«Αγαπάω πάρα πολύ τα αδέρφια μου γιατί νιώθω σαν να είμαι η μάνα τους»

Α.Σ.

[00:00:00]Καλησπέρα.

Β.Π.

Καλησπέρα.

Α.Σ.

Πώς ονομάζεσαι;

Β.Π.

Βεργίνα Πλατιώτη.

Α.Σ.

Εγώ είμαι η Ανατολή Στεφανοπούλου. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Είναι 15 Ιουνίου του 2020, ημέρα Δευτέρα, και είμαι εδώ στο σπίτι της κυρίας Βεργίνας. Ήρθα εδώ να μου μιλήσει για τα παιδικά της χρόνια. Πώς πέρασε, τα βιώματά της. Λοιπόν, ποια είναι η ηλικία σου;

Β.Π.

64.

Α.Σ.

Και η καταγωγή σου;

Β.Π.

Απ’ το Δάσκιο Ημαθίας.

Α.Σ.

Εκεί έζησες τα παιδικά σου χρόνια;

Β.Π.

Ναι.

Α.Σ.

Μέχρι ποια ηλικία;

Β.Π.

Μέχρι τα 15 μου.

Α.Σ.

Πόσα παιδιά ήσασταν στην οικογένεια;

Β.Π.

Έξι αδέρφια είμαστε. Τέσσερεις αδερφές, που είμαστε πρώτα οι αδερφές, και δύο αγόρια, αδέρφια, που είναι μετά από εμάς.

Α.Σ.

Εσύ σε ποια σειρά είσαι;

Β.Π.

Είμαι η πρώτη.

Α.Σ.

Και πώς ήταν να είσαι η μεγαλύτερη αδερφή από τα έξι;

Β.Π.

