Η Μαρία Γεωργιάδου αφηγείται: Η δύναμη της θέλησης και η δύσκολη θέση της γυναίκας στην κοινωνία του 1950-1960

Ε.Τ.

[00:00:00]Είναι Παρασκευή 6 Μαρτίου του 2020, είμαι με την κυρία Μαρία Γεωργιάδου, βρισκόμαστε στους Γεωργιανούς Ημαθίας, εγώ ονομάζομαι Ευρίκλεια Τσαλουχίδου και είμαι ερευνήτρια στο Istorima και κάπου εδώ ξεκινάμε. Καλησπέρα, κυρία Μαρία.

Μ.Γ.

Καλησπέρα.

Ε.Τ.

Θα ήθελα να μας πείτε δύο λόγια αρχικά για την καταγωγή σας και για το χωριό σας εδώ, τους Γεωργιανούς.

Μ.Γ.

Εγώ μένω στους Γεωργιανούς, γεννήθηκα στους Γεωργιανούς, αλλά οι γονείς μου ήρθαν από τον Πόντο. Κατοικήσανε… αγοράσανε αυτό το μέρος και μείναν εδώ, χτίσανε ένα σχολείο, εκκλησία. Ήταν πολύ προοδευτικοί άνθρωποι, πολύ ανεβασμένοι για την εποχή εκείνη. Γεννήθηκα εγώ το ’47 και μεγάλωσα σε μία οικογένεια… όταν γεννήθηκα εγώ είχανε άλλα τέσσερα παιδιά οι γονείς μου, πέμπτο παιδί εγώ και μετά από μένα γεννήθηκε άλλο ένα παιδί – έξι παιδιά συνολικά στην οικογένεια. Πήγα σχολείο στους Γεωργιανούς, η οικογένειά μου ήταν εύπορη οικογένεια, γιατί ο πατέρας μου είχε λατομείο, η μητέρα μου καλλιεργούσε τα χωράφια, είχαμε ζώα… Δηλαδή ήμασταν μια ευκατάστατη οικογένεια και πέρασα πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Στο σχολείο ήμουνα καλή μαθήτρια… Γενικά όλα τα παιδιά εκείνον τον καιρό τα στέλναν στο σχολείο. Είχαμε πολύ ωραίο σχολείο: ευάερο, ευήλιο με μεγάλη αυλή… Κάθε μέρα στο σχολείο όταν πήγαινα είχα το χαρτζιλίκι μου, γιατί οι γονείς μου είχανε την άνεσή τους και περνούσα μια πολύ ωραία παιδική ζωή και ωραία παιδικά χρόνια και σχολικά. Έχω να θυμηθώ πολλά, την Κυριακή που πήγαινα στην Εκκλησία, τα συσσίτια που μας κάνανε εκείνον τον καιρό – και επίσης θυμάμαι μια πολύ χαρακτηριστική στιγμή. Ήταν να περάσει ο βασιλιάς απ’ το χωριό μας κι εγώ, σαν καλή μαθήτρια, έπρεπε να του δώσω την ανθοδέσμη. Αλλά δεν ξέρω, εγώ από τότε ήμουνα λίγο αρνητική σ’ αυτά τα πράγματα και δεν ήθελα να την παραδώσω. Μ’ έκανε… με προσκυνούσε ο δάσκαλος να το κάνω κι εγώ με τίποτα, δεν δεχόμουνα. Κι αναγκάστηκε, το έβαλε σε μια άλλη μαθήτρια η οποία δεν είχε και ντύσιμο και πήγε με μπαλωμένη ζακέτα και παρέδωσε την ανθοδέσμη… Τέλος πάντων, περάσαν τα χρόνια, πήγα στο Γυμνάσιο και εκεί άρχισαν οι δυσκολίες… Γιατί ήταν πολύ αυστηρά τα χρόνια εκείνα, οι γονείς μας ήταν πολύ πουριτανοί, δεν δεχόντουσαν απ’ τα κορίτσια να ’χουνε παρέες, δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω… Σχολείο-σπίτι, σπίτι-σχολείο. Ήμουν αναγκασμένη εγώ να μαγειρεύω, εγώ να ζυμώνω, να πηγαίνω το ψωμί στον φούρνο, να… δηλαδή μια ζωή δύσκολη στο Γυμνάσιο, όχι όπως τα ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια που είχα στο σχολείο, στο Δημοτικό. Εκεί απαγορευόταν να μιλάς με τον γείτονα, απαγορευόταν να μιλάς με τα αγόρια στο σχολείο… Ε, μια μέρα ένας γείτονας είπε στη μητέρα μου ότι με είδε να μιλάω με έναν γείτονα και εκείνο ήταν το μαρτύριό μου. Έφαγα πάρα πολύ ξύλο και αναγκάστηκα και σηκώθηκα, έφυγα απ’ το σπίτι και ο γείτονας αναγκάστηκε να με παντρευτεί – και από κει και πέρα άρχισε η αρχή του τέλους. Τώρα, αν θέλετε να σας πω αναλυτικά κι άλλα πράγματα, είναι ότι παίζαμε πολύ ξέγνοιαστα στο Δημοτικό. Είχαμε… δεν είχαμε ούτε κούκλες, ούτε μπάλες, ούτε… Τίποτα δεν είχαμε, παίζαμε με τις πέτρες, με τα κουτιά, με το τρέξιμο, με το σχοινάκι, με τους βόλους… Φτιάχναμε μόνοι μας με τον πηλό παιχνίδια. Τα αδέρφια μου η αλήθεια με βοηθούσανε πολύ σε αυτά. Η αλήθεια οι γονείς μου ήτανε γενικά ανοιχτά μυαλά, ειδικά με τα αγόρια τους, τα σπουδάσανε, όλους τους στείλανε στο σχολείο, στο Γυμνάσιο. Ο ένας ο αδερφός μου έγινε δάσκαλος, ο άλλος έγινε γεωπόνος, εγώ ήμουν καλή μαθήτρια, είχα όλη την προοπτική να γίνω κι εγώ κάτι, αλλά εξαιτίας του ξύλου που έφαγα σηκώθηκα και κλέφτηκα. Τι άλλο να πω, πες μου.

