Η Τασία-Λιβέρη Μπράτη αφηγείται: Το Κερί Ζακύνθου και οι Κεριώτες ήρωες
Ενότητα 1
Οι ιστορίες του βιβλίου
00:00:00 - 00:08:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι, ναι. Ωραία. Καλησπέρα. Καλησπέρα, μάνα μου. Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας; Ναι. Με λένε Τασία, Λιβέρη το πατρικό μου. Σύζυγός …πό δω τελειώσαμε. Τώρα, το ‘χεις κλείσει; Όχι, όχι. Δεν χρειάζεται. Μην ανησυχείτε. Τελειώσαμε το δικό μου και τώρα αρχινάμε το θέμα μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Τα περιεχόμενα του βιβλίου
00:08:47 - 00:16:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε, πριν αρχίσουμε το άλλο το θέμα, να μου πείτε λίγο περισσότερο για το πώς σας μείναν όλες αυτές οι ιστορίες για να γράψετε, να φτάσετ…πολύ, αλλά παίρνεις μιαν εικόνα πώς ήταν η ζωή, πώς ένιωθε ο καθένας. Ναι, ναι. Πώς ένιωθε για τη μάνα, που φιλοξενούσε ξέρω γω, ναι. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ο θησαυρός των λόγγων
00:16:11 - 00:37:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπέροχο. Αυτά. Υπέροχο το υλικό αυτό. Πάρα πολύ ωραία. Ναι. Αυτός είναι ο Βρεττός που σου είπα ότι ήταν ο γείτονας. Και αυτός είναι που σ…έμα. Τώρα, μας υποσχεθήκαν αυτοί που ψηφιούνται ότι θα κάμουν ότι μπορούνε. Εγώ δεν πιστεύω και κανέναν, αλλά εν πάση περιπτώσει. Τι να πω;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Το βίντεο των κεριώτικων εθίμων και οι αναμνήσεις
00:37:50 - 01:02:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θες να πούμε τα τραγούδια; Ναι. Και θα τα βάλεις εσύ καθώς θέλεις. Δύο θα πούμε. Δεν θα πούμε παραπάνω. Ωραία. Αυτά τα γράψατε. Και αν θ…προσπάθεια και θετική σκέψη και μην εγκαταλείπεις στην πρώτη δυσκολία τα πράγματα. Υπάρχει και δεύτερη ευκαιρία πάντα. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Ναι, ναι.
Ωραία. Καλησπέρα.
Καλησπέρα, μάνα μου.
Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;
Ναι. Με λένε Τασία, Λιβέρη το πατρικό μου. Σύζυγός μου το Σταύρος Μπράτης. Περίπου 55-60 χρόνια είμαστε μαζί.
Υπέροχα.
Είναι πάρα πολλά. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και πέρασα όλη μου τη ζωή εδώ, στο Κερί. Πολύ καλή μαθήτρια στο Δημοτικό Σχολείο Κερίου. Αγαπούσα ό,τι είχε σχέση με γράμματα, με τραγούδι, με χορό. Δυστυχώς, οι συγκυρίες, οι δύσκολες εποχές δεν μου επέτρεψαν να προχωρήσω στο Γυμνάσιο, παρόλο που το επιθυμούσα πάρα πολύ. Παντρεύτηκα πολύ νέα. Ο άντρας μου είναι ο εργατικότερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Μαζί του… μαζί, δουλέψαμε πολύ σκληρά στα χωράφια σχεδόν όλα μας τα χρόνια. Αργότερα, ασχοληθήκαμε με τον τουρισμό. Δουλέψαμε και σε αυτό πολύ σκληρά. Αποκτήσαμε δύο κόρες και τέσσερα εγγόνια. Είναι ό,τι πολυτιμότερο μας έδωσε η ζωή. Περάσαμε κόπους και βάσανα, αλλά και πολλές χαρές. Ταξιδέψαμε πολύ, τραγουδήσαμε, χορέψαμε, έχουμε ζήσει μία ζωή που χορτάσαμε τα πάντα. Εγώ, πάντα, το ποτήρι το βλέπω μισογεμάτο. Με συγκίνηση, απόψε, σε δέχομαι σπίτι μου, γιατί μ’ αρέσει να βρίσκομαι με νέους. Νιώθω ακόμα νέα και ας είμαι 76 χρονών. Ευχαριστώ, με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη, την οικογένειά μου και την οικογένεια της αδελφής μου, που με στήριξαν με κάθε τρόπο, πάντα με αγάπη, στις αναζητήσεις και στα θέλω μου. Και ευχαριστώ όλους όσους μου έχουνε παινέσει το βιβλίο μου, που το νιώθω κι εκείνο σαν παιδί μου. Σε ευχαριστώ που είσαι απόψε εδώ, σπίτι μου και θα σου μιλήσω, λίγο, για τη ζωή μου, παράλληλα με το πώς έγραψα αυτό το βιβλίο. Οι πρώτες αναμνήσεις της ζωής μου, στη γειτονιά του Φανερού, στο Κερί, είναι ότι εγώ, από μικρό παιδί, μου άρεσε να τραγουδώ και να χορεύω. Και όταν αργότερα άρχισα το Δημοτικό στο σχολείου του Κεριού, ένας ανεπανάληπτος δάσκαλος, ο Γιάννης ο Βάτος μού πέρασε μια ελκυστική συνήθεια, που τη συνέχισα σε όλη μου τη ζωή χωρίς σταματημό και που με κάνει πάντα ευτυχισμένη, το εξωσχολικό διάβασμα, κάτι που μου καλλιέργησαν, επίσης, οι δυο αξέχαστες νόνες μου. Μεγάλωσα εγώ και η αδελφή μου σε μία πολυμελή οικογένεια με γονείς, παππούδες, μπαρμπάδες και ξαδέλφια. Εκτός από το διάβασμα, μου άρεσε πάρα πολύ να ακούω τις ιστορίες των μεγάλων: συγγενών, φίλων και γειτόνων. Κατάφερνα να τα συγκρατώ στο μυαλό μου και να μην τα ξεχνάω. Απέκτησα, επίσης, αρκετές εμπειρίες από πολλά ταξίδια που έκανα. Όμως, πάντα, με επηρέαζε η ομορφιά της φύσης του Κεριού και περνώντας τα χρόνια, αρκετά μεγάλη πια, άρχισα να γράφω κάποιους στοίχους. Στην αρχή, για χαρές, για λύπες, για γνωστούς, για να, για γεγονότα που συνέβαιναν στη χώρα μας, περισσότερα όμως για τη Ζάκυνθο και κυρίως για το Κερί και τους ανθρώπους του. Οι διηγήσεις για τους πολέμους, την Κατοχή και τους πεσόντες του Κεριού με είχαν επηρεάσει πολύ. Ένιωθα γι’ αυτούς πίκρα και λύπη μαζί με περηφάνια και παρόλο που έχω αρκετά άλλα γραπτά, αποφάσισα να κάνω βιβλίο ό,τι είχα ακούσει για τη ζωή και το θάνατό τους. Όπως τα άκουσα, έτσι τα έγραψα. Ένιωσα σαν να τους είχα γνωρίσει. Με σεβασμό και δέος αναφέρομαι σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους για καλύτερη και μεγαλύτερη πατρίδα, που τη χαιρόμαστε όλοι εμείς και που ελπίζω οι επόμενες γενιές να την κάνουν καλύτερη. Αναφέρομαι σε 18 στρατιώτες, που έχασαν τη ζωή τους στους πολέμους, πώς ζούσαν στο τόπο τους, ποια ήταν τα όνειρά τους, όταν έφτασε η ώρα που τους καλούσανε να πολεμήσουν. Άλλοι αφήσανε πίσω τους παιδιά, άλλοι μόνο την ανάμνησή τους. Νέες κοπέλες που έμειναν χήρες μόλις 24 ετών, που έπειτα από τους θανάτους των συντρόφων τους, έζησαν μόνες για όλη τους τη ζωή. Μανάδες πονεμένες, που δεν ξέχασαν τα παιδιά τους μέχρι το θάνατό τους. Και που αφήναν παραγγελία να τους βάζουν μαζί τους ό,τι αντικείμενο υπήρχε από τα παιδιά τους στο σπίτι ή τα γράμματα που είχαν λάβει από αυτούς. Αναφέρομαι, επίσης, για κάποια τραγικά δυστυχήματα που είχαν συμβεί την εποχή της Κατοχής στο Κερί. Για απλούς ανθρώπους που πρόσφεραν μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα με απλότητα και ανιδιοτέλεια. Επίσης, υπάρχουν κάποιοι στοίχοι που αναφέρονται σε χαρίσματα των ανθρώπων αυτών. Υπάρχουν γράμματα και φωτογραφίες των στρατιωτών της εποχής εκείνης. Διαβάζοντάς το και ενώ δεν τους γνωρίζετε, σκεφτείτε ότι κάποιοι δικοί σας παππούδες θα έχουν μιλήσει και σε εσάς για συγχωριανούς ή γείτονες πεσόντες, που μοιάζουν με τους Κεριώτες πολεμιστές. Μνημόσυνο είναι οι στίχοι από το μοιρολόι που θα σας πω για όλους τους Έλληνες που σκοτώθηκαν για λευτεριά. Με το μοιρολόι έκλαιγαν τους νεκρούς τους, τα παλιά χρόνια και ιδίως τους νέους. Αυτό το μοιρολόι το έγραφα για το λεβέντη γιο της νόνας μου, που χάθηκε με το υποβρύχιο «Πρωτέας» και αναφέρεται και στο βιβλίο». Θες να το πω σαν μοιρολόι;
Ναι, αν θέλετε ναι. Πολύ θα μου άρεσε.
«Το στόμα που τραγούδαγε και έψελνε σαν αηδόνι. Μες του Οτράντο τα νερά σφάλισε και γιατσώνει. Σφάλησε και γιατσώνει. Να γύριζες, παιδάκι μου, που νιώθω τόσο μόνη. Μην ανταριάζεις θάλασσα τα γαλανά νερά σου. Έχεις παλικαριών κορμιά στα βάθη τα πικρά σου. Έχεις παλικαριών κορμιά στα βάθη τα πικρά σου». Αλλά επειδή το θάνατο ακολουθεί η Ανάσταση, θα πούμε ένα τραγούδι, για να θυμίσουμε σ’ αυτούς που λείπουν ότι υπάρχει ζωή, υπάρχει συνέχεια σε αυτό το χωριό. «Εσείς εκεί που είστε ψηλά για μας προσευχηθείτε και τις κουρτίνες τ’ ουρανού τραβήξτε να μας δείτε. Και αναπαυτείτε ήρεμα στην αγκαλιά του δυόσμου που το Κερί έγινε γνωστό στις γειτονιές του κόσμου».
Είναι πολύ συγκινητικό.
Έτσι μου ‘πανε εκείνο το βράδυ. Έκλαψα, αλλά τώρα εξέχασα ένα που ήτανε για τη Ζάκυνθο. Θα το πούμε μετά δεν πειράζει. Ναι. Εντάξει. Από δω τελειώσαμε. Τώρα, το ‘χεις κλείσει;
Όχι, όχι. Δεν χρειάζεται. Μην ανησυχείτε.
