© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η πορεία της Ανδριανής Αγγελιδάκη στον χώρο της δημοσιογραφίας
Κωδικός Ιστορίας
13967
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ανδριανή Αγγελιδάκη (Α.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/02/2021
Ερευνητής/τρια
Μαριάννα Τζιράκη (Μ.Τ.)
[00:00:00]Θα μας πείτε το όνομά σας;
Αγγελιδάκη Ανδριανή.
Είναι Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου του 2021. Βρισκόμαστε με την Ανδριανή Αγγελιδάκη η οποία βρίσκεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Εγώ ονομάζομαι Τζιράκη Μαριάννα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι στο Ρέθυμνο Κρήτης. Κυρία Αγγελιδάκη, είμαστε εδώ για να ακούσουμε την ιστορία σας και θέλουμε να ξεκινήσουμε με τα παιδικά σας χρόνια.
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πάρα πολύ όμορφα χρόνια. Είναι η κλασική εικόνα που ίσως έχουμε ή θα έπρεπε να έχουμε όλα τα παιδιά με διακοπές απεριορίστων ημερών με το που κλείνουν τα σχολεία και διαρκούν για όσο το καλοκαίρι είναι ελεύθερο. Αν θυμάμαι καλά οι διακοπές μας τελείωναν μία μέρα πριν ανοίξουν τα σχολεία. Πολύ παιχνίδι, πολλές μέρες στο χωριό όπου ήμασταν πάρα πολύ ανέμελοι με τον παππού και με τη γιαγιά. Θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά αυτή την αίσθηση του παγωμένου μωσαϊκού το πρωί που ξυπνούσαμε μόλις ακουμπούσαν τα γυμνά μας ποδαράκια, μόλις κατεβαίναμε από το κρεβάτι. Η γιαγιά που μας είχε πάντα ετοιμάσει τις μέρες που ήμασταν εκεί γλυκό ψυγείου με κρέμα και μπισκότο. Είναι από τις πολύ χαρακτηριστικές εικόνες και γεύσεις και είναι ένα σύνολο αισθήσεων που ξυπνά μέσα μου όταν σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια. Και επίσης μία ακόμη χαρακτηριστική εικόνα που είναι ένα παζλ πάλι αισθήσεων, είναι πάλι από το χωριό βράδια του καλοκαιριού που κάναμε βεγγέρες και ήμασταν εκεί έξω στο περβόλι και άκουγα τα τριζόνια. Ήμασταν ξαπλωμένα σε κάποια ποδιά παππού, γιαγιά, θείας, ήμασταν όλο το σόι εκεί μαζεμένοι. Αφού είχαμε πια αποκαμωθεί από το παιχνίδι, ακούγαμε τους μεγάλους που κουβεντιάζανε, μιλούσανε. Οπότε ή θα μας έπαιρνε ο ύπνος εκεί με τη γιαγιά να μας χαϊδεύει το κεφαλάκι και πάντα να ακούω το τριζόνι στην πίσω, πίσω, πίσω, πίσω μεριά. Αν είχαμε, ας πούμε, ένα μουσικό χαλί, κάπως έτσι θα ήτανε. Τα παιδικά μου χρόνια πάντα επίσης τα συνδυάζω με τη θάλασσα. Όταν σκέφτομαι παιδικά χρόνια, πάντα σκέφτομαι διακοπές. Δεν μπορεί να πάει το μυαλό μου κάπου αλλού. Ούτε στα μαθήματα, ούτε στα εξωσχολικά, ούτε πουθενά αλλού. Διακοπές, διακοπές το καλοκαίρι στη θάλασσα για μέρες, για μήνες ολόκληρους. Ξυπόλητα όλη μέρα με τα κόκκινα τα μάγουλά μας, μετρούσαμε τα πόσα μπάνια είχαμε κάνει με το πόσο κόκκινοι ήταν οι ώμοι μας και τα μάγουλά μας. Βάζαμε βερίκοκα δίπλα να δούμε αν έχουμε φτάσει την απόχρωση. Και θυμάμαι αυτό το ξυπόλυτοι, το όλη μέρα στη θάλασσα, το παγωτό το απογευματινό, τα φρούτα. Καμία μαμά να φωνάζει «Βγείτε απ’ το νερό» ή «Ελάτε μαζευτείτε». Δεν υπήρχε, δεν θυμάμαι να είχαμε πρόγραμμα σε εκείνη τη φάση. Θυμάμαι απλά να απολαμβάνουμε τις μέρες μας με τις παρέες μας, με τους φίλους μας, να κάνουμε τους εξερευνητές. Είμαι ένα τυχερό παιδί γιατί μεγάλωσα… Θυμάμαι ότι θέλαμε να εξερευνήσουμε τον κόσμο όλο και είχαμε φτιάξει και μια ομάδα. Ήμασταν η «Greek Summer» και ήμασταν με την αδερφή μου, τα ξαδέρφια μου. Και εκεί στη νότια Κρήτη που κάναμε διακοπές, τσούτσουρα, μαριδάκι στις παραλίες εκεί που μας πήγαινε ο μπαμπάς με το σκάφος. Ήμασταν όλη μέρα κάτω από τον ήλιο και προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε το νησί μας, να ανακαλύψουμε έναν κρυμμένο θησαυρό. Εκεί πάλι έχω πολύ ωραίες εικόνες όπου το καρπούζι ήταν πάντα στην άκρη εκεί που έσκαγε το κύμα να παραμείνει δροσερό. Τρώγαμε ντομάτα, με πολύ ωραία γεύση ντομάτας. Απλά περνούσαν οι ώρες χωρίς να έχουμε κάτι άλλο στο μυαλό μας. Απολαμβάναμε εκείνη τη στιγμή. Επίσης, από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου. Θυμάμαι πόσο άρχισα να κυνηγάω κάποια πράγματα πια για μένα. Δηλαδή πάντα μου άρεσε ο χορός, τον αγαπούσα πάρα πολύ. Σε πολύ μικρή ηλικία είχα κάνει κάποια μαθήματα μπαλέτου, μετά η μαμά δεν μπορούσε να μας πηγαίνει δύο παιδιά αριστερά, δεξιά σε όλα τα εξωσχολικά του κόσμου. Οπότε σταμάτησε ο χορός για μένα. Και θυμάμαι ότι έκανα κουμπαρά και περίμενα πώς και πώς να μεγαλώσω λίγο για να μπορώ να πάω μόνη μου. Πήγα μόνη μου, βρήκα τη σχολή, γράφτηκα. Για μένα ήταν πολύ καθοριστικής σημασίας αυτό γιατί κατάφερα, κατάλαβα σε εκείνη τη φάση της ζωής μου ότι αυτό που θες μπορείς να το καταφέρεις αρκεί να το προσπαθήσεις. Είχα μία δασκάλα η οποία ήταν –και αυτό εκ των υστέρων το αντιλήφθηκα– ένας άνθρωπος που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, η κυρία Κλαίρη Γουβιανάκη που με πίεζε σαν δασκάλα για να τελειοποιήσω την τεχνική μου[00:05:00] αλλά την ίδια στιγμή μου έλεγε και στο αυτί «Ξέρω ότι μπορείς». Οπότε αυτή τη φωνή την έχω κρατήσει και θα της είμαι για πάντα ευγνώμων. Και είχα κι άλλους πολλούς τέτοιους δασκάλους στην πορεία και ανθρώπους που μου έδιναν αυτό το παράδειγμα. Ότι αυτό που θα βάλεις στο μυαλό σου εφόσον το προσπαθήσεις και είσαι εκεί πολύ συνειδητά και το θέλεις, θα το καταφέρεις με τη δύναμή σου, με τα χέρια σου, με το μυαλό σου αλλά με την προσπάθειά σου. Και θυμάμαι αυτό. Όπως επίσης θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου ότι μέσα μου ζει ένας μεγάλος άνθρωπος και ότι θα πρέπει το σώμα μου να μεγαλώσει για να υπάρχει ένας συγχρονισμός. Τώρα έχουμε καταφέρει και έχουμε συγχρονιστεί πια. Τώρα που είμαι 37 χρονών, νιώθω ότι είμαι σε μια καλή φάση. Θα ήθελα να την κρατήσω δηλαδή αυτή την ισορροπία τώρα.
