© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Κώστας Βερδινάκης: «Το να διαμορφώνεις τη μουσική του τόπου σου είναι το παν»
Κωδικός Ιστορίας
14105
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Βερδινάκης (Κ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/11/2021
Ερευνητής/τρια
Αντώνης Λεοντίδης (Α.Λ.)
[00:00:00]Είναι 16 Νοεμβρίου 2021, βρίσκομαι στο Ρέθυμνο της Κρήτης με τον κύριο;
Κώστας Βερνιδάκης.
Και το όνομα του πατέρα σας;
Νίκος.
Εγώ λέγομαι Αντώνης Λεοντίδης, είμαι ερευνητής για το Istorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη. Κύριε Κώστα, πού γεννηθήκατε;
Στο Γερακάρι. Επαρχίας Αμαρίου τότε, τότε είναι Δήμος Αμαρίου.
Ποια ημερομηνία, αν επιτρέπεται;
15/05/61.
Και εκεί μέχρι πότε ζήσατε τα χρόνια σας;
Εκεί τέλειωσα το Δημοτικό μέχρι το 1973. Από το 1973 και μετά, μέχρι το 1979, τέλειωσα το εξατάξιο Γυμνάσιο στο Ρέθυμνο και παρέμεινα στο Ρέθυμνο μετά όλα αυτά τα χρόνια.
Το Γερακάρι τότε είχε πολλούς κατοίκους;
Ναι, πάρα πολλούς. Το Γερακάρι τότε, όταν τέλειωσα εγώ το Δημοτικό, ήμασταν πενήντα εφτά παιδιά στο Δημοτικό. Τώρα, για να καταλάβεις, Δημοτικό δεν υπάρχει.
Και ο πατέρας σας τι επάγγελμα; Με τι ασχολείται;
Ο πατέρας μου έπαιζε κι αυτός μουσική. Δεν ήταν το βασικό του επάγγελμα. Το βασικό του επάγγελμα ήτανε τσαγκάρης. Μετά άνοιξε καφενείο, είχε και καφενείο και ασχολιότανε πάρα πολύ και με τα αγροτικά. Αλλά έπαιζε πάρα πολύ ωραία, γλυκιά λύρα. Πολύ καθαρό και παραδοσιακό χρώμα της εποχής. Ήταν, όμως, ένας άνθρωπος ο οποίος δεν το κυνήγησε ποτέ, και δυστυχώς δε μας άφησε μια δισκογραφία έτσι για να ακούσουμε το ηχόχρωμα. Αλλά ήτανε πάρα πολύ καλός.
Τη λύρα του την είχε φτιάξει ο ίδιος;
Όχι, τη λύρα, που έχω εγώ ακόμα του πατέρα μου, είναι φτιαγμένη από τον Σταγάκη.
Και θυμάστε, ως τσαγκάρης, τι έφτιαχνε; Έφτιαχνε και στιβάνια; Έφτιαχνε και…
Ως τσαγκάρης έφτιαχνε στιβάνια, κυρίως εκείνη την εποχή, και γενικά υποδήματα έφτιαχνε, επισκεύαζε. Αλλά κυρίως κατασκεύαζε στιβάνια της εποχής εκείνης.
Σας είχε δείξει κι εσάς ή δε θέλατε να μάθετε;
Όχι, δε μου είχε δείξει ποτέ γιατί δεν ήθελα. Δεν είχα ενδιαφερθεί, δεν ήθελα να μάθω. Εξάλλου αυτός ήθελε να σπουδάσω.
Και λοιπόν θυμάστε καθόλου το τι σκοπούς έπαιζε; Τι ήτανε έτσι τα αγαπημένα του πράγματα να παίζει;
Παραδοσιακούς σκοπούς παλιούς. Του άρεσε πάρα πολύ ο Σκορδαλός και ο Κλάδος, και έπαιζε και πολλά κομμάτια του Θανάση του Σκορδαλού. Τ’ άρεσε πάρα πολύ το ηχόχρωμα του Κλάδου, αλλά είχε κι ένα πολύ ιδιαίτερο παραδοσιακό χρώμα και πολύ προσωπικό ύφος. Το οποίο –δυστυχώς, σου είπα– δεν αποτυπώθηκε. Και επηρεασμένος, βέβαια, και από το παραδοσιακό χρώμα το τοπικό, το αμαριώτικο. Γιατί υπήρχε στο Αμάρι έτσι ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα τοπικό.
Κυρίως, δηλαδή, ποιοι σκοποί ήτανε οι τοπικοί σκοποί που θα έπαιζε κάποιος;
Τα αμαριώτικα πεντοζάλια ήτανε πολύ χαρακτηριστικά του τόπου.