Ε.Τ.

Κλεφτήκατε με τον πρώτο σας σύζυγο;

Μ.Γ.

Ναι, με τον πρώτο σύζυγο κλέφτηκα. Μετά έκανα ένα παιδάκι και στα 21 μου χήρεψα, σκοτώθηκε ο άντρας μου. Ξαναπήγα στο σχολείο και το τελείωσα το Γυμνάσιο.

Ε.Τ.

Πόσο χρονών ξαναπήγατε στο σχολείο;

Μ.Γ.

Στα 22. 21 στα 22

Ε.Τ.

Πόσο εύκολο ήτανε για σας να ξαναπάτε στο σχολείο, στο–

Μ.Γ.

Δεν ήταν εύκολο, αλλά είχα πολλή θέληση και πολύ μυαλό για να προχωρήσω· καταλάβαινα ότι έχω τη δυνατότητα[00:05:00]. Ο αδερφός μου ο δάσκαλος με στήριζε.

Ε.Τ.

Πού πήγατε σχολείο;

Μ.Γ.

Στη Θεσσαλονίκη, γιατί εδώ δεν με γράφανε, επειδή ήμουν χήρα, δεν με γράφανε με τα ανήλικα τα παιδιά και αναγκάστηκα και πήγα Θεσσαλονίκη, που δεν με ξέρανε.

Ε.Τ.

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε τότε στο σχολείο;

Μ.Γ.

Στο σχολείο αρχίσανε πλέον, εδώ στη Βέροια που δεν με ξέρανε, τα αγόρια μού φερόντουσαν διαφορετικά, δεν μου φερόντουσαν σαν μαθήτρια. Ενώ στη Θεσσαλονίκη που πήγα, τα παιδιά δεν ξέρανε. Συνεννοήθηκα και με τη διευθύντρια του σχολείου να μην πει τίποτα. Και νομίζανε ότι είμαι συνομήλική τους – μικροέδειχνα κιόλας, ήμουνα πολύ λεπτούλα και μικροέδειχνα. Το παιδί το είχα στο σπίτι, το πήγαινα στο νηπιαγωγείο στην αρχή, εγώ στο σχολείο. Και περάσανε τα χρόνια… Στην τελευταία τάξη, όμως, του Γυμνασίου έχασα τον αδερφό μου. Αρρώστησε από καρκίνο ο δάσκαλος και πέθανε και αναγκάστηκα και επέστρεψα πάλι στη Βέροια και πήγα γράφτηκα στο ιδιωτικό το σχολείο πλέον και τελείωσα το Λύκειο. Το σημερινό Λύκειο, τότε ήταν εξατάξιο Γυμνάσιο. Μετά γνώρισα έναν κύριο, τον παντρεύτηκα και έκανα άλλα τέσσερα παιδιά… Και η ζωή μου προχωράει, είμαι τώρα μια γιαγιά με εννιά εγγόνια, με πέντε παιδιά, και με όλες αυτές τις δυσκολίες που πέρασα τα κατάφερα και ορθοπόδησα και τώρα έχω παντρέψει και τα παιδιά μου…