Κυρία Αγγελιδάκη, όταν αποφασίσατε ότι… Bασικά όταν βρεθήκατε στη συνθήκη των Πανελληνίων, μαθήτρια πια, όπου καλείται ο κάθε άνθρωπος να επιλέξει το πού θα στοχεύσει. Mε όλα αυτά τα συναισθήματα που είχατε μέσα σας του ώριμου ανθρώπου και τα λοιπά, γνωρίζατε ότι πάντα θα κατευθυνθείτε προς τον χώρο της ενημέρωσης;
Ποτέ. Αυτό ήταν η μετέπειτα επαγγελματική μου πορεία, ήταν κάτι που δεν είχα στο μυαλό μου και δεν ήταν και κάτι που σπούδασα. Οι σπουδές μου ήταν στις Πολιτικές Επιστήμες. Και είναι μια σχολή που επέλεξα δυστυχώς όχι πολύ συνειδητά στην ηλικία των 17. Επέλεξα διότι μου φάνηκε ότι με κάποιον τρόπο καλύπτει κάποιες από τις πνευματικές μου ανησυχίες. Ήμουν ένα παιδί της θεωρητικής κατεύθυνσης οπότε είχα πολύ ψηλά Νομικές, Ψυχολογίες και τα λοιπά. Και κάπου εκεί, σαν τέταρτη επιλογή, αν θυμάμαι καλά, τέταρτη, πέμπτη ήταν και οι πολιτικές επιστήμες. Και απλά πέρασα Πολιτικές Επιστήμες. Στο πρώτο εξάμηνο συνειδητοποίησα ότι ναι μεν είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σχολή, είναι ένα ευρύτατο πεδίο γνώσης και πνευματικής αναζήτησης αλλά συνειδητοποίησα ότι εμένα δεν με καλύπτει, ή δεν με εκφράζει, ή δεν θα ήθελα, τέλος πάντων, το μέλλον μου να ταυτιστεί με το συγκεκριμένο πτυχίο. Οπότε έβαλα τα δυνατά μου και σε εκείνη τη φάση και είπα ότι «Ωραία, θα ολοκληρώσω τις σπουδές μου τίμια στα τέσσερα χρόνια. Και μετά θα ακολουθήσω την πορεία που θα αισθανθώ ότι κάπως, με κάποιον τρόπο μου ταιριάζει περισσότερο». Μέσα στην πορεία των εξαμήνων συνειδητοποίησα βέβαια –πάλι εκ των υστέρων το είδα αυτό– ότι είχα κάνει κάποιες επιλογές σε σχέση με τα μέσα ενημέρωσης. Δηλαδή έβλεπα ότι τελικά έκανα βηματάκια προς αυτόν τον δρόμο χωρίς να είναι συνειδητός σε εκείνη τη φάση. Πάντα με ενδιέφερε η αλληλεπίδραση του μέσου και του κοινού. Πώς περνάει το μήνυμα από το μέσο στο κοινό. Αρχικά το έβλεπα πολύ πιο επιστημονικά, στην πορεία το έζησα βιωματικά.
Με ποιον τρόπο; Ας πούμε, ξεκινήσατε να αρθρογραφείτε;
Στη δημοσιογραφία και στην ενημέρωση και σε αυτό που κάνω τώρα βρέθηκα εντελώς τυχαία. Αρθρογραφούσα πάντα. Με θυμάμαι να αρθρογραφώ από το δημοτικό όπου είχαμε εφημερίδα στο σχολείο, στο «Τάλως» που πήγαινα. Ήταν ένα πρότυπο δημοτικό σχολείο όπου είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε πολλά πράγματα μεταξύ αυτών και η δημοσιογραφία. Και πάντα αρθρογραφούσα. Έχω τεύχος το οποίο μοιράστηκε μαζί μου μετά από πάρα πολλά χρόνια η νυν διευθύντρια-αρχισυντάκτρια του δελτίου ειδήσεων της Κρήτη TV, η Στέλλα Τερζάκη στο οποίο τεύχος η Στέλλα είναι αρχισυντάκτης, εγώ είμαι το παιδάκι της πρώτης δημοτικού που γράφω ένα άρθρο γιατί απλά εκφράζω τις απόψεις μου και τις σκέψεις μου για το πώς νιώθει ένα πρωτάκι. Ήταν καρμικό φαίνεται αυτό. Πάντα έγραφα χωρίς να δημοσιοποιώ, βέβαια, πολλά από αυτά. Έγραφα ημερολόγιο αλλά στο ημερολόγιό μου δεν έγραφα για τις φίλες μου. Διαβάζοντας τώρα εκπλήσσομαι ακόμη κι εγώ η ίδια. Έγραφα για σημαντικά γεγονότα, έγραφα τις απόψεις μου περί κάποιων δηλώσεων που θα έκανε π.χ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για προσωπικότητες της διεθνούς πολιτικής σκηνής και πώς τους αντιλαμβανόμουν εγώ και ποια ήταν η άποψή μου. Και εγώ ακόμα εκπλήσσομαι αλλά ήταν πράγματα που τα συζητούσαμε μες στο σπίτι με μία μαμά που είχε μια πολύ διευρυμένη αναζήτηση γύρω απ’ τα πράγματα. Οπότε εμένα το μυαλό μου εκεί πάντα γύριζε. Περνώντας τα χρόνια πάντα το να γράψω ήταν κομμάτι μου, ήταν ο τρόπος μου να επικοινωνήσω. Και η δημοσιογραφία, ο χώρος της δημοσιογραφίας ήρθε εντελώς τυχαία όταν θέλοντας, αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στις Πολιτικές Επιστήμες, θέλοντας να φύγω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό, περίμενα[00:10:00] το καλοκαίρι να περάσει για να φύγω τον Σεπτέμβρη. Και όσο περίμενα, λέω «Δεν κάνω κάτι;». Γιατί είχα μάθει πάντα να δουλεύω, δεν μπορούσα να κάθομαι. Τυχαία η αδερφή μου μού είπε ότι «Μα υπάρχει στην Κρήτη TV μια αγγελία που αναζητούν δημοσιογράφους». Λέω «Δεν είμαι δημοσιογράφος». «Δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Πήγαινε». Έδωσα το βιογραφικό μου, με κάλεσαν και από τότε δεν ξαναέφυγα από εκεί από το 2004. Το καλοκαίρι του 2004.
Θέλω λίγο να μοιραστείτε μαζί μου πριν πάμε στο κομμάτι του καναλιού και της επαφής σας με τον χώρο της ενημέρωσης, πώς ήταν τα φοιτητικά χρόνια της Ανδριανής Αγγελιδάκη στο Ρέθυμνο όπου είναι η σχολή των Πολιτικών Επιστημών; Γιατί μείνατε στην Κρήτη, επιλέξατε να μείνετε στο νησί σας.
Ήταν αυτή η σχολή που πέρασα οπότε… Καλά, θυμάμαι όταν είδα ότι περνάω στο Ρέθυμνο ότι ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή αυτή για μένα. Έβαλα τα κλάματα. Και θυμάμαι τη μαμά μου να μου λέει «Αγάπη μου, μην στεναχωριέσαι. Δεν θα έρχομαι». Οπότε σταμάτησε το πένθος και λέω «Οκ, εντάξει. Θα περάσω καλά». Και όντως οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ κύριοι για όλα τα χρόνια που ήμουν φοιτήτρια. Δεν ήρθαν ποτέ χωρίς να με ρωτήσουν. Πέρασα πάρα πολύ όμορφα. Οι φίλες μου των φοιτητικών χρόνων είναι και οι νυν κολλητές μου, είναι σχέσεις ζωής αυτές. Ήμασταν, νομίζω, είχαμε την πρόνοια να περάσουμε πολύ καλά, να ζήσουμε σωστά σαν φοιτήτριες και σαν φοιτητές γιατί ήμασταν μεγάλη παρέα. Αλλά θα πω, έτσι, για τον στενό πυρήνα. Δηλαδή τελειώσαμε όλες τη σχολή μας στην ώρα μας χωρίς πολλές πολλές καθυστερήσεις και δουλεύαμε παράλληλα. Και πτυχία άλλα πήραμε. Δηλαδή μας θυμάμαι να λέμε «Οκ, θα πάρουμε μία εξειδίκευση στα Αγγλικά». Τα TOEFL, TOEIC, αυτά που δίναμε εκείνες τις εποχές. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα αυτά, δεν ξέρω τι γίνεται. Ή να πάρουμε το δίπλωμα του αυτοκινήτου, ή να πάρουμε το δίπλωμα για τους υπολογιστές, τις πιστοποιήσεις που τότε ξεκίνησαν παλιά, παλιά. Εμείς ήμασταν από τις πρώτες φουρνιές. Είχαμε δηλαδή την πρόνοια και να περνάμε καλά, να κάνουμε τα ταξίδια μας και να περνάμε ωραία, να βγαίνουμε. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την απίθανη βιολογική δύναμη που είχαμε που βγαίναμε μέχρι το ξημέρωμα και μετά από μισή ώρα ήμασταν στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου και κάναμε συζητήσεις γύρω από τον Κάντ, τον Μαρξ. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά καθηγητές μου και τις κουβέντες που κάναμε μέσα στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου. Πολύ εμπνευσμένοι δάσκαλοι. Δηλαδή ξεκινούσαν από μία λέξη, οι ίδιοι δεν πρέπει να έλεγαν πάνω από δέκα λέξεις σε όλο το μάθημα αλλά από μέσα μας έβγαινε τόση γνώση και πληροφορία και διάθεση να μάθουμε, να πάμε παρακάτω που αυτό για μένα στάθηκε σαν εργαλείο και στη δουλειά μου μετέπειτα. Πολλές φορές μιμούμαι τους δασκάλους μου στο πανεπιστήμιο στο πώς προσπαθούσαν να μας εκμαιεύσουν τη γνώση αυτού τουλάχιστον που είχαμε εμείς μέσα μας. Την ιδέα για τα πράγματα. Και το εφαρμόζω και εγώ τώρα στη δουλειά μου. Δεν θα πω ότι ήμουν καμία φοιτήτρια η οποία ήτανε, ότι ήμουν πάνω από τα μαθήματα 100%. Ήμουν τόσο ώστε να τελειώσω τη σχολή μου με έναν αξιοπρεπή βαθμό και να πω ότι «Ναι, έχω μάθει και κάτι». Τα βιβλία του πανεπιστημίου τα διάβασα πολύ περισσότερο μετά το πανεπιστήμιο, θέλω να πω. Και έγιναν κομμάτι μου και είναι κομμάτι ή έγκειται στα ενδιαφέροντά μου πολύ περισσότερο τώρα από ότι στα 17, στα 18 ή στα 21, ας πούμε, που τελείωσα το πανεπιστήμιο. Ήταν ωραία χρόνια πάντως. Τα θυμάμαι με πολύ όμορφη αίσθηση. Και θυμάμαι και στο τελευταίο έτος όπου ένιωσα ότι είχε κλείσει αυτός ο κύκλος και ότι έπρεπε κι εγώ να βάλω τα δυνατά μου να ολοκληρώσω γιατί έπρεπε να πάω κάπου παρακάτω. Ό,τι είχα να πάρω από εκεί, νομίζω ότι είχα πάρει.
