Η αναγέννηση της Φύσης και της Ζωής: το έθιμο των φανών στην Κοζάνη
Ενότητα 1
Το έθιμο του φανού και η σύνδεση της οικογένειας του αφηγητή με αυτό
00:00:00 - 00:13:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, θέλω να μου πείτε λίγο το ονοματεπώνυμό σας. Ονομάζομαι Γεώργιος Γκιθώνας Ωραία, βρίσκομαι με τον Γεώργιο Γκιθώνα. Είμαστε στην … ενώ η κόρη μου φέρνει. Αυτήν είναι η διαφορά μας. Τώρα είπαμε για την ιστορία του φανού, νομίζω ότι... Ναι. Δεν έχουμε κάτι περισσότερο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Τα τραγούδια του φανού
00:13:23 - 00:21:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Θέλω να μου πεις λίγο εσύ όταν ήσουν μικρός θυμάσαι τι τραγούδια άκουγες εκεί πέρα από τους μεγαλύτερους και σου μείνανε; Σχεδόν όλα.…λλά πάνε αγκαλιαστά, θηλυκωτά που λένε. Είναι κάποια στάνταρ, τα οποία χρειάζεται να τα κρατάμε. Έτσι έμαθα, έτσι έβλεπα, έτσι το συνεχίζω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το «νέο αίμα»: η ενασχόληση της νέας γενιάς με το έθιμο
00:21:36 - 00:26:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτά έχουνε το νόημα τους; Ακριβώς! Εκεί θέλω να καταλήξω, ότι αυτό είναι το έθιμο. Αν το παραποιήσουμε παύει να είναι εκείνο, είναι κάτι …μετά για τον φανό! Κατάλαβες; Σε αυτό το σημείο... Δηλαδή τρελαίνεται. Το έχει αγαπήσει πολύς κόσμος. Ακριβώς, ακριβώς. Όσοι ασχολήθηκαν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα άρματα των Αποκριών
00:26:59 - 00:35:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γιώργο, μου είπες για τον χορό, μου είπες για τα τραγούδια, ένα άλλο κομμάτι γύρω από τους φανούς και την Αποκριά στην Κοζάνη που είναι κεν…λά όλα ήταν σε επίπεδο γειτονιάς. Σήμερα λίγο έχουμε ξεφύγει από αυτό. Δύσκολα εμπιστεύεται ο ένας τον άλλον, τότε ήταν πολύ διαφορετικά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ο φανός ως τρόπος σύνδεσης της κοινότητας
00:35:05 - 00:40:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και ήμασταν αγαπημένοι μέσα στη γειτονιά. Κάποια στιγμή οτιδήποτε συνέβαινε σε ένα σπίτι βοηθούσε όλη η γειτονιά. Θυμάμαι, παράδειγμα, τις ε…άμαι δηλαδή, μπορεί να είχαν ανταλλάξει μια κουβέντα κακιά πριν από τον φανό αλλά όταν ξεκινούσαν οι Αποκριές, σου είπα ότι γινότανε παύση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Σκέψεις για τις σημαντικές αξίες της ζωής
00:40:28 - 00:47:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσύ στο μέλλον ιδανικά, πώς θα ήθελες να συνεχιστεί το έθιμο; Πάλι έτσι. Όπως είναι; Θα ήθελα μια σχετική επιστροφή λίγο στα παλιά... Απ…τάει καμιά φορά, στερεύει! Οπότε σε ευχαριστώ για την ιστορία και τις πληροφορίες που μου έδωσες. Τίποτα, Νίκο! Να 'σαι καλά! Ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Λοιπόν, θέλω να μου πείτε λίγο το ονοματεπώνυμό σας.
Ονομάζομαι Γεώργιος Γκιθώνας
Ωραία, βρίσκομαι με τον Γεώργιο Γκιθώνα. Είμαστε στην Κοζάνη, είναι 29/07/2022 και εγώ ονομάζομαι Νίκος Μανώλας είμαι ερευνητής για το Istorima. Γιώργο να ξεκινήσουμε;
Βεβαίως.
Πού γεννήθηκες εσύ;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κοζάνη. Εδώ σε αυτόν τον χώρο που βρισκόμαστε τώρα υπήρχε ένα παλιό αρχοντικό. Και από τα στοιχεία που έχω είναι ένα από τα 17 αρχοντικά της Κοζάνης, το οποίο το είχα αγοράσει ο προπάππους μου από τον Μεϊντάνη ή Μεγδάνη, ο οποίος καταγόταν από -πώς λένε το χωριό εκείνο που είναι το χιονοδρομικό πάνω στη Φλώρινα;
Πού είναι το χιονοδρομικό; Στη Βίγλα;
Από το Πισοδέρι. Λοιπόν, το αγόρασε γύρω στο 1900 από ό,τι έχω πληροφορίες και από τη μάνα μου τη συγχωρεμένη και από τον θείο μου, ο οποίος είναι εν ζωή ακόμη. Και κάποια στιγμή επειδή δεν το αντέχαμε πλέον, κόντευε να μας πλακώσει θέλοντας και μη το χαλάσαμε και χτίσαμε αυτό που βλέπεις τώρα. Αυτό έγινε το 1970. Τώρα όσον αφορά τη δράση μου πάνω στα πολιτιστικά, να το πω έτσι. Ένα έθιμο που μας είχε μείνει από τότε, από τα παιδικά μου χρόνια, από τα βιώματα είναι το άναμμα του φανού ή ο φανός, ένα μοναδικό έθιμο στην Κοζάνη, ίσως και στην Ελλάδα. Δεν γνωρίζω... Ανάβουν και αλλού φωτιές, αλλά όχι με τον τρόπο με τον οποίο το λειτουργούμε εμείς. Υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια και λέγανε πάρα πολλά τραγούδια αποκλειστικά από άνδρες. Οι γυναίκες όταν κατέβαιναν στον φανό κατέβαιναν μόνο μασκαρεμένες. Απλά τις καταλαβαίναμε από τη φωνή. Όλη η ιστορία ξεκινούσε πριν από την Τσικνοπέμπτη, μια προεργασία από τους παλιούς, τους μεγάλους. Μαζευόντουσαν κάθε φορά σε ένα σπίτι και φτιάχναν πρόβα τα τραγούδια που θα πούνε στο φανό. Δεν έμπαινε ξένος κόσμος μέσα στον φανό ποτέ. Είχαν ένα σχοινί γύρω-γύρω και μπαίναν μόνο οι ειδικοί, εκτός αν καλούσαν κάποιους απ' τους επισκέπτες που ερχόντουσαν να δούνε τι γινόταν. Το γλέντι που έφτιαχνε η γειτονιά ήταν βασικά μόνο την Καθαρή Δευτέρα. Είτε κρατούσαμε την ορχήστρα και την πληρώναμε ή πάλι το γλεντούσαμε έτσι μεταξύ μας. Έφερνε ο καθένας από το σπίτι του ό,τι ήθελε, μα το πράσο, μα το φασόλι, μα την πιπεριά, μα το κρασί και γινόταν έτσι. Ακόμα και το βράδυ της Αποκριάς, το κρασί το έφερνε ο καθένας από το σπίτι του. Αυτός είναι και ο λόγος, βέβαια, που δεν μπορούσαμε να βάλουμε μέσα τους επισκέπτες εκτός από τους πολύ-πολύ κοντινούς. Έτσι το θυμάμαι και έτσι είναι η καταγραφή. Ένας από τους πρωταγωνιστές στον φανό και τους πρωτο-τραγουδιστές ήταν και ο πατέρας μου, ο Χρήστος ο Γκιθώνας. Μαζί με τον Χρήστο τον Τσιάρα και τον Γιώργο τον Μπαντόλα και ακόμα έναν από την Τζαμάρα, πώς τον λέγανε... Ξεχνάω και ονόματα. Δεν το 'χω με τα ονόματα. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ένα πολύ καλό τρίο. Ενώ όλη τη χρονιά μπορεί να είχανε διενέξεις, μπορεί να είχανε διαφορές κ.λπ., με το που πλησίαζαν οι Αποκριές, λειτουργούσε κάτι σαν του Ολυμπιακούς Αγώνες. Παύανε όλα, σχωρνιούνταν και ξεκινούσαν να δουλέψουν για το συγκεκριμένο έθιμο. Πέρα από αυτό, υπήρχαν και οι εκδηλώσεις σε οικογενειακό επίπεδο πλέον, η πρωτομαγιά, οι αρραβώνες, οι γάμοι που λειτουργούσανε και είχανε και τραγούδια δικά τους, λέγανε διάφορα, τα οποία έχουνε σβήσει. Από το '35 και μετά πλέον που αστικοποιήθηκε η Κοζάνη ξεφύγαμε από το -ας το πούμε- αγροτικό καρναβάλι και περάσαμε στο αστικό καρναβάλι. Κρατήσαμε κάποια στοιχεία παλιά απλά δεν είχαν αυτό, το οποίο συμβαίνει σήμερα στην Πάτρα ή στην Ξάνθη ή στη Βενετία, γιατί το συγκεκριμένο καρναβάλι είναι φερμένο από εκεί. Αυτό που κρατήσαμε εμείς, το αγροτικό και γίνεται τις Αποκριές, είναι το αγροτικό καρναβάλι. Το θέμα του φανού είναι πάρα πολύ παλιό, απ’ ό,τι έχω στοιχεία από τους παλιούς που μου λέγανε κ.λπ. Αυτοί έτσι το βρήκανε. Ο δικός μας ο φανός στη γειτονιά μας στα Μπουγδανάθκα, όπως λέγεται… Και γιατί ονομάστηκε έτσι η γειτονιά; Ήταν κάποιος αξιωματούχος των Τούρκων, ο οποίος έμενε εδώ. Δεν είχε στρατό τότε στην Κοζάνη. Παρά το γεγονός αυτό, ήταν ένας αξιωματούχος, ο οποίος έμενε εδώ κάπου απέναντι και λεγόταν Μπογδάνος. Ήταν όμως πολύ συνεργάσιμος και πολύ καλός άνθρωπος, βοηθούσε πάρα πολύ κόσμο και για αυτό και ονομάστηκε η περιοχή Μπουγδανάθκα. Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στην περιοχή τα «Βλάχικα».