Ε.Τ.

Εγώ θα ήθελα, παρακαλώ, να μείνω–

Μ.Γ.

Ναι.

Ε.Τ.

–στο σημείο που ήσασταν μαθήτρια για δεύτερη φορά με ένα ανήλικο παιδί.

Μ.Γ.

Ήτανε δύσκολα–

Ε.Τ.

Πώς τα καταφέρνατε;

Μ.Γ.

Ήτανε δύσκολα, η αλήθεια, είχα τον μικρό αδερφό μου μαζί και με βοηθούσε, αυτός πήγαινε στο Γυμνάσιο και με βοηθούσε. Όταν σχόλαγε αυτός νωρίτερα πήγαινε το ’παιρνε το παιδί από το σχολείο, όταν σχόλαγα εγώ πήγαινα το ’παιρνα εγώ. Με τη σειρά δηλαδή, όποιος είχε λιγότερο διάβασμα πρόσεχε το παιδί, το διάβαζε, όταν πήγε πλέον Πρώτη Τάξη και Δευτέρα· και έτσι περνούσε ο καιρός. Απλούστατα, δεν είπα σε κανέναν – ούτε στις φίλες μου, ούτε έφερνα φίλες στο σπίτι για να μην ξέρουν ότι έχω παιδί· δεν ήθελα να μαθευτεί. Αλλά αυτό έτυχε τυχαία και ήτανε μια εκδήλωση που μας είπανε να πάμε, για να ενισχύσουμε τα παιδιά που παίζανε μποξ, και πήρα εισιτήριο· αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να πάω. Η φίλη μου, όμως, που είδε ότι έχω πάρει εισιτήριο, ήρθε απ’ το σπίτι να με πάρει και έτυχε να δει το παιδί – και αναγκάστηκα και της το είπα. Αλλά ύστερα τα παιδιά με σεβόντουσαν τόσο πολύ, γιατί έδειχναν δηλαδή… μ’ αγαπήσανε μες στην τάξη όλοι, και τα αγόρια και τα κορίτσια, και με σεβόντουσαν πλέον. Και αγαπούσαν και το παιδί και μου ζητάγανε πού και πού να πηγαίνουν να το βλέπουνε, μαζευόμασταν κάπου σε κάποια πλατεία και έπαιζαν με το παιδί οι συμμαθητές μου… Δηλαδή ένιωθα κι εγώ ότι είμαι ένα κοριτσάκι, πλέον ξεπέρασα και το πένθος και ένιωθα ότι είμαι μια κοπέλα συνομήλικη μαζί τους – δηλαδή τα ξέχασα τα προηγούμενα όλα. Το παιδί ήτανε πάρα πολύ βολικό παιδί, πολύ, έτσι, πρόσχαρο και με βοήθησε σ’ αυτό. Το μόνο που οι καθηγητές μου δεν είχανε μάθει τίποτα. Και μια φορά, δεν θα το ξεχάσω, ήταν να κάνουμε παρέλαση και ο καθηγητής ο ιστορικός επέμενε να μπω στη σειρά κι εγώ, να κάνω παρέλαση, γιατί δεν συμπλήρωναν τα παιδιά, ήθελαν άλλο ένα άτομο. Κι εγώ δεν ήθελα και μίλησε άσχημα κι εγώ νευρίασα και τον έδωσα την τσάντα στο κεφάλι κι έφυγα. Κι ήθελα να τον κάνω αναφορά και τότε αναγκάστηκε η διευθύντριά μου και του είπε ότι: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει μ’ αυτή την κοπέλα. Είναι άξια συγχαρητηρίων, αξίζει τον σεβασμό σας και όχι να παραπονιέστε, γιατί είναι χήρα, έχει ένα παιδί και δεν το εκμεταλλεύτηκε να καλοπεράσει, παρά κοίταξε να τελειώσει το σχολείο και να σπουδάσει». Γι’ αυτό και ήρθε, μου ζήτησε συγγνώμη ο καθηγητής και δεν μου ξαναεπέμεινε να κάνω παρέλαση και με είχανε στα ώπα ώπα… Και όταν θα ’φευγα την τελευταία χρονιά, που έχασα τον αδερφό μου, γιατί δεν είχα πλέον στήριγμα οικονομικό, στενοχωρέθηκαν πάρα πολύ όλοι τους.