Και χορεύονται και με άλλο τρόπο τα πεντοζάλια αυτά;
Όχι, από ό,τι ξέρω τουλάχιστον, όχι. Όσο θυμάμαι, ήτανε συγκεκριμένος ο τρόπος που χορευότανε.
Θυμάστε παρέες στο σπίτι σας με τον πατέρα σας;
Πάρα πολλές, πάρα πολλές παρέες. Ήτανε η διέξοδος των ανθρώπων την εποχή εκείνη. Μια παρέα ήτανε πάρα πολύ σημαντική. Και κάνανε παρέες τότε στα σπίτια, και στο σπίτι το δικό μας και σε άλλα σπίτια. Μαζευότανε κάνανε παρέες, έπαιζε ο πατέρας μου τη λύρα και τραγουδούσανε.
Και έχετε κάποια ανάμνηση, μια ιστορία απ’ αυτές τις παρέες σάς έχει μείνει;
Όχι, κάποια ιδιαίτερη ανάμνηση, όχι. Απλά θυμάμαι τον πατέρα μου πάρα πολλές φορές στις παρέες, που έπαιζε πολλές φορές μ’ έναν χωριανό μου λαουθιέρη, τον Γιάννη τον Μποκωνά, ή έπαιζε μόνος του τη λύρα. Ή και χωρίς λύρα, που τραγουδούσαν στις παρέες. Αλλά δε θυμάμαι να σου πω κάτι πολύ χαρακτηριστικό, όχι, δε θυμάμαι.
Και, λοιπόν, εσείς μεγαλώσατε εκεί στο Δημοτικό, και πότε πρωτοπιάσατε τη λύρα; Πότε πρωτοασχοληθήκατε;
Όταν ήμουνα σε ηλικία 16 χρονιών, το 1977. Επαρακολουθούσα τον πατέρα μου πάντα που έπαιζε, αλλά μου φαινότανε πάρα πολύ δύσκολο. Τελικά, αποφάσισα τότε σε ηλικία 16 χρονών να πιάσω τη λύρα, και μέσα σ’ έναν χρόνο άρχισα να πηγαίνω στα γλέντια.
Σ’ έναν χρόνο μέσα, ε;
Σ’ έναν χρόνο μέσα.
Πιστεύετε ότι είχε να κάνει κι ότι [00:05:00]ο πατέρας σας είναι λυρατζής;
Ε, βέβαια, οπωσδήποτε. Όταν έχεις τέτοια ακούσματα και βιώματα μες στο σπίτι, βέβαια, επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αν κι αυτός δεν ήθελε, στην αρχή τουλάχιστον, να ασχοληθώ με τη μουσική. Με απέτρεπε. Αλλά όταν είδε μετά ότι προχώρησα, με βοήθησε.
Και ποιο ήταν το πρώτο γλέντι που παίξατε;
Ήτανε στο χωριό μου, μαζί με τον λαουθιέρη τότε του πατέρα μου, τον Γιάννη τον Κοκωνά, σε μια βάφτιση. Το ’78, τον Ιούνιο του ’78.
Και τι νιώσατε εκεί τη πρώτη στιγμή που…
Ε, είναι σαν να είχα κατακτήσει τον κόσμο ολόκληρο!
Ήσασταν αγχωμένος όταν παίξατε;
Ε, πάντα, εννοείται. Πάντα υπάρχει το άγχος, και ειδικά την πρώτη φορά.
Μάλιστα. Θυμάστε και κάποιους άλλους έτσι τοπικούς καλλιτέχνες στο Αμάρι;
Βέβαια. Καταρχήν, στο χωριό μου ήτανε ένας πιο παλιός από τον πατέρα μου, ο Μανώλης ο Ακουμιανάκης ή Χαντρακομανώλης, έτσι λεγότανε, ο οποίος έπαιζε κι αυτός. Και άλλοι στο Αμάρι, ήτανε ένας πάρα πολύ καλός στον Μέρωνα, ο Κουρούπης. Τζαγκαρούλης ήτανε το επίθετό του, αν θυμάμαι καλά το όνομα Μανώλης. Τζαγκαρούλης όμως, και το παρατσούκλι Κουρούπης. Ήταν ένας πάρα πολύ καλός λυράρης. Κάτι υπάρχει στο διαδίκτυο από αυτόν, και μάλιστα είχα ακούσει μια φορά και το Λεωνίδα τον Κλάδο να μιλάει γι’ αυτόν. Ήτανε ο Στραβός από το Άνω μέρος, έτσι ήτανε το παρατσούκλι του. Μαθιουδάκης ήτανε το επίθετο, ο οποίος έπαιζε καταπληκτικά αμαριώτικα πεντοζάλια. Ήτανε ο Κοκάρης, έτσι λεγότανε, απ’ τα Πλατάνια. Ο οποίος κι αυτός έπαιζε πολύ χαρακτηριστικά. Και λένε ότι ο Μουντάκης πήρε αρκετά πράγματα απ’ αυτόν. Κυρίως αυτοί ήτανε. Κι άλλοι σε χωριά έτσι λυράρηδες, αλλά κυρίως αυτοί ήτανε, ας πούμε, οι πιο γνωστοί.