Όταν ήταν να φύγετε για να πάτε στο εξωτερικό για το μεταπτυχιακό, τι μεταπτυχιακό ήταν αυτό; Πού στοχεύατε;
Ήταν ένα μεταπτυχιακό που αφορούσε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όχι όμως ούτε σε παρουσίαση, ούτε σε δημοσιογραφία, ούτε σε τίποτα από όλα αυτά. Καθόλου. Είχε να κάνει, έτσι, με μία πιο ακαδημαϊκή σκοπιά των πραγμάτων. Το μέσο, το μήνυμα, ο παραλήπτης του μηνύματος. Είχε να κάνει περισσότερο με το κομμάτι των Πολιτικών Επιστημών και πώς τα μέσα μπορούν να γίνουν εργαλεία στην πολιτική και πάει λέγοντας.
Πάμε, λοιπόν, στην περίοδο που εσείς στέλνετε το πολυπόθητο βιογραφικό στο κανάλι και παίρνετε τη θετική απάντηση και αλλάζει προφανώς η ζωή σας. Τι ηλικία είχατε και πώς νιώσατε;
Ήμουνα 21[00:15:00], πολύ μικρή. Στο Πανεπιστήμιο μπήκα στα 17 γιατί ήμουνα πενταμισαράκι. Είχαμε αυτό το σύστημα τότε όταν πηγαίναμε σχολείο. Όταν, λοιπόν, εμφανίστηκαν μπροστά στον αρχισυντάκτη τότε του δελτίου ειδήσεων, τον Γιώργο τον Σαχίνη, άκουσα έναν άνθρωπο να μου να μου λέει κάποια πράγματα και να με ρωτάει «Θέλεις να το κάνεις;». Του λέω «Ναι, ναι. Μπορώ να ξεκινήσω από αύριο». Και η απάντησή του ήταν «Θα έπρεπε να θέλεις να ξεκινήσεις από χθες. Άρα θα έπρεπε να έχεις μεγαλύτερο ζήλο». Μέχρι εκείνη τη στιγμή πραγματικά δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να κάνω μία τέτοια δουλειά. Μόλις όμως μπήκα στον χώρο είπα «Μια πολύ ωραία πρόκληση αυτή. Γιατί όχι; Γιατί να μην την πιάσω από τα μαλλιά και να δω πώς είναι πραγματικά η δημοσιογραφική έρευνα. Τι σημαίνει δημοσιογραφία». Ξεκίνησα από την αμέσως επόμενη μέρα. Δούλευα πάρα πολλές ώρες όχι γιατί κάποιος με εξανάγκαζε. Γιατί εγώ είχα την ανάγκη να καταλάβω τη δουλειά. Ξεκίνησα ως ρεπόρτερ του δελτίου ειδήσεων κανονικά έξω στον δρόμο. Που νομίζω ότι αυτό είναι και το καλύτερο σχολείο για όποιον δημοσιογράφο θέλει, για όποιον άνθρωπο θέλει να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, πρέπει να βγεις εκεί έξω. Εμείς τότε δεν είχαμε ούτε τα social media αλλά ούτε τόσο δυνατό το ίντερνετ για να μας δίνει όλη την πληροφόρηση. Οπότε έπρεπε πραγματικά να βρεθείς επιτόπου για να βγάλεις τα ρεπορτάζ. Αυτό για μένα δεν κράτησε πάρα πολύ. Κράτησε δύο χρόνια περίπου αλλά ήταν εντατικό το φροντιστήριο για να μεταπηδήσω στο κομμάτι του «infotainment» και να πάω στην εκπομπή «Καλό μεσημέρι» με τον Στέλιο Ζερβό. Που αυτό ήταν δέκα τηλεοπτικές σεζόν. Σχεδόν 10 χρόνια απ’ τη ζωή μου.
Πολύς καιρός. Την περίοδο που κάνατε το ρεπορτάζ υπήρχανε φορές που συνέβησαν πράγματα που σας έχουν μείνει ακόμα στη μνήμη σας; Δυνατές στιγμές από ανθρώπους που είτε μιλήσατε είτε πιάσατε τον εαυτό σας να συνειδητοποιεί τη σημαντικότητα αυτής της δουλειάς;
Τη σημαντικότητα και την ουσία αυτής της δουλειάς την κατάλαβα πολύ αργότερα. Και όχι σε αυτά τα δύο χρόνια, τέλος πάντων, ενάμιση, δύο χρόνια που ήμουνα στο δελτίο. Διότι η αλήθεια είναι ότι η συνειδητοποίηση έρχεται μέσα από τα χρόνια. Σε αυτά τα δύο χρόνια που ήμουνα στο δελτίο ειδήσεων όμως, ήρθα αντιμέτωπη με περιστατικά και με γεγονότα που σαν εξωτερικός παρατηρητής ίσως να μην ήταν πολύ δύσκολο να τα διαχειριστώ. Όπως τροχαία θανατηφόρα όπου βρισκόμασταν στο σημείο του τροχαίου ίσως και πριν φτάσει το ασθενοφόρο. Όπου έβλεπες μπροστά σου τα θύματα της σύγκρουσης και θυμάμαι ότι ήταν σαν να παρακολουθώ ταινία, σαν να μην συνειδητοποιείς 100% εκείνη τη στιγμή τι έχει συμβεί. Γιατί εσύ πήγες εκεί απλά να το καλύψεις και να το περιγράψεις και να συλλέξεις πληροφορίες. Και μετά αφού τελείωσα τη δουλειά, μπήκα σε μια επεξεργασία συναισθηματική την οποία την πάγωσα για να μπορέσω να συνεχίσω, να πάω και παρακάτω. Δεν ξέρω αν πραγματικά θα άντεχα για πολύ καιρό ακόμη να κάνω το ρεπορτάζ έξω. Ακριβώς γιατί βρίσκεσαι αντιμέτωπος και έρχεσαι σε πρώτη πραγματικά επαφή με τα γεγονότα τη στιγμή που συμβαίνουν. Κι αυτό θέλει και πολύ καλά αντανακλαστικά και πολύ γερό, δυνατό στομάχι και πολύ καλό φιλτράρισμα όλων των πληροφοριών. Όχι μόνο για την είδηση που θα βγάλεις, είναι και το τι θα κρατήσεις για σένα μετά και πώς θα συνεχίσεις και την επόμενη μέρα. Νιώθω πολύ ευνοημένη που πήγα σε έναν άλλο τομέα που μου ταιριάζει και περισσότερο. Δηλαδή εγώ θέλω και λίγο τον χρόνο μου να σκεφτώ τα πράγματα, να τα διυλίσω και να επικεντρωθώ όχι τόσο σε αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή αλλά κυρίως στο τι μπορεί να το προκάλεσε ή ποια είναι τα αποτελέσματά του. Γι’ αυτό και με βρίσκω σήμερα να ασχολούμαι περισσότερο με κοινωνικά ζητήματα και να καταπιάνομαι με τη ρίζα τους αλλά και με τα κλαδιά τους.
Τα δέκα αυτά χρόνια βρίσκουν μία Ανδριανή στο να μεγαλώνει παράλληλα με τον χώρο της τηλεόρασης σε μία εκπομπή που όμως μας είπατε ήταν μεσημεριανή, το «Καλό Μεσημέρι», πλάι σε έναν δημοσιογράφο. Μιλήστε λίγο για εκείνα τα δέκα χρόνια.
