Κατοχή στους Γαλατάδες
Ενότητα 1
Σχολικά χρόνια, σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση
00:00:00 - 00:09:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα μας πείτε το όνομά σας; Λέγομαι Ζωγραφία Koυκούτση, του συζύγου το όνομα. Λοιπόν, είναι- Με αποκαλούν Φιφή. Φιφή. Με ξέρ…'40-'41. Ήμουν τότε 5-6 χρονών. Αλλά θυμάμαι... Έχω μια φωτογραφία εδώ. Πάρ' την. Ναι. Μετά θα βγάλω φωτογραφίες. Πείτε μου, πείτε μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Γερμανική κατοχή, οι κυκλώσεις στο χωριό και ο πατέρας ως υπεύθυνος του ΕΑΜ
00:09:16 - 00:30:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο μπαμπάς μου έφυγε στην Αλβανία. Δεν θυμάμαι το πως ξεκίνησε. Δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως που μας πήρε η μαμά μου εμένα και τον δεύτερο, …κεί πέρα. Στο Γυψοχώρι, στο Πλαγιάρι, στο Δροσερό, στη Λάκκα. Εκεί, πηγαίναν οι δικοί μας εκεί. Οι άντρες. Για εκείνη την εποχή ήταν αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η μετέπειτα ζωή
00:30:34 - 00:37:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα τι θέλεις άλλο να σου πω; Έζησα με τον άντρα μου καλά. Δουλέψαμε πολύ. Ενώ ήταν γραμματέας, ο μπαμπάς του ήταν κτηνοτρόφος. Είχε και χω… Θα ήθελα να μου δείξεις την φωτογραφία. Εδώ είναι στο τραπέζι. Ωραία. Όχι. Εγώ νόμιζα ότι ήθελες για τους πρόσφυγες πως ήρθανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Θα μας πείτε το όνομά σας;
Λέγομαι Ζωγραφία Koυκούτση, του συζύγου το όνομα.
Λοιπόν, είναι-
Με αποκαλούν Φιφή.
Φιφή.
Με ξέρουν όλοι Φιφή.
Πολύ ωραία. Είναι 9 Μαρτίου του 2020, ονομάζομαι Σκύφτας Θεμιστοκλής-Φανούριος, είμαι ερευνητής στο Istorima, βρισκόμαστε στους Γαλατάδες στον Νομό Πέλλης και έχουμε μαζί μας την Φιφή όπως μας είπε. Θα μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς;
Ναι. Από που να αρχίσω;
Που γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στους Γαλατάδες το 1936. Μεγάλωσα εδώ, από γονείς γεωργούς, μετανάστες από την Ανατολική Θράκη.
Από ποια περιοχή της Θράκης;
Από το Εξαμύλιο. Αν θέλεις για το Εξαμύλιο να σου πω, πως και τι ήρθανε και τι κάνανε. Να σου πω και για εκείνα.
Θα μου πείτε και για εκείνα.
Γιατί σήμερα έτσι άρχισα να σκέφτομαι και λέω πως ξεκίνησαν από εκεί να φύγουν, ενώ οι Πόντιοι... Ας τα αφήσαμε τώρα αυτά. Μετά θα τα πούμε. Πήγα στο Δημοτικό. Ήμουν πάρα πολύ καλή μαθήτρια. Τότε αρχίσαμε να καταθέτουμε στεφάνια. Είχαμε κάνει το Ηρώο των Πεσόντων.
Υπήρχε σχολείο τότε στους Γαλατάδες;
Ναι. Εδώ που είναι τώρα το σχολείο. Εδώ ήτανε και πριν. Εδώ είχανε στήσει λίγο νωρίτερα, πριν από μένα -κάνα 6-7- είχαν στήσει το Ηρώο των Πεσόντων. Καταθέταμε στεφάνια, ποιήματα και λοιπά. Ήμουν η πρώτη. Πήγα στο Γυμνάσιο. Τελείωσα το Γυμνάσιο των Θηλέων της Εδέσσης.
Δημοτικό υπήρχε στους Γαλατάδες;
Βεβαίως.
Και πηγαίνατε Γυμνάσιο;
Γυμνάσιο στα Γιαννιτσά και στην Έδεσσα.
Και στην Έδεσσα. Πόσα χρόνια ήταν τότε; Το Δημοτικό πόσα χρόνια ήτανε;
Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη. 6 χρόνια.
Και το Γυμνάσιο;
To Γυμνάσιο πάλι 6. Αλλά λέγαμε μέχρι την Τετάρτη, «είμαι Τετάρτη Γυμνασίου». Όταν πηγαίναμε στην Πέμπτη, λέγαμε «είμαι Εβδόμη». Εβδόμη και Ογδόη. Έτσι τα αποκαλούσαμε τότε. Τελείωσα. Ήμουν άριστη στα φιλολογικά. Ήμουν 18άρα. Δεν βάζανε. Τώρα βλέπω πολλούς βαθμούς. Πολλά 20άρια βάζουν τα παιδιά! Βλέπω τα εγγόνια μου. Λοιπόν, στο 18 ήμουν σε όλα, αλλά μαθηματικά ήμουνα... Σκράπα! Τέλος πάντων. Ετοιμάστηκα, πήγα στη Θεσσαλονίκη, έκανα το καλοκαίρι φροντιστήριο για να δώσω στην Ακαδημία. Παιδαγωγική. Λέω μαθηματικά θα είναι αριθμητική, δε θα είναι τίποτα... Πρακτική αριθμητική. Πάω. Εκεί μας μετρούσανε. Έπρεπε να είμαι 1.55. Εγώ ήμουν 1.52,5. Γαργαλήθηκα, έχασα και εκείνο που είχα. Από εκεί αρχίζω τα κλάματα. Μια άλλη συμμαθήτρια μου η οποία πέρασε από το μέτρημα, με λέει «Πάρε τα χαρτιά σου και πάνε στην μαιευτική». Ήτανε ο δεύτερος χρόνος που είχε δημιουργηθεί. Όχι στην ιατρική, στην μαιευτική. Στην μαιευτική της Θεσσαλονίκης. Παίρνω τα χαρτιά μου, πάμε στην μαιευτική και εκεί πάλι. Με λέει «Θα τεντωθείς, ε!» Εγώ αντί να τεντωθώ, με το γαργάλημα, πάλι μαζεύτηκα. Μετά λέω «Δεν πάνε όπου πάνε. Θα πάω στο πανεπιστήμιο». Πήγα, έδωσα στην ΟΠΕ λεγόταν τότε. Οικονομικές Πολιτικές Επιστήμες. Ήταν φιλολογικά όλα. Ήμουν επιλαχούσα αλλά εκείνη την χρονιά υπουργός Παιδείας ήταν ο Μπακατσέλος, ο οποίος δεν πήρε επιλαχόντες καθόλου και έμεινα. Έμεινα, έφυγα στην Αλεξανδρούπολη σε μια σχολή της Βασιλικής Πρόνοιας. Ήρθα. Μετά από λίγο καιρό διορίστηκα στον Άγιο Αθανάσιο, το σημερινό το χιονοδρομικό που είναι, στο παλιό χωριό την Τσέγανη επάνω.
