Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Πάντα μου άρεσαν τα ζώα»: Ένας αγρότης-επιχειρηματίας θυμάται
Ενότητα 1
Τα χρόνια του δημοτικού και η μετακόμιση στην Αθήνα
00:00:00 - 00:09:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι 2 Οκτωβρίου του 2021, είμαι με τον Δρίτσα Σταμάτη, βρισκόμαστε στο Μαρκόπουλο Αττικής, εγώ ονομάζομαι Δρίτσας Σπυρίδων και είμαι Ερε… φύγουμε;», «Πάμε!». Δεν ήθελε να μένει εκεί μέσα. Ήθελε να αποφύγει, ποιος ξέρει τι ζούσε και τα λοιπά; Και κάνουμε το σάλτο και φεύγουμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η επαφή με τα ζώα και οι επιχειρήσεις
00:09:42 - 00:18:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Την επαίρνω, φεύγουμε. Με βοήθησε αυτός ο φίλος μου, είχε κάποια θεία στην Αθήνα, πήγαμε εκεί. Μείναμε ένα διάστημα εκεί πέρα. Ο πεθερός μου…ου αρέσανε πάντα. Και εξακολουθώ με τα ζώα, τα θέλω. Αυτό. Πώς έφτιαξες την επιχείρησή σου; Πώς; Πώς έφτιαξες την επιχείρησή σου;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Τα επαγγελματικά βήματα για την οικογένεια
00:18:57 - 00:26:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Την επιχείρησή μου την έφτιαξα, ξεκινώντας από ένα… Όταν είχα ακόμα τις κατσίκες, έφερε κάποιος ένα φορτηγό, αλυσιδάκι, από την Γερμανία τότ…10 χρόνια, και μετέπειτα πιστεύω να έχω τελειώσει. Έτσι χάθηκε η επιχείρηση αυτή. Τι αλλαγές είδες να συμβαίνουν στην οικονομική κρίση;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οικονομική κρίση και νέες τεχνολογίες
00:26:48 - 00:33:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι αλλαγές; Εγώ ήμουνα καθαρά… Δουλεύαμε… Εμάς γενικά, μας κινούσε η οικοδομή. Από την στιγμή που σταμάτησε η οικοδομή, από εκεί και πέρα με…πολύ και η ζωή είναι αρκετά καλύτερη, -όχι αρκετά καλύτερη-, είναι πολύ καλύτερη με σχέση τότε. Αυτό. Μίλησέ μου για τη δική σου γενιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Αναμνήσεις της γενιάς του
00:33:53 - 00:37:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η δική μου γενιά, όπως και σου προείπα, ήταν… Οι περισσότεροι φύγαμε -αρκετοί στην ηλικία μου-, παρατήσαμε το σχολείο. Όταν έφυγα από την έκ…ασκέδαση. Δηλαδή δουλεύαμε, για να έχουμε την διασκέδαση. Τα θεωρούσαμε αυτά τα δύο κουστούμι, να πηγαίνουνε μαζί. Τώρα είναι διαφορετικά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 6
Ο κορονοϊός και τα σχέδια για το μέλλον
00:37:23 - 00:44:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μίλησέ μου για τον κορονοϊό. Ο κορονοϊός είναι κάτι το οποίο δεν γνωρίζω τίποτα, δεν έχω ιδέα. Απλά, είναι κάποια ίωση η οποία ήρθε. Μας ε…άτι άλλο. Έτσι είναι η ζωή μου. Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω. Αυτό. Σε ευχαριστούμε και σε χαιρετούμε! Καλό απόγευμα! Να είσαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι 2 Οκτωβρίου του 2021, είμαι με τον Δρίτσα Σταμάτη, βρισκόμαστε στο Μαρκόπουλο Αττικής, εγώ ονομάζομαι Δρίτσας Σπυρίδων και είμαι Ερευνητής από το Istorima. Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πες μου ολόκληρο το όνομά σου.
Δρίτσας Σταμάτης.
Τέλεια. Πες μου λίγα πράγματα για σένα.
Να πω ότι… Από την παιδική μου ζωή; Από το σχολείο που ξεκίνησα; Ναι. Σχολείο ξεκίνησα να πάω πρώτη τάξη. Δύσκολα χρόνια τότε. Σχολείο δεν ήθελα να πάω σαν παιδί, με πήγανε. Πρώτη μέρα, με αφήσαν στο σχολείο μέσα, έκατσα λίγο έπαιξα. Την ώρα που χτύπησε το κουδούνι να συγκεντρωθούμε, ήθελα να φύγω. Πιάνω την τρεχάλα να φύγω έξω, φωνάζει η δασκάλα «Πιάστε τον!». Με κυνηγάνε κάτι παιδιά πιο μεγάλα που πήγαιναν έκτη τάξη, με πιάσανε. Με γυρνάνε πίσω. Ήτανε μία εμπειρία άσχημη η πρώτη μέρα του σχολείου. Με βαστήξανε με το ζόρι. Πέρασε αυτό. Πήγαινα σχολείο κανονικά μετά, όπως πηγαίναν όλα τα παιδιά. Μαθητής όχι πολύ καλός, δεν μου πολυάρεσε το σχολείο. Τέλος πάντων, περάσανε τα χρόνια, πήγα πρώτη, δευτέρα, τρίτη… Στην δευτέρα έμαθα να γράφω και να διαβάζω. Ήταν ένας δάσκαλος πολύ καλός ο οποίος έκατσε και με βοήθησε να μάθω και να διαβάζω. Να γράφω, να διαβάζω. Στην τρίτη, πάλι είχα έναν καλό δάσκαλο. Έμαθα λίγο αριθμητική εκεί, έμαθα να έχω ανάγνωση καλή, μετά από εκεί και πέρα τετάρτη, δεν τα πήγαινα με τίποτα δεν ήθελα. Στην πέμπτη, πήγαινα και δεν πήγαινα. Στο τέλος της πέμπτης, έφυγα από το σχολείο, δεν ήθελα να πάω καθόλου. Η μάνα μου τότε μου έλεγε «Διάβασες; έγραψες;». Έλεγα «Ναι». «Να δω -μου έλεγε- τι έγραψες;». Είχα κάνει μία ανάγνωση και της έδειχνα συνέχεια την ίδια. Άνοιγα το τετράδιο, το δίπλωνα, της έλεγα «Ορίστε!». το κοίταγε «Μπράβο!» μου έλεγε. Και της έδειχνα όλο το ίδιο φύλο, αυτό. Αυτή ήτανε, δεν ήξερε καθόλου να διαβάσει, δεν ήξερε γράμματα καθόλου, και της έδειχνα συνέχεια το ίδιο, μου έλεγε «Μπράβο, εντάξει!» και φεύγα. «Έχω γράψει» της έλεγα, «Έγραψα». Της το έδειχνα, έφευγα. Στην πέμπτη δεν ήθελα καθόλου. Ξεκινάμε την επόμενη χρονιά για την έκτη. Πήγα, κάναμε τον αγιασμό και την άλλη μέρα λέω του δάσκαλου «Θα φύγω, θα πάω για δουλειά». Και έφυγα και πήγα μαραγκός, σε ένα μαραγκούδικο εδώ στο χωριό. Κάθισα σε αυτόνα κάποιους μήνες εκεί. Δεν μου άρεσε η δουλειά, δεν την ήθελα αυτή τη δουλειά, μαραγκός. Και φεύγω και πήγα στα μωσαϊκά. Έφυγα και πήγα στα μωσαϊκά. Εν τω μεταξύ, πριν από όλα αυτά που είχανε συμβεί, τρίτη τάξη είχα μία δασκάλα πολύ κακιά. Και ίσως από εκεί πήρα όλα αυτά και παράτησα το σχολείο μετά για να… Δεν το ήθελα μετά. Αυτή η δασκάλα δεν με πήγαινε. Δεν ξέρω το λόγο γιατί, ίσως επειδή δεν ήμουνα και καλός μαθητής. Κάποια ζημιά είχαμε κάνει μια μέρα στο σχολείο σαν παιδιά εκεί πέρα, και με παίρνει για τιμωρία, και