Ένας Παλαιστίνιος μοναχός στην Κρήτη
Ενότητα 1
Μια πρώτη ανασκόπηση των δύσκολων παιδικών χρόνων στην Παλαιστίνη και της αγάπης του αφηγητή για την ορθόδοξη πίστη λόγω του ιερωμένου πατέρα του
00:00:00 - 00:08:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα σας. Καλημέρα, καλημέρα! Είναι 9 Ιανουαρίου του 2022. Είμαι με τον πατέρα Πορφύριο Αουάντ στο Κρυονέρι Μυλοποτάμου, και συγκεκρ…θήσω αυτό το δρόμο… Σ’ τα ‘πα όλα μαζί, ε; Ναι, και καλά κάνατε! Μπορώ να σας πάω, ωστόσο, ξανά λίγο πίσω; Όπου θες, όπου θες, πάμε πίσω!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η πρώτη Παλαιστινιακή Ιντιφάντα, η συμμετοχή του αφηγητή ως τότε μαθητή, οι ευκαιρίες για παιδικό παιχνίδι-κοινωνική ζωή και η νοσταλγία των σχέσεων αλληλεγγύης και σεβασμού
00:08:38 - 00:24:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, για να τα πάρουμε έτσι με τη σειρά, να τα ολοκληρώνουμε… Είπατε ότι σαν χαρακτήρας ήσασταν αντάρτης… Ναι. Και μας αναφέρατε ένα γεγ…σαν να μας προσφέρανε το καλύτερο, το περισσότερο, αλλά είχα παράπονο γενικά, απ’ το όλο το σύστημα, όχι ειδικά απ’ τους δικούς μου δηλαδή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η απόφαση για μετανάστευση στην Ελλάδα για σπουδές Θεολογίας και η ταλαιπωρία της πρώτης ημέρας στο αεροδρόμιο και στην Εξαρχία του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα
00:24:37 - 00:34:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και πήρατε λοιπόν την απόφαση να σπουδάσετε Θεολογία και να έρθετε στην Αθήνα. Ναι, στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Πώς ήταν όταν φύγατε; Το θυμά…μπορώ τις πρώτες κινήσεις μου, με έναν με ένα παλιό φοιτητή που ήταν εκεί. Εντάξει, τέλος πάντων, μη μείνουμε σ’ αυτό, μη μείνουμε σ’ αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα: η αλληλεγγύη των συμφοιτητών, η ψαλτική στα ελληνικά ως κίνητρο, η ζωή στα οικοτροφεία και η επιτυχημένη προσφορά ενοριακού έργου σε σχολεία
00:34:04 - 00:43:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς ήταν τα χρόνια σας, λοιπόν, τα φοιτητικά στην Αθήνα; Στην αρχή με δυσκόλεψε πάρα πολύ η γλώσσα. Αλλά εμένα μου άρεσε, μου άρεσε τα ελλη…ι λίγο. Τέλος πάντων… Έγιναν πολλά εκεί, ειδικά με τα παιδιά, μικρά παιδιά. Όταν είναι παιδιά, ασχολούμαι με παιδιά, είναι η καλύτερή μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η επιλογή του μοναστικού βίου: μια «φυσική» πορεία μέσα από την αγάπη και την προσφορά για το συνάνθρωπο, καθώς και την πίστη ως όχημα υπέρβασης των εμποδίων
00:43:07 - 00:50:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τέλος πάντων, εκεί πήγαμε με τον πατέρα Ιγνάτιο στον Ηγούμενο τότε, το Χριστόφορο Παπαδόπουλο, τον Ηγούμενο εκεί του μοναστηρίου, και έκανα …γώνα μου μέχρι την τελευταία μου αναπνοή, θα είμαι στον αγώνα μου. Τι θα καταφέρω, αυτό θα το δω αργότερα. Αλλά είμαι στον αγώνα μου. Αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Το ιστορικό εγκατάστασης του αφηγητή στη Μονή Χαλέπας: η φυγή από την Αθήνα, το πέρασμα από τη Μονή Αρσανίου, η ολιγάρκεια και οι πάντα ανοιχτές πόρτες στην πρώην εγκαταλελειμμένη Μονή
00:50:36 - 01:04:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία… Πώς διαλέξατε τη Μονή Χαλέπας; Γιατί όταν ήρθατε… Αρχικά, θέλετε να μας πείτε αυτή την ιστορία; Πώς βρήκατε τη Μονή Χαλέπας και πώς ε… προσκυνήσει και να ανάψει κεράκι, να προσευχηθεί, έστω να λείπω εγώ. Ε, θα ‘ταν τέλειο να με βρίσκει πάντα κάνεις εδώ, αλλά είναι δύσκολο!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η προσφορά αγάπης ως αποστολή του π. Πορφύριου στη ζωή, παραδείγματα από την επαφή του με πιστούς και η διαδικασία της νέας ονοματοδοσίας του ως μοναχού
01:04:07 - 01:16:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ποια είναι, λοιπόν, η αποστολή σας σε αυτή τη ζωή; Να αγαπάω. Να αγαπάω κάθε άνθρωπο, κάθε ψυχή που υπάρχει γύρω μου, που είναι δίπλα μου. …αριστώ πολύ. Καλή χρονιά, καλή δύναμη και στις σπουδές σου και στο έργο σου, σε οτιδήποτε κάνεις στη ζωή σου! Σας ευχαριστώ! Να ‘σαι καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Μια πρώτη ανασκόπηση των δύσκολων παιδικών χρόνων στην Παλαιστίνη και της αγάπης του αφηγητή για την ορθόδοξη πίστη λόγω του ιερωμένου πατέρα του
00:00:00 - 00:08:38
[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα, καλημέρα!
Είναι 9 Ιανουαρίου του 2022. Είμαι με τον πατέρα Πορφύριο Αουάντ στο Κρυονέρι Μυλοποτάμου, και συγκεκριμένα στη Μονή Χαλέπας, κι εγώ είμαι Κατερίνα Σταματάκη, ερευνήτρια για το Istorima. Καλημέρα!
Καλημέρα, καλωσορίσατε!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με δεχτήκατε!
Να είστε καλά.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για σας; Να μας παρουσιαστείτε, πόσων χρονών είστε, τι κάνετε στη ζωή σας;
Τέλος πάντων. Εγώ είμαι ο πατήρ Πορφύριος Αουάντ, είμαι ο Ηγούμενος εδώ του μοναστηριού. Εδώ το μοναστήρι… Προσέχω το μοναστήρι, ό,τι μπορώ κάνω. Οι συνθήκες της ζωής είναι δύσκολη για όλο τον κόσμο σήμερα, όχι μόνο για μένα, όχι μόνο για το μοναστήρι, αλλά, δόξα τω Θεώ, είμαι πολύ ευχαριστημένος και πολύ αισιόδοξος κιόλας. Δόξα τω Θεώ, το μοναστήρι μας πάει πολύ καλά, παρόλο από τις συνθήκες αυτές, που ζει όλος ο κόσμος. Δόξα τω Θεώ, καλά είμαι, καλά είμαι και καλά είναι το μοναστήρι.
Πατέρα Πορφύριε, να σας ρωτήσω, αρχικά πόσα χρόνια είστε μοναχός;
Είμαι από τα 25 μου. Είμαι 49 τώρα. Είμαι από τα 25 μου.
Πάρα πολύ ωραία. Θέλετε να μας πείτε λίγο πού μεγαλώσατε;
Εγώ γεννήθηκα στην Παλαιστίνη, σε μία οικογένεια με πολλά παιδιά. Είμαστε οχτώ αδέλφια, εγώ είμαι ο πέμπτος στη σειρά. Μεγάλωσα στη Γάζα. Γεννήθηκα σε ένα άλλο χωριό της Παλαιστίνης, Tulkarem, στη Νεάπολη-Nablus, δίπλα, αλλά μεγάλωσα στη Γάζα από 5 χρονών μέχρι που ήρθα στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου είναι ιερέας, είναι ακόμα εν ζωή, δόξα τω Θεώ, να ‘ναι καλά. Ήταν εφημέριος εκεί στη Γάζα και έτσι πήγαμε στη Γάζα, δηλαδή από το νήπιο μέχρι το Λύκειο ήμουνα στη Γάζα. Πέρασα εκεί στη Γάζα δύσκολα, όπως όλη η Παλαιστίνη. Ακόμα και στην πατρίδα μου εκεί στη Γάζα, εγώ είμαι και στο χαρακτήρα μου έτσι, αντάρτης γενικά… Με πιάσανε στο στρατό του Ισραήλ στη Γάζα. Εγώ φαντάστηκα ότι θα με θάψουν ζωντανό, όπως είχαν θάψει κάποιους άλλους λίγο πριν από μένα, που είχανε πιάσει στη Ραμάλα –τρία άτομα ζωντανοί τους θάψανε εκεί στη Ραμάλα– κι είχα αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, όταν με πιάσανε και στο ειδικό στρατόπεδο με πήγανε και άκουγα σκαψίματα να σκάβουν, και φανταζόμουν εγώ ότι ετοιμάζουν το λάκκο το δικό μου, ας πούμε. Και έτσι, ό,τι θυμόμουν από κηδεία, από τα λόγια της κηδείας που έχω παρακολουθήσει με τον πατέρα μου, που είναι ιερέας, έλεγα του εαυτού μου. Μέχρι που μετά με πήραν από κει, με πήγαν εκεί που πήγαν όλους τους Παλαιστίνιους: Ανακρίσεις, μέχρι που έγινε το δικαστήριο και με δίκασαν για 20 χρόνια αρχικά –για 20 μήνες, συγγνώμη–, για 20 μήνες φυλάκιση. Μετά έγινε έφεση από τον πατέρα μου και πήγαν 10 μήνες. Ήταν δύσκολες οι συνθήκες μέσα. Ήμουνα ο πιο μικρός, ας πούμε, γιατί ήμουνα 15 χρονών τότε και ήταν δύσκολες οι συνθήκες να επιβιώσεις μέσα σε φυλακές και να επιβιώσεις μέσα με μουσουλμάνους. Δηλαδή ήμουνα ο μοναδικός χριστιανός, ας πούμε, μεταξύ όλων αυτών που ήταν εκεί… Δύσκολα. Αλλά όπως το έχω ξαναπεί και το λέω πολλές φορές, ότι η χάρη της Παναγίας και του Χριστού μας είχαν άλλα σχέδια για μένα. Μετά από τη φυλακή ξανασυνέχισα, παρόλο που δυσκολεύτηκα, γιατί μετά που βγήκα με είχαν απαγορεύσει να συνεχίσω –ήμουνα Α’ Λυκείου–, με είχαν απαγορεύσει να συνεχίσω… Μετά που πήραμε την άδεια και που βάλαμε τα μέσα και κυνηγήσαμε λίγο, να πω, τελείωσα την Α’ Λυκείου και τη Β’ και τη Γ’ Λυκείου, με καθυστέρηση 1 χρόνο. Αλλά όταν βγήκα, ήταν κάτι έτσι θαυμαστικό, σαν θαύμα δηλαδή. Εκεί στην Παλαιστίνη, τότε εκείνη την εποχή –μιλάμε για το ‘88-’89–, εκεί τότε όποιος έμπαινε φυλακή, έστω για 1 μέρα, όταν έβγαινε, του δίνουν ταυτότητα με άλλο χρώμα, όχι με… Και έτσι, αυτός που είχε ταυτότητα με άλλο χρώμα δεν μπορούσε να βγει από την Παλαιστίνη, δεν μπορούσε να βγει από κει, απ’ την πόλη, από κει απ’ τη Γάζα. Και όταν τον πιάνανε ο στρατός, οι Εβραίοι, πριν να κουβεντιάσουν οτιδήποτε μαζί του, θα ‘τρωγε ξύλο και μετά κάναν κουβέντα μαζί του –σημαίνει ότι αυτός είναι σημαδεμένος. Όταν βγήκα εγώ, ήταν ο καιρός να πάω να βγάλω ταυτότητα και πήγα στη Βηθλεέμ, που είναι η καταγωγή μου, με τον πατέρα μου και πήγα εκεί και έκανα αίτηση για ταυτότητα, να βγάλω ταυτότητα, που ήμουνα και 16. Και βγήκε κανονική ταυτότητα, όπως όλος ο κόσμος εκεί, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Και μετά πάλι, όταν τελείωσα το Λύκειο και έκανα τα χαρτιά μου για έγγραφο –δεν είναι ακριβώς διαβατήριο, αυτό ήταν σαν έγγραφο, ταξιδιωτικό έγγραφο, που κάναν οι Εβραίοι τότε για μας, οι Ισραηλίτες, πριν την αυτονομία. Και πάλι βγήκε εύκολα, που δεν το περίμενα να πάω, να ‘ρθω να σπουδάσω στην Ελλάδα! Στην Ελλάδα ήταν επιλογή μου να έρθω να σπουδάσω, γιατί ο πατέρας μου έχει, για να μη νομίζω εγώ ή να μην έχω πιεστεί για αυτό που ήθελα να σπουδάσω –ήθελα να σπουδάσω Θεολογία–, ο πατέρας μού είχε δώσει και δεύτερη επιλογή, εκτός απ’ τη Θεολογία και εκτός απ’ την Ελλάδα. Είχα επιλογή Γερμανία, που ήταν ο πρώτος ξάδελφός μου γιατρός, είχε τελειώσει –του πατέρα μου– και είχε τελειώσει εκεί και έμενε εκεί κιόλας και δούλευε εκεί, και απ’ την προστασία του θα μπορούσα να σπουδάσω εκεί στη Γερμανία, οποιεσδήποτε άλλες σπουδές. Πάντως, αυτή ήταν η κουβέντα του πατέρα μου: «Άμα θέλεις οτιδήποτε άλλο να σπουδάσεις, σε στέλνω στον ξάδελφό μου να σε προσέχει, να σε προστατέψει και να σε καθοδηγήσει. Για Θεολογία μόνο στην Ελλάδα, θα πας στην πηγή. Αν επιμένεις σ’ αυτό, θα πας εκεί. Αν οτιδήποτε άλλο, θα σε στείλω στη Γερμανία, στον ξάδελφό μου». Εγώ επέμενα Θεολογία, να έρθω στην Ελλάδα, γιατί ήταν σκοπός μου αυτό που είμαι σήμερα, να γίνω μοναχός, να ακολουθώ τον κλήρο. Να γίνω μοναχός ήταν από μικρός αυτό, δηλαδή το ‘βλεπα αυτό, ότι αυτό θέλω να κάνω… Θα σε πάω από θέμα σε άλλο, ε;
Ναι, μετά θα επανέλθουμε σε ό,τι είναι.
Αν θες κάτι άλλο…
Ναι, ναι, ναι.
