© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Ήμουν ο συνδετικός κρίκος των ξενιτεμένων με την πατρίδα». Ένας δημοσιογράφος στα βραχέα αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
14733
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλειος Σολιόπουλος (Β.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/02/2022
Ερευνητής/τρια
Λουκία Λιάπη (Λ.Λ.)
Λ.Λ.:

[00:00:00]Καλημέρα σας, θα μας πείτε πώς ονομάζεστε;

Β.Σ.:

Ναι, ονομάζομαι Βασίλης Σολιόπουλος.

Λ.Λ.:

Είναι Τρίτη, 22 Φεβρουαρίου 2022 και βρισκόμαστε στην Καλαμαριά στη Θεσσαλονίκη με τον κύριο Βασίλη Σολιόπουλο. Εγώ ονομάζομαι Λουκία Λιάπη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε. Αρχικά, πείτε μας λίγα λόγια για τη ζωή σας.

Β.Σ.:

Γεννήθηκα στο εξωτερικό. Είμαι παιδί πολιτικών προσφύγων. Γεννήθηκα στην πρώην Σοβιετική Ένωση και σε ηλικία 8 ετών επαναπατριστήκαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα και ήρθαμε σε μία εποχή που ήταν κάπως ιδιόρρυθμη… ιδιόρρυθμη; Ήταν κάποια δύσκολα χρόνια εκείνη την εποχή. Επικρατούσε… Από μία χώρα όπου ζούσαμε μια σχετική ευμάρεια, ήρθαμε σε μία φτωχή χώρα και από μία πόλη των 2 εκατομμυρίων κατοίκων, βρέθηκα σε ένα χωριό των τριάντα σπιτιών, όλο κι όλο. Ένα πολύ μεγάλο κοντράστ για τα παιδικά μου χρόνια. Από τον παιδικό σταθμό, όπου πήγαινα καθημερινά, ξαφνικά έπρεπε να ξυπνήσω η ώρα 2 τη νύχτα, για να πάω στο χωράφι να μαζέψουμε καπνό, γιατί αυτή ήταν η ζωή που έκαναν και όλα τα παιδιά της ηλικίας μου εκείνη την εποχή. Μιλάμε για το 1964, όπου οι δουλειές ήταν λίγες. Για να μπορέσουμε να έχουμε μία τάξη μεγέθους το ποιο ήταν το κόστος της ζωής, μάλλον το επίπεδο της ζωής, να σας πω μόνο ότι εκείνη την εποχή το ημερομίσθιο στις οικοδομές ήταν 11 δραχμές. Οπότε αυτή ήταν η εποχή που βρέθηκα εγώ στη συγκεκριμένη χώρα και, φυσικά, όλες αυτές οι εμπειρίες ήτανε η αιτία στο να… και αφορμή μάλλον που διάλεξα αυτό το συγκεκριμένο επάγγελμα και ακολούθησα την πορεία στα επόμενα χρόνια.

Λ.Λ.:

Για ποιο χωριό μας μιλάτε;

Β.Σ.:

Μιλάω για ένα μικρό χωριό στη Δυτική Μακεδονία, στη Νεάπολη Κοζάνης, το χωριό λέγεται Στέρνα. Ένα χωριό, μια κοινωνία… περίπου εκείνη την εποχή δε θα πρέπει να ξεπερνούσε τα εκατόν πενήντα άτομα. Αλλά ήτανε μία μικρογραφία της κοινωνίας των μεγάλων αστικών κέντρων. Μέσα σε αυτό το χωριό ένιωσα αργότερα, όταν πλέον μεγάλωσα και προβληματίστηκα για τον τρόπο της ζωής στα χωριά εκείνης της εποχής –μάλιστα, ορεινά χωριά, που τους περισσότερους μήνες του χρόνου, το χειμώνα ειδικά, ήτανε απομονωμένα από τον έξω κόσμο. Το κοντινότερο αστικό κέντρο, που ήταν η Νεάπολη, απείχε περίπου 1 ώρα, ίσως και 1μιση πολλές φορές, με τα πόδια που πηγαίναμε ή με κάποιο ζώο, άλογο ή γαϊδούρι. Με το άλογο είναι πιο γρήγορα, αλλά κυριαρχούσαν τα γαϊδουράκια εκείνη την εποχή ως μεταφορικά μέσα–, στο χωριό αυτό μου έχει δώσει να καταλάβω, να νιώσω τη λαϊκή σοφία, για το πώς οι πληθυσμοί μέσα απ’ τα χρόνια διαμόρφωσαν τρόπους ζωής και μηχανισμούς για να υπάρχει μια κοινωνική συνοχή. Υπήρχανε, όπως σε όλα τα χωριά –μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η παροιμία που λέει: «Μικρό χωριό, κακό χωριό»–, δηλαδή έχουν όσο πολλές… υπάρχουνε προσωπικές διαφορές, μίση, πάθη κτλ., ναι, αυτό συνέβαινε και στο δικό μας το χωριό. Όμως, προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, είχανε θεσπίσει οι κάτοικοι ή η λαϊκή σοφία καθιέρωσε κάποιους τρόπους, ούτως ώστε να είναι αναγκασμένοι αυτοί οι άνθρωποι να έρχονται μεταξύ τους σε επαφή. Ήτανε δηλαδή άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν ουσιαστικά καλές σχέσεις μεταξύ τους. Είναι χαρακτηριστικό –παράδειγμα θα σας πω–, επειδή για πολλούς μήνες είπαμε ότι ήταν απομονωμένος αυτός ο κόσμος απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, έπρεπε να μπορούν να συζητάνε για ορισμένα θέματα. Ένα από τα θέματα ήταν η κοινωνική εργασία που συμμετείχαν, τότε ήταν «προσωπική δουλειά» –το έλεγαν–, όπου πήγαιναν και άνοιγαν τους δρόμους, τα μονοπάτια που χαλούσαν από τις καιρικές συνθήκες το χειμώνα κτλ. Όμως, η σοφία αυτού του κόσμου ήτανε να θεσπίσει κάποιους κανόνες, ηθικούς κανόνες. Για παράδειγμα, στην ονομαστική μου γιορτή έπρεπε να περάσει όλο το χωριό για να κεραστούν, να πάρουνε το σοκολατάκι, το φοντάν, που έλεγαν εκείνη την εποχή, και το γλυκό, το οποίο το έφτιαχνε η γυναίκα, η γιαγιά συνήθως του σπιτιού. Και σε αυτή την εκδήλωση θα έπρεπε να περάσει όλο το χωριό. Αν κάποιος δεν ερχότανε, τον τιμωρούσαμε. Ποια ήταν η τιμωρία; Δεν πηγαίναμε εμείς στην δική του τη γιορτή. Μπορεί να υπήρχανε οι διαφορές, να υπήρχαν τα μίση, όμως αυτό ήταν κάτι που ενοχλούσε όλους. Ταυτόχρονα, όμως, αυτές οι κοινωνίες είχανε και κάτι πολύ ανθρώπινο, που δεν το βλέπουμε σήμερα. Για παράδειγμα, την Κυριακή στην εκκλησία. Αν ήτανε στην εκκλησία, αμέσως μετά τη Λειτουργία συνήθως οι άντρες συζητούσανε, έστηναν κάποια «πηγαδάκια» έξω απ’ την εκκλησία, κουβέντιαζαν διάφορα θέματα. Αν εκεί εμφανίζονταν κάποιος ξένος, θα έπιαναν αμέσως κουβέντα μαζί του, αλλά σίγουρα κάποιος απ’ όλους θα τον έλεγε: «Έλα στο σπίτι να φάμε»! Δηλαδή ήταν ο ξένος στο χωριό, αλλά και ο άλλος ρωτούσε: «Πού θα πάει; Τον άνθρωπο μην τον ξεχάσουμε!». Ήταν κάτι πάρα πολύ σημαντικό, κάτι που μπορούμε να πούμε ότι λείπει σήμερα απ’ την κοινωνία. Ίσως να παίζει ρόλο σε αυτό ότι γίναμε πιο ιδιοτελείς σε αυτά τα θέματα. Ένα είναι αυτό που μου έχει μάθει, που έχω ζήσει σε αυτό το χωριό. Και επίσης, έχω ζήσει την απόλυτη γαλήνη που είχαν αυτοί οι άνθρωποι, την έλλειψη άγχους… Γιατί εκείνη την εποχή, τουλάχιστον οι αγρότες, δεν ανταγωνίζονταν τη φύση, δεν ανταγωνίζονταν το χρόνο. Η κάθε εποχή του χρόνου είχε συγκεκριμένες εργασίες, τις οποίες τις είχανε αξιολογήσει, έδιναν προτεραιότητα σε κάθε εργασία ανάλογα με το πόσο αναγκαία ήτανε. Και έτσι, για να γίνει η οποιαδήποτε δουλειά, ακόμη και για τη σπορά, ακόμη και για όλες τις βοηθητικές εργασίες –γιατί ταυτόχρονα ήταν και κτηνοτροφικό το χωριό, πέρα από αγροτική η οικονομία ήταν και κτηνοτροφική–, ακολουθούσαν συγκεκριμένη σειρά εργασιών, γίνονταν με τόση τάξη και μια πολύ όμορφη αλληλουχία, η μία δουλειά ακολουθούσε την άλλη, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην είναι αγχωμένος. Περίμεναν την κάθε εποχή. Η κάθε εποχή είχε τις δικές της εργασίες και τους δικούς της ρυθμούς. Είναι αυτά περίπου, αυτή η εικόνα. Βέβαια, θα πρέπει να σας πω ότι την εποχή εκείνη πρόλαβα που το όργωμα του χωραφιού γίνονταν με τα βόδια. Πάρα πολύ αργός ρυθμός… Για το πώς αντιμετώ[00:10:00]πιζαν το βιος τους, τα ζωντανά τους οι αγρότες, που ήτανε γι’ αυτούς κάτι πάρα πολύ πολύτιμο, θα έπρεπε να προσέξουν το ζευγάρι των βοδιών, για να μπορέσουνε να οργώσουν τα χωράφια τους, να μπορέσουν να μεταφέρουν τα γεννήματά τους. Και έχω ζήσει, πραγματικά, την εικόνα αυτή που περιγράφει και ο Κώστας Κρυστάλλης σε ένα απ’ τα ποιήματά του, το Ηλιοβασίλεμα, όπου περιγράφει ένα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα και το πώς επιστρέφουν οι αγρότες απ’ τα χωράφια τους. Αυτή την εικόνα ακριβώς την έχω ζήσει και είναι κάτι που με έχει σημαδέψει, μπορώ να πω! Και η ζωή σε αυτό το χωριό έχει παίξει τον εξής ρόλο: Θα μπορούσα να πω ότι ήταν ένα αρνητικό κομμάτι στα παιδικά μου χρόνια, όμως τώρα, βλέποντάς το έτσι από μακριά, το θεωρώ ένα πολύ μεγάλο κέρδος, γιατί ξέρω απόλυτα για το πώς αναπαράγεται η φύση. Και το θεωρώ πολύ σημαντικό.

Λ.Λ.:

Τι ερεθίσματα είχατε από το ραδιόφωνο στην παιδική σας ηλικία;

Β.Σ.:

Κατ’ αρχάς, όταν γεννήθηκα, υπήρχε ραδιόφωνο στο σπίτι. Ένα μεγάλο, ένα ραδιόφωνο το οποίο ήταν ογκώδες, συνήθως άνοιγε πάνω, είχε ένα καπάκι, το οποίο ήταν το πικάπ, όπου έπαιζε, βάζαμε τους δίσκους. Το ραδιόφωνο, ανοίγοντάς το, αυτό που χάζευα πάντοτε ήτανε ο φωτισμός του καντράν. Ένα καντράν με πάρα πολλά γράμματα, το οποίο υπήρχανε οι σταθμοί, που εξέπεμπαν στις συχνότητες στις οποίες εξέπεμπε η κάθε χώρα, ο κάθε σταθμός. Και ακούγαμε, τουλάχιστον στα πρώτα παιδικά χρόνια, δεν είχα ακούσματα από την Ελλάδα. Αργότερα, όταν ήρθαμε στο χωριό, έζησα μια άλλη εικόνα του ραδιοφώνου, η οποία έδινε ταυτόχρονα και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης. Υπήρχε ένα ραδιόφωνο σε μία γειτονιά, λιγότερο ογκώδες από αυτό που είχα στο σπίτι, όταν γεννήθηκα, γιατί στο χωριό δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Το ραδιόφωνο δούλευε, έπαιζε με τη βοήθεια μιας μπαταρίας, η οποία κι εκείνη ήταν αρκετά μεγάλη… Και μαζεύονταν όλη η γειτονιά για να ακούσει κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα, να ακούσει... ακόμη κι εμείς τα παιδιά, να ακούσουμε τότε τον Καραγκιόζη, γιατί υπήρχε και παιδικό πρόγραμμα. Και φυσικά, κάθε πρωί αργότερα, όταν έγινε πιο τακτικό το ραδιόφωνο, το συναντούσες σχεδόν σε κάθε σπίτι, για μας τα παιδιά υπήρχε η εκπομπή της «Θείας Λένας», η οποία ήταν καθαρά παιδική εκπομπή, που μεγάλωσε, θα έλεγα εγώ, πολλές γενιές Ελληνόπουλων. Αυτή ήτανε η πρώτη μου εικόνα με το ραδιόφωνο. Έπειτα, όσο μεγάλωνα, είχαμε και την εποχή της –μόλις τελείωσα το Δημοτικό, μάλλον τελείωνα στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού–, είχαμε τη Δικτατορία, όπου εκεί είδα το ραδιόφωνο να παίρνει έναν άλλον ρόλο, ο οποίος δεν ήταν ψυχαγωγικός, ήταν καθαρά ενημερωτικός. Αλλά τότε ψάχναμε την ενημέρωση από ξένους σταθμούς, όπως ήταν η γερμανική Deutsche Welle, που ακούγαμε το Παρίσι, ακούγαμε ραδιοφωνικούς σταθμούς άλλων χωρών, και γειτονικών ακόμη, στην ελληνική γλώσσα, για να μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει και ποια είναι η κατάσταση στο εξωτερικό και πώς βλέπουν εμάς στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι είχα γεννηθεί σε μία χώρα του τότε Σιδηρού Παραπετάσματος, όπως την αποκαλούσαν, έφερε κάποιες δυσκολίες στην οικογένεια. Γενικότερα, οι αριστεροί, οι θεωρούμενοι αριστεροί, σε βάρος τους υπήρχαν πολλές διακρίσεις, δεν μπορούσανε εύκολα να βρουν δουλειά κτλ. και γενικότερα, είχαν αντίκτυπο ακόμη και στα μαθητικά μου χρόνια πάνω σε αυτό το θέμα. Γιατί; Όταν ήρθα στο χωριό, κατ’ αρχάς, και εγώ και ο αδερφός μου, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος, δεν είχαμε ονόματα, εμείς ήμασταν τα «Ρωσάκια». Τα ονόματά μας τα αποκτήσαμε όταν αρχίσαμε να γινόμαστε λιγάκι χρήσιμοι για το χωριό. Για παράδειγμα, υπήρχαν κάποιοι που είχανε… από την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών είχαν πάρει κάποιους ψεκαστήρες, που λειτουργούσαν με βενζίνη. Αυτά συνήθως πάθαιναν βλάβη, κανένας δεν αναλάμβανε να τα κάνει και τότε εγώ και ο αδερφός μου, για να μπορέσουμε να κάνουμε πιο εύκολη τη ζωή μας –είχαμε να ραντίσουμε μεγάλες εκτάσεις με καπνά–, τολμήσαμε να ανοίξουμε, να ξεβιδώσουμε αυτά τα μηχανάκια, να τα επισκευάσουμε, ούτως ώστε να αρχίσουν να δουλεύουν. Από κει και μετά, άρχισαν να μας καλούν διάφοροι κι έτσι αποκτήσαμε κι άλλες δεξιότητες. Ασχοληθήκαμε και με την τεχνολογία και άνοιξε το μυαλό μας. Περάσαμε εύκολα και στις τεχνολογίες.