Ναι.
Πήγα εκεί στο Σπίτι Παιδιού. Εκεί ο κόσμος ήτανε καθυστερημένος. Φυσικά τα Σπίτια Παιδιού γίνανε σε παραμεθόριες περιοχές που ο κόσμος ήτανε καθυστερημένος, για να ξανοίξει ο κόσμος, και οι γυναίκες και οι άνδρες. Κάθισα πόσα χρόνια, κάθισα. Εν τω μεταξύ είχα ένα δεσμό εδώ εγώ από το Γυμνάσιο ακόμη. Εκείνος επαναστάτησε όταν θα έφευγα γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα να πηγαινοέρχεται και λοιπά. Τέλος πάντων. Περάσανε 3-4 χρόνια, σκοτώνεται ο αδερφός μου [00:05:00]ο δεύτερος, μετά από μένα. 23 χρονών παλικάρι. Αφήνει ένα κοριτσάκι 2,5 χρονών. Πήρα μια άδεια κανονική, πήρα άνευ αποδοχών. Δεν γινόταν. Έπρεπε να φύγω. Ο μετέπειτα άνδρας μου δηλαδή, δεν με άφηνε με κανένα τρόπο. «Παράτα τα, κάθισε εδώ». Κάθισα. Στο τέλος αρραβωνιαστήκαμε, παντρευτήκαμε και λοιπά. Αυτή είναι η επαγγελματική μου.
Πολύ ωραία.
Από μικρή με τους γονείς μου ήμασταν 4 αδέρφια, 3 αγόρια μετά από εμένα και εγώ. Ήμουν καλομαθημένη στη μαμά μου επειδή ήμουν μοναχοκόρη και ήμουν πολύ ντελικάτη και αδύνατη. Με περιποιόντουσαν ιδιαίτερα. Πέρασα καλά. Ντυνόμουν καλά.
Μου είπατε ότι ήσασταν καλή μαθήτρια. Τότε ήτανε λίγοι οι μαθητές που ήταν αριστούχοι;
Λίγοι.
Λίγοι. Γιατί; Πώς ήταν οι δάσκαλοι τότε παλιά;
Κοίταξε. Οι δάσκαλοι ήτανε πιο ενδιαφέροντες από τους σημερινούς. Γιατί συναναστρέφομαι με σημερινούς δασκάλους και ο γιος μου ο μεγάλος είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής, αλλά δεν είναι διορισμένος. Ποιος ήταν που κατήργησε την επετηρίδα; Δεν ήσουν στα πράματα. Ήταν στην επετηρίδα το '90 για διορισμό. Ποιος ήτανε μωρέ, ένας παχύς; Τέλος πάντων. Χάλασε την επετηρίδα και είπε «Όσοι έχουν πτυχίο μέχρι το '88 θα μείνουν στην επετηρίδα και θα διοριστούν. Από εκεί και ύστερα θα πάνε για εξετάσεις στον ΑΣΕΠ». Όταν έγινε αυτό, ο γιος μου είχε 10 χρόνια που είχε τελειώσει. Είχε κάνει οικογένεια. Παντρεύτηκε με μια δασκάλα. Είχε ένα κοριτσάκι. Είχε αρχίσει την γεωργία συστηματικά. Ήταν μαθημένος από το σπίτι. Ο άλλος τελείωσε οικονομικά. Ο άλλος τακτοποιήθηκε. Και έμεινε ρέστος. Ασχολήθηκε με τα χωράφια. Και παρακολουθούσα τους δασκάλους τους σημερινούς δηλαδή. Επειδή ήμουν κατατοπισμένη από αυτόν και έβλεπα ότι τότε παρόλο που Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη κάναμε μαζί μάθημα. Δεν ήτανε πολλοί δάσκαλοι. Σήμερα έχουμε 12-13 δασκάλους και 2 νηπιαγωγούς- η νύφη μου είναι στο νηπιαγωγείο- και έχουμε 120 παιδιά. Δηλαδή από 10 παιδιά ο καθένας. Και τότε ο κάθε δάσκαλος είχε ορδές παιδιών!
Εννοείτε όλες οι τάξεις ήτανε μαζί ή ένας δάσκαλος είχε πολλές τάξεις;
Ναι. Πρώτη, Δευτέρα άλλος. Σου λέω, για 1-2 χρόνια, να μη σου πω 3, ήτανε Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη μαζί.
Πώς πηγαίνατε στο σχολείο τότε; Είχατε στολή για το σχολείο;
Κοίταξε. Όχι. Τα χρόνια που πήγαινα εγώ δεν είχαμε ποδιές. Μετά εφαρμόστηκε το σύστημα της ποδιάς και του γιακά. Στο Γυμνάσιο όμως είχαμε μαύρες -όχι ποδιές- φορέματα. Ναι, ποδιά, ποδιά την λέγαμε, και άσπρο γιακαδάκι. Απαραιτήτως. Δεν τολμούσαμε να ξεκινήσουμε να βγούμε έστω και στην αγορά με άλλο ρούχο. Και τα αγόρια δίχως καπέλο. Με το καπέλο. Και έγραφε το Γυμνάσιο πάνω και την κουκουβάγια είχε. Να σου πω τώρα. Ανακατεμένα τα θυμάμαι. Αρχίζω από μικρή... Ήρθε, όταν ήμουν μικρή, τα παιδικά μου χρόνια παίζαμε, κάναμε, κούκλες, μπούκλες και τα λοιπά. Ήρθε το '40-'41. Ήμουν τότε 5-6 χρονών. Αλλά θυμάμαι... Έχω μια φωτογραφία εδώ. Πάρ' την.
Ναι. Μετά θα βγάλω φωτογραφίες. Πείτε μου, πείτε μου.
