© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ασπράγγελοι, 1940: O Σωτήρης Παπαποστόλου αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
14117
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σωτήριος Παπαποστόλου (Σ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/10/2022
Ερευνητής/τρια
Χρυσάνθη Νίκα (Χ.Ν.)

[00:00:00]

Χ.Ν.:

Στην αρχή μου λέτε λίγο το όνομά σας ολόκληρο. 

Σ.Π.:

Ναι, Σωτήριος Παπαποστόλου. 

Χ.Ν.:

Εγώ είμαι η Χρυσάνθη Νίκα και είμαστε με τον κύριο Παπαποστόλου στα Ιωάννινα, 04 Οκτωβρίου του 2022 και είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Ωραία, στην αρχή μπορείτε να μου πείτε λίγο για το πού γεννηθήκατε, πώς μεγαλώσατε; 

Σ.Π.:

Γεννήθηκα στους Ασπραγγέλους Ζαγορίου το 1932. Φοίτησα το δημοτικό στους Ασπραγγέλους κι έκτοτε έζησα στους Ασπραγγέλους. 

Χ.Ν.:

Τι είναι τα πρώτα πράγματα που θυμάστε από το χωριό όταν ήσασταν μικρός; 

Σ.Π.:

Θυμάμαι το χωριό ότι ήταν πολύ μεγάλο χωριό με πολύ κόσμο, με ζώα πολλά, γίδια, πρόβατα και γελάδια.. Τα πάντα είχε το χωριό μας. Είχαμε πηγάδια, τα οποία είχαν πολύ νερό τότε και ποτίζαμε και τα ζώα τότε στα πηγάδια αυτά. Μεγάλωσα στο σχολείο αυτό το οποίο έκαψαν οι Γερμανοί. Ήταν απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο, τον οποίο έκαψαν οι Γερμανοί. Και μετά από το σχολείο αυτό που το έκαψαν, πήγαμε στην Παναγία την εκκλησία, εκεί κάναμε το υπόλοιπο δημοτικό σχολείο. Τρώγαμε συσσίτιο που ήταν τότε, έδιναν. Μας μαγείρευαν μέσα στην εκκλησία και στα στασίδια των εκκλησιών, εκεί τρώγαμε όλα τα παιδιά. Θυμάμαι εγώ στην πρώτη μου τάξη που ξεκίνησα, ήμασταν περίπου δεκαεπτά-δεκαοκτώ παιδιά. Στην πρώτη τάξη. Και φοιτήσαμε εκεί, έφυγαν και μερικά παιδιά μετά. Όλο το δημοτικό το έβγαλα στους Ασπραγγέλους.  Ήρθα στα Γιάννενα, δούλεψα σε ορισμένα μαγαζιά με λίγα χρήματα, όσα έβγαζα για να φάω. Ό,τι είχαν, τίποτα παραπάνω. Έκατσα λίγο παραπάνω στα Γιάννενα με τον πόλεμο και μετά πήγα στο χωριό πάλι. Ήρθε ο πόλεμος. Στο χωριό μάς βρήκε ο πόλεμος το ‘40. Εκεί στο χωριό καθίσαμε. Δεν είχαμε πρόβλημα δηλαδή, τίποτε εμάς εμάς ο πόλεμος να μας πειράξει. Δεν ήταν... Ήταν μακριά, στο Καλπάκι έγινε ο πόλεμος. Αφού βέβαια τελείωσε ο πόλεμος και μας έκαψαν τα σπίτια οι Γερμανοί, ήρθα στα Γιάννενα και δούλευα σε ορισμένα μαγαζιά. Ανοίξαμε με το μακαρίτη τον αδερφό μου, τον Σταύρο, ένα κρεοπωλείο. Καταρχήν ένα φτωχικό κρεοπωλείο, σφάζαμε δύο με τρία σφάγια την εβδομάδα και ζούσαμε έτσι. Ανοίξαμε μετά ένα μαγαζί και πήγαινα καλά στη δουλειά μου μέχρι το 2000 που πήρα τη σύνταξή μου. Έκτοτε, πήγα στο χωριό, έφτιαξα των παιδιών αυτά τα μαγαζιά. Είχα δυο σπίτια, ένα έδωσα στον γιο μου, ένα έδωσα στην κόρη μου. Και του γιου μου του έφτιαξα κάτω -με τον κουνιάδο μου μαζί- του έφτιαξα αυτό το μαγαζί κάτω στον κάμπο, το οποίο δουλεύει καλά. Βγάζει το μεροκάματό του. Τα έχω παντρεμένα και τα δύο τα παιδιά, έχω πέντε εγγονάκια, ναι, και είμαι πολύ καλά. Παίρνω τη σύνταξή μου. Εγώ και η γυναίκα μου είμαστε τώρα, μείναμε εδώ κι αυτά. 