Λ.Λ.:

Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με τη δημοσιογραφία;

Β.Σ.:

Ήταν αμέσως μετά που τελείωσα το Εξατάξιο Γυμνάσιο εκείνη την εποχή, το οποίο το τελείωσα στη Νεάπολη Κοζάνης. Θα πρέπει να σας πω ότι από τη Δ’ Γυμνασίου και μετά ήμουν το μοναδικό παιδί στην ηλικία μου στο χωριό, όπου πηγαινοερχόμασταν καθημερινά, οι γονείς μας –ήμασταν πέντε παιδιά απ’ το χωριό που πηγαίναμε στο Γυμνάσιο– πλήρωναν ταξί για να πάμε και να γυρίσουμε στο σχολείο. Ήμουν ο μόνος στην ηλικία μου, με το τι μπορεί να σημαίνει για έναν έφηβο αυτό εκείνη την εποχή. Και αμέσως αυτό, βέβαια, με έσπρωξε περισσότερο στο να διαβάσω λογοτεχνία. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν κι απ’ τους καλύτερους μαθητές, αλλά, τέλος πάντων, επειδή είχα διάφορα ενδιαφέροντα, μπορούσα να τα ικανοποιήσω. Για παράδειγμα, ασχολήθηκα με τη φωτογραφία. Εκείνη την εποχή να ασχοληθεί κάποιος με τη φωτογραφία ήταν λιγάκι δύσκολο. Αλλά έχοντας όλο τον εξοπλισμό, και φωτογραφικές μηχανές και εμφανιστήριο, από τη Ρωσία που είχαμε έρθει, αξιοποίησα όλο αυτό το πράγμα και ασχολήθηκα και με αυτό. Έτσι, τελειώνοντας, λοιπόν, το Εξατάξιο Γυμνάσιο, έρχομαι στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την εποχή είχε ανοίξει για πρώτη φορά μία Σχολή Δημοσιογραφίας, η οποία ήταν ιδιωτική. Είχα χάσει τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, ακριβώς για τους λόγους τους πολιτικούς που έλεγα προηγουμένως, επειδή η αποφοίτησή μου έγινε τη χρονιά αμέσως μετά τη Δικτατορία, όπου υπήρχαν ακόμη τα απόνερα της εποχής, της σκληρής εκείνης εποχής. Έχασα τις εξετάσεις, επειδή φρόντισαν οι καθηγητές μου να με αφήσουν μετεξεταστέο στις γλώσσες: Αγγλικά, Λατινικά, Νέα. Αγγλικά, γιατί δεν μπορούσαμε να έχουμε μια αγγλική παιδεία, γιατί βρισκόμουν στο χωριό. Κάποια χρόνια ήταν και… οικονομικά δεν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε κάτι τέτοιο. Λοιπόν, τέλος πάντων. Κι έτσι, αναγκάστηκα να βρω διέξοδο, να δω το τι θα κάνω. Για να μπορέσω να πάρω εκείνη την εποχή την αναβολή απ’ τη στράτευση, γράφτηκα σε μια δημόσια Τεχνική Σχολή Ηλεκτρονικών, γιατί είχα ασχοληθεί και με αυτά. Λοιπόν, κι έτσι και τα[00:20:00]υτόχρονα, φοιτούσα και στη Σχολή Δημοσιογραφίας, όπου εργαζόμουν εκείνη την εποχή σε οικοδομές, για να μπορώ να ανταπεξέρχομαι σε όλα αυτά και να πληρώνω και τα δίδακτρα της Σχολής. Πάρα πολύ γρήγορα, όμως, βρήκα τον τρόπο... βρήκα; Ήμουν όχι ακριβώς τυχερός, αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει μπόρεσα να μπω στο δημοσιογραφικό χώρο, γιατί ήταν πολύ δύσκολη η εποχή, ήταν πολύ λίγες οι θέσεις και ο χώρος δε σε δέχονταν εύκολα, έπρεπε να έχεις συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Και εδώ θέλω να αναφερθώ λιγάκι για το τι ακριβώς, ποιες ήταν οι βασικές αρχές για να γίνεις τότε δημοσιογράφος. Δεν υπήρχαν οι πανεπιστημιακές σχολές. Το μότο εκείνης της εποχής ήτανε το: για να γίνεις δημοσιογράφος, έπρεπε να ξέρεις καλά ελληνικά, να χειρίζεσαι σωστά την ελληνική γλώσσα, να μην κοιτάζεις το ρολόι σου, θα έπρεπε να είσαι εργατικός, γιατί η συγκεκριμένη δουλειά δεν είχε ωράριο, και να έχεις ήθος. Ήταν η εποχή που, αν συνέβαινε κάτι το οποίο ήταν έξω από τις αρχές –αν θέλεις, απ’ τα χρηστά ήθη– στο χώρο της δημοσιογραφίας, το ίδιο το επάγγελμα σε έβγαζε έξω. Για παράδειγμα, σε πετούσε έξω απ’ το επάγγελμα, δηλαδή απ’ το χώρο, αν ακούγονταν ότι κάποιος χρηματίστηκε για να κάνει ένα ρεπορτάζ. Σε μία συνέντευξη από κάποιον κρατικό φορέα –εμείς εδώ στη Θεσσαλονίκη είχαμε το Υπουργείο Μακεδονίας-Θρά-… Βορείου Ελλάδος εκείνη την εποχή–, σε μία συνέντευξη σηκωνόταν ο δημοσιογράφος που ήταν το αρχαιότερο μέλος της Ένωσης Συντακτών και απευθυνόμενος στον Υπουργό, του έλεγε: «Κύριε Υπουργέ, την επόμενη φορά που θα κάνετε συνέντευξη τύπου και θα καλέσετε τον τάδε δημοσιογράφο στη συνέντευξη, εμείς θα αποχωρήσουμε σύσσωμοι απ’ τη συνέντευξη». Οπότε, αν κάποιος είχε μία τέτοια συμπεριφορά, δεν μπορούσε πλέον να σταθείς! Η αλήθεια είναι ότι προκειμένου να γίνω δημοσιογράφος ή να πω ότι είμαι δημοσιογράφος, θα έπρεπε πρώτα ο χώρος, οι άλλοι συνάδελφοι, να με αποδεχτούν ως δημοσιογράφο. Και δεν το κρύβω ότι χρειάστηκε περίπου 2 ή 3 χρόνια η όλη αυτή διαδικασία. Όπως επίσης, για να γραφτούμε και στο επαγγελματικό μας σωματείο, που ήταν η Ένωση Συντακτών, δίναμε εξετάσεις. Γράφαμε κείμενα κτλ., περνούσαμε από συνέντευξη και, φυσικά, θα έπρεπε να μας προτείνουν κάποια παλιότερα μέλη της Ένωσης Συντακτών, για να μπορέσουμε να μπούμε. Έτσι, επέλεξα αυτό, λοιπόν, το επάγγελμα λόγω ιδιοσυγκρασίας. Γιατί στο χώρο της δημοσιογραφίας η μέρα που ξημέρωσε δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Έχεις να αντιμετωπίσεις όλο και κάτι καινούριο, τελείως διαφορετικό. Είναι ένα επάγγελμα στο οποίο δεν πλήττεις ποτέ. Τουλάχιστον, δεν πλήτταμε τότε. Τώρα μπορεί και να πλήξει κάποιος. Ήτανε το επάγγελμα το οποίο είχε ένα πολύ σημαντικό κύρος για την εποχή. Ο κόσμος μάς σέβονταν για έναν και μόνο λόγο, επειδή σεβόμασταν κι εμείς τον κόσμο, σεβόμασταν και τους αναγνώστες, σεβόμασταν τους ακροατές, σεβόμασταν τους τηλεθεατές, όσοι συνάδελφοι δούλευαν σε τηλεοπτικά μέσα. Και ο σεβασμός που τους δείχναμε επέστρεφε σε εμάς πάλι ως σεβασμός. Ήτανε τα ωραία χρόνια της δημοσιογραφίας. Και αυτό γιατί; Γιατί πριν από μας υπήρξαν απ’ το χώρο αυτό, πέρασαν πάρα πολύ σημαντικά άτομα. Εγώ ξεκίνησα τη δημοσιογραφία απ’ την εφημερίδα Ακρόπολη. Στην εφημερίδα Ακρόπολη, που ήταν η πρώτη εφημερίδα στην Ελλάδα, μεγάλη εφημερίδα πανελλήνιας εμβέλειας, δούλευε και ο Κωστής Παλαμάς, δούλευαν μορφές της λογοτεχνίας και αργότερα άτομα που διακρίθηκαν πραγματικά στα γράμματα, ας πούμε. Όλα αυτά έπαιζαν το ρόλο τους και με επηρέασαν, ήταν ένας γοητευτικός χώρος για να ασχοληθεί κανείς. Βέβαια, ήτανε δύσκολος, αποδείχτηκε ότι ήταν δύσκολος γιατί πραγματικά δεν είχαμε ωράριο. Η προσωπική μας ζωή ξεκινούσε στις 12 το βράδυ, όταν έκλειναν πλέον όλες οι εφημερίδες, ας πούμε. Και οι συναναστροφές ήταν συνήθως με συναδέλφους. Αυτοί που δούλευαν σε τοπικά μέσα ενημέρωσης έπρεπε να κλείσουν τις σελίδες, τις πρώτες εκδόσεις, οι οποίες θα έφευγαν για την περιφέρεια, για την επαρχία, και μετά να βγούμε, να πάμε σε μία ταβέρνα, να κάνουμε τις νεανικές μας τις τρέλες, ας πούμε. Όμως, παρόλα αυτά, και σε πρόσφατη που είχαμε, μία συζήτηση με συναδέλφους, ήταν γοητευτικά χρόνια. Ήταν γοητευτικά χρόνια, γιατί προσπαθούσαμε να βγάλουμε προς τα έξω όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα και να ενημερώσουμε σωστά τον κόσμο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν αργότερα είχα πιάσει δουλειά στο ραδιόφωνο, ο Αντώνης ο Σουρούνης ήτανε η εποχή που δεν έδινε, ο συγγραφέας δεν έδινε συνεντεύξεις σε άλλους. Και τον παρακάλεσα για να μου δώσει συνέντευξη και μου λέει: «Βασίλη, σ’ εσένα σου μιλάω, γιατί βλέπω δεν έρχεσαι εδώ για να μου κάνεις τον έξυπνο, να μου πεις διάφορα πράγματα, να μου περάσεις. Έρχεσαι εδώ και προσπαθείς από μένα να βγάλεις όσο το δυνατόν περισσότερα για τους ακροατές σου!». Και γενικότερα, ήτανε όλος ο τρόπος άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος αυτός εκείνη την εποχή. Έτσι, βρέθηκα, λοιπόν, ξεκίνησα απ’ τις εφημερίδες, από ένα ανταποκριτικό γραφείο της Ακρόπολης και της Απογευματινής. Αυτό ήτανε ένα πάρα πολύ μεγάλο σχολείο! Γιατί, ως ανταποκριτές σε ένα γραφείο στο οποίο ήμασταν τέσσερα άτομα, έπρεπε να καλύψουμε όλα τα είδη του ρεπορτάζ. Έπρεπε να καλύψουμε πολιτικό ρεπορτάζ, οικονομικό, έπρεπε να καλύψουμε σπουδαστικό, που εκείνο τον καιρό ήταν πάρα πολύ σημαντικό, ήταν τα πρώτα χρόνια μετά τη Δικτατορία, όπου υπήρχε μια πολιτική κίνηση, πολιτική ζωή στο χώρο των πανεπιστημίων. Και επίσης… ή το εργατικό, που υπήρχαν οι κοινωνικές ανακατατάξεις, ειδικά στη δεκαετία του ’80, όπου οι πολιτικές αλλαγές έφεραν και κοινωνικές ανακατατάξεις. Οπότε μέσα από αυτήν την ενασχόληση αποκτήσαμε πάλι πολλές δεξιότητες. Όμως, δεν υπήρχε τότε η πληθώρα της πληροφορίας που υπάρχει σήμερα και δεν ήτανε αναγκαία η τόσο μεγάλη ειδίκευση πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο ρεπορτάζ. Υπήρχανε πληροφορίες, αλλά μπορούσε ένα άτομο να διαχειριστεί τις πληροφορίες εκείνης της εποχής. Βέβαια, με αρκετό διάβασμα, γιατί καθημερινά έπρεπε να διαβάσουμε όλες τις εφημερίδες, έπρεπε να ξέρουμε τι γράφουν οι άλλοι, έπρεπε να ξέρουμε το τι συμβαίνει στο χώρο μας και να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση. Οπότε αυτό κανόνισε και έπαιξε ρόλο και στη συνέχεια, όταν πλέον πέρασα αργότερα στο ραδιόφωνο, στο ηλεκτρονικό μέσο.

Β.Σ.:

Στο ραδιόφωνο καθυστέρησα να μπω. Γιατί; Ήτανε η εποχή όπου, σας είπα, όπου δεν κυνηγούσαμε τη δημοσιότητα. Δεν προβάλλαμε τον εαυτό μας, αυτό που μας ένοιαζε είναι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας. Το είπα και προηγουμένως το να κάνουμε σωστά, για να δώσω ένα παράδειγμα του τι θεωρούσαμε σωστό. Ακόμα και για την απλούστερη είδηση, που θα μπορούσε να είναι ένα τροχαίο δυστύχημα, εμείς τότε γράφαμε και τα ονόματα των θυμάτων. Για στοιχεία των θυμάτων διασταυρώναμε την ε[00:30:00]ίδηση τουλάχιστον από τρεις πηγές. Η μία πηγή ήταν η αστυνομία, που μας έδινε το συμβάν, η άλλη πηγή θα ήτανε το νοσοκομείο όπου κατέληξαν τα θύματα και η άλλη, η τρίτη, ήτανε ο Ερυθρός Σταυρός εκείνη την εποχή, που μετέφερε, που είχε το ρόλο του ΕΚΑΒ, που μετέφερε τα θύματα στο νοσοκομείο. Γιατί το κάναμε αυτό; Δε θέλαμε να έχουμε λάθος ούτε καν… ούτε στην ηλικία και πολλές φορές βάζαμε και το αρχικό του πατρώνυμου, για να μη θίξουμε και να μην ανησυχήσουμε κάποια άλλη οικογένεια, που τύχαινε να έχει μια συνωνυμία. Ναι, αυτό ήτανε σεβασμός στον ακροατή. Λοιπόν, και έτσι, καθυστέρησα να μπω στα ηλεκτρονικά μέσα εκείνη την εποχή, που ήταν το ραδιόφωνο. Στο ραδιόφωνο ξεκίνησα τη συνεργασία μου το 1984. Ήτανε περίπου 9 χρόνια αφού είχα ξεκινήσει τη δημοσιογραφία, μετά από 9 χρόνια, και ξεκίνησα τη συνεργασία μου από το πρόγραμμα των βραχέων. Εκείνη την εποχή υπήρχε το Κρατικό Ραδιόφωνο στη Θεσσαλονίκη, υπήρχανε τρεις συχνότητες: Ήτανε ο λεγόμενος Ραδιοφωνικός Σταθμός Μακεδονίας, που εξέπεμπε στα μεσαία, ήταν το ραδιόφωνο της ΥΕΝΕΔ, του στρατιωτικού τότε ραδιοφώνου, και ήτανε και η συχνότητα των βραχέων, που ήταν του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μακεδονίας, εξέπεμπε κάποιες ώρες την ημέρα και απευθυνόταν στους Έλληνες του εξωτερικού. Αυτό είχε για μένα… Εργαζόμουν, βρέθηκα σε έναν χώρο που γνώριζα μερικά πράγματα γι’ αυτόν. Τι ήταν αυτό που γνώριζα; Γνώριζα για το πώς βλέπουν Έλληνες της Διασποράς, το πώς βλέπουν την πατρίδα. Ήξερα τη λαχτάρα των Ελλήνων του εξωτερικού κάποια στιγμή να επιστρέψουν στην πατρίδα. Και έχοντας ζήσει αυτήν την εμπειρία στη Ρωσία, στην τότε Σοβιετική Ένωση, όπου ήμουνα, θυμάμαι είχαν στείλει έναν δίσκο. Ήμουν παιδάκι περίπου 6 ετών, όταν από την Ελλάδα είχαν στείλει έναν δίσκο με το τραγούδι της Βέμπο, το Χωριό μου, χωριουδάκι μου. Ήταν ένας μικρός δίσκος σαράντα πέντε στροφών. Το πικάπ που είχαμε εκείνη την εποχή είχε μόνο εβδομήντα οχτώ και τριάντα τρεις στροφές, οπότε αυτός ο δίσκος δεν μπορούσε να παιχτεί. Αλλά προκειμένου… ήταν τόση η λαχτάρα να ακούσουμε αυτό –γιατί είχε έρθει το δέμα, μέσα στο οποίο υπήρχαν και κάποιες τσίχλες. Ήταν τσίχλες ΙΟΝ με μία απεικόνιση ενός χαρταετού απ’ έξω, το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Μία τσίχλα, την οποία τη μασούσα για 1 εβδομάδα, γιατί δεν υπήρχαν τσίχλες εκεί, και όταν κατά λάθος την κατάπια, ήταν το μεγάλο μου παιδικό τραύμα. Τέλος πάντων… Και έχασα δηλαδή κάτι σημαντικό–, για να παίξει λοιπόν εκείνο το σαρανταπεντάλεπτο το δισκάκι, φώναξαν έναν φοιτητή: «Πώς μπορούμε να κάνουμε αυτό το πικάπ να παίξει αυτόν το δίσκο;». Και ο φοιτητής ήτανε σε Τεχνική Σχολή, προφανώς, έβγαλε το πλατό του πικάπ και με ένα λευκοπλάστ ιατρικό αύξησε τη διάμετρο. Το τύλιξε γύρω από τον άξονα που έδινε κίνηση στο πλατό, αύξησε τη διάμετρο και έτσι, τις τριάντα τρεις στροφές τις έκανε να ακούγονται ως σαράντα πέντε. Το πικάπ αυτό το έχω ακόμη και είναι το οικογενειακό μου κειμήλιο. Λοιπόν, ακούγοντας, θυμάμαι πάρα πολύ καλά, σε ένα διαμέρισμα των δύο δωματίων ουσιαστικά –γιατί έτσι ήταν τα σπίτια εκείνη την εποχή εκεί, με μία κοινή κουζίνα, αλλά στα δυο τα δωμάτιά μας (ήμασταν μια τετραμελής οικογένεια), στο ένα το δωμάτιο ήταν οι γυναίκες και στο άλλο το δωμάτιο ήταν οι άντρες, δηλαδή ήταν τα ζευγάρια τα φιλικά, που βρέθηκαν στο σπίτι μας–, εγώ, ακούγαμε το δίσκο, το Χωριό μου, χωριουδάκι μου, και εκεί είδα τους άντρες, που για μένα ήταν γίγαντες εκείνη την εποχή, να αγκαλιάζονται και να κλαίνε γοερά… Γιατί το όνειρο ήτανε να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα. Αυτό έπαιξε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο και ήξερα το πώς, τι σημαίνει η επιστροφή του μετανάστη, του Έλληνα του εξωτερικού, στην πατρίδα. Έτσι, αυτό που ανέλαβα να κάνω στο πρόγραμμα των βραχέων ήταν να κάνω εκπομπή που θα είχε σχέση με τη μετανάστευση των Ελλήνων και την ιστορία του. Εκεί ξεκινάει ένα άλλο κεφάλαιο της ζωής μου για τις καταγραφές που έχω κάνει, τις γνώσεις, τη «σοφία» –αν βάλουμε σε εισαγωγικά τη λέξη– που μου έχει δώσει αυτή η εμπειρία, γιατί έχοντας στον ώμο μου ένα Uher –Uher είναι η μάρκα του μαγνητοφώνου, που ζύγιζε περίπου ίσως και 10 κιλά εκείνη την εποχή, μπομπινόφωνο–, σε ταινίες διάρκειας 15 λεπτών έπρεπε να γράψω τη συνέντευξη. Και κάθε φορά να κάνω τις ρυθμίσεις συγκεκριμένες, γιατί οι τεχνικές προδιαγραφές ήτανε αρκετά αυστηρές για το Κρατικό Ραδιόφωνο εκείνη την εποχή. Και έτσι, με ένα Uher στην πλάτη, έχω αλωνίσει όλη την Ήπειρο, τη Δυτική Μακεδονία, γενικότερα τη Βόρεια Ελλάδα, καταγράφοντας τον ξενιτεμό των Ελλήνων και την ιστορία του. Προσωπικές ιστορίες, ιστορίες οι οποίες… συνθέτουν ουσιαστικά, μικρές-μικρές ιστορίες, αλλά που συνθέτουν τη γενικότερη ιστορία του τόπου. Έχω καταγράψει τον ξενιτεμό στα Ζαγοροχώρια, έχω καταγράψει τον ξενιτεμό, ακόμη και τη γλώσσα, των μαστόρων, των Δυτικομακεδόνων μαστόρων που δούλευαν την πέτρα. Έχω συναντηθεί και με ανθρώπους των γραμμάτων. Για παράδειγμα, κάνοντας μία εκπομπή για ένα χωριό, το Καταφύγι, που είναι πάνω στα Πιέρια, στην Κατερίνη, είναι το χωριό του Ζορμπά: ένα χωριό υλοτόμων, οι οποίοι ταξίδευαν μέχρι και την Περσία, αλλά ήταν τόσο καλλιτεχνίτες, που δούλευαν το ξύλο, που δουλεύοντας με το τσεκούρι, πελεκώντας ένα-δύο ξύλα, ας πούμε, όταν τα ένωνες, η επαφή τους ήταν τέλεια, ήτανε σαν να το περνούσαν από σύγχρονα μηχανήματα. Λοιπόν, και καταγράφοντας ακόμη και τον τρόπο της ζωής τους, γιατί αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να ζουν στο δάσος, έχοντας μαζί τους και μικρά παιδιά. Ίσως αργότερα να πούμε μερικές λεπτομέρειες γι’ αυτό, γιατί καταγράφοντας, ψάχνοντας την ιστορία του Ζορμπά, που κατάγονταν απ’ αυτό το χωριό, μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω με τη συγγραφέα, την Έλλη Αλεξίου, καθότι ο αδερφός της είχε παντρευτεί την κόρη του Ζορμπά, να επιβεβαιώσω δηλαδή αυτά που έβρισκα στην μέση. Και έτσι, ήρθα σε επαφή και με ανθρώπους των γραμμάτων, ανθρώπους ξένους, που ασχολήθηκαν, που έζησαν τους Έλληνες στο εξωτερικό, αλλά και που ασχολήθηκαν με την ελληνική λογοτεχνία ή, τέλος πάντων, με τα ελληνικά γράμματα. Ήτανε μία δουλειά, η οποία είχε… πάρα πολύ πολύτιμη από άποψη καταγραφών, γιατί ήταν στην εποχή που ζούσαμε το μεταίχμιο: Τα άτομα που ταξίδεψαν σε δύσκολους καιρούς, που μετανάστευσ[00:40:00]αν, ήταν ηλικιωμένα και ήταν ζήτημα χρόνου να προλάβουμε να κάνουμε εκείνες τις καταγραφές. Τις καταγραφές που πρόλαβα να κάνω, δυστυχώς αυτές δε διατηρήθηκαν, δεν υπάρχουν σήμερα, γιατί κάποια στιγμή στην ΕΡΤ, λόγω του γεγονότος ότι δεν υπήρχαν μαγνητοταινίες, για να γράψουνε άλλες εκπομπές κτλ., σβήστηκαν αυτά απ’ το αρχείο κι έτσι δεν κρατήθηκαν. Ωστόσο, ήτανε πολύ σημαντικές καταγραφές, πολύ σημαντικά πράγματα. Είπα ότι ξεκίνησα από το πρόγραμμα των βραχέων. Θα πρέπει να δώσουμε λίγο ένα περίγραμμα, για να καταλάβει ο κόσμος τι είναι το πρόγραμμα των βραχέων, τι ήτανε. Κατ’ αρχάς, η εκπομπή στα βραχέα κύματα ήτανε ουσιαστικά σε μία άλλη συχνότητα και γινόταν συνήθως τις νυχτερινές ώρες από την Ελλάδα, γιατί ο πομπός που είχαμε ήτανε κατευθυνόμενος να ακούγεται σε συγκεκριμένες χώρες και συγκεκριμένες ώρες. Τότε όλα τα κρατικά ραδιόφωνα είχανε εκπομπές των βραχέων, γιατί ήτανε οι εκπομπές οι οποίες έφταναν πιο μακριά από οποιαδήποτε άλλη εκπομπή γινόταν στα ερτζιανά. Στο ραδιόφωνο του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μακεδονίας, στο τμήμα των βραχέων, μάλλον το πρόγραμμα των βραχέων, η εκπομπή γινόταν από την περιοχή του αεροδρομίου, όπου ήτανε –του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης–, όπου ήτανε σε μία μεγάλη έκταση εγκατεστημένος ο πομπός. Ο πομπός αυτός ήτανε παραχώρηση, αν δεν κάνω λάθος, από το ραδιόφωνο της «Φωνής της Αμερικής», ουσιαστικά κάποιοι ογκώδεις πομποί, που ξηλώθηκαν από αμερικάνικο υποβρύχιο. Είχαν πακτωθεί στο εσωτερικό ενός κτηρίου τρεις πομποί, αν θυμάμαι καλά, όταν τους επισκέφθηκα, υπήρχε μια κεραία, η οποία είχε πολύ μεγάλο μήκος, ήτανε ένα σύρμα με μεγάλο μήκος, σε πυλώνες οι οποίοι είχαν ύψος πάνω από 20 μέτρα, και ούτως ώστε να… σκεφτείτε ότι έξω, όταν γίνονταν αυτές οι εκπομπές, σε κοντινή απόσταση πολλές φορές υπήρχαν και παρεμβολές σε οποιεσδήποτε άλλες εκπομπές γίνονταν, είτε σε ασυρμάτους είτε σε άλλα ραδιόφωνα, μπορούσες να ακούσεις τα προγράμματά τους. Και αυτό γινόταν για να μπορέσει, εκείνη την εποχή έπρεπε να υπάρχει μία επαφή της χώρας μας με τους ξενιτεμένους, που ήταν πάρα πολλοί στην Αυστραλία, είχαμε πολλούς στην Αμερική, αν και εκεί δεν ακούγονταν ο πομπός πολύ καλά, και πολλούς μετανάστες είχαμε στην Ευρώπη, ειδικά στη Δυτική Γερμανία. Και το πρόγραμμα των βραχέων ήτανε ο συνδετικός κρίκος των ξενιτεμένων με την πατρίδα και με τις οικογένειές τους, που ήταν πίσω στην πατρίδα. Θα πρέπει να πούμε ότι στη δεκαετία του ’60 ήτανε η δεκαετία που ναι μεν εμείς επαναπατριστήκαμε, αλλά ήταν κάποιοι άλλοι, οι οποίοι μετανάστευαν από την Ελλάδα για το εξωτερικό, ειδικά στη Δυτική Γερμανία τότε, γιατί η Γερμανία δεν ήταν ενιαία, ήτανε χωρισμένη στην Ανατολική και στη Δυτική Γερμανία. Μετανάστευαν στη Δυτική Γερμανία για να πάνε να δουλέψουνε στα εργοστάσια και στις φάμπρικες, που τραγούδησε και ο Καζαντζίδης: Στις φάμπρικες της Γερμανίας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί. Υπήρχαν πάρα πολλοί Έλληνες οι οποίοι δούλευαν στο Βέλγιο, στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, που έκαναν τις δύσκολες δουλειές εκείνη την εποχή, που συνήθως ξεκινούσαν από ορεινά χωριά, τα οποία δεν μπορούσαν να θρέψουν τους κατοίκους τους, και για να θρέψουν την οικογένεια τους ή ψάχνοντας καλύτερους όρους ζωής, αναγκάζονταν ο κόσμος να ξενιτευτεί. Είχα μία εικόνα για το τι συνέβαινε. Η περιοχή από όπου κατάγομαι, η Δυτική Μακεδονία, είχε πάρα πολλούς μετανάστες. Ήξερα για τι πράγματα μιλούν, ήξερα τι πράγματα ψάχνω και από κει βρήκα μερικά πράγματα που ήταν πραγματικά θησαυροί, όσον αφορά το περιεχόμενο των αφηγήσεων που είχα καταγράψει. Είχα καταγράψει όλα τα ήθη και τα έθιμα που υπήρχαν γύρω από τη μετανάστευση, το πώς προετοιμάζονταν κάποιος να μεταναστεύσει. Τα πρώτα χρόνια απ’ την Δυτική Μακεδονία ταξίδευαν συνήθως στα Βαλκάνια, πήγαιναν στη Ρουμανία, φτάναν μέχρι την Οδησσό κτλ. Ταξίδευαν συνήθως με τους αγωγιάτες, τους κυρατζήδες –τους έλεγαν–, οι οποίοι ταξίδευαν με ζώα. Το ταξίδι για να φτάσουν στον προορισμό τους πολλές φορές κρατούσε και ένα μήνα. Αλλά και για να επιστρέψουν, επειδή ήτανε μακρινά για την εποχή ταξίδια, περνούσαν πάρα πολλά χρόνια. Επέστρεφαν μετά από 20, από 25 χρόνια. Όταν επέστρεφαν πλέον, είχαν αλλάξει πολλά πράγματα και στη ζωή, ακόμη και στα χωριά τους, και μερικοί δεν έβρισκαν και τους αγαπημένους τους εν ζωή. Οπότε γύρω απ’ τον ξενιτεμό είχαν αναπτυχθεί και ένα σωρό ήθη και έθιμα για το πώς θα ξεπροβοδίσουν κάποιον που επρόκειτο να ξενιτευτεί. Αυτές οι καταγραφές ήτανε για μένα συγκλονιστικές, για τις οποίες ναι μεν γνώριζα το τι αισθάνονται οι Έλληνες έξω, αλλά δεν ήξερα τι συνέβαινε εδώ, όταν έφευγαν αυτοί οι άνθρωποι. Ήτανε πράγματα τα οποία με εξέπληξαν και ταυτόχρονα έβλεπα και τα αποτελέσματα αυτού του ξενιτεμού. Πήγαινα να καταγράψω κάτι και στα χωριά που πήγαινα θα έπρεπε στο σπίτι που θα χτυπούσα την πόρτα να πιω έστω και ένα ποτήρι νερό. Έπρεπε να το πιω αυτό, οι άνθρωποι ήταν τόσο φιλόξενοι! Γιατί; Γιατί ήθελαν ο άνθρωπός τους, που είναι κάπου στην ξενιτιά, να βρεθεί κάποιος να τους δώσει ένα ποτήρι νερό εκεί που είναι. Κι έτσι, λοιπόν, γύρω από τη μετανάστευση αναπτύχθηκαν αυτά τα ήθη και τα έθιμα για το πώς ξεπροβοδούσαν κάποιον που επρόκειτο να ξενιτευτεί. Υπήρχε μία ολόκληρη ιεροτελεστία: Τις προηγούμενες μέρες ποιοι θα επισκέπτονταν αυτόν που θα ταξίδευε, έτσι το έλεγαν. Ανάλογα για το πού θα πήγαινε, αν υπήρχαν κι άλλοι συγχωριανοί, θα έπρεπε να πάν οι συγγενείς του ήδη ξενιτεμένου να δώσουνε μερικά πράγματα ή, τέλος πάντων, τις ευχές ή τι θα ήθελε να μεταφέρουν προφορικά στον άνθρωπό τους, που είναι ήδη στην ξενιτιά. Και μετά υπήρχε και η αγωνία των ανθρώπων, της οικογένειας του ατόμου που θα ταξίδευε. Εκεί ακολουθούσαν μερικά έθιμα. Για παράδειγμα, όταν θα έφευγε, θα είχαν μία κανάτα ή ένα λαγήνι με νερό στην πόρτα, το οποίο το κλωτσούσαν, έπεφτε, ούτως ώστε ο δρόμος του και η ξενιτιά να τρέξουν σαν νερό, να μην έχει δυσκολίες σε όλ[00:50:00]α αυτά, γιατί μην ξεχνάμε ότι ακόμη πολλές φορές και τα ταξίδια ήταν επικίνδυνα. Περνούσαν από διάφορες χώρες, συνήθως διανυκτέρευαν στα λεγόμενα χάνια, που ήταν τα ξενοδοχεία εκείνης της εποχής… Ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Και επίσης, την ημέρα που έρχονταν και αφού φόρτωναν τα πράγματά του στα άλογα του αγωγιάτη, όλα τα χωριά εκείνα, ειδικά στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, στην περιοχή μου, είχαν ένα σημείο που το έλεγαν «Κλαψόδεντρο». Γιατί μέχρι εκείνο το σημείο ξεπροβόδιζαν τους ξενιτεμένους, όλο το καραβάνι, τέλος πάντων. Ήταν, συνήθως, απείχε από μισή έως 1 ώρα μακριά απ’ το χωριό, ήτανε στη στροφή του δρόμου, απ’ όπου θα παρακολουθούσαν και με τη ματιά τους θα ξεπροβόδιζαν μέχρι να χαθεί στον ορίζοντα ο άνθρωπός τους. Και συνήθως, ήταν κάποιο δέντρο που λέγανε: «Άντε, θα πάμε μέχρι εκείνο το δέντρο κι εκεί θα γίνει ο αποχωρισμός». Εκεί ήταν ο εναγκαλισμός, εκεί ήταν τα κλάματα και γι’ αυτό ακριβώς το έλεγαν και «Κλαψόδεντρο». Όλα αυτά ήτανε πάρα πολύ σημαντικά, ήτανε για μένα… Δεν τα γνώριζα ότι συνέβαιναν σε εκείνη την περιοχή. Όπως επίσης και μία άλλη καταγραφή, που δε θα την ξεχάσω ποτέ: Είχα τη φαεινή ιδέα σε ένα χωριό να ζητήσω, να αναζητήσω τις ηλικιωμένες τις γιαγιάδες εκείνης της εποχής, να μου πουν τα μοιρολόγια γι’ αυτούς που πέθαιναν στην ξενιτιά. Εκεί ήτανε κάτι συγκλονιστικό. Ήτανε, ας τις πούμε έτσι, οι σύγχρονες, οι λαϊκές οι τραγωδίες, τις οποίες απήγγελλε μία γυναίκα ή, τέλος πάντων, κάποιες γυναίκες του χωριού, οι οποίες ήτανε και μοιρολογήτρες, τέλος πάντων. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι υπήρχανε μοιρολογήτρες. Ήτανε το περιεχόμενο όλων αυτών. Δε θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα τα λόγια, ας πούμε, όμως σε ένα –επειδή αυτές τις καταγραφές, δουλεύοντας στην εφημερίδα, τις έκανα συνήθως τα Σαββατοκύριακα–, σε μία απ’ αυτές τις καταγραφές είχα πάρει μαζί μου και τον πατέρα μου, ο οποίος έχασε τον πατέρα του και δεν τον ξαναείδε, γιατί πέθανε στην Αφρική. Ήτανε στο Σουδάν, ξενιτεμένος. Και μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ επιστρέφαμε προς το σπίτι, τον έβαλα να ακούσει το μοιρολόι που μου είπε η… αυτή. Και εκεί είδα τον πατέρα μου, ο οποίος έκλαιγε –ντάξει;–, γιατί αυτά που έλεγε άγγιζαν και τον ίδιο για τον πατέρα του που είχε χάσει. Είναι συγκλονιστικές καταγραφές… Αλλά υπήρχαν όμως κι άλλες καταγραφές, οι οποίες ήταν ευχάριστες. Σε ένα χωριό είχα καταγράψει έναν ο οποίος είχε μία πολύ ωραία φωνή, έπαιζε ταμπουρά, ένα είδος μπουζουκιού, ο οποίος δεν ήταν και τόσο καλά κουρδισμένος. Αρχικά, μου ακούγονταν, με ξένισε το παίξιμο. Αλλά όταν αυτός ο άνθρωπος άρχισε να τραγουδάει και ξεκινούσε το τραγούδι: «Ώρα καλή σου, ξένε μου, και να καλοστρατήσεις…», είναι αυτό που λέμε εμείς: «Καλό ταξίδι», όμως μέσα σε αυτόν τον στίχο τον δικό τους, εκεί βρίσκεις και τη λογοτεχνική αξία, βλέπεις το συναίσθημα και βρίσκεις και αυτή τη λογοτεχνική αξία. Τέτοιου είδους καταγραφές. Όπως επίσης, θυμάμαι έναν ηλικιωμένο, όταν έκανα την εκπομπή, ήταν 94 χρόνων. Η ζωή του ήταν μια πραγματική… ολόκληρη ιστορία, μυθιστόρημα θα μπορούσε να βγάλει! Σε ηλικία 14 χρονών μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, όταν κηρύχθηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος –αυτός είχε φοιτήσει μέχρι τη Γ’ Δημοτικού, για εκείνη την εποχή θεωρούνταν γραμματιζούμενος, ότι ήξερε γράμματα, γιατί ο αναλφαβητισμός στην Ελλάδα ήταν αρκετά μεγάλος–, μετανάστευσε στην Αμερική, κηρύχτηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και αποφασίζει αυτός και δύο ακόμη άτομα να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να καταταγούν στο στρατό, να βοηθήσουν την πατρίδα. Και μπήκαν στο καράβι κι όταν απομακρύνθηκαν 3 μερόνυχτα από το λιμάνι της Νέας Υόρκης, παίρνει φωτιά το καράβι και ναυαγούν στον Ατλαντικό. Χωρίς να ξέρει κολύμπι, ήταν από ένα ορεινό χωριό της Κοζάνης και ο ίδιος, πριν πάει στην Αμερική, ήταν βοσκός. Λοιπόν, παρόλα αυτά, αυτό το άτομο γύρισε, σώθηκε, γύρισε στην πατρίδα, κατατάχτηκε στο στρατό. Αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήρθε ο Μικρασιατικός Πόλεμος, πήγε κι εκεί. Επειδή θεωρούνταν, ήξερε γράμματα, είχε τον ρόλο του λοχία, του δεκανέα και του λοχία. Αυτός ο παππούλης κρατούσε σημειώσεις, ημερολόγιο και κάθισε και έγραψε την ιστορία του, τι ακριβώς έγινε. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν και στο στρατό εκείνη την εποχή. Κι έτσι όπως τη μετέφερε στα γραπτά του, ήταν άλλη μια γλώσσα σε στυλ της γλώσσας του Μακρυγιάννη. Πάρα πολύ σημαντικά και αυτά που μας μετέφερε! Αυτός ο παππούς στην αφήγησή του μου έλεγε για ένα συγκεκριμένο χωριό της Κοζάνης, το Βελβεντό –τότε ήταν ορεινό, τώρα είναι παραλίμνιο, με την τεχνητή λίμνη που έχει γίνει στην περιοχή–, όπου ανέφερε υπήρχε μία Τουρκάλα, η οποία κάθε Κυριακή που οι γυναίκες του χωριού πήγαιναν στην εκκλησία, έβγαινε στην πόρτα, στο κατώφλι του σπιτιού της, και –μιλάμε επί Τουρκοκρατίας αυτά συμβαίνουν, έτσι;– και έδινε ένα κερί στις γυναίκες, για να ανάψουν στον Αϊ-Νικόλα. Και έλεγαν τότε ότι αυτή ήταν Ελληνίδα, η οποία εξισλαμίστηκε και την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι από το νησί της Χίου, τότε με το χαλασμό του νησιού. Για μένα ήταν κι αυτό συγκλονιστικό, γιατί βλέπουμε ότι ένα ορεινό χωριό της Κοζάνης συνδέεται ιστορικά με ένα νησί, στο οποίο στα μαθητικά μας χρόνια είχαμε διδαχτεί στην Ιστορία μας, στην Ιστορία της Επανάστασης του ’21, για την καταστροφή της Χίου. Μια καταστροφή την οποία ακόμα και μεγάλοι καλλιτέχνες την έχουν απεικονίσει. Αν δεν κάνω λάθος, την έχει απεικονίσει ο Ντελακρουά σε έναν καταπληκτικό πίνακα. Λοιπόν, αυτό το γεγονός έρχεται και συνδέεται με ένα ορεινό χωριό της Κοζάνης. Και μου βάζει κάποιες σκέψεις για το πώς τελικά κάποιες λεπτομέρειες συνθέτουν τη μεγαλύτερη, η μικρή ιστορία συνθέτει τη μεγαλύτερη ιστορία της χώρας. Λοιπόν… Και μάλιστα, όταν είχα ξεκινήσει εκείνη την εκπομπή με τον μπαρμπα-Δήμο –έτσι έλεγαν αυτόν το γέροντα–, είχα πει χαρακτηριστικά ότι: «Βρισκόμαστε ακριβώς στο μεταίχμιο, ίσα που προλαβαίνουμε να κάνουμε κάποιες καταγραφές». Μου είχε εμπιστευτεί τα τετράδιά που έγραφε, τα οποία τα επέστρεψα μετά στους οικείους του. Και έτσι, έκανα δύο εκπομπές. Η πρώτη εκπομπή τον άφησα, τελείωνε όταν έμεινε, ναυάγησε στον Ατλαντικό, και ξεκίνησα… η δεύτερη θα ήταν η συνέχεια. Επικοινώνησα με του[01:00:00]ς οικείους του για να τους πω ότι θα μεταδίδονταν η δεύτερη εκπομπή και έμαθα ότι ο μπαρμπα-Δήμος είχε φύγει απ’ τη ζωή… Ίσα που πρόλαβα και έκανα αυτές τις καταγραφές! Λοιπόν, που είχε πει διάφορες άλλες ιστορίες, ιστορίες που έδιναν πολλά χαρακτηριστικά από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στα Πιέρια, ας πούμε, στα βουνά, και γενικότερα, στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου, το πώς ζούσε ο κόσμος στα πολύ ορεινά εκείνα χωριά. Υπάρχουν διάφορες τέτοιες καταγραφές, διάφορες εμπειρίες, οι οποίες ήτανε… κατ’ εμέ θα έπρεπε να υπάρχουν σήμερα. Δυστυχώς, έχω κρατήσει, βέβαια, τις εκπομπές, το δικό μου το λόγο στο ραδιόφωνο, όμως αυτές οι εκπομπές χωρίς τα ηχητικά τους ντοκουμέντα δεν έχουν καμία αξία, έχουν λίγη αξία. Αυτό ήτανε που έκανε για μένα το ραδιόφωνο πάρα πολύ χρήσιμο, τέλος πάντων. Αυτή ήταν το ξεκίνημα στο ραδιόφωνο. Στα βραχέα είχα κι άλλες εμπειρίες, οι οποίες είχαν να κάνουν με τον πιο πρόσφατο ξενιτεμό. Την εποχή εκείνη τα αυτοκίνητα, γενικότερα, δεν είχανε σοβαρό εξοπλισμό μέσα στην καμπίνα του οδηγού. Τα περισσότερα απ’ τα αυτοκίνητα δεν είχανε ούτε καν ραδιόφωνο. Είχαν μια υποδοχή, αν θέλει κάποιος να εγκαταστήσει το ραδιόφωνο, οι οποίες υποδοχές ήτανε καλυμμένες με κάποια κομμάτια πλαστικών, τα οποία τα αφαιρούσες και έβαζες το ραδιόφωνο. Παρόλα αυτά, στη Δυτική Γερμανία οι μετανάστες, όπου είχανε και μια πιο οργανωμένη ζωή απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, είχανε στα αυτοκίνητά τους, εκτός απ’ το ραδιόφωνο, εκτός απ’ το κασετόφωνο εκείνης της εποχής, κάποια ογκώδη κασετόφωνα και εκείνα –εκείνη την εποχή μάλιστα υπήρχαν και πικάπ που έβαζαν σαρανταπεντάρη δίσκο μέσα, για να παίξει στο αυτοκίνητο–, είχαν ξεχωριστή συσκευή για να ακούν το πρόγραμμα των βραχέων. Με τους μετανάστες στη Δυτική Γερμανία είχαμε μια πιο άμεση επαφή. Αυτοί είχαν την δυνατότητα να μας τηλεφωνούν, να μιλάμε μαζί τους, αλλά στις εκπομπές μας δίναμε συνήθως και τη διεύθυνση του σταθμού, όπου μας έστελναν ευχετήριες κάρτες για τις γιορτές, τις μεγάλες γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο κτλ. Συνήθως, υπήρχαν, βέβαια, στο πρόγραμμα των βραχέων και εκπομπές όπου μεταφέραμε τα μηνύματά τους, μηνύματα που ήθελαν να στείλουν προς τις οικογένειές τους. Εκείνη την εποχή δεν είχαν και όλα τα σπίτια τηλέφωνο. Μην ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή που για να πάρεις σε αστικό κέντρο, για να πάρεις τηλεφωνική σύνδεση, περίμενες 1 και 1μιση χρόνο, για να εγκριθεί η αίτηση σου, για να γίνει εγκατάσταση του τηλεφώνου. Πόσο μάλλον στα χωριά, που υπήρχε μία τηλεφωνική συσκευή, που εξυπηρετούσε όλο το χωριό, άρα δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν εύκολα με τους δικούς τους. Λοιπόν, έτσι, αυτόν το ρόλο αναλαμβάναμε εμείς από το ραδιόφωνο. Εκεί έζησα άλλες συγκινητικές στιγμές, όπου είχαμε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες τις τακτικές από τους συλλόγους των ξενιτεμένων, σε κάθε πόλη, σε κάθε… στην Ομοσπονδιακή τότε, σε κάθε κρατίδιο της Γερμανίας. Και επίσης, είχαμε τις ευχαριστίες που εξέφραζαν σε εμάς και μέσα απ’ τις κάρτες. Μάλιστα, έχω κρατήσει μία κάρτα, που έχει πάνω, μου είχε βάλει, αν θυμάμαι καλά, 5 μάρκα είχε καρφιτσώσει με το συνδετήρα. 5 μάρκα τότε για την Ελλάδα δεν ήτανε και τόσο ευκαταφρόνητο ποσό! Ήτανε πολύ συγκινητικό! Και όταν πλησίαζαν, βέβαια, οι γιορτές, σε κάποιες εκπομπές θυμάμαι έπρεπε να διαβάσω γύρω στις ογδόντα ευχετήριες κάρτες, οι οποίες απευθύνονταν στους κατοίκους. Εκείνες οι εκπομπές γίνονταν ταυτόχρονα και στα μεσαία και στα βραχέα, ούτως ώστε να μπορούν να ακούν και οι συγγενείς από δω. Οπότε έτσι είχαμε ένα ακόμη πιο μεγαλύτερο και διευρυμένο ακροατήριο. Εκτός απ’ τους ξενιτεμένους που μας άκουγαν στην ξενιτιά, στο εξωτερικό, είχαμε και τους συγγενείς τους, που ήταν στην Ελλάδα. Αλλά το γεγονός ότι, όταν εκπέμπαμε εδώ, υπήρχε μεγάλη διαφορά ώρας σε μερικές χώρες με τις οποίες μιλούσαμε, στις οποίες ακουγόμασταν. Για παράδειγμα, όταν αργότερα έκανα εκπομπές και στα μεσαία και στα FM, ήμουν αρχισυντάκτης και δημιουργός της βραδινής ζώνης, έκανα μία εκπομπή, η οποία… είχα έναν ακροατή μάλλον –η εκπομπή έβγαινε η ώρα 8 το βράδυ από μας–, εργάζονταν στη Νέα Ζηλανδία, ήταν νυχτοφύλακας, τέλειωνε η βάρδια του. Ενώ έπρεπε να πάει να κοιμηθεί, αυτός περίμενε να ακούσει την εκπομπή. Η ώρα 10:00 άρχιζε η εκπομπή για εκείνον στη Νέα Ζηλανδία, είχαμε 12 ώρες διαφορά. Και άκουγε την εκπομπή και μετά έπεφτε για ύπνο. Οπότε εκεί καταλάβαινες και το ποιος ήταν ο δικός μου ο ρόλος ως δημοσιογράφος. Σ’ αυτό θα αναφερθούμε πάλι στη συνέχεια, για να σας δώσω και τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν η δημοσιογραφία, το πώς βλέπαμε τη δημοσιογραφία εκείνη την εποχή. Οπότε ο τίτλος της εκπομπής εκείνης ήταν ακριβώς, για να δείξουμε τη μεγάλη απόσταση, τη δείχναμε μέσα από τη διαφορά ώρας, φαινότανε, εντάξει; Και ο τίτλος της εκπομπής ήταν: «Σ’ εμάς εδώ η ώρα είναι 8:00». Οπότε έτσι είχαμε αυτή την επαφή με τους ξενιτεμένους… Αλλά θα αναφερθώ σε μία ιστορία, η οποία ξεφεύγει, είναι πραγματικά πρωτότυπη, δε νομίζω να έχει συμβεί πουθενά αλλού ή να έχει κάποιος άλλος αυτήν την εμπειρία! Ανάμεσα στους ακροατές των βραχέων είχα και έναν ακροατή, έναν Έλληνα, ο οποίος ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Μασσαλίας. Αυτός ο συμπατριώτης μας, ο οποίος δεν είχε και τόσο χρηστή ζωή στο εξωτερικό, από την άποψη ήταν ένα κλεφτρόνι, τον αναζητούσε για πολλά χρόνια η γαλλική αστυνομία, τον αποκαλούσαν ως «Φαντομά», γιατί αυτός ο άνθρωπος πηδούσε από μεγάλο ύψος, από ορόφους, ας πούμε, στο έδαφος και το έβαζε στα πόδια και έτρεχε, που κάποιος άλλος θα τραυματίζονταν οπωσδήποτε. Αφού, όταν τον έπιασαν, απ’ ό,τι μου έλεγε μετά ο ίδιος –όταν ήρθε στην Ελλάδα, όταν αποφυλακίστηκε, ήρθε και με βρήκε–, τον εξέτασαν, τον πήγαν, έβγαζαν ακτινογραφίες στα γόνατά του για το πώς άντεχε να πέφτει από τέτοιο ύψος. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος, ο οποίος, δείχνοντάς μου αργότερα και φωτογραφίες απ’ το γαλλικό Τύπο για το πώς αντιμετώπιζαν τη σύλληψή του οι δημοσιογράφοι στην Γαλλία, έδειχναν έναν «θησαυρό του Αλή Μπαμπά», που βρέθηκε να έχει στην –έτσι ακριβώς τον χαρακτήριζαν–, που είχε στην κατοχή του. [01:10:00]Αλλά μου έκανε… το ξεχωριστό για μένα ήταν ποιο; Ότι αυτός ο άνθρωπος έστελνε στο σταθμό, στο ραδιόφωνό μας, έστελνε χρυσαφικά απ’ τα κλοπιμαία του, προκειμένου να τα πουλήσει ο σταθμός και με τα χρήματα που θα πάρει από την πώληση των χρυσαφικών να αγοράσει έναν μεγαλύτερο πομπό, για να ακούγεται πιο καθαρά η φωνή στο εξωτερικό. Γιατί θα πρέπει να πούμε ότι η εκπομπή στα βραχέα κύματα είχε αυτό το μειονέκτημα: ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, πολλές φορές είχε πάρα πολλά παράσιτα ή εμφανίζονταν και χάνονταν η φωνή. Λοιπόν… Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, ένα κλεφτρόνι, ένα άτομο το οποίο δεν έζησε και τη ζωή του και τόσο νόμιμα, προκειμένου να ακούει τη φωνή της πατρίδας, έστειλε τα χρήματα. Και πίστευε δηλαδή ότι μπορεί το ελληνικό Δημόσιο να εκποιεί κλοπιμαία για να πάρει έναν πομπό! Είναι ένα κλασικό δείγμα για το ποια ήταν η λαχτάρα των ξένων να ακούει τη φωνή της Ελλάδας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Μια μέρα, τελειώνοντας την εκπομπή ήρθε και με βρήκε μία Γαλλοπολωνέζα, η Έβελιν Βρεζίνσκι. Ήταν μία βιολόγος, ζούσε στο Παρίσι, είχε μάθει τα ελληνικά και έκαναν εκεί, στο Παρίσι έκαναν εκπομπές. Τους είχε παραχωρήσει ώρα η αρμενική κοινότητα, στο ραδιόφωνο, το αρμενικό ραδιόφωνο τούς είχαν παραχωρήσει ώρα για να κάνουν εκπομπή στα ελληνικά. Και η Έβελιν έκανε εκπομπή –και τότε άκουσα για πρώτη φορά– με το Νίκο Αλιάγα… Λοιπόν, πρέπει να έχω μία απ’ αυτές τις εκπομπές που μου είχε στείλει ως δείγμα η Έβελιν. Και ερχόταν κάθε καλοκαίρι, όταν επισκέπτονταν την Ελλάδα, ερχόταν και βρισκόμασταν με την Έβελιν. Και αυτό δείχνει άλλη μία… είχαμε και ένα feedback για το τι κάνουν οι Έλληνες εκεί, εκπομπή, για παράδειγμα, που έκανε ο Νίκος ο Αλιάγας μαζί της. Ήταν μεγάλη εμπειρία το ραδιόφωνο των βραχέων. Με τα χρόνια, βέβαια, αποκτώντας μεγάλη εμπειρία πλέον στο ραδιόφωνο, κάποια στιγμή πέρασα στη σύνταξη των ειδήσεων και από κει και μετά έγινα αρχισυντάκτης στο Κρατικό Ραδιόφωνο. Η συνολική μου παρουσία στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ3 ήτανε γύρω στα 19 χρόνια. Ως αρχισυντάκτης, έκανα την απογευματινή ενημερωτική εκπομπή, μία εκπομπή η οποία πάντοτε ξεκινούσε με ένα σχόλιο, πολιτικό σχόλιο, το οποίο δεν ασχολούνταν… Μέσα απ’ το πρόγραμμα των βραχέων είχα δει και ένιωσα για το πόσο έντονες ήταν οι πολιτικές αντιπαλότητες των Ελλήνων στο εξωτερικό, ίσως πιο έντονες και από αυτές που επικρατούσαν μέσα στη χώρα μας. Θέλοντας να μην τροφοδοτώ τέτοιου είδους αντιπαλότητες, δεν αναφερόμουν στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα. Το σχόλιο πάντοτε αφορούσε θέματα που έχουν σχέση με τις γειτονικές χώρες ή με χώρες που επηρεάζουν άμεσα την Ελλάδα, την ιστορία και τα τεκταινόμενα στη χώρα μας. Έτσι, συνήθως… και ο λόγος μου πάντοτε ξεκινούσε –γιατί ξέροντας ότι απευθύνομαι, ξέροντας και το ακροατήριο ότι ήταν μιας μεγαλύτερης, μάλλον μέσης ηλικίας και πάνω, του Κρατικού Ραδιοφώνου, γιατί στο μεταξύ είχε έρθει και η ιδιωτική ραδιοφωνία–, ήθελα να δίνω πάντοτε μία αισιόδοξη νότα. Αυτό είναι η γενικότερη η δική μου η θεώρηση γύρω απ’ τη δημοσιογραφία. Είδηση δεν αποτελεί μόνο το πρόβλημα. Γύρω μας συμβαίνουν ένα σωρό ωραία πράγματα, για τα οποία δε μιλάει κανείς, ντάξει; Υπάρχουν τόσες αιτίες γύρω μας για να χαμογελάμε. Και όμως, αυτές δεν παρουσιάζονται πλέον σήμερα από τα μέσα. Έτσι, εγώ πάντοτε ξεκινούσα την εκπομπή μου δίνοντας μια αισιόδοξη νότα. Δίνοντας την εικόνα, το πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Συνήθως είχαμε τον καταγάλανο ουρανό, είχαμε τη λιακάδα, είχαμε μια μέρα η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει με ένα τραγούδι που σου έδινε κάτι διαφορετικό, που θα μπορούσες στη συνέχεια να σου κολλήσει η μελωδία και να τη σφυρίζεις, να την τραγουδάς κι εσύ. Και αυτό μού είχε φέρει μια άλλη εμπειρία, μία έκπληξη για μένα. Όταν σε μία κοινωνική εκδήλωση, με πλησιάζει ένας –μιλούσα με κάποιους δύο, οι οποίοι βρίσκονταν στην εκδήλωση αυτή, σε ένα μικρό πηγαδάκι– και με πλησιάζει ένας νεαρός και μου λέει: «Είσαι ο Βασίλης Σολιόπουλος;». Λέω: «Ναι», λέω, «αλλά δε σας γνωρίζω». Μου λέει: «Εγώ, όμως, σας γνωρίζω πάρα πολύ καλά». Τον ρώτησα και μου είπε επίσης ότι εγώ ήμουν η αιτία ότι τέλειωσε το διδακτορικό του μέσα σε 1 χρόνο στο Λονδίνο. Τον ρώτησα πώς ακριβώς συνέβη αυτό και μου είπε συγκεκριμένα, λέει: «Κάθε μέρα, όταν καθόμουν να διαβάσω, είχα μπροστά μου έναν τοίχο, έναν πίνακα ουσιαστικά, στον οποίο καρφίτσωνα τις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας. Αριστερά μου είχα ένα παράθυρο, που όταν δεν έβρεχε, είχε ομίχλη κι όταν δεν είχε ομίχλη, έβρεχε. Και άκουγα, άνοιγα το ραδιόφωνο και άκουγα: «Σ’ εμάς εδώ η ώρα είναι 8:00… Εμείς σήμερα είχαμε τη λιακάδα, είχαμε αυτό… Στην πατρίδα μας είναι αυτό, συμβαίνει αυτό, συμβαίνει το άλλο» και: «Ήθελα», λέει, «να τελειώσω να γυρίσω πίσω». Λοιπόν… Αυτό μου έδωσε άλλο ένα κίνητρο και με έκανε να συνειδητοποιήσω ποια είναι η απήχηση του δημοσιογραφικού λόγου. Ήξερα πάντοτε –στην εποχή μας, τουλάχιστον–, αυτό το προσέχαμε πάρα πολύ, ότι: «Ναι, είμαστε οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης». Αλλά τόσο πολύ να επηρεάζουμε τον κόσμο, δεν μπορούσαμε… Αυτό ήταν ένα χειροπιαστό παράδειγμα του τι ακριβώς μπορούσαμε να κάνουμε. Γι’ αυτό από τότε και μετά έλεγα στους συνεργάτες που ήμασταν μαζί στην εκπομπή: «Θα πρέπει να σεβόμαστε τον ακροατή». Πολλές φορές, που μερικοί συνεργάτες μου προέρχονταν από τα ιδιωτικά ραδιόφωνα, που δεν είχαν τέτοιου είδους ευαισθησίες –επίσης, το ιδιωτικό ραδιόφωνο δεν τους είχε δημιουργήσει την αίσθηση ότι: «Ξέρεις κάτι; Ο άλλος πληρώνει για να μ’ ακούσει εμένα στην ΕΡΤ, το Κρατικό Ραδιόφωνο. Άρα αυτό θα πρέπει να το σεβαστούμε»– και τους έλεγα: «Δε θα μπει ποτέ κανένας μες στο στούντιο, αν δεν έχει ένα κείμενο γραμμένο μπροστά, γιατί οποιαδήποτε ανασφάλεια βγαίνει, γίνεται αισθητή έξω στον ακροατή. Αλλά πάνω απ’ όλα, αυτόν τον ακροατή τον σεβόμαστε. Είτε συμφωνεί μαζί μας είτε όχι, εμείς θα πρέπει να του δείξουμε το σεβασμό μας». Γιατί; Εντέλει, σε τελική ανάλυση, υπάρχουμε γιατί υπάρχει αυτός. Αν δεν υπήρχε αυτός ο ακροατής, δε θα είχαμε ούτε το ραδιόφωνο ούτε θα ήμασταν σ’ αυτή τη θέση. Και είναι πάρα πολύ σημαντικό πράγμα το να απευθύνεσαι ταυτόχρονα σε χιλιάδες ανθρώπους, ενώ ένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να εκφέρει την αντίρρησή του γι’ αυτά που λες… Και χαρακτηριστικό πάνω σε αυτό ήτανε, πολλές φορές τύχαινε οι ακροατές, τελειώνοντας μία εκπομπή, να θέλουνε να πουν τις αντιρρήσεις τους ή να[01:20:00] κάνουν κάποιες παρατηρήσεις. Και θα το αναφέρω αυτό για να δείξουμε και το πώς μπορεί να επηρεάσει το ραδιόφωνο και τη σκέψη κάποιου. Είχε γίνει ένα ατύχημα σε μια εταιρεία πετρελαίων κάτω στην Αθήνα, σε ένα διυλιστήριο. Δύο εργάτες, οι οποίοι έκαναν κάποιες εργασίες ηλεκτροσυγκόλλησης, έβαλαν φωτιά και έπαθαν εγκαύματα μεγάλης έκτασης. Οι άνθρωποι κινδύνεψαν, αν θυμάμαι καλά, ο ένας απ’ τους δύο έχασε και τη ζωή του. Και έτσι, έμενε ένας ο οποίος νοσηλεύονταν για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Οπότε ένα βράδυ μού τηλεφώνησε ένας ακροατής και μου είπε: «Κύριε Σολιόπουλε, σας ευχαριστούμε πολύ. Μας ενημερώσατε γι’ αυτό το θέμα, για το άλλο το θέμα, για το παράλλο θέμα. Αλλά δε μας είπατε τίποτα για τον εργάτη της τάδε εταιρείας, το ποια είναι η εξέλιξη». Και του εξήγησα ότι αφού πέρασαν ήδη 4 εβδομάδες απ’ το ατύχημα εκείνο, ο άνθρωπος εξακολουθούσε να κινδυνεύει. Το ότι, αν του έλεγα ότι αυτός είναι καλά ή κινδυνεύει ακόμα, δεν είχα να προσθέσω κάτι στη σοφία αυτού του ακροατή. Και επίσης, του εξήγησα ότι μία τέτοια αναφορά ουσιαστικά ξύνει τις πληγές των οικείων του κτλ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Και επίσης, τον διαβεβαίωσα ότι το γεγονός ότι δεν είχα αυτή την είδηση ήτανε μία συνειδητή επιλογή: «Αν θέλετε μία άλλη αντιμετώπιση των πραγμάτων, αν θέλετε εκπομπές που να πουλούν δάκρυ και αίμα, θα τα αναζητήσετε σε άλλα ραδιόφωνα, όχι στο Κρατικό». Και αυτός ο άνθρωπος στο τέλος γύρισε και μου είπε: «Κύριε Σολιόπουλε, σας ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί μου δείξατε έναν άλλον τρόπο σκέψης». Ντάξει… Αυτά είναι κάποιες εμπειρίες που έρχονται, μας δίνουν τη δυνατότητα να κρίνουμε τι ακριβώς συμβαίνει και με τον τρόπο της σημερινής ενημέρωσης, δηλαδή βάζει ένα μέτρο σύγκρισης μερικών πραγμάτων. Έτσι, τώρα γενικότερα, η ιστορία στο ραδιόφωνο και όλη αυτή η πορεία είναι μοναδική. Το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο γοητευτικό, είναι ένα μέσο το οποίο σε συναρπάζει. Δεν έχει καμία σχέση, διαφέρει ριζικά από την τηλεόραση. Άσχετα αν η τηλεόραση 00:35:00 κατά κάποιον τρόπο έχει παραγκωνίσει το ραδιόφωνο… Κάποιοι προτιμούν την ενημέρωση απ’ την τηλεόραση ή προτιμούν να βλέπουν τηλεόραση ή δεν ακούν ραδιόφωνο, τουλάχιστον δεν ακούν όσο παλιότερα. Αλλά είναι γοητευτικό, γιατί σου αφήνει, σου δημιουργεί… εξάπτει τη φαντασία σου και σου δίνει την ευκαιρία να κριτικάρεις, να χωνέψεις αυτό που ακούς. Ναι, η εικόνα σε συμπαρασύρει, με αποτέλεσμα η εικόνα να αποδυναμώνει τον λόγο. Το κύριο εργαλείο του ραδιοφώνου είναι ο λόγος, αυτός είναι που κυριαρχεί. Όπως ο λόγος είναι και το βασικό εργαλείο, το βασικό μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Άρα εκεί μέσα είναι το πολύ σημαντικότερο, ας πούμε. Και αφενός μεν μπορεί και  το ραδιόφωνο καλλιεργεί τη γλώσσα, ενώ σε αντίθεση η τηλεόραση, αν δούμε και μερικές διαφημίσεις, τη γλώσσα.. περιορίζει αρκετά, τον τρόπο έκφρασης ή φέρνει και καθιερώνει κάποιες εκφράσεις, οι οποίες δε θα έπρεπε να είμαστε και τόσο υπερήφανοι γι’ αυτές. Γι’ αυτό το λόγο το ραδιόφωνο έπαιξε και εξακολουθεί να παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Στο αυτοκίνητό μου ακούω μόνο εκπομπές λόγου. Αν θέλω να ακούσω μουσική, τη βρίσκεις πάρα πολύ εύκολα, μπορείς να βάλεις ένα CD, ένα κάτι, το οτιδήποτε, όμως ο λόγος είναι αυτό που μου έμεινε από την δημοσιογραφική μου πορεία, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει ακόμη μία αναζήτηση στον τρόπο σκέψης, κριτήρια… Προσπαθώ μέσα απ’ αυτά να βρω τις αιτίες για το πώς ερμηνεύονται μερικά πράγματα που ήδη ζούμε, γιατί πάντοτε ένα + ένα μυαλά δεν κάνουν δύο μυαλά. Κάνουν τρία, πέντε, πολλαπλασιάζεται όλο αυτό, οπότε μία κουβέντα και μόνο μπορεί να σου δώσει ερέθισμα για να κάνεις χίλιες δυο άλλες σκέψεις. Αυτά όσον αφορά το ραδιόφωνο.