Τα οποία στην Κοζάνη-
Τα οποία βρίσκονται που είναι ο πεζόδρομος Ειρήνης; Από πάνω μεριά. Αυτήν η περιοχή λέγεται «Βλάχικα». Έχω το βαφτισοχάρτι [00:05:00]του, το 1911 που γράφει από ποια περιοχή ήταν ακριβώς. Εντάξει, το έχω κρατημένο αυτό στα αρχεία μου, μια ιστορία είναι.
Και εδώ μετεγκαταστάθηκε αργότερα;
Με το που παντρεύτηκε πήρε προίκα το σπίτι αυτό εδώ, κατάλαβες; Και έφυγε, φύγανε από τα Βλάχικα και εγκαταστάθηκε η οικογένεια του στο Κεραμαριό. Και από το Κεραμαριό μετά ήρθε εδώ. Αυτές ήταν οι τρεις περιοχές που άλλαξε ο πατέρας μου.
Και να σε ρωτήσω, ο πατέρας σου... Εσύ έχεις ακόμη μια αδερφή.
Ακριβώς.
Την Βαγγελίτσα... Ο πατέρας σου και προτού γεννηθείτε εσείς ασχολούνταν με το έθιμο των φανών στην περιοχή;
Βεβαίως.
Δηλαδή από πότε έχεις αυτές τις αναμνήσεις από τον πατέρα σου που σου έχει πει;
Αυτός ξεκίνησε από τον φανό από το Κεραμαριό. Με το που αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε, πέρασε στο φανό εδώ στα Μπουγδανάθκα. Ο πρώτος φανός που είχε ανάψει από τα Μπουγδανάθκα δεν γινόταν στην τοποθεσία που γίνεται τώρα κάτω στην πλατεία που είναι ο πλάτανος. Γινόταν εδώ στη διασταύρωση Γεωργίου Τιόλη με Τράντα και Μεγδάνη. Ήταν ένας φούρνος του Πατιά εκεί και εκεί τον στήνανε. Από εκεί μεταφέρθηκε εδώ στην πλατειούλα τη μικρή στη Ζαλόγγου και από ένα θλιβερό γεγονός που είχαμε μια χρονιά χάσαμε έναν γείτονα μας σε πολύ νεαρή ηλικία 19-20 χρονών, σε ένδειξη πένθους για να μην σταματήσει το έθιμο το μεταφέραμε κάτω στην πλατεία που είναι ο πλάτανος.
Και έχει μείνει εκεί μέχρι σήμερα;
Και έχει παραμείνει εκεί πλέον. Εντάξει, περάσανε πολλοί άνθρωποι μέσα από τον φανό. Αφήσανε το σημάδι τους, την ιστορία τους. Και ένας, ο οποίος δεν πρόκειται να ξεχάσω είναι ο Δημουδιάς, ο οποίος δεν τραγουδούσε μεν -ο Μανώλης ο Δημουδιάς- στον φανό, αλλά ήταν ο οργανωτής της όλης ιστορίας. Να οργανώσει εμάς τα παιδιά, να μας στείλει να πάμε στα νυχτερινά κέντρα ή στο Ερμιόνιο μετά απ' τους χορούς που φτιάχναμε τότε από την Τσικνοπέμπτη να μαζέψουμε φυλλουρίδια για να κάνουμε τις φούντες να στολίσουμε τον φανό. Είναι μια ιστορία που τη θυμάμαι μέσα στη σκόνη. Και τα μαζεύαμε και τα βάζαμε στο υπόγειο του Σιακαβάρα δίπλα από τον Πατσιουμήτη που ήταν το σπίτι του. Και πηγαίναμε και παίζαμε εκεί, κάναμε βουτιές μέσα στα φυλλουρίδια. Εν πάση περιπτώσει, την Κυριακή της μικρής Αποκριάς το πρωί καθόμασταν και φτιάχναμε τις φούντες, δέναμε τις φούντες και τα κρεμάγαμε μετά στους τέσσερις στύλους γύρω-γύρω για να στολίσουμε -ας το πούμε- τη γειτονιά. Αυτή είναι η ιστορία. Όσον αφορά τα τραγούδια μετά, επειδή με έπαιρνε από μικρό ο πατέρας μου όταν πηγαίνανε και φτιάχνανε τις πρόβες με τους άλλους, άκουγα... Δηλαδή ζούσα μέσα στο τραγούδι, μάθαινα λέξεις, φράσεις και όλα αυτά μου μείνανε. Και τα κρατάω ακόμα και τους λέω. Ακόμα φτιάχναμε και το έθιμο του «χάσκα». Ξέρεις αυτό με το αυγό, ο παππούς ο μεγαλύτερος μέσα στο σπίτι, το απόγευμα μετά τον εσπερινό αν θυμάμαι καλά. Σχωρνιόντουσαν μετά την εκκλησία, ερχόντουσαν φτιάχνανε το χάσκα και μετά βγαίνανε και ανάβανε τον φανό. Για την Κυριακή της μεγάλης Αποκριάς μιλάω τώρα. Αυτά είναι τα βιώματα μου από τότε. Αυτό βέβαια έμεινε ανεξίτηλο σημάδι σε μένα και το συνεχίζω, γιατί το 1982 όταν ο πατέρας μου δεν ήταν καλά και το καταλάβαινε ότι είχε τελειώσει πλέον το λάδι από το καντήλι, με φωνάζει και μου λέει: «Κοίταξε να δεις, εγώ -λέει- σε 5-10 μέρες το πολύ θα έχω πεθάνει. Είτε έχω πεθάνει, είτε δεν έχω πεθάνει, θέλω να βγεις στον φανό να τραγουδήσεις και να χορέψεις. Θα με τιμήσεις και θέλω να συνεχίσεις το έθιμο». Αυτήν ήταν η εντολή του. 17 Φεβρουαρίου πέθανε και 27 Φεβρουαρίου είχαμε τον φανό και βγήκα έξω και χόρευα και τραγουδούσα. Δηλαδή, ήθελε να μου εξηγήσει και μου το έλεγε πάρα πολλές φορές ότι: «Κάποια πράγματα που συμβαίνουν μέσα σε ένα σπίτι είτε είναι ευχάριστα, είτε είναι δυσάρεστα, δεν σταματάει να κυλάει η ζωή, γυρίζει, συνεχίζετε τη ζωή σας. Αυτό που θα νιώθετε για τους άλλους ανθρώπους, είτε λέγεται θλίψη, είτε λέγεται χαρά, κρατήστε το για τον εαυτό σας. Μην καμώνεστε κοινώς -έτσι μου έλεγε- μην καμώνεστε! Κάνε αυτό που λέει η ψυχή σου. Δεν θα βλάψεις κανέναν. Το τι θα πούνε οι άλλοι, τη στιγμή που τα λένε πίσω από την πλάτη σου, είναι πίσω από εσένα -λέει- έπονται». Δεν ξέρω είχε πολλή φιλοσοφία ο πατέρας μου. Δεν είχε τελειώσει Δημοτικό, παρ’ όλα αυτά όμως μου μιλούσε φιλοσοφικά, γιατί όταν σχολούσαμε από τη δουλειά το βράδυ και φεύγαμε πηγαίναμε μια βόλτα στην πλατεία και από εκεί μέχρι το Ξενία και πίσω στο σπίτι μετά μιλούσε συνέχεια και [00:10:00]έλεγε πράγματα, τα οποία δεν τα καταλάβαινα τότε σε μια ηλικία 15-16 χρονών. Και έλεγα: «Τώρα τι μου λέει αυτός...». Όταν περάσαν 40 χρόνια κατάλαβα τι εννοούσε. Και προσπαθώ να είμαι στα βήματα του και αυτό έχω περάσει και στα παιδιά μου: να βλέπουν τη ζωή και να τη χαίρονται σε κάθε δευτερόλεπτο, γιατί δεν ξέρουμε τι μας περιμένει στο επόμενο δευτερόλεπτο.
