© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Πώς είναι δυνατόν, κοριτσάκια, να υφιστάμεθα ανάκριση για λόγους πολιτικούς;»: Μνήμες από το σχολείο τις δεκαετίες '60 και '70

Κωδικός Ιστορίας
13950
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Σώη-Χατζηελευθερίου (Μ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/03/2022
Ερευνητής/τρια
Βασιλική Χατζηευθυμίου (Β.Χ.)
Β.Χ.:

[00:00:00]Είναι Δευτέρα 14 Μαρτίου του 2022 και βρίσκομαι μαζί με την κυρία Μαρία Χατζηελευθερίου στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Εγώ ονομάζομαι Βασιλική Χατζηεθυμίου και είμαι Ερευνήτρια στο Istorima. Καλησπέρα σας.

Μ.Σ.:

Καλησπέρα.

Β.Χ.:

Θα θέλατε να μου πείτε κάποια πράγματα για σας;

Μ.Σ.:

Ναι, πολύ ευχαρίστως. Είμαι φιλόλογος, ήμουν καθηγήτρια σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης, κυρίως λύκεια, για είκοσι έξι χρόνια. Τώρα είμαι συνταξιούχος, μητέρα, γιαγιά τριών εγγονών, ασχολούμαι με τη συγγραφή, έχω εκδώσει δύο βιβλία με αναμνήσεις από την παιδική και εφηβική ηλικία, τα οποία παρουσίασα και στην τηλεόραση επί ένα χρόνο σε μια εκπομπή εβδομαδιαία «Σαν παλιά φωτογραφία», που αφηγούμουν όλες μου τις αναμνήσεις αυτές. Γενικά, είμαι ένας άνθρωπος που έχω αρκετά ενδιαφέροντα, δεν μ’ αρέσει να κάθομαι, μ’ αρέσει να διαβάζω, να βρίσκομαι με κόσμο...

Β.Χ.:

Όσον αφορά τη ζωή σας;

Μ.Σ.:

Η ζωή μου, δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή. Καλά κύλησαν όλα. Θα έλεγα μάλλον ότι στάθηκα τυχερή. Ζήσαμε μια πολύ καλή... Πέρα από την παιδική ηλικία και την εφηβική που ήτανε λίγο πιο στριμωγμένα τα χρόνια. Αλλά, όμως, τώρα που τα σκεφτόμαστε και που έχουνε αμβλυνθεί όλες οι δύσκολες, τα βρίσκουμε και πάρα πολύ ωραία χρόνια. Η ζωή μου ήταν ήρεμη και περάσαμε μάλιστα, η γενιά μου, μια εποχή μεγάλης ευημερίας. Και έτσι δεν έχω παράπονο. Καλά. Με τον άντρα μου είμαστε οι δυο μας, τα παιδιά μου παντρεμένα, καλά είμαστε. Και υπάρχει και μια καλή οικονομική κατάσταση χάρη στην εργασία και των δυο μας φυσικά. Δηλαδή, όταν το οικονομικό είναι λυμένο κι όταν οι σχέσεις του ζευγαριού είναι καλές, νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα. Δεν έχεις πρόβλημα με τη ζωή σου.

Β.Χ.:

Πού μεγαλώσατε;

Μ.Σ.:

Εγώ γεννήθηκα σε ένα ιστορικό χωριό των Σερρών, Εμμανουήλ Παππάς, το χωριό του ήρωα της επανάστασης του '21 και έζησα εκεί μέχρι τα 15 μου χρόνια. Μετά, οικογενειακώς για λόγους καλύτερων συνθηκών ζωής, επιβίωσης, μετακομίσαμε στην Θεσσαλονίκη. Κι απ’ το 15 και μετά στη Θεσσαλονίκη. Όπου τελείωσα και το πανεπιστήμιο, τη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου μας εδώ. Στη συνέχεια, διορίστηκα στην αρχή στα Γιαννιτσά, μετά, όπου έμεινα τρία χρόνια, και στη συνέχεια ήμουν στη Θεσσαλονίκη όλα τα χρόνια ως καθηγήτρια και τα είκοσι έξι χρόνια που δούλεψα. Και μετά, βγήκα στη σύνταξη. Βγήκα νωρίς στη σύνταξη, γιατί τα παιδιά μου είχαν αρχίσει τις σπουδές τους. Μεταξύ καριέρας και οικογένειας επέλεξα την οικογένεια.

Β.Χ.:

Θα θέλατε να μου πείτε μερικά πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια στο χωριό;

Μ.Σ.:

