© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας στα σύγχρονα Ιωάννινα: Ένας φιλιγκρανίστας αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
14023
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Λάμπρος (Δ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/04/2022
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου (Κ.Π.)
Κ.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θα ήθελα, αρχικά, να μου πεις το όνομά σου.

Δ.Λ.:

Λάμπρος Δημήτριος.

Κ.Π.:

Είναι Τρίτη 19 Απριλίου 2022, είμαι με τον Δημήτρη Λάμπρο, βρισκόμαστε στα Ιωάννινα, εγώ ονομάζομαι Παπαβασιλείου Κωνσταντίνος, είμαι Ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, Δημήτρη, αρχικά θα ήθελα να μου πεις πώς ξεκίνησε, πώς ήρθε στα Γιάννενα η τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας.

Δ.Λ.:

Ναι. Καταρχήν, ξεκίνησε η αργυροχρυσοχοΐα από τα παλιά χρόνια, από Τουρκοκρατίας, μιλάμε για τον Αλή Πασά. Ο Αλή Πασάς... κοσμηματοπώλες σε όλη την Ελλάδα. Αυτά ξεκίνησαν από την περιοχή των Τζουμέρκων, που ξεκινάνε τη δεκαετία γύρω στα '40, εκεί ξεκίνησε, πριν το '40, δηλαδή, που ήταν μία χρονιά που ο Αλή Πασάς αναζητούσε καλά κοσμήματα, καλά κομπολόγια και πάνω απ’ όλα το φιλιγκράν. Το φιλιγκράν ξεκίνησε σε μια ιστορία από την Ιταλία. Οι Ιταλοί ξεκίνησαν να φέρουν αυτόν τον άνθρωπο στα Ιωάννινα, που αυτός έμεινε στα Τζουμέρκα. Κι ένας από αυτούς είναι και στους Πάδες. Και αυτό ονομαζότανε φιλιγκράν. Το φιλιγκράν γίνεται, τεχνοτροπία, με ασήμι, σύρμα και μετά πλέκονται κομμάτια-κομμάτια, ένα-ένα-ένα, κι αυτό μπορεί και συναρμολογείται και φτιάχνεται κοσμήματα. Τα κοσμήματα που φτιάχνανε εκείνη την εποχή ήταν σκουλαρίκια, καρφίτσες και κολιέ.

Κ.Π.:

Ωραία. Τα προϊόντα τα οποία παρήγαγαν – κατασκεύαζαν καλύτερα, πήγαιναν και σε ξένες χώρες, στο εξωτερικό;

Δ.Λ.:

Όχι. Μόνο εντός της Ελλάδας, δηλαδή μόνο στα Ιωάννινα πρωτοξεκίνησε να υπάρχει το κόσμημα.

Κ.Π.:

Στα Τζουμέρκα γνωρίζεις για ποιον λόγο υπήρχε αυτή η άνθηση;

Δ.Λ.:

Η άνθηση ήταν επειδής ένας απ’ αυτούς ήτανε και σπουδαγμένος εκείνα τα χρόνια, ήξερε την ξένη γλώσσα και μπορούσε κι έφερνε την πρώτη ύλη που χρειαζότανε για να φτιαχτεί ένα κόσμημα, κι αυτός ξεκίνησε να γίνεται μάστορας στα Ιωάννινα και να ξεκινήσει να κάνει το φιλιγκράν.

Κ.Π.:

Από τότε η τέχνη αυτή διατηρήθηκε και με ποιον τρόπο, για ποιον λόγο πιστεύεις ότι συνέβη αυτό;

Δ.Λ.:

Συνέβη, γιατί τα κοσμήματα που φτιάχνανε στα Ιωάννινα ήτανε ένα από τα καλύτερα κοσμήματα που υπήρχαν σε όλα τα Βαλκάνια. Γι’ αυτό και ο Αλή Πασάς τον είχε στο χέρι του, για όλα αυτά που γινότανε και τα κοσμήματα. Στο Μουσείο της Αργυροχρυσοχοΐας, παράδειγμα, που υπάρχει στα Ιωάννινα, υπάρχουνε και κεντημένες φορεσιές, που υπήρχαν στα Ιωάννινα, υπήρχανε σεντούκια, υπήρχανε κοσμήματα από φιλιγκράν, από φίλντισι, από μαργαριτάρια, που αυτά εξελίχθηκαν σιγά-σιγά, στα Ιωάννινα αποκλειστικά, μόνο στα Ιωάννινα.

Κ.Π.:

Μπορείς να μου πεις κάποια στοιχεία για τον εαυτό σου;

Δ.Λ.:

Βεβαίως. Εγώ ξεκίνησα από την ηλικία των 14 χρόνων να ασχολούμαι με αυτό το είδος. Στα 14 μου άρχισα και προσπαθούσα να φτιάξω δικά μου κοσμήματα από φιλιγκράν, από σχέδιο, από ζωγραφική, απ’ όλα αυτά που υπάρχουν γύρω απ’ το κόσμημα. Ήτανε ωραίο πράγμα να ασχολείσαι με κόσμημα και αυτό είναι δημιουργικό, θέλει μεγάλη φαντασία, δημιουργικότητα, έμπνευση και να έχεις ανοιχτά μυαλά, όπως λέμε στην αργυροχρυσοχοΐα ή στη ζωγραφική. Σε αυτό μ’ άρεσε και ξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτό.

Κ.Π.:

Διατηρείς κάποια δική σου επιχείρηση;

Δ.Λ.:

Βεβαίως, έχω δύο επιχειρήσεις αυτήν τη στιγμή: η μία είναι χονδρικό εμπόριο με κοσμήματα και η άλλη είναι λιανικό εμπόριο πάλι με κοσμήματα λαϊκής τέχνης.

Κ.Π.:

Πόσα χρόνια λειτουργεί η επιχείρησή σου;

Δ.Λ.:

Η επιχείρηση λειτουργεί εδώ και σαράντα χρόνια.

Κ.Π.:

Μπορείς να μου πεις σε ποια περιοχή βρίσκεται;

Δ.Λ.:

Βρίσκεται στον Νομό Ιωαννίνων κι αυτό εδώ και... σαν κατάστημα το ένα είναι γύρω στα είκοσι χρόνια, σαν χονδρικό εμπόριο είναι σαράντα χρόνια. Το χονδρικό εμπόριο είναι το εργαστήριο, με λίγα λόγια, υπάρχει σε μία περιοχή που είναι εκτός Ιωαννίνων, είναι δέκα χιλιόμετρα από την πόλη, γιατί στα παλιά τα χρόνια απαγορευότανε να έχουμε τα εργαστήρια εντός πόλεως, γιατί είχανε βαρέα και ανθυγιεινά μέταλλα, και από τότε το έχω διατηρήσει έξω σε ένα χωριό.

Κ.Π.:

Ωραία. Η επιχείρηση, οπότε, διαθέτει εργαστήριο.

Δ.Λ.:

Βεβαίως.

Κ.Π.:

Η ιδέα της ίδρυσης της επιχείρησης σε ποιον ανήκει;

Δ.Λ.:

Ανήκει στον πατέρα μου, στον Θεοφάνη Λάμπρου, που αυτός ίδρυσε το εργαστήριο αργυροχρυσοχοΐας. Αυτό ξεκίνησε από τα 14 χρόνια, 14-15 χρονών ήταν ο πατέρας μου, ήταν ένας από τους καλύτερους μαστόρους που υπήρχανε στον Νομό Ιωαννίνων και ξεκίνησε να πηγαίνει για δουλειά εκεί, με ένα ποδήλατο, που έκαναν φιλιγκράν, μόνο φιλιγκράν, δεν υπήρχε κάτι άλλο τότε, εκείνη την εποχή. Έτσι ξεκίνησε ο πατέρας μου μέχρι την ηλικία των 17 χρονών, 18, πριν φύγει για φαντάρος.

Κ.Π.:

Πριν τον πατέρα σου, υπήρχαν άλλοι συγγενείς που ασχολούντο με τη συγκεκριμένη τέχνη;

Δ.Λ.:

Υπήρχανε συγγενείς, αλλά ήτανε σε μια φάση που τότε ξεκινούσανε, και από κει άρχισε και ο πατέρας μου να ξεκινήσει αυτήν τη δουλειά, δηλαδή, να κάνει την αργυροχρυσοχοΐα. Και, έτσι, ξεκίνησε κι αυτός να κάνει την αργυροχρυσοχοΐα ή το φιλιγκράν, όπως λέμε.

Κ.Π.:

Επομένως, η επιρροή του πατέρα σου ήταν από τους συγγενείς του;

Δ.Λ.:

Ναι, οι περισσότεροι, ναι.

Κ.Π.:

Την απόφαση να ιδρύσει μια τέτοια επιχείρηση πώς την πήρε;

Δ.Λ.:

Την ίδρυσε λόγω που του άρεσε αυτό το επάγγελμα και του άρεσε να φτιάχνει κοσμήματα σε φιλιγκράν. Έτσι, ξεκίνησε, μετά από φαντάρος, το ’80, το ’79 ξεκίνησε ο πατέρας μου με ’80, να ξεκινήσει την αργυροχρυσοχοΐα, σταμάτησε για δύο χρόνια που υπήρχε η κρίση τότε και η... Ανάμεσα στο ’82 σταμάτησε αυτήν την επιχείρηση, πήγε σε κάποια άλλη δουλειά, και, μετά, από το ’82 και μετά, ξαναξεκίνησε πάλι να φτιάχνει την αργυροχρυσοχοΐα. Ξεκίνησε να φτιάχνει φιλιγκράν, από σκουλαρίκια, καρφίτσες, μενταγιόν, κολιέ και βραχιόλια από φιλιγκράν.