Τελειώσαμε το δικό μου και τώρα αρχινάμε το θέμα μας.
Θέλετε, πριν αρχίσουμε το άλλο το θέμα, να μου πείτε λίγο περισσότερο για το πώς σας μείναν όλες αυτές οι ιστορίες για να γράψετε, να φτάσετε να γράψετε το βιβλίο; Και λίγο τα διαδικαστικά, δηλαδή πόσο καιρό σας πήρε.
Όχι, δεν μου πήρε καιρό πολύ. Τα γραψίματα… άκου. Οι ιστορίες αυτές τις άκουσα από τη μάνα μου, από τον πατέρα μου, τη νόνα μου και από όλους τους Κεριώτες, που λέγανε και για γείτονες και για στου δικούς τους ανθρώπους. Ναι. Έπειτα από πολλά χρόνια εγώ, όταν… δεν έγραφα από την αρχή, απ’ όταν άκουγα εγώ, μετά το ’50, που άκουγα τσι ιστορίες αυτές. Αν ετότε ενδιαφερόμουνα και το ‘κανα αυτό το πράγμα, θα ‘γραφα πολύ περισσότερα, γιατί ζούσαν οι ανθρώποι και μπορούσα να μάθω και άλλα. Ναι. Τέλος πάντων, μετά όμως από κάποιο καιρό μου, μου σοφίστηκε. Μ’ είχε περάσει πάρα πολύ και η μάνα μου, που ‘χε χαθεί ο αδερφός της και το είχανε πένθος, δηλαδή ήταν όλοι… το πένθος ήτανε συνεχές. Και άρχισα και τα ‘χα γράψει, τώρα, περίπου 10 χρόνια. Και παραπάνω, μπορεί, 15, 13. Και είχε έρθει η κοπέλα εδώ… [00:10:00]όλο το ‘λεγα πως θα το φτιάξω βιβλίο, αλλά δεν ήξερα πώς να χειριστώ τα τεχνικά πράγματα. Εγώ ήξερα να το γράφω έτσι. Αφού σκέφτηκα πολλές να το κάμω χειρόγραφο και να το αφήσω να βρίσκεται. Αλλά με παρότρυναν και οι κόρες μου και η κοπέλα αυτή μου λέει: «Είναι κρίμα». Ναι. «Να το κάμουμε βιβλίο». «Να το κάμουμε». Κι έτσι έγινε, πέρυσι. Τον περασμένο Φλεβάρη τελείωσε το βιβλίο. Το ‘δωσα εγώ νωρίτερα. Ξεχάσαμε και κάποια πράγματα, γιατί άμα δεν είσαι και κοντά, αλλά έστειλα κάποιες φωτογραφίες, ένα κείμενο που μου είχε γράψει, μία σελίδα, ένας που ήθελα. Γι’ αυτό σου λέω. Θα ‘τανε πολύ ωραιότερο να βρω 20 ανθρώπους, να μου γράψουν τι θυμόντουσαν από την ημέρα της επιστράτευσης στο Κερί. Ναι. Άλλοι δεν θέλανε, άλλοι… ολιγώρησα κι εγώ. Δεν έτρεξα νωρίτερα. Άμα γεράσει ο άνθρωπος, δεν σου δίνει και πολλή απάντηση. Ναι.
Άρα, είναι τώρα ιστορίες ανθρώπων…
Αληθινές. Δεν έχω παραγράψει, κάτι γράψει παραπάνω. Ό,τι μου ‘πανε. Αν μου ‘πανε ψέματα, το λέω και εγώ. Είναι μία ιστορία του καθενός και σε κάποιους έχω γράψει και κάποια στιχάκια, έτσι, που μου ‘ρχόντουσαν και είναι και κάποια γεγονότα που καήκανε κάποιες γυναίκες, με βενζίνη, στην Κατοχή, που ένας άνθρωπος, απλούστατος, απλός πήγαινε από του Λούντζη την οικογένεια κάτου, στο υποβρύχιο το «Παπανικολής», που ‘τανε στη θάλασσα του Κεριού, στο Νότο. Έγραφα, κάθε μέρα, με ένα σακούλι μέσα απ’ τη μύτη των Γερμανών, γιατί οι Γερμανοί είχανε βάση στο Φανάρι του Κεριού. Και είχανε, δηλαδή, οι Κεριώτες… τσου ‘χαν απάνω απ’ το κεφάλι τους. Συνέχεια τσου μαζεύανε για αγγαρείες, τσου μαζεύανε για... κάποια τέτοια γεγονότα, 4-5 γεγονότα. Ένας που του βρήκαν ένα ντουφέκι και επειδή το βρήκαν τον φυλακίσαν. Πέθανε στη φυλακή. Γιατί είχα όλοι ντουφέκια. Τα μαζέψαν όλοι και εκείνος το κράτησε πώς θα σκοτώνει κάνα πουλί για φάει. Θα τ’ ακούσεις και εδώ, τώρα, τι λέμε για τα πουλιά, ότι ήτανε πηγή ζωής για του ανθρώπους. Βρόχια, ξεβρόχια, βάρβαρο ξεβάρβαρο ήτανε να…
Αναγκαία.
Αναγκαία, ναι. Κατάλαβες; Αυτό είναι. Και έτσι το ‘γραψα το βιβλίο αυτό. Δεν είναι τίποτα. Είναι απλό, αλλά είναι με αγάπη, διαβάζεται. Είναι, είναι για απλούς ανθρώπους και για… είναι και ένα μνημόσυνο θα έλεγα γι’ αυτούς τους ανθρώπους, για να μην ξεχαστούν. Αυτά είναι τα δικά μου. Ρώτησε με, αν θέλεις κάτι. Κι εγώ θα μου διαφεύγει.
Πώς… μην ανησυχείτε. Πόσες ιστορίες έχουμε, περίπου, μέσα στο βιβλίο;
Είναι όσοι είναι και οι νεκροί. 18 κι ένας που είχε ξεχαστεί. Δεν θυμάμαι αν είναι ο 18ος. Τον εβρήκα στην πορεία, που έψαχνα. Δεν είχε γραφτεί στο ηρώον, γιατί εγώ τα ονόματα τα σήκωσα από το ηρώον του Κεριού και το βρήκα σε ένα έντυπο, που έγραφε «Ορεινές Διαδρομές». Και γράφει: «Ματθαίος Λιβέρης». Ήξερα το όνομα. Ήξερα τη γιαγιά που είχε χηρέψει, αλλά δεν ήξερα πως σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ρώτησα και άλλον έναν, πιο μεγάλο εδώ, στο Κερί και μου το βεβαίωσε, ότι ναι, είναι αυτός. Και πρέπει να είναι… 19 ιστορίες είναι για τους ανθρώπους αυτούς. Για έναν-έναν χωριστά. Όχι πολλά πράγματα, ό,τι ήξερα.
Αυτό.
Ό,τι ήξερα. Πιο πολλά για τον θείο μου που ήξερα, για έναν άλλον που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο και για έναν γείτονα, για ένα «Βρεττό», που τον έλεγε όλο η νόνα μου, που ήτανε καλό παιδί, που ήτανε… γι’ αυτό έχω πιο πολλά λίγο. Τα άλλα είναι… δηλαδή, ό,τι μπόρεσα και μάζεψα.
Ναι.
Ό,τι μπόρεσα. Έτσι είναι.
Πολύ ωραία.
Έτσι είναι τα πράγματα.
Και σε βάθος χρόνου, λοιπόν, γραφτήκανε οι ιστορίες.
Ναι. Γραφτήκανε και τσι ‘χα φυλαμένες. 10 χρόνια, 13 σου ‘πα. Τσι γραψα τότε. Όταν… ξέρεις πότε μου μπήκε; Όταν κάναμε αυτά τα βίντεο που σου είπα, μου μπήκε, ότι πρέπει να το κάνω κι αυτό. Να που γίνεται! Αλλά εδώ εμείς τα σηκώναμε. Τα λέγαμε. Ήτανε πρόχειρο. Δεν ήτανε βιβλίο. Ήθελε τυπογραφία, ήθελε κάποιος να έχει γνώσεις γραφίστα και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Ναι. Το διόρθωσε η κοπέλα εκείνη. Όχι διόρθωμα. Απλώς, κάποιες λέξεις. Δεν χρειάστηκε. Τα συντακτικά και γραμματική καλή πρέπει να τη διορθώσει ένας φιλόλογος. Δεν είναι εύκολα πράγματα. Και ιδίως για μένα, ναι.
Και τις φωτογραφίες που έχετε;
Ναι. Οι φωτογραφίες που έχω είναι οι πιο πολλές του μπάρμπα μου. Μου δώσανε κι άλλοι χωριανοί, αλλά άλλοι δεν είχανε δυστυχώς. Και δυστυχώς, ξεχάσαμε. Δύο που σου ‘πα ότι έστειλα κάποια γραπτά και φωτογραφίες αυτές τσι ξεχάσαμε και τις ανακαλύψαμε, όταν είχε τυπωθεί το βιβλίο. Ενός αεροπόρου ο οποίος ήτανε γαμπρός στο Κερί. Δεν ήτανε Κεριώτης. Και τον έβαλαν κι αυτό. Που ‘χε πάρει μια δασκάλα, η οποία… ξέρεις. Εκείνη την εποχή, δασκάλα ήτανε δυσεύρετη. Στο Κερί πρώτη ήταν αυτή. Και ήταν Τσιριγώτης από το Ρόιδο, εδώ απ’ τους Αμπελοκήπους. Και την ξέχασα τη φωτογραφία αυτή. Αυτός είχε δραπετεύσει από τη Τουρκία, είχε κάμει ανδραγαθήματα και στο τέλος τον σκοτώσανε κιόλας. Και κανείς δεν ξέρει ποιος, αν και μου είπε… το θεώρησα, επειδή είχε πάρει γυναίκα απ’ το Κερί. Μάλιστα, ήτανε θεία τσι πεθεράς μου αυτή. Του Κουκή ήταν αυτή. Και τον έγραψα, αλλά δεν έβαλα τη φωτογραφία του. Δεν έβαλα τη φωτογραφία. Και έχω κάποιες άλλες φωτογραφίες μέσα και τα γράμματα που έστελνε… ο γιος της, τσι γιαγιάς μου, ήταν πρωτύτερα στο Ναυτικό. Επήγε να… κατετάγη, πήρε προαγωγή και έλεγε ότι θα κάτσει κι άλλο, να πάρει βαθμούς και να σπουδάσει. Και όταν ετελείωσε… ήταν χαρισματικό παιδί. Και όταν ετελείωσε, όταν έφευγε να πάει να - σου λέω μέσα από το βιβλίο - να πάει να πάνε να πολεμήσουν με το υποβρύχιο, του ‘πε ένας ξάδερφος εκεί «Μην φύγεις. Είναι πόλεμος και είναι…», αλλά και αυτός 26 χρονών, τώρα, λέει: «Θα πάω για την πατρίδα» να λένε πως λιγοψύχησα και τα λοιπά. Τα γράμματα, λοιπό, που έστελνε στη μάνα του… ήταν ένα πακέτο τόσο και άφησε παραγγελία να τσι τα βάλουν στον τάφο της. Και δυστυχώς, τα βάλανε. Όμως, υπήρχαν κάποια που είχε στείλει στη μάνα μου. Αρραβωνιασμένοι, πριν αρραβωνιαστεί και τέτοια. Τα ‘χω βάλει μέσα. Και τα γράμματα ενός που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο, που τα ’στελνε στην αδερφή του, η οποία είναι θεία του Σταύρου εδώ και έτυχε και τα είδα τα γράμματα και μου τα δώσαν και τα φωτογράφισα και τα ‘βαλα μέσα, ναι. Αυτά τα γράμματα είναι. Αν ήτανε όλα, ήτανε πάρα πολύ, αλλά παίρνεις μιαν εικόνα πώς ήταν η ζωή, πώς ένιωθε ο καθένας. Ναι, ναι. Πώς ένιωθε για τη μάνα, που φιλοξενούσε ξέρω γω, ναι. Αυτά.