Ναι. Τα παιδικά χρόνια στο χωριό. Το χωριό τότε είχε πάρα πολύ μεγάλο αριθμό κατοίκων. Γύρω στις δυόμισι χιλιάδες. Ήταν ένα μεγάλο χωριό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τον καπνό, με την καλλιέργεια του καπνού. Ήταν μια πολύ δύσκολη καλλιέργεια. Δεν απέδιδε πολλά, γι’ αυτό και σταδιακά και επειδή, όταν ερχόταν ο καιρός της αγοράς του καπνού, οι έμποροι όλο και με μικρότερη τιμή το αγόραζαν, τη δεκαετία του '60 υπήρξε ένα κύμα μετανάστευσης, εσωτερικής και στο εξωτερικό. Γερμανία κυρίως, αλλά Αθήνα, Θεσσαλονίκη, στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό το κύμα κι εμείς το '69 ήρθαμε εδώ, μετακομίσαμε. Αυτό το κύμα της μετανάστευσης μάς έφερε και μας εδώ στη Θεσσαλονίκη. Οπότε το χωριό άρχισε να αποδεκατίζεται. Εκείνη την εποχή, όμως, το σχολείο μας αριθμούσε περί τους διακόσιους πενήντα μαθητές. Ήμασταν πάρα πολλοί. Ήταν εξατάξιο και υπήρχε και νηπιαγωγείο. Ενώ σε άλλα χωριά, μικρότερα, τα σχολεία ήταν διθέσια, τριθέσια, εμείς είχαμε, ήμασταν αρκετά παιδιά μέσα στην τάξη, περί τους τριάντα πέντε-σαράντα μαθητές, στα κλασικά εκείνα θρανία που καθόμασταν τρεις-τρεις στο θρανίο. Υπήρχε ένας σεβασμός τότε, γαλουχηθήκαμε με άλλες αρχές. Σεβασμό προς τους γονείς, σεβασμό προς τους μεγαλύτερους, σεβασμό προς το δάσκαλο. Υπήρχε η αυστηρότητα. Ο δάσκαλος, ας πούμε, μας έκανε τις παρατηρήσεις, μας μάλωνε, μας έδερνε με τη βέργα. Τη βέργα μάλιστα την πηγαίναμε εμείς οι ίδιοι. Πολλές φορές έλεγε: «Θα μου φέρετε μια βέργα». Την πηγαίναμε εμείς οι ίδιοι. Και όταν μας έδερνε, κανένας γονιός δεν παραπονιόταν ότι ο δάσκαλος έδειρε το παιδί του ή το μάλωσε. Αυτό που σήμερα το αποκαλούμε διαπόμπευση και δεν επιτρέπεται. Τότε ήταν όλα επιτρεπτά, για να μην πω και επιβαλλόμενα. Δηλαδή, όταν πηγαίναμε στο σπίτι και λέγαμε: «Με μάλωσε ο δάσκαλος» ή «με έδειρε ο δάσκαλος», οι γονείς το πρώτο που λέγαν ήταν: «Καλά σου έκανε, για να γίνεις άνθρωπος». Γιατί πιστεύαμε ότι ο ρόλος του δασκάλου δεν είναι μόνο να μας μορφώνει, αλλά είναι και να διαμορφώνει τον χαρακτήρα μας. Και, όντως, με πολλή αγάπη θυμάμαι έναν δάσκαλο, τον Αχιλλέα, που τον είχαμε στις δύο τελευταίες τάξεις του σχολείου, στην πέμπτη και στην έκτη δημοτικού, που μας μάθαινε πολύ σωστά την ορθογραφία. Γιατί τότε υπήρχε το πολυτονικό σύστημα και καταναλώσαμε ώρες και ώρες για να μάθουμε το μακρό και το βραχύ και πότε μια λέξη οξύνεται και πότε περισπάται. Και αυτός ο δάσκαλος μάς είχε μάθει ένα πολύ ωραίο κόλπο. Δηλαδή, έλεγε: «Όταν έχουμε μακρόχρονη και μακρόχρονη συλλαβή, που συμβολίζεται με μια παύλα και είναι σαν μαχαίρι, μακρό-μακρό, παίρνει οξεία η λέξη. Όταν έχουμε μακρόχρονη και βραχύχρονη συλλαβή, σαν κουτάλα, παίρνει περισπωμένη». Κι έλεγε: «Γιατί παίρνει αυτή η λέξη οξεία;». «Γιατί είναι μαχαίρι». «Γιατί παίρνει αυτή η λέξη περισπωμένη;». «Γιατί είναι κουτάλα». Με αυτό το κόλπο, με τα μαχαίρια και τις κουτάλες, μάθαμε πολύ σωστή ορθογραφία. Εγώ από μικρή έκλινα προς τα θεωρητικά μαθήματα, δηλαδή ήμουν πολύ καλή στην έκθεση, ήμουν πολύ καλή στα ελληνικά. Και όταν αργότερα πήγα στο γυμνάσιο, ήταν ολοφάνερη η κλίση μου προς τα εκεί. Στα μαθηματικά δεν τα πολυκατάφερνα, δεν με ενδιέφεραν κιόλας. Στην τρίτη γυμνασίου, ερωτεύτηκα και τον καθηγητή μας τον φιλόλογο και για να του μπω στο μάτι, κατά κάποιο τρόπο, για να γίνω αρεστή, έτσι, και να με προσέχει, άρχισα να διαβάζω πάρα πολύ. Κι έτσι, αγάπησα εξαιρετικά τα αρχαία και, βέβαια, έγινα φιλόλογος. Στο σχολείο τώρα, παίζαμε και πολλά παιχνίδια στην αυλή. Και τα παιχνίδια αυτά τα συνεχίζαμε και τα παίζαμε και τις άλλες ώρες, στο δημοτικό αναφέρομαι ακόμα, στο χωριό, στο δημοτικό. Και το απόγευμα, όταν δεν είχαμε σχολείο. Γιατί τότε το σχολείο ήτανε, είχαμε τέσσερις ώρες το πρωί και δύο ώρες το απόγευμα. Πηγαίναμε πρωί-απόγευμα στο σχολείο. Και εκτός από Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα. Φυσικά, κάναμε και Σάββατο μαθήματα. Ο μπελάς ο μεγάλος ήταν η αντιγραφή. Η αντιγραφή ήταν το δύσκολο, γιατί γράφαμε με κονδυλοφόρο και μελάνι. Πράγμα πάρα πολύ δύσκολο. Έπρεπε μία παράγραφο κάθε μέρα για να εξασκηθούμε στην καλλιγραφία να τα γράψουμε με τον κονδυλοφόρο και τη μελάνη. Πολλές φορές η μελάνη άπλωνε. Έπρεπε με το στυπόχαρτο. Αυτό ήταν ο μπελάς ο καθημερινός. Κατά τα άλλα, εντάξει. Φτιάχναμε φυτολόγιο, στην αρχή της χρονιάς ντύναμε τα τετράδια με μπλε, με μπλε κόλλα. Κάναμε φυτολόγιο κάθε χρόνο με φυτά που μαζεύαμε από έξω απ’ τα λιβάδια. Το σχολείο μας ήταν στην άκρη του χωριού και είχε πάρα πολύ πράσινο γύρω-γύρω. Και κάτι που μου ‘μεινε σαν εφιάλτης και, μετά, το ‘βλεπα και στον ύπνο μου, ήταν ότι τα αγόρια πολλές φορές πηγαίναν και κόβαν τσουκνίδες, έτσι, ένα μάτσο, και ερχόταν και μας κάναν στα πόδια μας με τις τσουκνίδες αυτές. Κι αυτό το πράγμα, τα πόδια γέμιζαν, ξέρεις, εκείνα τα κόκκινα σπυριά. Και αυτό το πράγμα ήταν κάτι που για πολλά χρόνια ήταν ο εφιάλτης μου αργότερα. Όταν πήγα στο γυμνάσιο, τα πρώτα χρόνια, τα πρώτα τρία-τέσσερα χρόνια, πήγαινα στις Σέρρες στο γυμνάσιο, γιατί το χωριό δεν είχε φυσικά γυμνάσιο, και έμενα στο σπίτι μιας θείας μου, αλλά τα σαββατοκύριακα πηγαινοερχόμουν στο χωριό. Και εκεί είχαμε το ωράριο το πολύ, δίναμε εξετάσεις δύο φορές το χρόνο, και Φεβρουάριο και Ιούνιο, διαβάζοντας όλη την ύλη. Τώρα, περιστατικά που μπορώ να θυμηθώ από την εποχή του γυμνασίου. Όταν ήρθε η Δικτατορία. Ήμουν δευτέρα γυμνασίου, την 21 Απριλίου. Λοιπόν, ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου και μετά έκλειναν για το Πάσχα, ας πούμε. Ήταν Παρασκευή που έκλειναν τα σχολεία για το Πάσχα. Μάλλον, θα είχαμε και την επόμενη, αλλά έκλεισαν νωρίτερα για το Πάσχα. Λοιπόν, εκείνες τις μέρες– Ο πατέρας μου μάλιστα στο χωριό ήταν και ο πρόεδρος του χωριού. Εκείνες τις μέρες που πήγα στο χωριό για τις διακοπές του Πάσχα, ένα βράδυ άκουσα ξαφνικά τραγούδια του Θεοδωράκη. Σημειωτέον ότι ο Θεοδωράκης ήταν απαγορευμένος την εποχή εκείνη μόλις επιβλήθηκε η δικτατορία. Την άλλη μέρα, με μία φίλη μου, που έμενε εκεί απέναντι, το αφηγούμασταν το γεγονός. Της λέω: «Άκουσα μουσική Θεοδωράκη». Μου λέει: «Και εγώ». Εδώ είναι που λέμε και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Πότε, ποιος το άκουσε και το πρόλα[00:10:00]βε στην αστυνομία, σε λίγο καταφθάνει η αστυνομία του διπλανού χωριού. Έρχονται, πάνε πρώτα στη φίλη μου, την κάνουν ανάκριση, έρχονται σε μένα, ξανά ανάκριση: «Τι έγινε; Tι άκουσες; Πες μας ποιοι τραγουδούσαν Θεοδωράκη». Εγώ, ευτυχώς που δε σηκώθηκα να δω ποιοι τραγουδούσαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη, ποια παρέα ήταν αυτή. Και επέμενα στην άποψή μου ότι: «Ναι μεν, άκουσα Θεοδωράκη, αλλά δε σηκώθηκα και να δω απ’ το κρεβάτι». Έτσι, και με λίγο θράσος πια το είπα. Αφού μας ρώτησαν, μας ξαναρώτησαν και είδαν ότι δεν μπορούν να πιάσουν λαβράκι όπως επέμεναν, μας άφησαν ήσυχες. Αλλά αυτό ήταν κάτι που με φόβισε. Και τις δύο. Και μάλιστα, αργότερα, όταν το αφηγούμασταν, φοβηθήκαμε πάρα πολύ και είπαμε: «Πώς είναι δυνατόν, κοριτσάκια, να υφιστάμεθα μια τέτοια ανάκριση για λόγους πολιτικούς;». Ήταν δύσκολα τα χρόνια τότε. Ήταν πολύ κοντά ακόμα στον Εμφύλιο. Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι, και που είναι χαρακτηριστικό του μετεμφυλιοπολεμικού κλίματος, είναι ότι ήμουν κοριτσάκι μικρό, δημοτικό, και μου είχε πάρει η μητέρα μου ένα ζευγάρι κόκκινα παπουτσάκια που τα χαιρόμουν πάρα πολύ. Γεμάτη χαρά τα φόρεσα, πήγα σε μια φίλη μου να της τα δείξω. Μου λέει: «Βγάλ’ τα εδώ και να ανεβούμε στο επάνω δωμάτιο για να παίξουμε». Και εκεί που παίζαμε, ξαφνικά ακούω μια φασαρία κάτω, κάτι να γίνεται. Βλέπω τη φίλη μου, τα χρειάστηκε, έτσι άλλαξε χρώμα. Λέω: «Τι γίνεται, Κική;». «Τίποτα». Συνεχίσαμε να παίζουμε, μετά κατεβαίνω κάτω. Λέω: «Ήρθε η ώρα να φύγω». Της λέω: «Κική, πρέπει να φύγω τώρα, να πάω στο σπίτι». Κατεβαίνω κάτω για να φύγω, ψάχνω τα κόκκινα παπούτσια, πουθενά τα κόκκινα παπούτσια. Είδα, ότι η Κική άρχισε να τρέμει. Μετά, ήταν μέσα ο πατέρας της. «Μπαμπά, μήπως είδες τα κόκκινα παπούτσια πουθενά;». Και εκείνος, έτσι σαν δράκος: «Τα κόκκινα παπούτσια είναι στη φωτιά. Τα πέταξα. Εγώ μπολσεβίκικα χρώματα στο σπίτι μου δεν θέλω να υπάρχουν». Εκεί δεν θα το ξεχάσω που πέταξε, που μου έκαψε τα παπούτσια. Η δε Κική έτρεμε χειρότερα. Άρχισα να κλαίω εγώ, άρχισε να κλαίει αυτή... Μου έδωσε κάποια παπουτσάκια, τέλος πάντων, για να πάω στο σπίτι μου. Αλλά αυτό είναι ένα περιστατικό που το θυμάμαι, που είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά τον Εμφύλιο και ειδικά στα μικρά χωριά, ήταν οι δεξιοί, οι αριστεροί ή είχαν χωριστεί, το κόκκινο χρώμα ήταν το χρώμα όπως ακριβώς στους ταυρομάχους, που το κόκκινο ερεθίζει τον ταύρο. Τους πολύ δεξιούς, που δεν ήθελαν να σκέφτονται για τους αντάρτες, για τότε που– Είχαν γίνει πολλά και απ’ τις δυο πλευρές, όπως και να το κάνουμε και το κόκκινο το χρώμα δεν ήθελαν και μου είχαν κάψει τα παπούτσια μου αυτά. Τώρα, άλλα περιστατικά, υπάρχουν πολλά περιστατικά σίγουρα. Το τι παίζαμε, τα παιχνίδια που παίζαμε σαν παιδιά έξω και πόσο όμορφα παίζαμε. Παιχνίδια που σήμερα δεν τα παίζουν τα παιδιά, βέβαια, γιατί είναι απασχολημένα με το τάμπλετ, με το κινητό, με τον υπολογιστή. Εμείς τότε πιο πολύ ήμασταν έξω παρά μέσα. Παίζαμε διάφορα παιχνίδια, παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, μακριά γαϊδούρα, διάφορα τέτοια. Οι γονείς μας δεν ανησυχούσαν να μας ψάξουν που είμαστε. Χτυπούσαμε, τρέχαμε στο σπίτι, μας βάζαν λίγο ιώδιο και τελείωσε. Όταν πεινούσαμε, τρέχαμε να πάρουμε μια φέτα βρεγμένο ψωμί, που ήταν και ξερό ψωμί. Βρεγμένο ψωμί με λίγη ζάχαρη κι αυτό. Ή, κάθε απόγευμα που η μητέρα μας μας έκανε το χτυπητό αυγό. Αυγό, που το χτυπούσε πάρα πολύ να αφρατέψει και έβαζε μέσα ζάχαρη και κακάο. Αυτό, ήταν το έδεσμα, το γλυκό της εποχής, γιατί δεν υπήρχε, βεβαίως, η αφθονία των γλυκών. Δεν υπήρχε η τηλεόραση να μας κρατάει στο σπίτι. Ή μαζευόμασταν κοριτσάκια και παίζαμε με τις κούκλες, που φτιάχναμε φουστανάκια, τις ντύναμε, τις ξεντύναμε, τέτοια παιχνίδια. Διαβάζαμε πάρα πολύ. Από μικρή ηλικία, εγώ θυμάμαι, είχα μανία με τα παραμύθια. Διάβαζα παραμύθια και μετά διαβάζαμε τα «Κλασικά εικονογραφημένα». Αυτά τα περιοδικά, πραγματικά ήταν καταπληκτικά στα χρόνια μας. Τα ανταλλάσσαμε, χέρι με χέρι τα παίρναμε. Και μέσα στα κλασικά αυτά τα εικονογραφημένα είχαμε σε περίληψη όλα τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας. Αδελφοί Καραμαζώφ, Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά, Οι Άθλιοι, Η Παναγία των Παρισίων, Όλιβερ Τουίστ, όλα μέσα σε αυτά με εικόνες. Ήταν τα αγαπημένα μου περιοδικά. Απ’ την εποχή που βγήκαν, δηλαδή, μέχρι που... Επίσης, πηγαίναμε και στις βιβλιοθήκες και δανειζόμασταν βιβλία. Στάινμπεκ, Κρόνιν, δεν συζητώ για τον Καζαντζάκη, που τον είχα ξεσκονίσει, Λουντέμη, Τερζάκη. Τα διαβάζαμε, διαβάζαμε πάρα πολύ. Και ο λόγος είναι, διαβάζαμε και γιατί και οι δάσκαλοι μας συνιστούσαν να διαβάζουμε και απ’ το σπίτι διαβάζαμε, μας έλεγαν οι γονείς να διαβάσουμε. Αλλά δεν υπήρχε και η τηλεόραση, υπήρχε το ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο, όμως, ήταν κάτι καλύτερο, πιο δημιουργικό απ’ ό,τι η τηλεόραση, γιατί η τηλεόραση σου δίνει και τον ήχο και την εικόνα, οπότε η φαντασία είναι αδρανής. Στο ραδιόφωνο ακούς κάτι, μια ιστορία, αλλά δημιουργείς μόνος σου τις εικόνες. Και αυτό είναι που αφήνει στη φαντασία περιθώριο. Φυσικά, υπήρχε τότε και η εκπομπή με τη θεία Λένα κάθε πρωί. Κάθε πρωί ακούγαμε τα παραμύθια με τη θεία Λένα, όταν δεν είχαμε βέβαια σχολείο, που ήταν κάτι που το θέλαμε πάρα πολύ. Κάθε Κυριακή, πηγαίναμε στην εκκλησία, απαραίτητα, απαραίτητα! Και όχι μόνο γιατί φοβόμασταν μήπως μας κάνουν παρατήρηση οι δάσκαλοι. Αλλά πηγαίναμε, γιατί το είχαμε συνηθίσει. Παρόλο που ήταν η Κυριακή η μόνη μέρα που μπορούσαμε να κοιμηθούμε λίγο περισσότερο, ωστόσο πηγαίναμε όχι παρατεταγμένοι. Το κάθε παιδί ντυνόταν με τα καλά του και πήγαινε στην εκκλησία. Στην εκκλησία, από τη δεξιά μεριά, στη δεξιά μεριά του μεσαίου κλίτους ήταν τα αγόρια, στην αριστερή εμείς, τα κορίτσια, έτσι, σε γραμμές. Ξέραμε πότε πρέπει να κάνουμε το σταυρό μας, πότε πρέπει να γονατίσουμε την ιερή στιγμή, «Τα σα εκ των σων». Στο τέλος, πηγαίναμε να πάρουμε το αντίδωρο. Και για να πω ότι δεν ήταν τόσο ο φόβος που μας έκανε να πηγαίνουμε στην εκκλησία, θα αναφέρω και το εξής, ότι ακόμη και τις διακοπές του Πάσχα που οι δάσκαλοι δεν ήταν στο χωριό, έφευγαν στα μέρη τους, εξακολουθούσαμε και πηγαίνουμε στην εκκλησία κάθε βράδυ τη Μεγάλη Εβδομάδα, μας άρεσε πάρα πολύ αυτό. Και ειδικά τη Μεγάλη Πέμπτη, που ήταν και ο Εσταυρωμένος, τη Μεγάλη Παρασκευή που κάναμε την περιφορά, την Ανάσταση και τα λοιπά. Το ίδιο συνέχισε και όταν πήγαινα στο γυμνάσιο. Και τότε πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία και μάλιστα με τις ποδιές. Επειδή πήγαινα στην επαρχία μέχρι την τετάρτη γυμνασίου, γιατί τότε το γυμνάσιο ήταν εξατάξιο, μέχρι την τετάρτη γυμνασίου που ήμουν στις Σέρρες, επειδή οι Σέρρες ήταν μια επαρχιακή πόλη, φορούσαμε την πόδια κάθε μέρα στο σχολείο, αλλά και την Κυριακή στην εκκλησία πηγαίναμε με την ποδιά. Όχι με τα καλά μας ρούχα. Όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη, εδώ, εκ των πραγμάτων, φυσικά δεν μπορούσαν να ελέγξουν, οπότε δεν είχαμε εκκλησιασμό την Κυριακή. Παρόλα αυτά, όμως, τόσο πολύ μου είχε γίνει συνήθεια να εκκλησιάζομαι, που πήγαινα με τη μητέρα μου, με τη γιαγιά μου κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Εδώ ο εκκλησιασμός ήταν μια μέρα, μια καθημερινή. Μας πήγαιναν από το σχολείο στην εκκλησία και μάλιστα παρακολουθούσαμε τη λειτουργία χωρίς καμιά ιδιαίτερη κατάνυξη. Μπαίναμε, βγαίναμε στο προαύλιο και τα λοιπά και μετά επιστρέφαμε στο σχολείο για να κάνουμε τα μαθήματα τα υπόλοιπα. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε πολύ αργά, επίτηδες, για να χασομερήσουμε μπας και χάσουμε και καμιά ώρα παραπάνω. Ειδικά κι αν περιμέναμε μάλιστα διαγώνισμα.

