© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Μεγαλώνοντας σε μια γεωργοκτηνοτροφική οικογένεια της Δεσκάτης Γρεβενών
Κωδικός Ιστορίας
14495
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Σπανός (Κ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/04/2022
Ερευνητής/τρια
Ευανθία Μπατάλα (Ε.Μ.)
[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα.
Θα θέλατε να μου πείτε το όνομά σας;
Κώστας Σπανός ονομάζομαι.
Είναι Τρίτη 5 Απριλίου 2022, είμαι με τον κύριο Κώστα Σπανό, βρισκόμαστε στη Λάρισα, εγώ ονομάζομαι Ευανθία Μπατάλα και είμαι ερευνήτρια στο Ιστόρημα. Κύριε Σπάνε, θα κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν ξεκινώντας από τα παιδικά σας χρόνια και θα φτάσουμε στο σήμερα. Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για εσάς;
Ναι. Έχω γεννηθεί στη Δεσκάτη το 1943. Μέχρι το 1949 τα σχολεία της Δεσκάτης δεν λειτουργούσαν λόγω του Εμφυλίου Πολέμου. Έτσι για πρώτη φορά και στην κανονική μου ηλικία το 1949 με τη λήξη του Εμφυλίου λειτούργησε το σχολείο στη Δεσκάτη και γράφτηκα στην Πρώτη τάξη.
Πολύ ωραία. Θα θέλατε πρώτα να αναφέρουμε κάποια πράγματα για την οικογένειά σας;
Ναι.
Από πόσα μέλη αποτελούνταν;
Η οικογένειά μου… Ο πατέρας μου ήταν ένα από τα πολλά μέλη της οικογένειας του παππού μου. Ο παππούς μου είχε πεθάνει πολύ νωρίς και στη διάρκεια της Κατοχής το σπίτι το κυβερνούσε η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ατύχησε, επειδή πέθανε ο πατέρας του νωρίς, τον πήραν πολύ νωρίς από το σχολείο, μετά την Τετάρτη τάξη του Δημοτικού για να βοσκήσει τα ζώα, γιατί όλα τα αδέρφια εκείνα τα χρόνια είχαν και ένα αντικείμενο που… Ένα είδος ζώων που βοσκούσαν. Άλλος τα γουρούνια, άλλος τα πρόβατα, άλλος τα βόδια, άλλος ασχολούνταν με το όργωμα των χωραφιών και λοιπά. Έτσι τον πατέρα μου του έπεσε ο λαχνός να βοσκήσει τους χοίρους, τα γουρούνια της οικογένειας. Το παράπονό του ήταν ότι δεν τελείωσε το σχολείο. Είχε το μεράκι να σπουδάσει. Η οικογένεια εκεί της γιαγιάς μου ήτανε πατριαρχική. Όλοι μαζί, όλα τα αδέρφια, ζούσαν μαζί, και οι παντρεμένοι. Αργότερα, μετά το ’50 ο καθένας, κοίταξε τη δουλειά του, έφτιαξε το σπίτι του και τα πολλά αδέρφια έγιναν οικογενειάρχες ανεξάρτητοι πια. Είχε πεθάνει και η γιαγιά και δεν είχε κάτι που τους ένωνε. Μοίρασαν και την περιουσία τους και ο καθένας ζούσε με το κοπάδι των προβάτων που είχε και με τα χωράφια που του έτυχαν στη μοιρασιά. Από κει και πέρα ο πατέρας μου απέκτησε πέντε παιδιά. Ο πρώτος ήμουν εγώ, ακολούθησαν τρία κορίτσια και ο τελευταίος αδερφός, αγόρι. Η ζωή μας ήταν πολύ δύσκολη. Θυμάμαι, όταν πήγαμε στο σχολείο το ’49, όλα τα παιδιά ήμασταν χλωμά από την πείνα και τη δυστυχία που επικράτησε μετά τη Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο. Εκείνα τα χρόνια η πρόνοια, μια αμερικανική μάλλον… Δεν θυμάμαι ακριβώς το όνομά της, αυτή η εταιρεία πώς λεγόταν. Μια φιλανθρωπική εταιρεία… UNRRA. Η UNRRA έδινε στα σχολεία γάλα, σκονόγαλο το έλεγαν, ένα φυτικό βούτυρο, και κάθε πρωί πηγαίναμε με ένα μικρό κύπελλο σε κάποιο σημείο της Δεσκάτης και μας έδιναν ένα ποτήρι γάλα και λίγο ψωμί με αυτό το τυρί, που λέγαμε, το φυτικό. Έτσι τα παιδιά αρχίσαμε να παίρνουμε πάνω μας, διότι η πείνα και η φτώχεια την περίοδο αυτή του 1940-1950 ήταν πολύ μεγάλη. Μετά το ’50 φυσικά τα πράγματα άρχισαν να διορθώνονται, η οικονομία της χώρας βελτιωνόταν και στα χωριά η ζωή κι αυτή άρχισε σιγά-σιγά να διορθώνεται. Οι οικογένειες όμως στηρίζονταν κυρίως στα πρόβατα, στα γιδοπρόβατα που είχαν, και στα χωράφια, τα οποία καλλιεργούσαν. Η οικογένειά μου είχε ένα κοπάδι προβάτων γύρω στα διακόσια και καμιά πενηνταριά-εξήντα στρέμματα χωράφια. Βέβαια η Δεσκάτη είναι ορεινή, 850 περίπου υψόμετρο, τα χωράφια τα είχαμε έξω από τη Δεσκάτη, σε χαμηλότερο υψόμετρο, αλλά ήταν οπωσδήποτε μικρής απόδοσης χωράφια και γι’ αυτό καταφέρναμε να εξασφαλίζουμε το ψωμί της χρονιάς και ένα μέρος που πλεόναζε να το δώσουμε τότε στην ένωση των συνεταιρισμών για να ξεχρεώσουμε την Αγροτική Τράπεζα, από την οποία ο πατέρας μου κάθε φθινόπωρο έπαιρνε ένα δάνειο, το λεγόμενο «κτηνοτροφικό», και πολύ αργότερα ένα άλλο, το «γεωργικό». Δύο δάνεια, με τα οποία μπορούσε να καλλιεργήσει τα χωράφια και να εξασφαλίσει κάποιες ζωοτροφές για το κοπάδι. Βέβαια αυτά ήτανε περισσότερο για να συντηρηθεί οικογένεια παρά για τον σκοπό, για τον οποίον τα παραχωρούσε η τράπεζα αυτά τα δάνεια. Έτσι λοιπόν βασιζόμασταν στα λεφτά που παίρναμε, τα δύο δάνεια από την τράπεζα, την Αγροτική, και μετά το φθινόπωρο πουλούσαμε εκείνα τα ζώα που ήταν γερασμένα και δεν είχαν απόδοση, εξασφαλίζαμε ένα χρηματικό ποσό για τη διαβίωση του χειμώνα, την άνοιξη πουλούσαμε τα αρνιά και τα κατσίκια κοντά στο Πάσχα, οπότε καταφέρναμε πάλι να βγάλουμε το χρέος της τράπεζας, και το καλοκαίρι μετά τον αλωνισμό δίναμε το πλεόνασμα του σιταριού και ξεχρεώναμε την Αγροτική Τράπεζα. Από το φθινόπωρο άρχιζε πάλι η ίδια διαδικασία, τα δύο δάνεια και η αποπληρωμή και λοιπά. Αυτή ήτανε εκείνα τα χρόνια η ζωή μας, μετρημένη σε όλα, η ενδυμασία μας ήτανε πολύ φτωχή, η διατροφή όλων των παιδιών δεν ήτανε αυτή που έπρεπε να είναι, το σιτηρέσιο ήταν πάρα πολύ φτωχό, πίτες, τραχανάδες, φαγητό… ψωμί τριμμένο μέσα στο γάλα, η λεγόμενη «παπάρα», δηλαδή φτωχική η διατροφή, διότι αυτές ήταν οι δυνατότητες όλων των οικογενειών εκείνης της περιόδου.
Εσείς συμμετείχατε στις γεωργικές εργασίες–
Ναι.
