Μουσική κουλτούρα: Η punk σκηνή της δεκαετίας του 1980 στη Θεσσαλονίκη μέσα από την αφήγηση ενός νέου της εποχής
Ενότητα 1
Πηγές ενημέρωσης νέων μουσικών ακουσμάτων
00:00:00 - 00:17:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, ονομάζομαι Καρέτσου Δήμητρα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, βρίσκομαι με τον Βασίλη Μέλφο στη Θεσσαλονίκη. H ημερομηνία είναι 3 Ια…εράσω στο Πανεπιστήμιο. Αυτή, δηλαδή, ήτανε η πρώτη μου φάση, απ' το 1982, που μετά αρχίζουν τα πράγματα να γίνονται πιο ξεκάθαρα για μένα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Τα μουσικά τεκταινόμενα στην πόλη
00:17:43 - 00:40:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πιο ξεκάθαρα; Δηλαδή; Ναι. Πιο ξεκάθαρα, δηλαδή, σημαίνει ότι ήθελα να πιάσω κι εγώ μια κιθάρα, να κάνω ένα συγκρότημα. Γιατί το punk ήτανε…αρίνο» και «Ντορέ» κι αυτά ή… δεν θα 'σουνα ροκ, γιατί δεν γινόταν όλα μαζί. Θα 'σουνα ντίσκο, ας πούμε. Δεν γινόταν όλα να είναι όλα μαζί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι σχέσεις των ανθρώπων στην punk σκηνή και το κοινωνικό πλαίσιο
00:40:42 - 01:25:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ποιοι άκουγαν αυτή τη μουσική; Υπήρχαν χαρακτηριστικά, ας πούμε, των ανθρώπων που ήταν κοινά; Ναι, υπήρχαν χαρακτηριστικά, ναι. Δεν ξέρω. Γ…μός στον άλλον είτε είναι έτσι είτε είναι αλλιώς», με επηρέασε νομίζω. Αυτά. Μ’ αυτό ήθελα να κλείσω. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Κι εγώ. Κι εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Λοιπόν, ονομάζομαι Καρέτσου Δήμητρα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, βρίσκομαι με τον Βασίλη Μέλφο στη Θεσσαλονίκη. H ημερομηνία είναι 3 Ιανουαρίου το 2023 και ξεκινάμε. Κύριε Μέλφο, θα ήθελα, αρχικά, να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς, πότε γεννηθήκατε και τα πρώτα χρόνια, ας πούμε, μέχρι την αφήγηση τη βασική.
Ωραία. Ναι. Λέγομαι Βασίλης Μέλφος. Γεννήθηκα το Μάϊο του 1964 στη Θεσσαλονίκη, από γονείς που ο πατέρας μου ήταν από τη Θεσσαλονίκη, από παλιά οικογένεια, πάνω από 200 χρόνια. Η οικογένεια Μέλφου, δηλαδή, κατοικεί στη Θεσσαλονίκη πάνω από 200 χρόνια. Η μητέρα μου ήταν από τη Νάουσα, η μαμά της απ' την Κοζάνη, ο παππούς μου από το Καρς του Πόντου, που ήρθε πολύ μικρός ως μετανάστης και μεγάλωσε στην Ποντοκώμη. Και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκα στην οδό «Ερμού» και μεγάλωσα στην οδό «Μητροπόλεως». Πήγαινα στο 41ο Δημοτικό Σχολείο στην «Ικτίνου» και στο 2ο Γυμνάσιο και Λύκειο στην «Ικτίνου». Και έτσι, μέσα στο Κέντρο, γνώρισα πράγματα και θυμάμαι πράγματα από την παλιά Θεσσαλονίκη.
Και φτάνουμε στη δεκαετία του '80, που είστε-
18 χρονών.
18 χρονών.
Συγγνώμη, το '80 είμαι 16.
Ωραία.
Ναι.
Και οι μουσικές σας επιρροές πώς διαμορφώνονται;
Ναι, δεν έχω γνωστούς και φίλους που να ακούνε διάφορα πράγματα, που με επηρέασαν μετά. Ο πατέρας μου, ως Αριστερός, είχε Θεοδωράκη στο σπίτι. Την Επταετία, κατά την Επταετία στη Δικτατορία, είχε συλληφθεί ως μέλος της «Δημοκρατικής Άμυνας». Μετά, αφέθηκε ελεύθερος. Ακούγαμε, στο σπίτι, παράνομα Θεοδωράκη και μετά τη Μεταπολίτευση… βασικά, Θεοδωράκη, αλλά έπαιζε πιάνο. Του άρεσε. Είχε διδαχτεί πιάνο, όταν ήτανε μικρός, οπότε έπαιζε διάφορες μελωδίες από ελληνική μουσική, αλλά με έναν τρόπο, έτσι, πολύ ωραίο. Αυτές είναι οι αναμνήσεις μου από τη μουσική. Και στη συνέχεια, ως, ας πούμε, έναρξη της εφηβείας, εκεί στα 14-15, πήραμε ένα κασετόφωνο, μονοφωνικό, που ήτανε η τεχνολογία της εποχής, στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κάποιες κασέτες, που ακολουθούσαν αυτό το κασετόφωνο, που ήτανε Raffaella Carrà, που ήτανε κάποια αρχή disco εποχή, ιταλική μουσική, γαλλική μουσική και κάποια ελληνικά. Τα οποία, ναι μεν, ήτανε η εποχή που η μουσική γινότανε πιο μαζική, διότι μπαίνανε αυτά τα είδη της τεχνολογίας, δηλαδή το κασετόφωνο, που ξέφευγε από το δίσκο, το βινύλιο και γινότανε λιγάκι πιο γενικευμένο, αλλά δεν ήτανε κάτι που με ικανοποιούσε και έτσι στην τηλεόραση... είχαμε τηλεόραση από πολύ νωρίς, απ' το '70, διότι ο πατέρας μου είχε το μαγαζί της «Ιζόλας» στην «Ερμού», μαζί με κάποιους άλλους και πουλούσανε και τηλεοράσεις. Έτσι, λοιπόν, είχαμε στο σπίτι, από πολύ νωρίς, τηλεόραση και απ' τους πρώτους που είχανε έγχρωμη τηλεόραση. Και στα μουσικά διαλείμματα που έπαιζε τότε η «ΕΡΤ» και η «ΥΕΝΕΔ», θα είχανε, άντε στην καλύτερη περίπτωση, Βίκυ Λέανδρος ή Δάκης ή Πασχάλης, τα οποία ήταν τα pop εκείνης της εποχής και συνήθως διασκευές από γνωστά τραγούδια της εποχής, ευρωπαϊκή μουσική και αμερικάνικη μουσική. Αυτά, ας πούμε, ότι ήταν λίγο πιο κοντά σε αυτά που μ' άρεζαν, αλλά κάτι, έτσι, αδιάφορο, γιατί δεν μπορούσε να υπάρχει μουσική παιδεία σε σχέση με την ροκ μουσική, όπως άλλοι φίλοι μου ή γνωστοί μου είχανε αδέλφια, ξαδέλφια, που τους δίνανε δίσκους και έτσι, από τα 12-13 τους, μπορεί να ακούγανε έτσι ροκ μουσική. Γύρω στο '80… βέβαια, το σχολείο και οι συμμαθητές παίζουν, πάντοτε, ένα μεγάλο ρόλο. Αρχίζεις να βλέπεις, να επηρεάζεσαι. Είχα διάφορους φίλους που είχανε κάποιους δίσκους, συζητούσαμε και εκεί, στην Α΄ Λυκείου, άρχισα ν’ ακούω και από τους φίλους μου τα πρώτα ακούσματα στη ροκ, που ήτανε κυρίως hard rock, heavy metal. Τότε, βγαίνανε οι “Iron Maiden”, οι “Def Leppard”, οι “Judas Priest”, οι πρώτοι τους δίσκοι, οι οποίοι, για να πω την αλήθεια, τώρα, μετά από τόσα χρόνια, δεν ήταν άσχημη μουσική, δηλαδή ήταν ένα ροκ, hard rock καλό. Μετά, αυτοί, όμως, γίνανε super groups και… εντάξει. Η μουσική τους, για μένα, ήταν αδιάφορη. Ταυτόχρονα, ακούγαμε και ραδιόφωνο. Και στο ραδιόφωνο ήταν ο Πετρίδης, βέβαια, ο οποίος επικρατούσε. Είχε κάθε μέρα την εκπομπή, στο Β΄ Πρόγραμμα, με τον Γιάννη Πετρίδη. Νομίζω μεταξύ 16:00 και 17:00, κάπου εκεί πέρα. Και πολλές φορές, με τον συμμαθητή μου, τον Σωκράτη τον Νίκογλου, έπαιρνε αυτός ένα μικρό τρανζιστοράκι και με ακουστικά και τα βάζαμε, έτσι, κρυφά… ήμασταν και απογευματινοί, βέβαια, εκείνη την εποχή. Είχαμε και απόγευμα μάθημα. Και ακούγαμε Πετρίδη, που όμως τις Παρασκευές ξεχώριζε την εκπομπή του, εκείνη την εποχή, και έβαζε ό,τι καινούριο ερχόταν απ' την Αγγλία, σε σχέση με το new wave, το νέο ροκ. Και εκεί πέρα, ξαφνικά, ήτανε μια έκρηξη μέσα μου, που άρχισα να ακούω πράγματα που ήτανε πολύ διαφορετικά από τα κανονικά ακούσματα και άρχισε το πράγμα να γίνεται ενδιαφέρον. Έτσι, λοιπόν, μπαίνοντας στο '80, εγώ είμαι στην Α΄-Β΄ Λυκείου και αρχίζω να το ψάχνω λίγο διαφορετικά. Η κασέτα, σίγουρα, ήτανε το μέσο αυτό που μπορούσες, εύκολα, να πάρεις μουσική, να ακούσεις τραγούδια, γιατί οι δίσκοι ήτανε λίγο δύσκολοι. Είχα έναν συμμαθητή στη Β΄ Λυκείου, τον Δημήτρη τον Νέδα, ο οποίος ήτανε punk. Και όταν λέμε punk, τώρα ίσως, το μυαλό κάποιου, όταν ακούει punk, σκέφτεται κάποιον ο οποίος είναι γεμάτος καρφιά, μοϊκάνες και αυτά, αλλά τότε punk ήτανε σηκωμένο μαλλί με ζελέ, μαύρα ρούχα, ένα δερμάτινο μαύρο, στυλ “Ramones”, στυλ “Clash”. Ο Δημήτρης είχε γνωστούς στο εξωτερικό και του στέλνανε κάποια βινύλια. Και κάποια στιγμή μου... «Πουλάω δύο δίσκους, τρεις δίσκους. Άμα τους θέλεις… με 100 δραχμές», που ήτανε πολύ φθηνά τότε 100 δραχμές. Και έτσι, οι πρώτοι μου δίσκοι, σε βινύλιο, ήταν οι “Stiff Little Fingers”, οι “U.K. Subs” και δεν θυμάμαι ακόμα τι. Κυρίως, αυτοί οι δύο δίσκοι, τους οποίους τους είχα λιώσει στο πικάπ του πατέρα μου, το οποίο πικάπ του πατέρα μου ήταν αυτά τα έπιπλα που είχανε τη βελόνα, που η βελόνα ήταν πιο χοντρή από μια σημερινή βελόνα. Ένα καρφί είχε. Εντάξει. Τους έλιωσα αυτούς τους δίσκους. Ταυτόχρονα, όμως, άρχισα να γράφω και κασέτες. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν διάφορα δισκάδικα, ήδη, εκεί το '80. Να κάνουμε, λίγο, μια παρένθεση για τα δισκάδικα. Ήταν ο «Πάτσης» στην «Τσιμισκή», που θα έβρισκες αυτή τη μουσική. Ήταν το “Blow Up” στην «Αριστοτέλους», ακριβώς στρίβοντας στη γωνία λίγο παραπάνω απ' την Τσιμισκή. Ήταν το “Stereodisc” απ' τον «Τερκενλή» δίπλα, στρίβοντας αριστερά, προς τα κάτω την Αριστοτέλους απ' την Τσιμισκή. Και ήταν και ένα δισκάδικο, «Λύρα», που δεν ξέρω πότε έκλεισε, στην «Εγνατία». Και δεν ξέρω πώς βρέθηκα εγώ εκεί πέρα. Κάποιος θα μου είπε προφανώς. Αυτά γύρω στο '80-'81. Και πήγα εκεί πέρα και ζήτησα “Siouxsie and the Banshees”. Γιατί “Siouxsie and the Banshees”; Γιατί, πιθανώς, να το άκουσα στον Πετρίδη, πιθανώς να το άκουσα σε κάποιον άλλο σταθμό. Και έγραψα τα singles των “Siouxsie and the Banshees”. Η μια κασέτα περιείχε, στη μια πλευρά, ένα μέρος… το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, στη δεύτερη πλευρά, η μισή πλευρά το υπόλοιπο του δίσκου και μετά συμπλήρωνες με κάτι άλλο. Δεν θυμάμαι με τι το συμπλήρωσα. Οπότε, άρχισα να γράφω, έτσι πειρατικά, κασέτες στα καταστήματα, που ήταν πιο φθηνά και το κασετόφωνο, για μένα, ήταν πιο εύκολο. Είχα πάρει και ένα κασετόφωνο “Funai”, το οποίο ας πούμε ότι είχε δύο ηχεία, έτσι, δεξιά και αριστερά και με αυτό το “Funai”, λοιπόν, πορεύτηκα. Τώρα, λίγο, με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, γιατί επίσης έχει ενδιαφέρον, εκτός απ' τον Πετρίδη, δύσκολα μπορούσες να βρεις σε κρατικά κανάλια τέτοια μουσική. Υπήρχαν, όμως, αρκετοί πειρατικοί που μπορεί να βάζαν αυτή τη μουσική, όμως ένας ήταν αυτός που με επηρέασε και ο οποίος έβαζε μόνο μουσική '80s punk, post-punk και ήτανε ο «Ράδιο Free» του Μπάμπη Αργυρίου, ο οποίος στη συνέχεια είχε τη “Lazy Dog” την εταιρεία δίσκων, είχε το “MIC” στο ίντερνετ τώ[00:10:00]ρα και πέθανε, πριν από 1 χρόνο. Με τον Μπάμπη… θα αναφερθώ, αργότερα, για τον Μπάμπη, αλλά ο Μπάμπης… τότε, δεν τον γνώριζα ακόμα, αλλά το «Ράδιο Free» το είχα βρει στο ραδιόφωνο και θυμάμαι ότι έλεγε: «Τώρα, θα βάλουμε το καινούριο δίσκο των “Cure”», το “Faith” για παράδειγμα ή το “Seventeen seconds”. «Ετοιμάστε τα πλήκτρα, τα κουμπιά στο κασετόφωνο». Και έβαζε το δίσκο, έβαζες το record και αυτό πήγαινε μόνο του. Και ήταν πάρα πολύ ωραίο. Και μετά, όταν φυσικά, όταν τον γνώρισα τον Μπάμπη, τον εκτίμησα πάρα πολύ, γιατί ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να προωθήσει αυτή τη μουσική. Έγραφα, λοιπόν, πολλές κασέτες. Το '81, '82 κυκλοφόρησε το “Combat Rock” των “Clash”, που για μένα ήτανε μεγάλη… ένας απ' τους σημαντικότερους δίσκους της ροκ μουσικής, γιατί περιείχε πολλά πράγματα και οι στίχοι, η μουσική, όλα αυτά τα πράγματα με ενθουσίαζαν. Αυτά μέχρι να τελειώσω το Λύκειο περίπου. Άρα, λοιπόν, από τέλος Α΄ Λυκείου, Β΄, Γ΄ Λυκείου είχα, πλέον, κατασταλάξει σε αυτά που ήθελα να ακούσω και ήτανε... με σημάδεψαν. Με τον φίλο μου, τον Κλείτο τον Καρκανιά, που μέναμε στην ίδια πολυκατοικία, στη «Μητροπόλεως 38», τελειώναμε το