Χ.Ν.:

Από όταν ήσασταν μικρός τώρα, πίσω στους Ασπραγγέλους, η οικογένειά σας πώς ήταν; Είχατε αδέρφια; 

Σ.Π.:

Είχα έναν αδερφό μου, μεγαλύτερο από μένα. Ο πατέρας μου πέθανε πενήντα ένα ετών. Ήταν στη Μικρά Ασία εφτά χρόνια αξιωματικός. Γύρισε εδώ, τον είχε η γιαγιά μου, τον είχε μοναχόπαιδο. Πήγε στην Ξάνθη, άνοιξε ένα μαγαζί καλό κι έπαιρνε κι από το χωριό διάφορους οικογενειάρχες και δούλευαν εκεί. Ήρθε με τον πόλεμο. Έκανε λεφτά καλά εκεί στην Ξάνθη, γιατί στην Ξάνθη ήταν τα καπνά τότε, ήταν το εργοστάσιο το μεγάλο των καπνών και είχε δουλει[00:05:00]ά πολλή. Άνοιξε ένα εστιατόριο. Ήρθε στο χωριό, άνοιξε μια επιχείρηση εκεί στο Μεσοχώρι, μαγείρευε. Μαγειρείο, σαν είδος μαγειρείου και είχε τα πάντα όλα, μπακαλικής και τέτοια, όλα τα πράγματα. Μετά από το κάψιμο, δεν είχαμε τότε, το σπίτι μας το έκαψαν. Δούλευε ο καημένος νυχθημερόν και φτιάξαμε ένα σπιτάκι εκεί. Και πέθανε εκεί στο χωριό, στο χωριό, τον φέραμε εδώ στα Γιάννενα, γιατί είχε το στομάχι του. Πέθανε εδώ στα Γιάννενα και τον πήγαμε στο χωριό και τον κηδέψαμε.  Η μητέρα μου εκεί στο χωράφι που έκανε τη συγκομιδή του από το σιτάρι, όπως φόρτωσε το μουλάρι, πήγε να βγει από το χωράφι από μέσα και πάτησε νάρκη. Βρήκε νάρκη από τον στρατό ή από τους αντάρτες, πούθε [από πού] ήτανε δεν ξέρουμε. Πάτησε νάρκη και έκοψε τα δυο τα πόδια. Κι έζησε η καημένη. Τη φέραμε εδώ στο Χατζηκώστα το νοσοκομείο. Πώς έζησε, ένας θεός το ξέρει! Πέθανε μετά σε μεγάλη ηλικία, αλλά ανάπηρη, όπως ήτανε. Και πέθανε κι αυτή στο χωριό πέθανε, εκεί. 

Χ.Ν.:

Πόσων χρονών ήσασταν εσείς όταν έγινε αυτό; 

Σ.Π.:

Εγώ ήμουν τότε, βάλε τώρα είμαι το ‘32 γεννηθείς, μέχρι το '45- 

Χ.Ν.:

Δεκατρία- 

Σ.Π.:

Τόσο περίπου. 

Χ.Ν.:

Θυμάστε αυτό το γεγονός με τη μητέρα σας; 

Σ.Π.:

Το θυμάμαι, ναι, το θυμάμαι. Και να δεις τι προαίσθηση είχα! Τον καιρό που άκουσα τον κρότο αυτόν νόμιζα ότι ήταν η μητέρα μου. Μια τέτοια προαίσθηση είχα στο μυαλό μου. Και ήταν η μητέρα μου! Την ξημερώσαμε σε ένα χαγιάτι εκεί στο σπίτι το παλιό, εκεί που έχει η Βιργινία. Το πρωί ήρθε ένα GMC φορτηγό και την πήρε και το φορτηγό την έφερε εδώ. Τη νύχτα, τη νύχτα όλη δεν μπορούσε να σταματήσει από τους πόνους, τράβηξε μεγάλο αυτό, ναι. Πέθανε και αυτή στο χωριό. Τρομακτικά πράγματα... 