Να ακολουθήσω την ιεροσύνη το είχα πόθο μέσα μου, δηλαδή δε μου ήρθε ξαφνικά, είχα ξυπνήσει και το… Αλλά για το μοναχισμό το σκεφτόμουνα, να γίνω ή να μη γίνω μοναχός ή να παντρευτώ, να γίνω ιερέας, όπως είναι ο πατέρας μου. Κοιτάξτε, πάλι ο πατέρας μου έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου για τις αποφάσεις μου. Ακόμα και η ζωή του. Εγώ έμαθα πάρα πολλά από τον πατέρα μου, την αγάπη του για την Εκκλησία, για τον Χριστό, για το ποίμνιό του, για την πατρίδα του. Όλα αυτά τα έμαθα από τον πατέρα μου και τα ρούφηξα απ’ τον πατέρα μου. Ως μικρός πάντα –να σου πω κάτι να γελάσουμε λίγο–, ως μικρός, πάντα ήθελα εγώ, ας πούμε, όταν ερχόντουσαν φίλοι στο σπίτι μας, μεγάλοι, μικροί, οποιοδήποτε θέμα, έτρεχα εγώ να σερβίρω, να τους κεράσω, ας πούμε, τους ανθρώπους, απ’ ό,τι είπα στη μητέρα μου, για να ακούσω, για να κάτσω να ακούω τι λένε. Όταν έπαιρνε χαμπάρι ο πατέρας μου εκεί, με έδιωχνε, γιατί δεν μπορούμε να τα ακούσουμε όλα οι μικροί. Έτσι, πήρα από τον πατέρα μου αυτό, την αγάπη για το Χριστό, για την ιεροσύνη. Και η ζωή του πατέρα μου είναι αυτή που με έκανε να αποφασίσω να μην ακολουθήσω τον έγγαμο βίο, αλλά τον άγαμο βίο. Τόση αγάπη για την Εκκλησία και για το ποίμνιό του, γι’ αυτά, κι έβλεπα ότι εγώ θα ήταν δύσκολο, δηλαδή αν έκανα οικογένεια, αν παντρευόμουν, έκανα οικογένεια, πιστεύω θα μαρτυρούσε η οικογένεια μαζί μου! Γιατί τόσο αγάπη έχω μέσα μου για το Χριστό, για την Εκκλησία, την προσφορά, για το συνάνθρωπο, για το ποίμνιο μου, πιστεύω ότι θα ήταν εις βάρος κάποιων άλλων, αν αν έκανα οικογένεια, την οικογένειά μου, αν έκανα οικογένεια, ας πούμε, παντρευόμουν. Και έτσι, αποφάσισα να ακολουθήσω αυτό το δρόμο… Σ’ τα ‘πα όλα μαζί, ε;
Ναι, και καλά κάνατε! Μπορώ να σας πάω, ωστόσο, ξανά λίγο πίσω;
Όπου θες, όπου θες, πάμε πίσω!
Ενότητα 2
Η πρώτη Παλαιστινιακή Ιντιφάντα, η συμμετοχή του αφηγητή ως τότε μαθητή, οι ευκαιρίες για παιδικό παιχνίδι-κοινωνική ζωή και η νοσταλγία των σχέσεων αλληλεγγύης και σεβασμού
00:08:38 - 00:24:37
Ωραία, για να τα πάρουμε έτσι με τη σειρά, να τα ολοκληρώνουμε… Είπατε ότι σαν χαρακτήρας ήσασταν αντάρτης…
Ναι.
Και μας αναφέρατε ένα γεγονός. Και θα ήθελα να σας ρωτήσω αν… Πώς συνέβη αυτό, γιατί, ας πούμε, σας έπιασαν οι Ισραηλινοί, τι συνέβη τότε;
Ναι, μισό λεπτό. Αυτό ήτανε η εξέγερση, η Ιντιφάντα, η πρώτη Ιντιφάντα τότε των Παλαιστινίων. Και εγώ, ως νέο παιδί, ήμουνα με τους παλιούς τους συμμαθητές μου εκεί πέρα στο σχολείο και βγήκαμε στην πορεία και μας κυνήγησαν μετά οι Ισραηλίτες στρατιώτες και με πιάσαν εμένα. Εγώ μπήκα σε ένα στενό, που ήταν αδιέξοδο και δεν το ήξερα, γιατί αυτό ήταν και το σύστημά τους, ότι μας αλλάζανε σχολεία συνέχεια, για να μην είμαστε, να μην κάνουμε παρέα όλοι μαζί, δηλαδή κάθε 2-3 μήνες ήμασταν σε άλλο σχολείο. Και ήτανε καινούργια που είχα πάει σε εκείνη τη γειτονιά εγώ και δεν ήξερα ακριβώς τη γειτονιά εκείνη και μπήκα σε ένα στενό –έτρεχα εγώ να γλιτώσω–, σε ένα στενό που ήταν αδιέξοδο. Και πέσανε μετά τρεις φαντάροι μαζί μου, επάνω μου –φανταστείτε, 15 χρονών παιδάκι!– και με τις αρβύλες τους, [00:10:00]με τα όπλα τους, να με χτυπάνε, να… Και μετά με δέσανε, έτρεχαν τα αίματα από το κεφάλι μου, τα πάντα, δηλαδή πέρασα πολύ δύσκολα. Και όλο αυτό, φανταστείτε, όταν πήγαν το τσαντάκι του σχολείου στη μητέρα μου, η μητέρα μου έβαλε τα μαύρα, σου λέει: «Τελείωσε το παιδί, πάει, το έχασα το παιδί μου!». Αυτό.
Αυτό ποιο έτος συνέβη;
Αν δεν κάνω λάθος, το ’88... Μετά με είχανε στο τζιπ τους, στα πόδια τους και με κλωτσούσαν μέχρι αυτά, με πήγανε σε έναν χώρο δικό τους, όχι εκεί που είναι κρατούμενοι οι Παλαιστίνιοι. Και άκουγα εγώ να σκάβουν και νόμιζα ότι θα θάψουν εμένα, δηλαδή νόμιζα ότι θα ήτανε η δική μου… Ό,τι θυμόμουν από κηδεία, σαν παιδί, από τον πατέρα μου, έτσι έψελνα τον εαυτό μου. Πολλά τέτοια γεγονότα θυμάμαι εγώ. Ας πούμε, θυμάμαι την κηδεία του Hader, ένα παιδί, λέγεται Hader, δηλαδή Γεώργιος, χριστιανός, που όλη η Γάζα ήταν στο πόδι. Έπαιξε μεγάλο ρόλο ότι πήραν –ο πατέρας μου–, ότι πήραν οι δικοί του το παιδί τους να το θάψουν, γιατί ήταν δύσκολο αυτό και ήταν σπάνια να γίνει αυτό στην αρχή τότε, γιατί δεν άφηναν οι Εβραίοι, οι Ισραηλίτες, δηλαδή να βρούνε πού, για να γίνονται η κηδεία… άλλη εξέγερση στην κηδεία ενός μάρτυρα. Πολλοί Παλαιστίνιοι δε γνωρίζουν πού είναι –δε γνώριζαν μάλλον–, τώρα κάποιοι μάθανε, αλλά τότε πολλοί δεν ξέρανε πού καν θάβαν το γιο τους, πού είναι θαμμένος ο γιος τους. Τα όργανα τα παίρνανε οπωσδήποτε και εγώ είμαι σίγουρος για το παιδί αυτό, το Hader, τα όργανά του τα πήραν οι δικοί του, οι –συγγνώμη!– οι Ισραηλίτες τότε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στην κηδεία αυτού του παιδιού ήτανε μπροστά από το Σταυρό για την κηδεία... ήταν ένας ιμάμης, δηλαδή ένας χότζας των μουσουλμάνων, που καθόταν στο Σταυρό, που είναι μπροστά. Και αυτό δεν άρεσε καθόλου στους Ισραηλινούς. Τα δακρυγόνα που έχυσαν εκείνη την ημέρα στην εκκλησία για την κηδεία, την ώρα της κηδείας δηλαδή, για να διαλύσουν την κηδεία, αλλά δεν τα καταφέρανε. Στην εκκλησία μας, ας πούμε, εκεί στον Άγιο Πορφύριο στη Γάζα, πολλές φορές είχα στο καμπαναριό απάνω, στο Σταυρό του καμπαναριού, είχα σηκώσει τη σημαία των Παλαιστινίων, τη σημαία μας. Την κατέβαζαν οι Εβραίοι… όχι οι Εβραίοι, βάζαν με το ζόρι, με απειλή όπλων, να ανέβουν πάνω να την κατεβάσουν κάποιους άλλους Παλαιστινίους, που το ξανανέβαζα εγώ. Ωστόσο, δίπλα από την εκκλησία μας, του Αγίου Πορφυρίου, είναι το νεκροταφείο, είναι και το νοσοκομείο, υπάρχει ένα νοσοκομείο μεγάλο εκεί στη Γάζα. Και εκεί είχαμε δραπετεύσει πολλές φορές και πτώματα Παλαιστινίων που έχουν πεθάνει, για να μην τα πάρουν οι Εβραίοι από τα νοσοκομείο, για να το θάψουν οι γονείς τους. Αλλά και τραυματίες έχουμε κρύψει στην εκκλησία εκεί πέρα, στη Γάζα, για να μην τους συλλάβουν οι Ισραηλίτες, πολλές φορές. Εγώ ήμουνα σε κάποιες φάσεις, ήμουνα και υπηρεσία εκεί στο νοσοκομείο, όχι ως νοσοκόμος, όχι, ως άνθρωπος που θα βοηθήσει σε όποιον τραυματία έρχεται εκεί πέρα να τον θεραπεύσουμε πολύ πιο εύκολα. Γιατί δεν ξέραν κάποιοι πού πρέπει να πάει. Δηλαδή ήταν απ’ την ομάδα –ήμαστε ομάδες–, από την ομάδα ήμουν εγώ με ένα άτομο υπηρεσία στο νοσοκομείο, στους τοίχους του νοσοκομείου, να βοηθήσουμε τους τραυματίες των Παλαιστινίων να φύγουν από κει, πώς να φύγουν από κει, να κρυφτούν, μην έρθουν οι Ισραηλίτες τους συλλάβουν. Και τους κλείσαμε στην εκκλησία, ήταν πιο εύκολο η εκκλησία, γιατί ήταν τοίχος, μας χώριζε το νοσοκομείο από την εκκλησία, από το νεκροταφείο κι απ’ την εκκλησία.
Δηλαδή, για να καταλάβω, με έναν τρόπο οργανωνόσασταν σε μικρές ομάδες–
Ναι, ναι.
Αλληλεγγύης;
Ναι, κατά κάποιον τρόπο, αλλά και όχι μόνο… και όχι μόνο.
Δηλαδή, για να καταλάβω, τι είδους ομάδες ήταν αυτές; Τι δράση μπορεί να είχατε;
Σαν μία δράση ήταν αυτή του νοσοκομείου. Και αυτό ήταν πολύ σημαντικό, οι τραυματίες να μπορούν να φύγουν από κει, να πάρουν τις πρώτες βοήθειες που πρέπει να πάρουν από το νοσοκομείο και μετά να φύγουν από κει κατευθείαν, γιατί ερχόταν οι Ισραηλίτες, ο στρατός του Ισραήλ, για να τους συλλάβει. Κάποιες άλλες είναι… Οργανώναμε πότε θα κάνουμε την πορεία μας, πού θα βάλουμε τις σημαίες μας, πού θα… Πολλά πράγματα, κάτι τέτοιο. Αλλά μην περιμένετε, εμείς ήμασταν με τα πετραδάκια και με τίποτ’ άλλο, δεν είχαμε τίποτα στα χέρια μας, όπλα και να κάνουμε έναν πόλεμο: τα παιδιά της πέτρας, δηλαδή δεν είχαμε τίποτα άλλο μαζί μας, δεν είχαμε κάτι να οργανωθούμε, όπως πρέπει να οργανωθούμε. Σιγά-σιγά, μεγάλωσε αυτό, αλλά εγώ μεγάλωσα και έφυγα.
Σε τι συνθήκες πηγαίνατε σχολείο;
Συνθήκες φόβου και φτώχεια. Αλλά περισσότερο φόβο, γιατί πολλές φορές φοβόταν και οι γονείς μας για μας, αλλά και εμείς οι ίδιοι, ότι μπορεί να μη γυρίσουμε σπίτι μας, να πάμε στο σχολείο και να μη γυρίσουμε σπίτια μας. Είχαμε αυτό το φόβο και οι γονείς μας είχαν το φόβο αυτό για μας. Ξέρετε, εμείς είμαστε οχτώ παιδιά, είναι δύσκολο να ζήσει έτσι, αυτές τις συνθήκες, ένας γονέας να μπορεί να συντηρεί οκτώ παιδιά εκείνη την εποχή. Αλλά εμείς μεγαλώσαμε όμορφα. Νοσταλγώ, πάντως, αυτή τη ζωή, αυτή την τότε, γιατί μεγαλώσαμε όμορφα… ναι μεν με φτώχια, αλλά μας ικανοποίησε το κατιτί μικρό, μία καραμέλα, ένα σοκολατάκι, ένα κατιτίς, κάτι διαφορετικό από αυτό της καθημερινότητας. Ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι, ότι κάτι διαφορετικό είχαμε και σήμερα. Αυτό που βλέπω εδώ στην Ελλάδα, πεταμένα βιβλία στα σκουπίδια, άμα κάποιος τελειώνει το σχολείο του, πετάει στα σκουπίδια τα βιβλία του, εμείς δεν το είχαμε αυτό. Εμείς είχαμε τα βιβλία μας σαν μεγάλο πράγμα! Τα βιβλία που είχαν τα αδέλφια μου τα μεγάλα, εγώ με αυτά σπούδασα, με αυτά έμαθα, δηλαδή δεν πεταγόταν κανένα βιβλίο. Τα βιβλία δεν τα πετάγαμε, γιατί δεν μπορεί να τα βρίσκαμε κιόλας. Και έτσι, οκτώ παιδιά που είμαστε, ο ένας διάβαζε τα βιβλία του αλλουνού, τις επόμενες τάξεις, που ήτανε. Αλλά, πάντως, ήμασταν ευχαριστημένοι, μας άρεσε αυτό, δηλαδή βλέπαμε τη ζωή μας πώς ήταν, ήταν ενωμένη. Δηλαδή –ένα άλλο παράδειγμα–, ο πατέρας μου είναι ιερέας και έχει τις υποχρεώσεις εκτός σπιτιού, εκτός ενορίας, εκτός σπιτιού, μες στην ενορία… Ποτέ δεν τρώγαμε μόνοι μας, να ‘ρθει κάποιος απ’ το σχολείο να πει: «Μαμά, πεινάω! Μαμά, βάλε μου να φάω!». Αυτό δεν έγινε ποτέ, δεν το θυμάμαι εγώ αυτό. Περιμέναμε να ‘ρθει ο πατέρας. Αν υπήρχε περίπτωση να μην έρθει ο πατέρας για φαγητό, θα ειδοποιούσε: «Εγώ δε θα ‘ρθω», θα ‘παιρνε τηλέφωνο ότι «Μην περιμένετε. Καθίστε να φάτε». Αλλιώς θα περιμέναμε, δηλαδή αυτή την οικογενειακή ατμόσφαιρα που ζούσαμε εκεί στη Γάζα, αυτό νοσταλγώ. Παρόλη τη φτώχεια, παρόλη τη δυσκολία… Αλλά ήμασταν ευχαριστημένοι, ικανοποιημένοι με αυτά που μας πρόσφεραν οι γονείς μας.