Υπέροχο.
Αυτά.
Υπέροχο το υλικό αυτό. Πάρα πολύ ωραία.
Ναι. Αυτός είναι ο Βρεττός που σου είπα ότι ήταν ο γείτονας. Και αυτός είναι που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο δυστυχώς, στον πιο μουντό πόλεμο δυστυχώς, που δεν μπορούμε να τον λέμε. Τέλος πάντων.
Μάλιστα.
Ναι.
Θέλετε να μου πείτε για το βίντεο.
Αυτό που θα γράψουμε τώρα.
Ναι, ναι, ναι.
Ναι. Να πω και λίγα λόγια πώς το νιώθω; Ναι.
Βεβαίως.
Αυτό… αυτό το μιλάω τώρα;
Ναι, ναι.
Τώρα, γράφονται όλα;
Ναι, γράφονται όλα, ναι.
Ό,τι θέλεις βγάλε, ό,τι θέλεις πέτα.
Εντάξει. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα αυτά που μου λέτε.
Λοιπόν. Αυτό που θα πω είναι κάτι που μου μπήκε στο μυαλό τώρα τελευταία. Πάντα, το ‘χαμε στο μυαλό μας στο Κερί, ότι αυτά τα άγρια χωράφια είναι δικά μας, αλλά πάντα μας λέγανε, μας φοβερίζανε τι γίνεται στην άλλη Ελλάδα. Όταν, όμως, εφέτος, κάποιοι το ανακατώσανε το θέμα, ένας Δασάρχης, που ήτανε στη Λευκάδα, ανακαίνισε το θέμα ότι τα Ιόνια Νησιά υπάρχουνε νόμοι, υπάρχουνε συμβόλαια ότι δεν υπάρχει δασική… δημοτική έκταση. Και ότι ανήκουνε σε ιδιοκτήτες.
Ναι, ναι.
Ναι. Και ξέχασα να το αναφέρω, βέβαια, εδώ, που δεν ανέφερα, ότι ένα που υπήρχε κοινοτικό το λέμε. Του Θεριού, ένα βουνό κάτω απ’ τον Αϊ-Λια. Το αναφέρουμε και λέμε: «Είναι κοινοτικό». Αυτό ήτανε. Κάποιος το χάρισε. Όχι πως ήτανε από το νόμο. Ή που όταν το… όταν εκάμανε και είπαμε ότι δεν ανήκουνε, όλο το καθεστώς πάει πως είναι στην άλλη Ελλάδα. Μα εμείς έχουμε αυτό το απυρόβλητο. Πώς να το κάνουμε; Γιατί πρέπει να το χαρίσουμε, γιατί το θέλετε εσείς, αφού υπάρχει νόμος; Η συμφωνία που κάμανε στο Κράτος, όταν σμίξανε τα Ιόνια Νησιά με την υπόλοιπη Ελλάδα, το 1864, ήταν ότι η γη είναι ιδιόκτητη. Και να σου πω. Εγώ πιστεύω ότι επειδή οι αφέντες είχανε, τσου αφήσανε και είχανε τη γη την άγρια. Εκτού και οι φαγωμάρες πάνω στα ορεινά τους και… τα ακούς φυσικά στα ράδια και στον Τύπο.
Βέβαια.
Εσύ βλέπω να διαβάζεις κιόλας. Και έτσι μου μπήκε, ότι πρέπει να πω, εγώ που ‘μαι μεγάλη γυναίκα, τι θυμάμαι για αυτά τα δάση, πόσες ζούσαμε στα δάση, πώς ήταν τα χωράφια τα άγρια, τα αχαμνά αυτά, τι ήτανε για μας. Αυτό θα σου διαβάσω. Θα το κρίνετε επιεικώς, γιατί οι γνώσεις μου δεν είναι πολύ… είναι, όμως, κάτι που το νιώθω, κάτι που θέλω να το περάσω στο κόσμο να το καταλάβουνε και να πω το παράπονο μου, θα έλεγα, ότι δεν πρέπει να αμφισβητούνε και να μας γυρεύουνε κάθε μέρα στοιχεία. Λοιπόν, θα τα διαβάσω πώς έζησα εγώ, από μικρό παιδί, στο δάσος, με τον πατέρα μου, με τσου γείτονες, με όλα.
Τέλεια.
Τώρα… τα ’χα διαβάσει πρώτα; Όχι αυτό.
Όχι ,όχι.
Ναι. Λοιπόν. «Τα δάση, για μας τους Κεριώτες, είναι πηγή ζωής. Παλιότερα, στην κυριολεξία, ήταν και πηγή πολλών εισοδημάτων. Οι λόγκοι, από πολύ παλιά, ήτανε ιδιόκτητοι. Επίσης και τα αχαμνά χωράφια, γιατί τα καλά τα, την παχιά γη την είχανε κάποιοι αφέντες και κάποιοι πιο πλούσιοι. Τα αχαμνά χωράφια, λοιπό, τα οποία οι άνθρωποι, φτωχοί Κεριώτες τα… ήταν, πάντα, καθαρά από θάμνους και κάθε δεύτερο χρόνο τα έσπερναν. Έτσι ήτανε η σειρά. Σιτάρι. Το Κερί ήτανε ένα απ’ τα καλύτερα σταροχώρια, με πολύ καλή ποιότητα σταριού. Το υπέροχο μαύρο [00:20:00]ψωμί και τα ντόπια παξιμάδια ήταν ξακουστά σε όλο το νησί και όχι μόνο. Απ’ όσο θυμόνταν οι παππούδες και προπαππούδες, οι λόγκοι, στο Κερί, οι ιδιόκτητοι - το λέω πάλι - ήταν πέρασμα πουλιών πάντα». Πέρασμα πουλιών πάντα. Λοιπό. Τον Απρίλη και τον Αύγουστο. Τον Απρίλη περνούσαν, για να πάνε στην Ευρώπη, που υπήρχαν εκτάσεις με σιτηρά, να περάσουν το καλοκαίρι και να γεννήσουν τα αυγά, να μεγαλώσουν τα μικρά τους. Και τον Αύγουστο… τον Αύγουστο, γυρνούσαν ξανά στην Αφρική, για αποφύγουν το κρύο της Ευρώπης και να ζήσουν στο ζεστό της κλίμα. Οι Κεριώτες, λοιπόν, καθάριζαν τους λόγγους τους σαν περιβόλια. Δεν άφηναν μέσα καθόλου θάμνους ή ξεράδια. Εξάλλου, τα χρησιμοποιούσαν και για καύσιμη ύλη, στο φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού και στην κουζίνα, να μαγειρεύουν τα φαγητά τους και μαζί με χοντρά ξύλα, να ζεσταίνονται στα κρύα του χειμώνα. Καθάριζαν, λοιπόν, τους λόγγους και από την εποχή του Ηρόδοτου ακόμα αναφέρονται τα βρόχια, οι θηλιές, που έστηναν οι Κεριώτες στα κλαδιά των πεύκων. Πολλές οι λέξεις που έχουν χαθεί, πια, από το λεξιλόγιο μας για την τεχνική που ακολουθούσαν οι Λογγάριδες. Να φτιάχνουν ψηλά τα πεύκα, να είναι καθαρός ο χώρος, ώστε να τραβήξει το πουλί, να καθίσει επάνω στο «πατίκι», ένα περαστό ξύλο οριζόντια, που επάνω στηρίζονταν δύο μικρότερα, όρθια, που από αυτά δένονταν τα βρόχια. Τα βρόχια φτιάχνονται από τρίχες αλόγων. Τα πουλιά κάθονταν να ξεκουραστούν και καθώς δεν ήταν τα βρόχια τόσο ορατά, κάποια πιάνονταν και πνίγονταν. Βέβαια, βάρβαρο θα το λέγαμε αυτό. Όμως, ήταν η ανάγκη της επιβίωσης. Τα έτρωγα, αλλά και τα πάστωνα με αλάτι, επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία τότε, σε βάζους ή παδέλες και τα έτρωγαν αργότερα. Προσπαθούσα, όσα μπορούσα, να τα πιάσω πριν ψοφήσουν, γιατί, όπως θυμάμαι εγώ, μικρό παιδί ήμουν, έρχονταν έμποροι από τη χώρα και τα αγόραζαν ζωντανά, για να τα πουλήσουν στους Χωραίτες. Τα ζωντανά τρυγόνια - τρυγόνια ιδίως - τα άφηναν ελεύθερα σε κάποιο χώρο μες τα σπίτια ή είχε ο έμπορας νοικιάσει κάποιο μικρό σπιτάκι στο χωριό και μέχρι να τα μεταφέρουν στη χώρα, τα τάιζαν στάρι και τους έβαζαν νερό, για να πίνουν. Δεν ήταν μόνο τρυγόνια. Ήταν κι άλλα πουλιά: πάπουζες, συκοφάοι, ορτύκια, κούκοι. Από τον Αύγουστο και μετά, ήταν και τα τσιροπούλια, μικρότερα πουλάκια που τα έπιαναν σε μικρότερα πεύκα ή σε θάμνους. Σικοπούλες, μπεκαφίνια, κίσσες, κοκκιναρούδες, μαυροκέφαλα και άλλα, που δεν θυμάμαι. Πολλά. Και μαζί, τα μαγείρευαν με διάφορους τρόπους, όπως και τα μεγαλύτερα πουλιά. Τα έψηναν, τα έφτιαχναν με ρύζι σαν σούπα ή τα τσιγάριζαν με κρεμμυδάκι και σκόρδο και φρέσκια ντομάτα. Ήταν νόστιμα και θρεπτικά, όπως έλεγαν οι παλιοί. Όσα από τα μικρά δεν προλάβαιναν να φάνε, τα αλάτιζα για το χειμώνα. Επίσης, πάστωνα και κάποια άλλα πουλιά που τα έλεγαν «αυτακούλες». Τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη κυνηγούσαν τα αγριόπουλα, λουκαΐνες, γερακίνες δηλαδή, ξεφτέρια, μπαρμπούνια, κρικρινέζους και άλλα. Τα τρώγανε κι αυτά, γιατί δεν είχανε και περισσότερα πράγματα να φάνε. Αργότερα, τον Οκτώβρη, φάσες, ξυλόκοτες, μπεκάτσες. Χρόνο… πάνω από το μισό χρόνο υπήρχε κυνήγι στο Κερί. Γιατί, εκτός από τα βρόχια, είχαν και ντουφέκια, σχεδόν, σε όλα τα σπίτια. Επίσης, οι θάμνοι και η μεγάλη βλάστηση ευνοούσε το κυνήγι του λαγού. Είχαν σκυλιά κυνηγάρικα, που τα πρόσεχαν οι κυνηγοί. Μετά από τα παιδιά τους, πρόσεχαν