Τα έθιμα του γάμου στην ευρύτερη περιοχή της Άρτας και της Αιτωλοακαρνανίας
Ενότητα 1
Το προξενιό. Περιγραφή της διαδικασίας και απρόβλεπτες εξελίξεις
00:00:00 - 00:14:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς ονομάζεστε; Ονομάζομαι Γκαναβία Χριστίνα, Μποκογιάννη - Γκαναβία Χριστίνα. Εγώ είμαι η Κούκου Αικατερίνη, σήμερα είναι Τρίτη, 3 Μαρ…εν περίμεναν δηλαδή τη νύφη να έχει κάτι, περίμεναν να φτιάξουν, να φτιάξει το ίδιο το αγόρι, να έχει κάπου έναν χώρο για να βάλει τη νύφη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ο αρραβώνας. Προίκα και προικοσύμφωνο. Η σημασία της παρθενίας
00:14:16 - 00:22:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και αφού στέριωνε το προξενιό, μετά τι ακολουθούσε; Αρχίζαν ο αρραβώνας. Ο αρραβώνας γινόταν στο σπίτι μεταξύ των συγγενών. Ναι, δεν ερχότ…ριν μπει μέσα η νύφη, έδιναν την προίκα, τα μέτραγαν ή τα μέτραγαν πάνω στο τραπέζι της εκκλησίας. Γινόταν, και γινόταν πάρα πολλά, βέβαια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Πρόγαμος: Προσκλητήρια, προζύμια, κουλούρες.
00:22:14 - 00:34:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έτσι, ο γάμος ήταν το κορυφαίο γεγονός για το χωριό, για το σπίτι και όπως είναι και σήμερα κορυφαίο γεγονός, ευχάριστο γεγονός και ετοιμάζο… τα 'φερναν. Η νονά έφερνε τα εσώρουχα της κοπέλας. Έτσι; Και η νύφη έπαιρνε τα εσώρουχα του γαμπρού και τα 'δινε τότε μαζί με τα προικιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ο γάμος. Ενδυμασία, τραγούδια, φαγητά και η υπόκλιση της νύφης
00:34:04 - 01:03:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και η μέρα του γάμου ήταν στο βραδινό τραπέζι καλεσμένοι και έλεγαν το «κανίσκι» ή «κανίσι», αυτό που λέμε με την κουλούρα, το κρασί, αυτό τ…Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ. Να 'στε καλά! Και ό,τι άλλο θέλετε, εδώ θα 'μαστε. Μπορεί να ξεχάσαμε κι άλλα, δεν πειράζει, τα πολλά τα είπαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Γκαναβία Χριστίνα, Μποκογιάννη - Γκαναβία Χριστίνα.
Εγώ είμαι η Κούκου Αικατερίνη, σήμερα είναι Τρίτη, 3 Μαρτίου 2020 και βρισκόμαστε στον Άγιο Δημήτριο Πέτα. Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στη Φλωριάδα Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας.
Πότε;
Το 1953 και σπούδασα γυμνάσιο στην Άρτα και Ακαδημία στα Ιωάννινα, Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία.
Πώς ασχοληθήκατε με τα έθιμα και την έρευνα των εθίμων;
Από παλιά με τη γιαγιά, μας έλεγε τραγούδια του γάμου, μας έλεγε διάφορες ιστορίες από τους γάμους και οι γονείς μας, ο πατέρας μας, η μητέρα μου, και λέγαμε για τους γάμους γενικά, πώς γινότανε και συμμετείχαμε πάντοτε στους γάμους, η οικογένεια. Οπότε μου άρεσε και αργότερα στο σχολείο κάναμε και μια πολύ μεγάλη, ωραία εργασία γύρω από τον γάμο και την αναπαράσταση του γάμου.
Πότε έγινε αυτή η εργασία;
Αυτή έγινε το 2009. Ήταν πάρα πολύ ωραία, συγκινήθηκαν οι παλιές, γιατί τραγουδήσαμε, κάναμε προικιά, κάναμε τα πάντα, κάναμε και αναπαράσταση πώς πήγαιναν για προξενιό. Τηρήσαμε τα πάντα, από το προξενιό, μετά τους αρραβώνες, μετά τον γάμο, τα προικιά, τον γάμο, τα πάντα.
Τα παιδάκια συμμετείχαν;
Συμμετείχαν όλα μαζί και χαιρόντουσαν. Είχαμε μέχρι και κουλούρες, μέχρι και ρούχα που τα διπλώσαμε, μέχρι και αλεύρι που κοσκινίσαμε για τα προζύμια και ήταν πάρα πολύ όμορφα. Νύφη, γαμπρό, κανονικά, ξύρισμα, το ντύσιμο της νύφης, το ντύσιμο του γαμπρού, ήταν πάρα πολύ όμορφα.
Σε αυτό συμμετείχαν μόνο παιδιά ή και πιο μεγάλοι;
Μόνο τα παιδιά, μόνο τα παιδιά κι έφεραν και τραγούδια και συνήθειες και τα παιδιά από τους γονείς τους.
Ωραία, με αφορμή αυτό θα ήθελα να μου πείτε λίγο τη διαδικασία που ακολουθούσε για έναν γάμο τα παλαιότερα χρόνια.
Θα αρχίσουμε πρώτα από τα προξενιά. Έτσι, υπήρχαν άνθρωποι, προξενητάδες τους λέγαμε, ήταν ο θεσμός του προξενητή. Αυτοί ήταν άνθρωποι που μπορούσαν να τους πιστέψουν οι άλλοι, έντιμοι άνθρωποι περισσότερο, γιατί να τους έχουν, να τους σέβονται, να ήταν σεβαστοί άνθρωποι στους άλλους. Αυτοί συνήθως πήγαιναν βράδυ για προξενιό, για να μην τους βλέπουν άλλες οικογένειες και χαλούσαν τα προξενιά. Ήθελαν παραδείγματος χάριν να δώσουν το δικό τους παιδί, τη δικιά τους κόρη. Ή πολλές φορές στον δρόμο που πήγαιναν, γύριζαν. «Πού πηγαίνετε;» τους έλεγαν. «Πάμε για το τάδε». «Α έχουμε εμείς κοπέλα. Πόσα σας δίνουν εκείνοι;». «Τόσα». «Εμείς θα σας δώσουμε παραπάνω». Οπότε χαλούσαν τα προξενιά, τα χαλούσαν, οπότε πήγαιναν συνήθως βράδυ. Έτσι τους έκαναν το τραπέζι, πρόσεχαν πάντοτε τη νύφη, πώς θα φάει, πώς θα καθίσει, πώς θα κεράσει τον καφέ, τη συμπεριφορά όλη της νύφης. Και άμα τους άρεσε μπορεί να γινόταν το προξενιό, αλλιώς δεν γινόταν το προξενιό. Έλεγαν: «Θα σας απαντήσουμε αργότερα». Πάντα δεν απαντούσαν την ίδια μέρα, απαντούσαν αργότερα. Ο προξενητής ήταν και αυτός που κανόνιζε και την προίκα, έλεγε: «Θέλω τόσα. Θέλω τόσες αγελάδες, θέλω τόσα άλογα, θέλω τόσα γίδια, θέλω τόσα, να 'χει τόσα χοντρόρουχα, τόσα χάλκινα... Χαλκώματα».
Αυτό γινόταν σε συνεννόηση με την οικογένεια του γαμπρού;
Με της... Ναι.
Ή μόνος του έπαιρνε πρωτοβουλία;
Όχι. Έλεγε και ο γαμπρός τι θέλει, αλλά έλεγε τι δίνει και η νύφη. Και μάλιστα πάνω σε αυτό έκαναν και προικοσύμφωνο. Κάπου είχα ένα προικοσύμφωνο, άμα το βρω, θα σου το δώσω να το βγάλεις φωτοτυπία. Μάλιστα, στο Θεσπρωτικό μου έλεγε μία γιαγιά εκεί ότι είχαν κάνει προικοσύμφωνο, γραμμένα κάτω - κάτω τι θα δώσουν, τόσα κομμάτια ρούχα, τόσα αγελάδες, τόσα μαχαιροπίρουνα, τόσα πιάτα, τόσα ρούχα, εσώρουχα, όλα, τι θα κέρναγαν στον πεθερό, στην πεθερά, τα πάντα γράφονταν αναλυτικά. Οπότε μια βδομάδα πριν τον γάμο πάει από τον γαμπρό στην κοπέλα, στον πατέρα της νύφης και λέει: «Εγώ, ξέρεις, θέλω τόσα ακόμα». «Καλά», του λέει: «θα 'ρθω, να το δούμε». Οπότε παίρνει, «Θα μου δώσεις λίγο εκείνο το χαρτί», του λέει, «που γράφω αυτά; Για να συμπληρώσουμε». Το πήρε το χαρτί, το 'σκισε αυτός. «Τώρα έλα, πάρε», του λέει, «όσα θέλεις». Τα χάλασαν, χάλασαν την προξενιά.
Ήταν εύκολο να χαλάσει μετά την υπογραφή του προικοσύμφωνου;
Σπάνια χάλαγε, αλλά όταν έρχονταν όμως σε τέτοιο σημείο, χάλαγε, βέβαια, δεν. Γιατί κάπου γίνονταν σαν αγοραπωλησία πλέον. Γινόταν πάρα πολλά, θα τα πούμε και παρακάτω, γιατί πολλές φορές άμα δεν ήταν παρθένα η νύφη, έδιναν κάτι παραπάνω ή πολλές φορές δεν μαρτύραγαν του γαμπρού, τα κανόνιζε η μάνα του γαμπρού μια φορά, μου λέει η μάνα μου, κανόνισε η μάνα του γαμπρού με τη μάνα του, με τη μάνα της κοπέλας, ότι: «Θα μου δώσεις τόσα και να την πάρει ο γιος μου». Αλλά τα κανόνισαν μόνο οι δυο μανάδες. Όταν παντρεύτηκαν όμως το βράδυ, πάει ο γαμπρός, δεν ήταν η νύφη παρθένα, οπότε έπιασε στο ξύλο και τη μάνα και τη μάνα του και λέει: «Γιατί με κορόιδεψες», γιατί τότε ήταν σοβαρό παράπτωμα να μην τη βρουν παρθένα την κοπέλα. Και μάλιστα οι πεθερές έπαιρναν το πουκάμισο που έλεγαν, εσώρουχο, πουκάμισο, και το πήγαιναν και στη γειτονιά να το δείξουν ότι ήταν παρθένες οι κοπέλες. Ή αν δεν ήταν παρθένες, τότε ο γαμπρός πήγαινε στον πεθερό και ζήταγε πανωπροίκι, κάτι παραπάνω. Δηλαδή αν είχε κι ένα άλογο, του 'παιρνε και το άλογο. Ή γινόταν και κάτι πιο πολύ άγριο, τις κούρευαν, τους έκοβαν τα μαλλιά, τις κοτσίδες, και τις κρέμαγαν, μου 'λεγε ένας θείος μου, και τις κρέμαγαν στο πουρνάρι απ' έξω, να περνάει ο κόσμος και να λένε: «Να, αυτή δεν ήταν ηθικιά». Γινόταν άγρια πράγματα δηλαδή. Αλλά οι προξενητάδες πρόσεχαν πού να πάνε και πώς θα πάνε. Γι' αυτό ήταν σεβαστοί, περισσότερο, άνθρωποι, έντιμοι για να μην, γιατί τους άλλους δεν τους ανέχονταν. Σου λέει: «Κατσαπλιάς είναι αυτός, τι θα μου πει». Όταν ήταν σοβαρός και σεβαστός, τον άκουγαν. Γινόταν πάρα πολλά με τα προξενιά. Ένας άλλος το πήγε για προξενιά στον Καταρράκτη ή στο Γραικικό; Στο Γραικικό, απ' το Τετράκωμο. Πήγε ο πατέρας εκεί, τον πότισαν το βράδυ τον πατέρα στο, τον πεθερό δηλαδή, αυτός που είχε το κορίτσι. Τον πότισαν καλά και αυτός έδωσε το οκέι και αυτός είχε πει ψέματα ότι είχε ορυζώνες στο Τετράκωμο και, όταν ήρθαν εδώ κάτω, έλεγε: «Έχω ορυζώνες». Δηλαδή γινόταν πάρα πολλά τέτοια πράγματα εκείνη την εποχή και με τα προξενιά. Πάρα πολλοί πληρώνονταν, δηλαδή άμα έπαιρναν τόσες λίρες, θα μου δώσεις και εμένα τόσες. Ή άλλοι ήταν πιο έντιμοι, πιο κύριοι, το ευχαριστιόνταν να κάνουν προξενιά για να κάνουν νέα ζευγάρια και βέβαια οι, τα νιόπαντρα τούς έκαναν πάντα ένα ζευγάρι παπούτσια δώρο στους προξενητάδες.
