Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Nα διαβάζεις καταστάσεις»: Αναμνήσεις από τον παλιό Βαρδάρη
Ενότητα 1
Εικόνες από τον Βαρδάρη των δεκαετιών ‘70-‘80
00:00:00 - 00:05:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα! Καλημέρα! Θα μου πείτε το όνομά σας; Τάνταλος. Είναι Πέμπτη 30 Ιουνίου του 2022. Είμαι ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς ερευνητής για τ… το Βαρδάρη, κάθε γειτονιά έχει τη δικιά της ιστορία. Νομίζω, είμαι τυχερός που μεγάλωσα σε αυτή τη γειτονιά και έζησα σε αυτή τη γειτονιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Παιδικές αναμνήσεις και το παιχνίδι στη γειτονιά
00:05:50 - 00:19:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Επειδή, όντως, δώσατε πολύ ωραίες εικόνες από όταν ήσασταν παιδί, ας τα πάρουμε ένα-ένα από την αρχή, έτσι; Ναι. Αρχικά, πώς ήτανε το σχο…ι πόσο άτυχα είναι τα σημερινά παιδιά, που δεν προλάβαν γειτονιές και είναι με ένα τηλέφωνο όλη την ώρα και με μια εικονική πραγματικότητα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Τα καμπαρέ, οι τσάρκες και οι τρανς
00:19:49 - 00:34:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καταλαβαίνω. Κύριε Τάνταλε, πάλι μένοντας στο παιδικό, αλλά θέλοντας να προχωρήσουμε λίγο παρακάτω και εννοώ την εφηβική ζωή, έτσι. Ουσιαστι…σεις με αποτέλεσμα να αποφύγουμε πολλές συμπτώσεις και πολλά άτυχα γεγονότα. Ναι, δεν με πείραξε κανένας. Ήταν ίσως η πιο ασφαλής γειτονιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η εξερεύνηση και οι άλλες γειτονιές: Ξηροκρήνη, Επτάλοφος, Ανατολικά
00:34:17 - 00:46:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και αναφορικά με την εξερεύνηση, ας πούμε, κάτι το οποίο να βρήκατε στη γειτονιά, να σας κάνει μεγάλη εντύπωση, να τη θυμάστε κάποια εξερεύν…υρλής. Πήγαμε κάποιες 2-3 φορές, αλλά δεν νομίζω ότι, εμένα, τουλάχιστον, προσωπικά δεν με γοήτευσε. Τα κορίτσια γοητεύτηκαν, αλλά εγώ όχι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ο Π.Α.Ο.Κ., το Eurobasket και οι αγώνες ανάμεσα στις γειτονιές
00:46:09 - 00:56:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δεν μπορώ να μην ρωτήσω στις δυτικές εκεί πέρα, δηλαδή Ξηροκρήνη, Επτάλοφο, Βαρδάρη ποιο είναι το οπαδικό αποτύπωμα της εποχής εκείνης, δηλα… κέρδος αποκόμισα από το Βαρδάρη. Καταλαβαίνω. Κύριε Τάνταλε, ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη! Να 'σαι καλά, Μιχάλη μου. Να ‘σαι καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα!
Καλημέρα!
Θα μου πείτε το όνομά σας;
Τάνταλος.
Είναι Πέμπτη 30 Ιουνίου του 2022. Είμαι ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς ερευνητής για το Istorima, βρισκόμαστε στα Πεύκα και είμαι με τον κύριο Τάνταλο. Αρχικά, πείτε μου λίγα πράγματα για εσάς.
Μεγάλωσα, έχω μια οικογένεια, έχω 2 μικρά παιδιά, είμαι 47 χρονών, μεγάλωσα στο Βαρδάρη και αυτή τη στιγμή παραμένω να ζω στο Βαρδάρη.
Κύριε Τάνταλε, όσο ήσασταν πιο μικρός έτσι, πολύ μικρός βασικά, ποιες είναι οι πρώτες σας εικόνες από τη γειτονιά σας, από το Βαρδάρη;
Οι πρώτες εικόνες ε; Οι πρώτες εικόνες ήτανε λίγο αντιφατικές. Ήταν ανταλλακτικά αυτοκινήτων, μαγαζιά με ανταλλακτικά αυτοκινήτων, μέχρι το μεσημέρι να σφύζουν από ζωή και από κόσμο και από – τότε έρχονταν πρακτορεία με Σέρβους, για να αγοράσουνε μεταχειρισμένα ανταλλακτικά και μετά το μεσημέρι ήτανε καμπαρέ και οίκοι ανοχής. Επίσης κάποια στιγμή την απογευματινή ώρα ήτανε παιδιά να παίζουν στους δρόμους. Αυτή είναι μια, το πρωί δηλαδή ανταλλακτικά αυτοκινήτων, το μεσημέρι προς το απόγευμα παιδιά να παίζουν στους δρόμους και το βράδυ οίκοι ανοχής και καμπαρέ.
Και αυτή τη διαφορά, ας πούμε, πώς τη θυμάστε να αποτυπώνεται στη γειτονιά, το πρωί με το βράδυ, δηλαδή, πόσο διαφορετικό ήτανε;
Ήτανε πολύ αντιφατική. Γενικά ήταν αντιφατικό, όλα δηλαδή, έτσι μονολεκτικά άμα πούμε να τα εκφράσουμε ήταν εμπόριο, παιχνίδι και διασκέδαση, μιας άλλης μορφής διασκέδαση για πολύ κόσμο. Είχε μία αντίφαση μεγάλη, αλλά εντάξει όταν είσαι παιδί, κυρίως τα παιδιά, τα αφομοιώνεις όλα πολύ πιο εύκολα, ενώ όσο μεγαλώνεις μερικά πράγματα τα αφομοιώνεις δυσκολότερα. Οπότε ήτανε γενικά καλά. Παρόλη την αντιφατικότητα, σαν να είχε ο καθένας τον ρόλο του.
Επειδή, όντως, είπατε για μια αντιφατικότητα έτσι, αυτή η αντιφατικότητα στον κόσμο πώς εκφραζότανε; Πώς φαινόταν δηλαδή αυτή η αντιφατικότητα;
Σε άλλους που δεν 'μεναν στην περιοχή;
Ναι. Στον κόσμο που ερχόταν το πρωί και αντίθετα το βράδυ που ερχότανε. Πώς φαινότανε;
Κοίτα, συνήθως, λίγο να πούμε για την αντιφατικότητα. Η αντιφατικότητα δεν είναι κακό πράγμα, δηλαδή πάντα ήτανε, η ανθρώπινη ζωή ζούσε μέσα στην αντιφατικότητα. Τα τελευταία, νομίζω, 20 χρόνια προσπαθούμε να εξομοιώσουμε τα πάντα σε όλες μας τις εκφάνσεις ζωής, να γίνει μια εξομοίωση των πάντων. Ο κόσμος ήτανε συνηθισμένος, είχε συνηθίσει όλη αυτήν την διαφορά, ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του και νομίζω ότι δεν ενοχλούσε και ο ένας τον άλλο, ενώ, σε αντίθεση με το σήμερα, που προσπαθούν να υπάρχει μια εξομοίωση υποτίθεται προς το καλύτερο, όλοι ενοχλημένοι είναι. Αυτό.
Καταλαβαίνω. Και αντίστοιχα – πώς να το θέσω; – ο κόσμος που έμενε στη γειτονιά εκεί πέρα πώς ήτανε;
Η γειτονιά ήτανε οικογένειες, ήτανε παιδιά. Ήτανε, δηλαδή, για να καταλάβεις, στη δικιά μου την οικοδομή ήτανε 6 οικογένειες με παιδιά, από 2 παιδιά η κάθε μία συνομήλικα σχεδόν μεταξύ τους. Εγώ ήμουνα, ας πούμε, ο μικρός, η αδερφή μου είναι 5 χρόνια μεγαλύτερη από μένα, είχε 6 φίλους η αδερφή μου μέσα στην οικοδομή και 6 φίλους εγώ μέσα στην οικοδομή. Οπότε δεν είχε καμία μεγάλη διαφορά και ίσα-ίσα όλη αυτή, το ότι μεγάλωνες στο Βαρδάρη σου 'δινε και μια δύναμη, μια αυτοπεποίθηση να στέκεσαι λίγο καλύτερα στα πράγματα και να μπορείς να ξεχωρίσεις από νωρίς διάφορα πράγματα που μπορεί να συμβαίνουν.
Καταλαβαίνω. Ήθελα να ρωτήσω, επειδή με είπατε ότι ως παιδί τα αφομοιώνατε όλα αυτά, ένα παιδί τα αφομοιώνει, εσείς ακριβώς αυτή την εικόνα πώς την βλέπατε τότε, το πρωί και το βράδυ;
Κοίταξε, προσωπικά εγώ, για να καταλάβεις το πρωί δούλευα, τα καλοκαίρια δηλαδή, όταν σταματούσε το σχολείο συνήθως τα πιο πολλά παιδιά της γειτονιάς δουλεύαμε εκεί στα ανταλλακτικά, σε μαγαζιά με ανταλλακτικά. Τώρα εντάξει, σαν αγοράκι και σαν έφηβο αγοράκι οι οίκοι ανοχής, τα καμπαρέ ήταν πάντα μια πρόκληση για μας είτε για να μπούμε μέσα είτε για να πάρουμε μάτι, είτε για να κάνουμε πλάκα, είτε για να κάνουμε, δεν ξέρω αν επιτρέπεται, μπουρδελότσαρκες, έτσι το λέγαμε. «Πάμε για καμιά μπουρδελότσαρκα;» Δηλαδή, όταν τελειώναμε τα παιχνίδια, μήλα, τζαμί, τσανταλίνα-μανταλίνα, διάφορα παιχνίδια που παίζαμε ρε παιδί μου και ποδόσφαιρο φυσικά, νομίζω ότι το βράδυ κατέληγε σε μια μπουρδελότσαρκα στην οποία δεν, φυσικά δεν μας βάζαν. [00:05:00]Προσέχαν πάρα πολύ, μας ξέρανε από τα καμπαρέ, μας γνώριζαν ότι είμαστε παιδιά της γειτονιάς και υπήρχε μία φροντίδα πώς να – υπήρχε μια ασφάλεια, δηλαδή, αν κάποιος σε πείραζε. Και τώρα πρόσεξε λίγο πώς ακούγεται. Αν κάποιος σε πείραζε θα 'τρεχες στο καμπαρέ να ζητήσεις βοήθεια. Κατάλαβες; Δηλαδή, δημιουργούσε μια ασφάλεια για όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Δεν... μια χαρά νομίζω τα αφομοιώναμε, μια χαρά τα βλέπαμε όπως όλα τα παιδιά, απλά με διαφορετικές εικόνες και όπως κάθε γειτονιά έχει τη δική της ιστορία, δεν ήταν μόνο το Βαρδάρη, κάθε γειτονιά έχει τη δικιά της ιστορία. Νομίζω, είμαι τυχερός που μεγάλωσα σε αυτή τη γειτονιά και έζησα σε αυτή τη γειτονιά.