Ενότητα 2
Γερμανική κατοχή, οι κυκλώσεις στο χωριό και ο πατέρας ως υπεύθυνος του ΕΑΜ
00:09:16 - 00:30:34
Ο μπαμπάς μου έφυγε στην Αλβανία. Δεν θυμάμαι το πως ξεκίνησε. Δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως που μας πήρε η μαμά μου εμένα και τον δεύτερο, αυτόν που σκοτώθηκε. Καθίσαμε εκεί στο σπίτι μπροστά, μας έβγαλε φωτογραφία και την έστειλε τον μπαμπά στην Αλβανία. Περιποιημένοι ήμασταν και λοιπά, μας είχε. Μετά έγινε το αυτό με τους Γερμανούς, η είσοδος των Γερμανών στην Ελλάδα. Ο Τσολάκογλου είχε υπογράψει την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς. Ο Τσολάκογλου. Λοιπόν, γυρίσανε πίσω οι στρατιώτες της Αλβανίας. Ήρθε ο μπαμπάς στο σπίτι. Περνάει το '41, το '42. [00:10:00]Αρχίζουν εδώ, στην Κρύα Βρύση, πιο κάτω σε ένα μεγάλο χωριό, γίνανε, αρχίσανε τα κόμματα, δεξιοί και αριστεροί. Εδώ ήταν ένας αρχηγός Γερμανόφιλος ο Πούλιος. Γίνανε οι Πουλικοί. Και από εδώ από το χωριό, όσοι ήταν φανατικοί δεξιοί, ξεκινήσανε και πήγανε. Φορτώσανε τα πράγματα τους και πήγαν στην Κρύα Βρύση. Και προδίδανε: «Ο Θανάσης είναι κομμουνιστής. Ο τάδε, ο τάδε». Κάθε εβδομάδα ερχόταν από την Κρύα Βρύση τάγμα και κύκλωνε το χωριό. Άρχισαν οι κυκλώσεις. Θυμάμαι την πρώτη κύκλωση, και τα 4 τα παιδιά ήμασταν σε ένα κρεβάτι. Όχι, τα 2, τα 2. Ο ένας έγινε το '45 , ο ένας το '48. Τα 2 τα παιδιά ήμασταν σε ένα κρεβάτι και ακούω «ΠΑΡ, ΠΑΡ, ΠΑΡ...» σαν να χτυπούσαν λαμαρίνες. Τινάχτηκα και φωνάζω: «Μπαμπά, μπαμπά. Ποιος χτυπάει τις λαμαρίνες;» «Σώπα παιδί μου. Ποιες λαμαρίνες; Πολυβόλο είναι». «Τι πολυβόλο;» «Μας κύκλωσαν». «Ποιοι μας κύκλωσαν;» «Οι Παοτζήδες». Παοτζήδες λέγονταν. ΠΑΟ. Παοτζήδες. Τότε τα ζώα δεν τα πήγαινε ο καθένας στη βοσκή. Είχανε ένα μέρος και τα μαζεύανε. Πήγαινες και εσύ τα δικά σου και εγώ τα δικά μου. Και κάποιοι τσομπαναραίοι τα παίρναν και τα πηγαίναν στη βοσκή. Αρχίζουν περνάνε από το σπίτι μας, γιατί ήταν στην άκρη, να πάνε στο μέρος της συλλογής. Εκεί που συναθροίζονταν. Άρχισε ο ένας: «Βρε Θανασώ τι είναι αυτά;» «Βρε Γιώργη τι είναι αυτά;» «Βρε!» και ξέρω 'γω. Γυρνάνε στο χωριό με το άλογο, ένας με το χωνί «Όλοι οι άνδρες στην πλατεία.» Μαζευόντουσαν στην πλατεία. Τους βάζανε όλους στη σειρά και τους ανακρίνανε για κάτι που τους ενδιέφερε.
Στην πρώτη κύκλωση έγινε αυτό;
Η πρώτη κύκλωση.
Πότε έγινε αυτή; Θυμάστε;
Ημερομηνία; Δεν θυμάμαι.
Χρονολογία.
Πρέπει να έγινε το '43, '42-'43. Λοιπόν, ναι. Γυρνούσανε οι Γερμανοί, επιτάσσανε. Όποιοι είχανε βουβάλια, τα παίρνανε, οποίοι είχαν χοιρινά, τα παίρνανε. Βουβάλια ξέρεις τι είναι;
Τι είναι;
Όπως είναι οι αγελάδες, έτσι, αλλά είναι κατάμαυρα. Τέτοια βουβάλια υπάρχουν στη Δοϊράνη, εκεί. Υπάρχουν βουβάλια. Λοιπόν, μπαίνανε μέσα στα σπίτια. Τώρα ήτανε και οι Γερμανοί, αλλά οι Γερμανοί δεν λεηλατούσαν. Οι Γερμανοί κοιτούσανε κοπέλες να βρούνε να τις βιάσουν. Γι' αυτό οι κοπέλες όλες κρύβονταν δεξιά και αριστερά. Και τα μετέπειτα, δηλαδή έφυγε η πρώτη κύκλωση; Οι κοπέλες όλες εξαφανίστηκαν από το χωριό. Πήγανε στη Θεσσαλονίκη, πήγαν εδώ, πήγαν εκεί. Κάπου που δεν μπορούσαν να τις βρούνε. Γιατί εδώ προδίδαν. «Εκεί είναι η Αναστασία, εκεί είναι η Θεοδώρα, εκεί είναι κοπέλες, είναι». Οι δικοί μας προδίδανε. Ήρθε η σειρά, γίναν οι αντιστάσεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. Ο μπαμπάς μου ήταν πανέξυπνος, αλλά ήταν φιλήσυχος. Η δε μαμά μου ήτανε έγκυος στο τρίτο παιδί. Σε αυτόν που γεννήθηκε