Αχ, αυτά τα δέκα χρόνια ήταν υπέροχα. Ήταν σαν[00:20:00] σχολική εκδρομή. Γενικά τη δουλειά μου τη βλέπω έτσι. Έχω αυτόν τον ενθουσιασμό της πενταήμερης, ειδικά όταν δουλεύω και με ομάδες το μοιραζόμαστε πολύ αυτό. Ήταν δέκα υπέροχα χρόνια, όντως μεγάλωνα παράλληλα και βιολογικά και σαν άνθρωπος. Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια απέκτησα και τα δύο μου παιδιά. Αυτό ήταν κάτι που συνέβαινε και τηλεοπτικά. Ήταν κάτι πολύ φυσικό, ήταν κάτι πολύ όμορφο. Δίπλα στον Στέλιο τον Ζερβό που όχι απλά με εμπιστεύτηκε. Ο Στέλιος μου έδωσε το χέρι να κάνουμε αυτήν τη συνεργασία, ο Στέλιος ήταν αυτός που με πρότεινε. Μου έδωσε τόσο χώρο και τόσο χρόνο να αναπτυχθώ σαν άνθρωπος, να βρω την ταυτότητά μου την τηλεοπτική, τη δημοσιογραφική. Χειριστήκαμε, διαχειριστήκαμε πολλά περιστατικά. Διαχειριστήκαμε πολύ κομβικές στιγμές στη ζωή μας και οι δύο σε αυτά τα χρόνια μέσα. Μεγαλώσαμε μαζί. Χάσαμε ανθρώπους. Γεννήσαμε ανθρώπους. Ήμασταν εκεί ένας δίπλα στον άλλο σαν άνθρωποι κυρίως. Η σχέση μας είναι πολύ «ανθρωπένια» με τον συνεργάτη μου τον Στέλιο με τον οποίο είμαστε καρδιακοί φίλοι πια. Νιώθω ευλογημένη που για δέκα χρόνια έκανα αυτό σε επίπεδο πρωταθλητισμού, αυτή την καθημερινή εκπομπή επί δυόμισι ώρες, Δευτέρα-Παρασκευή. Όπου ό,τι κι αν συνέβαινε, εσύ έπρεπε να ήσουν εκεί είτε έχεις χάσει κάποιον δικό σου, είτε ήσουν καλά, είτε είχες πυρετό, είτε δεν είχες. Όχι γιατί κάποιος το απαιτούσε από σένα γιατί έχουμε κάποιον με ένα μαστίγιο να μας λέει ότι «Θα εργαστείτε υπό όλες τις συνθήκες». Αλλά γιατί η δική σου η ευσυνειδησία, ο επαγγελματισμός, η υπερβολή, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, σου έλεγε ότι θα είσαι εκεί. Έχεις ένα ραντεβού καθιερωμένο με τον τηλεθεατή και ο τηλεθεατής δεν είναι υποχρεωμένος να επιβαρύνεται από τα δικά σου θέματα. Στον κόσμο αρέσει πολύ να μοιράζεται τις καλές σου στιγμές και τις καλές του στιγμές μαζί σου. Αλλά πραγματικά δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει γιατί εγώ μπορεί να μην είμαι καλά σήμερα. Δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Η δουλειά μου είναι να κάνω κάτι άλλο στην τηλεόραση και όχι να καταθέτω το προσωπικό μου ημερολόγιο σε καθημερινή βάση και να φορτώνω τους ανθρώπους με άλλα πράγματα. Ήταν ένα, επίσης, σχολείο επαγγελματικά γιατί μέσα σε δυόμισι ώρες καθημερινά έπρεπε να υπάρχει τόσο γρήγορη εναλλαγή θεμάτων που πολλές φορές κι εμείς νομίζω ότι βγαίναμε με το κεφάλι μας με διάμετρο δέκα μέτρα έκαστος και πονοκέφαλο, να λέμε «Πώς τα καταφέραμε και σήμερα;». Όπου είχαμε από επικαιρότητα μέχρι μαγειρική, συνέντευξη με γιατρό, συζήτηση για το πώς αλλάζεις την πάνα στο μωρό. Μπορεί να είχαμε και έναν συγγραφέα να συζητούσαμε για το τελευταίο του βιβλίο, κάποιον καθηγητή Πανεπιστημίου, μπορεί μέχρι πριν από πέντε λεπτά να μιλούσαμε με την Άλκηστις Πρωτοψάλτη να της κάναμε συνέντευξη και μέσα στο επόμενο πεντάλεπτο να κάναμε κολάζ, χειροτεχνίες «Πώς θα κάνετε το παιδικό πάρτι». Γιατί αυτές ήταν οι ανάγκες ενός τηλεοπτικού μαγκαζίνο. Οπότε πραγματικά θα ξαναπώ ότι ένιωσα ότι έκανα πρωταθλητισμό αυτά τα δέκα χρόνια. Είχα τον καλύτερο συμπαραστάτη σε όλο αυτό και νομίζω ότι το κάναμε πάρα πολύ τίμια, με πολλή αγάπη. Και όταν ένιωσα ότι έκλεισε αυτός ο κύκλος πάλι, έκλεισε χωρίς γυρισμό. Αποφάσισα ότι τώρα κλείνει. Έδωσα, πήρα πολλά αλλά τώρα πρέπει να κλείσει για να κλείσει ωραία και τίμια και χορτασμένα.
Πώς είναι όμως το να κάνεις «πρωταθλητισμό» με αυτή την έννοια που είναι εξίσου σημαντική και παράλληλα να μεγαλώνεις την οικογένειά σου; Ποιες είναι οι συνθήκες; Ποιες ήταν οι συνθήκες;
Είναι δύσκολο. Όποια μαμά πει ότι μπορεί και τα καταφέρνει μόνη της, θέλω να τη γνωρίσω και να της βγάλω το καπέλο, να της κάνω και έναν ανδριάντα και να μου κάνει tutorial «how to». Τα κατάφερα, αν τα έχω καταφέρει που νομίζω τα έχω καταφέρει, εννοώ ότι δεν έχω πάθει νευρικό κλονισμό ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος γύρω μου γιατί είχα πολλή βοήθεια. Είχα ένα δίκτυο ανθρώπων γύρω μου που ήταν πολύ full υποστηρικτικοί και ουσιαστικά δίπλα μου. Ο σύντροφός μου πάνω από όλα, ο μπαμπάς των παιδιών, ο Μάνος που ήταν εκεί. Το μόνο πράγμα που δεν έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια, τα δέκα χρόνια που είμαστε γονείς, είναι να θηλάσει τα παιδιά μας. Όλα τα υπόλοιπα εξίσου με μένα. Όλα, υποχρεώσεις, χαρές, λύπες. Όλα, όλα. Εκτός του μπαμπά και συντρόφου ο οποίος επίσης έχει κι αυτός μια πολύ απαιτητική επαγγελματική καθημερινή δραστηριότητα, είχα τις μαμάδες, γιαγιάδες δηλαδή όπου είχαν αναλάβει με πάρα πολύ ζήλο[00:25:00] την ανατροφή των παιδιών, τη βοήθεια. Τα πρώτα χρόνια ειδικά σε πολύ μεγάλο βαθμό μέχρι να πάνε τα παιδιά σχολείο. Λιγότερες ώρες, ας πούμε, στη συνέχεια. Είχα και άλλο υποστηρικτικό πλαίσιο. Γιαγιάδες, παππούδες και θείες. Οι οποίες επίσης ήταν και είναι, ειδικά τώρα στην περίοδο της πανδημίας όπου οι γιαγιάδες κρατάνε αποστάσεις και κρατάμε και εμείς αποστάσεις για λόγους ασφαλείας, οι θείες είναι αυτές που μας έχουν βγάλει ασπροπρόσωπους και βγάζουμε η μία την άλλη ασπροπρόσωπη. Οι γυναίκες της οικογένειας. Νομίζω ότι είναι σπουδαίο να μπορούμε να τις έχουμε δίπλα μας. Είναι η αδερφή μου, είναι αδερφή του συντρόφου μου. Είναι η Χρυσή, είναι η Ιωάννα. Και αν αυτά μείνουν στην ιστορία, θέλω να πω και τα ονόματα των υπολοίπων. Είναι η μαμά μου η Κατερίνα, είναι η μαμά του συντρόφου μου η Ανθή, είναι ο μπαμπάς μου ο Κωστής. Είναι οι άνθρωποι που είναι εκεί πάντα και βοηθούν. Όχι μόνο στο να πάρεις το παιδί από το σχολείο ή να φροντίσεις να έχει ωραίο φαγητό να φάει. Και το μεγάλο το παιδί, εγώ δηλαδή, και το μικρό. Είναι εκεί να υποστηρίξουν και κάθε νέα επιλογή της μαμάς. Γιατί η μαμά μπορεί να θέλει να ταξιδέψει, να φύγει δέκα μέρες στην Αφρική. Και αυτοί είναι εκεί να σου πουν «Ναι, θα πας και δεν θα σε νοιάζει τίποτα». Γιατί η μαμά θέλει να λείπει μια βδομάδα να κάνει πάνω στα βουνά οδοιπορικά και θα σου πουν «Ναι, θα πας». Και αν βρίσκεσαι σε ένα απομακρυσμένο μέρος και έχει απαγορευτικό το νησί για δύο μέρες, θα σου πούνε από την άλλη μεριά της τηλεφωνικής γραμμής «Κάτσε, κορίτσι μου, εκεί που κάθεσαι. Εμείς μια χαρά είμαστε εδώ. Κάνε τη δουλειά σου και κάτσε και να ξεκουραστείς». Ε, ναι. Έτσι ναι. Κάνεις και καριέρα και οικογένεια. Εγώ τουλάχιστον δηλαδή μόνο έτσι.