Εσείς πώς σκεφτήκατε μετά και ήρθατε στο Ρέθυμνο από το χωριό; Μετά φύγατε από το χωριό και ήρθατε στο Ρέθυμνο.
Ναι, εγώ μετά που τέλειωσα το Λύκειο, εξατάξιο Γυμνάσιο τότε, παρέμεινα στο Ρέθυμνο. Και δικτυώθηκα εδώ πέρα και άρχισα σιγά σιγά να κάνω αυτή τη δουλειά του μουσικού.
Ποια εποχή μου ’πατε ότι πήγατε στο Γυμνάσιο;
Το ’73 πήγα στη Πρώτη του Γυμνασίου, το ’79 τέλειωσα το Γυμνάσιο, εξατάξιο.
Θυμάστε και τα χρόνια της Δικτατορίας;
Βέβαια, πάρα πολύ καλά τα θυμάμαι. Θυμάμαι από το ’67 που έπιασε η Δικτακτορία, γιατί ήτανε οι καταστάσεις πάρα πολύ έντονες. Και μου ’χει μείνει πάρα πολύ έντονα στη μνήμη μου αυτό. Και όλα τα χρόνια αυτά που η Δικτακτορία… Γιατί έτυχε, όταν εγώ μπήκα στο Δημοτικό, να πιάσει η Δικτατορία, το ’67. Και όταν τέλειωσα το Δημοτικό και μπήκα στο Γυμνάσιο το ’74, ήμουνα στην Πρώτη Γυμνασίου, έπεσε η Δικτακτορία. Και τα θυμάμαι τα χρόνια πάρα πολύ καλά αυτά. Να μην ξανάρθουνε ποτέ και να μην τα ξαναζήσουμε ποτέ. Αν και ήμουνα παιδάκι και δεν καταλάβαινα και πολλά, τώρα που τα θυμάμαι συνειδητοποιώ αρκετά πράγματα.
Θυμάστε κάποιο γεγονός να έχει συμβεί στο Ρέθυμνο; Σε σχέση με τη Δικτατορία δηλαδή.
Καταρχήν, οι άνθρωποι τρέμανε τους χωροφύλακες. Το θυμάμαι αυτό στο χωριό μου που ερχότανε, και ερχότανε χωροφύλακας και οι άνθρωποι τρέμανε γύρω. Φοβότανε να μιλήσουνε. Ήτανε και αρκετοί οι οποίοι ήτανε του καθεστώτος, ή δεν καταλαβαίνανε και πολλά. Γενικώς, υπήρχε έτσι ένα μούδιασμα, υπήρχε ένας φόβος μη μιλήσεις, μην πεις, μην πας, μην κάνεις, μην, μην! Είναι… Όπως και να το περιγράψεις αυτό, δεν περιγράφεται. Πραγματικά.
Μάλιστα. Στα χρόνια του Γυμνασίου, λοιπόν, ξεκινήσατε και τη λύρα. Παίζατε εδώ στο Ρέθυμνο καθόλου; Κάνατε παρέες με τα παιδιά;
Βέβαια. Όταν ξεκίνησα εγώ τη λύρα το ’77, που πήγαινα τότε στην Τετάρτη τάξη του Γυμνασίου, και άρχισα μετά, το ’78 μετά άρχισα να πηγαίνω στα πρώτα γλέντια. Βεβαίως, κάναμε παρέες με τα παιδιά, προσπαθούσαμε να βρούμε ευκαιρία να μαζευτούμε, να παίξουμε, να τραγουδήσουμε[00:10:00]. Βέβαια.