Επειδή, όντως, δώσατε πολύ ωραίες εικόνες από όταν ήσασταν παιδί, ας τα πάρουμε ένα-ένα από την αρχή, έτσι;
Ναι.
Αρχικά, πώς ήτανε το σχολείο στο Βαρδάρη και πώς ήταν τα παιδιά που ήταν εκεί πέρα;
Το σχολείο ήτανε Ξηροκρήνη, ήτανε πίσω από τον Άγιο Νικόλαο το σχολείο. Δεν ήταν ακριβώς, μες στο Βαρδάρη δεν υπήρχε σχολείο, οπότε πηγαίναμε στην Ξηροκρήνη. Κολωνιάρη ο Άγιος Νικόλαος, η εκκλησία από πίσω στο δημοτικό και το γυμνάσιο στη Β΄-Γ΄ γυμνασίου το χτίσανε πάνω στην Κολωνιάρη, δηλαδή απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Τα παιδιά ήτανε κανονικά. Όπως σε όλα τα σχολεία δεν υπήρχε κανένα – Απλά και η Ξηροκρήνη ήτανε μια ιδιαίτερη γειτονιά γιατί είχε έντονο το στοιχείο των Ρομά, πολύ έντονο μέσα, είχε μια – αλλά ένα πάντρεμα καλό. Το σχολείο ήταν σε μια φυσική μορφή όπως όλα τα σχολεία δεν είχε καμιά διαφορά απλά εμείς ήμασταν λίγο παραπάνω ψημένοι, πώς να το πω; Λίγο παραπάνω ψυλλιασμένοι σε κάποια πράγματα. Αυτό με το σχολείο.
Και αντίστοιχα τα παιδιά, οι φίλοι σας εκεί πέρα στη γειτονιά;
Οι φίλοι εντάξει, τότε, είμαι τυχερός που μπορεί να 'μασταν και η τελευταία γενιά που προλάβαμε γειτονιά καταρχήν. Προλάβαμε να κατεβαίνουμε, να μην έχουμε κινητά τηλέφωνα πρώτον. Να δίνουμε ραντεβού 5.00 στο παρκάκι και να γυρνάμε 10-11.00 το βράδυ ας πούμε στο σπίτι. Φίλοι πολλοί, παρέες πολλές, γειτονιές πολλές, κόντρα γειτονιά με γειτονιά στο ποδόσφαιρο, ποιος θα κερδίσει τον αγώνα, οι χαμένοι πληρώνανε τις κοκα-κόλες. Γενικά ήτανε νομίζω ήμουν πολύ τυχερός γιατί πρόλαβα γειτονιά, πρόλαβα να ζήσω γειτονιά. Οι γονείς πιο ήρεμοι και πιο απελευθερωμένοι από ό,τι είναι σήμερα, παρόλο που σήμερα υποτίθεται μορφώνεται ο άνθρωπος πιο πολύ, τελικά μέσα από τη μόρφωση μάλλον κλείνεται παραπάνω στον εαυτό του και φοβάται παραπάνω. Δεν νομίζω να με έψαξε ποτέ η μάνα μου, εκτός από τις 11.00 η ώρα που έβαζε μια φωνή από το μπαλκόνι και τσίριζε το όνομά μου και έλεγα: «Ήρθε η ώρα να φύγω, 10 λεπτά ακόμη» και μετά ανέβαινα πάνω. Γειτονιά. Δεν ξέρω, άμα το πρόλαβες Μιχάλη, αλλά γειτονιά, ήταν μια πολύ ωραία γειτονιά.
Πριν προχωρήσουμε σε αυτή την εικόνα που με είπατε πριν, με το παιχνίδι και τα λοιπά, θέλω να πάμε σε αυτό που είπατε μόλις πριν από λίγο, οι γονείς. Δηλαδή οι γονείς σας τι σας έλεγαν;
Κοίτα, οι γονείς καταρχήν ήταν απόλυτα εξοικειωμένοι με τη γειτονιά. Φαντάζομαι ότι είχαν το μυαλό τους και ανησυχούσανε κάποιες στιγμές, αλλά δεν υπήρχε φρενίτιδα. Δηλαδή, η ανησυχία τους ήτανε στα λογικά πλαίσια των γονιών που ανησυχούν για τα παιδιά τους. Σε αντίθεση με σήμερα που, κατά την προσωπική μου γνώμη, βλέπω μια φρενίτιδα στην προστασία του παιδιού. Ήμασταν πολλοί Μιχάλη, ήμασταν πολλοί, ήμασταν 15 άτομα. 15 άτομα και 20 άτομα, μια γειτονιά δεν μπαίνει ο άλλος να την πειράξει εύκολα, γιατί είναι 20 παιδιά. Ό,τι και να γίνει κάποιο παιδί θα ειδοποιήσει, οπότε – που σε αντίθεση με σήμερα, πάλι έτσι μ' αρέσει λίγο να το συνδέω με το σήμερα – δεν βλέπω μεγάλες παρέες. Βλέπω, δηλαδή ακόμα και από τα παιδιά μου, βλέπω 2 φίλες ή 2-3 αγόρια, 3 φίλοι. Δεν έχει πια μεγάλες παρέες, γιατί έχει χαθεί αυτό το πράγμα που ονομάζεται γειτονιά, δεν υπάρχει πια η γειτονιά και τώρα μια γειτονιά σου λέω με ανταλλακτικά, με μουντζούρα παντού, δηλαδή μαύροι ανεβαίναμε πάνω και με μια επικινδυνότητα η οποία ξεκινούσε αρκετά πιο αργά την νύχτα, δεν ήτανε εκείνη η ώρα. Οπότε νομίζω ότι είχε μια πολύ μεγάλη ασφάλεια γι’ αυτό και οι γονείς δεν συμπεριφέρονταν με φρενίτιδα. Αυτό.
Καταλαβαίνω. Και συνεχίζοντας, λοιπόν, τη ζωή στη γειτονιά θέλω να πάμε σε κάτι άλλο που είπατε πριν το οποίο είναι το [00:10:00]παιχνίδι. Τι παιχνίδια παίζατε στη γειτονιά εκεί πέρα;
Τα παιχνίδια που παίζαμε ήτανε καταρχήν αληθινά, δεν ήτανε μια εικονική πραγματικότητα όπως είναι σήμερα. Τα παιχνίδια που παίζαμε ήτανε κοινά σε όλες τις γειτονιές, δηλαδή, όποιον και να πιάσεις στην ηλικία μου το 47 από 40 και πάνω είχαμε κοινά βιώματα και κοινά παιχνίδια. Ήτανε από τζαμί, δεν ξέρω αν τα γνωρίζεις κιόλας, μέχρι μήλα, μέχρι λάστιχο με τα κορίτσια, αλλά λάστιχο...Ένα παιχνίδι ήταν το τσιν-τσαν-τσον, έτσι το λέγαμε. Γινότανε με το πόδι και με το χέρι φτιάχναν κάπως το λάστιχο και έπρεπε να περάσεις απ' ανάμεσα χωρίς να ακουμπήσεις το λάστιχο. Άμα ακουμπούσες, έχανες. Ήτανε τζιμ και ένα κουτί σπίρτα, ήτανε τι να σου πω ποδόσφαιρο, φυσικά, εντάξει, από εκεί ξεκινούσαμε, τα αγόρια τουλάχιστον, αλλά στο τέλος υπήρχε αυτό το καλό. Δηλαδή ξεκινούσαμε, χωριζόμασταν αγόρια-κορίτσια, τα κορίτσια παίζανε τα δικά τους παιχνίδια, εμείς παίζαμε ποδόσφαιρο και αφού τελείωνε το ποδόσφαιρο τότε παίζαμε όλοι μαζί τα παιχνίδια την ώρα που σουρούπωνε ή κρυφτό, φυσικά, εντάξει εννοείται. Αυτά και άλλα παιχνίδια που σίγουρα τα ξεχνάω και άλλα πολλά που σίγουρα τα ξεχνάω. Χαρτάκια, είχαμε μια μανία με τα χαρτάκια τα αγόρια. Παίρναμε ποδοσφαιριστές χαρτάκια και παίζαμε με το μάρμαρο. Δηλαδή, στήναμε τα χαρτάκια στην άμμο, μέσα βάζαμε λίγη άμμο, στήναμε τα χαρτάκια όρθια, κάναμε μια γραμμή στα 20 μέτρα, παίρναμε μάρμαρο, για να γλιστράει πάνω στην άσφαλτο και απ' τα 20 μέτρα προσπαθούσαμε να πετύχουμε τα χαρτάκια. Όποιος πετύχαινε τα χαρτάκια, τα κέρδιζε. Ήτανε μεγάλο τέτοιο και τα χαρτάκια. Δηλαδή, να πάμε στο ψιλικατζίδικο, να οικονομήσουμε κάνα φράγκο, για να μπορέσουμε να πάρουμε χαρτάκια, για να μπορούμε να συμμετέχουμε μετά σε αυτό το παιχνίδι, το οποίο ήτανε μια μορφή τζόγου, βέβαια, και ανταγωνισμού, γιατί μπορεί να 'χανες 30 χαρτάκια, αλλά εντάξει έτσι είναι. Στο τέλος σε 'δινε κάνας φίλος σου, σου 'λεγε: «Πάρε 5 χαρτάκια» συμμετείχες στο παιχνίδι, δεν έμενες να κοιτάς επειδή έχασες, προχωρούσε. Και άλλα παιχνίδια, και άλλα παιχνίδια Μιχάλη που δεν τα, μάλλον δεν τα θυμάμαι τώρα. Πολλά, πολλά. Εξερεύνηση. Εξερεύνηση στο Βαρδάρη ήταν εξαιρετικό πράγμα. Όλα τα ανταλλακτικά ήτανε μάντρες. Πίσω από τις – τώρα πώς δεν σκοτωθήκαμε, αυτό σκέφτομαι. Οι μάντρες ήτανε μονοκατοικίες, μονοκατοικίες που από πάνω, μέσα είχε δηλαδή τα μεταχειρισμένα ανταλλακτικά από σασμάν, διαφορικά, διάφορα πράγματα και η μάντρα από πάνω είχε λαμαρίνα, τσίγκο. Η εξερεύνηση λοιπόν ήταν να ανέβουμε πάνω στις λαμαρίνες και να πηδάμε από λαμαρίνα σε λαμαρίνα, από σπίτι σε σπίτι και να... Εντωμεταξύ, αυτή η λαμαρίνα, λίγο να μη στεκόταν, πέφταμε απ' τα 15 μέτρα πάνω σε σίδερο, δηλαδή θα σπάγαμε τα κεφάλια μας αλλά δεν. Νομίζω ότι τα παιδιά τα φυλάει ο Θεός, να σου πω την αλήθεια, γιατί ό,τι και να πάθουν επιβιώνουνε δεν...