Ε.Τ.

Οι γονείς σας για όλη αυτήν την κατάσταση τι λέγανε; Πώς σας συμπεριφέρθηκαν; Σας στήριξαν καθόλου;

Μ.Γ.

Όχι, οι γονείς μου δεν με στήριξαν, γιατί είχαν το παιδί του αδερφού μου που ήταν στη Γερμανία και κοιτούσανε και το δικό μου δεν θέλανε. Και γενικά η μητέρα μου πάντα ήτανε αρνητική με μένα, γιατί θεωρούσε τότε, εκείνον τον καιρό, ότι τα κορίτσια δεν είναι μέλος της οικογένειας, γιατί θα πάρουν, όταν παντρευτούν, άλλο επίθετο, άρα και τα παιδιά δεν είναι εγγόνια τους – και δεν με στήριξαν. Μόνο ο πατέρας μου, η αλήθεια, ο πατέρας μου ήταν πιο προοδευτικός. Πάρα πολύ προοδευτικός για την εποχή του και μου είχε πει κιόλας: «Θα βρεις και κάποιον να παντρευτείς, δεν χρειάζεται να[00:10:00]… να κοιτάξεις να δουλέψεις». Αλλά δεν με στηρίξανε να κρατήσουν το παιδί να κάνω… Εγώ ήθελα να κάνω μια δουλειά δική μου, όπως και αργότερα άνοιξα μαγαζί, αλλά εφόσον μεγάλωσε το παιδί και μετά· πιο μπροστά δεν–

Ε.Τ.

Τι μαγαζί ήτανε αυτό;

Μ.Γ.

Ήτανε με γυναικεία είδη, τότε λεγότανε μπουτίκ. Και–

Ε.Τ.

Πού βρισκότανε;

Μ.Γ.

Ήτανε στη Βέροια, μες στο κέντρο της Βέροιας, ένα πολύ ωραίο μαγαζί και είχα κάνει πολύ εκλεκτή πελατεία, γιατί κατάφερα κι έφερα ρούχα από την Αγγλία, από έξω.

Ε.Τ.

Πώς το καταφέρατε αυτό;

Μ.Γ.

Βρήκα κάποιους φίλους που είχανε μαγαζιά τέτοια στην Αθήνα και από εκεί ύστερα κατάφερα και φέρνανε για τον εαυτό τους και στέλναν και σε μένα ρούχα· και είχα πάρα πολλή πελατεία. Μετά, όμως, όταν παντρεύτηκα, έμεινα έγκυος και έκανα αποβολή – και ο γιατρό είπε ότι δεν πρέπει να κουράζομαι και αναγκάστηκα και το έκλεισα το μαγαζί. Και ασχολήθηκα με την εγκυμοσύνη μου και πάλι το παιδί το έχασα. Το γέννησα κανονικά στον όγδοο μήνα, αλλά στη θερμοκοιτίδα που το είχα μου το κλέψανε, το πουλήσανε.

Ε.Τ.

Για ποια χρονιά μιλάτε;

Μ.Γ.

Μιλάμε το ’74. Μου το πήραν το παιδί, το κλέψανε. Φυσικά ποτέ δεν το πίστεψα και μια ζωή έψαχνα και το βρήκα μετά από τριάντα τέσσερα χρόνια το παιδί αυτό, το οποίο είναι παντρεμένο, έχει τρία παιδιά, η κόρη του–

Ε.Τ.

Πώς τα καταφέρατε και το βρήκατε;

Μ.Γ.