Δεν ξέρω πώς θα ήταν άμα δεν ήμουνα η πρώτη! Αλλά εγώ σαν πρώτη αδερφή, σαν μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας που ήμουνα, σίγουρα ήτανε οι ευθύνες. Όλα αυτά που βίωσα δεν μπορεί να τα βιώσει ένα μικρότερο παιδί. Γιατί νιώθω ότι, εκτός από τις δύο μου τις αδερφές, την πρώτη και τη δεύτερη, τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια όλα τα είχα στην αγκαλιά μου. Από πολύ μικρά. Ήμουνα στις γέννες, που γεννήθηκαν. Γιατί γεννήθηκαν στο σπίτι. Γεννηθήκαμε στο σπίτι όλοι. Σ’ ένα μικρό σπίτι, που ήτανε ένα δωμάτιο, είχε δύο κρεβάτια και είχε και ένα χολάκι, που ήταν η κουζίνα μας και η ντουλάπα που είχαμε τα ρούχα και ένα μπαούλο, που είχε η μάνα μου τα ρούχα της, τα καλά. Και πάνω είχε την κρεμάστρα με το καλό της το φόρεμα το δικό της, με το καλό το κοστούμι του μπαμπά μου. Και εκεί ήταν τα πρώτα μας παιδικά χρόνια. Εκεί γεννηθήκαμε οι αδερφές, οι τέσσερις αδερφές. Μετά, το ’63, ο μπαμπάς μου πήγε στη Γερμανία να δουλέψει για να μπορέσει να βγάλει χρήματα, να κάνουμε ένα μεγαλύτερο σπίτι και να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή. Και όπως έγινε. Όταν ήρθε ο μπαμπάς μου από τη Γερμανία, αγοράσαμε ένα σπίτι που πουλιότανε και εκεί γεννήθηκε και ο αδερφός μου, το ’64. Μετά μας έπαιρναν οι γονείς μας… Ο μπαμπάς μου δεν πήγε άλλο στη Γερμανία, γιατί ήμασταν πολλά παιδιά και δεν μπορούσε η μάνα μου να μας έχει όλους και ο μπαμπάς μου να λείπει. Και ασχολούνταν με τη γεωργία, όπως ασχολούνταν και πριν πάει στη Γερμανία. Και πηγαίναμε στα χωράφια. Οι γονείς μας ήταν πολύ καλοί σαν γονείς. Δε μας άφηναν μόνα στο σπίτι. Μας έπαιρναν μαζί τους για να μας βλέπουν πώς ήμαστε, να μην πάθουμε κάτι. Και όπως καταλαβαίνετε, επειδή εγώ ήμουν η μεγαλύτερη, είχα και την ευθύνη. Είχαμε χωράφια που ήτανε μακριά. Καθόμασταν μέρες εκεί. Σ’ ένα, μάλιστα, απ’ αυτά είχε δύο δέντρα. Είχαν μια απόσταση τέτοια, που ο μπαμπάς μου έφτιαχνε μία κούνια που βάζαμε εκεί τα μικρά τα παιδιά και τα κουνούσαμε. Είτε τις αδερφές μου είτε τον αδερφό μου. Ο μπαμπάς μου με τη μάνα μου θέριζαν. Σιτάρι το βάζαμε αυτό το χωράφι που σας περιγράφω τώρα. Όταν ο μπαμπάς μου με τη μάνα μου βγαίνανε και ερχόταν και αυτοί στο δέντρο να ξεκουραστούνε, τρέχανε οι αδερφές μου ποια θα προλάβει να καθίσει. Η μάνα μου πάντα είχε κάποιο στην αγκαλιά να το θηλάζει, από τα αδέρφια μου. Και τρέχανε να προλάβουν την αγκαλιά του μπαμπά μου. Μία απ’ αυτές τις φορές, η μία από τις αδερφές μου κόπηκε από το δρεπάνι που θέριζε ο μπαμπάς μου, τρέχοντας να προλάβει την αγκαλιά του μπαμπά μου. Και τρέξαμε στον γείτονα και τη βάλανε ό,τι είχανε εκεί πέρα για να σταματήσει το αίμα.  [00:05:00]Μετά, αφού ζούσαμε αυτήν τη ζωή που ζούσαμε, ο μπαμπάς μου πήρε απόφαση να φύγουμε από το χωριό. Να κατεβούμε είτε στο Νησί, είτε στη Βέροια, είτε στη Βεργίνα. Αγοράσαμε ένα οικόπεδο στη Βεργίνα για να κάνουμε σπίτι εκεί. Όμως σ’ αυτό το διάστημα η μάνα μου αρρώστησε και δεν μπορέσαμε να φύγουμε απ’ το χωριό. Εγώ, σαν μεγαλύτερη αδερφή που ήμουνα, αφού η μάνα μου ήταν άρρωστη, χρειάστηκε –ήμουνα 9 χρονών που έγινε αυτό–, χρειάστηκε να ζυμώνω πριν πάω στο σχολείο. Ζύμωνα και μετά πήγαινα στο σχολείο. Την άλλη χρονιά, η μάνα μου έμεινε πάλι έγκυος, αφού έγινε καλύτερα, στον έκτο μου τον αδερφό. Και συγχρόνως, κάναμε και το σπίτι το τελευταίο, σ’ αυτό που μεγαλώσαμε όλοι μαζί. Πριν προλάβει να γίνει το σπίτι, στο ένα από το δωμάτιο που κάνανε, εκεί γεννήθηκε ο αδερφός μου ο έκτος. Και έτσι, εγώ χρειαζόταν να προσφέρω πάρα πολλά σαν μεγαλύτερη αδερφή. Να προσέχω τα αδέρφια μου, να μαγειρεύω, γιατί οι γονείς μου έφευγαν στο... Άλλαξαν. Άλλαξαν ύστερα τα πράγματα. Με αφήνανε εμένα στο σπίτι με τα παιδιά κι εκείνοι πήγαιναν στο χωράφι. Και χρειαζότανε να μαγειρεύω, να κοιτάζω τα παιδιά. Και τ’ αγαπάω πάρα πολύ τα αδέρφια μου, γιατί νιώθω σαν να είμαι η μάνα τους. Το ’68 τελείωσα το σχολείο.

Α.Σ.

Μέχρι ποια τάξη;

Β.Π.

Το τελείωσα.

