© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μύθοι και θρύλοι της Ύδρας

Κωδικός Ιστορίας
14440
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παναγιώτης Τσίτσιζας-Αμοργιανός (Π.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/04/2023
Ερευνητής/τρια
Ευαγγελία Θεοδωρίδη (Ε.Θ.)
Ε.Θ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, σήμερα είναι 30 Απριλίου του 2023 και βρισκόμαστε στην Ύδρα. Εγώ είμαι η Βάλια Θεοδωρίδη, ερευνήτρια στο Istorima και είμαι μαζί με τον κύριο Τάκη. Καλησπέρα! 

Π.Τ.:

Καλησπέρα, Βάλια!  

Ε.Θ.:

Μπορείτε να μου πείτε πώς ονομαζόσαστε; 

Π.Τ.:

Το όνομά μου είναι Παναγιώτης, το βαφτιστικό, Παναγιώτης Τσίτσιζας, και μ' αρέσει πολύ η ιστορία και η λαογραφία και από τα ενδιαφέροντα αυτά έχω συλλέξει πολλές πληροφορίες από τους παλαιότερους, τους γηραιότερους, κι έτσι μπορώ να έχω στο αρχείο μου πάρα πολλές αφηγήσεις. 

Ε.Θ.:

Μάλιστα, γι' αυτόν τον λόγο σήμερα έχουμε βρεθεί, για να πούμε κάποιες λαϊκές έτσι αφηγήσεις, εδώ ντόπιες της Ύδρας. Θα ξεκινήσουμε έτσι με κάποιες αφηγήσεις βάσει χρονολογικής σειράς, από τις παλιότερες στις νεότερες. Και η πρώτη είναι το «Σβήσιμο των ηφαιστείων». 

Π.Τ.:

Πω πω, τι ωραίο θέμα! Πραγματικά, έρχεται μέσα από τους αιώνες. Κατά καιρούς, λοιπόν, ρωτάγαμε και εμείς τους παλαιότερους να μας πούνε για τη Λερναία Ύδρα, όπως μας τη δίνει η ελληνική μυθολογία, που δεν είναι τίποτα άλλο, όπως ξέρετε, είναι η προϊστορία ουσιαστικά των Ελλήνων κρυμμένη έντεχνα μέσα στον μύθο. Και οι παλαιότεροι ήξεραν πάρα πολλά και μας τα μετέφεραν και εμάς και έτσι τα ξέρουμε απ' αυτούς. Λέγανε, λοιπόν, ότι τα παλιά τα χρόνια η Ύδρα ήταν ενωμένη με την Πελοπόννησο, με την πελοποννησιακή ακτή. Και όταν ήρθε η ώρα να αναλάβει ο Ηρακλής τον άθλο να σκοτώσει τη Λερναία Ύδρα, ήρθε με τον Ιόλαο εδώ στην περιοχή και μαζί με τους κατοίκους προσπάθησε να σκοτώσει αυτό το τέρας. Μα τι τέρας άραγε ήταν αυτό; Ήταν υπαρκτό ή μπορεί να ήταν φανταστικό; Ήταν υπαρκτό, ένα μεγάλο πύρινο ποτάμι, λέει, κυλούσε από τα κεφάλια της Ύδρας. Πω πω, τρομερό! Έκαιγε τα σπαρτά, τα φυτά, τα δέντρα, τους ανθρώπους, τα ζώα. Και αυτό ήτανε ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Γύρω από τον Ναυπλιακό Κόλπο υπάρχουν δυο ωραίες πηγές, η μία που βγάζει γάργαρο νερό, παγωμένο, δροσερό και η άλλη, στα 6 χιλιόμετρα πιο κάτω, που βγάζει, κοχλάζει το ύδωρ, έτσι, ζεστό, καυτό, με ατμούς και είναι πραγματικά εκεί ένας τόπος μυστηρίου. Τι είναι από κάτω, που να βγάζει το νερό ατμούς; Είναι ένα ηφαίστειο ημιενεργό! Αλήθεια είναι αυτό! Εκείνη, λοιπόν, την περιοχή της Λέρνας ήταν ακριβώς στο σημείο αυτό που ξεκινούσε το μεγάλο τέρας της Λερναίας Ύδρας. Ήτανε τα μεγάλα κεφάλια της Ύδρας που έφταναν μέχρι τον Αργοσαρωνικό κόλπο. Ήτανε οι μεγάλες οπές των κρατήρων των ηφαιστείων της προμυθολογικής εποχής, που έβγαζαν θειάφι και λάβα, καπνούς και αναθυμιάσεις. Και όλη αυτή η ελώδης περιοχή μεταξύ Ύδρας και Πελοποννήσου ήτανε κοχλάζουσα, αναβράζουσα, μέχρι κάτω τα Μέθανα, εξού και μεθάνιο, τα ηφαίστεια έχουν πολύ μεθάνιο. Όλη, λοιπόν, αυτή την περιοχή κλήθηκε ο Ηρακλής να την καθαρίσει, να σκοτώσει αυτό το μεγάλο τέρας που ήτανε η Λερναία Ύδρα με τα πολλά κεφάλια και καθώς μας λέει η διήγηση από τους παλαιότερους, ότι εκεί που έκοβε ένα κεφάλι, δηλαδή προσπαθούσε να το κλείσει με πέτρες, με βράχια, με χώματα, εκεί ξεπηδούσε ένα άλλο κεφάλι με λάβα και φωτιά. Εξού και η δικιά μας Σπηλιά, που έχουμε στην Ύδρα, είναι μια οπή που ξεχύθηκε λάβα από εκεί. Αλήθεια είναι αυτό. Και έτσι, μαζί με τον Ιόλαο και τον πολύ σπουδαίο βοηθό του ξεκίνησε να κλείνει ένα ένα τα μεγάλα κεφάλια της Ύδρας. Στο τέλος, έσβησε το μεγάλο ηφαίστειο και ο κόσμος ησύχασε, τα πουλιά ξανάρθαν, τα νερά έτρεχαν, τα λουλούδια φυτεύτηκαν, ξαναβγήκαν και άρχισε η ζωή να κυλάει κανονικά, όπως πριν τα ηφαίστεια. Αυτός με λίγα λόγια είναι και ο άθλος του Ηρακλή για τη Λερναία Ύδρα. Η απεικόνιση της Ύδρας, αν την δει κανείς μέσα από τις τρισδιάστατες κατευθύνσεις που δίνουν οι δορυφόροι, θα δει ότι το πιο βαθύ σημείο της Ύδρας είναι το νησί Δοκός, που είναι τμήμα του ενιαίου οικισμού της Ύδρας. Τα μικρά νησάκια γύρω, που απαρτίζουν το πολυνήσιο της Ύδρας, καθώς έχει γράψει και η κυρία Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου, η προϊσταμένη και διευθύντρια του Αρχείου και Μουσείου της Ύδρας, στο ημερολόγιο του Μουσείου και Αρχείου του 2023, που είναι αφιερωμένο για το πολυνήσιο της Ύδρας. Το νησί της Ύδρας δεν είναι μόνο του, έχει πολλά νησιά, ξερονήσια, νησιόπουλα, μικρά και μεγάλα. Όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα κόμματα της ενιαίας Ύδρας μετά το σβήσιμο των ηφαιστείων. Γι' αυτό και αλλού το νερό είναι πολύ βαθύ, αλλού είναι πολύ ρηχό, πολύ ρηχά τα νερά. Και όταν κατέβει κανείς με τη μάσκα, κι εμείς όταν ήμασταν παιδιά και κάναμε βουτιές μέσα στη θάλασσα, πηγαίναμε όσο μπορούσαμε πιο κάτω για να δούμε αυτά τα απολιθώματα που έχουν μείνει από τα παλιά ηφαίστεια. Φαίνεται ο γκρεμός μέσα. Δηλαδή υφαλοκρηπίδα της Ύδρας, πραγματικά, αν τη δει κανείς μέσα απ' το τηλεσκόπιο, που δείχνουν οι δορυφόροι, βλέπεις ότι είναι σαν τέρας, ένας άνδρας, τεράστιο θηρίο! Και μόνο από το αυτί αυτού του θηρίου ξεπροβάλλει το νησί της Ύδρας έξω από τα νερά της θάλασσας. Ο Ηρακλής, λοιπόν, κατόρθωσε να σβήσει τα ηφαίστεια της περιοχής του Αργοσαρωνικού, τα οποία κρύβουν πολύ σπουδαία υποθαλάσσια πλούτη. Μεταξύ αυτών υπάρχουν υδρίτες, που είναι το καύσιμο του μέλλοντος, που θα χρησιμοποιήσουν οι άνθρωποι, παγωμένο μεθάνιο, εξού και Μέθανα παρακάτω από την Ύδρα, που έχουμε το ημιενεργό ηφαίστειο στη χώρα Καμένη των Μεθάνων. Πολλοί θρύλοι έχουν γραφτεί για αυτά τα τερατώδη κεφάλια της Ύδρας. Ένας είναι και η Σπηλιά, η οποία έχει και αυτή έναν ξεχωριστό άλλο μύθο, πολύ σπουδαίο, που θα τον πούμε παρακάτω. 

Ε.Θ.:

Πάρα πολύ ωραία! Το επόμενο που θέλω να πούμε είναι για το Ζάστανι. 

Π.Τ.:

Το θρυλικό βουνό, με τον απότομο εκείνο γκρεμνό, γκρεμό, το Ζάστανο, Ζάστανι! Είναι τελειώνοντας εκεί προς τον Μώλο, πριν πάμε στον Άγιο Κυπριανό, την εκκλησία που είναι κτισμένη με κρασί, πολύ ωραία να την πούμε και αυτή νομίζω! Ωραία. Λοιπόν, εκεί τα χρόνια τα προεπαναστατικά, στο βουνό το Ζάστανο, με τα άγρια βράχια, που έχει τον απότομο γκρεμνό, λέει ο θρύλος ότι πήγαιναν τους άρρωστους γέροντες και τις γραίες μέσα σε καλάθια και κοφίνια και ζεμπίλια, γιατί δεν μπορούσαν πλέον να περπατήσουν. Και τους άφηναν να κατρακυλήσουν προς τον γκρεμνό και να σβήσει η ζωή τους, έτσι ήσυχα να αναπαυθούν εκεί. Το ζήταγαν οι ίδιοι, και τα παιδιά τους με κλάματα, τα εγγόνια τους και όλοι οι συγγενείς τους δεν ήθελαν αυτήν την τελευταία τους επιθυμία να την εκτελέσουν. Παρ' όλα αυτά, αν δεν έκαναν την τελευταία τους αυτή επιθυμία πράξη ήταν μεγάλη ασέβεια! Και έτσι, αναγκασμένα τα παιδιά, χωρίς να θέλουν να σκοτώσουν τους γονείς τους, τους πήγαιναν και τους ανέβαζαν με τα ζεμπίλια, τα καλάθια και όλα αυτά τα σκοινιά που τους έβαζαν, για να τους κατεβάσουν όσο μπορούνε πιο απαλά, να μη χτυπήσουν, να μην πονέσουν, να μη ματώσουνε, μέχρι να κατεβούνε κάτω στον γιαλό της θάλασσας. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν ακούστηκε μια φωνή, καθώς ένα νέο παιδί, αγόρι, με ένα κορίτσι, αδέρφια, πήγαιναν τη μητέρα τους να τη ρίξουν στον γκρεμό. Καθώς λοιπόν ανέβαιναν το βουνό, γλιστράει το καλάθι από τα χέρια τους και αντί να χτυπήσει η γιαγιά που ήταν μέσα στο καλάθι, χτύπησε και το παιδί και το κορίτσι. Εκείνη την ώρα ακούστηκε μια φωνή από τα βάθη της ψυχής της γραίας εκείνης μητέρας: «Παιδί μου, παιδί μου, χτυπήσατε;». Πω πω, τρομερό ήταν αυτό! Ακόμα ακόμα, την ώρα που ήταν και αυτή έτοιμη να τελειώσει η ζωή της, είχε την έγνοια των παιδιών και την αγάπη και τη φροντίδα. Με τι καρδιά τα παιδιά να ρίξουνε, κατά το έθιμο, τη γραία μητέρα τους από τον γκρεμνό; Την άφησαν πάνω στο βουνό και πήγαιναν κάθε μέρα και της έδιναν τροφή, με αποτέλεσμα να γίνει καλά, να σηκωθεί και έτσι όλοι οι υπόλοιποι, από κει και μετά, γέροντες δεν πέθαιναν. Δεν έπεφταν στον γκρεμό. Τους έδιναν τα παιδιά τη δυνατότητα να επιζήσουν όσο ο Θεός τους επέτρεπε, κι έτσι στα βαθιά τους γεράματα να [00:10:00]κοιμηθούν ήσυχα. Σ' άρεσε αυτή η ιστορία; 

Ε.Θ.:

Πολύ, πολύ! 