Υπάρχει, άλλο πρωτόκολλο έχει με τα παιδιά ο Θεός από ό,τι με τους μεγάλους. Αυτό, εξερεύνηση. Εξερεύνηση σε άλλες γειτονιές, εξερεύνηση απ' την άλλη μεριά της Λαγκαδά να περάσουμε, εξερεύνηση. Επίσης ποδήλατα. Κάποια στιγμή, δηλαδή, όσο μεγαλώναμε, φεύγαμε από το δημοτικό, ήρθε το ποδήλατο. Τώρα σκέψου ποδήλατο 15 μαντραχαλέοι από 12 χρονών μέχρι 15 χρονών να παίρνουν τα ποδήλατα και να πηγαίνουμε στην Περαία δηλαδή. Φυσικά, οι γονείς δεν ξέραν τίποτα για όλα αυτά. Να πηγαίνουμε στην Περαία, να κάνουμε μπάνιο στην Περαία και να γυρνάμε με τα ποδήλατα από την Περαία στο Βαρδάρη. Επίσης να πηγαίνουμε, είχε ένα drive-in, σινεμά τσόντα για αυτοκίνητα ήτανε. Ήτανε στην Εθνική, ήταν 20 χιλιόμετρα στην Εθνική πριν τα διόδια των Μαλγάρων και παίρναμε τα ποδήλατα, βγαίναμε στην Εθνική και φτάναμε στο drive-in για να χαβαλεδιάσουμε λίγο, να δούμε λίγο πιτσιρικάδες έτσι να τονώσουμε τον αντρισμό μας και να σηκωθούμε να φύγουμε. Γενικά...μπουρδελότσαρκα. Και αυτό παιχνίδι ήταν. Πηγαίναμε στα μπουρδέλα κα σκάγαμε δυναμιτάκια από κάτω και τρέχαμε μετά και φωνάζαμε «Το μπουρδέλο καίγεται!». Εντάξει, ήμασταν τσογλανάκια δηλαδή, αλλά πώς να σου πω, να το πω τσογλανάκια με την καλή έννοια; Δεν ξέρω αν υφίσταται αυτός ο όρος. Φτάναμε ως ένα όριο, ξέραμε το όριο και ποτέ δεν ξεπερνούσαμε το όριο ή αν το ξεπερνούσαμε μια φορά ξαναμαζευόμασταν πάλι πίσω. Δηλαδή παρόλη την αυτοπεποίθηση μη νομίζεις, ένας φόβος πάντα υπήρχε. Και τέτοια. Να αυτά τα παιχνίδια ας πούμε δεν είναι [00:15:00]κοινά σε όλες τις γειτονιές. Η μπουρδελότσαρκα ήτανε παιχνίδι Βαρδαρίου. Εδώ, δηλαδή, ίσως να διαφέρουμε από άλλες γειτονιές, οι εμπειρίες και τα βιώματα. Αυτά.
Θέλω, αρχικά, να πάμε να μείνουμε σε αυτό με τα παιχνίδια, γιατί μου έχετε πει πάλι πολύ ωραίες εικόνες αρχικά. Ας πούμε, το τζαμί εγώ δεν το ξέρω, ας πούμε, τι είναι ως παιχνίδι. Θέλετε να μας πείτε λίγο πώς ήτανε; Πώς το παίζατε;
Αν το θυμάμαι καλά, στήναμε 5 πέτρες τη μία πάνω στην άλλη, έπαιρνε ο άλλος τη μπάλα και πάλι από μία απόσταση προσπαθούσε να ρίξει τις πέτρες. Με το που έριχνε τις πέτρες όλοι οι άλλοι αρχίζαν και τρέχανε προς κατευθύνσεις και αυτός που έριξε τις πέτρες έπρεπε να πάει να τις βάλει πάλι με τη σειρά. Και εκεί που τις έβαζε με τη σειρά σταματούσαν, ακινητοποιούσαν όλοι οι άλλοι, ακινητοποιούμασταν. Και αυτός με τη μπάλα από το σημείο που είναι οι πέτρες προσπαθούσε να μας πετύχει έναν έναν, για να μας βγάλει έξω, να μας βγάλει έξω από το παιχνίδι. Αν γινόταν, τώρα – γιατί έχουν περάσει και 40 χρόνια – αν έχανε 3 φορές και δεν σε πετύχαινε, τότε κέρδιζε ο άλλος, κερδίζαν όλοι οι άλλοι, δηλαδή. Αυτό ήτανε το τζαμί. Τα μήλα ήταν ένα παιχνίδι με τη μπάλα, τα μήλα τα γνωρίζεις; Το αγαλματάκια-αγαλματάκια, μέρα ή νύχτα, τώρα μου έρχονται παιχνίδια διάφορα. Να σου πω την αλήθεια δεν τα θυμάμαι και καλά, περάσαν τόσα χρόνια μακάρι, αλλά είναι μια καλή ευκαιρία να ψάξω – γιατί σίγουρα κάτι θα βρω στο internet –, να ψάξω να δω πώς παίζονταν. Ας πούμε το τζιμ και ένα κουτί σπίρτα, γυρνούσε ένας την πλάτη και οι άλλοι 6, ένας του χτυπούσε την πλάτη μια απαλή σφαλιάρα και γυρνούσε αυτός και προσπαθούσε να βρει ποιος είναι, αλλά πάλι μου διαφεύγει κάτι. Μου δίνεις μια καλή αφορμή να ψάξω, να θυμηθώ πώς παίζονταν όλα αυτά τα παιχνίδια. Και ίσως να μπορέσω να τα μάθω και στις κόρες μου, αλλά αυτά τα παιχνίδια θέλουν γειτονιά, θέλουν κόσμο, δεν είναι για 2 άτομα, θέλουν κόσμο. Αυτό.
Καταλαβαίνω. Ήθελα να μείνω σε κάτι που με είπατε πριν, έτσι πάλι στο κομμάτι της παιδικής ζωής εκεί πέρα, το οποίο είναι η δουλεία στα ανταλλακτικά.
Ναι.
Τα καλοκαίρια. Αυτό πώς ήτανε;
Αυτό ξέρεις, αυτό είναι δηλαδή το Βαρδάρη, παρόλο που η ζωή του ήταν μέχρι το μεσημέρι η εμπορική, παρόλο που μετά ξεκινούσε η ζωή των κατοίκων, τα παιδιά, δηλαδή, να παίζουν κάτω, και μετά ξεκινούσε μια άλλη ζωή, στην οποία έρχονταν από όλη την πόλη και όλο τον χώρο, ήταν μια πολύ δεμένη γειτονιά. Δηλαδή, στα ανταλλακτικά δεν μας παίρναν γιατί μας είχαν ανάγκη, δεν μας είχαν, δηλαδή 12 χρονών παιδιά, 13 χρονών παιδιά δεν μας είχαν ανάγκη να κουβαλάμε με το γερανό το διαφορικό. Μας παίρνανε, γιατί ήμασταν παιδιά της γειτονιάς και γιατί συμμετείχανε και αυτοί που είχαν τα ανταλλακτικά, παρόλο που δεν ‘μέναν στο Βαρδάρη, αλλά η μισή ζωή τους ήταν στο Βαρδάρη, γιατί τη μισή μέρα την περνούσαν στο Βαρδάρη, συμμετείχανε στο να μας κρατάνε, να μας κάνουνε ανθρώπους. Να μας κάνουνε από μικρούς να δουλεύουμε, να μας κάνουν υπεύθυνους, πράγματα, δηλαδή, γονεϊκά, πράγματα που τα κάνει ο γονιός, και σαν να υπήρχε μια συμφωνία με τη γειτονιά να μας απορροφάνε τα καλοκαίρια για να μπορούμε, με ένα καλό χαρτζιλίκι, τότε δεν ήτανε και – δηλαδή. Αν θυμάμαι καλά μπορεί να ήταν και 2000 δραχμές τη βδομάδα, 3000 δραχμές. Και στην ουσία, εντάξει, το ωράριο ήτανε, δηλαδή πηγαίναμε 08.00 μας έλεγε, πηγαίναμε 09.00, γιατί ήμασταν και με τον ύπνο εγώ προσωπικά είχα και… Δεν ήτανε, δηλαδή, μια αυστηρώς εργασιακή σχέση. Ήτανε μια σχέση η οποία είχε τη συμμετοχή αυτών των ανθρώπων στη διαπαιδαγώγησή μας. Ήτανε τρομερό πράμα, κάτι που σήμερα, σχεδόν είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει σε καμία γειτονιά, η γειτονιά να απορροφά τα παιδιά της γειτονιάς, για να μπορεί να τα δίνει ένα χαρτζιλίκι, να δουλεύουνε, να τα δίνει ένα χαρτζιλίκι και να τα απασχολεί το καλοκαίρι, μέχρι που να πάμε διακοπές με τη μαμά και το μπαμπά. Πολύ σημαντικό πράγμα που δείχνει τη σημασία της γειτονιάς, το πόσο σημαντικό πράγμα είναι η γειτονιά και πόσο άτυχα είναι τα σημερινά παιδιά, που δεν προλάβαν γειτονιές και είναι με ένα τηλέφωνο όλη την ώρα και με μια εικονική πραγματικότητα.
Καταλαβαίνω. Κύριε Τάνταλε, πάλι μένοντας στο παιδικό, αλλά θέλοντας να προχωρήσουμε λίγο παρακάτω και εννοώ την εφηβική ζωή, έτσι. Ουσιαστικά αρχικά είναι πώς είναι να είναι ένας έφηβος στο Βαρδάρη;
Ναι.