Για μία Ανδριανή που μεγάλωσε, λοιπόν, μέσα στην τηλεόραση, έκανε τη δική της οικογένεια αλλά παράλληλα ένιωσε και την αλλαγή στον εαυτό της. Πώς είναι η αλλαγή μίας γυναίκας μέσα από τη μητρότητα;
Εκεί νομίζω, εκεί πραγματικά αλλάζουμε σαν άνθρωποι. Και δεν ξέρω τελικά αν αλλάζουμε ή αν επανερχόμαστε στην εργοστασιακή ρύθμιση τη σωστή. Για μένα όντως άλλαξαν όλα όταν έγινα μαμά. Και έγινα πάρα πολύ συνειδητά μαμά. Το επιδιώξαμε και το προσπαθήσαμε και πολύ μάλιστα. Και όταν έγινα μαμά πρώτη φορά, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Και ήμουνα και πολύ ενημερωμένη και πολύ διαβασμένη και πολύ συζητημένη με ειδικούς. Όταν είδα την πραγματικότητα, έλεγα στον Μάνο, τον σύντροφό μου, τον μπαμπά των παιδιών μου, «Να το αφήσουμε στο μαιευτήριο και να πηγαίνουμε να το βλέπουμε κάθε μέρα». Αυτή ήταν μία από τις πρώτες δειλές αντιδράσεις μου που δυστυχώς την εννοούσα. Έφταιγαν και οι ορμόνες ίσως τις πρώτες μέρες. Πολύ φοβισμένη. Ένιωσα πραγματικά τη μετακίνηση από το κέντρο μου, ήμουν ένα εγωκεντρικό πλάσμα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η ώρα που γεννήθηκε ο Αντώνης, το πρώτο μας παιδί, όταν ήρθε στη ζωή μας, συνειδητοποίησα ότι στη ζωή δεν είσαι μόνο εσύ κυρία Αγγελιδάκη. Αυτή τη στιγμή πρωτίστως υπάρχει ένας άνθρωπος που λέγεται Αντώνης –πήρε αργότερα το όνομα– ο οποίος εξαρτάται από εσένα σε πρώτη φάση απόλυτα στο να φάει, στο να μείνει ασφαλής, να ξυπνήσει και να είναι ζωντανό την επόμενη μέρα το πρωί. Αυτό μου έπεσε πάρα πολύ βαρύ. Αλλά ήμουν εκεί να το δουλέψω γιατί πάλι είχα το μπράτσο του συντρόφου μου και μου είπε «Μην ανησυχείς. Μαζί. Μαζί θα τα καταφέρουμε όλα αυτά». Έχω μεταλλαχθεί σαν άνθρωπος πλέον, από τη στιγμή που έγινα μαμά. Έχω κάνει πολλά περισσότερα πράγματα. Είμαι πολύ πιο συνειδητή. Απολαμβάνω και εκμεταλλεύομαι καλύτερα τον χρόνο μου. Όλες μου τις τρέλες που λέει η μαμά μου, τις έχω κάνει αφού έγινα μαμά. Και τι εννοούμε τρέλες; Όλα μου τα όνειρα τα κυνήγησα αφού έγινα μαμά. Ένιωσα μία απίστευτη δύναμη μέσα μου γιατί ήθελα να έχω ιστορίες να λέω στα παιδιά μου. Και θέλω στην καθημερινότητά μου να έχω ιστορίες να τους λέω. Και είπα ότι «Τώρα που έχεις δύο πολύ στενούς παρατηρητές, αυτό είναι το πιο απαιτητικό σου κοινό, ο Αντώνης και ο Κωνσταντής, θα δώσεις την καλύτερη παράσταση της ζωής σου. Με τη διαφορά ότι αυτή η παράσταση έχει ένα σενάριο που το γράφεις εσύ αποκλειστικά, εσύ». Δεν το αφήνω να με πάει. Έχω πει ότι «Θέλω να κάνω αυτό;». Θα το κάνω αυτό. Που παλιότερα ήμουν λίγο πιο φοβική. Σκεφτόμουν χιλιάδες δύο πράγματα για να μην κάνω κάτ[00:30:00]ι. Τώρα τα βάζω στην άκρη και λέω «Όχι. Στα παιδιά μου θα διδάξω ότι το κάνω επειδή το θέλω. Και επειδή το θέλω, θα το κάνω». Στο πλαίσιο, βέβαια, του φυσιολογικού όλα αυτό, έτσι; Χωρίς να αδικείται κανείς από το δικό μου το θέλω. Και, ναι, μπορώ να πω ότι ζω πολύ πιο ουσιαστικά τη ζωή μου τη στιγμή που έγινα μαμά. Με πολλές στιγμές δύσκολες. Με φωνές πολλές φορές, με υστερικές στιγμές από πλευράς της μαμάς, με στιγμές που έχω νιώσει ασφυξία. Γιατί συνειδητοποιείς πραγματικά ότι τα παιδιά σου θέλουν την αμέριστη στήριξη και παρουσία σου, όχι μόνο φυσική. Ότι πρέπει να είσαι το καλύτερό σου για να τους δώσεις το καλύτερο γιατί έχεις την ευθύνη αυτών των ανθρώπων. Έρχονται στη ζωή σου αυτοί οι άνθρωποι και εσύ πρέπει να τους δώσεις εφόδια. Όταν εννοώ ασφυξία εννοώ αυτό. Όχι ότι με ενοχλεί να είμαστε στον ίδιο χώρο με τα παιδιά μου. Αλίμονο. Το να το να είμαι το καλύτερό μου για να έχουν καλά στοιχεία να πάρουν. Τώρα αν αυτό που κάνω δέκα χρόνια είναι το καλύτερο μου, θα φανεί στην πορεία.
Για δώστε μας κάποια παραδείγματα από αυτές τις στιγμές που θέλετε να λέτε μετά στα παιδιά σας και να έχουν τη μαμά τους, έτσι, πολύ χαρακτηριστικά στο μυαλό ότι «Κοίτα, η μαμά μου έκανε αυτό»;
Έχω κι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, ας πούμε, στο μυαλό μου. Και γενικότερα το βασικό είναι η στάση ζωής. Θέλω μετά από χρόνια, λοιπόν, όταν θα μιλάνε ίσως, θα λένε τις δικές τους ιστορίες, την ιστορία της οικογένειάς μας στα δικά τους τα παιδιά, θα ήθελα να πούνε ότι «Η μαμά μας ήταν τίμια με τον εαυτό της και με τους ανθρώπους γύρω της». Ότι «Κυνήγησε τα όνειρά της και σεβάστηκε τους ανθρώπους γύρω της. Και έζησε και με τον σεβασμό των άλλων προς αυτή». Για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Από κάθε πράγμα που κάνω, τα παιδιά να παίρνουν αυτό το βαθύτερο νόημα. Ζούμε σε πολύ περίεργες εποχές. Βλέπουμε να αποκαλύπτονται προσωπικότητες, καταστάσεις και συνθήκες που είναι τουλάχιστον άρρωστες, μη υγιείς κοινωνικά και με ανθρώπινα κριτήρια. Θέλω τα παιδιά μου να σκέφτονται «Εμένα η μάνα μου μού το έχει διδάξει αυτό. Το όχι. Το «Φροντίζω τον εαυτό μου. Προσέχω τον εαυτό μου. Σέβομαι τον εαυτό μου». Και αντιστοίχως αυτά τα ρήματα τα βάζω και προς τον άλλο. «Φροντίζω τον άλλο. Σέβομαι τον άλλο. Κάνω το καλύτερο και για τον άλλο όταν δεν μπορεί να το κάνει μόνος του». Έκανα ένα ταξίδι στην Αφρική πριν από έναν χρόνο. Πήγα με αλλά μυαλά, γύρισα με άλλα μυαλά. Νόμιζα ότι θα πάω να αλλάξω τον κόσμο. Πήγα και κουτούλησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Πήγα με τόση υπεροψία. Το σκέφτομαι καμιά φορά και θυμώνω με τον εαυτό μου και μετά λέω «Προχώρα και άστο. Αφού κατάλαβες άλλα πράγματα, οκ. Μην αυτομαστιγώνεσαι». Νόμιζα, λοιπόν, ότι θα αλλάξω τον κόσμο πηγαίνοντας δέκα μέρες στην Αφρική. Και όταν πήγα εκεί κατάλαβα ότι δεν θα αλλάξω τίποτα. Ότι πρώτα από όλα πρέπει να αλλάξω τον εγκέφαλο τον δικό μου και μετά ίσως μπορεί να βοηθήσω και κάποιους ανθρώπους να ενδυναμωθούν για να αλλάξουν οι ίδιοι τον δικό τους τον κόσμο. Γιατί εγώ δεν μπορώ να αλλάξω τον δικό τους. Τα παιδιά μου, λοιπόν, δεν θέλω να πουν ότι «Εμάς, η μαμά μας πήγε στην Αφρική και έχτισε ένα σχολείο». Τα παιδιά μου θέλω να σκεφτούν ότι «Εμάς, η μαμά μας πήγε στην Αφρική για να βοηθήσει. Και κατάλαβε ότι όταν πήγε δεν είχε ιδέα γι’ αυτό που θα δει. Και έπρεπε να πάει στην Αφρική για να καταλάβει τι χρειάζεται για να βοηθήσει τους άλλους ανθρώπους». Αυτή τη διαδικασία μέσα στο μυαλό μου θέλω να καταλάβουν τα παιδιά μου. Και θέλω να κάνω πράγματα που θα νιώθω ότι είχα το θάρρος το μυαλό μου να μείνει ανοιχτό και η καρδιά μου να μην φοβάται. Καθημερινές, απλές πράξεις. Μην νομίζεις. Από τη λεκτική κακοποίηση που μπορεί κάποιος να σου ασκεί, την ψυχολογική βία που είναι πράγματα που τα έχω βιώσει και που είναι πράγματα που πολεμάω ακόμα μέσα μου. Όχι να συμφιλιωθώ. Να βρω τη δύναμη να απαλλαγώ από αυτά. Αυτά για μένα θα είναι η πιο ωραία ιστορία που θα μπορούν τα παιδιά μου να πουν για τη μαμά τους. Ότι σήκωσα το ανάστημα απέναντι στους φόβους μου. Αυτό.