με κλείνει σε ένα υπόγειο που είχαμε από κάτω, και είχαμε μία φώκια βαλσαμωμένη. Την είχανε βαλσαμώσει μια φώκια και την είχανε στο υπόγειο. Και με κλείνει μέσα εκεί στο υπόγειο με τη φώκια και μου λέει «Εκεί! Θα σε φάει η φώκια!». Και με πετάνε μέσα, μου κλείνει την πόρτα. Και κάθισα όλη μέρα που είχε το μάθημα, μέχρι που σχολάσανε να φύγουν οι δασκάλοι και έμεινε εκεί με τη φώκια. Να κοιτάω την φώκια απέναντι, και να έλεγα τώρα «Τι θα γίνει;». Της είχανε βάλει κάτι γυάλινα μάτια της φώκιας, κι έλεγα «Τι θα γίνει τώρα; Τι θα κάνει αυτή η φώκια; Τι θα κάνει;». Τελικά, τι θα έκανε; Βαλσαμωμένη ήταν, αλλά το μυαλό μου σαν παιδί εμένα, σκεφτότανε διάφορα. Ο φόβος πολύς και ίσως και από αυτό να ήτανε και κάτι που δεν ήθελα μετά το σχολείο καθόλου να πάω. Και ίσως και για αυτό το παράτησα μετά και έφυγα, και θέλησα να πάω για δουλειά. Μπορεί να ήτανε κάτι και αυτό. Συνέχισα, συνέχισα τη ζωή κανονικά και μετά και από αυτό. Είχαμε και έναν δάσκαλο, ο οποίος ήταν και αυτός… Μας έβαζε όλους τους μαθητές που δεν ήμασταν καλοί μαθητές, και μας έβαζε -και είχαμε από την αυλή του σχολείου από την πίσω πλευρά, είχαμε έναν κήπο- και μας έβαζε να φυτεύουμε κρεμμύδια, ραπανάκια, μαρούλια, σκόρδα. Να τα ποτίζουμε, να τα καλλιεργούμε, να τα προσέχουμε, αυτά… Και όταν ερχόταν η ώρα που γινόντουσαν, τα βγάζαμε, τα μαζεύαμε, και τα πηγαίναμε στην γυναίκα του, στην κυρά Θέκλη. Ο δάσκαλος αυτός ήταν τσιγκούνης πολύ και κακός, άτιμος, αλλά η γυναίκα του ήταν καλή. Και όταν της πηγαίναμε[00:05:00] τα ζαρζαβατικά που βγάζαμε από εκεί, μας κέρναγε καμιά πάστα ή κανένα γλυκό κουταλιού. Και άμα το μάθαινε ο δάσκαλος, γινότανε σκυλί. Δεν ήθελε με τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, προχώρησε η ζωή, αφού τα παράτησα από το σχολείο έφυγα μετά. Πήγα μαραγκός εκεί δεν μου άρεσε, μετά πήγα στα μωσαϊκά, δούλεψα αρκετά χρόνια τα μωσαϊκά. Ταυτόχρονα μετά, πήρε ο πατέρας μου ένα τρακτέρ, τα παράτησα μετά τα μωσαϊκά και ξεκίνησα για αγρότης. Ξεκίνησα για αγρότης. Με τους γονείς μου είχα πάντα κόντρα βέβαια, με τη μάνα μου. Γιατί άφησα το σχολείο και να πάω για δουλειά και αυτά; Είχα πάντα καυγάδες. Άρχισα μετά εγώ -όταν άρχισα να παίρνω λεφτά. Μας πληρώνανε τότε κάθε Σάββατο, βγαίναμε καφενείο, έλεγε «Έλα το Σάββατο να πληρωθείς» το αφεντικό. Κάθε Σάββατο απόγευμα. Ε, άρχισα να παίρνω λεφτά, άρχισα μετά να βγαίνω -αφού έβγαινα στην πλατεία-. Πήγαινα μετά είναι ουζερί εκεί, είχε και μπιλιάρδα τότε την εποχή αυτή, ήταν το μόνο που υπήρχε να… Ε κανένα ουζάκι εκεί, παίζαμε κανένα μπιλιάρδο, αργούσαμε να έρθουμε σπίτι. Τότε κλειδώναμε. Μόλις πήγαινε η ώρα 22:00, δεν ήσουνα σπίτι, κλείδωνε την πόρτα, πέφτανε για ύπνο. Εγώ αργούσα πάντα. Με τη μάνα μου πάντα κόντρα, φωνές συνέχεια. Ήμουν ατίθασος, δηλαδή δεν άκουγα, έκανα πάντα… Ήθελα να είμαι αυτόνομος, να κάνω δικά μου πράγματα εγώ, δεν ήθελα να με ελέγχουν άλλοι. Και υπήρχε πάντα κόντρα. Ό,τι λεφτά βέβαια έβγαζα, δεν τους έδωσα ποτέ τίποτα. Τα χρησιμοποιούσα πάντα για εμένα. 13 χρόνων μετά, με έδιωξε από το σπίτι, γιατί δεν άκουγα τίποτα πλέον. Είχα κάνει τσέπη δική μου, δούλευα, πληρωνόμουν και έκανα κουμάντα δικά μου. Αγόρασα ένα μηχανάκι, ένα Moto Guzzi τότε με δύο ταχύτητες, της εποχής ήταν μια καλή μηχανή, τότε την εποχή αυτή. Και 13 χρονών -ανήλικος βέβαια- πήγε, φώναζε αυτουνού γιατί μου έδωσε το μηχανάκι, να μου το πάρει πίσω! Με έψαχνε αυτός να μου το πάρει το μηχανάκι πίσω, το είχα κρύψει. Έφυγα από το σπίτι, πήγα εμένα σε μία αποθήκη, σε έναν αχυρώνα. Ταυτόχρονα, έξω που έβγαινα, γνώρισα έναν φίλο, στην ηλικία μου και αυτός, ο οποίος ήταν ορφανός. Και μου λέει «Έλα σπίτι μου να μείνουμε παρέα. Μην κάθεσαι εκεί στα άχυρα, θα σε φάνε τα ποντίκια! Πώς κοιμάσαι; Τι κάνεις;» και τα λοιπά. Πήγα σπίτι του, είχε μία καλή μάνα. Έμεινα σπίτι του. Πήγαινα, έμενα σπίτι του. Δούλευα, τα λεφτά τα έτρωγα όλα βέβαια, δεν έδινα ούτε σε αυτήν την γυναίκα τίποτα. Αυτή μας έπλενε, μας τάιζε. Μου λέει «Τι που βάζω δύο πιάτα, τι τρια;». Η μάνα μου, αφού είδε ότι εγώ είχα φύγει και δεν γινόταν τίποτα και προχωρούσα τη ζωή, και δεν είχα ανάγκη πλέον να μπορούνε να με συντηρήσουνε από εδώ, πάει και της λέει μετά ότι «Τρως τα λεφτά του παιδιού!» -στην γυναίκα αυτή. Που ούτε καν, αυτή η γυναίκα δεν μου είχε πάρει ούτε δραχμή. Τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, έγινε μία προστριβή, μου λέει η γυναίκα «Μάκη, σε παρακαλώ, καλύτερα να φύγεις, να τα μαζέψεις, γιατί αυτό και αυτό η μάνα σου» και ξέρω γω... Ξανά πάλι έναν καυγά με τη μάνα μου. Τέλος πάντων, έμεινα σε αυτήν την γυναίκα, κάθισα. Με αυτό το παιδί είχαμε πολύ παρέα. Πάντα μαζί, όπου πηγαίναμε, ό,τι κάναμε. Περάσαν τα χρόνια, είχα με τον πατέρα μου μια σχέση, πότε καλή, πότε… Αυτο. Είχε πάρει το τρακτέρ, το δούλευα το τρακτέρ εγώ. Μετά το πουλάμε αυτό το τρακτέρ, παίρνει ένα πιο μεγάλο. Δούλεψα αρκετά την καλλιέργεια. Στα χρόνια αυτά μέσα, γνώρισα και τη γυναίκα μου. Τότε η γειτονιά εδώ δύσκολη. Αυτή είχε κατέβει εδώ από το χωριό στην αδερφή της. Σε απελπισία ήτανε και αυτή, την εκμεταλλευόντουσαν εκεί μέσα. Δεν είχε τι να κάνει. Τρία παιδιά εμείς από εδώ, ποιος να την βγάλει γκόμενα; Τι να κάνει; Τι να ράνει; Εγώ ο μεγαλύτερος από αυτούς, τους περνούσα κατά δύο χρόνια. Αυτή απελπισμένη από το κύκλωμα εκεί μέσα που έπαιζε όλο το παιχνίδι. Κάναμε τη γνωριμία στραβά κουτσά, βρήκε τι να κάνει και αυτή και αναγκαστικά… «Πάμε να φύγουμε;», «Πάμε!». Δεν ήθελε να μένει εκεί μέσα. Ήθελε να αποφύγει, ποιος ξέρει τι ζούσε και τα λοιπά; Και κάνουμε το σάλτο και φεύγουμε.