Υπήρχε ένας προξενητής σε κάθε χωριό; Ήταν σαν επάγγελμα;
Μπορεί να ήταν και δυο και τρεις, μπορεί να ήταν και δυο και τρεις.
Ήταν σαν επάγγελμα δηλαδή;
Ήταν, ένας στο χωριό μας ήταν, τον ξέραμε, ο «Σκουφάκιας», ξέρω 'γώ, αυτός έκανε τα προξενιά, ο καπελάκιας, ξέρω 'γώ. Αυτός έκανε συνήθως από 'κεί όσοι έμεναν ανύπαντροι, πήγαιναν στα ορεινά εδώ της Άρτας που έμεναν πολλά κορίτσια έτσι, μεγαλοκοπέλες και έπαιρναν αυτά τα κορίτσια.
Ήταν συνήθως άντρες ή γυναίκες οι προξενητές;
Και γυναίκες και άντρες. Και γυναίκες και άντρες υπήρχαν. Ανάλογα ήταν να 'χεις και λέγειν, να γίνεσαι πιστευτός. Κατάλαβες; Να είσαι πολύ πιστευτός, να γίνεσαι πολύ πιστευτός ότι θα περάσει καλά, ότι έχει τόσα, είναι καλό παιδί. Έδειχνε ότι ήταν πάρα πολύ, θα περνούσε η κόρη ή το παιδί πάρα πολύ καλά. Μάλιστα ένας από το Τετράκωμο είχε πάει για προξενιό και στον δρόμο που πέρασαν ένα ρέμα και του 'φυγε το παπούτσι, το πήρε το ρέμα κάτω και πήγε μόνο με ένα παπούτσι για προξενιά. Την πήρε την κοπέλα, την πήρε αυτή, έζησαν στον Βόλο κι έχει παιδιά μεγάλα τώρα. Αυτοί έχουν χαθεί βέβαια τώρα.
Οι προξενητές ήταν παντρεμένοι, είχαν οικογένεια;
Βέβαια, άμα ήταν ανύπαντροι, δεν τους είχαν εμπιστοσύνη. Τι εμπιστοσύνη θα τους είχαν; Αλλά πολλές φορές τι γινόταν; Άμα πήγαιναν για προξενιό, άμα ήταν δύο, ξέρω 'γώ, πήγαιναν για προξενιό, σου λέει, και την έβλεπε ο άλλος και του άρεσε, του 'λεγε: «Δεν είναι καλή για σένα αυτή, μην την πάρεις». Πήγαινε αυτός καμιά βδομάδα, κάνα μήνα αργότερα και την έπαιρνε αυτός, έκανε προξενιό για να την πάρει αυτός. Και πολλές φορές, όμως ξεκινούσαν με τα ζώα και έλεγαν: «Θα πάμε στο, για νύφη σ' άλλο χωριό» και αυτό συνέβηκε και στον Εμπεσό πάνω, έφυγαν με τα ζώ[00:10:00]α και πήγαν στο Περδικάκι πάνω, στο Αυλάκι, Περδικάκι και έψαχναν. «Τι ψάχνετε, ρε παιδιά;», του λέει. «Για νύφη». «Νύφη θέλετε; Έχουμε εμείς», λέει, «νύφη. Τι;», λέει, «έχουμε εμείς», λέει, «νύφη. Τι ψάχνετε;», λέει. Ήρθε η κοπέλα το βράδυ ξυπόλυτη, ξέρεις εκείνα τα χρόνια τώρα, λέει: «Το πρωί θα γίνει ο γάμος», κατευθείαν. Πλύθηκε, στολίστηκε, ό,τι είχε φόρεσε, έγινε ο γάμος και τους φώναζαν από μακριά: «Σας φέρνουμε νύφη, σφάξτε ζώα». Γινόταν πάρα πολλά, μην νομίζεις ότι γινόταν κάνας γάμος τότε, απλώς ήταν το συγγένειο, ούτε τα στέφανα είχαν, ένα χειρομάντηλο που έβαζαν ανάποδα από, καμιά φορά τραπεζάκι δεν υπήρχαν, έβαζαν μέχρι και τη βαρέλα ανάποδα και έβαζαν το χειρομάντηλο, πάνω έβαζαν τα στέφανα και τους πάντρευαν, δεν υπήρχαν τίποτε, επειδή ήταν πολύ λιτά, πολύ απλά δεν υπήρχαν. Οι νύφες φορούσαν, δεν φορούσαν άσπρα ρούχα. Φορούσαν αυτές το κόκκινο, όχι το έντονο, το άλλο το κόκκινο, το γλυκό, το ωραίο σε κόκκινο, ούτε μακριά κάτω, μέχρι το γόνατο, λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Στο κεφάλι φορούσαν, με ειδικό δέσιμο πίσω από τα αυτιά, μαντήλια γιαννιώτικα ή μαύρο μαντήλι. Υπήρχαν και μαύρα μαντήλια, δηλαδή πριν από το 1945 σε πολλές μεριές, σε πολλά μέρη φορούσαν και μαύρο μαντήλι ή μαύρο πέπλο. Το είχαν εδώ δεμένο με λάστιχο και το είχαν κατεβασμένο και, όταν έμπαιναν μέσα στην εκκλησία και άρχιζε το μυστήριο, τότε το ανέβαζαν, τότε έβλεπε ο γαμπρός τη νύφη, μπορούσε να μην την είχε ξαναδεί και μπορεί πολλές φορές να του έδιναν κι άλλη νύφη. Αλλά τα μαντήλια, όπως ρώτησα και τέσσερις-πέντε γυναίκες, είχαν, η μία είχε μαύρο μαντήλι. Η μάνα μου ήταν η πρώτη που φόρεσε πέπλο, γιατί είχε και μαύρο μαντήλι και πέπλο και λέει η γιαγιά μου: «Όχι», λέει, «θα φορέσει πέπλο, δεν θα φορέσει μαύρο μαντήλι». Και φορούσανε εδώ στη, στα ορεινά της Άρτας και αυτά, φορούσαν το γιαννιώτικο μαντήλι σαν αυτό που είναι εδώ στη φωτογραφία και είχε ειδικό δέσιμο και είχαν και ειδικό πόρπη πίσω, ένα ειδικό δέσιμο πίσω στα μαλλιά, τα είχαν κοτσίδες και τα είχαν μια ειδική σαν καρφίτσα που τα έπιαναν πίσω πολύ ωραία τα μαλλιά τους.
Οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν με προξενιό;
Σχεδόν όλοι οι γάμοι γινόταν με προξενιό, γιατί οι γονείς κανόνιζαν ποιον θα πάρει ή ποια θα πάρει. Όταν αντιδρούσανε, κλεβόταν. Οπότε εξαναγκάζονταν μετά ή καμιά φορά γινόταν εξεπίτηδες δεν την έδιναν, για να μη δώσουν προίκα. Αλλά πολλές φορές γινόταν από αγάπη και άκουγες και στο χωριό το δικό μου: «Ο τάδες κλέφτηκε με την τάδε» και γύρναγαν ύστερα από μια βδομάδα στο σπίτι, επειδή δεν τα ήθελαν ούτε από τη μια μεριά ούτε από την άλλη, ούτε από το σόι του γαμπρού ούτε από το σόι της νύφης, δεν ήθελαν αυτόν τον γάμο και κλέβονταν τα παιδιά. Οπότε ύστερα από μια βδομάδα γύριζαν, σου λέει: «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα τώρα, οπότε τα στεφάνωναν».
Υποκινούνταν οι γάμοι;
Ναι.
Δηλαδή προξενιά, υποκινούνταν προξενιά;
Βέβαια. Βέβαια. Και ξέρεις, έλεγε: «Ξέρεις κάνα καλό παιδί;» και οι μπαρμπάδες και οι θειάδες, «Ξέρεις, είναι εκείνο το καλό παιδί να την παντρέψουμε με εκείνο το παιδί, είναι καλό κορίτσι, είναι καλό αγόρι, δουλεύει, είναι εργατικό, είναι από καλή οικογένεια». Μετρούσαν τα πάντα, τα πάντα μετρούσαν. Ότι θα ζήσει καλά, έχει μια άλφα περιουσία, γιατί κοίταζαν τότε και να 'χει και κάτι, ξέρω 'γώ. Εδώ, προς τα 'δώ κοίταζαν να έχει σπίτι το κορίτσι, σ' εμάς από 'κεί, στον Βάλτο, κοίταζαν να έχει, να φτιάξει έστω και μια καλύβα το αγόρι να βάλει την κοπέλα. Ήταν διαφορετικές οι νοοτροπίες. Κατάλαβες; Διαφορετικά, εδώ σου λέει να φτιάξει ο πατέρας ένα σπίτι για τη νύφη, για την κοπέλα, ενώ εκεί είχαν να φτιάξει, λέει: «Τι παντρειά θέλει αυτός», λέει, «δεν έχει ούτε καλύβα», το αγόρι. Κατάλαβες; Δεν περίμεναν δηλαδή τη νύφη να έχει κάτι, περίμεναν να φτιάξουν, να φτιάξει το ίδιο το αγόρι, να έχει κάπου έναν χώρο για να βάλει τη νύφη.