Οι φόβοι άραγε μπορούν να αντιμετωπιστούν εύκολα;
Όχι. Δεν μπορείς να τους αντιμετωπίσεις εύκολα. Αλλά αν έχουμε, αν υπάρχει ένα νόημα για το οποίο βρισκόμαστε εδώ, δεν ξέρω αν υπάρχει. Μου φαίνεται λίγο υπεροπτικό ότι[00:35:00] η δική μου ζωή έχει ένα νόημα και κάποιος με έστειλε για να τη ζήσω. Πολύ θα ήθελα να είναι έτσι βέβαια. Αν, λοιπόν, μπορούμε να νοηματοδοτήσουμε την ύπαρξή μας σ’ αυτόν τον κόσμο με κάποιον τρόπο, για μένα θα ήταν να βάζουμε τους φόβους μας απέναντί μας και να προσπαθούμε να συμφιλιωθούμε μαζί τους. Με κάποιους μπορούμε, με κάποιους δεν μπορούμε. Και ίσως είναι πολύ πιο σκληρό και μάταιο να κρυβόμαστε από τον ίδιο τον φόβο γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε, παρά να παραδεχτούμε ότι «Ναι, φόβε μου, σε φοβάμαι πολύ, περισσότερο από ό,τι φανταζόμουν». Και «Οκ, σε αφήνω να υπάρχεις και, όταν νιώσω δυνατός, μπορεί να ξανάρθω να τα ξαναπούμε και να συμφιλιωθούμε ή να σε βγάλω από τη ζωή μου». Ξέρω πάντως ότι όπου φοβάσαι, εκεί πρέπει να πας. Εγώ έτσι έχω νιώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής μου. Και επειδή μ’ αρέσει λίγο να… Όσο και να προσπαθώ να είμαι γειωμένη και ρεαλίστρια και δυτικότροπο μυαλό, σκέφτομαι ότι όντως υπάρχει κάπου ένα σενάριο πίσω στο σύμπαν για μένα. Και λέω ότι αν μου στέλνει κάποιο σημάδι, το σημάδι για να ξυπνήσω και να δω πού θα πάω, ποιο θα είναι το επόμενο βήμα μου, είναι εκεί που χτυπάει η καρδιά μου πολύ γρήγορα. Εκεί που φοβάμαι δηλαδή. Καλά, χτυπάει γρήγορα και όταν ερωτεύομαι. Αλλά και εκεί φόβος δεν υπάρχει;
Τα γεγονότα που μας είπατε προηγουμένως, και αν είστε σύμφωνη, μπορείτε να μοιραστείτε σχετικά με τη λεκτική βία. Υπήρχε κάποιο γεγονός στη ζωή σας το οποίο σας σημάδευσε; Με αφορμή αυτό που μας είπατε.
Δεν ξέρω αν πρέπει να μιλήσω για αυτό. Έζησα για πάρα πολλά χρόνια ψυχολογική βία στον χώρο της δουλειάς μου. Τώρα έχω τη δύναμη να το δω ότι αυτό που βίωνα ήταν ψυχολογική βία, ότι είναι μία ξεκάθαρη μορφή κακοποίησης. Ακόμα αναζητώ το δικό μου φταίξιμο μέσα σε όλο αυτό. Κι όσο κι αν ξέρω ότι δεν είχα κανένα φταίξιμο, συνεχίζω να αισθάνομαι ο αδύναμος κρίκος. Και για να πάω ξανά λίγο πίσω τη συζήτηση. Αυτός είναι ένας λόγος που… Είναι ένας από τους στόχους, τέλος πάντων, που θέλω να καταφέρω. Ένας φόβος που θέλω να ξεπεράσω, να αφήσω πίσω μου κάποια πράγματα δηλαδή για να νιώσω πιο καλά με μένα και να είμαι και πιο τίμια με μένα και με τα ίδια μου τα παιδιά την ίδια στιγμή. Δεν μου είναι εύκολο να μιλήσω για αυτό. Συνήθως μιλάω για περιστατικά άλλων και είναι πολύ πιο εύκολο. Εγώ μιλάω για αυτό και μουδιάζω. Αυτό.
Όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται απέναντί σας και έχετε τον ρόλο τού να αφουγκραστείτε και να σας αφηγηθεί την ιστορία του, τι είναι αυτό που σας μαγεύει στη διαδικασία αυτή της δημοσιογράφου; Τι είναι αυτό που προσπαθείτε να μάθετε, να ακούσετε και να περάσετε στον τηλεθεατή;
Όταν προσκαλώ έναν άνθρωπο συνήθως έχω στο μυαλό μου έναν λόγο για τον οποίο τον έχω προσκαλέσει. Και να πω και την αλήθεια πάντα πιστεύω ότι μέσα σε καθεμιά από αυτές τις ανθρώπινες ιστορίες που μου έχουν εξιστορήσει καλεσμένοι, υπάρχει μια φωτεινή, λαμπερή στιγμή που καταλαβαίνεις ότι αυτός ο άνθρωπος έχει να σου δώσει ένα πολύ ωραίο μήνυμα. Είτε είναι στην αφετηρία της ιστορίας του, είτε είναι κατά την διάρκεια, είτε είναι στο φινάλε. Πάντα[00:40:00] δηλαδή πιστεύω ότι κρύβουμε όλοι μας μία λαμπρή στιγμή μέσα σε όλα αυτά που έχουμε να πούμε που μπορεί να αποτελέσουν ένα πάρα πολύ ωραίο παράδειγμα για αυτούς που θα ακούσουν αυτή την ιστορία. Κάθομαι, λοιπόν, πάντα δίπλα τους πιο παλιά προ covid, τώρα λόγω πανδημίας απέναντί τους και σε απόσταση. Πράγμα που με ζορίζει πάρα πολύ αυτό, γιατί έχω ανάγκη να είμαι κοντά στο σώμα του άλλου, να ακούω την ανάσα του, να μπορώ ίσως να τον ακουμπήσω κάποια στιγμή, να διαβάζω πιο καλά τις κινήσεις του σώματος. Εγώ έτσι λειτουργώ σαν άνθρωπος και με βοηθάει και στη δουλειά μου νομίζω. Αλλά μαθαίνω και στο εξ αποστάσεως. Τι να κάνουμε. Παρακολουθώ, παρακολουθώ το βλέμμα, παρακολουθώ τις εκφράσεις του προσώπου πάρα πολύ. Δηλαδή και τον ακούω εκείνη την ώρα τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου και διαβάζω όλα τα υπόλοιπα που μπορώ να δω κοιτάζοντάς τον. Και τον ήχο της φωνής του και τις διακυμάνσεις και αυτά που θέλει να μου πει και το πώς είναι το σώμα του και το πώς κοιτάζει. Και θέλω να βγάλω μέσα από την καρδιά τους, μέσα από την ψυχή τους, μέσα από το μυαλό τους αυτό που τους ίδιους τους κάνει δυνατούς; Τους κάνει ευάλωτους; Τους κάνει πολύ ανθρώπινους; Τους κάνει αληθινούς; Γιατί, όταν βγει η αλήθεια μέσα από έναν άνθρωπο, αυτό νομίζω ότι είναι το καλύτερο που έχει να αφήσει. Είναι το καλύτερό του αποτύπωμα στην κοινωνία. Και γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς κάνω και συνεντεύξεις, γι’ αυτόν τον λόγο κάνω αυτή τη δουλειά. Για να δίνω βήμα σε ανθρώπους που έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να παροτρύνουν άλλους ανθρώπους. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα καλέσω μόνο ανθρώπους που είναι πολύ πετυχημένοι σε αυτό που κάνουν, ότι έχουν ένα success story να μοιραστούν οπότε δανειστείτε το pattern και κάντε και εσείς την επιτυχία. Έχω συναντήσει πολύ απλούς ανθρώπους που δεν έχουν καν, θα ήταν πολύ δύσκολο να βάλεις έναν τίτλο, ας πούμε, στη συνέντευξή τους. Αλλά έχουν πει τα πιο ουσιαστικά πράγματα γιατί σου μιλάνε για την αλήθεια της δικής τους ζωής. Τη στιγμή εκείνη που τους έκανε να συνειδητοποιήσουν πέντε πράγματα για τον εαυτό τους και τους ανθρώπους γύρω τους. Αυτά είναι μαθήματα ζωής που μέσα από τη δουλειά μου τουλάχιστον εγώ έχω την ευλογία να μπορώ να τα παίρνω συμπυκνωμένα από πολλούς ανθρώπους και να ακούω πολλές ιστορίες μαζί. Και εύχομαι να έχω τη δυνατότητα να το κάνω αυτό. Να δίνω χώρο και χρόνο σε ανθρώπους που έχουν ένα θετικό αποτύπωμα στο πέρασμα τους στον χρόνο, στην κοινωνία που ζούμε.