Μ.Σ.:

Τώρα, τις κουτοπονηριές των μαθητών όλοι τις είχαμε, πώς να αντιγράψουμε στα διαγωνίσματα. Εγώ θα θυμίσω μια πράξη που ήταν λίγο ριψοκίνδυνη και απορώ και τώρα πώς το έκανα. Και μάλιστα, με τη φίλη μου αυτή όταν βρισκόμαστε, γιατί κρατάω ακόμα φιλίες με πολλές απ’ τις συμμαθήτριες μου, ακόμα μου λέει: «Μα πώς τόλμησες και το ‘κανες;». Ήμασταν στην τετάρτη γυμνασίου και δίναμε εξετάσεις στα μαθηματικά. Η φίλη μου αυτή ονομαζόταν Χατζηαβράμογλου, εγώ Χατζηελευθερίου. Ήμασταν με αλφαβητική σειρά η μία πίσω απ’ την άλλη. Μας δίνει τα θέματα ο καθηγητής, εγώ τα βρήκα βατά, παρόλο που δεν ήμουν και αστέρι στα μαθηματικά, τα βρήκα βατά. Άρχισα να λύνω τις ασκήσεις. Βλέπω τη φίλη μου μπροστά να ζορίζεται, να κουνιέται στην έδρα, να μου δείχνει την άσκηση αυτή. Ήθελα να τη βοηθήσω, της έλεγα κάτι, δεν καταλάβαινε. Οπότε κάποια στιγμή... Απορώ και πώς το ‘κανα. Κάποια στιγμή που ο καθηγητής, ο επιτηρητής, σηκώθηκε απ’ την έδρα και άρχισε να βηματίζει στο διάδρομο ανάμεσα στα θρανία, μόλις μας πέρασε, βουτάω την κόλλα της από μπροστά, της δίνω τη δική μου, να κρατάει μια κόλλα, και κάθομαι και ξαναλύνω όλα τα προβλήματ[00:20:00]α στην τελευταία κόλλα που ήταν το πρόχειρο και μετά, αφού έγινε αυτό, καραδοκούσα, ποτέ πάλι ο καθηγητής θα κάνει τη βόλτα του να μας προσπεράσει για να τις ανταλλάξουμε. Λοιπόν, η φίλη μου τρελάθηκε μόλις είδε τι έκανα, την κίνηση αυτή. Τώρα, ποιος πήρε χαμπάρι απ’ τους άλλους συμμαθητές, δεν ξέρω. Σημασία έχει, ότι όταν πια τελείωσα εγώ και πήγα και έδωσα, έτσι, με πολύ αέρα –μια και δε μας έπιασε ο καθηγητής, με πολύ αέρα– την κόλλα μου και βγήκα έξω και σε λίγο και η φίλη μου, αφού τα αντέγραψε τα λυμένα και πήγε, δίνει την κόλλα και βγήκε έξω, ήρθε με αγκάλιασε, με φίλησε: «Μα πώς τόλμησες να το κάνεις αυτό; Πώς το ‘κανες;». Αυτό ήταν όντως μια πολύ ριψοκίνδυνη –και λέω ριψοκίνδυνη–, γιατί επέσυρε μεγάλη ποινή. Τότε, οι αποβολές ήταν η πρώτη τιμωρία. Για ψύλλου πήδημα, αποβολή μία μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες από το σχολείο. Και στο τέλος της χρονιάς, θα μπορούσε να αλλάξει και η διαγωγή. Από «κοσμιοτάτη» να γίνει «κοσμία», που δεν ήταν καλή διαγωγή αυτή. Οπότε, αν με έπιανε ο καθηγητής, είχα στο τσεπάκι μου μια αποβολή κάποιων ημερών. Και μπορεί να μου άλλαζαν και τη διαγωγή. Απορώ πώς το έκανα. Ένας άλλος τρόπος αντιγραφής, εμείς τα κορίτσια, στα πόδια μας, στους μηρούς, στα μπούτια μας. Γράφαμε, και αυτό το ‘κανα πάρα πολύ συχνά, γιατί ήθελα να το έχω και σαν μια δικλείδα ασφαλείας. Διάβαζα μεν, αλλά για να είμαι σίγουρη... Οπότε έγραφα. Ας πούμε, δίναμε χημεία, όλους τους τύπους στα πόδια μου. Τα πόδια μου κάτω από την ποδιά ήταν μπλε κι αυτά από το στυλό που έγραφα. Και η δυσκολία δεν ήταν μόνο να γράψεις, μετά να τα σβήσεις, να γράψεις του άλλου μαθήματος. Ήταν μια– Αλλά τη συνήθιζα αυτή τη μέθοδο πάρα πολύ. Απ’ την ιστορία χρονολογίες, απ’ τη φυσική, από τη χημεία τέτοιους τύπους. Τη χρησιμοποίησα και αυτή τη μέθοδο, όπως και όλοι. Τα σκονάκια που χρησιμοποιούσαν πολλοί, μπορώ να πω ότι δεν τολμούσα να τα βγάλω, γιατί κάπου βγάζεις το χαρτάκι, μέχρι να βρεις το κατάλληλο σημείο, έκανε και θόρυβο... Όχι, φοβόμουν. Ένα άλλο γεγονός που θυμάμαι, από την περίοδο αυτή των πρώτων χρόνων του σχολείου, πρώτη-δευτέρα γυμνασίου. Όλοι λίγο-πολύ είχαμε και κάποιους ψευτοέρωτες. Μια φίλη μου ήταν ερωτευμένη με έναν συμμαθητή της, αλλά πώς να ιδωθούν; Κρυφά; Δε γινόταν. Οπότε μου λέει: «Πρέπει να του στείλω ένα γράμμα». Της λέω: «Γράψε». «Εγώ δεν τα καταφέρνω σε αυτά τα πράγματα, εσύ τα καταφέρνεις καλύτερα, είσαι καλή μαθήτρια, γράφεις καλές εκθέσεις. Γράψε μου εσύ μια επιστολή». Έκατσα και εγώ, έγραψα ένα γράμμα. Η πρώτη ερωτική επιστολή που, φευ, δεν ήταν για μένα. Ήταν για άλλη. Λοιπόν, γράφω και μια ερωτική επιστολή από κάτι τσιτάτα που είχα ξεσηκώσει από άλλα βιβλία, από Σιρανό ντε Μπερζεράκ και τα λοιπά που είχε η μητέρα μου. Είχε κάτι τέτοια βιβλία και τα διάβαζα κρυφά. Λοιπόν, γράφω ένα γράμμα, δεν παύουμε να είμαστε παιδιά. Αφού γράψαμε το γράμμα, το εγκαταλείπουμε εκεί στην σκάλα του σπιτιού της και βγήκαμε να κάνουμε βόλτα, να παίξουμε. Το βρίσκει η μαμά της. Και ναι μεν έγραφε από κάτω ότι ο αποστολέας ήταν η κόρη της, αλλά είδε ότι ήταν άλλος γραφικός χαρακτήρας. Κατάλαβε ότι ήταν δικά μου. Το πάει στη μαμά μου το γράμμα αυτό. Οπότε το βράδυ, όταν επέστρεψα σπίτι από το παιχνίδι, βλέπω και τη μαμά μου, βλέπω και τη θεία μου με ένα ύφος: «Και τι είναι αυτά που έγραψες; Και πού ξέρεις εσύ να γράφεις ερωτικές επιστολές;». Τέλος πάντων. Είναι κι αυτό. Ένα άλλο, επίσης τώρα, που μου ήρθε στο μυαλό είναι ότι εκείνη την εποχή– Σήμερα τα παιδιά έχουν τα κινητά, στέλνουν μηνύματα, στέλνουν καρδούλες, γράφουν τέτοια πράγματα. Εμείς τότε δεν είχαμε ούτε τηλέφωνο. Σταθερό. Λοιπόν, είχαμε όμως, ήταν η εποχή που χρησιμοποιούσαμε, που τηρούσαμε λευκώματα. Το λεύκωμα. Το λεύκωμα ήταν ένα τετράδιο πολυσέλιδο όπου ο καθένας που είχε –και αυτός που το είχε λεγόταν κτήτωρ, ο κτήτωρ– έβαζε κάποιες ερωτήσεις και το μοίραζε σε όλους τους φίλους, φίλες, για να γράψουν τις απόψεις τους, οι οποίοι έγραφαν με κάποιο ψευδώνυμο. Λοιπόν, ας πούμε, οι ερωτήσεις ήταν: «Τι εστί φιλία;». Πρώτα ξεκινούσε: «Τι εστί λεύκωμα;». Και ο καθένας έγραφε. Το σαλονάκι που αφήνεις την καρτούλα σου ή ένας χώρος όπου βάζεις τις σκέψεις σου, τις απόψεις σου, διάφορα τέτοια. Μετά: «Τι εστί φιλία;», «τι εστί ανήρ;», «τι εστί γυνή;». «Τι εστί έρως;». Και απαντούσαν όλοι με τα ψευδώνυμα. «Μαύρη τουλίπα», «Sπασμένο βέλος». Θυμίζει και λίγο ινδιάνικα ονόματα, ας πούμε, αυτό. «Παθιασμένος άνθρωπος», τέτοια πράγματα, ας πούμε, τέτοια ψευδώνυμα. Και όλοι γράφαμε διάφορες απόψεις. Στο τέλος, με μια αυταρέσκεια και ναρκισσισμό, μπορώ να πω, ο κτήτωρ έγραφε: «Πέστε την άποψή σας για τον κτήτορα». Και όλοι γράφανε: «Πολύ καλό κορίτσι», «πολύ καλό αγόρι». Και τέλος-τέλος: «Αλτ! Βγάλτε τις μάσκες». Οπότε ο καθένας έγραφε το πραγματικό του όνομα. «Μαύρο βέλος» ή «Sπασμένο βέλος», Μαρία Παπαδοπούλου. «Φλογισμένη καρδιά», Ελένη Παπαδήμα, ξέρω ‘γω. Κάπως έτσι. Αυτό το λεύκωμα πήγαινε απ’ τον έναν στον άλλον, γράφανε όλοι τις απόψεις τους. Και πολύ λυπάμαι που δεν κράτησα το δικό μου λεύκωμα που το τηρούσα. Δεν ξέρω πού πετάχτηκε, πού ξέφυγε. Κακώς που δεν το ‘χω στα ενθύμιά μου. Γιατί ήταν πραγματικά κάτι πολύ όμορφο που θυμίζει τα μαθητικά μας χρόνια. Να πούμε και για τα πάρτι της εποχής; Τα πάρτι... Τα πάρτι γινόντουσαν, βέβαια, αλλά ποιος μπορούσε να πάει; Οι πατεράδες μας ήταν τόσο αυστηροί που μας έλεγαν: «Στις 22:00 το βράδυ θα είστε σπίτι». Όχι αργότερα. Το πάρτι, όμως, και αργότερα δηλαδή μέχρι και στην πέμπτη, έκτη γυμνασίου, που ήμουν 17-18 χρόνων, για να πας στο πάρτι, έπρεπε να πας με τη συνοδεία του αδελφού –εγώ δεν είχα και αδερφό–, κάποιου ξάδερφου. Έλεγα: «Πότε θα έρθει κάποιος ξάδερφος να με πάρει για να πάμε στο πάρτι;». Και εκεί ήμουν σαν τη Σταχτοπούτα. Μόλις γινόταν 22:30, 23:00, 23:30, πριν τις 00:00, έπρεπε να φύγω και να πάω στο σπίτι. Στο πάρτι, φυσικά, ακούγαμε μουσική. Τότε ήταν στη μόδα τα ιταλικά και τα γαλλικά τραγούδια, Ανταμόν, Αζναβούρ, τα ιταλικά τραγούδια, «Oh mio signore», «A casa d’ Irene», αυτά τα καταπληκτικά ιταλικά τραγούδια. Μας κερνούσαν βερμούτ στα ψηλά και λεπτά εκείνα ποτηράκια της εποχής και ξηρούς καρπούς, φιστίκια και στραγάλια, όχι ακριβούς, απ’ τους φτηνούς. Χορεύαμε, αν μας άρεσε κάποιο αγόρι, παρακαλούσαμε πότε να ‘ρθει, να μας πάρει και στον επόμενο χορό ή να μην τελειώσει ο χορός με το αγόρι αυτό. Για να μας πει την άλλη μέρα το τηλέφωνο, αλλά δεν είχαμε και τηλέφωνο στο σπίτι. Έπρεπε να πάρουμε τα κέρματα, να πάμε από ένα θάλαμο για να πάρουμε τηλέφωνο. Κάπως έτσι ήταν τα χρόνια μας εκείνη την εποχή. Τώρα, μια ακόμα ανάμνηση που μου ‘ρχεται είναι η πενθήμερη σχολική εκδρομή στο τέλος του λυκείου, του εξατάξιου γυμνασίου, τέλος πάντων, που πήγαμε στο γύρο της Πελοποννήσου. Ήμασταν τρεις, οι τρεις φίλες στο ίδιο δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Φτάσαμε κάποια στιγμή στην Ολυμπία, αφού περάσαμε από Δελφούς και τα λοιπά. Είδαμε τους Δελφούς, πρώτη φορά πηγαίναμε και τόσο μεγάλο ταξίδι, δεν είχαμε ξαναπάει. Πήγαμε στους Δελφούς πρώτα, είδαμε τον Ηνίοχο, μας εντυπωσίασε το άγαλμα αυτό, στην Κασταλία πηγή, αλλά δυστυχώς η Πυθία δεν είπε το τι έμελλε να μας συμβεί αργότερα. Φτάσαμε και στην Ολυμπία. Το θέμα είναι ότι όπου πηγαίναμε εμείς, από πίσω ερχόταν και ένα γυμνάσιο αρρένων. Και κάποια αγόρια διάλεξαν εμάς και μας φλέρταραν. Φτάνουμε στην Ολυμπία, πήγαμε –αφού κάναμε τις βόλτες μας– πήγαμε μετά το μεσημέρι και αφού φάγαμε στο δωμάτιο, κάνουμε το μπάνιο μας να ετοιμαστούμε. Εκείνη την ώρα, είπε μια απ’ τις τρεις που ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο: «Κορίτσια, έχω σέικερ, να κάνουμε έναν νεσκαφέ να πιούμε;». Δεν είχαμε όμως ούτε τον καφέ, ούτε τη ζάχαρη. Αλλά μόλις είχαμε λουστεί. Πώς να βγούμε έξω; Κάτω, κόβαν βόλτα οι θαυμαστές μας. Οπότε βγήκαμε στο μπαλκόνι και τους λέμε: «Παιδιά, πάτε να μας αγοράσετε καφέ και ζάχαρη και φέρτε τα στο δωμάτιο. Θα σας κεράσουμε και εσάς καφέ». Με προθυμία δέχτηκαν, περιμένουμε, περιμένουμε, περιμένουμε. Τίποτα. Σε λίγο χτυπάει πόρτα, λέμε: «Επιτέλους ήρθε ο καφές και η ζάχαρη». Χτυπάει η πόρτα, ανοίγουμε και ήταν η διευθύντρια του σχολείου μας μαζί με τη ρεσεψιονίστ. Αυτή που μας συνόδευε στην εκδρομή. Τα αγόρια ήρθαν να φέρουν τον καφέ, η ρεσεψιονίστ λέει: «Πού θα πάτε, αγόρια στο δωμάτιο των κοριτσιών;». Και το είπε, φώναξε τη διευθύντρια και έρχεται εκεί και αρχίζει μια κατσάδα: «Δεν ντρέπεστε, να καλείτε άντρες στα δωμάτιά σας;». Πωπωπω, ήταν πολύ ακραίο πράγμα. Από κει και πέρα η εκδρομή μας η υπόλοιπη ήτανε... Κλαίγαμε... Γιατί έπρεπε, όταν θα φτάναμε εδώ, να το πούμε στους γονείς, να πάνε οι γονείς στο σχολ[00:30:00]είο. Πώς να πεις στους γονείς κάτι τέτοιο; Τα ήθη τότε ήταν πολύ διαφορετικά. Δεν τολμούσαμε να σκεφτούμε τι θα συνέβαινε. Από κει και πέρα, η υπόλοιπη εκδρομή ήταν... Δεν μπορώ να πω. Κλαίγαμε, οι άλλες συμμαθήτριες μάς βλέπανε μετά βδελυγμίας. Ήμασταν μιάσματα πια. Οπότε, μόλις φτάσαμε στο σπίτι, με πολύ δισταγμό, φτάνω στο σπίτι μετά την εκδρομή, άρχισα να κλαίω: «Τι έπαθες;». «Πώς να σας πω τι μου συνέβη;». Αυτό κι αυτό. «Φωνάξαμε κάποια παιδιά μόνο για να μας φέρουν καφέ. Και πρέπει να ‘ρθείτε στο σχολείο την άλλη μέρα». Πήγαν οι γονείς μας στο σχολείο, έγινε μια μαραθώνια συνεδρίαση των καθηγητών για να αποφανθούν. Εμείς όλες στο προαύλιο του σχολείου, έξω στην αυλή, να περιμένουμε. Οι συμμαθήτριες όλες να μας βλέπουν με μισό μάτι, εμείς οι τρεις να είμαστε ζαρωμένες σε μια γωνιά. Χτυπάει το κουδούνι και βγαίνει γυμνασιάρχης για να πει την ετυμηγορία. Μονοήμερη αποβολή, πάλι καλά, μια μέρα μόνο. Οι δυο, αλλά η μία απ’ τις τρεις μας, επειδή είχε δώσει κι άλλη αφορμή, εκείνη πήρε τριήμερη αποβολή. Γι’ αυτό το φοβερό αμάρτημα. Εδώ είναι δηλαδή που λες, ο tempora o mores. Ω καιροί, ω ήθη. Πώς ήταν τα ήθη τότε, η αυστηρότητα, και πώς είναι σήμερα. Τώρα εδώ παρένθεση, αργότερα εγώ, ως καθηγήτρια, που είχαν περάσει και αρκετά χρόνια, δεν τολμούσαμε να κάνουμε εύκολα παρατήρηση στα παιδιά ή, και όταν κάναμε παρατήρηση, είχαμε το φόβο ότι μπορεί να έρθει κάποιος γονιός και να πει: «Γιατί έκανες αυτή την παρατήρηση στο παιδί μου;». Και βέβαια, όταν τιμωρούσαμε κάποιο μαθητή για κάτι, ποτέ δε βγαίναμε να το πούμε δημοσίως στο σχολείο, γιατί αυτό θεωρούνταν διαπόμπευση. Σήμερα, απ’ ό,τι ακούω από συναδέλφους, νεαρότερους τώρα που δουλεύουν στα σχολεία, σήμερα τα πράγματα είναι... Τρέμουν τους μαθητές, τρέμουν και τους γονιούς. Δηλαδή τα πράγματα έχουν εκτραχυνθεί τώρα πια, φτάσαμε στο άλλο άκρο. Αν σε μας υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα, σήμερα υπάρχει μεγάλη χαλαρότητα και το βλέπουμε. Πρόσφατα δεν είδαμε το γεγονός με τον μαθητή που πήγε με φούστα και μόλις ο καθηγητής του ‘κανε την παρατήρηση, έφυγε ο καθηγητής απ’ το σχολείο; Σήμερα φτάσαμε στο άλλο άκρο. Δεν ξέρω τώρα τι άλλο μπορούσαμε να αναφέρουμε.

Β.Χ.:

Οι γονείς σας πώς αντέδρασαν όταν τους ανακοινώσατε αυτό που έγινε στην εκδρομή;

Μ.Σ.:

Με μάλωσαν. Το θεώρησαν ακραίο περιστατικό. «Πώς τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο;». Με μάλωσαν πάρα πολύ. Τώρα θυμήθηκα ακόμα ένα περιστατικό από το σχολείο, επίσης που δείχνει το πνεύμα εκείνης της εποχής. Μιλάμε τώρα πριν πενήντα χρόνια και, ας πούμε, πριν πενήντα τρία χρόνια, τόσο. Τη δεκαετία του '60. Δηλαδή, θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό που ήταν όταν ήμουν δευτέρα γυμνασίου, πάλι συνέβη. Δηλαδή το '67. Λοιπόν, παρατήρησα στη γραμμή που κάναμε κάθε πρωί προσευχή, ένα κορίτσι, συμμαθήτριά μας, ένα ήσυχο κοριτσάκι, ένα κοντό, ήσυχο, όχι ιδιαίτερα καλή μαθήτρια, αλλά ούτε και κακή. Έλεγε μάθημα, αλλά ήταν πολύ χαμηλών τόνων. Τη μια μέρα, είδα ότι όταν κάνουμε «άγιος ο Θεός» και μετά «δι’ ευχών», την προσευχή, δεν έκανε το σταυρό της όπως εμείς. Στην αρχή το θεώρησα ότι αφαιρέθηκε και τα λοιπά. Την πρόσεξα και την άλλη, και την παράλλη μέρα, λέω: «Tι γίνεται μ’ αυτό το κορίτσι;», αλλά δεν πήγε το μυαλό μου πουθενά. Μια μέρα που είχαμε ένα μάθημα θρησκευτικών, στο μάθημα των θρησκευτικών είχαμε μια θεολόγο που ήταν λίγο, έτσι, αυστηρή. Κάτι είπε και αυτή η μαθήτρια, Χρυσάνθη τη λέγανε, σήκωσε το χέρι και είπε: «Δεν είναι έτσι», είχανε μια διάσταση απόψεων στο θέμα της Αγίας Τριάδας. Σχετικά με την Αγία Τριάδα. Και κατάλαβα, μάλλον το είπε και η καθηγήτρια, η θεολόγος, ότι η συμμαθήτριά μας αυτή ήταν μάρτυς του Ιεχωβά. Κατά τα άλλα, όμως– Εμείς, βέβαια, πηγαίναμε κατηχητικό τότε, ανελλιπώς. Κάθε Κυριακή, πηγαίναμε στο κατηχητικό. Στο κατηχητικό μάς λέγανε: «Προσοχή, θα φοβάστε τους μάρτυρες του Ιεχωβά, γιατί είναι αιρετικοί και προσπαθούν να κάνουν προσηλυτισμό». Η κοπέλα αυτή ποτέ δεν προσπάθησε να μας κάνει προσηλυτισμό. Δεν πέρασε μία μέρα, ύστερα από κάνα-δυο μέρες, και ενώ κάναμε μία-δυο ώρες μάθημα, μετά βγήκαμε για διάλειμμα και περνάει η ώρα και βλέπουμε ότι το διάλειμμα παρατείνεται, παρατείνεται. Αρχίσαμε όλες –όχι ότι δε μας άρεσε, μας άρεσε βέβαια το γεγονός–, αρχίσαμε όλες να αναρωτιόμαστε, θηλέων ήταν το σχολείο: «Τι γίνεται;». Ρωτάμε τον επιστάτη: «Τι γίνεται;». Λέει: «Συνεδριάζουν οι καθηγητές για μια μάρτυρα του Ιεχωβά». Μόλις το είπε αυτό κατάλαβα ότι επρόκειτο για αυτή την συμμαθήτριά μας, τη Χρυσάνθη. Περιμέναμε, περιμέναμε. Πέρασαν δύο-τρεις ώρες. Την ώρα που ήταν να σχολάσουμε, χτυπάει το κουδούνι και μας λένε: «Μην πάτε στις αίθουσες, παραμείνετε στις γραμμές». Και βγαίνουν όλοι οι καθηγητές με ένα ύφος, έτσι, σκεπτικό και η γυμνασιάρχης, μια κοντόχοντρη, σαν να τη θυμάμαι τώρα, να τη βλέπω τώρα. Με έναν φάκελο και μας λέει: «Ο σύλλογος των καθηγητών, αφού συνεδρίασε επί τόσες ώρες και έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά της μαθήτριας, Χρυσάνθης», δεν θυμάμαι το επίθετό της, «αποφάσισε–». Ακούστε. «Να την– Επειδή η ιδία δε συμμορφώθηκε, επιμένει στο δόγμα που πιστεύει ως μάρτυρας του Ιεχωβά, αποφάσισε να αποβληθεί διαπαντός από όλα τα σχολεία του νομού». Το φαντάζεστε αυτό; Να αποβληθεί από όλα τα σχολεία του νομού, γιατί ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Γιατί δεν πίστευε σε αυτό που εμείς πιστεύουμε. Τον χριστιανισμό, λέει, τον έβλεπε από την άποψη της αίρεσης αυτής, του δόγματος αυτού. Δηλαδή, για λόγους θρησκευτικούς, έδιωξαν τη μαθήτρια από το σχολείο αυτοί, χωρίς να σκεφτούν ποιο το μέλλον. Και ήταν μια μαθήτρια που θα μπορούσε να προοδεύσει. Ποιο θα είναι το μέλλον της κοπέλας αυτής; Της στερούν την μόρφωση και όλοι μέσα μας τότε σκεφτήκαμε, γιατί μαθαίνουμε και στην ιστορία, ότι ακόμη απ’ την εποχή του Βυζαντίου, υπήρξε το διάταγμα των Μεδιολάνων που ήταν υπέρ της ανεξιθρησκίας. Και όλοι μετά, επειδή κάτι ξέραμε και διαβάζαμε, είχαμε γνώσεις, ότι πολύ παλιά καταδιώκονταν οι άνθρωποι για τις ιδέες τους. Δηλαδή κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τιούρινγκ, αυτός που αποκρυπτογράφησε τον κωδικό «Αίνιγμα» και πρόσφερε πολλά στην ανθρωπότητα και ήταν αυτός που βρήκε τους υπολογιστές, επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, τότε τον ανάγκασαν να φάει ένα δηλητηριασμένο μήλο και να προβεί, έτσι, να το φέρουν σαν αυτοκτονία, ενώ ουσιαστικά τον δηλητηρίασαν. Αλλά αυτές ήταν πιο μακρινές οι εποχές. Την εποχή εκείνη, να διώκεται κάποιος για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις; Δεν θα ξεχάσω την αντίδραση μας, όλες: «Α, είναι δυνατόν; Να διώκεται έτσι το κορίτσι αυτό;». Και δεν θα ξεχάσω, μπήκαμε μέσα να πάρουμε τις τσάντες για να φύγουμε, μπήκε κι αυτή και παρόλο που ήταν μια κοντούλα, σήκωσε το ανάστημά της –ποτέ δεν την είδα τόσο ψηλή–, πήρε την τσάντα, μας χαιρέτησε με ένα νεύμα, με μια περηφάνια, και έφυγε. Δεν ήξερα για πολλά χρόνια τι απέγινε και, όταν έγραφα αυτή την ιστορία στο βιβλίο μου, ρώτησα πολλές συμμαθήτριές μου. Έτσι, τις πήρα τηλέφωνο και λέω: «Πέστε μου, ξέρει καμιά τι απέγινε η Χρυσάνθη;». Και όλες μου είπαν– Και κάποιες που ήξερα μου είπαν: «Ευτυχώς, άλλαξε νομό, έφυγαν από το νομό Σερρών οι γονείς της», άλλαξαν νόμο, ήρθαν στο νομό Θεσσαλονίκης και γράφτηκε σε άλλο σχολείο, συνέχισε, τελείωσε το σχολείο, και μετά άνοιξε μια μπουτίκ, και πουλούσε ρούχα και διόρθωνε κιόλας, τέλος πάντων. Εντάξει, η κοπέλα παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Αλλά είναι πράγμα πολύ ακραίο. Για σήμερα, βέβαια, το ακούει κάποιος και πιθανόν να πει: «Μα είναι δυνατόν να συνέβαινε αυτό το πράγμα;». Έτσι ήταν η ζωή μας τότε. Είχαμε ακραίες απόψεις, αλλά ήταν όλες σεβαστές, γιατί τα αποδεχόμασταν. Ήταν, τα ήθη και έθιμα της εποχής. Δηλαδή, οι κοπέλες όταν είχαν μια σχέση για ένα μικρό διάστημα, έπρεπε να επισημοποιηθεί. Δεν νοούνταν σαν να συζήσει το ζευγάρι πριν το γάμο. Δεν νοούνταν να υπάρχουν προγαμιαίες σχέσεις. Ήταν άλλες οι εποχές. Δεν ξέρω αν ήταν και τόσο κακές. Τώρα που τα σκέφτομαι, και επαναλαμβάνω ότι με το πέρασμα του χρόνου, ακόμη και τα κακά αμβλύνονται. Λειαίνονται οι γωνίες και τα βλέπεις καλύτερα. Δεν περάσαμε και άσχημα. Ίσα-ίσα, που όταν βρισκόμαστε, έτσι, με παλιές συμμαθήτριες, αναπολούμε αυτή τη ζωή και λέμε: «Μα τι όμορφα ήταν τα χρόνια που περνούσαμε τότε».