–της οικογένειας;
Κάθε καλοκαίρι, όταν έκλειναν τα σχολεία, πηγαίναμε έξω από τη Δεσκάτη, που είχαμε τα κτήματα, σε μια απόσταση 6-7 χιλιομέτρων, μεταφερόμασταν όλη η οικογένεια εκεί και βοηθούσαμε στις αγροτικές δουλειές. Πρωί-πρωί πηγαίναμε και εκείνα τα χρόνια θερίζαμε με το χέρι στη Δεσκάτη. Μετά το 1964 ήρθαν οι αλωνιστικές μηχανές. Θερίζαμε με το χέρι παιδιά και γονείς, κουβαλούσαμε τα δέματα με τα γαϊδούρια ή με τα μουλάρια, ανάλογα τι είχε ο καθένας στο αλώνι, και μετά, αφού τελειώναμε τον θερισμό, άρχιζε ο αλωνισμός, ο οποίος ήτανε μια πολύ δύσκολη ιστορία. Σ’ ένα κυκλικό μέρος που το λέγαμε «αλώνι», άλλοτε κάποια αλώνια είχανε πλάκα κάτω στρωμένη, αλλά τις περισσότερες φορές είχαν χώμα. Γι’ αυτό η γιαγιά με τη μητέρα μου πήγαιναν στο μέρος που κοιμόνταν τα γελάδια το μεσημέρι, το λεγόμενο μέρος «γελαδομονή», μάζευαν τις βουνιές των αγελάδων, τις έβαζαν σε ένα καζάνι με νερό και γινόταν ένας χυλός. Με αυτόν τον χυλό άλειφαν το αλώνι και γινόταν σαν τσιμέντο. Πάνω σε αυτό λοιπόν το τσιμέντο έριχναν, αφού στέγνωνε πρώτα, άνοιγαν τα δέματα του σιταριού, τα άπλωναν γύρω-γύρω και μετά παίρναμε ένα όργανο που το λέγαν… Περίπου παραλληλόγραμμο στενό μπροστά και πίσω μακρύ, είχε 2 χοντρά σανίδια κολλημένα και από κάτω είχε είτε πέτρες στουρναροπέτρες κοφτερές είτε πριονάκια, το οποίο λέγαμε «δοκάνη». Η δοκάνη συνδεόταν με τα ζώα, τα δύο βόδια ή δύο άλογα, και τα καθοδηγούσε ένας. Για να έχει βάρος όμως η δοκάνη να κόβει τα καλάμια του σιταριού, μπαίναμε τα παιδιά εμείς καβάλα και την χαιρόμασταν αυτή την καβάλα και γύριζε κυκλικά το ζευγάρι των ζώων γύρω-γύρω και έκοβε σιγά-σιγά το καλάμι του σιταριού και έτριβε τα στάχυα. Αυτό ήτανε κατά κάποιον τρόπο εύκολο. Το δύσκολο ήτανε πώς θα ξεχωρίσουμε το άχυρο από το σιτάρι. Το αντίθετο, ήθελα να πω. Το σιτάρι από το άχυρο. Μάζευαν όλο τώρα, αργά το απόγευμα, όλο αυτό το περιεχόμενο του αλωνιού και έφτιαχναν ένα ωοειδές σχήμα… Πώς να το πω τώρα… Μάζευαν δηλαδή το τριμμένο σιτάρι και το άχυρο και έφτιαχναν ένα σχήμα ωοειδές. Αυτό το έλεγαν λαμνί. Μετά, κατά το βραδάκι, όταν άρχιζε να φυσάει λίγο αεράκι, με ειδικά όργανα, τα οποία έλεγαν δικούλι, το δικούλι, έπαιρναν το άχυρο το τριμμένο και τα έριχναν ψηλά και, όταν φυσούσε ο αέρας, κάτω έπεφτε το σιτάρι και έξω από το αλώνι πήγαινε το άχυρο, το τριμμένο καλάμι. Βέβαια ο αέρας ήταν ένας μικρός τύραννος εκείνα τα χρόνια. Δεν φυσούσε πάντα. Πολλές φορές οι γονείς μας κάθονταν μέχρι τα μεσάνυχτα για να φυσήξει λιγάκι 5-10 λεπτά για να προχωρήσει το λίχνισμα, έτσι λεγόταν το να πετάξεις στον αέρα ψηλά το τριμμένο καλάμι, το σιτάρι. Αυτό ήταν το λίχνισμα, λιχνίζουμε, και το μαρτύριο ήταν η νηνεμία. Όταν δεν φυσούσε ο αέρας, ήτανε όλοι στενοχωρημένοι. Πολλές φορές ξεκινούσαμε χαράματα, πολύ πριν βγει ο ήλιος, τότε που είχε ένα μικρό αεράκι, και αυτό το λίχνισμα μπορούσε να κρατούσε και δυο και τρεις μέρες. Στη συνέχεια παίρναμε το σιτάρι, οι γυναίκες είχαν ένα μεγάλο κόσκινο, πολύ μεγάλο, το λέγαν δριμόνι, το κρατούσαν στερεά με ένα ξύλο, με ένα παλούκι από κάτω και κοσκίνιζαν το σιτάρι για να κρατήσουν επάνω τα άγανα, τις ξένες ύλες, και το καθαρό σιτάρι μετά το βάζαμε στα σακιά και το πηγαίναμε στο σπίτι. Έτσι λοιπόν ο αλωνισμός ήτανε μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Βέβαια και ο θερισμός ήταν δύσκολος, και μάλιστα σας είπα ότι συνήθως στον αλωνισμό, συγγνώμη, στον θερισμό λόγω της ζέστης που είχε η μητέρα έφτιαχνε ένα ποτό ειδικό για τον θερισμό, που ήτανε νερό και ξύδι και σκόρδο, νερό, ξύδι και σκόρδο, το λεγόμενο ταρατόρι, το οποίο ήταν ένα αφέψημα εκείνης της εποχής για να δροσιστούν οι θεριστές και ο ένας που έδινε τα… Μπροστά υπήρχαν οι θεριστές, έκοβαν συνέχεια, και πίσω ήταν ένας πολύ άξιος άντρας, ο οποίος έκανε δέματα και έφτιαχνε το δεματικό, δηλαδή αυτό που θα το έδενε, το [00:10:00]περνούσε από κάτω από το δέμα, ώστε να μην φύγει η αρχή του δέματος, και τα μάζευε σε σωρό και μετά τα μεταφέραμε στο αλώνι. Αυτές είναι οι γεωργικές, σε γενικές γραμμές, δουλειές που κάναμε. Παίρναμε το άχυρο, το πηγαίναμε στον αχυρώνα, για να εξασφαλίσουμε τροφή των ζώων για τον χειμώνα, και το σιτάρι άλλοτε πηγαίναμε στον μύλο και αλέθαμε για την οικογένεια και έπαιρνε το πλεόνασμα, το δίναμε στην τράπεζα για να βγάλουμε τα χρέη μας. Τώρα ένας άλλος πόρος ζωής για τους χωριανούς εκείνη την περίοδο ήτανε η κτηνοτροφία. Όλοι είχαμε έναν αριθμό γιδοπροβάτων. Ορισμένοι είχανε πολλά πρόβατα, 200-300, και ορισμένοι είχανε λίγα. Την άνοιξη, αφού πριν απ’ το Πάσχα σφάζαμε τα… Μάλλον να πω κάτι άλλο. Κανόνιζαν απ’ το καλοκαίρι την περίοδο ζευγαρώματος των ζώων, ώστε να γεννήσουν προς το τέλος του Φεβρουαρίου, που δεν θα είναι πολύς ο χειμώνας. Έτσι κρατούσαν τα αρσενικά μακριά από τα θηλυκά ζώα και τα επέτρεπαν να ζευγαρώσουν μια εποχή τέτοια, ώστε να συμπέσει ο τοκετός τους στο τέλος του Φεβρουαρίου, οπότε η κατάσταση… ο καιρός βελτιωνόταν και δεν θα είχαν πολλές δυσκολίες γι’ αυτά τα μωρά αρνάκια, κατσίκια. Την Πέμπτη του Πάσχα, Μεγάλη Πέμπτη, οι γονείς οι κτηνοτρόφοι έπαιρναν τα μικρά αρνάκια, κατσίκια, τα οποία θα κρατούσαν για αναπαραγωγή, για να βγάλουν στην άκρη τα γερασμένα ζώα και να μεγαλώσουν τα νέα, και τα έβαζαν… έκοβαν στο αφτί τους ένα σημάδι. Το σημάδι αυτό ήταν για κάθε οικογένεια ειδικό. Παραδείγματος χάριν, όταν έκοβε κάποιος έτσι στη μέση μια γραμμή από δω και μια από κει ,αυτό ήταν σκίζα, λεγόταν. Όταν έφτιαχνε ένα ημικύκλιο, ήτανε κόκα. Κάθε ένας είχε σκίζα και κόκα. Σκίζα μπροστά, σκίζα πίσω, ανάλογα πού είχε, ώστε, όταν χανόταν ένα ζώο, όλοι ήξεραν ότι αυτό το ζώο ανήκει στην οικογένεια άλφα. Δεν μπορούσε κανείς να το κλέψει, διότι το σημάδι έδειχνε, ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο το οικόσημο κάθε κτηνοτροφικής οικογένειας. Αυτό το κόψιμο των αφτιών γινότανε τη Μεγάλη Πέμπτη και τότε, όπως βάφαμε κόκκινα τα αβγά, το θεωρούσανε σύμφωνα με τη θρησκεία μας κατάλληλο να φαίνεται κόκκινο τη Μεγάλη Πέμπτη το ματωμένο αφτί του ζώου. Όσα ζώα λοιπόν ήτανε για να κρατήσουν, ήταν αυτά που τα σημάδευαν. Τα άλλα τα πήγαιναν στον ζωέμπορο για να σφαγούν το Πάσχα για να γίνουν το αρνί ή το κατσίκι του Πάσχα. Την Πρωτομαγιά οι κτηνοτρόφοι δημιουργούσαν έναν ιδιότυπο συνεταιρισμό μικρής διάρκειας, 3-4 μηνών. Ένας από όλους, ο πρώτος, που είχε τα 250 πρόβατα, ας τον πούμε περίπου ως τσέλιγκα, αυτός λοιπόν αποφάσιζε να κάνει τον συνεταιρισμό και καλούσε τον ξάδερφό του, παραδείγματος χάριν, που είχε 30 πρόβατα να συμμετάσχει. Καλούσε τον γείτονα που είχε 5 πρόβατα, τον κουμπάρο του που είχε 15 πρόβατα ή γίδια. Έφτιαχναν λοιπόν έναν συνεταιρισμό με 300-350 ίσως και 400 ζώα. Απ’ αυτά έκαναν 2 κοπάδια. Στο ένα έβαζαν τα γαλακτοφόρα ζώα, και αυτό το κοπάδι λεγόταν γαλαροκοπή, δηλαδή το κοπάδι με τα γαλάρια, τα γαλακτοφόρα ζώα. Αυτό το κοπάδι το βοσκούσαν 2 άντρες. Είχε 2 βοσκούς, ήταν το πιο μεγάλο. Το μικρότερο με τα στέρφα ή στείρα, δηλαδή με τα αρσενικά κριάρια και τράγους, που δεν τα άφηναν στο κοπάδι με τα θηλυκά, και τα μικρά κατσίκια και αρνιά, που είπαμε ότι είχαν κρατήσει για αναπαραγωγή. Αυτά λοιπόν αποτελούσαν ένα άλλο κοπάδι, τη στειροκοπή, για την οποία υπεύθυνος ήταν ένας μόνο βοσκός. Είχε όμως και 2 γίδες αυτός μαζί του ο βοσκός των στείρων ζώων, τις οποίες άρμεγε κάθε πρωί και κάθε βράδυ, και το γάλα το έριχνε στον ασκό του, στο γαλοδέρμα του, για να μπορεί να σιτίζεται. Το φαγητό του ήταν αυτό. Τέτοιο γαλοδέρμα, τέτοιον ασκό, είχαν και οι βοσκοί των γαλαριών, της γαλαροκοπής. Την πρώτη Μαΐου λοιπόν ο συνεταιρισμός έκανε την πρώτη επίσημη πράξη του. Συγκεντρώνονταν όλοι που είχαν ζώα σε αυτή τη στρούγκα. Η στρούγκα ήταν ένας στρογγυλός κύκλος με –πώς να το πω τώρα…– με κλαριά, κυρίως με λεπτοκαρυές, φραγμένπ γύρω-γύρω, είχε μια είσοδο και μια έξοδο. Στην έξοδο κάθονταν μπροστά αυτοί που είχαν τα περισσότερα ζώα, πιο πίσω οι άλλοι, ιεραρχικά. Μπορεί να ήταν 5 άτομα, μπροστά ήταν ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος και τα λοιπά. Πίσω, αφού βάζαμε τα ζώα μέσα, τα παιδιά, κλείναμε την είσοδο και μετά προωθούσαμε τα ζώα, τα λαλούσαμε, έτσι έλεγαν, τα λαλούσαμε, για να προωθηθούν στην έξοδο. Μόλις πλησίαζε ένα ζώο, με βάση το σημάδι του αφτιού, που είπαμε, ήξερε ο καθένας τίνος είναι. Πήγαινε στον κατάλληλο και εκείνος το άρμεγε. Αφού τελείωνε το άρμεγμα, μετρούσαν την ποσότητα του γάλακτος, γι’ αυτό αυτή η μέρα λεγόταν γαλόμετρος. Ο καθένας λοιπόν έγραφε πόσα κιλά γάλα πήρε απ’ τα ζωντανά του. Αφού τελείωνε, οι γυναίκες έπαιρναν μια ποσότητα γάλακτος, είχαν ανάψει δίπλα μια φωτιά και έφτιαχναν ρυζόγαλο για όλους.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω…
Ναι.