Και έξω από την οικογένεια, οι σχέσεις σας με τους άλλους Παλαιστίνιους σε τι κλίμα ήταν;
Πολύ φιλική! Δηλαδή τα σπίτια των φίλων μου, όπως το σπίτι μου ήταν ανοιχτό πάντα για αυτούς και εμένα για αυτούς. Δηλαδή, τώρα, σε άλλα σπίτια είχαμε φάει, έχω πάει πολλές φορές στην οικογένειά τους, να τρώμε μαζί τους και αυτοί να τρώνε στο σπίτι μου. Εμείς δεν είχαμε εκεί πέρα στην Παλαιστίνη και πιστεύω μέχρι σήμερα έχει λίγο αλλάξει, αλλά όχι πολύ, σε μεγάλο βαθμό, σε μικρό, πολύ μικρό βαθμό, δόξα τω Θεώ δηλαδή! Δεν υπάρχει μουσουλμάνος και χριστιανός, δεν υπάρχει αυτή η διαφορά, η γκρίνια μεταξύ μας. Και να σας πω, υπάρχει ένας κοινός εχθρός. Έπαιξε και μεγάλο ρόλο –να σας πω πάλι για τον πατέρα μου–, έπαιξε μεγάλο ρόλο ο πατέρας μου εκεί πέρα στη Γάζα. Μεταξύ δύο εκατομμύρια μουσουλμάνων, οι τρεις χιλιάδες χριστιανοί δεν είναι τίποτα. Αλλά αυτός που φαίνεται πάντα είναι ο ιερέας. Ο ιερέας είχε μεγάλη σχέση με όλους, σχέσεις με όλα τα στρώματα της Γάζας, δηλαδή μικροί, μεγάλοι, φτωχοί, πλούσιοι, οτιδήποτε, ήτανε μία φοβερή σχέση ανάπτυξε ο πατέρας μου εκεί στη Γάζα. Και έτσι, ακόμα σήμερα, δηλαδή νοσταλγούνε την εποχή που ήταν ο παπα-Γιώργης στη Γάζα, και οι μουσουλμάνοι πριν τους χριστιανούς. Αλλά κι εγώ, σαν μαθητής, ας πούμε, στο σχολείο δεν είχα ποτέ προβλήματα τέτοια. 11:30 Και οι φίλοι μου στη Γάζα, ας πούμε, εγώ δεν έχω φίλους χριστιανούς στη Γάζα –φίλους, με την έννοια φιλία–, γνωστούς ναι, αλλά φίλους δεν έχω χριστιανούς. Έχω μουσουλμάνους, που ακόμα επικοινωνούν μαζί μου, ακόμα με στέλνουν μηνύματα, νοσταλγούμε εκείνη την εποχή: «Πώς είσαι; Πού είσαι;» και «Τι κάνεις; Πώς είσαι;» και αυτά. Και μαθαίνω τα νέα τους και μαθαίνουν αυτοί τα νέα μου.
Τι μπορεί να κάνατε ως παιδιά σε αυτή τη συνθήκη; Εννοώ, πέρα απ’ την αντιστασιακή, ας πούμε, δράση, κάνατε πράγματα που κάνουν άλλα παιδιά; Δηλαδή να παίζετε;
Ναι, παίζαμε μπάσκετ, είχαμε ομάδες μπάσκετ κι εμένα… παίζαμε μπάσκετ, παίζαμε ποδόσφαιρο, όπως παίζουν όλα τα παιδιά του κόσμου. Προσπαθούσαμε να παίζουμε, ας πούμε, να βρούμε συνθήκες να παίξουμε δηλαδή…
Δηλαδή μαζευόσασταν… Με ποιον τρόπο γινότανε; Θυμάστε να μας περιγράψετε; Πώς μαζευόσασταν τα παιδιά;
[00:20:00]Ναι… Πρέπει κάποιος να κυνηγάει τους άλλους, κάπως έτσι γίνεται, να ψάχνει ο ένας τον άλλον: «Ελάτε να πάμε να παίξουμε. Πάμε να παίξουμε μπάσκετ. Πάμε να παίξουμε ποδόσφαιρο». Το έχω κάνει κι εγώ να κυνηγήσω: «Ελάτε!» –βαριόμουνα–, «Πάμε να παίξουμε». Ή όποιοι άλλοι ερχότανε να με φωνάξουνε: «Έλα, κατέβα κάτω να πάμε να παίξουμε».
Και ήταν συνθήκη να μπορείτε να βγείτε στη γειτονιά να παίξετε; Ή… Δεν μπορώ να καταλάβω…
Να σας πω… Ναι, μισό, μισό, συγγνώμη. Αυτό είναι λάθος μου. Εκεί στη Γάζα, που είναι το σπίτι μας, εκκλησία, νεκροταφείο, σχολείο, όλα αυτά και μία μεγάλη αυλή, κλείδωνε με μία πόρτα. Δηλαδή, όταν «Έλα, πάμε να κατέβουμε να παίξουμε», ήταν στην αυλή του σπιτιού μας, του σπιτιού μου, που είναι κλειδωμένη η πόρτα. Είναι μεγάλο χώρο, όλο αυτό το χώρο ήταν δικό μας. Και έτσι, η συγκέντρωσή μας ήταν περισσότερο εκεί στην αυλή, που είναι της εκκλησίας, που είναι μεγάλη, τεράστια, που έχει μπασκέτα και παίζαμε μπάσκετ εκεί πέρα και ποδόσφαιρο, τα πάντα.
Οι φίλοι σας, όμως, ζούσαν έξω απ’ αυτή την πόρτα, ας πούμε;
Ναι, ναι, και πήγαινα κι εγώ σπίτια τους, αλλά δεν είχε αυτή την άνεση όπως εκεί, να παίζω, δηλαδή τις περισσότερες φορές οι φίλοι μου ήταν σ’ εμένα, στο χώρο αυτό.
Και σαν νέοι τι κάνατε; Διασκεδάζετε σ’ αυτή τη συνθήκη; Προσπαθώ να καταλάβω μία καθημερινότητα που μπορεί να είχατε, πώς ήταν η καθημερινότητά σας.
Να σας πω, δε θυμάμαι πολλά. Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Δε θυμάμαι πολλά από διασκέδαση, πώς την εννοούμε σήμερα. Δε θυμάμαι πολλά. Αυτό που θυμάμαι είναι αν ήταν κανένας γάμος να γίνει, καμιά αυτό… εκείνες τις συνθήκες, αλλά πάλι με πολλή δυσκολία: να παίζαν λίγο μουσική στην αρχή. Μετά σταμάτησε η μουσική, δηλαδή στην πατρίδα μου για πολλά χρόνια σε κανέναν γάμο δεν έπαιξε μουσική. Και οι αδελφές μου ακόμη γίνανε γάμους και δεν έπαιξε μουσική, γιατί σου λένε: «Εμείς είμαστε σε τέτοια κατάσταση, δεν παίζουμε μουσική». Εντάξει, να παντρευτεί, να συνεχίσει τη ζωή, αλλά χωρίς γλέντι, χωρίς αυτή τη χαρά που θα μπορούσε να υπάρχει, μία οικογένεια να παντρεύει το παιδί της. Δεν υπήρχε αυτή την… Δε θυμάμαι πολλά από διασκέδαση, εκτός από τα παιχνίδια που κάναμε εμείς μεταξύ μας, αλλά διασκέδαση δεν υπήρχε έτσι, όπως την εννοούμε σήμερα.
Δηλαδή κάνατε απλά μαζώξεις, ας πούμε, μεταξύ σας;
Ναι, μαζώξεις, να κουβεντιάζουμε, να διαβάζουμε ή να παίξουμε, οτιδήποτε… αλλά σαν διασκέδαση-διασκέδαση, όπως το εννοούμε σήμερα, δε θυμάμαι, δεν έχω κάτι στο μυαλό μου.
Τι συναίσθημα επικρατεί μέσα σας γι’ αυτή την ταραγμένη ζωή που ζούσατε στη Γάζα;
Πρώτα απ’ όλα, νοσταλγία. Εγώ νοσταλγώ εκείνη την εποχή, την παιδική μου, γιατί ήμουνα καλά, πάντως. Και σήμερα βλέπω τους νέους και πώς είναι και λέω: «Εντάξει. Τα παιδιά… δεν είναι έτσι, πρέπει να ζήσουν κάποιες δυσκολίες για να μάθουν κάποια πράγματα στη ζωή». Αυτό πιστεύω εγώ, αλλά μην ανοίξουμε περισσότερο… Πάμε στα για μένα: Ήμουνα και λίγο παραπονιάρης, όμως, ήμουνα παραπονιάρης και παραπονιόμουνα για κάποια πράγματα. Ας πούμε, όταν βλέπαμε τηλεόραση –είχε ωράριο πότε θα κλείσει η τηλεόραση και πώς θα ανοίξει, δεν άνοιγε οπότε θέλαμε την τηλεόραση. Υπήρχε τηλεόραση σπίτι μας, ασπρόμαυρη, απ’ τις μεγάλες, αλλά υπάρχει ωράριο πότε θα τ’ ανοίξουμε–, αλλά ό,τι έβλεπα στην τηλεόραση, βλέπω κάποια πράγματα που είναι διαφορετικά από αυτά που ζούμε εμείς και παραπονιόμουνα μέσα μου, ότι «Γιατί ζουν αυτοί έτσι, διαφορετικά από αυτό που ζω εγώ;». Είχα παράπονο μέσα μου, αλλά ήμουνα με παράπονο, αλλά όχι να γκρινιάζω ή να λέω ότι «Τι είναι αυτή η ζωή που κάνω και αυτοί κάνουνε;», αλλά είχα έτσι μέσα μου παράπονο. Αλλά πάλι, δε με νοιάζει να ξαναζούσα πάλι αυτή την εποχή εκείνη! Έβλεπα ότι κάποιοι ζουν καλύτερα από μένα, έβλεπα κάποια πράγματα διαφορετικά, κάποιοι τα ‘χουν πλουσιοπάροχα και εμείς δεν έχουμε… Έβλεπα κάποια πράγματα, είχα παράπονα μέσα μου γι’ αυτό, αλλά όχι απ’ τους γονείς μου, απ’ τον πατέρα μου, όχι. Πάντα ό,τι μπορούσαν να μας προσφέρανε το καλύτερο, το περισσότερο, αλλά είχα παράπονο γενικά, απ’ το όλο το σύστημα, όχι ειδικά απ’ τους δικούς μου δηλαδή.
Ενότητα 3
Η απόφαση για μετανάστευση στην Ελλάδα για σπουδές Θεολογίας και η ταλαιπωρία της πρώτης ημέρας στο αεροδρόμιο και στην Εξαρχία του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα
00:24:37 - 00:34:04
Και πήρατε λοιπόν την απόφαση να σπουδάσετε Θεολογία και να έρθετε στην Αθήνα.
Ναι, στην Ελλάδα, στην Αθήνα.
Πώς ήταν όταν φύγατε; Το θυμάστε; Και όταν πρωτοφτάσατε στην Αθήνα, τι σας έκανε εντύπωση από κει;
Ωραία, να σας πω δύο πράγματα. Πρώτον απ’ όλα, όταν βγήκε απ’ τη φυλακή –δε θυμάμαι αν το ‘παμε αυτό–, όταν βγήκα από τη φυλακή, μου δώσανε μία ταυτότητα όπως οι υπόλοιποι άλλοι. Γιατί ήταν 16, είχα γίνει 16, έπρεπε να πάω να βγάλω ταυτότητα. Και πήγα στη Βηθλεέμ να τη βγάλω, τον τόπο καταγωγής μου και μου βγάλαν μία ταυτότητα όπως οι υπόλοιποι άλλοι. Όσοι ήταν φυλακισμένοι, τους δίνανε ταυτότητα με άλλο χρώμα και δεν μπορούσε να βγει απ’ τον τόπο εκεί. Εγώ, πάντως –θαύμα μπορείτε να το πείτε; Δεν ξέρω, τους τύφλωσε ο Θεός;– και μου δώσαν την κανονική ταυτότητα και όταν τελείωσα το Λύκειο, όταν ζήτησα αυτό το διαβατήριο που μας δίνανε, για να φύγω, για να ‘ρθω στην Ελλάδα, πάλι δεν είχα πρόβλημα. Ήρθα στην Ελλάδα, έκανα χρόνο, τον πρώτο χρόνο, που έκανα γλώσσα, ελληνική γλώσσα, και ξαναγύρισα κάτω. Τότε με πήραν χαμπάρι! Με καλέσανε για ανακρίσεις: «Και πού ήσουνα κι εσύ πώς βγήκες;» και και και... Τέλος πάντων, αλλά ήταν αργά, έχει γίνει, είχα φύγει. Αυτό για πώς βγήκα. Όταν έφτασα στην Ελλάδα, ήταν μία ταλαιπωρία. Να σας πω, δεν ξέρω αν σημερινό παιδί, σημερινής εποχής ή οποιαδήποτε άλλη χώρα θα καθόταν στην Ελλάδα. Μία κακή εμπειρία θα σας πω τώρα, όχι καλή εμπειρία.
Ναι. Ωραία.