Α.Σ.

Μέχρι το Λύκειο.

Β.Π.

Όχι, το Λύκειο.

Α.Σ.

Το Δημοτικό.

Β.Π.

Το Δημοτικό. Ναι. Το ’68 τελείωσα το σχολείο. Μετά, αφού τελείωσα το σχολείο, ο μπαμπάς μου, επειδή χρειαζόταν να μένει η μάνα μου περισσότερο στο σπίτι, όσες δουλειές μπορούσα να τις κάνω εγώ, μ’ έπαιρνε μαζί του. Μα είτε αυτό ήτανε να πάμε στο βουνό να φέρουμε ξύλα. Και ξύλα, όχι για τη φωτιά. Ξύλα κόβανε, τους δίνανε το δικαίωμα να κόψουνε μεγάλα πεύκα για να τα πουλήσουνε για βιοποριστικούς λόγους. Θα μου πείτε τι δουλειά έκαμνα εγώ εδώ; Ήτανε ένα μηχάνημα, ήταν ένα μεγάλο πριόνι, έτσι λέγεται, και είχε δύο ξύλα. Απ’ τις άκρες. Απ’ τη μια μεριά κρατούσε ο μπαμπάς μου, που είχε τη δύναμη για να τραβάει, και απ’ την άλλη μεριά κρατούσα εγώ, γιατί χρειαζότανε άτομο. Και έτσι μου έπαιρνε ο μπαμπάς μου, ό,τι δουλειές χρειαζόταν, τέτοιες που χρειαζόταν ένα χέρι. Που ας μην είχε πολλή δύναμη, αλλά έπρεπε να είναι κάποιος που να το κάνει αυτό. Σ’ αυτά εδώ μου έπαιρνε μαζί του εμένα.

Α.Σ.

Λόγω του ότι ήσουν η μεγαλύτερη.

Β.Π.

Ναι. Με το που μεγάλωσα και μπορούσα να τα κάνω εγώ αυτά, η μάνα μου έμενε στο σπίτι, γιατί είχε μεγαλώσει η οικογένεια, μεγαλύτερες υποχρεώσεις. Χρειαζόταν πιο πολύ στο σπίτι. Έπαιρνε εμένα ο μπαμπάς μου σ’ αυτά εδώ. Και το ’68 και το ’69 το ίδιο κάναμε. Το ’70 μετά δεν ξέρω πώς έγινε. Ειδοποιήθηκαν από το χωριό; Είχαν πάει άλλοι πιο μπροστά; Δεν ξέρω. Χρειάστηκαν άτομα, εργάτες, στην Πελοπόννησο, στη σταφίδα, για να πάνε να δουλέψουνε. Και, όπως σας είπα, ο μπαμπάς μου, όπου χρειαζότανε δεύτερο χέρι για δεύτερο μεροκάματο, έπαιρνε εμένα. Έτσι με πήρε και πήγαμε στην Πελοπόννησο. Ήτανε, πήγαμε αρχές Σεπτεμβρίου στην Πελοπόννησο. Ο [00:10:00]μπαμπάς μου, δεν ξέρω τι είχε γίνει, είχε κάνει ξανά τα χαρτιά του και ζητούσε δουλειά, γιατί πάλι είχαμε ζοριστεί και ζητούσε δουλειά για να πάει στη Γερμανία. Τότε δεν επιτρεπότανε να πας στη Γερμανία άμα βρισκόταν δουλειά εδώ. Και τον ειδοποιήσανε από εκεί που είχε κάνει τα χαρτιά του για να βρει δουλειά, να πάει, ότι κάτι τον θέλανε. Εκείνος νόμισε ότι να πάει στη Γερμανία. Εκείνοι τον είχαν βρει μια δουλειά εδώ που τον μπαμπά μου, στον Σκαραμαγκά, που ο μπαμπάς μου δεν τον άρεσε. Και έτσι, ενώ έφευγαν όλοι αυτοί που θα πηγαίνανε από το χωριό, ήμασταν ένα λεωφορείο άτομα, μου έστειλε κι εμένα μαζί με… Ήταν η θεία μου, η αδερφή του μπαμπά μου, μαζί μ’ αυτή και με όλους όσοι ήτανε από το χωριό και πήγαμε στην Αθήνα. Κατεβήκαμε στο πρακτορείο. Για πρώτη φορά ταξίδεψα με λεωφορείο για να κατεβώ στην Αθήνα. Όταν φτάσαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο στο πρακτορείο και κατέβηκα, είχαν πρηστεί τα πόδια μου και δεν μπορούσα να περπατήσω. Ίσως επειδή δεν είχα ξαναταξιδέψει άλλη φορά.