Και αφού στέριωνε το προξενιό, μετά τι ακολουθούσε;
Αρχίζαν ο αρραβώνας. Ο αρραβώνας γινόταν στο σπίτι μεταξύ των συγγενών. Ναι, δεν ερχόταν, πολλές φορές πήγαινε και παπάς, άλλες φορές όμως δεν πήγαινε παπάς. Μόνοι τους το σταύρωναν πάνω στην εικόνα της Παναγίας, τα δαχτυλίδια και τους τα φορούσαν. Έτσι, και γινόταν ένα μικρό γλέντι στο σπίτι. Έτσι, και τότε μάθαιναν: «Ξέρεις, αρραβώνιασε ο τάδες με την τάδε». Ήταν ο τίμιος λόγος που λέμε, ο υποσχετικός λόγος ότι, ξέρεις, ότι τα παιδιά αυτά θα παντρευτούν και ορίζουν και ημερομηνία και ο αρραβώνας και ο γάμος αργότερα, πριν, με την υπόσχεση γινόταν, αφού τα κανόνιζαν, έλεγαν: «Τάδε του μηνός θα κάνουμε αρραβώνες», στους αρραβώνες έλεγαν: «Τότε θα κάνουμε τον γάμο», κανόνιζαν και τα του γάμου μετά. Ήταν πολύ μικρός ο χρόνος μεταξύ του αρραβώνα και του γάμου, γιατί φοβόντουσαν μην μείνει έγκυος και έλεγαν, ξέρεις, και μέτραγαν και τις μέρες τότε, τους μήνες, να δουν, το είχε πριν παντρευτεί ή μετά παντρευτεί, γιατί συνήθως τις ήθελαν παρθένες στον γάμο. Γι' αυτό ο χρόνος ήταν πάρα πολύ μικρός ανάμεσα. Δεν ήταν όπως είναι τώρα, δύο και τρία χρόνια και τέσσερα να συζήσουν, να γνωριστούν. Τότε σε έναν-δυο μήνες, τρεις το πολύ κανονίζονταν ο γάμος. Και η κοπέλα άρχιζε να κάνει, η μάνα της κοπέλας και η κοπέλα άρχιζαν να κάνουν την προίκα από πολύ νωρίς. Δηλαδή η κοπέλα είχε το μπαούλο, τα μπαούλα της, έπρεπε να έχει μέσα τα τσουρέπια, έτσι να έχει πουκάμισα, να έχει μπλούζες, να έχει χειρομάντηλα. Όλα ό,τι χρειάζονταν, γιατί έδινε τα πουκάμισα δηλαδή για τον άντρα της, πουκάμισα που θα έδινε, τη μπλούζα που θα φορούσε ο άντρας της, τα τσουρέπια που θα φορούσε, γιατί τότε φορούσαν τσουρέπια, τα τσουρέπια που θα έδινε στην πεθερά, στον πεθερό, όλα αυτά ήταν στο μπαούλο και υφάσματα. Τότε έπαιρναν βλάρια, έλεγαν, υφάσματα για να τα έχουν μέσα στο μπαούλο. Όταν είναι έτοιμη η κοπέλα, μην ψάχνουν τότε να βρουν, γιατί δεν γινόταν να έχουν όλα τα χρήματα, για να τα αγοράσουν αυτά, να τα φτιάξουν σε έναν μήνα ή σε δύο μήνες, οπότε αυτά τα είχαν από γρηγορότερα φτιαγμένα. Και τα χοντρόρουχα που λέμε, τις φλοκάτες, τις νερομαντανίες, τις στρώσεις, όλα αυτά που χρειάζονταν το σπίτι, τα είχαν έτοιμα.
Η προίκα τι άλλο, από τι άλλο αποτελούνταν;
Είχε πάρα πολλά η προίκα. Είχε, να, να σου δείξω, τώρα θα σου δείξω και το προικοσύμφωνο. Να, το έχω εδώ, αυτό. Θα σου πω εδώ. «Σήμερον, την δευτέραν Οκτωβρίου 1956, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι αδερφοί Κωνσταντίνου Αναγνωστοπούλου, κατοίκου Ζυγού, κοινότης Μακρυνιάδας, επαρχίας, Χρήστος, Νικόλαος, Αμαλία και Σταυρούλα, άπαντες νόμιμα έτσι τέκνα και το ανωτέρω, Κωνσταντίνου Αναγνωστοπούλου, οι τρεις πρώτοι συμφωνούμεν ομοφώνως τα κάτωθι, χορηγούμεν εις την αδελφή μας αυτά, το προκίον λέει: "Ένα οικόπεδον εις το κέντρο του χωρίου Ζυγού, έτσι, έναν αγρόν εις τη θέση Λιβάδια, ξέρω 'γώ, έναν αγρόν κείμενον εις την θέση Βρυσούλα"». Όλα δηλαδή γράφονται αναλυτικά εδώ. Έγραφαν, εκτός από αυτά, έγραφαν πόσα μαχαιροπίρουνα, πόσα πιάτα, πόσα μαντήλια, μέχρι και πόσα βρακιά. Τα πάντα δηλαδή, ό,τι έπαιρνε η νύφη από το σπίτι της για να πάει να φτιάξει το καινούργιο σπίτι ήταν γραμμένα όλα αυτά στο προικοσύμφωνο. Κι αυτά, βλέπεις, από κάτω είναι οι μάρτυρες που υπογράφουν, έτσι, και οι γονείς, και οι γονείς και οι μάρτυρες. Τώρα, τι προικιά έπαιρναν εκτός από αυτά, έπαιρναν τα χαλκώματα, έτσι, τα χοντρόρουχα, τα μπαούλα που είπαμε, που ήταν γεμάτα από αυτά τα είδη, τα χαλκώματα ήταν η κατσαρόλα, γιατί ήταν χάλκινα τότε αυτά, όλες οι κατσαρόλες, τα ταψιά, αυτά τα είδη πρώτης ανάγκης ήταν χάλκινα. Μπορεί να είχαν και καδιά, μπορεί να είχαν και καμιά βαρέλα να πάνε για νερό, είχαν κι αυτά. Εκτός από αυτά είχαν τα τρουβάδια τους, είχαν τα μαξιλάρια τους, τις γωνίες που έβαζαν, βλέπεις εδώ, τα καρέ τους. Αυτό είναι από τη γιαγιά την Αλεξάνδρα από το 1940. Έτσι; Και αυτές και οι γωνίες είναι από τη μάνα μου. Τι ήταν; Φλοκάτες, βελέτζες, μαντανίες, κιλίμια, κουρελούδες για το στόλισμα, πάντες. Οι πάντες είναι αυτές που βάζανε δίπλα από το κρεβάτι, μπουχαροποδιές, αυτές τις βάζανε στο μπουχαρί για να φαίνεται όμορφος, πουκάμισα, τσουρέπια, φλοκάτη, βελέτζα είχε στους γονείς του γαμπρού, ενώ στις κουνιάδες έδιναν υφάσματα για να ράψουν φορέματα. Ο γαμπρός τι έκανε δώρο; Παπούτσια στις κουνιάδες και η νύφη έκανε στον κουμπάρο, στον νονό της, έκανε πάντοτε δώρο παπούτσια. Στους νονούς που τους στεφάνωσαν τους έδιναν φλοκάτη ή πουκάμισο, τους έδιναν αυτά τα πράγματα, τσουρέπια, έτσι, όλα αυτά τα ρούχα και τρουβάδια οπ[00:20:00]ωσδήποτε, έτσι; Στον νονό χάριζαν πουκάμισα και φλοκάτη ή μια βελέτζα, στον νονό της νύφης χάριζαν παπούτσια λέμε εδώ. Έτσι; Έπαιρναν εκτός από αυτά, έπαιρναν και ελιές που είπαμε εδώ, χωράφια, αλλά τους έδιναν μια αγελάδα, ξέρω 'γώ, τι είχαν συμφωνήσει, γίδια, έτσι; Αυτά έλεγαν: «τα κεφάλια, τα χοντρά» τα έλεγαν. Θυμάμαι ο πατέρας μου γιατί παντρεύτηκε Γενάρη και πήρε και του 'δωσαν είκοσι πέντε γίδια και λέει δεν μπορούσαν να κουνήσουν τα πόδια τους, γιατί ήταν χειμώνας, δεν είχαν να φάνε τα κακόμοιρα πάνω στο βουνό με το χιόνι και έλεγε ίσα ίσα που μπορούσαν και περπάταγαν. Και κάποιος άλλος μια φορά, λέει, είχε μια αγελάδα και πάει ο γαμπρός πριν τα στέφανα καμιά δυο-τρεις μέρες, του λέει, είχε και άλλη μία αγελάδα ο πεθερός και του λέει: «Ξέρεις τι;», του λέει, «Εγώ θέλω και την άλλη την αγελάδα». «Την άλλη την αγελάδα», του λέει «Ωραία, τι σε νοιάζει εσένα;». Παίρνει και αυτός, την ημέρα που θα παντρεύονταν πήρε την αγελάδα, του 'βαλε το νυφικό και την πάει στην εκκλησία: «Παρ' την αγελάδα», του 'πε, «τώρα». Δεν πήγε τη νύφη, πήγε την αγελάδα. Έτσι, αυτές είναι οι μπουχαροποδιές, κεντητές. Αυτά είναι τσουβάλια που έβαζαν το καλαμπόκι, το σιτάρι και αυτά υφαντά, ήταν όλα υφαντά στον αργαλειό αυτά. Έτσι; Ήταν όλα υφαντά. Κάποτε ένας ζήτησε τα λεφτά που έπαιρναν, έπαιρναν και χρήματα ή λίρες προίκα και έλεγαν: «Είκοσι πέντε λίρες, σαράντα λίρες ή είκοσι πέντε χιλιάδες» ή πολλές φορές ο γαμπρός δεν είχε λεφτά να κάνει τον γάμο και του 'λεγε του πεθερού: «Θα μου δώσεις τόσα λεφτά να ετοιμάσω τον γάμο και τα άλλα θα μου τα δώσεις μετά τον γάμο, στον γάμο». Και τώρα, τι να κάνουν τώρα; Αφού πήρε, τι να μετρήσει στην εκκλησία; Αφού τα είχε δώσει τα μισά, θα φαίνονταν στον κόσμο και οπότε έκανε: «Είκοσι έξι, είκοσι επτά, είκοσι οκτώ» και μέτραγε από εκεί απάνω. Κατάλαβες; Για να μην καταλάβουν. Γιατί αυτά τα μέτραγαν ή στην πόρτα στην εκκλησία, πριν μπει μέσα η νύφη, έδιναν την προίκα, τα μέτραγαν ή τα μέτραγαν πάνω στο τραπέζι της εκκλησίας. Γινόταν, και γινόταν πάρα πολλά, βέβαια.