Εγώ κατέβηκα από το αεροπλάνο και με πλησιάσαν δύο αστυνομικοί και με καθοδηγούσαν μαζί τους και ζήτησαν τα χαρτιά μου, όσο σπαστά ήταν τα αγγλικά μου, μπορούσα να συνεννοηθώ μαζί τους και μετά με πήγαν σε κρατητήριο. Δηλαδή έφυγα από την Παλαιστίνη και ήρθα εδώ στην Ελλάδα και με βάλαν στο κρατητήριο του αεροδρομίου, χωρίς να ξέρω το λόγο! Δηλαδή ήταν η πρώτη κακή εμπειρία στην Ελλάδα… Και τους έδωσα όλα τα χαρτιά μαζί, είχα χαρτιά μεταφρασμένα απ’ το Πατριαρχείο, γιατί ήρθα εδώ, το Λύκειό μου, τα πάντα: ό,τι χαρτιά είχα στα ελληνικά μεταφρασμένα από Παλαιστίνη, από αραβικά στα ελληνικά, τους τα ‘δωσα όλα στην αστυνομία και με με πήγαν στο κρατητήριο, μετά από 2 ώρες με βγάλανε, ντάξει, να φύγω, να πάρω την τσάντα μου να φύγω, τη βαλίτσα μου να φύγω. Μετά μπήκα σε ένα ταξί, είχα μια διεύθυνση, που ήτανε η Εξαρχία του Πανάγιου Τάφου στην Πλάκα. Το δίνω στον ταξιτζή, ο ταξιτζής δε με πήγε στην Εξαρχία. Εγώ ξέρω για ποιο λόγο, μετά έμαθα για ποιο λόγο δε με πήγε: γιατί δεν πάει ο δρόμος, είναι τα σκαλοπάτια στην Πλάκα, δεν υπάρχει ο δρόμος να πάει αμάξι. Θα μπορούσε όμως να σταματήσει πριν, να μου πει: «Εκεί είναι». Αλλά αυτός με άφηνε σε ένα ξενοδοχείο στην Πλάκα. Εγώ δεν τον πλήρωνα, πήρα το Δεσπότη τηλέφωνο, που ήταν εκεί ο Έξαρχος, από κει, του μίλησε ο ταξιτζής από το ξενοδοχείο και μετά μου ζήτησε να μιλήσει μαζί μου. Ο Δεσπότης ήξερε αραβικά και μου είπε: «Δώσ’ του λεφτά» –μάλλον παραπονέθηκε ο ταξιτζής ότι δεν τον πληρώνω–, «δώσ’ του τα λεφτά του ταξί και θα στείλω κάποιον να σε πάρει». Έτσι ησύχασα εγώ. Του δίνω τα λεφτά και κάθομαι στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, περιμένω να ‘ρθεί αυτός που θα ‘ρθει να με πάρει… Πολύ άργησε. Εγώ δεν είχα και υπομονή πολλή. Βαρέθηκα, βγήκα έξω, έκανα τις βόλτες μου εκεί πέρα μπροστά και βλέπω ήμουνα κοντά στα γραφεία της Αρχιεπισκοπής, της Μητροπόλεως, από πίσω, κοντά μ’ έχει αφήσει το ταξί είσοδο. Και κάποια στιγμή πήγε ώρα να αρχίζουν οι ιερείς που δουλεύουν στην Αρχιεπισκοπή να πάνε προς τα εκεί στα γραφεία και λέω: «Κάτσε να τους ακολουθήσω, κάπου θα βγω. Παπάδες είναι, να τους ακολουθήσω. Ιερείς είναι!». Και ακολουθώ, πάω πίσω τους. Και ζήτησα εκεί στην Αρχιεπισκοπή, στα γραφεία από κάτω, ζητάω… ο κλητήρας ήταν εκεί, του λέω αν μπορώ να βρω τον Father Meliton (πάτερ Μελίτων), λέει: «Ναι, ανέβα στον 3ο όροφο». Εγώ τρελάθηκα! Αυτός ο πάτερ Μελίτων ήτανε στα Ιεροσόλυμα, στο Πατριαρχείο και ήταν μαζί μας στη Γάζα. Με ξέρει από παιδί. Κι έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και ήρθε στην Ελλάδα. Εγώ λέω: «Ήρθε στην Ελλάδα», αλλά πού φαντάστηκα εγώ να κάνω την ερώτηση, απ’ το πρώτο άτομο να ρωτήσω, να πω: «Πού είναι;», «Ανέβα πάνω, εκεί επάνω». Τέλος πάντων, τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου! Ανέβηκα πάνω και αυτός τρελάθηκε απ’ τη χαρά του, ο μακαριστός, έχει πεθάνει. Με πήρε αγκαλιά και αυτά και: «Πώς είσαι από δω; Τι κάνεις;». Και του είπα ότι θέλω να πάω στην Εξαρχία, «Είναι εύκολο. Εδώ είναι, κοντά είναι». Τέλος πάντων, με πήγε στην Εξαρχία ο Μελίτων τότε και ήταν και ο Δεσπότης εκεί, με καλοδέχτηκε, αυτά. Ζήτησα να πάω να πάρω τα πράγματά μου από το ξενοδοχείο. Μου λέει: «Ναι, πήγαινε παιδί μου και εδώ, έλα». Πήγα να πάρω τα πράγματα από το ξενοδοχείο, γυρίζω, άφαντος ο Δεσπότης! Ήταν μια κυρία που ήταν εκεί, οικονόμος στην Εξαρχία, μου ανοίγει την πόρτα, με βάζει στο σαλόνι –ευτυχώς δηλαδή! Και η ώρα ήταν γύρω στις 9:00, μέχρι τις 3 το μεσημέρι δε μου [00:30:00]προσφέρθηκε ούτε ένα ποτήρι νερό… ούτε να μου μιλήσει κανείς! Με πήγανε στον καναπέ, στο σαλόνι και δεν…. Νομίζω αυτό ήτανε κακή εμπειρία της πρώτης ημέρας για ένα παιδί 19 χρόνων –πόσο ήμουνα;–, είναι κακή εμπειρία… Για σημερινό παιδί; Άνθρωπος δε νομίζω να πάει, νέος, να κάτσει. Με το ίδιο αεροπλάνο που ήρθε από την Παλαιστίνη θα φεύγει! Έτσι πιστεύω εγώ. Αλλά εγώ είχα στόχο μέσα μου, είχα σκοπό. Και λέω: «Δεν πειράζει. Τόσα άλλα έζησα στην Παλαιστίνη, εδώ θα δυσκολευτώ για 1 μέρα;». Της κυρίας αυτής το ‘πα, όταν έμαθα τα ελληνικά και άρχισα να τα λέω, της τα ‘πα, λέω: «Αυτό το πράγμα δε θα συνέβαινε στην Παλαιστίνη. Να έχω έναν άνθρωπο στο σαλόνι τόσες ώρες. Να δω αν ζει ή αν έπαθε τίποτα, να του μιλήσω: “Τι κάνεις; Ένα νερό”, να του φέρω ένα ποτήρι νερό να πιει». Εντάξει, δεν είναι όλοι, δεν είναι Ελλάδα έτσι, εντάξει; Δεν παραπονιούμαι. Εγώ έχω ζήσει με ανθρώπους, δηλαδή έχω στην Ελλάδα, έχω… Περίμενε. Η Ελλάδα είναι δεύτερη πατρίδα μου! Όταν με ρωτάνε από πού είσαι, λέω: «Είμαι Παλαιστινιομυλοποταμίτης!». Δεν το περίμενες!
Πολύ πιασάρικο!
Ναι. Η Ελλάδα είναι δεύτερη πατρίδα μου. Και έχω γνωρίσει πάρα πολλούς καλούς ανθρώπους, πάρα πολλούς καλούς ανθρώπους! Και έχω ανθρώπους εδώ στην Ελλάδα κι εδώ στην Κρήτη, ειδικά στην Κρήτη, τους θεωρώ οικογένεια, δεύτερη οικογένειά μου. Πολλά άτομα, όχι ένα άτομο, δηλαδή έχω πολλές οικογένειες εγώ, γι’ αυτό δεν παραπονιέμαι –εντάξει, δόξα τω Θεώ!–, αλλά λέω σαν εμπειρία πρώτης ημέρας που πάτησα τα πόδια μου στην Αθήνα. Ήταν έτσι… κακή εμπειρία για μένα. Αλλά εντάξει, όλα καλά!
Στον τόπο σας, στην πρώτη σας πατρίδα, που λέτε, λοιπόν –όχι στη δεύτερη στην πρώτη σας–, υπήρχε η νοοτροπία της… Είπατε δηλαδή ότι αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ στην Γάζα, στην Παλαιστίνη δε θα συνέβαινε ποτέ. Υπήρχαν αξίες, παρόλο που υπήρχε και φτώχεια, που ήταν έτσι φροντιστικές;
Μισό λεπτό. Παράδειγμα, για να καταλάβετε.
Ναι.
Είχαν έρθει στη Γάζα από τη Χεβρώνα και ψάχνανε –άγνωστοι για μας–, Είχανε μία ιστορία με έναν ταξιτζή που δούλευε Γάζα-Χεβρώνα το ταξί του, χριστιανός. Και είναι μια ιστορία εκεί με αυτόν και ήρθαν από τη Χεβρώνα όλοι οι μουσουλμάνοι και δεν ξέρω εγώ τι ήταν αυτοί και ψάχνανε να βρούνε, ήταν χριστιανός, λέει: «Πάμε να βρούμε τον ιερέα, να δούμε τι θα κάνουμε με το χριστιανό, με αυτή την υπόθεση». 12 η ώρα το βράδυ, 12 η ώρα το βράδυ έστρωσε τραπέζι η μητέρα μου για 20 άτομα! Όχι τραπέζι, ξέρεις, κονσέρβα και τίποτα… Έβρασε κρέας, έκανε πιλάφια και με ιστορίες, τραπέζι-τραπέζι! 12 το βράδυ… Άγνωστοι! Γιατί άργησαν, έκατσαν πολλή ώρα, κουβέντιαζαν και αυτά και λέει ο πατέρας μου: «Ώρα είναι ώρα φαγητού, δε θα φύγουν αυτοί έτσι από δω!». Άγνωστοι, είκοσι άτομα, όχι ένα άτομο. Παράδειγμα, σας είπα. Παρόλη τη φτώχεια, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Έστω ένα ποτήρι νερό, να κάτσεις να του μιλήσεις, να του πεις: «Πώς είσαι; Πού είσαι; Τι κάνεις; Τι ήρθες να κάνεις; Πώς πάει; Θες τίποτα;». Αυτό περίμενα εγώ να κάνει αυτή η κυρία που ήταν εκεί. Ο Δεσπότης, ντάξει, είχε το σκοπό του, είχε κάπου να πάει, κι έδωσε εντολή να μου ανοίξει η κυρία να μπω μέσα, να μη μένω στο δρόμο. Αλλά είχε άλλες δουλειές, άλλη υποχρέωση ο Δεσπότης, δεν περίμενε εμένα, έναν φοιτητή. Δεν ήταν δουλειά του Δεσπότη αυτή. Και δεν έμεινα εκεί εγώ, στην Εξαρχία, ήμουνα στο Οικοτροφείο το Θεολογικό, που ήτανε αυτό… Δεν έμενα εκεί, αλλά ήταν μία εξυπηρέτηση, για να μπορώ τις πρώτες κινήσεις μου, με έναν με ένα παλιό φοιτητή που ήταν εκεί. Εντάξει, τέλος πάντων, μη μείνουμε σ’ αυτό, μη μείνουμε σ’ αυτό.
Ενότητα 4
Τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα: η αλληλεγγύη των συμφοιτητών, η ψαλτική στα ελληνικά ως κίνητρο, η ζωή στα οικοτροφεία και η επιτυχημένη προσφορά ενοριακού έργου σε σχολεία
00:34:04 - 00:43:07
Πώς ήταν τα χρόνια σας, λοιπόν, τα φοιτητικά στην Αθήνα;
Στην αρχή με δυσκόλεψε πάρα πολύ η γλώσσα. Αλλά εμένα μου άρεσε, μου άρεσε τα ελληνικά, τα ‘θελα δηλαδή να τα μάθω. Κι έτσι, δυσκολεύτηκα μεν, αλλά τα κατάφερα, δόξα τω Θεώ! Να σου πω μόνο μία εμπειρία, έτσι, με τα ελληνικά. Εγώ στην πατρίδα μου έψελνα κιόλας στον πατέρα μου κι ήμουνα και ψάλτης στον πατέρα μου. Όταν ήρθα εδώ, είχα δυσκολευτεί στην αρχή, λέω: «Τι θα γίνει; Δε θα μπορώ να ψέλνω;». Άκουγα να ψέλνουν κι εγώ να μην μπορώ να εκφραστώ μες στην εκκλησία! Ένα «Κύριε ελέησον» το ‘ξερα να το πω, αλλά τίποτ’ άλλο! Και μετά έμαθα ότι στο Ν.Ι.Μ.Τ.Σ. το νοσοκομείο υπάρχει μία εκκλησία Αγία Όλγα, είναι ακόμα, μέχρι σήμερα υπάρχει, που λειτουργούν εκεί οι αραβόφωνοι από όλη την Αττική και ξεκινάνε 10 η ώρα το πρωί η Λειτουργία, μέχρι να ‘ρθουν απ’ όλη την Αττική, ξεκινάνε 10 η ώρα. Κι έμαθα αυτό, ότι υπάρχει. Τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου! Και πήγα εκεί την πρώτη Κυριακή, δεύτερη Κυριακή, να ψέλνω στο αναλόγιο δίπλα από τον ψάλτη το μόνιμο εκεί… Την τρίτη Κυριακή, όμως, κάποια στιγμή ταξίδεψε το μυαλό μου και λέω: «Εγώ ήρθα στην Ελλάδα να μάθω αραβικά; Δεν ξανάρχομαι εδώ!». Και δεν ξαναπήγα εκεί μέχρι όταν έγινα διάκος. Γιατί αυτό το εκκλησάκι είναι Μετόχι της Μονής Πετράκης, του μοναστηριού που πήγα. Και πήγα όταν ήμουνα διάκος, πήγα με τον Ηγούμενο, μου λέει ο Ηγούμενος: «Πάμε στους δικούς σου. Και πήγα εκεί και έψελνα και στα ελληνικά και στα αραβικά εγώ τότε, σαν διάκος που ήμουνα εκεί. Και αυτό το λέω πολλές φορές στα παιδιά εδώ, των χωριών εδώ από κάτω, που κουβεντιάζουμε μαζί τι σκοπό έχουνε για τη ζωίτσα και μετά. Και σκέφτονται τι στόχο, να βάλουν στόχο, πάντα τους λέω: «Να βάλετε στόχο και να τον κυνηγάτε το στόχο σας!», τους το λέω πολλές φορές. Εγώ ήρθα από μία χώρα που δεν ήξερα καν τι σημαίνει «καλημέρα», «καλησπέρα», ούτε αυτά δεν ήξερα! Κι έβαλα στόχο να σπουδάσω, να μάθω, να μάθω την ελληνική γλώσσα, να μάθω να ψέλνω στα ελληνικά, τα πάντα. Και το κυνήγησα, τα κατάφερα σ’ ένα μεγάλο βαθμό τα κατάφερα, δόξα τω Θεώ! Υπάρχει δυσκολία, πάντα υπάρχει δυσκολία, οτιδήποτε κάνεις στη ζωή σου, υπάρχει δυσκολία. Κι η αρχή πάντα είναι δύσκολη, πάντα είναι δύσκολη! Αλλά, δόξα τω Θεώ, η φοιτητική μου ζωή ήταν ωραία, είχα πολλή βοήθεια –γι’ αυτό σου είπα: «Εντάξει, πρώτη εμπειρία, άσ’ το, το ξεχνάμε αυτό, τις πρώτες μέρες»–, αλλά είχα πολλή βοήθεια και από συμπατριώτες και από Έλληνες φοιτητές, που ήταν εκεί στο πανεπιστήμιο, και από άλλες χώρες. Πάντως, υπήρχε πάρα πολλή βοήθεια και καταλαβαίναν τη δυσκολία στην αρχή και πάντα υπήρχε αυτό, σαν να ήταν αυτόματο όλο αυτό, δούλευε έτσι μοναχό του το σύστημα, ότι οι πιο παλιοί, οι πιο… αυτό, οι πιο έξυπνοι –τα καταφέρναν πιο γρήγορα–, κάποιοι που είχαν περισσότερη εμπειρία από ελληνική γλώσσα πριν μαθαίναν, βοηθούσαν τους νέους, τα παιδιά που έρχονται νέοι φοιτητές. Κι είχα πολλή βοήθεια, δόξα τω Θεώ! Και αυτό μετά αυτόματα ήρθε σ’ εμένα, δηλαδή μετά όσοι φοιτητές ερχότανε από πατρίδα ή οπουδήποτε, και μετά που έγινα ιερέας, όλους τους κυνηγάω από πίσω, να τους βοηθήσω ό,τι χρειαστούν, όπως το χρειαστούν και ό,τι κάνει. Κι ας μη σπουδάσει Θεολογία, δεν είναι μόνο για Θεολογία, μιλάμε για οτιδήποτε σπουδές. Αυτό υπάρχει το σύστημα, έτσι, σαν νόμος, άλλα άγραφος νόμος. Αλλά όλοι, ο ένας βοηθάει τον άλλον, και από τους ντόπιους, από τους Έλληνες, αλλά και από τους παλιούς, που είναι εδώ στην Ελλάδα από άλλες χώρες, και από την πατρίδα μου και από άλλες χώρες.
Είχατε δηλαδή παρέες από… και με Έλληνες–
Ναι, ναι και με Έλληνες και με–
Παλαιστίνιους.
Παλαιστίνιους.
Και μετά πώς αποφασίσατε να γίνετε μοναχός; Ή ήταν εξαρχής το πλάνο ότι θα ακολουθήσετε αυτή τη ζωή;
Πριν απ’ αυτό, να σας πω πάλι μία εμπειρία μου.
Ναι.