Με ποιον τρόπο μοιράζετε το γάλα όμως;
Το γάλα;
Πώς το μετρούσατε το γάλα;
Είχανε το κιλό, τότε ήταν η οκά. Είχαν το κιλό, με το οποίο ο καθένας μετρούσε το γάλα και έλεγε ο πρώτος: «Έχω τριάντα κιλά», τα σημείωνε ο βοσκός, τριάντα. Ο δεύτερος έλεγε: «Έχω δέκα κιλά», ο άλλος: «Τρία-δύο-ένα-πέντε» και τα λοιπά. Τα σημείωναν και ήξεραν ο καθένας πόσα κιλά γάλα είχε αυτή την ημέρα. Μετά απ’ αυτό έλεγαν για την πρώτη περίοδο, αν κάποιος είχε δέκα κιλά γάλα, θα έπαιρνε δέκα καρδάρια, δηλαδή δέκα φορές επί δεκαέξι κιλά. Εκείνος που είχε δύο κιλά γάλα στο γαλόμετρο θα έπαιρνε δύο καρδάρια, δηλαδή δύο, δεκαέξι, τριάντα δύο κιλά. Οι δύο βοσκοί λοιπόν παρακολουθούσαν κάθε μέρα την ποσότητα του γάλακτος που άρμεγαν τα ζώα οι βοσκοί και ένας που πήγαινε να το πάρει και έγραφαν την ποσότητα αυτή. Τα πρώτα χρόνια οι βοσκοί ήταν όλοι αναλφάβητοι και δεν ήξεραν να γράψουν τίποτα, γι’ αυτό δίπλα σε έναν κορμό δέντρου που υπήρχε με το μαχαίρι έκαναν ένα σημάδι. Μία γραμμή πλάγια, αυτό σήμαινε δέκα κιλά γάλα. Ένα χι, δύο γραμμές, είκοσι. Μια βουλίτσα, ένα στρογγυλό, σήμαινε πέντε. Με βάση λοιπόν αυτό το είδος του αριθμητηρίου, που το έλεγαν ραμπόζι, ήξεραν οι βοσκοί πόσο γάλα πήρε ο πρώτος και πόσο μένει να πάρει ακόμα, κι, όταν τελείωνε αυτός και δεν μπορούσε να το πάρει όλο, τελείωνε στη μέση. Αν σήμερα έβγαλαν πενήντα κιλά και ο πρώτος έπρεπε να πάρει τα τριάντα, ειδοποιούσαν τον δεύτερο, ερχόταν και αυτός και έπαιρνε το υπόλοιπο γάλα. Έτσι λοιπόν οι κτηνοτρόφοι, οι βοσκοί, συγγνώμη, ήταν υπεύθυνοι οι δύο βοσκοί για το γάλα που έπρεπε να πάρει ο καθένας και το σημείωναν με αυτόν τον τρόπο Αργότερα βέβαια βρήκαν ένα τεφτεράκι, διότι οι νεότεροι είχαν μάθει γράμματα και μπορούσαν να το σημειώνουν. Αυτοί, αφού τελείωναν όλοι, δημιουργούνταν ο δεύτερος γαλόμετρος, ο οποίος ήταν βέβαια πολύ σύντομος. Δεν έβαζαν τώρα ένα κιλό 3. Έβαζαν ένα κιλό 2 ή 1,5 και την τρίτη φορά γύρω στον Ιούλιο, προς το τέλος του Ιουλίου, το γάλα ήταν ελάχιστο, έκαναν κι εκεί μια σύντομη παρουσίαση πάλι, και από τον Αύγουστο μετά ο καθένας πήγαινε στη δουλειά του. Τον Αύγουστο βέβαια, που το γάλα ήταν λίγο, κρατούσαν το γάλα στο σπίτι οι κτηνοτρόφοι για να κάνουν τον τραχανά. Την άλλη περίοδο το έδιναν το γάλα, που τότε ήταν μεγάλη η παραγωγή, το έδιναν στον τυρέμπορο ή στην ένωση, αν είχε τυροκομείο, για να ξεχρεώσουν το κτηνοτροφικό δάνειο.
Με αυτό το γάλα τι θυμάστε να σας φτιάχνει η μαμά σας;
Ήτανε πρώτα-πρώτα το τυρί. Η φέτα. Ήτανε το γιαούρτι, γιατί οι κτηνοτροφικές οικογένειες στηρίζονταν κυρίως στο γάλα, το τυρί, το γιαούρτι, τους τραχανάδες. Όλα αυτά αποτελούσαν το βασικό σιτηρέσιο μιας γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω, μιας και ανέφερα τη μητέρα σας… Εκείνη συμμετείχε στις εργασίες που αναφέρατε.
Όχι μόνο συμμετείχε, αλλά, αφού τελειώναμε το θέρισμα και επιστρέφαμε στο σπίτι, εγώ έπρεπε να πάω να φυλάξω τα μανάρια, πέντε-δέκα αρνάκια που είχαμε για να παχύνουμε, και η μητέρα μου έπρεπε να πλύνει τη νύχτα, να ζυμώσει, να έχει έτοιμο το ψωμί, να σηκωθεί χαράματα, να το βάλει στον φούρνο να ψηθεί, ώστε, όταν πάμε στο χωράφι να πάρουμε για να θερίσουμε, να έχουμε μαζί μας και το ψωμί και το φαγητό, αν μπορούσε να κάνει, την πίτα συνήθως ή κάτι άλλο πρόχειρο.
Μπορείτε να μου περιγράψετε ορισμένες από τις δουλειές του νοικοκυριού που έκανε η μαμά σας;
Η μητέρα μου, και γενικά οι γυναίκες των γεωργοκτηνοτρόφων, πριν εμφανιστούν τα μηχανήματα αλωνισμού στα ορεινά χωριά, μπορώ να πω ότι ήταν μικρές ηρωίδες, διότι έπρεπε να συμμετέχει η μητέρα μου σε όλες τις εργασίες, στον θερισμό, στον αλωνισμό, στα πάντα. Στη σπορά το φθινόπωρο... Το καλοκαίρι, που είχαμε τον θερισμό και τον αλωνισμό, πέρα από αυτές τις δουλειές, όταν επιστρέφαμε στο σπίτι, η μητέρα μου, όπως όλες οι γυναίκες, έπρεπε να φροντίσει για την αυριανή ημέρα το φαγητό και το ψωμί. Όλη τη νύχτα λοιπόν ζύμωνε, [00:20:00]ετοίμαζε τα καρβέλια, δέκα-δώδεκα καρβέλια, ανάλογα, διότι ήμασταν επτά μέλη και η περισσότερη τροφή μας ήταν το ψωμί, το τυρί, το γάλα. Λοιπόν, έπρεπε να ζυμώσει τη νύχτα και το πρωί, όταν ξεκινούσαμε για το χωράφι, έπρεπε να είχε το ψωμί, να το πάρουμε μαζί μας. Άρα τη νύχτα έπρεπε μετά το ζύμωμα να φουρνίσει τα καρβέλια, να ψηθούν, ώστε το πρωί να φύγουμε. Αυτή ύπνο δεν είχε. Την Κυριακή, αν ήταν πολλές φορές βολικό να μείνει στο σπίτι, έπρεπε να ετοιμάσει και τις άλλες δουλειές. Να πλύνει τα ρούχα μας. Εκεί που είχαμε τα χωράφια, η πηγή του νερού είχε μια ιδιορρυθμία. Το καλοκαίρι ήτανε πολύ κρύο το νερό της και τον χειμώνα χλιαρό. Όμως ήταν αρυπτικό, δεν έβγαζε σαπουνάδα δηλαδή, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να κάνουν την κασταλαή, δηλαδή είχαν ένα κοφίνι, ένα καλάθι, το οποίο γέμιζαν με στάχτη και έριχναν νερό. Κάτω από το μέρος που στεκόταν αυτό το καλάθι είχαν ένα δοχείο και έσταζε ένα σκουρόχρωμο νερό, που ήτανε η κασταλαή, η αλισίβα, όπως λέγεται αλλιώς, και μ’ αυτήν μπορούσε το νερό να βγάζει σαπουνάδα και να πλύνει τα ρούχα. Πολλές φορές η γυναίκα του γεωργού είχε και παιδιά μικρά. Τι έκανε τότε; Έπαιρναν το μωρό στο χωράφι και πολλές φορές εμείς… Εγώ δεν πρόλαβα στο σπίτι μας έτσι, αλλά σε άλλες οικογένειες το έχω δει. Έπαιρναν το σαμάρι του ζώου, το γυρνούσαν ανάποδα και αυτό γινότανε μια κούνια για το μωρό, «σαρμανίτσα» το έλεγαν. Το… Πώς τη λένε τη λέξη… Δεν μου έρχεται τώρα. Δεν μου έρχεται η λέξη. Τέλος πάντων, θα τη θυμηθώ. Λοιπόν, άλλοτε, επειδή υπήρχε κίνδυνος να τσιμπήσει κανένα φίδι το παιδάκι, διότι εκεί κοντά είχαμε και το φαγητό και τα φίδια έρχονταν, πλησίαζαν τα φαγητά, έφτιαχναν μια κούνια κρεμασμένη από τα κλαδιά της βελανιδιάς κι εκεί μέσα στην κούνια αυτή, την πρόχειρη… Το λίκνο, ήθελα να πω. Το σαμάρι του ζώου γινόταν ένα λίκνο για το μωρό. Λοιπόν, κρεμούσαν την κούνια του, μέσα στην οποία ήταν και το παιδάκι και κοιμόταν, από τα κλαδιά της βελανιδιάς για να το προφυλάξουν από τα φίδια. Άρα λοιπόν η μητέρα έκανε όλες τις δουλειές. Ο πατέρας βέβαια είχε κι αυτός τις δικές του δουλειές, αλλά η μητέρα, νομίζω, έκανε την περισσότερη δουλειά από όλους και ήτανε… Γι’ αυτό είπα ότι η αγρότισσα ήταν μια μικρή ηρωίδα της ζωής. Η ζωή της βέβαια ήταν πολύ δύσκολη της γυναίκας, διότι δεν υπήρχε διασκέδαση τότε. Η μόνη διασκέδαση γινότανε τον χειμώνα, όταν