Αυτό το πράγμα θεωρείς συνδέεται με κάποιον τρόπο και με το έθιμο της Αποκρίας και με τα δρώμενα;
Έχει μια σύνδεση να το πω έτσι, που λέει ότι: «Ζήσε τη ζωή σου έντονα σε κάθε της δραστηριότητα. Μην αφήνεις τίποτα να πάει χαμένο!». Με το να κάθεσαι απλώς και να βλέπεις και να λες: «Τι κάνουν αυτοί;» ή ξέρω 'γω ψάξε το λίγο, δες το, τι εκπροσωπεί; Τι είναι αυτό το μήνυμα που σου δίνει και γιατί γίνεται αυτό; Δεν το ψάχνανε οι περισσότεροι και ουσιαστικά ήταν αμέτοχοι, λέγανε: «Εντάξει, γλεντάνε». Ναι, για ποιον λόγο γλεντάνε; Δεν αναρωτιούνται.
Για ποιον λόγο γλεντάνε;
Αυτό είναι το βασικό!
Κατά τη γνώμη σου.
Για την αναγέννηση της ζωής! Ουσιαστικά τι είναι το άναμμα της φωτιάς; Το ότι κλείνει το στόμα μας με το χάσκα με το αυγό και ξανανοίγει το Πάσχα πάλι με το αυγό, το αυγό τι σημαίνει; Δείχνει την ένδειξη της ζωής, της αναγέννησης της ζωής. Αυτό είναι. Γιατί οι άντρες ουσιαστικά τα καλοκαίρια τότε, λείπανε. Δουλεύανε έξω. Είτε πηγαίνανε για θέρο στη Λάρισα, είτε πηγαίνανε για να χτίσουνε σπίτια κάπου αλλού εκτός Κοζάνης κλπ. Δεν ήταν όλα όπως είναι σήμερα και μένανε οι γυναίκες μόνες τους. Οι περισσότερες γιορτές και τα τραγούδια και οι χοροί ήταν γυναικεία. Την εποχής της Αποκριάς και βασικά τον χειμώνα που επιστρέφανε στα σπίτια τους, ήταν ανδρικά τα ήθη και τα έθιμα και για αυτό και δεν επιτρέπονταν ουσιαστικά και η συμμετοχή των γυναικών στον φανό. Η συμμετοχή τους ήταν να μαγειρεύουν, να φτιάχνουνε πίτες και απ' έξω. Σου λέω εκτός από 2-3 γυναίκες που ανακατεύονται στον φανό. Ντυνόντουσαν άντρες, φορούσαν μάσκα και βγαίνανε και λέγανε τα τραγούδια τους. Και θυμάμαι συγκεκριμένα τη Μαρία την Τσιουκάρα, η οποία είχε μια χαρακτηριστική φωνή και έλεγε κάτι καταπληκτικά τραγούδια κλέφτικα, τα οποία να 'ναι καλά ο Θόδωρος ο Λάκας που τα έχει καταγράψει. Τα έχει γράψει και σε βιβλίο, έχει εκδώσει και CD. Τώρα ασχολείται και με το θέμα να βγάλει προς τα έξω και τραγούδια εκείνα που λέγαμε -γιατί μεγαλώσαμε με τον Θόδωρο- να βγάλει τα τραγούδια που λέγανε στον αρραβώνα, που λέγανε στο γάμο, που λέγανε στον τρύγο, που λέγανε στον Μάη. Και είναι σημαντικά στοιχεία αυτά του πολιτισμού μας. Αν ξεχάσουμε την ιστορία μας και τις ρίζες μας ξεχνάμε ποιοι είμαστε. Και αυτό είναι το βασικό! Και εγώ αυτό που θέλω να περάσω στα παιδιά μου είναι αυτό. Ο γιος μου, για παράδειγμα, δεν γυρίζει η γλώσσας του στα κοζανίτικα με τίποτα, ενώ η κόρη μου φέρνει. Αυτήν είναι η διαφορά μας. Τώρα είπαμε για την ιστορία του φανού, νομίζω ότι...
Ναι.
Δεν έχουμε κάτι περισσότερο.
Ναι. Θέλω να μου πεις λίγο εσύ όταν ήσουν μικρός θυμάσαι τι τραγούδια άκουγες εκεί πέρα από τους μεγαλύτερους και σου μείνανε;
Σχεδόν όλα... Σχεδόν όλα. Απλά θυμάμαι ότι όταν πήγαινε 23:00, 23:00 και μας διώχνανε από τον φανό πιτσιρίκια που ήμασταν τότε, γιατί ξεκινούσε η «σεξουαλική διαπαιδαγώγηση» να το πω έτσι. Λέγανε τα «ξεδιάντροπα» με υπονοούμενα, όχι απευθείας. Παρ’ όλα αυτά όμως, περνούσανε το μήνυμα στους έφηβους και πάνω, ποια είναι αγάπη, πώς λειτουργεί, πώς είναι ο έρωτας, πώς γίνεται η επαφή, όλα αυτά. Βέβαια, κάποια στιγμή, όταν ερχόντουσαν στο βαρύ-βαρύ τσακίρ κέφι πλέον κι ήταν εκστασιασμένοι από το πολύ το κρασί τα ξεγυμνώνανε εντελώς και λέγανε τα πολύ-πολύ-πολύ βαριά κομμάτια. Αυτό μου έμεινε. Παρ’ όλα αυτά όμως το τραγούδι, το οποίο το τραγουδούσαν εμένα που μου ‘μεινε, δεν ήταν απλά τραγουδούσε ο πρωτο-τραγουδιστής. Έφτιαχνε και παντομίμα πάνω στις λέξεις και στις κινήσεις και σε αυτό που αντιπροσώπευε το τραγούδι. Και αυτό μου 'μεινε! Γιατί έπαιζαν ολόκληρο θέατρο θυμάμαι ο πατέρας μου μαζί με τον Χρήστο τον Τσιάρα την ώρα που τραγουδούσανε. Αυτό μου 'μεινε. Στον Σύνδεσμο Γραμμάτων και Τεχνών που είμαι τώρα τα τελευταία 22 χρόνια, όπου έχουμε δώσει παραστάσεις, επειδή ξέρει ο δάσκαλος με τι ασχολούμαι, με έβαζε πάντα να δημιουργήσω αυτό που λέμε την παντομίμα. Τα κομμάτια που χρειαζόντουσαν παντομίμα τα έβγαζα εγώ σαν [00:15:00]πρωτο-τραγουδιστής και αφήναμε φοβερές εντυπώσεις όπου και αν πηγαίναμε, γιατί είπαμε ότι το τραγούδι δεν είναι μόνο αυτό. Πρέπει να κάνεις και τις κινήσεις, για να δώσεις και σε αυτόν που δεν θα πιάσει το γλωσσικό ιδίωμα, με την κίνηση να καταλάβει τι είναι αυτό που εννοείς.
Μπορείς να μου φέρεις κάποιο παράδειγμα από αυτά τα τραγούδια; Τους στίχους, για τι μιλάνε...
Ένα τραγούδι, το οποίο βέβαια ακούγεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα με διαφορετικό τρόπο, το χορεύουν ίσως και με διαφορετικό τρόπο είναι τα «Μπουγδανιά», «Πέρασα από τα Μπουγδανιά». Που λέει: «Πέρασα από τα Μπουγδανιά και είδα πώς έσπερναν κουκιά. Έτσι-α τα έσπερναν -δείχνουν την κίνηση πώς τα σπέρνανε- έτσι τα ποτίζανε, έτσι τα λιχνίζανε, έτσι τα μαζεύαν, έτσι τα μαγειρεύανε και στο τέλος -είχε προσθέσει ο πατέρας μου και το άλλο ότι- και έτσι-α τα έβγαζαν». Και αυτό χρειάζεται παντομίμα, να κάνεις όλες τις κινήσεις. Και ήταν και άλλα τραγούδια που είχανε κίνηση και παντομίμα. Το τραγούδι το πολύ γνωστό, το: «Πέντε αδέρφια ήμασταν» κ.λπ. έχει κίνηση, με το: «Σπρώξε αυτήν, σπρώξε αυτό, από κάτω αυτήν, από πάν' εγώ». Έχουν και αυτά κίνηση αλλά χρειάζεται ο πρωτο-τραγουδιστής με έναν άλλον βοηθό να τα χρησιμοποιήσουν. Όλα αυτά παραπέμπουν… Δεν ξέρω αν παρακολουθείς αρχαία κωμωδία, τρελαίνομαι με τον Αριστοφάνη. Έχουνε και αυτοί στο τραγούδι τους απάνω, στον χορό έχουν εκεί κίνηση. Για αυτό λέμε ότι πρέπει να 'ναι πανάρχαιο το έθιμο, δεν εξηγείται διαφορετικά.