Έτσι, ο γάμος ήταν το κορυφαίο γεγονός για το χωριό, για το σπίτι και όπως είναι και σήμερα κορυφαίο γεγονός, ευχάριστο γεγονός και ετοιμάζονταν πάρα πολλές μέρες γρηγορότερα, συμμετείχαν πάρα πολλοί στον γάμο, δηλαδή τον γάμο τον έκαναν οι συγγενείς περισσότερο, όλοι οι πρωτομπαρμπάδες, οι πρωτοθειάδες θα πήγαιναν το κατσίκι, θα πήγαιναν την κουλούρα, θα πήγαιναν το κρασί και τα γλυκά για να γίνει ο γάμος. Οπότε ήταν και πολλά παιδιά, πρωτομπαρμπάδες τότε, δέκα κατσίκια, δεκαπέντε κατσίκια και τα έψηναν όλα στη σούβλα ή τα έφτιαχναν στο καζάνι με μακαρόνια, τα 'βραζαν με μακαρόνια. Στο Τετράκωμο έφτιαχναν μου 'λεγε μία και έφτιαχναν κριθαράκι με το χέρι, ζύμωναν και το έκαναν κριθαράκι και το έφτιαχναν με κρέας μέσα σε καζάνια μεγάλα, γιατί ήταν πολύς ο κόσμος που πήγαιναν. Επίσης, δεν είχαν πιρούνια, κουτάλια, πόσα πιρούνια θα είχαν; Διακόσια; Τότε είχαν πιρούνια που τα καλάλιζαν κι έγραφαν πίσω το όνομά τους, δηλαδή τα αρχικά και πήγαιναν όλη η γειτονιά τα πιρούνια και τα κουτάλια και πιάτα που τα γνώριζαν και έτσι γίνονταν ο γάμος και τα ξανάπαιρναν, τα γνώριζαν μετά, αφού ήταν με το συνθηματικό πίσω, με το όνομά τους και τα έπαιρναν πάλι. Έτσι βοηθούσαν όλοι στον γάμο.
Αυτό γινόταν πριν την τελετή ή μετά το μυστήριο του γάμου;
Μετά την τελετή γινόταν. Πριν την τελετή ετοιμάζονταν, γινόταν και γάμος πριν από την τελετή. Το κορίτσι έκανε γάμο την προηγούμενη μέρα. Δηλαδή την Κυριακή συνήθως γινόταν οι γάμοι, το πρωί. Δεν γινόταν το βράδυ, όπως γίνονται τώρα, γίνονταν το πρωί. Οπότε το Σάββατο το βράδυ έκαναν γάμο στο σπίτι της νύφης. Και την Κυριακή το βράδυ έκαναν στο σπίτι του γαμπρού γάμο, τον γάμο, το τραπέζι δηλαδή. Τώρα προσκλητήρια υπάρχουν πάρα πολλές θεωρίες, πολλά με τα, δεν ήξερα ποτέ ότι, το είχα μάθει στο χωριό από μία που της είχα πάρει συνέντευξη, ότι έφτιαχναν μικρά κουλουράκια, ψωμάκια και τα πήγαιναν και τα μοίραζαν και έτσι τους καλούσαν στον γάμο, τους έλεγαν, τους έδιναν το κουλουράκι και τους έλεγαν: «Είστε καλεσμένοι στον γάμο». Μία άλλη θεία μου έλεγε έκοβαν χαρτάκια, μικρά χαρτάκια: «Σας καλούμε στον γάμο την τάδε μέρα». Επίσης, στο χωριό το δικό μου, θυμάμαι, περνούσαν με κονιάκ από σπίτι σε σπίτι και με ένα ποτηράκι σου 'διναν κονιάκ και σε καλούσαν στον γάμο. Ήταν πολύ όμορφα αυτά τα πράγματα. Έτσι ήταν τα καλέσματα τότε και το κάλεσμα το πρώτο πήγαιναν στον νονό, στον νονό θα του πήγαιναν κουλούρα και τέτοια για να 'ρθει στον γάμο, για να τον καλέσουν, κουλούρα, κρασί, όλα αυτά.
Αυτός που θα πάντρευε;
Αυτός που θα τους στεφάνωνε, ναι. Είχε ιδιαίτερο κάλεσμα δηλαδή έπρεπε να πάει το νιόγαμπρο ζευγάρι με κουλούρα και με τέτοια για να πάει να τους καλέσει, για να τους καλέσει στον γάμο. Και ο γαμπρός, ο πεθερός, ο νονός θα έφερνε κουλούρα στον γάμο και αυτή την έκοβαν προς το τέλος την κουλούρα του νονού, κρέας και αυτό το έδιναν προς το τέλος του γάμου, του ξενυχτιού που θα λέγαμε, το έδιναν, και γλυκά και κρασί. Όλα αυτά ήταν, έλεγαν «το κουλούρι του νονού». Κατάλαβες; «Τώρα θα μοιραστεί το κουλούρι του νονού». Κουλούρα όμως πήγαιναν πάρα πολλοί, όλοι. Μάλιστα στο Τετράκωμο ένας είχε φτιάξει κουλούρα από βελανίδια. Τότε δεν είχαν λεφτά να αγοράσουν αλεύρι, ψωμί, ήταν φτώχεια και οπότε είχε φτιάξει κουλούρα με βελανίδια, με αλεύρι από βελανίδια. Και έλεγαν: «Αυτή θα τη φάμε πρώτη, την κουλούρα και μετά θα φάμε τις άλλες». Μετά διάβασα σε ένα βιβλίο για τον πόλεμο που είχε γίνει στο Κλειδί και που είχαν έρθει από 'δώ στη Φλωριάδα και έλεγαν: «Μας τάισαν, οι Φλωριαδήτες μάς τάισαν ψωμί από βελανίδια ανακατεμένο με καλαμποκίσιο. Καλά φάγαμε το βράδυ, αλλά το πρωί δεν τρώγονταν». Άρα γι' αυτό την έκοβαν και αυτουνού πρώτη την κουλούρα, από τα βελανίδια που είχε φτιάξει με ψωμί, με αλεύρι από βελανίδια, γιατί δεν τρωγόταν την άλλη μέρα. Επίσης, επειδή δεν είχαν τότε ούτε μπολ, ούτε έφτιαχναν και πίτα, οπότε γύριζαν την κουλούρα ανάποδα και έβαζαν την πίτα πάνω από την κουλούρα και έτσι την έδεναν σε ένα τραπεζομάντηλο και την πήγαιναν. Δεν είχαν άλλο ή στο δισάκι θα την έβαζαν. Το δισάκι ήταν ένα που έβαζαν στο άλογο και ήταν και από τη μία μεριά και από την άλλη και έβαζαν την κουλούρα, αυτοί το χρησιμοποιούσαν για να πάνε και στη νύφη μετά, να πάρουν τη νύφη, γιατί θα πήγαιναν και στη νύφη και κουλούρα και κρασί και γλυκά και θα γύριζαν κι αυτοί πάλι κουλούρα και κρασί και γλυκά. Πρώτα - πρώτα, γινόταν τα προζύμια, έτσι; Πριν από τον γάμο, δηλαδή όπως ξεκινούσε ο γάμος την εβδομάδα γινόταν τα προζύμια στο σπίτι της νύφης, του γαμπρού και της νύφης. Την Πέμπτη το βράδυ μαζεύονταν οι φίλοι και οι συγγενείς στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού. Άλλοι μαζεύονταν την Τετάρτη, γιατί την Πέμπτη, στο σπίτι του γαμπρού πήγαιναν την Πέμπτη, στο σπίτι της νύφης θα έπιαναν τα προζύμια την Τετάρτη. Και εκεί έβαζαν ένα σκαφίδι ξύλινο κι από πάνω έβαζαν ένα κόσκινο και τα κρατούσαν τα παιδιά το κόσκινο, τα παιδιά έπρεπε να είναι μονά, ή τρία ή πέντε, που κοσκινούσαν πάνω από το σκαφίδι και η μάνα του γαμπρού έριχνε λεφτά και αλεύρι. Εδώ στο Τετράκωμο έριχναν και καρύδια, κοκόσες που τις έλεγαν και καρύδια, έτσι; Και αυτά τα λεφτά τα έπαιρναν τα παιδιά που κοσκίνιζαν τα αλεύρι. Μετά γινόταν σαν, στο Τετράκωμο εδώ που μου είπανε, γινόταν σαν πρόγαμος, τον έλεγαν αυτόν. Δηλαδή γίνονταν γλέντι το βράδυ, πασαλείφαν, πασάλειβαν τη νύφη με αλεύρι και γλεντούσαν όλο το βράδυ. Έτσι; Τα κόσκινα, ήταν πάλι μονά και τα κόσκινα, μπορεί να ήταν και τρία κόσκινα, έτσι; Και να είναι τα παιδιά ή τρία ή πέντε. Κάθε κόσκινο το κρατούσε δύο, το κρατούσαν δύο παιδιά, έτσι; Ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Οι συγγενείς τραγουδούσαν, έριχναν μέσα τα λεφτά, έριχναν όλοι οι συγγενείς κάτι μέσα στο κόσκινο και τραγουδούσαν: «Πυκνά, δασιά τα κόσκινα και αφράτα τα προζύμια σου, ευχήσου με, μανούλα μου, τώρα στα ξεκινήματα, ευχήσου με, πατέρα μου, ευχήστε μου αδερφάκια μου». Αυτό είναι τραγούδι άμα θέλεις το 'χω σε cd, να κοιτάξουμε εκεί. Και με αυτό το αλεύρι μετά αλευρώνονταν η νύφη και ο γαμπρός και το αλεύρι συμβολίζει τη μακροζωία, γι' αυτό τους άλειφαν με, έτσι με το αλεύρι, για να ασπρίσουν και να γεράσουν στον χρόνο. Κατάλαβες; Και με αυτό το αλεύρι που κοσκινούσαν να έπιαναν το προζύμι, γι' αυτό τα λέμε και προζύμια για να φτιάξουν τις κουλούρες, αυτές που θα είχαν για το γάμο και έβαζαν όλη την τέχνη τους, τις κεντούσαν από πάνω. Άλλοι έφτιαχναν κληματαριά, άλλοι έφτιαχναν λουλούδια. Εμένα η μάνα [00:30:00]μου μου είχε πει έκαναν πάντοτε γύρω γύρω, έκαναν ένα στεφάνι πάντοτε γύρω γύρω, στη μέση το έφτιαχναν με τρύπα και έφτιαχναν τρία τριαντάφυλλα και έβαζαν τρία κουφέτα, δεν έβαζαν παραπάνω. Έτσι; Τρία κουφέτα. Ή τρία και έφτιαχναν και τις βέρες απάνω, τα στέφανα μάλλον, όχι τις βέρες. Έτσι; Μετά αφού γινόταν όλο το γλέντι αυτό, μετά, την άλλη μέρα, την Πέμπτη είχαν το δίπλωμα των προικιών. Τι ήταν το δίπλωμα. Η νύφη τα 'χε όλα τα προικιά, όλα, τα εσώρουχα, τα πάντα, τα πάντα, τα κεντήματα τα 'κανε, τώρα τα κάνουν έκθεση, τα 'καναν έκθεση αργότερα, δηλαδή τα 'βαζαν πάνω σε κρεβάτια ανοιχτά για να τα βλέπουν ή τα κρεμούσαν για να δουν τα κεντήματα περισσότερο, τη νυχτικιά που θα φορούσε το πρώτο βράδυ, όλα αυτά. Τότε όμως τι έκαναν; Έριχναν ένα κάτω, ένα μεγάλο ρούχο κάτω και μετά άρχιζαν και ξεδίπλωναν τα προικιά ένα ένα, τις φλοκάτες, τις βελέτζες, νερομαντανίες, τα πάντα και από πάνω έβαζαν μετά τα κεντήματα και έριχναν ρύζι, να ριζώσουν. Έτσι, τα έσπερναν από πάνω και στο τέλος από πάνω έβαζαν μετά και ένα αγόρι, πάνω στα ρούχα. Αυτά μετά άρχιζαν αυτές που ήξεραν να διπλώνουν, να διπλώσουν τα προικιά. Τα δίπλωναν σαν φάκελο κι έφτιαχναν δέματα. Τα δέματα πάλι έπρεπε να είναι μονά, δεν ήταν ποτέ, πάντοτε αυτά τα πρόσεχαν να είναι μονά, δεν ήταν ποτέ διπλά τα δέματα που έφτιαχναν. Έτσι, και τα άλογα που πήγαιναν τα προικιά μετά, την Παρασκευή έπαιρναν τα προικιά να πάνε από τη νύφη στον γαμπρό, πάλι και τα άλογα έπρεπε να είναι μονά, να μην είναι διπλά. Έτσι; Και τα έβαζαν και αυτά.