ξεφλούδιζαν το καλαμπόκι. Κατά τον Οκτώβριο περίπου θερίζαμε το καλαμπόκι και τον καρπό του καλαμποκιού, που τον λέγαμε ρόκα, αυτές που ψήνουν τώρα στους δρόμους, ωρίμαζαν, τους κόβαμε και τον χειμώνα τις στουμπούσαμε. Δηλαδή χτυπούσαμε τη ρόκα για να πέσουν οι σπόροι της και να μείνει το ξύλο μέσα. Λοιπόν, εκείνη την ώρα που έκαναν αυτή τη δουλειά, έβγαζαν τα φύλλα τα εξωτερικά, τραγουδούσαν οι γυναίκες, έλεγαν αστεία, και αυτό γινόταν πάντα νύχτα, διότι την ημέρα οι γυναίκες είχαν άλλες δουλειές. Η μόνη τους ευκαιρία ήταν το βράδυ στο ξεφλούδισμα των καλαμποκιών για να πουν κανένα ανέκδοτο, κανένα σύντομο κουτσομπολιό, καμιά ιστοριούλα οι μεγαλύτερες, καμιά περιπέτεια, διότι πολλές είχαν ζήσει τον πόλεμο και πάντα κάτι είχαν να διηγηθούν. Αυτή ήτανε η διασκέδαση. Δεν υπήρχε για τη γυναίκα του αγρότη άλλη διασκέδαση. Εννοείται ότι δεν ήταν εύκολο πριν από το ’60 να δεις μια γυναίκα στο καφενείο. Δεν πήγαιναν ποτέ οι γυναίκες στο καφενείο. Εννοείται, αν πήγαιναν ποτέ καμιά φορά τις Απόκριες, ειδικά προς το 1960, αν πας, κάπως είχε βελτιωθεί η κατάσταση, έπρεπε πάντα η γυναίκα να είναι με τον άντρα της, με τον αδερφό της, με τον πατέρα της. Ποτέ δεν πήγαινε μόνη στο καφενείο. Επομένως, μέχρι το ’60, που εγώ, θυμάμαι, που τελείωσα το ’61 το Γυμνάσιο, ’62, δεν υπήρχε καμία διασκέδαση για τη γυναίκα. Η μόνη της δουλειά ήταν τα παιδιά, το σπίτι, ο άντρας, τα ζώα, τα χωράφια και τίποτα άλλο. Μόνο το Πάσχα, που γίνονταν οι χοροί μετά τη Δευτέρα του Πάσχα, γίνονταν οι χοροί στη Δεσκάτη όλη την εβδομάδα μετά τη Δευτέρα του Πάσχα μέχρι την Παρασκευή, είχαμε γάμους κάθε απόγευμα σε κάθε γειτονιά, και την Παρασκευή της Διακαινησίμου, που είναι της Ζωοδόχου Πηγής, κάναμε το ξεπροβόδισμα της Πασχαλιάς. Τα χορευτικά, οι χορευτικές ομάδες από κάθε γειτονιά, συγκεντρώνονταν στην κεντρική πλατεία και από κει επιλέγονταν οι καλύτεροι χορευτές που χόρευαν ένα τραγούδι, λεγόταν: «Ώρα καλή σου, Πασχαλιά, και πίσω να γυρίσεις. Καλά να πας, καλά να ρθεις, καλά και να μας έβρεις». Συγκεντρώνονταν οι πιο ρωμαλέοι άντρες, έκαναν έναν κύκλο οι έξι από αυτούς τους δυνατούς άντρες, στους ώμους αυτών των έξι ανδρών ρίχνονταν τέσσερις αγκαλιά, για να μην πέσουν, και πάνω στους τέσσερις ανέβαιναν άλλοι δύο. Και αυτόν τον τρίπατο χορό, νομίζω, που είναι ο μοναδικός, τουλάχιστον στη Θεσσαλία, που ξέρω, τον λέγαμε Αντρομάνα. Ανέφερα προηγουμένως ότι το καλοκαίρι, που τελείωνε το σχολικό έτος, όλη η οικογένεια μεταφερόταν από τη Δεσκάτη στην περιοχή που είχαμε τα χωράφια και τα πρόβατα, ένας μικρός οικισμός που κατοικούσαν σχεδόν όλες οι οικογένειες, λέγονταν Σπανός, και το χωριουδάκι αυτό λεγόταν Διασελλάκι. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου είχε ερημωθεί, με αποτέλεσμα τα σπίτια τα λίγα που υπήρχαν να πέσουν. Μετά το '50, που ηρέμησε η κατάσταση, το κράτος έδωσε χρήματα σε όλους εκεί πέρα και έκαναν ένα μικρό σπίτι, το οποίο αποτελούνταν από ένα δωμάτιο, από ένα υπνοδωμάτιο, ένα μικρό χολάκι και ένα δωμάτιο που ήταν και κουζίνα. Όλα, γύρω στα τριάντα σπίτια που έφτιαξαν σε αυτό το χωριουδάκι, και το οποίο, όπως είπα, κατοικούνταν μόνο το καλοκαίρι από όλη την οικογένεια, ήταν ομοιόμορφα. Αφού τελείωναν οι δουλειές που είχαμε στο χωριουδάκι εκεί πέρα, γεωργικές και κτηνοτροφικές, η οικογένεια επέστρεφε στη Δεσκάτη, διότι τα παιδιά έπρεπε να πάμε στο σχολείο. Ο πατέρας ή και εγώ, που ήμουν ο μεγαλύτερος, πηγαίναμε, πριν αρχίσουν τα μαθήματα, στο δάσος, κόβαμε ξύλα και τα μεταφέραμε μετά από… με πορεία μιάμιση περίπου ώρας στη Δεσκάτη, τα αποθηκεύαμε, για να μπορέσουμε να έχουμε τον χειμώνα τη θέρμανση την απαραίτητη. Αυτά ήταν όλα τα σπίτια, όπως είπα, ομοιόμορφα, διότι έγιναν με χρήματα του Δημοσίου. Και πρέπει να προσθέσω και κάτι άλλο. Τον Σεπτέμβριο με Οκτώβριο, επειδή η περιοχή ήταν φτωχή και δεν υπήρχαν ζωοτροφές, όπως τις εννοούμε σήμερα, οι γονείς μας είχαν έναν δικό τους τρόπο να εξασφαλίσουν λίγη τροφή για τον χειμώνα των κοπαδιών. Πηγαίναμε στο δάσος και επιλέγαμε μία λεπτή βελανιδιά μια λομακίδα, όπως τη λέγαμε, ψηλή, καθαρίζαμε από κάτω τα κλωνάρια της, την απογυμνώναμε, αφήναμε όμως την κορφή επάνω. Και γύρω-γύρω μετά τοποθετούσαμε κλαδιά από άλλες βελανιδιές και κάναμε θημωνιές, όπως με το σιτάρι. Κάτω πλατιά η βάση και όσο πήγαινε, ανέβαινε πάνω, και στην κορυφή έσφιγγαν με κάποιον τρόπο για να μην την πάρει ο αέρας την κλαδαριά, όπως την έλεγαν. Τον χειμώνα, όταν είχε χιόνι, ο βοσκός πήγαινε το κοπάδι στη μια κλαδαριά που ήξερε ότι είναι δική του και εκεί έριχνε… Ανέβαινε ψηλά και έριχνε κάποια κλωνάρια γύρω-γύρω, τα οποία ήταν αποξηραμένα τώρα τα φύλλα της βελανιδιάς, και τα πρόβατα και τα γίδια τρέφονταν με αυτά τα αποξηραμένα φύλλα της βελανιδιάς, κι έτσι περνούσαν τον δύσκολο καιρό που είχε χιόνι και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν άλλη τροφή. Δεν υπήρχαν τότε ζωοτροφές, όπως τις εννοούμε σήμερα. Ήταν μόνο αυτή η κλαδαριά. Να πω και δυο λόγια τώρα για το μαντρί, που ίσως σήμερα δεν το γνωρίζει κανένας. Το μαντρί εκείνα τα χρόνια το λέγαμε «κουλουρομάντρι», γιατί ήταν ένα ημικυκλικό σαν κουλούρι. Το λέγαμε «κουλουρομάντρι». Χωριάτικα, «κλουρομάντρι». Μαντρί ημικυκλικό. Ήταν πλεγμένα κλωνάρια λεπτοκαρυάς, που ήταν εύκολα να πλέκονται, και για στέγη… Δεν είχε βέβαια πολύ μεγάλο ύψος, 1,5 περίπου, 2 μέτρα το πολύ να ήταν ψηλό το μαντρί αυτό, το κουλουρομάντρι, και για στέγη είχε καλάμια σίκαλης, που ήταν… Η σίκαλη κάνει μεγάλο καλάμι. Ο λαός τη σίκαλη τη λέει «βρίζα». Λοιπόν, η βριζοκαλαμιά είχε μεγάλο μήκος και με αυτή σκεπάζαμε τους αχυρώνες, δεν είχαμε τσίγκους και κεραμίδια, αλλά και το μαντρί, το κουλουρομάντρι. Μπροστά στο μαντρί υπήρχε ένας ειδικός μικρός χώρος, ο τσάρκος, όπου οι γονείς μας τοποθετούσαν τα νεογέννητα, αφού το βράδυ, που γύριζε το κοπάδι, τα μικρά πήγαιναν, θήλαζαν τη μάνα τους, και μετά ο βοσκός ή ο νοικοκύρης του κοπαδιού έπαιρνε τα μωρά από κει πέρα τα νεογέννητα και τα έβαζε στον τσάρκο για να μην τα ποδοπατήσουν τα άλλα ζώα. Το πρωί τα έβγαζαν, τα θήλαζε η μητέρα, έφευγε η μητέρα για τη βοσκή, και πάλι τα έκλειναν στον τσάρκο για να τα έχουν εξασφαλισμένα. Αυτό γινότανε από όλους τους κτηνοτρόφους, για να μην ποδοπατηθούν τα μωρά και αρρωστήσουν, τα σπάσουν τα πόδια και τα λοιπά, τα ζημιώσουν τα ζώα.