Π.Τ.:

Πραγματικά, είναι ένας θρύλος που ακούγεται με μερικές παραλλαγές βέβαια, αλλά λίγο πολύ είναι το ίδιο ακριβώς αφήγημα. Είναι πραγματική ιστορία, που θέλει να δείξει ότι ακόμα και ο άνθρωπος στην τελευταία του στιγμή, στα βαθιά του γεράματα, δεν είναι για να πεθάνει, για να σκοτωθεί, για να παραμεληθεί, παρά για να φροντιστεί, να δεχτεί όλη την αγάπη από το περιβάλλον της οικογένειας και της κοινωνίας και έτσι να ζήσει και να τελειώσει ειρηνικά, χωρίς πόνο. Με αγάπη. Αυτή ήταν η ιστορία για το Ζάστανο. Και κάτω στον γιαλό... Πήρα την ανάσα σου, την κουβέντα σου. Κάτω στον γιαλό, λοιπόν, τα νεότερα χρόνια πλέον, είχε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ερχόταν ένα καΐκι φορτωμένο με μούστο. Βαρέλια με μούστο. Και καθώς είναι μια μεγάλη θαλασσοταραχή, ένα ξαφνικό μπουρίνι, κλυδωνίζονταν πολύ έντονα το πλοίο. Φυσούσαν οι αέρηδες, αστροπελέκια, κύμα μεγάλο, κυματισμός φοβερός. Ο καπετάνιος έκανε λοιπόν εκείνη την ώρα μια παράκληση στον ναύκληρο και τον παρακάλεσε: «Πήγαινε να δεις γρήγορα, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ τρέξε να δεις το βιβλίο, το ωρολόγιο το μέγα της εκκλησίας, να δεις ποιος άγιος είναι σήμερα, να παρακαλέσουμε τον Θεό να μας σώσει!». Τρέχει ο ναύκληρος, κοιτάει, ανοίγει το βιβλίο και του φωνάζει: «Καπτάν Βαγγέλη, καπτάν Βαγγέλη, είναι του Αγίου Κυπριανού και της Αγίας Ιουστίνης!». Ημέρα του Αγίου Κυπριανού. Ο καπετάνιος τον ευχαρίστησε: «Ελάτε, παιδιά, να προσευχηθούμε στον Θεό, στον Χριστό, στην Παναγία, στον Άγιο Κυπριανό και την Αγία Ιουστίνη να μας διασώσει, να μας γλιτώσει και εμείς να του φτιάξουμε την εκκλησία του εδώ στον γιαλό, με τον μούστο αντί για νερό»». Προσευχήθηκαν οι άνθρωποι αγνά και παρακάλεσαν τον Θεό και εισακούστηκε η προσευχή τους. Κι έτσι σταμάτησε η τρικυμία και ζύγωσαν κοντά στον γιαλό, έβγαλαν τα βαρέλια με τον μούστο και φώναξαν και τους άλλους συμπατριώτες τους γύρω, από τις στάνες των γύρω βουνών, και κατέβηκαν και βοήθησαν και 'φέραν όλοι οι μάστορες δωρεάν τα υλικά και με τον μούστο αντί για νερό έφτιαξαν το υπέροχο αυτό εκκλησάκι του Αγίου Κυπριανού και της Αγίας Ιουστίνης. Και είναι πάρα πολύ ωραίο, γιατί κάθε χρόνο γίνεται λειτουργία και πάνε όλοι οι ψαράδες, ο παπάς, ο κόσμος και ξαναλένε πάλι αυτήν την ιστορία και έτσι ο μύθος κυλάει από στόμα σε στόμα και δεν χάνεται η παράδοσις. Σ' άρεσε, Βάλια μου; 

Ε.Θ.:

Πάρα πολύ ωραία ήτανε! 

Π.Τ.:

Είναι πραγματικά αλήθεια.  

Ε.Θ.:

Ποια άλλη εκδοχή υπάρχει για το Ζάστανι; 

Π.Τ.:

Υπάρχει μια παρόμοια, η οποία λέει ότι δεν τους έβαζαν σε καλάθι, παρά τους κατέβαζαν και τους άφηναν εκεί, αλλά είναι το ίδιο, είναι το ίδιο περίπου, η ίδια αφήγηση. Το ίδιο νόημα, δηλαδή, του μύθου, του θρύλου. Νομίζω ότι αυτή που σου είπα είναι η επικρατέστερη. Η πρόθεση δηλαδή δεν ήταν να τους εγκαταλείψουν, αλλά να κάνουνε την επιθυμία τους, για να μην είναι βάρος στην οικογένεια οι μεγάλοι άνθρωποι, κατά την αντίληψη των ανθρώπων της εποχής, έτσι ούτως ώστε οι νεότεροι να μην έχουν αυτό το άγχος και το βάρος των μεγάλων άρρωστων ανθρώπων. Έτσι ήθελαν οι μεγαλύτεροι τότε, αλλά τα παιδιά όμως δεν μπορούσαν να αποχωριστούν τους γονείς τους και τους κράτησαν, τους θεράπευσαν και τους έδωσαν τη δυνατότητα να ζήσουν πλήρεις ημερών και ο Θεός αυτό το ευλόγησε. 

Ε.Θ.:

Πολύ ωραία! 

Π.Τ.:

Σου άρεσε; 

Ε.Θ.:

Ναι, πάρα πολύ! 

Π.Τ.:

Να 'σαι καλά, Βάλια! 

Ε.Θ.:

Γιατί εγώ ρωτάω τώρα για την εκδοχή αυτή, γιατί έχω διαβάσει κάπου ότι τους πετούσαν απ' το Ζάστανι, επειδή ακριβώς ήταν πολύ μεγάλη φτώχεια τότε στο νησί εδώ, και τους πετούσαν ακριβώς με το καλαθάκι, και λέει ότι αυτό, τέλος πάντων, σταμάτησε, επειδή κάποια στιγμή ένας πιο ηλικιωμένος, που τον έβαζε ο γιος του μέσα στο καλάθι, του λέει: «Όχι, κράτα το το καλάθι, γιατί μπορεί να το χρειαστείς και εσύ». 

Π.Τ.:

Ναι. Βέβαια, ίσως και το παρέλειψα αυτό στη ρύμη του λόγου, και αυτό σωφρόνισε τότε αυτόν τον συγκεκριμένο νέο και ήρθε στα λογικά του και είπε: «Αυτό που μου λέει ο γέροντας πατέρας μου είναι αλήθεια, κι εγώ θα γεράσω και θα μου κάνουν τα παιδιά μου το ίδιο». Ναι, και ουσιαστικά σταμάτησε. Ναι, σταμάτησε. Ούτως ή άλλως, ή με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, συναισθάνθηκαν δηλαδή οι νεότεροι ότι δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε τους γηραιότερους, που ήταν και το νόημα της όλης αφήγησης του θρύλου. Γιατί μέσα από την ιστορία έρχεται και αυτός ο θρύλος, είναι υπαρκτός, είναι ζωντανός, και έτσι έχουμε τη φροντίδα πλέον όλων των μεγάλων ανθρώπων, που η κοινωνία μας πρέπει να τη δίνει απλόχερα. 

Ε.Θ.:

Και υπάρχει και κάποιος άλλος θρύλος για έναν δράκο, ένα φίδι που μόλυνε το νησί; 

Π.Τ.:

Πού το ανακάλυψες, βρε Βάλια μου, αυτό; Πω πω, σπουδαία είναι αυτό που μου λες τώρα! Έχεις ακούσει σχετικά γι' αυτό; 

Ε.Θ.:

Έχω ακούσει κάποια πράγματα, έχω διαβάσει κάτι, αλλά επειδή όλοι αυτοί οι μύθοι, όλοι αυτοί οι θρύλοι έχουν και εκδοχές, θέλετε να μου πείτε αυτό που ξέρετε εσείς και να δούμε αν ταιριάζει με αυτό που ξέρω και εγώ; 

Π.Τ.:

Ευχαρίστως, Βάλια μου, θα ανταλλάξουμε πληροφορίες βάσει του θρύλου. Βέβαια, ήτο τρομερό το γεγονός! Πάνω στις Πεύγες, στο Διάσελο και στο Κλιμάκι, στα βουνά της Ύδρας, που είναι μεγάλοι πευκοβελόνες, εκεί υπήρχαν ποιμεντοστάσια με ποιμένες. Είχαν πολλά πρόβατα, γίδια, κατσίκια, έκαναν το τυρί, τη μυζήθρα την ωραία την υδραίικια, το γάλα που έφερναν στην πόλη και τα πουλούσαν όλα αυτά, το κρέας από τα ζωντανά. Αλλά κατά καιρούς χάνονταν πολλά ζωντανά, πολλά αιγοπρόβατα. Και τότε οι άνθρωποι δεν ξέρανε τι να συμβαίνει, τι να συμβαίνει; Προσπαθούσαν τη νύχτα, μήπως είναι κανένας λύκος, κάνα τσακάλι, κάνα άλλο ζώο που να επιτίθεται, να τρώει τα αιγοπρόβατά τους. Όχι, δεν συνέβαινε από αυτό. Ακόμα ακόμα κοιτάγανε και τα κοράκια του ουρανού, τα πουλιά που πετάνε, τις ύαινες καμιά φορά που έρχονται να βρουν κάποιο σκοτωμένο ζώο, τίποτα, ούτε και από αυτό ήταν. Φεύγανε λοιπόν το πρωί, πηγαίναν στα χωράφια, στις δουλειές τους, και το βράδυ που γύριζαν, κλειδωνομπαρόντουσαν μέσα, κλείναμε τις αμπάρες και τις πόρτες, για να μην τυχόν έρθει αυτό το κακό και τους πάρει τα ζωντανά, που ήταν ακόμα και για τη δική τους συντροφιά μέσα στο σπίτι. Είπε όμως κάποτε μια οικογένεια: «Εμείς θα κάτσουμε όλο το εικοσιτετράωρο. Καραούλι θα κάτσουμε να προσέχουμε και να κοιτάμε από όλες τις κατευθύνσεις των βουνών τι μπορεί να έρθει εκείνη την ώρα να μας πιάσει τα πρόβατα ή τα κατσίκια». Και ακούσαν έναν μεγάλο θόρυβο τη νύχτα, κατά τις 03:00 η ώρα. Σαν θρόισμα φύλλων μαζί με έναν κουρνιαχτό! Σαν να σέρνετο κάνας δράκος. Τρομάξανε, δεν σου κρύβω, απ' ό,τι μας λέγανε και οι γιαγιές τα βράδια έξω στις αυλές, που τις ακούγαμε. Πίστεψέ με, τις ακούγαμε χωρίς να πέφτει κιχ, τίποτα. Και λέει, είδανε από μακριά δύο μεγάλα πύρινα μάτια και μια τεράστια μουσούδα, με μια γλώσσα σαν πύρινες φλόγες που έβγαινε, ο δε κορμός του θηρίου ήταν μακρύς και λέπταινε προς τα κάτω, με λέπια. Είχε πόδια με νύχια φοβερά, σαν το δράκο του Αγιωργού, όπως είναι στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου περίπου. Τρέξανε, λοιπόν, σημάνανε τα σήμαντρα, βάλανε φωνή, ήταν πολύ κοντά τα σπίτια και όλοι κλείσανε με τις αμπάρες. Πραγματικά στις Πεύγες έγινε αυτό! Αυτό το μεγάλο φίδι, με τα φτερά και τα λέπια, έτρωγε αιγοπρόβατα, έτρωγε κατσίκια, ακόμα και βόδια είχαν χάσει, μεγάλα ζωντανά. Και για να απαλλαγούν από την παρουσία του, αφού το είδαν να κάνει αυτή την καταστροφή, προσευχήθηκαν οι άνθρωποι στον Θεό, ζήτησαν τη βοήθεια του Θεού. Τους φώτισε ο Θεός, λοιπόν, και αναλάβανε μια δράση, να του βάλουν φωτιά μέσα στη σπηλιά που κρυβότανε, με καπνούς να το ψοφήσουν, να το δηλητηριάσουν. Βάλανε, λοιπόν, φωτιά. Άκουγαν τα μουγκρητά. Όντως, στις Πεύγες έγινε αυτό! Αυτό κρυμμένο μέσα στη σπηλιά μούγκριζε, προσπαθούσε να βγει μέσα απ' τις φλόγες και τους καπνούς, αλλά δεν μπορούσε να πάρει και ανάσα και δυσκολευότανε και χτυπούσε τα πόδια του και έτρεμε η γη. Τόσο πολύ μεγάλο ήτανε! Είχε φάει όλων των ανθρώπων τα πρόβατα. Τέσσερις, πέντε, έξι γενεές ποιμένων χάναν συνέχεια τα πρόβατα, τα αιγοπρόβατά τους. Είχε γίνει πολύ μεγάλο, [00:20:00]τεράστιο. Κάηκε, λοιπόν, όλη η περιοχή εκεί, κάηκαν τα δέντρα, κάηκε και η σπηλιά του Δράκου. Και λένε ότι μετά από καιρό που πήγανε οι άνθρωποι, βρήκανε τον σκελετό του καμένο! Ήταν τεράστιο, πολύ μεγάλο, και μέσα στη σπηλιά είχε αρπάξει και είχε κρύψει και αιγοπρόβατα, τα οποία είχαν καεί βέβαια και αυτά. Και έτσι, αφού το κάψανε, ησυχάσανε, δεν τους ξαναπείραξε το κακό αυτό και έμεινε ο θρύλος του μεγάλου φιδιού πάνω στις Πεύγες, που έτρωγε και έπινε το γάλα από τα αιγοπρόβατα και έτρωγε τα κατσίκια και έτρωγε όλα τα γελάδια. Ακόμα ακόμα και τα μεγάλα μοσχάρια και πανικόβλητους ανθρώπους, γιατί είχε καταντήσει να είναι φόβος και τρόμος και των ανθρώπων, όχι μόνο γιατί χάναν την περιουσία τους, τα ζώα τους, αλλά μπορούσε να κατέβει και στην πόλη και να φάει τους ανθρώπους. Αυτός είναι ο θρύλος, Βάλια μου. Υπάρχει ίσως και άλλη εκδοχή; 

Ε.Θ.:

Εγώ ξέρω μια εκδοχή που λέει ότι ακριβώς έτσι μόλυνε, ας πούμε, την περιοχή, έτρωγε και τη βλάστηση και τα ζώα, μέχρι εκεί το κομμάτι αυτό που είπατε όλο, ότι οι κάτοικοι φοβόντουσαν, δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι και αποφάσισαν όντως να του βάλουν φωτιά. Και είπαν ότι θα βάλουμε φωτιά, αλλά επειδή δεν ήξεραν πού είναι, έβαλαν λοιπόν τη φωτιά και αυτοί έφυγαν στον Δοκό με μια βάρκα. Φύγανε, βάλαν φωτιά, λέει, στο νησί εδώ πέρα και αφού βάλανε φωτιά, έσβησε η φωτιά. Ήρθαν μετά την άλλη μέρα, μετά από κάποιες μέρες πίσω στο νησί και το είδανε κατακαμένο όλο. Είχε πεθάνει όλη η βλάστηση, στεναχωρήθηκαν όλοι και μετά έπεσε μεγάλη φτώχεια και λένε ότι από τότε, ας πούμε, το νησί έγινε έτσι βραχώδες και χωρίς βλάστηση πολύ και έτσι, πώς να το πω; 

Π.Τ.:

Πιο ξερακιανό, έτσι, ναι. 