Βέβαια αυτό που γνωρίζεις και εσύ από τους παλαιότερους είναι ότι το έθιμο ξεκίνησε πότε περίπου στην περιοχή;
Από πολύ παλιά. Επί τουρκοκρατίας ακόμη. Τα στοιχεία που έχουμε δείχνουν ότι έχουν από τουρκοκρατίας κάτι που έμεινε και συνεχίστηκε, όπως σου είπα προηγουμένως. Κάποια στιγμή είχε ατονήσει, συνεχίστηκε, εμφανίζεται ξανά μάλλον το '35 πλέον τις Απόκριες, με τα γνωστά τραγούδια. Όπου ακούγανε, όπου φέρνανε οι ταξιδευτές κ.λπ. τα φέρναν αυτά τα τραγούδια. Και δεν είναι μόνο αυτά που ακούμε στους φανούς, είναι πάρα πολλά. Η καταγραφή που έχει κάνει ο Θόδωρος ο Λάκας, έχει τραγούδια... Πόσα κομμάτια είναι; Πολλά. Τα έχω και σε φλασάκι περασμένα, γιατί καμιά φορά μου ζητάνε, μου είχανε ζητήσει πριν από 4-5 χρόνια περίπου να κατέβω στην Αθήνα να τα δείξω σε έναν σύλλογο. Λέω: «Ρε παιδιά -λέω- χρειάζεται γλωσσικό ιδίωμα για να μπορέσετε να το βιώσετε». Λέει: «Θα τα πεις εσύ!», «Άμα είναι να τα πω εγώ και να μπορέσω να έχω και 10 άτομα να το επαναλαμβάνουν, γιατί είναι η επανάληψη το βασικό -λέω- δεν είναι μονωδίες. Να κάνουμε μια μονωδία και να τελειώσει η ιστορία. Χρειάζεται και η επανάληψη και η επανάληψη δημιουργεί την όλη ιστορία. Αυτό είναι το έθιμο». Και σε άλλες περιοχές που έχω ψάξει -και στη Μυτιλήνη και στα Γρεβενά και στα Άγραφα ακόμα- έχουνε περίπου τέτοιες κινήσεις και τέτοια τραγούδια, αλλά εμείς έχουμε το αποκλειστικό ότι ο φανός στήνεται στη μέση της γειτονιάς. Δεν γίνεται από μάζεμα κλαριών, γίνεται με δαδί πάνω σε βωμό και αυτό μας πάει στα πολύ πανάρχαια χρόνια.
Ναι... Και μου είπες υπήρχαν κάποια τραγούδια που άκουγες και από μικρός στους φανούς που ήταν για σεξουαλικό περιεχόμενο, που τα λέγανε πιο αργά, που είχανε πιει κ.λπ. Και υπήρχανε και άλλα τραγούδια που το περιεχόμενο τους… Ας πούμε κάποιος που δεν γνωρίζει καθόλου για τους φανούς στην Κοζάνη, τι θα του έλεγες για τα τραγούδια και πώς έχουν μετεξελιχθεί μέσα στα χρόνια;
Δεν έχουν αλλάξει τα τραγούδια, απλά οι νέοι σήμερα δεν έχουν τον τόνο και τον τρόπο που χρειάζεται για να το πεις, για να ακουστεί καλά το τραγούδι. Αλλιώς θα πεις τα κλέφτικα, αλλιώς θα πεις τα ερωτικά, αλλιώς θα πεις αυτά που είναι τα περιπαικτικά, που σαρκάζεις κάποιες καταστάσεις ή ακόμα και τον εαυτό σου και αλλιώς θα πεις τα σεξουαλικά να το πω έτσι, τα νοικοκυρίσια. Έχει πολλές κατηγορίες. Άμα πάρεις και διαβάσεις το βιβλίο αναφέρει κάποιες κατηγορίες και πώς κ.λπ. Συγκεκριμένα στις παραστάσεις μας έβγαζα, ξεκινούσα πάντα με το βασικό τραγούδι που ξεκινάνε, το «Εβγάτε αγόρια μου στον χορό». Το ακούς και στην Ήπειρο και σε άλλες περιοχές. [00:20:00]Στις παραστάσεις που προετοιμάζαμε με τον σύνδεσμο, όπου και αν πηγαίναμε -και στη Λάρισα και στη Δράμα έχουμε πάει και στα Γιάννενα- παρουσιάσαμε τον φανό της Κοζάνης σαν δρώμενο. Ξεκινούσα πάντα με αυτό το τραγούδι: «Εβγάτε αγόρια μου στον χορό», συνέχιζα, έβγαζα δηλαδή ένα πρόγραμμα με τραγούδια κλέφτικα, περνούσαμε σε τραγούδια αγάπης ελαφριά, μετά σε σκωπτικά και στο τέλος στα καλυμμένα σεξουαλικά. Γιατί έτσι κορυφώνεται, έτσι πήγαινε... Βλέπεις ξεκινάει το πρόγραμμα μαλακά, μαλακά, μαλακά και αρχίζει και ανεβαίνει μέχρι να πικάρει. Αυτήν είναι η όλη ιστορία. Το θυμάμαι δηλαδή, εντάξει, και το διασκεδάζουμε. Και το θέμα είναι να το διασκεδάζεις! Αν δεν το διασκεδάζεις και το κάνεις για το θεαθήναι δεν έγινε τίποτα. Το κάνεις πρώτα για τον εαυτό σου, για να το κρατήσουν σαν έθιμο αυτοί που έρχονται και για να το μάθουν, γιατί πριν να ξεκινήσουμε να βγάλουμε μια παράσταση τουλάχιστον στον σύνδεσμο, καθόμαστε κάνουμε ένα μήνα, δυο μήνες πρόβες. Να μάθουν κάποια τα λόγια, να μάθουν τα τραγούδια, να μάθουν τις κινήσεις. Είναι σημαντικό αυτό, γιατί υπάρχει και ένα συγκεκριμένο βήμα σε όλα τα τραγούδια. Είναι ένα συγκεκριμένο βήμα, συγκεκριμένο πιάσιμο. Έχουν όλα αυτά μια συνέχεια και αυτό χρειάζεται να το μαθαίνουν. Δεν πιάνονται... Ναι μεν κυκλικά, αλλά πάνε αγκαλιαστά, θηλυκωτά που λένε. Είναι κάποια στάνταρ, τα οποία χρειάζεται να τα κρατάμε. Έτσι έμαθα, έτσι έβλεπα, έτσι το συνεχίζω.
Αυτά έχουνε το νόημα τους;
Ακριβώς! Εκεί θέλω να καταλήξω, ότι αυτό είναι το έθιμο. Αν το παραποιήσουμε παύει να είναι εκείνο, είναι κάτι άλλο. Βγάζουμε κάτι άλλο προς τα έξω. Οπότε κρατάμε εκείνο όπως είναι. Εντάξει, η αδερφή μου μόνιμα είναι γνωστή επειδή και ο πατέρας μου μια ζωή ντυνόταν Μπάμπω τις Αποκριές και ειδικά την Κυριακή, ειδικά στην παρέλαση ενώ στον φανό... Ναι και στον φανό! Τις περισσότερες φορές φορούσε της μάνας του τα ρούχα! Και έφτιαχνε μιμήσεις, πειράγματα. Ήταν ένας θεατρίνος της γειτονιάς -να το πω έτσι- φιλήσυχος και τον λέγανε όλοι ειρηνοποιό. Δεν ξέρω για ποιον λόγο, απλά οι συγγενείς μου λένε ότι κάθε πρωί πριν να φύγει για τη δουλειά περνούσε από όλα τα σπίτια των συγγενών μας που είναι εδώ στη γειτονιά και τους ρώταγε αν υπάρχει πρόβλημα και αν έχουν πρόβλημα μεταξύ τους να το λύσουν. Αυτό ήταν... Είναι μεγάλη η ιστορία μας, απλά χρειάζεται να τη δίνουμε σημασία για να παίρνουμε μαθήματα από 'κει για να χτίζουμε το μέλλον, να προχωράμε με το μέλλον έτσι όπως μας έρχεται τώρα -τεχνολογία κ.λπ.- αλλά να μην ξεχνάμε και τη ρίζα μας. Και αυτό είναι το βασικό, αυτό είναι το νερό της ζωής μας για εμένα. Δεν σημαίνει ότι ζω μόνιμα για τον φανό, απλά το περιμένανε οι παλιοί. Ακόμα και σήμερα κάποιοι Κοζανίτες -δεν θα πω για παλιούς, θα πω για πιο μικρής ηλικίας από εμένα- το περιμένουν για να γλεντήσουνε εκείνες τις μέρες, να γλεντήσουν διαφορετικά από ό,τι θα πηγαίναν σε ένα μπαράκι ή σε ένα μαγαζί. Είναι μεγάλη ιστορία αυτό. Δηλαδή είναι κάποιοι... Και κάποιοι το έχουν παρεξηγήσει, λένε: «Περιμένουν τις Απόκριες να γλεντήσουν». Κι όμως! «Εκεί που λέγανε που δεν είχανε λεφτά -λέει- αυτοί βγαίνουν κάθε βράδυ -λέει- και τρων' και πίνουν» και καλά κάνουν! Και πολλές φορές εμείς τώρα που ξεκινάμε όταν ξεκινάει ο φανός, η περίοδος του φανού από την Τσικνοπέμπτη, κάθε βράδυ σχεδόν τα παιδιά του φανού βρίσκονται στο σπιτάκι που μας φτιάχνει ο Δήμος. Μαζεύονται, τραγουδάνε, ψήνουν με δικά τους έξοδα. Δεν είναι από τον κορβανά του Δήμου ή αυτά που δίνει η Περιφέρεια, εν πάση περιπτώσει. Γιατί κάποια στιγμή είχαμε κατηγορηθεί ότι τρώμε τα λεφτά του Δήμου. Ποτέ δεν έγινε αυτό. Πάντα από τη τσέπη μας... Και τα λεφτά του Δήμου μένανε στο ταμείο ό,τι περίσσευε, κρασιά, κιχιά, έξτρα... Πάντα, πάντα βγαίναμε έξτρα.