Γιατί εγώ λέω ότι –και το λέω πολλές φορές σε πολλούς ανθρώπους που έρχονται εδώ, ασχολούνται σ’ εμένα–, τους λέω: «Παιδιά, όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει μια μεγάλη. Άμα είμαστε αισιόδοξοι και πιστεύουμε στο θέλημα του Θεού, ανοίγει μια μεγάλη πόρτα για σένα». Εγώ βρέθηκα κάποια στιγμή να μην μπορώ, να μην ξέρω πού θα μείνω. Κάποια στιγμή έφυγα από το Οικοτροφείο και πήγα, γιατί μου άρεσε να είμαι κοντά στην εκκλησία, και πήγα έμεινα στην Εξαρχία του Πανάγιου Τάφου. Και ήρθε η Αρχαιολογία να φτιάξουν το χώρο αυτό, ήταν παλιό και δεν ήξερα πού να πάω. Έφυγα από το Οικοτροφείο, ήμουνα στην Εξαρχία του Πανάγιου Τάφου και μετά υπήρχε δυσκολία. Και πήγα, έφυγα από κει και πήγα στη Ρόδο, στη Ρόδο ήταν ο αδερφός μου ιερέας, ναι, και πήγα να κάνω –ήταν Χριστούγεννα, τέτοιες μέρες ήταν, δηλαδή γιορτινές μέρες– και μετά τα Χριστούγεννα πήγα –έκανα Χριστούγεννα στην Εξαρχία–, την άλλη μέρα πήγα, έφυγα, πήγα για Ρόδο, να κάνω τα Θεοφάνεια εκεί. Και ήξερα ότι θα γυρίσω στην Αθήνα, δεν ήξερα πού θα μείνω από Ρόδο μετά τις εορτές. Κι έτσι, στεναχωριόμουν τι θα κάνω τώρα και είχα άγχος τι θα κάνω. Εκεί βρέθηκε ένας συμφοιτητής μου, κι εκείνος μαζί μου στη Ρόδο, είχε το τηλέφωνο του αδερφού μου. Και με ρωτούσε τι θα κάνω, που θα αυτό, που θα είμαι: «Να βρεθούμε μετά που θα γυρίσεις», λέω: «Πού θα με βρεις; Δεν ξέρω πού θα με βρεις; Σε κάνα παγκάκι…;» και γελούσαμε. «Όχι», μου λέει, «πάρε αυτό το τάδε τηλέφωνο και μίλα». Ήταν ένα οικοτροφείο, πάλι για φοιτητές, που γνώρισα εκεί τον πνευματικό μου, που είχα μόνιμα μετά, από κει και πέρα. Κι έτσι, πήγα κι εκεί, πήρα τηλέφωνο και δηλαδή από τότε πήγα εκεί κατευθείαν, πήγα πήρα τα πράγματά μου από την Εξαρχία και πήγα εκεί.
Σε ποιο οικοτροφείο;
Αυτό ήταν στα Σεπόλια. Ήταν οικοτροφείο ενός σωματείου, δε θυμάμαι, αλλά ήταν υπεύθυνος για αυτό δύο ιερείς, ο πατήρ [00:40:00]Ιγνάτιος ο Μόσχος, που είναι ακόμη στην Αθήνα, ζει, και ο πατήρ Χρυσόστομος Αγγέλου, πνευματικός μου, που ήτανε πνευματικός και του Ιγνατίου κι εμένα μετά. Και φρόντιζε τα παιδιά, φοιτητές και από άλλες χώρες και από Έλληνες, δηλαδή είχα και Έλληνες μέσα σε αυτό το οικοτροφείο, που ήταν από νησιά, που δεν μπορούσαν να μείνουν, που θέλαν να βρούνε πού να μείνουν κι έμειναν στο οικοτροφείο αυτό. Και έτσι, ανοίχτηκε μία μεγάλη πόρτα για μένα, από κει, δηλαδή εκεί που ήμουνα… δεν ήξερα τι θα κάνω, πού θα μείνω, βρέθηκε το οικοτροφείο και βρέθηκε κάποιος να με σπρώξει κιόλας παραπέρα! Και έτσι, την πρώτη γνωριμία με τους πατέρες ήτανε σε έναν Εσπερινό, του Αγίου Αντωνίου παραμονή, που πήγα. Πήγα εκεί και πήγα στο αναλόγιο να ψέλνω και δεν περίμεναν, δεν πίστεψαν ότι είμαι Παλαιστίνιος. Λέω: «Είμαι Παλαιστίνιος! Ψέματα σας λέω; Είμαι Παλαιστίνιος», «Πώς ψέλνεις στα ελληνικά;», «Ε, άμα έχεις νοσταλγία να ψέλνεις, που έψελνα στα αραβικά, γι’ αυτό». Φρόντισε ο γέροντας τότε, ο πατήρ Ιγνάτιος, να μείνω εκεί σαν ψάλτης, πρώτα της ενορίας του, αριστερός ψάλτης, και μετά να φτιάξω μια χορωδία. Και αυτό προς τιμήν του πατέρα Ιγνατίου! Ο πατήρ Ιγνάτιος έχει… Λέω πολλά, ε; Σας κουράζω!
Όχι, όχι, όχι! Πείτε αυτό που θέλετε.
Ο πατήρ Ιγνάτιος έχει καλές σχέσεις με τα σχολεία γύρω, ειδικά τα Δημοτικά σχολεία, που εκεί είναι η βάση κιόλας. Και με έστελνε εκεί και έκανα και 1 ώρα μάθημα στα παιδιά του σχολείου, τους μάθαινα να ψέλνουν, κάνα κομμάτι, κάνα τραγούδι, κάνα κάλαντα –είχα μάθει τα κάλαντα όλης της Ελλάδας! Και έτσι, είχα μία συνεννόηση με τους δασκάλους του σχολείου, με το Διευθυντή, και πήγαινα σε δύο σχολεία εκεί της περιοχής, 2 φορές την εβδομάδα, σε δύο σχολεία. Που αυτά τα παιδιά μετά ήρθαν στην εκκλησία. Kαι είχα κάνει μια χορωδία, κάναμε όλη τη Λειτουργία μαζί! Και όλα αυτά έγιναν σε 1 χρόνο! Σε 1 χρόνο, το ’97, σε 1 χρόνο γίναν όλα αυτά, που δεν πίστευε ο πατήρ Ιγνάτιος ότι αυτά γίνανε σε 1 χρόνο. Όταν πήγα να κάνω για το μοναστήρι, όταν πήγα… είπε ο πνευματικός μου, ο πατήρ Χρυσόστομος: «Πάρε και το Σωτηράκη» –Σωτήρη με λέγανε πριν–, «Πάρε το Σωτήρη, πάρε τηλέφωνο τον Ηγούμενο εκεί της Πετράκης» και είπε: «Να έρθετε με τον πατέρα Ιγνάτιο μαζί». Και πήγαμε στην πόρτα έξω από το γραφείο του Ηγουμένου, συζητούσαμε με τον πατέρα Ιγνάτιο, του λέω: «Να ξέρετε, γέροντα» –και ήταν πάλι παραμονή του Αγίου Αντωνίου, δηλαδή κλείναμε 1 χρόνο–, του λέω: «Γέροντα, σήμερα έχουμε επέτειο γνωριμίας», μου λέει: «Αποκλείεται», λέω: «Μα 1 χρόνο είμαστε μαζί μόνο!», λέει: «Αποκλείεται!». Δεν το πίστευε ο πατήρ Ιγνάτιος ότι ήμασταν 1 χρόνο μαζί μόνο, με τόσα που γίναν εκεί πέρα στην ενορία, με την αλλαγή που έγιναν. Γιατί, ξέρεις… Δυσκολεύομαι, ξέρετε πού τώρα; Μιλάω για τον εαυτό μου και δυσκολεύομαι να το πω, δυσκολεύομαι λίγο. Τέλος πάντων… Έγιναν πολλά εκεί, ειδικά με τα παιδιά, μικρά παιδιά. Όταν είναι παιδιά, ασχολούμαι με παιδιά, είναι η καλύτερή μου.
Ενότητα 5
Η επιλογή του μοναστικού βίου: μια «φυσική» πορεία μέσα από την αγάπη και την προσφορά για το συνάνθρωπο, καθώς και την πίστη ως όχημα υπέρβασης των εμποδίων
00:43:07 - 00:50:36
Τέλος πάντων, εκεί πήγαμε με τον πατέρα Ιγνάτιο στον Ηγούμενο τότε, το Χριστόφορο Παπαδόπουλο, τον Ηγούμενο εκεί του μοναστηρίου, και έκανα την αίτηση απ’ την πρώτη μέρα, Εκεί είχε ένα σύστημα ο γέροντας: σε άφηνε λίγο καιρό και μετά σου ‘λεγε: «Κάνε αίτηση». Εγώ έκανα αίτηση απ’ την πρώτη μέρα!
Για μοναχός;
Για μοναχός, ναι. Για δόκιμος μοναχός. Όχι μοναχός, για δόκιμος μοναχός. Και μετά από 1 χρόνο έγινε η κουρά μου, 24 του Γενάρη του ’98. Μπήκα το ’91, το Γενάρη, και 24 του Γενάρη έγινα μοναχός. 1 χρόνο δόκιμος ήμουνα στο μοναστήρι δίπλα απ’ το γέροντα, τον Ηγούμενο του μοναστηρίου, και με συμβουλές του πνευματικού μου, του πατέρα Χρυσοστόμου Άγγελου, του μακαριστού.
Πώς αποφασίσατε να πάρετε αυτή την… να ζήσετε αυτή τη ζωή; Θα μπορούσατε, ας πούμε, να γίνετε ιερέας.
Ιερέας, παντρεμένος ιερέας, ναι. Κοιτάξτε: Η ζωή του ιερέα του παντρεμένου την έζησα από κοντά, από τον πατέρα μου. Και έτσι, είχα μία εικόνα. Σας είπα, κληρονόμησα από τον πατέρα μου πολλή αγάπη για τον άνθρωπο, για την Εκκλησία, το Χριστό και το ποίμνιο και την προσφορά και θα δυσκολευόμουνα πάλι, θα μαρτυρούσε μαζί μου μια οικογένεια, μια σύζυγος και παιδιά! Είμαι άνθρωπος της προσφοράς, άνθρωπος που θα κυνηγήσει για να βρει κάποιον άνθρωπο να τον βοηθήσει, απ’ όπου και να ‘ναι και ό,τι ώρα και να ‘ναι. Αυτό το πράγμα μπορεί να το πούμε, αλλά, τέλος πάντων, λίγο πιο μετά, όχι με λεπτομέρειες, να σ’ τα εξηγήσω κάποια πράγματα.
Αν θέλετε, μπορείτε να το πείτε και τώρα αυτό που έχετε σκοπό να πείτε.
Τίποτα. Το κινητό μου, όπως βλέπεις, εδώ κάθεσαι μαζί μου και βλέπεις, δε σταματάει να χτυπάει: και μηνύματα και τηλέφωνα και αυτά. Οποιοσδήποτε, και τώρα είμαστε εδώ, από τη Σητεία να με πάρει τηλέφωνο ή να μου στείλει κάποιος μήνυμα ότι θέλει βοήθεια, θα τρέξω, θα πάω, θα αφήσω τα πάντα και θα πάω. Και εσένα θα αφήσω να πάω, γιατί αυτό είναι πιο σημαντικό από αυτό που κάνουμε τώρα: μία ψυχή έχει πρόβλημα και έχει ανάγκη να μιλήσει με κάποιον άνθρωπο. Και δεν περιμένω να ‘ρθούν εδώ, θα τρέξω εγώ! Πριν κάμποσα χρόνια δυσκολευόσουν να με βρεις στο μοναστήρι εδώ. Γιατί; Γιατί έτρεχα συνέχεια παντού, παντού έτρεχα. Αυτό το τρέξιμο το παντού έφερε τον κόσμο κοντά. Τώρα δεν τρέχω πολύ, τώρα θα με βρεις πιο εύκολα στο μοναστήρι. Στην αρχή έπρεπε να τρέξω, για να έρχεται ο κόσμος, να έρχεται εδώ πέρα, να μάθει κόσμος –πρώτα απ’ όλα, ήταν άγνωστο μοναστήρι για τον πολύ κόσμο, ήταν κλειστό πολλά χρόνια και ήτανε άγνωστος και ο Πορφύριος και ο τρόπος που μπορεί να πλησιάζει κάποιος άνθρωπος έναν άλλον άνθρωπο που έχει ανάγκη, που έχει ο Πορφύριος. Για τον Πορφύριο δε θα μιλήσω, για μένα δε θα πολυμιλήσω… Θα μιλήσω ότι θα τρέξω, θα τρέξω, πάντως, αυτό θα το κάνω, όποια ώρα και να ‘ναι, όποια ώρα και να ‘ναι. Ό,τι χρειαστεί, όποιος χρειαστεί και όταν χρειαστεί και δε θα σταματήσει το τηλέφωνο, το τηλέφωνο σταματάει καθόλου.
Και αισθανθήκατε, λοιπόν, ότι σε αυτό τον τρόπο ζωής μία οικογένεια θα δυσκολευόταν να συμπορευτεί;
Θα ήταν δύσκολο. Ναι, ναι, ναι, θα ήταν δύσκολο.
Παρόλα αυτά, για εσάς προσωπικά αυτός ο δρόμος της μοναστικής ζωής τι δυσκολίες μπορεί να έχει; Θέλετε, θα μπορούσατε να μου περιγράψετε;
Κακά τα ψέματα, επειδή και είμαι και μόνος μου στο μοναστήρι εδώ, κάποιες ελάχιστες φορές μου έρχεται στο μυαλό μου: «Κι αν πάθω τίποτα τώρα που είμαι εδώ μόνος μου; Ποιος θα με προσέχει ή ποιος θα πάρει χαμπάρι ότι έπαθα τίποτα;». Κάποιες φορές, τώρα που αρχίζω να πλησιάζω τα 50, αρχίζω να τα σκέφτομαι έτσι, η αλήθεια να λέγεται. Τώρα που αρχίζω να πλησιάζω τα 50, αρχίζω να σκέφτομαι έτσι. Τίποτ’ άλλο. Για μένα τίποτ’ άλλο. Γιατί όταν αγαπάς κάτι, το κάνεις με μεγάλη χαρά και τα εμπόδια να βλέπεις στο δρόμο σου, μπροστά σου, δε θα παίρνεις χαμπάρι. Θα τα περνάς τραγουδώντας! Δηλαδή οτιδήποτε εμπόδιο στη ζωή που μου έχει έρθει, για οτιδήποτε, τα περνάω τραγουδώντας, γιατί ξέρω, τα προβλέπω. Όχι, δεν προβλέπω τίποτα εγώ το μέλλον, όχι, προβλέπω ότι πάντα υπάρχει δυσκολία στη ζωή, πάντα. Το θέμα είναι πώς αντιμετωπίζεις τη δυσκολία της ζωής. Οτιδήποτε είναι αυτό, ή είσαι μοναχός ή είσαι στο σπίτι σου, οπουδήποτε, σε οτιδήποτε αν κάνεις στη ζωή σου. Εγώ τα περνάω τραγουδώντας και με αισιοδοξία, οτιδήποτε. Πάντα ψάχνω το καλό πίσω από οτιδήποτε κακό. Τα κακά υπάρχουνε, τα κακά και οι δυσκολίες υπάρχουν στη ζωή! Αλλά πάντα ψάχνω εγώ πίσω από αυτό. Αλλά αυτό δεν έγινε έτσι αυτόματα, να ψάχνω. Κάποια στιγμή εγώ συνειδητοποίησα ότι… Τα ‘βαλα κάτω, η ζωή μου ποια ήτανε μέχρι κάποιο σημείο και λέω: «Κοίταξε, αυτό το εμπόδιο είναι αυτή την πόρτα, να ανοίξει αυτή την πόρτα. Το άλλο εμπόδιο ήταν άλλη, μεγαλύτερη πόρτα». Και έτσι, λέω: «Ώπα, ώπα, μη σκας», λέω στον εαυτό μου, «μη σκας», τότε, «Να ‘ναι ευλογημένα όλα! Ο Θεός ξέρει γιατί εμποδίζει κατιτί στη ζωή σου. Να είναι ευλογημένα όλα!». Έβλεπα ότι όλα τα εμπόδια της ζωής μου και τα προβλήματα, όλα είχανε για καλύτερο σκοπό για μένα, για την πορεία της ζωής μου. Γι’ αυτό απόλυτη εμπιστοσύνη στον Πανάγαθο Θεό…
Αυτό που ονομάζεται πειρασμός, και οι σαρκικοί πειρασμοί –γιατί είστε νέος άνθρωπος, κακά τα ψέματα– και όλες οι απολαύσεις, οι κοσμικές, ας πούμε, που αναγκαστικά στερείστε από αυτό το δρόμο… τέτοιου είδους δυσκολίες αντιμετωπίσατε; Και αν τις αντιμετωπίσατε, πώς τις καταστείλατε μέσα σας; Δηλαδή τι χρειάστηκε να κάνετε για να συνεχίσετε στο δρόμο αυτό; Κακή ερώτηση;
Όχι, είναι μία ερώτηση που δε θα απαντήσω.