Β.Χ.:

Μου είπατε ότι μπαίνατε στη διαδικασία να αντιγράψετε πολλές φορές.

Μ.Σ.:

Ναι, ναι, ναι. Βέβαια.

Β.Χ.:

Δεν νιώθατε άγχος; Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όταν το κάνατε αυτό;

Μ.Σ.:

Φόβος. Βεβαίως. Και άγχος και φόβος, αλλά προκειμένου να είμαι σίγουρη ότι γράφω καλά, ότι δεν θα έχω[00:40:00] επιπτώσεις, το ριψοκινδύνευα. Τότε, να πω και το εξής, ήταν πολύ εύκολο να μείνεις στην ίδια τάξη. Καταρχήν, σήμερα ξέρουμε, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από τα χρόνια των παιδιών μου ακόμη, στο δημοτικό, κανένας δεν έμενε στάσιμος. Είτε είχε μαθησιακές δυσκολίες είτε όχι, μόνο με τη σύμφωνη γνώμη γονέων και δασκάλων το παιδί μπορούσε να επαναλάβει την τάξη αν συμφωνούσαν και οι γονείς. Τότε, τα παιδιά έμεναν πάρα πολύ εύκολα στην ίδια τάξη. Εγώ δεν θα ξεχάσω, είχα συμμαθητές στο δημοτικό που τους έβρισκα και τους άφηνα. Και μάλιστα καμιά φορά τώρα όταν πάω στο χωριό και βρισκόμαστε: «Γεια σου, συμμαθητή μου», λέω σε κάποιον. Και μου λέει: «Ήμασταν συμμαθητές, αλλά εγώ είμαι και τρία χρόνια μεγαλύτερός σου». Φαντάσου. Στο γυμνάσιο, αν δεν πήγαινες καλά σε ένα μάθημα, έμενες ανεξεταστέος. Έτσι λεγόταν και το ‘δινες το Σεπτέμβριο. Το βλέπουμε και στις ελληνικές ταινίες με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο και τα λοιπά. Αν έμενες, δηλαδή αν δεν πήγαινες καλά στα μαθηματικά και δεν έπαιρνες το 10, τη βάση, έμενες ανεξεταστέος στα μαθηματικά. Αν δεν πήγαινες καλά και στα αρχαία... Με δύο κύρια μαθήματα, έμενες στάσιμος. Μπορούσες, δηλαδή, ανεξεταστέος να είσαι ένα κύριο και ένα δευτερεύον. Ας πούμε ιστορία, θρησκευτικά. Αλλά αν είχες αρχαία και μαθηματικά, στάσιμος. Και επαναλάμβανες την τάξη. Και βέβαια, κανείς δεν θα ήθελε να επαναλάβει την τάξη. Οπότε, στα μαθήματα που δυσκολευόμουν, όπως ήταν τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία, που δεν τα πήγαινα και πάρα πολύ καλά –βέβαια, δεν είχα ποτέ κάτω απ’ τη βάση–, αλλά από το φόβο, των Ιουδαίων, μην τυχόν και πάρω κάποιο βαθμό κάτω απ’ τη βάση, οπότε κατέφευγα και σε αυτή τη λύση. Διάβαζα, αλλά θα τα γράψω καλά; Ας έχω και κάτι στα πόδια μου. Να δω, ήταν η δικλείδα ασφαλείας. Τώρα, στα αρχαία; Στα αρχαία ήμουν μαθήτρια του 20. Δεν είχα φόβο, μου άρεσαν τα αρχαία, τα ελληνικά, νέα ελληνικά και τα λοιπά. Σε αυτά ήμουν καλή. Στην ιστορία επίσης ήμουν καλή μαθήτρια. Στην ιστορία είναι και θέμα παπαγαλίας. Αν το παπαγαλίσεις το μάθημα, αν το μάθεις καλά, το λες. Έτσι και στο πανεπιστήμιο, όταν έδωσα εξετάσεις για τις εισαγωγικές, γιατί τότε τις λέγαμε εισαγωγικές. Τις εξετάσεις τότε για το πανεπιστήμιο τις λέγαμε εισαγωγικές εξετάσεις, όχι πανελλαδικές ή Πανελλήνιες, όπως τώρα. Και τότε οι εξετάσεις γίνονταν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη μόνο. Ήταν τα εξεταστικά κέντρα. Εγώ για Φιλοσοφική, ας πούμε, που έδινα, δίναμε σε τέσσερα μαθήματα, αρχαία, νέα, έκθεση δηλαδή, ιστορία και λατινικά. Τα αρχαία ελληνικά τότε ήταν ένα πέλαγος. Είχαμε όλους τους αρχαίους συγγραφείς, ρήτορες και τα λοιπά. Και το σπουδαιότερο; Το κείμενο μάς το δίναν με υπαγόρευση. Καθ’ υπαγόρευση. Αυτό είχε φοβερή δυσκολία. Άκουγες το «ι», ας πούμε, ένα «ι». Τι είναι αυτό το «ι»; Με «οι»; Άρθρο αρσενικού; Με «η»; Άρθρο θηλυκού; «Οι», δασεία και οξεία, το αναφορικό «ι»; «Η» το διαζευκτικό; Δεν μπορούσες να ξέρεις τι «ι» είναι αυτό. Έπρεπε να το βγάλεις απ’ τα συμφραζόμενα. Δηλαδή το κείμενο, άγνωστο κείμενο, καθ’ υπαγόρευση, να το μεταφράσεις και να απαντήσεις. Το ίδιο γινόταν και στα λατινικά. Το κείμενο καθ’ υπαγόρευση. Βέβαια, στα λατινικά, επειδή ό,τι ακούς το γράφεις, ήταν πιο εύκολη η υπαγόρευση εκεί, αλλά και εκεί έπρεπε –άγνωστο κείμενο στα λατινικά– να το μεταφράσεις και να απαντήσεις σε διάφορες ερωτήσεις. Η ιστορία, δεν ήταν όπως είναι τώρα μια περίοδος χρονική που τη μαθαίνεις παπαγαλία και μάλιστα την άλλη μέρα λένε στις τηλεοράσεις: «Η σωστή απάντηση ήταν από τη σελίδα δεκαπέντε έως τη σελίδα δεκαέξι». Τότε είχαμε την αρχαία ελληνική ιστορία με όλους τους αρχαίους λαούς, τη βυζαντινή, τη νεότερη ιστορία, δηλαδή, ένα πέλαγος. Εκεί, όμως, ήταν θέμα μελέτης. Όταν τα διάβαζες καλά, έγραφες. Και βέβαια δίναμε εξετάσεις Σεπτέμβριο που σημαίνει ότι όλο το καλοκαίρι διαβάζαμε πάρα πολύ. Δεν θα ξεχάσω εκείνο το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι του '71. Τότε μπήκα στο πανεπιστήμιο. Με το που τελειώσαμε το σχολείο και πήραμε το απολυτήριο, όλο τον Ιούλιο και όλο τον Αύγουστο δεν σήκωσα κεφάλι. Διάβαζα τα τέσσερα αυτά μαθήματα, πήγαινα και στο φροντιστήριο, όλη μέρα διάβασμα, όλη νύχτα διάβασμα. Μέχρι και αρχές Σεπτεμβρίου που δίναμε εξετάσεις και τα αποτελέσματα έβγαιναν 28 Οκτωβρίου. Εκείνη την εποχή, στο τέλος Οκτωβρίου. Και βέβαια, τα αποτελέσματα πώς τα μαθαίναμε τότε; Από τις εφημερίδες. Παίρναμε, σηκωνόμασταν πρωί-πρωί εκείνη τη μέρα που έλεγαν, έλεγε ας πούμε το ραδιόφωνο: «Θα βγουν αύριο τα αποτελέσματα». Ήδη είχε βγει και η τηλεόραση. Το '71 είχαμε και τηλεοράσεις. Η τηλεόραση: «Αύριο βγαίνουν τα αποτελέσματα» και τρέχαμε να πάρουμε την εφημερίδα πρωί-πρωί. Δεν θα ξεχάσω, η μαμά μου νύχτα είχε σηκωθεί, 05:00 η ώρα, κρυφά-κρυφά βγήκε απ’ το σπίτι, να πάει να φέρει την εφημερίδα, να τη διαβάσει πρώτη, κι αν τυχόν δεν έχω περάσει, να με προετοιμάσει κατάλληλα, η αιώνια μάνα. Ευτυχώς πέρασα με την πρώτη χρονιά. Αν δεν περνούσα, βέβαια, έπρεπε να ξαναδώσω την επόμενη. Ξανά καινούργιο διάβασμα. Όχι, εγώ το είχα πάρει πολύ πατριωτικά. Είπα: «Θα περάσω, θέλω να γίνω καθηγήτρια». Το είχα δηλώσει. Και πέρασα στις εξετάσεις και είχα πάρει μάλιστα και καλό βαθμό και πέρασα και με καλή σειρά. Τα πήγα καλά. Δεν δυσκολεύτηκα στη ζωή μου. Όπως εξήγησα, πέρασα στο πανεπιστήμιο, το τελείωσα κανονικά. Στα τέσσερα χρόνια. Διορίστηκα κανονικά. Εντάξει. Και μάλιστα, είχα ένα διορισμό πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη, στα Γιαννιτσά, για τρία χρόνια. Μετά γύρισα, ήρθα στη Θεσσαλονίκη με μετάθεση. Και όλα μου τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη.

