Ο έρωτας της κυρίας Δανάης
Ωραία. Σήμερα είναι Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020, βρίσκομαι στη Φλαμουριά, στο σπίτι της αφηγήτριας. Μπορείς να μου πεις το ονοματεπώνυμό σου;
Ιορδάνα Σωτηρίου.
Βρίσκομαι με την Ιορδάνα Σωτηρίου στην οικία της και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Λοιπόν, Δανάη –θα σε πω–, πες μου λίγα λόγια τον εαυτό σου, πες μου λίγα πράγματα.
Εγώ δεν θυμάμαι από πολύ μικρή πράγματα. Η πρώτη μου θύμηση είναι όταν μας πήρανε ανταρτόπληκτους στην Έδεσσα. Θυμάμαι που πήγαμε εκεί και μας κατέβασαν σε ένα μέρος. Μας κατέβασαν τις κότες, τα ζώα μας. Εκεί θυμάμαι εκείνη την αυτήν. Ύστερα πήγαμε σε ένα άλλο σπίτι. Ήμασταν τέσσερις οικογένειες σε τέσσερα δωμάτια. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες σε ένα δωμάτιο μαζεύτηκαν. Όλοι ήμασταν εκεί. Εκεί γεννήθηκε και ο αδερφός μου, ο Διονύσης. Εκείνη η περίπτωση ήταν πολύ... Πώς να το πω; Αστεία; Το δωμάτιο που καθόμασταν εμείς δεν είχε ταβάνι και ανεβήκαμε όλα τα παιδιά, από το σπίτι, επάνω στο ταβάνι για να δούμε πώς θα γεννήσει η μαμά μου. Τελικά, μόλις μας είδαν ότι ήμασταν εκεί, την πήρανε και την πήγανε κάτω στο υπόγειο, στο κατώι που το λένε, που ήταν τα ζώα, ήταν και τα ζώα μέσα. Εκεί γεννήθηκε ο Νύσης. Από κει, ύστερα, δεν έχω και πολλές μνήμες. Θυμάμαι που πήγαινα στο σχολείο. Ως την τρίτη, εκεί πήγα. Μετά πολλά πράγματα δεν θυμάμαι από κει. Θυμάμαι που γυρίσαμε. Ήρθε ένα φορτηγό μεγάλο και μας πήρε τα πράγματα, κι εμείς στην καρότσα, και ήρθαμε στο χωριό, γυρίσαμε στο χωριό. Το χωριό ήταν έρημο, δεν είχε ούτε... Τι να σου πω... Δηλαδή τα χόρτα στις αυλές ήτανε ένα μπόι. Η μαμά μου είχε έρθει, το είχε καθαρίσει, το είχε κάνει. Από κει, ύστερα, στο σχολείο. Το σχολείο ήτανε απέναντι από το σπίτι μας. Χτυπούσε η καμπάνα το πρωί για να πάμε στο σχολείο. Τι να πω τώρα άλλο...
Τι θυμάσαι... Όταν ξαναγυρίσατε εδώ στη Φλαμουριά, πώς ήταν η ζωή μετά από την Κατοχή;
Η ζωή για μένα ήταν πολύ ωραία, γιατί εμείς δεν καταλάβαμε φτώχεια και τέτοια. Η μάνα μου ήταν τόσο δραστήρια και τόσο ικανή που δεν μας άφησε ποτέ να καταλάβουμε ότι έχουμε... Γιατί υπήρχε φτώχεια, πολλή φτώχεια. Θυμάμαι που με παίρναν στο χωράφι κιόλας, μαζεύαμε κεράσια, και τα βάζαμε στο άλογο, σε κασόνια, και τα πήγαινε ο μπαμπάς μου στην Έδεσσα να τα πουλήσει. Δεν ερχότανε έμπορας τότε στα χωριά. Άλλο;
Γενικά, εδώ, όταν έμεινες εδώ, πώς γενικά δραστηριοποιόσουνα; Γενικά, η Φλαμουριά είχε αρκετό κόσμο που είχε φύγει;
Η Φλαμουριά ήτανε πάντα γύρω στα 600 άτομα. Δεν ήτανε μικρό χωριό πολύ. Όπως και τώρα είμαστε 700, δεν έχει διαφορά από τότε. Αλλά με τα κορίτσια κάμναμε νυχτέρια.
