© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ξενιτιά δίχως τα παιδιά: Η μετανάστευση και η «σφιχτή ζωή» του Δημητρή Τσινκαλή στη Γερμανία

Κωδικός Ιστορίας
13947
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτριος Τσικμανλής (Δ.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/07/2021
Ερευνητής/τρια
Χρυσή Δήμητρα Τσικμανλή (Χ.Τ.)
Χ.Τ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, λέγομαι Χρυσή Τσικμανλή, βρίσκομαι στο σπίτι του αφηγητή στη Νέα Βύσσα και είναι 17 Ιουλίου 2021. Θέλετε να μας πείτε το όνομά σας; 

Δ.Τ.:

Ναι, Τσικμανλής Δημήτριος.

Χ.Τ.:

Ωραία, θα ξεκινήσουμε για να μας πείτε για τα σχολικά σας χρόνια στη Βύσσα.

Δ.Τ.:

Στη Βύσσα ναι. Τα… Εγώ τα σχολικά μου χρόνια τα ξεκίνησα το 1940, Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, σε αυτούς τους δύο-τρεις μήνες. Μόλις ξεκίνησα είχαμε από μια πλάκα κι ένα κοντύλι, σαν την κιμωλία ήταν και γράφαμε στην πλάκα και τα σβήναμε. Αλλά μέσα στον Οκτώβρη, σε δύο μήνες μέσα που είχε ανοίξει το σχολείο, γίνεται η επιστράτευση, κλείνουν τα σχολεία και εγώ με δύο μήνες σχολείο που πήγα, αυτό ήταν το σχολείο μου. Αφού κλείσαν τα σχολεία, τους δασκάλους μάς τους πήραν στρατιώτες, δασκάλες... έκλεισαν τα σχολεία. Μετά, τέσσερα χρόνια, από το ‘40 μέχρι το ‘44, 4 χρόνια, είχαμε κατοχή. Σχολείο δεν υπήρχε. Στο τέλος του ‘45 μετά, έφυγαν οι Γερμανοί, τους ‘διώξαν τους Γερμανούς και από κει και πέρα το ‘45 αρχίσαμε να ξαναπηγαίνουμε πάλι στο σχολείο, ξεκινήσαμε κανονικά το ‘45 στο σχολείο. Μας τάιζαν στο σχολείο απ' την ΟΥΝΡΑ, απ’ την Αμερική μας τάιζαν συσσίτιο. Λοιπόν, αυτό κράτησε κάνα δύο χρόνια, όσο να γίνουμε εμείς 15-16 χρονών. Μεγάλοι πήγαμε στο σχολείο, τέσσερα τόσα τα χρόνια που δεν πήγαμε, πήγαμε μετά μαζεμένα τα χρόνια, απ' την τρίτη την τάξη αρχίσαμε να πηγαίνουμε στο… πια στα σχολεία μας. Λοιπόν, μόλις αρχίσαμε… Τελειώσαμε τα σχολεία με το... τα κανονικά που πηγαίναμε, αρχίζει ο ανταρτοπόλεμος. Στον ανταρτοπόλεμο τα σχολεία πάλι κλείσαν σχεδόν, σχεδόν πάλι κλείσανε. Πήγαν οι δασκάλοι πάλι τους επιστρατεύσαν… Από κει, αφού τους επιστρατεύσαν τους δασκάλους, εμείς πια είχαμε τελειώσει, η ηλικία μας μεγάλωσε, εγώ έγινα 16 χρονώ, έγινα. Όταν έγινα 16 χρονώ και δεν πήγαινα σχολείο λοιπόν, από κει και πέρα μετά άρχισαν τα… Άρχισε η υπόλοιπη ζωή μας, η μη σχολική ζωή μας άρχισε. 

Χ.Τ.:

Πώς άρχισε, τι κάνατε μετά το σχολείο;

Δ.Τ.:

Τι κάναμε; Γεωργικές δουλειές. Εμείς, όταν ήμαν εγώ 15 και 16 χρονώ—. Βοηθούσα τον μπαμπά μου, βοηθούσα. Γεωργικές. Να με τα ζώα, με τα αυτά, ό,τι μπορούσαμε. Από κει η ζωή μας κράτησε απ' το... απ’ τα 16 τα χρονώ, απ’ τα 15-16 χρονώ… Ο ανταρτοπόλεμος τελείωσε κι αυτός, κατά το ‘49 τελείωσε ο ανταρτοπόλεμος πια. Από κει και πέρα στρώσαν τα σχολεία αλλά εγώ δεν πήγαινα στο σχολείο. Εγώ πήγαινα σε γεωργικές δουλειές μετά το… Μετά τα 15 μου τα χρόνια πήγαινα στις γεωργικές τις δουλειές. Από κει μέχρι που πήγα στρατιώτης μετά, βοηθούσα τον μπαμπά μου. Ειδικά με τα γελάδια, με τα άλογα, με τα βόδια, τον βοηθούσα. Και όταν πήγαμε στρατιώτες, από κει και πέρα πια άρχισα... Στρατιώτες πήγαμε το 1956, πήγαμε στρατιώτες, κράτηξε κάνα, δύο χρόνια, δεκαοκτώ μήνες κράτηξε το στρατιωτικό μας. Όταν απολύθηκα από τον στρατό το 1957, που απολύθηκα στο τέλος κατά τα Χριστούγεννα από τον στρατό, μετά άρχισα να ψάχνω να κάνω μια δική μου δουλειά. Να φύγω από την γεωργική. Είδα ότι η γεωργική που την έκαναν... που την φτιάχναμε με τον μπαμπά μου, δουλεύαμε, δουλεύαμε, δουλεύαμε δεν είχε απόδοση. Κουραζόμασταν αλλά δεν είχε απόδοση. Πιάστηκα μετά απ’ το 1958, -δεν είχα και λεφτά, δεν είχα- πιάστηκα να φτιάξω λίγα λεφτά δικά μου για να κάνω δικιά μου δουλειά. Έψαξα και δούλεψα στην εταιρεία «Δομική», που έκανε τα αντιπλημμυρικά έργα στον Έβρο ποταμό. Και μας πλήρωνε [00:05:00]πολύ καλά. Όσα έβγαλα εγώ σ’ εκείνο τον χρόνο, σ’ εκείνο το εξάμηνο που αρχίσαμε απ' την άνοιξη μέχρι τα Χριστούγεννα όσα έβγαλα μόνος μου απ' τη «Δομική», όλη η οικογένεια απ’ το σπίτι μου δεν μπορούσε να βγάλει τόσα λεφτά. Εγώ έβγαλα πέντε-έξι χιλιάδες δραχμές, η οικογένειά μου με τόσα αυτά που είχε και με ζώα και με το ένα και με το άλλο, τόσα λεφτά δεν έβγαλε. Είδα ότι η ξεχωριστή δουλειά που άρχισα να κάνω, κάπως απέδωσε. Και αφού έπιασα λίγα λεφτά, πέντε-έξι χιλιάδες δραχμές δικά μου λεφτά, πιάνομαι με το επάγγελμα των γαλοπουλιών. Με τα γαλόπουλα που έπιασα, τα δούλεψα περίπου τα χρόνια όλα μαζί, καμιά δεκαριά χρόνια κράτησε... κράτηξαν τα γαλόπουλα. Αλλά δεν μας βοηθούσε το κράτος καθόλου. Όταν εγώ έβγαζα παραγωγή γαλόπουλα και τα πουλούσα, τα έδωνα από τριάντα δραχμές το κιλό τότε το 1959 το 1960, τα έδωνα τριάντα δραχμές το κιλό, τον άλλον τον χρόνο που έκανα τον λογαριασμό μου και έβγαζα περισσότερα γαλόπουλα. Άρχισα να βγάζω, όχι. Όλοι έβγαζαν, κι άλλοι έβγαζαν γαλόπουλα αλλά έβγαζαν οικογενειακά, από δεκαπέντε-είκοσι κομμάτια γαλόπουλα. Τόσα έβγαζαν. Εγώ άρχισα να βγάζω, μετά πιάστηκα από διακόσια γαλόπουλα και έβγαζα μέχρι δύο χιλιάδες γαλόπουλα, έβγαζα μέσα στην χρονιά. Τον άλλον τον χρόνο τα γαλόπουλα έκαμα τον λογαριασμό μου, λέω: «Αφού τα πούλησα τριάντα δραχμές το κιλό από τόσο-τόσο, θα βγάλω τώρα πεντακόσια γαλόπουλα φέτος και για του χρόνου άμα είναι θα βγάλω περισσότερα, θα τα έχω χίλια, όσο να μπορώ να βγάλω... Να τα κάνω... Να περάσω τα χίλια». Τον άλλον τον χρόνο όμως τι γινόταν; Έκαναν μια εισαγωγή απ’ έξω το κράτος, απ' την Ουγγαρία από που έφερναν γαλόπουλα... κι εγώ απ’ τις τριάντα δραχμές που πουλούσα τον πρώτο τον χρόνο, τον άλλον τον χρόνο πουλούσα δώδεκα δραχμές. Πήγαινα μέχρι τα αυτιά στο χρέος, μέχρι τα αυτιά μου πήγαιναν μες στο χρέος. Ούτε τα έξοδα δεν μπορούσα να βγάλω, ούτε τα έξοδα. Διότι εγώ εκεί έφτιαχνα έξοδα. Είχα κι έναν γέρο μόνιμο, τότε ήταν καμιά 60άρια χρονώ ο γέρος. Είχα κι ένα μόνιμο γέρο εκεί πέρα και άρχισα να το παλεύω έτσι με δικές μου δυνάμεις. Να κάνω δάνεια, να παίρνω δάνεια. Έβγαλα χίλια τον άλλον το χρόνο, τον τρίτο το χρόνο πήγα χίλια πεντακόσια γαλόπουλα αλλά επειδή δεν μας βοηθούσε το κράτος, τον έναν το χρόνο πιάναμε λίγα χρήματα, τον άλλον το χρόνο τα χάναμε τα χρήματα, τον άλλον πιάναμε… Λοιπόν δεν πρόκοψε η δουλειά και το 1964 μετά, το 1964, το τέλος του ‘64 αναγκάστηκα τ’ άφησα το πτηνοτροφείο, είχα χτίσει κτίσματα λοιπόν, αφήνω και τον γέρο εκεί που είχα έναν γέρο για να κρατάει, να συντηράει αυτά.