τα σκυλιά. Τέτοιος λαγοκυνηγός ήταν και ο αξέχαστος πατέρας μου, Χαράλαμπος Λιβέρης ή Κόκορης. Τα σκυλιά, πιο πολύ, τα ήθελαν για τους λαγούς, για τις μπεκάτσες ή τα ορτύκια. Για πουλόσκυλο ένα σκυλί αρκούσε. Όμως, για τους λαγούς είχαν ιδιαίτερη προσοχή για τα σκυλιά τους. Πρόσεχαν, ακόμα, τι θα τους έδιναν να φάνε, για να μην χαλάει και η όσφρησή τους και να μυρίζουν, πιο εύκολα, τα θηράματα. Το φτιάξιμο των λόγγων οι λογγάριδες το άρχιζαν από το χειμώνα. Είχαν μαζέψει βέργες από σκίνα, σπάρτα, για να βοηθάνε στο δέσιμο των κλαδιών των δέντρων. Μάζευαν ξυλίκια από κέδρο, τα όρθια ξύλα, για να δένουνε πάνω τα βρόχια. Απαιτούσε πολύ χρόνο δουλειάς η προετοιμασία των λόγγων. Οι γείτονες, στο λόγγο, είχαν μεγάλο δέσιμο μεταξύ τους. Στην προετοιμασία, που είχαν πιο απλή απασχόληση και δεν είχαν το άγχος να πιάσουν τα πουλιά, έσμιγαν, έτρωγαν μαζί το μαύρο τους ψωμί, το τυρί, τη μυζήθρα, όλα φτιαγμένα απ’ τα σπίτια τους. Το αυγό της Λαμπρής. Όταν άρχιζαν τα πουλιά, έψηναν κι από αυτά. Και κάποιες ιδιαίτερες μέρες έψηναν και κάποιο αρνί όλοι μαζί. Παρέα έπινα το υπέροχο κρασί τους και όταν δεν ήταν πουλιά, έλεγα και τραγούδια. Αν έπιανε και καμιά μπόρα, έμπαιναν στις πέτρινες καλυβούλες, τις σκεπασμένες με ράζαβο, χόρτο, που το παίρνανε εδώ απ’ το βάλτο, που διώχνει από πάνω το νερό. Είναι στεγανό. Το νερό της βροχής. Μέσα σε αυτές έμεναν πρόχειρα και τα ζωντανά πουλιά που προλάβαιναν να πιάσουν πριν ψοφήσουν. Για λίγες ώρες, πριν τα μεταφέρουν στο χωριό, να τα πάνε στο χωριό. Ο λόγγος του πατέρα μου και των αδερφών του ήταν στο βουνό του Αϊ-Λια. Επίσης και του άντρα μου, του Σταύρου του Μπράτη, ήταν εκεί ο πατρικός του λόγγος. Έχει μία υπέροχη θέα από κει πάνω, ψηλά, τη λίμνη του Κεριού, τα χωριά του κάμπου, μέχρι κάτω στη χώρα. Έχω υπέροχες αναμνήσεις από κει δευκιών, γλεντιών, πολλής δουλειάς. Με παρέες, με όλη τη δύναμη και την ορμή της νιότης. Δεν είναι δυνατό να λέμε, τώρα, το Κράτος ή όποιος άλλος διαφωνεί, ότι οι λόγγοι και τα άγρια βοσκοτόπια μας δεν είναι δικά μας. Ξέρουμε όλοι τα σύνορά μας. Ξέρουμε στο κάθε βουνό ποιος έχει λόγγο. Παραδείγματος χάρη, στου Κακαβάκη, που ήταν το πρώτο σκάλωμα για τα πουλιά του Απρίλη… είναι του Πάγου, του Κουκή, του Διπλάρη, του Χιώτη, Στέφου, Γάσπαρου, Τζαβάρα, Μαρκαντά, που εκεί κοντά έχει και την κατοικιά του ο άνθρωπος. Κάποιοι λόγγοι, επίσης, που έχουν πουληθεί σε Ζακυνθινούς. Στον Κλαψία, πάλι, του Κιούρκα, Παράσχη, Κολύρη, Χαραμή και όσων άλλων δεν θυμάμαι. Στο Σκοπό του Καλαμβρέζα Μπουφούνου, που ένα μέρος έχει αγοράσει ο Αντώνης Χανδρής παλιά. Του Ποδονά Καλαμβρέζα, του Ξανιτού Παράσχη… έχουν κάποια πουληθεί. Παναγιώτας Σμαρνέρου και όσα άλλα δεν θυμάμαι. Άλλα πουλημένα, άλλα τα έχουν οι παλιοί νοικοκυραίοι, ιδιοκτήτες δηλαδή. Στον Αϊ-Λια, τον Κοκορελαίο, του Μπράτη, των Σαλουταίων… ο Νίκος ο Λιός έχει αγοράσει εκεί. Αναφέρω τα ονόματα για πειστήρια δηλαδή, γιατί δεν μπορούμε να τα λέμε χωρίς να λέμε… και τις αποδείξεις να έχουμε. Πιο κάτω, του Πάγου του Καρμήρη, μπροστά στο μονοδέντρι τον Παρασκέο Παπαγιάννη, Κατσιβελαίων, Καρμήρη. Μπράτη, Μπουκούνη, Μποτώνη, Φακιόλη και σε όσους άλλους δεν θυμάμαι. Στα παλιάμπελα του Πάγου, στους μισοβούνους του Μπουκούνη, του Νίτση. Επίσης, απ’ τους καλύτερους τσης καλής ήταν του Γεωργελά ο λόγγος. Είχε πουλιά και τον Απρίλη και τον Αύγουστο. Ο Δημήτρης ο Γεωργελάς τον είχε απ΄ το πατέρα του και τον παππού του. Είχε τέσσερεις κόρες και τρεις γιούς. Όλοι βοηθούσαν και είχαν κάμει καζάντι με αυτόν τον λόγγο. Σπούδασαν τα παιδιά με εισοδήματα από το λόγγο. Επίσης, από το Φανάρι του Κεριού μέχρι το Απελάτι και το Αγαλιώτικο, στους βράχους πάνω απ’ τη θάλασσα, ήταν οι λόγγοι για τον Αύγουστο. Του Αυγούστου τα πουλιά. Τουντάκη, Κοτσίρη, του Παζαντόνα, του Τζέλα, του Ντενάπα, του Γουνέλη. Τη ράχη του Κόκορη, που ήταν πόστο, αλλά ήταν χωράφια και πλάι του Ριγανέλη ο λόγγος, με θεόρατα πεύκα που, δυστυχώς, κάηκε. Η δουλειά στους λόγγους ήταν κόπος και διασκέδαση μαζί. Βοηθούσαν όλοι από το σπίτι και κάποιες οικογένειες βοηθούσαν και οι γυναίκες. Όποιος λογγάρης έπαιρνε βοηθό, τον πλήρωνε με είδος, με πουλιά δηλαδή. Επίσης, οι λογγάριδες είχαν αποκτήσει ένα άλλο προσόν. Μελετούσαν πολύ τους καιρούς, την εποχή που έρχονταν τα πουλιά. Αν ο καιρός δεν ήταν ευνοϊκός, τον Απρίλη λόγου χάρη, έπρεπε να είναι νότιοι. Όστρια, Σιρόκος, λίγος Λεβάντες. Αν ο καιρός, λοιπόν, δεν ήτανε ευνοϊκός, τα πουλιά περνούσαν από αλλού. Ακόμα και κάθε λόγγος στο Κερί είχε διαφορά από λόγγο σε λόγγο. Νότιοι μεν… αν έκανε ζέστη πολλή, είχε ο Άι-Λιας πολλά πουλιά, αν η Όστρια ψιλόβρεχε και λίγο είχε μουντάδα, του Γιώργη και ο λόγγος τσι καλής είχε πουλιά. Οι γεροντότεροι μάθαιναν τους νεώτερους τους καιρούς. Και τους ήξεραν τόσο καλά… ούτε μετεωρολογικό δελτίο να ‘ταν. Τότε, δεν υπήρχαν τα μέσα που είναι σήμερα. Και οι άνθρ[00:30:00]ωποι, ιδίως στα χωριά, πάλευαν να διδαχτούν από τα φαινόμενα γύρω τους, από τα πουλιά, από τα ζώα, από τα σύννεφα, για να προβλέψουν τους ανέμους και τη βροχή. Για τα γεωργικά τους προϊόντα και ιδίως για τους λόγγους. Τη μανία για κυνήγι δεν την είχαν μόνον οι Κεριώτες. Την είχαν και όλοι οι άλλοι στα ορεινά χωριά, που κυνηγούσαν στα δικά τους χωριά. Στα χωριά του κάμπου όμως και στη χώρα, που είχαν κι αυτοί μεγάλη μανία του κυνηγιού, προσπαθούσαν να έχουν γνωριμίες στο Κερί, για να έχουν σπίτι και λόγγο ν’ ακουμπήσουν. Γιατί, τότε, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, να έρχονται και να φεύγουν. Και προσπαθούσαν να έχουν στο Κερί κουμπάρους, φίλους ή και συμπεθέρους ακόμα. Όταν ο καιρός, λοιπόν, ήταν κατάλληλος, ο κουμπάρος απ’ το Κερί άναβε μια φωτιά μεγάλη, σε μέρος στο βουνό που να φαίνεται από τον κάμπο και οι κουμπάροι του κάμπου, φίλοι και οι φίλοι καταλάβαιναν πως ήταν τρυγονόκαιρος και έπρεπε… πρωί-πρωί, πριν χαράξει, ξεκινούσαν καβάλα στ’ άλογα, στα μουλάρια και με κάρα, μαζί παρέες, για να έρθουν στο Κερί, να κυνηγήσουν, να φιλοξενηθούν και εκείνοι και τα ζώα τους. Έφερναν μερικοί και κηπευτικά ή πατάτες και ό,τι άλλο είχαν δώρο στους κουμπάρους. Και την πιο πολλή κούραση, φυσικά, την τραβούσαν οι γυναίκες. Μαγείρεμα. Ακόμα και για το καφέ άναβαν φωτιά. Αν είχε κάποιο δωμάτιο στην κατοικιά, στο μετόχι δηλαδή, έμενε ο κουμπάρος. Αλλιώς, στις περίτεχνες φραγκιάτες, που ήταν φτιαγμένες πάνω σε πεύκα και σε άλλα δέντρα στις αυλές στα μετόχια, με τα σεντόνια να μοσχοβολούν από τη μπουγάδα. Αργότερα, όταν άρχισαν τα αυτοκίνητα, στη δεκαετία του ’50-’60, οι Χωραίτες έρχονταν με τα «φορτάκια». Έτσι τα έλεγαν τα ταξί τότε. Ίσως, παραποίηση από την μάρκα “Ford”. Έρχονταν, λοιπόν, οι Χωραίτες, έφερναν και κάποιες λίτρες κρέας ή μπακαλιάρο και καμιά φρατζόλα άσπρο ψωμί για δώρα στους κουμπάρους ή στους φίλους. Σιγά-σιγά, άρχισαν να λιγοστεύουν τα βρόχια, γιατί τα βρόχια δεν επιτρεπότανε και κάνανε χάρες, ρουσφέτια και οι πολιτικοί κάποιες φορές και τα στραβά μάτια. Δεν επιτρεπόταν, γιατί ήταν βάρβαρο, όντως, να πνίγονται. Και σιγά-σιγά, έσβηνε αυτό, παρόλο που κάποιοι γέροι κρατούσαν τα μικρά όπως μπορούσανε. Λιγοστεύουν τους λόγγους. Και τη δεκαετία του ’60, άρχισαν οι Κεριώτες να νοικιάζουν τα πόστα τους, τον λόγγο τους, σε άλλους Ζακυνθινούς με λεφτά, αλλά κυρίως σε πλούσιους Αθηναίους. Γνωστοί εφοπλιστές, εργοστασιάρχες, μηχανικοί, γιατροί, επώνυμοι, μεγάλοι καταστηματάρχες έρχονταν, πλήρωναν αρκετά καλά ενοίκια κι έπαιρναν και ντόπιους Κεριώτες με τα ζώα τους και τους κουβαλούσαν αυτούς και τα πολεμοφόδια τους για το κυνήγι πάνω στους λόγγους. Άλλα παιδιά για να τους μαζεύουν τα τρυγόνια. Αγάπησαν πολύ τον τόπο. Άλλοι αγόρασαν λόγγους ή οικόπεδα. Άλλοι βάπτισαν παιδιά στο χωριό. Όπως, λοιπόν, για τους καμπίσιους ήταν τα περβόλια και οι σταφίδες τους, το εισόδημά τους, εμείς στο Κερί μπορεί να είχαμε λιγότερα λιόφυτα και περβόλια, είχαμε σταροχώραφα όμως και η κυριότερη βιομηχανία μας, θα έλεγα, ήταν οι λόγγοι μας. Γιατί, εκτός από τα βρόχια και το κυνήγι, παίρναν από τα πεύκα παλιότερα το πιτίκι και το ρετσίνι. Περίπου παίρναμε… πριν… και πριν 100 χρόνια ακόμα, εγώ απ’ ό,τι ακούγω τους ξένους, έπαιρναν το ρετσίνι και το στέλνανε στο Κορωπί. Ήρθανε και από εκεί ρετσινάδες και παίρνανε. Ναι, είχε εισόδημα το ρετσίνι. Τη δεκαετία, επίσης, του ’50, που η Ζάκυνθος ανοικοδομόταν μετά τους σεισμούς του 53’ και δούλευαν πολλά καμίνια στο νησί για τούβλα και κεραμίδια, χιλιάδες τόνους ξύλα, ψιλά δεμάτια, πούλησαν οι Κεριώτες σε αυτά τα καμίνια. Από τα αχαμνά τους χωράφια, τα βοσκοτόπια τους, έκοβαν τους θάμνους και τους έκαναν δεμάτια, τα φόρτωναν σε φορτηγά τότε, τα πρώτα φορτηγά που υπήρχαν και τα πηγαίναν στη χώρα στα καμίνια. Αυτή, λοιπόν, όπως και στα άλλα Ιόνια Νησιά, είναι δική μας. Δεν είναι εύκολο, βέβαια, να καθαρίζεται καλά, γιατί έχει πολύ γρήγορη βλάστηση και τώρα δεν υπάρχουν τόσα, ούτε χέρια εργατικά, γιατί είναι ο τουρισμός. Ούτε και τα ζώα που βοσκούσαν παλιότερα τα χωράφια. Αυτό, όμως, δεν είναι λόγος να μας λένε πως δεν είναι δικά μας. Και όσοι κάθονται στις καρέκλες και παίρνουν τις αποφάσεις πρέπει να ενημερώνονται απ’ τις Αρχές, αλλά και απ’ τους απλούς ανθρώπους και τους κατοίκους του κάθε τόπου. Εμείς τους λόγγους τους έχουμε για ό,τι καλύτερο. Για ό,τι καλύτερο μας ανήκει. Τους προφυλάσσουμε για την καλύτερη κληρονομιά μας. Και θα μπορούσε το Κράτος εμάς, τους ανθρώπους που μείναμε και βαστάξαμε την επαρχία και δεν ερήμωσε και κάμαμε τα χωριά μας και τα νησιά μας τουριστικούς προορισμούς και παίρνει το Κράτος πολλά από τους δικούς μας κόπους, να δώσει κάτι, σαν ενίσχυση, για καθάρισμα ανά στρέμμα. Για την πρόληψη των πυρκαγιών, γιατί νομίζω ότι πολύ περισσότερα δαπανάει το Κράτος, για να σηκώνονται αεροπλάνα και άλλα μέσα να σβήνουν τη φωτιά μετά. Νομίζω πως το καθάρισμα και τα στρατώνια θα έχει αποτέλεσμα. Όχι κάθε λίγο να μας λένε να πάμε στοιχεία και να αποδείξουμε ότι είναι δικά μας. Τα πολλά στοιχεία εδώ, στη Ζάκυνθο, χάθηκαν με την πυρκαγιά του ’53. Τα αχαμνά χωράφια ήταν πάντα δικά μας, γιατί τα καλύτερα τα είχαν κάποιοι αφεντάδες. Και κάποιοι πιο πλούσιοι από τους άλλους. Αυτά τα αχαμνά έχουν ποτιστεί με πολύ ιδρώτα. Τα σπέρναμε τη μια χρονιά, τα χόρτα την άλλη. Τώρα, αν δεν μπορούμε να τα καθαρίσουμε 2 χρονιές, 3, να φυτρώνουν θάμνοι και να μας λένε λόγου χάρη ότι είναι δασικά. Τη γη που την είχα δεκάδες γενιές πριν από μας, ποιος έχει το δικαίωμα να λέει πως δεν είναι δική μας; Πιστεύω να καταλάβουν το δίκιο μας. Να σκύψουν στο πρόβλημά μας. Να παραδεχτούν τον νόμο που υπάρχει για τα Ιόνια Νησιά, γιατί αυτό είναι το δίκιο. Εντάξει. Τώρα, εσύ, που δεν είσαι από δω και πολλά που καταλαβαίνεις. Έτσι δεν είναι;
Βέβαια.
Εμείς, όμως, στο πετσί μας το έχουμε ζήσει αυτό. Και να σου λεγαν: «Δεν είναι δικό σου!». Και δεν είναι δικό μου. Πώς θα γίνει δηλαδή; Γιατί δεν είναι δικό μου, αφού μου το δίνει ο νόμος, αφού το είχε ο παππούς μου, ο προ-πάππος μου.
Ναι.
Εκείνο. Λοιπόν.
Εσείς έχετε ζήσει και τις πυρκαγιές που ‘χανε γίνει εδώ στο Κερί. Πάρα πολύ. Τώρα, τα τελευταία χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια. Πρόπερσι, εδώ, η πυρκαγιά υπάρχει από τη Λιθακιά και τελείωσε στο Φανάρι. Αλλά ευτυχώς, δεν καήκανε τόσα πολλά στο Κερί. Το Κερί έχει πολύ πεύκο, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ…. αλλά τα άγρια. Τώρα, να μπορέσουμε, δηλαδή πρέπει κάπου να δούμε και πρακτικά το θέμα. Τα δάση δεν πρόκειται να τα χαλάσουμε. Προς Θεού. Εμείς τα λατρεύουμε, αλλά τα άγρια να βάλουμε αυτά που - πώς τα λένε, ρε παιδί μου; - που βάνουμε ενέργεια. Δηλαδή, να πληρώνει το Κράτος τόσα; Γιατί; Άσχημα-ξεάσχημα, έχουμε βουνά να βλέπουμε δάση, πολλά. Πρέπει κάπου πρακτικά να το δούμε το θέμα. Τώρα, μας υποσχεθήκαν αυτοί που ψηφιούνται ότι θα κάμουν ότι μπορούνε. Εγώ δεν πιστεύω και κανέναν, αλλά εν πάση περιπτώσει. Τι να πω;
Θες να πούμε τα τραγούδια;
Ναι.
Και θα τα βάλεις εσύ καθώς θέλεις. Δύο θα πούμε. Δεν θα πούμε παραπάνω.
Ωραία. Αυτά τα γράψατε.
Και αν θέλεις να με ρωτήσεις κάτι.
Ναι, τα γράψατε εσείς;
Εγώ τα ’χω γράψει.
Εσείς τα γράψατε.
Και πάνω σε παραδοσιακή μουσική, για να μην ενοχλώ κανένανε. Φυσικά, εγώ τα μελοποίησα με το μυαλό μου.
Πολύ ωραία. Καλά κάνατε.
Φυσικά, να μη παίρνω απ’ άλλους. Έχω πολλά γραμμένα. Σ’ εκείνα τα βίντεο έχω γράψει για τη μπουγάδα, έχω γράψει για το Κερί, για τους ανθρώπους του.
Δεν μου είπατε για την ιστορία για το βίντεο.
Για το βίντεο. Αυτό που σου λέω. Το βίντεο… τα βίντεο αυτά τα… μα δε… δεν έχουμε χρόνο. Να έρθεις, μια μέρα, να στο βάλω να το δεις.
Καλέ, να μου τα πείτε, για να τα ξέρω.
Ναι. Η ιστορία για το βίντεο ξεκίνησε πως θα κάμουνε απλό ένα έργο. Και μένα μου σοφίστηκε να τα καταγράψουμε. Και βρέθηκε αυτό το παιδί, ο Θεόφιλος, ο οποίος εβοήθησε πάρα πολύ στο τράβηγμα, πάρα πολύ. Είναι και στη λέσχη… να! Έχουμε και μια λέσχη ανάγνωσης, την οποία του Κεριού ήταν, αλλά τώρα έχουμε κατέβει πιο κάτω. Δεν είναι πολύ απ’ το Κερί. Να μην στα πολύ λέγω.
Ναι, ναι.
Και ήταν και σε αυτή και τον έπεισα κι εγώ να το κάμουμε βίντεο. Και άμα έκαμα το πρώτο, μας καλοάρεσε. Κάμαμε το γάμο πρώτα. Ναι, κανονικά. Είχαμε κι ένα γάιδαρο με τα προικιά.
Τον γάμο τον παραδοσιακό, τον ζακυνθινό.
Τον γάμο τον παραδοσιακό, τον κεριώτικο.
Τον κεριώτικο.
Τον κεριώτικο, ναι, τον κεριώτικο. Προσπάθησα, κάποτε, να κάμουμε και μια χορωδία στο Κερί, γιατί ήτανε καλές φωνές. Και έφερναν ένα δάσκαλο… τέλος πάντων, δάσκαλο… τραγουδιστής, αλλά είχε καλή φωνή και είχε γνώσεις. Και τα μισοκαταφέραμε, αλλά μετά δεν σ’ αφήνει και το σύστημα. Θα το πω κι γω και δεν είμαι του να τα λέω αυτά περί σύστημα. Λέει να τον πάμε στο Λαγανά, που είναι ο Δήμος. Εγώ, εκείνη την ώρα, επειδή εγώ τον είχα αρχίσει, πληρώναμε που ερχόταν ο δάσκαλος. Εμείς δεν πλήρωσε κανένας. Λέω: «Εγώ το ‘χα αρχίσει, για το Κερί. Άμα θέλετε, πηγαίνετε». Διαλύθηκε η χορωδία, αλλά κάπου εδώ έχει παίξει στο ένα εργάκι. Στο ένα έχει παίξει μία κοπέλα π[00:40:00]ου είναι απ’ τη Πάτρα και είναι παντρεμένη εδώ, ακορντεόν. Και στο άλλο έχουνε παίξει αυτοί που μας κάναν το μάθημα. Έπαιξαν και παίζουνε τα τραγούδια, τα οποία τσου στοίχους τσου γραψα εγώ.
Άρα, με ποια ευκαιρία φτιάξατε το βίντεο;
Το βίντεο το φτιάξαμε με την ευκαιρία πως θα γίνει γιορτή σχολική του Νηπιαγωγείου. Και κατέληξε σε ταινία.
Μάλιστα.
Το πρώτο, την πρώτη χρονιά που ήταν η εγγόνα μου στο Νηπιαγωγείο, η μεγάλη, επαίξαμε το γάμο. Έπειτα από 2 χρόνια, παίξαμε τη μπουγάδα και ήταν πιο μεγάλη. Και στο κυνήγι είναι στο Δημοτικό στη Β΄ τάξη και παίζει και ο εγγονός μου σ’ αυτά. Οι μικρές λέγαν πως θα κάμουμε. Μετά, διαλυθήκαμε. Δεν ξανακάμαμε. Έτσι δύο μικρές που έχω εγγονές. Έχω τέσσερα εγγόνια, ναι. Και είναι πραγματικά… πώς να στο πω; Δηλαδή και τεκμήρια και συγκινητικά και πώς εζούσαμε. Παρουσιάζεις πώς επήγαιναν στη μπουγάδα, γιατί δεν υπήρχε νερό στο Κερί επάνω. Γιατί εδώ, στη Λίμνο, τέσσερεις οικογένειες εζούσαν. Το Κερί ήταν πυκνοκατοικημένο. Το Κερί, ας πούμε, ήτανε σαν πόλη. Είχε 90 παιδιά, στη δική εποχή, το σχολείο. Στη δική μου εποχή. Και είχε ένα δάσκαλο. Αυτό θα το καταγράψω και θα γράψω και το πρόγραμμα που είχε αυτός ο δάσκαλος και πώς ελειτουργούσαμε και πώς εμαθαίναμε γράμματα. Θα το γράψω στο επόμενο βιβλίο, ναι. Τι να σου πω δηλαδή; Ότι ένας δάσκαλος είχε 90 παιδιά. Και χτύπηγε την καμπάνα το πρωί. Πηγαίναμε μέχρι το μεσημέρι και το απόγευμα ξανά τη καμπάνα και κάναμε τα δευτερεύοντα μαθήματα το απόγευμα; Ότι κάναμε και το Σάββατο -Πειραματική και Γεωμετρία; Εκάναμε… εγώ, αν δεις ένα διαγώνισμα μου που έχω φυλαγμένο που έτυχε και το βρήκα, Αρχαία είναι. Αρχαία, η γραμματική. Ασχέτως καλύτερα που την αλλάξανε. Δεν λέω, αλλά όμως μαθαίναμε. Τι να σου πω; Ότι το ένα παιδί μάθαινε στο άλλο κέντημα; Ότι μάθαινε μεγαλύτερες κοπέλες χορό στα παιδιά τα άλλα; Ότι είχε τα σκόρδα, τσι αγκινάρες στον κήπο και λαχανόκηπο και μαθαίναμε να καλλιεργούμε; Και τα προλάβαινε όλα; Αυτοί δεν ήτανε δασκάλοι. Ήτανε ιεραπόστολοι. Ήταν Κεριώτης ο δάσκαλος αυτός. Αυτόνε που λέω. Επειδή ήμουνα καλή μαθήτρια, με πρόσεχε και είπε του πατέρα μου: «Είναι έγκλημα να μην τη πας την Τασία σχολειό». Λέει: «Δάσκαλε…». Έχει πάει η αδερφή μου πρωτύτερα. Ξέρεις… εκείνη την εποχή, τέσσερα παιδιά πηγαίναν από το Κερί. Από τα 90. Και ήταν και η αδερφή μου μέσα. Πήγε, τελείωσε τέλος πάντων η κοπέλα τη Πάντειο. Πήγε… στα Δικαστήρια δούλευε. Εμένα με κράτησε, γιατί δεν είχε άλλα παιδιά. Να ανοίξει το σπίτι του. Ήμουνα το μέσον εγώ. Όμως, ήταν ένας εξαιρετικός πατέρας και δεν… τσην αρχή, βαργιομούσα και παραπονιόμουνα στη μάνα μου, έτσι λίγο που δεν με πήρανε, αλλά μετά… δεν μετανιώνω τώρα που έφτασα εδώ. Λέω… καλά πέρασα στο Κερί, μ’ αρέσει. Δεν μπορώ να ζήσω αλλού. Κι έχω γυρίσει πολύ κόσμο, πολύ, πολύ, πολύ. Όχι τα νιάτα μου. Δεν υπήρχε περιθώρια, αλλά στα γεράματα… τα καλά μας χρόνια κάμαμε πολλά ταξίδια. Και τώρα, εγώ συνεχίζω ακόμα. Ο άντρας μου έχει βαρεθεί. Εγώ πάω. Όσο μπορώ, θα πηγαίνω. Είναι σχολείο και τα ταξίδια.
Πώς ήταν έτσι; Εσείς έχετε αυτές τις αναμνήσεις από εμπόριο, ας πούμε πουλιών, από τους Κεριώτες στους Χωραίτες;
Ναι, ναι, ναι. Τα παίρνανε. Ερχόταν οι Χωραίτες…. τα τρώγανε, παιδί μου. Τα θέλανε τα πουλιά. Τώρα, εγώ τα παιδιά μας, άμα τσου πεις να φάνε κυνήγι, δεν θα το δοκιμάζουν τα εγγόνια μου. Ναι, δεν τσου γουστάρει. Τότε, τα θέλανε.
Κι εγώ έτρωγα όταν ήμουν μικρότερη.
Εκυνήγαγε κανείς σπίτι σου;
Ναι, ο μπαμπάς.
Ο μπαμπάς μου, εμένα, ήτανε ο πρώτος κυνηγός. Ο άντρας μου δεν είναι κυνηγός, αλλά κάποιοι μας δίνουνε. Και τώρα, σου λέω τα εγγόνια μου δεν τα θέλουνε. Και εμείς τα ‘χαμε για εξαιρετικά. Δηλαδή, επάνω… έλεγα. Ερχόταν ο πατέρας μου κι έφερνε δύο λαγούς. Να τσου καθαρίσουμε, να… όχι εγώ. Η μάνα μου και η νόνα μου. Το πιο νόστιμο φαγί. Και πώς μου ‘ρχότανε μία πλάκα που χαμε στο... άκου να ειδείς τι ήτανε εδώ το Κερί. Δεν μπορούσαν να ζήσουν το καλοκαίρι στο Κερί μέσα. Και πηγαίνανε στα… αυτό! Αυτό καταγράφω τώρα και θα το κάμω βιβλίο. Στα καντηλίκια. Και δεν ήτανε τα σπίτια όλα… σπίτια αγροτικά. Και είχανε πεύκα κοντά, είχανε… κάνανε έτσι φραγκιάτες και πλάκες, πλάκες για να τρώνε απάνω, αντί για τραπέζια. «Απλά, κάτι παλιού Κεριού να γύριζαν τα χρόνια, να φάω το νόστιμο λαγό και τα ψητά τρυγόνια». Τα είχαμε για εκλεκτά φαγητά. Λοιπό. Και οι Χωραίτες ερχότανε και τα παίρνανε. Ήτανε ένα… απέναντι από το σπίτι μου, στο πατρικό μου στο Κερί, ήτανε ένα σπιτάκι που το ‘χανε σαν καφενείο. «Μοτέγα», το λέγανε για πλάκα. Ήτανε καλαμπουρτζής εκείνος που το ‘χε. Μπορεί να βλεπες 200 τρυγόνια μέσα, ζωντανά, γιατί προλαβαίνανε, τα σώνανε ζωντανά να μην ψοφήσουνε, για να… πώς να τα πάνε; Είχανε ψυγεία τότε; Τώρα, να τα διατηρούσαν 2-3 μέρες, να μαζευτούνε πολλά απ’ όλους τσου λόγγους, τα πηγαίνανε. Είχαν αυτοί τσου πελάτες τσου στη χώρα και τα πουλούσανε. Και παίρνανε λεφτά οι Κεριώτες, ετρώγανε και το ψωμί, τους έπαιρναν και λεφτά. Δηλαδή, όσοι είχανε λόγγους καλούς, είχανε εισόδημα. Εισόδημα: Και έλεγε ο άλλος: «Πάω να βγάλω το απόγευμα. Να βγάλω το δείπνο σε καμιά συκιά κοντά». Να σιγοφάει. Να ‘ναι… ξέρω γω, να βγάλει το δείπνο για το σπίτι του. Είχανε και τα κοπάδια. Έτσι ζούσανε. Τώρα, ό,τι… τώρα, έχουμε τόση γης. Δεν διοικείται και η Ελλάδα εύκολα, γιατί είναι σε πολλά σημεία πολλά, πολλά, πολλά, αλλά έχουμε τη γης, έχουμε τα, τα βοσκοτόπια και φέρνουμε κρέας απ’ την Ολλανδία. Δεν μας εσυμφέρει. Δεν μας εσυμφέρει λέμε εμείς. Έτσι μας μάθανε και έτσι λέμε. Εμείς… εμάς τσου γέρους μας εσύφερνε πάντα. Και κάμαμε ό,τι μπορούσαμε παραπάνω. Τώρα όμως, που μπλέξαμε τον τουρισμό, πείσε τα παιδιά να ‘χουν ζωντανά, πείσε τσου νέους να μαζώξουν ελιές. Εγώ είμαι 76 χρονώ. Επέρυσι, 70 μέρες επηγαίναμε με τον άντρα μου κοντά. Εργάτες έχουμε. Δεν έχουμε… δεν μπορούμε. Όμως, επηγαίναμε κοντά και ό,τι εμπορούσαμε κάναμε. Δεν μας μένει τίποτα, αλλά τα λυπόμαστε, γιατί η γενιά η δική μας εφύτεψε λιόφυτα. Εφτιάξαμε σπίτι και είχαμε και το σαράκι όλοι μας να κάνουμε επιστήμονες τα παιδιά μας. Δεν μπορούν να κάνουν και τσου αγρότες τώρα. Δεν είναι εύκολο. Όμως, άμα θέλουνε, τ’ αγαπάνε, τα επιβλέπουνε και ας μην τσου μένει τίποτα. Εμείς… η πρώτη δουλειά που έρχονται οι τουρίστες εδώ… θα τσου βάλουμε ένα μπουκάλι λάδι κι ένα κρασί, να τσου δώσουμε, κατάλαβες; Εκείνο μας μένει. Δεν μας μένει τίποτα άλλο. Εκείνα που για να φάμε. Τα άλλα τα παίρνουν οι εργάτες όλα. Δεν γίνεται. Δεν γίνεται, γιατί τα παιδιά έχουν άλλες δουλειές. Λογικό. Οι κόρες μου… τα εγγόνια μου σπουδάζουν. Αλλά ας την επιβλέπουν, όμως, τη γη τους.
Ναι, ναι.
Δεν μπορούμε να τη παρατήσουμε. Δεν μπορούμε. Δεν είναι σωστό.
Συμφωνώ. Έχετε δίκιο.
Σε τρέλανα.
Όχι, όχι.
Θα μου πει το τραγούδι τώρα.
Όχι, όχι, όχι. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ, γιατί έχετε δίκιο. Και εγώ σε χωριό είμαι.
Έχεις περιουσία, έχετε περιουσία λιόφυτα;
Έχουμε κι εμείς λιόφυτα.
Και περιβόλια θα ‘χετε. Από ποιο χωριό, Τραγάκι είσαι;
Τραγάκι.
Έναν Πομόνη που δούλευε στο “Lidl”… είχε έρθει κάποτε και του ‘πα κάποια πράγματα.
Ναι, ο Διονύσης.
Ξάδερφός σου.
Όχι, δεν είναι ξάδερφος μου. Είναι άλλο σόι Πομόνη.
Άλλο σόι, αλλά είσαστε πολλοί.
Πολύ κοντά.
Και Πομόνης ένα… ένας παππάς παλιά. Παλιά, είχε βαφτίσει τη μάνα μου.
Παπα-Ηλίας μήπως; Αυτός είναι σόι μου.
Σόι σου ε; αι, ναι. Είχε βαφτίσει παππά-Πομόνης. Ήτανε χαμηλούλης, κοντός.
Ναι, ναι, ναι. Αυτός είναι.
Έτσι, απ’ ό,τι μου λεγε η μάνα μου. Δεν το θυμάμαι εγώ, ναι.
Και μένα αυτός με βάφτισε.
Σοβαρά; Να λοιπόν, να λοιπόν. Έχεις αδέρφια;
Έχω μία μικρότερη αδερφή.
Μία αδερφή. Κι εγώ μία αδερφή έχω, την οποία υπεραγαπώ.
Κι εγώ.
Υπεραγαπώ. Και δύο κόρες. Και πάλι. Κι αυτές είναι δεμένες. Ο Θεός να τσι αφήσει έτσι δεμένες, γιατί ακούμε και τόσα κακά στο κόσμο, αλλά συνήθως οι αδελφές δεν τα χαλάνε.
Όχι.
Πιστεύω. Λοιπό, λέμε το τραγούδι.
Ναι.
Λοιπό. Λέμε το άλλο τραγούδι και αν έχεις κάποια απορία, εδώ είμαι εγώ.
Εντάξει.
Και ό,τι θέλεις, αν σκεφτείς, μην διστάσεις να με πάρεις τηλέφωνο, να διορθώσεις κάτι ή κάτι που δεν κατάλαβες, γιατί δεν τα λέω και σε έναν άνθρωπο που έζησε εδώ, για να τα καταλάβει όλα, ναι;
Μην ανησυχείτε. Ό,τι θέλω, θα σας πάρω τηλέφωνο.
Ναι. Λοιπό.
Ωραία
Θα πούμε πρώτα το ένα και μετά το άλλο. «Και αν ξένους τόπους γύρισα μα και αν κοντά σου μένω, τους λόγγους ονειρεύομαι τα περασμένα σκέφτομαι χωριό μου λατρεμένο. Τους λόγγους σου που λάτρεψαν τόσοι που είναι φευγάτοι που τις πευκοβελόνες τους σαν έγερναν να κοιμηθούν εκάνανε κρεβάτι. Που τις πευκοβελόνες τους σαν έγερναν να ονειρευτούν εκάνανε κρεβάτι. Ο αέρας ήταν πρά[00:50:00]σινος που χάιδευε τ’ αυτιά τους ξεχνάγανε τα βάσανα και όνειρα κάνανε τρελά… γλυκά». Για κoφ’ το λίγο.
Θα το ξεκινήσω.
«Ξεχνάγανε τα βάσανά και όνειρα κάνανε γλυκά γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Λόγγοι μου, απλώστε τα κλαδιά σήμερα σαν και τότε να ζούμε πάντοτε μαζί, να προχωράμε στη ζωή τα πεύκα κι οι Κεριώτες. Ο αέρας ήταν πράσινος που χάιδευε τ’ αυτιά τους. Ξεχνάγανε τα βάσανά και όνειρα κάνανε γλυκά γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Μην τα πειράζετε αυτά τα πεύκα είναι δικά μας. Τα χουμε απ’ το πατέρα μας, το νόνο, τη γιαγιά μας. Δροσίσθηκα στην πρασινάδα τους, με μάγεψε η ομορφάδα τους. Ξέρουμε μεις τα σύνορα έχουνε μέσα στέρνες και καλυβούρες πέτρινες, ραζαβοσκεπασμένες. Δροσίσθηκα στην πρασινάδα τους, με μάγεψε η ομορφάδα τους. Τα πεύκα που τ’ αγάπαγαν που ήτανε δικά τους και ονόματα τους βγάζανε όπως και τα παιδιά τους. Δροσίσθηκα στην πρασινάδα τους, με μάγεψε η ομορφάδα τους. Διαβάτη, κάτω απ’ τα πευκιά επήρες στη δροσιά τους όταν στον τόπο σου θα πας, πες για την ομορφιά τους. Δροσίσθηκα στη πρασινάδα τους, με μάγεψε η ομορφάδα τους». Το πρώτο έκαμα ένα λάθος.
Δεν πειράζει.
Θα το πούμε πάλι; Θέλεις;
Μην ανησυχείτε. Θα το κόψω εγώ. Θα το φτιάξω.
Ένα τραγούδι, ένα στίχο ξέχασα. «Τσους λόγγους που καθάριζα σαν κήπος, σα περιβόλι». Το είπα αυτό; «Που δούλευαν πολύ σκληρά, μα τραγουδούσαν με χαρά και ήταν δουλειά και σκόλη» Και μετά, λέει: «Λόγγοι μου, ανοίκτε τα κλαδιά».
Μάλιστα. Πολύ ωραία.
Εντάξει.
Και το γράψατε γι’ αυτό το λόγο δηλαδή;
Ναι, γι’ αυτό το εργάκι το έγραψα αυτά. Και είπαμε κι άλλα που ξέραμε, από το κυνηγό, που είναι κλασικό, ναι. Είπαμε το Μια πέρδικα περδικούλα μου. Το έλεγα εγώ μπροστά και από πίσω ο Χορός. Είναι… είναι πολύ ωραία. Και θα πω στο Θεόφιλο, γιατί είναι ομαδική δουλειά και δεν μπορώ εγώ μόνη μου, να το βάλουμε στο ιντερνέτ να υπάρχει, γιατί αυτά τα μικρά χαλάνε καμιά φορά. Ναι, να το βάλουμε έτσι κάπου, για να υπάρχει.
Να υπάρχει, αυτό, αυτό.
Ναι, ναι.
Να μείνει.
Μιλάνε τα παιδιά. Είναι μικρά, αλλά τα λένε ωραία. Ναι, αλήθεια στο λέω, δηλαδή ήθελα να θυμηθώ κι έβαλα ένα προχτές και το είδα. Να θυμηθώ κάποια πράγματα, γιατί και με κονταίνει το μυαλό. Ναι, δεν είμαι... εσύ, τι έχεις σπουδάσει;
Ιστορικό.
Και σε τραβάει. Και εκεί πώς το κατάλαβες; Πώς το ‘μαθες αυτό που κάνει το Ίδρυμα; Και μπράβο, ρε παιδιά! Πολλά καλά κάνουν εκεί μέσα.
Είναι… το έμαθα μέσω ενός κοινού γνωστού.
Και είναι σε όλη την Ελλάδα αυτά. Αυτοί.
Ναι, ναι.
Σαν αντιπρόσωποι να τσου πούμε έτσι, ναι, εκπρόσωποι, ναι.
Ναι, είναι ερευνητές ιστοριών. Και μαζεύουμε, έτσι, ιστορίες.
Τον Διονύση και τον Μαρίνου τσου ξέρεις; Τον Αρκαδιανό και τον Γιαννούλη, που κάμανε την έρευνα εκείνη;
Ναι, για τα… για τους χορούς.
Ξέρεις πόσο συνεργαστήκαμε; Έχω γράψει κι εγώ ένα κομμάτι εκεί μέσα στο βιβλίο, ναι.
Πολύ ωραία. Και ήθελα να το διαβάσω.
Πολύ καλό, πολύ καλό. Έχει και DVD και CD. Τρία. Ένα με εικόνα και ένα με τραγούδι. Έχω τραγουδήσει κι εγώ τραγούδια εκεί μέσα. Και πολλοί άλλοι Ζακυνθινοί, γέροι μεγάλοι, μεγάλοι. Εκάμαμε μία βραδιά στο Ίδρυμα Κακογιάννης. Καλά το λέω;
Ναι, ναι.
Εξαιρετική, εξαιρετική. Ξέρεις τι θα πει; Χορό, τραγούδι. Και ήτανε αυτά τα παιδιά τόση ευγνωμοσύνη στο πρόσωπό μου, δηλαδή εγώ ντρεπόμουνα πολύ, πολύ, πολύ. Ό,τι εκδήλωση κάνανε, με καλούσαν να τραγουδήσω, να πω.
Πόσες… πώς ήταν αυτή η εμπειρία. Για πείτε μου.
Εξαιρετική, αλλά μην νομίζεις. Είναι και κούραση. Εγώ… έχει ένα στούντιο ο, ο Αντρέας ο Σταμήρης. Ούτε μικρό παιδί μπορεί… να πήγα και 40 φορές εκεί; Φυσικά, για να… για να σου βάλει να τα πούμε σωστά, γιατί με βάλανε να πω τραγούδια από άλλους ανθρώπους και να τα καταγράψουνε, που δεν μπορούσανε να τα κάνουν… πιο γέροι; Δεν είχανε τη φωνή πια; Και όποτε μου παν, πήγα, αλλά σου πα ότι μου χουνε φερθεί σαν… εξαιρετικά, εξαιρετικά. Και ήταν πολύ καλή εμπειρία. Τι να σου πω δηλαδή; Ό,τι να σου πω… ότι, όπως εχάρηκα τη βραδιά εκείνη, την παρουσίαση του βιβλίου, χάρηκα και με εκεί τη βραδιά στο ίδρυμα αυτό, γιατί μου ‘πανε και μίλησα εκείνη την ημέρα εκεί και είπα πράγματα, ας πούμε, για τα παιδιά, για τσου νέους, ότι μας παρασύρει πάρα πολύ αυτό το θέμα των κινητών και δεν διαβάζουνε. Δεν διαβάζουνε. Και χορέψαμε, τραγουδήσαμε. Ήτανε γεμάτο, γεμάτο Ζακυνθινούς και μη. Ήταν Κεφαλλονίτες. Τι έγινε! Μα δεν ήταν βραδιά εκείνη; Μέχρι τσι 02:00 τη νύχτα. Εξαιρετική. Είχαν έρθει από δω… ήταν πριν εκλογές άλλες και είχαν και όλοι οι υποψήφιοι. Όλοι. Πολύ καλά, πολύ καλά παιδιά, πολύ καλά παιδιά.