σχολείο και κάναμε βόλτα στα δισκάδικα αυτά που είπα προηγουμένως. Βέβαια, αυτά τα δισκάδικα πουλούσαν αυτή τη μουσική. Την προωθούσανε, γιατί στο Κέντρο της Θεσσαλονίκης θα κατέβαιναν όλοι αυτοί που θέλαν να ακούσουνε αυτή τη μουσική. Απ' τη Νεάπολη, απ' τους Αμπελόκηπους, την Επτάλοφο, απ' την Καλαμαριά και θα μπορούσανε να βρουν τους δίσκους αυτούς. Ενώ στα συνοικιακά δισκάδικα δεν θα έβρισκες αυτή τη μουσική. Πηγαίνουμε, λοιπόν, με τον Κλείτο και μετά, που θα τελειώναμε το σχολείο, πες τελειώναμε στις 14:00, πηγαίναμε στις 14:00 και κάτι στον «Πάτση», παίρναμε τον δίσκο των “Dead Kennedys” και λέγαμε στο παιδί εκεί πέρα «Βάλε μας να ακούσουμε», υποτίθεται για να τον πάρουμε, που δεν θα τον παίρναμε, γιατί δεν είχαμε τα χρήματα. Και ακούγαμε αποσπάσματα και αυτός γούσταρε, γιατί τα παιδιά που δουλεύαν σ’ αυτά τα μαγαζιά τους άρεζε αυτή η μουσική. Ήταν λίγο πιο ψαγμένοι. Ήταν συνηθισμένο, δηλαδή, να πηγαίνεις σε αυτά τα μαγαζιά και να επιλέγεις έναν-δύο δίσκους, να τους ακούσεις, υποτίθεται, για να τους πάρεις. Μουσικός τύπος. Επίσης, δεν μπορούσες να βρεις πολλά πράγματα στις εφημερίδες, παρόλα αυτά, όμως, υπήρχε ο Ελληνικός… στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούσανε τρεις εφημερίδες τότε: η «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη», που ήτανε... που ανήκανε στον… μου διαφεύγει. Και ο «Ελληνικός Βορράς». Ο «Ελληνικός Βορράς» ήτανε η super Δεξιά εφημερίδα, δηλαδή προς την Ακροδεξιά. Η «Μακεδονία» ήτανε η συντηρητική για όλο τον κόσμο και η «Θεσσαλονίκη», ας πούμε, ήταν λίγο πιο φιλελεύθερη. Παρόλα αυτά, όμως, στη «Μητροπόλεως» που μέναμε, εμείς μέναμε στον 7ο όροφο και στον 4ο έμενε η θεία του πατέρα μου, που ήταν και νονά μου, η Καλλιόπη η Δερμιτζάκη, η οποία παραδοσιακά αγόραζε «Ελληνικό Βορρά», γιατί αυτή την εφημερίδα της άρεζε, χωρίς να είναι απαραίτητα πολύ Δεξιά. Όταν μεγάλωσε, την έπαιρνε ο πατέρας μου, μέχρι να πεθάνει. Ο πατέρας μου είχε το γραφείο του στον ημιώροφο. Κάθε βράδυ, πριν ανέβει στο σπίτι επάνω, περνούσε από την Καλλιόπη, τη θεία του, μιλούσαν λιγάκι, έπαιρνε τον «Ελληνικό Βορρά». Τον ανέβαζε πάνω. Έλεγε η μάνα μου, η μητέρα μου στον πατέρα μου «Θα το κάνουμε Δεξιό το παιδί». Εγώ έπαιρνα την εφημερίδα και την ξεφύλλιζα. Αλλά τις Κυριακές είχε μια σελίδα μουσική, που εκεί πέρα οι συνεργάτες παρουσίαζαν πολύ ωραία πράγματα και ωραία... παρόλο που η ροκ μουσική για τους πολύ Δεξιούς ήτανε κάτι… ένα μίασμα ας πούμε, παρ' όλα αυτά, ο «Ελληνικός Βορράς» είχε, τις Κυριακές, τη σελίδα αυτή. Από εκεί διάβαζα για ροκ συγκροτήματα, για τους “Beatles” κι αυτά. Αλλά ο κύριος μουσικός τύπος, που έπαιρνα, κιόλας, κάποια περιοδικά, ήδη από τότε που ήμουνα μαθητής, ήτανε το «Ποπ & Ροκ» και o «Ήχος». Στον «Ήχο» έγραφε ο Αργύρης Ζήλος. Στο «Ποπ & Ροκ» γράφανε διάφοροι και ένας απ' αυτούς ήτανε και ο Χριστόφορος Μπακόλας, ο γιος του Νίκου Μπακόλα. Ο πατέρας μου είχε σχέσεις με τον Νίκο Μπακόλα, γιατί τον πάντρεψε, ήταν ο κουμπάρος του και είχε βαφτίσει τον Χριστόφορο Μπακόλα. Ο Μπακόλας, τότε, ο Χριστόφορος ήταν στην Αγγλία. Σπούδαζε και έστελνε στο «Ποπ & Ροκ» ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε. Από όλα τα συγκροτήματα που βγαίνανε εκείνη την περίοδο. Και κυρίως με έμφαση στο νέο ροκ. Από τους “Clash”, από τους “Fall”, από τους “Ramones”, άμα κάναν συναυλία στην Αγγλία. Και είχε και δισκοκριτική ό,τι καινούριο έβγαινε. Γιατί τότε, φυσικά, λόγω της... δεν υπήρχε η παγκοσμιοποίηση. Δεν μπορούσες να τα βρεις αυτά εύκολα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο. Και έτσι διάβαζα «Ποπ & Ροκ» και Αργύρη Ζήλο και κάποια στιγμή στο «Ποπ & Ροκ» είχα δει τους 100 καλύτερους δίσκους και κάπου έγραφε ότι ένας απ' τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους δίσκους ήτανε το live των “MC5”, το “Kick Out the Jams”. Οι “MC5” ήτανε ένα συγκρότημα των '60s με πάρα πολλή ψυχεδέλεια, πολλά ναρκωτικά, αλλά παίζοντας ένα ιδιότυπο στυλ punk, προ-punk δηλαδή, με πολύ σκληρές κιθάρες και πολύ πολιτικό στίχο. Ήτανε ο άλλος πόλος απ' τους “Iggy Pop and the Stooges”, που οι “Iggy Pop” ήτανε επίσης πολλά ναρκωτικά, αλλά όχι τόσο πολιτικό στίχο. Μ' άρεσε πάρα πολύ ο “Iggy Pop” και οι “Stooges”, πάρα πολύ, αλλά για τους “MC5” ήθελα να αποκτήσω αυτό το live, το “Kick Out the Jams”. Και έτσι, πήγα στον «Πάτση» και είπα, εκεί, το παιδί «Θέλω το live των “MC5”». Κοίταξε αυτός, δεν το βρήκε. Μου λέει «Δεν το 'χουμε». «Καλά», λέω και έφυγα. Είχα και τα λεφτά μαζί μου. Ξέρω γω έκανε 150 δραχμές. Και μέχρι να φτάσω στην «Αριστοτέλους», να περάσω απέναντι στην «Τσιμισκή», για να πάω σπίτι, με προλαβαίνει και μου λέει «Sorry», λέει. «Έκανα λάθος. Έλα! Το έχουμε. Είναι το “Kick Out the Jams”, απλώς δεν θυμόμουν ότι είναι live». Και τον πήρα αυτόν τον δίσκο και ακόμα μπορώ να πω ότι, όταν τον ακούω, ολόκληρος σπινιάρουν τα κύτταρά μου. Και αμέσως, εκείνη την εποχή, πήρα και έναν άλλο δίσκο, που πολύ με επηρέασε. Ήτανε ο πρώτος δίσκος των “New York Dolls”, που ήτανε ένα συγκρότημα των '70s, mid '70s, που παίζανε ένα rock 'n' roll, αλλά πολύ σκληρό, που ο μάνατζερ των “New York Dolls”, όταν διαλύθηκαν οι “New York Dolls”, πήγε στο Λονδίνο κι έφτιαξε τους “Sex Pistols”. Ήταν ο μάνατζερ των “Sex Pistols”. Και ο Johnny Thunders, ο κιθαρίστας των “New York Dolls”, ήτανε ένας απ' τους καλύτερους punk κιθαρίστες και τα συγκροτήματα που είχε φτιάξει ήτανε πρωτοπόρα στην punk μουσική. Αυτά λοιπόν. Αυτές είναι οι εμπειρίες μου, μέχρι να περάσω στο Πανεπιστήμιο. Αυτή, δηλαδή, ήτανε η πρώτη μου φάση, απ' το 1982, που μετά αρχίζουν τα πράγματα να γίνονται πιο ξεκάθαρα για μένα.
Πιο ξεκάθαρα; Δηλαδή;
Ναι. Πιο ξεκάθαρα, δηλαδή, σημαίνει ότι ήθελα να πιάσω κι εγώ μια κιθάρα, να κάνω ένα συγκρότημα. Γιατί το punk ήτανε οι τρεις συγχορδίες και από εκεί και πέρα ήταν η έμπνευση, τι μπορείς να βάλεις σε στίχους, σε μελωδία, να το κάνεις ενδιαφέρον. Συγκροτήματα που πολύ μου άρεζαν, πάνω στο punk, ήταν οι “Vibrators”, ήτανε οι “Buzzcocks”, ήταν οι “Clash”, οι “Ramones”, οι “Jam”, οι “Siouxsie and the Banshees”, με ευρηματικές κιθάρες, με διάφορα κόλπα, έτσι ριφάκια περίεργα, στίχοι περίεργοι και φωνητικά, λίγο, που ξέφευγαν, αλλά πάνω στις 3-4 συγχορδίες. Άρα, λέω: «Και χωρίς να κάνω μαθήματα σε ωδείο, νομίζω ότι μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα». Και έτσι, έψαχνα να βρω μια κιθάρα. Πήρα μια ακουστική… μια κλασική κιθάρα με πλαστικές χορδές από το φίλο μου, τον Σωκράτη τον Νίκογλου, που την είχε αγοράσει από τον συμμαθητή μας, τον Γιώργο τον Ζωγραφίδη. Και άρχισα να παίζω την κιθάρα. Βέβαια, πάντοτε, ακούγοντας τη μουσική και προσπαθώντας να βγάλω τέτοια τραγούδια και όχι, ας πούμε, με τα κλασικά τραγούδια, που όταν κάποιος ξεκινούσε να παίζει κιθάρα, θα έπιανε τα κλασικά τα ελληνικά τραγούδια, τον «Σταυρό του Νότου» και αυτά, την Αρλέτα, ξέρω 'γω «Νέο Κύμα» ελληνικό, που εμένα δεν με ενδιέφερε. Οπότε, έπαιζα αυτό το είδος. Και έγραφα πάρα πολλές κασέτες. Κάποια στιγμή, εκεί στην αρχή της δεκαετίας του '80, άνοιξε στην «Προξένου Κορομηλά» ένα δισκάδικο, το “Billboard”. Ο Μιχάλης, που το είχε και η γυναίκα του, τότε, φέρναν πολύ ωραία μουσική. Φέρνανε εισαγωγή δίσκους και βέβαια ό,τι κυκλοφορούσε και στην Ελλάδα, αλλά τέτοιου είδους μουσική και λίγο προς την ηλεκτρονική, την τότε ηλεκτρονική μουσική, που ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή και λίγο χορευτική, αλλά [00:20:00]την περίεργη χορευτική μουσική. Και κάναμε πολύ καλή… πιάσαμε πολύ καλές σχέσεις. Και οπότε, εγώ πήγαινα εκεί πέρα και έγραφα πάρα πολλές κασέτες. Μου βάζανε, άκουγα πολλά πράγματα. Και για να πω την αλήθεια, τότε, αυτά που κυκλοφορούσανε εγώ τα έβρισκα όλα πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Από τον “Fad Gadget”, που ήτανε ηλεκτρονική μουσική, από τους “Fall” οι οποίοι βγάζαν συνέχεια, που ήταν πολύ περίεργη μουσική, γιατί τα φωνητικά του Mark Smith ήταν, έτσι, σαν να πετούσε λέξεις, στίχους με μουσική υπόκρουση. Οι “Bauhaus”, βέβαια, που ήταν, επίσης, πολύ αγαπημένοι μου και τους άκουγα και από εκεί έγραψα πολλές κασέτες. Επίσης, ένας σταθμός σε αυτά που άκουγα ήταν ότι, όταν τελείωσα το σχολείο, το '82, πήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα, για να μείνω μερικές μέρες, γιατί εκεί έμενε η αδερφή της μητέρας μου. Στην Κυψέλη, πίσω απ' την «Πλατεία Κυψέλης». Οπότε, ήταν στο Κέντρο. Και πήρα εγώ το τρένο, κατέβηκα στην Αθήνα και έμεινα στην Ισμήνη όσο ήθελα. Ήταν διακοπές καλοκαιριού. Εφόσον είχα σπίτι να μένω. Και ο δρόμος με οδήγησε… μάλλον, έβλεπα στο «Ποπ & Ροκ» τις διαφημίσεις του - πώς λεγότανε; - “Remember 79”. Αυτό το μαγαζί το είχε ένας τύπος - δεν θυμάμαι το όνομά του - στην οδό «Αδριανού 79», στην Πλάκα. Αυτός ήταν σχεδιαστής μόδας ή ο αδελφός του; Στη Μύκονο. Και άρχισαν να σχεδιάζουν, το '77, punk μόδα. Οπότε, έμπαινες στο μαγαζί του και νόμιζες ότι ήσουνα στο Soho του Λονδίνου το 1977. Εγώ πήγα, για πρώτη φορά, το '82 και ήταν όλη η κατάσταση punk μέσα. Punk, post-punk. Από τα ρούχα, από τους δίσκους, από τις κονκάρδες, γιατί τότε φορούσαμε πάρα πολλές κονκάρδες. Τα αγαπημένα μας συγκροτήματα γέμιζαν ολόκληρο το μπουφάν μας. Και εκεί έγραψα μια κασέτα. Ήθελα “Bauhaus”, γιατί μου άρεζαν οι “Bauhaus”, αλλά δεν είχα… δεν είχα βρει εδώ πέρα; Δεν θυμάμαι. Έγραψα “Bauhaus” και μου λέει: «Με τι να στο συμπληρώσω;». Και του λέω «Δεν ξέρω». Λέει «Εντάξει, θα σου γράψω εγώ - λέει -κάτι, τους “Birthday Party”». Ήτανε κάτι… μια έκρηξη, άλλη έκρηξη μέσα μου. Οι “Birthday Party” ήταν το συγκρότημα του Nick Cave, αλλά άλλη κατάσταση. Δηλαδή, ο Nick Cave ήτανε μες στα ναρκωτικά τελείως, δηλαδή δεν καταλάβαινε που βρισκότανε και στις κιθάρες ήταν ο Rowland Howard, ο οποίος κι αυτός ήτανε μες στα ναρκωτικά. Κι ένας Mick Harvey από πίσω, ένας φοβερός μουσικός, που δεν ήταν στα ναρκωτικά, αλλά μπορούσε όλα αυτά να τα κοντρολάρει, όσο μπορούσες να ελέγξεις τη μουσική των “Birthday Party”. Και ξαφνικά... ήταν και η εποχή τότε, το '81 νομίζω, είχε γίνει η πρώτη συναυλία πάνω σε αυτά τα πράγματα. Στην Αθήνα βέβαια. Και πήγαν πάρα πολλοί φίλοι μου. Εγώ δεν μπόρεσα να πάω, γιατί νομίζω ότι ήτανε πολλά τα λεφτά για να πάρεις το εισιτήριο και να κατεβείς στην Αθήνα εκείνη τη χρονική περίοδο. Όπου παίξαν στο Σπόρτινγκ, 3 μέρες, οι “Bauhaus”, οι “Birthday Party” και οι “New Order”. Ήταν απ' τα live, νομίζω, τα πιο σημαντικά και αυτό, ας πούμε, με σημάδεψε στη ζωή μου, γιατί από εκεί και πέρα σκεφτόμουν ότι εγώ δεν πρέπει να χάσω ένα live, που θέλω πραγματικά να δω. Γιατί αυτό μου είχε στοιχίσει. Στη Θεσσαλονίκη, τώρα, τα live λιγάκι, γιατί επίσης και αυτό έχει σημασία. Live, εκείνη την