Κ.Π.:

Ωραία. Εσύ, ως παιδί, τι σχέση είχες αναπτύξει με το εργαστήριο ή γενικότερα με την επιχείρηση;

Δ.Λ.:

Στην επιχείρηση, γιατί τότε η επιχείρηση μαζί με το σπίτι μου ήταν ένα, δηλαδή στον ίδιο χώρο περιλαμβανόταν και η επιχείρηση του πατέρα μου, μετά το ’84 και το ’85 –το ’82 γεννήθηκα εγώ–, με λίγα λόγια, στο ’87-’88 ξεκίνησα να πηγαίνω κι εγώ στο εργαστήριο να βλέπω πώς φτιάχνουν τα κοσμήματα. Ο πατέρας μου, εκείνη την εποχή, είχε δεκατέσσερα άτομα προσωπικό για να φτιάχνουν φιλιγκράν, για να δίνουν σε όλη την Ελλάδα. Τότε, έτσι, ξεκίνησε και το να ασχολούμαι κι εγώ με αυτό το είδος. Στα 15 μου άρχισα να ασχολούμαι εντατικά μ’ αυτήν τη δουλειά, να απασχολώ εγώ τους υπαλλήλους και ο πατέρας μου να κάνει τα διάφορα ταξίδια που χρειάζεται για να μπορέσει να ανταποκριθεί μια επιχείρηση σε θέμα να φτιάχνει τα πράγματα. Έτσι, ξεκίνησα κι εγώ να φτιάχνω τα κοσμήματα σε φιλιγκράν, σε βραχιόλι... και αυτό συνεπαγόταν ένα-ένα και να διοικήσω μια επιχείρηση. Μετά, μέχρι τα 17 χρονών, ξεκίνησα να πηγαίνω και σε... πήγα σχολείο, πήγα μετά σε μια σχολή που είναι η Αργυροχρυσοχοΐας που υπήρχε στα Ιωάννινα και ήμουνα από την τελευταία γενιά που υπήρχε Αργυροχρυσοχοΐα στα Ιωάννινα και από τότε σταμάτησε. Έτσι, τελείωσα τη Σχολή και μετά ξεκίνησα να πάω φαντάρος. Ενδιάμεσα από φαντάρος κι αυτά, έκανα και ζωγραφική, να μάθω σχέδιο, να μάθω πώς μπορεί να κατασκευαστεί ένα κόσμημα, να εξελίσσω μια επιχείρηση πιο γρήγορα, δηλαδή. Και, μετά, πήγα φαντάρος και από τότε ασχολούμαι με αυτό το είδος.

Κ.Π.:

Μου είπες ότι στα 15 σου έτη είχες αναλάβει να απασχολείς τους υπαλλήλους.

Δ.Λ.:

Ναι.

Κ.Π.:

Πόσο εύκολο... Θέλω να πω, ήσουν ένα μικρό παιδί, οπότε φαντάζομαι θα ήταν αρκετά δύσκολο για σένα.

Δ.Λ.:

Αρκετά δύσκολο... Όταν σου γίνεται βίωμα και καθημερινότητα να είσαι σ’ αυτόν τον κλάδο, δηλαδή και να κοιμάσαι και να ξυπνάς μέσα σε ένα εργαστήριο αργυροχρυσοχοΐας, μαθαίνεις και προσπαθείς – αν και εφόσον σ’ αρέσει αυτή η δουλειά, αν δεν σου αρέσει, δεν πρόκειται να κάνεις αυτά στα 14 σου χρόνια, να ασχολείσαι και να διοικείς μερικά άτομα, που μπορέσουν να κάνουν μερικές απ’ όλες τις δουλειές της αργυροχρυσοχοΐας. Γιατί δεν είναι μόνο μία δουλειά, είναι πολλαπλές μαζί που πρέπει να βάλεις στο μυαλό σου για να γίνει [00:10:00]ένα κόσμημα σε φιλιγκράν. Και, έτσι, προσπάθησα κι εγώ να είμαι σε αυτό που μ’ αρέσει και αγαπάω πολύ.

Κ.Π.:

Αναμνήσεις από μικρότερη ακόμα ηλικία έχεις από το εργαστήριο;

Δ.Λ.:

Έχω πολλές και πολύ ευχάριστες αναμνήσεις. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, από τη μικρή ηλικία, από την εφηβεία, που έχουν περάσει άνθρωποι στον εργασιακό χώρο, δηλαδή στο εργαστήριο που είχαμε. Με μάθανε και να φτιάχνω κοσμήματα και πώς μπορώ να εξελίσσω μερικά πράγματα, που ήμουν σε μία ηλικία μικρή, στα εφηβικά μου χρόνια, κι έτσι ωριμάζεις πιο γρήγορα πάνω σε έναν κλάδο. Όταν ξεκινάς μία επιχείρηση που αγαπάς, συνήθως είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνεις να ζεις και να βιώνεις τι έχει μέσα μια επιχείρηση.

Κ.Π.:

Οι δικοί σου, οι γονείς σου, δηλαδή, προσπάθησαν να σε μυήσουν στην κοσμηματοποιία από πολύ μικρή ηλικία;

Δ.Λ.:

Δεν προσπάθησε κανείς να μου το κάνει, δηλαδή να μου το επιβάλει, με λίγα λόγια, να μπορέσω να είμαι σ’ αυτόν τον κλάδο. Έχω... για παράδειγμα, η αδερφή μου δεν έχει καμία σχέση με τον κλάδο. Εμένα μ’ άρεσε και ασχολήθηκα πάρα πολύ και ήταν ένα πράγμα που είναι η ζωή μου, δηλαδή να αγαπάς κάτι είναι πολύ ωραίο και να το αγαπάς και να το φτιάχνεις. Γιατί ένα κόσμημα απευθύνεται σε μία γυναίκα και σε έναν άντρα, που αυτός που θα το φορέσει πρέπει να έχει κι ένα κύρος, με λίγα λόγια, πάνω σε αυτό που θα φορέσει. Και μένα μ’ αρέσει πολύ και το αγαπάω, για να μπορέσω να είμαι σε αυτό. Αλλά κανείς δεν με παρακίνησε να κάνω αυτό το πράγμα. Μόνος μου μού άρεσε, μόνος μου το εξέλιξα και μόνος μου είμαι αυτήν τη στιγμή που είμαι εδώ.

Κ.Π.:

Επομένως, από μικρός είχες όνειρο να γίνεις κοσμηματοποιός;

Δ.Λ.:

Ναι, βεβαίως. Αυτό ήταν το όνειρο ζωής, να μπορέσω, και θα προσπαθήσω να το κάνω και πιο καλύτερο, δηλαδή, και το όνειρο της ζωής γίνεται, σιγά-σιγά, αν και μεγαλώνουμε πολύ, είναι ένα όνειρο που είναι καθενός, δηλαδή, να εξελιχθεί και ποτέ δεν σταματάει μια δουλειά, αυτή, να είναι μπροστά, μπροστά από σένα, δηλαδή, με λίγα λόγια, δεν σταματάει ποτέ.

Κ.Π.:

Στην επιχείρηση πότε ξεκίνησες να εργάζεσαι επαγγελματικά πλέον;

Δ.Λ.:

Από τα επαγγελματικά μου χρόνια ξεκίνησα από τα 17 χρονών. Επαγγελματικά ξεκίνησα να δραστηριοποιούμαι πάνω στον κλάδο της αργυροχρυσοχοΐας, να βγάζω τα δικά μου κοσμήματα, να έχω το δικό μου προσωπικό και να ασχολούμαι περισσότερο με την αργυροχρυσοχοΐα. Σε αυτήν την ηλικία των 17 μέχρι και σήμερα αυτό προσπαθώ και κάνω.

Κ.Π.:

Σήμερα έχεις αναλάβει εσύ την επιχείρηση αποκλειστικά;

Δ.Λ.:

Ναι, αποκλειστικά έχω αναλάβει εγώ την επιχείρηση, γιατί, μετά από μερικά χρόνια, αρχίζουν και τα μάτια κουράζονται, δεν βλέπεις, δεν μπορείς να δεις πράγματα-μικροπράγματα, αρχίζουν να τρέμουν τα χέρια σου, κι έτσι ανέλαβα εγώ από πολύ νωρίς, γιατί μερικά πράγματα πρέπει να έχεις σταθερά, πρέπει να βλέπεις πολύ καλά για να μπορείς να φτιάξεις ένα σωστό κόσμημα και να μπορείς να το πουλήσεις σε κάποιον.

Κ.Π.:

Στην αρχή, όταν ανέλαβες την επιχείρηση, πώς αισθάνθηκες; Όταν ήσουν πλέον μόνος σου, δηλαδή, σ’ αυτό.

Δ.Λ.:

Υπερήφανος για όλα αυτά που έχει κάνει ο πατέρας μου και η μητέρα μου μέχρι στιγμής, κι εγώ έχω αναλάβει μια επιχείρηση που μπορώ να την αξιοποιήσω λίγο παραπάνω, βεβαίως με αυτό που γίνεται και με αυτό που υπάρχει. Κι έτσι και προσπάθησα κι εγώ να αξιοποιήσω λίγο παραπάνω μια επιχείρηση.

Κ.Π.:

Θυμάσαι το πρώτο κόσμημα που δημιούργησες;

Δ.Λ.:

Βεβαίως και θυμάμαι. Το πρώτο κόσμημα που δημιούργησα ήταν ένα φιλιγκράν κολιέ, που αυτό αποτελούσε από τρακόσια κομμάτια κι εξήντα πέτρες ημιπολύτιμες. Το είχα φτιάξει κατασκευή για μια κυρία στον κλάδο μας.

Κ.Π.:

Αυτό πότε συνέβη;

Δ.Λ.:

Στην ηλικία των 16 χρονών.

Κ.Π.:

Πιο πριν, είχες επιχειρήσει να φτιάξεις άλλα κοσμήματα;

Δ.Λ.:

Όχι. Δεν μπορούσα, γιατί δεν είχα τη γνώση και δεν μπορούσα και ήμουν παιδί. Ένα παιδί δεν μπορεί να συμπεριφερθεί, όσο και αν προσπαθήσει να φτιάξει ένα κόσμημα, αλλά τα κατάφερα και είχα φτιάξει ένα κόσμημα, μετά από μεγάλο κόπο.

Κ.Π.:

Πώς αισθάνθηκες μετά από αυτήν την επιτυχία;

Δ.Λ.:

Ήταν υπερηφάνεια, και μπορώ να πω, με λίγα λόγια, ότι είναι μια ευχαρίστησή μου να φτιάχνω ένα κόσμημα για μια κυρία που ακόμη και σήμερα το φοράει.

Κ.Π.:

Αισθάνθηκες, κατά κάποιον τρόπο, ότι πλέον ανοιγόταν ο δρόμος μπροστά σου για να κάνεις κι εσύ το επάγγελμα αυτό;

Δ.Λ.:

Όχι ιδιαίτερα, γιατί υπάρχουν δυσκολίες σε αυτόν τον κλάδο και δεν σε αφήνει να ξεκινήσεις με ένα βήμα. Πάντα ξεκινάς με δύο ή με τρία βήματα ή με πέντε βήματα. Και έτσι, πάντα, η αργυροχρυσοχοΐα δεν σταματάει ποτέ και πρέπει να εξελίσσεσαι κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή, να βάζεις σε δράση το μυαλό σου, τι ακριβώς πρέπει να κάνεις για την επόμενη μέρα για να μπορείς να μη μένει στάσιμη μια επιχείρηση που λέγεται αργυροχρυσοχοΐα.

Κ.Π.:

Όταν εννοείς «να μείνει στάσιμη», τι εννοείς; Δηλαδή ποιος είναι ο στόχος σου ουσιαστικά, και ο δικός σου, ως κοσμηματοποιός; Στο να εξελίσσεσαι, δηλαδή.