Έτσι, λοιπόν, αρχές Σεπτεμβρίου επιστρέφαμε οικογενειακώς στη Δεσκάτη για να πάμε σχολείο. Εκείνα τα χρόνια κουβαλούσαμε στη μασχάλη μας ένα ξύλο κάθε μαθητής κομμένο για τη θερμάστρα του σχολείου. Δεν είχε θέρμανση. Δεν είχε χρήματα [00:30:00]για θέρμανση το σχολείο, άρα λοιπόν κάθε μαθητής έπρεπε να παίρνει κάθε μέρα και ένα ξύλο από το σπίτι για τη θερμότητα… για τη θερμάστρα, συγγνώμη. Δεν υπήρχε διδακτήριο. Ένα που είχαμε το είχανε πυρπολήσει… Το είχανε καταστρέψει οι Γερμανοί στην Κατοχή και το λέγαμε «το καμένο σχολείο». Συνήθως νοικιάζαμε δωμάτια στο κέντρο της Δεσκάτης, σε κάποια εκκλησιαστικά ακίνητα που αργότερα μετατράπηκαν σε καφενεία. Αυτά ήταν τα σχολεία. Ήρθε βέβαια κάποια εποχή που το κράτος έκανε ένα διδακτήριο, μετά άλλο ένα, και έτσι βολευτήκαμε, διότι η Δεσκάτη τότε είχε πάρα πολλά παιδιά. Σχεδόν όλες οι οικογένειες ήτανε πολύτεκνες. Τουλάχιστον τέσσερα με πέντε παιδιά είχαν σχεδόν όλες οι οικογένειες. Όταν τελειώσαμε το Δημοτικό, έπρεπε να πάμε στο Γυμνάσιο, αλλά εκεί τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, διότι το Δημόσιο είχε μόνο έναν μόνιμο καθηγητή στη Δεσκάτη διορισμένο, και ήταν θεολόγος, είχε γυναίκα από τη Δεσκάτη και δεν έφευγε από κει. Και τους άλλους καθηγητές τους πλήρωναν οι γονείς μας. Έτσι λοιπόν πολλοί γονείς, ενώ είχαν παιδιά έξυπνα και θα μπορούσαν να ήτανε μεγάλοι επιστήμονες, δεν μπορούσαν να τα στείλουν στο Γυμνάσιο, διότι δεν είχαν τη δυνατότητα για να τα στείλουν στο Γυμνάσιο, και προτιμούσαν να τα πάρουν στα πρόβατα ή να τα στείλουν μαστορούλια, δηλαδή κοντά σε έναν χτιστή, να γίνουν κι αυτοί μάστορες και τα λοιπά. Εγώ, όταν τελείωσα το Δημοτικό, ήθελα να πάω στο Γυμνάσιο. Μου άρεσαν τα γράμματα και ο πατέρας μου επέμενε, είπαμε, λόγω της φτώχειας, και, αφού θα πληρώναμε τους καθηγητές, να πάω στα ζώα, Και επέμενε η γιαγιά μου από την πλευρά της μάνας μου και τελικά υποχώρησε ο πατέρας μου και πήγα στο Γυμνάσιο. Όμως και τις έξι χρονιές στο Γυμνάσιο είχαμε αυτό το μεγάλο πρόβλημα. Κάθε μήνα ο πατέρας μου έπρεπε να δίνει ένα χρηματικό ποσό στην σχολική εφορεία για να εξασφαλίσει τους μισθούς των ιδιωτικών καθηγητών που προσλαμβάναμε. Μόνο το 1964 διορίστηκαν καθηγητές μόνιμοι και τελείωσε αυτό το βάσανο των γονιών μας, που έπρεπε να πληρώνουν τους ιδιωτικούς καθηγητές.
Μετά το Γυμνάσιο σπουδάσατε;
Ναι. Υπόψιν ότι τότε δεν είχαμε βιβλία. Ένα μόνο βιβλίο είχαμε, το Αναγνωστικό, και ό,τι ακούγαμε στο σχολείο λίγα παιδιά κάποιων οικογενειών που είχανε ρευστό… Γιατί τα παιδιά των… Μάλλον οι γονείς μας, οι αγρότες, δεν είχαν ρευστό. Ποτέ δεν είχαν ρευστό. Επομένως, και να είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν βιβλία, δεν υπήρχε ρευστό. Οι συναλλαγές γίνονταν με αβγά, πηγαίναμε και αγοράζαμε με αβγά τετράδια, μολύβια και τα λοιπά. Με σιτάρι, καλαμπόκι… Όπως είπα, το ρευστό ήτανε τουλάχιστον δεκαετία του ’50 με ’60 ήτανε ανύπαρκτο. Λοιπόν και γι’ αυτό λίγοι είχαν, κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι, τα παιδιά των παπάδων, μπορούσαν να έχουν και ένα βιβλίο Ιστορίας ή Γεωγραφίας. Εμείς οι άλλοι, τα φτωχά παιδιά, ακούγαμε τον δάσκαλο και τα αποτυπώναμε. Αυτή ήτανε η δυνατότητα εκείνη την εποχή. Στο Γυμνάσιο τα πράγματα έγιναν λίγο εύκολα, διότι μπορούσαμε να αγοράζουμε κάτι, κάποια βιβλία. Τότε εμφανίστηκε στη Δεσκάτη ένας προοδευτικός γιατρός, ο οποίος δημιούργησε έναν σύλλογο και μια βιβλιοθήκη, και έτσι μ’ αυτή τη βιβλιοθήκη μπορούσαμε να δανειστούμε κάποια βιβλία εξωσχολικά και να διαβάζουμε. Άλλαξε βέβαια λιγάκι το κλίμα, κυκλοφορούσαν εφημερίδες πια στα καφενεία και μπορούσε κάποιος που ήθελε να διαβάζει, πήγαινε στην εφημερίδα, στο κουρείο και λοιπά, ώσπου να έρθει η σειρά του να κουρευτεί, να διαβάζει, κι έτσι αρχίσαμε να ξυπνούμε απ’ τον λήθαργο, στον οποίον βρισκόμαστε. Εγώ τελείωσα το Γυμνάσιο το ’61, αλλά ο πατέρας μου δεν είχε τη δυνατότητα να με στείλει σε ένα φροντιστήριο στη Θεσσαλονίκη, όπου πήγαιναν όλοι οι απόφοιτοι του Γυμνασίου μας. Πήγαιναν εκεί, στο ένα φροντιστήριο, λεγόταν «Ευκλείδης», έκαναν το καλοκαίρι μαθήματα και δίναμε εξετάσεις, Έτσι, εγώ έμεινα έξω από αυτή την ιστορία. Οι συμμαθητές μου πήγαν άλλοι και έδωσαν εξετάσεις, άλλοι πέτυχαν, άλλοι όχι. Εγώ όμως αυτόν τον χρόνο, επειδή τα οικονομικά μας ήταν πολύ δύσκολα και δεν μπορούσαμε να πάρουμε έναν βοσκό για να αναλάβει τα πολλά μοσχάρια που είχε ο πατέρας μου, αναγκάστηκα να γίνω εγώ βουκόλος, γελαδάρης. Όλον τον χρόνο λοιπόν βοσκούσα τα γελάδια, μαζί μου όμως είχα πάντα ένα βιβλίο. Ιστορία, Αρχαία… Τότε δίναμε στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες και Φυσική και Μαθηματικά, κυρίως Ιστορία και Αρχαία μπορούσα να διαβάζω και Φυσική από τα βιβλία που είχαμε στο Γυμνάσιο. Την επόμενη χρονιά λοιπόν υπήρχε δυνατότητα, έφυγα τον Ιούλιο, πήγα στη Θεσσαλονίκη στο φροντιστήριο δύο μήνες, τρεις, έδωσα εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Θεσσαλονίκης και ήμουν μεταξύ των… Είχα πολύ καλή σειρά επιτυχίας, όπου και σπούδασα δύο χρόνια, κι εκεί παρακινήθηκα για να διαβάζω περισσότερο, διότι είχα τη δυνατότητα πια στη Θεσσαλονίκη να αγοράζω κάποιο βιβλίο. Μάλιστα τότε είχε αρχίσει να εκδίδεται ένα περιοδικό που λεγόταν «Εποχές», που έβγαινε τότε από μια ομάδα, στην οποία συμμετείχε και ο Σεφέρης και κάποια μεγάλα πρόσωπα εκείνης της εποχής, το οποίο τότε κόστιζε 20 δραχμές, κι εγώ, για να μπορέσω να εξασφαλίσω αυτές τις 20 δραχμές να το αγοράσω –εκείνα τα χρόνια ήτανε ποσό σημαντικό–, προτιμούσα να μείνω νηστικός δυο-τρεις βραδιές, να μου μείνουν αυτά τα λεφτά, για να… μια φορά τον μήνα που έβγαινε το περιοδικό, για να το αγοράσω. Άλλοτε πάλι με τον ίδιον τρόπο αγόραζα και κάποιο βιβλίο και διάβαζα, κυρίως ιστορικά βιβλία. Πολλές φορές έκανα τον αντιπρόσωπο καθηγητών των πανεπιστημίων της Αθήνας, που μας έστελναν παιδαγωγικά βιβλία, και εγώ κέρδιζα το δικό μου χωρίς λεφτά. Τα διέθετα στους συναδέλφους και μάζευα τα λεφτά και τα έστελνα με επιταγή στον συγγραφέα κι εγώ κέρδιζα το δικό μου το βιβλίο. Έτσι βόλεψα τα πράγματα, διότι και η βοήθεια του πατέρα μου δεν ήτανε μεγάλη. Είχε άλλα τέσσερα παιδιά που πηγαίναν σχολείο και στο Γυμνάσιο. Δεν παραπονούμαι. Πέρασα δύσκολες ώρες και στις σπουδές μου, παρ’ όλα αυτά όμως δεν γονάτισα. Προχώρησα. Όταν πήγα στρατιώτης για έναν χρόνο, επειδή ήμουν ο πρωτότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας, κάποια στιγμή, διαβάζοντας το «Βήμα» στο Χαϊδάρι που ήμουνα στρατιώτης, είδα μια επιφυλλίδα ενός στρατηγού της εποχής εκείνης, συνταξιούχου, που μιλούσε για τον πόλεμο του 1897 της Θεσσαλίας, για τον οποίον δεν ήξερα ποτέ ότι υπήρξε τέτοιος πόλεμος. Η δεύτερη Κατοχή της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς. Κι εκεί γινόταν αναφορά για την κίνηση του στρατού από την πλευρά των Χασίων προς τη Δεσκάτη. Για πρώτη φορά είδα το όνομα της Δεσκάτης τυπωμένο στην εφημερίδα και μου ερχόταν να πηδήξω από το δεύτερο επίπεδο του κρεβατιού μου του στρατού από τη χαρά μου! Τόσο πολύ χάρηκα που είδα το όνομα «Δεσκάτη»! Έτσι λοιπόν αντιλήφθηκα ότι μπορεί να είναι απόμερη η Δεσκάτη, αλλά κάπου πρέπει να έχει και αυτή κάποια θεσούλα στην τοπική ιστορία, και έτσι ξεκίνησα για να μάθω τι είναι η Δεσκάτη, τι σημαίνει το τοπωνύμιο αυτό, από πού ήρθαν αυτοί, αν είναι γηγενείς οι κάτοικοι και τα λοιπά, και στη συνέχεια επεκτάθηκαν τα ενδιαφέροντα και στη Θεσσαλία. Έτυχε μετά τον διορισμό μου να βρεθώ σε ένα σχολείο στα Άγραφα, μια περιοχή που μπορώ να πω ότι ήτανε πολύ πίσω από αυτή που είχα ζήσει εγώ, διότι το σχολείο που πήγα εγώ ήταν τρίτη χρονιά που λειτουργούσε. Μέχρι τότε οι ηλικιωμένοι ήταν όλοι αναλφάβητοι, δεν υπήρχε κανένας που να υπογράφει, εκτός από δυο-τρεις νεότερους στην ηλικία που είχαν μάθει να γράφουν, επειδή είχαν πάει για δουλειές στην Αθήνα ή κάπου αλλού και γύρισαν. Αυτοί ήξεραν να υπογράφουν. Οι άλλοι δεν ήξεραν καθόλου. Δεν είχαμε διδακτήριο. Ως αίθουσα διδασκαλίας χρησιμοποιήσαμε 2 χρονιές το κελί ενός ερειπωμένου μοναστηριού, η κατάσταση του κελιού ήτανε ελεεινή, η στέγη του έτρεχε ανάλογα με τον αέρα, πότε μεταφερόμασταν από αριστερά προς τα δεξιά τα θρανία και πότε από τα δεξιά προς τα αριστερά, ανάλογα με τον αέρα, έσταζε και η στέγη. Μετά από δύο χρόνια το Δημόσιο έκανε ένα διδακτήριο αντισεισμικό, διότι η περιοχή της Ευρυτανίας ήταν σεισμόπληκτη, και μπήκαμε μέσα σε μια καλή αίθουσα, ανθρώπινη. Οι μαθητές ήταν λίγοι και οι οικογένειες λίγες, φτωχές, πάμφτωχες αυτές οι οικογένειες. Τα παιδιά συνήθως τρέφονταν με φασόλια, τη μια φορά τα κόκκινα φασόλια –πώς τα λένε, αυτά τα… τα ξεχνώ τώρα–, τα κόκκινα, μία με άσπρα φασόλια, με πατάτες, τις οποίες ονόμαζαν «πατάκες» στα Άγραφα, με πίτες. Αυτό ήταν το σιτηρέσιο των παιδιών και όλα ήταν χλωμά τα παιδιά. Εκείνη την περίοδο το κράτος –μετά το ’64, νομίζω, έγινε αυτό– ανέθεσε στους δασκάλους και την υπευθυνότητα για το συσσίτιο του σχολείου. Ήμουν λοιπόν υπεύθυνος για το συσσίτιο, για να παίρνουν το πρωινό, αλλά και το μεσημεριανό τα παιδιά του σχολείου. Κάθε μέρα ερχόταν μια μητέρα και μαγείρευε για το σχολείο. Το πρωί έδινε γάλα στα παιδιά και λίγο αυτό το… θυμάστε που σας είπα, το τυρί το–
Ναι, βεβαίως.