Παλιά στην περιοχή εσείς είχατε τον φανό, τα Μπουγδανάθκα. Πόσοι ακόμα υπήρχανε;
Ήτανε φανός από τον Αϊ-Δημήτρη, η Σκ'ρκα, τα Αλώνια, η Γιτιά, το Κεραμαριό, το Πηγάδι απ' το Κεραμαριό έγινε μετά. Τον Αϊ- Δημήτρη, τα Αλώνια τα είπα... Κάτω στον Αριστοτέλη έγινε μετά, είναι απ' τους τελευταίους, απ' τους πιο πρόσφατους φανούς. Πιο πρόσφατος είναι και ο Λάκκους τ’ Μάγγαν’ γιατί τότε ήταν μια περιοχή εκεί που ήταν -ας το πούμε- το τέλος της Κοζάνης. Δεν είχε πολλά σπίτια κατά εκεί πάνω. Δημιουργήθηκε πολύ πιο αργά ο φανός εκεί. Η Σκ'ρκα δεν θυμάμαι πότε δημιουργήθηκε, πότε ξεκίνησε να λειτουργεί. Και μετά οι συνοικίες, οι οποίες χτίστηκαν περιμετρικά της Κοζάνης -Πλατάνια, Άγιος Αθανάσιος, [00:25:00]Κρεβατάκια- αυτές οι περιοχές τότε ήταν χωράφια, δεν είχε τίποτα. Με το που ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι, οι απ' έξω, από άλλες περιοχές και κατοίκησαν εκεί, μπήκανε στο έθιμο. Χρησιμοποιούν τα τραγούδια της Κοζάνης. Ίσως δεν είναι σωστός ο τόνος, δεν πειράζει! Το θέμα είναι ότι έχουνε μπει μέσα στο πνεύμα της Αποκριάς και το γλεντάνε. Και αυτό σου λέει: «Όχι όπως ήξερες, όπως βρήκες» και το κρατάνε και είναι τιμή αυτό για εμάς. Εγώ το δέχομαι. Δεν με πειράζει... Και δεν σημαίνει ότι μόνο εμείς έχουμε το χιούμορ ή τον τρόπο να εκφραστούμε. Υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν το ίδιο, απλά αντιγράφουν. Δεν είναι τίποτα... Το βρήκανε; Το κρατάνε, το συνεχίζουν! Θα χαιρόμουν πάρα πολύ αν φτιάχνανε το έθιμο από την περιοχή από την οποία μετεγκαταστάθηκαν εδώ. Ναι όμως προσαρμόστηκαν, απορροφήθηκαν στο καρναβάλι μας και είναι πολύ σημαντικό αυτό. Εγώ τώρα συνεργάζομαι χρόνια με τα Κρεβατάκια, γιατί πάμε και διδάσκουμε χορό εκεί και σήμερα κιόλας έχουμε πρόβα για αυτό με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος μου, ένας νεο-χορευτής που ήρθε, φοιτητής. Σπουδάζει εδώ, είναι από τις Σέρρες, μας άκουσε ένα βράδυ σε ένα μαγαζί τραγουδούσαμε και λέει: «Ρε παιδιά, θέλω και εγώ να μπω μέσα!», «Έλα -λέω- όποτε θες».
Είναι ανοιχτό δηλαδή το εγχείρημα.
Όχι για τον φανό, δεν αφορά τον φανό, αφορά και… Ξέρεις τώρα κάπως έτσι ξεκινάει... Είχα μια φίλη της κόρης μου, η οποία φοιτούσε στην Κοζάνη στα ΤΕΙ τότε. Τελείωσε τα φοιτητικά της χρόνια, δεν έλειπε από τον φανό με τίποτα, τελείωσε και ερχόταν κάθε χρόνο μετά για τον φανό! Κατάλαβες; Σε αυτό το σημείο... Δηλαδή τρελαίνεται.
Το έχει αγαπήσει πολύς κόσμος.
Ακριβώς, ακριβώς. Όσοι ασχολήθηκαν.
Γιώργο, μου είπες για τον χορό, μου είπες για τα τραγούδια, ένα άλλο κομμάτι γύρω από τους φανούς και την Αποκριά στην Κοζάνη που είναι κεντρικό είναι οι παρελάσεις που γίνονται την Κυριακή.
Ναι.
Την Κυριακή της μεγάλης Αποκριάς. Εσύ τι θυμάσαι; Και από μικρός και μετά. Πώς γινόταν παλιά οι παρελάσεις;
Δεν ξέρω πότε ξεκινήσαν οι παρελάσεις εγώ απλά έχω κάποιες μνήμες από το '62-'63 που ετοιμάζαμε το άρμα. Θυμάμαι μια χρονιά ήμουν σε ένα άρμα -'62 πρέπει να ήτανε- είχαμε ένα καρότσι και στο καρότσι αυτό είχαμε ζεμένο έναν σκύλο και ήμουν μέσα στο καρότσι και εγώ και η αδερφή μου. Και μας πέρασε... Τότε η παρέλαση γινότανε από την πλατεία Νίκης, Ειρήνης και λέω Νίκης... Μέχρι και πού έβγαινε; Μέχρι και το ξενοδοχείο, τον Αλιάκμονα. Περνούσε αυτόν τον δρόμο, δεν ερχόταν από Παύλου Μελά. Μετά τροποποιήθηκε, όπως και οι παρελάσεις οι στρατιωτικές. Ξεκινούσαν από πάνω από το Ολύμπιον ας το πούμε, κατεβαίνανε κάτω. Μια άλλη χρονιά θυμάμαι, πότε ήταν... Το '67; Ή '67 ή '68. Ήμουνα 12 χρονών, με είχανε βάλει σε ένα καρότσι. Είχαμε παρουσιάσει ένα άρμα «Η δούλα του Γκοργκόλη». Είχαμε έναν γείτονα εδώ, ο οποίος είχε πρόβλημα. Δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, ήτανε καμπούρης, σκυφτός κ.λπ. Δεν πείραζε κανέναν, τον πειράζανε όλοι, δεν πείραζε κανέναν. Αυτό είναι το σημαντικό, μας υπεραγαπούσε σαν παιδιά στη γειτονία και ειδικά τον πατέρα μου γιατί πήγαινε μαζί του στο αμπέλι κ.λπ. Ο Νικολής τ' Βελίκαρ' δεν θα τον ξεχάσω... Και αυτόν τον ντύσαμε δούλα-υπηρέτρια και ο πατέρας μου ήταν η μπάμπω με τη ρόκα στα χέρια κ.λπ. Είχα σκάσει να πίνω γάλα μέχρι να τελειώσει η παρέλαση, κατουριόμουν δυο μέρες! Μετά θυμάμαι τον πατέρα μου που έκανε το νοικοκυριό, «παλιούκαιρο νοικοκυριό» πάνω σε ένα άρμα που έπλαθε πίτες συγχρόνως, έπλενε ρούχα, τα άπλωνε, το ένα, το άλλο. Ήταν η χαρακτηριστική μπάμπω που έπλαθε τις πίτες στην παρέλαση. Από εκεί το χαρακτηρίσανε έτσι. Πάντα μπάμπω ντυνότανε, κάτι το οποίο τον είχε κάνει εντύπωση τον Γιώργο τον Παφίλη, ερευνητή και αυτουνού πάνω στα ήθη και έθιμα της Αποκριάς για αυτό και έχει γράψει αρκετά έργα στο κοζανίτικο ιδίωμα και τα 'χει ανεβάσει. Κι έχω συμμετέχει σαν ηθοποιός, ερασιτέχνης πάντα. Και λέει: «Ας το πούμε, μέντορας μου -λέει- ήταν ο πατέρας σου. Πήγαινα στο μαγαζί και μου 'λεγε πράγματα και τα σημείωνα». Εκείνος τα σημείωνε, εγώ δεν σημείωνα πάλι. [00:30:00]Απλά κάποια στιγμή είχα ένα μαγνητόφωνο και μαγνητοφώνησα τα τραγούδια αλλά έχουν χαθεί όλα τα στοιχεία. Δεν ξέρω. Φτιάξαμε πολλά άρματα, περάσαμε πολλά άρματα. Και εκείνο, το οποίο πέρασα και στη μετέπειτα: θέλαμε να ξεφύγουμε στο άρμα πάνω από τη σεξουαλικότητα, αλλά να σαρκάσουμε την καθημερινότητα ή τα παλιά τα έθιμα. Είχα κάνει μια χρονιά το «Πηγάδι τσουρ-τσουρ». Ήταν ένα πηγάδι εδώ πάνω στο Κεραμαριό, που πηγαίναν οι γυναίκες και καλά να βάλουν νερό και τσακωνόντουσαν ποια θα πάρει τη σειρά: «Ήρθα πρώτη, ήρθα δεύτερη». Και το έκανα αναπαράσταση σε άρμα πεζοπόρο, εγώ και τα παιδιά μου. Εμείς είχαμε πεθάνει στο γέλιο, μας είχε αρέσει η όλη ιστορία. Τώρα οι άλλοι απ' έξω τι καταλάβανε, είναι άλλη ιστορία. Και πολλά παλιά έθιμα, ας πούμε, είχαμε ανεβάσει σε παρελάσεις. Και κάθε χρόνο από τη γειτονιά μου λέγανε: «Γιώργο, τι άρμα θα κάνουμε φέτος;». Έτσι...