Β.Σ.:

Αλλά το ραδιόφωνο κάποια στιγμή ήταν στη ζωή μου παράλληλα με μία άλλη αγάπη που είχα αναπτύξει: ήτανε η σχέση μου με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ο πρώτος ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο προσωπικός υπολογιστής –αυτό που λέμε μετά PC, τα Personal Computers– που ήρθε στη Θεσσαλονίκη ήταν ο δικός μου. Τον είχαμε πάρει μαζί με τον αδελφό μου. Ακριβές αγορές για εκείνη την εποχή, πάρα πολύ ακριβές. Αυτό ήτανε… μπήκα στον κόσμο της Πληροφορικής, όπου έζησα όλες τις εξελίξεις της Πληροφορικής, γιατί προγραμματίζαμε για να μπούμε, να ανοίξει ο υπολογιστής, ανοίγαμε δικό μας πρόγραμμα. Ο υπολογιστής, ο οποίος λειτουργούσε συνήθως με δύο δίσκους, ο ένας ήταν το λειτουργικό σύστημα κι ο άλλος ήταν το αποθηκευτικό μέσο, με πολύ περιορισμένες δυνατότητες, αλλά για εκείνη την εποχή μάς έδινε πολύ μεγάλες, άλλες… μας άνοιγε άλλους ορίζοντες. Ο υπολογιστής ήρθε σε συνέχεια της προηγούμενης εμπειρίας από την εξέλιξη της επικοινωνίας, που ήτανε… αρχικά, στη δημοσιογραφία χρησιμοποιούσαμε τα telex για να στέλνουμε τις ειδήσεις ή και να παίρνουμε ειδήσεις. Το telex τι ήταν; Μία συσκευή, μια γραφομηχανή μεγάλη, σε μέγεθος μιας μεσαίας τηλεόρασης παλιού τύπου, με ένα πληκτρολόγιο, το οποίο έγραφε μόνο με κεφαλαία γράμματα, δεν είχε στοιχεία γραμματοσειράς πεζών γραμμάτων. Και είχες τη δυνατότητα να πληκτρολογήσεις το κείμενό σου και να το αποθηκεύσεις. Δεν είχε αποθηκευτικό μέσο παρά μία χαρτοταινία, η οποία… το κάθε κουμπί που πατούσες δημιουργούσε συγκεκριμένη διάτρηση πάνω στη χαρτοταινία και έτσι, αποτυπώνονταν το κείμενο όλο σε μία κορδέλα χάρτινη. Στο τέλος… γιατί γινόταν αυτό; Η επικοινωνία στα πρώτα χρόνια γινόταν με το λεπτό και με τα δευτερόλεπτα το κόστος, διαμορφώνονταν το κόστος του τηλεφώνου. Οπότε, για να μην υπάρχουν πολλά έξοδα επικοινωνίας, έπρεπε να συντομευθεί η αποστολή. Έτσι, βάζαμε σε μία ειδική υποδοχή του telex, βάζαμε αυτήν τη χαρτοταινία και αφού καλούσαμε –καντράν, όπως του τηλεφώνου– τον αριθμό του telex που θέλαμε εμείς να στείλουμε το κείμενο αυτό, πατούσαμε το κουμπάκι και διάβαζε σε γρήγορους ρυθμούς, διάβαζε το κείμενο και το ‘στελνε στον παραλήπτη. Αυτή ήτανε για μας ο ασφαλέστερος τρόπος στο να στείλουμε ένα κείμενο. Λοιπόν, αυτός ο τρόπος ήταν ο ασφαλέστερος, για[01:30:00]τί δεν εμπιστευόμασταν ούτε και το τηλέφωνο, γιατί συνήθως στο τηλέφωνο δεν είχες την δυνατότητα του να έχεις αντίγραφο απ’ αυτό που έστειλες. Λοιπόν, οπότε προφορικός λόγος, έφυγε, πάει. Οπότε χρησιμοποιούσαμε το telex. Αργότερα ήρθε στη ζωή μας το fax, το οποίο, αν και λάτρης της σύγχρονης τεχνολογίας, ομολογώ ότι κι εγώ κάποια στιγμή το αντιμετώπισα σαν έναν νέο δαίμονα. Δεν το εμπιστευόμασταν καθόλου: «Τι θέλουν τώρα να μας πουν; Είναι δυνατόν αυτό;». Το fax έπαιρνε, μπορούσες να στείλεις, και χειρόγραφο, δεν ήταν ανάγκη να το δαχτυλογραφήσεις το κείμενό σου κτλ., όμως, επειδή οι πρώτες συσκευές δεν ήταν και τόσο εξελιγμένες, πολλές φορές μασούσαν το χαρτί ή μπλοκάριζε το χαρτί κι έτσι έβγαινε μία γραμμή και έπρεπε να επαναλάβουμε μία αποστολή δύο και τρεις φορές. Οπότε λέγαμε: «Τι το θέλουμε αυτό; Μια χαρά ήμασταν με το telex!». Μετά ήρθαν οι υπολογιστές, οπότε ήταν κάτι τελείως διαφορετικό και ήτανε η συνέχεια πλέον στο να μπορούμε να διαμορφώνουμε ένα κείμενο. Μπορούσαμε να γράψουμε ένα κείμενο, μετά να ξαναγυρίσουμε στο ίδιο κείμενο και να κάνουμε διορθώσεις, ενώ η γραφομηχανή και το telex δε μας έδιναν αυτή τη δυνατότητα: έπρεπε να το ξαναγράψουμε, αν θέλαμε να έχει το κείμενο μία κόσμια μορφή, έπρεπε να το ξαναγράψουμε απ’ την αρχή. Ο υπολογιστής μάς έδωσε αυτό το –αρχικά– αυτή τη δυνατότητα. Αμέσως μετά μας έδωσε τη δυνατότητα, πέρα απ’ το να κάνουμε την επεξεργασία του κειμένου κτλ., μας έδωσε τη δυνατότητα να σχεδιάζουμε και τα έντυπα. Εκεί πλέον ήρθε πολύ πιο κοντά στο δικό μου το… αυτό και ήταν πολύ πιο χρήσιμη για μένα αυτή η τεχνολογία. Αν σκεφτείς ότι η πρώτη εφημερίδα που είχα γράψει και είχα σχεδιάσει εγώ, ήταν μία εφημερίδα για το Σύλλογο των Οδηγών Διεθνών Μεταφορών, των Φορτηγών TIR, που εκείνη την εποχή ταξίδευαν μέχρι την Περσία, έφταναν οι οδηγοί, οι ελληνικές νταλίκες, λοιπόν… αυτή, λοιπόν, η –να σκεφτείτε ότι και ένας νταλικέρης μού έφερε βενζίνη απ’ τη Σαουδική Αραβία. Το φορτηγό του είχε δύο ρεζερβουάρ καυσίμων, το ένα το απομόνωσε απ’ το άλλο και μου έφερε ένα βαρέλι βενζίνη εκείνη την εποχή–, λοιπόν, η πρώτη εφημερίδα, λοιπόν, την είχα στήσει πάνω στο μάρμαρο με λινοτυπική μηχανή. Ήδη ήταν η τελευταία… Οι λινοτυπικές μηχανές, όταν ξεκίνησα εγώ στη δημοσιογραφία, ήτανε το κύριο εργαλείο στη στοιχειοθεσία στην τυπογραφία, 00:45:00 γιατί ό,τι έγραφες τυπώνονταν πάνω σε μέταλλο, χύνονταν σε μέταλλο, με αποτέλεσμα η κάθε σειρά που διαβάζαμε στην εφημερίδα ήτανε μία πλάκα που είχε στοιχεία διαδοχικά. Αυτές οι μηχανές, οι οποίες ήτανε αρκετά ογκώδεις, είχανε μια μεγάλη κάσα, η οποία θα πρέπει να την σκεφτούμε κάτι περισσότερο, μεγαλύτερο από ένα ταψί, και σε μήκος και σε πάχος, όπου εκεί μέσα υπήρχανε τα στοιχεία. Ήτανε τα γράμματα τα οποία αποτύπωναν, έγραφαν πάνω στον τσίγκο. Και αυτό ήταν το μεταλλικό. Αυτές τις μεταλλικές τις αράδες πάνω σε ένα μάρμαρο τις βάζαμε, δένοντάς τες γύρω-γύρω με το σχοινί, και σου έδινε αυτό το μηχάνημα τη δυνατότητα να καθορίσεις το μήκος της αράδας, άρα να κάνεις ένα κείμενο, να το κάνεις δίστηλο, τρίστηλο ή μονόστηλο, που λέμε στη γλώσσα μας. Αυτές οι μηχανές ήτανε και αρκετά ανθυγιεινές, γιατί είχαν ένα σημείο που έλιωναν τον τσίγκο. Εκεί υπήρχαν αναθυμιάσεις, το λεγόμενο «διμόνιο», το οποίο δημιουργούσε πολλά προβλήματα αναπνευστικά στους χειριστές. Οι δε χειριστές ήτανε οι λόγιοι, ήταν οι σοφοί, θα λέγαμε, μιας –οι λινοτύπες–, οι σοφοί μιας εφημερίδας, γιατί όλα τα κείμενα, τα πάντα, ό,τι και να συνέβαινε, περνούσαν απ’ τα δικά τους τα χέρια. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να διαβάσουν και τον πιο κακό γραφικό χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα λειτουργούσαν με έναν τρόπο –έλεγες: «Πότε θα βγει αυτή η εφημερίδα;»–, έμοιαζαν με –πώς να σας το πω;– περισσότερο με έναν μαέστρο, που κινεί τα χέρια του. Αυτοί, συνήθως με ένα-δυο δάχτυλα, τα οποία πλανούνταν απ’ το ένα πλήκτρο πάνω στο άλλο, με έναν ρυθμό όχι πολύ γρήγορο, αλλά πάντοτε σταθερό, και έλεγες: «Είναι δυνατόν; Θα τελειώσει αυτό το κείμενο; Πότε;». Και άκουγες από δίπλα, όμως, που έβγαινε η κάθε αράδα: τακ-τακ, έπεφταν τόσο γρήγορα και έλεγες: «Είναι δυνατόν; Αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο ήρεμος! Αυτός ο άνθρωπος δεν αγχώνεται από τίποτα!». Και ταυτόχρονα, εκεί που έγραφε, μιλούσε και απευθύνονταν και στον άλλον. Λειτουργούσαν τόσο πολύ μηχανικά, αλλά ταυτόχρονα αφομοίωναν και όλη τη γνώση που τους έδινε το κείμενο, που μπορούσαν και δαχτυλογραφούσαν. Λοιπόν…

Λ.Λ.:

Πώς λεγόταν η εφημερίδα;

Β.Σ.:

Η εφημερίδα ήτανε: Τα Νέα των Οδηγών ΤΙΡ. Αυτός ήταν ο τίτλος εκείνης της εφημερίδας. Και ξεκίνησε εκείνη η εφημερίδα, που έγινε στο μάρμαρο, όπου, αφού σχεδίαζες τη σελίδα, υπήρχε κι ένας κύλινδρος με μελάνι, που περνούσες πάνω στα γράμματα… Τα γράμματα αυτά ήτανε αρνητικά, δηλαδή αντίστροφα, για να μπορέσεις να τα διαβάσεις κανονικά, έπρεπε να τα διαβάσεις σε καθρέφτη. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν και διάβαζαν το κείμενο αυτό. Εγώ ομολογώ ότι, επειδή έβγαζα μόνο αυτή την εφημερίδα, δεν είχα αυτή τη δυνατότητα, δεν πρόλαβα να τ’ αναπτύξω αυτήν την ικανότητα. Έτσι, μ’ έναν κύλινδρο περνούσαμε με μαύρο μελάνι πάνω στη σελίδα που σχεδιάζαμε και αμέσως μετά βρέχαμε ένα φύλλο χαρτιού, όσο ήταν το μέγεθος της σελίδας, το βρέχαμε για να μην κολλήσει επάνω στο μελάνι, γιατί το τυπογραφικό μελάνι γίνεται με βάση το ρετσίνι. Λοιπόν, οπότε εκεί πάνω μετά, με έναν άλλον καθαρό κύλινδρο το πιέζαμε και παίρναμε τις διορθώσεις, μία ολόκληρη σελίδα, πάνω στην οποία θα κάναμε τις διορθώσεις. Και έτσι, ξέραμε σε ποια αράδα θα πετάξουμε και τι… να την αντικαταστήσουμε με καινούριο, ας πούμε. Έτσι γίνονταν η διόρθωση. Μετά αυτή η τεχνολογία αντικαταστάθηκε από μία άλλη τεχνολογία, τη φωτοσύνθεση. Η φωτοσύνθεση τι ήταν; Ήταν ένα μηχάνημα, όπου οι χαρακτήρες των γραμμάτων ήταν χαραγμένοι, σχεδιασμένοι πάνω σε γυαλί. Περνούσε το φως μέσα απ’ αυτό και αποτυπώνονταν πάνω σε φωτογραφικό χαρτί. Ποια ήταν η διαφορά και το πλεονέκτημα της φωτοστοιχειοθεσίας –η λεγόμενη φωτοσύνθεση–, της φωτοστοιχειοθεσίας με τη λινοτυπική μηχανή; Η φωτοστοιχειοθεσία είχε τη δυνατότητα το ίδιο κείμενο να μεγαλώσει το μέγεθος των χαρακτήρων, των γραμμάτων. Δηλαδή τα δεκαράκια γράμματα να στα κάνει δωδεκάρια, δεκατεσσάρια. Ενώ, για να κάνεις κάτι αντίστοιχο στη λινοτυπική μηχανή, θα έπρεπε να αλλάξεις αυτήν την κάσα με τα στοιχεία, που σας έλεγα προηγουμένως, που είχε ένα μήκος μεγαλύτερο, που έμοιαζε με ταψί, αλλά με μεγάλο πάχος. Έτσι, αυτό το φωτογραφικό χαρτί το έκοβαν μετά, το έστηναν πάνω πάλι σε χαρτί… τη σελίδα, την οποία την αντέγραφαν μετά στον τσίγκο του τυπογραφείου, όπου θα τυπώνονταν. Λοιπόν, οπότε αυτή ήταν η αλληλουχία όσον αφορά τη σχέση της δημοσιογραφίας με την τυπογραφία. Οι υπολογιστές, όμως, μας έδωσαν τη δυνατότητα πλέον να σχεδιά[01:40:00]ζουμε το έντυπο κατευθείαν στην οθόνη μας. Πέρα από τη δυνατότητα που μας έδωσαν στο να επεξεργαζόμαστε το κείμενο και τη δυνατότητα της άμεσης διόρθωσης, χωρίς να χρειαστεί να ξαναγράψουμε, μας έδωσαν –αργότερα, βέβαια, αρκετά αργότερα–, αρχικά μας έδωσαν τη δυνατότητα του συλλαβισμού, που δεν είχαμε τη δυνατότητα τότε, παλιότερα, να κάνεις το συλλαβισμό μιας λέξης ή όταν έκανες ένα βιβλίο κτλ. Αλλά μετά μας έδωσαν και τη δυνατότητα… το να επιλέγουμε διάφορες γραμματοσειρές, να βάζουμε εικόνες και αποτυπώνοντας το αρχείο μας… μάλλον αντιγράφοντας το αρχείο μας σε ένα μέσο μεταφοράς, είτε σε σκληρό δίσκο είτε σε CD ή DVD, οτιδήποτε, πηγαίναμε στο εργαστήριο που έκανε τους αποχρωματισμούς, για να ετοιμάσουμε τα φιλμς, να τυπωθεί μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό. Όλη αυτή τη διαδικασία την έζησα βήμα προς βήμα: Τις πρώτες επικοινωνίες που γίνονταν με ένα μόντεμ. Το μόντεμ εκείνης της εποχής ήταν μία συσκευή που θα μπορούσε να υποδεχτεί, που υποδέχονταν, ουσιαστικά, το ακουστικό ενός τηλεφώνου. Υπήρχαν δύο κυκλικά λάστιχα, τα οποία απομόνωναν τους εξωτερικούς ήχους και έτσι, επικοινωνούσαν δύο υπολογιστές. Αρχικά, είχαμε το πρόβλημα της αποθήκευσης. Ο πρώτος σκληρός δίσκος που αγοράσαμε είχε το μέγεθος σχεδόν ενός σύγχρονου υπολογιστή, πολύ μεγάλο, δηλαδή θα πρέπει να σκεφτούμε ένα λάπτοπ, τόσο περίπου, με πολύ μεγαλύτερο πάχος και είχε χωρητικότητα 10 MB. Εκείνη την εποχή λέγαμε ότι: «Αυτό το πράγμα δε γεμίζει ποτέ». Λοιπόν, έτσι ήτανε… Κι όμως, αργότερα είδαμε ότι αυτό γεμίζει. Αργότερα μας δόθηκε η ευκαιρία μέσα από τους υπολογιστές να επεξεργαζόμαστε και την εικόνα, ντάξει… Για να φτάσουμε αυτό, στο σημερινό πλέον, όπου μέσα απ’ το κινητό τα κάνεις πλέον όλα αυτά. Και δεν είναι μόνο αυτό, το κινητό πλέον έχει γίνει και προσωπικός γραμματέας, υπαγορεύεις και γράφει. Κάτι που εμείς, τουλάχιστον, παλιότερα στο ραδιόφωνο, στο τμήμα ειδήσεων, είχαμε δακτυλογράφους, οι οποίοι υπαγορεύαμε τις ειδήσεις και εκείνες τις δακτυλογραφούσαν. Αυτές ήταν οι γενικότερες, έτσι, εμπειρίες μου απ’ το χώρο της δημοσιογραφίας. Βέβαια, σε όλα αυτά τα χρόνια ήτανε πάρα πολλές, και θετικές και αρνητικές… Τα αρνητικά ήτανε οι εμπειρίες που αναγκαζόμασταν πολλές φορές να ζήσουμε μέσα απ’ το αστυνομικό ρεπορτάζ και να δούμε εικόνες, οι οποίες δεν μπορείς ποτέ να –αν και υπήρχε η διαστροφή του επαγγέλματος, που μερικά πράγματα μπορούσες να τα συνηθίσεις, που επαναλαμβάνονταν–, μερικές όμως εικόνες δεν μπορείς να τις συνηθίσεις ποτέ! Ζήσαμε και τέτοιου είδους καταστάσεις. Όμως, στο τέλος όλων αυτών, μέσα από τη δημοσιογραφική εμπειρία τόσων χρόνων, το ταμείο που κάνω είναι θετικό. Κλείνοντας ταμείο, είναι θετικό! Μου ‘χει διευρύνει τον τρόπο της σκέψης, μου έχει καθορίσει τη ζωή μου πραγματικά, τη στάση μου απέναντι στη ζωή γενικότερα. Γι’ αυτό λέω ότι η δημοσιογραφία είναι ένα καταπληκτικό επάγγελμα, αλλά ταυτόχρονα αυτό με κάνει και σήμερα να θλίβομαι, γιατί βλέπω πως στο χώρο μας αφενός μεν δεν υπάρχει… όχι αξιοκρατία, κάποιοι δε σκέφτονται εύκολα για το τι ακριβώς κάνουν. Ίσως μπορεί και να το σκέφτονται, αλλά εμείς αυτό που φροντίζαμε είναι πώς θα είμαστε χρήσιμοι στον κόσμο. Εδώ τώρα αυτό δε θα το έλεγα έτσι. Και αν σκεφτείς ότι βασική ιδέα της δημοσιογραφίας ή ο βασικός σκοπός, ρόλος της δημοσιογραφίας είναι αυτό που λέμε και είναι το κλισέ, ότι: «Η δημοσιογραφία, ο δημοσιογράφος ελέγχει την εξουσία και στηρίζει την κοινωνία», σήμερα σε πολλές των περιπτώσεων θα δούμε το αντίστοιχο, ότι… το δημοσιογράφο να ελέγχει την κοινωνία για να στηρίξει την εξουσία. Αυτό άλλαξε τη ζωή, την έννοια της δημοσιογραφίας, τον τρόπο της δημοσιογραφίας. Βέβαια, δεν είναι μόνο αυτό. Έχουμε στην εξέλιξη της τεχνολογίας, έχουμε και την ανάπτυξη του διαδικτύου, όπου στο χώρο της δημοσιογραφίας έφερε κι εκεί τα πάνω κάτω. Αν πάρουμε για το πώς η επικοινωνία επηρέασε ή μάλλον το ρόλο που έπαιξε στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, ξεκινάμε από τον τηλέγραφο, που έστελναν παλιά τις ειδήσεις τους οι δημοσιογράφοι, οι ανταποκριτές, μετά ερχόμαστε στα telex, ερχόμαστε στην ανάπτυξη του ραδιοφώνου πρώτα, μετά τα telex ερχόμαστε στην τηλεόραση και φτάνουμε πλέον στο διαδίκτυο. Όπου το διαδίκτυο έρχεται και αλλάζει πλέον και το περιεχόμενο της δημοσιογραφίας. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όσο δεν είχαμε το ίντερνετ, εμείς οι δημοσιογράφοι λέγαμε ότι: «Εμείς είμαστε οι ειδικοί για να ενημερώνουμε τον κόσμο», γιατί ξέραμε να πιάνουμε τον παλμό της κοινωνίας και μεταφέραμε αυτό ακριβώς που ήθελε. Τώρα, όμως, η δημοσιογραφία έχει αλλάξει περιεχόμενο. Γιατί; Γιατί ο κάθε πολίτης είναι εν δυνάμει δημοσιογράφος. Αυτό που κάναμε εμείς, που πηγαίναμε στον τόπο του γεγονότος να καταγράψουμε ένα γεγονός και καταγράφαμε τις μαρτυρίες, τώρα πλέον ο κάθε μάρτυρας μπορεί και δημοσιεύει την εμπειρία του. Άρα ο κάθε πολίτης είναι εν δυνάμει δημοσιογράφος. Τώρα, άρα, τι κάνει ο δημοσιογράφος; Τι μπορεί να κάνει σ’ αυτό το περιβάλλον που υπάρχει; Ο ρόλος του 01:00:00 δημοσιογράφου έρχεται πλέον να επικυρώσει μία είδηση, αν είναι σωστή ή όχι. Και εκεί νομίζω ότι θα πρέπει να σταθεί, γιατί και πέρα απ’ όλα αυτά, να διασταυρώσει μία είδηση, αν είναι σωστή η είδηση ή όχι, αλλά και να την επιβεβαιώσει με την υπογραφή του. Ότι μπορείς να βασιστείς σε αυτήν, γιατί δεν είναι ένα ανώνυμο κείμενο, που θα μπορεί να είναι μία άποψη και που ενδέχεται να έχει πίσω της και ένα σωρό δεύτερες σκέψεις. Οπότε ναι, υπάρχει στην δημοσιογραφία κάποια εξέλιξη. Ωστόσο, όμως, εγώ είμαι αρκετά αισιόδοξος. Αισιόδοξος γιατί; Η νέα τεχνολογία έρχεται και μας ζητά πλέον παλιές αξίες, οι οποίες είχαμε εμείς ξεκινώντας την δημοσιογραφία. Ποιες είναι αυτές; Το να ξέρεις –αυτό που λέγαμε– γράμματα, να χειρίζεσαι καλά την ελληνική γλώσσα. Αυτό πώς το επιβάλλει η σύγχρονη τεχνολογία; Παίρνοντας απ’ τα κοινωνικά δίκτυα, π.χ. το Twitter, θα πρέπει μέσα σε μερικές λέξεις να πεις αυτό που σκέφτεσαι, μέσα στους εκατόν πενήντα χαρακτήρες περίπου που δέχεται. Άρα σε αναγκάζει να γράψεις ένα κείμενο σφιχτό –αυτό που λέγαμε, λέγοντας σφιχτό, εννοούμε μεστό–, με λίγα λόγια να γράψεις[01:50:00] αυτό που θέλεις να πεις, άρα θα πρέπει να ξέρεις πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Ο μεγάλος ανταγωνισμός και επειδή τα πάντα πλέον γίνονται σε πραγματικό χρόνο –αν σκεφτούμε ότι παλιότερα οι εφημερίδες έγραφαν ειδήσεις οι οποίες είχαν γίνει και πριν 1 μήνα ή 1 εβδομάδα–, τώρα τα πάντα συμβαίνουν σε πραγματικό χρόνο, αυτό σου επιβάλλει στο να είσαι γρήγορος και να είσαι διαρκώς σε εγρήγορση. Αυτό σημαίνει, επίσης, και ότι δεν έχεις ωράριο. Ξαναγυρίζεις πάλι εκεί, στο ότι αφιερώνεσαι σε αυτά που θες να κάνεις. Και επίσης, το άλλο σημαντικό είναι: το πλήθος των πληροφοριών που διακινείται μέσα απ’ το διαδίκτυο θα πρέπει να υπάρξει ένα ξεσκαρτάρισμα, να γίνει μία επιλογή. Θα πρέπει να γίνει μία επιλογή, η οποία να επιβεβαιώνει κάτι ή όχι, εντάξει; Γιατί γίνεται λόγος για τα fake news, για παράδειγμα, για τις ειδήσεις οι οποίες δεν είναι αληθινές. Αλλά, τέλος πάντων, μέσα από όλα αυτά βλέπουμε να ξανάρχεται πάλι, άρα χρειάζεται αξιοπιστία, αυτό που δεν υπάρχει. Αυτή την αξιοπιστία πλέον μπορούν να την δώσουν οι δημοσιογράφοι μέσα στο διαδίκτυο. Αυτά νομίζω ότι είναι σε γενικές γραμμές. Δεν ξέρω αν θα ήθελες κάτι.

Λ.Λ.:

Μας μιλάτε για τόσο ενδιαφέροντα πράγματα! Θέλω να γυρίσουμε λίγο πίσω, στην πρώτη μέρα που μπήκατε σε ραδιοφωνικό στούντιο και στην πρώτη μέρα που βγήκατε στον αέρα, στο ραδιοφωνικό αέρα.