Δ.Λ.:

Ναι, η εξέλιξη ενός ανθρώπου είναι σε όλους τους τομείς. Αν κρίνεις από την αργυροχρυσοχοΐα, ότι προσπαθείς να φτάσεις σ’ ένα επίπεδο που να μπορείς να δίνεις στον κόσμο και σε όλους αυτούς που θέλουν να πάρουν ένα κόσμημα κάτι διαφορετικό, κάτι μοναδικό, κάτι που δεν μπορεί να το βρει κάποιος άλλος, που είναι κάτι και μες στη φαντασία και μες στην πραγματικότητα, και αυτό μπορείς να το κάνεις σε κόσμημα. Η φαντασία είναι κάτι που πάντα εξελίσσει τον άνθρωπο και τον φέρνει πιο μπροστά απ’ ό,τι χρειάζεται – στην αργυροχρυσοχοΐα πάντα.

Κ.Π.:

Το μοναδικό πώς το ορίζεις;

Δ.Λ.:

Το μοναδικό πώς το ορίζεις. Όταν ένας αργυροχρυσοχόος ξεκινάει να φτιάξει ένα κόσμημα, είναι ότι θα ξεκινήσει να φτιάξει ένα χειροποίητο κόσμημα με τον δικό του τρόπο, με τον μοναδικό τρόπο, με τη δικιά του σκέψη και τη δικιά του υπογραφή. Πάντα ένα κόσμημα απευθύνεται σε κάποιον άνθρωπο. Αυτό που φτιάχνεις υπάρχει κάποιος σε όλον τον κόσμο που απευθύνεται για έναν άνθρωπο. Και αυτό που έχεις στο μυαλό σου είναι μοναδικό, γιατί δεν θα ξαναεπαναληφθεί το ίδιο κόσμημα, δεν θα γίνει δεύτερο, ούτε τρίτο, ούτε τέταρτο, δηλαδή copy-paste, με λίγα λόγια. Έτσι, φτιάχνεις ένα μοναδικό και χειροποίητο κόσμημα, κι αυτό είναι ένα από τα καλύτερα που μπορείς να έχεις σε μια συλλογή, σε κάτι... πάντα μιλάμε για ασημένιο.

Κ.Π.:

Πώς αισθάνεσαι γνωρίζοντας ότι υπάρχουν άνθρωποι έξω στον κόσμο οι οποίοι φοράν αντικείμενα – ή μάλλον κοσμήματα, τα οποία έχεις φτιάξει;

Δ.Λ.:

Με κατατάσσει, με λίγα λόγια, σε μια φάση που νιώθεις περήφανος γι’ αυτό που φτιάχνεις, ότι αυτό που φτιάχνεις έχει βάση, ότι αγαπάει ο κόσμος αυτό που φτιάχνεις, είναι μοναδικό, είναι ξεχωριστό, ότι δεν απευθύνεται αποκλειστικά μόνο για σένα.

Κ.Π.:

Ωραία. Μπορείς να μου πεις συγκεκριμένα τι αντικείμενα, τι κοσμήματα κατασκευάζεις και, κυρίως, τι υλικά χρησιμοποιείς;

Δ.Λ.:

Βεβαίως. Συνήθως χρησιμοποιούμε... η αργυροχρυσοχοΐα αποτελείται από παρεμφερείς υλικά. Τα υλικά που χρησιμοποιεί είναι ασήμι, χαλκό, μπρούτζο, τσίγκο, αυτά είναι τα μέταλλα που χρησιμοποιούμε. Αυτά γίνονται μίξη για να γίνει... πάντα η πρώτη ύλη που έρχεται για να φτιάξεις ένα κόσμημα είναι 9-99 με λίγα λόγια το ασημί και αυτό το κατεβάζεις που γίνεται στα 9-25 για να μπορεί να είναι... γιατί το μέταλλο όταν ξεκινάει να έρχεται είναι πάρα πολύ μαλακό, η πρώτη ύλη, και αυτό δεν μπορεί να το φορέσεις σαν κόσμημα, σκέτο, καθαρό-καθαρό, γιατί λυγίζει, σπάει, είναι πολύ εύθραυστο, με λίγα λόγια. Και έτσι προσθέτεις μερικά υλικά πού είναι ο χαλκός, ο μπρούτζος, και ο τσίγκος που αυτά αναμιγνύονται με το ασήμι και φτιάχνεις το 9-25. Από κει ξεκινάς και φτιάχνεις ασημένιους κολιέδες, σκουλαρίκια, βραχιόλια, δαχτυλίδια και ό,τι άλλο μπορείς να σκεφτείς να φτιάξεις σ’ ένα κόσμημα.

Κ.Π.:

Αυτήν τη διαδικασία μπορείς να μου την περιγράψεις πιο αναλυτικά;

Δ.Λ.:

Βεβαίως. Εφόσον έχουμε πάρει όλα τα υλικά κι έχουμε κάνει μια μίξη υλικών από ασήμι που έχει φτάσει στους κελσίου... στους βαθμούς, με λίγα λόγια, στους 9,25 αυτό βγαίνει σε μία ράβδος. Αυτή η ράβδος επεξεργάζεται, μπαίνει σε έναν κύλινδρο που [00:20:00]αρχίζει και γίνεται από τετραγωνισμένο τετράγωνο πιο μικρό, πιο μικρό, μετά γίνεται στρόγγυλο, πιο στρόγγυλο και, μετά, φτάνουμε στο 0,8-0,6 χιλιοστά σε στρόγγυλες, βέργα, και αυτό το κόβεις σε μικρά-μικρά κομματάκια και αρχίζεις και φτιάχνεις σχέδια: καρδούλες, λουλούδια και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Και, έτσι, αυτά συναρμολογούνται σιγά-σιγά το ένα με το άλλο και φτιάχνεις ένα κόσμημα, που αυτό ενώνεται μεταξύ τους και βγάζει κολιέ, βραχιόλι, δαχτυλίδι, καρφίτσα, ό,τι άλλο θες να σκεφτεί το μυαλό σου φτιάχνεται. Και, έτσι, είναι αυτή η γενιά της αργυροχρυσοχοΐας. Αλλά υπάρχει άλλος ένας κλάδος που μπορείς να κάνεις και κάτι άλλο.

Κ.Π.:

Όταν λες «ένας άλλος κλάδος», τι εννοείς;

Δ.Λ.:

Ένας κλάδος, δηλαδή... γι’ αυτό λέμε ότι μία επιχείρηση δεν σταματάει να είναι στάσιμη. Από τα παλιά τα χρόνια, ξεκινήσανε με το φιλιγκράν, έτσι κι ήτανε το φιλιγκράν. Μετά, από το '90, κάπου εκεί, ξεκίνησαν να φτιάχνουν τα βιομηχανοποιημένα κοσμήματα, δηλαδή που γίνονται χυτά. Η χύτευση, δηλαδή, είναι κι ένας κλάδος που ασχολούμαι κι εγώ πλέον, που φτιάχνεις κοσμήματα, πάλι συναρμολογούνται, αλλά είναι η άμεση λύση που μπορείς να μη χρησιμοποιείς πολλά πράγματα και πολύ κόπο για να φτιάξεις ένα κόσμημα. Και, έτσι, λέγεται... κάνεις χύτευση. Υπάρχει η χυτόπρεζα, που βγάζει τα κομμάτια σε ασημένια, χρυσό, σε αυτά τα κομμάτια, δηλαδή, αλλά αυτά πάλι συναρμολογούνται μεταξύ τους. Μετά, έχει έρθει η αλυσίδα, που λέμε εμείς, που μπαίνουνε ανάμεσα από βραχιόλια, από σκουλαρίκια, από κολιέδες, και, μετά, πάμε πολύ πιο εξελίσσιμα πράγματα. Μετά, μπαίνουνε με κομμάτι χρυσού, με άλλα μέταλλα, που μπορεί να αναμειγνύουν, δηλαδή να έχεις, με λίγα λόγια, ένα τρίπτυχο κομμάτι, που μπορεί να έχει και ασήμι και χρυσό και πλατίνα, που είναι πάλι στον τομέα αυτόν. Και, έτσι, εξελίσσεις μία επιχείρηση να είναι πάντα μπροστά.

Κ.Π.:

Διαφορά στην ποιότητα υπάρχει;

Δ.Λ.:

Υπάρχει, υπάρχει. Από το... θέμα ποιότητας υπάρχουν και πάντα, μέσο όρο, υπάρχουν άνθρωποι που κατασκευάζουν κοσμήματα κάτω από 9,25. Δηλαδή, φτιάχνουν και από χαλκό και από μπρούτζο και από απαλκά, που λέμε, που υπάρχουν μέταλλα που φτιάχνουν κοσμήματα. Αλλά δεν έρχονται, όμως, να είναι σε ημιπολύτιμο είδος.

Κ.Π.:

Η μέθοδος κατασκευής επηρεάζει την ποιότητα των κοσμημάτων;

Δ.Λ.:

Βεβαίως, γιατί ένα κόσμημα όταν θα γίνει χυτευτό, όπως λέμε στη δικιά μας ορολογία, είναι ότι βγαίνουνε... δεν βγαίνει ένα κομμάτι, βγαίνουν πάρα-πάρα πολλά. Δηλαδή, μπορεί να βγουν από πενήντα, εκατό κομμάτια και αυτό γίνεται βιομηχανία. Έτσι ονομάζεται αυτός ο κλάδος. Ενώ το χειροποίητο είναι ένα και φτιάχνεται από έναν άνθρωπο για έναν άνθρωπο που θα το φορέσει, δεύτερο δεν υπάρχει. Και, έτσι, υπάρχει αυτό που λέμε το χειροποίητο κομμάτι και το μοναδικό.

Κ.Π.:

Εσύ ποια μέθοδο προτιμάς;

Δ.Λ.:

Και τα δύο αυτήν τη στιγμή. Λόγω εποχής, λόγω των συνθηκών που υπάρχουν και εξελίξεις που υπάρχουν γύρω από τον κλάδο μας, από Ιταλία, Ισπανία, Περού και στα Βαλκάνια που ξεκινήσανε αυτό, από Τουρκία, εκεί εξελίχθηκε περισσότερο, οι Ιταλοί ξεκινήσανε να κάνουν την καινούργια γενιά δηλαδή, κι έτσι πρέπει να εξελιχθούμε κι εμείς για να μπορέσουμε να κρατήσουμε μία επιχείρηση χρονών, δηλαδή. Και τα κάνουμε και τα δύο: και τα χειροποίητα και τα βιομηχανικά.

Κ.Π.:

Κοσμήματα στο εξωτερικό στέλνεις;

Δ.Λ.:

Έχω στείλει εδώ και... αυτήν τη στιγμή μόνο μία, αν κρίνουμε ότι πιάνεται στους νόμους τους ελληνικούς, είναι η Κύπρος, η μία που έχω. Έχω Ισπανία, Πορτογαλία και Αμερική. Αυτές είναι οι χώρες που εξάγω προϊόντα.