Δ.Τ.:

Κι εγώ είπα: «Θα πάω στη Γερμανία να δουλέψω δύο τρία χρόνια, να πιάσουμε κεφάλαιο και να δυναμώσω». Αφού πήγα το 1964 ως το 1965, αρχάς ‘65 την Πρωτοχρονιά, όλα τα χαρτιά μου τα ’φτιαξα στην Γερμανία και έπιασα δουλειά και άρχισα να δουλεύω στην Γερμανία. Αφού άρχισα να δουλεύω, σε κανένα χρόνο μέσα, δεν πάει και χρόνος, πάνε δέκα μήνες, παίρνω και την γιαγιά. Γιατί πρώτα πήγα εγώ μόνος μου. Με συμβόλαιο πηγαίναμε. Κάνω μετά συμβόλαιο τη γιαγιά, παίρνω και την γιαγιά το 1965 κατά τον Οκτώβριο μήνα, την πήρα και την γιαγιά και δουλεύαμε μετά και οι δυο μαζί στη Γερμανία αλλά είχαμε συμβόλαια. Η γιαγιά δούλευε με συμβόλαιο στη Siemens, ‘γω δούλευα στην MAN, στα αυτοκίνητα και ξέρω ‘γω. Από κει και πέρα... Εδώ τα μπέρδεψα… Εδώ τα μπερδεύω. Λοιπόν δύο φορές έκανα απόφαση στη Γερμανία. Όταν πήγα την πρώτη φορά κι έκανα τα τρία τα χρόνια, 1966-1969… Το ‘67 γεννήθηκε ο μπαμπάς σας, ο γιός μας γεννήθηκε, δικός σας μπαμπάς γεννήθηκε και αφού είχαμε δουλέψει ‘κανα δύο χρόνια τρία με την μαμά και πιάσαμε ένα κεφάλαιο, από ότι θυμάμαι καμιά διακοσαριά χιλιάρικα, τότε [00:10:00]το 1969 περίπου φύγαμε απ' την Γερμανία και πιαστήκαμε... Επειδή πιάσαμε λίγο αυτό… Δεν πιαστήκαμε να κάνουμε την πτηνοτροφία. Την πτηνοτροφία την άφησα εγώ στον γέρο, όσα έβγαζε ο γέρος. Εγώ πιάστηκα στην εμπορική. Δούλεψα ‘69, ‘68… Δούλεψα ‘κανα δύο χρόνια, τώρα δεν τα θυμάμαι πόσα... ‘κανα δύο χρόνια στην εμπορική. Τον πρώτο τον χρόνο εβγάλαμε καλά λεφτά, τον άλλον το χρόνο κι εκεί δεν εβγάλαμε. Μια έτσι πήγαινε μια… Και κεφάλαιο δεν είχαμε μεγάλο εμείς, με παροτρύνει κι η γιαγιά με λέει: «Να τα μαζέψουμε, να φύγουμε, να πάμε στην Γερμανία και να μην ξανάρθουμε». Τα μαζεύουμε, μετά το ‘70 ξαναπήγαμε στο δεύτερο στην Γερμανία. Αφήσαμε, τώρα στο δεύτερο όταν πήγαμε το 1970 στην Γερμανία, τον μπαμπά σας τον αφήσαμε 2-3 χρονώ, τον αφήσαμε στους δικούς μου τους γονείς. Πήγα 'γω μπροστά τώρα…