Α.Σ.

Τι ηλικία είχες;

Β.Π.

Ήταν το ’70, 14. Και τέλος πάντων, από εκεί φύγαμε και πήγαμε στη Νεμέα Κορινθίας. Εκεί δούλεψα τρεις μέρες. Χωρίς να είναι ο μπαμπάς μου. Με τους υπόλοιπους, με τη θεία μου, με τις ξαδέρφες μου. Ήρθε ο μπαμπάς μου μετά εκεί και πηγαίναμε στα άτομα που θα μας παίρνανε για να δουλέψουμε. Και εγώ, επειδή ήμουνα πολύ μικρή, δεν ήθελαν να μου δώσουνε ολόκληρο μεροκάματο. Και ο μπαμπάς μου τους είπε: «Πρώτα θα δουλέψει το κορίτσι και θα δείτε τι δουλειά θα βγάλουν τ’ άλλα τ’ άτομα που έχετε. Και άμα αυτό βγάζει τη μισή, θα του δώσετε μισό μεροκάματο!». Όταν εγώ μπήκα στη σειρά στη σταφίδα –γιατί ήταν σειρές τα αμπέλια τους–, εκεί ήταν μεγάλοι άνθρωποι. Για μένα ήταν πολύ εύκολη η δουλειά αυτή. Δεν ήταν κάτι βαρύ. Ήταν να έχεις γρήγορο χέρι. Εγώ τελείωνα τη σειρά και εκείνοι ήταν στη μέση. Και το αφεντικό –ας το πούμε έτσι– που ήτανε και δεν ήθελε να μου δώσει το ολόκληρο το μεροκάματο, είπε μόνος του τον μπαμπά μου ότι: «Όχι, κύριε Γιώργο, δε θα δώσω μισό μεροκάματο. Θα καθίσετε εδώ και θα παίρνει ολόκληρο μεροκάματο το κορίτσι!». Τέλος πάντων. Να μη σας τα πολυλογώ, πήγαμε σε διάφορα άτομα και δουλέψαμε, γιατί δουλέψαμε πενήντα μέρες. Ήταν όλη η δουλειά. Ο τρύγος.

Α.Σ.

Και πού μένατε όταν ήσασταν εκεί;

Β.Π.