Εντάξει, ωραία.
Είναι προσωπική μου… αυτό και δε θα τ’ απαντήσω. Υπήρχαν δυσκολίες, πάντα υπάρχουν δυσκολίες και υπήρχαν δυσκολίες, για κάθε άτομο είναι διαφορετικά. Δεν είναι όλοι οι μοναχοί το ίδιο, δεν περνάει ίδιες δυσκολίες κάθε μοναχός. Καθένας το πολεμάει εκεί που πονάει. Οι πειρασμοί πάντα υπάρχουν καθένας πού πονάει. Άλλος πονάει… άλλος υπάρχει που… βλέψεις για δόξες, άλλος για σαρκικές, άλλος για χρήμα, άλλος… Υπάρχουν πολλά, πολλά είναι! Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να σου καρφώσει το μυαλό του ανθρώπου, γιατί, να σας πω την αλήθεια, είναι αθώος ο διάβολος καμιά φορά. Γιατί πάντα τα είχαμε και: «Ο διάβολος μ’ έβαλε»: όχι. Εγώ [00:50:00]λέω πολλές φορές: «Είναι αθώος ο διάβολος. Είμαστε ακόμη πιο πανούργοι και πιο πονηροί απ’ αυτόν!». Αλλά προσωπικά τα δικά μου, ας αφήσω τα δικά μου.
Ναι, ναι, ναι. Όχι. Με συγχωρείτε αν…
Όχι, όχι, δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Εντάξει, είναι μία ερώτηση λογική, που αναρωτιέται οποιοσδήποτε άνθρωπος για έναν μοναχό. Εγώ σας λέω ότι ούτε άγιος είμαι ούτε θα ξέρω ότι… προβλέπω να αγιάσω. Προσπαθώ και είμαι στον αγώνα. Είμαι στον αγώνα μου! Σαν μοναχός, είμαι στον αγώνα μου μέχρι την τελευταία μου αναπνοή, θα είμαι στον αγώνα μου. Τι θα καταφέρω, αυτό θα το δω αργότερα. Αλλά είμαι στον αγώνα μου. Αυτό.
Ενότητα 6
Το ιστορικό εγκατάστασης του αφηγητή στη Μονή Χαλέπας: η φυγή από την Αθήνα, το πέρασμα από τη Μονή Αρσανίου, η ολιγάρκεια και οι πάντα ανοιχτές πόρτες στην πρώην εγκαταλελειμμένη Μονή
00:50:36 - 01:04:07
Ωραία… Πώς διαλέξατε τη Μονή Χαλέπας; Γιατί όταν ήρθατε… Αρχικά, θέλετε να μας πείτε αυτή την ιστορία; Πώς βρήκατε τη Μονή Χαλέπας και πώς επιλέξατε να γίνετε μοναχός εδώ;
Ωραία, εγώ ήμουνα στην Αθήνα, σας είπα πριν. Ναι, ήμουνα στην Αθήνα, με κάποιες δυσκολίες πάλι και εκεί, γιατί, είπαμε, εγώ σας το ‘πα πριν, αλλά το είδα μετά εγώ. Τέλος πάντων, κάποια τα βλέπω μετά. Πάντα υπάρχουν δυσκολίες. Εγώ δυσκολεύτηκα λίγο στην Αθήνα και ήθελα να φύγω. Γνώρισα μια οικογένεια, ήταν στην ενορία μου στην Αθήνα και η οικογένεια αυτή είχαν ένα μοναχοπαίδι που είχε σκοτωθεί εδώ στην Κρήτη, Κρητικός, Ρεθυμνιώτης. Και έτσι, ήρθα σε ένα από τα μνημόσυνά του και γνώρισα… έτσι έμαθα την Κρήτη. Και μ’ άρεσε πάρα πολύ! Κι άρχισα να σκέφτομαι την Κρήτη εγώ. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι την Κρήτη. Και κάποια στιγμή πήρα την απόφαση να φύγω, με το θέλω: «Θα φύγω. Τέλος! Θα φύγω. Φεύγω, δεν μπορώ άλλο την Αθήνα!», δεν μπορούσα άλλο την Αθήνα. Και είχα το μυαλό μου την Κρήτη. Και δεν το έχω μετανιώσει ποτέ ούτε πιστεύω θα το μετανιώσω. Ότι εδώ ήρθα στο κατάλληλο μέρος για μένα. Είναι ωραίοι άνθρωποι οι Κρητικοί! Πήγα από κει, από την Αθήνα, όταν ήρθα, πήγα ζήτησα από το μακαριστό τον Άνθιμο, τον Επίσκοπο Ρεθύμνης, το μακαριστό, πήγα ζήτησα να είμαι στη Μονή Αρσανίου. Το μοναστήρι του Αρσάνι είναι λίγο πριν το Αρκάδι. Γιατί έβλεπα ότι υπάρχει λόγος εκεί πέρα, γιατί, εντάξει, ήτανε δύο-τρεις γέροντες εκεί πέρα και λέω εγώ να πάω ως νέο παιδί, να μπορώ να κάνω κάτι στο μοναστήρι αυτό και να είμαστε εκεί πέρα. Καμία σχέση με Αθήνα, όμως, έτσι; Καμία σχέση, καμία σχέση! Τέλος πάντων, ναι, πήγα εκεί. Ήμουνα εκεί 4 χρόνια, μέχρι το ’08. Αυτό ήταν 2004, μέχρι το 2008 ήμουνα στο μοναστήρι αυτό. Εγώ πιστεύω εκεί υπήρχε ένας άλλος λόγος που πήγα σε αυτό το μοναστήρι, δεν ήρθα κατευθείαν εδώ. Γιατί αν εγνώριζα αυτό το μοναστήρι απ’ την αρχή που ήρθα, πίστεψέ με, θα ερχόμουν κατευθείαν εδώ. Μάλλον δύο λόγοι: Η μετάβαση μου από Αθήνα στην Κρήτη ήθελε λίγο –πώς το λένε;– λάου-λάου, σιγά-σιγά, γιατί διαφορετικά στο Αρσάνι, κι είναι και δίπλα απ’ την πόλη, αλλά διαφορετικά και εδώ. Γι’ αυτό απ’ το απότομο θα ήταν, μπορεί να ήταν πρόβλημα για μένα, δεν ξέρω. 50:03 Το απότομο να είμαι από την Αθήνα να βγω στη Χαλέπα εδώ, που ήταν πολύ απότομο, πιστεύω εγώ, τώρα που το βλέπω εγώ, που έτσι, μπορεί να ήταν απότομο. Μπορεί να μην ήταν, δεν ξέρω. Αυτό ήταν μεταβατική περίοδος για μένα, αυτή, 4 χρόνια στο Αρσάνι, στη Μονή Αρσανίου. Ο δεύτερος σημαντικότερος λόγος για μένα ήτανε η Παναγία. Στο Παγκαλοχώρι, την ενορία που είναι λίγο πιο μετά από το χωριό, που ήταν ενορία μου, πρώτη ενορία εδώ στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο, υπάρχει μία εκκλησία, που είναι τα Εισόδια της Παναγίας. Εκεί αυτή η εκκλησία δεν είχε εγκαινιαστεί ποτέ. Βρέθηκα κατευθείαν, μόλις ανέλαβα την ενορία να έχει γίνει, να πουληθεί ένα χωράφι, να κάνω κάποια δουλειά στην ενορία αυτή. Κι εγώ ψάχνομαι λίγο παραπάνω κι έτσι σταμάτησα οτιδήποτε. Έγινε δημοπρασία, πουλήθηκε το χωράφι, τα λεφτά ήταν στην τράπεζα και κάποιοι ήθελαν να κάνουν… δεν ξέρω τι να κάνουν, πρόχειρες δουλειές. Σταμάτησα όλες αυτές τις δουλειές που πήγαιναν να κάνουνε και έβαλα μηχανικό, αρχαιολογία, τα πάντα, όλα νόμιμα και σωστά, να είναι εκ βάθρων μελέτη για το τι θα κάνουμε την εκκλησία αυτή. Και όταν φτάσαν στην Αγία Τράπεζα –γιατί οποιαδήποτε εκκλησία είναι εγκαινιασμένη φαίνεται από την Αγία τράπεζα. Και να έχουν χαθεί όλα τα έγγραφα, εκεί θα φανεί, στην Αγία Τράπεζα–, δε βρέθηκε ίχνη, ούτε καν ίχνη για εγκαίνια. Και ψάχνουμε λίγο παραπάνω και βρήκαμε ότι αυτή η εκκλησία από το 1700 –δε θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία, απλά το 1700 και μετά–, δεν είχε εγκαινιαστεί ποτέ, δεν είχε εγκαινιαστεί σαν ναός, δεν είχε ενθρονιστεί, που λέμε εδώ. Και έτσι, ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανα εκεί. Μετά την ανακαίνιση εκ βάθρων την εκκλησία εκείνη, κεντρικός ναός δηλαδή, στο Παγκαλοχώρι, μετά την οτιδήποτε κάναμε, κάναμε τα εγκαίνια τον Οκτώβρη το ’07. Και το Δεκέμβρη το ‘07 πήρα την απόφαση να φύγω από κει. Δηλαδή ήταν τελευταίο πράγμα που έπρεπε να κάνω. Πιστεύω αυτό ήταν ο λόγος που έκατσα και για 4 χρόνια, να βρεθεί αυτό, να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει. Και αυτό ήταν μεγάλη τιμή για μένα, τόσους αιώνες και με περίμενε εμένα να το ανακαλύψω και εγκαινιάσουμε αυτό το ναό, η Παναγιά! Αυτό ήταν μεγάλη τιμή για μένα… Την ευχαριστώ πάρα πολύ την Παναγία μας γι’ αυτό, που μου χάρισε αυτό το πράγμα, που το φύλαγε για μένα αυτό! Αυτά…
Και όταν ήρθατε στην… Πώς ήρθατε στη Μονή Χαλέπας; Και πώς; Τι είδατε;
Μισό λεπτό. Η Μόνη Χαλέπας, να σας πω, γιατί εγώ δεν κρύβομαι. Είχα μία μικρή διαφωνία με τη Μητρόπολη τότε για κάποια διοικητικά στη Μητρόπολη, του μοναστηρίου εκεί στο Αρσάνι. Και αποφάσισα να φύγω, λέω: «Δεν κάθομαι άλλο!». Είμαι κι εγώ, όπως είπαμε, αντάρτης, είπαμε, δεν κάθομαι ήσυχα...! Τέλος πάντων… Αλλά ήταν τόσο πολύ αυτό το πρόβλημα, είναι το θέμα μας, ήταν τέλος, το σχέδιο τελείωσε. Αυτό πιστεύω εγώ. Μετά τα βλέπω, κάποια πράγματα τα βλέπουμε μετά, όπως είπαμε. Ήταν τέλος. Έκανες ό,τι έκανες, οδήγησες εκεί την εκκλησία, προσπάθησες να κάνεις ό,τι κάνεις στο μοναστήρι αυτό, ήρθαν κι άλλοι δύο νέοι εκεί, τρεις –τρεις, όταν έφυγα από κει, έφυγα εγώ, ήρθαν άλλοι τρεις νέοι. Δόξα τω Θεώ, πάνε καλά. Ναι, αλλά εγώ δε σκεφτόμουνα έτσι, για να σου πω την αλήθεια, δε σκεφτόμουνα έτσι. Σκέφτομουν ότι τέλος, δεν… Εγωιστικά το σκέφτηκα για κάποια πράγματα: φεύγω από κει, τέλος, τελείωσε για μένα, το Αρσάνι τελείωσε για μένα. Με στεναχώρια, όμως! Δηλαδή, όταν το είπα αυτό στο Δεσπότη, το μακαριστό, έφυγε δάκρυ απ’ το μάτι μου, με στεναχώρια έφυγα. Και μου είπε –ήτανε γιορτινές μέρες–: «Άντε, μετά την Πρωτοχρονιά θα σου περάσει», του λέω: «Ναι, θα μου περάσει» –εύκολα μου περνάει, πάντως–, του λέω: «Ναι, έχετε δίκιο, Σεβασμιώτατε», τότε, «Έχετε δίκιο, θα μου περάσει η στεναχώρια, η απόφαση δεν αλλάζει όμως. Θα σας πω πού θα πάω. Μετά την Πρωτοχρονιά, μετά τις γιορτές, θα σας πω πού θα πάω». Και είχα ακούσει για αυτό το μοναστήρι ότι υπάρχει τα 4 χρόνια που ήμουν εκεί, αλλά δεν είχε τύχει να ‘ρθώ. Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού, μετά τη Λειτουργία, ήρθα εδώ για πρώτη φορά για βόλτα, να το δω. Και… με τράβηξε; Δεν ξέρω. Μπήκα στην αυλή έξω, 10 λεπτά, και έφυγα, με τον άνθρωπο που είχε έρθει μαζί μου να με φέρει. Και πήγα την άλλη μέρα στη Μητρόπολη: «Σεβασμιώτατε, Χαλέπα». Του άρεσε η ιδέα του Δεσπότη τότε, του άρεσε η ιδέα του να ‘ρθώ εδώ, αλλά με δυσκόλεψε λιγάκι. Αλλά μετά από 2 μήνες υπήρχε ανάγκη να ‘ρθεί κάποιος στον Αΐμονα εφημέριος, εδώ δίπλα, στο άλλο χωριό, μετά απ’ το Κρυονέρι, και έτσι λέει: «Αφού ο Πορφύριος ζητάει τη Χαλέπα και ο Αΐμονας είναι δίπλα, να πάει ο Πορφύριος, να πάει ο Πορφύριος, να του δώσω το ok να πάει». Και έτσι, ήρθα στη Χαλέπα.