[00:20:00]Μεγαλώνοντας.
Μεγαλώνοντας δηλαδή για τα 15-16 φυσικά δεν μένεις στο Βαρδάρη. Τελειώνει η γειτονιά, παραδίδεις τη σκυτάλη στην επόμενη γειτονιά, στους επόμενους πιτσιρικάδες και εσύ αρχίζεις και ανοίγεις τα φτερά σου σε άλλες γειτονιές. Δηλαδή, εγώ προσωπικά πήγαινα Επτάλοφο που και τότε και η Επτάλοφος ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι αυτής της πόλης, Ξηροκρήνη, αρχίζεις βγαίνεις για καφέδες, βγαίνεις για ποτά, αρχίζεις αναζητάς γυναίκες, ψάχνεις, δηλαδή, να φτιάξεις σχέση, να κάνεις σχέση, υπάρχει φλερτ, υπάρχουνε... Οπότε νομίζω ότι από μία ηλικία και μετά δεν μπορώ να σου πω πολλά για τη ζωή στο Βαρδάρη, γιατί ήμουνα επισκέπτης. Έφευγα το πρωί και γυρνούσα το βράδυ. Βέβαια τότε είχε γίνει το εξής. Είχε ανοίξει η Μιχαήλ Καλού η οποία είναι ο δρόμος που συνδέει την Λαγκαδά με τη Μοναστηρίου, η συνέχεια της Αγίου Δημητρίου προς τα κάτω. Αυτός ο δρόμος δεν υπήρχε. Εκεί ήτανε μάντρες και χωματόδρομοι. Δηλαδή από την Ξηροκρήνη για να περάσεις στο Βαρδάρη δεν υπήρχε δρόμος. Απ' το χωματόδρομο κατέβαινες και έμπαινες Ταντάλου και από Ταντάλου πήγαινες στο Μαρινόπουλο ξέρω και 'γω στη Λαγκαδά, έβγαινες στην πλατεία Βαρδαρίου. Όταν άνοιξε λοιπόν ο δρόμος οι τραβεστί από εκεί που κάναν πιάτσα στα δικαστήρια, ήρθαν και κάναν πιάτσα κάτω από το σπίτι μου. Ακριβώς όμως σχεδόν κάτω από το σπίτι μου. Εκεί ανοίγει τώρα ένα άλλο έργο, όπου και με αυτούς περάσαμε καλά, δηλαδή και αυτοί ήτανε μιας μορφής ασφάλεια, να στο πω και έτσι, γιατί εντάξει με τα χρόνια, με τον καιρό, με τους μήνες αρχίζεις και τους γνωρίζεις, ρε παιδί μου, λες ένα γειά, σε χαιρετάνε, περνάς από μπροστά, σε βλέπουν κάθε μέρα να περνάς από μπροστά. Δηλαδή, σε ξέρουν, γίνεσαι κομμάτι της οπτικής τους πραγματικότητας. Μετά αρχίζεις να μιλάς, να πιάνεις και μια κουβέντα μαζί τους, ένα «γεια. Τι κάνεις; Πώς είσαι;» και ψωνίζονταν με λίγα λόγια εκεί πέρα και ψωνίζονταν και πηγαίναν ακριβώς στη Ταντάλου από πίσω, για να ερωτοτροπήσουνε με τους πελάτες που είχανε. Βέβαια, εδώ είχε και κάτι περίεργο. Οι πελάτες όλες ήτανε και τότε ήταν πιο σπάνιο, ήτανε Mercedes και BMW. Δηλαδή, οι πελάτες ήτανε, νομίζω μιας οικονομικής τάξης μεγάλης, αλλά και εκεί έχω ζήσει πολλές έτσι ιστορίες. Δηλαδή, να κατεβαίνεις ας πούμε τα σκαλάκια για να πας στην οικοδομή σου και να βλέπεις ένα κώλο έξω απ' το αυτοκίνητο, να υπάρχει έξω απ' το αυτοκίνητο ή να βλέπεις το χειμώνα στο τζάμι κολλημένο έναν κώλο. Δηλαδή μόνο που δεν χαιρετούσες, ήτανε λίγο αστείο το πράγμα ας πούμε, να πεις: «Παιδιά συνεχίστε. Καλά να περάσετε». Aλλά και εκεί πάλι επειδή...και εκεί είχε ασφάλεια, δηλαδή... Γενικά η ασφάλεια προέρχονται, την ασφάλεια των ανθρώπων την κερδίζει ένας άνθρωπος με τα κοινά πρόσωπα, με τα πρόσωπα τα οποία τα βλέπει καθημερινά. Ένα πρόσωπο που βλέπεις καθημερινά είτε το χαιρετάς ή δεν το χαιρετάς σε προσδιορίζει μια ασφάλεια. Λες: «Αυτός με ξέρει. Τον ξέρω», δηλαδή «mε ξέρει και τον ξέρω». Μπορεί να μην μιλάμε, να μην τον γνώρισα ακόμη, αλλά με ξέρει και τον ξέρω. Oπότε και με τους τρανσέξουαλ τότε, τρανσέξουαλ μετά, εγώ τραβεστί τους έμαθα, έτσι το ξέρω δηλαδή, εκείνα τα χρόνια έτσι ήτανε και εντάξει μετά τους έμαθα με τα ονόματά τους, υπήρχε αυτή η ασφάλεια πάλι. Δηλαδή ήξερες ότι άμα γίνει κάτι θα βάλεις μια φωνή και θα 'ρθούνε 3 δίμετροι. Κατάλαβες; Και θα καθαρίσουνε για σένα. Δηλαδή, οπότε δεν κινδύνευες, γιατί μετά αρχίσαν και λίγο οι κλεψιές, δηλαδή κάπου κατά τα, στη δεκαετία του ‘90 άρχισε να χαλάει λίγο το Βαρδάρη. Άρχισε να παίρνει μια άλλη μορφή. Και αυτό έγινε γιατί; Γιατί οι οικογένειες από το Βαρδάρη άρχισαν να φεύγουν απ' το Βαρδάρη. Στο Βαρδάρη άρχισαν να έρχονται τότε, γιατί είχε φθηνά σπίτια, άρχισαν να έρχονται Ρωσοπόντιοι, μόλις είχαν έρθει το '95, '97 άρχισαν να έρχονται από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι άρχισαν να μένουν σε ένα σπίτι 10 άτομα, να πληρώνουν αυτό το σπίτι και μετά να αγοράζουν άλλο σπίτι. Οπότε, με λίγα λόγια, έφτασε το Βαρδάρη να μένουνε Ρωσοπόντιοι και όχι...όχι ότι υπήρχε κανένα πρόβλημα με τους ανθρώπους, προς Θεού δεν είναι αυτό, απλά οι οικογένειες τότε υπήρχε μια – ξέρεις το '80 ήμασταν φτωχοί, το 90% ήμασταν φτωχοί. Ήμασταν άνθρωποι, δηλαδή, που δουλεύαν και απλά είχαν καταφέρει να αγοράσουν ένα σπίτι και γενικά τα μυαλά σου δεν παίρναν αέρα. Το '90 άρχισαν των ανθρώπων τα μυαλά, τη δεκαετία του 90, να παίρνουν [00:25:00]αέρα. Οπότε άρχισε να μην τους γεμίζει το Βαρδάρη και να θέλουνε να αστικοποιηθούνε σε άλλες γειτονιές. Και έτσι άλλαξε η υφή των κατοίκων του Βαρδαρίου. Δηλαδή, ήρθαν οι Ρωσοπόντιοι οι οποίοι δεν υπήρχε πρόβλημα σου λέω με τους ανθρώπους, αλλά ήταν άλλη γλώσσα, άλλη κουλτούρα, άλλη...και με έναν φόβο και προς εμάς και εμείς προς αυτούς, με την έννοια τα παιδιά να μην μπλέξουν μεταξύ τους, τέλος πάντων αστικές σαχλαμάρες με λίγα λόγια, αλλά αυτό ήταν το πρόβλημα, ότι άλλαξε η υφή του Βαρδαρίου. Οπότε δεν ήταν το ίδιο Βαρδάρη τη δεκαετία του '90 με τη δεκαετία του '80, όπως φαντάζομαι δεν ήταν το ίδιο τη δεκαετία '80 με τη δεκαετία του '60 ας πούμε, ήταν άλλο Βαρδάρη. Αυτό.
Μένοντας στη δεκαετία του '80 πριν προχωρήσουμε στη συνέχεια και μένοντας πάλι στο δικό σας το κομμάτι ας πούμε, τις δικές σας αναμνήσεις, αρχικά ήθελα να ρωτήσω, επειδή με είπατε ότι τους τραβεστί που ήταν εκεί πέρα τους γνωρίζατε ουσιαστικά, οι σχέσεις με αυτούς τους ανθρώπους ποιες ήτανε;
Αν είχαμε ερωτική σχέση εγώ –
Γενικά οι σχέσεις των παιδιών της γειτονιάς, των ανθρώπων της γειτονιάς με αυτούς τους ανθρώπους.