Παρατηρείτε τον εαυτό σας να αλλάζει μετά τις συνεντεύξεις που σας παραχωρούν;
Πάρα πολύ. Πάρα πολύ. Και μέσα στα χρόνια το βλέπω αυτό. Και βλέπω πόσο διαφορετική ήμουν, ας πούμε, τις τελευταίες πέντε σεζόν που κάνω μια άλλη εκπομπή. Όπου είναι, έτσι, πολύ πιο ανθρωποκεντρική και είναι πραγματικό σχολείο. Είναι εντατικό σεμινάριο συνειδητότητας αυτή η εκπομπή για μένα. Την πρώτη χρονιά, ας πούμε, ήμασταν πιο κοντά στην οικονομική κρίση. Είχα ανάγκη να βρω ιστορίες ανθρώπων που κατάφεραν να επιβιώσουν όχι μόνο οικονομικά, να επιβιώσουν. Γιατί το πλήγμα το ψυχικό, το ψυχολογικό ήταν τεράστιο και παραμένει. Ήθελα να δω, λοιπόν, και να αναδείξω ιστορίες ανθρώπων που βρήκαν μια διέξοδο μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα της οικονομικής κρίσης τότε. Ακούγοντας τις ιστορίες τους, άρχισα να νιώθω κι εγώ πιο δυνατή. Όχι γιατί έχω κάποια επιχείρηση που έπεσε έξω αλλά ήμουνα κι εγώ σε ένα καθεστώς ανασφάλειας. Πώς θα είναι η επόμενη μέρα; Είχαμε περάσει, ζούσαμε σε καθεστώς capital control. Ήταν ελάχιστοι μήνες μετά την εκκίνηση των capital controls που ξεκίνησε αυτή η εκπομπή οπότε ήμασταν όλοι σε καινούργιες συνθήκες και έψαχνα να βρω κάποιους που είχαν βρει το σωσίβιο και ήταν στην επιφάνεια. Οπότε αυτοί οι άνθρωποι εμένα μου έδωσαν δύναμη. Μετά άρχισα να δουλεύω σε άλλα επίπεδα τις επόμενες σεζόν. Το κομμάτι της συνειδητότητας, της πνευματικής καλλιέργειας. Δηλαδή πήγαινα παράλληλα και εγώ με την προσωπική μου εξέλιξη και ακούγοντας τα πράγματα αυτά που ερχόντουσαν σε μένα από τους καλεσμένους είτε επρόκειτο για ειδικούς είτε επρόκειτο για απλούς καθημερινούς ανθρώπους, με έβλεπα να διαμορφώνομαι στην πορεία. Με έβλεπα να ξαναβλέπω συνεντεύξεις όχι για να δω τι ρώτησα εγώ, για να ξανακούσω αυτές τις πέντε κουβέντες. Να διαβάσω τα σχόλια των ανθρώπων, των τηλεθεατών κάτω από τα βίντεο και να αντιληφθώ ότι μαζί με εμάς, μαζί με μένα και τους ανθρώπους της ομάδας της εκπομπής γιατί όλοι μαζί πάμε πακέτο και το κοινό το ίδιο εξελισσόταν μέσα από αυτό. Αυτό για μένα είναι το μεγαλύτερο παράσημο στη δουλειά που κάνω. Να σου λέει ο άλλος… Διάβαζα προχθές ένα πάρα πολύ ωραίο μήνυμα που μου άφησαν. Ότι «Αν θα μπορούσα να περιγράψω αυτό που κάνετε στην τηλεόραση, είναι σαν να μας αφήνετε βοτσαλάκια για να βρούμε τον δρόμο μας κάθε φορά που τον χάνουμε[00:45:00]». Κι αυτό το κάνουν κυρίως οι καλεσμένοι που έρχονται στην εκπομπή. Εκεί ένιωσα ότι «Εντάξει, τώρα μπορώ να σταματήσω την τηλεόραση». Εισέπραξα το μεγαλύτερο μπράβο που θα μπορούσα ποτέ να ακούσω για τη δουλειά και για τον κόπο μας όλα αυτά τα χρόνια.
Παράλληλα με την τηλεόραση, πού αλλού βρίσκουμε την Ανδριανή Αγγελιδάκη;
Τώρα σε περίοδο καραντίνας; Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε καραντίνα λοιπόν και ότι η ζωή μας είναι κανονική. Θα με βρείτε πίσω από ένα βιβλίο πολύ συχνά. Αγαπάω πάρα πολύ τα βιβλία. Είμαστε ένα σπίτι που είναι γεμάτο βιβλία παντού. Όπου ανοίγεις ντουλάπια πέφτουν βιβλία, βλέπεις βιβλία, τα παιδιά αγαπάνε πολύ τα βιβλία, τα διαβάζουν κι αυτοί παντού. Στο σπίτι μας υπάρχουν βιβλία οπότε είναι πολύ εύκολο, όπου κι αν κάτσεις να κάνεις μια κίνηση με το χέρι σου και να έχεις ένα βιβλίο. Για μένα είναι ολόκληρο κομμάτι της ζωής μου τα βιβλία. Έχουνε πολλούς ρόλους. Θα διαβάσω για να μάθω, θα διαβάσω για να θυμηθώ, θα διαβάσω για να ξεχάσω, θα διαβάσω για να ξεφύγω. Πάρα πολλά τα οφέλη και με έχουνε γλυτώσει και από πολλά πράγματα τα βιβλία. Και από πάρα πολλές ώρες κλάματος ενδεχομένως. Όλων των ειδών τα βιβλία, δεν θα σνομπάρω κανέναν και τίποτα. Έχει υπάρξει περίοδος που διαβάζω βιβλία τα οποία βλέπω τώρα στην βιβλιοθήκη μου και λέω «Μα, τα έχω διαβάσει εγώ αυτά;». Δεν θυμάμαι καν ούτε τίτλους ούτε περιεχόμενο. Αλλά ήταν εκεί για να απορροφήσουν όλη μου τη δυσκολία και να την πάρουνε και την κλείσουνε. Κλείνουμε το εξώφυλλο, κλείνει και αυτό. Μου αρέσει πάρα πολύ η φύση, η αίσθηση να βρίσκομαι… Θα με βρεις κάτω από κανένα δέντρο σε κανένα καφενείο να κουβεντιάζω με τους φίλους μου που μας αρέσει πάρα πολύ και μας έχει λείψει πάρα πολύ αυτό. Να κουβεντιάζουμε για τα παιδιά μας που μπορεί να είναι οι αυριανοί αστροναύτες, για τα όνειρά μας, για τα προβλήματά μας, για τις ανησυχίες μας, για τραγούδια που αγαπάμε, για θέματα που μας κάνουν να συγκινούμαστε, να ονειρευόμαστε, να στεναχωριόμαστε, για το πώς θα κάνουμε καλύτερο τον κόσμο. Έχω φίλους που είναι παιδιά και είναι ονειροβάτες και ονειροπλάστες. Δηλαδή όταν σκέφτομαι τι ενέργεια μου δίνει αυτή η κουβέντα που κάνω μαζί τους που συζητάμε σαν να μην υπάρχουν περιορισμοί και σαν να μην υπάρχουν εμπόδια και λάθη και προβλήματα αλλά εμείς ονειρευόμαστε το μέλλον. Και είναι από τις πιο ωραίες στιγμές αυτές. Μετά θα συζητήσουμε και για τα προβλήματα βέβαια αλλά δίνουμε χρόνο στον εαυτό μας. Οπότε σαν επίλογο, σαν κατακλείδα θα με βρεις πολλές ώρες μόνη μου, θα με βρεις πολλές ώρες στη φύση, θα με βρεις πολλές ώρες με τους φίλους μου, με τα παιδιά μου βέβαια και πολλές ώρες να διαβάζω. Κάπως έτσι νομίζω είμαι. Ναι.