Χ.Τ.: Έλα τώρα, κρατήσου.
Δ.Τ.:

Δεν μπορώ να μιλήσω…

Χ.Τ.:

Θέλετε να κάνουμε ένα διάλειμμα;

Δ.Τ.:

Ναι.

Χ.Τ.:

Ναι; 

Δ.Τ.:

Τη δεύτερη τη φορά τώρα που πήγα πάλι, στην αρχή πήγα μόνος μου. Άφησα τη μαμά σου με τον μπαμπά σου. Ήταν κάνα 2-3 χρονώ ο μπαμπάς σου. Σε κανένα χρόνο πάλι τη μαμά σου εγώ την πήρα στη Γερμανία και τον μπαμπά σου τον αφήσαμε στους γονείς τους δικούς μας. Χωρίς παιδιά! Η Τασούλα ήταν μεγάλη κατά... Τότε το ‘70... Ήταν κατά δέκα… Το ‘57 γεννημένη, το ‘70 ήταν κατά 12-13 χρονώ, πόσο ήταν. Ο μπαμπάς σου που ήταν μικρός, τους αφήσαμε στην γιαγιά την Κατσίκαινα κι εμείς δουλεύαμε, χωρίς τα παιδιά. Και τον μπαμπά σου τον πήραμε μετά στη Γερμανία το χίλια... Ύστερα από κάνα ένα-ενάμιση χρόνο τον πήραμε και εκείνον στη Γερμανία. Και από κει και πέρα μετά μείναμε κι εμείς στη Γερμανία μέχρι που βγήκαμε στη σύνταξη. Μέχρι το 1995 μείναμε στη Γερμανία. Αλλά τις πίκρες που περάσαμε χωρίς, χωρίς παιδιά... Σε ξένα χέρια αφήσαμε στην Ελλάδα, τα παιδιά μας και εμείς μονάχοι μας στη Γερμανία... Όταν με έρχεται στον νου δεν μπορώ... Δεν μπορώ ούτε να μιλήσω από την πικρία... Δεν μπορώ να μιλήσω... Την πικρία… Και αφού περάσαμε όλα αυτά μέχρι το 1995, βγήκαμε στη σύνταξη και τελείωσαν τα… Τελειώσαμε, τελείωσε η ξενιτιά μας.

Χ.Τ.:

Για τη Γερμανία ποιος σας είπε; Πώς μάθατε για να πάτε;

Δ.Τ.:

Το 1960 εγώ που ήμαν, που είχα τα γαλοπούλα που είχα, είχε βγει ο Καραμανλής ο γέρος, είχε βγει ένας νόμος επειδή είχαμε τόση φτώχεια να μπορούν ο κόσμος να βγαίνουν, να πηγαίνουν να δουλέψουν όπου βρουν. Και εμείς σε αυτά τα τρία, τα τέσσερα τα χρόνια κοιτάζαμε να ορθοποδήσουμε. Αν έτσι, αν σήμερα αύριο δεν μπορούσαμε να ορθοποδήσουμε... Το 1965 πήγαμε και πιάσαμε δουλειά στη Γερμανία, πιάσαμε δουλειά και αρχίσαμε να δουλεύουμε στη Γερμανία. Κι εκεί μετά πήγαμε για λίγα χρόνια... Ακόμα κάνα δύο χρόνια, ακόμα κάνα δύο χρόνια και κάναμε—

Χ.Τ.: Γελούσαμε τον εαυτό μας.
Δ.Τ.:

Απ' το‘65 μέχρι το ’95, αν τα βάλουμε όλα μαζί που είχαμε και διακοπές κάνα δυο χρόνια, είναι τριάντα χρόνια ξενιτιά, κάναμε. Αυτά ήταν στη Γερμανία. Στη Γερμανία και εκεί περάσαμε, δεν περάσαμε τόσο εύκολα. Εμείς ήμασταν μαθημένοι από κλίμα γεωργικό, με ελεύθερη ζωή, δεν είχαμε... Μπορεί να δουλεύαμε μεν σκληρά, αλλά δεν είχαμε με τις ώρες και με τα αυτά να δουλεύουμε όλο, πώς δουλεύαμε στη Γερμανία. Διάφορες δουλειές στη Γερμανία και σκληρές δουλειές. Σε αυτές τις σκληρές δουλειές όποιος δεν άντεχε γυρνούσε, έφευγε. Εγώ [00:15:00]δούλεψα σε πολλά εργοστάσια. Δούλεψα, δούλεψα σχεδόν σε όλα τα χρόνια αυτά. Δούλεψα σε χυτήριο πρώτα-πρώτα, δούλεψα από το 1965-66 δούλεψα σε χυτήριο. Μετά το χυτήριο, η δουλειά ήταν και βαριά και ξέρω εγώ και ήρθαμε στην Ελλάδα σε λίγο καιρό. Μετά που πήγαμε στο δεύτερο το 1970 αρχίσαμε να δουλεύουμε σε διάφορα εργοστάσια μετά. Έληξε και το συμβόλαιο μας -ήταν για ένα χρόνο- μετά μπορούσαμε να πάμε όπου θέλουμε. Μετά το συμβόλαιο, όταν έληγε πηγαίναμε όπου θέλαμε, δουλεύαμε. Εγώ δούλεψα σε κάνα δυο αυτοκινητοβιομηχανίες και χώρια σε άλλα εργοστάσια. Και τελευταία δούλεψα σε μία χαρτοβιομηχανία καμιά δεκαριά χρόνια και βγήκαμε στη σύνταξη.

Χ.Τ.:

Θυμάστε τι προετοιμασία κάνατε για να πάτε; Αν κάνετε κάποιες εξετάσεις για γιατρούς, για να ταξιδέψετε;

Δ.Τ.:

Ναι. Για να πάμε στη Γερμανία, όταν πηγαίναμε και το 1965 και στο δεύτερο που πήγαμε μετά το ‘70 περνούσαμε, μας περνούσαν επιτροπή. Ήταν η γερμανική επιτροπή στην Αθήνα και ένα δόντι άμα μας έλειπε, ένα δόντι άμα μας έλειπε...

Χ.Τ.: Έπρεπε να το φτιάξεις.
Δ.Τ.:

Η επιτροπή μας έκοβε, δεν μας έπαιρνε στη Γερμανία. Λοιπόν έπρεπε να διορθώσουμε το δόντι μας. Όχι άλλοι κι άλλοι. Απ’ το δόντι εγώ πιάνω. Όποιος ήταν άρρωστος, τον άρρωστο δεν τον παίρνανε. Ακόμα ορισμένοι κι ένα δόντι που τους έλειπε, και για ένα δόντι πολλά παιδιά που ήμασταν τότε 30 χρονών που ήμασταν που τα έλειπαν άλλο ένα δόντι, άλλο δύο δόντια. Επειδή τα έλειπαν τα δόντια, τους έλεγαν: «Να πάτε να διορθώσετε τα δόντια σας και μετά ξαναέρχεστε». Ναι αλλά μετά το συμβόλαιο εκείνο τελείωνε. Έπρεπε πάλι απ’ την αρχή να πιάσει να φτιάχνει χαρτιά, είχε φασαρία. Περνούσαμε, οι Γερμανοί μας περνούσαν, τότε πηγαίναμε εμείς μετανάστες αλλά δεν πηγαίναμε σαν όπως σήμερα έρχονται αυτοί οι λαθρομετανάστες χωρίς να θέλει το ελληνικό το κράτος να τους... να μπαίνουν μέσα στο κράτος με τη δική τους τη θέληση. Εμείς με συμβόλαια πηγαίναμε στη Γερμανία και με συμβόλαια δουλεύαμε. Δεν ήμασταν κανένας λαθραίος. Έτσι δουλεύαμε εμείς.