Κοίταξε, στο ξαναλέω πάλι, παρόλο που ήμασταν παιδιά του Βαρδαρίου και παρόλο που θα 'πρεπε να στο πω και να είμαστε οι πιο τρελιάρηδες, δηλαδή να 'χουμε πάει σε καμπαρέ από τα 12 μας, να έχουμε πάει σε μπουρδέλο από τα 13 μας, επειδή ήμασταν παιδιά και ήμασταν εκεί στη γειτονιά, δεν μας πείραζε κανένας. Δεν μας, δηλαδή δεν μας...πώς να σου πω; Στο καμπαρέ, μπορεί να καθόμουν έξω απ' το καμπαρέ και να ΄δινα βόλτα με το ποδήλατο στην κοπέλα που δούλευε στο καμπαρέ, και να 'παιρνε το ποδήλατο και να έκανε βόλτα με το δικό μου το ποδήλατο, και να κάναμε χαβαλέ. Αν πήγαινα να μπω μέσα το αφεντικό που ήξερε ότι είμαστε παιδιά της γειτονιάς, θα τους έτρωγε, θα 'λεγε: «Όχι μέσα» δηλαδή...και το καταλαβαίνω, δηλαδή, καθαρά εργασιακά, ότι να μη δώσουμε δικαίωμα στη γειτονιά, γιατί άμα δώσουμε δικαίωμα στη γειτονιά θα γυρίσει μπούμερανγκ σε μας σαν μαγαζί. Oπότε – πώς να σου πω – πολύ δύσκολα ερωτοτροπούσαμε, το κατάλαβες; Τα παιδιά της γειτονιάς. Βέβαια, ήμασταν και 12-13 χρονών, εντάξει, δεν είναι και πολύ συνηθισμένο στα 12, αλλά ήτανε δύσκολα. Τώρα, με τους τραβεστί ήτανε σε μια άλλη ηλικία. Είχα γίνει πλέον 16. Δεν ξέρω τι κάναν τα παιδιά της γειτονιάς, αν είχε μείνει γειτονιά, γιατί σου είπα από το 92-93-94 και μετά άρχισε να αλλάζει, άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα. Χάθηκε το στοιχείο της γειτονιάς. Γι’ αυτό, παρόλο που είμαι 47 χρονών, νομίζω ότι ήμουν η τελευταία γενιά που πρόλαβε γειτονιά, οπότε δεν υπήρχε μετά γειτονιά. Υπήρχανε κάτοικοι εκεί πέρα, απλά μέναν εκεί, δεν ήτανε. Οπότε δεν ξέρω και τι γινότανε με τους άλλους, γιατί κοίταξε: Κάποια στιγμή και από το Βαρδάρη...Στο δημοτικό έκανα παρέα με το Βαρδάρη. Στο λύκειο, στην Α' Λυκείου δεν έκανα παρέα με το Βαρδάρη. Τα παιδιά της γειτονιάς, συνήθως κάνεις παρέα με το σχολείο, με τα παιδιά απ' το σχολείο. Τα παιδιά απ' το σχολείο μπορεί να –τα πιο πολλά δηλαδή σε μένα ήταν Ξηροκρήνη. Όλα μέναν Ξηροκρήνη οπότε ο μόνος Βαρδαρίσιος που είχε μείνει ήμουνα εγώ άρα και αυτή την επαφή που σου λέω την είχα μόνο εγώ, όχι οι άλλοι, γιατί οι άλλοι ήταν σε άλλη γειτονιά, ήταν Ξηροκρήνη.
Καταλαβαίνω. Πάλι δεν μπορώ να μην ρωτήσω, γιατί είναι ένα κλασικό ερώτημα, έτσι, επειδή είπατε για τις τσάρκες εκείνη την εποχή –
Ναι.
όταν ήσασταν μικροί. Πώς είναι λοιπόν μια τσάρκα εκείνη τη δεκαετία στους οίκους ανοχής στο Βαρδάρη; Ποιες είναι οι εικόνες σας από τις τσάρκες;
Οι εικόνες μας είναι ότι πας με τα ποδήλατα, παίρνεις ύφος πολλά βαρύ και όχι, το παίζεις δηλαδή μάγκας επειδή κουμπώνεις το fly κοιτάς λίγο με ένα ύφος περίεργο να ψαρώσεις οποιονδήποτε σταθεί μπροστά σου. Είναι οι αντρικές οι μαγκιές των εφήβων αυτές, ανεβαίνεις επάνω, ανεβαίναμε επάνω και «καλησπέρα πόσο πηγαίνει;». Σε κοιτάει η άλλη, σε έχει διαβάσει ότι δεν πρόκειται καν να μπεις και σε λέει, μας έκανε και πλάκα, μας έλεγε: «50000 δραχμές» και μέναμε. «Τι 50000 δραχμές;» και μας έλεγε μετά: «Παιδιά, άντε, κάντε την». Τα strip show ήταν ένα άλλο. Στα strip show μας βάζανε. Μας βάζανε, δηλαδή απ' τα 15-16 μας βάζανε μέσα, σε μια γωνιά βέβαια [00:30:00]να μην φαινόμαστε και εντάξει, τώρα φαντάσου, για ένα δεκαπεντάχρονο τι, γιατί δεν ήταν όπως είναι σήμερα τα πράγματα. Μέσα από τον υπολογιστή μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται σε όλη την ανθρωπότητα. Τότε, για να βρούμε ένα περιοδικό τσόντας στην εφηβεία μας, έπρεπε να πάμε να το κλέψουμε απ' το περίπτερο, γιατί δεν μας το πουλούσε ο περιπτεράς και το οποίο θα ήταν με κινούμενα σχέδια σαν τα Μίκυ Μάους με εικόνες τέτοιες. Και ήμασταν περήφανοι, δηλαδή μπορεί ένα περιοδικό να το γυρνούσαμε όλοι στο σπίτι, ο ένας στον άλλο, για να το διαβάσουμε όλοι, δηλαδή η σεξουαλική μας παιδεία έφτανε ως το περιοδικό με τα κινούμενα σχέδια, με κατάλαβες; Εκτός από το Βαρδάρη, από αυτό που βλέπαμε, αλλά δεν ήτανε. Τότε ήτανε πολύ πιο αθώα τα πράγματα και πολύ πιο αγνά, οπότε το να ανέβουμε στο μπουρδέλο παρόλο που μέναμε στο Βαρδάρη, στον οίκο ανοχής μάλλον – αλλά εντάξει, να σου πω τις λέω τις λέξεις όπως στις έμαθα, όχι γιατί τις υποτιμώ, γιατί μερικές φορές είναι ωραία να λες τις λέξεις όπως τις έμαθες. Έχουνε τη δικιά τους σημασία, η λέξη – οπότε το να ανέβουμε και να πάμε μπουρδελότσαρκα ήτανε μεγάλο πράγμα γιατί γινόμασταν κάποιοι, άντρες, δηλαδή παίρναμε 10 πόντους ύψος ο καθένας κατάλαβες; Και μετά βγαίναμε τρέχοντας, γελούσαμε και σχολιάζαμε: «Την είδες αυτήνα, ρε; Την είδες την άλλη; Πω, πω την είδες εκείνη που βγήκε;». Νομίζω, φυσιολογικά πράγματα για εφήβους. Αυτές ήταν οι τσάρκες. Οι τσάρκες ήτανε σε...Eίχε πεζοδρόμιο. Πρόσεξε, και εκεί ήτανε, γιατί εκεί δεν χρειαζόταν να μπεις κάπου, δηλαδή πήγαινες, στηνόμασταν από απέναντι και κοιτούσαμε, χαζεύαμε μπουρδελότσαρκα. Τώρα, βέβαια, δεν έχει πεζοδρόμιο ευτυχώς ή μάλλον έχει ακόμη, αλλά όχι στο Βαρδάρη. Ναι, ήτανε και οι μόνες αυτές που δεν ήταν σε κάποιο οίκο ανοχής και κάναν τη δουλειά στο πεζοδρόμιο μόνες. Και εκεί υπήρχε πολύ μάτι, το μάτι ήτανε το ζητούμενο. Σε ένα καμπαρέ είχε απέναντι ένα δέντρο, μέσα σε μία στοά είχε ένα δέντρο, στη στοά του Πυθαγόρα που ήτανε και από απέναντι είχε κα– και πηγαίναμε ανεβαίναμε πάνω στο δέντρο και παίρναμε μάτι μέσα στο καμπαρέ, για να πάρουμε εικόνες και να σχολιάσουμε μετά, όταν θα γυρίσουμε, ας πούμε, πίσω στην οικοδομή. Γιατί στο τέλος τα πάντα κατέληγαν κάτω από την οικοδομή σου, να κάθεσαι στο πεζουλάκι στο πεζοδρόμιο με μία coca-cola τέτοιο και να...στην ουσία να σχολιάζετε όλη την ημέρα. Οπότε νομίζω ότι ήτανε, οι μπουρδελότσαρκες ήτανε πώς το λένε, συλλογή σχολίων για εκείνο το βράδυ, για το βράδυ που θα αράξεις στο πεζουλάκι. Αυτό.
Καταλαβαίνω. Επειδή είπατε ότι αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα μαγαζιά μάλλον παρείχαν ασφάλεια σε σας, στα παιδιά της γειτονιάς ουσιαστικά, περιστατικό όντως να χρειαστεί να σας βοηθήσουνε σημειώθηκε ποτέ;
Όχι. Προσωπικά και πάλι σου λέω ξέρεις ποιο; Γιατί ήμασταν 10, δεν ήταν 2, δεν ήταν 1 ήμασταν 10, οπότε νομίζω ότι ο λόγος που δεν σημειώθηκε περιστατικό και όχι δεν σημειώθηκε, ναι. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν σημειώθηκε σε όλη μου την ζωή του δημοτικού, του γυμνασίου και του λυκείου ακόμη, κανείς δεν με πείραξε ποτέ στο Βαρδάρη, κανένας όσο και αν ήτανε, και αυτό είναι η αντίφαση, όσον και αν ήταν η πιο επικίνδυνη γειτονιά της πόλης, δεν με πείραξε ποτέ κανένας. Αυτό. Αλλά αυτό που μας είχε μάθει, αν το θες, η γειτονιά ήταν και πού μας παίρνει και πού δεν μας παίρνει κατάλαβες; Οπότε μια φάση, δηλαδή, που ένα παιδί από κάποια άλλη γειτονιά δεν θα μπορούσε να τη διαβάσει γρήγορα και να πει: «Εδώ δεν με παίρνει κάτσε να φεύγω. Θα γίνει μαλακία», εμείς νομίζω με τα χρόνια καταφέρναμε και τις διαβάζαμε αυτές τις φάσεις με αποτέλεσμα να αποφύγουμε πολλές συμπτώσεις και πολλά άτυχα γεγονότα. Ναι, δεν με πείραξε κανένας. Ήταν ίσως η πιο ασφαλής γειτονιά.