Ε.Θ.:

Ναι, πιο ξερόνησο, ας πούμε. 

Π.Τ.:

Ξερόνησο, ναι. Η αλήθεια είναι ότι βάλανε φωτιά σε δυο τρία σημεία, αλλά βάλανε και σε πιθανές μεγάλες τρύπες των βράχων, που εικάζετο ότι θα ήταν η σπηλιά του, η φωλιά του θηρίου, και φύγανε οι άνθρωποι, γιατί θα μπορούσε να τους κυκλώσει εκεί η φωτιά και να τους κάψει. Πήραν μαζί τους τα αιγοπρόβατα και τα υπάρχοντά τους, προφυλάξανε τα σπίτια τους, που ήταν βέβαια μακριά το ένα από το άλλο, και όταν γύρισαν, πραγματικά είδαν καμένο τον τόπο, αλλά μπροστά στην απαλλαγή από το θηρίο, στο γεγονός ότι απαλλάχτηκαν πλέον από την παρουσία του, ξαναέσκαψαν τη γη, ξαναφύτεψαν λουλούδια, φυτά, έσπειραν τα χωράφια τους, είχαν χαρά, ευχαρίστησαν τον Θεό γι' αυτό, που τους έδωσε τη δυνατότητα να απαλλαγούν από αυτό το θηρίο και έτσι απέκτησαν ξανά κοπάδια. Kαι μάλιστα το συνδέουμε αυτό και με τη μονή του Προφήτη Ηλιού της Ύδρας, που είναι μεταξύ του βουνού Κλιμάκι και Ομπόρια πάνω και τις Πεύγες, το οροπέδιο, όπου έχει τα ωραία πεύκα, τη μαύρη πεύκη την ελληνική, από την αρχαιότητα που προέρχεται και είναι πολύ σπουδαία, αλλά και άλλα πολλά ωραία βότανα που έχει το νησί της Ύδρας στα βουνά του επάνω και το ωραίο ρετσίνι που βγάζουν τα πεύκα, τη ρητίνη αυτή, που είναι και φάρμακο και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, αλλά και τα πολύ σπουδαία αιγοπρόβατα που έχουνε ακόμα σήμερα οι απόγονοι των οικογενειών των ποιμένων της εποχής εκείνης του θρύλου. Άρα ο θρύλος συνεχίζεται, έτσι δεν είναι; Έχουμε μελίσσια, έχουμε πολύ ωραία. Πολλά μελίσσια, μελίσσια με ωραίες κυψέλες. Έχουμε ωραίο μέλι, του Προφήτη Ηλιού, των Ζωγκών, προς τη μεριά της Ζούρβας, έχουμε το παραδοσιακό μέλι το υδραίικο είναι εξαιρετικό! Του Παλαμιδά. Έχουμε ακόμα ακόμα και το μέλι εδώ της πόλης, της Αγίας Ματρώνας, που είναι πιο κοντά το μοναστήρι προς την πόλη. Και έτσι οι άνθρωποι ζήσανε μια ωραία ειρηνική περίοδο απαλλαγμένοι από αυτό το τεράστιο τέρας, τον δράκο που είχε δυσκολέψει τη ζωή των ανθρώπων και κατασπάραζε τα αιγοπρόβατά τους και τις περιουσίες τους, χάλαγε τη βλάστηση, τα πάντα, τα μόλυνε όλα. Και έτσι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι συνέχισαν να ζουν μέχρι σήμερα. Γι' αυτό έχει το ωραιότερο μέλι η Ύδρα, τα ωραιότερα λουλούδια, τα ωραιότερα φρούτα, όσα βγάζει. Τα ωραία φραγκόσυκα, τα ωραία σύκα από τις ωραίες εκείνες συκιές του Παλαμίδα, του Bλυχού, του Μώλου. Ακόμα ακόμα και στις Πεύγες έχει, γιατί και οι άνθρωποι όπου πήγαιναν και έκαναν μικρούς συνοικισμούς φύτευαν και οπωροφόρα δέντρα και καρποφόρα δέντρα, έσπερναν σιτάρι, κριθάρι για τα ζώα τους και όλα αυτά. Απαλλάχθηκαν, λοιπόν, από αυτό το τεράστιο θηρίο και έτσι πέρασε στον θρύλο. Ας το έχουμε μόνο στον θρύλο να το θυμόμαστε. Μπράβο, Βάλια! Θαυμάσια! 

Ε.Θ.:

Πολύ ωραία! Λοιπόν, τώρα το επόμενο στη σειρά που θα ήθελα να πούμε είναι για το «Ποδαράκι του Χριστού». 

Π.Τ.:

Ωραία ιδέα. Εισαγωγικά στη λέξη το «ποδαράκι» του Χριστού. Είναι η τοποθεσία προς το Μανδράκι, αυτή την περιοχή εκεί, λίγο μετά το Κάστρο του ναυάρχου Μιαούλη. Λίγο πριν από τα παλιά σφαγεία, όπως λέμε. Δηλαδή προς τον Ναό της Αγίας Φωτεινής. Της Αγίας Φωτεινής το εκκλησάκι που είναι προς τον δρόμο προς το Μανδράκι, πριν πάμε στο Μανδράκι. Πριν την Αγία Φωτεινή και μετά το Κάστρο του Ναυάρχου Μιαούλη, ωραία; Εκεί κάνει ένα μεγάλο σαν ύψωμα, όπως κάνει το βουνό, και αν περάσει κανείς, συνήθως οι περιπατητές, οι γυναίκες της Ύδρας παλιά που μάζευαν χόρτα, αλλά και σήμερα πάνε και μαζεύουν χόρτα, τα χόρτα της Ύδρας είναι πάρα πολύ νόστιμα. Νομίζω έχεις φάει κι εσύ, έτσι δεν είναι; Από τη γιαγιά, τον παππού, που τους άρεσαν πολύ και τους αρέσουν ακόμα! Ναι, και βεβαίως όλοι που περνούσαν από εκεί έκαναν τον σταυρό τους, γιατί είχαν βάλει εκεί έναν μεταλλικό σταυρό μικρό, γιατί είχε παρουσιαστεί εκεί λένε η μορφή του Χριστού. Βέβαια, οι πιο παλιοί μύθοι και θρύλοι λένε ότι αυτό το πέλμα, το πέλμα του ανθρώπινου ποδιού, μπορεί να προέρχεται και από τα προμυθολογικά χρόνια! Και μάλιστα, για να αποτυπωθεί, για να αποτυπωθεί πάνω στον βράχο, πρέπει να ήτανε λάβα, λάβα που είχε σχεδόν τείνει να κρυώσει και πριν παγώσει και κοκκαλώσει και γίνει πέτρα, κάποιο ανθρώπινο πόδι πάτησε εκεί και σχηματίστηκε το αποτύπωμα αυτό. Τώρα το πώς πήρε το όνομα το «Ποδαράκι του Χριστού» ειλικρινά αυτό κανείς δεν το ξέρει. Γιατί ήτανε περίπου σαν ανθρώπινο αποτύπωμα. Δεν ήτανε επακριβώς, όπως γίνεται ένα αποτύπωμα του ποδιού πάνω σε μια μαλακή επιφάνεια, μια αμμώδη επιφάνεια. Δεν ήταν έτσι, αλλά έμοιαζε σαν να ήτανε ένα πόδι ενός μεγαλόσωμου ανθρώπου της εποχής του Ηρακλή. Λες να ήταν του Ηρακλή, που έσβησε τα ηφαίστεια που είπαμε πριν; Να και μια απόδειξη ίσως! Φαντάζεστε; Ή ίσως ήταν του Ιόλαου; 

Ε.Θ.:

Ποιος ξέρει! Θα μάθουμε ποτέ; 

Π.Τ.:

Θα μάθουμε ποτέ άραγε; Μπορεί και να μάθουμε όμως, ναι! Όμως, επειδή πράγματι δεν πρέπει να θεοποιούμε τα αντικείμενα, έτσι λέει η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση των αγίων Πατέρων, καλό θα είναι αυτά να υπάρχουν σαν θρύλοι βέβαια. Αλλά δεν ασπαζόμαστε τα ίχνη του ποδιού του Χριστού. Ασπαζόμαστε τη διδασκαλία του Χριστού, τη μορφή του Χριστού, το Ευαγγέλιο του Χριστού, όσα μας διδάσκει η ορθόδοξη παράδοση των αγίων Πατέρων και η εκκλησία μας. Και έτσι, αυτό σιγά σιγά με τα χρόνια χάθηκε. Άλλοι λένε πως έσπασε από κάποιο κεραυνό που έπεσε τυχαία, άλλοι λένε πως κατρακύλησαν βράχια, γιατί γίνονταν και κατολισθήσεις εκεί, και έπεσε ένας μεγάλος βράχος και το έκοψε σε δυο τρία κομμάτια τον βράχο που είχε εκείνο το αποτύπωμα και χάθηκε. Άλλοι λένε ότι ένας άνθρωπος προσπάθησε να το σπάσει και σκοτώθηκε εκεί στα βράχια, γι' αυτό είχαν βάλει και το σταυρουδάκι εκείνο το σιδερένιο εκεί. Άλλοι λένε ότι προσευχήθηκαν οι πατέρες του νησιού και μέσα από την προσευχή ο Θεός το έσβησε με θαυματουργικό τρόπο. Κανείς δεν ξέρει τον θρύλο, Βάλια μου. Αυτό εγώ ξέρω από την παράδοση για το σημείο που βρέθηκε, που ήταν ορατό εκείνο το αποτύπωμα του ανθρώπινου ποδιού και το λέγανε όλοι το «Ποδαράκι του Χριστού»», ακόμα και σήμερα το λέμε έτσι. Το έχεις ακούσει και εσύ; 

Ε.Θ.:

Το 'χω ακούσει, ναι, ναι! Πολύ ωραία. 

Π.Τ.:

Σ' άρεσε, Βάλια μου; 

Ε.Θ.:

Βέβαια!  

Π.Τ.:

Να 'σαι καλά. 

Ε.Θ.:

Όλα αυτά είναι πάρα πολύ ωραία. 

Π.Τ.:

Είναι αλήθεια, τα έχω διασταυρώσει από πολλές συζητήσεις, αφηγήσεις και συζητήσεις των μεγάλων ανθρώπων, γιαγιάδες, παππούδες στην οικογένειά μου, αλλά και γνωστούς των δικών μου ανθρώπων, και μάλιστα από δυο τρεις πηγές λίγο με μια μικρή, πολύ μικρή παραλλαγή. 

Ε.Θ.:

Μάλιστα, πάρα πολύ ωραία. Τώρα θέλω να περάσουμε στις Καλαμοδόντες. 

Π.Τ.:

Πω πω, πού τις βρήκες! Βάλια μου, μου επιτρέπεις να πιω μια γουλιά νερό. 

Ε.Θ.:

Ναι, ναι, εννοείται, εννοείται. 

Π.Τ.:

Στην υγειά σου, να 'σαι καλά. 

Ε.Θ.:

Να 'στε καλά. 

