίπου ήταν, θυμάστε; Στο περίπου έστω.
Αυτό σου είπα, αυτό πρέπει να ήταν κατά το ‘48. Το ‘49 δεν υπήρχε, φοβούνταν να εμφανιστούν.
Προς το τέλος του Εμφυλίου.
Ναι, [00:40:00]προς το τέλος. Και τραβάμε τα τσιβιά ίσια κάτω! Άφαντοι γίναμε. Άλλη φορά πάλι, εδώ στο παρεκκλήσι που λέμε, στον Άγιο Θανάση, κατέβηκαν μια μέρα να καταλάβουν το στρατόπεδο, στρατό. Είχαν και ένα κινητό κανόνι. Το είχαν εδώ πέρα στον Αϊ Θανάση. Και εμείς προς της Βέργης την πλευρά πάλι είχαμε ένα χωράφι, εκεί πέρα στους θάμνους κάτσαμε, δεν ξέρω τι κάναμε, και μας κοίταζαν από εδώ αυτεινοί και τραβά μια ριπή πάλι [Δ.Α.] τον ρουφιάνο. Τι τράβηγμα τα έκαναν τα έρημα! Οι σφαίρες περνούσαν από πάνω, για τη Βέργη οι σφαίρες.
Αυτό ήταν το ’48;
Ναι, και σου λέω… Και άλλα πολλά ξέχασα, μαρί!
Πείτε μου και άλλο περιστατικό.
Στη Βέργη, την είχαν προδώσει οι κερατάδες. Προδοσία παντού είναι, ρουφιάνες! Ήταν της γιαγιάς της Χήραινας ο αδερφός, χωροφύλακας ήταν. Ήταν εκεί στο σχολειό, πλάγιαζαν αυτοί με εμάς, κάθε μέρα μαζί ήμασταν. Και είχε σκοπό το πρωί, η ώρα 4:00, εδώ στο χωριό μας. Και μια φορά αντάρτες το κύκλωσαν το χωριό όλο. Εκείνοι ήταν, καμιά είκοσι χωροφυλάκοι ήταν, αλλά είχε πολλοί ΜΑΗδες, τους έλεγαν, οπλίτες, τα χωριά. Αλλά αν έπαιρναν το ηρώο του σχολείου, το κοπάδι, όλοι για να τους πιάσουν ζωντανοί, πηγαίνουν στα σπίτια όλοι οι μάγκες! Αυτός ήταν σκοπός εδώ από το χωριό μας. Κοιτάζει ένα στενάκι, είχε ένα δρομάκι. Είχε ένα [Δ.Α.] 2 μέτρα. Κοιτάζει, έρχονται δυο άτομα. «Αλτ!», «Ελήφθη». Προχωράνε αυτοί, ήταν αντάρτες. Θέλανε να πιάσουν το ηρώο. Το ηρώο είχε ένα πολυβόλο, της μάνας μου ο αδερφός ήταν χωροφύλακας εκεί πέρα. «Αλτ!», εκείνοι ύστερα θα πυροβολήσουν. «Τα όπλα!», φωνάζει αυτός, ίσα της μάνας μου ο αδερφός πάει. Το πολυβόλο το γύρισαν πίσω σπασμένο με τον μουσαμά, το χαράκωμα. «Αλτ, και σας σκότωσα!». Με το «αλτ σας σκότωσα» αρχίζουν τα πτώματα! Δεν τον πήρε καμιά. Μια ριπή τραβά, τους έριξε κάτω. Αφού δεν μπόρεσαν να πάρουν το τέτοιο, το ηρώο, να το πιάσουν...
Αυτό το είδατε ή το ακούσατε από άλλους;
Όχι, το άκουσα. Αλλά άκουγα τα πυρά μέχρι το πρωί, μέχρι ώρα 10:00-11:00! Τώρα, κοίταξε, τι να σου πω; Αυτά που τα ακούγαμε όλα αληθινά ήταν –την πόρτα δεν τη κλείσαμε. Όλα αληθινά ήταν, δεν ήταν ψέματα. Αλλά εσύ τώρα που τα ακούς, γιατί ακούς και από την άλλη πλευρά τι λένε εκείνοι, τι λέω εγώ, και μπαίνεις σε δίλημμα. «Άραγε ποιος λέει τώρα την αλήθεια; Αυτός λέει την αλήθεια ή αυτός λέει αλήθεια;». Γιατί άμα δεν το ζήσεις ο ίδιος, άμα δεν το κοιτάζεις ο ίδιος, έτσι είναι τα πράγματα, ναι! Έτσι, Μαρία, να μην συναντήσετε, αλλά θα συναντήσετε και εσείς. Γιατί σου είπα κάποτε να μην χαριστείς σε κανέναν! «Ναι, ναι» να λες. Γιατί ο κόσμος είναι κακός. Δεν ξέρω εσύ πώς το κατάλαβες, την κοινωνία.
Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ!
Τι ευχαριστείς;
Πώς λέγεται το τραγούδι στο οποίο θέλετε να αναφερθείτε;
Το τραγούδι πώς λέγεται; «Μάνα και γιος εμάλωναν».
Ποια εποχή ήταν που το μάθατε, που το ακούσατε;
Εγώ το άκουσα αργά, αλλά αυτά τα τραγούδια λέγονταν, μπορεί να ήταν σαν και τώρα, τέτοιες περιπτώσεις. «Μάνα και γιος εμάλωναν[00:45:00] για μια Βουλγαρούδα Μάνα μου, [Δ.Α.] Μάνα μου, [Δ.Α.] Τη Βουλγαρούδα [Δ.Α.] Βουλγάρα δεν πρέπει, παπαδιά».
Δεν μπορώ, τα πνευμόνια μου.
Πότε το ακούσατε αυτό το τραγούδι και σε ποιες περιπτώσεις ξέρατε ότι το λέγανε;
Κοίταξε, εγώ αυτά τα τραγούδια τα άκουσα, πολλά τραγούδια που ξέρω. απ’ τη μάνα μου τα έμαθα. Η μάνα μου τα έμαθε από τον πατέρα της. Εγώ από τη μάνα μου τα έμαθα τότε, καμιά 15 χρονών να ήμουν, 16, τόσο. Μου άρεσαν. Βρε, δεν είχα κανέναν να με προωθήσει. Ήθελα ψάλτης να γίνω. Είχα φωνή καλή, αλλά τώρα δεν αντέχει το πνευμόνι μου το άτιμο.
Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.