Και αναφορικά με την εξερεύνηση, ας πούμε, κάτι το οποίο να βρήκατε στη γειτονιά, να σας κάνει μεγάλη εντύπωση, να τη θυμάστε κάποια εξερεύνηση έτσι πάρα πολύ;
Όχι, δεν έχω. Νομίζω ότι η εξερεύνηση δεν ήτανε...το ζητούμενο δεν ήτανε αυτό που θα βρούμε. Το ζητούμενο ήτανε να ζήσουμε επικίνδυνα. Να σκαρφαλώσουμε στις στέγες στα ανταλλακτικά και να δούμε τον κόσμο από 15 μέτρα πιο ψηλά. Όχι, τι να βρεις εκεί πέρα; Δεν έχει κάτι να βρεις εκεί πέρα, δηλαδή σου λέω, ήταν μια [00:35:00]γειτονιά με οικοδομές και όλα τα μαγαζιά, μα όλα τα μαγαζιά, εκτός από ένα ψιλικατζίδικο του κυρ Βαγγέλη, ακόμη το θυμάμαι, ήταν ανταλλακτικά αυτοκινήτων τίποτα άλλο. Και ένα καρότσι και ένα σαντουιτσάδικο μετά, και ένα καρότσι που πουλούσε σάντουιτς με το καρότσι. «Όλοι θα ζήσουμε», έτσι λεγόταν το καρότσι. Ακόμη θυμάμαι το όνομα, «Όλοι θα ζήσουμε», και ένα σαντουιτσάδικο. Όλα τα άλλα ανταλλακτικά, μάντρες, λάστιχα, τέτοια, οπότε δεν έχει να βρεις κάτι εκεί δηλαδή, χώρια που με τα χρόνια τα 'χαμε βρει όλα, δεν είχε μείνει κάτι. Μετά αρχίσαμε να εξερευνούμε άλλες γειτονιές. Και αυτό είναι κάτι που λείπει από σήμερα. Δηλαδή βλέπω παιδιά τα οποία ξέρουν μόνο τη γειτονιά τους. Δεν ξέρουν την πόλη, ξέρουν μόνο τη γειτονιά τους και αυτά τα παιδιά δεν είναι 5 χρονών, είναι 15 χρονών και γνωρίζουν μόνο τη γειτονιά τους. Εμείς το είχαμε, ειδικά με τα ποδήλατα ήτανε καθιερωμένο, ότι «σήμερα πού πάμε; Πάμε παραλία. Τώρα πού πάμε; Πάμε Πολίχνη. Πού πάμε; Νεάπολη». Δηλαδή ήμασταν εκκολαπτόμενοι ταξιτζήδες όλοι. Είχαμε μάθει σχεδόν όλη την πόλη.
Θέλω να πάμε εκεί πέρα, το οποίο είναι πώς σας φαίνονταν οι άλλες γειτονιές;
Εντάξει. Κοίτα κάθε γειτονιά έχει το δικό της χαρακτήρα, αλλά νομίζω η βάση μας πάντα ήταν το Βαρδάρη και θα 'ταν το Βαρδάρη, και η Ξηροκρήνη βέβαια, γιατί στο γυμνάσιο και στο λύκειο πηγαίναμε και στο παρκάκι απέναντι απ' τον Άγιο Νικόλαο, πηγαίναμε στο ξύλινο πίσω απ' τον Άγιο Νικόλαο, πηγαίναμε στο σχολείο το δημοτικό, για να παίξουμε μπάλα, γιατί είχε και εστίες. Ξηροκρήνη και Βαρδάρη εγώ μέσα στο μυαλό μου τα 'χω ένα, κατάλαβες; Γιατί τα έζησα σαν ένα. Το δημοτικό μπορεί να έζησα παραπάνω το Βαρδάρη, παρόλο που πήγαινα σχολείο στη Ξηροκρήνη, δίπλα είναι βέβαια, ενωμένα. Να, άλλο τώρα που μου 'ρθε: δηλαδή Δ' Δημοτικού πήγαινα μόνος μου στο σχολείο. Δ' Δημοτικού έπαιρνα την τσάντα, περνούσα τον κεντρικό δρόμο, την Γρηγορίου Κολωνιάρη, μέσα από τις εργατικές και πήγαινα μόνος μου στο σχολείο και τώρα Δ' Δημοτικού δεν το στέλνουν ούτε μέχρι το ψιλικατζίδικο που είναι δίπλα, για να πάρει κάτι, μην τυχόν συμβεί κάτι. Αλλάξαν και οι καιροί βέβαια, να λέμε και του στραβού το δίκιο, αλλά νομίζω ότι υπερβάλουμε. Ξέρεις ο κάθε καιρός έχει, σαν ένας μηχανισμός είναι, δηλαδή μπορεί να αλλάζουνε τα δεδομένα, αλλά ο μηχανισμός παραμένει ίδιος. Πάντα δηλαδή θα μπορούσε και η μάνα μου να φοβάται για μένα, όπως θα μπορώ και 'γω να φοβάμαι τα παιδιά μου, δηλαδή δεν αλλάζει κάτι. Η σχέση αυτή είναι πάντα ίδια. Το θέμα είναι πόσο εμπιστοσύνη δίνεις στο παιδί και πόσο το αφήνεις να ανοίξει τα φτερά του. Δεν...Μετά σου λέω από το γυμνάσιο και μετά δεν μπορούσα να κάτσω στο Βαρδάρη, δεν είχε κάτι να κάνω. Δηλαδή ήτανε ανταλλακτικά αυτοκινήτων, είχαμε σταματήσει Γ' Γυμνασίου να παίζουμε μήλα και τζαμί και τζίμ και ένα κουτί σπίρτα και πλέον, πώς να σου πω; παίζαμε ποδόσφαιρο καθαρά ή μπάσκετ και γαμπρίζαμε και πίναμε coca-cola και φλερτάραμε, για να σε δει η άλλη και... Αυτά στο Βαρδάρη μετά δεν είχε υποδομές να τα κάνεις. Το Βαρδάρη αυτής της περιοχής που ήμουνα εγώ, δηλαδή η γωνία αυτή από τη Λαγκαδά με τη Μοναστηρίου,,όλο αυτό το τετράγωνο μέχρι το σταθμό ήτανε στενά με ανταλλακτικά, τίποτε άλλο. Ούτε καφέ, ούτε παρκάκια, για να αράξεις, ούτε μπασκέτες, ούτε...Το μόνο που είχε γίνει, είχε γίνει μία κίνηση με μία ράμπα είχαν στήσει στο σταθμό, μια ράμπα για ποδήλατα, για να κάνεις πετάγματα. Η μόνη κίνηση που είχε γίνει ήταν αυτή, η ράμπα στο σταθμό από μια παρέα, τον Χάνς, τον Αμερικάνο και κάποιους άλλους. Αυτό δηλαδή. Δηλαδή δεν μπορούσε να σε γεμίσει το Βαρδάρη σαν έφηβο σε κάτι, δεν γινόταν. Οπότε πήγαινες είτε Επτάλοφο, είτε Ξηροκρήνη.
Αυτό θέλω να ρωτήσω. Η Ξηροκρήνη και ο Επτάλοφος πώς ήταν εκείνη την εποχή;
Ξηροκρήνη κοίτα. Ξηροκρήνη για μένα είναι, γιατί τη θεωρώ σου λέω γειτονιά μου, είναι μια υπέροχη γειτονιά. Και αυτή σου λέω ιδιαίτερη λόγω του έντονου στοιχείου των Ρομά. Ιδιαίτερη για τους άλλους. Εμένα ήτανε, μπαινοβγαίναμε στα σπίτια και ήτανε φίλοι, από το να παίζουμε μαζί μπάλα μέχρι τέλος πάντων ότι θέλεις. Η Επτάλοφος ήτανε το δεύτερο κέντρο εξόδου μετά το κέντρο. Δηλαδή ήτανε το τοπ. Μπαράκια καφετέριες, ένα αναψυκτήριο, ηλεκτρονικά, μπιλιάρδα, τι να σου πω; Ξεκινούσε από την κρεμαστή [00:40:00]τη γέφυρα και μέχρι, έφτανε πάνω από την πλατεία Επταλόφου. Και αυτό το πράγμα ήταν ένας δρόμος με ζωή, οπότε η Επτάλοφος δεν τραβούσε μόνο από Ξηροκρήνη, ούτε από το Βαρδάρη. Τραβούσε από τη Νεάπολη, τραβούσε από την Πολίχνη, τραβούσε από τον Εύοσμο, ήταν το κέντρο και εντάξει η Επτάλοφος ήταν μια...βέβαια σε σχέση με το σήμερα πάλι καλά ήτανε. Ήτανε μια γειτονιά οι οποία είχε μηχανές, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό, ναρκωτικά, βέβαια ναρκωτικά, ηρωίνη, κοκαΐνη και χασίσι, αυτά ήταν τότε και κάποια χάπια. Τώρα μπερδεύεσαι με όλα αυτά που υπάρχουνε. Και φυσικά, εντάξει υπήρχε και μια προστασία, ρε παιδί μου, και εκεί, όχι προς εμάς, λόγω της ηλικίας. Δηλαδή 14 χρονών, αν πήγαινες να ψωνίσεις ηρωίνη, δεν σου δίνανε. Υπήρχε μία ηθική ιεραρχία, πώς να σου πω; Ενώ τώρα και 7 χρονών παιδί να βρούνε, θα του δώσουν ναρκωτικά. Δεν υπάρχει κανένας ηθικός σταματημός, ας πούμε. Ήτανε, η Επτάλοφος... Ήταν Επτάλοφος, τελείωσε. Επτάλοφος ήτανε, σου λέω, το κέντρο – και απ' το κέντρο ερχόντουσαν στην Επτάλοφο. Ήτανε το κέντρο της διασκέδασης και των εξελίξεων. Αυτό. Για όλη τη δυτική Θεσσαλονίκη και για το κέντρο ακόμα. Αλλά, εντάξει δεν ήτανε μόνο αυτά, δηλαδή λέω απλά τα ναρκωτικά και τις μηχανές, γιατί ήτανε...όλοι εκεί διασκεδάζανε, όλοι εκεί βγαίνανε. Έτσι ήτανε, αυτή ήταν η μορφή της Επταλόφου.