Χ.Ν.:

Πού τη βρήκε τη νάρκη; 

Σ.Π.:

Στον δρόμο εκεί, μόλις βγήκε με το μουλάρι που το είχε φορτωμένο, πάτησε την νάρκη! Ανατινάχτηκε η νάρκη και της έκοψε τα πόδια. Ναι, ναι, είχαμε τρομερά. Όλο το χωριό ήταν ναρκοπέδιο. Ήρθαν και τις έβγαλαν τις νάρκες μετά. Σκοτώθηκε ένα παιδάκι, μια γυναίκα. Ναι, είχαμε τρομερά... Πόλεμος έγινε δύο φορές στο χωριό. Μια φορά μας χτύπησαν οι συμμορίτες, οι αντάρτες, που ήταν τότε στα κινήματα που είχε γίνει ο εμφύλιος πόλεμος και περάσαμε κακουχίες μεγάλες. 

Χ.Ν.:

Και τη βρήκανε... Ποιος τη βρήκε; Ο πατέρας σας, οι χωριανοί; 

Σ.Π.:

Μια χωριανή τη βρήκε, η Σία Καψάλη, και της έδεσε τα πόδια με-. Είχανε, ήταν στρατός κι είχε αλεξίπτωτα, τι είχε, και πήρε αυτή κι έσκισε το αυτό και της έδεσε τα πόδια από το αίμα κι απ' αυτό που έτρεχε, ναι. Αυτή η γυναίκα, Αρτεμισία Καψάλη. Ναι. Αυτή η αείμνηστη γυναίκα, η οποία ήταν τρομερή. Έτρεχε παντού, σε όλον τον κόσμο. Ναι, αυτά.

Χ.Ν.:

Το ‘40 μου είπατε, όταν οι Ιταλοί ήρθαν στο Καλπάκι, εσείς δεν είχατε κάτι στο χωριό; 

Σ.Π.:

Το ‘40 στο χωριό ήμασταν. 

Χ.Ν.:

Ναι, αλλά δεν είχατε προβλήματα εσείς σε αυτά τα χωριά, όπως είχαν στο Καλπάκι. 

Σ.Π.:

Όχι, είχαμε στρατό στο χωριό, είχαμε. Έριχναν. Είχαμε στρατό, αλλά δεν είχαμε-. Έριχναν, τα αεροπλάνα από πάνω έριχναν, μας έριχναν και εμάς, ήταν στο χωριό. Έβλεπαν ρούχα απλωμένα, έριχναν τα αεροπλάνα. Περνούσαν από πάνω. Ναι, ναι.

Χ.Ν.:

Ύστερα είχατε Ιτ[00:10:00]αλούς εκεί; Θυμάστε τίποτε από Ιταλούς; 

Σ.Π.:

Εμείς Ιταλούς δεν είχαμε. Οι Γερμανοί έρχονταν. Ανέβαιναν, ήταν το φυλάκιο στη Βρύση του Πασά που λεγόταν κάτω. Ήταν μια βρύση εκεί μεγάλη, εκεί είναι και τώρα κι από εκεί, εκεί είχαν το φυλάκιο κι ανέβαιναν καμιά φορά επάνω κι έρχονταν και στο χωριό πάνω. Μια φορά χτυπήθηκαν με τους αντάρτες και είχαν σκοτωθεί δυο παιδιά δικά μας εκεί τότε. Σκοτώθηκαν δυο αντάρτες και ήρθαν μετά και μας έκαψαν το χωριό. Ήρθαν ένα πρωί, ευτυχώς είχαμε φύγει, πήγαμε στα άλλα τα χωριά κάτω και δεν ήμασταν μέσα και μας έκαψαν το χωριό. 

Χ.Ν.:

Το έκαναν για τιμωρία δηλαδή; 

Σ.Π.:

Τιμωρία, βέβαια, αφού δεν άφησαν τίποτε, τα έκαψαν όλα. 