Μέναμε τον πρώτο καιρό, μέναμε σε αποθήκες που είχανε. Εντάξει, δεν ήτανε... Περιποιημένες ήτανε, δεν μπορώ να πω, αλλά ήτανε αποθήκες. Όμως, στο τελευταίο αφεντικό που πήγαμε, ήτανε ένας κύριος που είχε και ορνιθοτροφείο και είχε δύο κόρες και τη γυναίκα του. Και είχαν χώρο εκεί μπόλικο και μας βάλανε, και είχαμε κανονικό σπίτι. Είχαμε δωμάτιο, είχαμε την κουζίνα μας, είχαμε ό,τι χρειαζότανε δύο άτομα. Ο μπαμπάς μου, που είχαμε πάει στην Πελοπόννησο και δουλεύαμε, κάθε βράδυ όταν σχολούσαμε, μ’ έπαιρνε και βγαίναμε έξω. Εκείνος έπινε μία πορτοκαλάδα. Καθόμασταν σε μαγαζιά, δεν ήταν τότε ζαχαροπλαστεία. Ήτανε σαν καφενεδάκια, θα τα έλεγα. Εκείνος έπινε μία πορτοκαλάδα και εμένα με κερνούσε γλυκό κεράσι. Δεν μπορώ να το ξεχάσω! Έγινα 64 χρονών και δε θα το ξεχάσω! Τέλος πάντων. Τελείωσε η σεζόν. Του Αγίου Δημητρίου επιστρέψαμε στο χωριό. Αφού καθίσαμε λίγες μέρες και είδαμε ότι βγάλαμε αρκετά χρήματα από εκεί, ήτανε και οι ελιές μετά που χρειαζόταν να μαζευτούν και μας είπανε άτομα από εκεί ότι χρειαζότανε να μαζέψουμε τις ελιές. Οποίος θέλει να πάει να δουλέψει. Και κατεβήκαμε με τον μπαμπά μου πάλι. Όχι όλοι μαζί, όπως κατεβήκαμε στη σταφίδα. Ήτανε μια μικρή παρέα, αλλά όχι πάρα πολλά άτομα. [00:15:00]Εκεί που πήγαμε, ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα, γιατί πήγαμε, βρήκαμε ένα σπίτι που ήταν δύο ηλικιωμένες γυναίκες. Είχαν το σπίτι τους. Τον μπαμπά μου τον δώσανε ξεχωριστό δωμάτιο που ήτανε, ας πούμε, άνδρας κι εγώ με την ξαδέρφη μου –γιατί είχα και μια ξαδέρφη μου μαζί μας– μας δώσανε… Το ένα το δωμάτιο είχανε αυτές οι γυναίκες, τ’ αφεντικά μας, και το άλλο το δωμάτιο μας το δώσανε εμάς. Και, παρόλο τη δουλειά που κάναμε, γιατί δουλεύαμε πάρα πολύ, ήταν πολύ ωραία. Πέρασα πολύ ωραία.

Α.Σ.

Σε ποια περιοχή ήταν αυτό;

Β.Π.

Στον Άγιο Βασίλη, Κορινθίας πάλι. Και αφού έφτασαν τα Χριστούγεννα, ξαναγυρίσαμε στο χωριό. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί είχαμε βγάλει αρκετά χρήματα για να βγάλουμε τον χειμώνα. Φέραμε το λάδι μας στο σπίτι. Και ήτανε καλά τα πράγματα. Κυλούσε καλά η ζωή μας. Το καλοκαίρι μετά, βάλαμε καπνό. Δε θέλησε ο μπαμπάς μου άλλο να πηγαίνουμε να δουλεύουμε μέσα στα ξύλα και... Βάζαμε καπνό, αλλά βάζαμε πολύ λίγο. Αυτήν τη φορά, μεγάλωσαν και τ’ αδέρφια μου και ήταν πιο καλά τα πράγματα. Γιατί τον καπνό χρειάζεται άτομα που να είναι μικρά, που να είναι γρήγορα στο χέρι για να μπορείς να βγάλεις ποσότητα, για να μπορείς να επιβιώσεις. Και μόλις τελείωσε τον καπνό, με ρωτάει ο μπαμπάς μου: «Τώρα τι θα κάνουμε, Βεργίνα; Θα πάμε στην Πελοπόννησο για ελιές ή θα πάω να γραφτώ...», είχε ανοίξει το έργο του Πολυφύτου, «ή θα πάω να γραφτώ στο έργο να δουλέψω;». Κι εγώ, παρόλο που ήμουνα πολύ μικρή, τον είπα τον μπαμπά μου: «Βρε μπαμπά, στην Πελοπόννησο δεν ξέρω πόσο θα μπορούμε να πηγαίνουμε. Αλλά εδώ μπορεί να κάνει χρόνια αυτό το έργο. Γιατί δεν πας να γραφτείς;». Και σίγουρα, και αυτός θα είχε πάρει την απόφασή του. Κι έτσι, ο μπαμπάς μου ξεκίνησε να δουλεύει στο έργο του Πολυφύτου κι εγώ έμεινα στο σπίτι. Και ήμουνα κοπελίτσα, που ξεκίνησα να βγαίνω, όπως όλα τα κοριτσάκια, στην πλατεία του χωριού, όταν γινότανε οι μεγάλες εκδηλώσεις, τα πανηγύρια, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, τον Δεκαπενταύγουστο που είναι και το πανηγύρι μας το κανονικό του χωριού. Και χορεύανε στην πλατεία του χωριού, αφού τελείωνε η εκκλησία, όλο το χωριό. Γινότανε πολύ ωραίες εκδηλώσεις. Έβλεπες όλο τον κόσμο. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Πολύ γρήγορα, είχαμε δύο μαγαζιά στο χωριό, που πουλούσανε ό,τι χρειαζότανε να ζήσουνε οι άνθρωποι του χωριού. Ας πούμε, τα ρύζια τους, τη ζάχαρή τους, το λάδι τους. Και μέσα σ’ αυτόν τον χώρο –ήτανε όχι πολύ μεγάλος, αλλά ήτανε μεγάλος ο χώρος– φέρανε και τα πρώτα ηλεκτρόφωνα. Κι έτσι, άρχισε να γίνεται η ζωή μας πιο μοντέρνα, ας το πω. Βάζανε τα αγόρια που θέλανε κάποιες κοπέλες και τους αρέσανε και βλέπανε ποιο τραγούδι τους αρέσει, βάζανε στο ηλεκτρόφωνο μία δραχμή, βάζαν το τραγούδι που τους αρέσει και ξεκινούσαν τον χορό και χορεύανε. Αυτή ήταν η ζωή στο χωριό και η ζωή μου. Πώς μεγάλωσα και έφτασα έγινα 15 χρονών.