Τι ακούγατε τότε;
Άκουγα κρητική μουσική πάνω απ’ όλα, αλλά μ’ αρέσαν κι άλλα είδη μουσικής. Γενικά, άκουγα μουσική. Μπορώ να σου πω τα πάντα. Πιο πολύ ελληνικά, βέβαια, και πάνω απ’ όλα κρητικά. Αυτός που μ’ άρεσε πάρα πολύ ήτανε ο Σκορδαλός. Αυτός που με μάγευε στην κυριολεξία και με συνέπαιρνε και που χανόμουνα στον κόσμο της μουσικής ήτανε ο Λεωνίδας ο Κλάδος. Μ’ άγγιζε πάρα πολύ! Με τους οποίους είχα πάρα πολύ καλή σχέση. Και με τον Μουντάκη, τον Κώστα τον Μουντάκη, είχαμε πάρα πολύ στενή σχέση. Με όλους αυτούς, και με τον Σκορδαλό. Με τον Μουντάκη συναντιόμαστε πολύ περισσότερο εδώ στο Ρέθυμνο, γιατί ζούσε εδώ. Με τον Θανάση τον Σκορδαλό και με τον Λεωνίδα τον Κλάδο πολύ λιγότερο. Αλλά και μ’ άλλους της εποχής εκείνης. Είχα την τύχη μια φορά όλη κι όλη, όταν ήμουνα σε ηλικία 14 χρονών και πριν ακόμα ξεκινήσω τη λύρα, μια φορά μοναχή να έχω επαφή με τον Νίκο τον Ξυλούρη. Μια μοναδική στιγμή και το θυμάμαι αυτό. Αλλά γενικά, έζησα πολλούς παλιούς και πιο παλιούς ακόμα. Θυμάμαι, όταν επήγαινα στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, τον Καρεκλά να ’χει αγκαλιά τη λύρα και να πηγαίνει από στέκι σε στέκι και να παίζει. Η εικόνα που είχα από τον Καρεκλά δεν είναι η καλύτερη, γιατί οι ανθρώποι γύρω του δεν ξέρανε την αξία και ίσως κι αυτός δεν ήξερε την αξία του. Και τον εθυμάμαι σε κάτι στέκια μέσα να τον έχουνε στη μέση του… Σ’ ένα κουτούκι ή σ’ ένα ρακάδικο να παίζει, και από γύρω γύρω να του πετάνε φραγκοδίφραγκα και να γελάνε. Τον κοροϊδεύανε, δηλαδή, περισσότερο. Αυτή η εικόνα μου ’χει μείνει από τον Καρεκλά και με πικραίνει αυτή η εικόνα. Όπως και να ’ναι, όμως, αυτός ο άνθρωπος ήτανε μια πολύ μεγάλη μορφή για την κρητική μουσική.
Τον Φουσταλιέρη τον γνωρίσατε.
Και τον Φουσταλιέρη, βέβαια. Και τον Φουσταλιέρη τον έζησα, και μάλιστα είχα την τύχη να παίξουμε σε μια παρέα χωριστά, βέβαια. Αυτός με τον μπουλγαρί του έπαιζε και έπαιξα κι εγώ μετά στην παρέα αυτή, θυμάμαι, στον Πρινέ. Όταν ήμουνα σε ηλικία 21 χρονών. Ήμουνα στρατιώτης, είχα έρθει από τον στρατό με άδεια και βρεθήκαμε σε μια παρέα με τον συγχωρεμένο τον Φουσταλιέρη, βέβαια.
Και πώς ήτανε η εμπειρία μαζί του; Τι άνθρωπος ήταν; Πώς τον βιώσατε εκείνη την ημέρα;
Κοίταξε, τον Φουσταλιέρη εγώ τον βίωσα στην παρέα, δεν μπορώ να πω ότι τον έκανα παρέα, όπως έκανα τους άλλους τον Μουντάκη, τον Σκορδαλό και τους υπόλοιπους. Με τον Φουσταλιέρη δεν έκανα και τόσο παρέα. Τον είχα δει εκεί στην παρέα που έπαιξε κι αυτός, έπαιξα κι εγώ και τον εθυμάμαι που είχε ένα μικρό μαγαζί κι έφτιαχνε ρολόγια. Και σαν πελάτης είχα πάει εκεί πέρα κάποιες φορές να μου επισκευάσει κάποια ρολόγια. Περισσότερα για το χαρακτήρα του δε γνωρίζω για να σου πω.
Και πώς νιώθατε τότε που ήσασταν ένας νέος λυράρης, αλλά συναναστρεφόσασταν μεγαλύτερους σε ηλικία από εσάς;
Σαν ένας νέος λυράρης εγώ τότε στα 16 μου που άρχισα, 17 που άρχισα να πηγαίνω μετά στα γλέντια και συναναστρεφόμουνα μ’ αυτούς του λυράρηδες, ένιωθα πραγματικά ένα δέος. Γιατί ήτανε άνθρωποι που τους θαύμαζα πάντα, τους είχα πρότυπο. Και πραγματικά ένιωθα ένα δέος και μια τεράστια ευχαρίστηση όταν πήγαινα στα γλέντια που παίζανε και με φωνάζανε. Γιατί ήτανε άνθρωποι οι οποίοι αγαπούσανε πάρα πολύ τα νέα παιδιά που ξεκινούσανε τότε, όπως ήμουνα εγώ. Και μας στηρίζανε, μας υποστηρίζανε. Σ’ όλα τα γλέντια που πήγανε και παίζανε αυτοί με φωνάζανε κι έβγαινα και έπαιζα κι εγώ. Και μάλιστα, ο Σκορδαλός ήτανε αυτός ο οποίος με πήρε και με πήγε στην Panivar τότε για να ηχογραφήσω τον πρώτο μου δίσκο, το 1983.