Κατάφερα και πήγα και βρήκα τα αρχεία του νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης όπου είχανε θερμοκοιτίδα και γέννησα, και το οποίο έκλεισε σήμερα, «Ρωσικό» λεγότανε το νοσοκομείο, και βρήκα τα αρχεία στο Ιπποκράτειο και βρήκα τη σελίδα που ήτανε το όνομά μου και το οποίο είχαν ξεσκίσει το όνομά μου. Αλλά εγώ, απ’ το «Γεωργιανοί» που είναι με -οι, το πρώτο το «Γ» και το τελευταίο το «-νοί» κατάλαβα ότι είναι «Γεωργιανοί», και από εκεί βρήκα κάποιους κωδικούς και έγραψα και τα ’δωσα σε μία που έψαχνε για παιδιά και αυτή μετά από ενάμισι-δύο χρόνια με ειδοποίησε: «Βρήκα το παιδί σου». Σήμερα, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη Σκοτίνα Πιερίας, είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά. Η αλήθεια, δεν έχουμε πολύ έντονη επαφή, αλλά πάντως κάποια τηλεφωνήματα και κάποιες ανταμώσεις πού και πού τις κάνουμε, γιατί αυτοί που τον πήρανε ζούνε και δεν ήθελε να τους πικράνει. Και αυτή είναι η ιστορία μου με το παιδί, δηλαδή, και γενικά μετά που χήρεψα. Τώρα είμαι καλά, τα παιδιά μου μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έχουν τις οικογένειές τους κι εγώ είμαι μια ευτυχισμένη γιαγιά. Μένω στους Γεωργιανούς και περνάω πολύ ωραία.

Ε.Τ.

Κάτι που δεν θα ξεχάσετε –είτε απ’ τα παιδικά σας χρόνια είτε απ’ τα εφηβικά σας χρόνια– υπάρχει να μας αναφέρετε;

Μ.Γ.

Τα εφηβικά μου δεν έχω πολλά να πω, γιατί το μόνο που θυμάμαι μια φορά ο αδερφός μου ο δάσκαλος είχανε μια εκδήλωση και με πήγε, με πήρε ρούχα και με έντυσε, για να πάμε στον χορό και τα αδέρφια μου κάνανε ολόκληρη τα υπόλοιπα επανάσταση, ότι δεν έχω καμιά δουλειά εγώ σ’ αυτή την ηλικία· και ήμουνα 14 χρονών, δεν ήμουνα και μικρή. Και δεν μου επέτρεψαν να πάω μαζί του. Το μόνο που θυμάμαι, που βρέθηκα σε έναν γάμο και έβλεπα τις κοπέλες της ηλικίας μου και μεγαλύτερες που χορεύανε κι εγώ τις κοιτούσα σαν να έβλεπα εξωγήινα όντα, δεν τα ξέραμε εμείς αυτά τα πράγματα. Δεν είχαμε ούτε κινηματογράφους, ούτε… τίποτα δεν είχαμε στο χωριό. Η μητέρα μου ήταν πολύ αυστηρή· τα αγόρια τούς παρείχε τα πάντα, αλλά εμένα δεν μ’ άφηνε βήμα να κάνω απ’ το σπίτι. Πέρα απ’ το σχολείο που πήγαινα και γυρνούσα… Ήθελα να πάω ζωγραφική, δεν με άφηνε. Ήθελα να πάω Αγγλικά, δεν με άφηνε. Και ενώ είχανε την οικονομική άνεση… Ο πατέρας μου, να φανταστείτε, αγόρασε οικόπεδο στην πόλη και έφτιαξε δυο δωμάτια για να έχουμε να μένουμε, να μην ταλαιπωρούμαστε με τις συγκοινωνίες – γιατί δεν είχε τακτική συγκοινωνία και τα περισσότερα παιδιά πηγαινοέρχονταν με τα πόδια· γιατί όλα τα παιδιά του χωριού τότε σπουδάσανε. Από εκεί, από την πατρίδα, ήτανε με τα γράμματα, μαθημένοι με τα γράμματα. Όταν ήρθαν εδώ, ο τόπος αυτός ήτανε… πολύ άθλια, δηλαδή, τα πράγματα. Ο κόσμος σε καλύβες έμενε, δεν ξέρανε τι θα πει νοικοκυριό, δεν ξέρανε τι θα πει σπίτι. Αυτοί όλοι ήρθανε οι δικοί μας και χτίσανε με πέτρα και με τούβλα ωραία σπίτια, με κεραμίδια, αυτοί είχανε όλο καλύβες εδώ· και τα ήθελαν τα γράμματα. Γι’ αυτό χτίσανε και το Πρότυπο Σχολείο, έχουμε εδώ στο χωριό. Ήτανε άλλοι άνθρωποι, με άλλη μόρφωση. Ο παππούς μου ήτανε μηχανικός, πολιτικός μηχανικός στην πατρίδα. Εδώ στη Βέροια ήρθε[00:15:00], όταν εκείνον τον καιρό ήρθανε με τον θείο μου και αγοράσανε το χωριό –και γι’ αυτό προς τιμήν τους πήρε και το όνομα «Γεωργιανοί»–, ο παππούς μου έχτισε και μια γέφυρα η οποία ακόμα υπάρχει στη Βέροια, «Καραχμέτ» λέγεται αυτή η γέφυρα. Τότε που φύγαν οι Τούρκοι. Το μέρος αυτό το αγοράσανε από έναν Τούρκο μπέη. Και τότε έχτισε και τη γέφυρα και ύστερα επέστρεψε πίσω και γυρίσαν αργότερα, αφού πήραν το μέρος αυτό. Και σας λέω ήταν πάρα πολύ προοδευτικοί άνθρωποι και πολύ έξυπνοι.