εποχή, δεν γινότανε. Νομίζω ότι στην Ελλάδα το τελευταίο live ήταν το '67, οι “Rolling Stones”, που παίξαν στην Αθήνα, που είχαν γίνει επεισόδια και συλλήψεις και αυτά και ήτανε… τώρα, δεν θυμάμαι αν ήτανε αρχή της Χούντας; Είχε γίνει η Χούντα; Δεν είχε γίνει; Πάντως, κάπου εκεί πέρα ήτανε. Και μετά κόψανε τα live. Δεν υπήρχε η δυνατότητα. Και κάποιοι, προφανώς, το βάλαν ξανά στο πρόγραμμα, κάποιες εταιρείες και φέρανε… νομίζω η πρώτη συναυλία που είχε γίνει, έτσι, μεγάλη στη Θεσσαλονίκη ήτανε του Ian Gillan, των “Deep Purple” τον τραγουδιστή. Και μαζί, ταυτόχρονα, οι “Steppenwolf” και ο Rory Gallagher. Εγώ πήγα και στις δύο συναυλίες, και στου Ian Gillan και στου Rory Gallagher. Εντάξει, ήμουνα μαθητής ακόμα. Αυτές, επίσης, οι συναυλίες με σημαδέψανε, γιατί δεν το είχα ξαναδεί αυτό το πράγμα κάπου, ένα στάδιο. Στο Παλέ ντε Σπορ όλες οι συναυλίες. Στην Αθήνα οι συναυλίες αυτές είχαν γίνει στη Φιλαδέλφεια, νομίζω, στη Νέα Φιλαδέλφεια, ο Rory Gallagher. Ο Rory Gallagher ήταν πιο rock 'n' roll, ήταν πιο... μέσα στο Παλέ ντε Σπορ γεμάτο, γιατί εγώ το Παλέ ντε Σπορ το θυμάμαι σε συναυλίες μετά τη Χούντα, επειδή η μητέρα μου ήτανε στο «Σύνδεσμο Δημοκρατικών Γυναικών». Μετά τη Χούντα, Μαρία Δημητριάδη, Μίκης Θεοδωράκης, Γαλάνη, Χάρις Αλεξίου, Νταλάρας, να τραγουδάνε τα τραγούδια του Αγώνα και τα λοιπά. Και με έπαιρνε η μαμά μου, που ήμουνα μικρό παιδάκι και καθόμουνα δίπλα στη σκηνή και τα ‘βλεπα. Αλλά όχι, όμως, ηλεκτρικές κιθάρες, show εκεί πέρα, ο Ian Gillan να τα δίνει όλα, ο Rory Gallagher, επίσης, πάρα πολύ ωραία συναυλία. Και αυτά ήταν τα οργανωμένα, αλλά συναυλίες σε μπαράκια δεν γινόταν επίσης. Δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Παρ' όλα αυτά, όμως, στην οδό «Μελενίκου», υπήρχε ένα υπόγειο που λεγότανε «Κατμαντού» και νομίζω ότι ήτανε ο ίδιος χώρος που αργότερα, πριν από λίγα χρόνια, είχε ανοίξει το «Υπόγειο» στη «Μελενίκου». Το «Κατμαντού» δεν το θυμάται πολύς κόσμος. Μάλλον, αυτοί που είναι, σήμερα, πάνω από 60 και ακούγανε πολύ ροκ. Εκεί, λοιπόν, είχα δει - εγώ ήμουνα μαθητής ακόμα - είχα δει ότι παίζανε οι “Northwind”, ένα hard rock συγκρότημα. Και λέω: «Ας πάω!». Τότε, οι συναυλίες, βέβαια, ξεκινούσανε πολύ νωρίς, έτσι; Δεν ξεκινούσανε κατά τις 23:00-24:00, όπως ξεκινάνε σήμερα. Τότε, ξεκινούσανε… μέχρι τις 20:00-20:30 θα ξεκινούσε το live, μέχρι τις 22:00-23:00, γιατί από πάνω ήταν οικοδομές, Θα τους φέρναν την Αστυνομία και θα τους είχανε κλείσει την επόμενη μέρα. Και είχα πάει στο «Κατμαντού» μόνος μου, γιατί και αυτό, τώρα, με τρόμαζε λιγάκι. Δεν ήμουνα συνηθισμένος με τέτοια πράγματα. Σκοτεινά μέσα. Τότε, ας πούμε, ήμουνα Β΄-Γ΄ Λυκείου. Και παίζανε οι “Northwind”. Εντάξει, hard rock, εντάξει. Μου άρεσε όμως, γιατί ήτανε ηλεκτρικές κιθάρες, τα τύμπανα, όλη αυτή η κατάσταση. Πάλι, ξαναγυρίσαμε βέβαια στα λυκειακά, αλλά εκεί πέρα είναι η βάση, είναι η αρχή. Μετά, όταν τελείωσα, πήγα στην Αθήνα. Πέρασα στη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης, που η σχολή αυτή ήταν στην οδό «Αγίας Σοφίας», απέναντι από τη Μητρόπολη. Τη λέγανε όλοι «Μεγάλη του Γένους Σχολή», γιατί γινόταν πολλά πράγματα. Ήταν, τότε, οι πρώτες… όχι οι πρώτες, οι μεγάλες καταλήψεις της δεκαετίας του '80, γιατί οι πρώτες μεγάλες καταλήψεις ήτανε το '78-'79, επί Καραμανλή. Εκεί, όμως, εγώ δεν τα έζησα. Εκεί, άρχισα να... επειδή έμενα στη «Μητροπόλεως» και «Καρόλου Ντηλ», άρχισα τα βράδια… τι να κάνω; Να βγω μια βόλτα. Είχα και κάποιους γνωστούς. «Που θα πας;». Ή «Ναυαρίνου» θα πήγαινες ή «Προξένου Κορομηλά». Στο «Ναυαρίνο» μαζευότανε πιο ροκ, πιο hard rock. Καθότανε εκεί. Στην «Προξένου Κορομηλά», όμως, γινόταν κάτι περίεργο. Ήτανε τα μπαράκια, που ήδη είχαν ανοίξει από τα τέλη της δεκαετίας του '70, '78, '79, '80. Ήδη, είχαν ανοίξει τα πρώτα. Και παίζανε τέτοια μουσική. Άρα, λοιπόν, ο δρόμος θα σ’ έφερνε στο “Berlin”, θα σε πήγαινε στο «Λούκυ Λουκ». Αυτά ήταν τα δύο μπαρ που πήγαινα και έπαιζε αυτή τη μουσική. Υπήρχαν και άλλα. Ήταν το “Penny Lane”, που έπαιζε, όμως, πιο έτσι κλασική ροκ μουσική, όμως το “Berlin”. Δηλαδή, θα πήγαινες στο “Berlin” και κάποιον θα έβρισκες εκεί πέρα. Βέβαια, το “Berlin”, σήμερα, 2023, ανοίγει στις 03:00 το βράδυ. Τότε, όμως, άνοιγε στις 21:00. Κατέβαινα εγώ κάτω. Είχα και κάποιους γνωστούς και άρχισα να γνωρίζω κόσμο. Πολύ ενδιαφέροντα άτομα. Που είχαμε τις ίδιες ανησυχίες και το ίδιο ενδιαφέρον για τη μουσική. Και αρχίσαμε και ανταλλάσσαμε εμπειρίες, γνώσεις, κασέτες. «Να σου γράψω αυτόν το δίσκο σε κασέτα, τον άλλο το δίσκο». Γνώρισα ένα παιδί που ούτε το όνομά του θυμάμαι ούτε από που ήτανε. Σπούδαζε, νομίζω, πολυτεχνείο, ο οποίος μου είπε ότι… αυτός έμενε στην Αγίου Δημητρίου. «Έχω μια “Gibson” κιθάρα και έναν “Marshall” ενισχυτή. Άμα θέλεις, έλα στο σπίτι, όποτε θέλεις, να περνάς απ' το σπίτι, να σου δείχνω διάφορα πράγματα». Και άρχισα να πηγαίνω, ξέρω 'γω, τα πρωινά, που βαριόμουν να πηγαίνω στο μάθημα. Πήγαινα, του χτυπούσα το κουδούνι. Μερικές φορές κοιμότανε κιόλας, τον ξυπνούσα. Βάζαμε το “Marshall” τον ενισχυτή, τη “Gibson” την κιθάρα. Για μένα ήταν φοβερό πράγμα να τα πιάνω αυτά στο χέρι μου. Και μου έλεγε ξέρω 'γω «Το “I wanna be your dog” του Iggy Pop το πιάνεις έτσι». Αυτός είχε λίγο πιο πολύ μουσικό αυτί. Και άρχισα να μαθαίνω τα πρώτα μου ριφάκια. Στο “Berlin” γνώριζα πάρα πολύ κόσμο. Βέβαια, υπήρχανε και οι ψηλομύτηδες, που ήτανε, ας πούμε, οι high new wave ροκάδες, που δεν μπορούσες, εύκολα, να πιάσεις κουβέντα. Αλλά γνώριζες… ήταν εύκολο να γνωρίσεις κόσμο. Έτσι, γνώρισα εκεί πέρα τον Χρήστο το[00:30:00]ν Σκορδίλη, ο οποίος, μαζί με τον Μπάμπη Αργυρίου, που είχε το «Ράδιο Free», είχανε… και τον Θεόφιλο - δεν θυμάμαι το επίθετό του - είχανε τους “Life in Cage”. Οι “Life in Cage” ήταν οι πρώτοι που είχανε βγάλει ανεξάρτητη κασέτα. Ήταν οι θεοί μου. Δηλαδή, χωρίς να ξέρεις μουσική, πήρες τα μουσικά όργανα, τα οποία δεν ήτανε και τα πρώτα, έφτιαξες μουσική και έγραψες και μια κασέτα. Με τον Χρήστο αρχίσαμε να κάνουμε πολλή παρέα και με τον Μπάμπη. Μετά, στο Πανεπιστήμιο άρχισαν, σιγά-σιγά, να γίνονται κάποια live. Σε χορούς κυρίως… ή πολιτικών παρατάξεων ή κάποιων σχολών, που συνήθως, βέβαια, το γλέντι ήτανε ρεμπέτικο. Να γίνει το ρεμπέτικο γλέντι. Ναι, αλλά πιο πριν βάζαν και ένα ροκ σχήμα, που δεν πήγαινε κανένας. Έτσι, λοιπόν, εκεί, για πρώτη φορά, είδα - και πάντοτε πήγαινα και τους έβλεπα - τους “Yoghurt”. Οι “Yoghurt” ήτανε, επίσης, οι ήρωές μου. Και μάλιστα, ο κιθαρίστας, ο Θανάσης ο Νικολαΐδης, ήτανε ο my rock hero, guitar hero. Διότι, έπαιζε όλο το δίσκο των “New York Dolls”, έπαιζε “Clash”, έπαιζε rock 'n' roll παιγμένο, έτσι, γρήγορα. Και επίσης, λίγο στα πιο.. στο πιο hardcore, στη «Λέσχη», επίσης κάτω, έτσι, στο ισόγειο, βάζανε ενισχυτές και κιθάρες και παίζαν διάφορα συγκροτήματα. Εκεί, λοιπόν, γνώρισα έναν από τους πιο αγαπημένους ανθρώπους σε αυτό το είδος μουσικής, τον Αλέκο, ο οποίος τότε... τον Αλέκο τον Γκούλαγκ, ο οποίος τότε είχε τους «ΣΙ.ΧΑ.ΜΑ». Οι «ΣΙ.ΧΑ.ΜΑ» ήταν ο «Σύλλογος Χαφιέδων Μακεδονίας». Και εκεί πέρα πολύ εύκολα μπορούσες να πιάσεις κουβέντα. Δηλαδή, παίζανε και μετά μαζευόμασταν και μιλούσαμε για διάφορα πράγματα. Αυτό το πράγμα άρχισε, σιγά-σιγά, να διογκώνεται. Δηλαδή, έβλεπα συγκροτήματα στο Πανεπιστήμιο, έπαιζα κιθάρα, γνώριζα κόσμο που ήδη είχε αρχίσει να γράφει τη μουσική του σε κασέτες, να κάνει τα συγκροτήματα. Και μέσα από αυτό προσπαθούσα να πάω στα live. Και κάποια στιγμή, το '84, το 1984… εντωμεταξύ, εγώ, το 1983, πέρασα στο Τμήμα Γεωλογίας και άρχισα να σπουδάζω Γεωλογία, γιατί τα λογιστικά και αυτά της Βιομηχανικής δεν με ενδιέφεραν. Η Βιομηχανική ήτανε… η συνέχεια της Βιομηχανικής ήτανε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, τα Οικονομικά. Και πήγα σε ένα… στο πρώτο punk festival, το οποίο δεν το θυμάται κανένας. Νομίζω ότι ζω σε έναν παράλληλο κόσμο, αλλά κανένας δεν θυμάται ότι είχε γίνει αυτό το live στο Θέατρο Κήπου απέναντι από τη ΧΑΝΘ. Κανένας δεν το θυμάται. Και ποια συγκροτήματα παίζανε κανείς δεν θυμάται. Ούτε αφίσες υπάρχουν ούτε τίποτα. Πραγματικά, αν εκεί δε γνώριζα τον Γιώργο τον Καλογεράκη και τον Αγαμέμνονα Μάρδα, που παίζανε με το συγκρότημα τους, τους - ωχ! Τώρα, μου διαφεύγει το όνομα- και δεν επιβεβαίωναν και αυτοί ότι πραγματικά βρεθήκαμε εκεί, θα έλεγα ότι μάλλον το έχω δει στο όνειρό μου αυτό. Εν πάσει περιπτώσει, κανείς δεν το θυμάται, απ' τους παλιούς τους πάνκηδες, ότι έγινε αυτό το φεστιβάλ. Πριν φτάσουμε εκεί πέρα, στο Θέατρο Κήπου, ήθελα να πω κάτι άλλο. Τέλος πάντων. Ναι, ήθελα να πω ότι είχε κυκλοφορήσει ένας δίσκος, νομίζω, τομή για την punk μουσική στην Ελλάδα, που ήτανε η «Διατάραξη Κοινής Ησυχίας». Στη «Διατάραξη Κοινής Ησυχίας» παίζαν, από δύο τραγούδια, συγκροτήματα punk της Αθήνας, οι “Ex Humans”, οι “Panx Romana”, τέτοια συγκροτήματα. Αλλά συμμετείχε και ένα συγκρότημα απ’ τη Θεσσαλονίκη, οι «Γκρόβερ», που στους «Γκρόβερ» έπαιζε ο κιθαρίστας των “Yoghurt”, ο Θανάσης ο Νικολαΐδης, κιθάρα. «Σ' αυτή την πόλη» και η «Μονοτονία» ήταν τα δυο τους τραγούδια. Που ξεχώριζαν απ' το hardcore punk των αθηναϊκών συγκροτημάτων. Δηλαδή, εμένα μ' άρεσε πιο πολύ ν’ ακούω τους «Γκρόβερ» απ’ αυτό το δίσκο. Ήταν λοιπόν και οι «Γκρόβερ», ήταν οι “Yoghurt”, ήτανε - ποια άλλα συγκροτήματα έτσι από αυτή την εποχή; - οι «ΣΙ.ΧΑ.