Τα άρματα έχουν αλλάξει με την πάροδο των χρόνων; Και που κάνατε εσείς αλλά και που γενικότερα βλέπει ο κόσμος στην παρέλαση;
Δεν βλέπω πολύ μεγάλη αλλαγή. Δεν βλέπω πολύ μεγάλη αλλαγή... Ουσιαστικά τι είναι το άρμα; Το άρμα είναι ένας σαρκασμός της καθημερινότητας, της σημερινής καθημερινότητας ή της χθεσινής. Άρα είναι το ίδιο, δεν έχει αλλάξει κάτι. Δεν έχει αλλάξει κάτι πάνω σε αυτό. Απλά προσθέτουν τα στοιχεία τα καινούργια. Κάποια στιγμή είχα βγάλει τα κινητά τηλέφωνα όταν είχαν πρωτοβγεί τα κινητά τηλέφωνα. Παρίστανα... Ο πρώτος, όπως λένε, ο οποίος χρησιμοποίησε κινητό τηλέφωνο ήταν ένας στην Κοζάνη γνωστός -Γούτσιος τ' Βάμπα- είναι γνωστός. Είχε έναν αδερφό και είχε κάτι πρόβατα κάπου κάτω απ' το Κουρί μεριά και του λέει: «Ξέρεις αδερφέ έχω μια δουλειά, τράβα να φυλάξεις τα πρόβατα, εντάξει;», «Εντάξει». Και πήγε αυτός να φυλάξει τα πρόβατα. Κάποια στιγμή βαρέθηκε, ανέβηκε πάνω σε ένα δέντρο και έκανε ότι παίρνει τηλέφωνο την βασίλισσα. Έκανε ότι παίρνει τηλέφωνο τον αδερφό του και του λέει: «Αδερφέ, επειδή με πήρε τηλέφωνο η βασίλισσα, με χρειάζεται πρέπει να φύγω και να γυρίσω στην Κοζάνη». Παράτησε τα πρόβατα και έφυγε. Άρα ουσιαστικά, ήταν ο πρώτος ξεκίνησε να μιλάει στο έτσι στυλ. Και έκανα κάτι τέτοιο, έκανα ένα άρμα τέτοιο. Μια χρονιά είχα κατεβάσει ένα άρμα που έδειχνε με το πολύ το χιόνι που βγήκαν όλοι από το δημαρχείο με τα φτυάρια και ξάριζαν τα χιόνια. Είχαμε ένα θέμα μια χρονιά. Πολλά άρματα! Εντάξει, άρα σημαίνει ότι δεν ξεφύγαμε από την παράδοση. Και αυτό είναι το βασικό: να περάσουμε αυτό που ζήσαμε και αυτό που ζούμε, να το σαρκάσουμε. Εξάλλου τι είναι; Απόκρια τι είναι; Σαρκασμός είναι, σαρκασμός και συγχώρεση.
Είσαι ένας άνθρωπος που ασχολείται ενεργά από πολύ μικρός, περιγράφεις όλη αυτήν την περίοδο της Αποκριάς με το γλέντι, την παρέλαση. Μετά πώς επανέρχεσαι στην καθημερινότητα;
Κανονικά.
Όταν έρχεται ξανά Δευτέρα.
Κανονικά! Απλά να σου πω ότι την εποχή πλέον που είχα μεγαλώσει, είχα κάνει και οικογένεια κ.λπ. που η δουλειά μου ήταν να ταξιδεύω στη δυτική Μακεδονία σαν πωλητής, από την Τσικνοπέμπτη μέχρι και την Καθαρή Δευτέρα γύρναγα... Ήμουνα με 2 ώρες ύπνο το πολύ σε καθημερινή βάση. Παρόλα αυτά όταν ταξίδευα δεν νύσταζα, δεν ξέρω γιατί. Και έλεγα: «Να τελειώσω γρήγορα το δρομολόγιό μου για να γυρίσω πίσω να πάω στον φανό», γιατί κάθε βράδυ πηγαίναμε και σε άλλο φανό. Κάποια στιγμή είχε καθιερώσει ο δήμαρχος, ο Παγούνης αν θυμάμαι καλά, τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των φανών, να μην υπάρχουν ιδιαίτερες αντιπαλότητες. Και οι αντιπαλότητες αυτές ουσιαστικά -θα επανέλθω σε αυτό το θέμα- είχανε ξεκινήσει όταν για να ανεβάσουν τα άρματα και να συνεχιστεί η προσπάθεια, είχανε θεσπίσει βραβεία για το καλύτερο άρμα, για τον καλύτερο φανό και το καλύτερο τραγούδι. Και ήταν χρηματικά τα έπαθλα. Φυσικά τα χρήματα πηγαίνανε στη γειτονιά, έτσι; Δεν πηγαίνανε στους πρωταγωνιστές. Και αυτό ήταν το καλό: ό,τι περίσσευε μετά τα έπαιρνε η γειτονιά -το θυμάμαι πολύ καλά- και έφτιαχνε -βάζανε και κάτι παραπάνω- και φτιάχνανε εκδρομές όλη η γειτονιά. Γεμίζαν ένα λεωφορείο, πού θα πάμε; Στη Νάουσα, θυμάμαι ένα μακρινό ταξίδι στη Νάουσα για τότε. Θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη στην Αρετσού μικρός και στην επιστροφή το βράδυ θυμάμαι χτυπήσαμε έναν λαγό και κατέβηκε ο πατέρας μου τον πήρε, τον έβαλε στο λεωφορείο στη μέση στον διάδρομο και τον έκλαιγε τον καημένο, τον μακαρίτη. Δηλαδή εντάξει, περνούσαμε ωραία, αλλά όλα ήταν σε επίπεδο γειτονιάς. Σήμερα λίγο έχουμε ξεφύγει από αυτό. Δύσκολα εμπιστεύεται ο ένας τον άλλον, τότε [00:35:00]ήταν πολύ διαφορετικά.
Και ήμασταν αγαπημένοι μέσα στη γειτονιά. Κάποια στιγμή οτιδήποτε συνέβαινε σε ένα σπίτι βοηθούσε όλη η γειτονιά. Θυμάμαι, παράδειγμα, τις εποχές που ήταν το καλοκαίρι που φτιάχνανε οι γυναίκες τα πέτουρα και τον τραχανά. Λέγανε: «Πού θα πάμε σήμερα;», «Στην Κατίνα». Πηγαίνανε στην Κατίνα οι γειτόνισσες, φτιάχνανε, τελειώνανε, την άλλη μέρα στην Θεανώ, την παράλλη μέρα στην Ερμιόνη. Έτσι πήγαινε η ιστορία. Σήμερα επειδή λόγω της δουλειάς, λόγω του ότι έχει αυξηθεί και πολύ ο πληθυσμός της Κοζάνης, τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί. Δεν έχει αυτό το δέσιμο το μεγάλο η γειτονιά. Ακόμα κάποιες φορές όταν μπήκανε στον φανό άνθρωποι, οι οποίοι δεν ήταν από την περιοχή μας, αλλά αγαπούσαν το έθιμο τους κρατήσαμε. Δεν έχει σημασία αν ήταν από τα Σέρβια ή αν ήταν Πόντιοι, γιατί είχαμε και Πόντιους. Παρόλα αυτά όμως οι «σκληροπυρηνικοί» δεν το βλέπανε με καλό μάτι: «Ου! Θα 'ρθει ο αούτος να μας πει;». Μα έρχεται, βοηθάει! Δεν έχει σημασία αν δεν θα σου πει τραγούδι ή αν θα πιαστεί στον χορό και θα χορέψει. Δεν είναι κακό! Βοηθάει, είναι μέσα στη γειτονιά, τον έχεις γείτονα. Αυτό ήταν το μήνυμα. Βασικά, ήταν το αντάμωμα και το δέσιμο της γειτονιάς για εμένα. Εγώ το βλέπω έτσι: να δέσει και να σφίξει η γειτονιά, να ξαναφτάσει η «καλημέρα» με το χαμόγελο και να βγει μέσα από την καρδιά! Αυτό το συναίσθημα δεν είναι... Λες τώρα τον γείτονα «καλημέρα» τυπικά, τίποτα περισσότερο. Και αυτό θέλω να φτάσουμε. Εντάξει, τώρα τελευταία χρόνια είχα και εγώ μια σχετική αποχή, γιατί είχα κάποια θέματα υγείας και το ένα και το άλλο, οπότε δεν σημαίνει ότι ξέχασα αυτά που ξέρω. Το αγαπώ το έθιμο και θέλω να το συνεχίσω και θέλω και τα παιδιά μου αν θέλουν να το συνεχίσουν ή τα εγγόνια μου, να είμαι καλά...