Ε.Τ.

Προοδευτικοί, βέβαια, με τα αγόρια τους πιο πολύ, απ’ ό,τι καταλαβαίνω–

Μ.Γ.

Ναι, με τ’ αγόρια. Τα κορίτσια τα είχανε για το σπίτι. Τα κορίτσια λέγανε ότι κανονικά δεν έπρεπε να τα παντρεύουνε, για να κοιτάνε τους γονείς στα γεράματα.

Ε.Τ.

Ναι, αλλά αυτή η διάκριση εσάς δεν σας έφερνε σε δύσκολο σημείο; Δεν σας εξόργιζε;

Μ.Γ.

Με εξόριζε πάρα πολύ, γιατί ήμουνα πάντα ελεύθερο πνεύμα και δεν ήθελα να με χαλιναγωγούνε – κι εγώ αυτό με στενοχωρούσε. Και ήθελα να επαναστατήσω, και όταν επαναστάτησα και μ’ έκλεψε ο άντρας μου, που έφυγα απ’ το σπίτι, όλοι απορήσανε. Γιατί τότε, εκείνη την εποχή, τα κορίτσια δεν κάνανε τέτοιες κινήσεις, φοβόντουσαν. Εγώ τα ’βαλα με όλους και με όλα. Τότε ο αστυνομικός που με παρέλαβε, όταν με βρήκανε πού ήμουνα, έβγαλε το καπέλο. Μου λέει: «Κοπέλα μου, σου βγάζω το καπέλο. Τέτοια δυναμική γυναίκα, τέτοια κοπέλα δυναμική τόσα χρόνια στην υπηρεσία πρώτη φορά μου έτυχε. Να τα βάλει με τόσα αδέρφια…». Με τα δίκαννα με κυνηγούσανε.

Ε.Τ.

Κι όμως τα καταφέρατε–

Μ.Γ.

Nαι.

Ε.Τ.

–και κάνατε κι έναν γάμο και κάνατε κι ένα παιδί…

Μ.Γ.

Ναι… Και ξαναπαντρεύτηκα και ξαναέκανα και παιδιά–

Ε.Τ.

Και δεν το βάλατε κάτω.

Μ.Γ.

Όχι… Και τώρα ακόμα είμαι 72 χρονών, μπορώ δηλαδή… ακόμα σκέφτομαι πώς θα δημιουργήσω.

Ε.Τ.

Υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε στη ζωή σας;

Μ.Γ.

Το μόνο που θα άλλαζα ότι από μικρή… θα επαναστατούσα πιο μικρή, δηλαδή· αυτό θα το άλλαζα. Γιατί απ’ τον πατέρα μου και απ’ τα αδέρφια μου δεν έχω παράπονο. Εκείνη που ήτανε πολύ αυστηρή ήτανε η μάνα μου, πάρα πολύ. Ήταν πολύ σκληρή γυναίκα. Τη ρωτάγανε: «Πόσα παιδιά έχεις;» κι έλεγε: «Πέντε παιδιά και ένα κορίτσι».