ΜΑ». Και διάφορα άλλα γκρουπάκια που παίξανε… και είχαν αρχίσει να παίζουν και οι «Τρύπες», οι οποίοι το είχαν πάει λίγο ένα βήμα παραπέρα, γιατί ήταν καλοί μουσικοί και είχαν βγάλει τον πρώτο τους δίσκο. Εκεί, λοιπόν, στο live αυτό, στο Θέατρο Κήπου, ήταν όλος ο κόσμος που κατέβαινε κάτω την «Προξένου Κορομηλά», στο “Berlin”, στο «Λούκυ Λουκ». Μιλούσαμε με τον έναν, μιλούσαμε με τον άλλον και κάποια στιγμή ανέβηκε το συγκρότημα του Γιώργου και του Αγαμέμνονα και παθαίνω ένα σοκ, γιατί ο Γιώργος - παραθερίζαμε μαζί στην Περαία - ήταν ο μικρός αδελφός από τη Μίνα και την Έμυ, που κάναμε παρέα, αλλά ο Γιώργος ήταν το μικρό το παιδάκι, που δεν το κάναμε παρέα, γιατί ήτανε, ξέρω 'γω, 5 χρόνια μικρότερος από μας. Και όταν τελειώσανε, τον λέω: «Ρε συ Γιώργο! Τι κάνεις εδώ πέρα;», λέω. «Εσύ παίζεις punk;». «Ναι», λέει. «Εγώ είμαι πάνκης». Είχε και μια μπλούζα “Angelic Upstarts” και… «Εδώ είναι ο Αγαμέμνονας, που παίζει μπάσο. Ο κιθαρίστας έφυγε - λέει - γιατί δεν τον γουστάρουμε και θέλουμε να αλλάξουμε τώρα. Παίζει μόνο στις δύο συγχορδίες, συγχορδίες με δύο χορδές και θέλουμε να τον αλλάξουμε». «Εντάξει», λέω. «Εγώ παίζω κιθάρα». Και έτσι, κατέβηκα στο στούντιο, που ήταν εδώ στην Καλαμαριά, στη «Σοφούλη». Ο Αγαμέμνονας έμενε και μένει σε μονοκατοικία και κάτω το ημιυπόγειο ήτανε στούντιο. Και έτσι ξεκινήσαν οι “Moot Point”. Αλλά για τους “Moot Point” δεν θέλω να μιλήσω, γιατί έχω μιλήσει ξανά. Ο Μπάμπης Αργυρίου ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Ήθελε να την προωθήσει. Το '84, το καλοκαίρι, είχε πάει στην Αμερική, νομίζω σε κάτι συγγενείς του. Εκεί πέρα, είχε κάνει πολλές ηχογραφήσεις, από το «Ραδιόφωνο», είχε βρει δίσκους, αλλά έφερε ένα τετρακάναλο κασετόφωνο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι με το κασετόφωνο αυτό μπορούσες να γράψεις… να κάνεις εγγραφή σε 4 κανάλια, άρα μπορούσες, δηλαδή, να ηχογραφήσεις την κιθάρα σε άλλο κανάλι, τη φωνή σε άλλο κανάλι, το μπάσο και τα τύμπανα, ας πούμε, και να το διαχωρίσεις. Με αυτό το τετρακάναλο κασετόφωνο, λοιπόν, άρχισε να κάνει τις πρώτες κασέτες. Έτσι, λοιπόν, με τους “Life in Cage”, που ήταν και το συγκρότημά του, το '84, κάνανε την πρώτη κασέτα. Αυτά γραφότανε και στο σπίτι του, δηλαδή δεν χρειαζόταν να πας στο στούντιο. Και άρχισε να γράφει διάφορα συγκροτήματα και έτσι είχε την ιδέα να κυκλοφορήσει ένα fanzine, που επίσης τα fanzine, τότε, δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Νομίζω μπορεί να είναι και το πρώτο fanzine που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, το 1985, αρχές του 1985. Με μια κασέτα, μέσα, δώρο, που είχε καμία 7-8 συγκροτήματα και λεγότανε “No doves fly here", το οποίο ήταν παράφραση ενός δίσκου των “Mob”, οι οποίοι ήταν ένα, ας πούμε, αναρχοπάνκ συγκρότημα της Αγγλίας και είχανε ένα συγκρότημα που λεγότανε… συγγνώμη. Το τραγούδι λεγόταν “No doves fly here”, ότι εδώ πέρα τα πράγματα δεν είναι και τόσο ειρηνικά και ο Μπάμπης το έκανε παράφραση “No dogs fly here”. Και έτσι, κυκλοφόρησε αυτή η πρώτη κασέτα, μαζί με το fanzine, το “Rollin Under”, που είχε κάποια κειμενάκια μέσα και τότε εμείς, σαν “Moot Point”, είχαμε γράψει σε ένα στούντιο, στο “Foster”. Το “Foster” ήταν ένας κάθετος στη «Μητροπόλεως», στην προέκταση της «Μητροπόλεως», στη «Νικηφόρου Φωκά» νομίζω. Και Δεκέμβριο του 1984 είχαμε 4 τραγούδια, 3-4 τραγούδια έτοιμα δικά μας και κάνα, δύο, τρία των “Mob”, που μας άρεσαν πάρα πολύ και τα είχαμε κάνει διασκευή. Και κατεβήκαμε με τις κιθάρες μας και τα μπάσα μας και τις μπαγκέτες μας - ήμασταν 3 τότε - και γράψαμε 5-6 τραγούδια. Και ο Μπάμπης, όταν του το είχα πει, μου είπε: «Δώσ' μου δύο τραγούδια δικά σας, να τα βάλουμε στην κασέτα». Και δώσαμε το «Ποντικοφάρμακο» και το «Κομπρεσέρ». Ήταν punk, έτσι γρήγορο rock 'n' roll με ελληνικό στίχο, που επίσης ήταν κι αυτό, τότε της εποχής, αρκετά συνηθισμένο τα συγκροτήματα αυτά να έχουν ελληνικό στίχο. Να κάνω μια παρένθεση, γιατί μετά… τώρα το θυμήθηκα, που είπα «Mob». Ένα live που ήτανε, πραγματικά, για εκείνη την εποχή, πολύ σημαντικό και κυκλοφόρησε και ένας δίσκος ήτανε στο παλιό ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ της ΧΑΝΘ, που ήτανε στη «Νικολάου Γερμανού». Τώρα, σε εκείνο το σημείο είναι το κλειστό γήπεδο μπάσκετ, ένα τσιμεντένιο δάπεδο. Εκεί, λοιπόν, είχε γίνει μια συναυλία δύο συγκροτημάτων. Το ένα ήτανε hard rock, οι «Μωβ» και το άλλο ήτανε οι «Δέλτα», που ήτανε λίγο πιο, έτσι, με πλήκτρα - τώρα πώς να το εξηγήσω; - προς “Pink Floyd” κι αυτά. Σ' αυτή τη συναυλία, επίσης, είχε πάει όλη η ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης, άσχετα άμα ήτανε... αυτό πρέπει να έγινε το '80… μαθητής ήμουνα ακόμα. Ή το '81 ή το '82. Και μάλιστα, κυκλοφόρησε δίσκος βινύλιο από εκείνο το live, που η μια πλευρά ήταν στους «Μωβ» και η άλλη πλευρά ήταν στο[00:40:00]υς «Δέλτα». Που κι αυτή, επίσης, με είχε επηρεάσει, γιατί όλη η ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης ήταν εκεί πέρα. Τώρα, δεν μπορείς να πεις: «Θα πάω σε ένα μέρος και θα είναι όλη η ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης», γιατί όλοι είναι λίγο-πολύ ροκ. Αλλά τότε δεν ήταν όλοι λίγο-πολύ ροκ. Ή θα ήσουνα ροκ… και μάλιστα ή θα ήσουνα νέο ροκ και θα ήσουνα κάτω απ' την «Τσιμισκή», στην «Προξένου Κορομηλά» ή θα ήσουνα κλασικό ροκ, blues, hard rock, heavy metal και θα 'σουνα πάνω απ' την «Τσιμισκή», «Ναυαρίνο» και «Ντορέ» κι αυτά ή… δεν θα 'σουνα ροκ, γιατί δεν γινόταν όλα μαζί. Θα 'σουνα ντίσκο, ας πούμε. Δεν γινόταν όλα να είναι όλα μαζί.
Ποιοι άκουγαν αυτή τη μουσική; Υπήρχαν χαρακτηριστικά, ας πούμε, των ανθρώπων που ήταν κοινά;
Ναι, υπήρχαν χαρακτηριστικά, ναι. Δεν ξέρω. Για μένα, αυτή τη μουσική την άκουγαν οι άνθρωποι που είχαν ένα ενδιαφέρον, δηλαδή πέρα από τη μουσική, πέρα απ' την ανάλυση των συγκροτημάτων που μπορεί να έπιανε ώρες, άρχιζες και μιλούσες για άλλα πράγματα, τα οποία ήταν κοινού ενδιαφέροντος. Μιλούσες για ταξίδια, μιλούσες για βιβλία, μιλούσες για το τι θες να κάνεις στη ζωή σου, για ανησυχίες που είχες μέσα σου, χωρίς απαραίτητα να ήταν πολιτική, γιατί τότε η πολιτική ήταν πιο πολύ - όπως και σήμερα βέβαια - κομματικές αντιπαραθέσεις και βέβαια καμία σχέση με το τι συμβαίνει σήμερα. Τότε, υπήρχε ένας τεράστιος φανατισμός ΠΑΣΟΚ-Νέα Δημοκρατία. Αλλά ήταν φανατισμός. Μέχρι και δολοφονίες γινόταν πάνω σ' αυτό. Αυτό μας άφηνε αδιάφορους. Βέβαια, μέσα σ' αυτές τις παρέες, σ' αυτό τον κύκλο, ήταν και… πολλοί. ήτανε αναρχικοί. Τώρα, αναρχικοί ήταν σε πολλά επίπεδα. Άλλος ήτανε αναρχικός ιδεολογικά, άλλος ήταν και αναρχικός που… σπάω βιτρίνες. Έχω βρεθεί, δηλαδή, σε Καρναβάλια. Μαζευόταν όλος ο κόσμος τότε στην «Ωραία», στην «Κούσκουρα», μεταξύ «Τσιμισκή» και «Μητροπόλεως». Καρναβάλια. Και εκεί, απ' την «Προξένου Κορομηλά», ξαφνικά, ξεκινούσε ένα κύμα που σπάζανε βιτρίνες. Όλη η «Μητροπόλεως», όλη η «Τσιμισκή», όπου περνούσανε, είχανε πέτρες. Είχα και διάφορους φίλους σ' αυτό. Εντάξει, εγώ δεν ήμουνα και υπέρ. Δεν μ' άρεσε αυτό το πράγμα. Αλλά ήτανε… σπάζαν βιτρίνες. Οπότε, οι συζητήσεις ήταν τα ταξίδια, γιατί τότε, εκείνη την περίοδο που ήμουνα φοιτητής εγώ, κάθε χρόνο, έπαιρνα ένα σακίδιο και έπαιρνα το Interrail, ένα εισιτήριο και γυρνούσα όλη την Ευρώπη. Δηλαδή, δεν μ' άρεσε να πηγαίνω στα νησιά, όπως πηγαίνανε οι συμμαθητές μου και οι φίλοι μου, οι οποίοι καθότανε σε ένα νησί. Πηγαίναν στην Ίο ας πούμε ή στην Πάρο ή δεν ξέρω πού αλλού και όλη μέρα πίνανε και δεν κάναν τίποτα. Αυτό δεν μ' άρεσε. Εγώ είχα στόχο. Ήθελα να πηγαίνω στο εξωτερικό, να γνωρίζω ανθρώπους, αλλά μαζί και οι άλλοι. Και έτσι βρισκόμασταν, δηλαδή είχαμε ραντεβού στο Άμστερνταμ. Εγώ ήμουν στη Δανία. Ξεκίνησα μόνος μου να πάω στη Δανία. Αυτοί είχανε πάει σε ένα κάμπο. Ήταν ο Σωκράτης ο Νίκογλου, ήταν ο Αντώνης ο Παραράς. Ο Αντώνης ο Παραράς ήτανε μέσα σε αυτόν τον κύκλο, έτσι πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Ο Αντώνης… ο πατέρας του ήτανε διευθυντής της ΧΑΝΘ και έμενε μες στη ΧΑΝΘ και με φώναζε, πολλές φορές, στο δωμάτιό του και ακούγαμε αναρχοπάνκ συγκροτήματα, κυρίως ισπανικά, απ' τη Βαρκελώνη, αμερικάνικα. Αυτός με είχε μυήσει πολύ σ’ αυτά. Ο Αντώνης είχε μια εκπομπή στην τηλεόραση, το «Κομφούζιο», μαζί με τον Βακάρο και ήταν από... τότε, φέρναν πολύ ωραία συγκροτήματα που παίζανε στο «Κομφούζιο». Και έκανε και άλλα πράγματα. Και πέθανε από λευχαιμία πολύ μικρός. Και αυτός… ναι. Είχε ξεκινήσει μαζί με τον Κανάκη και τους άλλους και είχανε μια εκπομπή, που δεν θυμάμαι πώς λεγόταν, αλλά πολύ νωρίς πέθανε από λευχαιμία και μετά οι υπόλοιποι κάνανε το «ΑΜΑΝ» νομίζω, «Αντώνη Μας Έφυγες Νωρίς», κάπως έτσι. Και τώρα, με τον Σωκράτη, τον Αντώνη, τη φίλη του την Ελένη είχαμε ραντεβού στο Άμστερνταμ. Εγώ ήμουνα στη Δανία, πήγα στο Άμστερνταμ, αλλά δεν ήταν τόσο απλό να πεις ότι... σήμερα, στέλνεις με το κινητό ένα μήνυμα και λες: «Πού είσαι; Σε μία ώρα είμαι εκεί πέρα». Τότε, το ραντεβού ήτανε έξω απ' το σταθμό, που μπορεί να ήτανε… ανάλογα τι ώρα έφτανε το τρένο. Μπορεί να έφτανε το πρωί, μπορεί να έφτανε στις 10:00, μπορεί να έφτανε το μεσημέρι, μπορεί να είχε και καθυστέρηση μεγάλη και να ‘φτανε την άλλη μέρα. Βρεθήκαμε όμως. Και γυρνούσαμε, δηλαδή πηγαίναμε σε hostel, πηγαίναμε σε μπαράκια, σε κλαμπάκια. Έτσι, λοιπόν, με αυτούς τους ανθρώπους είχες πάρα πολλά πράγματα να πεις και πολλά ενδιαφέροντα. Βιβλία, τα οποία ήταν, ας πούμε, το “On the road” του Jack Kerouac. Το αναλύαμε, τώρα, βδομάδες. Τέτοια βιβλία. Ή τον «Ξένο» ας πούμε. Γιατί; Γιατί τον «Ξένο»; Γιατί οι “Cure”, το “Killing an Arab”, περιγράφουν τη στιγμή της δολοφονίας του Άραβα απ' αυτόν τον τύπο. Και έχουμε φτάσει, πλέον, σε μια εποχή που… ναι - μια στιγμή - τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πολύ σημαντικά, αλλά μετά γίνονται και πολλές παρεξηγήσεις, δηλαδή οι “Cure”, πλέον, το “Killing an Arab”, δεν το ονομάζουν “Killing an Arab”, αλλά το ονομάζουν “Killing Another”. Γιατί, όταν βγήκε το YouTube και έβγαινε το “Killing an Arab”, από κάτω βγαίνανε διάφοροι και βρίζανε ασύστολα. «Είσαστε ρατσιστές, είσαστε...». Ναι, το “Killing an Arab”, όμως, είναι το βιβλίο του Καμύ, ο «Ξένος». Δηλαδή πώς να το κάνουμε; Άμα αγνοείς ένα τόσο μεγάλο έργο, τότε μην ασχολείσαι καλύτερα με αυτά. Επειδή έγραφε λοιπόν το τραγούδι “Killing an Arab” και αναγκάστηκαν οι “Cure” και το αλλάξανε και τώρα το λένε “Killing Another”. Οπότε, αναλύαμε αυτά τα πράγματα, δηλαδή για μας το ότι οι “Cure” παίρνανε μια σκηνή από τον «Ξένο» και το κάναν τραγούδι και οι στίχοι και αυτή η μουσική, οι φοβερές κιθάρες, ήταν πολύ σημαντικό. Ή οι “Fall”, που το όνομά τους είναι πάλι την «Πτώση» του Καμύ, οπότε είχε πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Μπορεί τώρα να μη βρίσκω αυτούς τους ανθρώπους, αλλά νομίζω ότι με επηρέασαν σε πάρα πολλά επίπεδα στο πώς να βλέπω τα πράγματα στη ζωή. Και τώρα, λόγω του Facebook, επειδή ξαναβρίσκεσαι με αυτούς τους ανθρώπους, αλλά από απόσταση και ανταλλάσσεις, μερικές φορές, μερικές κουβέντες, είναι μια άλλη αίσθηση. Όπως φυσικά και κάθε νέος και κάθε γενιά έχει τους δικούς του κωδικούς και τους δικούς του κώδικες, έτσι και εμείς είχαμε αυτούς τους κώδικες που μας επηρέαζαν, που ήτανε η μουσική και γύρω απ’ τη μουσική, ο πυρήνας και γύρω-γύρω όλα τα υπόλοιπα.
Να σας ρωτήσω κάτι ακόμα. Στην Αγγλία, όπου ξεκίνησε η punk, υπήρχαν κάποια αντισυστημικά χαρακτηριστικά, υπήρχε και μια πολιτική χροιά σε αυτό το πράγμα. Εδώ πέρα υπήρχε το ίδιο; Διέφερε; Ήτανε-