Την επαίρνω, φεύγουμε. Με βοήθησε αυτός ο φίλος μου, είχε κάποια θεία στην Αθήνα, πήγαμε εκεί. Μείναμε ένα διάστημα εκεί πέρα. Ο πεθερός μου από εδώ, ήρθε ο πατέρας τις, φωνές κακό και τα λοιπά. Τι να κάνω και εγώ; Του λέω [00:10:00]«Είναι γκαστρωμένη», του λέω, «πάρ’ την πίσω» και τα λοιπά. «Το μετάνιωσα. Είμαι μικρός». Τρελάθηκε και αυτός, μου λέει «Τώρα θα την παντρευτείς!». «Καλά -λέω- θα την παντρευτώ, αφού είναι έτσι». Έγινε τι έγινε. Συνέχισα τη ζωή, πήγα φαντάρος, είχα ήδη ένα παιδί. Όταν παρουσιάστηκα στο στρατό, στον ενάμιση μήνα επάνω, η γυναίκα μου γέννησε το πρώτο παιδί. Και στον στρατό λίγο δύσκολα τα πράγματα, γιατί είχα πίσω την γυναίκα, το παιδί… Ήταν λίγο δύσκολα… Υπέφερα και εκεί λίγο, γιατί ήμουν ατίθασος, δεν δεχόμουνα και πολλά πολλά. Έφαγα κάποιες τιμωρίες και εκεί… Ενώ έπρεπε να υπηρετήσω 18 μήνες, υπηρέτησα 23. Είχα πέντε μήνες φυλακή.
Πώς μάζεψες πέντε μήνες φυλακή;
Την κοπάναγα να φύγω, για να κατέβω να έρθω κάτω, και… Ο στρατός δεν γνώριζε ούτε οικογένεια, τίποτα. Γνώριζε την πειθαρχία μόνο, τίποτα άλλο. Όταν έφευγες, λιποτακτούσες, τέλος. Έφαγα πέντε μήνες φυλακή, έζησα 15 μέρες αυστηρά. Πήγα να τρελαθώ, την γλίτωσα, δεν τρελάθηκα. Κάποιος ειδοποίησε την γυναίκα μου και ήρθε στο στρατόπεδο και με βγάλανε. Διάφορα πράγματα που συνέβησαν εκεί. Κάποια στιγμή απολύθηκα μετά, με τα πολλά, συνέχισα. Έφτιαξα… Ξεκίνησα... Αγοράσαμε δύο αγελαδάκια μικρά, τα δουλέψαμε μαζί. Έφτασα να κάνω 22 γελάδια. Δεν πήγα καλά, είχα πάρει κάποιες επιταγές από τον γαλατά, για να βάλω μέσα τριφύλλια, να βάλω να… Τις πέντε τελευταίες αγελάδες, τις είχα πάρει με επιταγές. Είχα βάλει και τα τριφύλλια μέσα, γέμισα την αποθήκη, δεν μπόρεσα να καλύψω τις επιταγές. Και μου τα κατάσχεσε, μου τα πήρε. Χάνω τα 22 γελάδια. Συνεχίζω, βάλαμε μετά… Πήρα 15 πρόβατα. Δεν είχε τίποτα. Δεν μπορούσα με 15 πρόβατα να κάνω τίποτα. Τα δίνω. Μεροκάματα δεξιά-αριστερά, έξω. Ξεκινάω μετά από τα πρόβατα, βάζω κάτι γουρούνια. Πάλι με τα γουρούνια, δεν μπορούσα να βγάλω κάποιο χρήμα καλό, να μπορέσω να… Σαν μεροκάματο. Τα παρατάω. Έβαλα μετα μοσχάρια. Με τα μοσχάρια πήρα κάποια λεφτά. Πήρα κάποια λεφτά, έφτιαξα το σπίτι. Με βοήθησαν και κάποιοι φίλοι άλλοι για να το τελείωνα το σπίτι γιατί ήταν αρκετά τα αυτά… Ε, έπιασα δουλειά στον δήμο μετά, είχα ένα στάνταρ. Αφού τέλειωσα με τα μοσχάρια, πέρασαν λίγα χρόνια και ξαναξεκινάω πάλι με γίδια. Κάνω 52 κατσίκες βελτιωμένες καλές. Είχανε γάλα η καθεμία 3-4 κιλά γάλα, μιλάμε για γερά ζώα. Τα βάστηξα ένα διάστημα καλό. Το 2002 τα πούλησα μετά, και φτιάχνω μία επιχείρηση αποκομιδή απορριμμάτων και μπαίνω με φορτηγά και τα λοιπά. Ξεκινάω, πήρα ένα φορτηγό, το ξόφλησα. Έκανα 22 σκάφες που μετέφερε το φορτηγό αυτό, τις ξόφλησα. Και μετά λέω να κάνω κάτι για τα παιδιά. Να μεγαλώσω την δουλειά αυτή, να την κάνω για τα παιδιά. Και άρχισα και ανοιχτήκα μετά, πήρα ένα φορτηγό με αρπάγη. Πήρα ένα κλαρκ, πήρα ένα GCB, πήρα ένα άλλο φορτηγό για μπάζα και τα λοιπά. Κάναμε μάντρα με ανακύκλωση αυτοκινήτων, που διαλύαμε αυτοκίνητα και αυτά. Πηγαίναμε καλά. Άρχισε η κρίση, δεν μπορέσαμε να κρατηθούμε, ήταν πολλά τα έξοδα μετά. Οι εισπράξεις μηδενιστήκανε, χάλασε η επιχείρηση αυτή. Πέσανε μετά οι τράπεζες στη μέση, τα δάνεια που είχαμε και τα λοιπά... Βουλιάξαμε. Άρχισε η κάτω βόλτα, ήρθαμε στο μηδέν, τα χάσαμε όλα. Εκεί δεν άντεξα. Τα παράτησα κάποια στιγμή, είπα «Τέλος». Ξαναξεκίνησα μετέπειτα. Κάποιους μήνες με βοήθησε ο μεγάλος μου ο γιος ο πρώτος. Ήρθαμε μέχρι και για φαγητό να έχουμε πρόβλημα. Κάποιους μήνες με βάστηξε αυτός. Μετά, ξαναπήρα μία τούμπα λέω «Τι κάνεις;», και ξαναξεκινάω από την αρχή πάλι, και έβαλα τα πράγματα σε μία σειρά. Κάποια δικαστήρια, κάποια αυτά… Βρήκαμε μία άκρη, μπήκα σε ένα λούκι. Ξεκίνησα, έφτιαξα κάποια πρόβατα. Τα οποία πρόβατα κι ακόμα τα έχουμε, ασχολούμεθα ακόμα με αυτά. Πήγαμε κάπως -μπορείς να πεις- κάποια κύματα περάσαμε και εντάξει. Πάλι τώρα ορθοποδημένοι, και όπως όλος ο κόσμος τώρα, με όλα τα βάσανα που υπάρχουν, παλεύουμε και εμείς. Σκέφτομαι να συνεχίσω ξανά, να κάνω μία επόμενη δουλειά τώρα. Δεν ξέρω κατά πόσο θα πάει ακόμα. Αλλά σκέφτομαι να κάνω αυτό το σάλτο. Θέλω να πάρω ένα φορτηγό, να ξεκινήσω να κάνω μία δουλειά που να έχει ανακύκλωση. Με το αντικείμενο των κλαδεμάτων που κάνουνε τα δέντρα και τα λοιπά. Σκέφτομαι να κάνω κάτι τέτοιο. Κατά πόσο θα πετύχει δεν ξέρω, θα το κάνω και αυτό ακόμα. Και τα ζώα θα τα έχω, όπως τα ‘χω. Γιατί μου αρέσουν αυτά. Και θα την παλέψω έτσι,[00:15:00] με αυτό το σύστημα.
Πώς ακριβώς δούλευες με τα ζώα;
Το «Πώς ακριβώς…»;
Δούλευες με τα ζώα.
Με τα ζώα -τα πρόβατα γενικά- παίρνεις τα αρνιά που βγάζουνε και το γάλα. Το μαλλί το πετάς, διότι δεν υπάρχει αγοραστική αξία, είναι μηδεν. Χρειάζεσαι έναν άνθρωπο για την βόσκηση, γιατί δεν μπορείς να τα κάνεις όλα μόνος σου. Αυτή είναι η δουλειά των ζώων. Έχεις έναν άνθρωπο να είναι έξω, εσύ πρέπει να τρέχεις για τις τροφές, για τον καθαρισμό του στάβλου. Για τα νερά να πιούνε, για τα φάρμακα να πάρεις, για την χαρτούρα ό,τι χρειάζεται, οτιδήποτε είναι, πρέπει να είσαι πε αυτά. Και πρέπει να έχεις και ένα άτομο, να έχει την βόσκηση έξω. Αυτή είναι η δουλειά των ζώων, δεν έχει να… Δεν έχει κάτι άλλο να κάνεις. Πρέπει να τρέχεις εσύ, και να έχεις ένα άτομο το οποίο θα είναι για την βόσκησή τους. Και όλα τα άλλα πρέπει να τρέχεις να τα κάνεις εσύ.