–φυτικό. Το μεσημέρι έκανε κανονικό φαγητό, πότε μακαρόνια, πότε πλιγούρι, πότε πατάτες, φασόλια, ό,τι μπορούσε να έχει το οικονομικό το ταμείο του σχολείου, ειδικό ταμείο για τα συσσίτια, για να προμηθεύεται, για να λειτουργήσει. Έτσι λοιπόν τα παιδιά άρχισαν σιγά-σιγά να ζωηρεύουν, γιατί αυτό που έτρωγαν τους έδινε δύναμη. Η χλωμάδα τους άρχισε να αραιώνει, τα [00:40:00]μαγουλάκια τους να γίνονται φυσιολογικά, λίγο κοκκινωπά, αφού ήμασταν σε μεγάλο υψόμετρο. Αυτό κράτησε μέχρι τη Δικτατορία, η οποία κατάργησε τα μαθητικά συσσίτια και σταματήσαμε εκεί. Εγώ έμεινα εκεί σε αυτό το χωριό έξι χρόνια και μετά, επειδή ήταν δύσκολη η ζωή, διότι πήγα πρώτα ελεύθερος, μετά αρραβωνιασμένος, μετά παντρεύτηκα, κάναμε και ένα παιδί εκεί πέρα… Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Ούτε συγκοινωνία ούτε φως, τίποτα απολύτως δηλαδή. Μάλιστα δεν είχαμε πού να μείνουμε και η Νομαρχία μας χορήγησε υλικά hardboard και τέτοια και ξυλεία, και τα παιδιά εκεί του χωριού, οι νεαροί οι γονείς, έφτιαξαν μια παράγκα, στην οποία μέναμε με τη γυναίκα μου. Οι κάτοικοι είχαν λίγα ζώα, πέντε-έξι-οχτώ γίδες κυρίως, πρόβατα δεν είχαν, άρμεγαν για να κάνουν λίγο τυρί για την οικογένειά τους, και στο τέλος του Αυγούστου, που στέρευε το γάλα, άφηναν τα ζώα μόνα τους στο βουνό, το οποίο ήταν όλο γκρεμούς, και επομένως δεν υπήρχε φόβος για τους λύκους, φόβος να φάνε οι λύκοι τις γίδες. Μόνα τους τα γίδια εκεί πέρα. Κάποια στιγμή όμως τον Νοέμβριο το βράδυ έρχονταν μόνα τους στο σπίτι του καθενός, κι αυτό ήταν ένδειξη ότι το πρωί θα ξυπνούσαμε με χιόνι. Όντως, όσα χρόνια ήμουνα εκεί, τα 6 χρόνια σε αυτό το χωριό, κάθε Νοέμβριο κάποια βραδιά γύριζαν τα ζώα φοβισμένα, προαισθάνονταν ότι θα μας έρθει το χιόνι, και όντως το πρωί, όταν βλέπαμε, έλεγαν: «Άντε, δάσκαλε», έλεγαν. «Άντε…» Δεν με έλεγαν «δάσκαλε», «κύριε» με έλεγαν στο χωριό. «Κύριε, αύριο έχουμε χιόνι». Όντως, το πρωί είχαμε χιόνι. Τα ζώα αυτά, τα γίδια, καταλάβαιναν ότι θα έχουμε χειμώνα, όπως και τα σκυλιά, επειδή το χωριό ήταν σεισμόπληκτο, κάθε μισή ώρα, κάθε μια ώρα, κάπως έτσι, γίνονταν μια μικρή ή μεγάλη δόνηση. Ένα δευτερόλεπτο πριν γίνει η δόνηση το σκυλί έβγαζε μια ειδική κραυγή και καταλαβαίνουμε… Ειδικά η γυναίκα μου έτρεμε, όταν άκουγε τον σκύλο, καταλάβαινε τι θα γίνει. Οι κάτοικοι για να ζήσουν, εκτός από έναν μικρό κήπο που είχε η κάθε οικογένεια, οι άντρες συμμετείχαν σε μια δουλειά που τους παρείχε το Δασαρχείο. Υλοτομούσαν το δάσος και οι χωρικοί με το μουλάρι από απότομες πλαγιές έζευαν τα ζώα. Τραβούσαν τον κορμό του έλατου και ανέβαιναν πάνω σε ένα μέρος που ήταν ένα επίπεδο, ένας δρόμος της κακιάς ώρας, και τα αποθήκευαν εκεί και το καλοκαίρι κατά τον Αύγουστο, που έφτιαχναν και κάπως το δρόμο για να μπορεί να περάσει ένα φορτηγό, έρχονταν και έπαιρναν τους κορμούς των δέντρων το Δασαρχείο και τους αξιοποιούσε. Λοιπόν, αυτό ήταν ένα έσοδο γι’ αυτούς τους ορεινούς, η φροντίδα για το δάσος. Πολλές φορές έβαζαν και τις γυναίκες να καθαρίσουν το δάσος από διάφορα παράσιτα που υπήρχαν στα δέντρα, οι γυναίκες, να πάρουν… Ουσιαστικά, μια βοήθεια ήταν γι’ αυτές τις οικογένειες που είχαν ένα πενιχρότατο εισόδημα. Τα παιδιά αυτά βέβαια πολλές φορές αναγκάζονταν, τελειώνοντας το Δημοτικό, να φεύγουν και να πηγαίνουν προς την περιοχή της Βοιωτίας, όπου μερικοί από τους κατοίκους ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι, Σαρακατσάνοι, και αυτοί τον χειμώνα έμεναν εκεί στην Κωπαΐδα σε κάποια χωριά και τον Απρίλη με Μάη ανέβαιναν επάνω στο βουνό, όπου ήταν το χωριό και έβρισκαν και τα παιδιά που είχαν αφήσει εκεί πολλές φορές με την πεθερά τους ή με τη μάνα τους. Έτσι λοιπόν πολλά παιδιά νωρίς… δεν πήγαν να σπουδάσουν λόγω της φτώχειας. Νωρίς ασχολήθηκαν με κάποιες δουλειές υπάλληλοι, και πρόκοψαν. Εργατικά παιδιά και πρόκοψαν. Υπήρχαν κάποια χωριά εγκαταλελειμμένα στο βουνό των Αγράφων, κι εκεί έρχονταν κάποιες οικογένειες νομάδων κτηνοτρόφων, Σαρακατσάνοι, άλλοι απ’ τον Αλμυρό και άλλοι από κάτω, απ’ την Κωπαΐδα. Τύχαμε σε έναν γάμο με τη γυναίκα μου αυτών των Σαρακατσάνων και ήρθαν και μας πήραν από κάτι δρόμους που δεν διηγούνται με τα μουλάρια και παρακολουθούσαμε τον γάμο. Πριν γίνουν τα στέφανα, όλοι… ήτανε τριάντα οικογένειες περίπου. Όλοι έφερναν και από ένα μεγάλο σφαχτό συμμετοχή στο γλέντι του γάμου. Οι θείοι, οι παππούδες, τα ξαδέρφια, οι φίλοι και λοιπά, όλοι έφερναν από ένα μεγάλο κριάρι ή αρνί μεγάλο σφαγμένο έτοιμο για τον γάμο, και το τι έγινε, τι φαγοπότι και τι χορός, δεν λέγεται! Εγώ δεν είχα ζήσει μια τέτοια στιγμή. Εκεί είδα αυτόν τον γάμο με τις πλούσιες προσφορές, σε ζώα βέβαια, όχι σε λεφτά. Κάτω στο χωριό, όταν γινόταν γάμος, όταν έβγαινε η νύφη από την εκκλησία, πήγαιναν να τη συγχαρούν και στο νυφικό της κάρφωναν χαρτονομίσματα. Πρώτη φορά το είδα, γιατί στη Δεσκάτη δεν γινόταν αυτό. Εκεί φύγαμε απ’ το χωριό αυτό, πήγαμε λίγο χαμηλότερα, μείναμε άλλα δύο χρόνια, και μετά συνολικά οχτώ χρόνια στην περιοχή εκείνη, πήρα μετάθεση για τον νομό και διορίστηκα στο… Τοποθετήθηκα στο Δημοτικό Σχολείο του Στομίου, όπου επίσης έμεινα άλλα 8 χρόνια, και μετά πήρα μετάθεση αρχικά για τη Φαλάνη και με αποσπάσεις βρέθηκα στο Τρίτο Δημοτικό Σχολείο κοντά στη γειτονιά μου. Μετά έγινα διευθυντής από κάποια χρόνια σε ένα απ’ τα δύο σχολεία που είναι στο ΚΤΕΛ, μετά άλλα 4 χρόνια διευθυντής σε ένα σχολείο κάτω στον Άγιο Θωμά, και μετά βγήκα στη σύνταξη.