Ναι, ναι. Ναι, ναι. Να σου πω, να σου πω λιγάκι. Νομίζω ότι δεν είναι ακριβώς έτσι ή περίπου έτσι. Λοιπόν, ναι. Τώρα, το punk πώς ξεκίνησε; Ήταν πιο πολύ αντίδραση. Όχι τόσο πολιτική, όσο στα μεγάλα συγκροτήματα, τα οποία, πλέον, είχανε χάσει την κατεύθυνσή τους. Είμαστε στο 1977, όπου έχουμε ποια συγκροτήματα; Τους “Rolling Stones”, τους “Who”, τον David Bowie, οι “Beatles”, πλέον, δεν υπήρχανε. Λοιπόν, οι Rolling Stones… για να κάνω μια παρένθεση, για μένα, οι “Rolling Stones” ήτανε ο Brian Jones και ο Mick Jagger. Όταν έφυγε ο Brian Jones και πέθανε, αυτοκτόνησε - τον σκοτώσαν; Τώρα, αυτό είναι άλλο θέμα - οι “Rolling Stones” δεν μπορούσαν να σταθούνε σα συγκρότημα. Και αν αυτή τη στιγμή υπάρχουν σαν συγκρότημα, οφείλεται στα τραγούδια που βγάλανε με τον Brian Jones. Άρα, αυτοί το είχαν γυρίσει στη ντίσκο. Δηλαδή, ο Keith Richards, ο οποίος για μένα είναι ατάλαντος τελείως, δεν μπορούσε να βγάλει μουσική, οπότε τι έκανε; Με την κιθάρα του έβγαζε ντίσκο. Το “Start me up” και αυτά. Ο David Bowie, ο οποίος είναι τεράστια μορφή το είχε γυρίσει και αυτός προς τα χορευτικά, “Modern Lover”… “Modern Dance” και τέτοια. Οι “Who” και αυτοί επίσης. Δηλαδή, όλο το πράγμα πήγαινε προς το χορευτικό. Οι “Pink Floyd” και αυτοί είχαν βγάλει το “Wall”, το οποίο είναι φοβερός δίσκος, αλλά εντάξει. Στα live τους ήτανε… δεν είχανε κάτι ενδιαφέρον να πούνε. Οπότε, στην αντίδραση αυτής της μουσικής βιομηχανίας, που ξέφευγε απ' το ροκ και απ' την άλλη μεριά είχαμε, βέβαια, το hard rock, το οποίο πήγαινε προς το heavy metal, που ήτανε βιρτουόζοι κιθαρίστες οι οποίοι κοιτούσαν να κάνουν το πιο γρήγορο solo στην κιθάρα, που επίσης σε τρέλαινε. Και ήδη, ενώ στην Αμερική υπήρχανε οι “Ramones”, η Patty Smith, οι “New York Dolls”, ο Iggy Pop, στην Αγγλία δεν υπήρχε ενδιαφέρον. Και έγινε πιο πολύ η έκρηξη του punk αντισυστημική α[00:50:00]πέναντι στη μουσική βιομηχανία, που προωθούσε αυτή τη μουσική. Και άρχισαν να βγαίνουν μικρές εταιρείες. Η πολιτική χροιά υπήρχε σε λίγα συγκροτήματα εκείνη την εποχή. Δηλαδή, πιο πολύ ήτανε οι “Siouxsie and the Banshees” ήταν λίγο πιο dark, οι “Buzzcocks” ήτανε λίγο έτσι… οι “Stiff Little Fingers”. Είχαν και τα θέματά τους αυτοί μεταξύ Αγγλίας, Ιρλανδίας, Βόρεια Ιρλανδία. Οι “Stiff Little Fingers” ήταν απ' τη Βόρεια Ιρλανδία και εκεί γινότανε πόλεμος με τον “IRA”. Και οι “Clash” που είχανε, βέβαια, αρκετά πολιτικό στίχο. Και εδώ, στην Ελλάδα, ξεκίνησε έτσι σε αυτό το στυλ περίπου, αλλά μετά άρχισε να αναπτύσσεται το hardcore, που το hardcore πιο πολύ πήγαινε στον πολιτικό στίχο, τον έντονα πολιτικό στίχο, πιο πολύ με αναρχική κατεύθυνση, εναντίον της Κυβέρνησης, της Αστυνομίας, μπάτσοι, μέσα από καταλήψεις. Βέβαια και στην Αγγλία είχε αρχίσει αυτό το πράγμα να αναπτύσσεται. Οι “Anti-Pasti” ήταν ένα συγκρότημα που είχαν ένα τραγούδι, το “No Government”. Ναι, οπότε ήτανε κάπως παράλληλα. Αλλά η έκρηξη του punk και στην Αγγλία και στην Ελλάδα, άμα τα συγκρίνουμε, ήταν πιο πολύ αντισυστημική σε ό,τι αφορά και τον τρόπο ζωής, βέβαια, των υπόλοιπων ανθρώπων και της μουσικής βιομηχανίας και ένα παρακλάδι είχε και αυτή την έντονη πολιτική χροιά. Ναι, για να πω την αλήθεια και στην Αγγλία είχαμε τους “Mob” και τους “Zounds” και τους “Crass”, που παίζανε ένα πολύ ιδιότυπο στυλ hardcore punk μουσικής, με πάρα πολύ έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Βέβαια, ναι, ναι. Εκείνη την εποχή, ήτανε βέβαια και η Θάτσερ, που ασκούσε μια πολύ σκληρή πολιτική, με τις τεράστιες συγκρούσεις, με τους ανθρακωρύχους, με τις απεργίες, πολύχρονη, με ό,τι σήμαινε αυτό. Με την υποβάθμιση της οικονομίας, κυρίως, στις βιομηχανικές περιοχές, Manchester, Liverpool, κυρίως στο Manchester. Υπάρχουν ταινίες πολλές που, πλέον, το δείχνουν αυτό. Και ναι, οπότε, ναι. Οπότε, υπήρχε ο πολιτικός χαρακτήρας. Οι “Jam”, που είχανε επίσης πολιτικό στίχο, αλλά και όλα αυτά μπερδεμένα, δηλαδή και ο πολιτικός στίχος και η εσωτερικότητα του καθενός. Ναι και όλα αυτά βγαίνανε. Και εδώ στην Ελλάδα ξεκίνησε έτσι, αλλά μετά μπήκε πολύ έντονα ο πολιτικός στίχος ή τουλάχιστον τα συγκροτήματα που ξέρουμε εμείς είχανε πολιτικό στίχο, γιατί ήταν και άλλα συγκροτήματα. Οι “Villa 21”, οι... διάφορα συγκροτήματα, ναι.
Υπήρχαν προκαταλήψεις απέναντι στους ανθρώπους που άκουγαν αυτή τη μουσική;
Δηλαδή;
Κοινωνικά. Ότι «Α, αυτός είναι πάνκης. Άρα, είναι έτσι και αλλιώς και παραλλιώς».
Ναι, ναι, βέβαια. Ναι. Τώρα, ένα που δεν είπαμε ήτανε και η ενδυμασία. Τώρα, σίγουρα, το dressed in black ήτανε το απαραίτητο, δηλαδή όλοι φορούσαμε μαύρα. Από εκεί και πέρα, ανάλογα με το τι είδος άκουγες, άλλοι φορούσαν καμπαρντίνες, όπως ήτανε οι “Joy Division”, άλλοι δερμάτινα. Σιγά-σιγά, αυτοί που, πλέον, δεν πηγαίναν στα μπαρ ήτανε με πάρα πολλά καρφιά, μπότες “Dr. Martens”, που εντάξει. Σήμερα, το να φοράει κάποιος μπότες δεν είναι τίποτα, αλλά τότε, όμως, ο άλλος τρόμαζε, κάποιος που δεν ήξερε. Έτσι, λοιπόν, η Προξένου Κορομηλά ήταν ένας άλλος κόσμος, διότι εκεί μένανε αστικές οικογένειες, παλιές οικογένειες της Θεσσαλονίκης, καλοβαλμένοι άνθρωποι, καλοντυμένοι άνθρωποι και κατέβαιναν το βράδυ για να πάνε μια επίσκεψη. Γυρνούσαν από μια επίσκεψη στη 01:00-02:00 η ώρα και βλέπανε έξω απ' το “Berlin”, χυμένα σώματα, μεθυσμένοι ή παρέες να κάθονται να μιλάνε. Που τώρα εντάξει. Το βλέπει κάποιος, είναι συνηθισμένο. Τότε, όμως, δεν ήταν συνηθισμένο. Είδαν «αλήτες». Ναι, υπήρχαν προκαταλήψεις. Ένας ο οποίος φορούσε σκουλαρίκι. Τώρα, το να φοράς σκουλαρίκι… θα μπορούσε και ο πρωθυπουργός να φοράει σκουλαρίκι. Αλλά τότε το να φοράς σκουλαρίκι ήτανε… ξαφνικά, «Τι είναι αυτός τώρα που φοράει σκουλαρίκι;». Υπήρχε ένας φόβος, μια προκατάληψη. Ναι, ναι.
Εσείς φορούσατε περίεργα;
Εγώ, κοίταξε. Και ναι και όχι. Σκουλαρίκι δεν φόρεσα ποτέ. Αλλά, σίγουρα, είχα ένα φουλάρι. Τότε, ήταν πολύ της μόδας τα φουλάρια, τα ινδικά, τα ψυχεδελικά. Και επίσης, σε μια κοπάνα, που είχαμε κάνει στην Γ΄ Λυκείου, είχαμε πάει κάτω στο Θερμαϊκό, που ήτανε καφενείο ή στο «Αχίλλειο». Δεν θυμάμαι. Αυτά ήταν παλιά καφενεία που πήγαινε επίσης... μέρη που πήγαινε πολύς κόσμος, έτσι, που άκουγε punk και ροκ και τα λοιπά. Κάναμε την κοπάνα μας και ο Χρήστος ο Μπακόλας, που τώρα είναι αγιογράφος, πολύ καλός αγιογράφος και συντηρητής, έβγαλε μια αλυσίδα από την τσάντα του και λέει: «Είναι απ' τη σκυλίτσα μου - λέει -που πέθανε». «Α - λέω- τι ωραίο αυτό, η αλυσίδα. Μπορείς να μου τη φορέσεις εδώ πέρα;». Και είχε μια πένσα αυτός, επειδή από τότε έκανε αγιογραφίες κι αυτά. Έκοψε τον ένα κρίκο, μου τη φόρεσε και την ξανακλείσαμε. Δεν είχε κλιψάκι, για να τη βάλεις. Και αυτή την αλυσίδα εγώ την είχα μέχρι να αρχίσω το διδακτορικό μου. Μετά, όταν ξεκίνησα το διδακτορικό μου… εντάξει. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Να κάνουμε λίγο μια παρένθεση. Όταν ξεκίνησε το διδακτορικό, θεώρησα ότι πρέπει να κάνω κάποιες τομές με το παρελθόν μου, γιατί, ίσως, έτσι έπρεπε να είναι. Αρκούσε ότι έμπαινα σε έναν άλλο κύκλο. Αυτό με οδήγησε σε πράγματα τα οποία δεν ήτανε σωστές αποφάσεις ως προς τα μουσικά μου. Τότε, ήταν πολύ της μόδας το έντεχνο. Και άρχισα να ακούω διάφορα πράγματα, από Μάλαμα, από τέτοια και κάποια στιγμή θεώρησα ότι αυτό το πράγμα με πάει πάρα πολύ παρακμιακά. Και του λέω του Βασίλη, εμένα δηλαδή «Κάνεις βλακείες. Αφού σ' αρέσουν οι “Dead Kennedys” και οι “Clash”. Τι θέλεις, τώρα, με αυτά τα πράγματα;», τα οποία πραγματικά δεν μ' άρεζαν. Κάτι «Χαΐνηδες», κάτι... δεν μ' άρεσαν. Και από τότε, έκανα ξανά τομή. Βέβαια, την αλυσίδα δεν την ξανάβαλα, αλλά η μουσική που άκουγα ήτανε, πλέον, αυτά τα πράγματα που με χαρακτήρισαν απ' τα 16 μου και με ακολουθούνε μέχρι τα 58-59 που είμαι σήμερα. Και εδώ πέρα σου έχω κι ένα στικάκι, το οποίο σε αυτό το στικάκι έχω μουσική που ακούω μόνο στο αυτοκίνητο… που ακούω παντού, αλλά στο αυτοκίνητο δεν μπορώ να βάλω ραδιόφωνο. Εκνευρίζομαι. Εκνευρίζομαι με αυτά που λένε οι αυτοί που μιλάνε, εκνευρίζομαι με τη μουσική που ακούω, εκνευρίζομαι. Έχω το στικάκι εδώ, που έχει ξέρω 'γω 600-700 τραγούδια, έχω και λίγο jazz, που μ' αρέσει, κυρίως όταν μπαίνει κάποιος άλλος στο αυτοκίνητο και μπορεί να πάμε ένα ταξίδι, γεωλογικό ή οτιδήποτε και που δεν μπορεί να ακούσει τη μουσική που ακούω εγώ, επιλέγω τον άλλο το φάκελο. Αλλά αυτός ο φάκελος με τα τραγούδια που είναι - δεν ξέρω - καμία 500-600, είναι κυρίως '80s ή συγκροτήματα των '60s και των '70s, που επηρέασαν τα '80s. Από garage συγκροτήματα που παίζαν ψυχεδέλεια garage. “13th Floor Elevators”, οι “Seeds”, οι “Pink Floyd” με τον Syd Barrett, ο πρώτος δίσκος, που ήταν πολύ ψυχεδέλεια. Τέτοια πράγματα. Και στο σπίτι. Έχω στο κομπιούτερ μου, όταν δουλεύω και στο πανεπιστήμιο, στο γραφείο, όταν δουλεύω, έχω ένα φάκελο με μουσική, που κάθε τόσο μπορεί να τον αλλάζω, που ξέρω ότι θα ακούγεται η μουσική αυτή. Δεν θα με ενοχλεί, δεν θα με εκνευρίζει, εντάξει. Που θα μ' αρέσει, εν πάσει περιπτώσει. Που πολλές φορές… καμιά φορά, εκεί πέρα που διαβάζω ή γράφω κάτι, μπαίνει ένα τραγούδι και λέω: «Τι τραγουδάρα, ρε συ! Τι μουσικές ακούγαμε τότε;». Αυτό μια παρένθεση. Και μια άλλη παρένθεση είναι η μουσική πώς εξελίχθηκε. Η μουσική, σήμερα, είναι κυρίως επηρεασμένη απ' τα '90s, που τα '90s ήρθαν και ομογενοποιήσανε όλα τα πράγματα. Πήρανε στοιχεία και από το punk, το post-punk. Μπήκανε άλλα πράγματα στην... που βγήκαν διάφορα συγκροτήματα. Και οι “Placebo” και οι “Coldplay”. Πολλά συγκροτήματα. Αλλά άμα κάνω εγώ τώρα τον απολογισμό μου και γυρνώντας πίσω, δεν μου αρέσουν και τόσο πολύ. Δηλαδή, δεν είναι... προτιμώ τα '80s. Γι’ αυτό σου έχω ένα στικάκι, για να δεις τι είναι αυτό το πράγμα. Όταν λέγαμε “Tuxedomoon” τότε, τι ήταν αυτοί οι “Tuxedomoon”; Τι παίζανε οι “Tuxedomoon”; Τι σχέση έχει με το punk; Είχαν οι “Tuxedomoon”; Ή οι - μια στιγμή λιγάκι -, οι “Savage Republic”. Οι “Savage Republic” παίζουνε σε καμία 2-3 βδομάδες στη Θεσσαλονίκη. Οι “Savage Republic” είναι ένα συγκρότημα απ' την Αμερική, που έχουν και βαρέλια μέσα στα κρουστά τους, έχουνε κάτι αμόνια που τα χτυπάνε, κάτι κιθάρες περίεργες, περίεργα κουρδίσματα. Οι “Savage Republic” είχανε έρθει στη Θεσσ[01:00:00]αλονίκη το 1990 τόσο. Αυτοί, νομίζω, είχανε φτιάξει, έτσι ας πούμε, κάπως μια δημοκρατία, που τη λέγανε “Savage Republic”, στην Αμερική σε ένα φράγμα και βγάζανε δίσκους. Και είχαν έρθει εδώ πέρα στη Θεσσαλονίκη, να δώσουνε live και είχε τις μεγάλες απεργίες στα σύνορα. Τότε, οι τελωνειακοί κάναν πάρα πολλές απεργίες. Αυτό, όμως, επηρέαζε, γιατί αυτοί ερχόταν με ένα βανάκι. Είχαν μέσα τις κιθάρες τους. Οπότε, έρχονται στη Θεσσαλονίκη, περάσανε τα σύνορα, αλλά δεν μπορούσε να περάσει το βανάκι. Και έρχονται στη Θεσσαλονίκη χωρίς μουσικά όργανα. Και παίζαν στον «Ελλήσποντο», που ήταν στην «Αγγελάκη», που γινόταν πολλά live, τότε, στον «Ελλήσποντο», που ήταν παλιός κινηματογράφος. Τώρα, είναι μια ντισκοτέκ. Και θα έπαιζε ένα άλλο συγκρότημα, κάτι φίλοι μου πιο πριν. Και μου λέει ο Χρήστος, ο φίλος μου. «Ρε συ - λέει - οι Savage Republic δεν έχουν κιθάρα. Μπορείς να τους δώσεις την κιθάρα σου; Αλλά να ξέρεις ότι θα τις βγάλουν τις χορδές, γιατί θα κάνουν άλλα κουρδίσματα». Λέω «Τι με νοιάζει;», λέω. «Φυσικά, εννοείται». Εγώ είχα μια “Telecaster Kumika”, “Fender” δηλαδή. Την πήρανε εκεί πέρα ο κιθαρίστας, πιάσαμε και κουβέντα και μετά, για το «Ευχαριστώ» ήταν ότι μου έδωσε ένα σετ χορδές, μου έδωσε τα γραμματόσημα της «Δημοκρατίας» και μου έδωσε και κάτι άλλα πάλι της «Δημοκρατίας» των “Savage Republic”, το οποίο το είχα θεωρήσει μεγάλη μου τιμή. Και παίζουνε σε 2-3 βδομάδες στη Θεσσαλονίκη οι “Savage Republic”. Τέτοια πράγματα. Όταν τελείωναν τα συγκροτήματα, πολύ εύκολα μπορούσες να πιάσεις συζήτηση μαζί τους. Ένα άλλο, μάλλον δύο live ενός συγκροτήματος που έπαιξε στη Θεσσαλονίκη και με επηρέασε πάρα πολύ, ήταν οι “Wipers”, ο Greg Sage. Δεν υπάρχει τέτοιος κιθαρίστας. Δεν υπάρχει αυτό το συγκρότημα. Ίσως, οι “Wipers” ήτανε το προοίμιο των '90s, γιατί από τους “Wipers” επηρεάστηκε πάρα πολύ ο Mark Lanegan, ο οποίος ήτανε ο πατέρας της grunge μουσικής και μετά οι “Nirvana”, ας πούμε. Άμα δει κάποιος τους “Nirvana” σήμερα, έχουνε διασκευές από “Wipers”. Εμένα οι “Nirvana” δεν μ' αρέσουν, δηλαδή εκτός από κάνα-δυο τραγούδια. Ο Mark Lanegan πάρα πολύ, αλλά οι “Wipers” ήτανε… δηλαδή, όταν άκουσα το “Window Shop for Love”, έπαθα σοκ. Και μάλιστα, παίζαμε “Wipers” με το συγκρότημα. Όταν είχα πάει σε ένα από αυτά τα live, είχα πάρει και τη φωτογραφική μου μηχανή. Έβγαζα φωτογραφίες. Βέβαια, όχι πάρα πολύ, γιατί ήθελα να αφοσιωθώ στο live και όχι να βγάζω φωτογραφίες. Είχα πάρει τη μηχανή μου, τότε όμως δεν ήτανε οι μηχανές ηλεκτρονικές, ψηφιακές μάλλον και μπορούσες να κάνεις ό,τι θέλεις. Έπρεπε, λοιπόν, στο live, για να μη χρησιμοποιήσω φλας, γιατί και το φλας δεν είναι ωραίο στο μουσικό που παίζει, έπρεπε να πάρω ένα 800 ASA φιλμ ασπρόμαυρο, να το πουσάρω στα 1000 πόσα, δεν ξέρω, 2000 ASA, να το κάνω ειδική εμφάνιση και να τυπώσω φωτογραφίες. Είχα εργαστήριο που τύπωνα φωτογραφίες και έτσι… τώρα, λόγω του Facebook, υπάρχει ομάδα “Wipers”, που την έχει ο γιος του Greg Sage και τις είχα στείλει αυτές τις φωτογραφίες και είχανε κάνει μεγάλη αίσθηση, όταν τις ανέβασα στο γκρουπ των “Wipers”. Τέτοια πράγματα. Και πολύ εύκολα μπορούσες να πιάσεις κουβέντα. Ας πούμε, μετά, μόλις τελείωσε το live, με τον Greg Sage τα λέγαμε. Εντάξει. Μερικοί βγαίνανε κιόλας, πηγαίνανε και στα μπαράκια. Κι εγώ ίσως μερικές φορές. Αυτά.
Και πότε άρχισε να σβήνει αυτή η δυναμικότητα αυτής της σκηνής;
Ναι. Αυτά τα πράγματα γίνονται σιγά-σιγά. Όταν αρχίζουν και διαλύονται τα συγκροτήματα. Ας πούμε, εμείς, οι “Moot Point” πήγαμε μέχρι το 1987. Μετά, ο Αγαμέμνονας έφυγε, πήγε στο Λουξεμβούργο για να σπουδάσει, ξαναγύρισε. Δεν σπούδαζε. Δεν του άρεσε αυτό που ήθελαν οι γονείς του να σπουδάσει. Και το 1988 ξαναπιάσαμε και μέχρι το 1991 ηχογραφήσαμε κάποια τραγούδια, τα οποία κυκλοφόρησαν σε βινύλιο πριν από 1,5 χρόνο. Έτσι, λοιπόν, όπως και εμείς στα τέλη της δεκαετίας του '80 αρχίζαμε και διαλύαμε, διαλυόταν και τα άλλα συγκροτήματα. Τώρα, ακριβώς δε θυμάμαι εποχές. Οι πρώτες φάσεις των «Γκρόβερ», η πρώτη φάση των «Γκούλαγκ», με τον κιθαρίστα τον Κώστα τον Αποστολίδη και τον Γιώργο τον Βαμπίρη στο μπάσο, που σκοτώθηκε και ο ντράμερ τους από αυτοκινητιστικό δυστύχημα από μηχανή. Οι “Last Drive” στην Αθήνα. Και αυτοί, τότε έτσι, λίγο πολύ τα παρατούσανε. “Anti-Troppau Council”, επίσης, απ' την Αθήνα. Οπότε, εκεί στα '80s, άρχισαν να διαλύονται τα συγκροτήματα. Οι «Τρύπες» φυσικά, που δεν θυμάμαι μέχρι… κι αυτοί πήγανε τέλος '80, αρχές '90. Κάναν το μεγάλο live στο Λυκαβηττό. Άρα, άρχισε να μυείται ο κόσμος σε αυτή τη μουσική, αλλά άρχισαν να διαλύονται τα συγκροτήματα, άρα δεν υπήρχε μια βάση. Και χωρίς να είμαι και σίγουρος, γιατί δεν παρακολούθησα τη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης πολύ έντονα, αλλά αυτό που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη στα '80s χωρίς χώρους συναυλιών, αλλά να γίνονται πολύ σημαντικά πράγματα, να υπάρχει μια σκηνή, η οποία ακόμα και σήμερα, όταν ακούει κάποιος το πρώτο δίσκο των «Γκούλαγκ», τις «Τρύπες», τους “Moot Point”, που εμείς βγάλαμε δύο κασέτες, αλλά το 2011 ο Δημήτρης ο Βασιλειάδης, που έχει την “B-Otherside” απ' την Αθήνα, μου έστειλε ένα μήνυμα και μου λέει: «Θέλω να κυκλοφορήσω την πρώτη κασέτα των “Moot Point” σε δίσκο». Δηλαδή, υπήρχε πάντα ένα ενδιαφέρον για εκείνη τη σκηνή, άρα μπορούμε να μιλούμε για σκηνή της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του '80. Δεν συνεχίστηκε και μετά άρχισε να μπαίνει πολύς κόσμος σε αυτό το πράγμα, άρα δεν ήμασταν μια μικρή μειοψηφία, αλλά άρχισε αυτό το πράγμα να διογκώνεται. Και μου έκανε εντύπωση ότι υπήρχαν άνθρωποι που ακούγανε αυτή τη μουσική και μετά το βράδυ μεταμορφωνόταν και ακούγαν και λαϊκά και θα τους έβλεπες και στα τσιφτετέλια, θα τους έβλεπες και στα λαϊκά τα μαγαζιά, θα τους έβλεπες και στη ντισκοτέκ. Αλλά δεν ήταν κάτι που ήταν αφιερωμένοι σ' αυτό το πράγμα, γιατί εμείς ήμασταν αφιερωμένοι σ' αυτό. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ σε μπουζουξίδικο, δεν πήγαινα στις ντισκοτέκ, εκτός από λίγες περιπτώσεις, αν δεν έκανε χορό η τάξη μου. Ήμασταν γι’ αυτό το πράγμα. Ήμασταν απέναντι από... οπότε, νομίζω, η κάθε δεκαετία… δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό. Χαρακτηρίζεται απ' τη μουσική της και περνάει στην επόμενη. Νομίζω ότι τα '60s και τα '80s ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες εποχές για τη μουσική. Μετά τα '80s, εγώ τουλάχιστον δεν βρίσκω κάποιο ενδιαφέρον. Όχι πως δεν υπάρχουν καλές μουσικές, όχι πως δεν ακούω πράγματα τα οποία βγήκανε και τη δεκαετία του 2000 και τώρα, αλλά δεν είναι κάτι που με στιγματίζει όπως εκείνο. Όπως βέβαια και οι νέοι, σήμερα, έχουν τους δικούς τους κώδικες, γιατί με τα παιδιά μου έχουμε μια διαφωνία σ' αυτό, που τα παιδιά μου, επειδή από πολύ μικρά ακούγανε αυτή τη μουσική στο αυτοκίνητο, στο σπίτι, ακούνε αυτά τα πράγματα και έχουμε πάει και σε live. Πάντοτε, πηγαίνουμε μαζί. Δηλαδή, τους αρέσει πάρα πολύ να πηγαίνουμε στα live μαζί. Αλλά διαφωνούνε με αυτό που λέω εγώ, ότι σαν τα '80s δεν θα υπάρξει ξανά τέτοια μουσική. Αλλά εντάξει αυτή είναι η άποψή μου.
Να σας ρωτήσω ένα-δύο πραγματάκια ακόμα. Λοιπόν, υπήρχαν διαμάχες μεταξύ του κόσμου που άκουγε διαφορετική μουσική;
Ναι, γιατί; Ναι, ναι.
Γιατί θυμάμαι αμυδρά κάποιες αφηγήσεις-
Ναι.
Να μου λένε για το «Αχίλλειον»; Εκεί; Ότι υπήρχαν κόντρες; Ότι έπαιζε και ξύλο; Κάνω λάθος;
Για το «Αχίλλειο»; Ή στο «Ναυαρίνο»;
Κοντά στο «Αχίλλειο». Εσείς τι μνήμη έχετε;
Λοιπόν, ναι, διαμάχες υπήρχανε, γιατί ήτανε ουσιαστικά… όχι συμμορίες. Ας πούμε, gangs, ομάδες. Η μια ήτανε, σίγουρα, οι skinheads με τους πάνκηδες. Γιατί οι skinheads ήτανε... ήτανε οι πάνκηδες, ήτανε οι hardcore πάνκηδες, οι «χαοτικοί» που τους λέω εγώ. Ήταν οι ροκαμπιλάδες και ήταν και οι skinheads. Τώρα, υπήρχανε ρεύματα που ενώνανε αυτές τις διάφορες ομάδες, αλλά οι skinheads ήτανε πολύ Ακροδεξιοί. Ήτανε σκληροί, πολύ σκληροί. Οι ροκαμπιλάδες ήτανε κάπου στη μέση. Υπήρχανε ροκαμπιλάδες που ήτανε πολύ σκληροπυρηνικοί Δεξιοί. Δεξιοί, όταν λέω, ρατσιστές, αν και στη Θεσσαλονίκη τι ρατσιστής να είσαι; Δεν ξέρω. Πάντως, εγώ δεν είχα ποτέ φίλους skinheads. Και οι πάνκηδες, που ήταν, ας πούμε, πιο πολύ αναρχοπάνκ και αυτά. Και ξύλο δεν ξέρω αν έπεφτε, αλλά σίγουρα υπήρχανε πολλές κόντρες. Άλλο που γινότανε, που εκεί… ξύλο δεν έπεφτε, αλλά έπεφτε γιαούρτωμα. Ήτανε τα τσινάρια. Τι ήταν τα τσινάρια; Τα τσινάρια ήτανε, περίπου, στα τέλη της δεκαετίας του '80, στα τέλη της δεκαετίας του '70, συγγνώμη, αρχές '80. Το Τσινάρι είναι μια περιοχή στην Άνω Πόλη, ναι. Εκεί πέρα, λοιπόν, υπήρχαν κάποιοι, οι οποίοι ντυνότανε με καμπάνες, με σακάκια, με τους τεράστιους τους γιακάδες. Ακούγανε ντίσκο μουσική, εκείνης της εποχής [01:10:00]τη ντίσκο, που μόλις πρωτοεμφανιζότανε και κατέβαιναν στο Ναυαρίνο. Και επειδή ήτανε έτσι πολύ καλοντυμένοι και το μαλλί καλοχτενισμένο και αυτά, ερχότανε τα φρικιά από τα στενά και τους γιαουρτώνανε. Είχαν πέσει κάτι τέτοια γιαουρτώματα. Εγώ δεν τα είχα προλάβει. Κάτσε να θυμηθώ, γιατί... υπήρχανε φάσεις διάφορες μεταξύ αυτών των ομάδων. Για το «Αχίλλειο» δεν θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο, αλλά όχι κάτι πολύ φανατικό, δηλαδή δεν είναι όπως είναι σήμερα ο χουλιγκανισμός, που οι άλλοι στήνουν ενέδρα για να τον σκοτώσουνε τον άλλον. Δηλαδή, δεν υπήρχε αυτό το πάθος να σκοτώσεις τον άλλο. Τώρα, άμα γινόταν τίποτα συμπλοκές, μπορεί να είχαν… μπορεί να είχαν από πίσω οπαδικές διαφορές, γιατί νομίζω οι skinheads πηγαίνανε στη «Θύρα 4», όπως και οι πάνκηδες πηγαίνανε στη Θύρα 4. Οι μεν ήτανε προς την Ακροδεξιά, οι άλλοι προς τα Ακροαριστερά. Και υπήρχανε κόντρες, ναι. Εγώ τελευταίο αγώνα που είχα πάει ποδόσφαιρο… πήγαινα όταν ήμουνα... ήτανε στο... τελειώνει; Ήμουνα… δεν θυμάμαι τώρα. Είχαν παίξει Bayern… ΠΑΟΚ εναντίον Bayern Μονάχου και ήταν ο τελευταίος αγώνας που είχα πάει, γιατί δεν μ' άρεζε πολύ αυτό που συνέβαινε στις κερκίδες και από πίσω μου ήταν μια παρέα με skinheads και με είχε ενοχλήσει πάρα πολύ η συμπεριφορά τους. Και γι’ αυτό τον λόγο δεν πήγαινα. Λέω: «Πάνε οι skinheads στον ΠΑΟΚ. Θα πηγαίνω κι εγώ; Τι σχέση έχω εγώ με αυτούς τους ανθρώπους;». Ναι, υπήρχαν διαφορές, αλλά όχι όμως κάτι πολύ έντονο.
Με τον κόσμο που άκουγε λαϊκά ας πούμε… δεν ξέρω. Αυτό που λέμε, τώρα, λαϊκά, υπήρχε;