Γιατί διάλεξες να ασχοληθείς με ζώα; Τι σου αρέσει σε αυτά;
Τα ζώα από μικρό παιδί μου άρεσαν. Όταν πήγαινα ακόμα δευτέρα τάξη δημοτικού, είχα βρει κάποτε ένα γαϊδούρι, που το είχαν παρατήσει, αδέσποτο. Και το πήρα. Είχαμε κάποια χαλάσματα δίπλα εδώ στη γειτονιά, ένα σπίτι εγκαταλελειμμένο, που είχανε φύγει και είχανε μισο-πέσει οι σκεπές του, και το πήρα το γαϊδούρι και το έκλεισα εκεί στο σπίτι. Πήγαινα, του μάζευα χορτάρια, του πήγαινα νερό με έναν κουβά και το είχα εκεί το γαϊδούρι. Και το είχα για κάποιον καιρό, το είχα εκεί πέρα. Το φρόντιζα, το έπαιρνα καβάλα, έφευγα. Πήγαινα στον Πύργο -που έχουμε έναν λοφίσκο, ένα βουνό εμείς εδώ δίπλα- πήγαινα από ‘κει, μάζευα κάποια ξύλα, κάποιες φάκες και της έφερνα σπίτι. Γιατί οι γονείς μου ανάβανε το τζάκι τότε και αυτά. Και πήγαινα, ότι και καλά κάτι κάνω κι εγώ ας πούμε… Και εν ολίγοις τον κράτησα αυτόν τον γάιδαρο έναν χειμώνα. Αλλά κάποιο πρωί που πήγα, δεν ξέρω, είχε κόψει το σκοινί; Κάτι είχε κάνει και είχε χαθεί, είχε φύγει. Μου άρεσαν τα ζώα από τότε. Από μικρός. Μετά, είχε ο παππούς μου πρόβατα -που έμενε στο χωριό επάνω- και πήγα, του ζήτησα ένα αρνάκι, μου το έδωσε, η Μπεμπέκα! Της είχαμε βγάλει όνομα Μπεμπέκα. Την εμεγάλωσα με μπιμπερό. Την έκανα αρνάδα μεγάλη. Θα έγινε, 18 κιλά, 20, και την πήρε ο πατέρας μου μία μέρα και την έσφαξε. Πάντα μου αρέσανε τα ζώα από μικρός, και μου αρέσουνε. Είναι κάποια ζώα, μιλάς μαζί τους. Σε καταλαβαίνουνε… Τι θες; Τι θέλουνε; Είναι σαν ανθρώποι. Με τα γελάδια δε, όταν είχα τα γελάδια, ήτανε κάποιες αγελάδες που κοιμόμουνα μαζί τους, καλοκαίρι. Έξω, που τις είχα στις αυλές, ξαπλώναν έξω. Και πήγαινα, τους ξάπλωνα στην κοιλιά απάνω και κοιμόμουνα. Πολλές φορές με είχε πάρει ο ύπνος. Και δεν κουνιόντουσαν, δεν με πείραζανε μέχρι να ξυπνήσω. Ερχόντουσαν, με γλύφανε στην πλάτη, ξέρω γω. Τους έλεγα «Γλύψε με στην πλάτη». Ερχότανε γραπ-γραπ, με έγλυφε στην πλάτη, ξέρω γω. Στο κεφάλι; Γράπ στο κεφάλι. Ήτανε λες και μίλαγες σε άνθρωπο. Της έλεγα «Έλα από εδώ», ερχόταν εδώ. Λες και μιλούσες σε έναν άνθρωπο. Είχανε -θα έλεγε κανείς- ότι είχανε νοημοσύνη επάνω τους. Και γενικά τα ζώα πάντα με τραβάγανε και μου αρέσανε πάντα. Και εξακολουθώ με τα ζώα, τα θέλω. Αυτό.
Πώς έφτιαξες την επιχείρησή σου;
Πώς;
Πώς έφτιαξες την επιχείρησή σου;
Την επιχείρησή μου την έφτιαξα, ξεκινώντας από ένα… Όταν είχα ακόμα τις κατσίκες, έφερε κάποιος ένα φορτηγό, αλυσιδάκι, από την Γερμανία τότε, για να το έφτιαχνε αυτός. Δεν το έφτιαξε. Είχα ξεκινήσει μαζί με τον αδερφό μου τον Γιώργο, να κάναμε αυτήν την δουλειά. Μου λέει «Θέλεις να κάνουμε αυτήν την δουλειά;». Επειδή εγώ ήμουνα στα φορτηγά, ήξερα από φορτηγά. Μου λέει «Εσύ ξέρεις από φορτηγά, εγώ δεν ξέρω. Μέχρι να βγάλω δίπλωμα κι εγώ, θες να ξεκινήσουμε να κάνουμε αυτήν την δουλειά;». Να την κάνουμε. Αποκομιδή απορριμμάτων. «Να την κάνουμε» του λέω. «Μέχρι να βγάλεις το δίπλωμα θα δουλεύω εγώ και μετά θα την μοιραστούμε μισή μισή». Βρίσκουμε έναν, μας δίνει το φορτηγό με ευκολίες να ξεκινήσουμε. Ξεκινάμε, μπήκαμε στη δουλειά. Είχα γνωριμίες πολλές, ξεκίνησα στην δουλειά δυναμικά. Μπήκαμε μέσα δυναμικά στην δουλειά. Αλλά δούλευα εγώ μόνο, γιατί δεν είχε λέει το δίπλωμα, να μπορεί να δουλέψει. Αδερφός μου ήταν, στην αρχή πήγα[00:20:00]με καλά, μετά όσο σφήνωνε η δουλειά, όσο γέμιζε η δουλειά, άρχισα να κουράζομαι. Γιατί σηκωνόμουν να 2:00 η ώρα, 3:00 το βράδυ -γιατί δούλευα και στον Δήμο ταυτόχρονα, στην Α.Δ.Ε.Μ., μία επιχείρηση του δήμου- και έπρεπε 7:00 η ώρα να είμαι εκεί. Εκεί στην επιχείρηση, δούλευα 7:00-14:30. Αναγκαζόμουνα, σηκωνόμουνα 2:00-3:00 η ώρα τη νύχτα, να μαζεύω τις σκάφες, να πηγαίνω να τις αδειάζω. Να τις ξανατοποθετώ στους πελάτες πάλι που είχανε ζητήσει. 7:00 η ώρα να είμαι στον Δήμο, και σκολώντας 2:30, ξανά πάλι, μέχρι το βράδυ, για να μπορώ να καλύψω τα κενά της ημέρας που δούλευα στην εταιρεία, στο Δήμο. Πήγαμε πολύ καλά, έκανα πολύ μεγάλη πελατεία. Ο αδερφός μου δεν είχε σκοπό να βγάλει ούτε δίπλωμα, ούτε να… Απλά μόνο να μοιράζουμε τα λεφτά. Φτιάξαμε επιχείρηση ταυτόχρονα, διάλυση αυτοκινήτων. Πήρα τα δυο μου παιδιά, τα σταμάτησα από τις δουλειές που είχανε, τα έβαλα να δουλεύουν εκεί. Μιλάμε για εποχή, το 2003, να έχει… Να κάνουμε δηλαδή… Να καταντούμε να τους δίνω 5 ευρώ για να δουλεύουν, να μοιράζομαι τα λεφτά με τον Γιώργο, και να μην έχουν απολαβή αυτά τίποτα. Ότι για να σταθεί η επιχείρηση. Ε του λέω «Δεν μπορώ, δεν... Δεν στέκει έτσι. Να τα μοιράσουμε». Τελικά μου λέει «Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα, το έχω πάρει…». Γιατί την επιχείρηση την είχαμε στο όνομα της γυναίκας του, «Δεν έχουμε να μοιράσουμε κάτι» λέει «γιατί είναι στο όνομα της γυναίκας μου και η γυναίκα μου χρωστάει, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Θα μας τα πάρει η τράπεζα» λέει, και τα λοιπά. Τέλος πάντων. Έφυγα, πήγα βρήκα ένα άλλο φορτηγό -εφόσον είχα φτιάξει πελατεία έξω- πήρα σκάφες δικές μου. Ξεκινάω το φορτηγό αυτό. 18.500 ευρώ. Στο χρόνο απάνω το είχα ξοφλήσει. Είχα ξοφλήσει το φορτηγό και είχα φτιάξει και 22 σκάφες δικές μου. Συνέχισα μετά για τα παιδιά, τα οποία αυτά προείπα, που συμβήκανε όλα αυτά που συμβήκάνε μετά. Αυτό.