Π.Τ.:

Πολύ ωραία. Τώρα θα περάσουμε στα στοιχειά. Πολλά στοιχειά, βρε παιδί μου. Στοιχειωμένη αυτή η Ύδρα! Άλλα άκακα στοιχειά, όμως, ναι, άκακα στοιχειά, πίστεψέ με. Ναι, καμιά φορά [00:30:00]θυμώνουν και αυτά, ξέρεις, και γίνονται λίγο ενοχλητικά παραπάνω από το κανονικό. Λένε οι θρύλοι και οι μύθοι όλοι, που έχουμε εδώ στην Ύδρα πολλούς τέτοιους θρύλους και μύθους, ότι τις νύχτες στα εγκαταλελειμμένα κάστρα, έβγαιναν τέτοια στοιχεία και κυρίως στους μύλους. Τι περίεργο άραγε! Στους μύλους, στα ερείπια των μύλων! Πω πω! Και εμείς παιδιά πηγαίναμε και ψαρεύαμε κοττάρες με τα καλάμια, ξέρεις αυτά τα μαύρα πουλιά, τα καημένα. Όταν συνειδητοποιήσαμε βέβαια ότι δεν πρέπει να τα σκοτώνουμε, να τα ψαρεύουμε, σταματήσαμε να το κάνουμε αυτό. Και ακούγαμε κατά καιρούς εκείνους τους θρύλους και μύθους που λέγανε οι παλαιότεροι και φοβούμαστε πραγματικά εμείς σαν ήμαστε μικρά παιδιά. Αλλά είχαμε όμως και την περιέργεια, τεντώναμε τα αυτιά μας έτσι, σαν χωνιά, για να ακούσουμε! Θα σου πω δύο εκδοχές που έχω ακούσει αυτόν τον θρύλο, από πολλούς πάλι ανθρώπους εδώ, από πολλές γυναίκες, γιαγιές μεγάλες, οι οποίες το έλεγαν με υπονοούμενο και το έκρυβαν και λίγο. Το μεσημέρι πάντα τα παιδιά θέλουν να βγουν έξω να παίξουνε στη γειτονιά, στην αλάνα, στις αυλές των σπιτιών, στη λάκκα. Όπου υπήρχε έτσι ένας μεγάλος χώρος. Όμως ήταν η ώρα του μεσημεριού αυτή ιερή για τους μεγάλους. Έπρεπε τα παιδιά να κοιμηθούν, να ξεκουραστούν. Τα παιδιά προσπαθούσαν, όμως, να φύγουν κρυφά από το περιβάλλον του σπιτιού και να πάνε να βρούνε τους φίλους τους και να παίξουν. Εκείνες τις ώρες του μεσημεριού ο ήλιος, συνήθως το καλοκαίρι, απ' όσο ξέρεις κι εσύ, είναι πολύ καυτερός και μπορεί ο άνθρωπος να πάθει ηλίαση, να πάθει οτιδήποτε. Γι'' αυτό τους φώναζαν: «Μη βγαίνετε έξω. Τώρα θα βγούνε οι νεραΐδες!» «Τι είναι, γιαγιά, οι νεραΐδες;» «Πω πω! Παιδί μου, προσέχτε, γιατί είναι κάτι στοιχειά που έρχονται γύρω γύρω, γύρω γύρω και σε παίρνουν μαζί και σε χορεύουν μέσα στον χορό, μες στο λιοπύρι, γύρω γύρω γύρω, με πολλές στροφές, μέχρι να πέσεις κάτω και να ζαλιστείς και να σε σύρουν από το πόδι και να σε πάνε μέσα στους μύλους». «Πω πω, γιαγιά!». Εμείς φοβούμαστε όταν ακούγαμε αυτά τα πράγματα να μας τα λένε. «Και τι γίνεται, γιαγιά, εκεί στους μύλους;» ρωτάγαμε εμείς. «Άσε, εκεί γίνεται πιο μεγάλο κακό, παιδί μου». «Τι, γιαγιά;». Εκείνη την ώρα φοβούμαστε πραγματικά! Πω πω, ο ένας ζάρωνε δίπλα στον άλλον, βρε Βάλια μου! «Εκεί βγαίνουν οι Καλαμοδόντες!». Παναγία μου! Όταν ακούσαμε αυτή τη λέξη, μας έπιασε τρόμος! «Τι είναι οι Καλαμοδόντες;». «Αυτές κι αν είναι! Με κάτι δόντια σαν καλάμια μπήζουν επάνω στο κορμί σου και σε δαγκώνουνε και σου πίνουνε το αίμα». Εκεί λιποθύμησε ένα παιδί, θυμάμαι, πω πω, Βάλια μου. Άσ' τα, άσ' τα, τα θυμάμαι και με πιάνει ακόμα τρόμος. Τι άραγε να ήταν αυτά τα στοιχειά με τις Καλαμοδόντες; Ήταν πραγματικά; Ήταν τεχνητά στοιχειά, που τα 'φτιαχνε η φαντασία των ανθρώπων; Μήπως επειδή νύχτωνε και καθώς έπεφτε το σούρουπο και η νύχτα, κάποιοι άνθρωποι τριγυρνούσαν στα χαλάσματα; Ποιος ξέρει; Για να φοβίσουν τους άλλους; Κανείς δεν ήξερε. Τα παιδιά πάντως δεν πήγαιναν ποτέ μεσημέρι με το λιοπύρι στους μύλους. Γιατί κάποτε ένα παιδί έχασε τη φωνή του, αλήθεια είναι αυτό! Και γύρισε και δεν άκουγε, και την ακοή του μαζί έχασε, θυμάμαι. Κι ήτανε σαν αλλοπαρμένο. Σαν να είχε χάσει τα λογικά του. Και το πήραν οι γιαγιές, το σταυρώνανε, του λέγανε προσευχές και ξόρκια και αφού ηρέμησε και συνήλθε το παιδί, μετά την άλλη μέρα μίλησε. Του ήρθε η φωνή. Είπε τώρα στις γιαγιές εκεί που τον σώσανε τι ακριβώς είδε. Ποιος ξέρει; Μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας υπάρχει κάποια ενέργεια σε αυτό τα σημεία, διότι παλιά, τα παλιά τα χρόνια ήταν κάστρα οι μύλοι. Είχαν πυροβολεία, είχανε προμαχώνες, άρα πέφτανε σφαίρες, γινόνταν μάχες. Ποιος ξέρει, μπορεί κάποια ενέργεια από αυτή την παλιά εποχή να υπάρχει ακόμα εκεί και όταν καίει ο ήλιος πολύ το μεσημέρι, συνήθως το καλοκαίρι, μέσα στην ερημιά και στη ζέστη του βράχου και του τοπίου να έχεις την αίσθηση ότι ακούς φωνές, βογγητά, πυροβολισμούς, κανονιές. Μην ξεχνάμε ότι η Ύδρα ήταν ένα μεγάλο φρούριο. Κι ένα μεγάλο θησαυροφυλάκιο. Εκεί κρύβονταν και οι Καλαμοδόντες. Και έτσι τα παιδιά δεν πήγαν ποτέ πλέον, από τη διήγηση αυτή που ακούσανε και το ένα παιδί το μετέφερε στο άλλο και όλα τα παιδιά άκουγαν μαζί τους μεγαλύτερους πλέον και δεν πήγαιναν ποτέ μα ποτέ στα ερείπια των μύλων. Οι μεγάλοι πήγαιναν καμιά φορά. Τι ξέρεις; Άλλοι για χόρτα να μαζέψουν, άλλοι για σανό για τα πρόβατα, λουλούδια ή να ξεπετάξουν χαρταετούς και αερόστατα. Τα μεγάλα παιδιά που δεν φοβόντουσαν. Τα μικρά δεν πήγαιναν, γιατί τους πήγαινε να, πέντε-πέντε που λέει η παροιμία! Αυτός ήταν ο θρύλος περίπου της Καλαμοδόντας, ναι, μαζί με τις Νεράιδες. Πω πω, βρε Βάλια, εμένα με είχε βουτήξει μία τέτοια. Θυμάμαι, δηλαδή, έκανε αυτό τον ανεμοστρόβιλο και μας πήγε σκόνη στα μάτια. Πω πω, τρέξαμε, τρέξαμε και μας παρέσυρε ο αέρας στη δίνη, ένα γύρω γύρω μας έπαιρνε. Φοβερό ήταν αυτό. Και τρέξαμε και μπήκαμε στο σπίτι μέσα στη σκόνη τυλιγμένοι, αλλά ποτέ δεν ξαναπήγαμε τα μεσημέρια έξω στους δρόμους με τον μεγάλο ήλιο. Πηγαίναμε το απόγευμα που ήταν ήσυχα τα πράγματα. 

Ε.Θ.:

Ναι, και έχω ακούσει και για κάτι στοιχειά που υπήρχανε κάτω, λέει, από τη γέφυρα στον Βλυχό!

Π.Τ.:

Ναι, στις γέφυρες πάντα κρατάει, λέει, ένα στοιχειό. Είναι σαν στοιχειωμένες, θα λέγαμε. Γιατί μπορεί καμιά φορά να είναι και η φαντασία του ανθρώπου, έτσι, δεν είναι πραγματικότητα. Μπορεί όμως και κάτι να συμβαίνει. Συνήθως στα μέρη που είναι απόμακρα λίγο από την πόλη και παρεμβάλλονται γεφύρια, καμάρες, πηγές, ακούμε διάφορες φωνές, διάφορους ήχους από τα αιγοπρόβατα της περιοχής, τα τσακάλια, τους λύκους, έχει και εδώ, και αλεπούδες έχει ωραίες, ναι. Και καμιά φορά κάνουνε τα πουλιά και οι κουκουβάγιες τη νύχτα κάτι περίεργους ήχους, σαν να τους σφάζει κανείς, σαν να τους στραγγαλίζει και τα συνδέουμε με στοιχειά. Βέβαια, στοιχειά υπάρχουν! Στοιχειωμένα μέρη υπάρχουν, αλλά είναι άκακα τα περισσότερα. Μόνο μερικά σου βάζουν τρικλοποδιές, άμα έχεις μεθύσει, έχεις πιει κάνα ποτηράκι παραπάνω, χάσεις τον δρόμο, τότε τα στοιχειά σε παίρνουν από πίσω καπάκι, σε ακολουθούν και σε γκρεμίζουν καμιά φορά! Απ' τον Βλυχό έχει γίνει ένας σκοτωμός! Βέβαια, τα παλιά τα χρόνια λένε πως έναν μεθυσμένο πατριώτη μας από εδώ από την Ύδρα, ψαρά, μεγάλο άνθρωπο, που είχε πιει πολύ κρασί γιατί είχε ένα σεκλέτι, ποιος ξέρει τι σεκλέτι άραγε, πήγε με τον γάιδαρό του να περάσει τον κάτω δρόμο του Bλυχού. Περπάταγε, πριν φτιάξουν τον νέο δρόμο, περπάταγε, περπάταγε και καθώς ήταν μεθυσμένος, τραγούδαγε και εκεί που τραγούδαγε, έβριζε και τον γάιδαρό του, τον βλαστημούσε κιόλα, νευρίαζε και ψιλόβρεχε έτσι λίγο, έτσι ένα μικρό, έτσι πολύ λίγο, ψιλόβροχο έριχνε. Και γλίστρησε, λέει, ο γάιδαρος και έπεσε στον γκρεμό με όλο τον άνθρωπο! Ακούστηκε, λέει, μια βουή κι ερχότανε από πίσω, έτσι σαν σύννεφο. Και ο γάιδαρος παραπάτησε στην άκρη του γκρεμού, του δρόμου, και πήγε κάτω στα βράχια, στη θάλασσα και σκοτώθηκαν. Τώρα μπορεί να ήταν και τυχαίο γεγονός, αλλά πάντα ξέρουμε ότι εκεί, στον δρόμο τον κάτω του Βλυχού, ότι κρατάει ένα στοιχειό. Επίσης, στην καμάρα του Bλυχού, που είπαμε στην αρχή, και εκεί ξέρουμε ότι είχαν γίνει πολλές εκτελέσεις στα χρόνια εκείνα, σε πολέμους και με πειρατές και γιουρούσια που κάνανε για να κουρσέψουν την πόλη της Ύδρας, και γίνονταν μάχες και είναι ένα άγριο πραγματικά εκεί το τοπίο, το σημείο εκεί είναι... τη νύχτα ιδιαιτέρως σε πιάνει, όταν περνάς μόνος από κει, ένας φόβος, κάτι σαν να θέλει να σε πιάσει. Δεν ξέρεις τι μπορεί να είναι. Κανείς δεν ξέρει. Πάντως έχουμε και άλλους θρύλους. Η Ύδρα έχει πάρα πολλές ιστορίες, είναι όλες ζωντανές. Και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Για να τη ζήσει κανείς την Ύδρα και να την ευχαριστηθεί και να την περιηγηθεί και να τη γνωρίσει, χρειάζεται να έρθει πολλές φορές.

Π.Τ.:

Να πούμε και έναν άλλο θρύλο που έχει σχέση με το νερό; Ωραία! Τα Καλά Πηγάδια ξέρεις πού είναι. Τα Καλά Πηγάδια, λοιπόν, είναι ανεβαίνοντας από τον μεγάλο δρόμο της παραλίας προς το πρώτο σχολείο, που ήταν το σπίτι του Σαχτούρη, του ναύαρχου, κι ήταν κάστρο και έφτανε η θάλασσα, λέει, μέχρι εκεί. Γύρω γύρω, κάτω εκεί ήταν η αμμουδιά. Πιο πάνω, λοιπόν, ανηφορίζοντας προς το Διάσελο, κατέβαιναν τα μικρά ρυάκια από τα βουνά της Ύδρας, απ' το βουνό της [00:40:00]Αγίας Ματρώνας, απ' το βουνό απάνω στις Πεύγες, και τρέχανε τα νερά προς τα κάτω και ρυάκια πολλά είχαν σχηματιστεί και ζούσαν πολλά βατραχάκια εκεί. Λίγο πιο πάνω από τα Καλά Πηγάδια, το πλάτωμα εκεί, ίδρυσαν οι άνθρωποι, τα προεπαναστατικά χρόνια, δύο πηγάδια. Πολύ σπουδαία πηγάδια, γιατί το νησί της Ύδρας παρουσίαζε μεγάλη λειψυδρία. Δεν είχε πηγές. Προφανώς είχαν χαθεί τα νερά τότε με τα ηφαίστεια, γιατί είχε πολλά νερά κάποτε, στην πρώιμη αρχαιότητα. Εκεί, λοιπόν, στα Καλά Πηγάδια ίδρυσαν δυο ωραία μεγάλα πηγάδια που λένε –και αυτό είναι αλήθεια διασταυρωμένη– ότι το νερό προέρχεται απ' την Κρήτη! Πω πω, τι ωραία! Μάλιστα, σύγχρονοι γεωλόγοι επιστήμονες, υδρολόγοι, έχουν ρίξει κάποια ειδικά μη βλαβερά προϊόντα για να δούνε πού θα φτάσει αυτό το χρώμα, ένα είδος μαγγανικού καλίου, κάπως λέγεται αυτό, η ουσία, που το ρίχνουν οι ειδικοί που κάνουν τις γεωτρήσεις και τις έρευνες για τα πηγάδια, για να δούνε από πού αναβλύζει το νερό της πηγής, γιατί από κάποια πηγή αναβλύζει αυτό. Λένε, λοιπόν, ότι έρχεται από την Κρήτη! Ο θρύλος και ο μύθος που έχει δημιουργηθεί και είναι αλήθεια, εγώ πιστεύω, δεν είναι μόνο μύθος και θρύλος, λέει ότι όποιος πιει νερό απ' τα Καλά Πηγάδια παντρεύεται, νυμφεύεται, κάνει οικογένεια εδώ δηλαδή. Είτε είναι αγόρι, παντρεύεται κοπελιά Υδραίισσα, είτε είναι κορίτσι, που έρχεται στο νησί και παντρεύεται παλικάρι απ' την Ύδρα και κάνει οικογένεια. Τι ωραίος, όμως, μύθος! Τι ωραίος θρύλος, δεν είναι; Είναι υπέροχος πραγματικά. Και το νερό τους είναι πόσιμο, γάργαρο και καθαρό. Αυτά τα δύο ωραία πηγάδια ύδρευαν όλο το νησί της Ύδρας. Υπήρχαν οι νερουλάδες, οι οικογένειες δηλαδή των Υδραίων με τα γαϊδουράκια, τα μουλαράκια τους, το άλογά τους, και με μπετόνια σιδερένια μεγάλα ή ασκούς στην αρχή, από δέρμα ζώου, καθαρά πλυμένους, που έβαζαν το νερό και το μετέφεραν στα σπίτια, γιατί οι μικρές δεξαμενές των σπιτιών της Ύδρας, οι λεγόμενες στέρνες, δεν ήταν πάντα γεμάτες, γιατί και το νησί της Ύδρας πάντα υπέφερε από λειψυδρία. Τα πηγάδια, λοιπόν, τα Καλά Πηγάδια –εξού και καλό το νερό– και καλό έκαναν και πλήθαιναν και τον πληθυσμό του νησιού, λέγοντας ότι αν πιεις νερό από κει παντρεύεσαι, και γινότανε αλήθεια αυτό και έτσι είχαμε κι άλλες οικογένειες που δημιουργούνταν. Αυτός είναι ο θρύλος των Καλών Πηγαδιών. Πώς σου φάνηκε;  

Ε.Θ.:

Πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία! 

Π.Τ.:

Είναι αλήθεια και το νερό είναι υπέροχο. Πραγματικά γάργαρο, κρυστάλλινο, καθαρό και εύγευστο και ευκολοχώνευτο! Πού το πας αυτό; Έτσι, έτσι. Σ' άρεσε, Βάλια μου;  

Ε.Θ.:

Παρά πολύ!  

Π.Τ.:

Χαίρομαι πάρα πολύ. 

Ε.Θ.:

Πάμε, λοιπόν, τώρα στον θρύλο με τη Σπηλιά του Μπαϊράμι; 

Π.Τ.:

Πού την ανακάλυψες; Τη σπηλιά του Μπαϊράμι! Μπράβο, μπράβο, Βάλια! Έχεις ακούσει σχετικά; 

Ε.Θ.:

Κάτι μου είχατε πει εσείς φέτος το καλοκαίρι. 

Π.Τ.:

Ναι, ναι! Το θυμάσαι. Βέβαια. Αυτός είναι ένας θρύλος μυστηρίου και αγάπης! Ανάγεται όλη αυτή η εξιστόρηση στα προεπαναστατικά χρόνια, στα χρόνια της πειρατείας. Όπως θα ξέρεις και εσύ από την ιστορία, το νησί της Ύδρας δεν ήτανε κατοικημένο 15ο αιώνα, τον 16ο και μετά άρχισε να κατοικείται με οικογένειες πολύ σημαντικών ανθρώπων από διάφορα μέρη της Ελλάδος, τις περίφημες μεγάλες ιστορικές οικογένειες αργότερα. Όπως των Κουντουριωταίων, του Μιαούλη, των Τομπάζηδων και ούτω καθεξής. Τα παλιά τα χρόνια, λοιπόν, ήτανε μόνο μικρές οικογένειες, με πολύ μικρά σπιτάκια, βοσκοτόπια και η ενασχόλησή τους ήτανε μόνο με τη γη. Δεν είχαν κατέβει κάτω στον γιαλό, για τον φόβο των πειρατών, φοβόντουσαν πραγματικά να κατέβουν κάτω. Η πόλη ήτανε πάνω πάνω ψηλά στην Κιάφα! Ούτε καν στην Κιάφα δεν είχε έρθει ακόμα η πόλη. Δεν είχε γίνει τόσο μεγάλη ανάπτυξη. Ήταν επάνω, στα μεγάλα Διάσελα των βοσκοτόπιων της Ύδρας, εκεί που μπορούσαν να έχουν φύλαξη και της οικογένειας και των αιγοπροβάτων τους. Κατέβαιναν, λοιπόν, σταδιακά οι άνθρωποι, σιγά σιγά, και επέκτειναν την πόλη προς τα κάτω, έκαναν κάποιες προσπάθειες για να φυτέψουν κάποια δέντρα, κάποια οπωροκηπευτικά, για να μπορούν να έχουν για το καθημερινό τους φαγητό και σιγά σιγά, καθώς κατέβαιναν προς την πόλη προς τα κάτω, έφτιαχναν και κάποιους μικρούς χώρους για να έχουνε τις βάρκες τους, που χρησιμοποιούσαν για να πηγαίνουν στο ψάρεμα. Τα προεπαναστατικά χρόνια, να έχεις υπόψη σου, ότι η Ύδρα άρχισε σιγά σιγά να αποκτά πολύ μεγάλη φήμη. Γι' αυτό και οι πειρατές ήθελαν να την κουρσέψουν. Άρχισαν να φτιάχνονται σπουδαία αρχοντικά από βενετσιάνους τεχνίτες. Πολύ ωραία σπίτια! Κερέσπινα με πέτρα πελεκητή. Και πάχος να έχουν περίπου τα ντουβάρια στα 5 μέτρα. Με λίγα παράθυρα στην αρχή. Και σιδερόφραχτες, μεγάλες καγκελόπορτες, που να κλείνουνε τις στοές στις αυλές τις νύχτες για τον φόβο της εισβολής των πειρατών. Καθώς λοιπόν μεγάλωνε η πολιτεία της Ύδρας, πλήθυναν οι οικογένειες, έκαναν προσπάθεια να φτιάξουν και κάποια καράβια μεγαλύτερα. Ναυπήγησαν μερικά καράβια μεγαλύτερα. Χρησιμοποίησαν αυτά τα καράβια και έκαναν εμπόριο στη γύρω περιοχή. Απέκτησαν κάποια χρήματα περισσότερο και παράγγειλαν καράβια έξω, στα διάφορα μεγάλα ναυπηγεία. Όμως παράλληλα έφερναν και δασκάλους της ναυτικής τέχνης για να μάθουν τα παιδιά τους τη ναυτική ορολογία, τη ναυτική τέχνη και ίδρυσαν και την πρώτη ναυτική σχολή. Έτσι, η Ύδρα απόκτησε σιγά σιγά έναν πολύ μεγάλο στόλο με καράβια που έκαναν μεγάλα ταξίδια και κουβαλούσαν απ' όλη τη Μεσόγειο τα καλύτερα αγαθά, τα καλύτερα προϊόντα! Και τα μεταπουλούσαν από την Ύδρα μετά προς τους λαούς της Ευρώπης. Έτσι απέκτησαν πολλά χρήματα. Μια οικογένεια, του Καπετάν Γιώργη Δήμα Βούλγαρη, του Μπέη της Ύδρας, έτσι τον λέμε εδώ στην παράδοση, μας λέει ο θρύλος αυτός ότι μεταξύ των παιδιών όλων είχε και ένα πολύ δυνατό και ρωμαλέο αγόρι, τον πρώτο του γιο, που έφυγε στην ξενιτιά με τα κούρσα, με τα καράβια τα ιστιοφόρα, για να πολεμήσει τους πειρατές. Εκεί γνώρισε μια πειρατοπούλα, να την πούμε έτσι, μια κοπελιά πανέμορφη και την πήρε μαζί του. Όταν ήρθε το καΐκι στην Ύδρα, της είπε: «Θα πάμε στο σπίτι να σε παρουσιάσω στους γονείς μου, αλλά δεν ξέρω πώς θα αντιδράσουν». Την είχε πολύ αγαπήσει αυτήν την κοπέλα, τη σέβονταν πολύ κι εκείνη τον σέβονταν και τον αγαπούσε πολύ και θέλανε να ενώσουν τη ζωή τους, να κάνουνε τη δική τους οικογένεια. Τα ήθη, όμως, και τα έθιμα της εποχής εκείνης ήταν πολύ αυστηρά. Και καθώς ήρθαν στο νησί της Ύδρας, όλοι τους κοιτούσαν πολύ περίεργα και βλοσυρά, γιατί δεν επιτρεπόταν ένας Χριστιανός να πάρει μια μουσουλμάνα, μια κοπέλα με άλλη θρησκεία, με άλλο θρήσκευμα που να πιστεύει, και να κάνει έναν γάμο. Την έφερε, λοιπόν, εδώ, την πήγε στο σπίτι του πατέρα του και τους είπε ότι: «Την κοπέλα αυτή τη γνώρισα εκεί με τους πειρατές, με βοήθησε, μου έσωσε τη ζωή και καθώς είδα ότι με αγάπησε, με φρόντισε, τη συμπόνεσα κι εγώ και την αγάπησα και την έφερα να σας τη γνωρίσω. Και αφού πρώτα μάθω ποιος είναι ο σκοπός της δική σας απόφασης, αν μου δώσετε δηλαδή την ευχή σας ή έχετε οποιαδήποτε αντίρρηση, εγώ θα τη σεβαστώ, αν είναι και μου δώσετε την ευχή σας, εγώ αυτή την κοπέλα να μπορέσω να την κάνω γυναίκα μου, να ασπαστεί την ορθόδοξη θρησκεία και να κάνω έναν γάμο μαζί της, να κάνω οικογένεια». Θύμωσαν πάρα πολύ στην οικογένειά του, ο πατέρας και τα αδέρφια του, και του είπε ότι: «Αυτό που λες είναι μεγάλη βλαστήμια, δεν γίνεται. Να την πας πίσω την κοπέλα από κει που την πήρες». Εκείνος, όμως, τους παρακάλεσε να το ξανασκεφτούν, να κρατήσουν την κοπέλα και όταν θα ξαναγυρίσει από το επόμενο μπάρκο στο οποίο έπρεπε να πάει, να το ξανασυζητήσουνε. Το δέχτηκαν λοιπόν οι γονείς του. Κράτησαν την κοπέλα στο σπίτι. Την έβαλα να κάνει όλες τις δουλειές, όπως έκαναν και οι υπόλοιποι του σπιτιού, οι υπόλοιπες, η οικονόμος του σπιτιού και τα άλλα άτομα που βοηθούσαν στην κουζίνα και στις εργασίες του σπιτιού και της έδωσαν έναν μικρό χώρο κάτω στο κατώι, στο υπόγειο, δίπλα από το κοτέτσι με τις κότες, να μένει. Πέρασε ο καιρός, η κοπέλα βοηθούσε, της πήγαιναν κανονικά ένα πιάτο φαγητό, το νερό της, τα ρούχα της και σαν πέρασε ο καιρός, ήρθε το παλικάρι απ' τα ξένα, απ' την Μπαρμπαριά! [00:50:00]Πολέμησε με τους Μπαρμπαρέσους πειρατές κα νίκησε και ήρθε ξανά στο νησί. Πήγε με χαρά, λοιπόν, στο σπίτι του πατέρα του, λέει ο μύθος τώρα εδώ, να ζητήσει την ευχή του πατέρα και να ακούσει και την απόφαση. Σαν πήγε λοιπόν στο σπίτι, τον καλοδέχτηκαν μεν, αλλά μόλις ρώτησε για την κοπέλα τού είπανε: «Αυτή η κοπέλα δεν είναι για σένα, διότι όταν έφυγες εσύ, κοντά στους έξι μήνες, στους οκτώ μήνες περίπου άρχισε να μη σε σκέφτεται και να θέλει να βγει στον έξω κόσμο, να έρθει σε επαφή και με τους άλλους ανθρώπους του νησιού. Άρα, δεν σκεφτόταν μόνο εσένα. Και όταν τη ρωτήσαμε μας είπε πως θέλει να γυρίσει στην πατρίδα της». Πικράθηκε πολύ ο νέος. Μας έλεγαν η συγχωρεμένη κυρά Σκεύω και η θεία Παρασκευή, δυο γιαγιές που ήτανε σε αυτούς τους θρύλους σχεδόν μυημένες και τις ακούγαμε, βρε Βάλια μου, λες και διαβάζανε πραγματικά την πραγματικότητα μέσα από την ιστορία. «Και τι έγινε παρακάτω;» ρωτήσαμε τις γιαγιές εκεί. Λέει όταν γύρισε το παλικάρι, πήγε και βρήκε την κοπέλα. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, ήτανε που είχανε Ραμαζάνι οι Οθωμανοί και κάνανε τις προσευχές και τον παρακάλεσε η κοπέλα να κάνει και αυτή την προσευχή της. Της επέτρεψε βέβαια το παλικάρι και έκανε την προσευχή της. Και της λέει: «Θέλω να πάμε έναν περίπατο. Να μου πεις τα νέα σου. Πώς σου συμπεριφέρθηκαν οι δικοί μου και τι γνώμη έχεις και εσύ; Θέλεις να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί και να κάνουμε οικογένεια; Για να μπορώ και εγώ να ζητήσω το χέρι από τον πατέρα μου και την ευχή του για να σε παντρευτώ». Του λέει: «Θέλω, αλλά ό,τι και να ακούσεις και να σου πουν μην τα πιστέψεις. Εγώ όταν έφυγες, δεν κοίταξα άλλον άντρα. Δεν ζήτησα να βγω έξω και να κάνω σχέσεις με την κοινωνία. Περίμενα πότε θα 'ρθεις. Ήμουνα μέσα στο σπίτι και βοηθούσα την οικογένειά σου». «Εντάξει -της λέει το παλικάρι- σε πιστεύω. Πάμε τώρα να κάνουμε έναν περίπατο να μου πεις πραγματικά την απόφασή σου, αν θέλεις να γίνεις γυναίκα μου ή όχι, για να ζητήσω κι εγώ από τον πατέρα μου». Καταλήγουν λοιπόν εκεί στην άκρη του γιαλού που είναι η σημερινή Σπηλιά, όπου κάνουμε το μπάνιο, που είναι έτσι άγρια, θολωτή και έχει μεγάλη οπή από πάνω και κατέβηκαν από τα βραχάκια εκεί και κάθισαν και συζητούσαν. Όπως συζητούσανε, του λέει η κοπέλα: «Πίστεψες αλήθεια ότι εγώ σε πρόδωσα; Ότι θέλω να γυρίσω στους δικούς μου; Αν νομίζεις ότι πίστεψα αυτό, μπορείς να μπήξεις ένα μαχαίρι στην καρδιά μου». «Τι λες -της λέει- εγώ σ' αγαπώ. Θέλω να σε κάνω γυναίκα μου, θέλω να κάνουμε οικογένεια, ν' ανοίξω ένα καινούργιο σπιτικό και να κάνουμε πολλά παιδιά». «Εντάξει -του λέει εκείνη- θα σε περιμένω στο επόμενο μπάρκο που θα γυρίσεις.   Και αφού έχουμε των γονιών σου τη συγκατάθεση, τότε θα προχωρήσουμε». Γυρίσανε στο σπίτι. Ξαναπήγε εκείνη στον δικό της χώρο που έμενε. Έφαγε ο νέος το βραδινό το δείπνο με την οικογένειά του. Την άλλη μέρα πήρε το καϊκι του με το τσούρμο του και έφυγε πάλι για το κούρσο. Πέρασε ο καιρός και όταν γύρισε πάλι στο νησί της Ύδρας, πήγε κατευθείαν στο σπίτι να δει τους δικούς του και την κοπέλα του. Τη βρήκε πολύ γερασμένη, πολύ κουρασμένη, με μακριά μαλλιά μέχρι κάτω τη μέση. Κατάκοπη από τις δουλειές. Ό,τι δουλειά του σπιτιού χρειαζότανε έπρεπε να την κάνει εκείνη. Μεγάλα σπίτια, με πολύ κόπο συντηρούνταν αυτά τα μεγαθήρια, τα σπίτια της Ύδρας, ξέρεις, είναι πολύ μεγάλα τα παλιά. Και τρόμαξε που την είδε. «Πω πω, πώς έγινες έτσι; Τι είναι αυτά τα σημάδια; Ποιος σε έκανε έτσι;». Λέει: «Δεν είναι τίποτα, είναι από τη δουλειά και την κούραση. Η καρδιά μου όμως είναι δική σου. Εγώ σ' αγαπώ και σε περιμένω». «Κάτσε να ρωτήσουμε τον πατέρα μου τώρα, να δούμε τι θα μας πει». Πριν ρωτήσουν, όμως, τον πατέρα του, πήγανε μια βόλτα πάλι προς την ακρογιαλιά. Είθισται οι νέοι τότε να πηγαίνουν μια βόλτα στις ακρογιαλιές, έτσι για να συζητάνε. Πήγανε, λοιπόν, εκεί στη σπηλιά, στο μέρος που συναντιόντουσαν και μιλούσανε. Και εκεί άρχισε να του ιστορεί η κοπέλα πάλι τα όσα παθήματα έπαθε. Πάντα οι πολεμιστές κρατάγανε στο ζωνάρι τους και ένα στιλέτο, ένα, δύο, το τουφέκι τους. Πριν φτάσουνε στη σπηλιά, ο νέος είχε μιλήσει με τον πατέρα του. Η κοπέλα δεν το 'ξερε. Ο πατέρας του και η μητέρα του του είπαν ότι η κοπέλα συναντιέται με άλλους και δεν τον αγαπάει πια και θέλει να γυρίσει στους δικούς της. Εκείνος ήταν πολύ λυπημένος, αλλά δεν το 'δειξε. Και καθώς καθίσανε στην ακρογιαλιά της σπηλιάς και άρχισαν να συζητούνε, της λέει ότι: «Δεν μου λες την αλήθεια, το βλέπω στα μάτια σου». Εκείνη χαμογελούσε και του 'λεγε: «Όχι, δεν είναι έτσι, πραγματικά σε θέλω. Θέλω να κάνουμε τη νέα οικογένεια». «Δεν είναι -της λέει- η αλήθεια αυτό που μου λες. Απόδειξη ότι δεν με θέλεις πια, με ξέχασες». Και καθώς ήταν αγκαλιασμένοι και μιλούσανε, για να έρθουνε πιο κοντά, να παρηγορήσει ο ένας τον άλλον και να δούνε τα εσώψυχα της ψυχής τους, αν είναι έτσι πράγματι, βγάζει δειλά δειλά από το σελάχι του το μαχαίρι το παλικάρι και της λέει: «Αγκάλιασέ με. Αγκάλιασέ με, να σε αγκαλιάσω κι εγώ. Να ανταλλάξουμε ένα φιλί». «Ναι -του λέει- αφέντη μου. Να σε αγκαλιάσω για πάντα. Για πάντα». Και καθώς έβγαζε σιγά σιγά το μαχαίρι απ' το σελάχι του, τρύπησε η άκρη του μαχαιριού το στήθος της και πέρασε και στο στήθος του παλικαριού το μαχαίρι και αγκαλιασμένοι, σιγά σιγά, καθώς το μαχαίρι εισχωρούσε στα σώματα των δύο νέων, πέσαν στη θάλασσα αιμόφυρτοι. Λέει ο μύθος, ο θρύλος, ότι τα φύκια εκεί στη σπηλιά και οι αχινοί της Ύδρας μόνο έχουν αυτό το μωβέ, το ωραίο ροδοκόκκινο, βυσσινί χρώμα, από το αίμα του Μπαϊράμι, που θυσιάστηκε με την αγαπημένη του, γιατί ναι μεν αγαπιούνταν το ζευγάρι, αλλά οι γονείς και η κοινωνία δεν ήθελε αυτή την ένωση. Και από τότε αυτός ο θρύλος ζει μέχρι σήμερα. Όλοι λένε: «Πάμε στη σπηλιά του Μπαϊράμι. Πάμε στη σπηλιά του Μπαϊράμι». Αυτός είναι ο θρύλος. Σ' τον είπα λίγο με πιο πολύ συναίσθημα, σαν να το ζούσαμε πραγματικά. Έτσι είναι. Είναι μια πανέμορφη τοποθεσία της Ύδρας, με καταγάλανα νερά, που κάποιες φορές γίνονται και τιρκουάζ, ωραία. Δεν είναι πολύ βαθιά στο σημείο της σπηλιάς. Μέχρι και βαρκούλες αράζαν εκεί. Και δίνανε και αιώνιους όρκους τα ζευγάρια! Έχει μείνει αυτό και πάνε τα νέα ζευγάρια για έναν μικρό περίπατο και ανταλλάσσουν όρκους και ευχές. Αυτός ήταν ο θρύλος της σπηλιάς του Μπαϊράμι. Σου άρεσε, Βάλια μου;

Ε.Θ.:

Πάρα πολύ μου άρεσε.

Π.Τ.:

Ήταν λίγο, μακρηγορήσαμε λίγο, εγώ δηλαδή.

Ε.Θ.:

Καθόλου δεν πειράζει.

Π.Τ.:

Αλλά νομίζω ήτανε πραγματικά η αφήγηση, την έχω ακούσει από δυο τρεις και εγώ γηραλέους, και τις δύο γιαγιές, τη νουνά και τη γιαγιά, οι οποίοι αν δεν τους άκουγες και δεν τους παρατηρούσες και δεν ήσουν προσεκτικός με το αυτί τεντωμένο έτσι, αλίμονό σου! Κάστανα δεν είχε απ' το μαγκάλι, φρούτα και πορτοκάλια δεν είχε, γάλα της κατσίκας δεν θα 'πινες, οπότε καταλαβαίνεις εμείς ήμασταν βιδωμένοι, με το αυτί τεντωμένο έτσι και ακούγαμε. Και όχι μόνο, και με τα μάτια της ψυχής! Γιατί όλα αυτά καταγράφονται και στην ψυχή του ανθρώπου. Είναι θρύλοι και παραδόσεις του τόπου μας, τις οποίες πρέπει να διατηρήσουμε, γιατί η λαογραφία είναι μια δεύτερη ανάγνωση της ιστορίας και της μυθολογίας. Αν και εμείς οι Έλληνες, όπως ξέρεις, δεν έχουμε μυθολογία, έχουμε προϊστορία κρυμμένη έντεχνα μέσα στον λόγο του μύθου, για να διαιωνίζεται!

Π.Τ.:

Θυμάσαι εκείνο που είπαμε; Ποτέ το είχαμε πει; «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;». Λέει ο μύθος ότι οι ναυτικοί της Ύδρας, όταν συναντούσαν γοργόνες στις θάλασσες –συχνά τις συναντούσαν άραγε– τους ρωτούσανε οι γοργόνες: «Ζει ο Βασιλιάς [01:00:00]Αλέξανδρος;». Καθότι όπως ξέρουμε όλοι, η Γοργόνα ήτο αδερφή του Αλεξάνδρου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Υδραίοι απαντούσαν: «Ζει. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει». Τότε η γοργόνα, λέει, κατέβαινε μέσα στα βάθη του ωκεανού της θάλασσας και έφερνε πάντα ένα μεγάλο ή μικρό, ανάλογα, σεντούκι, μικρό μπαουλάκι, κασέλα ναυτική, θα λέγαμε, με πολλούς θησαυρούς. Αλίμονο και τρις αλίμονο στον ναυτικό εκείνο που έλεγε: «Πέθανε!». Τότε η γοργόνα θλιμμένη χτυπούσε την ουρά της πάνω στα κύματα και έκανε θαλασσοταραχή μεγάλη και βυθίζεται το καράβι. Αύτανδρο πήγαινε κάτω στον βυθό. Έτσι λοιπόν και ο μύθος ταξιδεύει του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ζει και βασιλεύει ο Αλέξανδρος και η ελληνική ιστορία και μυθολογία, που είπαμε είναι έντεχνα κρυμμένος ο ιστορικός λόγος μέσα στον μύθο. Έτσι δεν είναι; Ωραία. Σ' άρεσε, Βάλια μου; 

Ε.Θ.:

Πάρα πολύ. Πάρα πολύ. 

Π.Τ.:

Να 'σαι καλά. Είσαι σπουδαίο κορίτσι. Και σπουδαίος επιστήμονας. Έτσι εξαιρετική και εκλεκτή, όπως πάντα. 

Ε.Θ.:

Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ. Το τελευταίο, λοιπόν, που θα πούμε είναι για την εικόνα της Παναγιάς της Φανερωμένης. 