το '45. Το '44 πρέπει να ήταν αυτά γιατί η μαμά μου ήταν έγκυος. Το '45 γεννήθηκε ο αδελφός μου. Όταν ήρθαν από την πατρίδα, ο αδερφός του παππού μου, του μπαμπά μου ο θείος, ήταν στην Αμερική. Ήρθε από την Αμερική και έκανε έναν αλευρόμυλο εδώ. Και ήταν ο μόνος αλευρόμυλος στην περιοχή. Ο μπαμπάς μου σαν παλικάρι δούλευε μέσα στο μύλο του θείου. Όλοι από τα χωριά που ερχότανε, τους εξυπηρετούσε ο μπαμπάς μου και λοιπά. Τον είχαν, επειδή ήταν πάρα πολύ καλός- όχι επειδή είναι μπαμπάς μου- ήταν άνθρωπος καλός και αγαπητός. Τον αγαπούσαν όλοι. Και αυτά τα χωριά, οι Βλάχοι κ.τ.λ., όλοι είχαν μαζευτεί στην Κρύα Βρύση. Τον μπαμπά μου τον μπλέξανε στο ΕΑΜ. Τον κάνανε υπεύθυνο του ΕΑΜ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ήρθε κάποιος από εδώ, Θεόφιλος Βασιλούδης, με κάποιον καθοδηγητή τον λέγανε. Ένας ψηλός. Και να τον παρακαλάει έξω στη σκάλα τον μπαμπά. [00:15:00]«Θανασώ, θα γίνεις υπεύθυνος στον ΕΑΜ γιατί ο κόσμος δεν εμπιστεύεται οποιονδήποτε. Για να δίνει ο κόσμος, να μαζεύουνε τρόφιμα και λοιπά, να στέλνουν στους αντάρτες. Εσένα θα σε εμπιστευτούν. Θα 'ρθείς». Το σπίτι μας - θα το δεις- είχε πόρτες με τζάμι. Η μαμά μου από εκεί τον έλεγε: «Όχι, όχι, όχι.» Το θυμάμαι. «Όχι, όχι, όχι.» Τελικά τον έπεισε τον μπαμπά μου. Έγινε υπεύθυνος του ΕΑΜ. Έγινε αλλά δεν θυμάμαι δράση του καμία. Θα σου πω μετά με τις εθνικές συντάξεις. Λοιπόν, έγινε. Γίνεται η δεύτερη κύκλωση. Όλοι οι άνδρες στην σειρά. «Ποιος είναι υπεύθυνος του ΕΑΜ;» «Δεν ξέρω.» Ανατρίχιασα τώρα. «Ποιος είναι υπεύθυνος του ΕΑΜ;» «Δεν ξέρω.» Λέει ο μπαμπάς μου όταν ήρθαν και σε μένα, λέει, και με λένε: «Ποιος είναι υπεύθυνος του ΕΑΜ;» «Δεν ξέρω.» «Είπα τώρα όπου να 'ναι, κάποιος θα πει και είμαι τελειωμένος». Δεν φανέρωσε κανένας. Ήταν τόσο αγαπητός σε όλους, και σε δεξιούς και σε αριστερούς. Ανατρίχιασα τώρα. Θεός σχωρέστον. Λοιπόν, γλύτωσε από εκεί. Τους λέει: «Δεν μπορώ. Έχω οικογένεια, δεν μπορώ.» «Θα μείνεις. Εσένα εμπιστεύονται.» Εν τω μεταξύ τις νύκτες οι άνδρες φεύγανε. Φεύγανε και έρχονταν την άλλη μέρα το πρωί, αργά, κατά τις 10-11 για να πάνε στα χωράφια. Ο μπαμπάς μου έφευγε, πήγαινε στο Γυψοχώρι. Γίνεται η κύκλωση. Η μαμά μου τώρα με εμάς τα 2 και την κοιλιά μέχρι έξω κάθεται στη σκάλα.
Με συγχωρείτε, για ποια κύκλωση λέτε; Tην δεύτερη πάλι ή τρίτη κύκλωση; Τώρα που είπατε κύκλωση.
Η δεύτερη ήταν; Η τρίτη; Η τρίτη. Λοιπόν, κάθεται στη σκάλα. Τα παιδιά από εδώ και η μαμά στη μέση. Έρχεται κάποιος. Λέει «Που είναι κυρά μου ο άντρας σου;» Ένας από εδώ, ο Μαγκανάρης. Ο Μήτσος ο Μαγκανάρης. Έρχεται από δω. «Κατερίνα» τη λέει τη μαμά μου «που είναι ο Θανασός;» Η μαμά μου «Βρε Μήτσο τι να σε πω; Πήγε στο Γκίπτσοβα. Πήγε να αλέσει και δεν ήρθε.» Το κάρο ήταν εκεί. Πήγε να αλέσει και δεν ήρθε. «Να τον πεις να καθίσει εδώ. Εσύ είσαι έγκυος. Ποιος θα τρέξει για σένα; Δεν είναι προδομένος.» Στο ορκίζομαι. Έτσι το θυμάμαι αυτό. «Κατερίνα, ο Θανασός δεν είναι προδομένος. Να καθίσει στο σπίτι του κοντά σας.» Ναι, αλλά τολμάει να καθίσει; Δεν καθόταν. Έρχεται η άλλη κύκλωση. Ο μπαμπάς την άλλη μέρα ήρθε και θυμάμαι πήγαμε στο σουσάμι. Εδώ έξω είχαμε σουσάμι. Όχι, η μαμά μου με το κάρο και ο μπαμπάς μου από εκεί ήρθε, στο χωράφι. Η άλλη κύκλωση-
Συγνώμη. Ήρθε να τον προειδοποιήσει αυτός ότι δεν είναι προδομένος;
Ναι. Όχι ήρθε για να τον ψάξει, αλλά είπε στη μαμά να μην φεύγει.
Ψέματα;
Όχι.
Α! Τον είπε την αλήθεια.