Πες μου ξανά, τι έγινε και έχασες την επιχείρηση;
Η επιχείρηση… Πρώτον, τα παιδιά δεν ήτανε δυνατά επάνω στην δουλειά αυτή. Είναι κάτι την οποία την είχα στήσει εγώ, και δεν τους άρεσε. Απλά την βρήκαν σαν λύση, σαν χρήμα εύκολο. Δεν ασχολούνταν με τα μηχανήματα, να τα συντηρούνε, να τα προσέχουν, τίποτα. Απλά κοιτούσαν να κάνουν την δουλειά που τους έλεγα εγώ, και να την κοπανήσουν, να φύγουνε. Δεν ασχολούνταν καν με το θέμα της επιχείρησης, με το πελατολόγιο, με τίποτα. Δεν είχαν ενδιαφέρον. Δηλαδή, δεν μπορούσε να προχωρήσει αυτή η επιχείρηση έτσι, θα καταστρεφόταν. Σε κάποια φάση ενδιάμεσα, είχα μία ρήξη με την γυναίκα μου, ότι «Αφού είπες ότι την επιχείρηση την κάνεις για τα παιδιά, γιατί δεν την αφήνεις στα παιδιά; Και εσύ να κάτσεις στην εταιρεία που δουλεύεις, έχεις τον μισθό σου και είσαι εντάξει. Και εκεί που το έφερες, άσ’ την να την δουλέψουν τα παιδιά». Ήρθαμε σε μία ρήξη γερή, πιάσαν οι γκρίνιες, λέω «Άστο! Ας το αφήσω, να δοκιμάσω να την πάρουν τα παιδιά». Δίνω τα κλειδιά της επιχείρησης -που λες- στον μεγάλο μου γιο, τον Γιάννη. «Κάνε κουμάντο» του λέω «Κοίτα να είσαι σωστός! Βλέπεις εγώ, οι συναλλαγές είναι όλες καθαρές, δεν έχει άτομο να μου πει κουβέντα. Πρώτα θα ξοφλάς τις υποχρεώσεις και ό,τι μένει, μετά μπορείς μετά να το μοιράζεις με τον αδερφό σου». Αναλάμβανε. Αλλά δυστυχώς είχε κακιά διαχείριση. Άρχισε να χρωστάει στα πετρέλαια. Συντήρηση μηδέν στα φορτηγά γενικά, στα μηχανήματα τίποτα. Και άρχισαν μετά από ένα διάστημα, να με πιάνουνε «Μάκη, τα λεφτά… Και ξέρεις, ο γιος σου δεν πληρώνει… Δεν κάνει...». Και εκεί που ήταν μία καλή υγιής επιχείρηση, είχε αρχίσει και είχε γίνει προβληματική και με κακό όνομα. Ενώ είχα φτιάξει ένα καλό όνομα, άρχισε το όνομα και γινότανε άσχημο έξω. Ξανά κάνουμε μία αυτή, γίνεται μία ρήξη, αναγκάζομαι να ξαναπάρω πάλι τα ηνία μπροστά, για να την φέρω ξανά στο δρόμο που πρέπει. Την ψιλοφέρνω στο δρόμο, αλλά δυστυχώς τα παιδιά δεν είχαν την δύναμη να ασχοληθούν με αυτή. Το θεωρούσαν πάντα μόνο… Κοιτούσαν το χρήμα και όχι, το πώς πρέπει να βγει το χρήμα. Παράδειγμα, κάποτε ένας κατεδάφιζε το σπίτι του και με παίρνει, μου λέει «Έλα» μου λέει «να πάρεις τα σίδερα που γκρεμάμε μέσα. Έχω πόρτες, παράθυρα σιδερένια τα λοιπά αυτά, ό,τι είναι» μου λέει «έχω πολύ σίδερο μέσα, να το πάρεις». Λέω στον γιο μου «Πηγαίντε απάνω -του λέω-, γκρεμάει το σπίτι, πάρτε τι σίδερα έχει εκεί πέρα». γιατί ταυτόχρονα κάναμε και εμπόριο σιδήρου. Είχαμε μέσα στην έναρξη, είχαμε και εμπόριο σιδήρου. Εμπόριο παλαιού σιδήρου, scrap. Και μου λέει «Τι να πας τώρα; Να πας για 300 ευρώ; Να πας εκεί, να μας βγει το λάδι, για να πάρουμε [00:25:00]300 ευρώ; Άσ’ τον από κει». Το θεωρούσε το ποσό άσχετο, τα 300 ευρώ. Εν πάση περιπτώσει, με όλα αυτά, δεν μπορούσαν να… Δεν γινότανε. Δεν είχανε την αγάπη της δουλειάς για να την βαστήξουνε. Τους βάζω στο αεροδρόμιο. Κάνω μία γνωριμία με έναν ο οποίος ήταν διευθυντής σε μία εταιρεία μέσα στο αεροδρόμιο. Τους βάζω μέσα να πάρουμε ό,τι scrap έβγαινε, γιατί κάθε εταιρεία από τα αεροπλάνα και τα λοιπά, έχει πάρα πολύ scrap και έχει αλουμίνιο, είναι… Το περισσότερο είναι το αλουμίνιο, είναι για λεφτά καλά. Τους βάζω εκεί, κουβάλησαν για μία ημέρα, δύο. Πήγε κάποιος τους φοβέρισε, ο προηγούμενος μάλλον που έπαιρνε μάλλον το scrap εκεί, και την κοπάνησαν. Φύγανε χωρίς να κάτσουν να ψαχτούν, να δουν τι και πώς, και δεν τους ένοιαξε. Τους βάζω σε μία άλλη εταιρεία, στη λεωφόρο Βάρης-Κορωπίου, που αυτοί ασχολούνταν με το μέταλλο και είχανε, βγάζανε τόνους κάθε μήνα… Πάει ένας άλλος παλιατζής που τα έπαιρνε παλιά, τους βάζει δύο φωνές, ξαναφύγανε. Δεν είχαν το σθένος να κοιτάξουν την δουλειά, να την παλέψουνε. Και δεν γινόταν να κρατηθεί η δουλειά έτσι. Και με όλα αυτά, ήρθε και η κρίση και μετά δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω. Είχαν τα έξοδά τους, δύο άτομα, είχαν τα έξοδά τους. Να ανταπεξέλθω δεν μπορούσα μετά. Άρχισε η πτώση και έτσι χάθηκε η επιχείρηση όλη. Βούλιαξε. Τραβήχτηκα δικαστήρια χρόνια πολλά, μέχρι που μπήκα στο νόμο Κατσέλη. Και έχω κάνει τώρα ένα… Ήρθαμε σε μία απόφαση που έβγαλε το δικαστήριο, και δίνω κάποια λεφτά κάθε μήνα για 10 χρόνια, και μετέπειτα πιστεύω να έχω τελειώσει. Έτσι χάθηκε η επιχείρηση αυτή.
Τι αλλαγές είδες να συμβαίνουν στην οικονομική κρίση;
Τι αλλαγές; Εγώ ήμουνα καθαρά… Δουλεύαμε… Εμάς γενικά, μας κινούσε η οικοδομή. Από την στιγμή που σταμάτησε η οικοδομή, από εκεί και πέρα μετά, άρχισε το βούλιαγμα. Γιατί, σταμάτησε ο οικοδόμος, σταμάτησε ο υδραυλικός, σταμάτησε ο μπογιατζής, σταμάτησε ο γυψαδόρος, σταματήσανε όλοι. Ο κηπουρός… Όλοι σταματήσανε, μετά από αυτό, σταμάτησαν όλα τα επαγγέλματα. Και αναγκαστικά πήγαμε σβάρνα και εμείς. Γιατί όλοι αυτοί, δουλεύαμε με όλους, με όλα αυτά τα επαγγέλματα και εμείς. Αυτή ήτανε εμάς, η αλλαγή που έγινε στην οικονομική κρίση είναι ότι σταμάτησε η είσπραξη που είχαμε απ’ έξω, και η είσπραξη ήταν από όλα τα επαγγέλματα, γύρω από την οικοδομή. Η δουλειά μας ήτανε γύρω από την οικοδομή. Το scrap. μας το απαγόρευσαν, που βγήκε ένας νόμος μετά ότι για να μπορέσεις να κάνεις διάλυση αυτοκινήτων, πρέπει να μπεις στο πρόγραμμα της Ε.Ο.Κ. που ήτανε. Που δεν μπορούσαμε εμείς γιατί ζητούσε... Ήθελε κάποια χρήματα καλά, για να μπορέσεις να μπεις. Ζητούσε να γίνει σε βιομηχανικό πάρκο αυτή η δουλειά. Μόνο σε βιομηχανικό χώρο. Δεν είχαμε την δύναμη εμείς για να μπορέσουμε να πάμε σε βιομηχανικό χώρο να αγοράσουμε και να κάνουμε… Τα παιδιά δεν είχανε να το ψάξουν, γιατί μπορούσαν να πάρουνε επιδότηση να τα βοηθήσει για αυτή τη δουλειά και δεν γινότανε. Μας σταμάτησαν το scrap, σταματήσανε τα αμάξια που κάναμε διάλυση και βγάζαμε και από κει, και δίναμε ανταλλακτικά, δίναμε το scrap και τα λοιπά. Μετά δεν μπόρεσε η δουλειά να βαστηχτεί από κάπου. Ήτανε λογικό να κλείσει, να σταματήσει. Σταμάτησαν οι εισπράξεις και μετά δεν μπορούσες να ανταπεξέλθεις. Έτσι έγινε.