Ναι, υπήρχε, ναι βέβαια, ναι, ναι. Ήτανε τα μεγάλα τα μπουζουξίδικα. Η «Θεσσαλονικιά» και η «Νεράιδα», που ήταν στο δρόμο για Περαία, τα μπουζουξίδικα μες στην πόλη. Τίποτα, καμία σχέση. Περνούσαμε έξω απ' την «Μπαρμπαρέλα»… η «Μπαρμπαρέλα» ήτανε κάτω στη «Δημητρίου Γούναρη», λίγο πάνω απ' την «Μητροπόλεως» και χλευάζαμε λιγάκι, δηλαδή εντάξει. Είχαμε λίγο το χλευαστικό. Ή απέναντι απ' το «Λούκυ Λουκ» ήτανε η «Ντίσκο 51». Επίσης, που μαζευόταν όλοι καλοντυμένοι με τις γούνες. Τότε, ήταν πολύ της μόδας η γούνα, τα σακάκια, το χτένισμα αλά Τραβόλτα, μπριγιαντίνη πολλή. Χλευάζαμε εντάξει, το 'χαμε λιγάκι αυτό. Τώρα, σ' αυτή την ηλικία ντρέπομαι να το λέω, αλλά το κάναμε. Ναι. Ναι, δεν υπήρχε καμία σχέση. Ούτε αυτοί μπορούσαν να ακούσουν αυτή τη μουσική. Τώρα… και μετά σου είπα. Τη δεκαετία του '90 και μετά, κάποιος που άκουγε και ροκ, άκουγε και λαϊκά και πήγαινε και στα μπουζουξίδικα και πηγαίνει ακόμα και τώρα. Έχει ομογενοποιηθεί το πράγμα, αλλά τότε ήτανε τελείως ξεχωριστά. Δεν μπορούσε ένας χεβιμεταλάς να 'ρθει στο «Λούκυ Λουκ» και στο “Berlin”. Δεν γινότανε. Ούτε ένας punk να πάει στα μπαράκια αυτά, στο «Ντορέ». Στο «Ντορέ» πηγαίνανε, εντάξει. Πιο πολύ… δεν θυμάμαι ποια ήταν τα hard rock τα στέκια, αλλά εντάξει. Εκεί γύρω από το «Ντορέ» πήγαινε ο κόσμος από την «Προξένου Κορομηλά». Ήτανε το «Φλου». Εγώ, για πρώτη φορά, “Cure”, νομίζω, άκουσα εκεί, όταν ήμουνα 16 χρονών, στο «Φλου». Ένα άλλο που ήθελα να πω, το οποίο έχει πολιτική χροιά, είναι ότι, για κάποιο λόγο, το ΠΑΣΟΚ, όταν ήταν στην Κυβέρνηση τότε, το 1984, '85, '83 - δεν ξέρω - φοβόταν τη νεολαία; Εντάξει, κάθε Κυβέρνηση φοβάται τη νεολαία, φοβάται τις εκρήξεις και τις, ας πούμε, επαναστάσεις σε εισαγωγικά, αλλά χωρίς αιτία και λόγο υπήρχε μια κλούβα στημένη στη «Μητροπόλεως», συνήθως μπροστά στη Μητρόπολη και όποιος νέος περνούσε, 16-17 χρονών, γινόταν έλεγχος ταυτότητας. Δηλαδή, σε σταματούσαν οι αστυνομικοί και λέγανε: «Να δούμε την ταυτότητά σου». Και αν δεν είχες ταυτότητα ή αν δεν τους άρεσε το στυλ σου, το ντύσιμό σου, σε παίρναν μέσα για εξακρίβωση στοιχείων. Ήταν ένας εκφοβισμός που δεν είχε κάποιο λόγο, δηλαδή δεν υπήρχε λόγος να σταματήσεις κάποιον στην «Προξένου Κορομηλά» και να τον... γιατί δεν γινότανε καταστροφές, βία. Εντάξει. Τότε, στα τέλη της δεκαετίας του '80, ήτανε οι καταλήψεις στη Θεολογική και εκεί τα ΜΑΤ και οι αναρχικοί και τα λοιπά… πέφταν μολότοφ, γινότανε ένας πόλεμος. Αλλά στην «Προξένου Κορομηλά»… κυκλοφορούσε αυτός ο κόσμος, αλλά δεν γινότανε τέτοια πράγματα. Εμένα αυτό, όπως και όλους μας δηλαδή, δεν μας άρεσε αυτό το πράγμα. Δηλαδή, να σε σταματάει έτσι στα καλά καθούμενα και να σου κάνει εξακρίβωση στοιχείων και άμα δεν έχεις την ταυτότητα μαζί σου να σε παίρνουν στο Τμήμα, να παίρνουν τα δαχτυλικά αποτυπώματα. Εντάξει, εμένα δεν μ' έτυχε ποτέ αυτό. Δεν ήμουνα και ποτέ ακραία ντυμένος. Εντάξει, τα μαύρα ρούχα, το μαύρο μπουφάν, κάποιες κονκάρδες, το φουλάρι, η αλυσίδα, αλλά μέχρι εκεί πέρα. Αυτά, λοιπόν, ήτανε τα ΜΑΤ του Αρκουδέα. Ο Αρκουδέας ήτανε ο αρχηγός της Αστυνομίας, ο οποίος αυτός είχε - δεν ξέρω - αυτή τη φαεινή ιδέα. Φαντάζομαι… στην Αθήνα στα Εξάρχεια, εντάξει, πάντοτε υπήρχε αυτό. Ήταν πιο έντονο, αλλά είχε μεταφερθεί και στη Θεσσαλονίκη. Δεν νομίζω ότι είχε κάποιο νόημα. Που ήταν το μέσο της δεκαετίας του '80 αυτή η κατάσταση. Είχε κρατήσει μερικά χρόνια.
Τελευταία ερώτηση νομίζω. Πριν τα μπαρ, «Λούκυ Λουκ», “Berlin”, που ακουγόταν αυτή η μουσική, πού ακουγόταν; Πουθενά.
Πουθενά δεν ακουγόταν, ναι. Ναι, αλλά αυτά τα μπαρ ανοίξανε το '78-'79. Οπότε, ήτανε μια παράλληλη κατάσταση. Εγώ θυμάμαι το “Berlin”, που ήταν ακόμα σαν το «Λούκυ Λουκ» μέσα. Καλά, το «Λούκυ Λουκ» έκλεισε τώρα. Ήτανε σαν ένα αγγλικό μπαρ, ήταν ξύλινο μέσα. Και επίσης, με είχε σημαδέψει πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Είχε live τους “Flippers”. Οι “Flippers” ήταν ένα rock 'n' roll, rockabilly συγκρότημα που τους είχες μπροστά σου, δηλαδή είχα μπροστά τον κιθαρίστα. Πήγαινα εκεί πέρα και μπροστά μου έπαιζε κιθάρα. Και ενθουσιαζόμουνα πάρα πολύ. Τότε, ήμουνα ακόμα Λύκειο, νομίζω. Ήμουνα 17-18 χρονών. Και εκείνη την εποχή μετά άλλαξε το “Berlin” και έγινε λίγο πιο σύγχρονο. Και επίσης, το “Berlin” τι ήτανε, που ξεχώριζε απ' τα υπόλοιπα μπαρ; Είναι ότι είχε μια τηλεόραση και έπαιζε βίντεο. Δηλαδή, πήγαινες μέσα και άκουγες μουσική και ταυτόχρονα έβλεπες το βίντεο. Το να βλέπεις, τώρα, “Siouxsie and the Banshees”, να βλέπεις “Clash”, “Damned”, “Sex Pistols”, απ' την ταινία τους, των “Sex Pistols” το “Rock 'n' Roll Swindle”, διάφορες σκηνές, τον Sid Vicious, δεν μπορούσες να τα δεις αυτά πουθενά. Ούτε η τηλεόρασή σου τα παιζε. Δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Και εδώ θέλω να πω ότι εκείνη την περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του '80, κυκλοφόρησε μια ταινία, η οποία, σήμερα, άμα πεις ότι κυκλοφορεί μια τέτοια ταινία, θα πει ο άλλος «Μια βλακεία είναι αυτό το πράγμα». Είναι το “Urgh! Music War”. Αυτό τι ήτανε; Ένας σκηνοθέτης, που δεν θυμάμαι ποιος είναι. Ήτανε ο Scorsese; Θα το δούμε. Δεν θυμάμαι. Είχε πάρει διάφορα περίεργα συγκροτήματα και τα είχε βάλει το ένα μετά το άλλο, δηλαδή το σημερινό YouTube. Σήμερα, όμως, το YouTube το έχεις ως δεδομένο. Τότε, όμως, δεν είχες δεδομένο ότι θα δεις “Pere Ubu”, ότι θα δεις “UB40”, ότι θα δεις “Au Pairs” ή αυτά τα συγκροτήματα. Είχε καμία εικοσαριά συγκροτήματα, τα οποία ήτανε το ένα καλύτερο απ' το άλλο, περίεργα συγκροτήματα, βιντεοσκοπήσεις των μέσων της δεκαετίας του '80, το οποίο στους κινηματογράφους στη Θεσσαλονίκη παίχτηκε μόνο στο «Ράδιο Σίτυ» και μάλιστα όχι όλη την εβδομάδα. Οι ταινίες αλλάζαν, νομίζω, κάθε Τετάρτη ή Πέμπτη. Αυτοί το παίξανε 2-3 μέρες, γιατί δεν είχε εμπορική επιτυχία. Σήμερα, άμα βάλεις το “Urgh! Music War”, θα τα δεις όλα αυτά τα συγκροτήματα, αλλά δεν είναι κάτι. Εγώ, όμως, είχα πάει εκεί πέρα… δεν ξέρω. Την είχα απορροφήσει όλη την ταινία. Και ό,τι μουσική ταινία παιζότανε, κυρίως στους συνοικιακούς κινηματογράφους, ξέρω 'γω το live των “Led Zeppelin” ή… δεν θυμάμαι. Πήγαινα. Φοιτητής, ξέρω 'γω, 19-20 χρονών. Και βέβαια, αυτό επίσης που με είχε σημαδέψει είναι ότι στο «Ράδιο Σίτυ» είχαν κάνει ένα αφιέρωμα στο μουσικό κινηματογράφο. Και εκεί είχαν παίξει το Woodstock. Νομίζω είχα πάει στις περισσότερες ταινίες, αλλά αυτό που με είχε σημαδέψει ήταν το “Quadrophenia” με τους “Who”. Που, επίσης, ήτανε αυτό που είπες κιόλας, οι διαμάχες μεταξύ των ομάδων. Εκεί, ήτανε οι rockers εναντίον των mods. Και εκεί ήταν γεμάτος ο κινηματογράφος, όλη η μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Και κάναμε και αναλύσεις μετά, συζήτηση και τα λοιπά. Ναι.
Οι γονείς σας ανησύχησαν ποτέ ότι... αγχώθηκαν;
Ναι. Τώρα, οι γονείς μου… η μητέρα μου δεν της πολυάρεσε πάρα πολύ αυτό, αν και δεν μπορούσε να κάνει και κάτι διαφορετικό. Η μητέρα μου, από τη μια, ήταν αρκετά φιλελεύθερη να κάνουμε ό,τι θέλουμε, από την άλλη ήθελε να... αυτό που μας σημάδεψε με τον αδερφό μου είναι ότι είχαμε δύο εισόδους στο σπίτι. Η μια ήταν απ' την κουζίνα, η άλλη η κύρια είσοδος. Εμείς μπαίναμε απ' την κουζίνα, που είχε τον απορροφητήρα. Η πόρτα της κουζ[01:20:00]ίνας ήτανε με τζάμι και άρα στο υπνοδωμάτιο των γονιών μου φαινότανε το φως του απορροφητήρα. Και μας το άφηνε κάθε βράδυ ανοιχτό το φως του απορροφητήρα, για το τι ώρα γυρνάμε. Άμα γυρίσαμε στις 02:00 ή στις 03:00 ή στη 01:00. Και τότε, ήτανε πολύ αργά να γυρίσεις στις 02:00, γιατί να θυμίσουμε ότι - δεν ξέρω - μέχρι κάποια στιγμή, τη δεκαετία του '90, τα μαγαζιά κλείναν 02:00 απαραιτήτως. Και ελάχιστα μαγαζιά, παρανόμως, μένανε ανοιχτά. Και μετά, άρχισε αυτό να αυξάνεται, δηλαδή περισσότερα μαγαζιά μένανε ανοιχτά και πιο αργά, μετά τις 02:00. Ο Παπαθεμελής ήθελε αυτό να το κάνει και είχαν γίνει τα επεισόδια τα μεγάλα και στην Αθήνα, ως Υπουργός Δημοσίας Τάξης. Έτσι, λοιπόν, αυτό μας νευρίαζε λιγάκι. Ο πατέρας μου, παρόλο που ήτανε πιο... σαν άνθρωπος πιο έτσι σοβαρός, όχι, του άρεσε πολύ. Μάλιστα, όταν παίξαμε στο στέκι της Βιομηχανικής, που ήτανε ένα μικρό… ένα μαγαζί στην «Προξένου Κορομηλά», που το είχε νοικιάσει η Βιομηχανική και το είχε δώσει στους φοιτητές να το διαχειρίζονται όπως θέλουνε. Επειδή οι πολιτικές οργανώσεις της Βιομηχανικής είχαν διαφωνήσει, οι Κνίτες με τους Πασοκτσήδες και τα λοιπά, αυτό το είχαν αφήσει κενό. Οπότε, το είχανε πάρει κάποιοι φίλοι μου και είχαν αρχίσει να φέρνουνε συγκροτήματα. Εκεί, ήταν η πρώτη, έτσι, μεγάλη συναυλία που είχαμε δώσει σαν “Moot Point”. Και είχαν περάσει απ' έξω και τους είχε αρέσει. Δεν μπήκανε μέσα, γιατί εκεί πέρα ήτανε όλοι οι πάνκηδες και όλοι οι new wave της Θεσσαλονίκης. Και λίγες εβδομάδες μετά, παίξανε οι «Γκούλαγκ» και ήρθανε οι skinheads απ' έξω και σπάσαν τη βιτρίνα. Τα σπάσανε. Και μετά η Βιομηχανική είπε ότι «Εντάξει. Άμα είναι να γίνονται επεισόδια, εμείς δεν μπορούμε να σας το...» και το πήρανε πίσω. Αλλά είχανε γίνει κάποια πολύ ωραία live εκεί μέσα. Και σ' άλλες συναυλίες που παίζαμε, περνούσαν απ' έξω έτσι. Τους άρεσε. Τον πατέρα μου του άρεσε πολύ. Και της μητέρας μου. Η μητέρα μου, όμως, μου έλεγε: «Εντάξει. Τι σχέση έχεις εσύ με τον Γιώργο και τον Αγαμέμνονα;». Αυτοί, τότε, ήταν μαθητές Λυκείου. Εγώ ήμουνα φοιτητής. «Εσύ είσαι φοιτητής. Πρέπει να κάνεις με άλλους παρέα» και της λέω: «Τι σε νοιάζει εσένα με ποιον θα κάνω εγώ παρέα;». Υπήρχε μια κόντρα, λίγο, με τη μάνα μου. Όχι, ο πατέρας μου… τους άρεσε πολύ. Και η θεία μου η Φανούλα, η οποία ήταν και Δημοτική Σύμβουλος. Οι γονείς μου πρέπει να περάσανε μια τραγική εμπειρία, όταν πηγαίνανε στη Βουρβουρού, γιατί εκεί πέρα είναι το εξοχικό της θείας μου. Οδηγούσε η θεία μου και τους έβαλε όλη την πρώτη κασέτα των “Moot Point”. Όλη. Ναι. Που της θείας μου της άρεσε πάρα πολύ, αλλά δεν ξέρω για τους γονείς μου πόσο σκληρό ήταν ν’ ακούνε τώρα τον «Ποντικοφάρμακο», φουσκώνω καπότες και δεν μ' αρέσει και τα λοιπά. Εντάξει, αλλά οι εμπειρίες είναι για να τις ζούμε.
Μάλιστα. Δεν ξέρω αν θέλετε να συμπληρώσετε κάτι.
Όχι… ξέρεις. Όπως κάθε άνθρωπος, με αυτά που κάνει και κυρίως όταν είναι νέος, τον σημαδεύουνε στη ζωή του και είναι λάθος κάποιοι άνθρωποι να προσπαθούν να τα σβήσουν αυτά. Γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, που για διάφορους λόγους, ή υστεροφημίας ή γιατί μπορεί πραγματικά να μην περνούσαν καλά… στο σχολείο των παιδιών που πηγαίνω, στο ΔΕΛΑΣΑΛ, στη σειρά, που περιμέναμε για να ρωτήσουμε το δάσκαλο στο Δημοτικό, ήταν μπροστά μου ο μπασίστας ενός απ' τα πιο διάσημα συγκροτήματα της Θεσσαλονίκης εκείνης της εποχής. Και τον έπιασα κουβέντα. Λοιπόν, δεν ήθελε να μιλήσουμε για τίποτα. Είδα ότι υπήρχε ένας τοίχος, ένας τεράστιος τοίχος. Δεν ήξερε συγκροτήματα, δεν, δεν, δεν. Μίλησα κανένα δεκάλεπτο. Μόνο εγώ μιλούσα, τίποτα. Και λέω: «Αυτός ο άνθρωπος γιατί το κάνει αυτό;». Και κατάλαβα ότι τελικά, δεν του άρεσε αυτό που ζούσε. Αναγκαστικά, λόγω του ότι ξεκίνησε έτσι και πήρε αυτή την πορεία… άλλοι, για λόγους υστεροφημίας, να σβήσουν το παρελθόν τους επειδή ασχολιόταν με αυτά τα πράγματα, άλλοι γιατί ήτανε νέοι και μετά μεγαλώσανε. Και όταν μεγαλώσανε, δεν μπορούσαν να κάνουν αυτά που ήτανε νέοι. Για μένα, αυτό είναι ένας ατέρμονος κύκλος, που δεν θα ‘χει τελειωμό και όλα αυτά τα πράγματα θα με επηρεάζουνε και επίσης δεν έχω κανένα θέμα να τα συζητάω και να τα λέω και ανοιχτά. Γιατί η γυναίκα μου, τον Ιούνιο του 2022, παρουσίασε την ταινία «Τι κάνεις τώρα, ρε Βασίλη;», που ήτανε ουσιαστικά αυτά που περιέγραψα και μερικά ακόμα πράγματα. Τα ανέφερα όλα. Δεν είχα τίποτα να κρύψω. Ξεγυμνώθηκα μπροστά στο κοινό και δεν έχω κανένα θέμα για αυτό. Άσχετα άμα ακολούθησα μια ακαδημαϊκή καριέρα, αυτό είναι... και ίσως και στην ακαδημαϊκή μου πορεία, το «Do it yourself», το «Σεβασμός στον άλλον είτε είναι έτσι είτε είναι αλλιώς», με επηρέασε νομίζω. Αυτά. Μ’ αυτό ήθελα να κλείσω.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ. Κι εγώ.
Φωτογραφίες

