Ο καρκίνος του πατέρα μέσα από τα μάτια της κόρης του, Άννας
Ενότητα 1
Η διάγνωση και οι θεραπείες που ακολούθησαν
00:00:00 - 00:20:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ονομάζομαι Βουλγαρίδου Ευστρατία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, σήμερα είναι 10/11/2021 και βρισκόμαστε στα Γιάννενα. Αφηγήτριά μας είναι…έρα σου να αλλάζει τόσο ξαφνικά, εκεί που είχες την ελπίδα ότι παίρνει κιλά, γίνεται καλά. Και απλά να τον βλέπεις σε μία κατάσταση φοβερή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το τελευταίο αντίο, οι Πανελλήνιες και το πένθος
00:20:51 - 00:37:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ δεν ήξερα ότι του είχανε δώσει ένα μήνα χρόνο, αργότερα το έμαθα κι αυτό. Βέβαια άκουγα τη μητέρα μου κάθε πρωί να μιλάει στο τηλέφωνο μ…ί. Είναι παντού, είναι διπλά μου, είναι στην καρδιά μου. Κάπου περιφέρεται εδώ. Όπου και να πάω. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ! Κι εγώ ευχαριστώ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
[00:00:00]Ονομάζομαι Βουλγαρίδου Ευστρατία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, σήμερα είναι 10/11/2021 και βρισκόμαστε στα Γιάννενα. Αφηγήτριά μας είναι η Άννα Τσαφάι. Καλησπέρα…
Καλησπέρα.
Θες να μου πεις λίγα λόγια για τον εαυτό σου;
Λοιπόν, λέγομαι Άννα, είμαι δεκαεννιά μισό, σπουδάζω στα Γιάννενα, στο Τμήμα της Φιλοσοφίας. Κατάγομαι από Μεσολόγγι, εκεί έχω γεννηθεί, βέβαια η καταγωγή μου είναι από Αλβανία. Και οι δυο οι γονείς μου είναι από Αλβανία, ο μπαμπάς από Αγίους Σαράντα και η μαμά από Αργυρόκαστρο. Έχω μια αδερφή, Β’ Γυμνάσιου, και αυτή τη στιγμή έχω μόνο τη μητέρα μου και την αδερφή μου, τον μπαμπά μου τον έχασα πριν ενάμιση χρόνο.
Θες να μας μιλήσεις για αυτή σου την εμπειρία;
Τον μπαμπά μου τον έχασα από καρκίνο στο συκώτι. Ήταν πολύ ξαφνικό, γιατί ήμουνα πολύ δεμένη μαζί του. Αλλά είναι μια αρρώστια, όπως ξέρουμε όλοι, πολύ ξαφνική, πλέον πολύ συχνή. Οπότε πιστεύω ότι σε όλους πέφτει μια βόμβα, όταν μαθαίνουν ότι ξαφνικά είτε οι ίδιοι είτε κάποιος στην οικογένειά τους ή στο φιλικό τους περιβάλλον έχει προσβληθεί από αυτή την αρρώστια. Απλά τα παιδικά μου χρόνια ήταν πάρα πολύ ωραία, γι’ αυτό ήμουν και πάρα πολύ δεμένη. Είχα πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Οι γονείς μου ναι μεν δουλεύαν πάρα πολύ ως μετανάστες, αλλά πραγματικά μας χάρισαν τα πάντα. Δεν μας έλειψε πότε τίποτα. Μπορεί να μη ζούσαμε στη χλιδή, αλλά είχαμε μια αξιοπρεπή παιδική ηλικία.
Και θες να μου μιλήσεις λίγο παραπάνω για τη σχέση σου με τον μπαμπά σου, τα παιδικά σου χρόνια, πώς ήσασταν γενικότερα. Πώς περνούσες τις μέρες σου;
Ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι. Όσο μπορούσε, κι ας δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ, προσπαθούσε να αφιερώσει χρόνο να πηγαίνουμε τα Σαββατοκύριακα βόλτα με το ποδήλατο, γιατί το Μεσολόγγι είναι γνωστό για τα ποδήλατά του. Μετά ήρθε κι η αδερφή μου, οπότε συμπληρώθηκε η οικογένεια. Εγώ το ήθελα πάρα πολύ. Κι οι γονείς μου βέβαια, αλλά εγώ λίγο περισσότερο. Όταν ήμουνα 6 χρονών, ήρθε η αδερφή μου. Ναι, μετά και στην εφηβεία… Βέβαια στην εφηβεία, επειδή είναι μια δύσκολη ηλικία, ήταν λες και πήγα κάπου στη μέση, δηλαδή ούτε είχα αδυναμία στη μαμά μου ούτε στον μπαμπά μου. Νομίζω και στους δυο το ίδιο, δηλαδή δεν είχα αυτό το… την αδυναμία στον μπαμπά, δηλαδή τύπου κολλημένη, το κορίτσι του μπαμπά. Ήμουν και στους δυο πάρα πολύ… Καλά, είχαμε πάρα πολύ καλές σχέσεις πάντα.
Θες να μου πεις τι δουλειά έκαναν οι γονείς σου;
Η μαμά μου καθαρίζει σπίτια και ο μπαμπάς μου δούλευε πάρα πολλά χρόνια σε ένα βενζινάδικο, γι’ αυτό και τον επηρέασε πολύ στην ασθένειά του αυτό, το ότι από την αρχή που ήρθε δούλευε σ’ αυτή τη δουλειά.