Α.Σ.

Στο σπίτι, αφού μεγάλωσαν και τ’ αδέρφια σου, οι δουλειές πώς μοιραζόντουσαν;

Β.Π.

Τα αγόρια, αν και όσο ήμουνα εγώ, ήτανε μικρά τα αγόρια και δεν μπορώ να πω. Ήτανε πολύ μικρά. Γιατί εγώ παντρεύτηκα. Ο αδερφός μου, ο Βαγγέλης, ήτανε πολύ μικρός και ο Νέστωρας, που ήτανε λίγο πιο μεγάλος κι εκείνος. Αλλά από πολύ μικροί και αυτοί ανέλαβαν τις ευθύνες τους. Είχανε λίγα πρόβατα, είχαμε ό,τι είχαμε στο σπίτι και ό,τι δουλειές χρειαζότανε στα χωράφια. [00:20:00]Τους παίρνανε κι αυτούς. Όλοι δουλεύανε στην οικογένεια. Κανένας δεν καθότανε. Για τον καθένα ο μπαμπάς μου και η μάνα μου έβρισκαν δουλειά.

Α.Σ.

Υπήρχε διαχωρισμός να μείνουνε τα κορίτσια στο σπίτι να κάνουνε το νοικοκυριό και τα αγόρια να κάνουν εξωτερικές δουλειές;

Β.Π.

Σε άλλα σπίτια, ναι. Σ’ εμάς, όχι. Μας βρίσκανε δουλειές οι γονείς μας, που να έχουμε να πηγαίνουμε στα χωράφια. Τι δουλειά μπορούσε να κάνει το κορίτσι, θα έφτιαχνε το κορίτσι, και τι δουλειά μπορούσε να κάνει το αγόρι, θα έκαμνε το αγόρι. Σίγουρα, όταν υπήρχε ανάγκη για δουλειές του σπιτιού, τα κορίτσια θα καθόταν να τις κάνουνε. Αλλά δε συνέβαινε αυτό σ’ εμάς. Δουλεύαμε κι εμείς στα χωράφια εξίσου όπως τα αγόρια. Και ό,τι άλλο χρειαζότανε. Απλώς εγώ δεν κάθισα πάρα πολύ, γιατί μετά, στα 15 μου παντρεύτηκα.

Α.Σ.

Όταν τα θυμάσαι πώς πέρασε η ζωή σου πάνω στο χωριό, τι συναισθήματα σου δημιουργούνται;

Β.Π.