Το scrap τι είναι;
Το scrap είναι τα σίδερα τα μεταχειρισμένα, παλιά σίδερα. Κάνεις ας πούμε μία κατασκευή, μετά την ξηλώνεις, την σπας, την πετάς και αυτό λέγεται scrap. Πάει ξανά για ανακύκλωση μετά. Το παίρνουνε το πάνε ξανά για ανακύκλωση, και βγαίνει μπετόβεργα. Βγαίνει μετά στραντζαριστό σίδερο, λαμαρίνα και διάφορα άλλα. Ό,τι είναι σχέση με μέταλλο. Ό,τι έχει σχέση με μέταλλο. Scrap λέγονται όλα αυτά που είναι για ανακύκλωση. Τα παλαιά σίδερα, τα δουλεύεις και μετά που τα καταστρέφεις, τα σπας, λέγεται scrap. Αυτό είναι το scrap.
Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την τεχνολογία;
Τεχνολογία ποια λες; Εννοείς;
Το τηλέφωνο ήταν, ας πούμε, η πρώτη συσκευή που είδες;
Ναι… Ναι…
Πες μου για την εποχή την δικιά σου και την τεχνολογία τη σημερινή. Τις διαφορές και πώς τη γνώρισες.
Δεν είχε τότε τίποτα. Τότε είχαμε τα σταθερά τηλέφωνα. Τότε, εδώ στην γειτονιά μου, σταθερό τηλέφωνο έβαλε το Ο.Τ.Ε. σε ένανε. Ο οποίος αυτός μπορούσε να παίρνει, του άφηνε την ανοχή να παίρνει αυτός τηλέφωνα χωρίς να χρεώνεται, αλλά όμως όλοι οι άλλοι που πηγαίναμε, είχε μετρητή. Και κάθε τηλεφώνημα που κάναμε, πάταγε το μετρητή και ό,τι έγραφε ο μετρητής, πληρώναμε. Το πρώτο τηλέφωνο στην γειτονιά.
Είχε δηλαδή ένα σπίτι, τηλέφωνο για όλη τη γειτονιά;
Ναι! Για όλη τη γειτονιά. Και όταν έπαιρνες εσύ, έλεγες «Θέλω» ας πούμε «τον Σταμάτη». Σου έλεγε «Περίμενε, να τον εφωνάξω». Και έβγαινε η γυναίκα του ή ο ίδιος και ερχότανε στο σπίτι, φώναζε[00:30:00] «Έλα γιατί είναι στο τηλέφωνο, περιμένουν». Και έτρεχες εσύ τρεχάλα, να πας να δεις ποιος ήταν στο τηλέφωνο και τι ήθελε. Το πρώτο τηλέφωνο ήταν αυτό. Μετά, κατέβηκε γραμμή του ΟΤΕ και στα άλλα… Συνέχισε δηλαδή, από την κολώνα που είχε αυτουνού, τράβηξε μέσ’ τη γειτονιά και βάλανε μετά, σιγά-σιγά, βάλανε τηλέφωνα και κάποιοι άλλοι. Μέχρι και που πήγα φαντάρος εγώ, υπήρχαν τότε τέσσερα τηλέφωνα στη γειτονιά, όλα κι όλα. Μέχρι και που πήγα φαντάρος, ήταν τέσσερα τηλέφωνα. Μετά… Μετά το ‘80; Μετά το ‘80-’81, ξεκίνησε και βάλανε, το κάθε σπίτι μετά έβαλα τηλέφωνο μετά, όλοι. Τεχνολογία λες σαν τηλέφωνο, ήταν αυτή. Μετέπειτα με τα κινητά, ήρθαν τα κινητά… Πότε ήρθανε; Μετά το ‘90. Το ‘97 πρέπει να πήρα εγώ κινητό;
Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο σου κινητό;
Νομίζω ένα Ericsson πρέπει να ήταν.
Μπορείς να το περιγράψεις; Πώς ήταν εμφανισιακά και τι μπορούσες να κάνεις;
Τίποτα δεν μπορούσες να κάνεις. Είχε μία οθόνη μόνο που έβλεπες τα νούμερα, ποιον εκαλείς. Αυτό. Και τα κουμπιά από κάτω. Δεν είχε και πολλά πράγματα. Μήνυμα μπορούσες να στείλεις. Αυτά, έκανα εγώ τα… Τώρα, να είχε και τίποτα άλλο; Δεν ήμουνα και πολύ… Δεν είχα και πολλά αυτά. Κανένα μήνυμα αν έστελνα και τηλέφωνα, ή με παίρνανε ή αν έπαιρνα. Αυτό ήταν.
Πώς χρησιμοποιούσατε τότε αυτά τα τεχνολογικά μέσα; Τι νόημα είχαν για τη ζωή σας τότε;
Από όταν βγήκε το κινητό… Η διαφορά ποια είναι; Ότι αν παλιά ήθελες να πάρεις έναν, έπρεπε να τον πάρεις τηλέφωνο… Ας πούμε, δούλευα εγώ. Ήμουνα ξέρω εγώ, Χαμολιά ή ήμουνα Πόρτο Ράφτη ξέρω γω, δούλευα. Έπρεπε να σχολάσω το μεσημέρι, να έρθω σπίτι, ξέρω γω, 15:00 το απόγευμα -πότε θα ‘ρθω- και να μου πει ότι «Ξέρεις; Είχε πάρει τηλέφωνο -ας πούμε- ο Σπύρος, κάτι σε ήθελε. Να τον εβρεις» ξέρω γω. Υπήρχε μία χρονοβόρα, αυτή, εύρεσης, να βρεθείς. Με το κινητό, σε έπαιρνε επιτόπου όπου και αν ήσουνα, και σου έλεγε τι θέλει. Δηλαδή είχες απευθείας ομιλία. Αυτό ήτανε. Πιστεύω ότι ήταν πιο εύκολα… Πιο εύκολη η συνεννόηση. Αυτό πιστεύω.
Θα έλεγες ότι η ζωή έχει γίνει καλύτερη με την τεχνολογία αυτή που διαθέτεις τώρα;
Από μία άποψη, ναι. Ναι, έχει γίνει καλύτερη. Με την τεχνολογία που διαθέτει τώρα ναι, έχει γίνει πολύ καλύτερη. Γιατί και τα παιδιά από μικρά έχουν άλλη γνώση, παίρνουν… Είναι πιο έξυπνα σε σχέση με εμάς. Θυμάμαι εγώ τότε, παιδιά αν ερχόντουσαν σπίτι καλεσμένοι ας πούμε -μουσαφιραίοι-, αν ερχόντουσαν, μας βγάζανε έξω. Να μην ακούσουμε τι θα πούνε. Να μην κάτσουμε και πούμε τίποτα που δεν πρέπει να μάθει ο μουσαφίρης και τα λοιπά. Και με το που ερχότανε κανένας μουσαφιρέος στο σπίτι, μουσαφίρης μόλις ερχότανε, «Έξω -σου έλεγε- φύγε, να πας να παίξεις». Και άνοιγε την πόρτα και σε πέταγε έξω βολίδα. Όση ώρα ήταν ο μουσαφίρης, δεν πάταγες στο σπίτι μέσα. Δεν ξέραμε πολλά πράγματα. Τώρα τα παιδιά τα βλέπεις, με την τεχνολογία που υπάρχει μετά αυτά, με τα… Έχουνε άλλη αυτή… Είναι διαφορετικοί. Είναι διαφορετικό το μυαλό τους, σκέφτονται διαφορετικά. Τότε εμάς ήταν πιο αγαθό, πιο… Όχι κουτό, ήταν αγαθό. Δηλαδή ήταν διαφορετικό, σε σχέση με το μυαλό που έχουνε τώρα τα παιδιά. Πιστεύω ότι η τεχνολογία τώρα, τα παιδιά τα βοηθάει πάρα πολύ και η ζωή είναι αρκετά καλύτερη, -όχι αρκετά καλύτερη-, είναι πολύ καλύτερη με σχέση τότε. Αυτό.
Μίλησέ μου για τη δική σου γενιά.