Μάλιστα. Πότε μάθατε για την ασθένεια;
Μάθαμε 26 Ιουλίου του 2019, στη γιορτή της μητέρας μου, Παρασκευή. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε δει κάποια σημάδια, δηλαδή ο πατέρας μου πονούσε πολύ στο πλάι. Λέγαμε ότι είναι η μέση του, ότι είναι από τη δουλειά, γιατί κουραζότανε. Παρ’ όλα αυτά, ήταν λες και φοβότανε να πάει στον γιατρό, δηλαδή όλοι του λέγαμε ότι: «Ξέρεις τι; Πρέπει να πας να το δεις», αλλά δυστυχώς δεν το προλάβαμε. Εκείνη τη μέρα θυμάμαι περιμέναμε τις εξετάσεις του, είχε κάνει μαγνητική. Η αλήθεια είναι ότι για να κάνει εξετάσεις ήμουν εγώ η αφορμή. Είχα κλειστεί πάρα πολύ στον εαυτό μου, ήταν λες κι είχα πάθει κατάθλιψη, και απλά οι γονείς μου θέλαν να με πάνε για εξετάσεις αίματος να δούμε τι γίνεται. Και τέλος πάντων πήγα μαζί με τον πατέρα μου, τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Είχαμε πάει απλά για εξετάσεις, ξέρεις όπως πάντα, κι όμως αυτές οι εξετάσεις έμελλαν να αλλάξουν όλη τη ζωή μας. Δηλαδή εγώ έμαθα ότι έχω θυροειδή και ο πατέρας μου έμαθε ότι έχει καρκίνο μετά από λίγες μέρες. Οπότε το χτύπημα, όπως καταλαβαίνεις, ήτανε πολύ άσχημο, γιατί δεν ήξερα τι είναι θυροειδής. Μπορεί να είναι κάτι απλό, αλλά όσο να ’ναι, όταν δεν ξέρεις τι είναι, φοβάσαι, λες: «Τι είναι αυτό;», είναι κάτι ξένο για σένα. Δεν το ‘χα ακούσει πότε, με είχε επηρεάσει πάρα πολύ ψυχολογικά, γιατί εγώ δεν το πήρα ούτε με συμπτώματα, κάτι πονάω, το πήρα πάρα πολύ ψυχολογικά. Κι έτσι μάθαμε ότι έχω θυροειδή. Βέβαια, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο ότι ο πατέρας μου είχε καρκίνο[00:05:00]. Και τέλος πάντων την ημέρα που το μάθαμε περιμέναμε τις εξετάσεις του, τη μαγνητική, γιατί τον στείλανε για μαγνητική, κάτι είδανε λάθος. Περίμενα τη μητέρα μου να έρθει από τη δουλειά να με πάρει να πάμε μαζί, γιατί καταλάβαινα λίγο περισσότερο το τι γίνεται, δηλαδή θα μπορούσαν να μου τα εξηγήσουν καλυτέρα εμένα. Δεν ήρθε ποτέ. Και απλά είχα κατεβεί σε μια φίλη μου, δούλευε στον φούρνο κάτω από το σπίτι μου και πήγαινα, σύχναζα εκεί, πήγαινα και καθόμουν μαζί της. Και απλά βλέπω τη μητέρα μου απέναντι από τον φούρνο να έχει κάτσει σε ένα πεζούλι και να έχει γίνει κάτασπρη και πέρασα τον δρόμο χωρίς να με νοιάζει αν υπάρχει κάποιο αμάξι. Δεν ξέρω πώς δεν με πάτησαν εκείνη την ημέρα. Κι απλά κατάλαβα ότι κάτι πολύ σοβαρό γίνεται. Η μητέρα μου δεν μου έλεγε στην αρχή, μου είπε ότι απλά έχει μια πέτρα στα νεφρά, αλλά επειδή την πίεσα, της είπα: «Μαμά, σε παρακαλώ, πρέπει να μου πεις», μου είπε: «Πρέπει να είσαι δυνατή». Οπότε εγώ εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι είναι καρκίνος, γιατί δυστυχώς τον καρκίνο τον έχουμε συνδυάσει πολύ με τον θάνατο. Το λέω «δυστυχώς», γιατί υπάρχουν άνθρωποι που το ’χουν νικήσει, αλλά έχουνε χαθεί και πολλοί περισσότεροι απ’ αυτόν. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, άρχισα να ουρλιάζω, σε μια γειτονιά να φανταστείς που ήταν πρωί, ο κόσμος κυκλοφορούσε. Απλά δεν με ένοιαζε καθόλου εκείνη την ώρα. Μάζεψα τα κομμάτια μου, πήγα στον φούρνο πάλι, στη φίλη μου, με έκρυψε από πίσω, γιατί ήξερα ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστεί ο πατέρας μου και θα πάνε στο νοσοκομείο. Οπότε ήτανε πολύ δύσκολη φάση. Δεν ήθελα να τον δω, γιατί δεν ήξερα… δεν του είχαμε ανακοινώσει ακόμα ότι έχει καρκίνο, γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να ανακοινώσεις σε κάποιον ότι: «Ξέρεις τι; Έχεις καρκίνο». Πήγανε στο νοσοκομείο στο Ρίο, στην Πάτρα, στο Πανεπιστημιακό. Και επειδή κάπως έπρεπε, έτσι, να αναφερθεί η λέξη συκώτι, δυστυχώς το έμαθε με πολύ κακό τρόπο. Μια νοσοκόμα το είπε κατά λάθος, χωρίς να ξέρει ότι ο πατέρας μου το γνωρίζει.
Εσύ όταν είδες τον πατέρα σου πρώτη φορά χωρίς αυτός να γνωρίζει τι έχει, αλλά εσύ ήξερες, πώς ένιωσες;
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή τη θυμάμαι πολύ καλά. Πάρκαρε το αμάξι του μπροστά από το σπίτι μας, εγώ, όπως είπα, ήμουν στον φούρνο κάτω, ήμουνα κρυμμένη πίσω. Απλά τον είδα να βγαίνει από το αμάξι και τα συναισθήματα ήταν… Ο πατέρας μου για εμένα ήταν κάτι το ότι δεν θα πάθει ποτέ τίποτα, δηλαδή όλοι νομίζω πιστεύουμε ότι εμείς δεν θα πάθουμε ποτέ τίποτα. Είναι εγωιστικό, αλλά μέχρι να σου χτυπήσει την πόρτα δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα γίνει ποτέ αυτό το πράγμα. Οπότε τον έβλεπα σαν έναν μικρό γίγαντα, γιατί στην ουσία έτσι ήταν ο πατέρας μου, ήταν έτσι πολύ μικρόσωμος, αλλά πραγματικά είχε πολύ δύναμη μέσα του. Και ήταν τόσο παράξενο το συναίσθημα, δεν μπορούσα να το πιστέψω, πραγματικά δεν μπορούσα να το πιστέψω εκείνη την ώρα. Ήτανε πολύ δύσκολο. Βέβαια, όταν επέστρεψαν από το νοσοκομείο και το είχε μάθει, δεν αντέδρασα υπερβολικά, δηλαδή είχα ηρεμήσει, είχε περάσει πολύ ώρα. Δηλαδή φύγανε πρωί και ήρθανε βράδυ, λόγω του κόσμου που υπάρχει στο νοσοκομείο. Είχαν έρθει πάρα πολλοί συγγενείς στο σπίτι από την Αλβανία. Η αλήθεια είναι ότι δεν συμφώνησα ποτέ με αυτό, δηλαδή ήθελα λίγο την ηρεμία να το επεξεργαστώ με τους δικούς μου ανθρώπους, όμως καταλαβαίνω και τη μητέρα μου, το να θέλει συμπαράσταση και δικούς της ανθρώπους κοντά.