Και πώς φτάσατε, λοιπόν, στο σημείο να ηχογραφήσετε τον πρώτο δικό σας δίσκο; Ήτανε δικές σας οι συνθέσεις;
Ναι, ήτανε κάποια τραγούδια τα οποία τα ’χα φτιάξει εγώ, και ζήτησα απ’ τον Σκορδαλό να με πάει στην Panivar και με πήγε. Πράγματι, με πήγε στην Panivar και ηχογράφησα τη πρώτη μου δουλειά, η οποία κυκλοφόρησε τότε σε κασέτα, το 1983.
Και πώς σας ήρθε τότε να συνθέσετε τα κομμάτια τα δικά σας; Ήτανε, γενικά, μία τάση της εποχής;
Πάντα[00:15:00] είχα την τάση αυτή να θέλω να δημιουργώ και να συνθέτω και να γράφω δικά μου τραγούδια. Πάντα είχα την τάση αυτή. Και μάλιστα, από τη πρώτη αυτή δουλειά ακουστήκανε τραγούδια, δεν πέρασε απαρατήρητη. Παρά ότι υπήρχε απειρία, υπήρχε όμως κι ένας ενθουσιασμός και μια αγάπη γι’ αυτό. Κι αυτό φαίνεται μέσα απ’ τη μουσική. Ο ενθουσιασμός και η αγάπη που υπάρχει φαίνεται, γι’ αυτό και περάσανε κάποια τραγούδια στον κόσμο από κει.
Και τότε, στη δική μας εποχή, για παράδειγμα, υπάρχει πολύ έντονα και το στοιχείο να αναπαράγουμε κομμάτια που ήδη έχουν παιχτεί. Όταν γράψατε εσείς το δίσκο, υπήρχε αυτό ή ο κάθε καλλιτέχνης έγραφε νέα δισκογραφία, νέα κομμάτια;
Καλή ερώτηση αυτή. Στη γενιά τη δικιά μου, αν πάρω παράδειγμα τη γενιά τη δικιά μου, βεβαίως υπήρχε η τάση στο να αναπαράγουμε αυτά τα οποία έχουμε βρει. Κι αυτό γίνεται πάντα. Εννοείται, και είναι και πολύ φυσικό, πολύ φυσιολογικό να αναπαράγεις τη μουσική του τόπου σου. Έτσι; Αυτό είναι μια πάρα πολύ μεγάλη ικανότητα για έναν μουσικό να μπορεί να αναπαράγει τον πολιτισμό και τη μουσική του τόπου του. Είναι μια πάρα πολύ μεγάλη ικανότητα. Το να δημιουργείς, όμως, και να διαμορφώνεις τη μουσική του τόπου σου είναι το παν. Αυτό σε καταξιώνει στη συνείδηση του κόσμου και αυτό είναι που σε κάνει καλλιτέχνη. Αυτό που λέμε καλλιτέχνης μ’ όλη τη σημασία της λέξης. Ο καθένας που μπορεί και βάνει έστω και μια μικρή πινελιά, κάτι ξεχωριστό, κάτι διαφορετικό, αυτό είναι που μένει τελικά. Όπως επίσης, και το προσωπικό ύφος ακόμα και μέσα από την υπάρχουσα μουσική. Να δώσεις ένα δικό σου στίγμα, ένα προσωπικό ύφος. Να ακούγεται η μουσική και να ξεχωρίζει και να λένε: «Απ! Εδώ είναι», παράδειγμα, «ο Σκορδαλός». Ταυτότητα! «Εκεί είναι ο Μουντάκης». Ταυτότητα! «Εκεί είναι ο Κλάδος». Ταυτότητα! «Εκεί είναι ο Ξυλούρης». Ταυτότητα, μόνο με τη μουσική που ακούς. Αυτό είναι η στάμπα. Αυτό, λοιπόν, είναι το σημαντικό πάνω απ’ όλα. Και η γενιά, η δικιά μου γενιά αν πάρω παράδειγμα, αν έκανε μόνο ό,τι έκανε ο Σκορδαλός και ο Μουντάκης, η κρητική μουσική θα είχε σβήσει. Η δικιά μου γενιά έβγαλε πολύ μεγάλους καλλιτέχνες