Β.Χ.:

Μου είπατε προηγουμένως ότι στην τάξη ήσασταν τριάντα πέντε με σαράντα μαθητές.

Μ.Σ.:

Βέβαια, πολλοί.

Β.Χ.:

Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να διεξαχθεί ένα μάθημα;

Μ.Σ.:

Υπήρχε μεγάλη πειθαρχία. Φοβόμασταν. Δεν μιλούσαμε κι αν μιλούσε κάποιος, τον έβγαζαν έξω. Οπότε γινόταν το μάθημα μια χαρά. Τρεις-τρεις καθόμασταν. Δεν τολμούσαμε να κάνουμε κιχ. Κι αν έκανε κανένας έβγαινε κατευθείαν έξω. Και έπαιρνε και απουσία. Και βέβαια με τις απουσίες μπορούσες να μείνεις κιόλας. Να χάσεις χρονιά. Γινότανε. Οι καθηγητές ήταν αυστηροί, δεν μας φώναζαν πότε με τα μικρά ονόματα. Πάντα με το επίθετο. Υπήρχε δηλαδή, κρατούσαν, αυτό που λέμε, μια απόσταση. Τα πρώτα χρόνια κι εγώ, όταν έγινα καθηγήτρια, και έχοντας ως πρότυπο τους δικούς μου καθηγητές, κι εγώ έτσι, με τα επίθετα. Αλλά μετά ήδη τα χρόνια περνούσαν, άρχισε η προσέγγιση, ήμουν και πολύ νέα, βέβαια, και άρχισα μετά τα παιδιά, για να τα φέρω και πιο κοντά μου, με τα μικρά τους ονόματα. Αλλά εκείνη την εποχή, εγώ δε θυμάμαι σαν μαθήτρια ποτέ κανένας καθηγητής να με φώναξε με το μικρό μου όνομα. Όλοι με το επίθετο. Αλλά υπήρχε η πειθαρχία, υπήρχε ο φόβος, ο σεβασμός. Έτσι μεγαλώσαμε, με τον σεβασμό. Σεβόμασταν τους μεγαλύτερους, σεβόμασταν το νονό και την νουνά. Όταν τους βλέπαμε, πηγαίναμε και τους φιλούσαμε το χέρι. Όταν βλέπαμε ως παιδιά τον παπά, πηγαίναμε και του φιλούσαμε το χέρι. Ποιος το κάνει σήμερα αυτό; Σήμερα, μπαίνεις στο λεωφορείο και δεν θα δεις κανένα παιδί που κάθεται να σηκώνεται για να δώσει τη θέση στον μεγαλύτερο. Εμείς τότε στο λεωφορείο; Δεν διανοούμασταν να καθίσουμε και να στέκεται ένας έστω και λίγο μεγαλύτερος από μας. Θα σηκωνόμασταν να του προσφέρουμε τη θέση. Είχαμε γαλουχηθεί από τα σπίτια μας να σεβόμαστε τον συνάνθρωπο, να κάνουμε την καλή πράξη που μπορούσαμε να κάνουμε, να σεβόμαστε τους μεγαλύτερους, να σεβόμαστε τους καθηγητές. Τους σεβόμασταν. Μπορεί να ήταν και ο φόβος, αλλά ήταν και ο σεβασμός. Γιατί με αυτά τα ιδανικά είχαμε μεγαλώσει.

Β.Χ.:

Νιώσατε ποτέ αδικημένη στη σχολική τάξη;

Μ.Σ.:

Βεβαίως. Δεν θυμάμαι συγκεκριμένα περιστατικά, αλλά ένιωσα κάποιες φορές, ναι. Θυμάμαι ότι κάποιες φορές που έπαιρνα– Κάθε τρίμηνο μάς δίναν τους βαθμούς. Ή που γράφαμε διαγώνισμα και μετά ο καθηγητής, όταν έφερνε τις κόλλες, δεν μας τις έδινε. Ή δεν έφερνε τις κόλλες. Απ’ τον κατάλογό του φώναζε: «Χατζηελευθερίου, 12». Κι έλεγα: «Γιατί 12;». Μια φορά μάλιστα, σε μια καθηγήτρια που μου ‘βαλε, έτσι, έναν χαμηλό βαθμό στο διαγώνισμα και ήξερα ότι είχα γράψει καλά, σηκώθηκα και της είπα– Πού βρήκα και το θάρρος; Ήμουν γενικά ντροπαλό παιδάκι. Αλλά: «Νομίζω ότι έγραψα καλά, γιατί μου βάλατε 12;». Ήταν μια καινούργια καθηγήτρια, μόλις είχε έρθει. Καινούργια στο σχολείο, πρώτη φορά δίδασκε. Και έβαλε τα κλάματα. Και τη λυπήθηκα! Τη λυπήθηκα και μετά της ζήτησα συγγνώμη! Φαντάσου. Ήμουν, όμως, σίγουρη ότι είχα γράψει καλύτερα. Ένιωσα αδικημένη. Και έβαλε τα κλάματα όταν της το είπα αυτό το πράγμα. Ναι, ένιωσα αδικημένη κάποιες φορές. Για βαθμό που πήρα μικρότερο ή όταν παίρναμε τον έλεγχο και έβλεπα ότι σε κάποια μαθήματα περίμενα κάτι περισσότερο. Τώρα, καλώς ή κακώς, έτσι πίστευα. Ότι έπρεπε να πάρω κάτι καλύτερο. Συμβαίνουν αυτά. Κανένας δεν είναι αλάνθαστος. Και οι καθηγητές άνθρωποι είναι και κάνουν κι αυτοί λάθη.

Β.Χ.:

Θα ήθελα, επίσης, να σταθούμε στο γεγονός ότι στο γυμνάσιο μου είπατε ότι μένατε στο σ[00:50:00]πίτι της θεία σας.

Μ.Σ.:

Ναι, ναι.

Β.Χ.:

Πώς ήταν για ένα παιδί ουσιαστικά, να μένει μακριά από τους γονείς;

Μ.Σ.:

Ναι. Δεν μου άρεσε, δεν μου άρεσε αυτό. Παρόλο που η θεία μου ήταν σαν μάνα μου και είχε και μια κόρη που ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερή μου και με βοηθούσε κιόλας στα μαθήματα. Σαββατοκύριακα πήγαινα στο χωριό και τη Δευτέρα το πρωί που ήταν να φύγω... Αχ, όταν ξυπνούσα και έλεγα: «Είμαι στο χωριό ακόμα, αλλά πρέπει να φύγω απ’ τη μαμά και το μπαμπά...». Μου κακοφαινότανε αυτό. Και πολύ χάρηκα όταν μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη και έμενα με τους γονείς. Ναι, το παιδί δύσκολα αποχωρίζεται τους γονείς. Παρόλο που εκεί με είχαν σαν παιδί τους η θεία και ο θείος. Δίπλα στο χωριό μας ήταν ένα άλλο χωριό, 5 χιλιόμετρα απόσταση που είχε ένα σχολείο ιδιωτικό και πολλά παιδιά πήγαιναν απ’ το χωριό, πήγαιναν εκεί. Με τα πόδια, βέβαια, γιατί δεν είχαν την πολυτέλεια να πληρώνουν το εισιτήριο για το λεωφορείο. Με τα πόδια πήγαιναν, με τα πόδια γύριζαν, γιατί πλήρωναν οι γονείς το ιδιωτικό. Εμένα ο πατέρας μου, επειδή ήταν πολύ υπέρ της μόρφωσης, ήθελε να με στείλει σε καλύτερο σχολείο, για να πηγαίνω και αγγλικά στο φροντιστήριο. Και ενώ ήθελα εγώ να είμαι με τους άλλους, να πηγαίνουμε αυτή τη βόλτα, έτσι, τον χαβαλέ με τα πόδια, ήταν ανένδοτος: «Όχι, θα πας στη θεία στις Σέρρες, γιατί έχει καλύτερες συνθήκες εκεί, είναι καλύτερο σχολείο στην πόλη και θα πηγαίνεις και αγγλικά». Και πραγματικά, δεν έβλεπα την ώρα να ‘ρθεί Σαββατοκύριακο για να πάω στο χωριό με τους γονείς και Δευτέρα πρωί, όταν έφευγα, στεναχωριόμουν και περίμενα πότε θα ‘ρθεί το Σάββατο. Για να ξαναφύγω... Ναι, στοιχίζει στο παιδί αυτό. Το να αποχωριστεί τους γονείς. Το θυμάμαι, έτσι... Μου στοίχιζε κι εμένα αυτό το πράγμα. Δεν μου άρεσε. Το υπέμενα τέσσερα χρόνια. Μετά... Επίσης, την εποχή εκείνη, να πω και κάτι ακόμα που μου ήρθε τώρα στο μυαλό επίσης, ότι πηγαίναμε και κατασκήνωση. Μας άρεσε και ήθελα πάρα πολύ να πάω κατασκήνωση. Και σαν κατασκηνώτρια και σαν ομαδάρχισσα. Πήγα σαν ομαδάρχισσα μια φορά και μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί, ήμουν σαν η δασκάλα στα παιδιά. Τρίτη γυμνασίου πήγαινα, κι όμως, μου άρεσε πάρα πολύ η κατασκήνωση. Και μετά, μια άλλη χρονιά, με έστειλε η μαμά μου –πιο μπροστά, στη δευτέρα γυμνασίου– σε μια κατασκήνωση που ήταν του κατηχητικού. Αυτή η κατασκήνωση, στη Σκοτίνα Πιερίας, ήταν πάρα πολύ αυστηρή κατασκήνωση. Είχε όλα τα πρωτόκολλα αυτά του κατηχητικού. Ξυπνούσαμε στις 07:00 το πρωί, κατευθείαν έπρεπε να τρέξουμε να βάλουμε φόρεμα. Ποτέ παντελόνι. Άσε που δε φορούσαμε τότε παντελόνι, δεν επιτρεπόταν, ήταν μόνο για τα αγόρια. Ήταν μια κατασκήνωση μόνο κορίτσια. Φορούσαμε ένα φόρεμα, τρέχαμε για να κάνουμε κάποιες ασκήσεις, έτσι, να τεντωθούμε. Και μετά, αφού κάναμε την τουαλέτα μας, τέλος πάντων, πηγαίναμε για πρωινό. Το πρόγραμμα. Πριν, όμως, πάρουμε το πρωινό, έπρεπε να κάνουμε την προσευχή και να γίνει και το πρώτο κήρυγμα της ημέρας. Κανένα τεταρτάκι. Μετά, τρώγαμε πρωινό. Εκεί ήταν, ό,τι σου δίνανε, έπρεπε να το φας. Εγώ γάλα δεν είχα πιει στη ζωή μου. Μου δίνανε να πιώ το γάλα. Το είπα στην ομαδάρχισσά μας: «Εγώ δεν μπορώ να πιώ γάλα, δεν έχω πιει στη ζωή μου γάλα». «Όχι, εδώ τρώμε ό,τι μας δίνουν. Είναι άσκηση αυτοπειθαρχίας». Θεέ μου, δεν θα ξεχάσω, την πρώτη μέρα δεν μπορούσα με τίποτα. Καθόταν εκεί ως το μεσημέρι. Κάποια στιγμή της είπα: «Θα κάνω εμετό. Με το ζόρι;». Και μου ‘κλεισε τη μύτη με το χέρι της και μου δίνε να πιώ το γάλα. Απ’ την άλλη μέρα, όμως, το τακτοποιήσαμε αυτό. Μία άλλη φίλη μου, δίπλα, δεν έτρωγε ελιές εκείνη. Και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή νηστεύαμε και μας δίναν τις ελιές. Και μου είπε: «Θα παίρνω εγώ το γάλα σου, αλλά εσύ θα παίρνεις τις ελιές». Και έτσι, έπινε αυτή το γάλα μου και άφηνε κρυφά-κρυφά το άδειο ποτήρι σε μένα και εγώ έτρωγα Τετάρτη και Παρασκευή τις ελιές της και άφηνα τα κουκούτσια στο πιάτο της και έτσι κάπως τα βρήκαμε. Ναι. Μετά το μεσημέρι, το απόγευμα, ξανά μαζευόμασταν για άλλη κατήχηση. Κάποια στιγμή, μας έφερναν παπά να μας εξομολογήσει. Ήταν πολύ αυστηρή αυτή η κατασκήνωση. Αλλά η μητέρα μου πίστευε ότι έπρεπε να διαμορφωθεί έτσι κατάλληλα ο χαρακτήρας μου με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Να σου πω, δεν μας έκανε κακό το κατηχητικό. Αντιθέτως. Πήγαινα σε όλα μου τα χρόνια του γυμνασίου μέχρι τα 18 μου στο κατηχητικό. Αντιθέτως, τις αρχές που πήραμε από το σπίτι τις εμπεδώσαμε ακόμα περισσότερο, γιατί δε μας λέγαν και άσχημα πράγματα. Να γίνουμε σωστοί άνθρωποι, να σεβόμαστε, να μην κλέβουμε, να μην κάνουμε το κακό, να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας. Ήταν πάρα πολύ ωραία όλα τα μηνύματα. Μακάρι να συνεχίζουν τα παιδιά να πηγαίνουν στο κατηχητικό. Είχαμε το ανοιχτό μυαλό. Δε γίναμε καλόγριες. Είχαμε το ανοιχτό μυαλό. Ήμασταν σε όλα μέσα. Αλλά και οι αρχές που πήραμε δε μας βγήκαν σε κακό. Αντιθέτως.