Θυμάσαι πώς ήταν το κλίμα; Το ότι ήσασταν αναστατωμένοι, συζητούσατε με την οικογένεια, πώς ήτανε;
Η Αλβανία είναι μια πολύ κλειστή κοινωνία, δυστυχώς είναι πολλά χρόνια πίσω σε νοοτροπία, με αποτέλεσμα οι συγγενείς να ’ναι σε φάση ότι: «Ξέρεις τι; Θάνατος, καρκίνος ίσον θάνατος». Υπήρχε ένα πολύ κακό κλίμα. Σε κάποια φάση ακούω τις θείες μου να λένε ότι ήταν κάλος άνθρωπος. Εκείνη την ώρα απλά τα πήρα και άρχισα να φωνάζω ότι: «Ξέρετε τι; Ο πατέρας μου δεν έχει πεθάνει ακόμη». Ε ήτανε πάρα πολύ κακό, πολύ βαρύ το κλίμα, λες και είχαμε κηδεία. Πραγματικά ενώ προσπαθούσαν να του δώσουν δύναμη, στην ουσία κατά βάθος πιστεύω ότι δεν του δώσανε τη δύναμη που έπρεπε, δηλαδή νομίζω ότι όλο αυτό δεν έπρεπε να γίνει[00:10:00]. Ναι μεν ο πατέρας μου ήθελε δικούς του ανθρώπους δίπλα του, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ότι τώρα είσαι το επίκεντρο της προσοχής, έχεις κάτι πολύ σοβαρό, γι’ αυτό και ήρθαμε. Ήτανε πολύ βαρύ και ήρθε πολύς κόσμος ξαφνικά και δεν μου δόθηκε ευκαιρία να το επεξεργαστώ όπως ήθελα και να το συζητήσω με τον πατέρα μου, δηλαδή να τον ρωτήσω εγώ πώς νιώθει. Δεν τον ρώτησα ποτέ.
Δηλαδή δεν είχατε επικοινωνήσει καθόλου γι’ αυτό το θέμα;
Όχι, ποτέ. Γιατί δεν μας δόθηκε η ευκαιρία, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί του καθόλου.
Θυμάσαι τι διαδικασία ακολουθήσατε μετά, αφότου το μάθατε;
Ο πατέρας μου, από την πρώτη στιγμή, με τη μητέρα μου πήρανε πολύ σημαντικές αποφάσεις. Την επόμενη εβδομάδα ακριβώς ήρθανε στα Γιάννενα που φημίζεται για την ιατρική της και για το νοσοκομείο. Συνάντησαν έναν καθηγητή ιατρικής, ο οποίος του απέκλεισε την επιλογή τού να κάνει χειρουργείο. Ήτανε πολύ σοβαρά τα πράγματα, ο πατέρας μου είχε τέσσερεις όγκους στο συκώτι του. Τρεις ή τέσσερεις, δεν μπορώ να θυμηθώ. Πάντως, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο, γιατί το συκώτι είναι ένα από τα πιο σημαντικά και από τα πιο δύσκολα όργανα στον οργανισμό μας. Με αποτέλεσμα ούτε να μπορεί να το κάνει… να του δώσουν κάποιο άλλο, να του… δεν μπορώ να το θυμηθώ, δεν μου έρχεται η λέξη. Να του δώσουν άλλο…
Άλλο όργανο;
Άλλο όργανο, ναι. Αλλά ούτε και να το κάνουν εγχείρηση, επειδή ήταν πάνω στην αρτηρία οι όγκοι του. Ήτανε πάρα, μα πάρα πολύ δύσκολο. Οπότε επέστρεψε και μια μέρα μετά από λίγες μέρες είπαμε να επισκεφτούμε το νοσοκομείο του Ρίου στην Πάτρα. Ήμουν εγώ και ο πατέρας μου. Πήγαμε μαζί. Κλείσαμε ένα ραντεβού. Απλά ουσιαστικά πήγαμε μόνο για να κλείσουμε το ραντεβού, δεν έγινε κάτι. Και μετά από λίγες μέρες πήγαμε στο ραντεβού εγώ, η μητέρα μου και μια πολύ οικογενειακή μας φίλη. Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί πρώτη φορά πήγαινα σε ένα ογκολογικό τμήμα, δηλαδή ήταν όροφος του ογκολογικού. Ήταν ουσιαστικά όλοι οι καρκινοπαθείς. Η αλήθεια είναι ότι, μόλις μπήκα, μου κοπήκαν τα πόδια. Όλοι οι άνθρωποι εκεί μέσα είχανε το ίδιο κενό βλέμμα. Είχανε το βλέμμα του ότι περιμένουν να ζήσουνε, δηλαδή περίμεναν αν θα πεθάνουν ή αν θα ζήσουνε. Είχαν ένα φάρμακο στο χέρι ξαπλωμένοι και περίμεναν την επόμενη μέρα. Ήταν πολύ σκληρό αυτό να το βλέπεις και γι’ αυτό και δεν ξαναπάτησα ποτέ ξανά σε εκείνο το μέρος.
Από εκείνη τη μέρα και μετά τι έγινε;
Από κείνη τη μέρα και μετά ο πατέρας μου ξεκίνησε τις θεραπείες. Ήμασταν αισιόδοξοι, γιατί όταν ξεκινάς θεραπείες, οκ, έχεις μια ελπίδα ότι θα πάνε όλα καλά. Εγώ τότε έδινα Πανελλήνιες, ήταν η χρόνια, ήμουνα Γ’ Λυκείου και ήμουνα με το διάβασμά μου, με το πρόγραμμά μου. Βέβαια όλα αυτά ανατράπηκαν, γιατί ήρθε και ο κορονοϊός. Ήτανε πάρα πολύ δύσκολα. Ήτανε πολύ δύσκολα, γιατί ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε πάρα πολύ και το να του λένε ότι: «Δεν πρέπει να ξαναπάς στη δουλειά σου», λόγω των χημικών και επειδή και για την κούραση, για τη σωματική του ακεραιότητα δεν γινόταν, δεν ήταν εύκολο, όχι μόνο για τα χημικά, αλλά ειδικά για τα χημικά, για το πετρέλαιο και για τη βενζίνη. Και ήτανε πάρα πολύ δύσκολο γι’ αυτόν να κάθεται απλά σε ένα σπίτι και να περιμένει αν θα ζήσει. Γιατί ουσιαστικά αυτό ήτανε. Του άλλαξε όλη η ψυχολογία. Βέβαια προσπαθούσε να κάνει πραγματάκια, όπως ήτανε να πάει στο απέναντι μανάβικο που είχε τον γνωστό του, να κάνει δουλειές. Δηλαδή φαντάσου το τι δύναμη είχε αυτός ο άνθρωπος και το πόσο ήθελε να εργαστεί, γιατί ήτανε πολύ εργατικός άνθρωπος. Τότε ήρθε και ο κορονοϊός που έπρεπε αναγκαστικά να μείνουμε μέσα. Ένιωσα ότι εκεί άρχιζε να αλλάζει, να πέφτει πάρα πολύ η ψυχολογία του, γιατί ο πατέρας μου είχε από την αρχή την ελπίδα ότι θα ζήσει, ήτανε πάρα πολύ δυνατός άνθρωπος, δεν έδειχνε ποτέ τα συναισθήματά του. Η[00:15:00] πιο δύσκολη στιγμή ήταν όταν του είπανε ότι πρέπει να αλλάξει θεραπεία, γιατί δεν είχε αποτέλεσμα η πρώτη. Θυμάμαι ότι μου είχε δώσει το χαρτί των εξετάσεων και απλά είδα ότι μεγάλωσαν οι όγκοι του και δεν μπορούσα να του το πω. Δεν είχα λέξεις να του το πω ότι: «Μεγάλωσαν οι όγκοι σου και πρέπει να αλλάξεις θεραπεία». Απλά του έδωσα το χαρτί και του είπα ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει το χαρτί. Άλλαξε τη θεραπεία. Εκεί που πήγαινε στο νοσοκομείο και καθόταν για ώρες, τώρα του έδωσαν μια θεραπεία στην οποία είχε ένα μπουκάλι με φάρμακο και το κρατούσε για 24 ώρες πάνω του. Και την άλλη μέρα πήγαινε στο νοσοκομείο και το έβγαζε. Αυτό το φάρμακο περνούσε από το στήθος, του έκαναν μια επέμβαση στην οποία έμπαινε από μέσα, δηλαδή δεν ήτανε τύπου να τη βάζουν στο χέρι του, γιατί οι φλέβες πλέον είχαν καταστραφεί τελείως. Δηλαδή είχανε φτάσει στο σημείο να βάζουν και από το δάχτυλο του. Ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. Βέβαια σε σωματική παρουσία γενικά ήταν πάρα πολύ καλά, άρχισε να παίρνει κιλά, να τρώει το πρωινό, που ο πατέρας μου δεν έτρωγε ποτέ πρωινό, όπως κι εγώ τώρα. Ήταν πάρα πολύ καλά. Όμως, μετά τον Μάρτιο που μπήκαμε όλοι σε καραντίνα, τότε ήρθε η κατρακύλα όλη. Έπεσε τελείως ψυχολογικά και σωματικά πάρα πολύ. Το Πάσχα το έβγαλε στο νοσοκομείο, όλη τη Μεγάλη την Εβδομάδα. Εγώ είχα μείνει με την αδερφή μου στο σπίτι. Πάρα πολύ δύσκολες στιγμές, πάρα πολύ δύσκολες. Εγώ είχα το διάβασμά μου, ναι μεν δεν το είχα συνειδητοποιήσει ακόμη, από τη μια έλεγα στον εαυτό μου ότι θα ζήσει, θα ζήσει, αλλά από την άλλη το είχα πάρει τόσο κατάκαρδα που ήταν λες και τον πενθώ κάποιες φορές, ότι: «Ξέρεις τι, Άννα; Θα πεθάνει». Είναι σκληρό, αλλά όταν έχεις γονιό με καρκίνο, πραγματικά σκέφτεσαι τα χειροτέρα. Δηλαδή όσο αισιόδοξος και να είσαι, δεν γίνεται. Βέβαια, η μητέρα μου δεν μου εξέφρασε ποτέ το τι λένε οι γιατροί, πώς πάνε οι εξετάσεις του. Εγώ τα κρυφάκουγα. Για να τα μάθω, πήγαινα στις εξετάσεις και τις διάβαζα, γιατί πραγματικά ήμουνα στα τυφλά, περπατούσα στα τυφλά, γιατί η μητέρα μου δεν ήθελε να με στεναχωρήσει, λόγω του διαβάσματος. Ήθελε οπωσδήποτε να περάσω κάπου, να μη με επηρεάσει. Εννοείται πως αυτό με επηρέασε πάρα πολύ. Αλλά κάπως έπρεπε να το σώσει όλο αυτό, να το μαζέψει και δυστυχώς το ζήσανε αυτοί οι δυο μαζί. Η μητέρα μου κάθε Δευτέρα πήγαινε με τον πατέρα