με διαφορετικά ηχοχρώματα, με διαφορετικές αντιλήψεις, με διαφορετική φιλοσοφία, με διαφορετική προσέγγιση. Αν πάρουμε παράδειγμα οι «Χαΐνηδες», ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Μιχάλης ο Τζουγανάκης, οι Αλεφαντινοί, ο Νίκος και ο Μιχάλης, ο Στιβακτάκης ο Χρήστος και πόσοι άλλοι. Ο Μπικάκης ο Στέλιος. Και λίγο πιο μετά από μένα άλλοι, οι οποίοι έχουν δώσει ο καθένας το δικό του ξεχωριστό ηχόχρωμα. Όπως τώρα ο Γιώργος και ο Νίκος ο Στρατάκης, που είναι πολύ σημαντικοί μουσικοί. Ο Νεκτάριος ο Κλωστράκης από τα Χανιά και πάρα πολλοί. Ο Πυροβολάκης ο Μανώλης, είναι ανθρώποι ο οποίοι έχουνε δώσει πολύ ξεχωριστός ύφος ο καθένας. Έχει βάλει ο καθένας τη δική του πινελιά. Αυτό, λοιπόν, έκανε η δική μου η γενιά. Δεν αντέγραψε απλά, δημιούργησε και σφράγισε την εποχή μας. Γι’ αυτό η κρητική μουσική παραμένει πολύ υψηλά στη συνείδηση του κόσμου. Γι’ αυτό η κρητική μουσική δεν είναι στάσιμη.
Και σε σχέση τώρα με τον πατέρα σας, που είχε αυτό το τοπικό ύφος, πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρχει μία ισορροπία σε κάποιον που παράγει κάτι καινούριο και σε κάποιον που… Γιατί το τοπικό ύφος, ας πούμε, με τον καιρό χάνεται για παράδειγμα. Αυτό είναι εύκολο να διατηρηθεί; Ή είναι φυσικό να φύγει;
Το τοπικό ύφος δε χάνεται, το τοπικό ύφος και η ταυτότητα του κάθε τόπου ή του κάθε καλλιτέχνη είναι σφραγίδα και μένει. Δε χάνεται. Το ηχόχρωμα της εποχής εκείνης και η ταυτότητα έχει παραμείνει και τ’ ακούμε και σήμερα. Αλλά δεν μπορεί και δεν είναι φυσιολογικό και λογικό ένας νέος καλλιτέχνης να αναπαράγει ακριβώς το ίδιο ηχόχρωμα το τόπου του. Αυτό είναι αφύσικο, δεν μπορεί να γίνει. Κι αν γίνει, θα ’ναι ψεύτικο. Γιατί η κάθε εποχή έχει να δώσει διαφορετικά πράγματα. Εκφράζεται μέσα από τους καλλιτέχνες, με διαφορετικό τρόπο υποσυνείδητα. Και αυτό είναι και το λογικό. Έτσι; Αλλιώς είναι ψεύτικο.
Κι εσείς πώς νοιώσατε τη πρώτη φορά που είδατε ότι το κοινό άρχισε να μαθαίνει τα κομμάτια σας και να τα τραγουδάει και να τα αναγνωρίζει;
Τρομερή ικανοποίηση[00:20:00], τρομερή ικανοποίηση! Είναι η τεράστια ικανοποίηση του καλλιτέχνη όταν βλέπει ότι δημιουργεί κάτι και υπάρχει αποδοχή. Να υπάρχει αποδοχή από τον κόσμο να δέχεται τα τραγούδια, αλλά και στο σημαντικότερο απ’ τους συναδέλφους. Ίσως οι συνάδελφοι σε καταξιώνουν περισσότερο απ’ ό,τι ο κόσμος. Και οι συνάδελφοι της γενιάς σου άλλα και οι επόμενοι. Και οι επόμενοι, της επόμενης γενιάς.
Λίγα πράγματα θα σας ρωτήσω ακόμα. Θυμάστε, λοιπόν, εδώ στο Ρέθυμνο πώς ήταν η Παλιά Πόλη τότε; Πώς ήταν το Ρέθυμνο;
Θυμάμαι.