Γιατί έπρεπε να είναι όλα μονά;
Ακριβώς κι εγώ δεν ξέρω γιατί. Έτσι; Αλλά πάντοτε, και σήμερα ακόμα, άμα δεις και τα μνημόσυνα, λέει τρεις-πέντε-επτά-εννιά, πάντοτε είναι σημαδιακός αυτός ο αριθμός, έτσι; Πάντοτε μονό το είχαν. Έτσι; Πάντοτε σε μονά το είχαν. Τα δίπλωναν όλα αυτά τα προικιά, τα έβαζαν επάνω το ένα στο άλλο και την Παρασκευή έφευγαν ο κόσμος, τους κερνούσαν γλυκό, ποτό. Τότε ούζο είχαν, δεν είχαν και κάνα, δεν υπήρχαν διάφορα ποτά και γλυκά. Και περισσότερο τότε, τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχαν το ραβανί, χαλβάς τον έφτιαχναν, τον έψηναν με μέλι και με ζάχαρη, χαλβά και τον έψηναν και με σουσάμι και τον μοίραζαν. Έτσι; Περισσότερο αυτό το γλυκό ήταν. Ή έπαιρναν, άμα ήταν κοντά πόλη, κωμόπολη, έπαιρναν αυτά τα τυλιχτά που διατηρούνται πολύ καιρό. Αργότερα, βέβαια, φτιάχνουν κουραμπιέδες, φτιάχνουν έναν σωρό. Και εδώ είναι, άμα θες θα σου δώσω ένα, αλλά είπα πρώτα να το-. Έτσι; Όλα, και η κουλούρα πάνω στο αυτό, εδώ τα αγροτικά, όπως παίρνουν τα προικιά, έτσι; Και πάλι αυτό και ή με αγροτικά ή με άλογα πάλι έπρεπε να είναι μονά, έτσι; Όλα. Τα άλογα την άλλη μέρα που θα 'ρχοταν αυτοί να πάρουν προικιά, τους καλωσόριζαν, τους κερνούσαν κι έβαζαν κι έφερναν, το νυφικό πολλές φορές το έφερναν εκείνη τη μέρα. Έτσι; Όταν έπαιρναν τα προικιά, έφερναν το νυφικό της κοπέλας, τα 'φερναν. Η νονά έφερνε τα εσώρουχα της κοπέλας. Έτσι; Και η νύφη έπαιρνε τα εσώρουχα του γαμπρού και τα 'δινε τότε μαζί με τα προικιά.
Και η μέρα του γάμου ήταν στο βραδινό τραπέζι καλεσμένοι και έλεγαν το «κανίσκι» ή «κανίσι», αυτό που λέμε με την κουλούρα, το κρασί, αυτό το 'λεγαν κανίσι, «Θα πάμε με κανίσι», έτσι; Και ιδίως οι πρωτομπαρμπάδες, έτσι; Κρασί, κρέας και γλυκά, όπως είπαμε. Τι έκαναν στον γάμο. Ένας αναλάμβανε, δηλαδή δεν ασχολούνταν όλοι με το φαγητό, κάθε ένας έπαιρνε το πόστο του δηλαδή. Άλλος ήταν για να βράζει το κρέας και για να το μαγειρέψει, να το βράσει, να το φτιάξει, να το 'χει έτοιμο, άλλος ήταν για να το κενώσει που λέγαμε, να το μοιράσει. Κάθε ένας δηλαδή είχε τη δουλειά του, οπότε δεν, για να γίνονται όλα στην εντέλεια.
Όλοι αυτοί ήτανε συγγενείς και συγχωριανοί;
Συγγενείς, συγγενείς. Οι περισσότεροι ήταν συγγενείς. Και τραγουδούσαν και το βράδυ, τραγούδια του γάμου: «Σε τούτη τάβλα που 'μαστε, ωρέ, σε τούτο το τραπέζι με το γλυκό, αϊ χάι, με τα γλυκά του τα κρασιά, με τα γλυκά του τα κρασιά, ωρέ, με τα γλυκά του λόγια, τον άγγελο, αϊ χάι, τον άγγελο φιλεύουμε, ωρέ, φιλεύουμε, ωρέ και τον Χριστό κερνάμε να μας χαρίσει, αϊ χάι, να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου». Κι άλλα πάρα πολλά τραγούδια, τραγουδούσαν πάρα πολύ με το στόμα παλιά τραγούδια ή αν είχαν, πάρα πολλοί είχαν και ζωντανή μουσική. Έτσι; Είχαν κλαριτζήδες από το ίδιο το χωριό. Και αυτοί ακολουθούσαν και στον γάμο. Πήγαιναν δηλαδή να πάρουν τη νύφη με όργανα. Έστρωναν κάτω τότε και έτρωγαν, δεν είχαν ούτε τραπέζια ούτε τίποτε και έστρωναν μεγάλα τραπεζομάντηλα, πολλά. Τα 'λεγαν και μεσάλια τότε τα τραπεζομάντηλα αυτά και αργότερα κερνούσαν και το γλυκό να ετοιμαστούν για την άλλη μέρα για τον γάμο, έτσι; Συνήθως γινόταν την Κυριακή, γιατί η Κυριακή είναι η μέρα Αναστάσεως, τώρα βέβαια δεν κοιτάζουν μέρες, αλλά η καλύτερη μέρα είναι την Κυριακή. Συνήθως πρωινές ώρες. Στη νύφη το βράδυ δεν έδιναν πολύ φαγητό να φάει, πολύ λίγο φαγητό, για να μην την κόψει η κοιλιά, μην πάθει τίποτε, καμιά δηλητηρίαση και δεν έχει πού να σταθεί. Έτσι, έτρωγε πάρα πολύ λίγο και σηκώνονταν το πρωί να ετοιμαστεί, δεν υπήρχαν ανέσεις στις, το χτένισμα της νύφης το αναλάμβανε μια κοπέλα εκεί από το χωριό που ήξερε να χτενίζει ωραία. Δες εδώ, έτσι; Μια κοπέλα. Πήγαινε ο γαμπρός για να πάρουν τη νύφη τώρα. Το φόρεμα, να πούμε πρώτα για το φόρεμα. Το φόρεμα το έραβε κάποια μοδίστρα του χωριού ή το δανείζονταν από μια άλλη, κάποια άλλη νύφη, γιατί πολλές φορές δεν υπήρχαν τα χρήματα. Έτσι; Φορούσαν ή κόκκινο φόρεμα μέχρι το γόνατο και τα στέφανα ήταν φτιαγμένα με κληματσίδα και χάρτινα. Τα 'φτιαχναν μόνοι τους με κληματσίδα από το κλήμα, τις κληματόβεργες και χαρτί. Δεν ήταν, αργότερα έγιναν τα στέφανα τα κανονικά. Τα παλιά ήταν κληματσίδες, μπορεί να μην είχαν και χαρτί καθόλου, να ήταν κληματσίδα σκέτη. Απλώς να είναι το στρογγυλό. Άλλες φορούσαν, έλεγαν γιουλένιο φόρεμα με πιέτες και στο τελείωμά του να είναι και λίγο λοξό. Αυτές που λυποκρατούσαν, είχαν χάσει κάποιο δικό τους δεν φόραγαν κόκκινο φόρεμα, φορούσαν λαδί μεταξό φόρεμα, με μεταξωτό γιαννιώτικο μαντήλι, έτσι; Με πούλιες, με χάντρες δηλαδή, να έχει χάντρες εδώ και ενώ κάποια άλλη, Πηνελόπη, αυτή φόρεσε κανελί φόρεμα, γιατί αυτή είχε κλεφτεί και μαύρο μαντήλι, έτσι; Κι ενώ άλλες φορούσαν μαντήλι με κρόσσια άσπρα και σειρήτια που τα έδιναν τσεμπέρι, τα έδιναν τσεμπέρι πίσω. Συνήθως και στον Βάλτο φορούσαν μαύρο μαντήλι, μιλάμε πριν από το ΄50 τώρα, μιλάμε ΄45 και φορούσαν και είπαμε και μπροστά εδώ, πώς το λένε; Πέπλο για να μην τις βλέπουν οι νύφες, να μη βλέπουν τη νύφη. Και πολλές φορές εκεί γινόταν ότι τους έδειχναν άλλη και τους πήγαιναν άλλη, οπότε το πέπλο το έβγαζαν την ώρα του μυστηρίου, οπότε ο γαμπρός περίμεναν οι άλλοι με την κουμπούρα δίπλα, οπότε δεν τολμούσε ο γαμπρός να κάνει τίποτα, έπρεπε να τη στεφανωθεί. Στη μάνα μου είχαν και μαύρο μαντήλι και πέπλο και η γιαγιά μου είπε εκεί: «Να φορέσει η κοπέλα το πέπλο της. Ας μη φορέσει μαύρο μαντήλι», δεν της άρεσε. Και ήταν ξεχωριστό, είπαμε, δέσιμο στα αυτιά, δεν ήταν δεμένο, έκανε μια πιετούλα εδώ στο αυτί, ήταν ξεχωριστό. Είπαμε κανελί, λαδί, γιουλένιο, μετά άρχισαν και φορούσαν, όχι το άσπρο το εντελώς, σε φόρεμα, όπως είναι αυτό εδώ. Να το. Αυτό είναι της μάνας μου το νυφικό, το βλέπεις; Με φιάμπα εδώ πίσω, εδώ μπροστά, έτσι; Μέχρι το γόνατο. Αυτή φόρεσε άσπρο τότε, ήταν η άλλη που ήταν από το Κλειδί, που παντρεύτηκε στη Φλωριάδα, είχε πολλές χάντρες και πούλια πολλά και βροντοκοπούσε, ήταν σαν χρυσά, πώς να σου πω, και λαμποκοπούσε όλο το φόρεμα, ήταν όλο το φόρεμα έτσι, με κό[00:40:00]κκινο. Τα ανύπαντρα κορίτσια τώρα φορούσαν το φόρεμα της νύφης για τους φέρει καλοτυχία και μετά το φόραγε η νύφη. Ποιος, το νυφικό το φορούσε ο αδερφός της νύφης, αυτός της το φορούσε. Έτσι, δεν το έβαζε κάποιος άλλος και όταν το φόραγε ο αδερφός της νύφης τραγουδούσαν: «Απάνω στην τριανταφυλλιά φτιάχνει η πέρδικα φωλιά με σύρματα και με φλουριά και με σαράντα πέντε αυγά. Και ανατινάχθη η πέρδικα και 'πεσαν τα τριαντάφυλλα να στολίσουν νύφη και γαμπρό». Στον γαμπρό τώρα, επίσης έβαζαν μια πετσέτα στα πόδια της νύφης, και στον γαμπρό το έκαναν και στη νύφη, και ράντιζαν με νερό και έλεγαν την ευχή: «Ό,τι είπαμε νερό και αλάτι» δηλαδή να φύγει η κοπέλα χωρίς να έχει τίποτα με κανέναν στη γειτονιά, να πάει με όλες τις ευχές και έλεγαν: «Ό,τι είπαμε νερό και αλάτι». Να κι εδώ, φωτογραφίες παλιές και αυτές, αυτές είναι πενήντα χρονών τώρα φωτογραφίες. Αυτή