Από την Ελευσίνα του '70 στην Ελευσίνα του '90 και παιδικές μνήμες από τα αρβανιτοχώρια
Ενότητα 1
Η ιστορία της οικογένειας του πατέρα της
00:00:00 - 00:12:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας; Σοφία Νέζη. Τέλεια. Είναι 13/10/20 είμαι με τη Σοφία Νέζη, βρισκόμαστε στη Ζωγράφου στην Αθήνα…αημός εκείνος, οπότε είναι μια τραγική φιγούρα για την οικογένεια η θεία. Αυτά από τη μεριά της θείας. Και της οικογένειας του πατέρα σου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Πώς έστησαν το σπιτικό τους οι γονείς της και η δική της επεισοδιακή γέννηση
00:12:04 - 00:19:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και της οικογένειας του πατέρα μου. Ο πατέρας μου έκανε διάφορες δουλειές όπως είπαμε και κάποια στιγμή, προκειμένου να μαζευτούν κάποια χρή…ρα γέννησε. Δύσκολες καταστάσεις. Δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε και ο αδερφός μου, με καλύτερες συνθήκες όμως μετά, είχε μεγαλώσει το σπίτι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι σπουδές στην ενήλικη ζωή και η επαγγελματική ανέλιξη του πατέρα της
00:19:34 - 00:26:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι, να πάμε λίγο στον πατέρα όπου όπως ανέφερα πριν, είχε τελειώσει την Δ' Δημοτικού, δεν είχε τελειώσει Ε', ΣΤ'. Γυρίζοντας απ' το Βέλγιο …. Δεν ξέρω. Θα ρωτήσω όμως τη θεία μου Εσύ πάντως δε θυμάμαι να... Όχι, όχι. Ως παιδί. Όχι, ως παιδί δεν έχω αναμνήσεις κινητοποιήσεων.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι κινητοποιήσεις των κατοίκων και ο ρόλος του Μιχάλη Λεβέντη
00:26:09 - 00:46:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ίσως όμως αυτό να μας πηγαίνει – θα κάνουμε - Μπρος πίσω - Μπρος πίσω, αλλά ίσως αυτό μπορεί να μας πάει σ' αυτά που θυμάσαι εσύ ως πια έφ…ε από το εργοστάσιο, κάπου αλλού, πάντως είχανε φτάσει μέχρι το Σύνταγμα κάποια στιγμή για να διεκδικήσουνε το μη κλείσιμο του εργοστασίου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η αυξημένη θνησιμότητα λόγω των εργοστασίων
00:46:42 - 00:52:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μου είπες ότι κι ο μπαμπάς σου ήταν εργάτης λοιπόν στη Χαλυβουργική. Στη Χαλυβουργική. Πώς ήταν λοιπόν, είχαμε μιλήσει πριν και είχαμε…ικώς γίνονταν, είχαμε θανάτους αρκετούς, μεμονωμένους, πέρα από τους μαζικούς, μεμονωμένους θανάτους είχαμε από ατυχήματα, από δυστυχήματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η οικογένεια και το χωριό της μητέρας της και παιδικές αναμνήσεις της αφηγήτριας από το χωριό αυτό
00:52:03 - 01:13:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Παρ' όλα αυτά, ένα παιδί μεγαλώνοντας την εποχή μου στην Ελευσίνα, ήταν σαν να μεγάλωνε σ' ένα μεγάλο χωριό. Ποδήλατο πολύ, μέχρι πολύ μεγάλ…αια, στα Κύθηρα, για την εποχή ανάλογα, σχετικά ελεύθερη ζωή όπως περίπου τη ζούσα κι εγώ, αλλά όχι με την ίδια ελευθερία που τη ζούσα εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Τα τελετουργικά του θρήνου και άλλες αναμνήσεις από το χωριό
01:13:42 - 01:45:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όμως και το ωραίο ξέρεις ποιο είναι; Ότι εμείς, ως παιδιά, όλη η γενιά εκείνη, είχαμε εξοικειωθεί με το θάνατο. Όταν παίζαμε κυνηγητό με τα …περιστατικά, θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά να τιτιβίζουν οι γυναίκες φτιάχνοντάς τα. Πιο πολύ κυριαρχούσε η χαρούμενη διάθεση παρά η πένθιμη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Το νήμα με την αρχαιότητα και τις αρχαίες τελετουργίες και οι αλλαγές του σήμερα
01:45:07 - 01:54:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κι ίσως αυτό να μας πηγαίνει και στα - Με το πώς συνδέεται η αρχαιότητα - Ακριβώς και σ' αυτές έτσι, στις δύο μεγάλες, δεν ξέρω αν υπήρχαν…ν μπόρεσε, γιατί ίσως αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν σε μία πόλη που δεν ήτανε τίποτα. Δεν είχε... Είχε χάσει... Λίγο απ' όλα και όλοι μας φταίμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
H ζωή και τα τυπικά των Αρβανιτών
01:54:39 - 02:10:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και γυρνώντας πίσω στην παλιά Ελευσίνα, να μιλάγαμε λίγο, μου 'πες πριν ότι υπήρχε ο γαλατάς και ο άνθρωπος που έφερνε τον πάγο. Ναι. Να α…ομά σου σχεδόν κλείσαμε. Τέλεια, σ' ευχαριστώ πολύ Σοφία. Κι εγώ, για την επιστροφή στο χρόνο και στον τόπο, στους τόπους μάλλον. Πολλούς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;
Σοφία Νέζη.
Τέλεια. Είναι 13/10/20 είμαι με τη Σοφία Νέζη, βρισκόμαστε στη Ζωγράφου στην Αθήνα, εγώ ονομάζομαι Αγγελική Αγαλιανού, είμαι ερευνήτρια για το istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, Σοφία, θα μιλήσουμε σήμερα για το πώς εσύ έζησες την Ελευσίνα στα χρόνια που έζησες και μεγάλωσες εκεί. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από -
Από τη γέννηση -
Από τη γέννηση, απ' τα πρώτα -
Αυτό μου 'ρθε τώρα.
Ακριβώς.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ελευσίνα. Γεννήθηκα το 1967, και έχω πολύ έντονες αναμνήσεις από μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Οι γονείς μου είναι και οι δύο Αρβανίτες όπως και όλο μου το σόι από τη μεριά του πατέρα μου κι από τη μεριά της μάνας μου. Αστειευόμενη λέω στο σύζυγό μου κάθε φορά ότι είμαι η πρώτη από τη γενιά και ο αδελφός μου ο συγχωρεμένος, που κάναμε γάμο εκτός Αρβανιτών. Ναι, αυτό δεν είχε ξαναγίνει μέχρι τότε. Οι γάμοι ήτανε μόνο εντός της κοινότητας. Όχι ότι ήτανε κάποιος νόμος άγραφος όπου το επέβαλλε, ήταν όμως καθημερινότητα, γιατί οι Αρβανίτες ήταν μια πολύ κλειστή κοινωνία κι έτσι δεν ξανοίγονταν εκτός της περιοχής. Επίσης, μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μία περίοδο που οι άνθρωποι δεν ταξίδευαν, οπότε ο κύκλος ήταν το χωριό τους, άντε κι επειδή η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου δουλεύανε κι εκτός του χωριού, ήτανε και σε μια ακτίνα ίσως 50 χιλιομέτρων, που πάλι όμως ήταν Αρβανιτοχώρια. Να γυρίσω στη γέννηση. Όταν παντρεύτηκαν οι δικοί μου, η μητέρα μου είναι απ' το Κριεκούκι, σημερινό Ερυθρές, και ο πατέρας μου από τη Μάνδρα. Καταγωγή όμως από Δερβενοχώρια, απ' τα Κρόρα, μη με ρωτήσεις πώς είναι το σημερινό όνομα τα Κρόρα, γιατί εγώ το ξέρω έτσι, παρέμεινα στα Αρβανίτικα ονόματα. Ναι. Όταν παντρεύτηκαν, παντρεύτηκαν στη Μάνδρα το 1966. Κι όταν παντρεύτηκαν είχαν αποφασίσει ήδη ότι θα μείνουνε στην Ελευσίνα. Ο πατέρας μου, που μεγάλωσε στη Μάνδρα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μάνδρα, ήταν λίγο απ' όλα σαν παιδί, ήταν πρωτότοκος και ήταν λίγο απ' όλα σαν παιδί. Ήτανε βοσκός γιατί είχε πρόβατα ο παππούς, ήτανε ρετσινάς, γιατί νοικιάζανε πευκοδάση σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και στην περιοχή αλλά και μέχρι την Εύβοια είχανε φτάσει, και βγάζαν το ρετσίνι. Ήτανε πρωτότοκος και είχε αναλάβει το βάρος, το βάρος όλης της οικογένειας. Τελείωσε μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού, μετά έπρεπε να σταματήσει το σχολείο για να θρέφει όλη την υπόλοιπη οικογένεια. Πέρασε δύσκολα στην Κατοχή, και χαρακτηριστικά θυμάμαι μία ιστορία που μου είχε πει, ότι έκλεβε από φούρνους, όχι ψωμί όμως. Δεν προλάβαινε να πάει να κλέψει το ψωμί, γιατί πείναγαν – να γίνει το ψωμί – γιατί πείναγαν τόσο πολύ, που μόλις βλέπαν το φούρναρη να το βάζει σαν προζύμι, σαν ζυμάρι μέσα στο φούρνο, παραφυλούσανε, μπαίνανε, ανοίγανε γρήγορα το φούρνο, παίρναν το ψωμί το ζυμάρι και φεύγανε όταν μπορούσανε. Και το τρώγανε, το πήγαινε στην οικογένεια, και το τρώγανε ωμό ζυμάρι. Δεν προλαβαίνανε, δεν θέλανε καν να περιμένουνε να ψηθεί το ψωμί, ίσα να γίνει ψωμί. Οπότε δεν μπόρεσε να τελειώσει το Δημοτικό. Είχε άλλα δύο αδέλφια που πεθάναν από την πείνα στην κατοχή. Είχε έναν αδελφό ο οποίος αρρώστησε με τύφο πάρα πολύ μικρός, νεογέννητος σχεδόν και για 40 μέρες ήταν με τυφοειδή πυρετό, αλλά τελικά γλίτωσε, που μετά όμως τον χτύπησε νευρολογικά, και ως μεγάλος έπαθε ψυχιατρικά προβλήματα, και πέθανε πολύ νέος, γύρω στα 60, λόγω όλων αυτών των προβλημάτων που είχε δημιουργήσει ο τύφος. Μία θεία, η οποία δούλεψε στην Πειραϊκή-Πατραϊκή, που θα αναφερθούμε αργότερα στην Πειραϊκή-Πατραϊκή, και η οποία ήταν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, τέλειωσε με άριστα τότε το Δημοτικό. Προσπάθησαν στην Εύβοια στο χωριό εκείνο που 'χαν πάει για τα ρετσίνια, προσπάθησαν οι δάσκαλοι να πείσουν τον παππού να την αφήσει να πάει στο Γυμνάσιο, αλλά υπήρξαν – ο παππούς ήθελε πάρα πολύ – αλλά υπήρξαν πρακτικές δυσκολίες ότι ήταν στο Θεολόγο η οικογένεια και το κοριτσάκι που 'ταν 12 ετών τότε θα 'πρεπε να πάει μόνο του στη Χαλκίδα. Ο πατέρας μου τότε ήτανε φαντάρος στην Ξάνθη, κι είχε στείλει ένα γράμμα στους δικούς του, που τους έλεγε: «Βρέστε τρόπο να πάει η Μαρία σχολείο», αλλά δε βρέθηκε ποτέ αυτός ο τρόπος. Και έτσι η Μαρία δούλεψε σε διάφορα εργοστάσια, με τελευταίο την Πειραϊκή-Πατραϊκή, που την έκλεισαν βίαια, και μετά από κάποια χρόνια βγήκε στη σύνταξη. Και επίσης είχε μία αδελφή ο πατέρας μου, ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος, η Κατερίνα ήταν η δεύτερη που 'χε μία τραγική ιστορία. Θα αναφερθώ τώρα στην ιστορία. Η γιαγιά μου γέννησε το '33 τον πατέρα μου, το 1933, και το '34 – α, ίσως είπα '38 πριν, ναι, '38 είναι η μητέρα μου – το 1933 γέννησε τον πατέρα μου η γιαγιά μου και το '34 τη θεία μου. Όμως επειδή σχεδόν αμέσως έμεινε έγκυος μετά τη γέννα του πατέρα μου η γιαγιά μου, αποφάσισε να περιμένει να γεννήσει και το δεύτερο παιδί και να τους δηλώσει μαζί. Οπότε στην ταυτότητα, σύμφωνα με τα ληξιαρχικά ο πατέρας μου και η θεία μου φαίνονται δίδυμοι. Όμως δεν είναι δίδυμοι, είναι με ένα χρόνο διαφορά, μπορεί μήνες, αλλά πάντως χρονολογικά είναι ένα έτος. Αυτό βέβαια στοίχισε στον πατέρα μου ένα χρόνο παραπάνω εργασία για τη σύνταξη. Αυτό χτυπιόταν ο πατέρας μου πάντα, ότι με δήλωσε ένα χρόνο μετά και δουλεύω ένα χρόνο παραπάνω. Οπότε η θεία μου αυτή είχε ένα χρόνο διαφορά με τον πατέρα μου, αλλά φαίνονται γεννημένοι μαζί. Η θεία μου ήταν πάρα πολύ όμορφη. Ενώ η μία θεία διακρινόταν για την εξυπνάδα στο σχολείο, η άλλη διακρινόταν για την ομορφιά της. Φτωχή οικογένεια όπως ήταν, την είχε τάξει ο παππούς μου σε έναν, στον πιο πλούσιο της Μάνδρας εκείνη την εποχή, που την ήθελε διακαώς ως σύζυγο, ως νύφη την ήθελε η οικογένεια η υπόλοιπη. Και την έταξε. Η θεία μου όμως τότε, ερωτεύεται έναν εσωτερικό μετανάστη που 'χε έρθει να δουλέψει, νομίζω, στη Χαλυβουργική, δεν είμαι όμως σίγουρη, σε κάποιο εργοστάσιο της περιοχής, από τη Σάμο. Ήταν από τη Σάμο ο θείος ο Γιώργος, ήρθε να δουλέψει εδώ, γνώρισε τη θεία μου, ίσως και, μάλλον θα ‘ταν Χαλυβουργική, νομίζω γνωρίστηκαν στο ίδιο εργοστάσιο, αυτά τα μπερδεύω λιγάκι, γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν, έκαναν σχέση, που για εκείνη την εποχή ήτανε πάρα πολύ κακό, πολύ περισσότερο όταν ήταν ήδη ταγμένη νύφη. Το μαθαίνει ο παππούς, ο οποίος δεν ήταν αγριάνθρωπος, αλλά αντέδρασε ως αγριάνθρωπος, και όταν το έμαθε, βάζει μία κρεμάλα στο ξύλινο δοκάρι, στη στέγη την ξύλινη στα δοκάρια του σπιτιού, κι από κάτω βάζει και ξύλα, για να την κρεμάσει και να την κάψει. Δηλαδή, όχι μόνο να την τιμωρήσει, αλλά να βγάλει κι όλο το θυμό που ένιωσε και όλη την προσβολή, σχετικά με αυτό που έγινε, γιατί ήταν η προσβολή αλλά ήτανε και το ότι πίστευε ότι θα γλιτώσει όλη η οικογένεια τότε από τη φτώχεια. Για καλή της τύχη, έφυγε και εκείνη την ώρα πήγε στο σπίτι η νονά της, όπου είδε το σκηνικό, ρωτάει τον παππού μου που λεγότανε Γιώργος, του λέει: «Γιώργο, τι κανεις εκεί;», της είπε, δεν είχε τέτοια προβλήματα, και φεύγει η νονά και πηγαίνει στη στάση όπου περίμενε το λεωφορείο που θα επέστρεφε η θεία μου από τη δουλειά. Παίρνει τη θεία μου, της λέει τι πρόκειται να συμβεί, και την παίρνει και την κρύβει. Τώρα δεν θυμάμαι αν την έκρυψε σπίτι της, ή αν την έκρυψε κάπου αλλού. Πάντως την έκρυψε μαζί με το Γιώργο, το μελλοντικό θείο, τον σύντροφό της, τέλος πάντων, τον έρωτά της και αναγκάστηκε μετά ο παππούς να αποδεχτεί το γεγονός. Απ' τη στιγμή που κρύφτηκαν μαζί, ήταν θέμα τιμής για την οικογένεια να γίνει ο γάμος. Και γίνεται ο γάμος στο σπίτι, με κουμπάρο τον πατέρα μου. Ο παππούς μου, όμως, δ[00:10:00]εν ξαναμίλησε ποτέ στη ζωή του. Η θεία μου ερχότανε κάθε χρόνο και τους έβλεπε – α, η θεία μου βέβαια, παντρεύτηκαν, έμειναν στη Μάνδρα με τον σύζυγό της πλέον, αλλά αυτός δεν άντεξε άλλο και επέστρεψε, την πήρε μετά από ένα χρόνο απ' το γάμο, και επέστρεψε στη Σάμο. Όπου οι συνθήκες διαβίωσης, θα στις αναφέρω μετά, ήταν αισχρές, άθλιες, πέρασε δύσκολα χρόνια η θεία μου δηλαδή. Ο παππούς δεν της ξαναμίλησε ποτέ, ίσως παρά μόνο για τα τυπικά, πάντως με κάθε τρόπο της έδειχνε ότι δεν θα συμφωνήσει ποτέ σ' αυτό το γάμο, ακόμα κι όταν λίγο πριν πεθάνει ο παππούς, ήρθε από τη Σάμο, τον είδε, δεν της έδωσε συγχώρεση. Ούτε τότε. Οπότε, αυτό το κουβαλούσε η θεία και το κουβαλάει ως παράπονο. Πηγαίνοντας η θεία στη Σάμο, πέρασε πάρα πολύ δύσκολα, ακόμα πιο δύσκολα απ' ό,τι πέρναγε στην Μάνδρα, γιατί η Μάνδρα ήταν μια ημιαστική περιοχή, απ' τη στιγμή που 'ταν δίπλα στην Ελευσινα – που μη φανταστείς βέβαια, και η Μάνδρα και η Ελευσίνα χωριά ήταν τότε - αλλά είχε τα εργοστάσια, υπήρχε ένα κομμάτι ψωμί που τρώγανε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Στη Σάμο που ο θείος ξαναέγινε ψαράς, δεν υπήρχε ούτε το κομμάτι ψωμί τότε. Κι έτσι η θεία μου αναγκάστηκε και πήγαινε και ξενόπλενε στη σκάφη σε πλούσιες οικογένειες. Έκανε δύο παιδιά, δούλεψε μετά στο εργοστάσιο που φτιάχνει τα κρασιά στη Σάμο, στο Σαμιώτικο κρασί, δε θυμάμαι τώρα πώς λέγεται, ζει ακόμα, υπάρχει ακόμα ο καημός εκείνος, οπότε είναι μια τραγική φιγούρα για την οικογένεια η θεία. Αυτά από τη μεριά της θείας.
Και της οικογένειας του πατέρα σου.
Ενότητα 2
Πώς έστησαν το σπιτικό τους οι γονείς της και η δική της επεισοδιακή γέννηση
00:12:04 - 00:19:34
Και της οικογένειας του πατέρα μου. Ο πατέρας μου έκανε διάφορες δουλειές όπως είπαμε και κάποια στιγμή, προκειμένου να μαζευτούν κάποια χρήματα για να παντρευτεί με τη μητέρα μου – με προξενιό βέβαια – έφυγε στη Γερμανία, στο Βέλγιο στα ανθρακωρυχεία και δούλεψε ανθρακωρύχος στις υπόγειες στοές. Στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, στη Φλαμανδική πλευρά, δεν ξέρω αν υπάρχουν κι αλλού, αλλά ο πατέρας μου εκεί ήταν που... Έμεινε ένα διάστημα, δούλεψε εκεί, ήταν πάντα στο αριστερό κίνημα, ποτέ δεν ήταν οργανωμένος, ποτέ δεν ήταν ενεργό μέλος, αλλά ήταν πάντα με αριστερές ιδέες. Όταν γύρισε απ' το Βέλγιο, απ' τα ορυχεία, παντρεύτηκε με τη μαμά μου το 1966 στην Μάνδρα παντρεύτηκαν και έχτισαν ένα δωματιάκι – ακριβώς ένα δωματιάκι – στην Ελευσίνα. Όταν μπήκανε μες στο σπίτι, το μόνο που υπήρχε μέσα στο σπίτι, εκτός απ' το κρεβάτι και το γκάζι, ήταν ένα δώρο του παππού, του πατέρα του πατέρα μου, μία κουτάλα. Τώρα, πού θα μαγειρεύανε και πού θα τρώγανε με το φαΐ που θα παίρναν απ' την κουτάλα, ήταν ένα άλλο θέμα που δεν το σκέφτηκε κανείς. Δωρήθηκε η κουτάλα, αλλά ούτε τέντζερα είχανε, ούτε πιάτα. Δε θυμάμαι τώρα βέβαια τι έγινε μετά, νομίζω ότι μια θεία της μάνας μου, που ήταν πρώτη εξαδέλφη της γιαγιάς μου, πήγε και της δάνεισε την άλλη μέρα τα δικά της, αν θυμάμαι καλά. Παντρεύτηκαν, μείναν σ' εκείνο το δωμάτιο που το χτίσαν με τα χέρια τους, όπως λέει και το τραγούδι με τη Δραπετσώνα, με τα αυτά που χτίζανε, κάπως έτσι. Το σπίτι ήτανε στην Κάτω Ελευσίνα, στο Καλιμπάκι, πολύ κοντά στον έκτο στόλο που ήταν αραχτός τότε στην παραλία της Ελευσίνας, και δίπλα στο Σαρανταπόταμο. Ο Σαρανταπόταμος είναι ένα ποτάμι που κατεβαίνει πάνω από τα βουνά τα δικά μας, διέσχιζε ένα μεγάλο κομμάτι των χωριών, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πού, νομίζω γεμίζει και το Μόρνο, και διέσχιζε ένα κομμάτι της Ελευσίνας τότε που ήμασταν όμως υποβαθμισμένη περιοχή και όταν είχε πλημμυρίσει ο Σαρανταπόταμος, είχαν γίνει διάφορα. Το σπίτι ήταν όμως δίπλα στο Σαρανταπόταμο, που έχει αυτή τη στιγμή όπως το σκέφτομαι, έχει το γραφικό, άσχετα απ' το επικίνδυνο, και είχε μια μεγάλη, τεράστια έκταση φιστικιές. Σε απόσταση που όπως άπλωνες τα χέρια σου από τη βεράντα του σπιτιού, που δεν ήταν βεράντα τότε, ήταν αυλή, έπιανες τις φιστικιές, οι οποίες δεν μας ανήκανε. Τώρα αυτή τη στιγμή περνάει ο δρόμος. Δεν βλέπαμε τα απέναντι σπίτια των φίλων μας, ήταν οι φιστικιές. Και αυτά μιλάμε τώρα, το '67 υπήρχαν βέβαια που γεννήθηκα εγώ, αλλά εγώ έχω αναμνήσεις απ' το '74, το '75. Μέχρι που απαλλοτριώθηκαν όλα αυτά και έγινε ο δρόμος. Μια ανάμνηση που έχω ως παιδί – θυμάμαι, ήμουν ένα πάρα πολύ ντροπαλό παιδί – ως παιδί, να λέω τα κάλαντα με τη φίλη μου τη Ρούλα, και έχουμε πάει στη γειτόνισσα η οποία το σπίτι της γειτόνισσας δε φαίνεται απ' τις φιστικιές, πρέπει να πάμε από γύρω γύρω, απ' το ποτάμι για να μπορέσουμε να πούμε τα κάλαντα. Και λέμε, λέμε τα κάλαντα, εγώ, επειδή ήμουνα πιο χαμηλόφωνη, ντρεπόμουνα, γυρίζει και μου λέει στο τέλος η γειτόνισσα: «Εσύ -της λέει της Ρούλας- πάρε πέντε δραχμές, δυο δραχμές – δε θυμάμαι τώρα πόσο έδωσε – εσύ δε θα πάρεις τίποτα»μου λέει «γιατί δεν ακουγόσουνα». Ήταν πάρα πολύ σκληρή και δεν ήταν Αρβανίτισσα! Δηλαδή, φημίζονται οι Αρβανίτες για τη σκληρότητά τους, αλλά στην ουσία δεν είναι σκληροί, απλώς έχουνε μια δικαιοσύνη περίεργη μέσα τους. Αυτή δεν ήταν Αρβανίτισσα και φέρθηκε πάρα πολύ σκληρά, και το θυμάμαι ακόμα και τώρα, και ως μεγάλη πλέον, παντρεμένη με παιδιά, πήγα και της είπα ότι: «Αυτό που έκανες τότε δεν ήταν σωστό». Και η άλλη ανάμνηση που έχω πάλι με τα κάλαντα, είναι ότι λέω τα κάλαντα, μου ΄χουνε πέσει τα χρήματα κάτω στο δρόμο που 'ταν χωμάτινος, βέβαια, έχουνε λασπωθεί και πηγαίνω με μια αφέλεια στο Σαρανταπόταμο, που έτρεχε τότε, είχε γεμίσει νερό, να ξεπλύνω τα κέρματα, και μου τα παρασύρει το ποτάμι. Και τα κέρματα χάθηκαν όλα.
Έγιναν ευχή στον ποταμό.
Ναι, αλλά εγώ σαν παιδί τότε, δεν το έβλεπα καθόλου ως ευχή στον ποταμό. Να γυρίσω όμως εκεί που είχαν χτίσει οι δικοί μου το δωματιάκι. Γεννήθηκα το Φλεβάρη του '67, 7/2/67, ήταν μια πάρα πολύ κρύα νύχτα, που τότε έκανε κρύες νύχτες ο χειμώνας, και χιόνιζε. Παίρνει ο πατέρας μου τη μάνα μου, αφού είχαν σπάσει τα νερά, και τη βάζει στο ποδήλατο, πίσω από το ποδήλατο, γιατί δεν υπήρχε αυτοκίνητο βέβαια κι ούτε οικονομική δυνατότητα για ταξί. Και τη βάζει στο ποδήλατο, και την πάει στο μαιευτήριο στην Ελευσίνα. Το οποίο θα σου πω τώρα πόσο ήτανε, ήτανε γύρω στο ένα τέταρτο με τα πόδια, δέκα λεπτά με ένα τέταρτο με τα πόδια είναι η απόσταση, ιδιωτικό μαιευτήριο του Αντωνίου. Το έχω και σε φωτογραφία αν ενδιαφέρεσαι και για φωτογραφίες, τώρα προχθές το φωτογράφιζα, υπάρχει ακόμα ως ταμπέλα. Και τη βάζει στο ποδήλατο – τότε όλοι μα όλοι κυκλοφορούσαν στην Ελευσίνα με ποδήλατο, δεν υπήρχε οικογένεια που δεν έχει ποδήλατο. Και εγώ ως παιδί μέχρι τα 25 μου, κυκλοφορούσα στην Ελευσίνα με ποδήλατο. Και οι νυχτερινές έξοδοι που κάναμε ήταν με ποδήλατο. Τη βάζει στο ποδήλατο, και την πάει στο μαιευτήριο, όπου την άλλη μέρα γέννησε. Δύσκολες καταστάσεις. Δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε και ο αδερφός μου, με καλύτερες συνθήκες όμως μετά, είχε μεγαλώσει το σπίτι.
Ναι, να πάμε λίγο στον πατέρα όπου όπως ανέφερα πριν, είχε τελειώσει την Δ' Δημοτικού, δεν είχε τελειώσει Ε', ΣΤ'. Γυρίζοντας απ' το Βέλγιο και λίγο πριν παντρευτεί, έπιασε δουλειά στη Χαλυβουργική κι εκεί συνταξιοδοτήθηκε. Μέχρι τότε δούλευε στη Χαλυβουργική, μέχρι που πήρε σύνταξη [Δ.Α.] αν έχω καταλάβει καλά, παίρνουν τις λαμαρίνες, είναι στο στάδιο της κατασκε[00:20:00]υής της λαμαρίνας. Επειδή, όμως, ήταν ένας άνθρωπος φιλόδοξος με την καλή έννοια, δηλαδή, δεν αρκούταν σ' αυτό που ήτανε, αγαπούσε πάρα πολύ τη μάθηση, αγαπούσε πάρα πολύ τα μηχανολογικά, και επειδή ήθελε να εξελιχθεί στο εργοστάσιο πάνω σ' αυτό που έκανε – ήταν πρακτικός άνθρωπος – αλλά επειδή το είχε ως γνώση πρακτική, ήθελε να το θεωρητικοποιήσει. Με την Δ' όμως Δημοτικού δεν μπορούσε να πάρει το πτυχίο του εφαρμοστή. Οπότε γύρω στα 45 του με 50, γράφτηκε στο σχολείο ενηλίκων και τέλειωσε την Ε' ΣΤ' Δημοτικού, πήρε το απολυτήριο Δημοτικού και μετά τέλειωσε και τη σχολή των εφαρμοστών. Οπότε είχε και το πτυχίο το οποίο εκτός ότι του ‘δινε και περισσότερα χρήματα, του ‘δινε και τη δυνατότητα να εξελιχθεί στη δουλειά του. Όπως και εξελίχθηκε γιατί εντάχθηκε σε μία ομάδα μέσα στη Χαλυβουργική, που χωρίς τη δική τους έγκριση δεν προχωρούσανε πράγματα. Και μάλιστα, χωρίς να ξέρει καθόλου Αγγλικά, συνεργαζόταν με το εργοστάσιο της Σουηδίας και βοήθησε στο να στηθεί το εργοστάσιο της Αμερικής τότε, στο Σικάγο που έκανε ο Αγγελόπουλος, και επίσης, έστησε και το εργοστάσιο στο Κάρντιφ στην Αγγλία. Μετά τη σύνταξη έγινε αυτό με το Κάρντιφ. Αλλά είχε άμεση συνεργασία ως νέος με το εργοστάσιο της Σουηδίας - μάλλον δεν ξέρω αν ήταν εργοστάσιο στη Σουηδία ή συνεργαζόταν με μια ομάδα Σουηδών. Πάντως υπήρχε μια ομάδα Σουηδών που ερχότανε στη Χαλυβουργική και συνεργαζόταν άμεσα με τον πατέρα μου. Αυτός κι άλλοι δύο είχαν τον τελευταίο λόγο μαζί με τους Σουηδούς. Ίσως να μην υπήρχε εργοστάσιο στη Σουηδία, ίσως να υπήρχε ομάδα που συνεργαζόταν η ίδια η Χαλυβουργική. Αυτό δεν το 'χω... Πάντα είχα την εντύπωση υπήρχε εργοστάσιο, αλλά δεν έχω στοιχεία γι' αυτό. Μπορεί και να το ψάξω για να το επιβεβαιώσω. Πάντως ενόσω, πριν πάρει σύνταξη, του προτάθηκε να πάει στην Αμερική να στήσει το εργοστάσιο, όλη αυτή η ομάδα να στήσει το εργοστάσιο στο Σικάγο, τα ετοίμασε όλα, διαβατήριο, βαλίτσα, και τελευταία στιγμή έκανε πίσω. Γιατί υπήρχε ο όρος ότι δεν μπορούσε να πάει η μητέρα μου, έπρεπε να πάει μόνος του 2-3 χρόνια και μάλλον δίσταζε ν΄ αφήσει την οικογένεια πίσω. Ενώ όταν ήρθε η ώρα σαν συνταξιούχος που τον κάλεσε ο Αγγελόπουλος να στήσουν το εργοστάσιο στο Κάρντιφ, η ίδια ομάδα, στο Νιουπορτ, στο Κάρντιφ εκεί, είπε ναι, γιατί τότε πήγανε και οι γυναίκες των ανθρώπων. Εμείς είχαμε μεγαλώσει, είχαμε φύγει με τον αδελφό μου, οπότε πήγε στο Νιούπορτ, στο Κάρντιφ, και έστησαν το εργοστάσιο μαζί με την ομάδα την ίδια τότε, της Χαλυβουργικής, ως συνταξιούχος πλέον. Το πατρικό σπίτι του πατέρα μου δεν ήταν πάντα εκεί που είναι τώρα, που το έχτισαν μετά στο ρέμα, έτσι όπως λέγεται τώρα - είναι εκεί που πέρασε το ποτάμι με τις πλημμύρες. Το πατρικό σπίτι ήτανε στη Ράχη. Έτσι λεγόταν και λέγεται η περιοχή, όπου τώρα - και τότε ήταν ένα λοφάκι - και τώρα είναι ο Προφήτης Ηλίας εκεί, μάλλον όχι δεν είναι Προφήτης Ηλίας στη Μάντρα. Είναι ένα λοφάκι που έχει αξιοποιηθεί πλέον. Τότε λεγότανε Ράχη και κάποια στιγμή στη δεκαετία του '60 μέχρι '70, νομίζω του '60, ή μήπως του '50, δεν το θυμάμαι, πρέπει να το τσεκάρω, έρχεται ο Σκαλιστήρης, και βγάζει έξω τους ανθρώπους της Ράχης, γιατί από κάτω είχε ανακαλύψει ένα ορυκτό - που δεν θυμάμαι τώρα ποιο είναι, μπορώ να το ελέγξω μετά όμως - με πληροφορίες απ' το... Είναι στο ίντερνετ, το 'χω ψάξει. Οπότε προκειμένου να κάνει ορυχεία εκεί, τους έδιωξε. Απ' τα σπίτια τους. Με συνοπτικές διαδικασίες. Και μετακομίσαν όλοι σε μια συγκεκριμένη περιοχή, με πιο σύγχρονα σπίτια βέβαια, αλλά εγώ θυμάμαι χαρακτηριστικά το σπίτι στη Ράχη, όπου ζώα και άνθρωποι ήτανε μαζί. Οπότε, αφού το θυμάμαι εγώ το σπίτι στη Ράχη, σημαίνει ότι τους έδιωξε πιο μετά. Δεν ξέρω πότε δραστηριοποιήθηκε, το '50 ή το '60 ο Σκαλιστήρης, αλλά στη Ράχη πήγε πιο μετά όντως, αφού έχω αναμνήσεις απ' το σπίτι αυτό. Και θυμάμαι τη γιαγιά μου ότι ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με το σπίτι το καινούριο, πάντα σκεφτόταν το σπίτι στη Ράχη.
:Υπήρξαν κινητοποιήσεις τότε;
Δεν το ξέρω, όμως μπορώ να αφήσω το κεφάλαιο αυτό ανοιχτό και να μάθω πληροφορίες. Δεν το ξέρω τι κάναν οι κάτοικοι. Ήταν μία εποχή – φαντάζομαι πως όχι – γιατί ήταν μία εποχή που μοιρολατρικά δεχόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι την τύχη τους. Μπορεί και να υπήρξαν όμως. Δεν ξέρω. Θα ρωτήσω. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ τον πατέρα μου. Δεν ξέρω. Θα ρωτήσω όμως τη θεία μου
Εσύ πάντως δε θυμάμαι να...
Όχι, όχι.
Ως παιδί.
Όχι, ως παιδί δεν έχω αναμνήσεις κινητοποιήσεων.
Ίσως όμως αυτό να μας πηγαίνει – θα κάνουμε -
Μπρος πίσω -
Μπρος πίσω, αλλά ίσως αυτό μπορεί να μας πάει σ' αυτά που θυμάσαι εσύ ως πια έφηβη, ως -
Ως κινητοποιήσεις στην περιοχή –
Ως κινητοποιήσεις στην περιοχή.
Ναι. Ως έφηβη, ως παιδί και ως έφηβη, θυμάμαι πάρα πολλές κινητοποιήσεις. Είχαμε τη χαρά και την τύχη, μετά τη μεταπολίτευση να βγάλουμε έναν καταπληκτικό Δήμαρχο, το Μιχάλη το Λεβέντη, ψυχίατρος, που αδίκως βγήκε για 2 τετραετίες. Ήταν ένας άνθρωπος έξυπνος, ένας άνθρωπος που προερχόταν απ' το χώρο του ΚΚΕ, και το λέω αυτό και το υποστηρίζω, παρότι δεν ανήκω πλέον στο ΚΚΕ, ενώ παλιά ήμουν μέλος του ΚΚΕ, ότι, για τότε τουλάχιστον, ήταν πάρα πολύ σημαντικό ότι ο Μιχάλης ο Λεβέντης ήταν απ' το ΚΚΕ, γιατί δεν ήταν μόνο άνθρωπος πνευματικός, δεν ήταν άνθρωπος μόνο έξυπνος, δεν ήταν άνθρωπος ο οποίος μπορούσε να διεκδικήσει με την πνευματικότητα του πράγματα για την Ελευσίνα, αλλά ήταν και αγωνιστής. Και κυριαρχούσε τότε το σύνθημα: «Η Ελευσίνα έχει λαό και δήμαρχο λεβέντη». Αυτό ήταν το σύνθημα της εποχής μας. Είχαμε ξελαρυγγιαστεί σε πλατείες και τα φωνάζαμε αυτά, παρότι εγώ ήμουνα παιδί του Γυμνασίου και δεν μπορώ να πω ούτε ψήφιζα, ούτε τίποτα, ούτε που είχα ιδέα για το σύνθημα, αλλά το ένιωθα. Οπότε, είχαμε τη χαρά και την τύχη να έχουμε το Μιχάλη το Λεβέντη δήμαρχο, ο οποίος αγωνιζόταν για τα προβλήματα της περιοχής. Εγώ ως παιδί ακόμα, θυμάμαι το εργοστάσιο του Κουραμάνη, το οποίο ήταν ένα εργοστάσιο σαπουνοποιείας, αυτό ήταν το πιο δε θέλω χρησιμοποιήσω τη λέξη light, το πιο λίγο κακό από αυτά τα οποία είχαμε απ' τα εργοστάσια της περιοχής. Ο Κουραμάνης ήταν σαπουνοποιεία, πολύ κοντά στην Ελευσίνα, στην περιοχή του αεροδρομίου, όπου έφτιαχνε σαπούνι. Που αυτό τι σημαίνει; Ότι ξυπνάγαμε και κοιμόμασταν με τη μυρωδιά της σαπουνοποιείας στη μύτη μας και στα πνευμόνια μας. Το οποίο μπορεί να μην ήταν επικίνδυνη ίσως -λίγο, πολύ δεν ξέρω- πάντως όχι τόσο επικίνδυνη όσο όλα τα άλλα που αναπνέαμε, αλλά δεν παύει να ήτανε μία μυρωδιά που κανείς δεν είχε το δικαίωμα να μας βάλει να το ζήσουμε αυτό το πράγμα. Και ο δήμαρχος έκανε πάρα πολλές κινητοποιήσεις ενάντια στον Κουραμάνη. Κάποια στιγμή κάτι πετύχαμε, αλλά νομίζω ότι ίσως και να υπάρχει ακόμα, αλλά δε μυρίζει πλέον. Νομίζω, γιατί εγώ δε μένω πλέον στην Ελευσίνα. Αλλά μεγαλώνοντας πλέον και με την εμπειρία την πολιτική που έχω μετά από τόσα χρόνια σε πολιτικά κόμματα και στις κινητοποιήσεις, τότε θεωρούσα αυτονόητο το ότι ο Λεβέντης ως δήμαρχος έμπαινε μπροστά στις κινητοποιήσεις ενάντια σε ένα εργοστάσιο ή σε πολλά εργοστάσια. Πλέον καταλαβαίνω ότι δεν είναι αυτονόητο αυτό. Θέλει θάρρος, θέλει τόλμη και θέλει ηθική. Ο Λεβέντης ήταν εμπνευστής των Αισχυλείων, αυτά που υπάρχουν ακόμα και τώρα. Δεν υπάρχει πλέον αυτή η επιτροπή που εμπνεόταν και δημιουργούσε με πάθος καλλιτεχνικό για τα Αισχύλ[00:30:00]εια. Τότε τα Αισχύλεια γίνονταν μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, κι ήταν ή 3 ή 4 παραστάσεις. Αυτά ήταν τα Αισχύλεια. Δεν ήταν, δεν υπήρχε αυτό που υπάρχει τώρα. Δεν υπήρχαν καν, δεν υπήρχε η ιδέα του φεστιβάλ τότε. Γι΄αυτό ήταν πρωτοπόρος ο Λεβέντης. Ήταν τα πάντα, ήταν αγωνιστής, ήταν πρωτοπόρος... Εγώ ως παιδί έχω μία ανάμνηση. Ως εικόνες έχω πάρα πολλές από τα Αισχύλεια, αλλά έχω μία πολύ έντονη ανάμνηση. Έχω δει – τα παιδιά μπαίναμε δωρεάν – έχω δει το Μάνο τον Κατράκη ως Προμηθέα Δεσμώτη. Σαν παράσταση. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή την επαφή με το θέατρο που 'χα ως παιδί, το λέω και συγκινούμαι και ανατριχιάζω, και μερικά πράγματα μας καθορίζουνε, αλλά πολλά χρόνια αργότερα. Δε θυμάμαι βέβαια τίποτα απ' το κείμενο, δεν κατάλαβα τίποτα απ' το κείμενο, θυμάμαι όμως ότι είχα καθηλωθεί από τον Κατράκη ως προσωπικότητα, ως μορφή, ως παίξιμο. Ήμουνα μικρό παιδί. Δε θυμάμαι τώρα πότε ήταν η παράσταση αλλά ήμουνα μικρό παιδί. Και επίσης, ως μεγαλύτερο παιδί, θυμάμαι τον Καζάκο και την Καρέζη, που παίζανε, δε θυμάμαι τι παίζανε αυτή τη στιγμή, θυμάμαι, όμως, ότι είχε βάλει τον χορό αν δεν κάνω λάθος, ήταν ντυμένοι ως ναζί στρατιώτες. Ίσως μπορούμε να βρούμε ποια παράσταση ήταν τότε, και μ' είχε ξενίσει η σκηνοθετική αυτή παρέμβαση και δεν μ' άρεσε καθόλου! Είχα και άποψη παρότι ήμουνα μικρή και τελικά με ακολουθεί αυτό το πράγμα, κι ακόμη τώρα όταν βλέπω νεωτερισμούς σε κλασσικά έργα δεν μ' αρέσει καθόλου. Φυσικά, ντάξει, δεν αφορίζω, δεν είμαι εγώ που θα κρίνω. Ως θεατής, τι μιλάει στην ψυχή μου μιλάω τώρα. Και θυμάμαι ότι παρότι ήμουνα μικρή δεν μ' άρεσε, αλλά θυμάμαι την Καρέζη και τον Καζάκο να παίζουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μήπως ήταν κι Αντιγόνη; Μπορεί να ήταν και Αντιγόνη. Επίσης, θυμάμαι τις πορείες Ειρήνης που κάναμε ως μαθητιώσα νεολαία. Είχαμε πάνω μία βάση, τη βάση, είχαμε βάση του ΝΑΤΟ. Οπότε είτε ξεκινούσαμε απ' τη βάση του ΝΑΤΟ και κατεβαίναμε – έχω και μια φωτογραφία που κρατάω το πανό της πορείας ειρήνης – και κάναμε και πάρα πολλά γλέντια, ως μαθητιώσα νεολαία, πάνω στη βάση του ΝΑΤΟ με απαίτηση με κεντρικό σύνθημα να φύγουν οι βάσεις του θανάτου από την Ελλάδα και κυρίως απ' την περιοχή μας, αλλά όχι να πάνε κι αλλού, γιατί είμαστε και ευαισθητοποιημένοι. Θυμάμαι επίσης για την ΠΥΡΚΑΛ πάρα πολλές διαδηλώσεις, θυμάμαι επίσης για τη μόλυνση του περιβάλλοντος, θυμάμαι για τη Χαλυβουργική στην οποία δούλευε ο πατέρας μου, μεγάλες κινητοποιήσεις να κλείσει το τμήμα της υψικάμινου που ρύπαινε φοβερά την ατμόσφαιρα. Σε όλα αυτά και συμμετείχα, γιατί τότε, ο Μιχάλης ο Λεβέντης ήταν ένα πρόσωπο που ενέπνεε το λαό να κατέβει – ήταν και μια άλλη εποχή βέβαια – να κατέβει στο δρόμο να διεκδικήσει. Ήταν ένας από εμάς. Και επίσης, θυμάμαι το Μιχάλη το Λεβέντη με πόσο πάθος αγωνιζόταν να χτιστεί το Θριάσειο νοσοκομείο. Εμπνεύστηκε τα Αισχύλεια, εμπνεύστηκε το Θριάσειο νοσοκομείο – όταν το είχε θέσει, θυμάμαι, στο τραπέζι που λένε τώρα, ως στόχο της Δημοτικής Αρχής, εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι στόχος ήτανε, λέω: «’Ντάξει, θέλει να φτιάξει ένα νοσοκομείο», όμως θυμάμαι τους γύρω μου να του λένε: «Μα βρε Μιχάλη, πώς θα φτιαχτεί το... τι είμαστε εμείς για να φτιαχτεί νοσοκομείο». Κι οι ίδιοι οι Ελευσίνιοι δεν πίστευαν ότι αξίζουν για να φτιαχτεί ένα νοσοκομείο στην περιοχή τους. «Όχι -λέει- το νοσοκομείο θα φτιαχτεί». Και πήγαινε, θυμάμαι, συναντούσε τη Μελίνα τη Μερκούρη που ήταν υπουργός πολιτισμού, ερχόταν η Μερκούρη στην Ελευσίνα, και ενώ είχαν να συζητήσουν υποτίθεται πολιτιστικά θέματα, της έλεγε: «Θέλω νοσοκομείο στην Ελευσίνα», «Ε, μα -του λέει- ρε Μιχάλη, είναι άσχετο αυτό», «Εγώ θέλω νοσοκομείο στην Ελευσίνα. Η Ελευσίνα πρέπει να φτιάξει νοσοκομείο». Αυτός ήταν ο στόχος του, να φτιαχτεί νοσοκομείο στην Ελευσίνα. Γιατί είχε τα επιχειρήματα, υπήρχαν ατυχήματα στην περιοχή, είναι μια μεγάλη περιοχή, δεν μπορούμε να πηγαίνουμε ούτε στη Νίκαια, ούτε στο Τζανειο, στον Ευαγγελισμό, και όντως η θεμέλιος λίθος μπήκε επί των ημερών του. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν και για τρίτη τετραετία ήταν ο Μιχάλης ο Λεβέντης δήμαρχος, γιατί είχαν αλλάξει πολλά πράγματα πλέον. Ίσως πάλι μια καταστροφή θα είχε επέλθει. Αλλά σίγουρα δεν θα υπήρχε αυτή η καταστροφή επί των ημερών του Παπαπέτρου. Μάλιστα, και είναι μια μικρή ιστορία που ακόμα την κουβαλάω, εγώ τότε ήμουνα μέλος του ΚΚΕ κι είχα πάρει υποτροφία το 1986 να φύγω να σπουδάσω στη Βουλγαρία με υποτροφία του κόμματος. Έφυγα Σεπτέμβριο του '86. Οκτώβριο του '86 γίνονται οι δημοτικές εκλογές. Πρέπει να 'ταν Οκτώβριος, αν δεν ήταν Οκτώβριος θα 'ταν τέλος Σεπτεμβρίου, πάντως είχα φύγει. Ήμασταν 10 υπότροφοι στη Σόφια. Οι υπόλοιποι που θα σπουδάζανε στη Βουλγαρία ή οι υπόλοιποι που 'ταν άλλα έτη δεν είχαν ανέβει ακόμα στη Βουλγαρία, ούτε το πανεπιστήμιο είχε αρχίσει, εμείς είχαμε πάει νωρίτερα για να προσαρμοστούμε γιατί επέρχονταν Δημοτικές εκλογές. Ο υπεύθυνος της οργάνωσης τότε, γυρίζει και μας λέει ότι: «Δεν μπορείτε να φύγετε, είναι απόφαση του κόμματος να παραμείνετε εδώ». Εγώ είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ γιατί ήξερα ότι υπήρχε ένα πολύ, ένα κλίμα δύσκολο, κερδίζαμε τη μάχη των εκλογών σώμα με σώμα με τον Παπαπέτρου τότε. Και λέω: «Πρέπει να πάω στην Ελευσίνα να ψηφίσω» και γυρίζω και μου λέει: «Συντρόφισσα, υπάρχει κάποιος δήμος που χάνουμε για μία ψήφο;». Και βγαίνουν τα αποτελέσματα των εκλογών και χάσαμε την Ελευσίνα για μία ψήφο. Αυτό είναι κάτι που το κουβαλάω ακόμα τώρα. Δεν πιστεύω ότι ο Λεβέντης εχασε για μία ψήφο, ίσως κερδιζε για δύο ψήφους, πάντως ήτανε σώμα με σώμα η μάχη. Εγώ όμως το κουβαλάω ακόμα ότι αν είχα έρθει να ψηφίσω, ίσως και να κέρδιζε για μία ψήφο ο Λεβέντης. Δεν ξέρω τι έγινε μετά, αν πήγαν σε εκλογοδικεία, αν, αν, αν, όλα αυτά είναι ιστορία πλέον. Γεγονός είναι ότι ο Μιχάλης ο Λεβέντης ήταν αντάξιος δήμαρχος, τίμησε το ΚΚΕ τότε που τον υποστήριζε, τίμησε την επιστήμη του, γιατί βοηθούσε πάρα πολύ κόσμο ως γιατρός, και πρωτοπόρος σε πάρα πολλά πράγματα τα οποία πλέον τώρα μπορώ και να τα εκτιμήσω.
Η καταστροφή που επήλθε επί των ημερών Παπαπέτρου;
Επήλθε καταστροφή. Η καταστροφή περιλαμβάνει, πρώτα απ' όλα μέχρι τότε, δεν μπορούσε να χτίσεις πέρα από ένα ορισμένο ύψος στην Ελευσίνα, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Ε, και μετά απ' ό,τι θυμάμαι, γιατί εγώ μην ξεχνάς ότι είναι το διάστημα το οποίο έλειψα πλέον, έμεινα 6 χρόνια στη Βουλγαρία, ήρθα και βρήκα μιαν άλλη Ελευσίνα. Πλέον, μπορούσαν να ανοίξουνε κάτι τα εργοστάσια, ο Λεβέντης ήταν πάντα στο δρόμο, ενάντια σε επεκτάσεις, ενάντια στο ένα, ενάντια στο άλλο, που μπορεί να μην πετύχαινε το στόχο πάντα, όμως υπήρχε ένα φρένο, και ήξεραν οι εργοστασιάρχες ότι ο Λεβέντης ήταν ικανός να ξεσηκώσει ένα λαό και να τον κατεβάσει στο πεζοδρόμιο. Κι εκεί... Οπότε, υπήρξε η επέκταση, υπήρξαν διάφορα άλλα. Κατόρθωσε το ΚΚΕ, που μετά ήταν Συνασπισμός, να ξαναπάρει το Δήμο, όμως ποτέ δεν έγιναν αυτά που γίνονταν επί των ημερών του Λεβέντη. Ήταν και μια άλλη εποχή βέβαια, εντάξει.
Για ποια εποχή λοιπόν μιλάμε, ποιες δεκαετίες, ποιες μάλλον χρονολογίες;
Με το Λεβέντη; Ο Λεβέντης ήταν αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, απ' το '74 μέχρι το '86.
Το '91 λοιπόν που γίνεται το δημοψήφισμα έχει αλλάξει η δημοτική αρχή.
Το '91 έχει αλλάξει η δημοτική αρχή, ναι.
Θυμάσαι λεπτομέρειες από την εποχή του δημοψηφίσματος;
Όχι, δε θυμάμαι λεπτομέρειες, θυμάμαι όμως ένα γενικό κλίμα, γιατί εγώ ήμουνα Βουλγαρία τότε, οπότε δε θυμάμαι...Έχω όμως στον κύκλο μου ανθρώπους που μπορούν να σου μιλήσουνε για την εποχ[00:40:00]ή εκείνη. Επίσης, όταν εγώ ήμουνα παιδί, η Ελευσίνα χωριζότανε, όπως και χωρίζεται βέβαια, από τις γραμμές του τρένου, η Πάνω και η Κάτω Ελευσίνα. Όμως μπορεί και τώρα να χωρίζεται, αλλά τότε ήταν το φυσικό όριο των γραμμών, ήτανε και πρακτικό όριο. Δεν είχαμε καμία μα καμία επαφή με τους πανωμερίτες. Οι Κάτω ήμασταν οι Αρβανίτες, οι Πάνω ήταν κυρίως προσφυγικοί συνοικισμοί. Και επίσης ήμασταν και πάρα πολύ υποβαθμισμένοι οι Κάτω. Η παραλία στην οποία έμενα και τώρα δεν την αναγνωρίζω στιγματιζόταν τότε από τον έκτο στόλο και τα πορνεία. Ήταν μια μικρή Τρούμπα εκεί η παραλία. Δεν πήγαινε, ήταν απαγορευμένο το να πάει κάποιος, δεν υπήρχε Ελευσίνιος που πατούσε το πόδι του, είτε μέρα είτε νύχτα. Ανάμεσα στο όριο της Τρούμπας της μικρής με τον έκτο στόλο και το σπίτι μου, υπήρχε μία νεκρή ζώνη. Σ' αυτή τη νεκρή ζώνη, υπήρχε παραλία, στην οποία κάναμε μπάνιο. Τελευταία ανάμνηση που έχω -σίγουρα ξαναπήγα μετά – αλλά η τελευταία ανάμνηση που έχω είναι του πραξικοπήματος στην Κύπρο. Φεύγαμε με τα παιδιά της γειτονιάς και πηγαίναμε και κολυμπούσαμε στην παραλία εκείνη, χωρίς επίβλεψη, χωρίς τίποτα, παρότι ήμασταν μικρά παιδιά, παίρναμε την ομελέτα μας τυλιγμένη σε μια πετσέτα, και πηγαίναμε να κολυμπήσουμε. Είχε μια μαούνα παλιά ξύλινη, μέσα στην σχεδόν θάλασσα, κοντά στην ακτή όμως, η οποία είχε καεί και το κουφάρι της υπήρχε εκεί καμένο και εμείς ανεβαίναμε πάνω και κάναμε τις βουτιές μας. Και όταν έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο, ήρθε αλαφιασμένη θυμάμαι η μάνα μου και η μάνα τουλάχιστον ενός παιδιού, κάποιων αδελφών που παίζαμε μαζί και μας φωνάζανε αλαφιασμένες: «Ελάτε πίσω, μαζεύτε τα, στην Κύπρο γίνεται πόλεμος!». Εμείς δεν καταλάβαμε και πολλά σαν παιδιά που ήμασταν, και χτυπιόμασταν και κλαίγαμε ότι δε θέλαμε ν' αφήσουμε τη θάλασσα για να πάμε σπίτι. Θυμάμαι τον πατέρα μου τον πήρανε φαντάρο, για να πάει στην Κύπρο – σιγά μη στέλναμε στρατό. «Η νήσος κείται μακριά», που υπάρχει αυτό ακόμα. Όπως πήρανε φαντάρο και τον αδελφό της, τον άντρα της αδελφής της μάνας μου, οπότε – που ήταν στο χωριό, στο Κριεκούκι – απ' τη στιγμή που τους πήρανε με την επιστράτευση, η θεία μου με τα τρία παιδιά της, ήρθε και έμεινε μαζί μας στην Ελευσίνα, μέχρι να επιστρέψουν οι άντρες από την επιστράτευση. Γιατί φοβότανε μόνη της στο χωριό και γιατί ήτανε δύσκολο το να μένει μια γυναίκα μόνη της στο χωριό, όταν μπορεί να υπήρχε πόλεμος. Βέβαια, αν εξελισσόταν σε πόλεμο, φαντάζομαι ότι εμείς θα ‘χαμε φύγει από την πόλη να πάμε να ζήσουμε μαζί της, αλλά επειδή ο θείος μου ήρθε να καταταχθεί στην Αθήνα, έφερε μαζί και την οικογένεια κι έμεινε σπίτι μας. Κι αυτό που χαρακτηριστικά θυμάμαι είναι ότι πέρναγα πάρα πολύ ωραία με τα ξαδέλφια μου στρωματσάδα όλοι έξω στον κήπο στην αυλή, κι όταν πλέον γύρισαν οι άντρες από το μέτωπο που δεν πήγαν ποτέ, δυσαρεστηθήκαμε πάρα πολύ τα παιδιά. Δεν είχαμε ιδέα τι είναι πόλεμος, δεν το 'χαμε ζήσει ποτέ και δεν το ζήσαμε ευτυχώς ποτέ, αλλά λυπηθήκαμε που τόσο άδοξα έληξε εκείνο το ωραίο καλοκαίρι που περνούσαμε μαζί. Αυτή είναι η ανάμνησή μου από την Κύπρο.
Από εκείνη την παραλία.
Από κείνη ναι. Και επίσης, θυμάμαι ως παιδί το θάνατο του Μακάριου, με σημάδεψε, γιατί στο σπίτι ένιωσα στα βλέμματα της οικογένειάς μου, της μάνας μου και του πατέρα μου, την ανησυχία του πατέρα μου κυρίως που ήταν πολιτικοποιημένος περισσότερο, η μάνα μου πιο πολύ ήταν αποδέκτης σε όλο αυτό, ένιωσα την ανησυχία για το τι θα συμβεί τώρα, μετά το πραξικόπημα, και ίσως πριν πεθάνει διατηρούσαν κάποιες ελπίδες ότι κάτι μπορούσε να κάνει ο Μακάριος, δεν ξέρω τι, ήμουνα μικρή. Δεν μπορούσα... Και μάλιστα με επηρέασε σε τέτοιο γεγονός ο θάνατος του Μακάριου λέει επήλθε από ανακοπή, κι εγώ ρώτησα: «Τι ήταν αυτό που έπαθε ο Μακάριος;» και λέει: «Σταμάτησε να λειτουργεί η καρδιά του». Και κάθε βράδυ έπεφτα να κοιμηθώ και σκεφτόμουνα σ' εκείνο το δωμάτιο που έβλεπα τις φιστικιές κάποια στιγμή και σκεφτόμουνα κι έλεγα: «Κι αν σταματήσει η καρδιά μου, καλύτερα να μην κοιμηθώ». Γι΄αυτό θυμάμαι πολύ έντονα το θάνατο του Μακάριου! Ναι. Τι άλλο; Δεν ξέρω αν εξάντλησα... Α, και επίσης θυμάμαι, άλλες κινητοποιήσεις που θυμάμαι, είναι τη θεία μου που δούλευε, αφού πέρασε από διάφορα εργοστάσια η θεία μου, δούλεψε και στην Πειραϊκή – Πατραϊκή, κι εκεί κάποια στιγμή θυμάμαι την θεία μου, που έρχεται μια μέρα και μας λέει ότι απολύθηκε κι εμείς δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί μια τέτοια επιχείρηση έκλεισε, αφού πήγαινε καλά, ήταν μια ελληνική επιχείρηση βαμβακιού, φτιάχναν τόσα πράγματα, αγόραζε ο κόσμος, ντύνανε τον στρατό, δεν θυμάμαι τι ντύνανε, πάντως θυμάμαι ότι πουλούσε στο κράτος. Θυμάμαι τη θεία να αφηγείται τι πουλούσανε, τέλος πάντων, πολύ καλή ποιότητα. Και κάνανε πάρα πολύ μεγάλες κινητοποιήσεις, είχανε κλείσει τους δρόμους, δε θυμάμαι χρονολογία, και επίσης είχανε φτάσει και μέχρι το Σύνταγμα με πορεία για να διεκδικήσουνε, δεν ξέρω αν η πορεία αυτή ξεκίνησε από το εργοστάσιο, κάπου αλλού, πάντως είχανε φτάσει μέχρι το Σύνταγμα κάποια στιγμή για να διεκδικήσουνε το μη κλείσιμο του εργοστασίου.
Και μου είπες ότι κι ο μπαμπάς σου ήταν εργάτης λοιπόν στη Χαλυβουργική.
Στη Χαλυβουργική.
Πώς ήταν λοιπόν, είχαμε μιλήσει πριν και είχαμε αναφερθεί σε αυτό το ζήτημα της θνησιμότητας στην πραγματικότητα λόγω της εργασίας σε αυτή τη βαριά δουλειά, πώς το ζούσες εσύ;
Κοίταξε να δεις, εμείς, επειδή ήμαστε παιδιά, εγώ τουλάχιστον, ένιωθα πολύ έντονα και μέσα από τις αναφορές που έκανε ο Δήμαρχος βέβαια, έθετε πολύ το πρόβλημα, το ζήτημα της θνησιμότητας και της αρρώστιας. Εγώ σαν παιδί βέβαια, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσαν. Ότι θα αρρωστήσουμε ‘ντάξει, υπήρχε αυτό, επλανάτο στην ατμόσφαιρα ο φόβος ότι θα αρρωστήσουμε. Μέσα μου, όμως, δεν μπορώ να πω ότι βίωνα φόβο, φόβο. Όπως είπα πριν, βίωνα τον φόβο μιας καρδιακής ανακοπής την ώρα του ύπνου μου. Μου 'χε περάσει πραγματικά ως φόβος. Αυτό είναι σαν να ξέρεις κάτι, που πιστεύεις όμως δε θα σου τύχει εσένανε. Σαν να υποτιμάς έναν κίνδυνο, και νομίζω ότι ήταν φυσικό αφού ήμασταν παιδιά. Όμως, είχα στον κύκλο μου ανθρώπους, αν όχι συγγενείς, που λέγαν ότι: «Α, αυτός έπαθε καρκίνο γιατι δούλευε στον ΤΙΤΑΝ, αυτός πέθανε –λέει- γιατί ήταν στη Χαλυβουργική». Επίσης, υπήρχε ο φόβος στην οικογένεια ατυχήματος στον πατέρα μου, γιατί κάθε τόσο και λιγάκι γινόταν ένα ατύχημα ή ένα δυστύχημα. Η κυρία πριν που ανέφερα που δεν μου έδωσε χρήματα, δούλευε κι ο σύζυγός της, ο άντρας της, στη Χαλυβουργική. Αυτουνού έπεσε ένα μεγάλο λεπίδι κοφτερό από ψηλά που το είχαν να κόβουν ίσως σίδερα, δεν ξέρω τι κόβανε, και του έκοψε το πόδι από επάνω, σχεδόν απ' το γοφό, από πολύ ψηλά. Αυτός ήταν γείτονας, απέναντι. Ο πατέρας μου γύρισε μια μέρα κι είχε κοπεί το μεγάλο του δάχτυλο. Θυμάμαι μια άλλη φορά είχανε μπει γρέζια στα μάτια του πολύ έντονα όμως και έκατσε μία βδομάδα στο νοσοκομείο για να βγούνε. Ο θείος μου, ο ξάδελφος του πατέρα μου, πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου, πέθανε πάρα πολύ νέος σχετικά από καρδιά που αποδόθηκε σε ό, τι ανέπνεε στο ΤΙΤΑΝ στα τσιμέντα. Το οποίο είναι τραγικό αυτό που μας έκαναν στην πόλη, γιατί ακριβώς δίπλα απ' τα αρχαία υπάρχει μια καμινάδα του ΤΙΤΑΝΑ. Είναι τραγικό το πώς εμείς δεν το επιτρέψαμε, γιατί θυμάμαι ότι εμείς ως ιστορίες ακούγαμε τις κινητοποιήσεις που κάναν τότε, αλλά ποιος έδινε σημασία σε 5, σε μια χούφτα φτωχών εργατών; Οπότε, ναι... Θυμάμαι, έχω ζήσει κυρίως τον φόβο από το πώς θα εξελιχθεί με τ[00:50:00]ον πατέρα μου η κατάσταση στο εργοστάσιο, αλλά είχα και άμεσα στο περιβάλλον γειτόνων, συγγενών, που είτε πέθαναν από παρακείμενα νοσήματα, υποκείμενα, πώς λέγονται, που δημιουργήθηκαν από τα εργοστάσια, είτε είχαν ατυχήματα. Ή θανάτους είχαν ή δυστυχήματα. Και ο πατέρας μου πέθανε τελικά από καρκίνο του εντέρου, το οποίο, εντάξει μας είπε ο γιατρός ότι με τη ζωή που 'χε κάνει στη Χαλυβουργική μέσα, δεν ξέρουμε αν άμεσα ευθύνεται, αλλά λογικό ήταν να αναπτύξει κάποια στιγμή κάποια μορφή καρκίνου. Δεν ξέρω κατά πόσο...
Και αντίστοιχος πρέπει να 'ταν ο φόβος ενός ατυχήματος σε όλα αυτά τα, στην ΠΥΡΚΑΛ-
Ναι, γιατί θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά το εργοστάσιο που 'χε γίνει τότε η πυρκαγιά. Δε θυμάμαι σε ποια ηλικία ακριβώς ήμουνα, θυμάμαι ότι περπατούσα όμως – ήτανε και μέρα μεσημέρι το ατύχημα – περπατούσα στο δρόμο, και γίνεται ένα μπαμ από το εργοστάσιο, απ' ό,τι μάθαμε αργότερα, ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, ακούω τζάμια να πέφτουν, ήμουνα σχετικά μακριά, όχι πάρα πολύ κοντά, κι όταν πλέον προχώρησα είδα ότι τα τζάμια αυτά που έπεφταν ήταν τα τζάμια μιας ταράτσας με τζαμαρίας, νομίζω ότι η τράπεζα τότε ήταν η εμπορική εκεί, αν δεν κάνω λάθος. Και σκεφτόμασταν ότι αν κάποιος άνθρωπος περνούσε εκείνη την ώρα μπροστά απ' την τζαμαρία, δεν ξέρω τι θα γινότανε. Αλλά και άλλοι θάνατοι, γενικώς γίνονταν, είχαμε θανάτους αρκετούς, μεμονωμένους, πέρα από τους μαζικούς, μεμονωμένους θανάτους είχαμε από ατυχήματα, από δυστυχήματα.
Ενότητα 6
Η οικογένεια και το χωριό της μητέρας της και παιδικές αναμνήσεις της αφηγήτριας από το χωριό αυτό
00:52:03 - 01:13:42
Παρ' όλα αυτά, ένα παιδί μεγαλώνοντας την εποχή μου στην Ελευσίνα, ήταν σαν να μεγάλωνε σ' ένα μεγάλο χωριό. Ποδήλατο πολύ, μέχρι πολύ μεγάλη, ποδήλατο μέσα σε λακκούβες με νερά που πιτσιλιόμασταν, τουβλάκια, το αγαπημένο μου παιχνίδι, μήλα, κυνηγητό στις φιστικιές, μπάνια στη θάλασσα, και όταν πλέον απαλλοτριώθηκαν οι φιστικιές, γιατί ακόμα παιδί ήμουνα, και άρχισε να γίνεται ο δρόμος, θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι είχαν αφήσει οι εργάτες εκεί τα βουνά από άμμο που στρώνουνε πριν την άσφαλτο, πριν την πίσσα. Και θυμάμαι τι χαρά κάναμε που πηδάγαμε από βουναλάκι σε βουναλάκι, και μετά κάναμε και βουτιά μέσα, δεν μπορούσαμε να πάμε και πολύ βαθιά βέβαια, γιατί βγαίναν οι γονείς έξω αλαφιασμένοι, που 'χαμε γίνει άσπροι από πάνω μέχρι κάτω, που τρώγαμε άμμο, γιατί είχε μπει μέσα στο στόμα μας, είχε μπει μες στα μάτια, αλλά δε θυμάμαι να δυσανασχετούσαμε καθόλου, ήταν πάρα πολύ ευχάριστο οι βουτιές στην άμμο που κάναμε. Αμμοπόλεμο. Ο ένας να πετάει στον άλλον άμμο. Και βέβαια μεγάλο κομμάτι, όλο το κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας το έζησα Χριστούγεννα 15 μέρες, Πάσχα 15 μέρες και όλα τα καλοκαίρια 3 μηνών, εγώ κι ο αδελφός μου στο χωριό της μαμάς μου.
Πάμε λοιπόν και στην ιστορία απ τη μεριά της μαμάς.
Απ' τη μεριά της μαμάς. Πριν αναφερθώ στα παιδικά καλοκαίρια που έζησα στο χωριό μέχρι τα 15-16 μου, θα αναφερθώ λίγο στην πλευρά της μαμάς μου. Η πλευρά της μαμάς μου κι αυτοί Αρβανίτες, από το Κριεκούκι, όλοι, Δερβενοχώρια ο μπαμπάς ήτανε. Η μαμά μου ήταν από αγροτική οικογένεια. Είχανε ζώα, είχανε γελάδια, δε θυμάμαι αν είχανε κατσίκες κι άλλα, πάντως είχανε σιγουρα γελάδια, είχανε κάποια χωραφάκια, ή νοικιάζαν χωραφάκια, ή πηγαίναν ως εργάτες σε χωράφια. Βαμβάκι στην περιοχή, πεπόνι, σταφύλι πολύ, κυρίως αυτά είχανε και ήταν η μαμά μου είναι δεύτερο παιδί. Το πρώτο είναι 5-6 χρόνια πιο μεγάλο από τη μαμά μου και υπήρχε κι ένα αγόρι το τρίτο. Υπήρξαν όμως και δύο πρώτα παιδιά, τα οποία πεθάνανε για άγνωστο λόγο. Γεννούσε η γιαγιά μου, ζούσανε λίγο, πεθαίνανε. Γέννησε το δεύτερο, απ' τα δύο πρώτα, έζησε λίγο, πέθανε. Σχετικά μεγάλα, γιατί το πρώτο είχε βαφτιστεί Γαρουφαλλιά και το άλλο Ελισάβετ. Το ένα από το ένα σόι και το άλλο από το άλλο σόι ήταν του παππού και της γιαγιάς. Κι όταν γεννήθηκε το κορίτσι, τέλος πάντων, που επέζησε μετά, επειδή ήταν προληπτικοί κιόλας οι άνθρωποι τότε, και ειδικά οι Αρβανίτες, θεώρησαν ότι τα ονόματα μέσα από το σόι είναι γρουσούζικα και ότι αυτό ευθυνόταν για το θάνατο των δύο πρώτων κοριτσιών, αποφάσισαν να μη δώσουν ονόματα απ' το σόι, αλλά να επιλέξει ο νονός ένα άσχετο όνομα για να βαφτίσει το παιδί. Και επέλεξε το όνομα Ανθούλα. Άσχετο τελείως, πώς τους ήρθε δε θυμάμαι. Και επέλεξε το όνομα Ανθούλα. Επέζησε η Ανθούλα και μετά γεννιέται η μαμά μου, επέζησε κι η μαμά μου, και μετά γεννιέται και τρίτο παιδί, πρώτο, δεύτερο, τρίτο, πέμπτο κατά σειρά, αλλά αυτό που επέζησε τρίτο, και επέζησε και ο Αναστάσιος. Φτωχή οικογένεια πολύ. Η μαμά μου ήτανε γεννημένη το '38, άρα δεν έζησε τόσο έντονα την Κατοχή, με τόση πείνα και γιατί ήτανε στο χωριό αλλά και γιατί ήτανε μικρή. Δεν είχε δηλαδή την πείνα της πόλης του '40, '41 που υπήρχε εδώ στην Αθήνα και στα περίχωρα βέβαια, Ελευσίνα, Μάνδρα. Ήταν όμως φτωχοί, αλλά για καλή τους τύχη είχανε -α, είχε και σιτάρι η περιοχή, πολύ σιτάρι, και έχει ακόμα - για καλή τους τύχη όμως είχανε δίπλα μια γειτόνισσα, την κυρία Ισμήνη, ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος που τα παιδιά εκεί τη μάνα μου και τα αδέλφια της, τους είχε σχεδόν σαν παιδιά της. Αυτοί ήτανε πλούσιοι, είχανε χωράφια, και είχανε και μια τεράστια, πανύψηλη αποθήκη, σιταποθήκη, για το σιτοβολώνα που μαζεύαν το στάχυ απ' την περιοχή. Είναι η κλασική σιταποθήκη, όπου ήτανε δεν ξέρω πόσα μέτρα ψηλή, εμείς ήμαστε σα μυρμήγκια κάτω, με κεραμίδι από πάνω, πολύ μικρά παραθυράκια εξαερισμού πάνω και με περιστερώνες που είχαν φτιάξει τα περιστέρια. Αυτή η καλή κυρία, θα γυρίσω μετά για τους περιστερώνες, αυτή η καλή κυρία, η κυρία Ισμήνη –αφού η μάνα μου ακόμα το γράφει στα ονόματα «υπέρ αναπαύσεως», α, έχω κι αναμνήσεις από μνημόσυνα και κηδείες και όλα αυτά- έφερνε φαγητό στους, όποτε μπορούσε και αυτή στα παιδιά, και μία φορά θυμάμαι που μου 'χε πει η μαμά μου ότι τους είχε πάει ένα πιάτο σούπα και το 'χε αφήσει στο παράθυρο, στο περβάζι του παραθύρου, και πήγε η γάτα, η οποία η γάτα μπήκε με τα δύο μπροστινά πόδια μέσα στο πιάτο και έτρωγε. Διώξαν τη γάτα και το φάγανε και πέσαν με τα κουτάλια και το φάγανε, τόσο πολύ πεινούσανε. Η μαμά μου, όπως και τα αδέλφια της δεν συμπαθούν καθόλου τις γάτες γιατί ήταν αυτές οι οποίες τους κλέβαν το φαγητό. Επίσης, πολλές φορές η οικογένεια έφευγε, είτε τα παιδιά μόνα τους όταν μεγάλωσαν και γίναν έφηβοι, είτε ως οικογένεια πιο πριν, και ερχόντουσ[01:00:00]αν εδώ στον Ασπρόπυργο και θερίζανε, μεροκάματο. Όπως τώρα έχουμε τους μετανάστες που έρχονται περιστασιακά από την Αλβανία ή τη Β. Μακεδονία κι όλα αυτά τα μέρη και μαζεύουν τα ροδάκινα στη Β. Ελλάδα, κι έρχονται και μένουνε το διάστημα που διαρκεί η συγκομιδή, έτσι και τότε οι άνθρωποι του χωριού, των χωριών της μάνας μου, φαντάζομαι κι απ' τα γύρω χωριά, φεύγανε και πηγαίνανε, ερχόντουσαν εδώ στον Ασπρόπυργο και θερίζανε το σιτάρι, μέναν σ' όλη τη σεζόν, σ' όλη τη συγκομιδή, όχι συγκομιδή, το θερισμό. Δεν θυμάμαι τώρα αν ερχόταν και στη συγκομιδή καρπών, αυτό δεν το θυμάμαι. Σίγουρα όμως μένανε την περίοδο του θερισμού. Και κοιμόντουσαν όλοι μαζί σε αποθήκες, με τις γνωστές συνθήκες, που δεν έχουνε εκλείψει βέβαια. Εγώ σ' αυτό το χωριό πήγαινα, σ' ένα υπέροχο σπίτι, που είχε το χαγιάτι, έτσι το λέγαμε, και είχε και την αποθήκη. Άλλο το 'να, άλλο τ' άλλο. Την ίδια δουλειά κάνανε, αλλά το ΄να ήταν εξωτερικού χώρου και κολλητό όμως με το σπίτι, χωρίς όμως πρόσβαση και το άλλο το χαγιάτι ήταν εσωτερικού χώρου, το οποίο ήταν, το σπίτι είχε το δωμάτιο, το σαλόνι, με τους κλασικούς μπαούλα-καναπέδες, δεν είχε πλάτη, και το δωματιάκι με το διπλό κρεβάτι του παππού και της γιαγιάς μ΄ ένα τραπεζάκι τόσο δα μικρό και ένα νεροχύτη ακόμα πιο μικρό, όπου από πάνω υπήρχε το -δεν θυμάμαι πώς λέγεται τώρα, έχει κολλήσει το μυαλό μου- αυτό το οποίο έχει την κάνουλα τη μικρή κι ανοίγει με το βρυσάκι και τρέχει νερό. Αυτή ήταν η ποσότητα του νερού που πλέναν τα πιάτα. Ανοίγανε λίγο κι έσταζε, θυμάμαι τη γιαγιά μου, λίγο, και μιλάμε τώρα για μεγάλη οικογένεια, έτσι; Όχι τώρα, που μπορεί να 'ναι τριμελής οικογένεια και τετραμελής κι έχουμε τη βρύση να τρέχει συνέχεια. Θυμάμαι τη γιαγιά μου χαρακτηριστικά ότι άνοιγε την κάνουλα, λίγο λίγο να τρέχει, να σαπουνίζει τα πιάτα, αν είχε σαπούνι, πολλές φορές είχε νερό κι αλάτι και διάφορα άλλα, στάχτη που έκανε, και το παραθυράκι. Οπότε ήταν το δωμάτιο το κεντρικό που θεωρούσαν ότι ήταν σαλόνι, αλλά ήταν και κρεβατοκάμαρα για τους άλλους, ήταν το δωμάτιο κουζίνα, το χαγιάτι που κατέβαινε με τα τρία-τέσσερα σκαλοπάτια κάτω, που δεν είχε όμως, δεν ήταν στρωμένο, ήτανε με χώμα μέσα και πέτρες. Κι εκεί ήταν τα κρασιά, κι ήτανε και τα λάδια κι ήταν όλα τα υπόλοιπα. Κι όταν σαν παιδιά μπαίναμε μέσα, πλάθαμε με τη φαντασία μας χιλιάδες κόσμους. Νιώθαμε κι ένα φόβο, όμως, μη μας πεταχτεί το ποντίκι, μη μας πεταχτεί το φίδι, που δεν πιστεύω ότι είχε και φίδια, ποντικάκια πρέπει να 'χε, αλλά υπήρχε ένας φόβος. Και οι μυρωδιές όλες μαζί ανακατεμένες! Και στ' άλλο δωμάτιο που κοιμόμασταν εμείς είχε, παλιότερα κοιμόντουσαν τ' αδέλφια, οι θείοι μου κι η μάνα μου κι η θεία μου, ήταν στρωματσάδα, τώρα όμως είχαμε εξελιχθεί, ήτανε τα μπαούλα που πάνω είχανε βάλει, όχι στρώματα βέβαια, κουβέρτες παχιές για να κοιμόμαστε, κι ένα μεγάλο τραπέζι στη μέση, και μην τυχόν πείραζες της γιαγιάς όλα τα υπόλοιπα! Και μία φορά τι είχαμε κάνει με τον αδερφό μου; Μέσα στα μπαούλα φυλούσανε τότε κουρελάκια, κι αυτά τα κουρελάκια χρησίμευαν για οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί στη ζωή ενός σπιτιού και μιας νοικοκυράς. Ήταν τα πολύτιμα αντικείμενα της γιαγιάς μου. Εγώ όμως με τον αδελφό μου που ήμασταν πειραχτήρια, όπως όλα τα παιδιά τότε, πηγαίναμε επίτηδες, ανοίγαμε τα μπαούλα και βγάζαμε έξω τα κουρελάκια. Και μόλις έρχονταν η γιαγιά μου και μας έβλεπε, πάθαινε το ένα εγκεφαλικό μετα΄το άλλο, εμείς γελάγαμε κι ευχαριστιόμασταν, πηδούσαμε απ' το παράθυρο το οποίο παράθυρο επικοινωνούσε μ' έναν μικρό κηπάκο. Εκεί της κόβαμε τα λουλούδια που είχε και περιποιόταν, τις ορτανσίες, και – παρεμπιπτόντως, τις έχω ακόμα στο σπίτι μου, τις ίδιες ορτανσίες, ως λουλούδια – και μετά γυρνούσαμε γύρω-γύρω-γύρω στο σπίτι και μας κυνηγούσε η γιαγιά με την παντόφλα. Και όταν της περνούσαν τα νεύρα και ησύχαζε, εμείς ξανά μανά από την αρχή. Το σπίτι είχε μια τουαλέτα η οποία βρισκότανε γύρω στα 300 μέτρα μακριά από το σπίτι. Από πάνω δεν είχε τίποτα, για να αερίζεται, και ήτανε τούρκικες. Μία τρύπα στο έδαφος. Οπότε το βράδυ, ούτε κατά διάνοια να σηκωθεί κάποιος. Πολύ απλά, δεν είχαμε καμία ανάγκη βραδινή. Αλλά χαρακτηριστικά θυμάμαι, ότι νιώθω ακόμα αγαλλίαση, ηρεμία, και ευχαρίστηση όταν θυμάμαι τα καλοκαιρινά βράδια να με παίρνει ο ύπνος μες στη δροσιά του δωματίου εκείνου, και στο βάθος να ακούω τους λύκους και τα τσακάλια που είχαν κατέβει μέχρι την άκρη του χωριού, γιατί ήμασταν στην άκρη του χωριού, και να ουρλιάζουνε. Αλλά ήταν ταυτόχρονα δεν είχε τίποτα το απειλητικό, στη φαντασία μου και στην ακοή μου, ούτε στον αδελφό μου, γιατί πολύ απλά ήταν μέσα στη ζωή της φύσης αυτό που κάναμε. Και ποτέ δεν πλησιάζανε. Μένανε μέχρι τα όρια, ξέρανε τα όρια και ξέραμε τα όρια. Μόνο οι αλεπούδες πλησιάζανε, και αυτές τις βλέπαμε πού και πού, αλλά ενδιαφερόντουσαν μόνο για κότες, για τίποτε άλλο. Αυτό ήταν το σπίτι της γιαγιάς και του παππού στην άκρη του χωριού, και το πιο βασικό που είχε το σπίτι της γιαγιάς και του παππού ήτανε μία τεράστια μουριά! Την οποία για να την πιάσεις με τα χέρια σου έπρεπε να 'μασταν και τα δύο παιδιά μαζί. Και ο αδελφός μου κι εγώ για να αγκαλιάσουμε τον κορμό. Εκεί μας είχε κρεμάσει ο παππούς μου μία κούνια, και όλη την ημέρα κάναμε την κούνια. Τα κλαδιά της μουριάς βέβαια, μαύρα μούρα, πάρα πολύ ωραία, πέφτανε πάνω από όλο το σπίτι πιάνανε, κι από κάτω ήμασταν μες στη σκιά. Και θυμάμαι τη μάνα μου να περιγράφει τους βαρείς χειμώνες που πέρναγε στο χωριό, όπου τους έκλεινε την πόρτα και όλα και τα παράθυρα το χιόνι, και ανοίγοντας σιγά σιγά το παράθυρο από τη μέσα μεριά, φτιάχνανε μία τρύπα, έτσι ώστε βάζαν τα παιδιά να ανεβαίνουν στη στέγη, να καθαρίζουν τη στέγη, έτσι ώστε να μην πέσει η στέγη, και ό, τι μπορούν από την πόρτα την πάνω να ρίχνουνε για να μπορέσουνε μετά να ανοίξουν την πόρτα και να την καθαρίσουνε. Γιατί αλλιώς δεν άνοιγε η πόρτα. Κι αυτό μόνο ένα παιδί μπορούσε να χωθεί μέσα από το χιόνι και ν' ανέβει πάνω. Εγώ δεν το έζησα αυτό, θυμάμαι πολλά χιόνια στο χωριό, θυμάμαι χαρακτηριστικά να μπαίνουμε με τ' αυτοκίνητο, γιατί κάποια στιγμή πήρε αυτοκίνητο ο μπαμπάς μου, ο οποίος μπαμπάς μου εκτός απ' ότι πήγε στη γέννα τη μαμά μου, πήγαινε μόνο με το ποδήλατο στη δουλειά, ακόμα κι όταν απέκτησε αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο τότε το είχαμε μόνο για εκδρομές, τίποτε άλλο. Και θυμάμαι ότι πηγαίνοντας και μπαίνοντας στο χωριό, το χιόνι ήταν τόσο ψηλό που εγώ έβγαζα το κεφάλι μου απ' τ' αυτοκίνητο και το κοίταζα ψηλά που ήταν σαν τοίχος. Τώρα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν έχει ποτέ τόσο χιόνι, δεν κλείνει καν ο δρόμος πλέον, σπάνια χειμώνες να κλείσει ο δρόμος. Οπότε, σ' αυτό το σπίτι πέρναγα την πολύ παιδική μου ηλικία. Όταν όμως με τον αδελφό μου φτάσαμε σε ηλικία δημοτικού, βαρεθήκαμε να είμαστε στο σπίτι της γιαγιάς, η οποία γιαγιά ήταν και λίγο στριμμένη κι όλο μας κυνηγούσε, γι΄ αυτό και όλο την πειράζαμε, δεν υπήρχε χαλαρότητα δηλαδή στο σπίτι. Οπότε επιλέγαμε να πάμε να μείνουμε στο σπίτι της θείας, της αδελφής της μάνας μου, όπου είχε 3 παιδιά, τα δύο ξαδέλφια μου, έπαιρνε κι εμάς άλλα 2 παιδιά, και στην αυλή της μαζεύονταν τουλάχιστον 50 παιδιά και παίζαμε. Γιατί όλοι οι υπόλοιποι μας διώχνανε. Παίζαμε κάνα μισάωρο, τους ζαλίζαμε το κεφάλι, τώρα μπορώ να το καταλάβω βέβαια. Τότε βέβαια, τσαντιζόμασταν και μας διώχνανε. Αλλά εκεί ο θείος μου, ο οποίος ήταν ένας πολύ ήρεμος άνθρωπος, δεν μας έδιωχνε ποτέ. Κι όταν καμιά φορά νευρίαζε η θεία μου, βέβαια, σαν νοικοκυρά, έλεγε: «Άστα παιδιά να παίζουν, δεν μας κάνουν τίποτα». Και σ' εκείνη την αυλή, δηλαδή της θείας μου, που 'ταν και φτωχοί άνθ[01:10:00]ρωποι, δεν τους έφταναν τα 3 παιδιά, είχε κι άλλα 2, είχε κι άλλα 40 να παίζουν στην αυλή της. Και το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν τα πεντόβολα. Είχα γίνει τόσο καλή που μόνο τα αγόρια με νικούσανε! Και αυτά όχι όλα! Τα κορίτσια τα νικούσα όλα. Φεύγαμε από το σπίτι της θείας και πηγαίναμε στην άλλη άκρη του χωριού που 'ταν το σπίτι της γιαγιάς και του παππού, αλλά δεν πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, πηγαίναμε ακόμα πιο πέρα στα χωράφια, τα οποία χωράφια ήταν διάσπαρτα με εκκλησίτσες, ξωκλήσια και εικονοστάσια. Και ξεκινούσαμε και ανάβαμε τα καντήλια σε όλα τα εικονοστάσια και σε όλα τα ξωκλήσια. Μιλάμε τώρα ότι η απόσταση αυτή που διανύαμε μπορεί να ήταν και τρία χιλιόμετρα από το σπίτι που μέναμε, μέχρι τα χωράφια που πηγαίναμε. Και μπορεί να φεύγαμε το μεσημέρι, τ' απόγευμα και να γυρίζαμε το βράδυ στις 12:00 η ώρα. Κανείς δεν μας αναζητούσε, κανείς δεν αναρωτιόταν πού ήμασταν και ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα. Ό,τι και να δημιουργιόταν λυνόταν από μας τους ίδιους. Υπήρχε μια αυτονομία. Τα πιο μικρά τα κοροϊδεύαμε λιγάκι, πάντα όμως τα 'χαμε υπό την προστασία μας, αλλά έπεφτε πολύ κορόιδεμα. Τον αδελφό μου θυμάμαι, και πρώτη και καλύτερη γέλαγα εγώ, επειδή του άρεσαν οι ελιές, τον είχαμε ξεγελάσει και του 'χαμε πει ότι τα κακάδια της κατσίκας είναι ελιά. Και το 'χε πάρει ο κακομοίρης και το ‘χε βάλει στο στόμα του και το 'χε μασήσει. Κι εγώ αντί να τον υπερασπιστώ, γέλαγα πρώτη και καλύτερη, γιατί τον ζήλευα κιόλας. Κάτι τέτοια ζούσαμε. Οπότε, πού να μαζευτώ μετά στην πόλη, στην Ελευσίνα; Όμως θυμάμαι ότι είχα κι εκεί αναμνήσεις. Μάλλον τις αναμνήσεις που έχω από τα παιχνίδια τα παιδικά στην Ελευσίνα, είναι την εποχή της Άνοιξης και μετά που παίζαμε ενώ πηγαίναμε σχολείο. Γιατί τότε τα παιδιά βλέπεις δεν πηγαίνανε συνεχώς έπρεπε να 'ναι απασχολημένα με δραστηριότητες. Οπότε είναι κι αυτή μια πάρα πολύ ωραία ανάμνηση.
Θα μιλάγαμε… Κάποια στιγμή μου είπες για τους περιστερώνες της κυρίας Ισμήνης και μου λες «θα σου πω κι αργότερα» -
Α, ναι. Και εκεί η ανάμνηση που έχω με τον παππού είναι ότι ο παππούς είχε μια τεράστια σκάλα, τεράστια, ανέβαινε στους περιστερώνες της σιταποθήκης, και μ' έπαιρνε και μαζί του, πώς μ' έπαιρνε μαζί του; Δε φοβόταν; Τώρα, αν το 'κανε ένας παππούς τώρα θα τον κατηγορούσαν και για αμέλεια ως προς τα εγγόνια. Πλημμελή επίβλεψη. Και μ' έπαιρνε πάνω, και ταΐζαμε τα περιστέρια και καθαρίζαμε τους περιστερώνες. Ναι, ήταν τρομερό. Ο παππούς αγαπούσε πάρα πολύ τα περιστέρια, τα ζώα, είχαμε και μουλάρι που ανέβαινε και πηγαίναμε, και γάιδαρο είχαμε που πηγαίναμε βόλτες. Τα λέω καμιά φορά στην κόρη μου, την Κωνσταντίνα, και ζηλεύει που δεν έχει ζήσει τέτοια πράγματα. Και με το δίκιο της νομίζω ότι ζηλεύει. Έζησε, βέβαια, στα Κύθηρα, για την εποχή ανάλογα, σχετικά ελεύθερη ζωή όπως περίπου τη ζούσα κι εγώ, αλλά όχι με την ίδια ελευθερία που τη ζούσα εγώ.
Όμως και το ωραίο ξέρεις ποιο είναι; Ότι εμείς, ως παιδιά, όλη η γενιά εκείνη, είχαμε εξοικειωθεί με το θάνατο. Όταν παίζαμε κυνηγητό με τα άλλα παιδιά εκεί στη θεία μου που σου λέω, παίζαμε κυνηγητό και κρυφτό μέσα στο νεκροταφείο. Τα φυλούσαμε και κρυβόμασταν μέσα σε τάφους. Για μας δεν ήταν κάτι παράξενο. Όποτε γινόταν κηδεία, είτε βρισκόμασταν στα σπίτια που ετοιμάζαν τον νεκρο, τον πλέναν, τον ντύναν, τον καθαρίζαν, τον μοιρολογούσαν, ήμασταν παρόντες. Τα παιδιά ήταν παρόντα σε όλα αυτά. Και κανένα ψυχολογικό τραύμα δεν μας δημιουργήθηκε με το θάνατο. Τουναντίον. Ήμασταν πάντα σε μια γωνιά και κοιτούσαμε, ό, τι κι αν κάναν οι μεγάλοι, αλλά πάντα ξέραμε πότε θα μιλήσουμε και πότε δε θα μιλήσουμε, πότε θα κάνουμε φασαρία και πότε δεν θα κάνουμε, πότε ήταν η ώρα που δεν γινόταν φασαρία. Με ένα σοκ και μ' ένα δέος κι ένα σεβασμός παρακολουθούσαμε την τελετή, γιατί ήταν τελετουργία, ήταν τελετουργικό όλο αυτό. Και όταν ερχόταν η ώρα της ταφής, πηγαίναμε στο νεκροταφείο, πιάναμε όλη τη Μάντρα του νεκροταφείου, γύρω γύρω, όλα τα παιδιά, είτε αυτά τα παιδιά της γειτονιάς που κάναμε παρέα είτε άλλα παιδιά, και παρακολουθούσαμε σε νεκρική σιγή τη διαδικασία όλη. Ποτέ κανείς δε χρειάστηκε να μας πει να κάνουμε ησυχία τότε. Το ξέραμε, ήταν αυτονόητο. Θυμάμαι και όλες τις κηδείες των δικών μου, εκτός από την κηδεία της γιαγιάς μου, του πατέρα μου, που πέθανε όταν ήμουνα Βουλγαρία. Μόνο αυτή την κηδεία δεν ξέρω τι... Ο πρώτος που έχασα ήταν ο παππούς μου, στο χωριό της μάνας μου, της μάνας μου, παρότι ήταν μικρότερος απ' τον άλλο παππού, και θυμάμαι χαρακτηριστικά τα μοιρολόγια που άκουγα απ' τις γυναίκες του χωριού, απ' τις γειτόνισσες, την κηδεία της γιαγιάς μου, αλλά εκεί πλέον δεν υπήρχαν πολύ έντονα μοιρολόγια, την κηδεία του άλλου παππού μου, που κι εκεί υπήρχαν μοιρολόγια, αλλά ακόμα και τώρα με συγκινεί το τελετουργικό του θανάτου. Έχω πολλά χρόνια να ζήσω πλύσιμο νεκρού. Περιποίηση νεκρού, την κηδεία ολόκληρη δηλαδή, γιατί πλέον τους φέρνουνε στην εκκλησία κατευθείαν. Όπως επίσης έχω και αναμνήσεις με τη μαμά μου, αλλά και την αδελφή της, όπως και τις θειάδες μου να ξεθάβουν τα κόκκαλα και να γίνεται το τελετουργικό του πλυσίματος των οστών με κρασί, το οποίο μας έρχεται από την αρχαιότητα βέβαια όλο αυτό. Είναι χαρακτηριστικό δηλαδή το πόσο ήταν ενσωματωμένο στην καθημερινή τελετουργία, στην καθημερινότητα, στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων τότε. Όπως βέβαια, ξέρω πάρα πολύ καλά να φτιάχνω τα κόλλυβα και ζω, κι έχω ζήσει ως παιδί, όλη τη διαδικασία, το πώς οι γυναίκες κι απ' τη μία πλευρά κι από την άλλη πλευρά βράζανε το σιτάρι μια βδομάδα πριν, το απλώνανε σε πετσέτα, θυμάμαι το σπίτι να 'ναι γεμάτο πετσέτες, που στεγνώνει το σιτάρι. Το πώς παραμονή έρχονταν όλες οι γυναίκες του χωριού, της πόλης, συγγενείς, φίλοι, φίλες, για να φτιάχνουν το στάρι. Το πώς στολίζανε, το πώς κάθε μία έδινε τη δική της τεχνική στο στολισμό, το πώς συναγωνίζονταν κρυφά για το ποια θα έχει τον καλύτερο δίσκο στην εκκλησία. Ήταν πολύ μεγάλο μεράκι. Ήθελε μεράκι, αγάπη και φροντίδα και σκέψη για το νεκρό όλο αυτό που γινότανε. Εγώ αν χρειαστεί ποτέ να κάνω στάρι, δεν πρόκειται να το δώσω ποτέ σε άλλον. Μπορεί να μην ξέρω, να μην έχω φτάσει ούτε στην ποιότητα ούτε στην τεχνική του στολίσματος των συγγενών μου και φίλων των δικών μου, αλλά θα το προσπαθήσω. Για μένα είναι πάρα πολύ όμορφες αναμνήσεις όλα αυτά, και χαίρομαι που τις έζησα γιατί έτσι ο νεκρός επέστρεφε και ξαναεπέστρεφε και υπήρχε μια φροντίδα για όλο αυτό. Δεν έζησα όλο αυτό το πράγμα με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου που τον έχασα πολύ νωρίς, γιατί ήμουνα στα Κύθηρα όταν ετοιμάζονταν όλα αυτά, και είναι μια έλλειψη το ότι δεν το έχω ζήσει. Όμως όταν στα Κύθηρα χάθηκε ξαφνικά ο προπονητής του ποδοσφαίρου του γιου μου, εγώ ένιωσα ότι αυτός ο νεκρός -που χρωστάω πάρα πολλά σ' αυτό τον προπονητή για την προσωπικότητα του παιδιού μου και για το χρόνο που διέθετε στα παιδιά μας τότε, ήταν κάτι παραπάνω από προπονητής ποδοσφαί[01:20:00]ρου- και εγώ και μια άλλη μάνα, η φίλη μου η Ελπίδα που 'ναι γυναίκα παπά, αναλάβαμε όλο το τελετουργικό και της κηδείας και της ταφής και μετά το μνημόσυνο που κάναμε. Το βασικό όμως είναι ότι ανέλαβα να φροντίζω τον τάφο αυτού του ανθρώπου. Για ένα χρόνο άναβα κάθε μέρα το καντήλι και περιποιόμουνα, όπως και τώρα όταν επιστρέφω στα Κύθηρα, αυτό γίνεται συνέχεια. Μετά το άναβα μετά το χρόνο και μέχρι να φύγω από Κύθηρα για Αθήνα, άναβα το καντήλι κάθε Σάββατο προς Κυριακή, δεν μπορούσε να υπάρξει λειτουργία Κυριακάτικη για μένανε χωρίς να είναι αναμμένο το καντήλι του κυρίου Πέτρου όπως λέγαμε. Και πολλοί δεν το καταλάβαιναν. Πάντα πολλοί με ρωτούσαν, ακομη κι ο άντρας μου: «Γιατί το κάνεις αυτό;». Δεν ξέρω κατά πόσο το νιώθω ότι μπορούν να το καταλάβουν, νομίζω ότι δεν μπορούνε. Ότι για μένα δεν είναι ο κύριος Πέτρος μέσα, για μένα είναι οι νεκροί οι δικοί μου και πολύ περισσότερο ο αδελφός μου που δεν, ούτε τον έκλαψα όπως θα ήθελα, γιατί είχα νεογέννητο την Κωνσταντίνα τότε την κόρη μου, αλλά ούτε πολύ περισσότερο περιποιήθηκα τον τάφο του. Για μένα είναι ο αδελφός μου εκεί. Και δεν θα ξεχάσω όταν είδα, νομίζω το «Τελευταίο σημείωμα» ήταν, του Σουκατζίδη την ιστορία, νομίζω ότι εκεί είναι αυτή η σκηνή, χωρίς να είμαι απολύτως βεβαία, δεν θα ξεχάσω αυτή τη σκήνη απ' την ταινία, ας πούμε ότι είναι το «Τελευταίο σημείωμα», όπου αναφέρει ο σεναριογράφος ότι οι μαυροφορεμένες γυναίκες έπαιρναν μπροστά τους όποιο πτώμα υπήρχε και το έθαβαν και το περιποιόντουσαν γιατί δεν ήταν δυνατόν να βρουν το δικό τους, και δεν έχει σημασία ποιος τάφος ήταν μπροστά τους. Κλαίγανε τον δικό τους νεκρό. Κι όταν το είδα κατάλαβα απολύτως τι νιώθαν αυτές οι γυναίκες, γιατί βέβαια, δεν είχα τον πόνο αυτών των γυναικών. Είχα ένα κομμάτι πόνου, γιατί ο αδελφός μου έφυγε ξαφνικά και έφυγε νωρίς, αλλά όχι τώρα να τους εκτελέσουν οι κατακτητές, καμία σχέση δεν έχει το ένα με το άλλο. Αλλά μπορώ να καταλάβω γιατί και πώς το κάνανε αυτό. Οπότε, σαν ενήλικας είμαι χαρούμενη που ως παιδί έζησα το θάνατο σε όλο του το μεγαλείο. Και δεν τον φοβήθηκα, δεν τον φοβάμαι, τον νιώθω πολύ καλά ότι είναι μες στη ζωή, σίγουρα τρέμω ως μάνα με την ιδέα ότι μπορεί να πάθει κάτι το παιδί μου, αλλά είναι αυτό το «ως μάνα». Τον θάνατο, ως θάνατο, δεν τον, το έζησα πάρα πολύ καλά και με τη φύση, αλλά κυρίως με τα τελετουργικά που έχουν την αξία τους. Κι είναι κρίμα που τα παιδιά τα στερούνται.
και δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η τύχη σε έφερε να μεγαλώσεις σε έναν τόπο, ο οποίος η ιστορία του είναι -
Ο θάνατος -
Είναι ακριβώς πάνω σε αυτό -
Πάνω σε αυτό -
Στον κύκλο του θανάτου.
Στον κύκλο του θανάτου. Άλλη μία όμορφη ανάμνηση που έχω από τα παιδικά χρόνια στη γιαγιά μου, στη γιαγιά μου που μετά στο θείο μου, στη θεία μου και στο θείο μου, είναι ότι αυτός ο νιρβάνα θείος, που δεν έπαιρνε χαμπάρι τίποτα – βέβαια, αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο με τη θεία μου, το να ζει μ' εναν τέτοιον άνθρωπο, αλλά για μας ηταν πάρα πολύ ωραίο – ήταν ότι φόρτωνε 20-30-40 παιδιά στην καρότσα της ρεμούλκας, οδηγούσε το τρακτέρ, είχε το τρακτέρ, είχε βάλει τη ρεμούλκα από πίσω, καρότσα, μας φόρτωνε επάνω και μας πήγαινε για μπάνιο 30 χιλιόμετρα μακριά. Και όταν μας πήγαινε και σε μια άλλη παραλία που δεν είχε τότε τσιμέντο, άσφαλτο, ήταν ακόμα πιο μακριά, δε θυμάμαι τώρα που μας πήγαινε, θα την ξέρεις την παραλία, μας πήγαινε απ' το χωριό απ΄το Κριεκούκι στο πόρτο Γερμενό, που 'ταν ο εύκολος δρόμος. Μας πήγαινε όμως και στην Ψάθα, που τότε ήταν χωματόδρομος, μέσα απ' το βουνό. Και μας πήγαινε και στον Άγιο Βασίλειο, είναι απ' την άλλη μεριά παραλία αυτή, απ' τα χωριά του κάμπου του Κριεκουκίου, τα οποία κι αυτό ήταν εύκολη η πρόσβαση. Και όλοι εμείς επάνω, τίποτα, μ' ένα μαγιό, τίποτα άλλο. Βέβαια, τώρα θα το χαρακτηρίζαμε άκρως επικίνδυνο, αλλά εμείς έτσι μεγαλώσαμε. Και ήταν πάρα πολύ ωραία και όλη αυτή η ανάμνηση. Αυτός δεν έκανε μπάνιο, απλώς για να ευχαριστήσει εμάς τα παιδιά.
Αυτός ήταν λοιπόν ο άντρας της θείας -
Ο άντρας της θείας, ναι. Ο άντρας της θείας που όταν της έσπαγε τα νεύρα, του φώναζε κι εγώ της έλεγα: «Μα γιατί δεν τον χωρίζεις;». «Τώρα είναι αργά», μου 'λεγε. Και αυτός ο άνθρωπος ήταν χαρακτηριστικό γιατί, λένε τους Αρβανίτες μουρτζούφληδες και τώρα, δεν είναι ακριβώς έτσι, απλώς ήταν μια μικρή, μια κλειστή κοινωνία, τους λένε αφιλόξενους. Δεν ήταν όμως αφιλόξενοι, είναι ένας, όποιος περνούσε και βρισκόταν σε ανάγκη τον περιθάλπτανε. Τώρα μπορεί να 'χουνε γίνει και έτσι, αλλά συντρέχουν άλλοι λόγοι, πολιτικοί. Δεν ήταν έτσι οι Αρβανίτες. Ο θείος μου, όποιος περνούσε και του 'λεγε καλημέρα, καθόταν στις 12:00 η ώρα κάτω από το δέντρο, βερικοκιά νομίζω ότι ήτανε και ξεκινούσε να τρώει, στις 12:00 η ώρα το μεσημέρι. Και τελείωνε στις 3:00 το απόγευμα που πήγαινε για ύπνο. Όποιος περνούσε εκείνο το διάστημα, τον φώναζε να κάτσει να φάει μαζί του. Και έτρωγε. Ήταν πολύ όμορφα και τα μεσημέρια. Τα μεσημέρια φεύγαμε από κει όμως που ήμασταν γιατί κοιμόντουσαν οι μεγάλοι, κι αυτό ήταν πολύ, ήταν απαγορευτικό στο να παίξουμε εμείς. Αλλά παραπάνω υπήρχε ένα μέρος όπου υπήρχε ένα κτίριο παλιό με μια βεράντα με μωσαϊκό μπροστά και καμάρες και σκέπαστρο, όπου ήταν διαμπερές και είχε ρεύμα αέρα. Οπότε κάθε μεσημέρι πηγαίναμε εκεί και παίζαμε με την ησυχία μας, παίζαμε πεντόβολα, ‘ντάξει, κάναμε σχετική φασαρία, αλλά όχι μεγάλη. Φεύγαμε από τα σπίτια, γιατί εμείς δεν κοιμόμασταν, δε θέλαμε να κοιμηθούμε, αλλά υπήρχε αυτή η ελευθερία, το να μην κοιμηθούμε άμα δεν θέλαμε να κοιμηθούμε, αρκεί να μην ενοχλούσαμε. Και μετά, τα βράδια παίζαμε... Στην παρέα μας υπήρχε ένα παιδί, γιατί τότε να δεις πως δεν υπήρχανε οι διαχωρισμοί των αναπήρων και των παιδιών με ειδικές ανάγκες. Στα παιδιά δεν περνάει απ' το μυαλό ότι αυτό ήταν ένα παιδί με ειδικές ανάγκες και δεν μπορεί να παίξει μαζί μας. Οι ενήλικες, ο κόσμος των ενηλίκων είναι που το κάνει. Αν δεν το κάνει ο κόσμος των ενηλίκων, δεν θα το κάνει κι ο κόσμος των παιδιών. Και το λέω με πολύ μεγάλη σιγουριά, γιατί εγώ ως παιδί το βίωσα. Υπήρχε ένας ξάδελφος απ' τη μεριά των... απ' τα ξαδέλφια μου, απ' το άλλο σόι όμως, ήταν πρώτος ξάδελφος των ξαδέλφων μου απ' το άλλο σόι, το οποίο παιδάκι, πρέπει να 'ταν 5-6 χρόνια πιο μεγάλος από μένα τότε, γύρω στα 60 τώρα, ήτανε σε καρότσι αναπηρίας, ήταν ανάπηρο και κωφάλαλο. Δεν μιλούσε, δεν άκουγε. Και εδώ να κάνω μία παρένθεση και να πω ότι αυτό έγινε από πολιομυελίτιδα. Δηλαδή, όταν ακούω γονιό και μου λέει ότι: «Δεν κάνω το εμβόλιο στο παιδί μου», λέω: «Εύχομαι να μην έχεις την τύχη να έχεις δίπλα σου παιδί με πολιομυελίτιδα, να δεις τι μπορεί να πάθει». Τότε όμως κόλλησε πολιομυελίτιδα πριν κάνει το εμβόλιο το παιδάκι, ήταν πολύ μικρούλικο και συνέβη αυτό. Όμως ήτανε πάρα πολύ καλόκαρδο παιδί, και ήταν πάντοτε με το αναπηρικό καροτσάκι του, στο κυνηγητό, στο κρυφτό, σε όλα, στο ποδόσφαιρο. Και όταν παίζαμε κάτι το οποίο ίσως δεν μπορούσε να παίξει, να συμμετέχει με το δικό του τρόπο, κανείς δεν φρόντισε, ούτε εμείς φροντίσαμε να τον εντάξουμε με το δικό μας τρόπο, ούτε αυτός φρόντισε να βρει τρόπο να ενταχτεί. Ήταν αυτονόητο ότι ο Βαγγέλης έπαιζε. Ο τρόπος βρισκόταν. Ερχότανε μόνος του, πηγαία. Ότι ο Βαγγέλης έπαιζε μαζί μας. Δεν καθίσαμε ποτέ να σκεφτούμε με ποιον τρόπο θα παίξει ο Βαγγέλης. Απλώς ο Βαγγέλης έπαιζε. Και θυμώναμε μαζί του όταν τα 'κανε σαλάτα, και γελούσαμε μαζί του, ήταν αυτονόητο, ό, τι κάναμε τα άλλα παιδιά. Και, όταν κάποια στιγμή ίσως δεν μπορούσε να παίξει, δε θυμάμα[01:30:00]ι τώρα γιατί και πώς, καθότανε, μπορεί να 'ταν τουβλάκια, καθόταν με το καρότσι στην άκρη, ούτε εμείς αισθανόμασταν τύψεις ότι δεν έπαιζε, κι αυτός συμμετείχε στη χαρά μας. Μόλις έβλεπε για παράδειγμα ότι πέφταν τα τουβλάκια κάτω, γέλαγε, φώναζε, μιλάγαν τα μάτια του. Εντάξει, θυμάμαι ότι υπήρχε μια στεναχώρια και στους γονείς και τι έπαθε ο Βαγγέλης, αλλά ο Βαγγέλης ήταν πάντα μέσα στην οικογένεια και μέσα στο παιχνίδι και μέσα στους υπόλοιπους και ο Βαγγέλης εξακολουθεί και τώρα ακόμα να 'ναι ένας καλόκαρδος άνθρωπος. Ναι, μία πολύ όμορφη ανάμνηση είναι ακόμα, εμείς σαν παιδιά πηγαίναμε και βοηθούσαμε στα χωράφια, όχι όμως ότι δουλεύαμε, δεν ήμαστε η γενιά που δουλεύαν τα παιδιά στα χωράφια. Βοηθούσαμε. Τρυγούσαμε, μαζεύαμε βαμβάκι, όχι, θερισμό δεν κάναμε, κόβαμε πεπόνια, γιατί άλλη μια δουλειά του θείου μου ήτανε ότι είχε πεπόνια, ξερικά κυρίως, τα έπαιρνε στην καρότσα εκεί που μας πήγαινε, σ' αυτή την καρότσα που μας πήγαινε για μπάνιο, και έβγαινε, έφτανε μέχρι Ελευσίνα και τα πουλούσε. Και στα γύρω χωριά εκεί, όχι στα χωριά-χωριά, πιο πόλεις, γιατί τα χωριά είχανε, και στην Ελευσίνα και τα πουλούσε. Είτε ανεβαίναμε στην καρότσα μαζί του και πηγαίναμε και πουλούσαμε πεπόνια, είτε κόβαμε πεπόνια, αλλά το πιο ωραίο απ' όλα ήταν όταν ήταν η εποχή που μαζεύαμε βαμβάκι και μετά το βαμβάκι αυτό φυλασσόταν μέχρι να πουληθεί στην αποθήκη του σπιτιού. Πώς ήταν τα περισσότερα σπίτια στο χωριό τότε; Η πλειοψηφία των σπιτιών. Όπως είπαμε για την σιταποθήκη, τα πλούσια σπίτια είχανε τις σιταποθήκες, που 'ταν ψηλές, μέχρι πάνω, πάρα πολύ ύψος, κι από πάνω χτιζόταν το σπίτι. Μιλάμε για τα καινούρια πλέον. Όχι για τα παλιά που ζούσαμε της εποχής της γιαγιάς μου, που ήτανε μόνο, οι σιταποθήκες ήταν ξεχωριστές. Αργότερα, για εξοικονόμηση χώρου βέβαια, όταν παντρεύονταν τα παιδιά, χτίζαν τις σιταποθήκες κι από πάνω χτίζαν σπίτι, το οποίο ήτανε σα να είσαι σε τριώροφο σπίτι. Διώροφο, τριώροφο, ήταν πολύ ψηλό. Το σπίτι της θείας μου, που δεν είχανε σιτάρι, ήταν από κάτω η αποθήκη, η βαμβακαποθήκη, φυλάσσαν το βαμβάκι. Και το σιτάρι, αλλά πολύ λιγότερο, δεν ήτανε τσιφλικάδες, δεν είχανε κτήματα. Λοιπόν, όταν μαζεύαμε το βαμβάκι, το φυλάσσανε στην αποθήκη, το κουβαλούσαν με τη ρυμούλκα, το χύνανε μετά με τη ρυμούλκα μέσα, κι εμείς ως παιδιά τι κάναμε; Μπαίναμε στην αποθήκη, ανεβαίναμε σ' ένα υπερυψωμένο αυτό, και κάναμε βουτιά λες κι ήτανε θάλασσα από κάτω το βαμβάκι, το οποίο βαμβάκι όμως μη φανταστείς ότι ήταν το βαμβάκι που ξέρουμε τώρα. Ήταν, εδώ όχι, το βαμβάκι αυτό ήταν άγριο. Γιατί το βαμβάκι αυτό, όπως το μαζεύεις το βαμβάκι, έχει ένα κουκούτσι μέσα, σαν κουκούλι, κι είναι άγριο ακόμα, τσιμπάει. Όχι, ντάξει, βέβαια, και το μαζεύεις και με το κουκούλι απ' έξω. Αλλά δεν παύει να είναι βαμβάκι. Μπορεί να μην είναι το βαμβάκι με την υφή που το ξέρουμε όταν πλέον πουλιέται στην αγορά, γίνεται επεξεργασία, αλλά είναι βαμβάκι. Οπότε, δεν μπορώ να σου περιγράψω τι τρομερή χαρά νιώθαμε όταν ως παιδιά, 20 παιδιά, ξέρω ‘γω πόσα ήμασταν, 30, πηδάγαμε μέσα στο βαμβάκι που φυλασσόταν μέχρι να πουληθεί. Κι αυτό ειναι μια όμορφη ανάμνηση από το χωριό.
Πανέμορφη. Εγώ συγκράτησα αυτό που μου είπες πριν, πάλι από το χωριό, για τα μοιρολόγια.
Ναι.
Θες να μιλήσουμε λίγο παραπάνω για τα μοιρολόγια; Ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες που τα έλεγαν, πώς τα έλεγαν, τι συνόδευε την -
Ε, ναι. Όταν πέθαινε ένας άνθρωπος, δεν είχε τύχει ποτέ να παρευρεθώ σε κηδεία πολύ νέου ανθρώπου. Νέου, ναι. Όχι όμως πολύ νέου, όχι 30 χρονών, όχι 25 χρονών. Όχι μικρού παιδιού. Είχε τύχει την εποχή που εγώ έζησα ως παιδί, μόνο σε κηδείες μεγάλων ανθρώπων. Όταν πέθαινε αυτός ο άνθρωπος, που σχεδόν πάντοτε πέθαινε στο σπίτι, οι γυναίκες, μάνα, μάνα λέω, γυναίκα, κόρες, γειτόνισσες, ξαδέλφες, θείες, δεν ξέρω κι εγώ, όποιος, όποιος υπήρχε στον ευρύτερο κύκλο, έπλεναν τον νεκρό, με νερό και κρασί. Τα ρούχα του νεκρού είχαν ετοιμαστεί από πολύ καιρό πριν. Κάθε άνθρωπος, όταν έφτανε σε κάποια ηλικία, που δεν μπορώ να προσδιορίσω τώρα ποια ήταν, κάθε άνθρωπος του χωριού, αλλά και στου πατέρα μου, στην Μάνδρα, όταν έφτανε σε μια συγκεκριμένη ηλικία, η γυναίκα του σπιτιού ήταν επιφορτισμένη στο να φυλάξει, με τη μέγιστη περιποίηση, τα ρούχα που θα φορεθούνε όταν ο άνθρωπος θα φύγει. Τα δικά της και του άντρα της. Το ίδιο είχε κάνει κι η μαμά μου. Για τον πατέρα μου. Και για τον εαυτό της. Το ίδιο είχε γίνει και με τα ρούχα του παππού και της γιαγιάς. Αφού λοιπόν, τον πλύνουνε, μοιρολογώντας τον, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά – θυμάμαι για τον παππού μου, του προσώπου του, της προσωπικότητάς του, του προσώπου, του κορμιού, θυμάμαι για τον παππού, δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια, θυμάμαι όμως ότι εκθειάζανε το ύψος του παππού, γιατί ήτανε πολύ ψηλός, το πόσο λεβέντης ήτανε, πετούσανε και κάποιες μπηχτές γιατί ήτανε και γλυκοκοιτούσε γυναικούλες, πρέπει να υπάρχουνε ξώγαμα, ήτανε και όμορφος! Η γιαγιά ήτανε στριμμενούλα και μάλλον ίσως γι' αυτό είχε γίνει στριμμενούλα. Πρέπει να είχε ζήσει πολλές απιστίες. Θυμάμαι ότι έλεγαν για τα κάλλη του και θυμάμαι ότι ψιλογελούσανε σε κάποια πράγματα που λέγανε, οπότε υποθέτω τώρα, δεν θυμάμαι λέξεις, ότι επρόκειτο… Οπότε, εμείς σαν παιδιά καθόμασταν σε μια άκρη και παρακολουθούσαμε όλο αυτό το τελετουργικό. Δηλαδή, τώρα που στο λέω, που το αφηγούμαι, έχω μπροστά μου την εικόνα μου, την εικόνα του αδελφού μου, την εικόνα του ξαδέλφου μου, έχω μπροστά την εικόνα των παιδιών που παρακολουθούν την φροντίδα, την κηδεία ενός νεκρού. Όχι ενός, πολλών, αλλά μιλάω τώρα για τον παππού. Σ' εκείνο το μεγάλο δωμάτιο που 'ταν το σαλόνι που κοιμόμασταν, αφού βγάζανε όλα τα έπιπλα από μέσα, βάζαν το νεκρό να κοιτάει προς την ανατολή και γύρω, γύρω, γύρω, γύρω, σ' όλο το δωμάτιο στήνονταν καρέκλες. Και κάθονταν οι άνθρωποι, και μπορεί να καθόντουσαν μισή ώρα, μια ώρα, μπορεί όλο το βράδυ. Οι πολύ στενοί συγγενείς κάθονταν όλο το βράδυ στην καρέκλα και τον είτε μοιρολογούσαν είτε του μιλούσαν, είτε αστειευόμενοι μεταξύ τους, είτε μιλάγανε μεταξύ τους λες κι ήταν σε τραπέζι και θυμόντουσαν ιστορίες με πρωταγωνιστή το νεκρό. Μιλάγανε πάντως, η ασχολία ήτανε με το νεκρό. Από ένα σημείο και πέρα, αφού τελείωναν και τα πρώτα μοιρολόγια. Στην κεφαλή, όπως είναι το φέρετρο, η κεφαλή του φερέτρου, που είναι το κεφάλι και κοιτάζει προς την Ανατολή, στην κεφαλή με καρέκλα, κάθεται η σύζυγος του νεκρού. Συνήθως φεύγει πρώτος ο άντρας. Τώρα δεν έχω εικόνα, δεν ξέρω τι γίνεται, γιατί δεν το βίωσα αυτό ως θάνατο, τι γίνει όταν η γυναίκα ήταν νεκρή κι ήταν ο άντρας πίσω. Δεν ξέρω αν καθότανε στην ίδια θέση που καθόταν κι η γυναίκα, γιατί ήταν σαν υποχρέωση της γυναίκας να βρίσκεται εκεί και να μιλάει στο νεκρό. Η οποία γυναίκα μπορεί να του χάιδευε το κεφάλι, να του μιλούσε, να μοιρολογούσε, κυρίως όμως τα μοιρολόγια ήταν από τις γυναίκες τις γύρω-γύρω. Εκτός από τους ανθρώπους που κάθονταν γύρω-γύρω απ' το νεκρό, ήτανε και οι άνθρωποι που κάθοντ[01:40:00]αν έξω, στην αυλή. Όλα αυτά βέβαια, τα περιγράφω και τα λέω γιατί ήταν καλοκαιρινή η περίοδος που εγώ βρισκόμουνα στο χωριό. Δεν έχω κάποια ανάμνηση, γιατί όλοι οι παππούδες μου κι οι γιαγιάδες μου πεθάναν καλοκαίρι, όλοι, και οι τέσσερις. Δεν έχω κάποια ανάμνηση από κηδεία χειμώνα, το πώς γίνεται. Φαντάζομαι ότι απλώς δεν θα ήταν στην αυλή. Και όταν ερχόταν η ώρα να σηκώσουν το νεκρό, για να πάει στην εκκλησία να γίνει η ακολουθία, να γίνει η κηδεία δηλαδή του νεκρού, οι γυναίκες τότε, λύναν τα μαντήλια τους, τραβούσαν τα μαλλιά τους, φωνάζανε και κλαίγανε, και λέγαν τα πιο βαριά μοιρολόγια. Κι όταν ο νεκρός, που τον παίρναν στον ώμο τους με το φέρετρο οι άντρες έβγαινε έξω από την πόρτα, έσπαγαν ένα πιάτο. Για να σπάσει και να φύγει η γρουσουζιά. Κυρίως η γυναίκα του μπορεί να το 'κανε του νεκρού, αλλά αν δεν το 'κανε η γυναίκα του, το έκανε μία άλλη γυναίκα από την ομήγυρη, που 'ταν στενά κοντά του. Τελευταία φορά που το είδα αυτό, ήταν το 1998, που πέθανε σε δυστύχημα ο θείος μου, ο αδελφός της μαμάς μου, και βγάζοντας το νεκρό από την πόρτα, θυμάμαι ότι μία ξαδέλφη του νεκρού, οι άλλοι δεν ήταν σε θέση από το σοκ να το κάνουνε, πήρε το πιάτο και το 'σπασε, όπου ο παπάς - ήταν στην πόλη όμως τότε, στην Ελευσίνα - όπου ο παπάς κατά κάποιον τρόπο της έβαλε χέρι και της είπε ότι αυτό δεν είναι χριστιανικό και να μην το ξανακάνει. Δεν έχω παρευρεθεί έκτοτε σε κηδεία άλλη της περιοχής μου, αρβανίτικη. Του πατέρα μου έγινε, ναι, ψέματα, και στην κηδεία του πατέρα μου έγινε αυτό. Φεύγοντας ο πατέρας μου από το σπίτι, έσπασε η μάνα μου ένα πιάτο.
Στο σπίτι στην Ελευσίνα.
Στο σπίτι στην Ελευσίνα έγινε η κηδεία, ναι. Ναι. Και μετά πηγαίναμε στην εκκλησία, γινόταν η ακολουθία, η κηδεία, και μετά πηγαίναμε για την ταφή. Στην ταφή, εντάξει, το κλασσικό που ρίχνουν λάδι και κρασί πάνω στον νεκρό, στο πρόσωπο του νεκρού, αφού έχουνε βάλει το νεκροσέντονο, το, δεν θυμάμαι πώς λένε το κομμάτι του υφάσματος που βάζουνε στο πρόσωπο του νεκρού. Και μετά, για 40 μέρες, έπρεπε ο τάφος να μείνει ανοιχτός, να μείνει με το χώμα και όχι με μάρμαρο. Απαγορευότανε. Βέβαια, δεν βάζαμε και μάρμαρο τότε. Τότε αυτό που βάζανε στους τάφους ήτανε, στρώνανε το χώμα, το ισιώνανε, στρώναν πάνω χαλίκι και γύρω γύρω τα τουβλάκια σε κάθετη θέση, ένα περίγραμμα του κορμιού, κατά κάποιον τρόπο του νεκρού. Ή κάποιοι βάζανε και μάρμαρο, δεν ήταν ότι δε βάζανε. Όχι όμως τίποτα εξωφρενικά πράγματα. Και για 40 μέρες, το καντήλι του νεκρού δεν έπρεπε να σβήσει, ούτε στον τάφο, ούτε στο σπίτι. Έκαιγε το καντήλι μπροστά στη φωτογραφία του, στον τάφο δεν υπήρχε φωτογραφία ακόμα, αλλά έκαιγε στον τάφο το καντήλι, αλλά έκαιγε κι ένα καντήλι στο σπίτι μπροστά στη φωτογραφία του. Κι όταν πέρναγαν οι 40 μέρες, τότε αρχίζανε και τις ετοιμασίες για τα κόλλυβα, τα ψωμάκια που φτιάχναν και τα ζυμώναν οι ίδιες οι γυναίκες. Είχαν πολλές ασχολίες οι γυναίκες τότε. Έτρωγε πάρα πολύ χρόνο απ' τη ζωή των γυναικών όλη αυτή η προετοιμασία. Ταυτόχρονα όμως είχε και κάτι λυτρωτικό, γιατί μαζεύονταν όλες μαζί και το κάνανε. Καμία δεν το 'κανε μόνη της. Κι εκεί πάλι, στήνονταν κουβέντες για το νεκρό, το πώς ήταν, τι έκανε, τις χάρες του, τις δυσκολίες του, τις δυστροπίες του, τα άσχημά του. Δε θυμάμαι περιστατικά, θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά να τιτιβίζουν οι γυναίκες φτιάχνοντάς τα. Πιο πολύ κυριαρχούσε η χαρούμενη διάθεση παρά η πένθιμη.
Ενότητα 8
Το νήμα με την αρχαιότητα και τις αρχαίες τελετουργίες και οι αλλαγές του σήμερα
01:45:07 - 01:54:39
Κι ίσως αυτό να μας πηγαίνει και στα -
Με το πώς συνδέεται η αρχαιότητα -
Ακριβώς και σ' αυτές έτσι, στις δύο μεγάλες, δεν ξέρω αν υπήρχανε και άλλες, αλλά δύο έτσι μέρες σημαντικές, ήταν η 20/11 της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας και στον Άγιο Ζαχαρία μετά. Να μιλήσουμε λίγο γι' αυτά.
Αυτά μπορεί να έχουν αυτή τη στιγμή ένα λαογραφικό χαρακτήρα, ίσως για τους επιστήμονες, ίσως γι' αυτούς που το βλέπουνε υπό το πρίσμα της σημερινής ζωής. Όταν τα έχεις ζήσει από την παιδική σου ηλικία κι έχεις μεγαλώσει μ' αυτά, δεν κάνεις συγκρίσεις με την αρχαιότητα, γιατί πολύ απλά αγνοείς την αρχαιότητα. Όταν έχεις παίξει μέσα στ' αρχαία, όταν ίσως, όχι εγώ, αλλά κάποια άλλα παιδιά μπορεί να παίξανε ποδόσφαιρο με κάποια από τις πέτρες των αρχαίων, δεν κάνεις τη σύνδεση ότι αυτή τη στιγμή είσαι η συνέχεια ενός αρχαίου κόσμου. Μεγαλώνοντας το καταλαβαίνεις βέβαια. Αλλά κάθε 20 Νοεμβρίου, τον εσπερινό της Παναγίας, οι γυναίκες ανεβαίνουνε με δώρα και με πρόσφορα για την Παναγία επάνω, να ευλογήσει τη χρονιά, να κάνει τον κατάλληλο καιρό, μια τελετή προσφοράς προς την Παναγία την, στ' αρχαία. Εμείς τη λέγαμε Παναγίτσα. Δεν υπήρχε όνομα. Όταν λέγαμε η Παναγίτσα, ξέραμε πολύ καλά ποια Παναγία ήτανε. Η Παναγίτσα, «Στην Παναγίτσα, πάμε στην Παναγίτσα». Και επίσης, στον Άγιο Ζαχαρία, ο Άγιος Ζαχαρίας είναι μια εκκλησίτσα πάνω στα αρχαία, εκεί βάφτισα την κόρη μου, γιατί είναι η μοναδική βάφτιση που έγινε εδώ, οι άλλοι ήταν στα Κύθηρα. Εκεί βάφτισα την κόρη μου, είναι ένα πάρα πολύ όμορφο εκκλησάκι, γενικά, τότε λέγαμε ότι δεν υπάρχει άλλος Άγιος Ζαχαρίας, παρά μόνο στην Ελευσίνα ως εκκλησία. Ψάχνοντας αργότερα στο ίντερνετ, είδα ότι σε μερικά μέρη υπάρχουν εκκλησίτσες Αγίου Ζαχαρία, ελάχιστες όμως. Δηλαδή, μπορεί να βρήκα δύο ή τρεις σ' όλη την Ελλάδα. Τότε, κυριαρχούσε, μπορεί και να μην υπήρχαν τότε, δεν ξέρω, πάντως λέγαμε ότι ο μοναδικός Άγιος Ζαχαρίας είναι στην Ελευσίνα, κι ήταν αυτό το αρχαίο εκκλησάκι. Ήταν σιτοβολώνας βέβαια, είναι προστάτης των αρτοποιών ο Άγιος Ζαχαρίας. Η Ελευσίνα σιτοβολώνας, ήτανε η Δήμητρα… Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό, τα οποία σαν παιδί δεν τα βιώνεις, δεν τα ξέρεις, απλώς ζεις την καθημερινότητα. Ακόμα και σήμερα, το πανηγύρι που γίνεται του Αγ. Ζαχαρία δεν έχει προηγούμενο σε σχέση με τους άρτους που προσφέρουνε. Είναι καταπληκτικό το πόσους άρτους προσφέρουνε. Είναι κρίμα βέβαια, γιατί δεν ξέρω τώρα πώς είναι, σ' αυτή την εκκλησίτσα, εφημέριος, ανήκει τέλος πάντων, επειδή ανήκει στον Αϊ-Γιώργη, τη Μητροπολιτική Εκκλησία της Ελευσίνας, είχε έρθει ένας ιερέας τότε, ούτε θυμάμαι το όνομά του, ούτε θέλω να τον ξέρω - για μας δηλαδή που πιστεύουμε, που έχουμε ζήσει την πίστη μέσα από την καθημερινότητα και μέσα από την παράδοση και μέσα αργότερα από τα κείμενα τα πατερικά, όσοι το 'χουμε ψάξει λίγο παραπάνω - η πίστη δεν είναι ένα απλό πράγμα, που 'χουμε και τη λογική έχουμε και την πίστη, είναι έγκλημα όλο αυτό που γίνεται από την Εκκλησία τώρα.
Και ίσως έτσι ως περιστατικό να είναι και λίγο συμβολικό για την ιστορία της Ελευσίνας.
Ναι, για μένα η Ελευσίνα πηγαίνω όχι γιατί έχει να μου πει κάτι η πόλη, πηγαίνω γιατί έχω κάποιους ανθρώπους δικούς μου πλέον εκεί. Όταν πηγαίνω, σκέφτομαι μόνο τα χρόνια που 'χω ζήσει ως παιδί, ως έφηβος, αλλά για μένα η Ελευσίνα πλέον δεν υπάρχει. Δε συμβαίνει το ίδιο με τον άντρα μου, αλλά για μένα δεν υπάρχει, είναι μια πό[01:50:00]λη πολύ μίζερη, πολύ εχθρική προς τον άνθρωπο, δεν υπάρχει καν η οδός η Νικολαΐδου που 'χει γίνει πεζόδρομος τώρα. Κάποιοι είπαν ότι ήταν πάρα πολύ ωραία που γκρεμίστηκαν όλα τα μαγαζιά και φάνηκαν τα αρχαία, όμως σ' αυτό τον δρόμο που δεν ήταν πεζόδρομος, ήταν ένας δρόμος εμπορικός, ήταν τα εμπορικά, μικρά καταστήματα των ανθρώπων της Ελευσίνας. Σ' αυτό το δρόμο κάναμε παρέλαση, αυτός ο δρόμος έγινε πεζόδρομος, κι αυτός ο δρόμος που έγινε πεζόδρομος συμβολίζει τον καταναλωτισμό της εποχής μας, γιατί αυτός ο δρόμος είναι γεμάτος καφετέριες, μπαρ κι εστιατόρια. Πόσα μπαρ, πόσα εστιατόρια και πόσες καφετέριες μπορεί να αντέξει μια κοινωνία! Έγινε αναβάθμιση; Πολλοί το είπαν αναβάθμιση. Για εμένα δεν ήταν αναβάθμιση. Αλλά ακόμα και να μην γκρεμίζαν τα εμπορικά κέντρα των ανθρώπων για να φανούν τα αρχαία, γιατί, γιατί γκρεμίζεις τη σύγχρονη ιστορία για να φανεί η αρχαιότητα; Εκεί ήταν η αρχαιότητα δεν πείραζε κανέναν.
Τη στιγμή μάλιστα που η αρχαιότητα καλύπτονταν σιγά σιγά από μεγαθήρια κτίρια.
Ναι, και γιατί γκρεμίζεις το εμπορικό κατάστημα; Θα μου πεις, θα παρέμενε εμπορικό; Δεν ξέρω, γιατί και την Ερμού την καταστρέψανε κάνοντάς την πεζόδρομο, γιατί, για να έρθουνε οι πολυεθνικές. Δεν έχω πρόβλημα να μείνει πεζόδρομος και να 'ναι εμπορικός πεζόδρομος, αλλά, δυστυχώς, στον εμπορικό πεζόδρομο μπαίνουν πάντοτε πολυεθνικές. Για μένα δεν υπάρχει Ελευσίνα πια. Ούτε από θέμα ύψους, ούτε από θέμα πλάτους, ούτε από θέμα κατοίκων. Δεν είναι θέμα ρατσιστικής προσέγγισης, είναι θέμα ότι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι ήρθαν στην Ελευσίνα όταν έγινε πλέον το νοσοκομείο, όταν δημιουργήθηκαν άλλες θέσεις εργασίας, έγινε έδρα Νομαρχίας τότε, αυτοί οι άνθρωποι δεν αγάπησαν την πόλη, δεν θέλησαν -όχι όλοι βέβαια, πλειοψηφία μιλάω- δεν θέλησαν να ενσωματωθούν με την πόλη, δεν θέλησαν να μάθουν την ιστορία της πόλης, και από την άλλη, η δημοτική αρχή δεν έκανε τίποτα να ενσωματώσει αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί ήρθαν ως μετανάστες εσωτερικοί, λόγω θέσεων εργασίας, όμως δεν ενσωματώθηκαν ποτέ στην Ελευσίνα, με το μάτι στραμμένο στον τόπο καταγωγής τους. Γιατί και οι δικοί μου είναι εσωτερικοί μετανάστες στην Ελευσίνα. Η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου προέρχονταν από δύο διαφορετικά χωριά, δεν ήταν Ελευσίνιοι, όμως ενσωματώθηκαν στην Ελευσίνα. Η Ελευσίνα έγινε πόλη τους, την αγάπησαν την Ελευσίνα, νοιάστηκαν γι' αυτή, δεν πήγαν μόνο τα παιδιά τους σχολείο, το κάθε εκκλησάκι έγινε για την μαμά μου το εκκλησάκι που είχε στα χωράφια εκείνα του χωριού της. Έκανε τα ίδια ακριβώς πράγματα. Αυτή τη στιγμή, οι άνθρωποι που μένουν στην Ελευσίνα είναι καταναλωτικά όντα όπως και παντού. Η πεθερά μου κι ο πεθερός μου που δεν ήταν απ' την Ελευσίνα και ίσα ίσα που δεν ήταν καν Αρβανίτες, ήταν από την Καλαμάτα ο πεθερός μου κι ήρθε από Πειραιά για Ελευσίνα όταν παντρεύτηκε, όταν πήρε μια δυσμενή μετάθεση στο ΙΚΑ, γιατί έκανε μια απεργία, και μετά παντρεύτηκε την πεθερά μου. Όμως κι αυτοί αγάπησαν κι ενσωματώθηκαν στην Ελευσίνα. Δεν ξέρω αν φταίει η εποχή, αν φταίνε οι άνθρωποι οι ίδιοι που έχουν αλλάξει, που έχουμε αλλάξει, αν φταίει η ίδια η δημοτική αρχή που γκρέμισε την ιστορία της Ελευσίνας συμβολικά και πρακτικά και έτσι δεν μπόρεσε, γιατί ίσως αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν σε μία πόλη που δεν ήτανε τίποτα. Δεν είχε... Είχε χάσει... Λίγο απ' όλα και όλοι μας φταίμε.
Και γυρνώντας πίσω στην παλιά Ελευσίνα, να μιλάγαμε λίγο, μου 'πες πριν ότι υπήρχε ο γαλατάς και ο άνθρωπος που έφερνε τον πάγο.
Ναι.
Να ανακαλέσουμε κι αυτές τις μνήμες.
Κάποτε δεν είχαμε ψυγείο, είχαμε μόνο το φαναράκι, το οποίο δεν μπορούσες να φυλάξεις πράγματα βέβαια. Και είχαμε ψυγείο μόνο για το καλοκαίρι, το χειμώνα δε χρησιμοποιούσαμε ψυγείο, από ένα σημείο και μετά αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε, όπου το ψυγείο αυτό ήταν ένα παλιό, ξύλινο ψυγείο, το οποίο περνούσε κάθε τόσο ο παγοπώλης, και αγοράζαμε τον πάγο. Και αργότερα, θυμάμαι τη μαμά μου, να πηγαίνει με ένα πράγμα που ήτανε σαν καρότσι της λαϊκής φαντάσου το, όχι καρότσι της λαϊκής ακόμα όμως, ένα με τροχούς ήτανε, επειδή εμέναμε πάρα πολύ κοντά στο παγοποιείο -μετά έγινε μια μεγάλη αλυσίδα ηλεκτρικών ειδών, έκλεισε κι αυτή- αλλά ακόμα τώρα το λέμε το «παγοποιείο», στάση παγοποιείο, άσχετα αν δεν υπάρχει παγοποιείο. Πήγαινε μ' αυτό το πράγμα και έπαιρνε τον πάγο απ΄ το παγοποιείο και τον έφερνε στο σπίτι. Και επίσης, περνούσε ο γαλατάς και θυμάμαι τη μαμά μου να βγαίνει με το κατσαρολάκι και να της βάζει ο γαλατάς, με το δοσομετρητή που είχε, όσο γάλα χωρούσε το κατσαρολάκι, να το βράζει, για να φουσκώσει, για να μην έχει χαλάσει, ήταν ένδειξη ότι δεν έχει χαλάσει, αλλά και για να μην χαλάσει. Ναι.
Και μιας που είπαμε για τη μαμά, μου είπες πριν ότι θα σου πω και τι σημαίνει το Κριεκούκι.
Α, ναι! Κριεκούκι, το οποίο τώρα λέγεται Ερυθρές, σημαίνει «κόκκινο κεφάλι». Κρίε – κόκκινο, το κρίε είναι το κεφάλι, κούκι είναι το κόκκινο στα Αρβανίτικα. Γιατί είχε γίνει κάποτε, ίσως και στην αρχαιότητα, δεν ξέρω από πότε, μία μάχη εκεί, και είχε μείνει απ' τα πολλά κεφάλια που 'ταν κομμένα στο βουνό, στο – τώρα μου κόλλησε το κεφάλι, το μυαλό, ποιο βουνό είναι εκεί – από τη μάχη εκεί ονομάστηκε Κριεκούκι, κόκκινο κεφάλι, απ' τα κομμένα κεφάλια. Τώρα όση ώρα σου μίλαγα, θυμήθηκα ότι το διπλανό χωριό που είναι οι Πλαταιές, τα Κόκλα που τα λέγαμε εμείς στα Αρβανίτικα, είχε γίνει η γνωστή μάχη των Πλαταιών, Μαρδόνιος κλπ. Εμείς στη γενιά μου, τους Πλαταιείς, φυσικά δεν τις λέγαμε Πλαταιές, τα λέγαμε Κόκλα, και Κρόρα ήταν στα Δερβενοχώρια ένα άλλο χωριό, Κόκλα, πώς τους λέγαμε; Οι Μαρδόνιοι! Απ΄το στρατηγό Μαρδόνιο των Περσών! «Πού πας;», λέει, «Πάω στους Μαρδόνιους -να λέει κάποιος που πήγαινε βόλτα εκεί- πάω στους Μαρδόνιους».
Άκου τώρα, το οποίο -
Αυτό, ναι, ναι. Είχε μείνει από τη μάχη των Πλαταιών. Ναι. Επίσης, τώρα που θυμήθηκα την ώρα που μιλούσαμε τι σημαίνει Κριεκούκι, το δικό μου επώνυμο είναι Νέζη. Το οποίο Νέζη είναι καθαρά Αρβανίτικο. Πώς έχει βγει; Υπάρχουν δύο ερμηνείες. Η μία ερμηνεία είναι ότι – συγγνώμη λίγο, να το πάρω αλλιώς. Στα χωριά, στις μικρές περιοχές, επειδή τυχαίνει να έχουνε οι περισσότεροι τα ίδια επώνυμα, υπάρχουν τα παρατσούκλια. Δεν ξέρω αν το 'χετε κι εσείς στην περιοχή σας, παντού, και στα Κύθηρα που ήμουνα και στην Μάντρα που 'ταν ο μπαμπάς μου και στην περιοχή τη δική μου ήτανε τα παρατσούκλια. Τα παρατσούκλια βγαίνανε από διάφορα χαρακτηριστικά του προσώπου, του κορμιού, του μυαλού, αν κάποιος ήτανε κόκκινος λέγαμε ο «Κούκιος», δε λέγαμε ο «Μπεθάνης» - μπορεί να 'ταν το επώνυμό μου Μπεθάνης- λέγαμε ο Κούκιος. Κι αυτό το παρατσούκλι συνόδευε όλη τη γενιά. Πήγαινε και στα παιδιά, τώρα τελευταία κοντεύει να χαθεί, με την αλλαγή τρόπου ζωής. Αλλά δεν έχει χαθεί ακόμα στο χωριό της μαμάς μου, απλώς κοντεύει. Το δικό μου επώνυμο, όταν καταγράφανε στην, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάποια στιγμή έγινε καταγραφή του πληθυσμού, δεν είχανε όνομα, δεν είχαν επώνυμο, δεν είχαν τίποτα, ένα όνομα είχαν μόνο που βαφτιζόντουσαν. Οπότε πήγαινε ο άλλος να καταγραφεί κι έλεγε: «Ποιος είσαι εσύ;», «Εγώ είμαι ο Γιάννης ο Κούκιος». Το παρατσούκλι του έλεγε. «Εσύ ποιος εί[02:00:00]σαι;», «Εγώ είμαι ο Γιάννης ο...» δε θυμάμαι τώρα να σου πω πολλά παρατσούκλια. Όταν δεν υπήρχε κάποιο χαρακτηριστικό του προσώπου, παίρναν το όνομα του πατέρα. «Είμαι ο Γιώργος του παπά-Κώστα», οπότε το επώνυμο. Όταν δεν υπήρχε ο πατέρας, μπορεί να 'τανε κάποια οικογένεια ορφανή από πατέρα, να 'ταν μόνο η μάνα. Εγώ - η χαρακτηριστική κατάληξη των Αρβανιτών είναι το: «Είμαι ο Γιώργος του Κώστεζα», το -ζα. Και έλεγε: «Είμαι ο Γιώργος της Άννεζας». Αυτό το -ζα σημαίνει σε ποιον ανήκε, της Άννας. Άρα, έγινε επώνυμο Σοφία Άννεζα, με τον καιρό έφυγε το Α το πρώτο, έμεινε το Νέζα, και το Α έγινε Η.
Άρα το επώνυμό σου υποδεικνύει και μια οικογένεια η οποία ήταν -
Ναι, κατά πάσα πιθανότητα ναι.
Μητριαρχική.
Κατά πάσα πιθανότητα ναι. Αυτή η εξήγηση έχει δοθεί. Γιατί το – ζα, το Κώστεζα, «Έλα, βρε Κώστεζα», όταν ήθελε η μαμά να κάνει κάτι, να πείσει το παιδί να κάνει κάτι, χαϊδευτικά το 'λεγε Κώστεζα. «Σοφίεζα, έλα εδώ».
: Εσύ μιλούσες Αρβανίτικα;
Όχι, εγώ ήμουν η γενιά που αρνήθηκα να μιλήσω Αρβανίτικα, παρότι είχα μία γιαγιά η οποία δεν ήξερε Ελληνικά σχεδόν, ψιλοκαταλάβαινε Ελληνικά, αλλά δεν τα μιλούσε. Είχα μία μαμά που μιλούσε και τα δύο βέβαια, και στο σπίτι μέσα μόνο Αρβανίτικα, και με τον μπαμπά Αρβανίτικα. Έζησα σ' ένα χωριό που η γενιά μου ξέρει Αρβανίτικα, αλλά επειδή το έπαιζα και λιγάκι ότι είμαι απ' την πόλη πρωτευουσιάνα, ντρεπόμουνα να πω ότι ήμουνα Αρβανίτισσα, και να μάθω Αρβανίτικα. Κι είμαι η γενιά η οποία αποποιήθηκε την καταγωγή της, το οποίο το μετάνιωσα βέβαια, και δεν έμαθα ποτέ. Ίσως γι' αυτό και τα μοιρολόγια δε θυμάμαι λέξεις κανονικές, γιατί τα μοιρολόγια ήταν στα Αρβανίτικα. Καμιά φορά που και πού έπιανα καμιά λέξη στα Ελληνικά, και γι' αυτό θυμάμαι μειδιάματα και όχι χαρακτηριστικά λόγια. Τώρα το θυμήθηκα ότι τα μοιρολόγια ήταν στα Αρβανίτικα βέβαια. Επίσης, θυμάμαι τον γιούκο. Ο γιούκος ξέρεις τι είναι, έχεις ακούσει ποτέ τη λέξη γιούκος; Ο γιούκος είναι δύο πράγματα. Είναι, μάλλον, κυρίως είναι ένα πράγμα. Είναι, δεν είχαν ντουλάπες στα σπίτια τότε, τι κάνανε με τα ρούχα; Φτιάχνανε από κάτω ένα πολύ σταθερό, ένα δε θυμάμαι ακριβώς τα από κάτω, ίσως ήτανε κάποιο ξύλο, τέτοιο, και βάζανε επάνω τα χειμωνιάτικα σεντόνια, είτε καλοκαιρινά τα πικέ, σεντόνια, κουβέρτες, τα βάζανε σε μία σ' ένα τοίχο του σπιτιού, στρώματα, στρώματα, στρώματα, μέχρι πάνω ψηλά, κι από πάνω το σκεπάζανε μ' ένα ύφασμα για να μη λερώνεται. Κι αυτός ήταν ο γιούκος. Πού φυλάσσαν τις κουβέρτες κι όλα αυτά; Γιατί μπορεί τα σπίτια να 'τανε φτωχά, αλλά το κάθε πράγμα είχε τη θέση του και υπήρχε πάντα, ήταν τακτοποιημένα όλα. Η γιαγιά σκούπιζε το χαγιάτι, που ήταν χωμάτινο με πέτρες. Δεν έπρεπε να 'τανε βρώμικο. Λοιπόν, κι όταν η νύφη παντρευότανε, την Πέμπτη που στρώναν το κρεβάτι, φτιάχναν και το γιούκο, που ήταν τα προικιά της νύφης, τα εκθέτανε, τα στρώνανε σε επίπεδες στρώσεις, τα τυλίγανε πολύ ωραία, τα διπλώνανε μάλλον, δεν τα τυλίγανε, τα διπλώνανε πολύ όμορφα, και σε επίπεδες στρώσεις στρώνανε τις κουβέρτες, τα χράμια, τα κεντητά, κρέμονταν κιόλας κάποια κεντητά, τα πλεκτά, και πέρναγε το χωριό, οι συγγενείς, οι φίλοι, και ρίχνανε, καρφιτσώνανε λεφτά πάνω στο γιούκο, γιατί δεν ήταν κυρίως το κρεβάτι που στρώναν, φτιάχναμε το γιούκο, αυτό λέγαμε εμέις, και στρώνανε το κρεβάτι, αλλά κυρίως φτιάχναμε το γιούκο. Και ασημώνανε τα προικιά της νύφης. Και βέβαια, υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός, όχι μόνο ποια θα 'χει τα καλύτερα προικιά, γιατί όλες κεντούσανε, πλέκανε ή υφαίνανε, αλλά και ποιος θα τα προβάλει και καλύτερα, ποιος θα φτιάξει το καλύτερο γιούκο. Μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των κοριτσιών. Τι άλλο; Και ζούσαμε εμείς σαν παιδιά, είχαμε πολύ γέλιο, γιατί περιμέναμε πώς και πώς να γίνει κάνας γάμος και να πάμε να κλέβουμε και γλυκά, γιατί τα γλυκά δεν υπήρχαν και άφθονα τότε. Να κλέβουμε κανένα. Εγώ βέβαια δεν μ' άρεσαν τα γλυκά, οπότε δεν συγκινούμουν, αλλά στα υπόλοιπα παιδιά αρέσαν και κλέβανε. Ναι, πετάγαν ένα αγόρι κυρίως πάνω στο κρεβάτι για να 'ναι καρπερή η γυναίκα. Αλλά αυτό γινόταν και αλλού. Αλλά με το γιούκο ήτανε χαρακτηριστικό, δεν ξέρω αν είναι μόνο των Αρβανιτών, αλλά των χωριών.
Παρ' όλα αυτά αυτό γινόταν και στην Ελευσίνα από τους Αρβανίτες.
Ναι, ναι. Και στην Ελευσίνα, και η μάνα μου έκανε γιούκο, έκανε στο χωριό βέβαια, αλλά γενικότερα μετά, όταν γίνονταν οι γάμοι στην Ελευσίνα, ναι, και στη Μάνδρα, ο γιούκος, ναι, ήτανε χαρακτηριστικός.
Στο δικό σου γάμο;
Στο δικό μου γάμο, έγινε στα Κύθηρα, με 29 καλεσμένους, η νύφη έφυγε με το γαμπρό από το σπίτι, γιατί συζούσε πριν. Όχι μόνο πήρα γαμπρό εκτός Αρβανιτιάς, αλλά δεν τηρήθηκε τίποτα από όλα αυτά. Να σου πω την αλήθεια, μετανιώνω τώρα. Θα ήθελα να το 'χα κάνει, αλλά τότε είχε επικρατήσει το νεανικόν. Έζησα όμως τον γάμο των φιλενάδων μου στο χωριό, που έγιναν οι γάμοι αυτοί και πάρα πολύ νωρίς. Φαντάσου ότι έχω φίλη που είναι ίσα με μένα, ένα χρόνο μικρότερη μάλιστα, 52, η οποία έχει εγγόνι 9 ετών. Μπορεί και 10 πλέον. Οπότε έζησα το γάμο των φιλενάδων μου στο χωριό, τον έζησα από πολύ κοντά. Που έγινε με όλο το τυπικό το Αρβανίτικο, τότε. Εγώ σταμάτησα να πηγαίνω στο χωριό, εκεί γύρω στα 16, γιατί πλέον χάθηκε όλο αυτό το κοινό βίωμα που είχα με τα παιδιά του χωριού. Τα παιδιά του χωριού παρέμειναν παιδιά του χωριού, εγώ στην πόλη είχα αλλάξει παραστάσεις, παρότι η Ελευσίνα δεν ήταν και πολύ μεγάλη πόλη, χωριό ήταν, αλλά είχα έναν άλλο τρόπο ζωής, είχα πολιτικοποιηθεί, ενώ τα κορίτσια στο χωριό, οι φιλενάδες μου, επαναλαμβάναν αυτό που έκαναν η μάνα τους κι ο πατέρας τους. Ενώ ήδη στη ζωή στην πόλη είχε αρχίσει να αλλάζει αυτό. Τώρα δεν υπάρχει ούτε στο χωριό αυτό. Παρ' όλ' αυτά η γενιά μου ξέρει Αρβανίτικα. Και η επόμενη γενιά ξέρει στο χωριό. Ναι, στο χωριό της μαμάς μου. Και επίσης, θυμάμαι ότι σπούδαζα, και τότε μου 'χε στείλει η φιλενάδα μου τη φωτογραφία της με το γιο της που 'τανε τριών ετών, δε θυμάμαι, κάπου εκεί. Εμένα μου 'χε φανεί εξωφρενικό αυτό το να έχω παιδί! Πλέον δε με συνέδεε τίποτα με το χωριό, όμως όσες φορές γυρνάω, τα κορίτσια εκεί ακόμα είναι φίλες μου. Μ' ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, αλλά αυτός ο τρόπος ζωής έληξε για μένα στα 16, εκεί 15-16. Όπως και ο τρόπος ζωής στην Ελευσίνα, όταν γύρισα από τη Βουλγαρία, μπορώ να πω ότι κρατιόταν η Ελευσίνα στον τρόπο ζωής που ήξερα. Όταν όμως έφυγα για Κύθηρα το 1998 και ξαναγύρισα, ξαναγύρναγα βέβαια πολύ συχνά, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν είναι η Ελευσίνα που άφησα. Οπότε και για μένα όπως έκλεισε ο κύκλος στο χωριό, στα 15-16 που άλλαξα τρόπο ζωής, έτσι και με την έξοδό μου, με τη μετακόμιση μου στα Κύθηρα το '98, έκλεισε κι ο κύκλος ζωής μου στην Ελευσίνα. Πλέον η Ελευσίνα δεν είναι αυτή που άφησα. Τώρα έχει ανοίξει ένας καινούριος κύκλος.
Μετακομίσεων. Τέλεια. Πολύ ωραία.
Ναι. Τώρα βέβαια, σίγουρα υπάρχει και κάτι ακόμα που θα θυμηθώ και μπορεί να το καταγράψω, να το σημειώσω δηλαδή, και μετά να βρεθούμε να στο πω.
Ωραία,[02:10:00] ωραία.
Σίγουρα κάποιες αναμνήσεις μου διαφεύγουνε αυτή τη στιγμή.
Ωραία. Ας αφήσουμε λοιπόν εδώ τη σημερινή ημέρα. Με το όνομά σου ξεκινήσαμε, με το όνομά σου σχεδόν κλείσαμε. Τέλεια, σ' ευχαριστώ πολύ Σοφία.
Κι εγώ, για την επιστροφή στο χρόνο και στον τόπο, στους τόπους μάλλον.
Πολλούς.
Φωτογραφίες

το «Μαιευτήριον Ελευσίνο ...
Το μαιευτήριο όπου γεννήθηκε η αφηγήτρια

Σοφία Νέζη
Η αφηγήτρια.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Σοφία Νέζη ανακαλεί παιδικές και νεανικές της μνήμες από την Ελευσίνα των τριών τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Πιάνει το νήμα από την ιστορία των γονιών της, πατώντας στα πιο αξιομνημόνευτα χνάρια της οικογενειακής μνήμης, από τη γέννηση μέχρι την εκπαίδευση, το γάμο, την εργασία στα εργοστάσια, την απώλεια και το πένθος. Αφηγείται, ύστερα, τις δικές της παιδικές αναμνήσεις από την Ελευσίνα και το χωριό Κριεκούκι, όπως τα έζησε το '70, το '80 και το '90, σημειώνοντας το πόσο έγραψαν μέσα της οι κινητοποιήσεις αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις της περιόδου και η εκβιομηχάνιση της Ελευσίνας. Τέλος, μεγάλο ενδιαφέρον έχει η αναφορά σε ταφικά και γαμήλια αρβανίτικα έθιμα, που προδίδουν την ύπαρξη ενός νήματος που συνδέει την αρχαία Ελευσίνα με το σήμερα... Ή και όχι, μιας που το «σήμερα» φέρνει μαζί του μια Ελευσίνα αλλιώτικη.
Αφηγητές/τριες
Σοφία Νέζη
Ερευνητές/τριες
Αγγελική Αγαλιανού
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/10/2020
Διάρκεια
130'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Σοφία Νέζη ανακαλεί παιδικές και νεανικές της μνήμες από την Ελευσίνα των τριών τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Πιάνει το νήμα από την ιστορία των γονιών της, πατώντας στα πιο αξιομνημόνευτα χνάρια της οικογενειακής μνήμης, από τη γέννηση μέχρι την εκπαίδευση, το γάμο, την εργασία στα εργοστάσια, την απώλεια και το πένθος. Αφηγείται, ύστερα, τις δικές της παιδικές αναμνήσεις από την Ελευσίνα και το χωριό Κριεκούκι, όπως τα έζησε το '70, το '80 και το '90, σημειώνοντας το πόσο έγραψαν μέσα της οι κινητοποιήσεις αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις της περιόδου και η εκβιομηχάνιση της Ελευσίνας. Τέλος, μεγάλο ενδιαφέρον έχει η αναφορά σε ταφικά και γαμήλια αρβανίτικα έθιμα, που προδίδουν την ύπαρξη ενός νήματος που συνδέει την αρχαία Ελευσίνα με το σήμερα... Ή και όχι, μιας που το «σήμερα» φέρνει μαζί του μια Ελευσίνα αλλιώτικη.
Αφηγητές/τριες
Σοφία Νέζη
Ερευνητές/τριες
Αγγελική Αγαλιανού
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/10/2020
Διάρκεια
130'