Τώρα θα σου πω. Στην άλλη κύκλωση, στην τέταρτη, είχε η μαμά μια βουρτσοθήκη κεντημένη. Από εδώ έβαζε τις βούρτσες και από εδώ τις χτένες. Είχε θήκη. Και εκεί μέσα ήταν η ταυτότητα του μπαμπά. Ήρθαν κάτι άλλοι. Ψάχνανε. Λεφτά ψάχναν, αυτά. «Κυρά μου αυτός ποιος είναι;» Λέει η μαμά : «Ο άντρας μου». «Που είναι τώρα;» «Στο Γκίπτσοβα.» Δεν έλεγε Γυψοχώρι. Γκίπτσοβα. «Κυρά μου, αυτός ο άντρας δεν είναι προδομένος. Πες του να μην φεύγει. Να καθίσει εδώ». Σου ορκίζομαι. Το άκουσα! Δηλαδή, αυτά τα θυμάμαι. Και από τον Μαγκανάρη ο οποίος ήταν από εδώ, δικός μας, αλλά και από αυτούς τους ξένους. «Δεν ξέρω βρε παιδιά. Πήγε να αλέσει.» Όλο πήγαινε να αλέσει. Έληξε αυτό. Ήρθαν κάτι Γερμανοί. Είχαμε κάτι αγριοκαρυδιές. Ήρθαν οι Γερμανοί, καθίσαν κάτω από τις αγριοκαρυδιές. Έξω από την αυλή μας ήταν μια τρεχάμενη βρύση. Με στείλαν να πάω να τους φέρω νερό. Πήγα, τους γέμισα τα παγούρια τους, τους έδωσα νερό. Με έδωσαν ένα κουτάκι μέλι και μια κονσέρβα. Με χαϊδέψανε. Τίποτε. Εν τω μεταξύ - όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται- εμείς φοβόμασταν επειδή ήταν ο μπαμπάς υπεύθυνος. Είχαμε ορισμένα πράγματα. Είχα εγώ ένα φορεματάκι βελούδο κόκκινο με λουλουδάκια κάτω, δαντελένια. Δίπλα, του μπαμπά μου η αδελφή. Ο άντρας της, δήθεν δεν ήταν ανακατεμένος πουθενά. Κουβαλάμε τα πράγματα, αυτά τα καλά δηλαδή, στην θεία μαζί και το φόρεμά μου. [00:20:00]Και έρχονται στην κύκλωση και πάνε -σε εμάς δεν ήρθανε- πάνε στης θείας κατευθείαν. Ήταν προδομένος εκείνος. Εκείνος ήταν στα μουλωχτά. Τι ήταν; Δεν ξέρω. Τον πιάσανε, τον πήγανε και στην Κρύα Βρύση. Εκεί τους φυλακίζανε, άλλους τους σκοτώσανε, άλλους στείλαν στην Γερμανία, άλλοι φύγανε, εδώ ήρθανε. Και αρχίζουν και πετάνε πράγματα μέσα από το σπίτι έξω. Απέναντι ήταν μια γιαγιά. Εγώ μόλις είδα πετάξαν και το φόρεμα μου, άρχισα να κλαίω. «Το φορεματάκι μου!» Με έλεγε η γιαγιά «Σκάσε! Θα καταλάβουν ότι είναι και δικά σας πράγματα εδώ». Εγώ «Το φορεματάκι μου, το φορεματάκι μου». Το χωριό καιγόταν και η νύφη στολιζόταν! Περάσαμε δηλαδή εκείνη την εποχή... Φυλάξαμε και έναν Κρητικό τραυματισμένο. Τον κρύψαμε μέσα. Δίπλα στο σπίτι είχαμε ένα πλινθόκτιστο. Το σπίτι μας ήταν με τούβλα, με σκάλες, με πλακάκια. Ήταν περιποιημένο. Κάτι σαν αποθήκη. Τον είχαμε κρυμμένο εκεί. Είχαμε κάνει μία... Είχαμε αμπέλι - όλοι είχανε αμπέλι τότε- δεξαμενή με τσιμέντο για να πατάμε τα σταφύλια. Και τον βάζαμε εκεί μέσα. Αλλά έγινε καλά ο Κρητικός και βγήκε μετά. Έφυγε στο βουνό. Αυτά μέχρι την Κατοχή. Μετά αρχίσανε... Έρχονται ένα βράδυ και λένε στον μπαμπά... Τώρα έχει πάει '36... '44-'45. Ήμουνα 5+4, 9 χρονών. Μεγάλωσα πια, καταλάβαινα τα πάντα. Τον φέρανε αρβύλες. Και τι άλλο τον φέρανε; Και λέει «Το βράδυ θα σε φέρουμε κάτι χαρτιά για να πας επάνω στο βουνό. Να τα πας να τα παραδώσεις». Λέει ο μπαμπάς «Καλά». Περιμένει να 'ρθούν, δεν ήρθαν. Έρχεται αυτός ο Θεόφιλος ο Βασιλούδης και τον λέει «Θανασώ δεν θα πας εσύ. Έχεις παιδιά. Θα στείλουμε τον φαρμακοποιό τον Γιάννη». Είχε έρθει ένας, από που ήταν, και είχε ανοίξει φαρμακείο. Και μόλις είχε παντρευτεί με κάποια και ήταν έγκυος και εκείνη. Στείλαν εκείνον. Και έρχονται την νύχτα. Ποιοι; Πάλι τους προδώσανε. Μεταξύ μας προδονόμαστε. Δήθεν κατηγόρησαν τους αριστερούς. Αυτοί οι ίδιοι ήταν αριστεροί. Δήθεν τους κατηγόρησαν και τους πήραν δήθεν με τα χαρτιά και τους ξεκαθαρίσανε στο Παλαίφυτο, πιο έξω. Από εκεί και ύστερα ήρθε η αποκατάστασις και-
Εσείς που ήσασταν εκείνο το βράδυ, που τους καθαρίσανε;
Μα, ήρθαν και είπαν τον μπαμπά «θα πάει ο Γιάννης ο φαρμακοποιός». Ύστερα μάθαμε. Δηλαδή ψάχνανε μετά, τους χάσανε. Τους χάσανε, τους ψάχνανε και όταν δεν τους βρήκαν πουθενά, κάποιοι βρήκαν τα ρούχα τους και λοιπά, και ήρθαν και είπαν «Έχει κάτι ρούχα εδώ» και λοιπά. Και αντιλήφθηκαν ότι ήδη τους είχαν σκοτώσει εκεί. Αυτοί που τους σκοτώσανε, είχαν φύγει όμως μετά στη Ρωσία. Μετά 30 χρόνια ήρθαν. Τέλος πάντων. Αυτά όσο αφορά την πολεμική κατάσταση εκεί. Εγώ, -μετά που σε λέω που σκοτώθηκε ο αδερφός μου και επέμενε ο άντρας μου-, έμεινα εδώ, αρραβωνιάστηκα, παντρεύτηκα. Νοικιάσαμε ένα σπιτάκι. Καθίσαμε 9 χρόνια. Έκανα τα 2 τα παιδιά εκεί. Εκεί; Στο Δημοτικό Νοσοκομείο τα έκανα. Και μετά πήραμε αυτό το οικόπεδο και ήρθαμε και κτίσαμε. Μεγαλώσαν τα παιδιά μου. Καλοί μαθητές.
Θέλω λίγο να ρωτήσω κάτι πιο πριν που μου είπατε για την ιστορία.
Ναι.
Ήταν ο μπαμπάς σας είπατε υπεύθυνος-;
Του ΕΑΜ.