Και μια έξοδος δικιά σας στην Επτάλοφο, ας πούμε, πώς ήταν όσο ήσασταν έφηβος;
Μαζευόμασταν καμιά δεκαριά άτομα, μαντράχαλοι και κορίτσια, γιατί τότε είχε και την πόρτα, δεν μας βάζαν μέσα. Δηλαδή, άμα βλέπαν 4 αγόρια μας έλεγε ο μπράβος: «Πρέπει να συνοδεύεστε λυπάμαι». Βέβαια εντάξει με τα χρόνια μάθαμε το μαγαζί, μας έμαθε το μαγαζί, ήταν άλλο έργο. Αλλά μαζευόμασταν και 10 λίγα σου λέω αγόρια-κορίτσια όλοι παρέα και πηγαίναμε «Συχνότητες» – τότε ήταν οι «Συχνότητες» –, πηγαίναμε στην «Ανφάς» πάνω στην Άνω Ηλιούπολη το θυμάμαι ακόμη. Αυτά ήτανε μπαράκια, αλλά μπαράκια διασκέδασης, όχι μπαράκια απλά για να κάτσεις να πιεις. Μπαράκια που ήταν 400 άτομα όρθιοι μέσα και σε πατούσαν το κεφάλι. Βέβαια, εγώ ήμουν αντίθετος σε αυτά, γιατί ήμουν πιο του ελληνικού ρεπερτορίου και σε αυτά συνήθως είχε ξένο ρεπερτόριο, αλλά είχες φλερτ. Όλοι οι έρωτες οι μεγάλοι μεταξύ μας, στην παρέα ρε παιδί μου, νομίζω ότι φτιάχτηκαν στην Επτάλοφο. Πώς να σου πω; ήτανε το ξεπέταγμα, το...αρχίζεις στο αντρικό ανόητο μυαλό σου να σε ενδιαφέρει και το γυναικείο φύλο κατάλαβες; Αρχίζεις να το νιώθεις, ότι υπάρχει έλξη, ότι σε ενδιαφέρει. Αυτό. Η Επτάλοφος ήτανε νομίζω κομβική σε αυτό εδώ το σημείο, δηλαδή, αν το θέλεις, το Βαρδάρη ήταν τα παιδικά μου χρόνια, η Ξηροκρήνη ήτανε η γειτονιά μου, με την έννοια φίλοι, αραχτοί, σπίτια των φίλων – γιατί τότε είχαμε αυτό που μάλλον θεωρούνε σήμερα κακή συνήθεια, δεν ξέρω γιατί δεν γίνεται πια – πηγαίνανε στα σπίτια. Χτυπούσες το θυροτηλέφωνο και έλεγες: «Έλα ρε Γιώργο πάνω είσαι; Ανεβαίνω. Φτιάξε ένα φραπέ». Και ανεβαίναμε, και μπορεί να τρώγαμε στο σπίτι ας πούμε, 10 ώρες να καθόμασταν στο σπίτι και να μαλακιζόμασταν. Απ' το να παλεύαμε μεταξύ μας, μέχρι τι να σε πω. Το Βαρδάρη παιδικά χρόνια, Ξηροκρήνη γειτονιά μου και η Επτάλοφος το φλερτ, το αντίθετο φύλο. Γνωρίσαμε και το αντίθετο φύλο επιτέλους μετά από. Αυτά. Έτσι θα τα φωτογράφιζα.
Και η διαφορά με τα ανατολικά, με τις ανατολικές ας πούμε περιοχές ποια ήτανε; Πώς σας φαινόταν μάλλον εσάς;
Ότι όλοι ήταν ψώνια, δηλαδή να στο πω με μία λέξη. Θεωρούσαμε, φυσικά εντάξει, τώρα αυτό ήτανε μια εφηβική κρίση, εντάξει δεν είναι, δεν είναι έτσι. Δεν ήταν ούτε έτσι, αλλά ήταν και έτσι κάπως σε ένα βαθμό. Ήταν όλοι ψώνια, πώς να σου πω; δεν. Ότι επιδειξίες πώς να σου πω; Δηλαδή το αυτοκίνητο του μπαμπά, το μηχανάκι του μπαμπά και το μπλουζάκι του μπαμπά και όλα του μπαμπά και «άιντε και εσύ και ο μπαμπάς σου, κατάλαβες;» Δηλαδή, κάπως έτσι μας έβγαινε. Αυτό ήτανε με το... [00:45:00]Το κέντρο εντάξει, το κέντρο είναι κάτι ξεχωριστό. Το κέντρο το αγαπούσαμε πάντα, δηλαδή στο κέντρο καταλήγαμε πολλές φορές. Δηλαδή η βόλτα στο κέντρο, αν δεν ήταν – όχι να βγαίνουμε. Τα λεφτά τα αφήναμε στην Επτάλοφο και στην Ξηροκρήνη, δεν τα αφήναμε στο κέντρο, γιατί είχαμε και έναν τοπικισμό. Επειδή μας θεωρούσανε υποβαθμισμένες συνοικίες, μας έβγαινε, ξέρεις, όταν σε θεωρούν υποβαθμισμένο, μπορεί να γίνουν 2 πράγματα, ή να σε ρίξουν την αυτοπεποίθηση ή να στην ανεβάσουν πολύ και να σου δημιουργήσουν τοπικισμό. Εμάς, εκεί νομίζω ότι δημιουργήσαμε έναν τοπικισμό. Οπότε τα λεφτά τα αφήναμε σε φίλους, δεν τα αφήναμε στους άλλους. Για ψώνια, για ρούχα τα αφήναμε στην Επτάλοφο, δεν τα αφήναμε στο κέντρο. Αλλά τα ανατολικά, τι να σου πω, δεν τα ξέραμε. Δεν τα ξέραμε και δεν μας ενδιέφερε να τα μάθουμε ιδιαίτερα. Κανα δυο φορές πήγαμε πάλι αυτοί οι 5-10 όλοι μαζί, αγόρια-κορίτσια στην Κρήνη, γιατί και η Κρήνη ήτανε μια περατζάδα για καφέ. Ήτανε καφέ, μπαράκια, της μουρλής. Πήγαμε κάποιες 2-3 φορές, αλλά δεν νομίζω ότι, εμένα, τουλάχιστον, προσωπικά δεν με γοήτευσε. Τα κορίτσια γοητεύτηκαν, αλλά εγώ όχι.
Δεν μπορώ να μην ρωτήσω στις δυτικές εκεί πέρα, δηλαδή Ξηροκρήνη, Επτάλοφο, Βαρδάρη ποιο είναι το οπαδικό αποτύπωμα της εποχής εκείνης, δηλαδή τι ομάδες υποστηρίζαν βασικά τα παιδιά;
Τελειώσαμε, μη με πας παραπέρα. Π.Α.Ο.Κ., δεν υπάρχει, δεν υπάρχει, Π.Α.Ο.Κ. Είχε βέβαια, εντάξει, είχαμε και φίλους Αρειανούς, ρε παιδί μου. Και τότε να σου πω κάτι; Ήμασταν και εντάξει μεταξύ μας, δεν ήμασταν κανίβαλοι. Δηλαδή το βλέπαμε το ματσάκι όλοι μαζί και στο τέλος υπήρχε καζούρα, δεν σκοτωνόμασταν στις μπουνιές επειδή ο ένας είναι Π.Α.Ο.Κ. και ο άλλος είναι Άρης. Τώρα το γηπεδικό βέβαια ήταν άλλο έργο, στο γήπεδο. Στο γήπεδο παρασυρόσουνα από τη μάζα και από το σύνολο, αλλά στους ανθρώπους που ξέρεις και γνωρίζεις ότι ήτανε άλλη ομάδα, δηλαδή Άρης στην ουσία και λίγοι Ηρακλειδείς ήταν δεν υπήρχαν μαλακίες, αλλά η πλειοψηφία ήταν Π.Α.Ο.Κ. και Επτάλοφο και Ξηροκρήνη.
Και στις επιτυχίες του Π.Α.Ο.Κ. ας πούμε, πώς ήταν οι γειτονιές; Π.χ. και στο κύπελλο τότε και το πρωτάθλημα το '85, πώς ήταν τότε οι γειτονιές; Πώς το 'χανε πανηγυρίσει ουσιαστικά;
Εντάξει, από πυρσούς, πιοτό πυρσούς και ένα γλέντι μέχρι το πρωί στα παρκάκια, πώς να σου πω ρε παιδί μου; Δηλαδή θαρρείς και ήτανε πανηγύρι. Και το '87 το Ευρωμπάσκετ. Το '87 στο Ευρωμπάσκετ που ενώθηκε, βέβαια, όλη η Ελλάδα – κατάφερε δηλαδή η Ελλάδα να πάρει ευρωπαϊκό κύπελλο στο μπάσκετ – πανηγύρι. Και το Ευρωμπάσκετ ειδικά, επειδή ήτανε μια διαδικασία συνεχόμενη... Προημιτελικοί, ημιτελικοί με Γιουγκοσλαβία τότε του Petrović, με Ρωσία του Kurtinaitis και...Ήτανε τι να σου πω ένα μήνα πανηγύρι, πανηγύρι δηλαδή πράγματα πώς να σου πω; Να γίνονται πορείες επειδή νικήσαμε τη Γιουγκοσλαβία και να είναι μπροστά ένα φέρετρο με τη σημαία της Γιουγκοσλαβίας μέσα, με κατάλαβες; Εξαιρετικές εικόνες! Αλήθεια εξαιρετικές εικόνες και μας έκανε και ξεκίνησε το μπάσκετ μετά στην Ελλάδα, γιατί στη δικιά μου την εποχή ήτανε μοιρασμένο το ποδόσφαιρο με το μπάσκετ. Μετά το Ευρωμπάσκετ και μετά τον Γκάλη φυσικά, δηλαδή νομίζω σε αυτό τον άνθρωπο τα χρωστάει όλη η Ελλάδα το μπάσκετ ας πούμε, παρόλο Παοκτσής, παρόλο Prelević παρόλο τέτοια, αλλά σε αυτόν τον άνθρωπο χρωστάει όλη η Ελλάδα το μπάσκετ. Είχε κάθε σχολείο μπασκέτες. Υπήρχανε ματσάκια μεταξύ μας μπασκετάκι. «Πάμε για μπασκετάκι». Ήταν μοιρασμένο. Τώρα καμία σχέση δηλαδή το μπάσκετ είναι...υποβαθμίστηκε πάλι, αλλά μία επιτυχία τότε αυτή με το Ευρωμπάσκετ και όλοι θέλανε να γίνουνε Γκάλης, Γιαννάκης, Prelević, Κόρφας, όλοι.
Και επειδή λέμε για αγώνες και μου είπατε ότι είχατε αγώνες μεταξύ γειτονιών, από διαφορετικές γειτονιές ας πούμε.
Ναι.