Όταν πρωτοήρθατε εδώ, σε τι κατάσταση ήταν το μοναστήρι;
Πριν να σου πω αυτό, θα σου υπενθυμίσω, παιδί μου, ότι δε με ενδιέφερε πώς θα ήταν το μοναστήρι, δε με ενδιέφερε αν θα κρυώνω το βράδυ, δε με ενδιέφερε αν θα έχω, ας πούμε, την πολυτέλεια, πώς θα κοιμηθώ, πώς θα ξυπνήσω, πώς θα κάνω. Είναι ένα χώρο που λάτρεψα από την πρώτη στιγμή. Ερωτεύτηκα αυτό το χώρο, που λέμε! Και έτσι, δε με ενδιέφερε πολλά! Με ενδιέφερε να έχω ένα σκέπασμα, εντάξει, τα απαραίτητα-απαραίτητα να έχω στο μοναστήρι αυτό. Κι από κει και πέρα, θα ακολουθήσει το δρόμο του το μοναστήρι. Το μοναστήρι είχε αρχίσει την αναστήλωσή του πριν από μένα, του μακαριστού του πατέρα Θεμιστοκλή Μαρκάκη, με μια επιτροπή και από δω και από το Ρέθυμνο και από κάπου αλλού, δε θυμάμαι. Αλλά από Ρέθυμνο, όλοι ήταν Ρεθυμνιώτες, που βοηθούσαν στο μοναστήρι αυτό να αναστηλωθεί –σε ένα στάδιο. Ήρθα εγώ και συνέχισα. Ο μακαριστός ο πατήρ Θεμιστοκλής Μαρκάκης πέθανε το 2005, τέλος του ’05. Ανέλαβε μετά ο πατήρ Γεώργιος Μαραθιανός, που είναι από το Βενί, που ζει ακόμη, να είναι καλά ο άνθρωπος, με την επιτροπή αυτή. Μετά ήρθα εγώ, το 2008. Ανέλαβα επίσημα το μοναστήρι το ’10, όμως, το 2010, γιατί… εντάξει… Μέχρι εκεί, το 2010 ανέλαβα επίσημα, να μη λέμε πολλά…!
Ναι!
Δηλαδή ήμουνα 2 χρόνια φιλοξενούμενος στο σπίτι μου… Γιατί το μοναστήρι είναι το σπίτι του μοναχού, έτσι; Μετά, το 2010, ανέλαβα το μοναστήρι επίσημα από το μακαριστό τον Άνθιμο. Και το 2015 έγινα και Ηγούμενος του μοναστηρίου, με ενθρόνισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης κύριος Ευγένιος: ηγούμενος του μοναστηρίου, να ηγουμενεύω τον εαυτό μου...
Δύσκολο!
[01:00:00]Πολύ δύσκολο, πολύ δύσκολο! Γιατί εμείς, γενικά οι άνθρωποι, στους άλλους μπορεί να κάνουμε τα κουμάντα, στον εαυτό μας δεν κάνουμε. Γι’ αυτό φωνάζω πολλές φορές, το λέω στον εαυτό μου πρώτα, το ακούω εγώ: να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου, όχι με τους άλλους. Αυτό… Συνεχίζεται εδώ δουλειά, δόξα τω Θεώ! Ό,τι έχει γίνει σήμερα από αναστήλωση του μοναστηριού, όπως βλέπετε, όσο είδατε, και έξω και εδώ, είναι από αγάπη των ανθρώπων. Τέλος πάντων, είπα από αγάπη των ανθρώπων. Οι άνθρωποι βοηθάνε πάρα πολύ, αγαπάνε τον τόπο, αγαπάνε το μοναστήρι, βλέπουν ότι το μοναστήρι πάει να γίνει ξανά μοναστήρι, όπως ήταν στα παλιά του χρόνια, και προσπαθούν καθένας με τις δυνάμεις του, καθένας μ’ αυτό που μπορεί. Δόξα τω Θεώ, είμαι πολύ ευχαριστημένος! Οι καιροί είναι δύσκολοι: Ήρθε η οικονομική κρίση, ήρθε μετά ο covid… Όλα αυτά, είναι όλα αυτά προβλήματα που υπάρχουν, όχι για το μοναστήρι μόνο, για τον πάτερ Πορφύριο, αλλά για όλο τον κόσμο!. Και αυτό που γίνεται τώρα, μέχρι σήμερα στο μοναστήρι, είμαι πολύ ευχαριστημένος! Και, δοξάζω τω Θεώ μέρα-νύχτα γι’ αυτό, για ό,τι έχει γίνει. Το μικρό αυτό, το μικρό αυτό το φλιτζανάκι να το βάλω εδώ, είμαι ευχαριστημένος που υπάρχει αυτό εδώ. Αυτό υπάρχει εδώ, ευχαριστώ πάρα πολύ! Είδες τι ωραίο που είναι; Δεν έχεις… νομίζω έχεις τέτοιο στο σπίτι σου εσύ! Καταλάβατε, παιδί μου, ότι είμαι ευχαριστημένος με αυτό το απλό πράγμα; Γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα, πάρα πολύ δύσκολα για όλους, για όλους! Γι’ αυτό εγώ κάνω το σταυρό μου μέρα-νύχτα για ό,τι υπάρχει εδώ, ότι εγώ έχω να φάω, έχω να κοιμηθώ, έχω να ζεσταθώ και κάνω τη Λειτουργία στο μοναστήρι μου, δόξα τω Θεώ! Αυτά. Μου φτάνουν εμένα αυτά. Εντάξει, υπάρχουν πολλά κτήρια που θέλουν δουλειά και θέλουν αναστήλωση, του μοναστηριού. Βλέπετε γύρω-γύρω σας πώς είναι. Δε με καίει πολύ αυτό το πράγμα! Εγώ θέλω δυο-τρεις χώρους να είναι... Πρώτα, ο χώρος λατρείας να είναι εντάξει, ο χώρος λατρείας να είναι εντάξει, ο χώρος φιλοξενίας, όπως εδώ το χώρο αυτό, τον προσωρινό, γιατί απέναντι θα γίνει, πρώτα ο Θεός, το χώρο της Τράπεζας της παλιάς να αναστηλώσουμε σωστά… Δηλαδή με ενδιαφέρει κάποιοι χώροι για αυτούς που θα ‘ρθει, να μπορώ να τον φιλοξενήσω, έστω να μπορώ να του δώσω ένα ποτήρι νερό και να το ευχαριστηθεί, να το πιει και να ευχαριστηθεί, αυτό. Να εκκλησιαστεί όπως πρέπει και να ευχαριστηθεί. Το μοναστήρι πάντα είναι ανοιχτό. Δεν υπάρχει ωράριο. Δικό μου είναι αυτό. Κάποιοι το βλέπουν διαφορετικά, εγώ το βλέπω έτσι. Το μοναστήρι μου εδώ που είμαι –το λέω «το μοναστήρι μου», δεν είναι μοναστήρι μου, τέλος πάντων–, το μοναστήρι που είμαι εδώ, το μοναστήρι είναι ανοιχτό πάντα. Ανά πάσα ώρα ή στιγμή, μπορείς να ‘ρθείς. Το κλειδί της εκκλησίας είναι πάνω στην πόρτα της εκκλησίας, μπορείς να μπεις στην Τράπεζα, είναι ανοιχτή, ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις. Βλέπεις ανοιχτό ψυγείο, κεράσου ό,τι θέλεις. Τα πάντα είναι ανοιχτά, πάντα. Δεν έχω πρόβλημα, δεν είχα πρόβλημα ποτέ από τους ανθρώπους, τους ντόπιους. Κάποια στιγμή είχαμε παλιές ιστορίες, κλεψίματα και αυτό, αλλά τελειώσαμε με αυτά, δόξα τω Θεώ. Στην αρχή. Και δεν ήταν από ντόπιους, ήταν από μακριά. Κάποιοι περαστικοί ψάχνανε να κλέβουν. Τέλος πάντων, το μοναστήρι πάντα είναι ανοιχτό και δεν έχω κανένα πρόβλημα και όλοι οι άνθρωποι το ξέρουν αυτό, ειδικά οι ντόπιοι εδώ ξέρουν ότι το μοναστήρι είναι ανοιχτό. Ανά πάσα στιγμή ανεβαίνουν, που προσκυνάνε, που κάνουν την προσευχή τους... Και όχι μόνο από τους ντόπιους, εμένα με ενδιαφέρει για αυτούς που έρχονται από μακριά. Σας είπα πριν ότι είμαι μόνος μου. Εκτός από τις Ακολουθίες που κάνω στο μοναστήρι μου και οτιδήποτε κάνω στο μοναστήρι, είναι και στιγμές που λείπω. Για να φτάσει κάνεις εδώ από οπουδήποτε μέρος –απ’ το πιο κοντινό είναι το Ηράκλειο ή το Πέραμα, το Ρέθυμνο, ας πούμε, το πιο κοντινό–, θα κάνει 40 λεπτά, 1 ώρα θα κάνει για να φτάσει κανείς εδώ! Δεν είναι αμαρτία να μην μπορεί να προσκυνήσει; Κι αν λείπω, δεν είναι αμαρτία να μην μπορεί να ανοίξει την πόρτα να μπει μέσα! Έχει βάλει στόχο να ‘ρθει στη Μονή Χαλέπας, εδώ στο μοναστήρι, έχει βάλει στόχο εδώ και φτάνει, να βρει την πόρτα κλειστή; Κι ας λείπω εγώ, τουλάχιστον να αναπαυτεί λιγάκι και να προσκυνήσει και να ανάψει κεράκι, να προσευχηθεί, έστω να λείπω εγώ. Ε, θα ‘ταν τέλειο να με βρίσκει πάντα κάνεις εδώ, αλλά είναι δύσκολο!
Ενότητα 7
Η προσφορά αγάπης ως αποστολή του π. Πορφύριου στη ζωή, παραδείγματα από την επαφή του με πιστούς και η διαδικασία της νέας ονοματοδοσίας του ως μοναχού
01:04:07 - 01:16:27
Ποια είναι, λοιπόν, η αποστολή σας σε αυτή τη ζωή;
Να αγαπάω. Να αγαπάω κάθε άνθρωπο, κάθε ψυχή που υπάρχει γύρω μου, που είναι δίπλα μου. Και εννοώ αυτό που είπε ο Χριστός: «τον πλησίον». Ποιος είναι ο πλησίον;
Όλοι.
Όλοι. Αυτή είναι η αποστολή μου. Και να μπορώ να προσφέρω αγάπη για οποιονδήποτε άνθρωπο. Κι εγώ δεν κάθομαι ήσυχα κιόλας! Τον κυνηγώ. Πριν τις γιορτές, τώρα μέσα στις αρχές του Δεκέμβρη ήτανε, είδα –γιατί έχω και Facebook–, βλέπω στο Facebook ότι μία ανάρτηση για μία μάνα με ένα παιδί στο Ρέθυμνο και που είναι σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, χωρίς… Και πήρα την κοπελιά που ανέβασε και επικοινώνησε μαζί μου, προσπαθούσαμε με κάποιον τρόπο να βοηθήσουμε. Δηλαδή δεν αφήνω κάτι έτσι, να πάει απαρατήρητο από μένα. Αυτή είναι η αποστολή μου. Δεν είναι αποστολή μου να κάνω Λειτουργίες, να λειτουργάω. Αυτό έτσι είναι. Αυτό δεν είναι αποστολή, να κάνω Λειτουργίες. Λάθος! Αυτό είναι αυτόματο. Ο γιατρός τι πρέπει να κάνει; Ο κάθε γιατρός τι είναι η αποστολή του; Ο γιατρός είναι να κάνει ιατρική, να χειρουργεί ανθρώπους, να δίνει φάρμακα, αυτά. Αυτό είναι αυτονόητο! Και εγώ αυτονόητο είναι εγώ να βάλω το πετραχήλι, να βάλω: «Ευλογητός ο Θεός…» και να λειτουργώ. Αυτή είναι η δουλειά μου, το επάγγελμά μου. Το πάμε έτσι, ότι είναι επάγγελμα. Αυτό είναι το επάγγελμά μου. Η αποστολή μου είναι άλλη, όμως, δεν είναι αυτό η αποστολή: Είναι να αγαπάω και να δίνω αγάπη, να σκορπάω αγάπη παντού, όπου υπάρχει. Αυτή είναι η αποστολή μου… να αναπαύω ψυχές, να μιλάω με τις ψυχές. Κάποιες περιόδους, που είναι πριν να μπει η Σαρακοστή, εδώ το μοναστήρι γίνεται χαμός από ανθρώπους, «πνευματοπαίδια» μου, γιατί τους λέω: «Πριν τον αγώνα μιλάμε με τον προπονητή». Και έτσι, πριν να μπει η Σαρακοστή θέλω να τους δω όλους. Το απαιτώ αυτό από όσους εξομολογούνται σ’ εμένα, το απαιτώ, 2-3 φορές το χρόνο υποχρεωτικά να ‘ρθούν να με βλέπουν αυτοί. Θέλω πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή, πριν τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων και πριν το Δεκαπενταύγουστο της Παναγίας, 3 φορές το χρόνο, να μιλάνε, να ‘ρθούνε, να ‘χουμε επαφή κάτω από το πετραχήλι. Μετά, από κει και πέρα, τους λέω: «Εσείς είστε ελεύθεροι να με ενοχλείτε κάθε μέρα… Πότε θα απαντήσω εγώ είναι άλλη ιστορία!». Πολλές φορές αργώ να απαντώ, γιατί είναι πολλοί. Αλλά πολλές φορές το διαβάζω το μήνυμα και βλέπω ποιο είναι πιο σημαντικό και αρχίζω να ασχολούμαι με το πιο σημαντικό, πριν πάω προς τα κάτω, να ασχολούμαι με τους υπόλοιπους. Αυτή είναι η αποστολή μου.
Νομίζω θα μπορούσαμε να συζητάμε ώρες, αλλά δεν ξέρω… Nα ρωτήσω κι άλλα για τη μoνή; Αλλά μου φαίνονται επουσιώδη πια. Θα θέλατε εσείς να πείτε κάτι για σας, που πιστεύετε ότι δεν έχετε πει ως τώρα και που συνθέτει την αποστολή σας και την προσωπικότητά σας; Κάποια ιστορία ή κάποιο γεγονός;
Δυσκολεύομαι.
Ναι.
