Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Ταξίδι στον χρόνο με έναν από τους πρώτους DJ στην Ελλάδα
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία και η πρώτη εποχή των DJ στην Ελλάδα
00:00:00 - 00:10:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Είναι Σάββατο 25 Ιουλίου 2020, βρίσκομαι στην Έδεσσα, εγώ είμαι ο Χρήστος Σαρηγκιόλης, ερευνητής από το Istorima και βρίσκομαι …α είναι ούτε Rolling Stones ούτε να κάνουν... Αλλά είναι όλοι παιδιά που κάνουνε πάρα πολύ ωραίες μουσικές. Και σήμερα, όπως και παλιότερα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ο ρόλος του DJ στην επαρχία και η σημασία της επαφής με τη μεγάλη πόλη
00:10:37 - 00:22:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η ελληνική επαρχία, τότε με τη γέννηση της ηλεκτρονικής μουσικής, την εισαγωγή της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα, πώς υποδέχτηκε αυτούς …ει ότι αυτό που ζει είναι το καλύτερο, ενώ ίσως δεν είναι το καλύτερο. Ίσως έχει κι άλλα πράγματα που μπορεί να σε συγκινήσουν περισσότερο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι DJ τότε και τώρα
00:22:44 - 00:38:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ποια πιστεύεις ότι ήταν καλύτερη περίοδος σαν disc jockey, παίζοντας σε μαγαζιά; Δεκαετία ’80-’90. Μετά... Μετά να σου πω τι έγινε. Τώρα, ί…ιστορία κι αυτό. Καλά όμως ήταν! Πάρα πολύ ωραία! Τελειώσαμε; Μπράβο, ρε Χρηστάρα. Νομίζω πως ναι. Ευχαριστώ πολύ. Μπράβο, ρε Χρηστάρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα. Είναι Σάββατο 25 Ιουλίου 2020, βρίσκομαι στην Έδεσσα, εγώ είμαι ο Χρήστος Σαρηγκιόλης, ερευνητής από το Istorima και βρίσκομαι μαζί με τον Γεώργιο τον Βάνη στο σπίτι του. Λοιπόν, μπορούμε να ξεκινήσουμε. Πείτε μου λίγα λόγια για τον εαυτό σας.
Λέγομαι Γεώργιος Βάνης. Kατοικώ στην Έδεσσα. Η καταγωγή μου είναι από την Αριδαία. Γεννήθηκα Έδεσσα, αλλά ζούσα στην Αριδαία από τότε που γεννήθηκα. Απ’ το 2003 και μετά μετακόμισα στην Έδεσσα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια εμπόρων, μπακάληδων. Όλη μας η ζωή κινιόταν γύρω από το μαγαζί. Κάναμε χοντρικό εμπόριο στα χωριά της Αλμωπίας τις δύσκολες δεκαετίες, που δεν υπήρχαν ούτε υπερμάρκετ ούτε μάρκετ –τίποτε–, παρά μόνο μπακάλικα. Και κουβαλούσαμε με δύο φορτηγά προϊόντα σε όλη την επαρχία Αλμωπίας, τα οποία τα φέρναμε από τη Θεσσαλονίκη. Ή απ’ αλλού, από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Τελείωσα το λύκειο το ’81. Αργότερα, μετά από μερικά χρόνια, πήγα σε μια Σχολή Δημοσιογραφίας –στο North College–, τρία χρόνια, στη Θεσσαλονίκη. Έζησα στη Θεσσαλονίκη δέκα χρόνια περίπου και επέστρεψα στην Αριδαία. Και έγινα υπάλληλος στον πρώην ΤΕΒΕ ως εισπράκτορας και, από τότε, ζω στην Έδεσσα και δουλεύω στον σημερινό ΕΦΚΑ μη μισθωτών ως υπάλληλος. Έχω δύο παιδιά. Είχα ανησυχίες διάφορες, περισσότερες με τη μουσική και με τον γραπτό λόγο. Είχαμε βγάλει περιοδικό στην Αριδαία. Δούλευα σε εφημερίδες και στην Αριδαία. Και μερικές φορές προσπαθούσα να μπλέκω με τα κοινά για να βοηθάω τον τόπο στον οποίο ζω, στην Αριδαία ή στην Έδεσσα. Αυτά είναι λίγα λόγια για τον εαυτό μου.
Με τη μουσική με ποιον τρόπο ασχοληθήκατε;
Απ’ το 1979, για πρώτη φορά, έβαλα μουσική σαν disc jockey σε ένα μαγαζί στην Αριδαία. Και από τότε –Γ΄ Λυκείου και στη συνέχεια– έβαζα επί είκοσι έως τριάντα συνεχώς μουσική σε μαγαζιά –μικρά ή μεγάλα– διαφορετικών ειδών. Γιατί εγώ ξεκίνησα με μαγαζιά πενήντα και εκατό ατόμων και κατέληξα να βάζω μουσική σε μαγαζί δύο χιλιάδων ατόμων μετά, όταν γίναν τα club.