Ε.Τ.

Οι Πόντιοι γενικά, απ’ όσο ξέρω, το έχουν αυτό.

Μ.Γ.

Το έχουν, αλλά τόσο… σε τέτοιον έντονο βαθμό, όχι. Γιατί κι άλλες Πόντιες ήτανε εδώ και έβλεπα πως έχουν τα κορίτσια τους πιο ελαστικά από εμένα. Εγώ φοβόμουνα, συνέχεια με μείωνε για να μην πάρουν… επειδή λέγανε όλοι στο χωριό: «Είναι όμορφη και είναι κιμπάρισσα» κι αυτό, κι αυτή με μείωνε κι έλεγε: «Δεν βλέπεις την τάδε τι ωραία περπατάει; Δεν βλέπεις την τάδε τι όμορφη που είναι; Δεν βλέπεις την άλλη τι καλή μαθήτρια;». Κι εγώ ήμουν η καλύτερη μαθήτρια μες στην τάξη. Τους δασκάλους εκβιασμό τους έκανα, όταν ήθελα κάτι και δεν μου κάναν το χατίρι. Τους έλεγα: «Δεν θα ξανασηκώσω χέρι στον επιθεωρητή, να δω τι θα κάνετε». Εγώ τους… γιατί ήτανε εξατάξιο το σχολείο και εγώ τους έβγαζα ασπροπρόσωπους, χωρίς υπερβολή–

Ε.Τ.

Κάποιο περιστατικό από το σχολείο;

Μ.Γ.

Α, απ’ το σχολείο… Είχα έναν ξάδερφο, το οποίο ήταν ορφανό· πρώτος μου ξάδερφος. Κι επειδή άκουγα πάντοτε τη μητέρα μου, έλεγε: «Στυλιανέ, όταν πας να πάρεις παπούτσια τα παιδιά να φέρεις και σ’ αυτό το ορφανό κάτι. Να φέρεις παπούτσια». Ή ό,τι ρούχα τους έφερνε: «Να φέρεις και σ’ αυτό το ορφανό». Κι εγώ απ’ όλα τα ξαδέρφια μου τον αγαπούσα πιο πολύ, γιατί καταλάβαινα ότι έχει την ανάγκη από αγάπη. Στο σχολείο, όμως, δεν ξέρω, ένας δάσκαλος που είχαμε Κρητικός ήταν πάρα πολύ αυστηρός μαζί του. Κάθε τόσο έπαιρνε τη βέργα και την έσπαγε στην πλάτη του… Τέτοιο ξύλο τον έδινε. Εγώ δεν άντεξα μια μέρα και σηκώθηκα, άρπαξα τη βέργα από τον δάσκαλο, την έσπασα στο γόνατό μου και του είπα: «Αν είσαι άντρας, χτύπα εμένα». Του έκανε τόση εντύπωση, που πήγε το είπε μες στο καφενείο του χωριού… «Δεν ξέρω τι άνθρωπος θα γίνει αυτή η κοπέλα, δεν θα μπορούν να τη χαλιναγωγήσουν εύκολα».

Ε.Τ.

Και ίσως δεν είχε και άδικο…

Μ.Γ.

Όχι, δεν είχε, πραγματικά δεν είχε. Ύστερα το συνειδητοποίησα, εκ των υστέρων. Τα παιδιά όλα μες στην τάξη με τρέμανε, δεν τολμούσανε να με πειράξουνε. Αυτό το bullying που λένε τώρα και τότε υπήρχε, αλλά εμένα δεν τολμούσε κανένας. Και όποιο παιδί ήταν αδύναμο, σε μένα ερχόταν να προστατευθεί – είτε αγόρι ήταν είτε κορίτσι.

Ε.Τ.

Άρα δεν μετανιώνετε σε καμία περίπτωση γι’ αυτή σας τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα σας–

Μ.Γ.

Όχι, δεν μετανιώνω, γιατί ποτέ δεν έβλαψα κανένανε, απλούστατα δεν ήθελα κι εμένα να με βλάπτουνε. Δεν πείραξα ποτέ… Και, μάλιστα, είχα τέτοιες ευαισθησίες, γιατί κάθε μέρα εγώ στο σχολείο, όταν πήγαινα, είχα τη σοκολάτα μου, είχα τις καραμέλες μου, και επειδή τα άλλα τα παιδιά δεν είχανε, δεν έτρωγα ποτέ μπροστά τους. Και μόνο μια ξαδερφούλα που είχα την έπαιρνα κρυφά και της έλεγα: «Έλα να τα μοιράσουμε». Και μια καραμέλα να είχα, τη μοίραζα στη μέση μ’ αυτήν την ξαδέρφη μου – κι ακόμα γέρασε και δεν το ξεχνάει.