Τι είναι αυτό;
Νυχτέρι... Μαζευόμασταν το βράδυ και κεντούσαμε και πλέκαμε. Και το λέγαμε νυχτέρια. Κάμναμε γλυκά, χαλβά και τέτοια και περνούσε έτσι. Δηλαδή η ζωή εμένα μου άρεσε. Τώρα λέω ότι ήταν ωραία χρόνια τότε. Μετά μεγάλωσα, πήγα μοδίστρα να μάθω.
Σε σχολή;
Όχι, εδώ είχαμε μια μοδίστρα, την Άννα, και πηγαίναμε εκεί. Βοηθοί ήταν, μας έβαζε να κάνουμε κάτι για να μάθουμε. Εκεί κάθισα δυο χρόνια. Έμαθα και μοδίστρα, αν και δεν το εξάσκησα ποτέ το επάγγελμα. Τελικά, πήγα και στο εργοστάσιο δούλεψα, το ’59, στην Εστία. Δούλεψα δυόμισι χρόνια εκεί. Και από κείνα τα λεφτά τα έπαιρνε η μαμά μου και με έκαμνε προίκα για όταν θα παντρευόμουνα! Τελικά, μεγάλωσα φυσικά, παντρεύτηκα, γνώρισα τον άντρα μου. Τον ερωτεύτηκα, με ερωτεύτηκε. Ήταν ξένος, ήτανε απ’ την Αλεξανδρούπολη. Ήταν εδώ στα ΤΕΑ, είχε ΤΕΑ τότε. Πώς τα λέγανε; Δεν ξέρω. ΤΕΑ τα λέγανε. Και ήτανε αξιωματικός εδώ. Με είδε, τον είδα, ερωτευτήκαμε και, με τα πολλά, παντρευτήκαμε. Παντρευτήκαμε, αλλά δεν είχε δουλειά αυτός. Μετά, τον χειμώνα, πήγαμε στην Αλεξανδρούπολη, να δούμε τάχα τους γονείς του και μήπως και βρει δουλειά εκεί. Εκεί βρήκε δουλειά, μπήκε στο Ταχυδρομείο σαν ταχυδρόμος. Αλλά εγώ ήμουν μαθημένη κοντά στη μάνα μου και ήθελα να τον φέρω εδώ. Μετά από κει, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Τάχα θα σπούδαζε ο Χρήστος, οι γονείς μου του υποσχέθηκαν ότι θα τον βοηθήσουν να σπουδάσει. Ήταν και ο αδερφός μου ο Νύσης. Εκείνος πήγαινε στο γυμνάσιο. Και ο Χρήστος διάβαζε για να δώσει στο Πολυτεχνείο. Αλλά τελικά, επειδή τον τάιζαν οι γονείς μου, δεν ήθελε να υποχρεώνεται και γυρίσαμε στο χωριό. Εδώ έδωσε εξετάσεις και μπήκε στην Κοινότητα, σαν γραμματέας, αλλά δεν είχαμε σπίτι. Εν τω μεταξύ, να σου πω, έχω επιπλώσει έξι σπίτια, έχω γυρίσει έξι σπίτια. Πρώτα καθίσαμε στη νονά μου και μετά το φτιάξαμε αυτό το σπίτι και ήμασταν καλά, δόξα τω Θεώ. Πέρασα πάρα πολύ ωραία με τον άντρα μου. Τι άλλο να πω τώρα...
Στην αρχή, οι γονείς εγκρίνανε αυτή τη σχέση;
Δεν εγκρίνανε, γιατί δεν είχε δουλειά. Δεν είχε δουλειά, δεν είχε λεφτά... Αυτοί θέλανε να πάρω έναν αγρότη που να έχει κτήματα, εγώ όμως δεν ήθελα αγρότη. Ήμουνα λίγο τεμπέλα; Τι να πω; Πάντως, δεν μ’ άρεσε η αγροτική ζωή, όπως δεν μ’ αρέσει και τώρα, καθόλου.
Τι θυμάσαι από τη ζωή εκεί στην Αλεξανδρούπολη; Γενικά, απ’ τους γονείς; Τι διαφορές είχατε;
Εκεί δεν με ήθελε η πεθερά μου. Γιατί δεν ήμουνα μοδίστρα, λέει. Ενώ εγώ ήμουνα, αλλά δεν έραβα. Δεν ήμουνα μοδίστρα και δεν είχα λεφτά και δεν με ήθελε. Και όταν... Ο Χρήστος πήγαινε με τον πατέρα του και βγάζανε μύδια. Και κάθε βράδυ πηγαίναμε στον κινηματογράφο με τα λεφτά που έβγαζε απ’ τα μύδια. Πηγαίναμε πρώτα ζαχαροπλαστείο και μετά στον κινηματογράφο. Πολύ μας άρεσε ο κινηματογράφος. Εκεί πέρασα καλά. Θάλασσα ωραία, πήγαινα μπάνιο...
Και πώς κι έτσι... Οι γονείς του Χρήστου εσένα... Στην αρχή λέγανε... Εκεί, όταν ήρθατε εδώ, στη Φλαμουριά, ποια ήταν τα συναισθήματά τους, όταν τον πήρες;
Όταν τον πήρα προς τα δω...
Τον πήρες, ναι.
Γλίτωσαν. Γιατί δεν είχανε να τον βοηθήσουνε, ήταν φτωχοί άνθρωποι. Δηλαδή ούτε καν να μας νοικιάσουν ένα σπίτι να μείνουμε. Και τους ήρθε δηλαδή, που λένε, πολύ καλά. Αλλά ο Χρήστος, όμως, μου έκανε το δικό μου το κέφι, το χατίρι δηλαδή, και ήρθαμε εδώ πέρα. Γιατί μ’ έβλεπε που νοσταλγούσα τους γονείς μου και... Αλλά και με την αυτήν ότι θα σπουδάσει, είχε μεράκι πολύ να σπουδάσει. Α, ο Χρήστος ήταν και ζωγράφος!
Μάλιστα.
Ναι. Όλα αυτά απ’ αυτόνα.
Όλα αυτά είναι δικά του;
Όλα, όλα. Όλα είναι δικά του έργα. Ήτανε αυτοδίδακτος.
Το ακολούθησε ποτέ επαγγελματικά;
Έκανε τρεις εκθέσεις, θυμάσαι; Ναι, έκανε τρεις εκθέσεις. Μία στο Παρθεναγωγείο, μία στο Δημαρχείο, θυμάμαι... Ναι. Ποτέ δεν πήρε λεφτά, όμως, από... Δεν το έκανε σαν επάγγελμα, αλλά είχε πολύ μεράκι. Θυμάμαι, το βράδυ ζωγράφιζε, τον άφηνα εγώ να ζωγραφίζει, πήγαινα να κοιμηθώ, ξυπνούσα κατά τις δύο-τρεις η ώρα, ξανά ζωγράφιζε. Το έβαζε απέναντι τον πίνακα και, μόλις έβλεπε κάνα κουσούρι, έπαιρνε πάλι τα σύνεργα και συνέχιζε να ζωγραφίζει. Και ο καημός του ήτανε που δεν είχε έναν χώρο δικό του να ζωγραφίζει. Εγώ δεν χαλάλιζα δωμάτιο για να το ’χει για... Τέλος πάντων, άλλο τι να σου πω, Χρήστο;
Να μου πεις κυρίως... Για την καθημερινότητα θα ’θελα να μάθω εδώ στο χωριό. Μόλις είχατε παντρευτεί με τον Χρήστο, πώς σταθήκατε στα πόδια σας τότε;
Στην αρχή τίποτε. Πήγαινε στο χωράφι με τον μπαμπά μου και τον Νύση και έτσι... Μέναμε πρώτα με τους γονείς μου, δεν πήγαμε μόνοι μας στην αρχή να μείνουμε. Μετά, όταν διορίστηκε σαν γραμματέας, πήγαμε νοικιάσαμε ένα σπίτι και μείναμε εκεί τρία χρόνια. Πολύ ωραία ήτανε. Γενικά, η ζωή μου ήταν πάρα πολύ ωραία. Ναι, ήμουν ευλογημένη που βρήκα τον Χρήστο, αλήθεια.
Είσαι τυχερή.
Τυχερή ήμουνα, ναι, ναι! Πέρασα πολύ καλά. Δεν πήγα στο χωράφι, δεν πήγα να δουλέψω μεροκάματο, δεν πήγα... Πάντα ήμουνα κυρία, που λένε.
Στο εργοστάσιο όταν δούλευες, πάνω στην Εστία, τι–
Το εργοστάσιο ήτανε υφαντουργείο. Και εκεί πήγα για να είμαι στην Έδεσσα, γιατί δεν με άφηναν να πηγαίνω στην Έδεσσα. Και πήγα στο εργοστάσιο για να μένω στην Έδεσσα, να βγαίνω με τα κορίτσια.
Θυμάσαι μία καθημερινή μέρα στην Έδεσσα και με τη δουλειά τότε στο εργοστάσιο;
Θυμάμαι, θυμάμαι.
Τι θα μπορούσες να μας πεις; Μία κανονική μέρα πώς θα ήτανε;
Αχ, θυμάμαι, μια φορά είχε έρθει ο Μπάρκουλης στην Έδεσσα, στο θέατρο! Και όλα τα κορίτσια ήτανε στους καταρράκτες. Γιατί η Εστία είναι εκεί, στους καταρράκτες κοντά. Και πήγαμε και μας έδωσε εισιτήριο να πάμε το βράδυ στην παράσταση. Και πήγαμε. Εκεί ήτανε... Πώς να σου πω... Εγώ δεν έμαθα ποτέ να υφαίνω και να κάνω. Δεν μ’ άρεσε να είμαι εργάτρια, αλλά τι να κάνω; Έπρεπε να είμαι στην Έδεσσα.
Σ’ άρεσε η ζωή της πόλης;
Μ’ άρεσε, γι’ αυτό και τελικά κατέληξα να πάμε στην Έδεσσα να μείνουμε. Πριν από είκοσι χρόνια γεννήθηκε η Άντζελα, καλά λέω, και πήγαμε στην Έδεσσα να μείνουμε. Γιατί ήθελα να λέω ότι είμαι από την Έδεσσα, όχι από χωριό. Πηγαίναμε κάθε χρόνο διακοπές, ένα μήνα. Γιατί όλα τα καλά τα θυμάμαι και δεν θυμάμαι άσχημα πράγματα;
Και τα καλά είναι άξια να τα θυμηθούμε. Πού πηγαίνατε συνήθως διακοπές;
Πηγαίναμε στην Κατερίνη, στο... Πώς λεγότανε; Στην Κατερίνη, πάντως. Ναι. Εκεί πηγαίναμε, ένα μήνα. Μετά αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη Χαλκιδική, όταν μεγάλωσε η Άντζελα λίγο. Όσο για την Άντζελα, να σου πω την ιστορία;
Ναι, γιατί όχι;
Όταν παντρεύτηκα, έμεινα έγκυος. Αλλά θα πηγαίναμε στη Γερμανία, γιατί δεν είχε δουλειά ο Χρήστος, και έτσι με παρέσυρε η κουμπάρα μου και έκανα έκτρωση. Και από τότε δεν μπόρεσα να ξαναμείνω έγκυος. Αλλά εγώ είχα μεγάλη λαχτάρα για ένα παιδί. Και τελικά υιοθέτησα την κόρη μου. Από δω, από το χωριό, ήτανε οι γονείς. Ήτανε φίλοι με τον άντρα μου ο κύριος αυτός –δεν τον λέω, ναι– και μας είπανε: «Θέλουμε να κάνουμε ένα παιδί αλλά δεν θέλουμε να το μεγαλώσουμε. Θέλετε να σας το δώσουμε;». Και εγώ, που είχα μεγάλη λαχτάρα –και ο Χρήστος είχε λαχτάρα πολλή–, πήραμε την Άντζελα, τη μεγαλώσαμε, τη σπουδάσαμε και την παντρέψαμε.
Πολύ ενδιαφέρον. Οι γονείς τι νιώθαν, ποια ήταν η άποψή τους για όλο αυτό το πράγμα;
Οι γονείς... Στην αρχή, είχαμε καλές σχέσεις, καλές. Αλλά μετά άρχισαν τα κουτσομπολιά. Επειδή ήμασταν στο ίδιο μέρος, άρχισαν τα κουτσομπολιά –«Να, έτσι είπε ο τάδε», «Να, έτσι είπε ο δείνα»– και οι σχέσεις μας χάλασαν. Η Άντζελα ποτέ δεν τους μίλησε. Δεν τους θέλει, λέει. Γιατί γονείς της, λέει, είμαστε εμείς. Και δεν έχουμε καμιά παρτίδα, δεν μιλάμε δηλαδή καν. Καθόλου.