Η αντιπαλότητα αυτήν και ο ανταγωνισμός που λες ότι υπήρξε-
Υπήρξε σε επίπεδο ότι εμείς το κάνουμε καλύτερο σε σχέση με εσάς και αυτό έπαιζε συνήθως τότε με τα άρματα και στα βραβεία που πέσαν. Κάποια στιγμή επειδή λέγανε ότι υπήρχαν και λαδώματα και το ένα και το άλλο, υπήρχαν συμπάθειες ή ψηφίζανε διαφορετικά οι κριτικές επιτροπές, πέρασε ο δήμος σε άλλο επίπεδο και λέει ότι: «Ναι, θα χορηγώ στον κάθε φανό ένα συγκεκριμένο ποσόν για τα έξοδα του, γιατί δεν μπορούν να μαζέψουν έξοδα». Γιατί οι πιτσιρικάδες τότε, όταν ερχόταν ο φανός, επειδή σου είπα δεν υπήρχανε πόροι είτε από τον δήμο είτε από πουθενά αλλού από χορηγούς και τέτοια, βγαίναμε με το πιάτο στη γειτονιά και πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, δεκάρα-δεκάρα, πενηνταράκι-πενηνταράκι. Ή αυτοί που είχαν τα μαγαζιά δίναν κάνα εικοσάρικο ασημένιο θυμάμαι, κάνα πενηντάρικο, κάνα κατοστάρικο για να μαζέψουμε τα έξοδα για να πάρουμε κρασί, για να πάρουμε τις λαγάνες την Καθαρή Δευτέρα, για να κεράσουμε τον κόσμο κάποια κιχιά, τα υλικά που θα φτιάχνανε οι γυναίκες τα κιχιά ή τα κεφτεδάκια στο σπίτι. Γιατί σου είπα ερχόταν και κόσμος απ’ έξω, τώρα δεν μπορείς να τρως εσύ και να κάθεται ο άλλος απ’ έξω και να γλείφεται. Υποχρεωτικά πέρναγες το πιάτο από 'κει και έπαιρνε το κεφτεδάκι έτσι για κέρασμα. Δημιουργήθηκαν μετά τα σπιτάκια όταν ξεκίνησε ο δήμος να χρηματοδοτεί την όλη ιστορία. Δημιουργήθηκαν τα σπιτάκια και τα χρήματα, φέρνανε το κρασί, φέρνανε τα κιχιά έτοιμα. Δεν φτάνανε ποτέ βέβαια αυτά, έτσι; Οπότε βάζαμε και από την τσέπη μας κάποια πράγματα για να συμπληρωθεί η όλη ιστορία και όλοι ήταν καλοδεχούμενοι. Και τρέχανε όλοι: άλλος θα έβαφε, άλλος θα καθάριζε, άλλος θα κάρφωνε. Γινόταν ένας καταμερισμός εργασιών, ο καθένας στο είδος του. Παράδειγμα, ο Γιάννης ο Κωδωνάς μια ζωή να ασχοληθεί, να οργανώσει τον «οντά», να στρώσει, να κάνει, να ράνει, η γυναίκα του να φέρει τις φωτογραφίες, να φτιάξει γλυκά, να ετοιμάσει τον οντά, τα γλυκά, ποιον θα κεράσει κ.λπ. Είναι μεγάλη υπόθεση! Τα άλλα τα παιδιά στο να υποδεχθούν τους καλεσμένους, να τους κασμερέψουν γιατί δεν υπάρχει περίπτωση τώρα να 'ρθει ο δήμαρχος και να μην τον κασμερέψεις ή να 'ρθει κάποιος οποιοσδήποτε και να μην τον κασμερέψεις. Κάναμε και κάποιες παρουσιάσεις στην ΕΡΤ1 και στην ΕΡΤ2. Καλά ήταν και εκεί... Πέρασε το έθιμο δηλαδή. Εντάξει, οι βασικές μορφές που περάσανε από εδώ από την Κοζάνη ήταν από τη γειτονιά μας ήταν ο πατέρας μου σαν πρωτο-τραγουδιστής μαζί με τον Χρήστο τον Τσιάρα και τον Γιώργο τον Μπαντόλα, οργανωτής και χρηματοδότης ουσιαστικά ο Δημουδιάς ο Μανώλης και στη συνέχεια οι Δημουδιάδες γενικά, δεν σταματήσαν σαν χορηγοί. Οι υπόλοιποι που είχαν εμπορικά καταστήματα εδώ απ' τη γειτονιά μας, ο Δραγατσίκας, ο Σιακαβάρας κ.λπ. προσφέρανε σε χρήμα συνήθως, δεν προσφέρανε σε τραγούδι και σε αυτά. Ο καθένας πρόσφερε με τον τρόπο του. Εκείνο που μπορούσε να κάνει... Και αυτό είναι το σημαντικό. Ήταν ένα γλέντι, μια γιορτή της γειτονιάς.
[00:40:00]Έτσι, όταν γινόταν τα γλέντια και αυτά υπήρχαν και ευτράπελα; Να τσακώνονται, να μεθάνε;
Μεθούσανε ναι... Δεν τσακωνόντουσαν, δεν θυμάμαι ποτέ καυγάδες. Το πολύ-πολύ να τσακωνόντουσαν ποιος είπε το καλύτερο τραγούδι ή ότι: «Δεν το πες καλά εσύ!» και «Εγώ το είπα σωστά!». Σε αυτό το επίπεδο, τίποτα περισσότερο... Δεν θυμάμαι δηλαδή, μπορεί να είχαν ανταλλάξει μια κουβέντα κακιά πριν από τον φανό αλλά όταν ξεκινούσαν οι Αποκριές, σου είπα ότι γινότανε παύση.
Εσύ στο μέλλον ιδανικά, πώς θα ήθελες να συνεχιστεί το έθιμο;
Πάλι έτσι.
Όπως είναι;
Θα ήθελα μια σχετική επιστροφή λίγο στα παλιά... Απλά να το φέρουμε λίγο πιο κοντά στο παλιό. Δεν σημαίνει ότι θα ξεφύγουμε από το σημερινό, αλλά αλλιώς είναι το έθιμο, η αναπαράσταση του εθίμου, αλλά ουσιαστικά τώρα δεν γίνεται αναπαράσταση. Είναι λίγο μπερδεμένες οι λέξεις εδώ, επειδή το λεξιλόγιο μας είναι πολύ πλούσιο, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω ακριβώς αν είναι μια γνήσια αναπαράσταση ή είναι αναβίωση. Υπάρχει μια διαφορά επάνω σε αυτές τις δύο τις λέξεις. Προσπαθούμε πάντως να το κρατήσουμε σαν έθιμο. Ακόμα προσπαθώ να κάνω και τη χάσκα με τα παιδιά μου, να μείνει αυτό. Ο γεροντότερος της οικογένειας έπαιρνε τον κλώστη, έβαζε μια κλωστή, στην άκρη της κλωστής έδενε το αυγό και το κουνούσε στα νεαρά άτομα. Όποιος το έπαιρνε, έπαιρνε και -ας το πούμε- πενηντάρικο. Και φυσικά όλα τα παιδιά μετά φιλούσαν το χέρι του παππού ή του γηραιότερου της οικογένειας και παίρνανε το χαρτζιλικάκι τους, το δώρο τους. Σχωρνιόντουσαν όλοι ότι και αν είχανε κάνει μέσα από την ψυχή τους και είναι πολύ σημαντικό αυτό: το να συγχωρέσεις κάποιον, να μην το κάνεις για το θεαθήναι, καν' το από μέσα σου για να ξαναξεκινήσει από την αρχή, να ξαναγεννηθεί από την αρχή η σχέση. Αυτό εννοεί και ο φανός. Το άναμμα της φωτιάς και το αυγό κ.λπ. και όλα αυτά έχουν να κάνουν με την αναγέννηση της φύσης γιατί περιμένουμε την άνοιξη, αναγεννιέται η φύση. Πεθαίνει τον χειμώνα και ξεκινάμε πάλι την άνοιξη και όλα αυτά έχουν να κάνουν με τον κύκλο της ζωής, γι’ αυτό ακριβώς και τα τραγούδια και τα σεξουαλικά και τα ερωτικά έχουν να κάνουν με τον κύκλο της ζωής και με την αναγέννηση.