Χ.Τ.:

Θυμάστε πώς ταξιδέψατε;

Δ.Τ.:

Το ταξίδι μου πάλι μην το συζητάτε! Και εκείνο, και εκείνο βαρύ ήταν. Και τα δυο. Το πρώτο ταξιδέψαμε με, σιδηροδρομικώς μέχρι τη Γερμανία. Σιδηροδρομικώς κάτι. Μετά τη δεύτερη τη φορά το 1970 που πήγαμε, πάλι με συμβόλαιο βέβαια που πήγαμε, τότε πήγαμε με καράβι, απ’ την Πάτρα περίπου, ένα καράβι το λέγαν: «Κολοκοτρώνη». Ήτανε εκείνο ένα σαπιοκάραβο, είχε μία συγκοινωνία από την Ελλάδα, απ’ την Πάτρα σε μία πόλη, την έχω ξεχάσει της Ιταλίας την πόλη. Η Ιταλία είχε δύο-τρεις πόλεις τέτοιες που έβγαιναν τα καράβια εκεί, λοιπόν Ανκόνα ήταν; Τι ήταν; Όχι, δεν θα ήταν. Κάτι άλλο ήταν. Ξέχασα αυτό το καράβι μας σε ποιο... Εκείνο το καράβι που μας πάει ο «Κολοκοτρώνης», μας έπιασε μία τρικυμία και είπαμε «Χανόμαστε!». Θα πνιγόμασταν. Και όσοι ήμασταν εκεί δεν την ξεχνούμε εκείνη την περιπέτεια, ό,τι περάσαμε με το καράβι που λεγόταν: «Κολοκοτρώνης». Και όταν βγήκαμε στην Ιταλία μετά από το καράβι, μετά με τη συγκοινωνία φτάνουμε στη Γερμανία. Περνούσαμε Ιταλία, Αυστρία από αυτά τα κράτη, και μπαίναμε Αυστρία, το άλλο πώς λέγονταν τώρα... Είναι κοντά στη γλώσσα μου, αυτό. Αυστρία, Αυστρία με τη Γερμανία αυτή ήταν μαζί. Περνούσαμε δύο-τρίτα κράτη και φτάσαμε στον προορισμό μας—

Χ.Τ.:

Σε ποια; 

Δ.Τ.:

Φτάσαμε στο Μόναχο. Φτάσαμε στο Μόναχο τη δεύτερη φορά είναι, αυτό είναι, το ’70. Φτάσαμε στο Μόναχο και εκεί στο Μόναχο η γιαγιά δούλευε στη Siemens, ως να τελειώσει το συμβόλαιο της, εγώ δούλευα στην MAN στην αυτοκινητοβιομηχανία.

Χ.Τ.:

Πού μένατε;

Δ.Τ.:

[00:20:00]Μέναμε σε σπίτια του εργοστασίου. Η γιαγιά έμνησκε σε μεγάλο αυτό, πολυκατοικία που ήταν, ήταν χίλες κοπέλες. Ήταν η Siemens πόσα πατώματα ήσασταν Δύο; Τρία; Τέσσερα πατώματα; 

Χ.Τ.: Τρία, τρία! 
Δ.Τ.:

Τρία πατώματα ναι! Έμενε πολύς κόσμος. Μεγάλες πολυκατοικίες. Εκεί έμνησκε η μαμά σου κι εγώ έμνησκα—

Χ.Τ.: Η γιαγιά!
Δ.Τ.:

Ναι, η γιαγιά, εκεί έμνησκε κι εγώ έμνησκα στα σπίτια της MAN. 

Χ.Τ.:

Άρα μένατε χωριστά δηλαδή.

Δ.Τ.:

Χωριστά! Και οι δύο στο Μόναχο ήμασταν αλλά δεν ήμασταν στο ίδιο. Εγώ ήμαν σε αυτήν την άκρη, εγώ δούλευα κατά το Ντάχαου κοντά δούλευα στο Μόναχο. Η γιαγιά δούλευε στη Siemens, εκεί, σε εκείνη την άκρη του Μονάχου.

Χ.Τ.:

Πότε μείνατε μαζί;

Δ.Τ.:

Μαζί με τη γιαγιά ανταμώσαμε μετά κάνα, κανένα χρόνο, ενάμιση χρόνο. Τελείωσε το συμβόλαιο της, έφυγε απ’ τη Siemens και αφού μετά όταν τελειώναν τα συμβόλαιά μας, μπορούσαμε να πάμε όπου θέλουμε να νοικιάσουμε δωμάτιο και να... Ήμασταν ελεύθεροι, δεν είχαμε πια συμβόλαιο. Από κει και πέρα αρχίσαμε να δουλεύουμε—

Χ.Τ.: Ελεύθερο πουλί έγινα!
Δ.Τ.:

Ναι με τη γιαγιά, δουλεύαμε μέχρι το 1995, πίσω-μπρος εκεί.

Χ.Τ.:

Πού νοικιάσετε μετά όταν μείνατε μαζί;

Δ.Τ.:

Εκεί στο Μόναχο. Κάνα δύο χρόνια μείναμε στο Μόναχο.