Η δική μου γενιά, όπως και σου προείπα, ήταν… Οι περισσότεροι φύγαμε -αρκετοί στην ηλικία μου-, παρατήσαμε το σχολείο. Όταν έφυγα από την έκτη, φύγαμε αρκετά παιδιά. Δηλαδή, πηγαίνοντας για την έκτη τάξη την παρατήσαμε και φύγαμε, δεν πήγαμε καν. Αρκετά παιδιά από μας. Και πήγαμε σε δουλειές. Δουλεύαμε… Τότε μπάνιο κάναμε κάθε Σάββατο με… Καίγαμε κατσαρόλα, στην σκάφη. Δεν είχαμε τις τουαλέτες που έχουνε τώρα. Είχαμε ένα καμπινέ έξω από την αυλή, στη γωνία, με μία κουρελού μπροστά για πόρτα, με μία λεκάνη τούρκικια και αυτό. Ούτε βρύση, τίποτα. Έπαιρνες με τον κουβά νερό, έριχνες και τα λοιπά. Και είχαμε μία σκάφη, καίγαμε νερό, μπαίναμε εκεί κάθε Σάββατο, μπάνιο. Κάναμε μπάνιο κάθε Σάββατο, βγαίναμε στην πλατεία για να μας πληρώσουν τα αφεντικά. Μετά είχε ουζερί, μπιλιάρδο, κάνα σινεμά. Μετά που μεγαλώσαμε λίγο, μετά τα 15 μας, πηγαίναμε κατεβαίναμε μέσα στην Αθήνα κάτω σαν παιδιά. Πηγαίναμε οίκους ανοχής που εί[00:35:00]χε τότε, κάποια σουβλατζίδικα, κάτι αυτά… Δηλαδή κάναμε το ρίχνουμε και λίγο έξω. Δηλαδή ήτανε… Η γενιά μου πιστεύω, ήταν, έζησε καλά χρόνια. Έτσι πιστεύω. Την ελευθερία την είχαμε, πήγαινες όπου ήθελες. Βέβαια, έπρεπε να είσαι και συνετός, γιατί τότε… Τότε έπεφτε και ξύλο. Δεν ήταν όπως σήμερα, που ακουμπάς έναν και σου λέει «Θα σου κάνω μήνυση» και αυτά. Τότε άμα έκανες, άμα ξέφευγες τότε τις μάζευες άγρια και δεν μίλαγε και κανείς. Ήταν τα χρόνια… Είχες την ελευθερία να πας να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά έπρεπε να είσαι και συνετός. Αν ξέφευγες είχε ξύλο τότε, δεν είχε ούτε μήνυση, ούτε αυτό. Είχε ξύλο άγριο. Πάντως, όταν ήσουνα σωστός και δούλευες και αυτά, ήσουνα βασιλιάς τότε. Στη γενιά μου. Γυρνάγαμε. Μετά, όσο μεγαλώσαμε, 17-18 χρονών, ταβερνάκι κάθε Σάββατο. Πληρωνόμασταν, κανονίζαμε τι έχουμε να κάνουμε; Βαστάγαμε για να περάσουμε την εβδομάδα, τι χρειαζόμασταν και πηγαίναμε και ένα ταβερνάκι. Λέγαμε «Πάμε να κάνουμε ένα ρεφενέ, ένα ταβερνάκι». Γενικά ήταν ωραία. Η γενιά η δική μου ήτανε όμορφη. Μετά είχαμε την ντισκοτέκ. Η μοναδική ντισκοτέκ που υπήρχε, από το Σταυρό της Αθήνας, από το Σταυρό και κάτω, μέχρι και το Λαύριο -όλα αυτά τα χωριά εδώ τα μεσόγεια κάτω, Παιανία, Κορωπί, Σπάτα, όλα τα χωριά, μέχρι και το Λαύριο κάτω- η μοναδική ντισκοτέκ που υπήρχε τότε, ήταν τα Αστέρια. Η μοναδική ντισκοτέκ που υπήρχε. Και μαζευόμασταν όλα τα χωριά, ερχόντουσαν εκεί πέρα το βράδυ, για ποτό, χορό. Εντάξει, ήταν ωραία χρόνια. Τρομερά χρόνια, μπορώ να πω. Δεν υπήρχε αυτή η καταστροφή που υπάρχει τώρα στη νεολαία. Όχι ότι δεν υπήρχαν τότε ορισμένα πράγματα. Υπήρχανε αλλά ήταν πάρα πολύ ελάχιστα. Δηλαδή, μετρημένα. Στο κάθε χωριό τα άτομα που ήντουσαν λάθος, ήταν μετρημένα. 3-4 άτομα. Δεν ήτανε παραπάνω, στο κάθε χωριό. Ήταν ωραία χρόνια και πιστεύω ότι, αυτά τα χρόνια δεν θα τα ζήσουν οι επόμενες γενιές, που ζήσαμε εμείς. Γιατί είχαμε μάθει στην δουλειά και στη διασκέδαση. Δηλαδή δουλεύαμε, για να έχουμε την διασκέδαση. Τα θεωρούσαμε αυτά τα δύο κουστούμι, να πηγαίνουνε μαζί. Τώρα είναι διαφορετικά.
Μίλησέ μου για τον κορονοϊό.
Ο κορονοϊός είναι κάτι το οποίο δεν γνωρίζω τίποτα, δεν έχω ιδέα. Απλά, είναι κάποια ίωση η οποία ήρθε. Μας είπανε κάποια πράγματα, μας δώσανε κάποια μέτρα να προφυλαχτούμε. Τα οποία, προσπαθούμε όσο καλύτερα μπορούμε να τα κάνουμε, να προφυλαχτούμε όσο καλύτερα μπορούμε με αυτά που μας έχουν πει… Μας είπανε να εμβολιαστούμε, εμβολιαστήκαμε. Δεν γνωρίζω τι ασθένεια είναι, δεν έχω ιδέα καν τι ιός είναι! Απλά από ό,τι έχω ακούσει, θέλει αυτές τις προφυλάξεις και να κάνεις το εμβόλιο. Αυτό κάναμε. Και πιστεύω, αν είναι όπως τα λένε και τα λοιπά, να την γλυτώσουμε, να μην μας χτυπήσει ξέρω γω. Ή αν μας πιάσει, να το περάσουμε. Αυτά. Δεν ξέρω κάτι για τον κορονοϊό παραπάνω που να… Αυτό.
Πώς έχει επηρεάσει την δική σου ζωή; Πώς έχει αλλάξει την καθημερινότητά σου;
Από το θέμα του κορονοϊού; Εντάξει, έχει αλλάξει γιατί φοβάσαι για το φίλο σου, να τον εζυγώσεις. Να μιλήσεις, όπως καθόσουνα… Έδινες τα χέρια, μίλαγες, έτρωγες, έπινες, έλεγες κάτι, σε αγκάλιαζε, έκανες… Δηλαδή, αυτά τώρα τα αντιριέσαι να γίνουνε. Κάποιοι δεν το καταλαβαίνουν ακόμα, το θεωρούν ακραίο. Κάποιοι σου λένε «Με φοβάσαι εμένανε;» ας πούμε. Αλλά είναι κάτι που δεν ξέρεις από πού να… Δεν ξέρεις. Μπορεί, ποιος ξέρει ποιος το ‘χει ή δεν το ‘χει; Είναι κάτι το οποίο δεν γνωρίζεις ποιος το ‘χει. Και πρέπει όσο μπορείς, να φυλαχτείς. Τώρα, σίγουρα υπάρχουν κάποια αυτά, δεν μπορείς, δεν είναι όπως παλιά. Μίλαγες του αλλουνού και του μίλαγες από κοντά. Τώρα φεύγεις… Προσπαθείς… Λες «Μην έρθω σε επαφή με την ανάσα του, με το σάλιο του, που μιλάει που κάνει...». Δηλαδή έχει επηρεαστεί η ζωή, γενικά πιστεύω με... Μπαίνεις σε έναν κλειστό χώρο και φοβάσαι. Εχθές πήγα μία μεταφορά να κάνω, ένα ψυγείο, και ήταν ένα δωματιάκι τόσο μικρό και μαζευτήκαμε πέντε άτομα. Και λέω «Τι γίνεται ρε πούστη; Τώρα τι κάνουμε εδώ πέρα; Ρε παιδιά -λέω- τι κάνετε εδώ; Πέντε άτομα; Τι κάνουμε εδώ μέσα;». Δηλαδή μέχρι να βγάλουμε το ψυγείο έξω, με έφαγε ή αυτή… Είχα… Αισθανόμουνα άσχημα πολύ. Λέω «Τι γίνεται;». Γιατί, που ξέρεις, πέντε άτομα τι έχει ο καθένας τώρα; Σε ένα μικρό χώρο;». Με τα λεγόμενα, έχεις φοβηθεί και έχει αλλάξει η ζωή μας πολύ. Ο τρόπος ζωής έχει αλλάξει πολύ, γιατί υπάρχει ο φόβος μέσα. Και πιστεύω, δεν φέρεται ο άνθρωπος όπως φερόταν παλιά. Φυλάγεται και είναι αντιαισθητικό πιστεύω, για έναν γνωστό, για έναν φίλο που σε βλέπει και φυλάγεσαι, σου λέει «Τι κάνεις;» ας πούμε. Έχει αλλάξει η ζωή μας με τον κορονοϊό πολύ.[00:40:00]
Τα lockdown πώς σε επηρέασαν;
Προσωπικά εμένα δεν με επηρέασαν πολύ. Γιατί; Γιατί δούλευα στο Δήμο και είχα ελεύθερη πρόσβαση να πάω παντού, στον τόπο μου. Μετά, για να μπορέσω να μεταφερθώ σε διπλανά χωριά, ας πούμε, ή και διπλανούς νομούς, πάλι είχα την πρόσβαση γιατί είχα τα ζώα. Και λόγω των ζώων, μπορούσα να μεταφερθώ για ζωοτροφές, για φάρμακα, για διάφορες αυτές. Οπότε εμένα προσωπικά δεν με επηρέασε το lockdown πολύ. Διότι είχα αυτές τις δύο δουλειές και έπρεπε υποχρεωτικά, θέλοντας και μη, να μετακινούμαι. Δηλαδή είχα κάποια πράγματα...