Ζώντας όλη τη ζωή σου στην Κρήτη, υπήρχε φορά που ένιωσες ότι ο τόπος σε πνίγει και θες να πας κάπου αλλού;
Πάντα το νιώθω. Το νιώθω συνεχώς όταν έχω να διεκπεραιώσω υποχρεώσεις, να πω την αλήθεια. Το νιώθω όταν θέλω να ξεφύγω και η βόλτα από τη μία μεριά της πόλης μέχρι την άλλη γίνεται μέσα σε δεκαπέντε λεπτά. Εκεί ζορίζομαι πάρα πολύ. Νιώθω ότι δεν με χωράει ο τόπος όταν ζορίζομαι με κάποιους ανθρώπους στη ζωή μου. Αλλά αυτό είναι εντελώς εγκεφαλικό, δημιούργημα δικό μου. «Όπου κι αν είσαι, το ίδιο θα σε ζόριζε, έχω την αίσθηση», λέω στον εαυτό μου όταν συμβαίνει αυτό. Πάντα λέω στον εαυτό μου ότι «Με την πρώτη ευκαιρία εγώ θα σηκωθώ να φύγω». Εννοώ να ταξιδέψω, να γνωρίσω τον κόσμο. Την άλλη στιγμή λέω «Δεν θα άφηνα με τίποτα την Κρήτη». Γιατί μπορώ πραγματικά μέσα σε μία ώρα να είμαι στην άλλη μεριά του νησιού, να είμαι στη θάλασσα, να είμαι στο βουνό, να είμαι στο φαράγγι, να είμαι σε ένα χωριό και να τρώω το πιο ωραίο φαγητό του κόσμου, σε δύο λεπτά να είμαι στο σπίτι της αδερφής μου, σε πέντε λεπτά να είμαι στο σπίτι της φιλενάδας μου και να είμαστε στην παραλία και να παίζουν τα παιδιά και εμείς να λιαζόμαστε και να διαβάζουμε. Ε, αυτό πού αλλού; Αλλά ενώ το κάνω εικόνα, π.χ. ας πούμε, μετά από την κακοκαιρία την τελευταία, τη «Μήδεια», κατέβηκα στην παραλία προχθές όπου είχε πάρα πολύ καλό καιρό και περπατούσα με το κοντομάνικο. Λίγο θα ήθελα ακόμα και θα έκανα μπάνιο αλλά δεν το τόλμησα αυτή τη φορά. Και έλεγα «Θεέ μου, πού αλλού μπορεί να το ζει κάποιος αυτό το πράγμα;». Δίπλα μου ήταν τα βουνά χιονισμένα, απέναντι μου, τέλος πάντων, όπως τα κοιτούσα. Αυτό δεν θα το άλλαζα με τίποτα. [00:50:00]Αυτή την ποιότητα ζωής δε θα την άλλαζα με τίποτα. Αλλά, ναι, νομίζω ότι μόλις τελειώσει ο covid, θα μπορώ να παίρνω τις ανάσες μου φεύγοντας.
Εκτός από τον χώρο της δημοσιογραφίας, τι άλλο έχεις κάνει που αν το σκεφτόσουνα πριν χρόνια θα έλεγες «Αποκλείεται»;
Έχω κάνει μια ταινία που και τώρα άμα το ξανασκεφτώ πάλι «Αποκλείεται» θα σου πω. Αχ. Πήρα μέρος σε μια ταινία που έγινε από εθελοντές για εθελοντικούς στόχους και σκοπούς. Η ταινία αυτή είναι το «Για θύμισέ μου». Της Μαρίας Σβολιαντοπούλου το σενάριο και η ιδέα και η παραγωγή. Ο Αντώνης ο Ρενιέρης στη σκηνοθεσία. Αυτή η ταινία, λοιπόν, μιλούσε για την ιστορία... Το «Για θύμισέ μου» είναι μια ταινία που μιλάει για την ιστορία ενός ασθενούς, μιας ασθενούς και του φροντιστή της που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η κόρη της. Και ουσιαστικά περιγράφει πώς βιώνει ο φροντιστής ενός ασθενούς με τη νόσο Αλτσχάιμερ αυτή την απώλεια. Τον καθημερινό αποχαιρετισμό του αγαπημένου του ανθρώπου γιατί η ασθένεια αυτή σε κάνει να… Θα απωλέσεις στην πορεία της όλα σου τα χαρακτηριστικά εκτός από τη μνήμη σου, ακόμα και τις ικανότητές σου που έχεις κατακτήσει από την παιδική σου μέχρι την ενήλικη ζωή. Και εκεί βρέθηκα εντελώς τυχαία. Και εκεί βούτηξα όμως. Είχα καλέσει στην εκπομπή τη σεναριογράφο, τη Μαρία τη Σβολιαντοπούλου να μιλήσουμε για μια άλλη της ταινία. Η οποία μοιράστηκε μαζί μου κάποιες σκέψεις για το «Για θύμισέ μου». Μετά από λίγο με πήρε τηλέφωνο και μου πρότεινε να κάνω έναν μικρό ρόλο μέσα σε αυτό. Δέχτηκα, είχα μια πολύ μικρή ατάκα. Ήμουνα και στη λογική ότι «Οκ, εντάξει. Δεν θα έχει πολλές απαιτήσεις τώρα αυτό. Θα πάω να κάνω πέντε, έξι, εφτά πρόβες και θα το πω στην ταινία μια φορά και θα φύγω». Μετά από κάποιο διάστημα προβών μου λέει η Μαρία «Ξέρεις τι; Θα ήθελα να πάρεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο». Η απάντησή μου ήταν «Ξέχνα το. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση». Ήταν σε μια περίοδο της ζωής μου που δούλευα, νομίζω ότι πρέπει να έκανα δεκαοχτώ διαφορετικές δουλειές. Δηλαδή μέσα στην ίδια μου δουλειά πεντακόσια διαφορετικά project, πολύ απαιτητικά όλα. E, πες, πες, πες, πείστηκα. Έβαλα και αυτό το project μέσα και βίωσα την κάθαρση. Με πέτυχε και σε μια φάση της ζωής μου που ήμουν πάρα πολύ ζορισμένη. Οπότε βιώνοντας μια μεγάλη βεντάλια συναισθημάτων για τις ανάγκες του ρόλου, λυτρωνόμουνα και από τα δικά μου τα δύσκολα συναισθήματα. Θα με ακούς συχνά να σου λέω για δύσκολα και δύσκολα γιατί απλά είμαι μια drama queen. Δραματοποιώ στον έσχατο βαθμό πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή μου γιατί έτσι νιώθω ότι τα βιώνω και τα βγάζω από μέσα μου. Εύχομαι στον εαυτό μου όταν θα λέω την ιστορία μου στα γεράματά μου να έχω πάψει κάποια στιγμή να το κάνω αυτό και να τα παίρνω πιο ελαφριά όλα. Για μένα, λοιπόν, αυτή η ταινία ήταν, εννοείται, πρόκληση με τον εαυτό μου, με τα συναισθήματά μου, με όλα μου τα ψυχολογικά εκείνη την περίοδο. Μπήκα στο ρόλο ενός άλλου ανθρώπου που ήταν μια υπαρκτή προσωπικότητα, ήταν μια γυναίκα που γνώριζα. Οπότε έχοντας την από κάτω μου στην πρεμιέρα της ταινίας, κοπήκαν τα πόδια μου. Γιατί λέω «Ωπ, τώρα θα δει όλο αυτό για το οποίο μου μιλούσε». Ήταν συγκινητική όμως η αγκαλιά της και η αποδοχή της. Ήταν σπουδαίο να συνεργαστώ με τόσους, τόσους, τόσους ανθρώπους και ο καθένας κούμπωσε με τον άλλο υπέροχα. Και εκεί έμαθα για μία ακόμη φορά τη δύναμη της ομάδας και τη δύναμη του «Είμαι εκεί, ακούω. Δίνω το καλύτερό μου και δεν το κάνω για να φανώ εγώ καλός ή σωστός». Τον εαυτό μου να ακούω πώς βιώνουν οι άλλοι τη δική τους την πραγματικότητα για να μπορέσω να μπω στα παπούτσια τους και να είμαι οκ, να είμαι σωστή απέναντι στον ρόλο μου. Και ήταν βαθιά ψυχαναλυτικό και λυτρωτικό όλο αυτό γιατί μιλώντας για την ιστορία ενός άλλου ανθρώπου κατάφερα να φωτίσω πράγματα της δικής μου προσωπικής ιστορίας. Που τα βιώματα αυτά δεν τα είχα, ευτυχώς δεν έχει χρειαστεί να ζήσω κάτι τέτοιο μέχρι στιγμής αλλά έγιναν οι αντιστοιχίες, έγιναν οι αναλογίες με τη δική μου πραγματικότητα. Οπότε ήτανε ένα δώρο Θεού. Πραγματικά αυτή η πρόταση της Μαρίας για μένα ήταν ένα μεγάλο δώρο για τη ζωή μου.
Θα αλλάζατε τη διαδρομή;[00:55:00]
Αν θα άλλαζα τη διαδρομή, ε; Τώρα κανονικά θα έπρεπε να σου πω ότι δεν θα άλλαζα τίποτα γιατί αν άλλαζα κάτι, δεν θα ήμουν εδώ που είμαι σήμερα. Ναι. Θα ήθελα να αλλάξω όχι τη διαδρομή. Μακάρι να μπορούσα να έχω φτάσει εδώ που είμαι σήμερα χωρίς τόσο κόπο. Αισθάνομαι ότι έχω κοπιάσει πάρα πολύ και νομίζω ότι τελικά το μυστικό ίσως δεν είναι στο ότι πρέπει να κοπιάζουμε γιατί αυτό μας μάθανε. Εμένα τουλάχιστον με μεγάλωσαν έτσι. Ότι για να κάνεις το «καλόν», το «σωστόν», πρέπει να κοπιάσεις πάρα πολύ. Νομίζω πια ότι θα πρέπει να υπάρχει και το στοιχείο της ευχαρίστησης μέσα σε όλο αυτό το πράγμα. Ότι «Ναι, θα κοπιάσω, θα τα δώσω όλα αλλά θα υπάρχει πάντα και το στοιχείο της ευχαρίστησης. Το κάνω γιατί εμένα με ευχαριστεί αυτό που κάνω».
Κυρία Αγγελιδάκη, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ.