© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αναμνήσεις από το Μαρούσι μιας Μαρουσιώτισσας με δίψα για γνώση

Κωδικός Ιστορίας
14248
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνα Πολίτου (Κ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/07/2020
Ερευνητής/τρια
Ελευθερία Ποντικοπούλου-Βενιέρη (Ε.Π.)
Ε.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;

Κ.Π.:

Καλησπέρα σας. Λέγομαι Ντίνα Πολίτου.

Ε.Π.:

Είναι Πέμπτη 16 Ιουλίου του 2020, βρίσκομαι με την κυρία Ντίνα Πολίτου στο σπίτι της στο Μαρούσι. Εγώ ονομάζομαι Ελάτη Ποντικοπούλου-Βενιέρη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε.

Κ.Π.:

Ευχαρίστως.

Ε.Π.:

Θέλετε να μας μιλήσετε για κάποιες αναμνήσεις σας από την παιδική σας ηλικία;

Κ.Π.:

Έχω πολλές. Ευτυχώς η μνήμη μου δεν με έχει προδώσει πολύ. Να ξεκινήσω, γεννήθηκα το ’33. Πήγα σχολείο και η πρώτη μέρα του σχολείου μου που θα πήγαινα στο 1ο Δημοτικό Σχολείο του Αμαρουσίου ήταν 28 Οκτωβρίου και είχα φόβο αλλά και χαρά. Και ξυπνήσαμε το πρωί και ακούγαμε καμπάνες, σειρήνες και βόμβες που πέφταν στο Τατόι. Εγώ, κάτι πρωτόγνωρο για μένα, ένα μικρό παιδί γύρω στα 7, αυτό το πράγμα όχι μόνο με παραξένεψε, αλλά και με τρόμαξε και έβαλα κάπως τα κλάματα. «Γιατί;», έλεγα στη μητέρα μου. «Σώπα, σώπα, παιδί μου». «Τι είναι αυτά;». «Έγινε, γίνεται πόλεμος», μου είπε. Και τη ρωτάω: «Τι είναι πόλεμος, μαμά;». Τότε δεν είχαμε τηλεοράσεις και τέτοια ώστε τα παιδιά να ξέρουνε πολλά πράγματα. Πόλεμος από τότε που γεννήθηκα δεν θυμάμαι να υπήρχε και ήταν μια… «Άσε παιδάκι μου, άσε παιδάκι μου, θα μάθουμε», μου είπε, «θα μάθεις, θα μάθεις». Φυσικά βγαίνοντας έξω με τη μητέρα μου για να με πάει στο σχολείο είδαμε άλλα παιδιά που γυρίζανε. «Δεν θα γίνει σχολείο σήμερα». Και ήταν η πρώτη εμπειρία. Από κει ακολούθησε, μετά από λίγο ο Αλβανικός, δηλαδή εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ο Αλβανικός Πόλεμος. Αρχίσαμε, εγώ παρότι ήμουν 7 ετών, διάβαζα την Καθημερινή, όχι μόνον τις επικεφαλίδες αλλά και ένα σίριαλ που είχε στην κάτω, στην πρώτη όψη, που κάθε μέρα έβαζε κάποια συνέχεια. Εκείνη την ημέρα δεν θυμάμαι, ήτανε, δεν υπήρχε αυτό το πράγμα, και σιγά-σιγά τις επόμενες, τους επόμενους μήνες διαβάζοντας κάποια πράγματα στην Καθημερινή, άρχισα να καταλαβαίνω τι θα πει πόλεμος. Και επίσης διαβάζαμε ένα, μια εφημερίδα η οποία αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι το όνομά της, η οποία είχε γελοιογραφίες μέσα. Εμείς λοιπόν, ο αδερφός μου κι εγώ, γελούσαμε πάρα πολύ με τα αστεία: «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», τέτοια πράγματα και λοιπά, με τις γελοιογραφίες, πρώτη φορά βλέπαμε γελοιογραφίες. Τον χειμώνα του ’41 αρχίσαν τα δύσκολα, δεν είχαμε να φάμε. Ευτυχώς είχαμε έναν πολύ μεγάλο κήπο και εκεί ό,τι μπορούσε ο πατέρας μου έκανε για να έχουμε. Κι έτσι περνούσαμε με χόρτα, με δελτίο ψωμιού που δεν έφτανε, βέβαια, και οι γονείς μου δίνανε το δικό τους το ψωμί να φάω εγώ κι ο αδερφός μου και εκείνοι αδυνατίζανε, όχι ότι εμείς παχύναμε. Ήταν πάρα πολύ επώδυνο αυτό, να λέμε: «Πεινάω» και να τρώμε ό,τι χόρτα μπορούσαμε και αν καμιά πατάτα βρισκότανε. Θυμάμαι ένα γεγονός ότι, ήτανε άνοιξη του ’41,του ’42, κάπου εκεί και περνούσε μια γυναικούλα απ’ έξω και λέει στον πατέρα μου: «Λίγα χόρτα, κάτι», και του ζήτησε αγκιναρόφυλλα να μαγειρέψει για να φάνε αυτή και τα παιδιά της. Είδα πεθαμένο άνθρωπο στον δρόμο, γιατί τότε κυκλοφορούσαμε, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και ο δρόμος μας ήτανε χωμάτινος και κυκλοφορούσαμε. Δεν φοβόντουσαν οι γονείς μας μην μας χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο, πηγαίναμε ως την εκκλησία… Επίσης, η μία πλευρά του οικοπέδου του σπιτιού μας ήτανε στην Αναπαύσεως κι από εκεί περνούσαν οι κηδείες. Οι κηδείες ήτανε ένα κάρο για τους φτωχούς, για τους συνήθεις ανθρώπους θα έλεγα, γιατί θυμάμαι μια οικογένεια, θυμάμαι και το όνομα, δεν θα το πω, που τρία αδέρφια ανύπαντρα πολύ πλούσια με μία βίλα κοντά μας πεθάνανε στη σειρά από την πείνα. Η κηδεία τους έγινε με το κάρο της Δημαρχίας, έτσι το λέγαμε, το «κάρο της Δημαρχίας», όπου βάζανε πάνω ένα φέρετρο, το οποίο ήταν της Δημαρχίας, βάζανε ένα σεντόνι –πολύ μακάβριο αυτό που λέω–, βάζαν τον νεκρό μέσα στο σεντόνι και μέσα στο φέρετρο και εμείς επειδή ήταν κοντά και το νεκροταφείο τρέχαμε από πίσω, δεν μας ελέγχανε οι γονείς μας. «Εντάξει παίζουν τα παιδιά», είχαμε μια ολόκληρη… πατίνια, που τα είχε φτιάξει κάποιος πατέρας, κάτι τέτοια, δεν είχαμε ούτε παιχνίδια.       Εκείνο όμως που εμένα με –άφησα το θέμα του νεκροταφείου και ας το πω αυτό– ότι πηγαίναμε, είχαμε παιχνίδια όπως σας είπα. Αλλά εκείνο που με πονούσε εμένα είναι ότι δεν είχα κάτι να διαβάσω. Θα επανέλθω σ’ αυτό για να τελειώσω αυτό με το νεκροταφείο. Δυο άνθρωποι εκεί στο νεκροταφείο βγάζανε, πιάναν το σεντόνι, ο ένας απ’ τις δύο άκρες απ’ το κεφάλι και ο άλλος από τα πόδια και βάζανε μέσα στο μνήμα για να πάρουν πίσω το φέρετρο να ξαναβάλουνε τον επόμενο νεκρό. Τελείωσα με το… Πάντως ήτανε όλα πολύ άσχημα εκείνη την εποχή και με έχουνε σημαδέψει και θα πω, είπα μόνο αυτό, δεν θα πω τίποτε περισσότερο. Η αγωνία μου η μεγάλη ήταν να βρω βιβλία να διαβάσω. Οτιδήποτε βιβλία. Γιατί είχα αρχίσει από μικρή, 6 χρονών να διαβάζω. Εφημερίδες δεν υπήρχαν, δεν θυμάμαι να υπήρχανε εφημερίδες. Παίρνανε εφημερίδα; Αυτό δεν το θυμάμαι. Αλλά μέσα στις αποθήκες, γιατί μέναμε και εμείς και άλλη οικογένεια, η νονά μου και ο νονός μου με τον γιο τους, και μες στις αποθήκες τους βρέθηκαν ποντικοφαγωμένες τόμοι από Διαπλάσεις, από τη Διάπλαση των Παίδων, «Σας ασπάζομαι, Φαίδων». Εκεί λοιπόν εδιάβαζα και διάβασα «Η Μυστηριώδης Νήσος». Είχα τρελαθεί, έχανα πολλές συνέχειες γιατί ήταν ποντικοφαγωμένες, αλλά ήτανε μεγάλη χαρά για μένα. Δεν είχαμε φως! Πότε είχαμε ηλεκτρικό, πότε δεν είχαμε, ήτανε τόσο θαμπό, με τη λάμπα πετρελαίου και με το καντήλι. Κι όμως διάβαζα μ’ αυτό. Και θυμάμαι ένα βράδυ χτύπησε ένας Γερμανός να βάλουμε στα παράθυρα από μέσα να μην φαίνεται γιατί βομβαρδίζανε οι Εγγλέζοι πια! Τελείωσαν οι Γερμανοί μετά τον Αλβανικό Πόλεμο και οι Ιταλοί και αρχίσανε να μας βομβαρδίζουν οι Εγγλέζοι. Ε, η Κατοχή ήτανε, απλώς σας λέω δυο λόγια, κάτι πολύ σκληρό. Γιατί και τώρα βλέπω τα παιδιά που έχουνε τόσα μέσα για να μορφωθούνε και μαθαίνουνε πράγματι και μαθαίνουν και μερικά άχρηστα πράγματα ή ονόματα καινούρια με αυτά τα, τα καινούρια έργα που γίνονται φαντασίας ή, τέλος πάντων, δεν σχολιάζω. Κάθε εποχή έχει τα δικά της έθιμα και γούστα. Εξάλλου, η ζωή προχωρεί και ο κόσμος εξελίσσεται. Να πω την αλήθεια ότι προσπαθώ κι εγώ να προσαρμοστώ. Μεγαλώσανε, μεγάλωσα, μεγαλώσανε τα εγγόνια μου και έχω ζήσει –έρχομαι στη σημερινή εποχή–, έχω ζήσει όλα αυτά τα και[00:10:00]νούρια. Ο εγγονός μου είναι φοιτητής και η εγγονή μου είναι έτοιμη για να δώσει για πανεπιστήμιο. Επανέρχομαι στην Κατοχή. Η χαρά μας ήταν πολύ μεγάλη όταν ήταν Απρίλιος του ’44, νομίζω, ’44, και μπήκαν οι Εγγλέζοι. Είχαμε βγει όλος ο κόσμος στη Λεωφόρο Αμαρυσίας-Αρτέμιδος, που νομίζω ήταν ο πρώτος δρόμος που είχε ασφαλτοστρωθεί. Αριστερά-δεξιά η Αμαρυσίας-Αρτέμιδος ήτανε, είχε φοβερά ψηλά, τεράστια, πελώρια δένδρα, αυτό που μυρίζει, πώς το λένε, που το παίρνουμε για τον βήχα;                                 

Ε.Π.:

Ευκάλυπτους.

Κ.Π.:

Ευκαλύπτους. Με ευκαλύπτους. Τεράστιους. Και κόβανε οι πιο ψηλές –άνδρες, γυναίκες– κομμάτια γιατί περνούσανε τανκς, αυτοκίνητα με Εγγλέζους και γινότανε μεγάλο πανηγύρι. Εκεί τότε υπήρχε μια πολύ μεγάλη αισιοδοξία και χαρά που ελευθερωθήκαμε. Το Δημοτικό, το μισό Δημοτικό το έβγαλα στον γυναικωνίτη της Παναγίας, τη Μητρόπολη Αμαρουσίου, γιατί τα σχολεία μας τα είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και τα είχανε κάνει νοσοκομεία.  Από τον έναν γυναικωνίτη τον δεξιά ήτανε η τάξη η δική μου και στον αριστερό γυναικωνίτη ήτανε, η δυο χρόνια μικρότερος, η «πρώτη μικρή» το λέγανε, όχι, δεν υπήρχε νηπιαγωγείο. Ο αδερφός μου ο οποίος ήταν πολύ άτακτος και έβλεπα εγώ τη δασκάλα του που καμιά φορά με τον χάρακα τον χτύπαγε κι έκλαιγα, όσο μπορούσα πιο διακριτικά.    

Ε.Π.:

Να σας ρωτήσω κάτι; Είπατε ότι είχατε μάθει ανάγνωση πριν πάτε σχολείο, πριν την Πρώτη Δημοτικού.

Κ.Π.:

Ναι.

Ε.Π.:

Ποιος σας είχε μάθει;

Κ.Π.:

Ο πατέρας μου, ο νονός μου. Ο νονός μου μου είχε μάθει και γερμανικά. Γιατί ο νονός μου ήτανε στρατηγός των προηγούμενων πολέμων. Το μόνο που θυμάμαι, κάποιο πρέπει να είχε γεννηθεί το 1882-’84. Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα γεγονός, μπορώ να πω ένα γεγονός που μου είχε διηγηθεί;

Ε.Π.:

Βεβαίως.

Κ.Π.:

Ήτανε συμμαθητής με τον Ιωάννη Μεταξά. Επομένως, βρίσκεται η ηλικία του άμα θέλει κάποιος. Ήτανε στο ίδιο θρανίο στη Σχολή Ευελπίδων. Και είχανε, ο ένας από τους δύο, είχε την Πάπισσα Ιωάννα, που τότε ήτανε best seller. Του Ροΐδη νομίζω είναι.

Ε.Π.:

Ναι.

Κ.Π.:

Και το έπιασε ο καθηγητής, στρατιωτικός και λοιπά, και φάγανε κάποια μεγάλη τιμωρία, ο νονός μου και ο Μεταξάς. Έχω πολύ ωραίες φωτογραφίες του νονού μου, αλλά δυστυχώς βρίσκονται στο εξοχικό μου. Είναι με τον Βασιλέα Γεώργιο. Ήταν υπασπιστής του αρχιστράτηγου εκείνη την εποχή, όχι Πλαστήρας, όχι Πλαστήρας, Πλαστήρας νομίζω, ναι. Για αυτό φοράει και το ένα περιβραχιόνιο και είναι πάνω στο άλογο, έξω απ’ τα Γιάννενα. Και είναι φωτογραφημένη η στιγμή που γίνεται η παράδοση των Ιωαννίνων και υπογράφει ο Βασιλεύς Γεώργιος, ο αρχιστράτηγος και ο νονός μου ως, ως… Ναι, κάπως έναν τίτλο παίρνει αυτός που είναι βοηθός ενός μεγάλου στρατάρχη, ναι. Αυτές θα δω τι θα τις κάνω, ναι. Επίσης, έχω και φωτογραφίες του 1800 τόσο που κάθονται απ’ έξω από τη σχολή, γράφει από πάνω και είναι και με τις στολές και λοιπά. Έχω κάτι τέτοιες φωτογραφίες.                                          

Ε.Π.:

Τον θαυμάζατε τον νονό σας, τον αγαπούσατε πολύ;

Κ.Π.:

Ναι, ναι, γιατί με αγαπούσε κι εκείνος πολύ, και μου έλεγε, εγώ είχα μία μεγάλη δίψα για μάθηση. Αλλά η ζωή δεν μου έδωσε τα μέσα, και η εποχή. Γιατί στην Κατοχή τι μπορούσε να κάνει κανείς άλλο από το να βοηθήσουν ευτυχώς οι γονείς. Ο πατέρας μου ήταν κι εκείνος έτσι πολύ φιλομαθής και ήξερε πάρα πολλά πράγματα. Είχε πολεμήσει πέντε χρόνια στη Σμύρνη, όταν έγινε ο πόλεμος στη...

Ε.Π.:

Στη Μικρά Ασία.

Κ.Π.:

Μικρά Ασία. Είχε, ήταν νοσοκόμος και ήταν στην πρώτη γραμμή. Δεν έκανε ποτέ τον νοσοκόμο, δεν δούλεψε ποτέ. Πολλές φορές, βέβαια, έβλεπε να κόβουν, πήγαινε όταν κόβαν πόδια και χέρια και τέτοια πράγματα. Αλλά σαν Κερκυραίος είχε καταπληκτική φωνή τενόρου, ήξερε απ’ έξω τις οπερέτες, Βαφτιστικός και λοιπά, και οι γιατροί σκέφτηκαν ότι ήταν καλύτερα να τον βάλουν να οργανώσει ένα, ας το πούμε ένα γκρουπάκι που να ’χουνε καλές φωνές και τους έμαθε τον Βαφτιστικό που τον ήξερε απ’ έξω και τον παίζανε στην πρώτη γραμμή που ήτανε και το νοσοκομείο αυτό μέσα στις σκηνές. Δεν ξέρω αν αυτό ενδιαφέρει, αλλά είναι ένα γεγονός, η κιθάρα η ιστορική αυτή, στην κιθάρα αυτή έμαθε ο γιος μου κιθάρα, αγάπησε πολύ την κιθάρα και μου έχει αφήσει εδώ τις κιθάρες που του πήρα την εποχή εκείνη. Αλλά η κιθάρα κάποια μέρα, από τη ζέστη, από τα χρόνια, του παππού, που ήταν ιστορική, τη βρήκαμε διαλυμένη.                              

Ε.Π.:

Κρίμα. Ο πατέρας σας ήταν απ’ την Κέρκυρα;

Κ.Π.:

Κερκυραίος, βέβαια.

Ε.Π.:

Ονομαζόταν;

Κ.Π.:

Πολίτης, Πολίτης. Και ήτανε, είχε μια καλή σχετική μόρφωση, τώρα δεν νομίζω, ήτανε τα παιδιά φτάναν μέχρι το, τελειώνανε το Σχολαρχείο. Από κει νομίζω ήτανε, δεν ξέρω τι ακολουθούσε, αλλά ο πατέρας μου είχε τελειώσει τη Μέση Εκπαίδευση, ας το πούμε. Και λύθηκε η απορία από πού είχα μάθει. Γιατί είχα δύο ανθρώπους. Τα βράδια, μ’ αυτό το λιγοστό φως που είχαμε, όλοι, όλοι, μαζί, παίζαμε τόμπολα. Πώς να περάσει η ώρα! Ε, και κάναμε και συζητήσεις που παρακολουθούσαμε κι εμείς οι μικροί, ναι. Τα χρόνια πέρασαν, μετά την... Α! Κι ένα γεγονός. Τότε το Γυμνάσιό μας, δεν ξέρω γιατί, είχαν αλλάξει κάποια σχέδια, έπρεπε να πάω απ’ την Έκτη Δημοτικού στο Γυμνάσιο. Έκτη Δημοτικού μπήκα τον Σεπτέμβρη, αλλά είχαμε ένα χάσει ένα χρόνο, γιατί στην Κατοχή δεν πηγαίναμε σχολείο. Έναν απ’ αυτούς τους χρόνους, δεν θυμάμαι, το ’41, ’42. Και κάναμε, έκανα την Έκτη Δημοτικού Σεπτέμβριο μέχρι παραμονές Χριστουγέννων. Δώσαμε εξετάσεις και 8 Ιανουαρίου, πηγαίναμε μετά του Αϊ-Γιαννιού. Στις 8 Ιανουαρίου άρχισα την πρώτη τάξη Γυμνασίου. Έναν χρόνο βγάλαμε τις δύο τάξεις για να έρθει η ηλικία μας εκεί που έπρεπε.                            

Ε.Π.:

Γιατί στην Κατοχή κάποια στιγμή ξαναρχίσατε το σχολείο αλλά στον γυναικωνίτη και με δύσκολες συνθήκες.

Κ.Π.:

Όχι, είχε περάσει η Κατοχή και διορθώθηκε αυτή η δυσκολία που είχε δημιουργήσει στο σχολείο να μην μπορεί μια χρονιά να λειτουργήσει. Ήταν ο βαρύς χειμώνας, χιονίστρες! Ο δε αδερφός μου που ήτανε μικρότερος έπαθε χιονίστρες τόσο πολύ και απ’ την αβιταμίνωση άνοιξαν οι φτέρνες του, γιατί φορούσε μέσα στα χιόνια ελβιέλα, τα παπούτσια τα sportex της εποχής. Δεν είχαμε παπούτσια, δεν μπορούσες να βρεις και ν’ αγοράσεις δηλαδή! Για να πας στην Αθήνα ήταν το γκαζοζέν και δεν ξέρω πώς. Δεν είχα πάει εκείνη την εποχή καθόλου, δεν είχα μπει σε αυτοκίνητο. Και τι να κάνει; Τρελαθήκαμε! Του βάλαν όλα τα πρακτικά και το παιδί υπέφερε πολύ. Και το πήρε και το πήγε στο Φρουραρχείο των Γερμανών που ήτανε στην Περικλέους, εδώ στο Μαρούσι. Και πήγε και βρήκε, υπήρχαν άνθρωποι που μιλούσαν ελληνικά, και είπε[00:20:00]: «Ένα γιατρό σας παρακαλώ! Γιατί κοιτάξτε τα πόδια του παιδιού μου πώς έχουνε έτσι!». Είχανε κουρελιάσει, το δέρμα του. Και πράγματι, το πήρε το παιδί, του έβαλε κάποια αλοιφή και του έδωσε και του πατέρα μου και έγινε καλά στο σπίτι. Το σπίτι μετά, στην Κατοχή… Βλέπετε, έχω κολλήσει στην Κατοχή, αλλά είναι πολλές και έντονες οι εμπειρίες γιατί είναι η ηλικία τέτοια, στην ωραιότερη ηλικία που το παιδί αρχίζει να γνωρίζει τον κόσμο και λοιπά, εμείς γνωρίζαμε πείνα, φτώχεια… Επειδή είχε αρκετά δωμάτια, μας περιόρισαν και πήρανε δύο δωμάτια, δύο κρεβατοκάμαρες και κοινή την κουζίνα, γιατί είχε μεγάλη κουζίνα, και ήρθε ο Φρούραρχος και έμεινε στο σπίτι με την ορντινάντσα του, ναι.       

Ε.Π.:

Γερμανός ο Φρούραρχος;

Κ.Π.:

Γερμανός! Ο Φρούραρχος του Μαρουσιού! Κάθε πόλη πρέπει να είχε τον φρούραρχο, το φρουραρχείο της, έτσι το λέγανε, ξέρω ’γω. Και έμεινε σ’ εμάς, απρόσιτος, τον παρελάμβανε ο στρατιώτης, ο οποίος ήταν Αυστριακός και απ’ ό,τι καταλαβαίνω δεν ήτανε και τόσο ενθουσιασμένος να υπηρετεί έναν Γερμανό. Κρυφά από τον Γερμανό μας έδινε φαγητό! Να μην δει ο Γερμανός ότι μας έδινε φαγητό ο στρατιώτης. Και ήταν καλότατος άνθρωπος και δεν ξέρω πού είχε βρει και μας χάρισε βόλους! Σ’ εμένα και τον αδερφό μου, γυάλινους βόλους, και πολύ καλούς. Ήτανε ένα παιχνίδι που το είχαμε εκτιμήσει πάρα πολύ! Αυτά θυμάμαι, και τι δεν θυμάμαι από την Κατοχή! Πάντως τα πράγματα αλλάξανε άρδην μετά που έφυγαν οι Γερμανοί. Δεν μπορώ να πω ότι γίναμε πλούσιοι αλλά τουλάχιστον βρίσκαμε ψωμί, βρίσκαμε τυρί, έχω κάτσει ουρές για τυρί και για τέτοια! Όπου ακούγαμε ότι υπάρχει κάτι και πουλάνε, με στέλνανε εμένα και μικρή ας ήμουνα, για να κάθομαι όρθια εκεί, να παίρνω. Μου παίρνανε και τη σειρά. Ε, μετά το Γυμνάσιο ήτανε πλέον άρχισε, αρχίσαμε να μπαίνουμε στον παράδεισο της ζωής. Μπήκαμε στην Τρίτη Γυμνασίου γιατί τότε ήτανε τρίτη, τετάρτη, ογδόη. Τελείωνες την ογδόη, γιατί φαίνεται είχανε βάλει άλλες τάξεις που δεν λειτούργησαν, είχε μετονομαστεί όχι στο πρώτη, δευτέρα, αλλά τρίτη, τετάρτη. Ήτανε, άρχισε να έχει και κοινωνικό ενδιαφέρον το σχολείο πια. Γιατί ήτανε, ήρθαν και πολλοί άνθρωποι από την επαρχία. Θυμάμαι η πρώτη φίλη που ήρθε, ήτανε τρίτη και τετάρτη μαζί ήτανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Και είχαμε κάτσει και στο ίδιο θρανίο. Γιατί δεν είχαν πολλούς καθηγητές μέχρι να τοποθετήσουν. Είχαν λοιπόν μια καθηγήτρια, την Καλμπούρου, που ήτανε, είχε χάσει τα παιδιά της και τον άντρα της, τους είχαν σκοτώσει στα Καλάβρυτα. Και ήρθε εδώ να ζήσει στην Αθήνα και είχε πάρει και τις δύο τάξεις. Με την Αλίκη είχαμε γίνει φίλες, ερχότανε στο σπίτι μου, είχαμε μια μουριά και σαν πιο λεπτοκαμωμένη και ευκίνητη σκαρφάλωνε στη μουριά και… «Σταμάτα να τρως και ρίξε κι εμάς κάτω!». Ήτανε με τη φίλη μου την Κική την κολλητή, που ήμαστε στο πρώτο θρανίο από την Πρώτη Δημοτικού, μέχρι μια οχτώ χρόνια πριν που έφυγε. Ήμαστε τόσο πολύ σαν αδερφές, και η αδελφή της, όλοι μαζί ήμαστε, ήτανε σαν να ήτανε μια οικογένειά μου. Πετάχτηκα στα τελευταία… Θυμάμαι ότι τα σκουπίδια τότε, δεν υπήρχε αυτοκίνητο και τα μαζεύανε μ’ ένα κάρο. Αλλά εμείς επειδή είχαμε μεγάλο κήπο και κλαδεύανε, και κάνανε κι αυτά, ήτανε φαντάζομαι ο πρώτος Έλληνας που έκανε κομπόστ, όπως κάνουνε τώρα, που εμείς δεν ξέρω αν θα το κάνουμε. Στην Αγγλία πάντως γίνεται, γιατί εκεί ζει ο γιος μου και η οικογένειά του. Όπως σας είπα, ο γιος μου ζει στην Αγγλία, αλλά έχει ζήσει και κάποια χρόνια εδώ. Ο γιος του έχει γεννηθεί στην Αγγλία και είναι Εγγλέζος, αλλά η κόρη του έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και είναι Ελληνοπούλα. Λοιπόν, τα έχω ζήσει τα εγγόνια εδώ, γιατί αργότερα πήγε, ενώ είχε σπουδάσει βέβαια στην Αγγλία, και έχουν φτιάξει τη ζωή τους εκεί, εργάζεται εκεί, τα παιδιά σπουδάζουνε εκεί. Και θέλω να πω κάτι για μένα δηλαδή. Έχω προσαρμοστεί πάρα πολύ καλά στον τρόπο ζωής και μεγαλώματος των παιδιών πια. Γιατί σας έλεγα τα δικά μου παιδικά χρόνια και πόση διαφορά είχαμε. Κι εκείνο που ζηλεύω πιο πολύ απ’ όλα είναι ότι έχουν όλα τα μέσα να μορφωθούνε. Αυτό είναι μια παρένθεση, νομίζω, και να την αφήσουμε την Κατοχή θα έλεγα. Είπα ότι ξεκίνησα, έχω ήδη πει ότι ξεκινήσαμε πολύ ωραία στο Γυμνάσιο κάνοντας μια χρονιά δύο τάξεις. Αρχίσαμε τα πάρτι, μεγαλώσαμε, ήτανε μεικτό το σχολείο μας, όλα τα σχολεία στην Αθήνα ήταν αρρένων και θηλέων. Το δικό μας, του Χαλανδρίου και της Κηφισιάς, επειδή ήταν μικρά τα μέρη δεν είχανε για να κάνουνε δύο, αρρένων και θηλέων. Εμάς ήταν τετρακόσια παιδιά ολόκληρο το Γυμνάσιο Αμαρουσίου. Πόσα θα ’χε το Χαλάνδρι; Α, και δεν ήταν Μαρουσιωτόπουλα, ήταν τα Μελίσσια, ήτανε η Πηγή, ήτανε παιδιά που ερχόντουσαν με το λεωφορείο από τα χωριά επάνω, Καπανδρίτι και πέρα. Βρήκα, δεν θα το πιστέψετε, συμμαθητή μου να είναι φούρναρης, στα 70 μου, στον Ωρωπό. Καταλαβαίνετε! Όλα τα παιδιά, ο Τσεβάς, ο σπουδαίος αυτός δικαστικός. Επειδή το λέω, δεν ξέρω το έργο του συγκεκριμένα, αλλά ξέρω ότι ανεφέρετο πάντοτε με πολύ καλά λόγια και έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους Έλληνες. Ήταν μια τάξη πάνω από μας! Και είχε νοικιάσει ένα σπίτι πολύ φίλων μου. Αυτό, εντάξει, θέλω να δείξω μ’ αυτό ότι δεν ήταν σκέτο το Γυμνάσιο μόνο Μαρουσιωτόπουλα. Είχαμε πάρτι, αρχίσαμε τις εκδρομές, επισκέψεις στην Ακρόπολη, στο Θέατρο του Διονύσου, απ’ αυτά που θυμάμαι. Μας είχανε πάει ακόμη και στη θάλασσα. Όπως σας είπα πέρασα πάρα πολύ όμορφα χρόνια στο Γυμνάσιο, γιατί ήτανε η ανάσα, ο ενθουσιασμός μετά από την μεγάλη δυσκολία και πίεση και άσχημη ζωή, θα το έλεγα, που περάσαμε με την Κατοχή. Ε, θέλαμε κάνα δύο χρόνια προσαρμογής. Από εκεί, όμως, ήρθε η δεκαετία του ’60 που ήτανε πάρα πολύ ωραία. Το ’60 είναι πια για όλο τον κόσμο και είχε ανασάνει από τους πολέμους, το ’70 και λοιπά. Τώρα έχουμε αρχίσει και τα χαλάμε!

Ε.Π.:

Εσείς όταν τελειώσατε το σχολείο, τι κάνατε μετά;

Κ.Π.:

Όπως σας είπα, έμαθα ξένες γλώσσες, πήρα, πήρα τα πτυχία μου, το αγγλικό, δίδαξα αγγλικά, αλλά μετά προκηρύχθηκε ένας διαγωνισμός στην Εθνική Τράπεζα που το έμαθα από ένα γραφείο που πήγαινα το απόγευμα δυο-τρεις ώρες κι έκανα αγγλική αλληλογραφία. Στο γραφείο αυτό «ξέρετε», λέει, «έχει διαγωνισμό η Εθνική Τράπεζα για να προσλάβει υπαλλήλους. Δεν θα θέλατε να πάτε;», μου είπανε εκείνοι, εγώ δεν το είχα μάθει. «Ασφαλώς!». Και σηκώνομαι την άλλη μέρα και πάω και κάνω τη δήλωσή μου. Ήμαστε έξι χιλιάδες υποψήφιες για εξήντα θέσεις. Και να πω και το ωραίο, γιατί θα το πω το παράπονό μου. Εμάς, τις εξήντα πρώτες,[00:30:00] μας στείλανε στα τελευταία υποκαταστήματα, τα πιο περιφερειακά. Εμένα με βάλανε σε ένα στην οδόν Πατησίων, στην Ομόνοια, Πατησίων 9, που είχε ποντίκια το υπόγειο. Εκεί ήταν και η γκαρνταρόμπα μας, γιατί φορούσαμε τις ποδιές, φορούσαμε μαύρη ποδιά με άσπρο γιακά, όπως στο σχολείο. Δηλαδή έβγαλα την ποδιά του σχολείου και φόρεσα την ποδιά της τραπέζης. Και αν είχες ξεχάσει κάνα στραγάλι, κάτι μέσα στην τσέπη την άλλη μέρα έβλεπες όχι μόνο φαγωμένο το στραγάλι, αλλά είχαν φάει και την τσέπη τα ποντίκια. Τα δε ποντίκια αυτά τα βλέπαμε το μεσημέρι στο μετρό κάτω που χορεύανε, περιμένοντας το μετρό. Πολλά ποντίκια το υπόγειο της Ομόνοιας, αυτό δεν θα το ξεχάσω! Να κάθομαι με τις φίλες μου να πάρουμε το τραίνο και να βλέπουμε κοπάδια κάτω! Και αυτά ερχόντουσαν και επισκεπτόντουσαν κάτω τα υπόγεια της Τραπέζης μας, γιατί ήτανε το Πατησίων 9 η πίσω πλευρά, ήταν, από κάτω μας ήταν ο σταθμός. Ναι.                              

Ε.Π.:

Ποια χρονιά πήγατε στην Τράπεζα;

Κ.Π.:

Μπήκα το ’58, ναι. Και έφυγα πολύ νωρίς, 50 ετών, και ξαναεργάστηκα. Ξαναεργάστηκα γιατί είχα μεγάλη εμπειρία πια από την Τράπεζα ως σύμβουλος επιχειρήσεων. Νόμιμος, γραμμένη στην Εφορία, γι’ αυτό το λέω! Αν είχα κάτι παράνομο… Αλλά καταλαβαίνετε πότε; Έφυγα το ’83, δούλεψα για 3-4 χρόνια.

Ε.Π.:

Μετά.

Κ.Π.:

Ναι. Αυτό είναι έτσι, ειρήσθω εν παρόδω.

Ε.Π.:

Θα θέλατε να είχατε πάει στο Πανεπιστήμιο, μετά το σχολείο;

Κ.Π.:

Ναι, αλλά θα το πω για ποιο λόγο δεν πήγα. Τότε δεν ήταν δωρεάν η παιδεία. Εγώ τελείωσα το ’51 και ο αδερφός μου τελείωνε το ’53 ή ’54, δεν θυμάμαι. Λοιπόν, έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλον. Ο πατέρας μου, τότε δεν είχανε ούτε μισθούς ούτε είχε από κάπου να βγάλει, είχε έναν μισθό. Μ’ αυτόν τον μισθό ζούσαμε απλώς αξιοπρεπώς. Αλλά να φορτωθεί δύο φροντιστήρια και δύο πανεπιστήμια γιατί πληρώναμε το πανεπιστήμιο, τα βιβλία, τα πάντα. Δεν ήταν δωρεάν η παιδεία. Πολύ αργότερα, επί Παπανδρέου νομίζω, έγινε δωρεάν η παιδεία και καταργήθηκε και η ποδιά. Και είπε ο πατέρας μου: «Θα ’θελα και τους δυο να σας σπουδάσω γιατί είστε και οι δυο καλοί». Αλλά με την νοοτροπία την παλαιά, αυτό είναι λιγάκι αυτό, αλλά εγώ τον δικαιολογώ απόλυτα. Μου λέει: «Είσαι πάρα πολύ καλή, κάνεις και τις ξένες γλώσσες. Αν με ρωτήσετε εμένα, εσείς θα αποφασίσετε. Θα σπουδάσει ο ένας, μόνο τον έναν μπορώ. Είσαι πολύ καλή αλλά εσύ θα παντρευτείς, θα έχεις έναν σύζυγο που θα βοηθάει κι εκείνος, που θα ζείτε μαζί και θα δουλεύεις αν θέλεις κι εσύ, θα δούμε. Θα προτιμούσα να πάει το αγόρι που θα κάνει οικογένεια!». Το αποτέλεσμα είναι, σταματώ εδώ γιατί είπα: «Δέχομαι να σπουδάσει ο αδερφός μου. Δεν πειράζει, εγώ θα τα καταφέρω διδάσκοντας αγγλικά και τέτοια». Το αστείο είναι ότι ο αδερφός μου δεν παντρεύτηκε, έγινε καθηγητής του πανεπιστημίου στην Αμερική, είναι, άμα ανοίξετε το ιντερνέτ υπάρχει μέσα γιατί ανεκάλυψε έναν μύκητα που πήρε το όνομά του και είναι «D.J.Politis». Ναι. Που σήμερα όλος ο κόσμος, βλέπω από τα citations ότι στο Αζερμπαϊτζάν ή στην Ιαπωνία παίρνουνε την εργασία του και κάνουνε, προχωρούν παρακάτω, έρευνα. Τελείωσα με τον αδερφό μου. Και, ποιο, ποια ήτανε, τι ακριβώς πρέπει να απαντήσω στην ερώτηση, γιατί ξέφυγα;                          

Ε.Π.:

Όχι, όχι, ρώτησα αν θέλατε να συνεχίσετε τις σπουδές σας στο πανεπιστήμιο.

Κ.Π.:

Ωραία, σας απήντησα.

Ε.Π.:

Ναι, ναι.

Κ.Π.:

Σπούδασε ο αδερφός μου, έγινε γεωπόνος, φυτοπαθολόγος, στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο δούλεψε, καθηγητής στην Αμερική, αυτά. Δεν χρειάζονται τίποτα περισσότερο, δεν είναι ανάμεσά μας πια.

Ε.Π.:

Να σας ρωτήσω και κάτι που αναφέρατε προηγουμένως. Πάλι για την παιδική ηλικία στο Μαρούσι ήθελα να σας ρωτήσω. Πού μένατε και τι διαφορές βλέπετε, δηλαδή πώς θυμάστε το παλιό Μαρούσι λίγο.                                                                                                       

Κ.Π.:

Λοιπόν, να σας δείξω φωτογραφία του παλιού μας σπιτιού, πώς ήτανε, μία βίλα καταπληκτική. Πώς έγινε αυτή η βίλα, η βίλα. Ο νονός μου και η νονά μου είχανε ένα παιδί 20-22 χρονών, εκεί ξεκινάω την ιστορία μου, δηλαδή όταν ήταν 20-22 ετών. Είχε πάει να σπουδάζει στη Γερμανία και έπαθε νευρασθένεια και ίσως σχιζοφρένεια. Τον πήγανε, το ’21 ή το ’22, τον πήγανε και στον Γιουνγκ και στον Φρόϋντ. Και οι δύο είπαν ότι «Δεν έχουμε ελπίδες να γίνει καλά. Γι’ αυτό εγώ θα σας συμβούλευα», ένας από τους δύο το είπε, «να πάτε να χτίσετε ένα ωραίο σπίτι, με πολύ μεγάλο κήπο, να βάλετε και ζωάκια μέσα, κατσίκα, ξέρω ’γω, ό,τι θέλετε, να έχει να ασχολείται, και να του έχετε και έναν προσωπικό νοσοκόμο πεπειραμένο, συνομήλικο. Πεπειραμένο και συνομήλικο για να μπορεί να τον καταλαβαίνει, γιατί οι γονείς δεν μπορούσαν, ας πούμε, να επικοινωνήσουν. Κι ο πατέρας μου είχε γυρίσει τότε από τη Μικρά Ασία με διπλώματα νοσοκόμου και ζητούσε να πάει σε κάποια κλινική. Μπήκε σε μια νευρολογική κλινική κι εκεί ρωτήσανε: «Θέλουμε έναν καλό νοσοκόμο» και είπανε: «Έχουμε να σας δώσουμε». Οπότε εγκαταστάθηκε μαζί, του δώσανε το δικό του τον χώρο να έχει, κι έμειναν μέσα στο σπίτι, είχανε μαγείρισσα και όλα αυτά. Το σπίτι αυτό είναι σήμερα το Μουσείο Καραγκιόζη. Επομένως όλοι οι παλιοί Μαρουσιώτες θα θυμόνται τη βίλα με τα κεραμίδια του Αντωνιάδη, ναι. Εκεί ζήσαμε πάρα πολύ ωραία, είχε 6 στρέμματα, ήταν ένας παράδεισος, τριανταφυλλιές, πολύ ωραία ήτανε. Τώρα θέλετε για τον νονό μου; Α, όταν ο πατέρας μου όμως έμεινε πέντε-έξι χρόνια, αυτό ήθελα να πω, έμεινε πέντε-έξι χρόνια, μπήκε το ’23, τον προσέλαβαν. Και όταν έγινε 30 χρονών ήθελε να παντρευτεί και είπε ότι: «Θέλω να παντρευτώ. Θα φύγω, θα νοικιάσω κάπου εδώ κοντά για να μείνω με τη γυναίκα μου, να κάνω οικογένεια». Και του είπανε: «Εδώ το σπίτι είναι τεράστιο», είχε μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε κρεβατοκάμαρες! «Θα πάρεις ένα διαμέρισμα, θα κάνουμε μια κουζίνα δική σου ξεχωριστή», μπάνιο ξεχωριστό υπήρχε, και μείναμε όλοι μαζί, «και θα μείνουμε όλοι μαζί!». Και γίναμε μια οικογένεια. Ναι.