Χ.Ν.:

Και πώς σας ενημέρωσαν για να φύγετε; 

Σ.Π.:

Δεν μας ενημέρωσε κανένας. Μόλις έγινε αυτό, φύγαμε εμείς, φοβηθήκαμε, γιατί ήρθαν, χτυπήθηκαν στο βουνό επάνω το δικό μας, εκεί επάνω, δεν ξέρω, τα είδες εκεί γύρα-γύρα. Χτυπήθηκαν εκεί, σκοτώθηκαν δυο παιδιά δικά μας. Ήταν τραυματισμένα δηλαδή, μόλις πήγαν στην Ελάτη -στο άλλο το χωριό- πέθαναν εκεί, στον δρόμο. Και αυτά είχαμε τα επεισόδια εκεί τότε. 

Χ.Ν.:

Και όταν φύγατε, πού πήγατε; 

Σ.Π.:

Όταν φύγαμε, πήγαμε στους Κήπους, το χωριό, δεν ξέρω αν πέρασες από τους Κήπους. Εκεί καθίσαμε αρκετό καιρό, γυρίσαμε πάλι στο χωριό. Μόλις ήρθαν, μια φορά μας μάζεψαν. Εγώ ήμουν μικρό παιδί και τους είπε η γιαγιά μου: «Αφήστε το παιδί, τι να το πάρετε κοντά;». Μας πήραν στο χωριό κι ήταν εκεί στο μεσοχώρι ήταν ένας κήπος. Εκεί, πού να σας πω τώρα, πρέπει να το είδατε εκεί, στο κάτω μέρος, όχι στην πλατεία, κάτω από την πλατεία είναι ένα εκεί, είχαμε πατάτες σπαρμένες. Μας έβαλαν και μαζέψαμε τις πατάτες εμάς εκεί και μας είχαν για εκτέλεση. Τι έγινε τότε; Βρέθηκε κάποιος Οικονόμου Νικόλαος και γνωρίστηκε με έναν Γερμανό και εκεί κάτι έγινε και μας άφησαν. Είχαν τα πολυβόλα, βέβαια, ήταν τρομερό. 

Χ.Ν.:

Σας μάζεψαν όλους εκεί; 

Σ.Π.:

Όλους εκεί και μικρά παιδιά. Εμάς, τα μικρά παιδιά, τι ήμουν εγώ τότε;! Οκτώ χρονών, δέκα χρονών. Αυτό.

Χ.Ν.:

Θυμάστε, έτσι, τι είδατε και πώς ήταν όταν γυρίσατε και ήταν καμένο το χωριό; 

Σ.Π.:

Όταν γυρίσαμε, κι εγώ που ήμουν μικρό παιδί, θρηνήσαμε πολύ. Τι είχαμε, τι δεν είχαμε;! Τι ρούχα πολυτελείας, τι δεν είχαμε;! Τι βελέντζες, τι να σας πω, τι στρωσίδια. Είχαμε σπίτια μεγάλα, τότε οι Ζαγορίσιοι ήταν ξενιτεμένοι όλοι. Ήταν και μορφωμένος κόσμος, ήταν δάσκαλοι, καθηγητές, τα πάντα. Και γιατροί ακόμη. Ήταν πολιτισμένος ο κόσμος από τα Ζαγόρια όλα ήταν, και το χωριό μας όλο ήταν μεγάλο χωριό. Μετά άλλοι έφυγαν από εδώ, άλλοι έφυγαν από εκεί. Ο κόσμος τι να έκανε μετά; Τέλος πάντων, ζήσαμε φτωχικά, αλλά καλά, αυτό. 

Χ.Ν.:

Εσείς θυμάστε εκεί τι είδατε, όταν γυρίσατε; 

Σ.Π.:

Όταν γυρίσαμε, καίγονταν τα σπίτια ακόμα. Τρομακτικό πράγμα ήταν. Κλαίγαμε όλοι. Έβλεπες τώρα τα σπίτια μας, τα οποία ήταν γεμάτα με διάφορα τρόφιμα και αυτά και δεν έμεινε τίποτα τότε. Αν δεν είχαμε αυτόν τον κάμπο εκεί που είδες, που έκανε τότε σιτάρια πολύ καλά... Και είχαμε... Για να αλέσεις τότε δεν υπήρχαν μύλοι -είχαν καταστραφεί ο κόσμος, έφυγαν όλοι- και τα κόβαμε με τα χειρόμυλα, λέγονταν. Κάτι πέτρες, κάτω πέτρα, πάνω πέτρα και ρίχναμε εκεί το αυτό και γυρίζαμε με ένα ξύλο το αυτό για να κοπεί το σιτάρι. Τι να κοπεί δηλαδή, γινόταν κοφτός που λέγεται. Τι να σου πω; Αυτά. Μας έφτ[00:15:00]ιαχναν οι γονείς μας και τρώγαμε. Τι να φας; Ευτυχώς είχαμε κάτι γίδια εκεί και λίγο γαλατάκι, λίγο, εντάξει, την περνούσαμε. Τα αεροπλάνα έρχονταν από πάνω και μικρά παιδιά εμείς τώρα. Τραβήξαμε κακουχίες μεγάλες. Εύχομαι να μην περάσετε εσείς αυτά που περάσαμε εμείς. Είστε ευτυχείς που ζείτε. Να έχετε τύχη να είστε όπως είστε, αυτό είναι. 