είναι και αυτή πενήντα πέντε χρονών, έτσι και αυτή φορούσε ωραίο, πάρα πολύ ωραίο. Τώρα, από τη μεριά του γαμπρού οι συγγενείς μαζεύονταν στο σόι του γαμπρού, έτσι; Για να τον ξυρίσουν. Το ξύρισμα το αναλάμβανε ο αδερφός ή κάποιος στενός συγγενής και έλεγαν το τραγούδι «Ξουράφι από τα Γιάννενα» και «Μπρε μπρε, μπερμπέρη με αργυρό ξουράφι, με αργυρό ξουράφι και μαλαματένιο σέρν' αγάλι αγάλι στου γαμπρού το μάγλο για να τον ξουρίσεις. Τρίχα μην αφήσεις και τον ασκημίσεις και τον ασκημίσεις στα πεθερικά του» Ή έλεγαν «Κάτω στο Δαφνοπόταμο», άλλο τραγούδι, υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια που τραγουδιόνταν και εδώ στην Άρτα και ειδικά για τον γαμπρό και θα πούμε κι άλλα, έλεγε, να το βρούμε. «Κάτω στον Δαφνοπόταμο ασπροσυννέφιασε ο ουρανός σήμερα νιος παντρεύεται, σήμερα νιος ξυρίζεται. Ξυράφια από τα Γιάννενα και ακόνι από τα Τρίκαλα, για σπούδαζε, λεβέντη μου, για σπούδαζε το χέρι σου, γιατί έχουμε δρόμο αλαργινό, γεφύρια να περάσουμε». Ή κι άλλο πάλι: «Ασπροσυννέφιασε ο ουρανός και ρίχνει ο Μάης μια βροχή, παίρνει ο γαμπρός και λούζεται και μοσχομπερμπερίζεται». Δηλαδή βάζουν κι άλλα λόγια μπροστά, κάθε τόπος έχει τα δικά του και μετά συνεχίζει: «Ξουράφι από τα Γιάννενα και ακόνι από την Πρέβεζα» εδώ, ενώ εκεί είχαμε ακόνι από τα Τρίκαλα, ξέρεις, γιατί στο Τετράκωμο προς τα 'κεί ήταν πιο κοντά τα Τρίκαλα: «Για σπούδαζε, μπερμπέρη μου, για σπούδαζε το χέρι σου για να ξυρίσεις το γαμπρό, αυτόν τον νιο τον όμορφο». Είναι πάρα πολλά τα τραγούδια γενικά με το, με τα ξυράφια, με το ξύρισμα του γαμπρού. Και τι έκαναν μετά; Τον ξύριζαν και οι συγγενείς συνήθως έβαζαν, επειδή δεν υπήρχαν τότε ούτε δίσκοι ούτε τίποτα, έβαζαν ένα ταψί μικρό, χαλκωματένιο και τι έκαναν; Πέρναγαν μετά οι συγγενείς όλοι, τον σταύρωναν στο κούτελο εδώ και του 'ριχναν τα λεφτά στο ταψί, δηλαδή ήταν σαν δώρο, έτσι; Ήταν σαν δώρο αυτό και του ευχόταν, του εύχονταν: «Η ώρα η καλή». Και αυτά εδώ με τα ξυρίσματα, παλιά ξυρίσματα, πολύ παλιά ξυρίσματα. Και εδώ είναι γάμος που γινόταν τότε με τα άλογα. Αφού ήταν όλα έτοιμα, πάνω στα σαμάρια έριχναν άσπρα σεντόνια ή φλοκάτες. Στο Τετράκωμο, στα ορεινά, όπου ήταν ορεινά χωριά και ήταν χειμώνας, έβγαζαν φλοκάτες. Εδώ κάτω στο χωριό το δικό μου έβγαζαν άσπρα σεντόνια. Και είχαν και ειδικό μαξιλαράκι που έβαζαν πίσω στη νύφη, είχε ειδικό κεντημένο και είχαν και ζώνη ειδική που έβαζαν το, με το σαμάρι και έδεναν το σεντόνι με το άλογο. Έχω σε φωτογραφία και τέτοιο και ζώνη και τραγουδούσαν. Πήγαιναν για τη νύφη, μπροστά πήγε ο συγχαριάτης, έτσι; Ο προπομπός δηλαδή. Πήγαιναν μπροστά αυτοί και έλεγαν: «Ξέρεις, έρχεται ο γαμπρός να πάρει τη νύφη», αυτούς του έλεγαν συγχαριάτες και πήγαιναν και το κουλούρι και το, όλα αυτά που πήγαιναν δώρο στη νύφη, το κρασί και τα γλυκά και της έλεγαν: «Έρχονται» και ξαναγύριζαν αυτοί και έρχονταν πάλι με το συμπεθεριακό, να τους προειδοποιήσουν για να προετοιμάσουν τη νύφη. Και μετά έλεγαν διάφορα τραγούδια, τραγουδούσαν, αν είχαν κλαρίνα, μπροστά πήγαιναν τα κλαρίνα. Να, εδώ με τα άσπρα σεντόνια, βλέπεις εδώ γάμος. Μπροστά πήγαιναν τα κλαρίνα και πίσω πήγαιναν οι καλεσμένοι, τα άλογα, άλλοι περπατώντας και άλλοι καβάλα στο άλογο. Συνήθως κοίταζαν το άλογο που θα βάλουν τη νύφη να είναι ήμερο και να είναι και άσπρο, το πρόσεχαν αυτό δηλαδή. Έβρισκαν να είναι πιο, το χρώμα του να μην είναι μαύρο το άλογο, να είναι πιο χαρούμενο, έτσι;
Πήγαινε και ο γαμπρός με άλογο ή πήγαινε με τα πόδια;
Και ο γαμπρός. Είχαν άλογο, είχαν άλογα, ξεχωριστό για τη νύφη, ξεχωριστό για τον γαμπρό, έτσι; Και έλεγαν τραγούδια του γάμου ή με τα κλαρίνα ή με αυτά και ή με το στόμα τους και έλεγαν τη «Νερατζούλα» που είναι τραγούδι του γάμου: «Ας παν να δουν τα μάτια μου πώς τα περνάει η αγάπη μου» και κοίταζαν σε κάθε γάμο και έλεγαν: «Αυτός ο γάμος είχε τριάντα κεφάλια», άλογα δηλαδή, ήταν πλούσιος δηλαδή, «Αυτός, μωρέ, φτωχός, δέκα κεφάλια άλογα είχε ή πέντε». Και είπαμε, πήγαιναν μπροστά οι συχγαριάτες, ο πατέρας της νύφης υποδέχονταν στο κατώφλι και τους κερνούσε, έμπαιναν μέσα, χαιρετούσαν τη νύφη, της εύχονταν «Καλά Στέφανα» και έβαζαν τα παπούτσια στη νύφη. Μπροστά πήγαιναν, όμως, πήγαινε και η κουνιάδα, όλες αυτές, γιατί της πήγαιναν και τα δώρα, της πήγαιναν τα δώρα, αυτά που έπρεπε να βάλουν για να φαίνεται όμορφη η νύφη. Και μάλιστα της έλεγαν και ένα πολύ ωραίο τραγούδι για τη νύφη, πάρα πολύ ωραίο, «Ξύπνα περδικομάτα μου και ήρθα στον μαχαλά σου. Σαν ήρθες, καλώς όρισες και ας έκανες τον κόπο, χρυσά πλεξούδια σου 'φερα να βάλεις τα μαλλιά σου, χρυσά πλουμίδια σου 'φερα να βάλεις στην ποδιά σου». Και λέει, λέει κι άλλο παρακάτω: «Και τι να τα κάνω αυτά;», λέει, «Αν δεν μου φέρεις φιλί, δεν έχει μέσα. Όλα αυτά που μου έφερες, δεν έχει φιλί μέσα», έτσι; «Ξύπνα περδικομάτα μου και ήρθα στη γειτονιά σου. Και αν ήρθες, καλώς όρισες και αν έκανες τον κόπο». Και αυτόν, πάλι και αυτά τα ίδια λένε: «Και αν έκανες τον κόπο και αυτόν τον κόπο που έκανες διπλά θα σ' τον πληρώσω, χρυσά πλεξούδια σου έστειλα να πλέξεις τα μαλλιά σου». Κατέβαινε η κουνιάδα, πήγαινε η κουνιάδα πρώτα να δει αν είναι έτοιμη η νύφη, αν την έχουν καλά στολισμένη, αν είναι όμορφη και μετά πήγαιναν, ετοιμάζονταν. Ο γάμος συνήθως, πήγαινε ο γαμπρός στο Τετράκωμο, έπαιρνε τη νύφη και πήγαιναν μετά μαζί στην εκκλησία. Εμάς στο χωριό το δικό μας γινόταν στο σπίτι της νύφης ο γάμος, τα στέφανα. Έβγαζαν ένα τραπέζι απ' έξω ή μέσα στο σπίτι, ανάλογα τι καιρός ήταν και ερχόταν ο παπάς και έκανε τα στέφανα εκεί, εδώ στο χωριό πάνω μου λένε, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μου έδωσαν, πήγαινε ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης, την έπαιρνε και πήγαιναν μαζί στην εκκλησία και γινόταν ο γάμος. Όταν έφτανε ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης, έλεγαν άλλο τραγούδι, τους έσπερναν με κουφέτα και με ρύζι και του έλεγαν: «Καλώς τον τον αυγερινό με τα πολλά τα αστέρια, αυγερινός είναι ο γαμπρός και τα άστρα συμπεθέρια». Δηλαδή για κάθε περίσταση είχαν και το ειδικό τραγούδι, έτσι είχαν. Και τον κέρναγε κρασί και του έβαζε μέσα στο ποτήρι στο κρασί, του 'βαζε μια λίρα, έτσι τον κερνούσε και του έδινε και μια πετσέτα στον ώμο. Έτσι το είχαν τότε, μόλις κατέβαινε ο γαμπρός, του έβαζαν πετσέτα, κρασί και με τη λίρα μέσα. Είπαμε ότι δεν γινόταν τα στέφανα τότε, δεν είχαν τον τρόπο, οπότε και μια βαρέλα όρθια με ένα χειρομάντηλο που είχαν τότε, ή βεδούρα, ό,τι υπήρχε και έκαναν τα στέφανα. Ή σε ένα τραπέζι με ένα τραπεζομάντηλο ανάλογα την κατάσταση που υπήρχε τότε. Μετά που γύριζαν να δουν, στο τέλος, είπαμε, στην εκκλησία όταν πήγαιναν, είπαμε, ή στην πόρτα μοίραζαν τα λεφτά, έδινε την προίκα ο πεθερός στον γαμπρό, τα μέτραγε. Ή πάνω στο τραπέζι, πριν αρχίσουν τα στέφανα και υπέγραφαν και τα χαρτιά για την ληξιαρχική πράξη γάμου ή υπέγραφε το προικοσύμφωνο, έπρεπε να τηρηθεί και το προικοσύμφωνο.