Κ.Π.:

Σε εκθέσεις έχεις συμμετάσχει;

Δ.Λ.:

Έχω συμμετάσχει δέκα χρόνια συνεχόμενα, αλλά, λόγω κόστους παραγωγής και εκθέσεως, δεν... εδώ και μια εξαετία-επταετία δεν ασχολούμαι με αυτό. Απλώς, προτιμάω περισσότερο να κάνω ταξίδια, με λίγα λόγια, δηλαδή να έχω την άμεση επαφή με αυτόν που θα αγοράσει, ένα μαγαζί, το κόσμημα. Πιο παλιά, ήταν πιο καλύτερα, απλώς, τώρα, λόγω κόστους και διαβίωσης, είναι διαφορετικά τα πράγματα και με συμφέρει περισσότερο να κάνω αυτήν την άμεση επαφή και με αυτόν που θα αγοράσει το κόσμημα να το βάλει στο μαγαζί του, και εγώ με αυτόν.

Κ.Π.:

Κατά κύριο λόγο, τι πελάτες ψωνίζουν – αγοράζουν καλύτερα, τα κοσμήματά σου;

Δ.Λ.:

Τα κοσμήματά μου ξεκινάνε από χαμηλή τιμή μέχρι ανάλογα τι διαθέτει η τσέπη σου, με λίγα λόγια. Δηλαδή, δεν μπορώ να κρίνω το κόσμημά μου, αυτό που φτιάχνω, και με τον πελάτη που θα το πάρει, γιατί καθένας επιλέγει αυτό που θέλει να πάρει, αλλά εγώ ασχολούμαι με όλο το φάσμα, δηλαδή. Προσπαθώ να πιάσω και τη χαμηλή τάξη και τη μεσαία και την υψηλή. Δηλαδή, να απευθύνεται σε όλον τον κόσμο, όχι αποκλειστικότητα μόνο σ’ αυτούς που μπορούν να πάρουν ένα κόσμημα. Και, έτσι, έχω κάνει τη δουλειά μου σ’ αυτή.

Κ.Π.:

Επομένως, υπάρχει ζήτηση απ’ όλους τους ανθρώπους, ας πούμε, δεν περιορίζεται σε κάποιες τάξεις;

Δ.Λ.:

Όχι, όχι. Ποτέ.

Κ.Π.:

Μπορείς να μου πεις λίγο περισσότερα πράγματα για την τεχνοτροπία του φιλιγκράν;

Δ.Λ.:

Ναι. Η τεχνοτροπία του φιλιγκράν έχει πολλά είδη που ξεκινάνε... η τεχνοτροπία είναι μικρά-μικρά κομματάκια, που αυτά συναρμολογούνται. Για να φτιάξεις, παράδειγμα, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, μπορεί να αποτελείται από αυτά τα φιλιγκράν, που λέμε εμείς, που, όταν το κοιτάς, βλέπεις κι ακριβώς απέναντι, ενώ τα βιομηχανοποιημένα, όταν τα κοιτάς, δεν βλέπεις απέναντι, είναι ένα μασίφ πράγμα, ενώ το φιλιγκράν είναι πολλά-πολλά-πολλά-πολλά-πολλά μικρά κομματάκια. Παράδειγμα, για να γίνει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια σε μέγεθος ενός διεύρου, με λίγα λόγια, μπορεί να έχει και τρακόσια κομμάτια πάνω κι αυτά κολλιούνται ένα-ένα-ένα για να γίνει το φιλιγκράν. Αυτό λέγεται φιλιγκράν, με λίγα λόγια, και έχει σταματήσει, με λίγα λόγια. Γιατί έχει σταματήσει αυτού του είδους, έχουν ξεκινήσει σε άλλον τομέα.

Κ.Π.:

Η τεχνοτροπία αυτή σχετίζεται με την περιοχή των Ιωαννίνων;

Δ.Λ.:

Σχετίζεται, σε μεγάλο βαθμό, κι εάν κρίνουμε ότι οι περισσότεροι στην Ήπειρο είναι αργυροχρυσοχόοι κι από αυτό μεγάλωσαν πολλές γενιές κι από αυτό ξεκίνησαν να παράγουν και να γίνει πιο διαδεδομένο, δηλαδή, η αργυροχρυσοχοΐα.

Κ.Π.:

Τη συγκεκριμένη τεχνική από ποιον τη διδάχτηκες;

Δ.Λ.:

Από τον πατέρα μου, και ο πατέρας μου τη διδάχτηκε από έναν κύριο που είναι από Τζουμέρκα, τώρα δεν ζει ο άνθρωπος αυτός, έχει πεθάνει. Και από αυτόν μάθαμε και οι δύο να δουλεύουμε σε αυτού του είδους, δηλαδή, το φιλιγκράν. Μετά, εξελίχθηκε περισσότερο λιγάκι στη Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας που υπήρχαν μαστόροι γι’ αυτό το πράγμα, και, έτσι, έμαθα κι εγώ να... Και, μετά, περισσότερο με το μυαλό σου φτιάχνεις κοσμήματα με φιλιγκράν. Δηλαδή, δεν υπάρχει κλασικό, δηλαδή ένα copy-paste, με λίγα λόγια, που μπορείς να βγάλεις ένα φιλιγκράν. Είναι καθένα διαφορετικό. Το μοναδικό το φιλιγκράν που βγαίνει πλέον που υπάρχει κλασικό είναι οι πόρπες, οι κλασικές οι γιαννιώτικες, και μετά στη στολή που είναι με τα φλουριά. Αυτές είναι κλασικές που είναι σε φιλιγκράν και η στολή η παραδοσιακή έχει από ζώνη ασημένια, πόρπη ασημένια, έχει τα φλουριά που είναι σε ασημένια και αλυσίδες ή φιλιγκράν, αλλά πλέον δεν υπάρχουν σε στολές, λίγο δύσκολα θα βρεις. Μόνο αν πας στο Μουσείο της Αργυροχρυσοχοΐας θα τα δεις αυτά.

Κ.Π.:

Τι εννοείς όταν λες ότι «τα φτιάχνεις με το μυαλό σου»;

Δ.Λ.:

Σχετίζεται η φυσική, η χημεία και η ζωγραφική, σχετίζονται στην αργυροχρυσοχοΐα. Δηλαδή, αυτά είναι τρεις τομείς που συνήθως αυτά πάνε όλα μαζί, και περισσότερο ακόμα είναι η ζωγραφική. Δηλαδή, ένας ζωγράφος για να φτιάξει έναν πίνακα που θα είναι μοναδικός πρέπει να σκεφτεί κάτι. Έτσι είναι και [00:30:00]αργυροχρυσοχόος. Δηλαδή, κάτι που θέλει να βγάλει και να είναι μοναδικό πρέπει να βάλει το μυαλό του σε μία πολύ-πολύ πιο γρήγορη σκέψη, για να βγάλει ένα κόσμημα που θα είναι κάτι μοναδικό. Έτσι είναι κι ένας ζωγράφος, έτσι σχετιζόμαστε κι εμείς.

Κ.Π.:

Επομένως, πριν δημιουργήσεις ένα κόσμημα με τη συγκεκριμένη τεχνοτροπία, το έχεις φανταστεί ήδη στο μυαλό σου;

Δ.Λ.:

Ναι. Συνήθως το έχεις σκεφτεί στο μυαλό σου, το επεξεργάζεσαι σε χαρτί και, μετά από αυτό, βγάζεις το τελικό, δηλαδή, που θα φτιάξεις ένα κόσμημα και θα ξέρεις πόσα κομμάτια θα χρειαστεί να φτιάξεις ένα φιλιγκράν.

Κ.Π.:

Άλλοι κοσμηματοποιοί στα Ιωάννινα εφαρμόζουν τη συγκεκριμένη τεχνοτροπία;

Δ.Λ.:

Αν πάμε από τα παλιά χρόνια, οι φιλιγκρανίστες, που λέμε, με λίγα λόγια, στα Γιάννενα, ήταν γύρω στα τρακόσια εργαστήρια που ξεκίνησαν αυτήν τη δουλειά. Στη σήμερη γενιά που είμαι κι εγώ είμαστε μόνο εννιά. Έχει σταματήσει, γιατί έχει μπει το βιομηχανοποιημένο, δηλαδή είναι η εύκολη λύση στο κόσμημα και κάτι σε πιο χειροποίητο, φιλιγκράν έχει σταματήσει. Οι περισσότεροι που ασχολούμαστε με φιλιγκράν είναι αυτοί που φτιάχνουν τα εκκλησιαστικά, που φτιάχνουν τους σταυρούς τους φιλιγκράν και πόρπες. Αυτοί είμαστε μόνο.

Κ.Π.:

Τα σχέδια που δημιουργείς από πού πηγάζουν, ας πούμε, από πού εμπνέεσαι;

Δ.Λ.:

Από πού εμπνέομαι. Συνήθως, μπορεί να εμπνευστείς από κάτι που θα δεις στον δρόμο ή κάτι που θα δεις σε μια εξοχή, ή σε ένα σπίτι ή κάτι διαφορετικό που θα σου κινήσει την περιέργεια και θα το επεξεργαστείς στο μυαλό σου και θα φτιάξεις ένα κόσμημα, έτσι γίνεται συνήθως. Αν κρίνω από τον εαυτό μου, συνήθως, για να φτιάξω ένα κόσμημα περίεργο, ή θα είμαι όχι σε καλή διάθεση, τότε μου έρχεται η έμπνευση και μπορεί να κάτσω να φτιάξω ένα κόσμημα.

Κ.Π.:

Μπορείς να μου μιλήσεις λίγο παραπάνω γι’ αυτό;

Δ.Λ.:

Ναι, το κόσμημα... είναι ωραίο να ξεκινάς να σκέφτεσαι πράγματα που μπορεί να το κάνεις από φαντασία σε δημιουργικότητα, παράδειγμα, από κάτι που θα σου κινήσει την περιέργεια: από ένα φύλλο, από ένα σκουπίδι, από ένα χώμα, από τα φύλλα, το δέντρο, από μια περιοχή που θα πας, από ένα βουνό, έτσι μπορεί να βγάλεις και μια ιδέα. Γι’ αυτό είπαμε ότι σχετίζονται η ζωγραφική με την αργυροχρυσοχοΐα, δηλαδή έχει πολλά κομμάτια που μπορούν να σχετιστούν με την αργυροχρυσοχοΐα. Κι έτσι, ξεκινάμε κι εμείς να κάνουμε ένα κόσμημα και είναι πολύ ωραίο να βλέπεις έναν άνθρωπο αυτό που σκέφτεται να το κάνει πραγματικότητα και να υλοποιείται ένα πράγμα από το μυαλό του. Δεν μιλάμε σε ακραία πράγματα, μιλάμε σε φυσιολογικά: να είναι ένα περιποιημένο, όμορφο κόσμημα, για να μπορέσει να το φορέσει μια κυρία, ένας κύριος, ένα παιδάκι, ένας έφηβος, σε όλες τις ηλικίες, δηλαδή, που μπορεί να φορεθεί κάτι. Και, ανάλογα, σκέφτεσαι και το τι μπορείς να φτιάξεις. Έτσι, μια κυρία, παράδειγμα, μπορεί να έχει τη φαντασία από ένα... Παράδειγμα, ερχόταν οι φαντασίες, θα δεις πολλά, παράδειγμα, τα φύλλα σε φιλιγκράν. Αυτές φοριούνται πολύ ωραία σε καρφίτσες, σε όλα αυτά. Δηλαδή, θα δεις πολλά, έτσι, από τα κουκουνάρια θα δεις, από παλιές πίπες που γίνονται σε φιλιγκράν, πολλά περίεργα.