Α Ωραία, γιατί ήμασταν μια αγαπημένη οικογένεια. Παρόλο που κουράστηκα πάρα πολύ κι εγώ και οι γονείς μου και τ’ αδέρφια μου. Όλοι ήμασταν, είχε δουλειά για τον καθέναν να κάνει. Όταν μαζευόμασταν το βράδυ… Ο μπαμπάς μου δεν ήταν άνθρωπος να πηγαίνει στο καφενείο. Μαζευόμασταν όλοι μαζί, να κάνουμε, να βάλουμε να φάμε, να πούμε. Η μάνα μου ήταν πολύ έξω καρδιά. Να μας πει παραμύθια, να μας πει τραγούδια. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Και ξέχασα να πω το σπουδαιότερο για μένα. Και ήταν άνθρωποι που θέλαν να μάθουμε γράμματα. Ο μπαμπάς μου, όταν πήγε στη Γερμανία, μας έφερε –εμένα και την αδερφή μου, που πλησίαζε ο καιρός για να πάμε στο σχολείο– δύο τσάντες. Όλα τα παιδάκια είχανε τσάντες στο σχολείο υφαντές, στον αργαλειό. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Και εμείς είχαμε τσάντες πάρα πολύ ωραίες, που μας τις είχε φέρει ο μπαμπάς μου από τη Γερμανία. Και μία φορά, δεν είχαμε ρεύμα στο χωριό, είχαμε λάμπα – γκαζόλαμπα, έτσι λεγότανε. Όλη μέρα, επειδή είχαμε δουλειά, δεν πρόλαβα να γράψω αντιγραφή και ορθογραφία. Αυτά ήταν τα βασικά που έφτιαχνες στο σπίτι και ό,τι προλάβαινες. Στο δικό μας το σπίτι, που ήμασταν πολλά παιδιά, πολλοί είχαμε πολλές δουλειές. Και έκλαιγα, δεν ήθελα να πάω σχολείο. Αυτό έγινε στην Τρίτη Δημοτικού. Και πήρε ο μπαμπάς μου –που ήταν ένας άνθρωπος, είχε πάει μέχρι την Τρίτη Δημοτικού στο σχολείο– και έκατσε και μου έγραψε την αντιγραφή για να μην πάρω απουσία και να μην πάω σχολείο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου αυτό. Ήτανε πολύ λεπτό εκ μέρους του.

Α.Σ.

Έχεις κάτι άλλο να πεις;

Β.Π.

Όχι, όχι.

Α.Σ.

Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.

Β.Π.

Παρακαλώ, παιδί μου.

Περίληψη

Μεγαλωμένη ως τα 15 της χρόνια στο ορεινό χωριό Δάσκιο, στα Πιέρια Όρη, σε μια οικογένεια με έξι παιδιά, η Βεργίνα Πλατιώτη γίνεται δεύτερη μάνα για τα μικρότερα αδέρφια της. Καθώς η μητέρα τους έπρεπε να μείνει σπίτι για να προσέχει τα πέντε μικρότερα αδέρφια, η μικρή Βεργίνα, εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών της οικογένειας, συνοδεύει τον πατέρα της στην Κόρινθο, όπου πάνε μαζί να εργαστούν στα χωράφια. Παρά τις δυσκολίες, θυμάται με νοσταλγία εκείνα τα χρόνια και ζωντανεύει, μέσω της αφήγησής της, όμορφες οικογενειακές στιγμές.


Αφηγητές/τριες

Βεργίνα Πλατιώτη


Ερευνητές/τριες

Ανατολή Στεφανοπούλου


Δεκαετίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

15/06/2020


Διάρκεια

23'


Σημειώσεις Συνέντευξης

Η αφηγήτρια είναι η μεγάλη αδερφή του πατέρα της ερευνήτριας, του Νέστορα ο οποίος αναφέρεται στην αφήγηση, του πέμπτου κατά σειρά παιδιού της οικογένειας. Το πατρικό της όνομα είναι Στεφανοπούλου. Πλατιώτη ονομάστηκε όταν παντρεύτηκε και πήρε το επώνυμο του συζύγου της.