Β.Χ.:

Όσον αφορά την περίοδο της Δικτατορίας που μου είπατε...

Μ.Σ.:

Ναι, ναι.

Β.Χ.:

Εσείς πώς το βιώνατε σαν παιδί;

Μ.Σ.:

Δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίναμε και πολλά. ‘Ντάξει, υπήρχαν οι απαγορεύσεις. Πιο πολύ, ήξερα ότι υπήρχαν κάποιες οικογένειες που οι γονείς τους– Ήξερα, ας πούμε, μια οικογένεια στο χωριό που ο μπαμπάς της φίλης μου αυτής είχε πάει εξορία. Επειδή ήταν πρώην αριστερός και στα βουνά και τα λοιπά, τον είχαν στείλει εξορία. Αυτό το κορίτσι δεν περνούσαν καλά, όντως. Δηλαδή, στερήθηκαν και το φαγητό. Γιατί ο μπαμπάς δε δούλευε, η μητέρα ό,τι έκανε –τότε γεννούσαν και πολλά παιδιά, είχαν και πολλά παιδιά– και θυμάμαι πολλές φορές με έστελνε η μαμά μου να τους πάω κάποια πράγματα. Γιατί εμείς στο χωριό είχαμε και παντοπωλείο. Και μου ‘δινε από το παντοπωλείο και τους πήγαινα κάποια πράγματα. Δηλαδή, κάποιες οικογένειες που είχαν, έτσι, ένα παρελθόν αριστερό και όλοι ήταν φακελωμένοι τότε εκείνη την εποχή, κάποιους τέτοιους τους έβαζαν να γράψουν δήλωση μετανοίας. Ότι αποκηρύσσεις τις ιδέες σου. Όσοι δεν τις αποκήρυσσαν... Τώρα εμείς, ως παιδιά, δεν πολυκαταλαβαίναμε. Να, αυτό ήταν το περιστατικό. Εντάξει. Ξέραμε, δεν θα τραγουδήσουμε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Παντού ήταν γραμμένο «Ζήτω η επανάσταση». Κάθε πρωί, κάθε πρωί, γινόταν κι ένα– Από το σχολείο, μετά την προσευχή, στα χρόνια της δικτατορίας, μας διάβαζαν και κάτι για να μας κάνουν το φρόνημά μας περί την– Για τα ιδανικά της επανάστασης. Αυτό γινόταν. Ναι, τώρα θυμάμαι ότι γινόταν. Επίσης, πολύ συχνά, τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, έπρεπε η πόδια μας να μην είναι μίνι. Να είναι μακριά, κάτω απ’ το γόνατο και πολλές φορές, καθώς ανεβαίναμε, μετά την προσευχή, οι καθηγήτριες παρατηρούσαν το μήκος της ποδιάς. Φορούσαμε και την κορδέλα, να μην έχουμε φράντζες. Βέβαια, μόλις βγαίναμε από το σχολείο, το πρώτο που κάναμε ήταν να δέσουμε τη ζώνη στη μέση, να ανεβάσουμε την πόδια να γίνει μίνι, να πετάξουμε και την κορδέλα από το κεφάλι και να κατεβάσουμε τις αφέλειες. Ναι, υπήρχε αυτή η αυστηρότητα στα χρόνια της... Επειδή εγώ τελείωσα το σχολείο και μέχρι και το πανεπιστήμιο σχεδόν, μέχρι το '74. Εγώ τελείωσα το '75 το πανεπιστήμιο. Μέχρι το '74 ήταν τα χρόνια της Χούντας. Στο πανεπιστήμιο υπήρχε βέβαια... Ούτε συνελεύσεις, ούτε εκλογές, τέτοια πράγματα ήταν άγνωστα. Ούτε να μουτζουρώνουν –ελεύθερη διακίνηση ιδεών που το λένε τώρα–, να μουτζουρώνουν και τα λοιπά. Υπήρχε τάξη, υπήρχε καθαριότητα στο πανεπιστήμιο. Την τελευταία χρόνια που ήμουν, το '75, αμέσως μετά που σταμάτησε η δικτατορία και είχαμε τη δημοκρατία, από κει και πέρα, βέβαια, άρχισαν οι συνελεύσεις, άρχισαν οι πορείες, άρχισαν αυτά. Δεν μπορώ να πω ότι είναι όμορφη η κατάσταση των πανεπιστημίων μας τώρα που βλέπουμε. Αυτό δεν είναι, δηλαδή, αυτό που βλέπουμε. Να έχουμε, να είναι μουτζουρωμένοι όλοι οι τοίχοι με συνθήματα. Να γίνονται αυτά που γίνονται, να γίνονται καταλήψεις και τα λοιπά σήμερα, δεν είναι αυτό δημοκρατία, νομίζω. Φτάσαμε στο άλλο άκρο. Και δυστυχώς, βλέπω ότι κάποιοι τα δέχονται αυτά. Επειδή τα παιδιά μου έκαναν σπουδές και έξω... Έξω, όταν βγαίνεις, κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει το πανεπιστήμιο. Μια φορά, πήγα με μια φίλη μου εκδρομή στην Αγγλία και περάσαμε και απ’ το Κέμπριτζ. Και λέμε: «Ας μπούμε μέσα να δούμε πώς είναι αυτό το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ». Μπήκαμε μέσα, δεν προλάβαμε να μπούμε μέσα. Έρχεται μια φύλακας: «Τι θέλετε εδώ;». Λέμε: «Ήρθαμε να δούμε το πανεπιστήμιο». «Out, out!». Σαν να ήμασταν... Μας έβγαλε έξω. Δηλαδή, δεν τολμάς να μπεις στα ξένα πανεπιστήμια. Εδώ στο δικό μας, ναρκωτικά, εμπόριο, φοβάσαι να το διασχίσεις. Δυστυχώς, είμαστε στο άλλο άκρο.

Β.Χ.:

Σχετικά με το περιστατικό με τα κόκκινα παπούτσια σας...

Μ.Σ.:

Ναι, ναι, αυτό ήταν–

Β.Χ.:

Το ανακοινώσατε στους γονείς σας;

Μ.Σ.:

Βεβαίως, το είπα. Οι γονείς μου, προσπάθησαν να μου πουν: «Μη δίνεις σημασία, δεν πειράζει, δεν φταίει το κοριτσάκι. Είναι φίλη σου». Τι να μου εξηγήσουν; Ήμουν μικρή. Τι να μου πούνε; Ότι με θεώρησαν κομμουνίστρια, γιατί φορούσα τα κόκκινα παπούτσια, ας πούμε; Μου είπαν: «Έχει πρόβλημα ο μπαμπάς». Και όντως υπήρχαν τέτοια. Εκείνος ο φανατισμός της εποχής, κάποιους τους έκανε. Και ήταν τότε κοντά δηλαδή, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60. Ήταν κοντά με τον Εμφύλιο, που τελείωσε '49. Όλη η δεκαετία του '50 και τα πρώτα χρόνια της δεκα[01:00:00]ετίας του '60, μέχρι το '67, που έγινε η Χούντα και μετά, ήταν το μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα. Ειδικά στα μικρά μέρη που γνώριζαν, ήξεραν, ότι οι μισοί ήταν οι αριστεροί που κυνηγούσαν τους δεξιούς και οι δεξιοί που κυνηγούσαν τους αριστερούς. Και ήταν χρωματισμένες οι οικογένειες. Ναι, ήταν ένα περιστατικό ακραίο, ακραίο. Τώρα, αυτός ο μπαμπάς δηλαδή, αν είχε μυαλό, δεν θα το ‘κανε. Τον πείραξε που φορούσα κόκκινα παπούτσια και το συνδύασε ότι ήμουν η αριστερή. Δεν ήμασταν αριστεροί. Δεν ήμασταν, όμως, και η δεξιά οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν πάντα δημοκράτης. Λοιπόν. Φορούσα μπολσεβίκικα... Δεν θα ξεχάσω: «Εγώ στο σπίτι μου μπολσεβίκικα πράγματα δεν θέλω». Αφού εκείνη τη στιγμή κατατρόμαξα. Λέω, τώρα θα... «Τα ‘καψα στη φωτιά». Φαντάσου, ολοκαίνουργια παπουτσάκια. Και όταν λέμε ολοκαίνουρια παπουτσάκια, τότε τα παιδιά δεν είχαμε και δεκαπέντε ζευγάρια. Τότε, μας αγόραζαν ένα ζευγάρι παπούτσια το Πάσχα. Κι αν το χειμώνα χαλούσαν, πιθανόν –που φροντίζαμε να μη χαλάσουν και ούτε και πολλά ρούχα– το Πάσχα το περιμέναμε πώς και τι, για να μας πάρουν καινούργιο φόρεμα και καινούργια παπούτσια. Δεν υπήρχε αυτή η ευμάρεια, σήμερα που τα παιδιά μας έχουνε, πόσα έχουν. Το ένα παιδί φορούσε τα ρούχα του αδερφού του και πάλι τα δίναμε στα ξαδέρφια. Και παρόλο που η μαμά μου ήταν μοδίστρα και ήξερε να ράβει και μας έραβε καλά και εμείς ήμασταν, με την αδερφή μου τα πιο καλοντυμένα παιδιά. Γιατί η μαμά μου της άρεσε πολύ το ωραίο και πάντα μας έντυνε όμορφα, αλλά πάντα δεν μπορώ να πω ότι ήταν άφθονα τα ρούχα μας. Όχι, όχι. Πάντα με μέτρο. Και αργότερα, σαν μαθήτρια γυμνασίου, παίρναμε μοδίστρα στο σπίτι και μας έραβε. Δηλαδή λέγαμε: «Αύριο θα πάρουμε μια μοδίστρα». Ερχόταν από το πρωί ως το βράδυ, αγοράζαμε υφάσματα και όλη μέρα... Έραβε η μοδίστρα, η μαμά και εμείς οι δυο, με την αδερφή μου, βοηθούσαμε στα σουρφιλέ και όλα αυτά. Και έκοβε, έραβε, όσο γίνεται περισσότερα, δεν τα τελείωνε. Μετά τα αποτελείωνε η μαμά. Γιατί ήτανε ακριβά να πας να αγοράσεις. Και δεν υπήρχε ακόμη τόσο πολύ τότε το πρετ-α-πορτέ. Αυτό το έτοιμο ρούχο. Το να πας να ράψεις στη μοδίστρα στοίχιζε. Οπότε την παίρναμε με μεροκάματο, της δίναμε– Κι αυτή η καημένη απ’ τις 08:00 το πρωί ως τις 20:00 το βράδυ δε σήκωνε κεφάλι, η μοδίστρα. Τα έκοβε, τα μισοτελείωνε, τα άφηνε μετά στη μαμά, τις άλλες μέρες τα τελείωνε. Και έτσι φτιάχναμε. Μια φορά το χρόνο, δηλαδή, παίρναμε τη μοδίστρα για να κάνουμε τα ρούχα. Επαναλαμβάνω, δεν είχαμε και τα πολλά ρούχα. Όχι. Αυτή την αφθονία που έχουμε σήμερα που οι ντουλάπες μας βογκάνε και δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε, δεν υπήρχαν.