Κ.Π.:

Υπάρχουν πελάτες, δηλαδή, που έχουν συγκεκριμένες παραγγελίες, θέλουν συγκεκριμένα σχέδια;

Δ.Λ.:

Συνήθως, ναι. Μερικά σχέδια σε φιλιγκράν είναι κλασικά. Δηλαδή, θα βρεις κλασικά σχέδια: από βραχιολάκια, από σκουλαρίκια, από καρφίτσες, που είναι κλασικές, δηλαδή, που βγαίνουν σε παραδοσιακό. Δηλαδή, σε λουλούδια, σε φύλλα, σε πεταλούδες, αυτά είναι τα κλασικά που βγαίνουν συνήθως. Και σκουλαρίκια από τριαντάφυλλα από... σε ό,τι είναι σε λουλούδι. Αυτά είναι τα κλασικά, που συνήθως φεύγουν.

Κ.Π.:

Κάποια παραγγελία, ίσως, που σου έκανε, έτσι, αίσθηση; Να ζητήσει, τέλος πάντων, κάποιος πελάτης κάτι περίεργο.

Δ.Λ.:

Το πιο περίεργο πράγμα που μου ’χουν ζητήσει είναι στην... μου ’χουν ζητήσει να τους φτιάξω μια άμαξα από φιλιγκράν και το πιο περίεργο που μου έχει ζητήσει πελάτης να φτιάξω είναι από –πώς να το πω τώρα;– από το ελεφαντόδοντο, όλο σε φιλιγκράν. Αυτό είναι το πιο περίεργο που έχω φτιάξει σε κόσμημα.

Κ.Π.:

Έχεις δημιουργήσει κάποιο αντικείμενο με το οποίο να έχεις κάποιο, έτσι, ιδιαίτερα συναισθηματικό δέσιμο;

Δ.Λ.:

Βεβαίως. Δέσιμο έχω με ένα καράβι. Είναι όλο από φιλιγκράν, είναι σε διάσταση από 30 έως 55 πόντους και αυτό είναι ένα από τα καλύτερα – κόσμημα; Έργο τέχνης μπορείς να το πεις; Όπως και να το πεις, είναι ένα-ένα κομμάτι. Κι αυτό είναι το μοναδικό που μου αρέσει πάρα πολύ!

Κ.Π.:

Υπάρχει κάποια άλλη ιστορία πίσω από αυτό ή–

Δ.Λ.:

Όχι, είναι αυτό που αγαπάς. Είναι κι άλλος ένας τομέας που μπορείς, παράδειγμα, να σκέφτεσαι και να φτιάχνεις. Παράδειγμα, εμένα μου αρέσει πάρα πολύ το ψάρεμα, φτιάχνω πράγματα για το ψάρεμα. Μ’ αρέσουν οι βάρκες, έχω φτιάξει βάρκα ή σκάφος, παράδειγμα, ή ιστιοπλοϊκό. Έχω φτιάξει ψάρια, έχω φτιάξει κύματα από φιλιγκράν, έχω φτιάξει πολλά πράγματα που σχετίζονται με τη θάλασσα και μ’ αυτά. Γιατί είναι ένα πράγμα που είναι εξίσου αγαπημένο και μ’ αρέσει, και έτσι δημιουργώ κι εγώ τα κοσμήματά σ’ αυτό.

Κ.Π.:

Επομένως, είναι μία μορφή ψυχοθεραπείας;

Δ.Λ.:

Πες το κι έτσι. Δηλαδή, πάντα είναι... το χόμπι σου να το κάνεις και επάγγελμα. Παράδειγμα, εμένα η αργυροχρυσοχοΐα είναι το χόμπι μου είναι και το επάγγελμά μου. Έτσι, αξιοποιείς περισσότερο, δεν κοιτάς ποτέ το ρολόι σου, δεν κοιτάς τι ώρα θα φύγεις από μία δουλειά, εάν έχει πάει 8 η ώρα, αν έχει πάει 5. Μπορεί να φύγεις και 03:00 το πρωί, μπορεί να φύγεις και 6:00 το πρωί, γιατί σου έχει έρθει μία έμπνευση να φτιάξεις κάτι. Δεν σε απασχολεί ο χρόνος, είναι η δημιουργικότητα. Έτσι είναι κι αυτό, είναι όπως είναι ένα χόμπι. Πολύ ωραίο είναι να κάνεις το χόμπι σου επάγγελμα!

Κ.Π.:

Την ώρα που κατασκευάζεις κοσμήματα στο εργαστήριο, τι νιώθεις, τι σκέφτεσαι εκείνη την ώρα;

Δ.Λ.:

Δεν σκέφτεσαι, είναι το μοναδικό πράγμα που δεν σκέφτεσαι, γιατί, για να φτιάξεις ένα κόσμημα, πρέπει να είσαι πάνω σε αυτό, δηλαδή αυτό που κατασκευάζεις, δεν σκέφτεσαι κάτι άλλο που να μπορέσεις να συναρμολογήσεις... είναι, με λίγα λόγια, όπως είναι τα μαθηματικά που πρέπει να κάνεις μια πρόσθεση, μια αφαίρεση ή μια διαίρεση. Έτσι πρέπει να γίνει κι αυτό, θέλει σειρά πραγμάτων, δηλαδή. Δηλαδή, πρέπει να βάλεις στο μυαλό σου και να είναι εκεί, γιατί, αν είναι κάπου αλλού, θα κάνεις κάτι λάθος και ό,τι έχεις φτιάξει να φύγει απ’ αυτόν τον τομέα. Μόνο έτσι, όταν σταματάς, τότε.

Κ.Π.:

Μπορείς να μου περιγράψεις μία τυπική μέρα στο εργαστήριο;

Δ.Λ.:

Τυπική μέρα είναι: ξυπνάω γύρω στις 07:00 το πρωί, θα ντυθώ, θα ξεκινήσω, θα πάρω το καφεδάκι μου, θα πάω στο εργαστήριο, θα ανοίξω και θα βάλω στο μυαλό μου τι πρέπει ακριβώς να κάνω, τι ακριβώς παραγγελίες έχω. Μετά, βάζω στη σειρά τα πράγματα που πρέπει να φτιάξω, αφού έχω πιει τον καφέ, ξεκινάει η διαδικασία και συναρμολογώ τα κομμάτια που είναι καθενός, δηλαδή στο κάθε μαγαζί τι ακριβώς θέλει να φτιάξουμε. Και η διαδικασία ξεκινάει να συναρμολογήσεις ένα κόσμημα, να αρχίσουν να γίνονται οι κολλήσεις, να φτιαχτούνε, να γίνουν οι οξειδώσεις τους, να γυαλιστεί, να φτιαχτεί, να μπουν οι πέτρες, αν έχει πέτρες, και, μετά, να φτιαχτεί να μπει στο σακουλάκι του και να φύγει για τον πελάτη.

Κ.Π.:

Σε κουράζει ποτέ αυτή η δουλειά;

Δ.Λ.:

Όχι πάντα, αλλά σε κουράζει, γιατί, σε κουράζει,, με την έννοια, όταν έχεις πολλές ώρες σε ένα εργαστήριο μέσα, κάποια στιγμή, όταν πας στο εργαστήριο, γιατί πρέπει να έχεις σταθερά χέρια, πολύ καλή όραση για να μπορείς να κάνεις τη δουλειά αυτή, σε κουράζει. Υπάρχουν μέρες που μπορεί να σε κουράσει. Ό,τι κι αν κανείς κουράζει.

Κ.Π.:

Οι μεγαλύτερες δυσκολίες, δηλαδή, σε αυτό το επάγγελμα ποιες πιστεύεις ότι είναι;

Δ.Λ.:

Οι μεγαλύτερες δυσκολίες σε αυτό το επάγγελμα είναι να βάλεις το μυαλό σου και τη σκέψη, τι ακριβώς πρέπει να κάνεις, σε τι πρέπει να φτιάξεις, τι ακριβώς θέλεις, να βρεις τους άλλους προμηθευτές και να σε προμηθεύσουν με διάφορα υλικά, από κουμπώματα που λέμε εμείς, από πέτρες ημιπολύτιμες ή μη πολύτιμες, συνήθως έτσι γίνεται.

Κ.Π.:

Ουσιαστικά, δηλαδή, η καθημερινότητά σου περιτριγυρίζεται γύρω από την αργυροχρυσοχοΐα, από το επάγγελμά σου.

Δ.Λ.:

[00:40:00]Ναι, συνήθως έτσι γίνεται, σχετίζεται. Πολλές φορές μπορεί να είμαι στο εργαστήριο, να τελειώνω 18:00 το απόγευμα και από κει να πηγαίνω στο μαγαζί για τη λιανική πώληση, δηλαδή. Και μου αρέσει. Δηλαδή, να πουλάω το δικό μου κόσμημα σε έναν άνθρωπο, να του δείξω ακριβώς τι φτιάχνω. Και αυτό σχετίζεται 365 μέρες το χρόνο.

Κ.Π.:

Αγωνία έχεις όταν εκθέτεις τα κοσμήματά σου στους πελάτες;

Δ.Λ.:

Όχι ιδιαίτερα. Στις αρχές, απ’ όταν το ξεκίνησα, ναι, υπάρχει μια αγωνία, γιατί δεν γνωρίζεις το αντικείμενο, πώς θα συμπεριφερθείς απέναντι σε έναν πελάτη. Τώρα πλέον όχι, δεν έχω αγωνία, ξέρω ακριβώς τι έχω φτιάξει, ξέρω ακριβώς τι είναι αυτό, κι όταν το αγαπάς και το εκτιμάς και το σέβεσαι αυτό που φτιάχνεις, είναι ωραίο να το... δηλαδή, το πουλάς θέλεις δεν θέλεις, δηλαδή θα πουληθεί, γιατί βγαίνει η αύρα του, με λίγα λόγια, γιατί το νιώθεις ότι αυτό είναι κόσμημά σου, ότι το αγαπάς, το εκτιμάς και υπάρχουν άνθρωποι που δεν χρειάζεται να το κάνεις promotion, με λίγα λόγια.