Και εδώ, στο σπίτι μέσα, όταν υιοθετήσατε την Άντζελα, μένατε μόνοι σας με τον Χρήστο;
Ναι, είχαμε έρθει εδώ στο χωριό, σ’ αυτό το σπίτι. Το σπίτι το κάναμε το ’70 και η Άντζελα γεννήθηκε το ’77. Ως τότε ήμασταν οι δυο με τον Χρήστο, μετά εδώ, σ’ αυτό το σπίτι ήμασταν, ναι.
Της άμεσης οικογένειας, της δικιάς σου ή του Χρήστου, πώς τα λάβανε αυτά τα νέα;
Οι δικοί μου, πάρα πολύ καλά. Οι δικοί μου, επειδή έβλεπαν, ας πούμε, τη δικιά μου τη λαχτάρα, ο μπαμπάς όχι τόσο πολύ, αλλά η μαμά μου έδωσε, που λένε, την ψυχή της γι’ αυτό το γεγονός. Πολύ, πάρα πολύ βοήθησε. Και στο μεγάλωμά της και το ότι την πήραμε, ας πούμε, ότι καταφέραμε να έχουμε ένα παιδί.
Και, επειδή ήταν αξιωματικός ο Χρήστος, υπήρχε καμιά δυσκολία στη διαδικασία του γάμου ή στην ένταξή του εδώ στην κοινότητα;
Ναι, ναι, ναι, ναι. Όταν τα φτιάξαμε –ας το πω έτσι, τα φτιάξαμε–, μου είπε μια αυτή ότι θα ’ρθεί να με ζητήσει. Γιατί θα απολυότανε και θα ’φευγε, αφού δεν ήτανε από δω, ήτανε από την Αλεξανδρούπολη. Και μου λέει: «Θα ’ρθώ το βράδυ να σε ζητήσω, πες το και στους γονείς σου». Ε, το είπα εγώ, εντάξει. Δεν φάνηκε, δεν ήρθε. Την άλλη μέρα τον συναντάω, του λέω: «Καλά, με κορόιδεψες. Γιατί με κορόιδεψες;». Λέει: «Δεν σε κορόιδεψα. Με φώναξε ο διοικητής μου και μου είπε ότι δεν μπορώ να σε παντρευτώ γιατί είσαι από οικογένεια κομμουνιστών και, αν τυχόν σε πάρω, θα με στείλει στην Κρήτη. Και δεν μπόρεσα να σε βρω να σε πω ότι δεν θα έρθω». Οι γονείς μου, εν τω μεταξύ, με κορόιδευαν: «Πού είναι, ρε Ντάνκα, ο γαμπρός;». Γιατί δεν ήρθε ο γαμπρός! Πού να ήξεραν αυτοί ότι... Τι ήθελα να πω άλλο, μωρέ, να δεις... Με διέφυγε τώρα.
Και τελικά πώς έγινε και παντρευτήκατε;
Τελικά, δεν τον στείλαν στην Κρήτη, έμεινε εδώ πέρα. Απολύθηκε και δεν έφευγε. Άρχισε να τριγυρνάει γύρω γύρω απ’ το σπίτι για να δεχτώ να έρθει να με ζητήσει. Αρχίσαμε να βγαίνουμε και ραντεβού! Ήτανε η αυλή η δικιά μας με την αυλή που έμενε αυτός, νοίκιαζε, ένας φράχτης το χώριζε. Και πήγαινα εγώ απ’ τη μια μεριά του φράχτη και απ’ την άλλη αυτός έκαμνε έτσι τον φράχτη με τα χέρια και μιλούσαμε.
Λες επίτηδες να πήρε εκείνο το σπίτι;
Όχι, έτυχε. Αλλά πώς το βρήκε ότι επικοινωνούσε! Ήτανε... Αχ, ναι.
Πόσων χρονών ήσουν τότε;
Είκοσι. Ήμουν είκοσι χρονών. Είκοσι χρονών παντρεύτηκα, γιατί καθότανε έτσι χωρίς να δουλεύει εδώ πέρα, μόνο και μόνο για να είναι κοντά σε μένα. Θα αναγκαζόταν να φύγει άμα δεν παντρευόμασταν. Γιατί οι γονείς μου λέγανε: «Πού θα τον πάρεις αυτόν χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτα, χωρίς...;». Όταν ήρθε να με ζητήσει, ρε Χρήστο, το τι ψέματα είπε... Είπε ότι έχει στη Θεσσαλονίκη σπίτι, απ’ τη θεία του τάχατες. Ενώ ήταν ψέματα, για να μη τον διώξει ο μπαμπάς μου.