Β.Χ.:

Και τη μέρα που ήρθε ο αστυνομικός στο σπίτι, τη θυμάστε; Πώς χτύπησε το σπίτι; Πώς μπήκε;

Μ.Σ.:

Ναι. Μπήκε ο αστυνομικός, χτύπησε την πόρτα, με έψαχνε πρώτα, δεν με βρήκε στο σπίτι. Μετά, κάποια στιγμή, με βρήκε, μου είπαν: «Σε ζητάει η αστυνομία». Εγώ τα ‘χασα φυσικά. 15 χρονών κοριτσάκι, 14, πόσο ήμουν. Τα ‘χασα. Ήρθε στο σπίτι. «Θέλουμε να μας πεις τι έγινε χθες το βράδυ». «Τι εννοείτε;». «Τι άκουσες;». Λέω: « Άκουσα να τραγουδάνε κάποιοι». «Τι τραγούδια; Του Μίκη Θεοδωράκη;». «Νομίζω ναι». «Ποιοι ήταν;». Λέω: «Δεν ξέρω». «Η φίλη σου μας είπε». Άκου τώρα να δεις. «Η φίλη σου μας είπε ποιοι ήτανε. Ονόματα. Εσύ γιατί δε μας λες ποιοι ήτανε;». «Μα δεν είδα, δεν ξέρω». «Μήπως είδες και ποιοι γράψαν συνθήματα;». Όντως, είχαν γραφτεί και κάποια συνθήματα στους τοίχους. «Κάτω η Χούντα» και τα λοιπά. «Μήπως είδες και ποιοι τα γράψανε αυτά;». «Όχι, αλήθεια σας λέω». Μετά, μας καλούν και τις δυο στην κοινότητα κατά αντιπαράσταση. Δηλαδή πρώτα τη μία μόνη της, μετά έμενα μόνη μου και μετά και τις δυο. «Και εσύ είπες αυτό». «Μα δεν το είπα εγώ αυτό το πράγμα». Κάπως έτσι. Δεν θα το ξεχάσω εκείνο το περιστατικό. Αφού μου έμεινε. Και ο μπαμπάς μου ήταν πρόεδρος και ύστερα από λίγο καθαιρέθηκε και από πρόεδρος. Παντού, σε όλα τα μέρη το κάναν αυτό, γιατί βάλαν δοτούς. Τους εκλεγμένους τους καθαιρέσανε. Την πλήρωσε ο πατέρας μου, βέβαια, που τον μάλωσαν. «Γιατί δεν είχες το νου σου; Και γιατί άφησες να τραγουδούν, να βγει παρέα και να τραγουδάει Μίκη Θεοδωράκη;». Κυκλοφορούσε τότε και το εξής ανέκδοτο: «Κάποιος, σιγομουρμούριζε τον Θεοδωράκη. Α, όχι, περπατούσε ένας αστυνομικός και σιγομουρμούριζε Θεοδωράκη. Γιατί είχε πολύ ωραία τραγούδια ο Μίκης Θεοδωράκης τότε, πάντα. Και ένας περαστικός σταματάει και τον ακούει και λέει μέσα του: «Είναι δυνατόν ένας αστυνομικός να τραγουδάει Θεοδωράκη;». Και του λέει ο αστυνομικός: «Συλλαμβάνεσαι, γιατί ακούς Μίκη Θεοδωράκη». Αυτό, σαν ανέκδοτο βέβαια κυκλοφορούσε. Ναι. Ναι, ναι, ήταν αυστηρά. Αλλά αυτό μου έμεινε, όμως. Λέω: «Στα 14 μου να υποστώ ανάκριση;». Δεν έχω υποστεί άλλη ανάκριση, ούτε είχα ποτέ μπλεξίματα με αστυνομία. Ούτε σαν μάρτυρας πήγα ποτέ σε δικαστήρια. Και όμως αυτό το θυμάμαι. Γι’ αυτό και όταν έγραφα το άρθρο αυτό στις αναμνήσεις μου, στα βιβλία μου, δεν ήξερα τι τίτλο να του δώσω. Και μάλιστα, με βοήθησε η άλλη η φίλη μου που ήμασταν, η άλλη η πρωταγωνίστρια, ας πούμε, του επεισοδίου και μου είπε: «Θα το βάλεις, παρ’ ολίγον αντιστασιακή». Σιγά την αντίσταση. «Παρ’ ολίγο αντιστασιακή». Μέσα μου όμως έλεγα: «Ευτυχώς που δε σηκώθηκα να δω ποιοι ήταν». Δεν ξέρω αν θα είχα το σθένος να κρύψω τα ονόματα. Οπότε, όντως δε σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Άκουσα, και λέω: «Τι ωραία που τραγουδάνε αυτοί». Πού να φανταστώ ότι την άλλη μέρα που το είπαμε, ότι αμέσως– Αυτό δείχνει, όμως, ότι πόσοι χαφιέδες υπήρχαν. Το μισό χωριό, παντού συνέβαινε αυτό, το μισό χωριό κατέδιδε τους άλλους. Ήτανε το κλίμα της εποχής, ήταν τα πάθη τα πολιτικά, ήταν οξυμένα τότε. Και σε όλα τα βιβλία, ας πούμε, που αναφέρονται σε αυτές τις εποχές το βλέπουμε. Που πρόδιδαν για να γίνουν αρεστοί στο καθεστώς, να κοιτάξουν να ‘χουν κάποια καλή θέση κάπου. Γιατί δεν διοριζόσουν. Τότε, για να διοριστείς στο δημόσιο, έπρεπε να εξασφαλίσεις πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Δηλαδή, ότι δεν ήσουν αριστερός ή φιλοαριστερός. Ότι ποτέ δεν συμπαθούσες τους κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές ήταν το μίασμα. Ήταν φοβερό αν το σκεφτείς. Να διώκεσαι για τις ιδέες σου. Είτε θρησκευτικές είτε πολιτικές. Όμως τα πέρασε αυτά η Ελλάδα. Οι δεκαετίες του '30, που ήταν ο Μεταξάς, του '40, του '50, του '60, μέχρι το '74. Το '74, όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία με τον Κωσταντίνο Καραμανλή, που ήταν πάντα δεξιός, προς τιμήν του, όμως, νομιμοποίησε το ΚΚΕ και από τότε, βέβαια, από τότε φοβάσαι να πεις κάτι για τους αριστερούς, γιατί αμέσως στιγματίζεσαι. Τώρα το αντίθετο συνέβη.

Β.Χ.:

Μάλιστα. Κυρία Μαρία, δεν ξέρω αν έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο...

Μ.Σ.:

Δε μου ‘ρχεται κάτι άλλο, δεν ξέρω. Νομίζω, τα βιώματά μου, αυτά που ήρθαν στο μυαλό μου, τα έχω αναφέρει. Αυτά που μου συνέβησαν στα μαθητικά, του δημοτικού, του γυμνασίου και τα πρώτα εφηβικά χρόνια. Κάπως έτσι ήταν η ζωή. Νομίζω ότι αποκρυσταλλώθηκε μια άποψη για το πώς ήταν τα χρόνια. Μισό αιώνα πριν. Μισό αιώνα και περισσότερο ίσως. Μισό αιώνα ακριβώς πριν. Πώς περνούν τα χρόνια. Σαν νεράκι. Σαν νεράκι. Και πολλές φορές συλλαμβάνω τον εαυτό μου, πολλές φορές τα διηγιόμουν στα παιδιά μου. Και τώρα συλλαμβάνω τον εαυτό μου να λέω κάποια περιστατικά και στα εγγόνια μου, που είναι μικρά ακόμη, βέβαια, αλλά ο εγγονός μου ο μεγαλύτερος που είναι 5 χρονών: «Γιαγιά, έτσι ήτανε;». Του αρέσει να του λέω. Και ένας λόγος που τα έγραψα όλα αυτά τα βιώματά μου και σε βιβλίο, λέω: «Να προλάβουν να τα διαβάσουν τα εγγονάκια μου, μήπως και δεν προλάβω να τους τα πω εγώ».

Β.Χ.:

Θα θέλετε να μου πείτε πώς σας φάνηκε η διαδικασία της συνέντευξης;

Μ.Σ.:

Πολύ ωραία. Πάρα πολύ ωραία, γιατί με έβαλες πάλι σε ένα ταξίδι στο παρελθόν. Ξανά, μια μακριά διαδρομή και γύρισα πίσω τόσα χρόνια. Τόσα χρόνια. Εδώ να πω ότι είχα δυο άριστους γονείς, τους οφείλω τα πάντα. Έναν πατέρα εξαιρετικό, μορφωμένο για την εποχή του, είχε τελειώσει το γυμνάσιο τότε. Το εξατάξιο. Για την εποχή του δηλαδή, γεννήθηκε το 1916 ο πατέρας μου. Δυστυχώς, όμως, τον έχασα όταν ήμουν 25 χρονών και πολύ μου στοίχισε. Αλλά είχα και μια μητέρα, που είχε τελειώσει το δημοτικό μόνο, αλλά ήτανε ένας άνθρωπος που του άρεσε πολύ το διάβασμα, πανέξυπνη. Διάβαζε πάρα πολύ, είχε μια μόρφωση, έγραφε και δεν έκανε κανένα λάθος. Και αυτοί οι γονείς ήταν αυτοί που με ώθησαν στο να σπουδάσω. Να πω αυτό που ήταν η έκφραση της εποχής. Ο πατέρας μου από μικρή που ήμουν θυμάμαι που μου ‘λεγε: «Πρόσεξε, κακόμοιρα μου. Να πάρεις το χρυσό βραχιόλι». Το χρυσό βραχιόλι για την εποχή εκείνη ήταν η ορολογία για το πτυχίο. Και μου ‘λεγε: «Θα διαβάζεις. Θα είσαι καλή μαθήτρια να πάρεις το χρυσό βραχιόλι». Δηλαδή πτυχίο, για να αλλάξει η ζωή σου. «Αν δεν μπεις πανεπιστήμιο...». Α, μου λέγε: «Ή σπουδές ή καθαρίστρια». Δεν υπήρχε μέση λύση. «Ή θα γίνεις καθαρίστρια ή θα σπουδάσεις να κάνεις μια καλύτερη ζωή από αυτή που κάναμε εμείς και ακόμα καλύτερη». Και όταν μπήκα πανεπιστήμιο, δεν [01:10:00]θα ξεχάσω την χαρά του. Και όταν τελείωσα, έλεγα– Μάλιστα, όταν τελείωσα, του είπα: «Πατέρα, το πήρα το χρυσό βραχιόλι. Να το. Και το οφείλω σε σένα. Στην επιμονή σου σε αυτό που μου είχες πει». Και πιστεύω, και πιστεύω –και εσύ τώρα είσαι μορφωμένη κοπέλα–, πιστεύω ότι τη ζωή, το πώς θα είναι η ζωή του ανθρώπου, την καθορίζουν δύο πράγματα. Η επιλογή του επαγγέλματος και η επιλογή του συντρόφου. Γιατί, το τι επάγγελμα θα κάνεις, γιατί το επάγγελμα που κάνεις σου ανοίγει κάποιους ορίζοντες, άλλο κάποιους άλλους, κάποιους κύκλους και τα λοιπά. Και η επιλογή του συντρόφου, αν θα ζήσεις καλή ζωή ή όχι. Γιατί ο κακός γάμος είναι μια κακή ζωή. Δεν περνάς καλά. Σήμερα, βέβαια, ξέρουμε ότι τα παιδιά χωρίζουν πολύ εύκολα. Παίρνουν διαζύγιο και ξανά γάμος και ξανά. Εμείς είμαστε απ’ τους συντηρητικούς εκείνης της εποχής, που πάντα και οι γονείς μας μας έλεγαν: «Παντρεύτηκες, τώρα θα φροντίσεις να περνάς καλά με τον άντρα σου». Και ποτέ δε μου δίναν δίκιο αν έλεγα: «Να, έτσι με το σύντροφό μου, με τον άντρα μου μαλώσαμε...». Πάντα έφταιγα εγώ κατ’ αυτούς. Ποτέ δεν δώσαν δίκιο σε μένα. Γιατί; Για να μου κρατήσουν το γάμο. Και τους το οφείλω κι αυτό. Γιατί τα πρώτα χρόνια, μέχρι να φέρεις τον άνθρωπό σου στα νερά, πάντα γίνονται κάποια πράγματα, κάποιοι καυγάδες που μετά, βέβαια, εξομαλύνονται κι αυτά. Αυτή ήταν η ζωή εκείνα τα χρόνια. Με αυτές τις αρχές μεγαλώσαμε. Έτσι, κι έτσι μεγάλωσα κι εγώ τα παιδιά μου. Πιστεύω ότι τους έδωσα, γιατί είναι δύο εξαιρετικά παιδιά. Ο γιος μου είναι γιατρός, έχει παντρευτεί και έχει ένα κοριτσάκι 3 χρονών. Η κόρη μου τελείωσε πολυτεχνείο, ηλεκτρονικός μηχανικός, έκανε σπουδές και στο εξωτερικό, στο London School of Economics... Μόνο που δεν την έχω κοντά μου. Ζει στην Αμερική. Έχει δύο παιδάκια, είναι πολύ καλά με τον άντρα της, δόξα τω Θεώ. Μ’ αγαπούν τα παιδιά μου, τα λατρεύω εγώ. Όσο μπορώ να τα βοηθήσω, τα βοηθάω. Αυτά. Εύχομαι και σε σένα να έχεις μια καλή ζωή, είσαι πολύ μικρούλα, είσαι ομορφούλα, το μέλλον είναι μπροστά σου. Και εύχομαι να πάνε όλα στη ζωή σου καλά.

Β.Χ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Ήταν χαρά μου.

Μ.Σ.:

Και εγώ ευχαριστώ. Ήταν όμορφο το ταξίδι στο παρελθόν.