Κ.Π.:

Πώς αισθάνεσαι όταν αποσπάς θετικά σχόλια από τους πελάτες σου για κάποια δημιουργία σου;

Δ.Λ.:

Ευχάριστα, όμορφα, ότι δεν είναι άσκοπα τα χρόνια μου που δημιουργώ αυτά τα κοσμήματα, ότι υπάρχουν άνθρωποι που αγαπάνε αυτό που φτιάχνω εγώ, ότι δημιουργώ πράγματα που τους αρέσουν περισσότερο, κι αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να έχει ένας άνθρωπος στη ζωή του.

Κ.Π.:

Οι φίλοι σου και οι γνωστοί σου τι σου λένε για τη συγκεκριμένη απασχόλησή σου;

Δ.Λ.:

Οι περισσότεροι, επειδής είμαστε από παιδικά χρόνια μαζί, μερικούς τους είχα και για δουλειά, σχετίζονται γύρω-γύρω, ξέρουν ποιος είμαι, ξέρουν τι φτιάχνω κι αυτό τους αρέσει περισσότερο, δηλαδή. Και μερικούς από τους φίλους μου τους μαθαίνω και μερικά πράγματα γύρω από την αργυροχρυσοχοΐα.

Κ.Π.:

Θεωρείς, κατά κάποιον τρόπο, χρέος σου για τη λαϊκή παράδοση της πόλης ή ακόμα και για την επιχείρησή σου να διατηρηθεί ζωντανή η τεχνοτροπία του φιλιγκράν; Γυρνάω λίγο στην προηγούμενη κουβέντα.

Δ.Λ.:

Ναι, είναι υποχρέωση να μείνει το φιλιγκράν, αλλά, πλέον, λόγω κόστους εργαστηρίου κι αυτά, και οι προϋποθέσεις που υπάρχουν για να φτιάξεις ένα εργαστήριο αργυροχρυσοχοΐας για να μπορείς να κατασκευάσεις... Δεν ανταποκρίνεται ούτε το κράτος να σου δώσει κίνητρα, να μπορέσεις να ασχοληθείς με αυτό το είδος, και οι καινούργιες γενιές δεν το προτιμάνε, είναι λίγοι αυτοί που το προτιμάνε, γιατί οι πρώτες ύλες είναι ακριβές και έχει χρονοβόρο για να φτιάξεις και να κάνεις κατασκευή και πώληση και... Εγώ προσπαθώ, έχω δείξει μερικά μαθήματα, και στην Αμερική έχω κάνει έξι-εφτά μαθήματα, σε μεγάλες ηλικίες και σε νεαρές ηλικίες, σε Έλληνες, να μάθουν να κάνουν το κόσμημα, το φιλιγκράν, μέσω διαδικτύου, της καραντίνας τώρα που είχαμε. Αλλά προτιμώ να μείνει η παράδοση, αλλά είναι λίγο ο αθέμιτος ανταγωνισμός στη μέση.

Κ.Π.:

Αυτά τα μαθήματα στην Αμερική, που μου είπες, πώς προέκυψαν;

Δ.Λ.:

Μέσω δουλειάς. Υπάρχει, όπως είναι κι εδώ τα ΙΕΚ, υπάρχουν και στην Αμερική μία σχολή, που μαθαίνουνε ελεύθερο σχέδιο και πώς φτιάχνεται, μια κατασκευή κοσμημάτων. Και, έτσι, μέσω γνωστού, ήθελαν κάποιον που να γνωρίζει, ασχολήθηκα εγώ, χωρίς αμοιβές, χωρίς κάποια συναλλαγή, και τα μαθήματα που έγιναν, έγιναν έξι μήνες συνεχόμενους, κι έτσι έμαθαν μερικά πράγματα από ηλικία από 25 μέχρι 55 χρόνων. Είχα τριάντα άτομα που μπορούσα και τους έκανα διαδικτυακά μαθήματα πώς να φτιάχνουν τα κοσμήματα από φιλιγκράν, ποια εργαλεία είναι και πώς κατασκευάζεται.

Κ.Π.:

Το ενδιαφέρον τους για τη συγκεκριμένη τεχνοτροπία από πού πιστεύεις ότι πηγάζει; Ως απόδημοι Έλληνες, αυτό εννοώ, δηλαδή.

Δ.Λ.:

Από πού πηγάζει... από την αρχαία μυθολογία. Αν κρίνεις ότι Δώδεκα Θεοί φτιάχνανε... για να μπορέσουνε να ξεκινήσουνε, να, όταν μπήκε το... να κάνουνε συναλλαγές με φαγητά, με κοσμήματα, με νομίσματα κι αυτά, έτσι ξεκίνησε και τέτοια... Παράδειγμα, από τον Όθωνα κι ακόμα, υπήρχαν τα νομίσματα. Ο Μέγας Αλέξανδρος, παράδειγμα, υπήρχαν τα νομίσματα, που μπορούσαν και κάνανε συναλλαγές. Παράδειγμα, όπως είναι το κωνσταντινάτο το φλουρί, που υπάρχει, από αρχαιοτάτων χρόνων πίσω, Υπάρχουν πολλά που ξεκίνησαν έτσι.

Κ.Π.:

Και γιατί, θέλω να πω, φαντάζομαι ότι ήταν Έλληνες αυτοί;

Δ.Λ.:

Απ’ την Ελλάδα ξεκίνησε.

Κ.Π.:

Όχι, θέλω να πω για τα μαθήματα. Οι μαθητές, να το θέσω έτσι, ήτανε Έλληνες;

Δ.Λ.:

Ναι.

Κ.Π.:

Και για ποιο λόγο ήθελαν να μάθουν αυτήν την τέχνη;

Δ.Λ.:

Γεννήθηκαν στην Αμερική και ήθελαν να μάθουν την παράδοση που υπάρχει στην Ελλάδα και ποιες είναι οι παραδόσεις των Ελλήνων που μπορούν... ποιες είναι οι κατηγορίες επαγγελμάτων στην Ελλάδα που υπάρχουν από αρχαιοτάτων χρόνων, και μία από αυτές ήταν και η αργυροχρυσοχοΐα. Κι έτσι ξεκινήσαμε και κάναμε τα μαθήματα, το πιο σύντομο κομμάτι, δηλαδή, που είναι το φιλιγκράν.

Κ.Π.:

Θεωρείς ότι κάποια στιγμή θα εκλείψει, θα σταματήσει να υπάρχει αυτή η τεχνοτροπία;

Δ.Λ.:

Το φιλιγκράν;

Κ.Π.:

Ναι.

Δ.Λ.:

Πιστεύω πως ναι, αλλά στο κομμάτι των κοσμημάτων, γιατί πλέον ο κλάδος έχει φτάσει να ασχολείται με άλλο είδος. Δηλαδή, το κόσμημα έχει σταματήσει και πλέον είναι πολύ ακριβό κοστολογικά. Έχει πολύ μεγάλο κόστος και, έτσι, δεν ανταποκρίνεται για πολύ κόσμο. Αποκλείεται, δηλαδή, να πάρεις κάποιο κόσμημα σε φιλιγκράν μικρής αξίας, συνήθως είναι ακριβό κόσμημα, και, έτσι θα, εκλείψει, δηλαδή, στα λίγα χρόνια. Πιστεύω, αν αλλάξουν οι γενιές, μπορεί να ξαναέρθει, αλλά για να χαθεί δεν χάνεται. Και σαν κόσμημα δεν θα χαθεί ποτέ, αν δεν χαθεί η γυναίκα. Αν χαθεί η γυναίκα, τότε θα χαθεί και το κόσμημα.

Κ.Π.:

Οπότε, ακόμα και αν... σε ό,τι αφορά το φιλιγκράν, υπάρχει μια προτίμηση από τις γυναίκες;

Δ.Λ.:

Όλα σχετίζονται γύρω από μια γυναίκα. Συνήθως, το κόσμημα έτσι δημιουργήθηκε, έτσι φτιάχτηκε κι έτσι έμεινε. Δηλαδή, από γενιές σε γενιές. Αν πάρεις ότι σε μια βάφτιση θα κάνουν κόσμημα, σε έναν γάμο θα κάνουν ένα κόσμημα, ότι ακόμη και οι αρχαίοι Έλληνες, όταν κάνανε... οι δάδες ήτανε από χρυσό ή από ασήμι, φτιαχνόταν από αργυροχρυσοχόο, οι γυναίκες των Δώδεκα Θεών φορούσαν κοσμήματα, οι άντρες δεν φορούσανε. Άρα, σχετίζεται... σχετικά είναι το 90% οι γυναίκες που περισσότερο θα ψωνίσουν ένα κόσμημα, παρά από έναν άνδρα.

Κ.Π.:

Ωραία. Να αλλάξουμε λίγο θέμα. Πώς θα περιέγραφες σήμερα την κατάσταση στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Ιωάννινα σχετικά με την αγορά κοσμημάτων; Η αγορά κινείται;

Δ.Λ.:

Όχι ιδιαίτερα, αν κρίνουμε ότι στα Ιωάννινα, σαν καταστήματα υπήρχαν πάνω από τρακόσια καταστήματα και τρακόσια εργαστήρια. Πλέον, σαν μαγαζιά, είναι γύρω στα εβδομήντα μαγαζιά και είκοσι εργαστήρια. Αυτό σχετίζεται με την ξενόφερτη ύλη, κοσμήματα χαμηλής ποιότητας, σε όλο αυτόν τον τομέα, δηλαδή, κι έτσι αρχίζει και χάνεται σιγά-σιγά, γιατί μπαίνει το βιομηχανοποιημένο.

Κ.Π.:

Δηλαδή, ο κόσμος έχει προτίμηση στο βιομηχανοποιημένο, λόγω και του κόστους της τιμής;

Δ.Λ.:

Ναι, συνήθως έτσι γίνεται.

Κ.Π.:

Η παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα πόσο έχει επηρεάσει τον κλάδο ή και την επιχείρησή σου συγκεκριμένα;

Δ.Λ.:

Απ’ όταν ξεκίνησε αυτή η αύξηση των πρώτων υλών, το κόστος διαβίωσης, το χαμηλό κόστος παραγωγής, η αύξηση ΦΠΑ, και όλα αυτά που σχετίζονται με γύρω με όλα αυτά που έχουμε, είναι δύσκολο, είναι δύσκολο κομμάτι και δεν μπορείς να πεις ότι θα τα καταφέρεις εύκολα.

Κ.Π.:

Σε ό,τι αφορά την πανδημία, ως επαγγελματίας κοσμηματοποιός, πώς βίωσες την κατάσταση;

Δ.Λ.:

Σαν κοσμηματοποιός, μία από τις πιο χειρότερες, στα σαράντα μου χρόνια, περίοδο και οικονομική, γιατί, συνήθως, για να φτιάξεις, ή να φτιάξεις ή να στήσεις ένα μαγαζί, ή να έχεις κοσμήματα, πρέπει να κάνεις προεργασία. Προεργασία είναι οι πρώτες ύλες, που είναι μέταλλο, πέτρες και όλα τα άλλα που σχετίζονται με ένα κόσμημα, και μέσα σε αυτό, επειδή κάναμε εμείς αυτές τις συναλλαγές, έπρεπε να διαθέσουμε κάποιο κεφάλαιο κι αυτό για δύο χρόνια έμεινε στάσιμο. Και, έτσι, ήταν [00:50:00]μία από τις χειρότερες χρονιές, δύο έτη, πιο χειρότερες χρονιές που υπήρχαν ποτέ.