Για σένα ο φανός τι είναι πλέον;
Όπως είναι μια συνήθεια που την κρατάς και δεν την αλλάζεις, γιατί δεν υπάρχει λόγος να την αλλάξεις -το φαγητό συνήθεια και ανάγκη είναι- και αυτό είναι συνήθεια και ανάγκη να θυμηθείς τις ρίζες σου. Αυτήν είναι η γνώμη μου για αυτό και το υποστηρίζω. Τώρα αν κάποιος έχει μια αντίθετη γνώμη εντάξει, πέντε δάχτυλα έχουμε κανένα δεν είναι ίδιο με το άλλο!
Θα συνεχίσεις να κατεβαίνεις λοιπόν...
Φυσικά! Όσο αντέχουν τα πόδια μου, όσο με παίρνει. Εγώ παίρνω παράδειγμα τώρα από τους παλαιότερους. Βλέπω τον Πάνο τον Χατζηδάμο, είναι 80 τόσα, ξέρω 'γω πόσο είναι; Εκεί! Έχασε τη γυναίκα του, ήταν εκεί. Για αυτό λέω ότι συνεχίζεται και όταν μαζευόμαστε την πρώτη φορά όλοι μαζί στον οντά, το πρώτο ποτήρι το χύνουμε να πιούν αυτοί που είναι στο χώμα και μετά να πιούμε εμείς. Δεν ξέρω έτσι μας έχει... Είναι η πιο συγκινητική στιγμή της αρχής του εθίμου, να το πω έτσι. Είναι φανταστικό, δεν ξέρεις τι συναισθήματα νιώθω εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή έρχονται μνήμες στο μυαλό μου από όλους τους παλιούς, πόσο μάλλον από τον πατέρα μου που είμαι περήφανος που είμαι απόγονός του.
Θλιμμένες στιγμές υπήρξαν σε όλες αυτές τις διαδικασίες στα χρόνια αυτά;
«Θλιμμένες» όταν λες, τι εννοείς;
Που να σε νευρίασαν, να σε θύμωσαν, να σε στεναχώρησαν.
Ναι, είναι κάποια πράγματα, τα οποία απλά περνάνε. Δεν είναι τίποτα... Κάθε μέρα δεν έχει ήλιο, θα βγάλει και σύννεφα. Είναι απλό! Εγώ έτσι το βλέπω, δεν ξέρω. Κάποιοι λένε: «Πολύ το φιλοσοφείς!», «Όχι εγώ -λέω- ο πατέρας μου με έμαθε να λειτουργώ έτσι». Και το χαίρομαι πραγματικά δηλαδή, γιατί δίνει νόημα στη ζωή. Το να μένεις σε κάποια «γιατί» και να μένεις πίσω για να λύσεις κάποια πράγματα, τα οποία σε ξινίσανε εκείνη τη στιγμή, αλλά ουσιαστικά δεν σε βλάψανε απλά σε ξινίζουνε… Προχωράς, δεν είναι τίποτα, τα αφήνεις πίσω σου και προχωράς. Δεν την ξεχνάμε, για να μην την ξαναπατήσουμε. Γι’ αυτό λέω ότι την ιστορία μας δεν χρειάζεται να την ξεχνάμε, χρειάζεται να την θυμόμαστε, να 'σχωρνούμε και να μην ξεχνάμε το τι συνέβη για να μην το επαναλάβουμε. Εγώ νομίζω ότι αυτό είναι το μυστικό του «ευ ζην» -να το πω έτσι- του πνευματικού «ευ ζην». Και η μάνα μου έτσι έλεγε: «Σχώρνα το παιδί μου, πέρνα το! Άμα το σκέφτεσαι τι κατάλαβες; Θα σε τρώει τα σωθικά. Προχώρα!». Τι άλλο να πω; Εντάξει, είχα υπέροχους γονείς. [00:45:00]Αν σήμερα τα παιδιά -επειδή βλέπω πολλά ευτράπελα γίνονται έξω- είχανε αξίες μέσα από το σπίτι τους, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά πάνω στο θέμα της νεολαίας. Γιατί βλέπω τώρα ας πούμε παιδιά 16-17 χρονών και 15 να κάνουνε ζημιές. Βάψαμε το σπίτι μέσα σε δύο μέρες ήταν μουτζουρωμένο. Εντάξει, τι να τα πεις; Κάνουνε ζημιές στους κάδους, κάνουνε ζημιές αλλού, χτυπάνε, σπάνε... Εμείς δεν φτιάχναμε τέτοια! Παλαβοί μεν ήμασταν, τριγυρνούσαμε όλη την Κοζάνη, αλλά δεν κάναμε ζημιές. Οπότε από πού ξεκινάει η ιστορία; Λέμε ότι -δικό μου συμπέρασμα είναι αυτό- ξεκινάει μέσα από το σπίτι, από τη διαπαιδαγώγηση, από τις αρχές που έχει πάρει. Αν δεν έχει αρχές ένας νέος άνθρωπος μέσα από το σπίτι του, τι θα μπορεί να περάσει στα παιδιά του μετά; Τον τρόπο της ζούγκλας ότι ο πιο δυνατός επικρατεί; Ναι, λειτουργεί. Υπάρχει όμως συναίνεση και όλα λειτουργούν ρολόι, πώς γίνεται αυτό; Και να μην μπορούμε εμείς να το 'χουμε αυτό; Δηλαδή ούτε στα ζώα δεν μπορούμε να μοιάσουμε; Μια κοινωνία, για παράδειγμα, όπως των μελισσών βλέπεις, υπάρχει ένας αρχηγός, μια μέλισσα και όλες υπερασπίζονται τη μέλισσα και δουλεύουν για τη μέλισσα. Είναι κάποια πράγματα, τα οποία δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε. Εξάλλου έχουμε τόσες διδαχές και μέσα από τη θρησκεία μας -να το πω έτσι- που άμα τα δεις διαφορετικά δεν απέχουμε πολύ από τους αρχαίους φιλοσόφους. Όλα το ίδιο πράγμα λένε: για την αγάπη, τίποτα άλλο. Ξεχάστε, θυμηθείτε και προχωρήστε.
Εσύ -σαν τελευταία ερώτηση τώρα- άμα σε ρωτούσε κάποιος που δεν είχε καμία σχέση με τους φανούς, που δεν ήξερε καν τι είναι και θα σου έλεγε να του το περιγράψεις με 2-3 προτάσεις τι θα του έλεγες;
Ένα έθιμο, το οποίο έχει να κάνει με την αναγέννηση της Φύσης, ανάβουν φωτιά πάνω σε έναν βωμό και χορεύουν και τραγουδάνε παλιά, παραδοσιακά τραγούδια της περιοχής τους, που έχουν να κάνουν με την αναγέννηση της Φύσης και της ζωής. Αυτό εν ολίγοις και αν θες να δεις λεπτομέρειες, κάτσε να το δεις.
Γιώργο εγώ είμαι καλυμμένος. Δεν ξέρω άμα ξεχάσει κάτι να αναφέρεις ή έχεις θυμηθεί κάτι στην-
Περνάνε τα χρόνια και αυτό εδώ σταματάει καμιά φορά, στερεύει!
Οπότε σε ευχαριστώ για την ιστορία και τις πληροφορίες που μου έδωσες.
Τίποτα, Νίκο!
Να 'σαι καλά!
Ευχαριστώ.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η ζωή του Γιώργου Γκιθώνα είναι σχεδόν συνυφασμένη με το κοζανίτικο έθιμο των φανών που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Αποκριάς και το οποίο έχει πολύ βαθιές ρίζες. Ο πατέρας του ασχολούνταν ενεργά με τον φανό της γειτονιάς, ενασχόληση και αγάπη που μετέδωσε στον ίδιο και την αδερφή του από τα παιδικά τους χρόνια. Μέσα από τις μνήμες του, περιγράφει σκηνές και πρακτικές γύρω από το έθιμο που για τον ίδιο σχετίζονται με την αναγέννηση της Φύσης και της ζωής, τη συγχώρεση και το «δέσιμο» της γειτονιάς.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Γκιθώνας
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Μανώλας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/07/2022
Διάρκεια
47'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η ζωή του Γιώργου Γκιθώνα είναι σχεδόν συνυφασμένη με το κοζανίτικο έθιμο των φανών που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Αποκριάς και το οποίο έχει πολύ βαθιές ρίζες. Ο πατέρας του ασχολούνταν ενεργά με τον φανό της γειτονιάς, ενασχόληση και αγάπη που μετέδωσε στον ίδιο και την αδερφή του από τα παιδικά τους χρόνια. Μέσα από τις μνήμες του, περιγράφει σκηνές και πρακτικές γύρω από το έθιμο που για τον ίδιο σχετίζονται με την αναγέννηση της Φύσης και της ζωής, τη συγχώρεση και το «δέσιμο» της γειτονιάς.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Γκιθώνας
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Μανώλας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/07/2022
Διάρκεια
47'