Ήτανε διαφορετικά απ’ ό,τι σήμερα; Είχε πιο πολύ ζωντάνια η Παλιά Πόλη μέσα; Οι κάτοικοι;
Δε θα ’λεγα πιο πολύ ζωντάνια, αλλά να ξέρεις ότι κάθε εποχή είναι τελείως διαφορετική. Ζούνε οι άνθρωποι κάτω από άλλες συνθήκες, είναι τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Άλλοι άνθρωποι ζούσαν τότε, άλλοι άνθρωποι ζούνε σήμερα. Άλλες ανάγκες είχανε τότε, άλλες ανάγκες έχουνε σήμερα. Άλλο μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο υπήρχε τότε, άλλο υπάρχει σήμερα. Άλλη ανάπτυξη ήταν τότε, άλλη ανάπτυξη είναι σήμερα. Είναι τελείως διαφορετικές οι εποχές και νομίζω ότι είναι λάθος να συγκρίνουμε. Εγώ προσωπικά, αν θέλεις τη γνώμη μου, το πώς έχουμε εξελιχθεί από τότε μέχρι σήμερα είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένος. Διότι υπάρχει ένα πολύ πλέον, πολύ υψηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο στον κόσμο, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν. Δε λέει κανείς ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Το μόνο μέρος του κόσμου που δεν έχει καθόλου προβλήματα είναι μόνο τα νεκροταφεία. Όπου υπάρχει ζωή υπάρχουν και προβλήματα. Αλλά το θετικό είναι ότι ζούμε σε μια κοινωνία και σε μια εποχή που σε σύγκριση με τα χρόνια, τα παιδικά μου χρόνια εμένα, το βιοτικό και το μορφωτικό επίπεδο είναι πάρα πολύ υψηλό τη σημερινή εποχή.Κι ας γκρινιάζουνε, δεν πειράζει. Καλή είναι και η γκρίνια καμιά φορά, όταν δεν παραγίνεται.
Οι μουσικοί τότε πού μαζευότανε στην Παλιά Πόλη;
Στα στέκια, κάποια στέκια καφενεδάκια, κάτι ρακάδικα, κάτι… Θυμάμαι, ας πούμε, ήτανε το ρακάδικο του Μπάμπη στην Αγία Βαρβάρα, κι εκεί μαζευότανε και παίζανε και κάνανε παρέες. Αλλά κι άλλα στέκια έτσι διάφορα, κάτι… Όπως θυμάμαι το Καρεκλά συγκεκριμένα μια φορά, εκεί στο σουβλατζίδικο, τον «Φρίξο» που λέγανε, που καθότανε μέσα κι έπαιζε. Ναι, σ’ αυτά τα στέκια μαζευότανε περισσότερο.
Για πείτε μου, εσείς έχετε παίξει σε πάρα πολλά γλέντια, σε εκδηλώσεις, υπάρχει κάτι που να σας έχει μείνει από αυτή τη ζωή, το οποίο να κρατάτε; Από κάποιο γλέντι, κάποιος ιδιαίτερος άνθρωπος που να γνωρίσατε εκεί; Κάποια ιστορία;
Αν σκεφτώ από την όλη πορεία μου μέχρι τώρα, το πρώτο πράμα που μου ’ρχεται στο μυαλό είναι τα ταξίδια μου στο εξωτερικό. Γιατί ευτυχώς, και νοιώθω μια πάρα πολύ μεγάλη ικανοποίηση γι’ αυτό, έχω ταξιδέψει σ’ όλον τον κόσμο παντού, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, όπου υπάρχει ελληνισμός, εξαιτίας της δουλειάς μου. Δημιούργησα, λοιπόν, πάρα πολλούς και καλούς φίλους, με τους οποίους ακόμα επικοινωνώ και ακόμα έχουμε σχέση. Το πρώτο πράμα που θα μου ’ρθει στο μυαλό, απ’ όλα αυτά τα ταξίδια που έχω κάνει, είναι τα επανειλημμένα ταξίδια που έκανα στην Αμερική και ειδικά στο Λος Άντζελες. Που εκεί έκανα και τους καλύτερους φίλους που έχω κάνει μέχρι τώρα.
Εκεί πώς γλεντούσαν οι άνθρωποι;
Παντού σ’ όλο το εξωτερικό, όπου και να πήγα, υπήρχε μια πολύ μεγάλη ανάγκη να ακούσουνε τη μουσική του τόπου τους και να γλεντήσουνε με τη μουσική του τόπου. Ήτανε οι άνθρωποι της πρώτης, άντε και δεύτερης γενιάς όταν ταξίδευα εγώ, τη δεκαετία του ’90 κυρίως και μετά το 2000, μέχρι το 2010 αλλά και μετά. Αλλά κυρίως τη δεκαετία του ’90 που έκανα εγώ τα πρώτα μου ταξίδια, ήτανε άνθρωποι πρώτης και δεύτερης γενιάς, οι οποίοι αγαπούσανε πάρα πολύ τη μουσική και είχανε πολύ μεγάλη ανάγκη να ακούσουνε τη μουσική του τόπου τους. Κι όταν πηγαίναμε εμείς, μπορώ να σου πω ότι πιο αξία είχαμε εμείς που πηγαίναμε παρά να πήγαινε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Τουλάχιστον στους ανθρώπους αυτούς, έτσι.