Χ.Τ.:

Ναι.

Δ.Τ.:

Ύστερα από το Μόναχο, επειδή στο Μόναχο που ήμασταν είχε.. όλοι οι ξένοι, πρώτος σταθμός της Γερμανίας ήταν το Μόναχο. Ιταλοί, Γιουγκοσλάβοι και όλα τα κράτη, πρώτος σταθμός τους ήταν το Μόναχο, είχε πολλή πληθώρα. Δεν μπορούσες να βρεις εύκολα σπίτι στο Μόναχο. Εμείς το παλέψαμε, το παλέψαμε για να βρούμε σπίτι, δεν μπορούσαμε να βρούμε σπίτι. Ήμασταν σε έναν περιστερώνα, ήμασταν. Ο περιστερώνας τότε βρήσκαν... βρήκαν ευκαιρία κι αυτοί να εκμεταλλευτούν. Μας έβαλαν μέσα. Εκείνος ήταν, 1-1.5 μέτρο φάρδος είχε εκείνος ο περιστερώνας κι έμνησκαμε με την γιαγιά εκεί. Το πρωί για να βγούμε, να σηκωθούμε, μαζεύαμε το κρεβάτι για να βγούμε. Δεν μπορούσαμε να βγούμε ελεύθερα, μαζεύαμε το κρεβάτι και βγαίναμε. 

Χ.Τ.: Δεν υπήρχε χώρος.
Δ.Τ.:

Σε εκείνον τον περιστερώνα λέγαμε «Αν ήμασταν δηλωμένοι στα εργοστάσια μας ότι θα μας δώσουν σπίτια». Αλλά ήμασταν πολλοί, δεν ερχόταν η σειρά μας εύκολα. Είχαν και άλλοι αιτήσεις. Όσοι προλάβαιναν και οι αιτήσεις τους έπιαναν, μετά τους έδινε το εργοστάσιο, τους έδινε σπίτια οικογενειακά. Και εμείς περιμέναμε, περιμέναμε, δεν αντέχαμε άλλο, δεν αντέχαμε άλλο και από κει φύγαμε από το Μόναχο και πήγαμε στο… Μία πόλη κοντά στο Ούλμ, Στουτγάρδη. Στουτγκάρδης λεγόταν... Eislingen, λέγονταν η πόλη αυτή. Στο Eislingen, εκεί ήταν η κουνιάδα μου, του Μιχάλη η γυναίκα, έμνησκαν. Μας βρήκαν ένα δωμάτιο, εμείς αφού ήμασταν από το Μόναχο δεν ξέραμε τα καθέκαστα εκεί, μας βρήκαν ένα δωμάτιο. Ακριβό το δωμάτιο αλλά αναγκαστήκαμε το πληρώσαμε, μπήκαμε μέσα αλλά σ’ ένα δωμάτιο, πάλι δυσκολευόμασταν σε εκείνο το δωμάτιο. Το παλέψαμε, του Σαββίδη που ήμασταν, Χρυσή.

Χ.Τ.: Ναι, ναι! 
Δ.Τ.:

Το παλέψαμε κάνα 2 χρόνια, ώσπου βρήκαμε μετά έναν περιστερώνα μεν απάνω, απάνω Βühne το λέγαμε, η σοφίτα. Οι Γερμανοί είχαν περιστέρια κάποτε αλλά όταν πλακώσαμε και έγιναν όλα σπίτια, τον περιστερώνα αυτόν τον έκαναν δωμάτια. Τον χώρισαν και εκεί στη σοφίτα απάνω, αφού χώρισαν τον περιστερώνα τον έκαναν κάνα-δυο δωμάτια. Δηλαδή είχε υπνοδωμάτιο, είχε για να μαγειρεύουμε, είχε αυτά, γίναμε νοικοκυραίοι πια μόνοι μας εκεί. Και είχε κάτι παραθυράκια... Περιστερώνες να έτσι 30×30. Αφού ήταν τα περιστέρια εκεί, τα παραθυράκια, είχαν εκείνα τα παραθυράκια. Ζούσαμε και μας έλεγε η νοικοκυρά η Γερμανίδα ότι: «Θα τα φτιάξουμε, θα το φτιάξουμε αυτό το διαμέρισμα, θα γίνει καλό και μονώσεις θα του κάνουμε και απ' όλα θα του κάνουμε, αλλά σιγά-σιγά». Και όπως μετά καθίσαμε στο σπίτι αυτό, εκεί καθίσαμε περίπου είκοσι-εικοσί τέσσερα χρόνια. Αλλά το είχε διορθώσει η νοικοκυρά μας, η Γερμανίδα. Του έκανε κανονικά παράθυρα το [00:25:00]έκανα... Του κάναμε μονώσεις, για κρύο για ζέστη. Ήταν μεν απάνω στο Βühne, αυτό που το λέγαμε τη σοφίτα, ήταν μεν απάνω αλλά είχε όλα τα… Και τη βγάλαμε είκοσι τέσσερα χρόνια εκεί. Σε εκείνο το, σε εκείνη τη σοφίτα τη βγάλαμε.