μου για θεραπεία, δούλευε ταυτόχρονα και πήγαινε για θεραπεία μαζί του στο νοσοκομείο. Πολύ δύσκολες στιγμές. Δηλαδή μεγάλος αγώνας για επιβίωση. Μόνο η μητέρα μου ξέρει το πώς ένιωσε. Η αλήθεια είναι εμείς ήμασταν κάπως έξω από το χορό σε θέμα νοσοκομείου. Δεν είχα πάει ποτέ στο νοσοκομείο, δεν τον είχα δει ποτέ στο κρεβάτι. Τέλος πάντων, για να συνεχίσω, το Πάσχα έπεσε πάρα πολύ απότομα. Εκεί που ήταν πάρα πολύ καλά, άρχισε να χάνει πολλά κιλά, να φουσκώνει η κοιλιά του, να κιτρινίζει. Είχε αλλάξει τελείως μορφή. Εκεί είδαμε ότι εδώ σιγά σιγά κάτι γίνεται. Εκεί οι γιατροί αποφάσισαν να του κάνουν μία θεραπεία με ραδιενέργεια –κάπως έτσι ονομάζεται– η οποία είναι πολύ δύσκολη θεραπεία, γιατί είναι πολύ δυνατή. Δεν είναι απλά ένα φάρμακο που σου μπαίνει, είναι ραδιενέργειες που μπαίνουνε μέσα στο σώμα σου για να κάψουνε τον όγκο. Εν τέλει, έμαθα στο τέλος ότι αυτό το κάνανε για να συντομεύσει η κατάσταση του, για να μην πονέσει αργότερα. Δηλαδή, αν δεν την είχε κάνει, ίσως είχε υποφέρει περισσότερους μήνες. Άλλαξε τελείως η εμφάνιση του, όπως είπα. Άρχισε, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι το τέλος έρχεται. Του δώσανε 1 μηνά χρόνο. Είχε φτάσει πολύ λίγα κιλά. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Άκουγα τα βήματά του στον διάδρομο τόσο αργά, τόσο[00:20:00] βαριά, δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Ήταν απλά ξαπλωμένος στο σαλόνι, του ’χαμε βάλει ένα στρώμα στο σαλόνι κάτω, γιατί πραγματικά δεν μπορούσε να κοιμηθεί καθόλου στο κρεβάτι. Το μόνο που έκανε είναι να κοιτάει τηλεόραση. Ήτανε λες και περίμενε τον θάνατο. Δεν τον βλέπαμε καθόλου. Κι ας ήτανε στο σπίτι μέσα, δεν ήθελε καθόλου να τον βλέπουμε σ’ αυτή την κατάσταση. Εγώ βέβαια είχα το διάβασμά μου και πολλές φορές έκανα το λάθος να μην πηγαίνω, φοβούμενη και από την εικόνα του η αλήθεια είναι, γιατί είναι πολύ σκληρό να βλέπεις την εικόνα του πατέρα σου να αλλάζει τόσο ξαφνικά, εκεί που είχες την ελπίδα ότι παίρνει κιλά, γίνεται καλά. Και απλά να τον βλέπεις σε μία κατάσταση φοβερή.
Εγώ δεν ήξερα ότι του είχανε δώσει ένα μήνα χρόνο, αργότερα το έμαθα κι αυτό. Βέβαια άκουγα τη μητέρα μου κάθε πρωί να μιλάει στο τηλέφωνο με γνωστούς μας, γιατί δεν είχε σε ποιον άλλο να μιλήσει, ήθελε οπωσδήποτε να μιλάει. Ήτανε απεγνωσμένη πλέον, δηλαδή δεν ήξερε τι να κάνει. Πραγματικά κάναμε τα πάντα για να τον σώσουμε. Ένα πρωί είχε φτάσει… ήταν ημερομηνία 1 Ιουνίου. Ήτανε 7 το πρωί. Έρχεται η μητέρα μου και μας ξυπνάει με την αδερφή μου στο δωμάτιό μας, με μια φίλη της. Και λέει στην αδερφή μου: «Ναταλία, φεύγουμε, πάμε Αλβανία». Και της λέω: «Μαμά, τι γίνεται; Θα πατέ Αλβανία, εγώ τι θα κάνω;». Και μου λέει: «Εσύ θα κάτσεις εδώ να διαβάσεις». Τα παθαίνω όλα. Χάνω ξανά τη γη κάτω από τα ποδιά μου. Με παίρνουνε στην τουαλέτα που ήταν πια το μόνο μέρος που δεν μπορούσε να μας ακούσει κανένας. Μου λένε ότι θα φύγουνε με τον πατέρα μου, να τον πάνε να αποχαιρετήσει τους δικούς του. Το προηγούμενο βραδύ είχε προηγηθεί μια συνομιλία του πατέρα μου και της μητέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Η μητέρα μου τον παρακάλεσε να πάνε Αλβανία, γιατί ήξερε ότι το τέλος πλησιάζει. Όπως ξέρουμε όλοι, είναι πολύ δύσκολο να μεταφέρεις κάποιον νεκρό από Ελλάδα, Αλβανία. Ήταν και κορονοϊός, είναι πολύ σκληρό αυτό που λέω, αλλά δυστυχώς έτσι ήταν. Ο πατέρας μου θα έχανε τη ζωή του. Και ήτανε πάρα πολύ δύσκολο και έπρεπε και οπωσδήποτε να δει τους δικούς του ανθρώπους για τελευταία φορά. Παθαίνω κρίση πανικού. Άρχισα να τρέμω, να μην παίρνω ανάσα. Ήξερα ότι το τέλος πλησιάζει, ότι πρέπει να αποχαιρετήσω τον πατέρα μου. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα το κάνω αυτό. Βέβαια είχα πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι κάποια στιγμή θα έρθει αυτή η ώρα που θα αποχαιρετήσεις τον πατέρα σου, αλλά δεν το ’χα φανταστεί έτσι. Ο εγωισμός μου βέβαια με έκανε να πάω στο δωμάτιο μου, να ξαπλώσω, να τρέμω και απλά να κάνω ότι κοιμάμαι, για να μην τον αποχαιρετήσω. Κι όμως ο πατέρας μου χτύπησε την πόρτα. Έτρεχαν δάκρυα από τα ματιά του, με λυγμούς έκλαιγε και μου είπε ότι θέλει να με αποχαιρετήσει. Εκείνη την ώρα, δεν ξέρω τι είναι, ήρθε μια δύναμη από πάνω μου και σταμάτησαν όλα, σταμάτησε το τρέμουλο, σταμάτησε η κρίση πανικού, έτσι στα ξαφνικά. Μάζεψα ότι δύναμη είχα, λες και είχα μαζέψει τη δύναμη όλης της ζωής μου. Σηκώθηκα. Τον αγκάλιασα, με φίλησε και μου είπε ότι: «Ο μπαμπάς θα ξαναέρθει». Και απλά τον χτύπησα λίγο στην πλάτη και του κάνω: «Έλα, μωρέ μπαμπά, τώρα, μην κάνεις έτσι». Για να του δώσω κουράγιο. Εννοείται μετά φύγανε και ξέσπασα. Βέβαια δεν το συνειδητοποιείς εκείνη την ώρα, και να τον αποχαιρετήσεις, δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις το τι θα ακολουθήσει. Μόνη μου στην Ελλάδα, σ’ ένα σπίτι πραγματικά άνω κάτω. Μόλις είχανε φύγει όλοι. Είχανε έρθει όλοι οι αγαπημένοι του οι φίλοι να τον αποχαιρετήσουν. Πολύ δύσκολη στιγμή, δεν την είδα ποτέ και ευτυχώς που δεν την είδα. Βασικά δεν είδα πολλά πράγματα, αλλά πιστεύω ότι ήταν για καλό, γιατί κάποιες στιγμές είναι πολύ δύσκολες, δεν γίνεται να τις ζήσουμε όλες. Έμενα στην κολλητή μου εκείνες τις μέρες. [00:25:00]Της είπα ότι έφυγαν οι γονείς μου και έπρεπε κάπου να μείνω. Δεν γινόταν να μείνω μόνη μου, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. Και το βραδύ στις 3 Ιουνίου ξημερώματα, 5 η ώρα, χτυπάει το τηλέφωνο. Χτύπησε 5- 6 φορές. Εννοείται πως εγώ ήξερα ακριβώς τι θα μου πούνε, ήξερα ότι ο πατέρας μου πέθανε, γιατί δεν είναι συνηθισμένο να σε παίρνουνε 5 η ώρα το πρωί τηλέφωνο. Ήταν ένας θείος μου από την Αθήνα και μου είπε, αφού το σήκωσα μετά από 6 φορές, μου είπε ότι: «Ξέρεις, Άννα, ο πατέρας σου δεν είναι καλά και πρέπει να πάμε Αλβανία να τον δεις». Στην αρχή το πίστεψα, πραγματικά είπα ότι όντως δεν είναι καλά και ότι πρέπει ίσως να τον αποχαιρετήσω για δεύτερη φορά. Και απλά έκλεισα το τηλέφωνο. Για κάποιο λόγο μου ήρθε η επιθυμία ασυναίσθητα να μπω στο facebook. Δεν ξέρω γιατί. Και είδα απλά μια δημοσίευση της μητέρας μου να έχει βάλει τη μαύρη κορδέλα ως προφίλ, γιατί δεν γίνεται να ενημερώσεις τους ανθρώπους αλλιώς, πλέον είναι η τεχνολογία. Δηλαδή το να παίρνεις τηλέφωνο πραγματικά εκείνη την ώρα δεν παίζει, δεν γίνεται, είναι ακατόρθωτο. Κι ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ νέος άνθρωπος, μόλις στα 50 του χρόνια, οπότε είχε πολύ αγαπημένους ανθρώπους και ήταν και ένας πολύ κάλος άνθρωπος. Δηλαδή δεν είναι… αυτό του άξιζε, να έχει πολλούς ανθρώπους δίπλα του. Εννοείται εκείνη την ώρα άρχισα να ουρλιάζω. Τα συναισθήματα είναι… ενώ δεν το ‘χεις συνειδητοποιήσει, ταυτόχρονα αρχίζεις να πενθείς, να φωνάζεις, να κλαις: «Πέθανε ο πατέρας μου». Δεν ήθελα να πάω ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα. Δεν θέλω να πάω στην κηδεία. Μου βγήκε ασυναίσθητα. Μπορεί να είναι λάθος για κάποιον ηθικά, αλλά πραγματικά με τη σκέψη ότι θα έβλεπα τον πατέρα μου σε ένα φέρετρο δεν το άντεχα. Δεν το άντεχα, ήθελα να τον θυμάμαι όπως έφυγε, όπως τον θυμόμουν εγώ, όπως τον είχα στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να τον δω ξαφνικά σε ένα φέρετρο και να τον θάβουν. Στην αρχή μου είπανε να πάω, γιατί έτσι ήταν το σωστό. Εννοείται αυτά είναι προκαταλήψεις. Σε μικρή κοινωνία, όπως η Αλβανία, ήτανε ντροπή να μην πάω ως παιδί του και μεγάλη κοπέλα πλέον. Όμως, παρ’ όλα αυτά, μίλησα με τη μητέρα μου και με έπεισε να κάτσω στην Ελλάδα και να δω το διάβασμά μου και να πέτυχω, γιατί ο πατέρας μου αυτό ήθελε, να πέτυχω. Αφού να φανταστείτε, μέχρι και τελευταία στιγμή όταν είχε πάει Αλβανία, έλεγε ότι: «Εγώ θα κάτσω 10 μέρες και θα φύγω Ελλάδα, γιατί δίνει Πανελλήνιες η κόρη μου». Το