Δυσκολεύομαι να μιλάω για τον εαυτό μου. Εγώ θέλω άλλοι να μιλάνε για μένα και να μην είμαι παρών εγώ, να λείπω εγώ. Δυσκολεύομαι, αλήθεια σου λέω, παιδί μου. Δε θέλω να μιλάω για τον εαυτό μου. Έχω ζήσει πολλά, έχω δει στη ζωή μου πολλά, και εδώ στο μοναστήρι και με ανθρώπους έχω δει πάρα πολλά. Αλλά αυτά δε θέλω να τα λέω εγώ. Αυτοί που γνωρίζουν, λίγα άτομα που γνωρίζουν κάποια πράγματα, όσο γνωρίζουν… εντάξει. Τέλος πάντων. Πάντως, έχω να πω κάτι, για να κλείνουμε με αυτό λίγο πιο… Σε μία Λειτουργία είχα εδώ το καλοκαίρι, ήρθανε ένας, εντάξει, ηλικιωμένος με το γιο του, τον έφερε ο γιος του να λειτουργηθούν, να κοινωνήσουν. Κοινωνάει αυτός ο άνθρωπος και μετά ήπιαμε τον καφέ μας στην αυλή και μετά μου λέει: «Πάτερ, να διαβάσετε μια ευχή για τον πατέρα μου, για να είναι καλά!», «Σε ποιανού όνομα θα διαβάσω την ευχή;», «Στο όνομα του Χριστού», «Και αυτό που ήπιες σήμερα τι ήτανε; Ο ίδιος ο Χριστός δεν ήταν η Θεία Κοινωνία;», λέει: «Ναι», «Τότε τι ευχές να σου διαβάσω; Μήπως θεωρείς ότι είμαι μάγος; Μήπως θεωρείς ότι εγώ, οι λέξεις αυτές ή αυτό που θα κάνω είναι κάτι μαγικό που θα διαβάζω τον άλλο περισσότερο από τον ίδιο το Χριστό; Δεν έχει ευχές», του λέω, «δε σου διαβάζω. Αφού κοινώνησες, δε χρειάζεται άλλες ευχές. Αφού τον ίδιο το Χριστό πήρες μαζί σου! Τι με θες εμένα και τις ευχές μου;». Αυτό. Έχουν μπερδέψει οι άνθρωποι κάποια πράγματα, καλώς ή κακώς, δεν ξέρω, και πώς. Δε θέλω να το αναλύσουμε περισσότερο αυτό, γιατί έχουμε μπερδέψει τα πράγματα. Φταίει, φταίει και η εκκλησία. Φταίει, έχει και την ευθύνη της. Αλλά φταίνε και οι άνθρωποι πάρα πολύ, πολλοί παράγοντες φταίνε σε αυτό. Αλλά προσπαθούμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε πάντα για το πιο ορθόδοξο, πιο σωστό και να απλοποιήσουμε λίγο τη ζωή μας, λίγο πιο απλά. Πραγματικά, εντάξει, κάποιοι λένε ιστορίες και λένε πράγματα για μένα που μπορεί να είναι υπερβολικά και οτιδήποτε και έτσι ακούγονται ο άλλος, ακούει κόσμος κάποια πράγματα, έρχονται, τρέχουν εδώ, έρχονται κάποιοι… Έχω διώξει πάρα πολλούς… Όχι να έχω διώξει με την έννοια: «Φύγε από δω», όχι! Έχω κάτσει, έχω ασχοληθεί μαζί τους ώρες, αλλά δεν έχω διαβάσει καμία ευχή. [01:10:00]Ή κάποιος έχει πνευματικό, ας πούμε, κάποιος έχει πνευματικό –ξέρω γω–, εξομολογείται χρόνια μαζί του κοντά του… Να σου πω μία ιστορία, αυτή, ναι, μια ιστορία έτσι, τέτοια: Μία κυρία από τα Χανιά έρχεται εδώ με τις κοπελιές της, που είναι του πανεπιστήμιου οι κοπελιές και η μια έχει τελειώσει και οι άλλες σπουδάζουν. Και κουβεντιάζουμε στην αυλή και ήταν παραμονές των Χριστουγέννων και ήταν καλή μέρα, καθόμασταν έξω, πίναμε καφέ… Και όπως κάνω πάντα, ρωτάω: «Έχεις πνευματικό; Εξομολογείσαι; Έχεις εξομολογηθεί πότε; Έχεις πνευματικό; Πας;». Μόλις της κάνω την ερώτηση: «Αυτό είναι το πρόβλημά μας!», «Ποιο πρόβλημα;» της λέω, «Με τον πνευματικό», «Έχεις πνευματικό;», λέει: «Ναι, έχω», «Πόσα χρόνια;», «Πολύ καιρό! Πριν παντρευτώ». Φαντάσου, έχει κοπελιές, έχει κορίτσια που είναι του πανεπιστημίου, που έβγαλε αυτή, πόσα χρόνια τον έχει! «Και ποιο είναι το πρόβλημα σου;», τη λέω, «Ε, βλέπω ότι έχει Facebook και αυτά και…», «Ώπα! Εγώ να δεις τι έχω! Εγώ να δεις τι έχω! Είναι πρόβλημα αυτό», της λέω, «παιδί μου;». Τέλος πάντων, μπήκαμε μέσα στην εκκλησία οι δυο μας με τη μητέρα, δεν την εξομολόγησα, κουβεντιάζαμε μόνο οι δυο μας. Και τη μάλωσα: «Εγώ δε σε εξομολογώ, δε σε αναλαμβάνω. Είσαι και αχάριστη», της λέω, «Ένας πνευματικός που σε είχε τόσα χρόνια πριν παντρευτείς και έχεις τόσο μεγάλα κορίτσια, αυτό ήταν πόσα χρόνια; Τόσα χρόνια! Δεν είσαι αχάριστη απέναντι σε αυτόν τον πνευματικό; Γι’ αυτό να πας πίσω», της λέω, «να βρεις τον πνευματικό σου, να του φιλήσεις τα πόδια πρώτα και μετά τα χέρια και να του ζητήσεις συγγνώμη που σκέφτηκες αυτό το πράγμα, να τον παρατήσεις επειδή έχει Facebook! Για μια βλακεία. Και είναι αχαριστία από σένα. Και να του πεις τι έκανες κιόλας, ότι πήγες να βρεις κάποιον άλλον και με μάλωσε και δε με δέχτηκε! Γιατί δε σε δέχομαι; Να πας πίσω στον πνευματικό σου, γιατί εγώ» –και αυτηνής το ‘πα και το λέω σε πολλούς–, «δεν ψάχνω οπαδούς του Πορφύριου. Του Χριστού». Αυτή την απάντηση έχω δώσει και σε έναν άλλον ιερέα στο Ηράκλειο, του έχω στείλει κάποια άτομα να εξομολογούνται σε αυτόν και μου λέει, με παίρνει τηλέφωνο, μου λέει: «Πάτερ, δεν είσαι πνευματικός;», «Πώς δεν είμαι! Είμαι», του λέω, «Και γιατί τους στέλνεις σ’ εμένα;», του λέω: «Πάτερ μου, αυτοί δε θα ξανάρθουν εμένα, είναι μακριά. Εσύ είσαι δίπλα τους. Και επειδή εγώ δεν ψάχνω οπαδούς του Πορφύριου, αλλά του Χριστού». Δε μου μίλησε καθόλου, μου έκλεισε το τηλέφωνο, πήρε την απάντηση και έκλεισε το τηλέφωνο! Είναι πολύ καλός φίλος μου ο πάτερ που του ‘στειλα εκεί στο Ηράκλειο.
Να σας κάνω μία τελευταία ερώτηση;
Άμα θέλω απαντώ όμως…!
Άμα θέλετε, πάντα! Πώς διαλέξατε το όνομά σας; Δε θα την απαντήσετε…;
Όχι, θα απαντήσω, θα απαντήσω. Κοιτάξτε, κάθε Μητρόπολη ή κάθε μοναστήρι έχει κάποιο σύστημα πώς παίρνει το όνομα ο μοναχός, ο νέος μοναχός. Εκεί στη Μονή Πετράκη είχε σύστημα ο μακαριστός, ο Ηγούμενος –δεν ξέρω πώς είναι τώρα, αλλά τότε που ήμουνα– ζητούσε από τον υποψήφιο δέκα ονόματα αγίων που του αρέσει του υποψηφίου και διάλεγε ο Ηγούμενος ένα από τα δέκα, με προσευχή ή με το χαρακτήρα που έβλεπε, γιατί με το χρόνο της δοκιμασίας φαίνεται. Καθένας με το αυτό, διάλεγε ο Ηγούμενος μετά ένα από τα δέκα που είχες γράψει εσύ. Εμένα, όταν μου το ζήτησε –είχαμε ιδιαίτερη σχέση με τον Ηγούμενο, το μακαριστό, Θεός σχωρέσ’ τονε!–, καθόμασταν στο γραφείο του και ακούμπησα στο γραφείο του απάνω, μου λέει: «Γράψε μου δέκα ονόματα». Και πήρα ένα χαρτάκι να τα γράψω. Πριν αρχίσω να γράφω, τον κοιτάω στα μάτια και του λέω: «Γέροντα, δεν έχει δέκα, τρία έχει μόνο» και μου λέει: «Φτάνουν από σένα τρία». Και γράφω τρία ονόματα: Γράφω το όνομά του, Χριστόφορος, το πρώτο όνομα, το δεύτερο όνομα γράφω «Χρυσόστομος» και το τρίτο όνομα γράφω «Πορφύριος», αυτό που ήθελα. Γιατί το ‘θελα; Γιατί μεγάλωσα στη Γάζα, στον Άγιο Πορφύριο. Ήταν έξυπνο αυτό από μένα…! Γιατί, πρώτα απ’ όλα, το δικό του όνομα δεν το ‘δίνε σε κανέναν, να μη λένε ότι: «Αυτού του έδωσε το όνομα του ο Ηγούμενος και είναι δικό του, του Ηγουμένου παιδί», γι’ αυτό, από διάκριση δεν το έδινε ο Ηγούμενος σε κανέναν το όνομά του. Χρυσόστομους είχαμε ήδη δύο, και ο πνευματικός μου ήταν από κει, της Μονής Πετράκης, και άλλον έναν: δύο. Λογικό, θα δώσει πάλι Χρυσόστομο; Και γνωρίζει την καταγωγή μου και πού μεγάλωσα, στον Άγιο Πορφύριο, και έτσι θα μου δώσει τον Πορφύριο. Αυτό, έτσι έγινε η επιλογή το όνομα. Πάντως, μου την έφερε πάλι, όπως του την έφερα και εγώ, μου την έφερε και ο Ηγούμενος…! Ήταν παραμονή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, 24 του Γενάρη. Ήταν στο κελί μου ο γέροντας πριν να πάει για τον Εσπερινό και στην πόρτα, φεύγοντας, που άρχισε, πριν αρχίσει ο Εσπερινός, άρχισε να χτυπάει η καμπάνα για την έναρξη, μου λέει: «Σου αρέσει το όνομα Γρηγόρης;». Τι να του πεις; «Όχι, δε μ’ αρέσει»; Γίνεται να του πεις: «Δε μ’ αρέσει»; Γίνεται; Δε γίνεται! «Να ‘ναι ευλογημένο, γέροντα!», «Ε, καλορίζικος, παιδί μου». Φιλάω το χέρι και φεύγει ο γέροντας από τον Εσπερινό και εγώ πηγαίνω στο κελί μου, μέχρι να ‘ρθούν η ώρα να με πάρουν οι πατέρες. Και την ώρα, την ώρα που έγινε η κουρά, που ήταν να δοθεί το όνομα, την ώρα που είναι να δώσουν όνομα: «… ο αδελφός ημών Πορφύριος μοναχός». Εγώ μπήκα Γρηγόρης και βγήκα Πορφύριος…! Μου την έφερε ο γέροντας, όπως του την έφερα και εγώ. Γιατί όταν του έδωσα το χαρτάκι με τα τρία ονόματα, το κοίταξε και δε μίλησε και δε μου είπε τίποτα: «Τι είναι αυτά που γράφεις; Γιατί το ‘γραψες;» και αυτό. Το έγραψε, το τύλιξε και το έβαλε στην τσέπη του και το ετοίμασε αυτός πώς θα μου τη φέρει...! Αυτά…
Πάρα πολύ ωραία! Πατέρα, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω! Δεν έχω να σας ρωτήσω κάτι άλλο. Σίγουρα μπορούμε να συζητάμε ώρες, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, αλλά νομίζω για την ώρα είναι πλήρες…
Κι όταν θα ξανάρθεις στην Κρήτη, εδώ είμαστε. Ξέρεις πού θα με βρεις.
Να είστε καλά! Σας ευχαριστώ για όλα!
Να ‘σαι καλά, παιδί μου! Να ‘σαι καλά! Ευχαριστώ πολύ. Καλή χρονιά, καλή δύναμη και στις σπουδές σου και στο έργο σου, σε οτιδήποτε κάνεις στη ζωή σου!
Σας ευχαριστώ!
Να ‘σαι καλά!
Φωτογραφίες

Ο πατέρας Πορφύριος

Σε Λειτουργία στη Μονή Χ ...
«...Το μοναστήρι πάντα είναι ανοιχτό. Δεν ...

Ιερά Μονή Σωτήρος Χριστο ...
«...δε με ενδιέφερε πώς θα ήταν το μοναστή ...

Ο πατέρας Πορφύριος σε Α ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο πατέρας Πορφύριος, ο μοναδικός μοναχός και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χαλέπας στην Κρήτη, καταθέτει στο Istorima την πολυδαίδαλη, μα συνάμα δημιουργική πορεία του βίου του μέχρι σήμερα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος, ξεκινώντας από την Παλαιστίνη και την εμπόλεμη Γάζα της δεκαετίας του '80 και αναμετρώμενος με σοκαριστικές καταστάσεις για ένα παιδί, όπως η άγρια καταστολή, η φυλάκιση και η περιστολή ελευθεριών, προχωρά –με όχημα τη βαθιά βιωματική σχέση του με την Ορθοδοξία λόγω του ιερωμένου πατέρα του– σε σπουδές Θεολογίας στην Ελλάδα. Νιώθοντάς το ως φυσική εξέλιξη μιας προδιαγεγραμμένης αποστολής, αποφασίζει να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα στη χώρα μας. Περιπλανώμενος, λοιπόν, και αφήνοντάς το αποτύπωμά του σε μια σειρά μονές σε Αθήνα και Κρήτη, επιλέγει εντέλει να «ριζώσει» σε ένα εγκαταλελειμμένο ως τότε μοναστήρι, δίνοντάς του νέα πνοή ζωής και κάνοντάς το ορμητήριο αγάπης και προσφοράς για το συνάνθρωπο.
Αφηγητές/τριες
Πατέρας Πορφύριος Αουάντ
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Σταματάκη
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/01/2022
Διάρκεια
76'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο πατέρας Πορφύριος, ο μοναδικός μοναχός και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χαλέπας στην Κρήτη, καταθέτει στο Istorima την πολυδαίδαλη, μα συνάμα δημιουργική πορεία του βίου του μέχρι σήμερα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος, ξεκινώντας από την Παλαιστίνη και την εμπόλεμη Γάζα της δεκαετίας του '80 και αναμετρώμενος με σοκαριστικές καταστάσεις για ένα παιδί, όπως η άγρια καταστολή, η φυλάκιση και η περιστολή ελευθεριών, προχωρά –με όχημα τη βαθιά βιωματική σχέση του με την Ορθοδοξία λόγω του ιερωμένου πατέρα του– σε σπουδές Θεολογίας στην Ελλάδα. Νιώθοντάς το ως φυσική εξέλιξη μιας προδιαγεγραμμένης αποστολής, αποφασίζει να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα στη χώρα μας. Περιπλανώμενος, λοιπόν, και αφήνοντάς το αποτύπωμά του σε μια σειρά μονές σε Αθήνα και Κρήτη, επιλέγει εντέλει να «ριζώσει» σε ένα εγκαταλελειμμένο ως τότε μοναστήρι, δίνοντάς του νέα πνοή ζωής και κάνοντάς το ορμητήριο αγάπης και προσφοράς για το συνάνθρωπο.
Αφηγητές/τριες
Πατέρας Πορφύριος Αουάντ
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Σταματάκη
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/01/2022
Διάρκεια
76'