Χ.Ν.:

Αυτό το κτήριο που είναι κάτω από το εστιατόριο της Βιργινίας, το καμένο, ήταν εκκλησία; 

Σ.Π.:

Η εκκλησία. Ο Άγιος Νικόλαος, μια πολυτελέστατη εκκλησία. Είχε δε πολυελαίους που τους είχαν φέρει από τη Ρουμανία. Οι περισσότεροι Ζαγορίσιοι και εμείς, ήταν στη Ρουμανία. Ήταν τότε εύπορο μέρος η Ρουμανία και έφερναν πολλά λεφτά από τη Ρουμανία. Ναι, ήταν όλοι ταξιδεμένοι. Πήγαιναν από εδώ με τα ζώα στη Ρουμανία, ναι, και από εκεί έφερναν πράγματα πάλι με τα ζώα εδώ. Ναι, τρομερά πράγματα. Αυτά, παιδί μου. 

Χ.Ν.:

Και πού σας πήγανε... Τι έγινε με το σχολείο; Κάηκε το σχολείο και πού σας πήγανε μετά; 

Σ.Π.:

Στην εκκλησία. Εκεί έβγαλα το δημοτικό. Θυμάμαι ήμασταν σαν αδέρφια όλα τα παιδιά εκεί. Εκεί τρώγαμε, μας έβαλαν συσσίτιο που μας έκαναν τότε. Ήταν εκεί δυο γυναίκες που μαγείρευαν και τρώγαμε εκεί στα στασίδια των εκκλησιών, εκεί, στην εκκλησία μέσα. Ευτυχώς αυτή η εκκλησία ήταν άκαφτη, δεν την έκαψαν αυτή. Αυτή που είναι τώρα, που είδες τώρα. Εκεί ήμασταν, εκεί τη βγάλαμε, μας έφερναν διάφορα τρόφιμα τότε, κονσέρβες ή κορν-μπιφ που λεγόταν τότε αυτές οι κονσέρβες, ανάμικτες, πατάτες με κρέας. Τις ανοίγανε εκεί και μας έβαζαν και τρώγαμε. Εκεί, διάφορα σοκολατοειδή που ήταν σε σκόνη, σε μεγάλα δοχεία. Μας τα άνοιγαν και μας έβαζαν στο ψωμί επάνω. Το έβρεχαν λιγάκι μετά για να κάτσει στο ψωμί η σοκολάτα. Συσσίτια, τέτοια μας έφερναν. Ήταν τρομερά πράγματα. Αυτά. 

Χ.Ν.:

Και από τους Γερμανούς τους θυμάστε να είναι στο χωριό; Θυμάστε κάποιο περιστατικό να ήρθατε κοντά σε στρατιώτες; 

Σ.Π.:

Έρχονταν εκεί και δεν μας πείραζαν οι άνθρωποι. Έρχονταν. Ήταν ένας αξιωματικός, ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα. Είχαμε ένα καφενείο του Γεωργίου Καραγιάννη, εκεί στο Μεσοχώρι. Ερχότανε κι έπινε ο άνθρωπος ποτά και έφευγε πάλι για τη Βρύση του Πασά κάτω. 

Χ.Ν.:

Ήταν εύκολο να ορθοποδήσει ξανά το χωριό. Πώς ξαναρχίσατε να τα κάνετε όλα; 

Σ.Π.:

Αρχίσαμε σιγά-σιγά. Ορισμένοι είχαν ζώα εκεί, άρχισε το χωριό. Αυτοί που δεν είχαμε δυνάμεις να πάμε κάπου αλλού, καθίσαμε στο χωριό. Άλλοι έφυγαν, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στην Αθήνα, άλλοι εδώ, άλλοι εκεί, όπου βρήκαν τη ζωή τους, την έκαναν εκεί.  Αυτό.