ήθελε πάρα πολύ. Περίμενε μια ζωή να περάσω στις Πανελλήνιες. Και γι’ αυτό και έκατσα, γι’ αυτόν. Ναι μεν δεν ήθελα κι εγώ να πάω στην κηδεία, αλλά πιστεύω ούτε αυτός δεν ήθελε να πάω, ν’ αφήσω το διάβασμα, γιατί αν πήγαινα θα είχε φύγει το διάβασμα, δεν θα είχα δώσει ποτέ Πανελλήνιες. Η αλήθεια είναι ότι, πριν πεθάνει ο πατέρας μου, είχα πει στην καθηγήτριά μου που μου έκανε μαθήματα ότι: «Ξέρεις τι, Κωνσταντίνα; Δεν θα δώσω Πανελλήνιες, δεν πιστεύω ότι θα μπορέσω». Κι όμως ξαναμάζεψα αυτή τη δύναμη που είχα, ίσως μου έδωσε ο πατέρας μου αυτή τη φορά ως ένας άγγελος που έγινε. Γιατί πιστεύω πολύ στο ότι η ψυχή μένει, δεν φεύγει ποτέ. Και έδωσα Πανελλήνιες. Ήτανε πολύ δύσκολη φάση κι αυτή. Ήμουνα με μαύρα ρούχα, πενθούσα, είχε γυρίσει η μητέρα μου από την Αλβανία με την αδερφή μου. Η αδερφή μου ήτανε στην κηδεία. Κι αυτή το πέρασε πάρα πολύ δύσκολα. Η αδερφή μου, όντας πιο δεμένη από μένα με τον πατέρα μου, πραγματικά ήτανε πολύ δύσκολο. Η μητέρα μου πενθούσε πάρα πολύ, δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Συνέχεια είχε τη φωτογραφία του πάνω της. Αρνιόταν τα πάντα. Έκλαιγε. Και λογικό το βρίσκω. Ήταν πάρα πολλά χρονιά μαζί και ήταν και πάρα πολύ αγαπημένοι. Την πρώτη μέρα των Πανελλήνιων, λοιπόν[00:30:00], είχα ανάμεικτα συναισθήματα, γιατί δεν ήξερα τι αντιμετώπιση θα έχω από τους άλλους. Ως εγωιστικό άτομο που δεν θέλει έτσι πολλά δράματα, φοβόμουν ότι θα έρθουν, θα πέσουν όλοι κατά πάνω μου ή θα με λυπηθούνε έστω, γιατί το αίσθημα της λύπης προς ένα άτομο δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν καλή αντιμετώπιση. Το πρώτο μάθημα ήταν η Έκθεση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε, ήρθε ο διευθυντής μου, με ακούμπησε στον ώμο και μου είπε: «Συλλυπητήρια». Τραγική στιγμή. Δηλαδή δεν περίμενα ποτέ ότι αυτό, ότι θα δίνω Πανελλήνιες και ο πατέρας μου θα ’χει πεθάνει. Ποτέ δεν το φαντάστηκα. Έπαιρνα τα γυαλιά του και τα έβαζα μπροστά στο θρανίο και ήτανε λες και με κοιτούσε εκείνη την ώρα και μου έδινε δύναμη. Δεν έφευγα ποτέ από το σπίτι χωρίς τα γυαλιά του και χωρίς να πάω στη φωτογραφία του και να του πω: «Μπαμπά, πες μου καλή επιτυχία». Ένιωθα ότι έτσι θα πάρω δύναμη, ότι θα είναι μαζί μου. Ήτανε ήδη μαζί μου, αλλά ήθελα εκείνη τη στιγμή, ήθελα πολύ να βρίσκεται, να τον νιώθω κοντά μου. Όταν ήρθε ο Αύγουστος, λοιπόν… Έδωσα τις Πανελλήνιες βέβαια πολύ δύσκολα, δεν ήμουν καθόλου συναισθηματικά εκεί, στις Πανελλήνιες. Είχα διαβάσει αρκετά, αλλά ήταν λες και έγινε κάτι, λες και διαγράφηκαν πολλά πράγματα από το μυαλό μου, δηλαδή δεν έδωσα το 100%. Και νομίζω ότι κι αυτό που έδωσα έφτανε για την περίπτωση μου. Όταν ήρθε ο Αύγουστος, λοιπόν, την ημέρα που θα έβγαιναν τα αποτελέσματα, ήμουνα μόνη μου σπίτι. Έκατσα στο σαλόνι, πήγα μπροστά από τη φωτογραφία του και πήρα το κινητό και περιμέναμε μαζί τ’ αποτελέσματα. Ήμουνα μαζί με τον μπαμπά μου εκείνη την ώρα. Βγήκανε. Εντάξει, μεγάλη χαρά. Ήταν η πρώτη μου επιλογή η Φιλοσοφία, στα Ιωάννινα συγκεκριμένα. Μπήκε μια χαρά στο σπίτι, μετά από 2 μήνες ήτανε λες και μπήκε ένα φως. Η μητέρα μου άρχισε να μοιράζει γλυκά σε όλη τη γειτονιά. Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό την είδα χαρούμενη, γιατί δεν είναι μόνο το θέμα από τη στιγμή που πέθανε, ήτανε από τότε που αρρώστησε ο πατέρας μου, δεν είχαμε καθόλου χαρά στο σπίτι. Περνούσαμε πάρα πολύ δύσκολα. Ο πατέρας μου ήρθε και στο όνειρό μου. Είχε γεμίσει όλη τη σκάλα με μπαλόνια και δώρα και χαμογελούσε πολύ έντονα. Γιατί πιστεύω και πολύ στα όνειρα, νομίζω ότι είναι ένα παραθυράκι ώστε να συναντιόμαστε κάπως με τους αγαπημένους μας ανθρώπους που έχουμε χάσει. Αυτά. Είμαι πολύ χαρούμενη που τελικά δεν τα παράτησα και έδωσα Πανελλήνιες. Νομίζω ότι το έκανα και για τον εαυτό μου, αλλά περισσότερο το έκανα και για τον μπαμπά μου, για να νιώσει περήφανος εκεί που είναι.