Βέβαια, όσον καιρό εργαζόμουν ως δάσκαλος, έκανα και την άλλη δουλειά, την έρευνα, που είπαμε, για τη θεσσαλική ιστορία, την έκδοση του «Θεσσαλικού Ημερολογίου», τη συμμετοχή μου σε συνέδρια, τα περισσότερα τα διοργάνωσα εγώ σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις της Θεσσαλίας με φίλους, δημοσίευα σε εφημερίδες διάφορα άρθρα, κυρίως ιστορικά, πότε-πότε και λαογραφικά, μεταφράσεις έκανα τότε, ήξερα Γαλλικά να διαβάζω, μετά τα παράτησα και τα ξέχασα εντελώς. Επικοινωνούσα με ξένους που ήτανε φιλέλληνες μέσω της Γαλλικής, με έναν Λάπωνα, με έναν Βάσκο, με μια καθηγήτρια από την Αργεντινή... Είχα έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που επικοινωνούσα με αλληλογραφία, αλλάζαμε απόψεις. Έκαμα ομιλίες. Οπουδήποτε με χρειάστηκαν, έχω πάει. Μπορεί να έχω κάνει… Μάλλον έχω συμμετάσχει πάνω από εκατόν συνέδρια ιστορικά, έχω κάνει περισσότερες από εκατό ομιλίες ιστορικού πάντοτε ενδιαφέροντος, εκτός από τα συνέδρια. Έχω παρουσιάσει πολλά βιβλία στη Λάρισα, ογδόντα βιβλία διαφόρων συγγραφέων. Τώρα παρουσιάζω βιβλία στο περιοδικό μου πολλά κάθε εξάμηνο και στο διαδίκτυο πολύ συχνά παρουσιάζω πολλά βιβλία που λαμβάνω. Γενικά, μετά από το 1978 δημιούργησα μαζί με άλλους φίλους μια ομάδα φιλιστόρων που λέγεται «Όμιλος Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας». Έχουμε κάνει ως τώρα δέκα συνέδρια και έχουμε εκδώσει τα πρακτικά, μαζί έχουμε κάνει και συνέδρια στην επαρχία, σε χωριά και κωμοπόλεις, διαλέξεις, μια έκθεση βιβλίων Λαρισαίων συγγραφέων... Πάντοτε κάτι κάναμε σχετικά όμως με τον τόπο μας, με τον νομό μας, ενώ το «Θεσσαλικό Ημερολόγιο» είναι απλωμένο σε όλους τους νομούς της Θεσσαλίας και οι συνεργάτες μου είναι από όλα τα διαμερίσματα τα θεσσαλικά. Το 2000 η Ακαδημία Αθηνών με βράβευσε για το «Θεσσαλικό Ημερολόγιο» και για την προσωπική μου συμβολή στην ανάδειξη της θεσσαλικής ιστορίας. Η Περιφέρεια μετά της Θεσσαλίας με τίμησε κι αυτή, οι δήμαρχοι του Τυρνάβου και της Δεσκάτης, η Μητρόπολη της Ελασσόνας και λοιπά. Ας μην λέω πολλά για τον εαυτό μου, δεν χρειάζεται.
Πώς ήταν για εσάς αυτές οι στιγμές της επιβράβευσης της προσπάθειας, του έργου σας;
Ήταν μια ηθική ικανοποίηση, διότι οι βραβεύσεις αυτές δεν έχουν οικονομική απολαβή και ούτε βέβαια περίμενα να έχω κάποια οικονομική απολαβή από αυτά. Ήταν οπωσδήποτε μια ικανοποίηση και μια επιβεβαίωση ότι αυτό που κάνω αξίζει τον κόπο, δεν πάει στον αέρα. Έχει κάποια ανταπόκριση σ’ αυτούς που διαβάζουν το «Θεσσαλικό Ημερολόγιο» και σ’ αυτούς που διαβάζουν και τα άρθρα που κάνω στις εφημερίδες. Ήταν μια ικανοποίηση βέβαια αυτό, ότι η δουλειά μου αναγνωρίστηκε, όπως και των άλλων, διότι στην πραγματικότητα μπορεί το βραβείο και γενικά οι τιμές να έγιναν στο πρόσωπό μου, αλλά χωρίς τη συμμετοχή των συνεργατών του «Θεσσαλικού Ημερολογίου» δεν θα είχε αυτή την έκθεση, να έχει σήμερα ογδόντα ένας τόμους, που δεν έχει κανένα άλλο περιοδικό στη χώρα μας, γι’ αυτό και, όταν στην πρώτη συνέντευξη που έδωσα, είπα ότι το μοιράζομαι με όλους τους συνεργάτες του «Θεσσαλικού Ημερολογίου». Τώρα…
Σας αγχώνει η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού; Σας αγχώνει–
Όχι.
–η ανταπόκριση;
Όχι, δεν… Ποτέ δεν αγχώνομαι και πάντοτε είμαι πρόθυμος να βοηθήσω όποιον χρειάζεται, είτε παίρνει το περιοδικό μου είτε δεν το παίρνει. Αυτό είναι άσχετο πράγμα. Όποιος με χρειάζεται, όποιος μου ζητάει βοήθεια, πάντα την προσφέρω και δεν περιμένω κάτι από αυτή την εξυπηρέτηση που θα κάνω.
Θέλετε να μου πείτε και λίγα λόγια και για τη συμμετοχή σας στην Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία;
Ναι. Η αιτία, για την οποία συμμετέχω σ’ αυτή… συμμετείχα –τώρα μου φαίνεται ότι κι αυτή έχει ατονήσει λιγάκι–, ήτανε τα πολλά ονόματα που έχω συναντήσει στους κώδικες των Μετεώρων και των άλλων θεσσαλικών μοναστηριών, τους οποίους μελέτησε και εξέδωσα στην προσπάθειά μου να εντοπίσω την αρχαιότητα των θεσσαλικών οικισμών, δηλαδή πότε περίπου δημιουργήθηκε ένας θεσσαλικός οικισμός. [00:50:00]Αυτοί οι κώδικες, που λέγονται «προθέσεις», στα μοναστήρια είναι μια ιστορική γεωγραφία, την οποία δημιούργησε ένας καλόγερος, χωρίς να έχει αυτή την πρόθεση. Ο καλόγερος πήγαινε σ’ ένα χωριό με την εικόνα του μοναστηριού του, οι κάτοικοι προσκυνούσαν την εικόνα και πρόσφεραν στον καλόγερο λίγο σιτάρι, κριθάρι, τι είχαν. Είπαμε, ρευστό δεν υπήρχε. Ο καλόγερος, για να τους ευχαριστήσει, έγραφε σε ένα μικρό χαρτάκι το όνομα του χωριού και τα ονόματα αυτών που δώριζαν στη γενική, όπως κάνουν τώρα στα μνημόσυνα. Όταν επέστρεφε στο μοναστήρι του, έπαιρνε τα μικρά φύλλα, κομμάτια χαρτιού, και τα τοποθετούσε με βάση τη Μητρόπολη, στην οποία ανήκε το κάθε χωριό. Έτσι λοιπόν σε ένα καινούριο, άγραφο βιβλίο έγραφε το όνομα της Μητρόπολης επάνω ή της Επισκοπής, και από κάτω το χωριό, το όνομα του χωριού. Μετά το όνομα του χωριού έγραφε και τα ονόματα των δωρητών στη γενική. Βασιλείου, Κωνσταντίνου, Μαρίας, Χρυσάφως ,και τα λοιπά. Έτσι λοιπόν, αφού έφτιαχνε τα χωριά αυτά της Μητρόπολης, ήταν αυτό μια πρωτότυπη γεωγραφία. Όταν η πρώτη, η αρχαιότερη από αυτές τις προθέσεις αυτού του βιβλίου, ο κώδικας αυτός, είναι το 1520 και 1540, όταν βλέπω ότι το 1520 είναι το χωριό μου μέσα, διότι κάτοικοι του χωριού μου δωρίζουν στο μοναστήρι, αντιλαμβάνομαι ότι το χωριό μου υπήρχε. Το 1613-14, για παράδειγμα, ενώ ο Αμπελώνας, ως Καζακλάρ τότε, λέμε ότι ήτανε τουρκοχώρι, στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Έχει και αρκετές οικογένειες. Ο καλόγερος που πέρασε από κει το 1613-14 δέχτηκε προσφορά από κάποιους Καζακλαρινούς, από κάποιους Αμπελωνίτες. Μια γυναίκα από αυτές το 1613-14 λέγονταν Κοθώνω, ένα απ’ τα παράξενα ονόματα. Λοιπόν, όταν εγώ συναντώ τέτοια ονόματα, είναι επόμενο ότι αξίζει τον κόπο να ασχοληθώ εκτενέστερα με αυτά, και γι’ αυτό τα δημοσιεύματα που έκανα στο περιοδικό «Ονόματα» της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας ήτανε μια ευκαιρία να γνωρίσουν τα ονοματοδοτικά έθιμα της Θεσσαλίας από το 1520 και δώθε. Έγιναν δεκτά… Έχουμε κάνει και ανακοινώσεις, αλλά και τελικά μετά από κάθε μελέτη ενός κώδικα και τη δημοσίευσή του δημιουργούσα δελτία με τα ονόματα που περιείχε. Έτσι μάζεψα κάποια εποχή με το χέρι, πριν πάρω τον υπολογιστή, πολλά δελτία, πολλές εκατοντάδες, μερικές χιλιάδες, θα πω, δελτία και τελικά κάποια στιγμή αποφάσισα να αξιοποιήσω αυτό το υλικό και εξέδωσα το 2018 το μοναδικό, θα έλεγα –για τη Θεσσαλία οπωσδήποτε το μοναδικό, αλλά και για ευρύτερη περιοχή–, το μοναδικό λεξικό των θεσσαλικών βαπτιστικών ονομάτων από τον 16ο αιώνα έως τον 19ο, δηλαδή μέχρι το 1881. Και είχε απήχηση βέβαια αυτό το λεξικό, διότι είναι η μοναδική συλλογή με μερικές χιλιάδες ονόματα από όλον τον θεσσαλικό χώρο, μεταξύ των οποίων υπάρχουνε πολλά επώνυμα, συγγνώμη, πολλά βαφτιστικά που σήμερα έχουν γίνει επώνυμα, βαφτιστικά που είναι ονόματα ηγεμόνων του Βυζαντίου, βαφτιστικό Παλαιολόγος, Παλαιολογίνα, Κομνηνός, Κομνηνή, Κατακουζηνή. Ένας Κατακουζηνός ήταν ένα διάστημα αυτοκράτορας. Έχουμε βαφτιστικό στη Θεσσαλία Κατακουζηνή με υποκοριστικό Κουζηνή και Κούζω. Λοιπόν, πολλά ονόματα. Μερικά από τα ονόματα, ειδικά αυτά της χριστιανικής παράδοσης, ο Δημήτριος, ο Ιωάννης, ο Κωνσταντίνος, η Μαρία, η Άννα, έχουνε πολλές μορφές υποκοριστικές. Ειδικά των ανδρικών φτάνουν μέχρι ογδόντα πέντε μορφές υποκοριστικές. Ας πούμε, ο Γεώργιος έχει πολλά. Γίνεται Γέργος, Γεργάκης, Γιώργος, Γιωργούλης, Γώγος, Γωγάκης… Δεν μπορώ να τα θυμηθώ, είναι… Ογδόντα μέχρι ογδόντα πέντε υποκοριστικά έχει ο Γεώργιος, ο Δημήτριος, ο Ιωάννης. Μερικά βέβαια… λίγα από αυτά, όπως το Ιωάννης, προέρχεται από τη ρωσική γλώσσα, είναι ο Γιοβάνης, παράδειγμα. Αυτά είναι λίγα. Ή από τα Βλάχικα είναι ο Τζίμας, ο Τζίμος, που είναι ο Δημήτρης, ο James στα Αγγλικά. Μερικά είναι ξένα τουρκικά, όπως είναι η Αλτίνα, δηλαδή η Χρυσάφω, γιατί altın στα Τουρκικά είναι το χρυσάφι. Μερικά είναι κατάλοιπα της Σερβικής. Παρουσιάστηκε στη Θεσσαλία απ’ το 1348 μέχρι το 1393. Ο Στανήμερος με υποκοριστικό Στάνος, η Στανομίρω με υποκοριστικο τη Στάνα και Στάνω. Αυτά βέβαια είναι λίγα. Μερικά πάλι είναι λατινικής προέλευσης, όπως είναι ο Αρμάγος. Στα Βενετικά Αρμάος είναι αυτός που φέρνει όπλα, ο οπλισμένος. Στα ορεινά των Αγράφων, της Ασπροποτάμου, υπάρχουν πέντε-έξι-οχτώ ονόματα λατινικής προέλευσης, ο Αρμάγος, ο Ίβρος… Κάποια ονόματα που σήμερα έχουν ξεχαστεί παντελώς και μόνο στο λεξικό μου υπάρχουν.