Χ.Ν.:

Η δική σας η οικογένεια; 

Σ.Π.:

Η δική μου οικογένεια ήτανε, εγώ έχασα τον πατέρα μου, ήμουνα δώδεκα χρονών τον καιρό που χάθηκε ο πατέρας μου. Η μάνα μου έκατσε στο χωριό μετά. Ήμασταν στο χωριό, δούλευε η καημένη μέχρι που έπαθε το ατύχημα αυτό. Είχα και τη γιαγιά μου, η οποία πέθανε κι αυτή μετά από τον πατέρα μου τον μακαρίτη, πέθανε κι αυτή. Ο αδερφός μου ήταν στρατιώτης τον καιρό που έγινε το αντάρτικο αυτό, ήταν στρατιώτης. Απολύθηκε και αυτός, ήρθε, φτιάξαμε ένα κάτω πρόχειρο σαν κουζίνα και... Έως που ήρθαμε στα Γιάννενα. 

Χ.Ν.:

Ο πατέρας σας πώς πέθανε; 

Σ.Π.:

Ο πατέρας μου ήρθε στο νοσοκομείο απ[00:20:00]ό τους Ασπραγγέλους και στο Χατζηκώστα εδώ σε δύο μέρες πέθανε. 

Χ.Ν.:

Τι είχε; 

Σ.Π.:

Είχε το στομάχι. Και πέθανε και τον έφεραν -θυμάμαι σαν τώρα- σε ένα φορτηγό επάνω που ήταν φορτωμένο με ξύλα. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα τότε, λιγοστά. Και τον έφερε εκεί η μακαρίτισσα η μάνα μου και τον κηδέψαμε στο χωριό. Και τη μακαρίτισσα τη μάνα μου στο χωριό. Όλοι. Και τον μακαρίτη τον αδερφό μου στο χωριό τον κηδέψαμε. Κι έμεινα μονάχος μου. Ο αδερφός μου πέθανε στο χωριό. Το βράδυ ήταν μια χαρά, πήγε στο σπίτι και πέθανε. Ανακοπή. Εξήντα οκτώ χρονών. 

Χ.Ν.:

Εσείς που χάσατε τον πατέρα σας από νωρίς, μετά αναγκαστήκατε μήπως να δουλέψετε νωρίς; 

Σ.Π.:

Κοίταξε, βεβαιότατα. Δεν είχαμε, πώς θα ζούσα; Καταρχήν δούλευα σε έναν εδώ στα Γιάννενα, ο οποίος έκανε, είχε μαγαζί που έκανε λουκουμάδες. Με μέλι λουκουμάδες όπως τους φτιάχνουμε και τους έκανε εκεί κι εμείς σερβίραμε. Καταρχήν ποτήρια έπλενα και πιάτα. Και παίρναμε ένα, μας έδιναν ποτέ δύο δραχμές, ποτέ τρεις. Τότε ήταν γερά τα λεφτά και ζούσαμε με αυτά, όλοι σιγά-σιγά. Κι άνοιξε ο μακαρίτης αδερφός μου σιγά-σιγά πρώτα, πήγα και εγώ μετά και ήμασταν μαζί μέχρι που πέθανε ο αδερφός μου. Πήρε τη σύνταξή του, πέθανε κι αυτός. Και έμεινα, δεν έχω κανέναν τώρα, εκτός από τα παιδιά μου. Τη Βιργινία, που είναι εξαιρετική κοπέλα για να είμαι ειλικρινής, και ο Τάκης, καλό παιδί. Και ζουν καλά, έχουν καλές οικογένειες, εντάξει. 

Χ.Ν.:

Με τους αντάρτες τι περιστατικά είχατε; Τους αντάρτες, στο χωριό.