Π.Τ.:

Της Φανερωμένης. Πω πω, πού με πας τώρα; Με πας στο 1600. Πω πω, ωραία! Ναι, πάμε σε μια περίοδο πάλι με μεγάλη, πολύ μεγάλη, έντονη δράση των πειρατών της Μεσογείου. Και κυρίως στη γύρω περιοχή εδώ του Αιγαίου και των νησιών των Κυκλάδων. Αν και οι Υδραίοι υπήρξαν πειρατές, όπως ξέρεις πολύ καλά, και μάλιστα πολύ σκληροί πειρατές. Ακόμα ακόμα και οι πειρατές οι ίδιοι φοβόντουσαν τους Υδραίους! Παρ' όλα αυτά, για τον φόβο, λοιπόν, των πειρατικών επιδρομών και των εξορμήσεων των πειρατών στα νησιά, ιδιαίτερα στο νησί της Ύδρας, οι άνθρωποι είχαν, όπως είπαμε πριν και σε άλλο θρύλο, μύθο-θρύλο, ότι φτιάξανε την πολιτεία τους έτσι, ούτως ώστε να κλείνει τη νύχτα σε κάθε γειτονιά μια μεγάλη καγκελόπορτα και να ασφαλίζεται έτσι η φρουριακή δομή του όλου συστήματος της καστροπολιτείας. Γιατί η Ύδρα είναι μια καστροπολιτεία μεγάλη, όπως ξέρεις και από την ιστορία, αλλά και από τη λαογραφία, από τις διηγήσεις που έχεις ακούσει και έχεις δει κι εσύ απ' τους δικούς σου. Λοιπόν, εκεί φτάνουμε στο 1640 περίπου, 1600. Στις αρχές του 1600 με 1640. Έχουμε Μπαρμπαρέσους πειρατές, από την περιοχή της Μπαρμπαριάς. Από το Λιβυκό πέλαγος, δηλαδή, που ξεκινάνε να κουρσέψουνε νησιά του Αιγαίου, αλλά κι άλλους πειρατές. Όπως οι Μαλτέζοι και ούτω καθεξής, οι Μανιάτες, οι Υδραίοι, όπως είπαμε. Η πολιτεία της Ύδρας έχει επεκταθεί από την άνω πόλη, που λέγεται «Κιάφα», ακρόπολη δηλαδή, προς το λιμάνι, το σημερινό λιμάνι, αν και τότε, εκείνα τα χρόνια δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί, στην περίοδο χρονολογικά του 1640. Ήτο ακόμα μικρές νησίδες στο μέσον του σημερινού λιμανιού και μια εκ των μεγαλυτέρων νησίδων, εκεί όπου είχε αρχίσει να χτίζεται το μοναστήρι της Παναγιάς της Φανερωμένης. Στην αρχή, όμως, δεν ήτο όλο το συγκρότημα όπως είναι σήμερα. Ήταν ένα μεγάλο εκκλησάκι εκεί αφιερωμένο στον Άγιο Χαράλαμπο και μέσα στο μικρό αυτό εκκλησάκι, που ήταν πάνω στη νησίδα, στο κεντρικό λιμάνι της Ύδρας της προεπαναστατικής περιόδου, ήτο πάνω στη νησίδα αυτή, στο εκκλησάκι αυτό, η εικόνα της Παναγίας της Κοίμησης της Θεοτόκου και η εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους, εικόνα του Χριστού, της Παναγίας και αφιερωμένο το εκκλησάκι αυτό, το μεγάλο εκκλησάκι αυτό, εις τον Άγιο Χαράλαμπο. Πολλά τάματα είχαν φέρει οι άνθρωποι αφιερωμένα στην Παναγία. Λένε ότι μοναχές άρχισαν να κατοικήσουν εκείνο το μικρό συγκρότημα πάνω στο μικρό νησάκι, τη νησίδα αυτή, στο κεντρικό λιμάνι της Ύδρας, την προεπαναστατική περίοδο, όπου σιγά σιγά, μέσα σε σαράντα χρόνια τουλάχιστον, από το 1600 μέχρι το 1640, αρχίζει να γίνεται ένα μεγαλύτερο εκκλησιαστικό μοναστηριακό συγκρότημα, με μοναχούς πλέον και κάποιες γραίες μοναχές, οι οποίες σιγά σιγά όταν πέθαναν, ανάλαβαν οι μοναχοί και έφτιαξαν ένα μεγαλύτερο εκκλησιαστικό συγκρότημα αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Χαράλαμπο πρωτίστως, που ήταν και το αρχικό εικόνισμα και αφιερωμένο επίσης στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Τάματα ερχόντουσαν από παντού, από πολλούς ανθρώπους, καθώς ερχόντουσαν οι οικογένειές τους στην Ύδρα, γιατί πλέον είχε μια μεγάλη φρουριακή δομή, με κάστρα που προστατεύονταν ολόκληρο το νησί και έτσι μπορούσαν οι άνθρωποι με τα καράβια τους, με τα καΐκια τους να κάνουν εμπόριο και να έχουν πάρα πολλά χρήματα για την εποχή εκείνη και έτσι να νιώθουνε ασφάλεια. Το περισσότερο, το σπουδαιότερο από όλα, πολύ μεγάλη ασφάλεια. Άρα, λοιπόν, έφερναν και τάματα στην Παναγία εδώ στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στο μικρό εκείνο μοναστήρι την εποχή εκείνη, το οποίο για να το προστατεύσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Γρηγόριος ο Ε΄, ο εθνομάρτυρας, το έκανε με ένα μεγάλο σιγίλιο, το έκανε Σταυροπηγιακή Πατριαρχική Μονή. Επειδή το Πατριαρχείο, όπως ξέρεις, της Κωσταντινουπόλεως προστατεύεται από σουλτανικά φιρμάνια, φιρμάνια που υπέγραψαν οι εκάστοτε σουλτάνοι και οι μεγάλοι διοικητές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σεβόμενοι το εκεί Πατριαρχείο, έτσι ούτως ώστε με ένα γράμμα του ο Πατριάρχης, όποιο μοναστηριακό συγκρότημα, εν προκειμένω της Ύδρας το μοναστήρι αυτό εδώ, που ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, στην Κοίμηση της Θεοτόκου, το έκανε και ο Πατριάρχης το ίδιο, δηλαδή έκανε ένα σιγίλιο, ένα επίσημο μεγάλο πατριαρχικό γράμμα, που λέει ακριβώς ότι είναι ένας τόπος ιερός και δεν πρέπει να βεβηλώνεται ή να καταστρέφεται από κανέναν και ιδίως από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι θα θέλανε ίσως να το χαλάσουν και να το καταστρέψουνε. Αυτά όλα τα λέει και το Κοράνι τους. Και αυτό λοιπόν ο Πατριάρχης, επωφελούμενος από την εκείνη τη μεγάλη πραγματικά ιστορική περίοδο των εκάστοτε σουλτάνων που έγραψαν αυτές τις εντολές, να μην πειράζετε τα ορθόδοξα μοναστήρια και να τα προστατεύετε, έγραψε λοιπόν ο Πατριάρχης αυτό το υπέροχο σιγίλιο, το σπουδαίο και μοναδικό, το έχουμε στο Ιστορικό Αρχείο στο Μουσείο της Ύδρας, «1749» έχει επάνω γραφεί. Ο σπουδαίος εκείνος Πατριάρχης, λοιπόν, ο εθνομάρτηρας, ο Γρηγόριος ο Ε΄, και μάλιστα λέει επάνω, στο τέλος της υπογραφής: «Γρηγόριος, ελέω Θεού Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και νέας Ρώμης, Οικουμενικός Πατριάρχης» και από κάτω υπογράφουν με πολύ ωραία γραφή οι μητροπολίτες που απαρτίζουν τη σύνοδο του εκεί Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, έτσι ούτως ώστε το μοναστήρι της Ύδρας γίνεται Πατριαρχική Σταυροπηγιακή Μονή και προστατεύεται μαζί με την περιουσία του από οποιαδήποτε τυχόν εισβολή ξένων μωαμεθανικών δυνάμεων ή πειρατών που είναι μωαμεθανοί στο θρήσκευμα. Αυτό, λοιπόν, το πολύ σπουδαίο μοναστήρι της Παναγίας κουρσεύτηκε, εντέλει κουρσεύτηκε! Έκαναν γιουρούσι οι πειρατές. Ήταν αδίστακτοι και τρομεροί. Κατέβηκαν από τα σπίτια τους οι προεστοί και οι προύχοντες και οι βουλευτές της καγκελαρίας της Ύδρας. Κατέβηκαν κάτω στο λιμάνι, όταν άραξαν τα πειρατικά καΐκια και βγήκαν έξω οι πειρατές, κατέβηκαν με διάφορα δώρα προσωπικά, κρασί, λάδι, φαγώσιμα αγαθά, όπως τυρί και λοιπά, κρέας, για να τους παρακαλέσουν, να τους τα δώσουν και να τους παρακαλέσουνε να μη χαλάσουν την πόλη της Ύδρας και κυρίως το μοναστήρι των Υδραίων, που το υπολήπτονταν πολλοί γιατί ήταν αφιερωμένο στην Παναγία, την Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά και των άλλων αγίων, του Αγίου Νικολάου, όπως είπαμε, και του Αγίου Χαραλάμπους. Μια εικόνα εξαιρετική που υπήρχε, αγιορείτικης τεχνικής, με κηρομάστιχο, μεγάλη εικόνα, που έδειχνε την Κοίμηση της Θεοτόκου, ήτο μέσα στο μοναστήρι. Μπαίνοντας οι πειρατές, αφού πήραν τα δώρα από τους Υδραίους, πήρανε και ό,τι άλλο μπόρεσαν μέσα από το μοναστήρι και μαζί με τα ασημένια καντήλια ή τους πολυελαίους ή τα δισκοπότηρα, τα άγια δισκοπότηρα, πήραν και την εικόνα της Παναγίας, την Κοίμηση της Θεοτόκου. Ήταν, λέει, τόσο βαριά και τόσο μεγάλη, που την κουβαλούσαν τέσσερις μεγάλοι άντρες για να την πάνε στο καΐκι. Και πήρανε μαζί τους και πέντ' έξι προεστούς. Τους δέσανε με αλυσίδες στα χέρια πισθάγκωνα μέσα στα αμπάρια των πλοίων τους και τους ήθελαν για σκλάβους, να τους πάρουν κάτω εκεί στα μέρη τους. Και την εικόνα την πήρε ένας αρχιπειρατής και έκοβε με τη σπάθα του πάνω καπνό. Ταμπάκο. Τότε, καθώς έφυγαν από το λιμάνι της Ύδρας και πέρασαν το ακρωτήριο του Κάβο Μαλιά εις τον [01:10:00]Κυπαρισσιακό κόλπο, έπιασε μια μεγάλη θαλασσοταραχή! Φουρτούνα φοβερή και τρομερή. Τα πλοία των πειρατών άρχισαν να κλυδωνίζονται. Τα κύματα ήταν τεράστια. Έπιασε ένα μεγάλο ανεμοβρόχι, με αστροπελέκια, κεραυνούς και δυνατός άνεμος και καταποντιζόντουσαν. Τους φώναξαν λοιπόν: «Ωρέ, Γκιαούρηδες! Προσευχηθείτε κι εσείς στον Θεό σας -οι πειρατές φώναξαν προς τους Υδραίους τους σκλάβους- να σωθούμε!». «Ναι -του λέει- Καπετάν Ανδρέα. Να προσευχηθούμε». Λέει ο ένας Υδραίος στον άλλον: «Πώς να προσευχηθούμε με δεμένα τα χέρια; Πρέπει να μας λύσουν τα χέρια. Να μας βγάλουν τις αλυσίδες. Να μπορούμε να κάνουμε τον σταυρό μας. Να προσευχηθούμε στον Χριστό και στην Παναγία για να μας ελευθερώσει από τη μεγάλη τρικυμία, να μην πνιγούμε». Έδωσε, λοιπόν, εντολή ο καπετάνιος των πειρατών, ο αρχιπειρατής, να τους λύσουν τα χέρια για να προσευχηθούνε οι άνθρωποι κι εκείνοι στον δικό τους Θεό και οι Υδραίοι στον Χριστό και στην Παναγία για να σταματήσει η τρικυμία. Ένας από τους Υδραίους προεστούς, ο Καπετάν Ανδρέας, φώναξε στον καπετάνιο των πειρατών: «Πρέπει να λύσετε και την εικόνα της Παναγίας. Να την ελευθερώσετε και να μας τη δώσετε να προσευχηθούμε ελεύθερα. Πώς μπορούμε να προσευχηθούμε σε έναν Θεό που τον έχετε φυλακίσει;». Θύμωσε ο αρχιπειρατής, πήρε τη σπάθα και έκοψε αμέσως την εικόνα στα δύο και την πέταξε στη θάλασσα! Συνέχισε η τρικυμία με μεγαλύτερη ένταση. Βουλιάζαν τα πλοία. Πέρασε ώρα πολλή, πέρασε, ήρθε το σούρουπο. Κάπου ο καιρός έπεσε. Κάπου οι προσευχές των ανθρώπων εισακούστηκαν προς τον Θεό. Αλλά η εικόνα; Τι έγινε η εικόνα της Παναγίας; Χάθηκε μέσα στα κύματα! Βέβαια, ήταν από κερί και μαστίχι, αγιορείτικης τεχνικής, και με μεγάλη προσευχή και νηστεία φτιαγμένη από τους αγιορείτες πατέρες, τους αγιογράφους τους σπουδαίους, τους εκλεκτούς του Αγίου Όρους, τους μυημένους και μύστες της ορθοδόξου εικονογραφίας. Πέρασαν τα πρώτα εικοσιτετράωρα, τα καΐκια κατέβηκαν όλο τον Κυπαρισσιακό κόλπο, κατέβηκαν από το ακρωτήριο του Κάβο Μαλιά και πήγανε προς την Κρήτη. Εκεί στις Γαυδούσες, στη μικρή Γαύδο και τη μεγάλη Γαυδούσα ήταν τα πρώτα ορμητήρια των πειρατών. Πήγαν εκεί, τους έλυσαν τα χέρια, τους έβγαλαν έξω, τους βουρδούλιασαν και μερικούς που ήθελαν να είναι πιο εύκολα τα πράγματα, τους έβαλαν να κάνουν διάφορες ναυτικές αγγαρείες στα ναυπηγεία. Κάποιοι από αυτούς τους ζήτησαν να έχουνε μια καλύτερη μεταχείριση για να τους βοηθήσουνε τους πειρατές μετά να σκαρώσουν καράβια, γιατί ήταν καλοί καραβοναυπηγοί οι Υδραίοι. Τους είπαν λοιπόν: «Δείξτε μας, φτιάξτε μας καράβια, μάθετέ μας την τέχνη και εμείς, αν είσαστε καλοί δάσκαλοι της ναυπηγικής τέχνης και φτιάχνετε ωραία καράβια και θα δοκιμάσουμε και δεν βουλιάξουνε, τότε θα σκεφτούμε αν θα σας αφήσουμε ελεύθερους». Έφτιαξαν πολλά καΐκια οι Υδραίοι ναυπηγοί, οι πρόκριτοι, που ήξεραν και τη ναυπηγική τέχνη και σιγά σιγά τους άφησαν να φύγουν. Η εικόνα της Παναγίας ήταν χαμένη μέσα στα κύματα του Αιγαίου. Χτυπιούνταν πάνω στα βράχια. Ένα πρωί, ο μοναχός που κατεβαίνει να σημάνει τον όρθρο στο μικρό καμπαναριό, το ροδίτικο, που σημαίνει σαράντα φορές η καμπάνα, εκεί, λοιπόν, που πήγαινε ο μοναχός να χτυπήσει την καμπάνα, ακούει από το καμπαναριό, καθώς φαινόταν κι η ακρογιαλιά του τότε λιμανιού της Ύδρας, που ακόμα δεν είχε διαμορφωθεί, ακούει λοιπόν ο μοναχός έναν περίεργο και εξωπραγματικό φλοίσβο στο γιαλό. Σαν κάτι το υπερκόσμιο. Κάτι που να έρχεται είτε από τα βάθη της θάλασσας είτε από ψηλά από τον ουρανό και ενώνεται με τη μελωδία των κυμάτων της θάλασσας, που ήταν ήρεμη. Ήρεμη, αλλά είχε εκείνο το μικρό πραγματικά αεράκι που χάιδευε τα κύματα του γιαλού της Ύδρας και τα βραχάκια και άκουγε τον φλοίσβο. Νωχελικά, έτσι ακουγότανε. Σαν να ερχότανε μια θεϊκή μελωδία. Παραξενεύτηκε και μάλιστα πριν αρχίσει να σημάνει την καμπάνα, ο λογισμός τον έβαλε και κοίταξε τον γιαλό της Ύδρας. Κάτω. Τι να δει; Έκθαμβος! Έκθαμβος! Ο χρυσαφένιος κάμπος της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου, κομμένη στα δύο, αρκετά ταλαιπωρημένη, ελαμπύριζε, άστραφτε! Λαμπηδόνες ηλιακές εξεπετάγοντο μέσα από την εικόνα της Παναγίας. Και η μορφή της μαζί με τη μορφή του Χριστού ήταν ανέπαφες. Και οι μορφές των Αποστόλων εσώζοντο. Κατέβηκε ο μοναχός τρέχοντας, κρατώντας τα ράσα του έτσι αγκαλιά για να μην μπερδευτεί και κατεβαίνει κάτω στον γιαλό να πιάσει την εικόνα. «Αδύνατον, αδύνατον, αδύνατον, Παναγία μου -φώναζε- δεν είναι δυνατόν να μην μπορώ να σε πιάσω στην αγκαλιά μου, να σε κρατήσω. Αδύνατον!». Παραξενεύτηκαν οι άλλοι καλόγεροι στο μοναστήρι που δεν άκουγαν το σήμαντρο κι αργοπορούσε ο μοναχός, ο ταχθείς μοναχός στο να σημάνει τον όρθρο, και βγήκαν να δούνε. «Ε, Δανιήλ! Πού είσαι, Δανιήλ; Πού είσαι, αδερφέ;», φώναξαν. Δεν ήρθε απάντηση. Τρέξανε πανικόβλητοι πάνω στο καμπαναριό να δούνε τι σημαίνει, μήπως έπαθε τίποτα. Τι να δούνε; Τον Δανιήλ κάτω στην ακρογιαλιά να προσπαθεί να πιάσει δυο ξύλα που λαμπυρίζανε και μοιάζανε με εικόνα. «Τρέχτε! Τρέχτε, άγιοι αδερφοί! Κατεβαίνετε γρήγορα». Το καμπαναριό κατέβηκαν, τις σκάλες, πήγαν κι εκείνοι στον γιαλό, να δούνε τι συνέβη. Τι να δούνε; Την εικόνα της Παναγίας, την Κοίμηση της Θεοτόκου, χτυπημένη, ταλαιπωρημένη βέβαια στα βράχια, με τα μεγάλα κύματα που έχει το Αιγαίο και την είχανε χτυπήσει, αλλά εσώζοντο, εσώζοντο και η μορφή της Παναγίας και των Αποστόλων και του Χριστού, που κρατούσε το βρέφος, που συμβολίζει την ψυχή της Θεοτόκου Μαρίας, της Παναγίας. «Τρέξτε, τρέξτε, φωνάξτε τον ηγούμενο». Πάνε γρήγορα μέσα στο μοναστήρι, κάθεται ένας μοναχός εκεί, φέρνουν και τον ηγούμενο έξω. «Πω πω, μεγάλο θαύμα! Ανάψτε, ανάψτε θυμιατό, αδέρφια! Ανάψτε, άγιοι αδερφοί, βάλτε θυμίαμα, κεριά, φέρτε και τα εξαπτέρυγα να κάνουμε λιτανεία. Φώναξτε τον Σεβασμιώτατο!». Καλέσανε λοιπόν τον Δεσπότη, τους άλλους ιερείς του νησιού και κατέβηκαν όλοι μαζί, μαζί με τον λαό της Ύδρας και έκαναν μια πολύ μεγάλη λιτανεία και σήκωσαν το εικόνισμα της Παναγίας στα χέρια ψηλά και το φώναξαν: «Φανερωμένη. Φανερωμένη η κυρία. Φανερωμένη η κυρά της Ύδρας, η Παναγία». Είναι φανερωμένη, Βάλια μου, όπως καλά γνωρίζεις, πολύ καλά, πραγματικά, και βιώνεις την ορθόδοξη πίστη και παράδοση. Είναι η Φανερωμένη μας, η Παναγία, που φανερώθηκε στον τόπο που είχε απαχθεί από τους πειρατές. Αυτή είναι η ιστορία της εικόνας της Παναγίας της Φανερωμένης, που προέρχεται και από την εξιστόρηση και τη διήγηση ενός φυλλαδίου, που έχει τα θαύματα της εικόνας της Παναγίας της Φανερωμένης. Αλλά υπάρχει και ένα κομματάκι ακόμα. Θες να το πούμε; 