Πώς ήταν η πρώτη εποχή–
Η πρώτη εποχή–
Των disc jockey, των DJ, στην Ελλάδα;
Ήμασταν ελάχιστοι αυτοί που βάζαμε μουσική. Ήμασταν οι περισσότεροι ερωτευμένοι μ’ αυτό που κάναμε. Δεν μας απασχολούσαν άλλα πράγματα παρά μόνο η μουσική. Ψάχναμε δίσκους. Γιατί τότε δεν υπήρχε ούτε ιντερνέτ, τίποτε. Διαβάζαμε το «Ποπ και Ροκ», τον «Ήχο» και ό,τι ακούγαμε από φίλους που ερχόντουσαν από την Αγγλία, απ’ την Αμερική –πηγαίναν ταξίδι–, και μας λέγανε «Σου ’φερα μια κασέτα με αυτά που παίζει ο άλλος» –είχα έναν φίλο στη Νέα Υόρκη που μου έφερνε τι έπαιζε στο «Factory» στη Νέα Υόρκη κτλ.– και προσπαθούσαμε να μάθουμε τι είναι η μουσική. Έτσι μαθαίναμε. Και ραδιόφωνο. Όλη τη μέρα ψάχναμε ραδιόφωνα. Παλιά ραδιόφωνα είχε μόνο κρατικά. Και ψάχναμε ερασιτέχνες. Να βρούμε κάποιοι που υπήρχαν Θεσσαλονίκη, να μπορέσουμε να ενημερωθούμε για τη μουσική, τι είναι η μουσική. Και, βέβαια, οι βόλτες στα δισκοπωλεία. Ήταν δισκοπώλες οι οποίοι στη Θεσσαλονίκη –και στην Αθήνα εγώ είχα πάει αρκετές φορές–, ήταν δισκοπωλεία στη Θεσσαλονίκη τα οποία φέρνανε μουσική ειδικά για DJs. Λοιπόν... Για χορευτική μουσική μιλάμε, έτσι; Αυτή ήταν η ενημέρωσή μας. Αυτοί μας βοηθούσαν. Τα δισκοπωλεία στη Θεσσαλονίκη. Ήταν δύο-τρία μαγαζιά τα οποία ήταν πάρα πολύ καλά και μας ενημέρωναν αυτοί τι συμβαίνει σε όλο τον πλανήτη. Και μας φέρναν τα βινύλια –παίζαμε μόνο με βινύλια παλιά– και κασέτες. Αργότερα... Γύρω στο 2000 περίπου; ’99; Με είχε φέρει πρώτη φορά ένας ιδιοκτήτης μαγαζιού, ο [00:05:00]οποίος είχε μαγαζιά στη Γερμανία, «τσε-ντι», όπως λέγεται –έτσι το έλεγε με γερμανική προφορά, «τσε-ντι»– και μ’ έφερε μερικά CD για να παίζουμε μουσική. Και είχαμε σοκαριστεί με αυτό που βλέπαμε. Νομίζαμε ότι άλλαξε η ζωή μας όλη. Αλλά τελικά ο ήχος απ’ τα βινύλια ήταν καλύτερος. Πάντα. Το ανακαλύψαμε μετά από άπειρα χρόνια, βέβαια, όταν εξαφανίσαμε τα βινύλιά μας. Ήταν πάρα πολύ όμορφα, γιατί τα club ή τα μαγαζιά ήτανε μέρος της ζωής όλων των ανθρώπων και δεν ήταν ένα απλό γεγονός όπως είναι σήμερα. Οι disc jockey ήμασταν αυτοί που κοιτάζαν όλοι οι μαγαζάτορες και οι πελάτες στα μάτια και περιμέναν από εμάς να δουν τι θα κάνουμε το βράδυ. Σήμερα είναι διαφορετικά τα πράγματα, όπως βλέπω. Και οι μουσικές που... Είχαμε άποψη για τη μουσική, θεωρούσαμε κάποια μουσική πολύ καλή και προσπαθούσαμε να την παίζουμε, ταυτόχρονα βάζοντας τα εμπορικά. Γιατί ένα μαγαζί, για να σε πληρώσει και για να... Σε προσλαμβάνει για να έχει κόσμο και όχι για να... Αυτό ίσχυε, ίσχυε και θα ισχύει. Όχι για να βάζεις εσύ σε δυο φίλους σου μουσική. Έτσι; Λοιπόν... Και προσπαθούσαμε να συνδυάζουμε πάντα την καλή, αξιοπρεπή μουσική με τη χορευτική. Δηλαδή βάζαμε blues –ήταν η εποχή που εμείς βάζαμε blues ακόμη και χορεύανε σε πίστα blues– και εγώ τους έβαζα... ακούγανε κλασικά, standard jazz κομμάτια, γιατί άκουγα και jazz. Και όταν είχε έρθει μια φορά, παλιά, κάποιοι γνωστοί στην Αριδαία, σε ένα μαγαζί που έβαζα –στην «Cave»– μουσική και ακούσανε να παίζουν στην «Cave» «Dear Lord», John Coltrane –τέτοια πράγματα– είχαν σοκαριστεί. Δεν το πιστεύαν. Λέει: «Δεν υπάρχει περίπτωση να παίζει τέτοια μουσική στην επαρχία». Κι όμως, παιζόντουσαν. Δεν ήταν μόνο στην Αριδαία. Φαντάζομαι, ήταν σε άπειρα μέρη στην Ελλάδα. Γιατί σε κάθε μέρος είχε ένα, δυο, τρία, πέντε άτομα –έναν πυρήνα–, οι οποίοι ακούγανε μουσική, ενδιαφερόντουσαν και ψάχνανε. Έτσι γινόταν πάντα. Αυτά με τη μουσική.
Αρχές ’80, δηλαδή, τότε–
Αρχές ’80, ναι. Αρχές ’80. Όταν αλλάξαν όλα στη μουσική. Όταν μπήκε μέσα, άρχισαν... Εμείς μεγαλώσαμε με ροκ και ξαφνικά μπήκαν τα ηλεκτρονικά. Εγώ τα δέχτηκα τα ηλεκτρονικά. Μ’ άρεσαν πάρα πολύ. Δηλαδή τα Νew Wave, όταν αρχίσανε να έρχονται... Και η εναλλακτική σκηνή με τους Joy Division, Sound και τέτοια πράγματα. Aλλά μ’ άρεσαν και πάρα πολύ τα ηλεκτρονικά. Όταν δηλαδή... Μετά που διαλύθηκαν οι Joy Division και έγιναν οι... Τώρα θα σκάσω, σταματάει το μυαλό... Και κάνανε το «Blue Monday», τότε θεωρήσαμε ότι άλλαξε η ζωή μας όλη. Είχε πληθωρική χορευτική μουσική, ήταν εξαιρετική μουσική. Και σήμερα καταλαβαίνουν –μετά από άπειρα χρόνια, αφού λοιδορήθηκε, κοροϊδεύτηκε οσοδήποτε η δεκαετία του ’80–, κάποιοι καταλαβαίνουν σήμερα, λένε: «Α, όχι. Μάλλον η δεκαετία του ’80 είναι πολύ καλή». Και όταν λένε κάποιοι ότι «Σιγά, τι βγήκανε το ’80»... Απίστευτα πράγματα! Τα οποία έχουν μείνει στην ιστορία. Το «London Calling» βγήκε το ’81. Λοιδορούν... Αυτοί που ακούνε ροκ κλασική. Αυτοί είναι που κατηγορούν. Οι πιο μεγάλοι, δηλαδή. «Σιγά τη δεκαετία!». Αλλά είναι μια υπέροχη δεκαετία η οποία άλλαξε τη μουσική και την έκανε καλύτερη. Γιατί είχε πέσει σε τέλμα από κάποια μεγαθήρια τότε, που επηρεάζανε τη μουσική. Ήταν εξαιρετική δεκαετία και ευτυχώς και άλλαξε και όλη την κουλτούρα. Έβαλε και την τέχνη μέσα. Άλλα μορφή τέχνης. Τη ζωγραφική, τη video art, κτλ. Τότε μάθαμε τι συμβαίνει. Βλέπαμε [Δ.Α.] Τότε είχε βγει μία εκπομπή στην τηλεόραση, μας έδειχνε... Μάθαμε τι είναι το video art, αρχές δεκαετίας στην κρατική τηλεόραση. Μάθαμε ότι υπάρχει και η ζωγραφική μέσα στις τέχνες. Κι άλλες τέχνες. Δηλαδή η ποίηση, που έμπαινε μέσα. Και είδαμε ότι η τέχνη, εκτός απ’ τη μουσική, είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο. Αυτό το μεγαλύτερο όμως επηρεάζει τα πάντα στη ζωή μας. Τότε εγώ άρχισα να καταλαβαίνω, και οι περισσότεροι φίλοι μου, ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα στη ζωή. Απ’ τη δεκαετία του ’80, οπότε μας δείξανε οι καλλιτέχνες και άλλα [00:10:00]πράγματα εκτός απ’ τα μακρόσυρτα solo και το κούνημα του κεφαλιού που υπήρχε τη δεκαετία του ’70. Τα οποία κι εκείνα εξαιρετικά, αλλά εντάξει. Η ζωή προχωράει και πρέπει να προχωράει. Οπότε ήτανε η δεκαετία του ’80 πάρα πολύ καλή. Και ακολούθησε μια όμορφη δεκαετία και του ’90. Και σήμερα έχει νέα παιδιά, μορφωμένα από ωδεία όλοι, που βγάζουνε μουσικές. Ε, ναι, δεν είναι Rolling Stones. Ε, δεν μπορεί να είναι ούτε Rolling Stones ούτε να κάνουν... Αλλά είναι όλοι παιδιά που κάνουνε πάρα πολύ ωραίες μουσικές. Και σήμερα, όπως και παλιότερα.
Η ελληνική επαρχία, τότε με τη γέννηση της ηλεκτρονικής μουσικής, την εισαγωγή της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα, πώς υποδέχτηκε αυτούς τους νέους ήχους;
Ήτανε, όπως είπα στην αρχή... Ήμασταν κάποιοι πυρήνες πάντα. Δηλαδή, στην Αριδαία ήμασταν μια παρέα –η παρέα μου– και ένα μπαρ που υπήρχε –το «De Facto»–, το οποίο άλλαξε πρόσφατα χέρια. Λοιπόν, εκεί πέρα βάζαμε μουσική... Ήμασταν δύο disc jockey, τρεις, που βάζαμε εκεί πέρα τέτοια μουσική... Βάζαμε και άλλα που μας αρέσαν, π.χ. τα μαύρα. Μαύρη μουσική δεν ακούγανε πάρα πολλοί στην ελληνική επαρχία. Εμείς ακούγαμε πάρα πολύ, τέλη του ’70, για κάποιους λόγους. Και αρχίσαμε να ακούμε και ηλεκτρονική μουσική. Και ήμασταν πυρήνες. Όπως ήταν πυρήνες και στην Έδεσσα, που ερχόμασταν καμιά φορά και βλέπαμε. «Καλά, πού είναι αυτό;» Αλλά, ψάχνοντας μετά, βρίσκαμε ότι υπήρχε κάποιο μαγαζί που έβαζε και ηλεκτρονική μουσική και υπήρχαν παιδιά που ακούγανε. Παντού –σε όλη την επαρχία, σε όλη την Ελλάδα–, έτσι ήτανε. Υπήρχανε πυρήνες –μερικά άτομα– τα οποία προχωρήσανε. Και έγινε και μετά η έκρηξη και τη δεχτήκανε μετά. Αλλά προς τα τέλη ’80 τη δεχτήκανε. Τότε που αρχίσαμε να αλλάζουμε και την εμφάνισή μας και τα πάντα. Επηρεαζόμενοι από αυτά που βλέπαμε από τα βίντεο κλιπ της μουσικής. Των συγκροτημάτων και των καλλιτεχνών. Τον Bowie, ας πούμε. Αλλά αυτό πάντα υπάρχει στην επαρχία. Πάντα ήτανε περισσότερο... Ο κόσμος είναι κλειστός, περιχαρακωμένος, αλλά υπάρχουν πάντα ανοιχτά... Άνθρωποι που βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα, λίγο πιο ανοιχτοί, και κάνουν εισαγωγές των καινούργιων πραγμάτων που έρχονται και προχωράει... Και γι’ αυτό προχωράνε κιόλας και στην επαρχία. Ήτανε δύσκολο. Τότε μας κοροϊδεύανε κάποιοι μ’ αυτά που ακούγαμε. Κι εμείς κοροϊδεύαμε βέβαια αυτούς που ήταν κολλημένοι, όμως. Που ανήκαν στο παρελθόν. Που ακούγανε AC/DC μόνο και δεν μπορούσαν να ακούνε τίποτα άλλο, ούτε καν καινούργιες κιθάρες. Δηλαδή θεωρούσαν όλα τα καινούργια τα συγκροτήματα –τέλη ’80, αρχές ’90 που βγήκαν– και τα κιθαριστiκά τα pop από την Αγγλία, τα θεωρούσαν όλα άθλια. Τους θεωρούσαν όλους άθλιους. Ε, εντάξει... Έτσι πάντα... Όμως έτσι γίνεται και έτσι προχωράει η ζωή.
Ποιος ήτανε ο ρόλος του DJ στον χώρο γενικά του μπαρ, στον χώρο του club, της disco;
Ο ρόλος του DJ ήτανε αυτός που θα κουνήσει το μαγαζί. Δηλαδή, αν εγώ ένα βράδυ δεν ήμουν καλά ψυχολογικά, φαινόταν στη μουσική που έπαιζα. Επειδή εμείς παίζαμε... Δεν ήμασταν επαγγελματίες-επαγγελματίες τότε, εκείνη την εποχή. Λειτουργούσαμε συναισθηματικά. Χορεύαμε μαζί με τον κόσμο. Εγώ παρατούσα την καμπίνα μου και έτρεχα και χόρευα με τους φίλους μου κάτω. Ο ρόλος του disc jockey ήταν ο σημαντικότερος τότε, εκείνη την εποχή, γι’ αυτό και μας παρακαλούσανε και μας δίνανε πάρα πολλά λεφτά στα μαγαζιά εκείνη την εποχή, για να πάμε να παίξουμε τα βράδια μουσική. Άμα θεωρούσουν καλός, ο οποίος κρατούσε τον κόσμο και τον έκανε να πίνει... Αυτή είναι η διαδικασία! Δηλαδή, για να βγάλει λεφτά ο ιδιοκτήτης που έχει το μαγαζί. Υπήρχαν ιδιοκτήτες οι οποίοι ήταν έμποροι και δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο, υπήρχαν όμως ιδιοκτήτες οι οποίοι ενδιέφεραν να παίζεται όμορφη μουσική, καλή μουσική. Γιατί έτσι λειτουργούσε το μαγαζί τους, γιατί πηγαίνανε... άλλου είδους πελάτες είχε. Ήσουν ευτυχισμένος αν είχες και καλή μουσική και κόσμο για να κάνει την κατανάλωση, για να κυκλοφορήσει η αγορά. Τότε ήτανε... Γράφαμε... Στην επαρχία οι disc jockey μαθαίναν στον κόσμο μουσική. [00:15:00]Δηλαδή εμείς μαθαίναμε πρώτοι –ψάχναμε, ενημερωνόμασταν– και μετά η δουλειά μας ήταν να γράφουμε κασέτες. Δηλαδή... Ή να δίνουμε τα τραγούδια... Να πηγαίνουν στα μαγαζιά –τα δισκοπωλεία τότε, εκείνη την εποχή– που γράφανε κασέτες όλη τη