Greg Sage #6
Φωτογραφία από το live των "Wipers", τραβη ...

"Moot Point" #1
Το live των "Moot Point" στο Στέκι της Βιο ...

"Moot Point" #2
Το live των "Moot Point" στο Στέκι της Βιο ...

Βασίλης Μέλφος #1
Ο Βασίλης Μέλφος στο live των "Moot Point" ...

"Moot Point" #3
Το live των "Moot Point" στο Στέκι της Βιο ...

"Moot Point" #4
Το live των "Moot Point" στο Στέκι της Βιο ...

"Moot Point" #5
Το live των "Moot Point" στο Στέκι της Βιο ...

"Moot Point" #6
Το live των "Moot Point" στο Στέκι της Βιο ...

Κασετόφωνο "Funai"
Το κασετόφωνο του Βασίλη Μέλφου.

Κασέτα Rollin Under
Οι δύο πλευρές του εξώφυλλου της κασέτας π ...

"Rollin Under" #1
Τεύχη του περιοδικού "Rollin Under" του Μπ ...

"Rollin Under" #2
Τεύχος του περιοδικού "Rollin Under" του Μ ...

Greg Sage
Φωτογραφία από το live των "Wipers", τραβη ...

Greg Sage #2
Φωτογραφία από το live των "Wipers", τραβη ...

Greg Sage #3
Φωτογραφία από το live των "Wipers", τραβη ...

Greg Sage #4
Φωτογραφία από το live των "Wipers", τραβη ...

Greg Sage #5
Φωτογραφία από το live των "Wipers", τραβη ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Βασίλης Μέλφος μάς ταξιδεύει στην πανκ σκηνή της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1980. Μας εξηγεί πώς διαμορφώθηκαν τα μουσικά του ακούσματα και αναφέρεται στις σχέσεις που είχε αναπτύξει μέσα στον κύκλο των μουσικών. Περιγράφει τη νυχτερινή ζωή της πόλης και τους τόπους συνάντησης των ανθρώπων που είχαν κοινά γούστα στη μουσική. Τέλος, μας εισάγει στο σχετικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Βασίλης Μέλφος
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Καρέτσου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/01/2023
Διάρκεια
85'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Όλες οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τον Βασίλη Μέλφο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Βασίλης Μέλφος μάς ταξιδεύει στην πανκ σκηνή της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1980. Μας εξηγεί πώς διαμορφώθηκαν τα μουσικά του ακούσματα και αναφέρεται στις σχέσεις που είχε αναπτύξει μέσα στον κύκλο των μουσικών. Περιγράφει τη νυχτερινή ζωή της πόλης και τους τόπους συνάντησης των ανθρώπων που είχαν κοινά γούστα στη μουσική. Τέλος, μας εισάγει στο σχετικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Βασίλης Μέλφος
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Καρέτσου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/01/2023
Διάρκεια
85'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Όλες οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από τον Βασίλη Μέλφο.