Κ.Π.:

Σταμάτησε, δηλαδή, να λειτουργεί η επιχείρηση εντελώς;

Δ.Λ.:

Όχι, δεν έχει σταματήσει, απλώς έχει χαλάσει ένα μεγάλο κεφάλαιο χρημάτων για να μπορέσει να επιβιώσει μια επιχείρηση, για να μπορέσει να έχει ύλες, για να μπορέσει να ξεκινήσει ξανά πάλι μία επιχείρηση. Άρα, αυτά είναι αλυσιδωτά, δηλαδή πρέπει να πάνε το ένα πίσω από το άλλο. Πρέπει να χαλάσεις πράγματα για να έχεις για το μέλλον, αλλιώς δεν γίνεται μια επιχείρηση, χωρίς κεφάλαιο.

Κ.Π.:

Εσύ συνέχισες να πηγαίνεις στο εργαστήριο κατά την περίοδο της πανδημίας;

Δ.Λ.:

Ναι, γιατί, όπως είπαμε και στην αρχή, όταν αγαπάς κάτι σου αρέσει να πας, έχεις δεν έχεις δουλειά θα πας, έστω για να κάνεις τις προεργασίες για να έχεις για το μέλλον.

Κ.Π.:

Ήτανε κι ένας τρόπος για να ξεφύγεις, ας πούμε, από την πραγματικότητα της περιόδου;

Δ.Λ.:

Όχι μόνο, κι είναι αυτό που αγαπάς, και αγαπάς και σέβεσαι και βρίσκεις τον χώρο που σου αρέσει πολύ, είναι ο κόπος σου, είναι ο ιδρώτας σου, είσαι εσύ εκεί μέσα, είναι πολλά πράγματα που σε ενδιαφέρουν και ηρεμείς μέσα εκεί.

Κ.Π.:

Με τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπισε η επιχείρησή σου τα τελευταία χρόνια, σκέφτηκες ποτέ να τα παρατήσεις και να ασχοληθείς με κάποιο άλλο αντικείμενο;

Δ.Λ.:

Όχι, δεν το σκέφτηκα, εναλλακτική, να κάνω κάτι άλλο, όχι. Να εκμεταλλευτώ την δουλειά μου, ναι, να την εξελίσσω ναι. Γιατί, όπως είπαμε κιόλας, δεν παύει ποτέ ένα κόσμημα να είναι ένα κόσμημα και ό,τι κι αν κρίση και να υπάρχει, και να σταματήσει, δεν σταματάει αυτή η επιχείρηση. Απλώς, μπορεί να πέσει, μπορεί να ξανανέβει. Δεν σταματάει ποτέ το κόσμημα να υπάρχει. Και, έτσι, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ, γιατί το αγαπάω και μ’ αρέσει και θα το κάνω μέχρι όσο μπορώ.

Κ.Π.:

Γιατί πιστεύεις ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να αγοράζει κοσμήματα και στο μέλλον;

Δ.Λ.:

Θα υπάρχουν, πάντα θα υπάρχουν, δεν θα υπάρχει ποτέ αν σταματήσει να γίνονται οι βαφτίσεις, να σταματήσουνε οι γάμοι, να σταματήσουν τα δώρα, να σταματήσουν όλα αυτά τα είδη, τότε θα σταματήσει κι ένα κόσμημα να υπάρχει. Αλλά, όπως είπαμε και στην αρχή, ότι μια γυναίκα, αν σταματήσει και η γυναίκα, τότε θα σταματήσει και το κόσμημα, που είναι φύσει αδύνατο αυτό το πράγμα.

Κ.Π.:

Γιατί είναι σημαντική η δουλειά του κοσμηματοποιού, κατά τη γνώμη σου, και τι προσφέρει το κόσμημα στην κοινωνία;

Δ.Λ.:

Τι προσφέρει... Προσφέρει πολλά, προσφέρει κύρος, δύναμη, υπερηφάνεια, σκέψη, δημιουργικότητα, υπάρχουν όλα αυτά που μπορεί να συνδυάσεις μέσα σε ένα κόσμημα. Και αυτό είναι, που, συνήθως, σου δίνει prestige, κύρος, εμφάνιση, έχει όλα αυτά τα προνόμια ένα κόσμημα.

Κ.Π.:

Οπότε, δηλαδή, θεωρείς ότι αναδεικνύει, έτσι, κάποια στοιχεία του χαρακτήρα μας;

Δ.Λ.:

Πάντα. Πάντα ένα κόσμημα, αυτό που σε εκφράζει το παίρνεις σε κόσμημα. Κάποιους ανθρώπους τους αρέσει, παράδειγμα, τους εκφράζει να έχουνε κάποια λουλούδια, κάποια φύλλα, κάποια τριαντάφυλλα, κάποια ζωάκια, αυτό εκφράζει και θέλουν να το φοράνε, να το κάνουν ό,τι θέλουνε, από κολιέ, βραχιόλι, σκουλαρίκι, και αυτό εκφράζει κάθε άνθρωπο και τους αρέσει να το φοράνε.

Κ.Π.:

Δημήτρη, κλείνοντας, θα ήθελα να σου κάνω την εξής ερώτηση: τελικά κάνεις αυτό που αγαπάς ή, εάν σου δινόταν η ευκαιρία να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, θα επέλεγες να ακολουθήσεις κάποια διαφορετική επαγγελματική σταδιοδρομία;

Δ.Λ.:

Αν γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα επέλεγα κάτι να κάνω: να κάνω πιο δημιουργικά πράγματα. Πάνω στη δουλειά μου, σε αυτό που αγαπάω, σε αυτό που με εκφράζει, σε αυτό που με στενοχωρεί, σε αυτό που με κάνει να γελάω, σε αυτό που μου δίνει χρήματα για να ζήσω στη ζωή μου, να εξελίσσω τα πράγματα περισσότερο, αλλά δεν θα πάψω ποτέ να ασχολούμαι με αυτό το επάγγελμα.

Κ.Π.:

Όταν λες «πιο δημιουργικά πράγματα»;

Δ.Λ.:

Πιο δημιουργικά. Θα αφιέρωνα περισσότερο χρόνο να μάθω να κάνω γεμμολογία, να μάθω χαρακτική, να μάθω σχέδιο –μιλάμε για την ηλικία από το Γυμνάσιο μέχρι το Λύκειο–, δηλαδή να μπορούσα να κάνω όλες αυτές, να μάθω ελεύθερο σχέδιο, χαρακτικό σχέδιο, περισσότερη καρφωτική πετρών, συναρμολόγηση πετρωμάτων, τεχνοτροπία, σχεδιασμό πέτρας και με γεμμολογία, αυτά. Θα γύρναγα τον χρόνο πίσω για να μπορέσω να εξελίσσω ακόμα περισσότερο το μυαλό μου.

Κ.Π.:

Με αυτά τα αντικείμενα, που ανέφερες, έχεις ασχοληθεί καθόλου;

Δ.Λ.:

Έχω ασχοληθεί, σε μεγάλο βαθμό. Πλέον, επειδής έχω εξελίξει πολύ τη δουλειά μου, ασχολούμαι με την καρφωτική, με τη χαρακτική και ό,τι σχετίζεται με το κόσμημα. Δηλαδή, που μια ημιπολύτιμη πέτρα πρέπει να είναι σε μια θήκη που να είναι καρφωμένη, όχι κολλημένη, έχει πολύ διαφορετικά, κι ένας τομέας που προσπαθώ να μάθω είναι η γεμμολογία, πώς φτιάχνεται, πώς κατασκευάζεται ένα διαμάντι, πώς φτιάχνεται μια πέτρα περίεργη, πώς καθαρίζεται, από πού προήλθε, που αυτά θα ’θελα να τα κάνω όταν ήμουνα στα 15, στα 16. Τώρα, προσπαθούμε να μάθουμε.

Κ.Π.:

Τις δύο αυτές τεχνικές που μου είπες, την καρφωτική και τη χαρακτική, τις εφαρμόζεις, δηλαδή, στο εργαστήριό σου;

Δ.Λ.:

Ναι, βεβαίως. Αυτό είναι του μέλλοντος... υπάρχει και η καινούργια γενιά, που συνήθως δεν την γνωρίζει πολύς κόσμος, είναι λίγοι αυτοί που... είναι το 3D, που έχει βγει πλέον, είναι μια καινούργια τεχνοτροπία, που είναι περίπου παρεμφερής με τη φιλιγκράν, που αυτό βλέπεις από όλες τις πλευρές, είναι σαν ένα ζωντανό κόσμημα. Αυτή η γενιά την έχω ξεκινήσει κι εγώ αλλά είναι πάρα-πάρα πολύ δύσκολη. Η καρφωτική είναι ένα πράγμα που θέλει προσοχή, θέλει αγάπη, θέλει φροντίδα, να προσέχεις πώς τα φτιάχνεις και όλα αυτά σχετίζονται. Η καρφωτική είναι αυτό. Η χαρακτική είναι σαν ένα σχέδιο, που πρέπει, σε αυτό το σχέδιο, με ένα ειδικό μηχάνημα, που αυτό είναι μόνο με το χέρι σου, πρέπει να κάνεις γραμμές, να βγάλεις τα σχέδιά του, να βγάλεις τα λουλούδια, να βγάλεις τα φύλλα, να βγάλεις τις γραμμές, να βγάλεις ό,τι μπορεί να φανταστεί στο κεφάλι σου να βγει πάνω στο σχέδιο, σε χαρακτική. Αυτό είναι η χαρακτική.

Κ.Π.:

Μιας και ανέφερες τη μέθοδο με το 3D, θεωρείς ότι κάποια στιγμή, γενικότερα, όλες αυτές οι νεωτερικές, ας πούμε, μέθοδοι θα αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές;

Δ.Λ.:

Όχι, το παραδοσιακό είναι παραδοσιακό. Οι Έλληνες θα μπορέσουν να κάνουν το 3D, οι ξένοι που έρχονται στην Ελλάδα προτιμάνε το παραδοσιακό, προτιμάνε την αρχαία μυθολογία, προτιμάνε ό,τι υπάρχει σε αρχαίο, παλιά, όχι μεταγενέστερα, δηλαδή είναι πιο ωραίο. Το 3D είναι ένα ιδιαίτερο κόσμημα που είναι για την καινούργια γενιά.