Του ΕΑΜ. Θυμάστε μέσα στο σπίτι να έρχεται κόσμος ας πούμε ή κρυφές συζητήσεις, κάτι;
Δεν έβγαινε ούτε...! Μαζευόντουσαν γυναίκες, γινόταν συγκεντρώσεις σε διάφορα σπίτια. Καλούσαν και τη μαμά μου. Δεν πήγαινε. Και είχε ένα ξάδερφο η μαμά μου πρώτο, από την Αθήνα, ο οποίος με την κατάσταση, με την οικογένεια του είχε έρθει εδώ και ήταν σε μία άλλη πρώτη ξαδέρφη. Και τη λέει τη μαμά μου «Πρόσεξε καλά ξαδέρφη. Θα σε πάρουν ένα βράδυ και θα σε καθαρίσουν και θα μείνουν τα παιδιά σου. Να [00:25:00]έρχεσαι». «Ό,τι θέλουν Βασίλη να με κάνουν. Εγώ από το σπίτι μου δεν βγαίνω να πάω πουθενά» έλεγε. Δεν πήγαινε. Ούτε ερχότανε στον σπίτι μας μέσα να μιλήσουν. Δεν έβαζε κανέναν. Ούτε εκείνη πήγαινε.
Πουθενά;
Πουθενά.
Για τις δράσεις του συζύγου της, του μπαμπά σας δηλαδή, μιλούσανε μεταξύ τους;
Δεν δεχόταν να μιλήσει τίποτα. Όλο τον κάρφωνε. Τον έλεγε «Εσύ. Σε βρήκαν μαλακό. Σε έκαναν ό,τι θέλανε. Σε φορτώσανε». και λοιπά. Όταν ήρθε η σειρά μετά που βγάλανε συντάξεις, εθνική αντίσταση, πάω και τον λέω -παντρεμένη ήμουν- «Μπαμπά, να κάνουμε τα χαρτιά σου». Η μαμά μου επαναστάτησε «Τι; Μην με τα θυμίζεις! Ούτε την σύνταξη τους θέλω». Εν τω μεταξύ ήταν φτωχοί άνθρωποι. Πάω σε έναν διπλανό. Λέω «Μπαρμπα- Γιώργη, ο μπαμπάς τότε ξέρεις ήταν υπεύθυνος στο ΕΑΜ». Λέει «Ναι. Να τον κάνεις την σύνταξη». Ο άντρας μου ήταν γραμματέας στην κοινότητα. Έβγαλε τα χαρτιά, πήγα στα Γιαννιτσά, τα έκανα. Έπρεπε να υπογράψουν 2 μάρτυρες οι οποίοι ξέρανε. Υπογράφει αυτός ο Μπαρμπα- Γιώργης ο Αλεξάντρου. Δίπλα μας ήταν. Τώρα ακόμη έναν. Φωνάζει τον Καρατζά το Δημητρό. «Έλα να υπογράψεις για τον Θανασώ, έτσι κι έτσι». Λέει «Εγώ φαντάρος ήμουν τότε. Δεν ξέρω». «Βρε έλα» λέει «ο Θανασός. Αν ήταν όλοι αυτοί που ήταν σε καίριες θέσεις σαν τον Θανασώ δεν θα υπήρχε αναστάτωση μέσα στο χωριό καθόλου. Αλλά δυστυχώς» λέει «δεν ήτανε». Τέλος πάντων. Έβγαλε την σύνταξη, πήρε την σύνταξη του. Θέλω να σου πω δηλαδή ότι ήταν και ανεργώς... Δεν έκανε, ούτε πήγε να μαζέψει να πει δώστε αλεύρι, δώστε αυτά. Δεν έκανε τίποτα. Ήταν απλός ο υπεύθυνος του ΕΑΜ.
Θυμάστε εσείς συγκεντρώσεις; Εσείς θυμάστε τις συγκεντρώσεις που μαζεύονταν ακριβώς; Που ήσασταν εσείς; Ήσασταν εκεί πέρα μέσα, στις συγκεντρώσεις ήσασταν; Σας άφηνε, σας έπαιρνε ο μπαμπάς σας μαζί στις συγκεντρώσεις;
O μπαμπάς μου;
Nαι.
Τον μπαμπά μου τον καλούσανε και πήγαινε. Θυμάμαι πολύ καλά. Στο σχολείο είχε γίνει μια συγκέντρωση. Ο μπαμπάς μου πάντοτε με είχε από το χέρι μαζί του. Και πήγα. Και λέει μια γυναίκα: «Θανασώ η κυρά σου που είναι;» Και πετάγεται μία άλλη και λέει: «Έχει γεμάτο τον ντορβά. Που να πάει;» Δηλαδή είναι έγκυος. Που να πάει; Και μία άλλη φορά, εκεί πέρα είχε ένα καφενείο. Ήταν όλο ζωγραφισμένο και λοιπά. Εγώ είχα γεμίσει σπυριά. Σταφυλοκοκκίαση. Και με είχε μαζί του ο μπαμπάς και ήταν κάποιος. Γιατρός ήταν; Δεν ξέρω. Λέει: «Γιατί το παιδί το έχεις έτσι;» Λέει «Να, έβγαλε ένα σπυρί». «Θα σε κάνω εγώ μια αλοιφή, να 'ρθω στο σπίτι». «Όχι, κάν' την μου. Που μπορώ να σε βρω;» Nα μην έρθει στο σπίτι. Για να την πάρει. Tην πήρα, πράγματι. Καθάρισε. Πήγαινε στις συγκεντρώσεις. Στην Έδεσσα πήγε σε μία συγκέντρωση και μένα μαζί του. Εκεί. Ήταν καθοδηγητές. Μιλούσανε, κάνανε, ράνανε και λοιπά. Στα Γιαννιτσά πηγαίναν στο παζάρι. Πηγαίναν και ψωνίζαν με τα κάρα. Με έπαιρνε και εμένα. Τον έλεγε η μαμά μου «Τι το ταλαιπωρείς το παιδί; Γιατί το κουβαλάς μαζί σου;» «Πιο καλά. Να το έχω κοντά μου. Όποιος είναι, διστάζει. Διστάζει να με πλησιάσει αν είναι κανείς». Φοβόταν επειδή ήξερε αλλά δεν τον-.
Μήπως τον σκοτώσουν; Μήπως τον σκοτώσει κάποιος;
Ναι, ναι. Φοβόταν. Ο ένας φοβόταν από τον άλλονε. Αλλά δεν-. Ευχαριστώ τον Θεό. Θα μου πεις ήταν καλός. Είχε φερθεί σε όλο τον κόσμο καλά. Θυμάμαι έναν μπαρμπα- Θανάση εδώ. Είχαμε δίπλα-δίπλα χωράφια και ένας από την Κρύα Βρύση ήθελε να κάνει δρόμο ανάμεσα. Να περνάει να πηγαίνει στην Κρύα Βρύση - από τον Άγιο Λουκά ήταν; δεν ξέρω - να πηγαίνει στο χωράφι του. Και ο μπαρμπα- Θανάσης δεν τον άφηνε. Ήρθε στον μπαμπά μου, τον λέει ο μπαμπάς μου. «Πέρνα βρε αδερφέ. Πέρνα». Και έρχεται ο μπαρμπα-Θανάσης στον μπαμπά μου. «Καλά ρε Θανάση θα κάνω εγώ το χωράφι μου; Άντε ρε Θανάση, άσε τον να περνάει». Δηλαδή ήταν καλός.