Υπάρχει κάτι στα επόμενα σχέδιά σας που θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μου τώρα;
Ναι. Τα σχέδιά μου είναι βέβαια πολλά, άλλα ελλείπει η οικονομική δυνατότητα για να εκδοθούν αυτά τα έργα. Έχω την ιστορία της Δεσκάτης όλη έτοιμη. Στον σύλλογο της Δεσκάτης έχω δωρίσει πέντε έργα μου, τα οποία έχουν εκδώσει αυτοί και τα εκμεταλλεύτηκαν αυτοί. Δωρεά ήταν δική μου. Έχω τώρα ένα έργο σχετικά με τους Μητροπολίτες της Λάρισας από το 1500 ως το 1900. Επίσης, τους Θεσσαλούς βιβλιογράφους, αυτούς που έγραφαν βιβλία με το χέρι, αντιγραφές βιβλίων. Ένα λεξικό με τους Θεσσαλούς δωρητές σε ναούς και μοναστήρια… Αλλά όλα αυτά θέλουν χρήματα και το χρήμα για μένα, τον μονόμισθο, είναι δύσκολο να βρεθεί. Έχω εκδώσει βέβαια και 2 τόμους με ενθυμήσεις από το 1404 μέχρι το 1881 «Θεσσαλικές ενθυμήσεις», μικρά ιστορικά χρονικά μεγάλης αξίας από δημοσιεύματα ακαδημαϊκών, του Σπυρίδωνα Λάμπρου, του Βέη Σοφιανού και από νεότερους, μεταξύ αυτών κι εγώ, που έχω βρει αρκετά από χωριά θεσσαλικά… Όπως είπα, όλα αυτά χρειάζονται χρήματα, και βέβαια στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτό το έθιμο, να ενισχύονται άνθρωποι που έχουν δουλειά πνευματική και θέλουν να την παρουσιάσουν. Δεν υπάρχουν εδώ τέτοιες δυνατότητες στη χώρα μας.
Πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτό; Λειτούργησε ποτέ ως αποτρεπτικός παράγοντας για το έργο σας;
Όχι, διότι από μόνος μου εξέδωσα αυτά τα βιβλία, όπως και το θεσσαλικό, και καταφέρνω πάντοτε να μαζεύω τα λεφτά που πλήρωσα στο τυπογραφείο, να βγαίνω ασπροπρόσωπος, να μην χρωστώ δηλαδή στον τυπογράφο και να συνεχίζω, βέβαια. Δεν υπήρξαν δυνατότητες κέρδους. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα είναι να μπορείς να πληρώσεις τον τυπογράφο. Πολλά περιοδικά πριν από την κρίση την οικονομική κρίση έπαιρναν επιδοτήσεις-επιχορηγήσεις από το υπουργείο μέσω κάποιων βουλευτών και λοιπά, άλλων παραγόντων. Εγώ ποτέ δεν ζήτησα μια τέτοια ενίσχυση. Οι άλλοι τελείωσαν. Δεν μπορούν να εκδώσουν πια τα περιοδικά τους. Εγώ συνεχίζω, γιατί ο μόνος μου στόχος είναι να μαζέψω τα χρήματα του τυπογράφου και να συνεχίσω. Έχω μεγάλη θεσσαλική βιβλιογραφία. Τη γνωρίζω σχεδόν όλη και στις βιβλιοθήκες μου έχω πάνω από 1.500… γύρω στα 1500 βιβλία Θεσσαλών που αναφέρονται στο χωριό τους, στην περιοχή τους. Από όλα αυτά τα βιβλία αποδελτιώνω τα τοπωνύμια, κάτι που ξέχασα να σας πω, και έχω κάνει και δουλειές για το τοπωνύμια και έχω μια πολύ μεγάλη συλλογή με τοπωνύμια όλου του θεσσαλικού χώρου, από δημοσιεύματα όμως. Αυτό με βοηθάει στο να εντοπίζω κάποια τοπωνύμια σ’ όλον τον θεσσαλικό χώρο και απ’ αυτό αποδεικνύεται ότι η μέθοδος της δημιουργίας των τοπωνυμίων στον θεσσαλικό χώρο κινείται κάτω από τους ίδιους στόχους. Δηλαδή ο Θεσσαλός της Πίνδου και ο Θεσσαλός του Πηλίου, ο Θεσσαλός των Φαρσάλων και της Ελασσόνας και της Δεσκάτης, με τον ίδιον τρόπο δημιουργούν τα τοπωνύμια. Βρωμόβρυση είναι αυτή που έχει λίγο νερό και βρωμίζει ο τόπος. Αγιονέρι, εκεί που πιστεύουμε ότι, άμα πλυθούν με αυτό το νερό, θα περάσει μια πληγή. Ρόγκι, στα ορεινά, εκεί που έγινε μια πυρκαγιά και έμεινε ένα ξέφωτο στο δάσος, είναι το ίδιο παντού, δηλαδή ο κόσμος… Μπορεί να πέρασαν από τη Θεσσαλία ξένοι, αυτός ο κόσμος, ο ντόπιος, δεν χάθηκε ποτέ, διατηρεί τον ίδιον μηχανισμό δημιουργίας των τοπωνυμίων, όπως και το ίδιο έθιμο στην ονοματοθεσία. Τα ίδια ονόματα θα βρούμε στον Ασπροπόταμο, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, τα ίδια και στην ανατολική, στη νότια, στη βόρεια Θεσσαλία. Με άλλα λόγια, ο κόσμος ο ντόπιος δεν χάθηκε απ’ τη Θεσσαλία, είναι ο ίδιος και φαίνεται από τα αποτελέσματα των μελετών των τοπωνυμίων, των ονομάτων, των εθίμων. Λοιπόν, χάρη στα πολλά βιβλία που έχω και την εμπειρία τώρα πενήντα χρόνια που ασχολούμαι με τη Θεσσαλία, πολλές φορές βοηθώ εκείνους που θέλουν να ασχοληθούν με τον τόπο μας και σε αρκετές περιπτώσεις, επειδή έχω πολύ αρχειακό υλικό στο σπίτι μου, το [01:00:00]παρέχω σε νεαρούς που θέλουν να ασχοληθούν και να δημοσιεύσουν ένα άρθρο στο «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», και όχι μόνο και σε νέους, και σε άλλους. Ειδικά οι περισσότεροι τώρα που συνεργάζονται με το «Θεσσαλικό Ημερολόγιο» παίρνουν αρχειακό υλικό από μένα, που εγώ έχω όλο το αρχειακό υλικό των σχολείων και της κοινότητας της Τσαριτσάνης, των μοναστηριών του Ολύμπου και της Ολυμπιώτισσας, το αρχείο της κοινότητας του Τρικερίου από το 1700 και δώθε… Σε φωτοαντίγραφα, εννοείται, ηλεκτρονική μορφή. Αρχείο των Μετεώρων, της Ρεντίνας, της Δρακότρυπας, της Παναγίας Ξενιάς, κώδικες, και μπορώ, οπότε θέλω, να ζητήσω κώδικες από το Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Αθηναϊκής Τράπεζας, κώδικες όλων των μοναστηριών της Θεσσαλίας. Άλλους τους μελετώ εγώ και άλλους τους δίνω σε CD, σε μορφή CD, τους δίνω σε άλλους που θέλουν να κάνουν δουλειές, να μελετήσουν ή να γράψουν κάτι γι’ αυτόν τον κώδικα, για την περιοχή τους, αν βρουν στοιχεία και λοιπά.
Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να προσθέσετε;
Να σας πω ότι μέχρι τώρα με τους συνεργάτες μου είμαι πολύ χαρούμενος που δουλεύουμε όλοι, χωρίς βέβαια καμία αμοιβή, από αγάπη για τον τόπο που γεννηθήκαμε και για τον τόπο στον οποίον ζούμε. Όλα αυτά που κάνουμε, όλοι οι συνεργάτες του «Θεσσαλικού Ημερολογίου», δουλεύουμε χωρίς καμία οικονομική απολαβή, και ό,τι κάνουμε το κάνουμε γι’ αυτόν τον τόπο, που γεννηθήκαμε πρώτα, διότι οι περισσότεροι δεν γεννηθήκαμε στη Λάρισα. Τα παιδιά μας γεννήθηκαν εδώ. Εμείς, οι μεγάλοι, γεννηθήκαμε σε κάποιο χωριό της περιοχής. Και το χωριό που γεννηθήκαμε αγαπούμε, αλλά και τον τόπο, στον οποίο ζούμε και μεγάλωσα με τα παιδιά μας και τα εγγόνια. Εγώ σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να σας πω αυτά που περίπου θέλατε κι εσείς να ακούσετε.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ εγώ για την τιμή που μου κάνατε, τον χρόνο που μου αφιερώσατε και που μοιραστήκατε τόσο σημαντικά πράγματα μαζί μου.
Να είστε καλά.
Να είστε καλά και εσείς.