Πώς ήταν αυτοί οι αγώνες;
Αγώνες αυτοί ήτανε ποδοσφαιρικοί, ποδοσφαιρικοί δηλαδή...ποδοσφαιρικοί και στοίχημα. Σε τι παίζουμε; Στοίχημα και δηλαδή, ο τζόγος είναι πανάρχαιος μέσα μας ,στο γονίδιό μας. Δηλαδή μαζευόμασταν στην αλάνα ή σε κανα πάρκινγκ, τα γόνατά μας ήταν σκισμένα,δηλαδή έπεφτες και σηκωνόσουνα με μια γρατσουνιά 10 εκατοστά και είχε φανεί από μέσα το κόκκαλο. Δηλαδή τώρα, παίζαμε σε χαλίκια, στην πίσσα, άσφαλτος ,δηλαδή, σε κάνα πάρκινγκ. Χορτάρι δεν υπήρχε, για να βρούμε χορτάρι και [00:50:00]ήταν αυτό εδώ το πράμα, δηλαδή στοιχηματάκι, 17.00-17.30 ραντεβού εκεί, σε κάποια φάση έβλεπες 17.30-17.00 στο παρκάκι να μην είναι κανείς και 17.30 στο πάρκινγκ – εκεί στην Προμηθέως που παίζαμε, δηλαδή, με την άλλη γειτονιά – να έχει 2 ενδεκάδες και άλλους 15 απ' έξω να κοιτάνε και ήταν στοιχηματάκι....2 ώρες. «Στα πόσα παίζουμε; Στα 21», δηλαδή όχι 45 λεπτά και 45 λεπτά με χρονόμετρο και τέτοιο. «Στα πόσα παίζουμε; Στα 21». Όποιος φτάσει πρώτος στα 21. Καυγάδες, πέφτανε και κάτι ψιλές. «Ήταν φάουλ!», «Όχι δεν ήταν φάουλ!», αλλά σπρωξίματα στο τέλος και στο τέλος θα βγαίνανε και άλλα 15 άτομα και θα 'λεγες: «Σταματήστε ρε μαλάκες τώρα. Άντε να συνεχίσουμε να παίξουμε». Και τελείωνε και έσβηνε, αλλά ήταν αυτό εδώ. Ήταν το στοίχημα και η αίγλη ότι «Στην υγειά σου την κοκακολίτσα. Να ‘σαι καλά που μου την κέρασες» ή το κορόιδεμα, το τέτοιο. Ωραίο πράγμα, πολύ ωραίο πράγμα!
Και προχωρώντας και φτάνοντας '90 ας πούμε έτσι, που με είπατε και πριν ότι αλλάζει η γειτονιά, αρχικά οι κάτοικοι, αλλά και εσείς πώς την είδατε αυτή την αλλαγή τότε;
Τότε, να σου πω, εμένα δεν με ενδιέφερε τότε, γιατί τότε άρχισα να φεύγω από το Βαρδάρη κατάλαβες; Δεν με κάλυπτε το Βαρδάρη, όπως σου είπα πιο πριν. Οπότε αυτή την αλλαγή, αν το θες δεν μ' άρεσε που άλλαζε το Βαρδάρη, αλλά το θεωρούσα, βέβαια και φυσιολογικό να αρχίσουν – τα πράγματα εξελίσσονται, όλες οι γειτονιές αλλάζουνε. Φαντάζομαι, όπως εγώ κατάλαβα αυτή την αλλαγή, έτσι κάποιος πριν από μένα κατάλαβε μια άλλη αλλαγή που και αυτόν δεν τον άρεσε και αυτόνα, πριν από αυτόνα κάποιος άλλος και πάει έτσι. Γενικά στην εξέλιξη ο άνθρωπος τρώει σκαλώματα. Πάντα κάτι δεν του αρέσει και πάντα το προηγούμενο ήταν καλύτερο. Νομίζω ότι από νωρίς είχα γνώση αυτής της σκέψης που σου λέω, οπότε έλεγα «Σκάσε κιόλας. Προχωράνε τα πράγματα, αλλάζουν τα πράγματα». Αλλά ήμουνα και πλέον σε μια προχωρημένη εφηβεία, δηλαδή 17 και δεν, πώς να το πω; δεν ασχολιόμουν. Σου λέω έφευγα το πρωί και γυρνούσα το βράδυ. Κατάλαβες; Δηλαδή ακόμα και η Μιχαήλ Καλού, όταν έγινε ο δρόμος και άλλαξε όλο το ύφος της περιοχής, σταματήσαν οι μάντρες και οι χωματόδρομοι, δεν μ' άρεσε. Μ' αρέσαν, δηλαδή, πιο πολύ οι μάντρες και οι χωματόδρομοι. Τώρα αυτό δεν έχει και καμία λογική. Έγινε ένας δρόμος που βοήθησε, ξεμπλόκαρε την τέτοιο, αναβάθμισε την περιοχή και εγώ, ας πούμε, θα σου 'λεγα: «Ωραία ήμασταν στις μάντρες». Εξελίσσεται, τέρμα. Εξελίσσονται όλα.
Και το σήμερα πώς σας φαίνεται, γιατί πάλι άλλαξε ο Βαρδάρης ας πούμε σε σχέση με –
Σήμερα δεν... Νομίζω ότι σήμερα δεν είναι κατοικήσιμος από οικογένειες πια το Βαρδάρη, ούτε – και οι Ρωσοπόντιοι φύγανε δηλαδή ήρθε και αυτωνών η σειρά που θέλανε κάποια άλλη γειτονιά με άλλο στυλ, με άλλο. Δεν έχει οικογένειες, δηλαδή το Βαρδάρη από τη μεριά της Δωδεκανήσου έχει γίνει studio και φοιτηταί, το Βαρδάρη απ' τη μεριά των ανταλλακτικών είναι, πώς να σου πω; κάτι ξεχασμένοι, δηλαδή τα περισσότερα δεν κατοικούνται τα σπίτια. Το Βαρδάρη από την μεριά της Μαβίλης, προς την Αγίου Δημητρίου δηλαδή, απ' την άλλη τη μεριά έχει γίνει και αυτό για φοιτητές. Γενικά αρχίζει και γίνεται περαστικός κόσμος στο Βαρδάρη, όχι μόνιμος, περαστικός αρχίζει. Εντάξει, αλλάζει. Να σου πω την αλήθεια δεν μπορώ να το αναγνωρίσω πια σαν γειτονιά, γιατί δεν υπάρχει η έννοια της γειτονιάς. Νομίζω μόνο αναμνήσεις. Ονειροπολώ. Δηλαδή καμιά φορά περνάω με το αυτοκίνητο από κει, κοιτάω την οικοδομή που έμενα και λέω: «Κοίτα να δεις» Αρχίζουν και ξυπνάνε, σαν βιντεοκλίπ είναι μες στο μυαλό. Ξυπνάνε θύμησες, ωραίες θύμησες. Μια γλύκα. Μια γλυκιά μελαγχολία. Μάλλον γιατί μεγαλώνουμε η μελαγχολία, και μάλλον και το γλυκιά γιατί ήταν γλυκά. Ήταν γλυκά χρόνια. Είμαι ευτυχισμένος που μεγάλωσα στο Βαρδάρη και είμαι ευτυχισμένος που τα παιδικά μου χρόνια ήταν σε αυτή τη γειτονιά. Αυτά.
Και έτσι για να την κλείσουμε τη συνέντευξη η ζωή στο Βαρδάρη, σε αυτές τις γειτονιές εκεί πέρα πόσο σας επηρεάζει για το μετά; Για τη ζωή σας τώρα, ας πούμε; Πόσο σας έχει επηρεάσει;
[00:55:00]Στο είπα πριν Μιχάλη, δεν ξέρω άμα το θυμάσαι, άμα το κατάλαβες. Το Βαρδάρη δεν με έκανε μάγκα, ούτε αλάνι, ούτε...αν το θέλεις. Το Βαρδάρη το μόνο τεράστιο που μου 'κανε είναι να διαβάζεις καταστάσεις. Πίστεψέ με, δηλαδή, αν θέλεις να στο κλείσω σε 2 λέξεις, είναι αυτό, αυτές οι 2 λέξεις. Να διαβάζεις καταστάσεις. Και άμα το δεις, για τότε, ένας Καλαμαριώτης που τον φλομώναν στην αυτοπεποίθηση με έναν Βαρδαριώτη, που ενώ ζούσε μέσα στα περίεργα, έμαθε να το βουλώνει σε κάποιες στιγμές, δηλαδή να τραβιέται, να μαζεύεται. Άρα νομίζω, αν το θέλεις, αυτό που έκανε το Βαρδάρη είναι αυτό το πράγμα και αυτό το κουβαλάω ακόμη και σήμερα. Να μπορείς να διαβάζεις μια κατάσταση και να ξέρεις πότε θα καταλήξει σε βλακεία και να μπορείς να την αποφεύγεις. Άρα αυτό. Αυτό το κέρδος αποκόμισα από το Βαρδάρη.
Καταλαβαίνω. Κύριε Τάνταλε, ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη!
Να 'σαι καλά, Μιχάλη μου. Να ‘σαι καλά!
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
O Τάνταλος ξεδιπλώνει το κουβάρι των αναμνήσεών του από τον παλιό Βαρδάρη. Διηγείται την παιδική ηλικία και τα παιχνίδια στο Βαρδάρη, τις εικόνες από τα καταστήματα ανταλλακτικών και τα καμπαρέ, ενώ στη συνέχεια δίνει την εικόνα της εφηβικής ζωής και των εξόδων στην Επτάλοφο, αλλά και την εποχή της παρακμής του Βαρδάρη.
Αφηγητές/τριες
Τάνταλος "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/06/2022
Διάρκεια
56'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις από τον ερευνητή:
1. Το παιχνίδι «τσανταλίνα-μανταλίνα» είναι η γνωστή σε όλους μακριά γαϊδούρα.
2. Στο 00:47:55 ο αφηγητής αναφέρεται στον πολύ σπουδαίο Γιουγκοσλάβο μπασκετμπολίστα Dražen Petrović.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
O Τάνταλος ξεδιπλώνει το κουβάρι των αναμνήσεών του από τον παλιό Βαρδάρη. Διηγείται την παιδική ηλικία και τα παιχνίδια στο Βαρδάρη, τις εικόνες από τα καταστήματα ανταλλακτικών και τα καμπαρέ, ενώ στη συνέχεια δίνει την εικόνα της εφηβικής ζωής και των εξόδων στην Επτάλοφο, αλλά και την εποχή της παρακμής του Βαρδάρη.
Αφηγητές/τριες
Τάνταλος "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/06/2022
Διάρκεια
56'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις από τον ερευνητή:
1. Το παιχνίδι «τσανταλίνα-μανταλίνα» είναι η γνωστή σε όλους μακριά γαϊδούρα.
2. Στο 00:47:55 ο αφηγητής αναφέρεται στον πολύ σπουδαίο Γιουγκοσλάβο μπασκετμπολίστα Dražen Petrović.