Θέλετε να μου πείτε, λίγο, τι έρευνα έχουνε κάνει; Για να ακουστεί.
Έχουνε κάμει έρευνα για τα τραγούδια, για χορούς και για ό,τι έχει σχέση με την παράδοση.
Τη ζακυνθινή;
Τη Ζακυνθινή. Και ιδίως… ιδίως, αρχίσανε στα ορεινά χωριά, αλλά μετά εψάξανε και στον κάμπο, αλλά δεν είναι τόσα στο κάμπο. Δεν υπήρχε τόσο η παράδοση στον κάμπο. Εγώ, μάλιστα, τσου ‘πα να πάνε και στον Αγαλάκη, τσι Βολίμες και μου πανε… εγώ έχω πει πάρα πολλά. Έχουνε γράψει κάποιες οικογένειες οργανοπαιχτών: τους Σταμήριδες… που είναι Τούσας. Καλά το λέω;
Ναι, ναι.
Και άλλους, κι άλλους και μένα, επειδή δεν ήτανε κάποιος από δω να πηγαίνει, εγώ μόνο ήμουν απ’ το Κερί, μου ‘πανε και έγραψα ένα μέρος με τα έθιμα του Κεριού. Ένα μέρος στο τέλος, ναι, ναι. Μα κάπου το έχω. Το ‘χω δώσει σε μία ξαδέρφισά μου να το διαβάσει.
Δεν πειράζει, μην ανησυχείτε.
Ναι, ναι. Εδουλέψανε πάρα πολύ. Επαρακαλέσανε… που λέγαμε παλιά «κατουρημένες ποδιές». Οι γέροι με παραξενιές και έπρεπε να τσου πείσεις. Εγώ, όπως ήρθαν και τσου πα: «Παιδιά, ό,τι θέλετε θα σας πω. Δεν θα τα πάρω μαζί μου». Και για θέλω να γράψω δικά μου, θα βρω άλλα πράγματα. Και πραγματικά, νομίζω πως τσου βοήθησα πολύ, ναι. Και έβρηκα αντίκρισμα. Έτσι, με ευχαρίστηση. Τίποτα άλλο. Κι ευγνωμοσύνη. Και ένα άλλο βιβλίο που έχει γραφτεί… έχω βάλει πάρα πολλά μέσα. Βίους Κεριωτών. Που το έγραψε η νηπιαγωγός αυτή, η Κατσαίτου, ναι. Αλλά όλοι… βοηθήσανε όλοι εδώ και εγώ, δηλαδή, ήμουν η αιτία που γράφτηκε αυτό το βιβλίο.
Πολύ ωραία. Θέλω να μου πείτε, έτσι, σε βάθος χρόνου όταν το γράφατε το βιβλίο το δικό σας. Έχετε στο μυαλό σας, έτσι, κάποια στιγμή που να συγκινηθήκατε πάρα πολύ, να δυσκολευτήκατε πάρα πολύ;
Όχι, δυσκολία ποτέ. Στη ζωή μου… θα σου πω κάποια πράγματα. Από μικρό παιδί, δεν ένιωσα το αίσθημα τση ντροπής, του φόβου. Που λένε φοβόνταν τα παιδιά τσου πεθαμένους. Να περάσω… και ντρέπομαι κόσμος. Ξέρεις, ήτανε η πλατεία. Δεν το ‘νιωσα ποτέ αυτό το πράμα. Ούτε… ούτε μετανιώνω. Θα μετανιώσω αν πειράξω κάναν άνθρωπο. Μπορεί να σκάσω. Όμως, ξέρεις πότε έκλαψα; Όταν μου ‘στειλε το πρώτο και το είδα, που ήτανε το σκαρίφημα να το πω το…. η αρχή.
Το δέσιμο.
Το δέσιμο, ναι, για να μου το κοιτάξω. Τότε… τότε, έκλαψα, ναι. Τότε, έκλαψα πραγματικά, γιατί δεν το περίμενα πως θα το κάμω. Τα ‘χα γραμμένα και πια τα ‘χα αφήσει πως δεν θα γίνουμε. Κι όμως. Δεν πρέπει… πρέπει να σκεφτόμαστε θετικά. Δηλαδή, το ‘χω παρατηρήσει. Ειλικρινά. Πράγματα που τα ονειρεύτηκα μες το μυαλό μου και δεν τα περίμενα ποτέ πως θα γίνουν. Να σκεφτείς… έφτιαξα ένα μικρό σπιτάκι στο Κερί, στο πατρικό μου, το οποίο το ‘χα πολύ μέσα μου, γιατί φύγαμε [01:00:00]με τους σεισμούς και ήτανε πολύ ωραίο σπίτι στο Κερί, αλλά μοιράστηκε και ήτανε λίγο. Και πήγα μες τα χαλάσματα και τα κατάφερα και το ‘φτιαξα και που παρουσίασα το βιβλίο, το παρουσίασα την πρώτη μέρα στο Κερί, τσι 25 του Μάρτη. Στο Φανερό που λέμε. Η γειτονιά του Φανερού, που είναι το ηρώων εκεί. Και από εκεί ξεπροβόδιζαν τσου… και το παρουσίαζαν. Ήτανε πολλή συγκίνηση. Κλαίγαν όλοι, γιατί είπα και τα μοιρολόγια και όλα αυτά, ναι. Και τραγούδια και. Εκείνη την ημέρα λέω… είπα σε μία ξαδέρφη μου «Εγώ έχω δύο χαρές σήμερα». Αυτό το σπίτι δεν είναι σε χωράει όρθιο, αλλά εν πάση… με βοηθήσαν τα παιδιά μου. Αφού έλεγα, τώρα που πρωτοπήρα τη σύνταξη, κάποια χρήματα, αλλά δεν φτάσανε ούτε για μυρωδιά. Αλλιώτικα το φαντάζεσαι, αλλιώτικα έρχεται. Και είπα στο μάστορα που μου το ‘φτιαξε, που τανε ένας… ο άνθρωπος μας έβαλε τα αλουμίνια στα σπίτια. «Θα στα δίνω κάθε μήνα που θα παίρνω τη σύνταξη» και τη σύνταξη την έχω χρεώσει πολλά χρόνια, αλλά παίρνω απ’ το σπίτι, απ’ τα παιδιά μου λεφτά. Και να μην στα πολυλογώ. Έγινε τόσο κουκλίστικο, που πέρυσι το νοικιάσαμε. Όχι για πάντα. Όχι, το καλοκαίρι, για να βγάλω κάποια. Δεν είναι εύκολο να τα βγάλεις τα… γιατί και τα σπίτια αυτά δουλεύουν, αλλά έχουν πολλά έξοδα και δεν… δεν βγαίνει τώρα. Η δεκαετία του ’80 ήτανε για τουρισμό. Όταν πρωτοαρχίσαμε, ήταν πολύ λίγα τα σπίτια. Τώρα όμως, πρέπει να παλέψεις για να δουλέψεις.
Τώρα, υπάρχει ανταγωνισμός.
Ναι, ανταγωνισμός. Είπα ότι δεν το φανταζόμουν αυτό. Γι’ αυτό στο 'πα πως θα γίνει. Και όμως. Έγινε μικρό, αλλά έχει μία πολύ ωραία πόρτα, έτσι με αγκονάρια, έτσι παλιά. Ναι, ναι, ναι. Μικρό, αλλά κουκλίστικο. Κουκλίστικο και πάω κάποια φορά και κάθομαι 2 ώρες και με ευχαριστεί, γιατί έχω τσι θύμησες μου και κει. Και ακούς πράγματα, αλλά ήταν πολλά τα αδέλφια. Μοιράστηκε. Δεν… δεν είναι πάντα όπως τα θέλουμε όλα.
Βέβαια. Πολύ ωραία. Εμένα με έχετε καλύψει πλήρως. Αν θέλετε κάτι άλλο να μου πείτε;
Όχι πουλάκι μου. Ό,τι θέλεις όμως. Ό,τι θέλεις, εδώ είμαι.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Όποιο παιδί νέο βλέπω που παλεύει, που διαβάζει, που ψάχνει, το αγαπάω.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να ‘σαι καλά.
Λοιπόν, θα πω και ότι είμαι η Ανδριανή Πομόνη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχει 15 Μαΐου του 2023 και βρισκόμαστε στο Κερί της Ζακύνθου.
Ναι. Κι εγώ θα πω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένη που σε γνώρισα.
Κι εγώ πάρα πολύ.
Μου φαίνεσαι πολύ εξαιρετικό παιδί. Εγώ αγαπάω τσου νέους και εύχομαι καλή τύχη και προσπάθεια και θετική σκέψη και μην εγκαταλείπεις στην πρώτη δυσκολία τα πράγματα. Υπάρχει και δεύτερη ευκαιρία πάντα.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Φωτογραφίες

Κεριώτες Ήρωες
Το βιβλίο
Περίληψη
Η κυρία Τασία Λιβέρη-Μπράτη, περήφανη κάτοικος του χωριού Κερί στη Ζάκυνθο, περιγράφει πώς έφτασαν στα αυτιά της ιστορίες Κεριωτών, που χάθηκαν, ανά τα χρόνια, σε μάχες για την πατρίδα. Η ίδια κατέγραψε αυτές τις ιστορίες σε ένα βιβλίο που εξέδωσε πρόσφατα. Επίσης, αναφέρει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ντόπιοι με τις περιουσίες τους και την ιστορικότητα των κτημάτων του Κερίου.
Αφηγητές/τριες
Αναστασία Λιβέρη-Μπράτη
Ερευνητές/τριες
Ανδριανα Πομόνη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/05/2023
Διάρκεια
62'
Περίληψη
Η κυρία Τασία Λιβέρη-Μπράτη, περήφανη κάτοικος του χωριού Κερί στη Ζάκυνθο, περιγράφει πώς έφτασαν στα αυτιά της ιστορίες Κεριωτών, που χάθηκαν, ανά τα χρόνια, σε μάχες για την πατρίδα. Η ίδια κατέγραψε αυτές τις ιστορίες σε ένα βιβλίο που εξέδωσε πρόσφατα. Επίσης, αναφέρει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ντόπιοι με τις περιουσίες τους και την ιστορικότητα των κτημάτων του Κερίου.
Αφηγητές/τριες
Αναστασία Λιβέρη-Μπράτη
Ερευνητές/τριες
Ανδριανα Πομόνη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/05/2023
Διάρκεια
62'