Ναι, ναι.
Και αυτό τον βοήθησε εκείνη την εποχή και δεν μας πείραξε κανείς. Κανείς, κανείς.
Την μέρα που γίνονταν η κύκλωση και έβγαινε εκείνος με το χωνί και έλεγε «βγείτε όλοι έξω», θυμάστε εσείς πως αισθανόσασταν; Φοβόσασταν εκείνη τη στιγμή;
Μετά από τον πρώτο και τον δεύτερο που ήρθαν και είπαν «δεν είναι προδομένος», είχαμε πάρει αέρα αλλά πάλι ο μπαμπάς δεν μαζευόταν, δεν μαζευόταν.
Που βρίσκονταν όταν γίνονταν οι κυκλώσεις;
[00:30:00]Κάθε βράδυ λείπαν οι άντρες. Απαραιτήτως. Ο μπαμπάς επειδή είχε και εκείνο το πόστο έφευγε. Τελείωνε τις δουλειές εδώ, έκανε τα ζώα. Με τα πόδια έφευγε και κοιμόταν. Πέρα από το Παλαίφυτο-
Που πήγαινε; Που πήγαινε;
Στο Γυψοχώρι. Πέρα από το Παλαίφυτο ήταν περιοχή των ανταρτών κατά εκεί και φοβόντουσαν να πάνε οι άλλοι. Και γι' αυτό οι δικοί μας, όσοι ήταν, πηγαίναν εκεί πέρα. Στο Γυψοχώρι, στο Πλαγιάρι, στο Δροσερό, στη Λάκκα. Εκεί, πηγαίναν οι δικοί μας εκεί. Οι άντρες. Για εκείνη την εποχή ήταν αυτά.
Τώρα τι θέλεις άλλο να σου πω; Έζησα με τον άντρα μου καλά. Δουλέψαμε πολύ. Ενώ ήταν γραμματέας, ο μπαμπάς του ήταν κτηνοτρόφος. Είχε και χωράφια αλλά από την πατρίδα είχε φέρει και τα ζωντανά του, όταν ήρθε, ήταν παλικάρι. Έφερε τα ζωντανά του και ήταν μαθημένος με τα ζώα. Και κάνουμε παρακαλώ 350 πρόβατα. Και κάνουμε σταβλαχερώνες σε ένα χωράφι που μας έδωσε ο πεθερός μου. Δίπλα ήταν ελεύθερο μέρος. Κάναμε σταβλαχερώνες. Κάναμε-. Μας έδωσε ο μπαμπάς μου μία αγελάδα. Η μία έγινε 19 και είχαμε τα ζώα εκεί. Δούλευε, το πρωί σηκωνόταν-. Είχαμε όμως 3 τσομπαναραίους. Όταν είχαμε τα 350 είχαμε τρεις. Στην αρχή που είχαμε λίγα, είχαμε έναν-δυο. Αλλά ύστερα, σηκωνόταν πρωί ο άνδρας μου. Στην αρχή δεν είχαμε κα αρμεκτικά συγκροτήματα. Έπρεπε να αρμεχτούν τα πρόβατα. Σηκωνόταν η ώρα 5-6, πήγαινε στο μαντρί. Αρμέγανε με τους τσομπαναραίους. Ερχόταν, έκανε μπάνιο. Και τι μπάνιο; Δεν υπήρχε τότε ούτε ηλιακό ούτε τίποτα. Άναβα το καζάνι πιέσεως εγώ, έκανε μπάνιο και έφευγε στο γραφείο. Το μεσημέρι σχολούσε, έτρωγε και έφευγε πάλι στο στάβλο. Και λίγο με τα χωράφια ασχολιόταν. Πιο πολύ με τα χωράφια ασχολήθηκα εγώ με εργάτες. Όταν αρχίζαν τα σπαράγγια, ροδάκινα και λοιπά. Μετά πήραμε αρμεκτικά συγκροτήματα και για τις αγελάδες και για τα πρόβατα. Πήγαινα εγώ κάθε μέρα η ώρα 12. Είχα ένα αυτοκίνητο μικρό, το Μazda το 1200. Πήγαινα και χτυπούσα στρούγγα. Στρούγγα ξέρεις τι είναι; Είναι μαζεμένα τα πρόβατα και χτυπάς και πηγαίνουν ένα-ένα και οι τσομπαναραίοι αρμέγαν. Ύστερα βάλαμε τα αρμεκτικά, ούτε πήγαινα. Ζήσαμε καλά, γυρίσαμε, ταξιδέψαμε, φάγαμε, ήπιαμε, γλεντήσαμε. Και στη Ρόδο, στα μπουζούκια, ένα βράδυ ανέβηκα και πάνω στο τραπέζι και χόρευα. Κι όταν με φέραν την φωτογραφία από το γκρουπ κάποια, λέω «Αυτή ποια είναι καλέ; Την ξέρω εγώ». Λέει «Την ξέρεις;» «Την ξέρω καλέ. Καλέ αυτή είναι η μπλούζα μου! Εγώ είμαι!» Λοιπόν, πέρασα καλά με τον άντρα μου, καλά. Αλλά τελευταία είχε ζάχαρο. Τον έκοψαν το πόδι. Βάλαμε ένα πόδι. Πήραμε και ένα μηχανάκι αυτοκινούμενο με μπαταρία. Γυρνούσε. Στην Καρυώτισσα πήγαινε, στην Κρύα Βρύση πήγαινε. Καλά. Στα 84 του πέθανε. Πέθανε μια βραδιά έτσι. Ενώ έφαγε, εκείνος σε εκείνο το κρεβάτι και εγώ εδώ, στο νοσοκομείο ήμασταν. Με λέει «Έλα να σε πω.» Του λέω «Δεν ακούω. Αν μου το πεις φωναχτά, θα ανησυχήσουμε τον άλλον που κοιμάται». Τι ήθελε να με πει; Η ώρα 3 τα ξημερώματα αισθάνθηκα ένα χάιδεμα στην πλάτη μου. Ανοίγω τα μάτια μου βλέπω τον γιατρό. «Γιατρέ τι;» «Σήκω, Ζωγραφιά μου.» «Γιατί γιατρέ;» «Έφυγε.» «Ποιος έφυγε;» «H χαρά σου!» Γιατί με έλεγε «Χαρά μου, χαρά μου» ο άντρας μου. «H χαρά σου!» «Που πήγε;» «Σουτ. Μη μιλάς. Τίποτε. Πέθανε.» «Καλέ γιατί; Αφού το βράδυ τον τάισα!» «Καλά. Σουτ.» Εκείνο ήταν. Αλλά και όλοι που ερχότανε στην κηδεία με λέγανε «Μην τον κλαις. Με τα χρόνια του πέθανε, αλλά εκτός αυτού έζησες μια ζωή μαζί του που δεν την έζησε άλλη καμία». Και εγώ συνέβαλα πολύ. Δούλεψα πολύ. Όταν έφυγα από την Πρόνοια και μετά, έβαζα ενέσεις στο χωριό. Κανένας δεν ήξερε από ενέσεις. Έβαζα ενέσεις.