Ε.Τ.

Είστε άξια συγχαρητηρίων γι’ αυτό, κυρία Μαίρη[00:20:00], πραγματικά. Απλά, τώρα έτσι προς το τέλος, θα ήθελα να σας ρωτήσω, έτσι, κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, φτάνοντας στο παρόν… Τι θα θέλατε να σημειώσετε για τη ζωή σας; Κάτι που μπορεί να το πάρουμε κι εμείς οι νεότεροι.

Μ.Γ.

Να στηρίζεστε στις δυνάμεις σας, να προσπαθείτε για πάντα για το καλύτερο, να μην το βάζετε κάτω, να είσαστε ανοιχτά μυαλά, να μη σχολιάζετε τον έναν και τον άλλον. Ο καθένας να κάνει… έχει τις επιλογές του. Θα κάνει και τα λάθη του, θα κάνει και τα… Εσείς θα προχωράτε μπροστά και θα κοιτάτε να είσαστε όσο μπορείτε με την οικογένεια κοντά. Στα παιδιά σας να είσαστε συγκαταβατικοί, να μη σκέφτεστε ότι: «Εγώ έκανα αυτό, πρέπει και τα παιδιά μου να το κάνουνε». Τo κάθε παιδί θα κάνει τις δικές του επιλογές, εσείς θα είσαστε δίπλα τους και θα στηρίζετε – όχι θα επιβάλλετε. Εγώ έτσι νομίζω. Και ίσως έτσι τα κατάφερα και έχω και αγαπημένη την οικογένειά μου, είμαστε πολύ αγαπημένη όλη η οικογένεια· τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, όλοι είμαστε μια γροθιά. Όταν έχει ανάγκη ο ένας, τον στηρίζουνε οι υπόλοιποι. Δηλαδή πάντα στηρίζουμε τον πιο αδύναμο. Και έχω ένα κορίτσι το οποίο δεν το ’χω ξεχωρίσει, επειδή είναι κορίτσι απ’ τα αγόρια. Είναι παιδί μου κι αυτό και προσπαθώ όσο μπορώ όλους το ίδιο να στηρίξω. Όποιος έχει ανάγκη, αυτόν θα στηρίζετε και θα κάνει. Και θα κοιτάτε μπροστά στη ζωή. Και σεβασμός στους μεγαλύτερους, στους γονείς· σεβασμός, τίποτε άλλο.

Ε.Τ.

Πολύ ωραία. Κάπου εδώ φτάσαμε στο τέλος της συνέντευξης. Ευχαριστώ πάρα πολύ–

Μ.Γ.

Να ’σαι καλά.

Ε.Τ.

–για τις πληροφορίες. Πάντα στη διάθεσή σας.

Μ.Γ.

Κι εγώ είμαι πάντα στη διάθεσή σας και έχω κι άλλες ιστορίες να σας πω.

Ε.Τ.

Ευχαριστώ πολύ.

Μ.Γ.

Γεια σου.

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.

Περίληψη

Η Μαρία Γεωργιάδου μας αφηγείται τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, κατά τα οποία δέχτηκε καταπίεση από το οικογενειακό της περιβάλλον, κλέφτηκε με τον πρώτο της σύζυγο και έμεινε έγκυος, οπότε και αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο. Λίγο αργότερα, ωστόσο, συνεχίζει την εκπαίδευσή της στη Θεσσαλονική, κάνει καινούρια οικογένεια και ανοίγει τη δική της μπουτίκ. Η ιστορία της αποτελεί μια υπενθύμιση για το πόσο σημαντική είναι η θέληση του ανθρώπου. Αν αυτή υπάρχει, όλα τα εμπόδια από το περιβάλλον ωχριούν.


Αφηγητές/τριες

Μαρία Γεωργιάδου


Ερευνητές/τριες

Ευρίκλεια Τσαλουχίδου


Δεκαετίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

06/03/2020


Διάρκεια

22'