Οι μουσικές σας συνεργασίες τώρα[00:25:00] ήτανε εύκολες; Ήτανε ωραίες;
Οι μουσικές μου συνεργασίες είναι πάρα πολλές. Νομίζω ότι από τη γενιά τη δικιά μου, αλλά και πριν και μετά τη γενιά τη δικιά μου, νομίζω ότι ίσως και να μην υπάρχει κάποιος τραγουδιστής που να μην έχω ανέβει έστω και μια φορά στο πάλκο μαζί του. Και άσε, βέβαια, τους μεγάλους της εποχής εκείνης που συνεργάστηκα για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι και τελευταία, όπως ήτανε ο Μανώλης ο Κακλής, ο Μανιάς, ο Παντελής ο Κρασαδάκης. Πάρα πολλοί άλλοι. Τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να τους θυμηθώ ούλους και να τους αναφέρω όλους. Δεν υπάρχει περίπτωση, είναι πάρα πολλοί. Κι όχι μόνο τραγουδιστές, αλλά και μουσικούς πάρα πολλούς. Βέβαια, είχα το Μανώλη τον αδερφό μου από το ’87, ’88 και μετά. Είχα σχεδόν μόνιμο, σαν μουσικό, αλλά είχα και μ’ άλλους αρκετή συνεργασία.
Και πώς είναι κανείς να παίζει με τον αδερφό του στο πάλκο;
Είναι πολύ σημαντικό να έχεις ένα μόνιμο συνεργάτη, γιατί δένεσαι μαζί του, σε γνωρίζει και τον γνωρίζεις. Και ανά πάσα ώρα και στιγμή στο πάλκο πάνω υπάρχει το δέσιμο το μουσικό, υπάρχει η χημεία, υπάρχει αυτή η επικοινωνία που χρειάζεται. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις μόνιμους συνεργάτες. Αν και την εποχή μας τώρα είναι πάρα πολύ δύσκολο. Αλλά, ευτυχώς, εγώ τότε είχα μόνιμους συνεργάτες. Κι ορισμένοι δεν ήτανε μόνιμοι, ήτανε πολύ τακτικοί συνεργάτες.
Και τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που κρατάει μια συνεργασία στο πάλκο;
Πάνω απ’ όλα ο χαρακτήρας. Πάνω απ’ όλα ο χαρακτήρας του συνεργάτη σου. Όταν με τον συνεργάτη σου υπάρχει χημεία, υπάρχει επικοινωνία, υπάρχει δέσιμο, υπάρχει και συνεργασία. Αν οι χαρακτήρες δε δένουνε, όσο καλή μουσική και να παίζει ο άλλος δε θα βγάλεις ποτέ αυτό που πρέπει να βγάλεις.
Μια τελευταία ερώτηση θα σας κάνω. Απ’ όλη αυτήν τη ζωή, λοιπόν, τι κρατάτε; Τι σας μένει;
Τι μου μένει; Τα ταξίδια τα είπα. Η δισκογραφία και οι επιτυχίες που έχουνε γίνει και που νιώθω μια πάρα πολύ μεγάλη ικανοποίηση γι’ αυτό. Η επιτυχία, η τεράστια επιτυχία το «Μαύρα μου μάτια», που κυκλοφόρησε το ’86 κι έκτοτε το ’χει τραγουδήσει όλη η Ελλάδα. Αυτό ήταν ένα τραγούδι το οποίο με βοήθησε αφάνταστα στο να εξελιχθεί όλη αυτή η πορεία που είχα μέχρι τώρα. Αν με ρωτήσεις ποιο από τα τραγούδια προτιμάω περισσότερο να ακούσω, αυτό είναι το «Μαύρα μου μάτια». Αυτό που περισσότερο αγγίζει την ψυχή μου και μου εκφράζει πολύ περισσότερα είναι το «Ταξίδι ονείρου». Το οποίο θεωρώ ότι για την εποχή του ήτανε πολύ πρωτοποριακή η μουσική, και είναι και από τα πιο κλασικά τραγούδια που έχουνε μείνει στη κρητική μουσική. Αυτά έχω να σου πω περισσότερο. Και βέβαια, πάντα η σχέση με τον κόσμο, η επικοινωνία με τον κόσμο, η εκδήλωση αγάπης, κυρίως την εποχή εκείνη, από τον κόσμο και ο θαυμασμός γι’ αυτό που κάναμε όλοι στη μουσική. Αυτά, αυτά είναι που μένουνε τελικά.
Μάλιστα. Κύριε Κώστα, σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ. Να ’σαι καλά, να ’σαι καλά.
Να είστε καλά.
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.