Υπήρχε περίπτωση να χαλάσει ένας γάμος την ώρα εκείνη;
Την ώρα εκείνη όχι, αλλά θα πέρναγε δύσκολα η νύφη μετά στη ζωή της. Μπορεί να της έλεγε: «Πήγαινε στον πατέρα σου και, όταν μαζέψεις τα λεφτά, έλα». Τα παπούτ[00:50:00]σια τα φορούσαν πριν στο σπίτι της νύφης, τα φορούσαν το σόι του γαμπρού και εκεί έβαζαν πάλι χρήματα μέσα και έβγαινε με τη συνοδεία των γονιών της και των αδερφών της η νύφη, έσπαγαν και το πιάτο, έτσι; Ότι κόβει τους δεσμούς δηλαδή με το σπίτι πλέον, τους κόβει τους δεσμούς και έμπαιναν στον χορό και χόρευε: «Ωραία είναι η νύφη μας, ωραία τα προικιά της» και ξεκινούσαν για την εκκλησία που γινόταν το, τα άλογα μετά τα στέφανα που ήταν πάντα μονός αριθμός, ετοιμάζονταν και οι μπεκτσήδες, δηλαδή οι μπεκτσήδες είναι το σόι της νύφης που θα πήγαιναν μαζί με τη νύφη, θα πήγαιναν με τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού για να συνοδέψουν τη νύφη, για να μην αισθάνεται άσχημα. Δεν μπορούσανε πολλοί να πάνε τότε, θα πήγαιναν πάλι μονός αριθμός. Πάντοτε τηρούσαν αυτόν τον μονό αριθμό και τότε τι γινόταν; Περνούσαν από πολλά χωριά, άμα ήταν και μακρινά τα χωριά περνούσαν από πολλά χωριά. Η νύφη, πάνω στο άλογο που ήταν, είχε κουφέτα και όπου μαζεύονταν, έλεγαν: «Θα περάσει η τάδε νύφη» και μαζευόταν σε, στα δρομάκια, σε αυτά και αυτή τους πέταγε κουφέτα και τα παιδάκια μάζευαν από κάτω, από το χώμα τα κουφέτα και τα 'τρωγαν. Ή πολλές φορές οι κοπέλες, επειδή ντρέπονταν ή μην τις δει κανένας ή μην τις κλέψει κανένας, τρύπωναν πίσω από τους θάμνους και κοίταζαν τη νύφη που πέρναγε. Ναι, γιατί δεν τους άφηναν να... Τα κουφέτα τα έλεγαν και ζαχαράτα, ξέρεις, «Να δούμε κανένα ζαχαράτο, να φάμε κανένα ζαχαράτο», έτσι τα μάζευαν κάτω από το χώμα και τα 'τρωγαν. Ένας, όταν γινόταν το μυστήριο και μετά, ένας ήταν ο συγχαριάτης που λέμε. Αυτός τι έκανε; Έφευγε μπροστά, η μητέρα του γαμπρού δεν πήγαινε στα στέφανα συνήθως.
Γιατί;
Καθόταν στο σπίτι, περίμενε τη νύφη και έτσι περίμενε τη νύφη και καθόταν στο σπίτι να την περιμένει. Και έφευγε ο συγχαριάτης και πήγαινε, τώρα πιο νωρίς από τους άλλους και τους λέει: «Έρχεται η νύφη», ότι έγινε ο γάμος, πήγαν όλα καλά και θα έρχεται η νύφη, έτσι; Και αυτόν τον κερνούσαν, του έδινε δώρο, κάποιο δώρο η πεθερά που περίμενε τη νύφη. Και όταν έρχονταν, έλεγαν: «Έβγα, κυρά και πεθερά, να δεις την πέρδικά σου». Όταν έφτανε η νύφη, έριχνε το μήλο στην αδελφή του γαμπρού. Έφτιαχναν μήλο και πάνω είχαν χρήματα, αλλά αυτά τα χρήματα που είχαν δεν έπρεπε να κάνουν σταυρό, σχέδιο σταυρού, γιατί ήταν χαρούμενο. Ξέχασα να πω ότι και εδώ στα ορεινά έδιναν και οι γαμπροί, όταν πήγαιναν στη νύφη, να πάρουν τη νύφη, έδιναν και αυτοί μήλο και το έδιναν συνήθως στους συγγενείς, κατάλαβες; Στην αδελφή της νύφης, σε κάποιον δικό τους άνθρωπο το έδιναν. Έδιναν και αυτοί μήλο και η νύφη, όταν κατέβαινε έπρεπε να δώσει, να ρίξει το μήλο και ο πεθερός αναλάμβανε να κατεβάσει τη νύφη από το άλογο. Τότε έπρεπε, η νύφη έλεγε: «Παίζω μήλο, παίζω ρόδι» ή «Ρίξε μήλο, ρίξε ρόδι και κατέβα κατά γης, δεν ξεπεζεύω, καμαρώνω, θέλω κέρασμα πολύ απ' τον πρώτο συγγενή». Και τότε ο πεθερός τι έκανε; Έπρεπε να τάξει κάτι στη νύφη και έλεγε: «Θα σου δώσω το τάδε κλήμα, θα σου δώσω το τάδε, μια αχλαδιά, ένα, μια μηλιά», ξέρω 'γώ, ανάλογα τι είχε η περιοχή και έτσι κατέβαινε και μπορεί να είχε το κτήμα αλλουνού και το κλήμα να ήταν της νύφης που ήρθε. Επίσης, της έδιναν κουφέτα και ρύζι και τα έριχνε τρεις φορές σταυρωτά προς τα πίσω, έτσι; Σταυρωτά τρεις φορές και έσπαγε με το πόδι το πιάτο που της έδιναν, να δουν αν είναι δυνατή η νύφη και την τάιζαν μέλι, η πεθερά την τάιζε μέλι για να 'ναι γλυκιά. Την έβαζαν να καθίσει σε μια καρέκλα και της πήγαινε τον καφέ ένα αγόρι συνήθως, έτσι; Για να 'ναι καλοτύχερο αυτό και η νύφη κερνούσε κάτι ή χρήματα, ό,τι είχε, τα είχε προετοιμάσει δηλαδή τι θα κεράσει. Το βράδυ γινόταν το μεγάλο γλέντι στο σπίτι του γαμπρού, έβραζαν τη γίδα, την προβατίνα στο καζάνι με ρύζι, μακαρόνια και τους έδιναν διάφορες ευχές να ζήσουν και στον νονό τού έλεγαν: «Πάντα άξιος». Τι έκαναν τώρα; Για να δουν αν είναι η νύφη φαγανή, το βράδυ της μέτραγαν τις χαψιές, πόσες μπουκιές δηλαδή, πόσες χαψιές θα φάει. Και έλεγαν να δουν αν είναι οικονόμα η νύφη. Και τα παιδιά τα μικρά καθόταν από την άκρη και τραγουδούσαν και κοίταζαν πόσο θα φάει η νύφη, αν θα φάει πολύ. Επίσης, τραγουδούσαν τραγούδια της τάβλας, χορεύαν η νύφη, ο γαμπρός, όλοι οι στενοί συγγενείς αλλά τους κρατούσε όλους να χορέψει η νύφη, έπρεπε να τους κρατήσει όλους και όταν η νύφη, όπως καθόταν στην καρέκλα, από ένας που σηκωνόταν, πρωτομπάρμπας, σηκώνονταν και έκανε υπόκλιση, προσκυνούσε. «Προσκύνησε η νύφη;», έλεγαν. Κατάλαβες; Σε κάθε έναν που σηκωνόταν, σηκώνονταν όρθια και έκανε υπόκλιση, προσκυνούσε. Αυτό ήταν ένδειξη σεβασμού, έτσι; Τα μεσάνυχτα μετά, τι γινότανε; Μοιραζότανε το κανίσκι του νονού, το κανίσκι του νονού, δηλαδή το ψωμί, την κουλούρα, την έκοβαν κομματάκια, το κρασί, τα γλυκά και το κρέας. «Τώρα», έλεγαν, «είναι το κρέας του νονού, είναι το ψωμί του νονού, είναι τα γλυκά του νονού» και του τραγουδούσαν να του ζήσουν και του έδιναν ευχές να περιμένει και να βαφτίσει. Η νύφη έπρεπε να έχει όμως, να έχει και το γλυκό μαζί της για να κεράσει μετά το φαγητό, έπρεπε να κεράσει όλους του καλεσμένους και να 'χει και συνήθως ήταν ραβανί είπαμε ή μπορεί, ανάλογα στην περιοχή. Στους γάμους, όμως, εδώ στα χωριά τα ορεινά επειδή το βράδυ εκεί που ετοιμάζονταν να πάνε να πάρουν τη νύφη ή αυτό, δεν είχαν τον τρόπο και έφτιαχναν τηγανίτες και μας έλεγαν, κάποιος είχε έρθει εδώ εδώ στα ορεινά της Άρτας σε ένα γάμο και έλεγαν: «Μας κέρασαν τηγανίτες» και γελάγαμε εμείς, δεν φτιάχναμε τηγανίτες σε τέτοια. Ή κερνούσαν πασμάτια, τα πασμάτια ήταν σύκα, αυτά τα ήλιαζαν, μετά, αφού τα ήλιαζαν όλα, τα έβραζαν και τα 'κοβαν κομματάκια και τα 'καναν, τα ήλιαζαν πάλι με καρύδια μέσα, τα ανακάτευαν με καρύδια και τα ήλιαζαν πάλι και γινόταν μικρά, πώς φτιάχνουμε σήμερα τις μπάρες δημητριακών, έτσι. Και με αυτά κερνούσαν, περνούσαν τα βράδια που πήγαιναν στης νύφης και στον γαμπρό στο σπίτι, δεν είχαν να κεράσουν κάτι άλλο, φαγητά και τέτοια, και κερνούσαν αυτά και όταν τραγουδούσαν, όταν κερνούσε ο νονός: «Κέρνα μας, κυρ νονέ, κέρνα μας. Το πίνει, το πίνει, μια σταλιά, δεν την αφήνει, το πίνει η νύφη το κρασί, μια σταλιά δεν την αφήνει». Είναι το τραγούδι αυτό. Και είπαμε