Ε.Θ.:

Αμέ! 

Π.Τ.:

Το σιγίλιο που έφτιαξε ο Πατριάρχης ο Οικουμενικός το 1749 και το υπογράφει ο εθνομάρτυρας, ο Γρηγόριος ο Ε΄, και το υπογράφουν όλοι οι επίσκοποι που απαρτίζουν τη σύνοδο του εκεί Πατριαρχείου, εμπεριέχει και την περιουσία του μοναστηριού της Ύδρας, που εκτείνεται και επεκτείνεται και προς την Πελοποννησιακή ακτή. Εκεί λοιπόν, τα χρόνια εκείνα της τουρκοκρατίας ήταν κάποιος Τούρκος πασάς, ο οποίος είχε μια πολύ μεγάλη έκταση πάρει από τους Χριστιανούς, με τους ελαιώνες, και άλλα πολύ σημαντικά κτήματα και οπωροφόρα δέντρα. Όταν, λοιπόν, πέρασαν τα χρόνια, εκείνος ο άνθρωπος έχασε το φως του. Και επειδή ερχόταν σε επαφή και με μοναχούς, καλογέρους, ιερείς της περιοχής, που έπαιρναν οπωροκηπευτικά για το μοναστήρι και τον λαό της Ύδρας που πήγαινε εκεί, τους προεστούς, τους πρόκριτους, και τους παρακάλεσε να του πούνε τι μπορεί να κάνει, να προσευχηθεί στον Θεό των ορθοδόξων, μήπως και δει το φως του. Του είπαν λοιπόν οι ιερείς και οι μοναχοί ότι θα πρέπει να προσευχηθεί στην εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης. Θα κάνει νηστεία και προσευχή, και η Παναγία, αν προσευχηθεί με καθαρή ψυχή και καθαρή καρδιά και συνείδηση, θα του χαρίσει το φως του. Πέρασε καιρός, ο άνθρωπος αυτός άρχισε να κάνει αυτά που του είπαν οι ιερείς και μια μέρα βλέπει ένα όραμα, ότι τον κυκλώνει μια τεράστια νεφέλη φωτός γύρω γύρω από τον χώρο που είχε το δικό του [01:20:00]σεράι και το περιβόλι και εγκαθίσταται πάνω στο περιβόλι. Ήταν η νεφέλη της Παναγίας. Ήταν τόσο μεγάλη η εμπειρία του, λένε οι διηγήσεις των ανθρώπων της εποχής, που έρχονται μέχρι τις μέρες μας, από γενιά σε γενιά, που είδε, είδε με τα μάτια του, δεν αισθάνθηκε, δεν άκουσε, είδε τη νεφέλη της Παναγίας, είδε την Παναγία να του συγχωρεί τυχόν αμαρτίες ή ό,τι άλλο ζήτησε και τότε φώναξε: «Κυρά των ορθοδόξων, φανερωμένη Παναγιά, είναι δικά σου όλα τούτα τ' αγαθά». Αυτές τις τρεις λέξεις. Και έκτοτε όλη η περιουσία αυτή, το λεγόμενο Μετόχι, πέρασε στην Παναγία τη Φανερωμένη ξανά, της οποίας και ήταν κτήμα. Ήταν της Παναγίας και τα κούρσεψαν τότε οι Τούρκοι και οι πειρατές, οι τουρκοπειρατές δηλαδή. Αλλά αυτός εκεί ο σπουδαίος άνθρωπος που πίστεψε στην ορθόδοξη πίστη εντέλει, έδωσε πίσω όλα στην Παναγία τη Φανερωμένη και έτσι έχουμε το λάδι το σπουδαίο από τα λιοτρίβια του Μετοχιού, έχουμε όλα τα οπωροκηπευτικά και έχουμε και την παράδοσή μας, που τη λέει μέσα και το σιγίλιο της Παναγίας της Φανερωμένης. Το σταυροπηγιακό μάρμαρο που έχει ο ναός της Φανερωμένης στο μοναστήρι στην είσοδο μπαίνοντας, έχει τον βυζαντινό δικέφαλο αετό και τη γραφή «Σταυροπηγιακή πατριαρχική μονή 1774». Σ' άρεσε, Βάλια μου; Την ήξερες άλλωστε λίγο πολύ κι αυτή την ιστορία. Ήταν υπέροχα, νομίζω, αυτά που είπαμε, και ειλικρινή και ωραία και έρχονται μέσα από τους θρύλους και τις παραδόσεις των διηγήσεων των μεγαλυτέρων. Βάλια μου, σε ευχαριστώ πάρα πολύ, να είσαι καλά. Με συγκίνησες λιγάκι, η αλήθεια είναι. Μου θύμισες τις γιαγιάδες, τους παππούδες, τους Υδραίους παλιούς, μεγάλους ανθρώπους, εκλεκτούς και αγαπητούς συμπολίτες μας, που τους ρωτούσαμε και εμείς από παιδιά και μαθαίναμε όλη αυτή την ιστορία ή τον θρύλο ή την παράδοση, για να περάσει από γενιά σε γενιά. Να είσαι πάντα καλά, καλή επιτυχία στο έργο σου και αν χρειαστείς κάτι, εγώ πάλι θα προσπαθήσω να είμαι δίπλα σου. 

Ε.Θ.:

Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Τάκη. Να είστε καλά. Ευχαριστώ πολύ. 

Π.Τ.:

Να 'σαι καλά και εγώ σε ευχαριστώ, Βάλια, που μου έδωσες την ευκαιρία να επικοινωνήσω μαζί σου. 

Ε.Θ.:

Να 'στε καλά. 

Π.Τ.:

Και εσύ να 'σαι καλά. Χαίρετε.