Εδώ στο χωριό;
Ναι, εδώ.
Δεν υπήρχε νοσοκόμα;
Όχι. Όχι, όχι! Τίποτα. Και γυρνούσα, ο άντρας μου στην αρχή που διορίστηκε γραμματέας έπαιρνε 890 ή 980 δραχμές τον μήνα κι εγώ έβγαζα 3.000 το μήνα από τη γύρα. Αλλά κοιμόμουν και στα σπίτια. Ήταν η αντιβίωση τότε, πενικιλίνη, στρεπτομυκίνη που [00:35:00]ήθελε κάθε 2 ώρες, κάθε 3 ώρες. Δεν μπορούσα να πηγαινοέρχομαι και κοιμόμουν στα σπίτια. Δεν θα ξεχάσω Κυριακή στεφανωθήκαμε 18 Οκτωβρίου το '64, Κυριακή στεφανωθήκαμε και την Τετάρτη το βράδυ με την νυφιάτικη την νυχτικιά και την ρόμπα πήγα και κοιμήθηκα στην Πασχαλίνα του Καρατσαλιώτη. Είχε γεννήσει και είχε μία μόλυνση και έπρεπε να την κάνω αντιβίωση. Και κοιμήθηκα εκεί και τα ξημερώματα πήγα στο σπίτι. Ευτυχώς δεν είχε κλειδώσει ο άντρας μου και λέω «Καλά που δεν είχες κλειδωμένα. Αν είχες και με έβλεπε κανείς, θα έλεγε την έδιωξε και τώρα μαζεύτηκε και χτυπάει την πόρτα. Να την αφήνεις την πόρτα ανοιχτή όταν θα κοιμάμαι έξω». Τότε κοιμόμασταν-.
Τι εργαλεία είχατε τότε σαν νοσοκόμα;
Τίποτε. Μία σύριγγα που βράζαμε, δεν ήταν αυτές οι έτοιμες. Μία σύριγγα, δηλαδή ένα σκεύος και μέσα έβαζες την σύριγγα, από κάτω ένα βαμβάκι με οινόπνευμα και έβραζε.
Φάρμακα;
Φάρμακα έδιναν οι γιατροί. Είχαμε έναν αγροτικό γιατρό εδώ. Και έξω σε γιατρούς που πηγαίνανε και φέρνανε. Έκανα πολλά. Μετά δούλεψα 19 χρόνια στην Ασφαλιστική την Ολυμπιακή. Την Ολυμπιακή Ασφαλιστική. Πρώτη πήρα ασφάλειες εδώ. Ήταν το '78 που καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων και είχα πάρει και περίχωρα και λοιπά και έβγαζα αρκετά. Δούλεψα. Δηλαδή συνείσφερα. Μετά, ναι, τις ασφάλειες. Είχα πάρει και ένα πιεσόμετρο. Μετρούσα και τις πιέσεις, και από εκεί. Όλοι μας και τα παιδιά μου. Ο ένας δουλεύει στην ένωση γεωργικών συνεταιρισμών στα Γιαννιτσά. Ο άλλος έμεινε. Διαιτητής ήταν ο άντρας μου. Πήγαινε και έπαιζε. Έγινε και ο μεγάλος ο γιος μου διαιτητής.
Πολύ ωραία. Σε ευχαριστώ πολύ Φιφή για την συνέντευξη. Θέλεις κάτι άλλο να προσθέσεις;
Αυτά. Τι να πω άλλο; Δεν μπορώ να θυμηθώ.
Θα ήθελα να μου δείξεις την φωτογραφία.
Εδώ είναι στο τραπέζι.
Ωραία.
Όχι. Εγώ νόμιζα ότι ήθελες για τους πρόσφυγες πως ήρθανε.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Φιφή γεννήθηκε το 1936 στους Γαλατάδες. Θυμάται τον μπαμπά της μετά την λήξη του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου να γυρνάει στο χωριό και να γίνεται υπεύθυνος του ΕΑΜ την περίοδο της Κατοχής. Επίσης, αφηγείται τις κυκλώσεις του χωριού που βίωσε η ίδια στην πλατεία των Γαλατάδων από τους φανατικούς Παοτζήδες της Κρύας Βρύσης.
Αφηγητές/τριες
Ζωγραφία Κουκούτση
Ερευνητές/τριες
Θεμιστοκλής Σκυφτάς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/03/2020
Διάρκεια
37'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σχόλιο Συνέντευξης: Το Γυψοχώρι (Γκιούπτσεβο) αναφέρεται από την αφηγήτρια ως Γκίπτσοβα.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Φιφή γεννήθηκε το 1936 στους Γαλατάδες. Θυμάται τον μπαμπά της μετά την λήξη του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου να γυρνάει στο χωριό και να γίνεται υπεύθυνος του ΕΑΜ την περίοδο της Κατοχής. Επίσης, αφηγείται τις κυκλώσεις του χωριού που βίωσε η ίδια στην πλατεία των Γαλατάδων από τους φανατικούς Παοτζήδες της Κρύας Βρύσης.
Αφηγητές/τριες
Ζωγραφία Κουκούτση
Ερευνητές/τριες
Θεμιστοκλής Σκυφτάς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/03/2020
Διάρκεια
37'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σχόλιο Συνέντευξης: Το Γυψοχώρι (Γκιούπτσεβο) αναφέρεται από την αφηγήτρια ως Γκίπτσοβα.