Διατήρησε τις ίδιες συνήθειες δηλαδή;
Ναι, διατήρησα τις ίδιες συνήθειες. Το μόνο που έχασα, ήτανε που πηγαίναμε ταβέρνα κάθε μεσημέρι και μαζευόμασταν δύο φίλοι, αυτό το χασα. Μόνο αυτό. Αλλά εντάξει. Στο σπίτι μου… Και δεν είχα θέμα να, καθόμουνα σπίτι μου με τη γυναίκα μου και δεν είχα θέμα. Δεν με επηρέασε τόσο αυτό δηλαδή, εμένανε.
Τέλεια. Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;
Τα σχέδιά μου για το μέλλον είναι να ζήσω ακόμα κάποια χρόνια, να φτιάξω μία επιχειρησούλα τώρα που θέλω καινούργια, με σκοπό την αποκομιδή κλαδεμάτων και να δω τον τρόπο επεξεργασίας τους. Να έχω μία επιχείρηση, να φτιάξω μία επιχείρηση δική μου. Αυτό είναι το μόνο μου σχέδιο. Και να έχω την υγεία να μπορέσω να το πραγματοποιήσω. Το μόνο μου σχέδιο τώρα είναι αυτό, να φτιάξω μία επιχείρηση ξανά, να δοκιμάσω πάλι σε αυτό τον κλάδο επάνω. Γιατί αυτόν τον κλάδο τον γνωρίζω και μου αρέσει να το κάνω αυτό, αυτή τη δουλειά. Και ταυτόχρονα βέβαια να έχω και τα ζώα, όσο μπορώ και είμαι όρθιος, να έχω και τα ζώα μου, να μπορώ να τα φτιάχνω. Και έχω σκεφτεί να πάρω και 4-5 αγελαδάκια, να τα κάνω εξτρά. Εξτρά από πάνω. Κάτι. Αυτό σκέφτομαι τώρα. Τα σχέδιά μου είναι αυτά, για μπροστά. Και πιστεύω να τα πετύχω.
Μία τελευταία ερώτηση έχω. Τι σε δίδαξε η ζωή σου που θα ‘θελες να μου το πεις;
Η ζωή μου με δίδαξε ένα πράγμα. Φίλος στη σημερινή ζωή, δεν υπάρχει ουδείς. Ουδείς φίλος στη σημερινή ζωή. Εάν θες να πετύχεις οτιδήποτε, πρέπει να ποντάρεις μόνο στον εαυτό σου. Τις δυνάμεις τις δικές σου, να τις βάζεις κάτω, να τις μετράς και να λες «Που έχω; Μέχρι το δέκα; Μέχρι εκεί θα παλεύω». Μην περιμένεις να φτάσεις στο 8 και να έρθει κάποιος και να σου πει «Εγώ θα σε βοηθήσω να πας στο 10», δεν υπάρχει. Δεν γίνεται! Ο καλύτερος φίλος, που τρως, πίνεις, και δίνει την ζωή του αυτή τη στιγμή για εσένα, αύριο όταν τσακωθείς, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σου. Γιατί γνωρίζει όλες τις αδυναμίες σου, όλα τα μυστικά σου και όλες τις δυνάμεις σου. Για αυτό, ποτέ να μην… Όσο και φίλος να φανεί, μην ανοιχτείς ποτέ. Ο φίλος θα τον καταλάβεις ότι είναι φίλος, όταν θα έχεις μία σοβαρή ανάγκη, κάποιο σοβαρό πρόβλημα και ενδιαφερθεί αυτός να σου το λύσει. Να σε βοηθήσει, δίχως να θέλει κάτι αυτός, θα καταλάβεις ότι είναι φίλος σου. Όταν υπάρχει κάτι σοβαρό. Το σοβαρό είναι μέχρι και ο κίνδυνος ο δικός του. Αυτός είναι ο φίλος. Ο φίλος του να σου προσφέρει χρήματα ή να πει κάποια καλή κουβέντα για αυτό, αυτό δεν είναι φίλος. Αυτό είναι μία λύση προσωρινή, του τίποτα. Η ζωή με δίδαξε να παλεύω μοναχός μου και ό,τι θέλω να αποκτήσω, να προσπαθώ να το αποκτήσω μόνος μου. Να μην περιμένω από κανένανε τίποτα. Αυτό με δίδαξε η ζωή. Και για να πετύχεις σε όλα αυτά βέβαια, δεν πρέπει να ασχολείσαι το τι κάνει ο ένας, τι κάνει ο άλλος. Αυτά δεν πρέπει να σε αφοράνε ποτέ, πρέπει να σε αφοράνε πράγματα τα οποία έχουν να κάνουνε με το δικό σου… Με τα δικά σου πράγματα, με το δικό σου συμφέρον. Αυτά πρέπει να σε αφοράνε μόνο. Τώρα, τα άλλα, τι κάνει η γειτόνισσα ή το τι κάνει ο γείτονας, δεν σε αφορά. Ή τι έκανε αυτός ο φίλος ο… Δεν σε νοιάζει. Είναι πράγματα τα οποία δεν έχεις κέρδος από αυτά να ασχοληθείς, και δεν πρέπει να ασχολείσαι με πράγματα από τα οποία δεν έχεις κάποιο άμεσο κέρδος ή κάποια άμεση δουλειά, ξέρω ‘γω. Η ζωή αυτό με δίδαξε, να παλεύω μοναχός μου και να μην πιστεύω κανέναν, σε τίποτα. Αν μπορείς να βοηθήσεις κάποιον βέβαια, κάν’ το και μην το συζητάς και τέλος. Αυτό με έχει διδάξει η ζωή να είμαι… Να παλεύω μοναχός, να μην πιστεύω τίποτα, κανένανε. Αυτό.
Σταμάτη κλείνοντας την συνέντευξη, το Istorima και εγώ θα σε ευχαριστήσουμε για την ιστορία που μοιράστηκες. Θα σου ευχηθώ κάθε όνειρο να γίνει πραγματικότητα και πριν σε χαιρετήσω, θα σε ρωτήσω, αν ήθελες να προσθέσεις οτιδήποτε άλλο;
Όχι τίποτα, δεν ήθελα να προσθέσω κάτι άλλο. Έτσι είναι η ζωή μου. Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω. Αυτό.
Σε ευχαριστούμε και σε χαιρετούμε! Καλό απόγευμα!
Να είσαι καλά.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Σταμάτης αφηγείται πώς η ζωή τον δίδαξε να παλεύει μόνος του. Στην ιστορία του, μοιράζεται όλους τους προσωπικούς αγώνες του για τη ζωή και την εργασία, όλες τις αποτυχίες και τα εμπόδια που αντιμετώπισε, ενώ επίσης μιλάει και για την επαφή και την αγάπη του για τα ζώα κτηνοτροφίας.
Αφηγητές/τριες
Σταμάτης Δρίτσας
Ερευνητές/τριες
Σπυρίδων Δρίτσας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/10/2021
Διάρκεια
45'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Σταμάτης αφηγείται πώς η ζωή τον δίδαξε να παλεύει μόνος του. Στην ιστορία του, μοιράζεται όλους τους προσωπικούς αγώνες του για τη ζωή και την εργασία, όλες τις αποτυχίες και τα εμπόδια που αντιμετώπισε, ενώ επίσης μιλάει και για την επαφή και την αγάπη του για τα ζώα κτηνοτροφίας.
Αφηγητές/τριες
Σταμάτης Δρίτσας
Ερευνητές/τριες
Σπυρίδων Δρίτσας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/10/2021
Διάρκεια
45'