μέρα. Με τραγούδια που άκουγε ο κόσμος ένα βράδυ... Ερχόντουσαν, είχα εγώ χαρτάκι πάντα δίπλα μου με στυλούς και τους έγραφα τι μουσική, ποιο είναι αυτό το τραγούδι, ποιο είναι το άλλο τραγούδι, ποιο είναι το άλλο. Μερικοί δεν δίνανε. Θεωρούσαν ότι, άμα δώσουν τα τραγούδια αυτά, που έχουν μόνο αυτοί... Εγώ ποτέ δεν θεώρησα τέτοιο πράγμα... Ότι η μουσική ανήκει σε όλους. Δηλαδή, άμα δεν το βρω τώρα ένα κομμάτι, σε ένα μήνα, θα το βρω σε τρεις μήνες. Το ίδιο και αυτός που το ακούει. Αν δεν το βρει τώρα, θα πάει κάποια στιγμή ο ξάδερφός του στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα και θα το φέρει. Δηλαδή είναι απλά τα πράγματα. Κάποιοι δεν το κάνανε αυτό και τα κρύβαν τα τραγούδια τους. Σβήνανε τους δίσκους με μαρκαδόρους μαύρους για να μη βλέπεις κανένας ποιοι είναι, ποιο είναι το συγκρότημα. Αλλά ήταν αυτοί που μαθαίναν στον κόσμο μουσική. Και μετά, όταν κάνανε και καμιά θεατρική παράσταση κάποιοι κτλ. –από άλλο χώρο– στην επαρχία, –αυτό συνέβαινε σε όλη την επαρχία–, μας φωνάζαν κι εμάς, που ξέρανε ότι ακούμε μουσική και ασχολούμαστε, να τους βοηθήσουμε να βάλουνε μέσα... να καλύψουνε μουσικά την παράσταση. Άμα δεν είχαν κάποιον να τους γράψει μουσική για το θεατρικό έργο –που δεν υπήρχε περίπτωση εκείνη την εποχή στην επαρχία–, τους ετοιμάζαμε εμείς μουσική για το θέατρο, για διάφορες εκδηλώσεις... Που εγώ έγραφα μουσικές για πολιτικές συγκεντρώσεις –που έκανα CDιά ή κασέτες–, για δημοτικές εκδηλώσεις... Για άπειρα πράγματα. Ό,τι γινόταν στην επαρχία, τρέχανε σε εμάς να μας πούνε: «Βοήθα». Άμα ήσουνα και λίγο... που ασχολιόσουν λίγο περισσότερο και προσπαθούσες να ’χεις ένα άλλο στιλ, τότε σε πιέζαν πάρα πολύ για να βοηθάς την κατάσταση. Δηλαδή ήσουνα κεντρικό πρόσωπο στην επαρχία για να μάθεις μουσική. Και μου το λένε ακόμη τώρα και μεγάλοι. «Α -λέει-, θυμάσαι τότε;», «Εσύ μας έμαθες αυτό», «Έτσι ακούσαμε μουσική τέτοια», «Έτσι κάναμε αυτό», «Έτσι πήγαμε σε άλλους δρόμους», κτλ. Ήτανε αυτοί οι πυρήνες που γινόντουσαν –πέντε, δέκα άτομα– σε μαγαζιά που... Και έτσι προχωρούσε η ζωή πολιτιστικά. Δεν υπήρχε άλλο πράγμα. Και ειδικά στις επαρχίες, όταν κάνανε... Ο πολιτισμός ήτανε κάνα χορευτικό παραδοσιακό. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Ήτανε τα μαγαζιά –σου λέω– με τους πυρήνες οι οποίοι δίναν, τουλάχιστον ένα μέρος, τη μουσική. Ή δείχναμε και... Δηλαδή στην Αριδαία ήταν μπαρ στα οποία δείχναμε ταινίες βουβές και από κάτω βάζαμε μουσική δυο-τρεις άνθρωποι, προσπαθώντας ποιος θα κάνει καλύτερα να ευχαριστηθεί ο κόσμος που θα ’ρθει να δει ταινία κι εμείς να βάζουμε κατάλληλα κομμάτια σ’ αυτά που βλέπουμε, να τους δημιουργούμε κι εμείς συναισθήματα και τέτοια πράγματα. Ήταν πάρα πολύ ωραία, εξαιρετικά χρόνια. Τα οποία δεν λέω ότι «Α, ήταν τα καλύτερα στη ζωή μας». Η ζωή εξελίσσεται. Πάντα αυτά που έρχονται είναι τα καλύτερα, θεωρώ. Αλλά ήταν όμορφα χρόνια κι έτσι προχώρησε η επαρχία και άλλαξε, μπήκε στους καινούργιους χρόνους λίγο καλύτερα. Ήταν –σου λέω– από πυρήνες, από ανθρώπους, που ακούγανε μουσικές, τέτοια πράγματα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο τότε. Τίποτα άλλο. Στην Έδεσσα ήταν διαφορετικά. Στην Έδεσσα υπήρχε ο «Μέγας Αλέξανδρος», ο πολιτιστικός σύλλογος. Ο οποίος από πίσω είχε βαρύ όνομα και μπορούσε και έφερνε τον κόσμο δίπλα του. Είχε κόσμο –εκατό-διακόσια άτομα– που ακούγανε μουσικές διαφόρων ειδών και γεμίζανε την αίθουσα του «Αλέξανδρου» και μπορούσαν οι άνθρωποι... Ήταν λίγο διαφορετικά. Στην Αριδαία ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Τελείως διαφορετικά. Όπως, ας πούμε, στο Κιλκίς ήταν έτσι. Ή, ας πούμε, ποιες άλλες πόλεις; Που δεν είχαν τίποτα άλλο και περιμέναν όλοι από αυτούς τους δυο-τρεις ανθρώπους να προχωράνε τη ζωή. Ωραία ήτανε η δεκαετία του ’80.
Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη πιστεύεις ότι βοήθησαν γενικά στο–
Ε, βέβαια! Άμα δεν πας στη μεγάλη πόλη... Άμα είσαι νέος και δεν πας στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα, είναι σαν να μην έχεις κάνει τίποτα. Δηλαδή να δεις... Εκεί άκουσα μουσικές άλλου είδους. Εκεί μπήκα σε άλλα μαγαζιά. Εκεί έκανα παρέα με άλλους ανθρώπους, που γίναμε φίλοι. Εκεί έμαθα πώς είναι η ζωή στη μεγάλη πόλη, δηλαδή πώς είναι η ζωή η πραγματική. Από κει πέρα παίρνεις ερεθίσματα. Εκεί πέρα δηλαδή αρχίζεις... [00:20:00]Δηλαδή στην Αριδαία βλέπαμε παλιά... Είχε μια κινηματογραφική λέσχη ένας δάσκαλος –προσωπικά, ο ίδιος– και είχε δύο κινηματογράφους στην Αριδαία, ο οποίος έφερνε... Ο δάσκαλος το ’χε κάνει... Δυο μέρες την εβδομάδα έκανε την κινηματογραφική λέσχη και μας έφερνε ταινίες. Συγκλονιστικές ταινίες. Τις θυμάμαι ακόμα αυτές τις ταινίες. Ήμασταν πενήντα, εκατό άτομα που πηγαίναμε και τις βλέπαμε κάθε τρεις ή δυο μέρες, κάθε μέρα... Δηλαδή... Τι να σου πω; Τι ταινίες είχε φέρει... Από τότε έχει αλλάξει όλη μου η ζωή μ’ αυτές τις ταινίες. Και στη Θεσσαλονίκη ήτανε... Κάθε μέρα βλέπαμε ταινίες. Στη Θεσσαλονίκη πηγαίναμε σε μπαρ, ακούγαμε μουσικές και έλεγες... Πρώτη φορά... Δηλαδή εγώ, όταν άκουγα τα ανεξάρτητα αυστραλέζικα ροκ... Δεν είχα ακούσει στη ζωή μου και κατέβηκα Θεσσαλονίκη, άρχισα να τα ακούω και να μαθαίνω τι είναι αυτά τα πράγματα και γνώρισα μετά τα παιδιά αυτά που με βάλανε μέσα σ’ αυτούς τους δρόμους της μουσικής. Εκεί πέρα μαθαίνεις αυτό που σου έλεγα, ότι η μουσική συναντάται μ’ άλλες τέχνες. Όταν γυρνούσες Θεσσαλονίκη έβλεπες άτομα [Δ.Α.] ήταν από άλλους χώρους. Δηλαδή οι λογοτέχνες είχαν σχέση με τη μουσική, αυτοί που ασχολιόντουσαν με τα βιβλία κτλ. Οι ζωγράφοι, μετά τα video art κτλ. Αυτοί που ασχολιόντουσαν μ’ αυτά εδώ πέρα. Αυτά τα μαθαίνεις μόνο στις μεγάλες πόλεις και γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος, δηλαδή να αρπάξεις αυτά που σου δίνουν αυτοί. Και, σε τελική ανάλυση, ν’ απολαύσεις καλύτερα τη μουσική. Γιατί καταλαβαίνεις ότι υπάρχει και άλλη μουσική. Ότι εσύ ζεις στην επαρχία, στον μικρόκοσμό σου, και ο πλανήτης είναι τεράστιος και η μουσική είναι απίστευτη. Δηλαδή εγώ δεν είχα ακούσει άπειρες μουσικές! Ποτέ στη ζωή μου! Ποιος να μου μάθει; Οι γονείς μου ακούγανε Καζαντζίδη, τέτοια πράγματα. Βούλα Πάλλα η μαμά μου άκουγε... Τέτοια πράγματα, λαϊκά. Εγώ δεν είχα ακούσει στη ζωή μου ποτέ, να μου βάλει ένας να ακούσω κλασική μουσική. Ε, στη Θεσσαλονίκη άκουσα. Με πήγε... Μια κοπέλα που γνώρισα με πήγε ν’ ακούσω. Και από τότε άλλαξε η ζωή μου πάλι, μουσικά. Έτσι; Λες: «Ανακάλυψα άλλο κόσμο». Μετά, με τη μαμά σου, άκουσα άλλο... Με πήγε και αλλού. Λοιπόν... Άμα δεν πάει στη Θεσσαλονίκη ένα νέο παιδί –ή στην Αθήνα, σε μια μεγάλη πόλη–, να επικοινωνήσει με άλλο κόσμο... Τώρα, λέμε να βγει και στο εξωτερικό λίγο, ίσως... Θα νομίζει ότι αυτό που ζει είναι το καλύτερο, ενώ ίσως δεν είναι το καλύτερο. Ίσως έχει κι άλλα πράγματα που μπορεί να σε συγκινήσουν περισσότερο.
Ποια πιστεύεις ότι ήταν καλύτερη περίοδος σαν disc jockey, παίζοντας σε μαγαζιά;
Δεκαετία ’80-’90. Μετά... Μετά να σου πω τι έγινε. Τώρα, ίσως θα ακουστώ κακός, υπερφίαλος κτλ. Αλλά, στη συνέχεια... Όταν ήμασταν εμείς οι λίγοι, που ασχολιόμασταν, είχε και λίγα μαγαζιά. Μετά, όταν άρχισαν να γίνονται πολλά μαγαζιά, άρχισε να είχε απαιτήσεις να βγουν κι άλλοι disc jockey. Οι περισσότεροι που βγαίνανε –οι disc jockey, οι συνάδελφοι– ήτανε αστείοι. Δηλαδή δεν ξέρανε μουσική, δεν τους απασχολούσε η μουσική, ακούγανε κάποιες επιτυχίες κτλ. και είχαν κάνει τα λεγόμενα set –μετά μάθαμε ότι τα λένε set– με κάποια, 100 γνωστά κομμάτια κτλ. και νομίζανε ότι είναι disc jockey. Νομίζανε! Λοιπόν... Όταν τους... Παλιά... Όταν βγήκαν αυτοί οι τύποι έξω, οι μαγαζάτορες εμάς –εμάς που ήμασταν λίγο, ελάχιστα πιο παλιοί και ήμασταν σκληροί και στα λεφτά και στις απαιτήσεις μας–, άρχισαν να μας πετάνε στη γωνία, νομίζοντας ότι βρήκανε το τέτοιο. Ε, δεν είναι έτσι τα πράγματα... Την επόμενη χρονιά ερχόντουσαν και μας παρακαλούσανε τάζοντάς μας τον πλανήτη όλο. Γιατί τα παιδιά αυτά που είχαν βγει δεν τους ενδιέφερε η μουσική και η κουλτούρα που χρησιμοποιούσε από πίσω. Δηλαδή, όταν λέω κουλτούρα, και τα ντυσίματα και οι σχέσεις και τα πάντα. Τους ενδιέφερε να βγαίνουν στο προσκήνιο, όπως λένε στη νύχτα «να πουλάνε μούρη», να γνωρίσουν