Ε.Π.:

Πώς λεγόταν ο νονός σας;

Κ.Π.:

Αντωνιάδης, είπα η βίλα Αντωνιάδη είναι εκεί που… Ναι. Πέθανε ο νονός μου, πέθανε η νονά μου, ο πατέρας μου ήτανε που τους φρόντιζε. Είχε μακρινούς συγγενείς, ανίψια, ξαδέρφια, δεν ξέρω τα οικογενειακά τους. Το θέμα είναι ότι το πήρε ο Δήμος Αμαρουσίου και δεν ξέρω πώς και για ποιον λόγο, ούτε ανακατεύομαι, ούτε ξέρω, δεν... Και αναπαλαιώθηκε από κάποιον πολύ σπουδαίο αρχιτέκτονα Μαρουσιώτη. Να πω το όνομά του;

Ε.Π.:

Ναι, βέβαια.

Κ.Π.:

Τον μπαμπά σου. Ο Κώστας ο Ποντικόπουλος. Έχει γίνει καταπληκτικό. Αξιοποιήθηκε και χαίρομαι πάρα πολύ που το πήρε ο Δήμος Αμαρουσίου και το αξιοποίησε και έχει γίνει ένα στολίδι. Μόνο που δεν είναι στη φάτσα, είναι κάπως έτσι απόμερα. Γιατί όλα αυτά χτίστηκαν μετά, εκτός από τη βίλα που ήτανε στον σημερινό Γιαννόπουλο που πουλάει τα είδη μπάνιου, στη γωνία. Αφού μου ζητάτε για Μαρούσι, εμείς στην εποχή μου, όταν ήμουνα μικρή, δεν υπήρχαν δρόμοι στο Μαρούσι. Και λέγαμε: «Πάω στη Μαγκουφάνα», η Πεύκη λεγόταν Μαγκουφάνα, «Πάω στη Μαγκουφάν[00:40:00]α», «πάω στης Δεβλέτογλου», «πάω στο τάδε», έτσι λέγαμε, «στης Ντίνας» λέγανε, ή «στη Βίλα του Αντωνιάδη» ή στο… Τελικά ο νονός μου έγραψε. Ήτανε στρατηγός, ήθελε κάτι να δώσει γιατί μεγάλωνε το Μαρούσι, χτιζότανε. Και έβαλε το «Βορείου Ηπείρου». Κάπου πήγε στη Δημαρχεία, το ζήτησε, γιατί τότε ζητούσαν τη Βόρειο Ήπειρο, ήτανε κάτι τέτοια, διαμαρτυρίες γινόντουσαν, πορείες και τέτοια, δεν τα θυμάμαι εγώ. Και τη βάλανε «Βορείου Ηπείρου» και μετά έβαλε και έναν αριθμό. Ε, μετά τον αλλάξανε όταν ο δρόμος αυτός… Ε, και σήμερα είναι, πήγα στην έκθεση της Λυδίας της αρχιτεκτόνισσας, είχε κάνει μία έκθεση εκεί πριν πολλά χρόνια. Αν δεν κάνω λάθος ήτανε και τα εγκαίνια, μαζί με τα εγκαίνια και κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες Μαρουσιώτες. Γιατί η Λυδία είναι Μαρουσιώτισσα, ναι.

Ε.Π.:

Η Βενιέρη;

Κ.Π.:

Η Βενιέρη, ναι.

Ε.Π.:

Ζωγράφος.

Κ.Π.:

Ε;

Ε.Π.:

Ζωγράφος 

Κ.Π.:

Δεν είναι γλύπτρια και ζωγράφος;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, ναι.                                                                                     

Κ.Π.:

Και γλύπτρια και ζωγράφος, ναι. Γιατί εγώ θαύμαζα, ορίστε ένα από τα έργα της κι άλλο μέσα. Το Μαρούσι είχε τετρακόσια, όπως σας είπα, για το Γυμνάσιο, η πλατεία Αμαρουσίου ήταν το κέντρο που καθόντουσαν όλοι οι Μαρουσιώτες αφού τελειώναν τις γεωργικές τους δουλειές. Το κλάδεμα, ας πούμε, στα αμπέλια στο Σωρό, μέσα εκεί, στο Πάτημα. Πάτημα το λένε γιατί πατάγαν τα σταφύλια. Σήμερα το Πάτημα είναι γεμάτο διώροφες μεζονέτες και τις πιο πανάκριβες. Καθόντουσαν εκεί και πίνανε τον καφέ τους. Εμείς, κάθε Κυριακή βράδυ, οι γονείς μου, μας παίρνανε και ήταν η χαρά μας να μας πάνε στην πλατεία Αμαρουσίου. Τότε ήταν το άγαλμα της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, τρέχανε οι βρύσες συνέχεια νερό κι εμείς τρέχαμε, παίζαμε κυνηγητό ανάμεσα στα τραπέζια, αφού είχαμε φάει πρώτα το υποβρύχιό μας.

Ε.Π.:

Η Πλατεία Αμαρουσίου είναι η σημερινή πλατεία Κασταλίας;

Κ.Π.:

Σημερινή... και τότε ήταν πλατεία Κασταλίας, αλλά κανείς δεν έλεγε «Πλατεία Κασταλίας», «Πάμε το βράδυ στην Πλατεία». Το καφενείο του Αλιμαλά θυμάμαι. Και από κει βέβαια, υπήρχανε και οι χασομέρηδες. Νεαροί όχι, δεν ήτανε νεαροί τότε, οι νεαροί πηγαίνανε βόλτα στο παζάρι, στο νυφοπάζαρο της Ερμού. Κάθε Σάββατο και Κυριακή βράδυ πηγαίναμε στο νυφοπάζαρο. Οι φίλες όλες μαζί, οι φίλοι μαζί, συναντιόμαστε, συμμαθητές, λέγαμε αυτό, κάναμε πηγαδάκια και αυτά, ήτανε πολύ ωραία, ήτανε.. Πού να πάμε; Δεν είχαμε, το «Σινεάκ» υπήρχε μόνο. Και σινεμά κάτω τώρα, εμείς παιδιά ήμαστε, τι να…. Εκεί, εκεί μεγαλώσαμε, δηλαδή ήτανε η διασκέδασή μας. Ε, και υπήρχανε και τα καφενεία στον σταθμό, που το ένα ήταν των καθηγητών και των δημοσίων υπαλλήλων. Αλλά ήτανε και η «Τιτάνια», ο κινηματογράφος «Τιτάνια» που ούτε θυμάμαι από τότε που... από μικρή! Μετά έγινε το «Ρεξ». Δεν υπάρχει το «Ρεξ» ούτε η «Τιτάνια». Από πολυκατοικίες άλλο τίποτα. Άλλη ερώτηση; Πού να συνεχίσω; Τι άλλο να σας πω για το Μαρούσι…                                               

Ε.Π.:

Ναι, αν έχετε, αν θυμάστε κάτι άλλο.

Κ.Π.:

Το Μαρούσι παλιά –εγώ τα πρόλαβα– ήτανε ένας τόπος, είχε καλό κλίμα, ένας τόπος εξοχής των φυματικών, γι’ αυτό και πολλά γίναν γύρω-γύρω νοσοκομεία, τα οποία ήτανε για τους φυματικούς. Ακόμη και το Σισμανόγλειο, όχι, καλά το λέω, το Σισμανόγλειο είναι. Γιατί το άλλο λέει είναι Σικιαρίδειο που έγινε αργότερα για τα παιδιά, τι παιδιά, δεν ξέρω, ορφανά, δεν ξέρω. Αλλά ακόμη και το Σισμανόγλειο, που χτίστηκε προπολεμικά, το θυμάμαι, είναι το πρώτο κτίριο μέσα στο οποίο μπήκα σε ασανσέρ. Γιατί είχε, αμέσως μόλις έγινε ο πόλεμος του ’40 με τους Αλβανούς, όλοι οι τραυματίες, όλους τους φέρνανε στο Σισμανόγλειο, είχε οργανωθεί πλέον. Μετά έγινε το ΚΑΤ, αργότερα. Όταν, στον πόλεμο ήτανε το Σισμανόγλειο, από εκεί ξεκίνησε να έχει τραυματίες. Και ήταν κάποιος ξάδερφος της μητέρας μου, ήρθε από το μέτωπο τραυματισμένος, μας ειδοποίησαν απ’ την Άμφισσα που ήταν η μητέρα μου και πήγαμε όλοι να τον δούμε και  μπήκα και στο ασανσέρ. Ναι.                       