το πρωί άρχιζαν μετά σε όλους τους καλεσμένους να δίνουν το γλυκό, το πρωί, όμως, είχε κι άλλη δουλειά η νύφη. Έπρεπε να ξεδιπλώσει όλα τα προικιά, να τα δουν οι καλεσμένοι, να δουν τι προίκα έχει. Και της έδιναν ευχές, έπρεπε να έχει το γλυκό της, τον καφέ της, όλα. Και έλεγε: «Σε όσους γάμους κι αν επήγα, τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα, ο γαμπρός σαν το μεράκι και τη νύφη σαν πουλάκι». Τότε το πρωί έδινε και τα ζώσματα στους συγγενείς, ζώσματα τα 'λεγαν αυτά τα ρούχα, τα πράγματα που έδιναν. Στα πεθερικά, στον νονό, στις κουνιάδες, στα κουνιάδια κερνούσε η νύφη τον καφέ και την κερνούσαν χρήματα αυτοί. Τους έδινε καφέ, έπρεπε δηλαδή να 'χει μαζί της και τον καφέ και τη ζάχαρη, όπως ερχόταν από τη μάνα της να τα 'χει αυτά, όλα μαζί της. Και η πεθερά για να δει αν είναι καλή νοικοκυρά, το πρωί την έβαζε να κάνει και πίτα, να δει αν ξέρει να φτιάχνει φαγητό, αν ξέρει να μαγειρεύει, έτσι; Την έβαζε το πρωί πρωί να φτιάχνει το φαγητό. Γινόταν πολλά βέβαια, πολλές φορές γινόταν ο γάμος, τα παράταγαν όλα μετά οι συγγενείς και έπρεπε άντε να πλύνεις όλα τα πιάτα, η νύφη η κακομοίρα πρώτη φορά στο σπίτι να πλύνει όλα τα ρούχα αυτά που είχαν στρώσει κάτω για να καθίσουν όλοι οι καλεσμένοι και να τα βάλει σε μια σειρά κι έπρεπε να δείξει και το μετά, που θα κοιμόταν με τον άντρα της, να της δείξει και το πουκάμισο στην πεθερά ότι είναι εντάξει. Γιατί μετά υπήρχαν όλα αυτά τα παρατράγουδα που υπήρχαν, έτσι; Μετά από μέρες, σε πολλά χωριά εδώ το νιόπαντρο ζευγάρι επισκέπτονταν την οικογένεια της νύφης ύστερα από οκτώ μέρες, πήγαιναν δηλαδή, δεν πήγαιναν γρηγορότερα. Πήγαιναν ύστερα, τους καλωσόριζαν, τους κέρναγαν τηγανίτες με μέλι. Όταν πήγαιναν στο σπίτι τα νιόγαμπρα ή στους μπαρμπάδες ή στις θειάδες, τους έριχναν ζάχαρη στο κεφάλι για να είναι γλυκείς, να είναι γλυκείς και άσπροι να γεράσουν. Το[01:00:00] ίδιο καλωσόρισμα και από τους πρωτομπαρμπάδες. Για να δείξουν στο νέο ζευγάρι ένδειξη τιμής. Σαράντα μέρες πήγαιναν στην εκκλησία, σαράντα, ύστερα από σαράντα μέρες και προσκύναγαν την εικόνα και δεν άναβαν κερί, δεν ανάβουν κερί, όταν πάνε τα νιόγαμπρα στην εκκλησία. Στον Βάλτο, το είχαν διαφορετικά. Στις οκτώ μέρες πήγαινε ο γαμπρός στα πεθερικά και τους έλεγε πώς περνάει η νύφη και στις δεκαπέντε μέρες πήγαιναν να εκκλησιαστούν χωρίς άναμμα κεριού και στις είκοσι θα, στις είκοσι δύο γίνονταν τα πιστρόφια. Οι γονείς και οι συγγενείς της νύφης υποδέχονταν με ψημένα αρνοκάτσικα και έτσι γίνονταν η επίσκεψη του ζευγαριού. Τους έλεγε ύστερα από είκοσι δύο μέρες: «Θα 'ρθειτε». Δηλαδή αυτοί πήγαιναν ύστερα από δεκαπέντε μέρες στην εκκλησία, οι άλλοι πήγαιναν ύστερα από σαράντα μέρες. Και τότε, στα πιστρόφια, έπαιρναν και τα γίδια, τα πρόβατα, ό,τι, τότε τα 'παιρναν, δεν τα 'παιρναν με τον γάμο. Στα πιστρόφια τούς έδιναν και ζώα και όλα αυτά που είχαν, που τους είχαν τάξει. Πολλές φορές, τι έκαναν οι κοπέλες; Πάντοτε άφηναν ή μια κουβέρτα ή μια γίδα, κάτι άφηναν στους γονείς, τους τα άφηναν σαν δώρο στους γονείς, αλλά γινόταν και πολλά παρατράγουδα, γιατί πολλοί δεν είχαν σχέσεις, δεν ήξεραν από σχέσεις ανδρών-γυναικών και μάλιστα μία μου 'λεγε, είχε παντρευτεί και δεν είχε πάει καθόλου ο άντρας της, είχε είκοσι μέρες δεν κοιμήθηκαν μαζί καθόλου και του 'λεγε: «Έλα να κοιμηθούμε μαζί», του 'λεγε: «Έλα να κοιμηθούμε μαζί», «Τι να κάνουμε;», της λέει, «Τι να κάνουμε;». Του λέει: «Να κοιμηθούμε». Μετά απηύδησε η γυναίκα και λέει: «Τι να κάνουμε; Ό,τι κάνει η προβατίνα, το κριάρι στην προβατίνα», του λέει. Δεν είχαν, δεν ήξεραν δηλαδή από σεξουαλικές σχέσεις και τέτοια. Ναι, γινόταν πολλά παρατράγουδα και τότε και με τα, τι άλλο θα ήθελες;
Αυτά, όλα αυτά τα έθιμα ποιες περιοχές αφορούν κυρίως;
Αυτά εδώ, Ήπειρο, Τετράκωμο και αυτά και απ' τον Βάλτο.
Και πώς μαζέψατε αυτές τις πληροφορίες;
Έχω πάρα πολλές, κι άλλα τραγούδια, κι άλλες πληροφορίες πολλές.
Από προφορικές μαρτυρίες;
Ναι, όχι, τα 'χω μαγνητοφωνημένα όλα από μαρτυρίες. Οι περισσότερες ήταν ενενήντα πέντε - ενενήντα χρονών, έχουν φύγει βέβαια οι περισσότεροι από τη ζωή τώρα, αλλά τα είχα μαγνητοφωνήσει όλα, και τραγούδια, πάρα πολύ ωραία και όπως τα τραγούδαγαν κιόλας οι γιαγιάδες.
Ωραία. Ωραία, ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες.
Τώρα δεν ξέρω, δεν τα είπαμε όλα.
Και που συμμετείχατε και στο Istorima. Ευχαριστώ πολύ.
Ευχαριστώ. Να 'στε καλά! Και ό,τι άλλο θέλετε, εδώ θα 'μαστε. Μπορεί να ξεχάσαμε κι άλλα, δεν πειράζει, τα πολλά τα είπαμε.
Φωτογραφίες

Ζώνη
Ζώνη αλόγου της νύφης

Στέφανα
Χειροποίητα στέφανα γάμου
Περίληψη
Η Χριστίνα Γκαναβία αναφέρεται στην ασχολία της με τα έθιμα του γάμου και την εργασία που οργάνωσε στο σχολείο, καθώς και σε ιστορίες και στη συνήθεια γύρω από το έθιμο του προξενιού και τον ρόλο του προξενητή. Δίνει πληροφορίες για τη φορεσιά της νύφης, αλλά και για τη διαδικασία του αρραβώνα. Περιγράφει τα αντικείμενα από τα οποία αποτελούνταν η προίκα και την υπογραφή του προικοσύμφωνου, όπως επίσης και την προετοιμασία και τις διαδικασίες που προηγούνταν του μυστηρίου του γάμου. Δεν ξεχνάει να μας μυήσει στα έθιμα της κουλούρας, των γλυκών και στα προεόρτια του γάμου. Μαθαίνουμε για την προετοιμασία της νύφης και του γαμπρού, για τα τραγούδια που συνήθιζαν να λένε κατά τη διάρκειά της, καθώς και για τα επακόλουθα της γαμήλιας τελετής.
Αφηγητές/τριες
Χριστίνα Γκαναβία
Ερευνητές/τριες
Αικατερίνη Κούκου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/03/2020
Διάρκεια
63'
Περίληψη
Η Χριστίνα Γκαναβία αναφέρεται στην ασχολία της με τα έθιμα του γάμου και την εργασία που οργάνωσε στο σχολείο, καθώς και σε ιστορίες και στη συνήθεια γύρω από το έθιμο του προξενιού και τον ρόλο του προξενητή. Δίνει πληροφορίες για τη φορεσιά της νύφης, αλλά και για τη διαδικασία του αρραβώνα. Περιγράφει τα αντικείμενα από τα οποία αποτελούνταν η προίκα και την υπογραφή του προικοσύμφωνου, όπως επίσης και την προετοιμασία και τις διαδικασίες που προηγούνταν του μυστηρίου του γάμου. Δεν ξεχνάει να μας μυήσει στα έθιμα της κουλούρας, των γλυκών και στα προεόρτια του γάμου. Μαθαίνουμε για την προετοιμασία της νύφης και του γαμπρού, για τα τραγούδια που συνήθιζαν να λένε κατά τη διάρκειά της, καθώς και για τα επακόλουθα της γαμήλιας τελετής.
Αφηγητές/τριες
Χριστίνα Γκαναβία
Ερευνητές/τριες
Αικατερίνη Κούκου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/03/2020
Διάρκεια
63'