Εσύ τότε ήξερες ότι ήταν ψέματα αυτά ή μετά τα έμαθες;
Όχι, εγώ τα ήξερα, εγώ ήξερα ότι δεν είχε ούτε σπίτι ούτε τίποτα. Μου είχε πει ότι είναι απ’ την Αλεξανδρούπολη, αλλά την Αλεξανδρούπολη τότε δεν την ξέραμε και καλά καλά εμείς. Πρώτα απ’ όλα, δεν είχε συγκοινωνία καλή. Και, όταν τελικά πήγαμε να βγάλουμε τις άδειες και να γνωρίσω τους γονείς του, πήγαμε μια μέρα, με λέει «Θα πάμε στο χωριό μου», επίτηδες για να δει την αντίδρασή μου. Μόλις φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη, «Δεν ξέρω -λέει- αν θα έχει λεωφορείο τώρα για το χωριό». Του λέω: «Καλά εντάξει, αν δεν έχει τώρα, θα έχει αργότερα». Και άρχισε να γελάει. Λέω: «Δηλαδή με κορόιδεψες!». Λέει: «Ήθελα να δω την αντίδρασή σου επειδή θα πηγαίναμε στο χωριό!». Τι άλλο να σου πω;
Πώς θυμάσαι την Αλεξανδρούπολη τότε;
Η Αλεξανδρούπολη τότε ήταν σαν χωριό. Ήτανε τα σπίτια όλα χαμηλά. Έτσι ήταν η δημοτομία; Πώς να το πω... Ήταν όλα χαμηλά τα σπίτια. Πολύ σπάνια είχε κάνα διώροφο. Όλα. Και μετά, όταν ξαναπήγα το ’74, είχε τόση μεγάλη αλλαγή, σαν να είχαν περάσει πενήντα χρόνια. Πάρα πολλή διαφορά είχε. Το λέω πολλές φορές ότι κακώς έφυγα από κει πέρα, αλλά τότε τα μυαλά ήταν πάνω απ’ τα κάγκελα.
Πολύ ωραία. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, Δανάη, για τις ιστορίες σου τις γλυκές!
Περίληψη
Η κυρία Δανάη Σωτηρίου αφηγείται την ιστορία της γνωριμίας της με τον κατοπινό σύζυγό της στο χωριό Φλαμουριά του νομού Πέλλας στα μετεμφυλιακά χρόνια. Ανατρέχοντας στα παιδικά χρόνια του Εμφυλίου και της αναγκαστικής μετακίνησης της οικογένειας, της εγκατάλειψης του σχολείου και της δύσκολης οικονομικής κατάστασης, ζωντανεύει μια πραγματικότητα όπου ο γάμος από έρωτα εμφανίστηκε και εγκαινίασε μια νέα ζωή, μακριά από τον αγροτικό μόχθο, με δυσκολίες μεν αλλά και με την απελευθερωτική εμπειρία της πόλης, της μετακίνησης, της διασκέδασης, της τέχνης και της απόλαυσης του έγγαμου βίου με την υιοθεσία της αγαπημένης τους κόρης.
Αφηγητές/τριες
Δανάη Σωτηρίου
Ερευνητές/τριες
Χρήστο Σαρηγκιόλη
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/06/2020
Διάρκεια
26'
Περίληψη
Η κυρία Δανάη Σωτηρίου αφηγείται την ιστορία της γνωριμίας της με τον κατοπινό σύζυγό της στο χωριό Φλαμουριά του νομού Πέλλας στα μετεμφυλιακά χρόνια. Ανατρέχοντας στα παιδικά χρόνια του Εμφυλίου και της αναγκαστικής μετακίνησης της οικογένειας, της εγκατάλειψης του σχολείου και της δύσκολης οικονομικής κατάστασης, ζωντανεύει μια πραγματικότητα όπου ο γάμος από έρωτα εμφανίστηκε και εγκαινίασε μια νέα ζωή, μακριά από τον αγροτικό μόχθο, με δυσκολίες μεν αλλά και με την απελευθερωτική εμπειρία της πόλης, της μετακίνησης, της διασκέδασης, της τέχνης και της απόλαυσης του έγγαμου βίου με την υιοθεσία της αγαπημένης τους κόρης.
Αφηγητές/τριες
Δανάη Σωτηρίου
Ερευνητές/τριες
Χρήστο Σαρηγκιόλη
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/06/2020
Διάρκεια
26'