Κ.Π.:

Θεωρείς ότι, οι άνθρωποι που έρχονται από το εξωτερικό, ότι έχουν περισσότερη αγάπη για την λαϊκή παράδοση της Ελλάδος απ’ ό,τι Έλληνες; Το βλέπεις αυτό στην επιχείρηση, ας πούμε, στο μαγαζί;

Δ.Λ.:

Ναι, αυτό ισχύει. Ότι οι ξένοι γνωρίζουν πολλά περισσότερα απ’ ό,τι γνωρίζει ένας Έλληνας, γνωρίζει πώς κατασκευάστηκε ένα κόσμημα, από πού προήλθε ένα κόσμημα, ποιο είναι χειροποίητο, ποιο είναι βιομηχανοποιημένο, ποιο έχει ορυκτή πέτρα, ποιο δεν έχει ορυκτή πέτρα, ποιο είναι ψεύτικο, ποιο είναι... Γνωρίζει πάρα πολλά που δεν γνωρίζει ένας Έλληνας. Σαν Έλληνας γνωρίζεις πολύ λίγα και αυτά είναι στάσιμα. Δηλαδή, δεν γνωρίζεις. Και τα ξενόφερτα συνήθως προτιμάνε οι Έλληνες. Οι ξένοι προτιμάνε τα ελληνικά. Είναι το αντίθετο, δηλαδή, συνήθως στην Ελλάδα.

Κ.Π.:

Αυτό, από την εμπειρία σας ως επαγγελματίας πάντα, πώς εξηγείται; Πώς θα το ερμήνευες;

Δ.Λ.:

Πώς θα το ερμήνευα... Είναι το θέμα ότι στο εξωτερικό πηγαίνουν Έλληνες και αγοράζουν του εξωτερικού πράγματα, που δεν τα ’χουμε στην Ελλάδα, αντικείμενα, πράγματα που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Ή, όπως οι ξένοι που έρχονται στην Ελλάδα, που δεν υπάρχουν στο εξωτερικό, που είναι πολύ πιο χαμηλότερο σε κόστος, παρά να το πάρουν στο εξωτερικό. Δηλαδή, ένα κόσμημα όταν φτάνει στο εξωτερικό τριπλασιάζεται η τιμή, λόγω φόρου, λόγω κόστους, πολλά, δηλαδή ένα προς τρία πάει στο εξωτερικό. Και, έτσι, προτιμάνε στην Ελλάδα και μαθαίνουν αυτά που είναι, ενώ οι Έλληνες δεν τα προτιμάνε, είναι λίγα, προτιμάνε τα ξενόφερτα.

Κ.Π.:

[01:00:00]Εσύ έχεις σκεφτεί να εφαρμόσεις άλλες τεχνικές, ίσως, που υπάρχουνε σε άλλους πολιτισμούς;

Δ.Λ.:

Το κόσμημα σχετίζεται, σε όλον τον κόσμο ένα είναι. Απλώς αλλάζει το θέμα κόστους. Δηλαδή, εκεί πάμε. Το κόσμημα θα ξεκινήσει, ανάλογα τι ακριβώς θέλεις να κάνεις, σε τι κόσμο θέλεις να απευθυνθείς και σε τι κόσμο θέλεις να είναι. Δεν θα άλλαζα κάτι ούτε θα μπορούσα να πω ότι... να την εξελίσσω περισσότερο, ναι, αλλά πάντα θα παραμείνω να έχω καλή ποιότητα κοσμήματος, καλή ποιότητα πέτρας και όλα αυτά που σχετίζονται με ένα κόσμημα.

Κ.Π.:

Ωραία, Δημήτρη, σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου!

Δ.Λ.:

Να ’στε καλά, κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, να ’στε καλά!

Κ.Π.:

Λοιπόν, Δημήτρη, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν ασχολείσαι με το βυζαντινό κόσμημα.

Δ.Λ.:

Ναι, βεβαίως, μετά το φιλιγκράν ασχολούμαστε και με το βυζαντινό κόσμημα. Το βυζαντινό κόσμημα είναι από το Βυζάντιο ακόμη. Είναι ένα κόσμημα που υπήρχε στο Βυζάντιο και υπάρχει και ακόμη, είναι το μισό από φιλιγκράν το σχέδιο και μισό σε άλλο στιλ που βγάλανε τότε στο Βυζάντιο. Ξεκίνησε στο Βυζάντιο να φτιάχνεται αυτό το κόσμημα, ήτανε βραχιόλι, σκουλαρίκι, δαχτυλίδι και άλλο, σε άλλα αντικείμενα. Μετά από την καταστροφή του Βυζαντίου, χάθηκε. Ανακαλύφθηκε μετά, πολύ μετά, πολλά χρόνια μετά, και οι αργυροχρυσοχόοι άρχισαν και το επεξεργαζόταν αυτό το είδος. Ήρθαν τα κωνσταντινάτα τα φλουριά, με διάφορες μήτρες, διάφορα σχέδια, κι αυτό έγινε η εξέλιξη μέχρι και σήμερα. Και μαζί με αυτά υπάρχει και το αντικέ κομμάτι και αλυσιδωτό, όπως λέμε στα Ιωάννινα.

Κ.Π.:

Ωραία. Ποια είναι η διαδικασία κατασκευής του βυζαντινού κοσμήματος;

Δ.Λ.:

Το βυζαντινό κομμάτι αποτελείται από πλεξούδες, σταυρούς βυζαντινούς, με σύμβολα Βυζαντίου, με σχέδια και μπίλες, όπως τις λέμε εμείς, που έχουνε στην αρχαία μυθολογία, από κεφαλές αρχαίων, κι έτσι αυτά γίνονται ένα μείγμα και λέγονται βυζαντινά, κι αυτά αποτελούνται συνήθως, μεταξύ τους, άμα το κοιτάξεις το ένα με το άλλο στο σχέδιο επάνω, μπορεί να... αν έχεις έμπνευση, σε σταυρό, σε κάτι παρεμφερής.

Κ.Π.:

Ακολουθείς κάποια διαφορετική διαδικασία όταν το κατασκευάζεις, σε σχέση με το φιλιγκράν;

Δ.Λ.:

Ναι, γιατί έχει δύο κομμάτια: έχει και το κομμάτι που είναι χυτό ή πρεσαριστό, που βγαίνει το ένα στέλεχος, και, μετά, ξεκινάμε το άλλο κομμάτι που είναι το φιλιγκράν, νοοτροπίας, δηλαδή, κάπως, έτσι, μπορώ να το πω, που μπορείς να συνδυάσεις και τα δύο μαζί. Και αυτό γίνεται ένα βυζαντινό. Αυτήν τη νοοτροπία είχε το Βυζάντιο να κάνει το σχέδιο αυτό. Έτσι, και στα Γιάννενα πήραν αυτήν τη σκέψη κι έτσι φτιάχνεται ένα κομμάτι από διάφορα κομμάτια. Δηλαδή, από ένα χυτό κι από χειροποίητο, που είναι το φιλιγκράν. Και αυτό βγαίνει ένα σχέδιο που ονομάζεται βυζαντινό.

Κ.Π.:

Το βυζαντινό κόσμημα άνθισε κυρίως στα Γιάννενα; Όταν, δηλαδή, ξαναανακαλύφθηκε;

Δ.Λ.:

Άνθισε σε όλη την Ελλάδα, κατασκευάστηκε στα Ιωάννινα, μερικά κομμάτια μετά τα φτιάξανε στην Αθήνα, γιατί ήδη ξεκίνησε η δουλειά αυτή το '87-'88 μέχρι το '90 που άρχισε ο κόσμος και τα ανακάλυπτε τι είναι το βυζαντινό κομμάτι, και μέχρι και σήμερα που υπάρχουνε τα κωνσταντινάτα τα φλουριά και όλα αυτά που φοράνε, η πιο σύγχρονη γενιά.

Κ.Π.:

Αναφέρθηκες και στο αντικέ. Μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι;

Δ.Λ.:

Το αντικέ κομμάτι είναι καθαρά γιαννιώτικο. Είναι ένα κομμάτι που το μέταλλό του είναι άσπρο, δηλαδή τα φιλιγκράν και αυτά που λέμε είναι όλα άσπρα, είναι σε λευκό και γυαλισμένο κομμάτι, ενώ το αντικέ έχει άλλη επεξεργασία. Γίνεται με ένα ορυκτό είδος που λέγεται οξείδωση στη χημεία, και αυτό το φτιάχνεις με... βάζεις τα κοσμήματα που είναι άσπρα, γίνεται αντικέ, δηλαδή, μαύρα, προς το μαύρο, και μετά αρχίζεις και τα κάνεις επεξεργασία κι αυτό μένει πάνω στο μέταλλο κι έτσι ονομάζεται αντικέ. Και σε αυτό το κομμάτι υπάρχει το αντικέ βυζαντινό και υπάρχει και το αντικέ το γιαννιώτικο, που λέμε εμείς, ή το αλυσιδωτό.

Κ.Π.:

Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποια είναι;

Δ.Λ.:

Σε ποιο κομμάτι;

Κ.Π.:

Μεταξύ βυζαντινού και γιαννιώτικου;

Δ.Λ.:

Το γιαννιώτικο είναι νοοτροπία μοντέρνου φιλιγκράν και βυζαντινού και, μέσα σε όλα αυτά τα κομμάτια, σε αυτά, προσθέτει και μία αλυσίδα, που λέγονται αλυσιδωτά, ή θα είναι σκουλαρίκι ή κολιές ή βραχιόλι. Και αυτά, συνήθως, αποτελούνται ή από μία ή από τρεις ή από πέντε ή από δέκα ή κι από είκοσι αλυσίδες, που από αυτά πάλι είναι σε αντικέ, έτσι, οξειδωμένα, όπως τα λέμε εμείς, και είναι ένα διαφορετικό σχέδιο, που πάνω έχει διάφορα σχεδιάκια, που έχει χαρακτική, που έχει πολλά πάνω.

Κ.Π.:

Το γιαννιώτικο κόσμημα μπορεί κάποιος να το βρει και σε άλλες περιοχές ή αποκλειστικά στα Ιωάννινα; Δηλαδή, έχουν προσπαθήσει από άλλες περιοχές να το αντιγράψουν, κατά κάποιον τρόπο;

Δ.Λ.:

Ναι, αντιγράφεται. Δεν υπάρχει κανένα είδος που να μην αντιγράφεται στο αντικέ, σε όλους τους τομείς της αργυροχρυσοχοΐας υπάρχουν που αντιγράφονται κομμάτια. Μόνο αν γίνει αποκλειστικότητα με έναν σειριακό αριθμό που κατοχυρώνεις ένα κόσμημα, αλλά, συνήθως, αυτά εξελίχθηκαν και φτιάχνουν σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αλλά όχι αντικέ, παρεμφερής με το αντικέ. Αλλά είναι ένα κόσμημα που φτιάχνεται και κατασκευάζεται σε όλη την Ελλάδα. Αλλά η πρώτη κατασκευή και η πρώτη υλοποίηση του αντικέ κομμάτι, ήταν στα Ιωάννινα