Β.Σ.:

Το θυμάμαι τώρα και αισθάνομαι πάλι την ίδια αγωνία, ξαναζώ εκείνη την… Δεν είχα ιδέα το τι σημαίνει μικρόφωνο, το τι ήταν ραδιόφωνο. Η μουσικός… η παραγωγός της εκπομπής, μία κυρία φιλόλογος, η οποία ήταν αρκετά ευρύ πνεύμα, αλλά και εμπειρία πάνω στο ραδιόφωνο, μου έδωσε τις πρώτες οδηγίες. Ξεκινώντας το ραδιόφωνο εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν στο ραδιόφωνο ζωντανές εκπομπές. Και μέχρι ένα ορισμένο σημείο, είμαι και νοσταλγός εκείνου του ραδιοφώνου, γιατί δεν ήταν μόνο ο λόγος πάρα πολύ προσεγμένος, ήτανε ακόμα και τεχνικά άρτιες εκείνες όλες οι εκπομπές και έδειχναν ότι ένα κρατικό μέσο, το οποίο θα πρέπει να είναι υπεύθυνο απέναντι όχι μόνο στον ακροατή, απέναντι στους πολίτες, ακόμη και απέναντι στους ξένους. Γιατί εκείνη την εποχή στις ειδήσεις συνηθίζαμε να λέμε: «Όπως μετέδωσε το Κρατικό Ραδιόφωνο…», δηλαδή το να μετέδιδε κάτι το κρατικό ραδιόφωνο ήταν σαν να έκανε δηλώσεις κάποιος υπουργός, ήταν δηλαδή επίσημη φωνή μιας χώρας προς τα έξω. Άρα όλα αυτά περνούσανε από ψιλό κόσκινο, όχι από κάποια επιτροπή ή από κάποιες λογοκρισίες κτλ., ανάγκαζε εμάς, σαν άτομα, να προσέξουμε και τον λόγο μας. Υπήρχε –να το πούμε– αυτολογοκρισία; Δεν είναι ακριβώς λογοκρισία. Είναι αυτοέλεγχος, να το πούμε έτσι. Μπαίνοντας λοιπόν στο στούντιο, μου λέει: «Θα μιλάς έτσι. Θα συνεχίζεις. Όταν θες να σταματήσεις, θα μας κάνεις νόημα ή για να ξεκινήσεις. Όταν θα ξεκινάς, για να ξεκινήσεις το λόγο σου, ο τεχνικός από έξω, απ’ το κοντρόλ, απ’ τον έλεγχο του ήχου, θα σου δώσει εκείνος τις οδηγίες…». Λοιπόν, μου έκανε εντύπωση, η πρώτη εντύπωση που μου έκανε ήταν η πρώτη διακοπή. Και μου λέει: «Stop. Σταμάτα. Ακούστηκαν τα χείλη σου, που έκανες… Πιες λίγο νερό, για να μην έχουμε αυτόν τον ήχο. Θα σου δώσει το cue ο τεχνικός, θα σου δώσει το σημείο που τέλειωσες, για να συνεχίσεις από κει και μετά». Ήταν κάτι που με άγχωσε αρκετά. Είχα νιώσει ότι δε μoυ έφτανε η αναπνοή, ότι ήθελα κάπου στη μέση της λέξης να πάρω ανάσα… Ήτανε αυτό το πρώτο το τρακ μέχρι… αυτό. Αυτό με εντυπωσίασε, με σοκάρισε στην αρχή, αλλά ήταν κάτι καινούργιο, ήθελα να μπω, το αγαπούσα πάρα πολύ, τέλος πάντων… Έπειτα ήταν η πρώτη μου έκπληξη, όταν άκουσα τη φωνή μου. Όταν άκουσα τη φωνή μου, έλεγα… Εντάξει, ήτανε, λέω: «Δεν μπορεί να είμαι εγώ», ήταν κάτι διαφορετικό. Αλλά, εντάξει, μέσα στο στούντιο άκουγα τη φωνή μου. Όμως, ήταν τελείως διαφορετικό, όταν άκουγα την εκπομπή μου ανάμεσα στο άλλο το πρόγραμμα, στο υπόλοιπο πρόγραμμα. Έπαιρνε άλλες διαστάσεις, έπαιρνε την πραγματική του διάσταση, όπου, ναι, με έκανε να αισθάνομαι καλά, γιατί αυτό που έβγαινε… δεν είχα να ντραπώ για κάτι, ήμουν περήφανος γι’ αυτό που έβγαινε. Ήτανε αυτό που εισέπραττα από τον κόσμο ή ακόμα και απ’ τους συναδέλφους: «Πω πω, τι ωραίο! Πού το βρήκες εκεί; Πώς το έκανες το άλλο;». Και σιγά-σιγά με έκαναν πραγματικά να αγαπήσω, δηλαδή να φύγει αυτό το αρχικό το άγχος και να εγκλιματιστώ πλήρως στο ραδιόφωνο, κάτι που –δεν το κρύβω–, μου λείπει… ναι.

Λ.Λ.:

Για τις εκπομπές που κάνατε στα βραχέα, πώς σας έκανε να νιώθετε το γεγονός ότι κρατάτε παρέα σε ανθρώπους που βρίσκονται τόσο μακριά απ’ την πατρίδα;

Β.Σ.:

Αυτό που έκανε περισσότερο απ’ όλα ήτανε… με έκανε υπεύθυνο. Ήξερα και μέσα απ’ τις παιδικές μου αναμνήσεις και την εμπειρία στο εξωτερικό, ήξερα ότι απευθύνομαι σε ανθρώπους που λαχταρούν να ακούσουν κάτι, να ακούσουν κάτι απ’ την πατρίδα, ήθελαν να μάθουν νέα. Ήξερα ότι εγώ είμαι ο συνδετικός τους κρίκος. Από μένα εξαρτάται αν αυτός θα ξανακούσει το ραδιόφωνο ή όχι. Με έκανε να είμαι και πιο υπεύθυνος, να βλέπω και διαφορετικά να στήνω και την εκπομπή και το λόγο μου. Βλέπουμε σήμερα, συνήθως στα τηλεοπτικά, αλλά πολλές φορές και στο ραδιόφωνο, κάποιοι μπαίνουν και μιλάν μεταξύ τους. Και εκεί εγώ κατάλαβα και αυτό που ένιωθα είναι ότι, ξέρεις, το να συνομιλήσω με το συνεργάτη μου στο μικρόφωνο, εντάξει, θα βγει είμαστε μια παρέα, όμως με αυτόν τον τρόπο απομακρύνω, βγάζω απ’ έξω τους ακροατές. Εμένα, αντίθετα, το γεγονός ότι ήξερα ότι είναι αυτός στο εξωτερικό και με έκανε να προσπαθώ να τον πάρω, να τον πάρω μαζί μου, να συμμετέχει μέσα στην εκπομπή μου. Και έτσι, αυτό έδινε και έναν πιο ουσιαστικό ρόλο και στη δουλειά μου ακόμα, και στην όλη δουλειά που έβγαινε. Είναι πολύ σημαντικό το να απευθύνεσαι σε κόσμο ο οποίος έχει αγωνία, έχει νοσταλγία. Παίζεις με το συναισθηματικό κόσμο του καθενός. Και δεν είναι ένας. Και είναι άνθρωποι οι οποίοι είναι απλοί. Για να καταλάβουμε σε τι ανθρώπους απευθυνόμασταν, την εικόνα μου την είχε δώσει ο Αντώνης ο Σουρούνης, ο οποίος μου έλεγε, όταν ταξίδεψε για πρώτη φορά για τη Γερμανία, ο οποίος δήλωνε ότι: «Ξέρεις κάτι; Εγώ έζησα σε έναν άλλο κόσμο». Και αυτό, θα αναφερθώ και στα πρωτότυπα πράγματα που ακούστηκαν, που δεν έβγαιναν μέχρι τότε στο ραδιόφωνο: Μπήκε σε ένα τρένο, όπου ανάμεσα στους ανθρώπους υπήρχαν τα καλάθια, τα οποία είχανε διάφορα ζαρζαβατικά μέσα, να είχαν τα αυγά από πάνω, κάποια καλάθια ή δίπλα στα καλάθια να είναι δεμένα και κάποιες ζωντανές κότες απ’ τα πόδια, για να έχουν οι άνθρωποι να φάνε εκεί που θα πάνε. Λοιπόν, κι αυτό ξεκινούσε από την Ελλάδα για να φτάσουν στη Γερμανία. Ανάμεσα σε γκαζοτενεκέδες, καλάθια και βαλίτσες και σε τέτοια πράγμ[02:00:00]ατα. Αυτοί οι άνθρωποι αφήναν πίσω τους έναν κόσμο, πήγαιναν κάπου που ήταν τελείως άγνωστο, γι’ αυτό έπρεπε αυτό να το συνειδητοποιήσει κάποιος πάρα πολύ καλά για το τι συνέβαινε. Εκεί που πήγαινε δεν ήτανε όλα ρόδινα. Αντιμετώπισαν πάρα πολλές και διακρίσεις και… αυτό, άσχετα αν εύκολα προσαρμόστηκαν – που δεν μπορείς να το πεις και τόσο εύκολα! Μετά έπρεπε να συνειδητοποιήσεις ότι αυτοί οι άνθρωποι, ναι, μπορεί να ζούσαν, μερικοί απ’ αυτούς να είχαν μία οικονομική άνεση μεγαλύτερη απ’ αυτούς που έμεναν πίσω στην Ελλάδα, όμως αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν άλλα προβλήματα. Τα παιδιά τους είχανε… Αν και στα πρώτα χρόνια, όπου υπήρχαν σχεδόν παντού ελληνικά σχολεία, ειδικά στην Ευρώπη, όπου ήταν το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών, υπήρχαν τα ελληνικά σχολεία, υπήρχανε και οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι τους πλήρωνε το ελληνικό Δημόσιο και φοιτούσαν στα σχολεία εκεί. Ήταν η ζωή τους πιο οργανωμένη. Όμως, εκείνα τα παιδιά δεν έμαθαν ποτέ, γιατί δεν μπορούσαν να συνεχίσουν από κει και πέρα εύκολα, τα μαθήματα ήταν δεύτερης γλώσσας στα ελληνικά σχολεία, δεν ήταν κανονικό ωράριο, όπως ήτανε στα γερμανικά, και κάποια στιγμή βρέθηκαν τα παιδιά τους να μην είναι ούτε Ελληνόπουλα ούτε να είναι «Γερμανάκια», ας πούμε, ή παιδιά της άλλης χώρας, να χάσουν τα παιδιά αυτά την ταυτότητά τους μέχρι ένα ορισμένο σημείο –ή μάλλον όχι, να έχουν συγκεχυμένη ταυτότητα, όχι να τη χάσουν. Πάντοτε κυριαρχούσε αυτό το ελληνικό στοιχείο. Ναι, αυτή η διάθεση υπάρχει. Αυτά όλα έπρεπε να τα συνειδητοποιήσεις, όταν απευθυνόσουν σ’ αυτόν. Δεν ήτανε κάτι το πάρα πολύ απλό. Και έπρεπε να σκέφτεσαι ανά πάσα στιγμή: «Κρατικό Ραδιόφωνο. Έχεις ανθρώπους από κει. Έχεις ευθύνες απέναντι σε όλους τους άλλους!». Για παράδειγμα, ένα διάστημα είχα αποφασίσει, για να δώσω και κύρος στην εκπομπή, τύχαινε στη βραδινή την εκπομπή να συμπίπτει με το ελληνικό πρόγραμμα του BBC, ντάξει; Οπότε ναι, είμαι εγώ απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά για να δώσω μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα και να επιβεβαιώσουν αυτά που εγώ τους έχω πει, θα δώσω και το BBC μέσα. Οπότε έβαζα και το BBC. Κάποιοι το άκουγαν πάρα πολύ ευχάριστα αυτό το πράγμα. Αλλά μία μέρα, ακούγοντας το BBC, είχε ένα θέμα και ένα σχόλιο για ένα θέμα σχετικό με την Κορέα. Ήταν ένα θέμα το οποίο ναι μεν είχε ενδιαφέρον για τη Βρετανία, για την Ελλάδα όμως ήταν ένα θέμα που δεν έπαιζε ρόλο. Και με αναγκάζει εμένα να σκεφτώ: «Είναι το Κρατικό Ραδιόφωνο. Απ’ την άλλη πλευρά είναι ένας άλλος κρατικός οργανισμός, ντάξει; Ο οποίος, ναι, ακολουθεί τους δικούς του κανόνες, ναι, είναι αξιόπιστο και όλα αυτά, όμως μπορώ εγώ, ένας συντάκτης απ’ τη Θεσσαλονίκη, να υποδουλώσω το ελληνικό ραδιόφωνο στα σχέδια ή στις σκέψεις των άλλων; Γιατί να το κάνω αυτό; Γιατί να γίνω εγώ, να μεταφέρω τη δική τους τη σκέψη ή τις δικές τους τις ιδέες; Θα πρέπει να είμαι λιγάκι προσεκτικός», γιατί μερικά θέματα άπτονταν και των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής. Άρα είναι αυτός ο αυτοέλεγχος που λέγαμε. Οπότε λέω: «Ωπ, σταματάμε ως εδώ το BBC. Δεν μπορούμε, υπάρχουν κίνδυνοι. Χρειάζεται πολύ μεγάλος… αυτό. Δεν μπορούμε να το ελέγξουμε, άρα ας το βγάλουμε στην άκρη». Είναι αυτή η υπευθυνότητα, που ήταν… δεν είναι απλά στους ακροατές, είναι να τους σέβεσαι. Έπειτα, αυτό που προσπάθησα με τις εκπομπές και των βραχέων και… αυτό,  είναι λιγάκι τους Έλληνες του εξωτερικού, επειδή, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, έκαναν αρκετά χρόνια να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Φεύγοντας ή μετά από πάροδο 10 χρόνων, είχαν την εικόνα της πατρίδας που έφυγαν. Εντωμεταξύ, μερικά πράγματα είχαν αλλάξει στην Ελλάδα. Έπρεπε να μεταδώσουμε και αυτήν την αλλαγή. Μέχρι να τον ξεκολλήσουμε από το λαϊκό τραγούδι που άκουγε συνήθως και ήτανε… και να τον βάλουμε σε έναν άλλο προβληματισμό, ότι, ναι, να συμμετάσχει στα κοινωνικά δρώμενα της Ελλάδας, να τον φέρνουμε στην καθημερινότητα των ανθρώπων του ή, όταν θα έρθει εδώ, να μη μείνει έκπληκτος, να πει, ναι, ότι: «Ναι, καλά είναι εκεί, αλλά κι εδώ βελτιώθηκαν τα πράγματα και είμαστε καλά!». Μπορεί δηλαδή να είναι και λίγο πιο ήσυχος ή να μην ανησυχεί γι’ αυτό που συμβαίνει πίσω στην Ελλάδα. Ε, είναι πολύπλευρα τα πράγματα, έπρεπε πάρα πολλά πράγματα να σκεφτούμε, αλλά όλα αυτά έβγαιναν μέσα απ’ την αγάπη και του επαγγέλματος, αλλά και για το σεβασμό και την αγάπη για τους ακροατές. Ήταν μια επικοινωνία, η οποία δεν ήταν άμεση, έτσι όπως γίνεται σήμερα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα κτλ., όμως ήταν ουσιαστική επικοινωνία! Μιλούσαμε σπάνια ή ανταλλάσσαμε μια κάρτα ή μία υπογραφή, αλλά εκείνη η επικοινωνία ήταν ουσιαστική επικοινωνία.

Λ.Λ.:

Πώς νιώθατε που οι ακροατές σας σάς αναγνώριζαν από την χροιά της φωνής σας, χωρίς να σας βλέπουνε;

Β.Σ.:

Είναι ένα κομμάτι της μαγείας του ραδιοφώνου. Πάντοτε το λέω και στην ενασχόλησή μου με ένα εκπαιδευτικό πλέον ραδιόφωνο, που έχουμε τα τελευταία χρόνια. Αυτό που βλέπουμε, που λέω τακτικά, είναι ότι το ραδιόφωνο γι’ αυτό είναι και μαγικό, εξάπτει τη φαντασία σου. Ακούς μία φωνή, προσπαθείς αυτή τη φωνή να της δώσεις μία εικόνα. Ακούγοντας: «Ναι, αλλά πρέπει να είναι τόσο, στην τάδε ηλικία. Πώς να είναι άραγε; Είναι ψηλός; Κοντός; Αδύνατος; Πώς μπορεί να είναι;», αυτό, τέλος πάντων, ακούς μία φωνή που προσπαθείς να της δώσεις μία εικόνα και έτσι, εξάπτει τη φαντασία του. Δεν έχω συνηθίσει να ακούω τακτικά τη φωνή μου, αλλά όταν πήγα πριν από μερικά χρόνια σε ένα φαρμακείο μέσα και ζήτησα τα φάρμακα και μου λέει ένας ευγενέστατος φαρμακοποιός –μεγαλύτερος στην ηλικία από μένα–, μου λέει: «Είστε ο κύριος Σολιόπουλος;». Λέω: «Ναι, αυτός». Λέει: «Σας άκουγα κάθε βράδυ», λέει, «στο ραδιόφωνο». Και άκουσα στο ραδιόφωνο εκείνη την ώρα είχε το ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ και άκουγε σε αυτόν. Ναι, είναι κάτι που σε ξαφνιάζει. Αλλά κι αυτό που είχα με το φοιτητή στη Βρετανία, που τέλειωσε σε 1 χρόνο το διδακτορικό του και σήμερα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Αυτός ο άνθρωπος… και εκείνο με εξέπληξε. Μου έδειξε το μέγεθος, την εμβέλεια που μπορεί να έχει κάποιος μέσα απ’ αυτό το επάγγελμα ή μέσα απ’ το ραδιόφωνο, αλλά ταυτόχρονα δε θεωρώ ότι η άρθρωσή μου ή η φωνή μου είναι κάτι που θα το έλεγε κανένας ότι: «Ξέρεις κάτι; Αυτός είναι άνθρωπος για ραδιόφωνο. Είναι «ραδιοφωνατζής», που λέγαμε στη γλώσσα μας», γιατί κάτι απ’ το κοζανίτικο accent ίσως να υπάρχει στη γλώσσα μου. Όμως, ναι, είναι κάτι διαφορετικό, απ’ ό,τι μου είπαν, και η άρθρωσή μου πολλές φορές κι η ευφράδειά μου δεν είναι και τόση όση ίσως θα χρειαζόταν. Απλά μέσα σ’ αυτό το επάγγελμα έβαλα την αγάπη μου για όλα αυτά και την έγνοια μου…

Λ.Λ.:

Τι έχετε να μοιραστείτε μαζί μας για τον ενεργό σας ρόλο στην Ένωση Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης;

Β.Σ.:

Στην Ένωση Συντακτών βρέθηκα πριν πάω… Μάλλον, ταυτόχρονα με τη δημοσιογραφία, κάποια στιγμή βρέθηκα στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, όπου με κάλεσαν στο Κέντρο Πολιτισμού και έκανα κάποια προγράμματα για την τουριστική προβολή του Νομού Θεσσαλονίκης. Συμμετείχα λοιπόν στη Νομαρχία, στο Κέντρο Πολιτισμού της Νομαρχίας, τ[02:10:00]ης τότε Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, κάνοντας προγράμματα για την τουριστική προβολή του Νομού. Μέσα απ’ τη δουλειά μου κάποια στιγμή, αναγνωρίζοντας τη δουλειά μου ο τότε Νομάρχης, με κάλεσε να αναλάβω το Γραφείο Τύπου, όπου ήρθα σε επαφή… μάλλον μία εταιρεία διαχείρισης βάσεων δεδομένων ήλθε σε επαφή μαζί μου, για να προβάλει ένα πρόγραμμα διαχείρισης πολιτικών επαφών. Ήταν ένα πρόγραμμα το οποίο ήταν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα στο ξεκίνημά του, στο οποίο βοήθησα αρκετά, θα έλεγα, μέσα από την εμπειρία του τρόπου διεξαγωγής των εκλογών και της διάρθρωσης των στοιχείων των εκλογικών καταλόγων κτλ. και γνωρίζοντας τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, στο να εξελιχθεί εκείνο το πρόγραμμα και έτσι, ήρθα σε άμεση επαφή με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι βάσεις δεδομένων. Ως μέλος της Ένωσης Συντακτών, που εντάχτηκα στην Ένωση Συντακτών το 1985, ήξερα ότι παλιότερα το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Συντακτών συζητούσε το να μεταφέρει σε μικροφίλμς όλο το αρχείο εφημερίδων που έχει η Ένωση. Έκανα μία επιστολή στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης, λέγοντάς τους ότι έχω αυτή την εμπειρία και ότι, αν υπάρχει ενδιαφέρον απ’ την πλευρά της Ένωσης –επειδή η τεχνολογία των μικροφίλμς θεωρείται απαρχαιωμένη–, ότι υπάρχει ο τρόπος της ψηφιοποίησης και ότι σ’ αυτή την κατεύθυνση μπορώ να βοηθήσω. Εκείνη την εποχή έτρεχε ένα πρόγραμμα, ευρωπαϊκό πρόγραμμα της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης από το Υπουργείο Τύπου –εκείνη την εποχή– και το πρόγραμμα που είχε σταλεί στην Ένωση Συντακτών ήταν για την ηλεκτρονική διαχείριση των εγγράφων. Ανάμεσα σε αυτό η εταιρεία είχε και την εμπειρία ψηφιοποίησης κάποιων τεκμηρίων από την Ιερά Μονή του Όρους Σινά. Μου πρότειναν εκείνοι τη δική τους την εμπειρία για την εφαρμογή εκείνη να την εφαρμόσουμε και για την καταγραφή, την ψηφιοποίηση του αρχείου της Ένωσης Συντακτών. Με τη διαφορά, όμως, ότι τα πράγματα εδώ ήταν πάρα πολύ πολύπλοκα. Για παράδειγμα, είχαμε εκατόν εννέα τίτλους εφημερίδων, τρεις χιλιάδες τόμους εφημερίδων και επειδή έχει προχωρήσει αρκετά η τεχνολογία, το να έχουμε μία φωτογραφική, απλή φωτογραφική απεικόνιση της κάθε σελίδας, να έχουμε δηλαδή κατά κάποιον τρόπο ένα σύγχρονο μικροφίλμ, η δική μου η πρόταση ήταν ότι θα έπρεπε η αναζήτηση να γίνεται στο περιεχόμενο των εφημερίδων και όχι κάποιος να ξεφυλλίζει την εφημερίδα, ηλεκτρονικά πλέον και όχι τον τόμο. Έτσι, έκανα την καταγραφή όλου του αρχείου και πρότεινα κάποιους τρόπους για το πώς θα οργανωθεί η όλη διαδικασία, έχοντας και την εμπειρία, δημιουργώντας ένα εγχειρίδιο περίπου 170-180 σελίδων, απ’ το πώς θα πρέπει να ονομάζεται ένα αρχείο μέχρι και το πώς θα γίνεται η ονοματοδοσία… η αποθήκευση των εικόνων και όλων των τεκμηρίων μέσα στο αρχείο. Ταυτόχρονα –στην Ένωση Συντακτών– με αυτό, έτρεχε και ένα πρόγραμμα για την προβολή του τουρισμού στη Βόρεια Ελλάδα. Είχε ολοκληρωθεί αυτό το πρόγραμμα, αλλά η Ένωση, θέλοντας να αυξήσει τα έσοδά της και επίσης, ανοίγοντας τις δραστηριότητες της περισσότερο προς την κοινωνία της πόλης, συμμετείχε σε ένα άλλο πρόγραμμα, ευρωπαϊκό, για την τουριστική ανάπτυξη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Εκείνο το πρόγραμμα ήτανε σε συνεργασία με την Ένωση Βούλγαρων Δημοσιογράφων και, ουσιαστικά, την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και τη Νότια Βουλγαρία προτείναμε, ολοκληρώνοντας αυτό το πρόγραμμα, να αντιμετωπίζεται ως ενιαίος τουριστικός προορισμός, γιατί υπάρχουν κοινά ήθη και έθιμα, υπάρχουν κοινές παραδόσεις σε ορισμένα πράγματα, αλλά και πληθυσμοί που μοιάζουν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, και απ’ τις δύο πλευρές της οροσειράς της Ροδόπης υπάρχει πομάκικο στοιχείο, αλλά και στις δυο πλευρές της Ροδόπης… ο Απόλλωνας, μάλλον ο τόπος αυτός αντιμετωπίζεται ως ο τόπος γέννησης του Απόλλωνα. Ένα απλό παράδειγμα. Έτσι, λοιπόν, στην Ένωση Συντακτών, εκτός από το πρόγραμμα της ψηφιοποίησης και του τουρισμού κάποια στιγμή εμφανίστηκε μία ομάδα εκπαιδευτικών, οι οποίοι εκπαιδευτικοί ζήτησαν τη βοήθεια των επαγγελματιών πλέον. Είχαν κάνει ένα πρόγραμμα, ένα διαδικτυακό ραδιόφωνο, και ζήτησαν τη βοήθεια των επαγγελματιών για το πώς στήνεται μία ραδιοφωνική εκπομπή, να ενημερώσουμε τους εκπαιδευτικούς και αν μπορούμε, να βοηθήσουμε κατά κάποιον τρόπο και τους μαθητές. Για λογαριασμό της Ένωσης Συντακτών είχα την εμπειρία, ως εκπρόσωπος της Ένωσης που πήγαινα σε σχολεία για την ημέρα του επαγγελματικού προσανατολισμού, να παρουσιάζω στα παιδιά ποιο είναι το επάγγελμα ενός δημοσιογράφου, ποιες είναι οι προοπτικές κτλ. Και έτσι, με πρότειναν να ασχοληθώ και με αυτό, με το σχολικό ραδιόφωνο. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας, επισκέπτομαι διάφορα σχολεία μαζί με φοιτητές του Τμήματος Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και παρουσιάζουμε στα παιδιά το πώς στήνεται μία ραδιοφωνική εκπομπή και στους εκπαιδευτικούς: και πώς επιλέγουν το θέμα, πώς στήνουν τη ραδιοφωνική την εκπομπή, πώς εκφέρουν τον λόγο στο ραδιόφωνο, τι ρόλο παίζει η μουσική και πώς χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, τέλος πάντων. Είναι ίσως η μόνη δραστηριότητα που διατηρώ, που έχει σχέση με τη δημοσιογραφία και τη διατηρώ, γιατί αυτή η δραστηριότητα διατηρεί ακόμα τις αξίες της δημοσιογραφίας, έτσι όπως την ασκούσαμε εμείς, τουλάχιστον, στα δικά μας τα χρόνια. Είναι κάτι το οποίο αναγνωρίστηκε αυτή η δουλειά, αυτών των εκπαιδευτικών, είναι μία εντελώς εθελοντική δραστηριότητα, θα πρέπει να πω. Φάνηκε η χρησιμότητα αυτού του θέματος και κατά τη διάρκεια ενός διήμερου συνεδρίου, που είχε γίνει διαδικτυακό το 2021, το Φεβρουάριο του ’21, και στο οποίο συμμετείχαν το Υπουργείο Παιδείας, εκπαιδευτικά ιδρύματα και εκπαιδευτικοί από όλη την Ελλάδα. Και φάνηκε το ρόλο που μπορούσε να παίξει το σχολικό ραδιόφωνο σε θέματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Και μά[02:20:00]λιστα, σε εκείνο εκεί το συνέδριο η απήχηση φάνηκε… είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, που το παρακολούθησα όλο, χωρίς να είναι το αντικείμενο, αλλά ήταν πραγματικά ενδιαφέρον και την ώρα που έκανα την εισήγησή μου, έχοντας ανοιχτό τον υπολογιστή μπροστά μου, είδα ότι ταυτόχρονα παρακολουθούσαν την εισήγησή μου περίπου τεσσεράμιση χιλιάδες σύνεδροι. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει σε έναν φυσικό χώρο συνεδρίου, γιατί τόσο μεγάλες αίθουσες δεν έχουμε! Αλλά φάνηκε η εμβέλεια της τεχνολογίας και μέχρι που μπορεί να φτάσει.

Λ.Λ.:

Πώς σας κάνει να νιώθετε ο εκπαιδευτικός σας αυτός ρόλος;

Β.Σ.:

Με κάνει να νιώθω χρήσιμος, να νιώθω χρήσιμος! Όπως επίσης, να αξιοποιώ τις γνώσεις που απέκτησα όλα αυτά τα χρόνια μέσω της δημοσιογραφικής μου πορείας. Και ταυτόχρονα, με κάνει και αισιόδοξο, γιατί βλέποντας το πώς αντιμετωπίζουν τα παιδιά αυτό το θέμα, έχοντας την εμπειρία, πολλές φορές συνοδεύοντας τους μικρούς μαθητές στο στούντιο όπου κάνουν την εκπομπή τους στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τα πρώην Τ.Ε.Ι. –όπου υπάρχει ένα στούντιο, το οποίο μάλιστα ζητήσαμε τη βοήθεια και χρηματοδοτήθηκε για τον εξοπλισμό του και από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος… Ένα πραγματικά αξιόλογο πρόγραμμα, αλλά ήταν και για μας, που εκ των ενόντων γίνονταν όλη αυτή η εκπαίδευση, ήταν αξιόλογη και η βοήθεια που πήραμε–, βλέποντας λοιπόν τα παιδιά, το πώς πηγαίνουν να κάνουν την εκπομπή, με άγχος λιγάκι, αυτό και πόσο μεγάλη χαρά αισθάνονται όταν επιστρέφουν, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε αυτά τα παιδιά, που συμμετέχουν στο να στήσουν αυτές τις εκπομπές, είναι το να γίνουν πολύ καλοί ακροατές. Είναι πολύ καλοί κριτές. Ακούγοντας κάτι ή βλέποντας και μία εκπομπή στην τηλεόραση, μπορούν και να κρίνουν αν πίσω απ’ αυτό υπάρχει πραγματική δουλειά, αν είναι μία πρόχειρη δουλειά, δηλαδή μπορούν να κρίνουν τη δουλειά του άλλου και αυτό που τους παροτρύνουμε είναι να μην καταπίνουν τίποτα αμάσητο, να αντιμετωπίζουν τα πάντα με ένα κριτικό μάτι. Και αυτό που μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά για να συνεχίσω είναι την αισιοδοξία που μου δίνουν αυτά τα παιδιά, γιατί έχουμε μία νεολαία, η οποία είναι δημιουργική, και υπάρχει μία συνέχεια, η οποία είναι πολύ ενθαρρυντική.

Λ.Λ.:

Είναι πολύ συγκινητικό αυτό που αναφέρετε… Τι σας λείπει από το χώρο της δημοσιογραφίας σήμερα;

Β.Σ.:

Μου λείπει αυτή η καθημερινή… το κυνήγι, αυτή η καθημερινή… το κυνήγι της είδησης, αυτή η δραστηριότητα. Μου λείπει το γεγονός ότι μέσα από όλη αυτή την ενημέρωση λείπει ο δικός μου ο λόγος! Προσπαθώ αυτό πώς μπορώ να το ολοκληρώσω. Η κριτική ματιά που μερικές φορές έβλεπα τα πράγματα και τώρα εξακολουθώ να δέχομαι όλα αυτά τα μηνύματα, εξακολουθώ να παίρνω τις ιδέες από κάποιους άλλους, αλλά μου λείπει το ότι δεν μπορώ να εκφράσω τα ερεθίσματα που μου δημιουργούνται από τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, να τα εκφράσω και να τα μοιραστώ με τον πολύ τον κόσμο.

Λ.Λ.:

Αν μπορούσατε να γυρίσετε το χρόνο πίσω, υπάρχει κάτι που θα κάνατε διαφορετικά;

Β.Σ.:

Όχι, δεν υπάρχει κάτι. Κάτι που θα έκανα: ίσως θα φρόντιζα από όλη τη δουλειά που έχω κάνει να κρατήσω ένα αρχείο, κάτι που δεν το έχω κάνει. Δεν το έκανα, γιατί, όπως είπα και στην αρχή, δε με ενδιέφερε η δημοσιότητα ή να προβάλλω κάτι. Τώρα, εκ των υστέρων, βλέποντας το πώς διαχειρίστηκαν κάποιοι το υλικό, τη δουλειά τη δική μου, αυτό, κατάλαβα ότι έπρεπε να υπάρχει ένα λεγόμενο backup, το οποίο δεν υπάρχει. Αυτό, ναι, θα το άλλαζα και θα ήμουν λιγάκι πιο τακτικός στο να μπορέσω αυτά τα οποία ισχυρίζομαι, να μπορέσω να τα αποδείξω και πρακτικά.

Λ.Λ.:

Τι σας έχει μείνει από τις εμπειρίες που μας διηγηθήκατε;

Β.Σ.:

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι, όλα αυτά είναι ένα σύνολο. Σας είπα μερικές από τις λεπτομέρειες. Αυτές είναι λεπτομέρειες από ένα σύνολο που είναι η όλη μου πορεία. Αυτό που μου έχει μείνει είναι ότι… ναι, μία πορεία για την οποία δεν καυχώμαι ιδιαίτερα, δεν έκανα –κι εγώ δεν ξέρω– κάτι που δεν έχει κάνει κανείς άλλος, αλλά είναι μία πορεία για την οποία δεν υπάρχει τίποτα για να ντρέπομαι, έκανα κάτι τόσο ευσυνείδητα και ταυτόχρονα, μέσα απ’ αυτό που έκανα ευσυνείδητα περνούσα και καλά! Είναι πολύ σημαντικό, έτσι; Έρθει μια κατά κάποιον τρόπο ολοκλήρωση, θα έλεγα.

Λ.Λ.:

Κύριε Βασίλη, υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να προσθέσετε;

Β.Σ.:

Πολλά είναι που θα μπορούσα να πω ακόμη. Δεν τελειώνουν όλα αυτά από μία δημοσιογραφική πορεία, και μάλιστα σε διάφορες εποχές, σε διάφορες φάσεις… Το πώς οι παιδικές αναμνήσεις ή οι παιδικές εμπειρίες, για παράδειγμα, έρχονται και επιβεβαιώνονται ή συναντώνται με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Για παράδειγμα, θα σας πω: Ως μικρός και στην περίοδο της Δικτατορίας, ακούγαμε, ο πατέρας μου άκουγε το Ραδιοφωνικό Σταθμό του Παρισιού. Εκεί άκουγα τη φωνή της Εύης Δεμίρη, μία εκφωνήτρια στην ΕΡΤ., που ήταν κατόπιν, με την οποία βρέθηκα σε ένα συνέδριο, στο οποίο ήμουν εισηγητής της Ένωσης Συντακτών σχετικά με το δημόσιο λόγο, να μην υπάρχει ο ρατσισμός στο δημόσιο λόγο, η οποία εξήρε την εισήγησή μου, την οποία είχα κάνει, και καπνίζοντας τσιγάρο στο μπαλκόνι της Ένωσης Συντακτών, της είπα ότι όταν ήμουν μικρός, την άκουγα στο Ραδιοφωνικό. Ήτανε μία συνάντηση –πώς να το πω;–, το ενδιαφέρον ή, τέλος πάντων, κάτι από τα παλιά, το πώς ήρθε και συναντήθηκε με το σήμερα, το ότι τίποτε δεν είναι άσχετο και, τελικά, το ότι ο κόσμος είναι μικρός, έτσι; Είναι κάτι πραγματικά συγκινητικό μέσα σε όλα αυτά…

Λ.Λ.:

Είναι κάτι άλλο που θέλετε να πείτε–

Β.Σ.:

Όχι–

Λ.Λ.:

Πριν κλείσουμε;

Β.Σ.:

Ευχαριστώ, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ πάρα πολύ, πάντως!

Λ.Λ.:

Ήτανε χαρά μου και τιμή μου να είμαι εδώ μαζί σας σήμερα και να συζητάμε τόσα ενδιαφέροντα πράγματα! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας, για την αφήγηση που μας χαρίσατε και καλή συνέχεια σε ό,τι κι αν κάνετε!

Β.Σ.:

Σε ευχαριστώ πολύ κι εγώ!