μια-δυο κοπέλες που να είναι disc jockey και τελείωσε η υπόθεση. Κανένας από αυτούς δεν βάζει μουσική ακόμα. Δηλαδή απ’ αυτούς που ξέρω εγώ όλους στην επαρχία –και στην Έδεσσα και στην Αριδαία– ελάχιστοι βάζουν μουσική. Δηλαδή στην Αριδαία [00:25:00]δεν υπάρχει ούτε ένας. Εκτός από μένα, που καμιά φορά πάω σε μαγαζιά και βάζω μουσική. Γιατί δεν τους ενδιέφερε η μουσική. Ήταν ένα πράγμα, τώρα, της μόδας εκείνης της εποχής, βγήκανε... Δηλαδή τους έλεγες: «Άκουσες αυτό;». «Δεν μ’ ενδιαφέρει», μου λέγανε. Σε μια συναυλία δεν τους είχες δει ποτέ. Ήτανε... Δηλαδή καταστρέψανε το τέτοιο... «Είμαι disc jockey, disc jockey»... Μετά αναγκαστικά άρχισε να πέφτει η ποιότητα του κόσμου. Αφού παίζαν μόνο τις επιτυχίες που ακούγανε αυτοί σε κάποια ραδιόφωνα. Δεν έψαξε σχεδόν κανένας από αυτούς τίποτα, να βάλει κάτι διαφορετικό κτλ. Άρχισαν τα εύκολα προγράμματα, της πλάκας, αυτά τα αστεία. Και μετά γίνανε τα club τα μεγάλα. Στην αρχή, ήταν καλά κι αυτά τα μαγαζιά. Παίζανε πολύ καλά ονόματα και βάζανε και μουσικάρες, εκτός από χορευτικά. Βάζανε και μουσικάρες ατελείωτες. Μετά, όταν αρχίσαν να εξαφανίζονται οι παλιότεροι και μείναν μόνο οι νεότεροι, πάψανε οι μουσικάρες να ακούγονται στα club και φτάσαμε στο σημερινό λαϊκο-αλβανο-τουρκικο-pop – τέτοιο πράγμα– το οποίο κυριαρχεί στα club. Το οποίο είναι, προσωπικά για μένα, άθλιο. Αυτό δεν είναι διασκέδαση. Τώρα, κάποιοι νομίζουν ότι διασκεδάζουνε. Έτσι είναι... Αυτοί κάνανε... Αυτοί που δεν... Δεν ενδιαφερθήκαν ποτέ για τη μουσική. Δηλαδή πρέπει... Για να είσαι disc jockey, πρέπει να ’σαι ερωτευμένος μ’ αυτό που κάνεις. Αν ξεχνάς... Εγώ ξεχνιόμουνα. Ήμουνα σε μαγαζί μέσα και ετοίμαζα πρόγραμμα. Και πήγαινα απ’ το πρωί –την Πέμπτη, ας πούμε– και την Παρασκευή με ψάχνανε. Με λέγανε: «Πού είσαι;». Χτυπούσανε και με βρίσκανε μέσα. «Ετοίμαζα», λέω, «το πρόγραμμα. Ακούω μουσική». Πήγαινα στα δισκοπωλεία –καθόμασταν με τις ώρες στη Θεσσαλονίκη– και συζητούσαμε. Ακόμη βρίσκομαι με κάποιους στη Σαλονίκη, σε καμιά συναυλία, ιδιοκτήτες δισκοπωλείων που πήγαινα, στο «Rock 100». Προχθές με φώναζε ο Θεοδωράκης με τον Μπάγκαλα. «Ε, Αριδαία! Ε, Γιώργο!», με φωνάζανε. «Πού είσαι; Τι κάνεις;». Με θυμούνται ακόμη, γιατί ήμουν όλη τη μέρα. Τους πίεζα, τους έπρηζα! «Τι καινούργιο έχουμε;». Δεν θα αγόραζα... «Βάλε ρε τίποτα ν’ ακούσω. Έχουμε κανένα καλό; Κάνε μια πρόταση!». Και αυτό γινόταν, σε πέντε δισκοπωλεία που υπήρχε τότε στη Σαλονίκη και φέρνανε μουσικές. Υπήρχαμε αυτοί οι πρήχτες λίγο, που καθόμασταν εκεί πέρα και προσπαθούσαμε να ακούσουμε μουσική. «Τι συμβαίνει;», «Τι συμβαίνει;»... Λέγαν κάποιοι ότι χάναμε τον χρόνο μας. Μπορεί. Αλλά έτσι λειτουργούσαμε τότε. Αλλιώς δεν υπήρχε... Δεν υπήρχε το διαδίκτυο. Τώρα που ακούς τα πάντα και έχεις τα πάντα και είναι οι disc jockey με τα iPhone. Εντάξει.
Πώς έχει αλλάξει τώρα η δυναμική του disc jockey με το πλήθος, με τη μουσική και γενικά με όλο το περιβάλλον της χορευτικής;
Είναι μερικοί disc jockey –έχω παρατηρήσει– νεαροί και νεαρές οι οποίοι έχουν μια εξαιρετική επικοινωνία με τον κόσμο. Έχω πάθει πλάκα! Διατηρούν τα επίπεδα πάρα πολύ καλά. Δηλαδή βάζουν αξιοπρεπέστατες μουσικές... Όταν πάει κάποιος σε κάποιο club, σε κάποιο μαγαζί, πάει να διασκεδάσει. Δεν ζητάω κάποιον εγώ να βάλει μουσική... Εμένα, θα μ’ έσπαγαν τα νεύρα κι εμένα αν πήγαινε κάποιος και έβαλε μουσική για ν’ ακούει αυτός με δυο φίλους του που κάθονται μπροστά του, τον κάνουν παρέα. Ή αυτή –η κοπέλα–, γιατί έχουμε και κοπέλες DJs εξαιρετικές πλέον. Έχει μερικούς... Είναι... Οι περισσότεροι όμως είναι, για μένα, αυτό που λέγαμε –κοροϊδεύαμε– «Κεμεντζέ βαράνε». Δηλαδή άσχετοι, ρε παιδάκι μου. Δηλαδή βάζουν τη μουσική... Οι οποίοι βέβαια έχουν σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα και μάλλον εγώ δεν έχω σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Δηλαδή τώρα πήγα μια φορά να παίξω μουσική κάπου –σε έναν χώρο που με φωνάξανε, ένας φίλος μου– και είχε disc jockey έναν νεαρό ο οποίος θα ’βαζε, για μετά που θα φεύγαμε όλοι οι παλιότεροι κτλ. Και ήρθε ο νεαρός –γιος φίλου μου– και ήρθε με τα μηχανήματά του τα ατελείωτα κτλ., τα καινούργια, και τον ακούω να βάζει μουσική. Έβαζε κάθε κομμάτι γύρω στα 15-20 δευτερόλεπτα –κάθε κομμάτι– και δεν τα ’βαζε με δίσκους... Αυτόν απ’ τον... Που τα ’χε αποθηκευμένα ψηφιακά. Αυτά τα... Όχι λαϊκά. Κάτι άθλια, ξέρω ’γω. Ένα ρεφρέν ατελείωτο και από κάτω ο