Ε.Π.:

Και σας είχε εντυπωσιάσει;

Κ.Π.:

Ναι, και παραξενεύτηκα, ναι. Δεν είχα μπει σε ασανσέρ ποτέ, ήδη ήμουνα 7-8 χρονών. Τα Μελίσσια ήτανε, δεν είχε συγκοινωνία και πηγαίναμε με ταξί της Αγίας Μαρίνας –κι αν δεν κάνω λάθος αύριο είναι της Αγίας Μαρίνας–, και πηγαίναμε απ’ το πρωί με ταξί και κεφτεδάκια και τέτοια και κατασκηνώναμε. Η Αγία Μαρίνα είναι μόλις τελειώνει το κέντρο των Μελισσίων και στρίβει για Πεντέλη, εκεί ήταν η εκκλησία. Και ήτανε πλέον μια έξοδος των Μαρουσιωτών. Και επίσης της Ζωοδόχου Πηγής πηγαίναμε, πολλές φορές γυρίζαμε και με τα πόδια.

Ε.Π.:

Πολύ ωραία.

Κ.Π.:

Άλλο πράγμα για το Μαρούσι… Ο μύλος εδώ απέναντι υπήρχε μέχρι… Μετά έγινε πολυκατοικία. Ήτανε γεμάτο μύλους το Μαρούσι, γιατί είχανε μεγάλα πηγάδια και ο μύλος αυτός γύριζε και γέμιζε προφανώς δεξαμενές, κάτι τέτοια. Σε παλιές φωτογραφίες που είναι έτσι με τέσσερα σιδερένια πόδια, ψηλός πολύ, δεν έχω, δεν υπάρχει πουθενά τώρα εδώ στο Μαρούσι, ενώ ήτανε γεμάτο. Το νερό στο Μαρούσι, το Μαρούσι είχε πολύ νερό, υπόγεια νερά, πολλά και πολύ ψηλά, η στάθμη. Ο υδροφόρος ορίζοντας είναι πολύ ψηλά. Γι’ αυτό και είχαμε το μεγάλο πρόβλημα. Έχουνε μηχανάκια, στη δεκαετία του ’80, του ’90, ’70-’80, για να βγάζουν απ’ τις πολυκατοικίες από τα υπόγεια, να βγάζουν τα νερά με ειδικό μηχανάκι.                                                                                       

Ε.Π.:

Άμα πλημμύριζαν.

Κ.Π.:

Μόλις πλημμύριζε, ναι. Αυτά τα νερά εμφανίστηκαν αργότερα, γιατί δεν είχε τέτοιο βάθος, δηλαδή εμείς βρήκαμε εδώ όταν σκάψαμε για το σπίτι, βρήκαμε νερό στα 3, 3, 2 με 3 μέτρα. 24 μέτρα ήτανε παλιά για να βρεις. Ήταν όλο το Μαρούσι χωράφια. Τα χωράφια, το νερό αντλείτο, του Ρεμπίκου ένα, μια μεγάλη κατασκευή –είχα πάει και το είχα δει, ένα τεράστιο πηγάδι που είχανε άλογα που γυρίζανε γύρω-γύρω με κλειστά τα μάτια και οι κουβάδες ανεβαίνανε και ρίχνανε νερό. Αυτό το νερό το πουλούσανε με την ώρα. Εμείς, λοιπόν, που μέναμε από την πλευρά εκείνη και θέλαμε να ποτίσουμε τον κήπο το καλοκαίρι, πήγαινε ο πατέρας μου και έλεγε, έπαιρνε κάποιον εργάτη: «Τη νύχτα θέλω νερό δύο ώρες να μου δώσεις», «Τόσο», ας πούμε, τον πλήρωνε, «10:00 η ώρα». Εμείς λοιπόν πιτσιρίκια, και όλη η γειτονιά πηγαίναμε. Επειδή η οδός Πεντέλης την είχαν ασφαλτώσει πια, πιο πριν έσκαβε ένα αυλάκι και περνούσε το νερό ό,τι ώρα να ’ναι, αλλά πού και πού πέρναγε και κάνα αυτοκίνητο. Αλλά τότε δεν πείραζε. Αλλά όταν έβαζαν χώμα για να περάσει το αυτοκίνητο, για να ’ρθει το νερό, να περάσει το νερό, περνούσε το αυτοκίνητο και χάλαγε την κατασκευή αυτή την πρόχειρη, ας το πούμε. Κι εμείς όλα τα παιδιά με τα χέρια καθόμαστε εκεί και φτιάχναμε τη ζημιά που έκανε κάποιο αυτοκίνητο. Και επί δύο ώρες πότιζε. Μια φορά τη βδομάδα αυτό. Παλιές συνήθειες που σήμερα αγνοούνται.

Ε.Π.:

Ναι.

Κ.Π.:

Αυτό το νερό αντλείτο, αντλείτο και πήγαινε τα χωράφια. Νύχτα μέρα ήτανε τρία-τέσσερα τέτοια πηγάδια που πουλούσανε. Και δίπλα στο σπίτι μας, του Εγγλέζου το πηγάδι με το άλογο. Ε, τότε δεν είχα φωτογραφική μηχανή να το φωτογραφίσω. Τώρα φωτογραφίζω[00:50:00] τα ίδια και τα ίδια.

Ε.Π.:

Άρα εσάς οι γονείς σας δεν είχανε κάποια σχέση με το Μαρούσι, αλλά ήρθανε να ζήσουνε εδώ.

Κ.Π.:

Ο πατέρας μου γνώρισε τη μητέρα μου, δεν ξέρω, μέσω συγγενών ή φίλων. Ο πατέρας μου ήτανε Κερκυραίος, θα μπορούσα να πω τη λέξη, χωρίς τίτλους, ευπατρίδης. Ήτανε ευγενής, ήτανε ένας σπάνιος άνθρωπος. Η μάνα μου, αμέσως λέω, ήτανε «τσαρούχι», ήτανε Ρουμελιώτισσα από την Άμφισσα. Δεν ξέρεις τι ωραίος συνδυασμός ήταν αυτός, πολύ ωραίος συνδυασμός, ναι.                              

Ε.Π.:

Αλλά εσείς πλέον θεωρείστε Μαρουσιώτισσα.

Κ.Π.:

Εγώ γεννήθηκα στο Μαρούσι 3/1/33, δεν το είπα; Ναι. Έχω πολλά τριάρια. Το τρία είναι ο αριθμός μου και η οικογένειά μου όλη, φαίνεται ότι πρέπει να ξεκίνησε απ’ τον πατέρα μου. Γεννήθηκε το 1900 ακριβώς. Δηλαδή τρία τριάρια, τρεις-τρεις εννιά. Εγώ γεννήθηκα το ’33, ο πατέρας μου ήταν 33 χρονών. Γέννησα τον γιο μου το ’66, εγώ ήμουνα 33 χρονών, ο πατέρας μου ήτανε 66. Και το ’99, που είμαι με μια φίλη μου στη Βενετία πηγαίνοντας προς το κέντρο, ξέρω σε ποιο δρόμο ακόμα φωτογραφικά, μου ήρθε μία ιδέα. 33, 9 ο πατέρας μου, 33 εγώ, 66 ο γιος μου, ο γιος μου τώρα το ’99 είναι 33 χρονών, είναι Απρίλιος. Και γυρίζω και λέω στη φίλη μου: «Ξέρεις; Πρέπει να γίνω γιαγιά αυτή τη χρονιά, γιατί προλαβαίνει από τον Απρίλιο ως τον Δεκέμβριο να κάνει, να αποκτήσουνε παιδί». Το ’πα έτσι, αλλά με κάποια βεβαιότητα ότι ο αιώνας αυτός έπρεπε να κλείσει με το ’99, όλα τα εννιάρια, τα τριάρια. Και όταν μπήκα στο σπίτι τη Δευτέρα το βράδυ μετά το Πάσχα, βλέπω το τηλέφωνο blinking συνέχεια εκεί. «Παναγία μου», λέω, «είναι απ’ την Αγγλία». Βλέπω ότι είναι ο γιος μου, το σηκώνω έξαλλη «Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει παιδί μου;». «Μαμά, κάθεσαι ή είσαι όρθια;». «Να κάτσω παιδί μου!». Μου λέει: «Θα σε κάνουμε γιαγιά». Λέω: «Το ξέρω» και «Πώς το ξέρεις, γιαγιά;». «Ξέρεις, απόψε συνειδητοποίησα», όχι απόψε, την προηγούμενη, πηγαίναμε για να κάνουμε Ανάσταση στο κέντρο εκεί, «ότι οπωσδήποτε πρέπει να κλείσει ο αιώνας αυτός». Κοιτάω, μετράω, το Δεκέμβρη θα γεννηθεί το παιδί. Γεννήθηκε 1η Δεκεμβρίου του ’99 ο εγγονός μου και τα τριάρια όλα…. Παντρεύτηκα το ’63, όλα έχουνε 3 ό,τι συμβαίνουνε στη ζωή μου. Δεν είναι περίεργο, αριθμητικά, το βρίσκω, επειδή ασχολούμαι με την αριθμοσοφία. Οι αριθμοί δεν έχουνε μόνον ποσοτική αξία, έχουνε και ποιοτική. Να πω σύντομα κάτι για να φτάσω σ’ αυτό που με κάνει να σας πω κάτι φιλοσοφικό, ας το πούμε ή... Τέλος πάντων. Παντρεύτηκα με τον άντρα μου, είχαμε ένα παιδί. Παντρεύτηκα το ’63 και είχαμε το ’66 ένα αγοράκι, τον γιο μου, που βρίσκεται στην Αγγλία όπως ήδη έχω αναφέρει. Και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα χώρισα με τον άντρα μου χωρίς να μαλώσουμε ποτέ, μεγάλωσα μόνη μου το παιδί αλλά πάντα με την καλή βοήθεια του πατέρα του. Εκείνος ήταν στη Θεσσαλονίκη, παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη μετά. Αλλά είχαμε πάντοτε συμπαράσταση, το τηλέφωνο, μιλούσε το παιδί, η σύζυγός του εξαιρετική κυρία. Ο μπαμπάς του Δημήτρη έφυγε πολύ νωρίς, αλλά με τη σύζυγό του γίναμε πάρα πολύ, ήρθαμε πάρα πολύ κοντά, είναι εξαιρετική κυρία, συνομήλική μου περίπου. Πήγαμε στα μέρη που εργαζόταν ο γιος μου, δηλαδή Ντουμπάι, παντρεύτηκε στην Ισπανία γιατί γνώρισε Ισπανίδα κοπέλα και πήγαμε μαζί στον γάμο του. Αυτά έχω να πω για τη ζωή μου. Και έρχομαι τώρα σε κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό. Εκείνο που ήταν πολύ, με αποσυντόνισε, με πίκρανε και δυσκολεύτηκα να το ξεπεράσω ήταν ότι οι δύο γονείς μου πεθάναν μαζί. Ο πατέρας μου πέθανε στον ύπνο του το πρωί 5 παρά 10, μένανε στον κάτω όροφο. Και η μητέρα μου τον άκουσε που αναστέναξε και τίποτε άλλο. Και με παίρνει τηλέφωνο από κάτω και μου λέει: «Έλα αμέσως, μιλάω στον πατέρα σου και δεν μου απαντάει». Κατεβαίνω και βλέπω ότι δεν ζούσε. Αυτό ήτανε ένα σοκ βέβαια, ήτανε 80 ετών. Τίποτε, η καρδιά του σταμάτησε στις 5 παρά 10. Η μητέρα μου αυτό, δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει και έπαθε ένα σοκ στα όργανά της. Σταμάτησαν τα νεφρά της, σταμάτησε. Έπαθε ανεπάρκεια καρδιακή, ανεπάρκεια νεφρική, στο τέλος εντερική και μετά από οχτώ-δέκα μέρες μου λέει, στα εννιάμερα, του πατέρα μου, ο αδερφός μου ήταν στην Αμερική, είχε έρθει, μαζί μας ήτανε, λέει, α, χτύπησε το κουδούνι και φέραν το εισιτήριο του αδερφού μου για να γυρίσει το πανεπιστήμιό του και του λέει: «Ποιος ήτανε;». «Το εισιτήριό μου», λέει, «φέρανε». «Α, θα φύγεις. Ήρθες, σε φέραμε άρον άρον για την κηδεία του πατέρα σου και θα σε ξαναφέρουμε σε λίγο για τη, θα σε ξαναφέρουνε σε λίγο για μένα, καλύτερα να πεθάνω τώρα που είσαι εδώ». Και η γιατρός την ενδέκατη μέρα μάς λέει ότι έχει πάθει πλήρη ανεπάρκεια σε όλα τα όργανα και είναι θέμα ημερών. Μάλιστα, δεν ήθελε να πάει καν στο νοσοκομείο, είπε: «Θα πάω στον πατέρα σας» και πέθανε την δέκατη πέμπτη μέρα μετά τον πατέρα μου. Και δεν είχε, ήταν και οι δύο γεροί. Και ξαφνικά χάνεις δυο γερούς ανθρώπους μέσα απ’ το σπίτι σου. Αυτό μου δημιούργησε κάποια περίεργα ψυχολογικά τραύματα, ας το πω έτσι. Όχι σκέψεις ήτανε θλιβερές και λοιπά. Και ήθελα κάπου, κάτι να κάνω. Να πάω σε ψυχολόγο ήδη είχα πολύ ώριμο μυαλό για να αρχίσω. Ήθελα κάτι άλλο μεταφυσικό. Που δεν ήταν ακριβώς μεταφυσικό, ήθελα να ασχοληθώ με κάποια μελέτη, όχι συνήθη. Και με συστήσανε σε ένα, σε ένα τάγμα μυητικό, φιλοσοφικό θα έλεγα. Λέγεται το «Τάγμα του Κρίνου και του Αετού», υπάρχει και στο ιντερνέτ. Εκεί πήγα και βρήκα μεγάλη, πολύ μεγάλη ψυχική ανακούφιση. Μια ανακούφιση γιατί άρχισα άλλα πράγματα πολύ απλά που θα μπορούσαμε να τα σκεφτούμε, αλλά χωρίς τη βοήθεια άλλων μορφωμένων ανθρώπων, μορφωμένων πολύ, που να σε φέρνουνε λίγο, να σε φέρνουνε πιο κοντά στον Δημιουργό. Αλλά μελετώντας, μελετώντας με –πώς να το πούμε–, μελετώντας τη φύση, μελετώντας, χίλια δυο πράγματα που μπορεί κανείς να κάνει, τον συνάνθρωπό του, να μάθει να αγαπάει πραγματικά, τη φύση, το λουλούδι, τον εχθρό του. Όλα αυτά είναι μια μεγάλη φιλοσοφία. Το τάγμα αυτό ιδρύθηκε το 1915. Ήτανε το ξαναγέννημα κάποιων[01:00:00] απ’ των ταγμάτων της εποχής των Ιπποτών, ναι. Αλλά με άλλο όνομα, ναι. Εκεί έχω βρει πάρα πολύ μεγάλη χαρά, η συμμετοχή μου είναι ενεργός, καλλιεργώ το μυαλό μου, τις γνώσεις μου, τα συναισθήματά μου, το πνεύμα μου, γιατί μου δίνουν αφορμές. Τα διάφορα που, για αυτό βλέπεις εδώ μέσα είναι στοίβες τα βιβλία και τα αυτά. Και γράφω κιόλας, έγραψα μια πάρα πολύ –είναι στο ιντερνέτ, αλλά μπαίνεις με κωδικό– για τον Ηράκλειτο, μια πολύ ωραία ομιλία. Μα είναι καταπληκτικός, για μένα είναι ο Ηράκλειτος, δεν ξέρω, είναι φοβερός. «Τα πάντα ρει». Ε, ποιος το ’πε; Λέει: «Γιατί» –λέω τώρα κάτι για να κλείσω ε;– «Γιατί», λέει, «πρέπει να κερδίζουμε την εξέλιξή μας με κόπο, με πόνο, με σωματικά και ψυχικά τραύματα και λοιπά, με πολύ, με μεγάλο αγώνα» –αυτό είναι το σωστό, το σβήνω το προηγούμενο τα ψυχικά και τραυματικά, και τραύματα που είπα– «με πολύ κόπο και πόνο». Κι έχει πει ο Ηράκλειτος: «Όπως το νερό, όταν συναντάει εμπόδια, ανυψώνεται και τα ξεπερνάει και, μάλιστα, όσο πιο ψηλά είναι τα εμπόδια τόσο πιο ψηλά ανυψώνεται το νερό και τα περνάει, έτσι και ο άνθρωπος». Να κλείσω εδώ;

Ε.Π.:

Σας ευχαριστούμε πάρα, πάρα πολύ!

Κ.Π.:

Να είστε καλά, ευχαριστώ!