Σ.Π.:

Κοίταξε. Δεν είχαμε... Ήταν οι αντάρτες πολλές φορές χτυπούσαν. Είχαμε στρατό στο χωριό, ήταν στρατός εκεί στα υψώματα τα δικά μας γύρα - γύρα και χτυπούσαν οι αντάρτες. Ώσπου χτύπησαν μια φορά και μπήκαν στο χωριό. Έφυγε ο στρατός, δεν μπόρεσε να βαστάξει. Και μπήκαν δυο-τρεις μέρες. Μάζεψαν κάτι ζώα εκεί που είχαμε, κάτι αυτά, έφυγαν. Ευτυχώς που δεν μας πήραν και γλυτώσαμε, γιατί μάζευαν τότε παιδιά. Τραγικά πράγματα ήταν τότε. Περάσαμε τη νεανική μας ζωή πολύ δύσκολα. Έχω τη γυναίκα μου -που την είδες- βοηθάει και αυτή τα παιδιά επάνω. Πότε στο ένα το παιδί, πότε στο άλλο. Εντάξει. Αυτή ήταν η ζωή μου τότε. 

Χ.Ν.:

Από τους Ασπραγγέλους κι αυτά τα χωριά εκεί, έφυγε κόσμος στη Γερμανία;  

Σ.Π.:

Βέβαια, βέβαια, πολύς κόσμος από όλα τα χωριά. Ναι, έφυγαν πολύς κόσμος και γύρισαν όλοι καλά, με λεφτά γύρισαν όλοι. Είχαμε και εμείς από τους Ασπραγγέλους, είχαμε. Κι από τα άλλα τα χωριά όλα, ήταν πολύς κόσμος. Είχαμε πολλή κτηνοτροφία στα Ζαγόρια, η οποία τώρα έμειναν κάτι λίγα, πολύ λίγα. Αυτά.

Χ.Ν.:

Την εκκλησία εκεί γιατί την έχουν αφήσει χωρίς τη στέγη; 

Σ.Π.:

Δεν βρέθηκε άνθρωπος να τη φτιάξει ούτε και το αυτό κι έμεινε έτσι... Ενώ στην αρχή ήταν και πολυέλαιοι, ήταν κι αυτά, δεν την προσέξαμε και έμεινε έτσι. Όπως ήταν, την καθάρισαν εκεί τα παιδιά και έμεινε έτσι, όπως είναι. Δεν βρέθηκε κανένας άνθρωπος, έπρεπε, θέλει πολλά λεφτά να γίνει. Ήταν ο Άγιος Νικόλαος εκεί, ήταν πλούσια εκκλησία, πολύ πλούσια εκκλησία. Είχαμε από το χωριό δύο ψαλτάδες: τον μακαρίτη τον Σιάκα που λέγαμε και τον μακαρίτη τον Μπλάτσιο που λεγόταν τότε. Ένας δεξιός, ένας αριστερός και ήταν πολύ καλοί ψάλτες. Αυτά, τι να πούμε; 

Χ.Ν.:

Πανηγύρι στους Ασπραγγέλους είχατε; 

Σ.Π.:

Είχαμε στις 8 Σεπτεμβρίου στο Μοναστήρι κι ερχόμασταν και στους Ασπραγγέλους, στο Μεσοχώρι. Μετά το κάναμε για τις 15 Αυγούστου, το γυρίσαμε, ενώ ήμασταν τότε, γιατί στις 8 Σεπτεμβρίου έκανε βροχές και[00:25:00] τέτοια, γι' αυτό το γύρισαν. Και το γυρίσαμε στις 15 Αυγούστου. 

Χ.Ν.:

Στο χωριό εκτός από, κάτι σαν αυτό που έγινε με τη μητέρα σας είχε και άλλα ατυχήματα; 

Σ.Π.:

Είχαμε. Ένα παιδί σκοτώθηκε πάνω στο ναρκοπέδιο και μια κοπέλα στο ναρκοπέδιο. Νέο παιδί και νέα γυναίκα, νέα κοπέλα. Είχαμε ατυχήματα πολλά. Ναι, ναι. 

Χ.Ν.:

Και κάποια στιγμή ήρθαν και τις έβγαλαν τις νάρκες; 

Σ.Π.:

Ναι, ήρθαν και τις έβγαλαν, αλλά κάπου έμεναν και λίγες, δεν μπορούσαν πού να τα βρουν όλα. Είχαν μηχανήματα, βέβαια, που κοίταζαν το αυτό. Και όπου χτυπούσε το μηχάνημα, ήταν νάρκη και την έβγαζαν. Αυτό είναι.

Χ.Ν.:

Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. 

Σ.Π.:

Κι εγώ. Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ. 

Χ.Ν.:

Να είστε καλά. 

Σ.Π.:

Να είσαι πάντα καλά.