Πάρα πολύ όμορφα είναι αυτά που μου λες. Θέλεις να μιλήσουμε για κάτι άλλο συγκεκριμένο; Ας πούμε, θες να μου περιγράψεις λίγο πώς ήταν οι πρώτες μέρες χωρίς τον μπαμπά σου;
Οι πρώτες μέρες χωρίς τον μπαμπά μου…
Πώς ήσασταν μες στο σπίτι;
Όταν πέθανε ο μπαμπάς μου, η μαμά μου ήταν ακόμη Αλβανία για την κηδεία. Γύρισε μετά από 9 μέρες. Στην αρχή, όταν δεν ήταν η μητέρα μου ακόμη στο σπίτι, ήμουνα αρκετά ήρεμη, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη τι γίνεται γύρω μου. Ο πατέρας μου έφυγε σε ένα ταξίδι. Έφυγε Αλβανία. Έτσι τον αποχαιρέτησα. Ούτε πήγα στην κηδεία να τον δω πεθαμένο, ούτε να τον βλέπω στο νεκροταφείο. Τον αποχαιρέτησα όπως θα έφευγε πάντα σε ένα ταξίδι. Βέβαια αυτή τη φορά ήταν αποχαιρετισμός με κλάματα, γιατί ξέραμε ότι είναι δύσκολα τα πράγματα, αλλά ήταν λες και έφευγε σε κάποιο ταξίδι, με αποτέλεσμα αυτό να μου κάνει και καλό και κακό ταυτόχρονα, γιατί ακόμη και σήμερα μου έχει μείνει η ιδέα ότι ο πατέρας μου έχει φύγει κάπου και ίσως επιστρέψει κάποια στιγμή. Οπότε υπήρχε μία άρνηση να το πω, μία μη αποδοχή της κατάστασης. Ήμουνα πάρα πολύ ήρεμη. Δηλαδή, ενώ όλοι μου λέγανε: «Συλλυπητήρια, λυπόμαστε πολύ», δεν καταλάβαινα τι εννοούνε στην πραγματικότητα, δεν μπορούσα να καταλάβω το συναίσθημα του πένθους. Όταν ήρθε η μητέρα μου[00:35:00] όμως και δεν είχε τον πατέρα μου στο πλάι της, η αλήθεια είναι ότι κάτι έγινε μέσα μου, κάτι συνειδητοποίησα και είπα: «Ώπα κάτσε. Ο μπαμπάς;». Οπότε κάπου εκεί συνειδητοποίησα τι γίνεται, αλλά παρ’ όλα αυτά νομίζω ότι ποτέ δεν το συνειδητοποιείς και ποτέ δεν το αποδέχεσαι. Ειδικά εγώ που, όπως είπα, έφυγε σε ένα ταξίδι απλά και δεν επέστρεψε ποτέ.
Αυτή τη στιγμή πώς διαχειρίζεσαι αυτή την απώλεια;
Να ξεκαθαρίσω ότι έχω πάει μόνο μία φορά στο νεκροταφείο. Γενικά αρνούμαι να πάω. Δεν νιώθω ακόμη έτοιμη να πάω, να αντικρύσω τον τάφο του πατέρα μου, δηλαδή ξαφνικά να δω το όνομα του σε μία ταφόπλακα. Είναι πάρα πολύ σκληρό για ένα παιδί που απλά τον αποχαιρέτησε και δεν ξαναήρθε ουσιαστικά. Αυτή τη στιγμή ο πόνος είναι πιο γλυκός, δηλαδή σκέφτομαι τις ωραίες τις στιγμές, γιατί δεν μου δόθηκε και η ευκαιρία να πενθήσω 100%, λόγω του ότι δεν ήμουν στην κηδεία. Αυτή τη στιγμή προσπαθώ να δω κάποιον ψυχολόγο. Έπρεπε να γίνει από την αρχή βέβαια αυτό. Απλά τώρα ως φοιτήτρια είπα ότι: «Τώρα που έχω χρόνο, τώρα θα το κάνω». Νομίζω είναι καλυτέρα τώρα, πάρα να ήτανε πλέον αργά. Τώρα είναι αρχή ακόμη. Τώρα ξεκίνησα, η αλήθεια είναι, να βλέπω κάποιον ψυχολόγο, αλλά πιστεύω σιγά σιγά θα το ξεπεράσω, γιατί και εγώ από την αρχή το αντιμετώπισα με πάρα πολύ δύναμη. Πάρα πολύ δύναμη, γιατί με βοήθησαν και οι καταστάσεις.
Αρά, από αυτά που καταλαβαίνω, τον αισθάνεσαι κοντά σου ακόμα και τώρα.
Ναι, είναι παντού. Δηλαδή δεν πιστεύω ότι θα πάω στο νεκροταφείο και θα είναι εκεί. Είναι παντού, είναι διπλά μου, είναι στην καρδιά μου. Κάπου περιφέρεται εδώ. Όπου και να πάω.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!
Κι εγώ ευχαριστώ!
Περίληψη
Η Άννα έχασε τον πατέρα της από καρκίνο. Αφηγείται αυτό το επώδυνο βίωμα, από την αρχική διάγνωση της νόσου μέχρι το τελευταίο αντίο. Η απώλεια αυτή ήρθε σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής της, όταν έδινε Πανελλήνιες. Όμως, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, κατάφερε να βρει δύναμη, να δώσει τις εξετάσεις και να περάσει στη σχολή που ήθελε. Ο πατέρας της, όπως λέει η ίδια, είναι πάντα δίπλα της.
Αφηγητές/τριες
Άννα Τσαφάι
Ερευνητές/τριες
Ευστρατία Βουλγαρίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/11/2021
Διάρκεια
37'
Περίληψη
Η Άννα έχασε τον πατέρα της από καρκίνο. Αφηγείται αυτό το επώδυνο βίωμα, από την αρχική διάγνωση της νόσου μέχρι το τελευταίο αντίο. Η απώλεια αυτή ήρθε σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής της, όταν έδινε Πανελλήνιες. Όμως, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, κατάφερε να βρει δύναμη, να δώσει τις εξετάσεις και να περάσει στη σχολή που ήθελε. Ο πατέρας της, όπως λέει η ίδια, είναι πάντα δίπλα της.
Αφηγητές/τριες
Άννα Τσαφάι
Ερευνητές/τριες
Ευστρατία Βουλγαρίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/11/2021
Διάρκεια
37'