κόσμος που ούρλιαζε! Και κοιτούσα τον κόσμο, κοιτούσα τον disc jockey αυτόνα και είχα σοκαριστεί! Και λέω: «Είναι δυνατόν να είναι έτσι πλέον τα πράγματα;». Δεν είναι έτσι. Δηλαδή παντού έτσι. Και στην επαρχία, και στην επαρχία έχει άλλο κόσμο που έχει απαιτήσεις για μια καλύτερη διασκέδαση. Αλλά είναι πάρα πολλοί που είναι έτσι. [00:30:00]Οι disc jockey οι περισσότεροι είναι αστείοι, και σήμερα. Νομίζουν ότι είναι disc jockey. Disc jockey είναι αυτός... Λέω: «Παιδιά, εσείς κάθεστε όλη την ημέρα μπροστά σε μια οθόνη -τους λέω- και βάζετε μουσική στην οθόνη. Δεν κουνιέστε, δεν χορεύετε, δεν διασκεδάζετε. Εμείς λέμε disc jockey γιατί γουστάρουμε, μας αρέσει η μουσική. Να διασκεδάζουμε και να διασκεδάζουμε με τον κόσμο μαζί». Κάθονται όλη μέρα στην οθόνη μπροστά, δεν κουνιούνται και δεν βλέπουν καν τι κόσμο έχει. Οι disc jockey πρέπει... Το νούμερο ένα προσόν τους είναι να βλέπουν τον κόσμο. Να βλέπουν τι συμβαίνει. Αν κουνιέται, αν κουνάει το πόδι του, το χέρι του, αν χαϊδεύεται ένα ζευγαράκι... Πρέπει να τα βλέπεις αυτά τα πράγματα. Για να μπορείς να τους κάνεις να χαρούνε. Να τους βάλεις μουσική να χορέψουνε ή ν’ ακούσουνε –ας μην κουνηθούνε– και να πούνε... Δηλαδή φαίνονται αυτά τα πράγματα. Οι περισσότεροι κάθονται στην οθόνη και δεν κοιτάζουν καν τι κόσμο έχουν μπροστά τους. Όποιος και να είναι, τα ίδια πράγματα θα βάλουνε. Δεν τους απασχολεί. Είναι συγκλονιστικό αυτό. Και το λέω σε μερικούς: «Καλά, δεν βλέπεις τι γίνεται κάτω; Δηλαδή έρχεται ένας πενηντάρης -έτσι είναι τα μαγαζιά σήμερα τα περισσότερα, ειδικά στην επαρχία- και δίπλα είναι ένας εικοσάρης και μπορεί να είναι και μια δεκαεφτάρα. Δηλαδή εσύ θα βάλεις, για να διασκεδάσουν όλοι αυτοί, την ίδια μουσική;». Δεν γίνονται μερικά πράγματα. Πρέπει να ελίσσεσαι. Να βλέπεις τι γίνεται. Άμα τους βλέπεις να κοιμούνται, άμα τους βλέπεις να πίνουν το πότο και φεύγουν, τι κάνεις; Δεν προσπαθείς να τους κρατήσεις στο μαγαζί σου περισσότερο; Πρέπει κάτι να κάνεις. Ε, εγώ θεωρώ ότι οι παλιοί σ’ αυτό ήμασταν καλύτεροι. Μας ενδιέφερε ο κόσμος και ο ιδιοκτήτης που είχε το μαγαζί. Δηλαδή αυτά είναι αλληλένδετα για μένα. Σήμερα βλέπω ότι βάζουν μουσική... Μερικοί επιτυχημένα κιόλας, γιατί έχουν τέτοιο κόσμο από κάτω. Όταν έχεις κάποιο μαγαζί που ο κόσμος έχει απαιτήσεις να ξέρεις μουσική και να σου ζητάνε πράγματα τα οποία είναι... ε, τότε είναι δύσκολα. Αλλάξανε τα πράγματα. Ίσως άλλα καλύτερα άλλα χειρότερα. Έτσι ήταν πάντα και έτσι θα είναι. Εγώ πέτυχα όλες τις αλλαγές από τότε που έγινα disc jockey. Ήμουν απ’ τους πρώτους σε όλη την Ελλάδα. Γνωριζόμασταν παλιά, τότε, όλοι. Είδαμε πώς γεννήθηκαν τα super-club, τα club, όλα αυτά, μετά πώς καταλήξαμε, μετά από απανωτές κρίσεις, και στα μικρά τα μπαράκια και σήμερα και στα κλειστά τα μαγαζιά. Aλλά... Kαι πάντα είχε και όμορφα πράγματα και άσχημα, ειδικά στην επαρχία. Είχε και άσχημα πολλά. Είχε νταβατζήδες, είχε ανθρώπους οι οποίοι είχαν απαιτήσεις με τα λεφτά τους, να σου σπάνε τα νεύρα το βράδυ, ξημερώματα... Αλλά πάντα είχε και καλά και άσχημα στην επαρχία. Και στην επαρχία περάσαμε πολύ ωραία και δεν ντρεπόμασταν, όταν πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη ή Αθήνα, ότι ήμασταν τελείως άσχετοι. Ήμασταν υπερήφανοι γιατί τους κοντράραμε στα ίσα σε γνώσεις και σε μουσικές και στα προγράμματα, ενώ ήμασταν απ’ την επαρχία. Που δεν είχαμε τέτοια πρόσβαση όση έχουν αυτοί που ήτανε στην πόλη, που ζούσανε. Ή κάτι... Ήταν μερικοί τύποι που δεν μπορούσε να τους πιάσει κανένας. Δηλαδή φεύγανε συνέχεια στο εξωτερικό, φέρνανε μουσικές από το εξωτερικό –πηγαίναν τρεις μήνες– και μετά ερχόντουσαν και παίζανε. Και λέγαμε: «Εμείς πού πάμε τώρα να βάλουμε μουσική δίπλα σ’ αυτούς;». Ήταν κάποιοι εξαιρετικοί. Δηλαδή απίστευτοι. Τώρα λίγοι είναι, ελάχιστοι τέτοιοι. Ελάχιστοι. Οι περισσότεροι είναι... «Έχω στο ιντερνέτ, ξέρουμε πενήντα τραγούδια, εκατό τραγούδια από το YouTube, άλλα πενήντα τραγούδια από δυο-τρία site που ξέρω» κτλ., τελείωσε. «Έκανα πρόγραμμα». «Μπράβο!». Το ίδιο που βάζουν το παραδίπλα μαγαζί άλλο. Οι διαφορετικοί disc jockey τα ίδια πράγματα παίζουν όλοι τους. Είναι αυτό, για μένα, σοκαριστικό για το μέλλον της μουσικής.Αλλά η μουσική, όπως είπαμε, ξεπερνάει κι εμένα και όλους και προχωράει. Σιγά σιγά, από πίσω, ο κόσμος θα την πάει αλλού τη μουσική. Για το clubbing, δεν μ’ αρέσει τώρα, έτσι όπως είναι. Αστεία πράγματα.
Ωραία.
Αυτά.
[00:35:00]Αυτά. Έχουμε τίποτα άλλο να προσθέσουμε;
Η επαρχία είναι ένα απ’ τα πράγματα που μπορεί να συμβεί και το καλύτερο και το χειρότερο ταυτόχρονα. Γιατί μαθαίνεις πάρα πολλά πράγματα στην επαρχία που κανένας απ’ την πόλη δεν μπορεί ούτε καν να τα φανταστεί. Δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει, πράγματα... Είσαι στην επαρχία και αντιμετωπίζεις πράγματα δύσκολα, τα παιδιά... Αλλά είναι κι απ’ τα χειρότερα, γιατί μπαίνεις σε έναν λάκκο με σκατά και, για να βγεις, πρέπει να προσπαθήσεις πάρα πολύ να σηκωθείς επάνω. Ευτυχώς, τώρα τα περισσότερα παιδιά φεύγουν, σπουδάζουνε, και λίγο αλλάζουν κάποια πράγματα στην επαρχία. Αλλά αυτά που βλέπετε τώρα εσείς, μην τα θεωρείτε δεδομένα. Δηλαδή ότι αυτά υπήρχαν. Για να γίνουν όλα αυτά –τα απλά πράγματα, απ’ τη διασκέδαση, όχι για τίποτα άλλο–, κάποιοι κουραστήκανε για τα να κάνουνε. Και μαγαζάτορες, οι οποίοι βάλανε λεφτά και δίνανε λεφτά σ’ εμάς, κάτι τύπους να αγοράσουμε μουσική και να βάλουμε και να κάνουμε... Δηλαδή κάνανε κάποιοι επενδύσεις με αποτέλεσμα άγνωστο. Σε άλλους βγήκε, σε άλλους δεν βγήκε. Αλλά γίναν όλα... Και η διασκέδαση και όλα αυτά γίναν με κόπο πολύ. Και τα οποία χάνονται αυτόματα με κρίσεις. Στις κρίσεις, όπως είδαμε τώρα. Τίποτα άλλο. Ελπίζω οι νέοι disc jockey να αγαπάν αυτό που κάνουνε και όχι να αγαπάν άλλα πράγματα. Να ακούν τη μουσική με ανοιχτά τα αυτιά. Πάντοτε τους έλεγα... Έλεγα... Ερχόταν κάποιοι νεαροί και τους έλεγα: «Ξέρεις ρε ποιος είναι ο Miles Davis;». Μου έλεγε: «Όχι». «Πάνε μάθε», του λέω. Γιατί η χορευτική μουσική –το house– άρχισε από δυο-τρεις ανθρώπους στο Ντιτρόιτ, οι οποίοι είχαν τα ακούσματά τους. Ήταν ο James Brown και ο Miles Davis. Είναι απλά τα πράγματα. Άμα δεν ξέρεις και δίσκους του Miles Davis και να καταλάβεις πώς γίνανε όλα αυτά –το house, για να μπορείς να κάνεις μια αλλαγή στο house όμορφη–, αν δεν ξέρεις τον τέτοιονα, τον James Brown, άσ’ τα να πάνε. Από κει ξεκινήσαν όλα. Απλά είναι τα πράγματα. Όλα γίναν πριν! Δεν έγινε τίποτε μετά ή τώρα! Όλα είχαν γίνει πριν! Με άλλη μορφή, έτσι; Και τους έλεγα: «Πάντε μάθετε». Όλους τους νεαρούς. Έχω δώσει εκατοντάδες δίσκους δώρο σε παιδάκια. Ηλίθιος ήμουν που το ’κανα, αλλά το ’κανα. Τους έλεγα: «Μάθετε κι άλλη μουσική, μάθετε τι συμβαίνει γύρω σας! Ακούστε κι άλλα είδη! Τα αυτιά ανοιχτά!» Αν δεν έχεις αυτιά ανοιχτά, τελείωσες. Δεν μπορείς να βγάλεις πολλά λεφτά, άμα είσαι επαγγελματίας. Δηλαδή μπορεί να σου πούνε «Τι ωραία!» κτλ., αλλά θα φτάσεις... μέχρι ένα επίπεδο θα είσαι πάντα. Άμα δεν είσαι με ανοιχτά τα αυτιά... Να χαρεί κιόλας, να γεμίσει κι η καρδιά σου, κι η ψυχή σου! Οι περισσότεροι ακούγανε αυτά που τους έλεγαν ότι πρέπει να ακούνε όλα τα άλλα τα ραδιόφωνα –τα τρία-τέσσερα που είχαν γίνει επιτυχίες μεγάλες, φίρμες–, κάτι ραδιόφωνα, και τους βάζανε, «Παίξτε τέτοια» και όλα τα εύκολα πράγματα. Τέλος πάντων. Αυτά. Οπότε μένει ιστορία κι αυτό. Καλά όμως ήταν! Πάρα πολύ ωραία! Τελειώσαμε; Μπράβο, ρε Χρηστάρα.
Νομίζω πως ναι. Ευχαριστώ πολύ.
Μπράβο, ρε Χρηστάρα.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιώργος Βάνης είναι ένας από τους πρώτους DJ –ή «disc jockey», όπως λέγονταν τότε– στην Ελλάδα. Ανατρέχοντας στα χρόνια των disco, των δισκοπωλείων, της κασέτας και του κομβικού ρόλου του DJ στα νυχτερινά μαγαζιά αλλά και στις τοπικές κοινωνίες, ανασυνθέτει μια εποχή όπου η σχέση των ανθρώπων με τη μουσική ήταν πολύ διαφορετική. Μεγαλώνοντας στην επαρχία, αναφέρεται στη σημασία των μικρών ανήσυχων πυρήνων, στο πάθος για ανακάλυψη νέων μουσικών και στην καθοριστική επαφή με τη ζωή της μεγαλούπολης, αφηγούμενος εμπειρίες του από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 στην Αριδαία και την Έδεσσα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα –με την εισαγωγή της ηλεκτρονικής μουσικής και την υπέρβαση της προηγούμενης γενιάς του ροκ–, και σχολιάζοντας τους μετασχηματισμούς που επήλθαν στη νυχτερινή διασκέδαση και στο clubbing, την εξέλιξη των μέσων αναπαραγωγής της μουσικής και του μουσικού γούστου και τα χαρακτηριστικά της σημερινής γενιάς των DJ σε σχέση με τη δική του γενιά.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Βάνης
Ερευνητές/τριες
Χρήστο Σαρηγκιόλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/07/2020
Διάρκεια
38'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημείωση Ερευνητή: Ο Γιώργος Βάνης δεν έπαιξε ποτέ με stage name ως DJ.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιώργος Βάνης είναι ένας από τους πρώτους DJ –ή «disc jockey», όπως λέγονταν τότε– στην Ελλάδα. Ανατρέχοντας στα χρόνια των disco, των δισκοπωλείων, της κασέτας και του κομβικού ρόλου του DJ στα νυχτερινά μαγαζιά αλλά και στις τοπικές κοινωνίες, ανασυνθέτει μια εποχή όπου η σχέση των ανθρώπων με τη μουσική ήταν πολύ διαφορετική. Μεγαλώνοντας στην επαρχία, αναφέρεται στη σημασία των μικρών ανήσυχων πυρήνων, στο πάθος για ανακάλυψη νέων μουσικών και στην καθοριστική επαφή με τη ζωή της μεγαλούπολης, αφηγούμενος εμπειρίες του από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 στην Αριδαία και την Έδεσσα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα –με την εισαγωγή της ηλεκτρονικής μουσικής και την υπέρβαση της προηγούμενης γενιάς του ροκ–, και σχολιάζοντας τους μετασχηματισμούς που επήλθαν στη νυχτερινή διασκέδαση και στο clubbing, την εξέλιξη των μέσων αναπαραγωγής της μουσικής και του μουσικού γούστου και τα χαρακτηριστικά της σημερινής γενιάς των DJ σε σχέση με τη δική του γενιά.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Βάνης
Ερευνητές/τριες
Χρήστο Σαρηγκιόλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/07/2020
Διάρκεια
38'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημείωση Ερευνητή: Ο Γιώργος Βάνης δεν έπαιξε ποτέ με stage name ως DJ.