Χ.Τ.:

Κάνατε παρέα με Έλληνες ή είχατε και φίλους άλλους;

Δ.Τ.:

Είχαμε και... Με Γερμανούς δεν... Μόνο με Γερμανούς κάναμε παρέα αυτοί που ήμασταν στη δουλειά και γνωριζόμασταν με αυτουνούς κάναμε παρέα. Ενώ όταν σχολούσαμε από τη δουλειά πια και μαζευόμασταν, οι Έλληνες με τους Έλληνες κάναμε παρέα. Με τους δικούς τους, συγγενείς αν υπήρχαν. Να όπως είχαμε, η γιαγιά είχε την αδελφή της την Τασούλα. Λοιπόν με Γερμανούς σπάνια, γιατί και η παρέα των Γερμανών δεν ταίριαζε με την ελληνική την παρέα. Δεν ταίριαζε, διότι ο Γερμανός και λεφτά, λίγα λεφτά... αλλά ο Γερμανός δεν... Εάν βρει χαμόι που το λένε τρώει, πίνει. Παρέα κάνεις, τον καλάς στο σπίτι σου ας πούμε τον Γερμανό, όπως να με αυτούς που δούλευα πολλές φορές τους καλούσα στο σπίτι—

Χ.Τ.: Τραπέζι τους έκαμε, τραπέζι, τραπέζι! 
Δ.Τ.:

Στο σπίτι το δικό μου, τους καλούσαμε εκεί, ετοιμάζαμε απ' όλα εμείς. Μεζέδες, ελληνικό σύστημα και κάνα δύο-τρεις Γερμανοί που ήμασταν γνωστοί, που δουλεύαμε αλλά κάναμε παρέα σαββατοκύριακο εκεί. Τους βγάζαμε από όλα, τρώγαμε, πίναμε απ' όλα, ό,τι ήθελαν. Ενώ όταν πηγαίναμε εμείς στα δικά τους τα σπίτια, για να μας φιλοτιμήσουν, αυτοί δεν μας είχαν αυτή τη φιλοτιμία, δεν την έφτιαχναν αυτήν τη φιλοτιμία. Εγώ, είχαμε ένα συνάδελφο Κόβαλ τον έλεγαν, ήταν Γερμανός. Λοιπόν… Δουλέψαμε με αυτόν, δεν θυμάμαι. Τρία χρόνια; Τέσσερα χρόνια δουλέψαμε;

Χ.Τ.: Παραπάνω, παραπάνω!
Δ.Τ.:

Παραπάνω δουλέψαμε; Ε ξέρω γω πέντε-έξι χρόνια, πόσο δουλέψαμε με αυτόν τον Γερμανό. Λοιπόν, όποτε ερχόταν στο δικό μου το σπίτι ο Γερμανός, τον έβγαζα του πουλιού το γάλα, απ' όλα. Όταν πήγαινα εγώ στο δικό του τώρα, την πρώτη φορά όπως πήγα, όταν πήγαμε σπίτι του. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγαμε ήταν χειμώνας και ήταν ένα κρύο και χιόνιζε. Πάμε, περάσαμε τώρα κάνα δύο ώρες και μετά από αυτές τις κάνα δύο ώρες θα πάμε στη δουλειά μας δηλαδή. Ο Γερμανός, ο Κόβαλ έβγαλε ένα τσάι, ένα ποτήρι τσάι. Πίνουμε από ένα τσάι και από ΄κει και πέρα είχε κάνα δύο πουλάκια. Πήρε με τα πιρούνια μας διασκέδαζε, χτυπούσε με τα πιρούνια τα πουλάκια για να μας διασκεδάσει να περάσουν αυτές οι κάνα δύο ώρες. Η φιλοτιμία τους είναι... δεν είναι φιλότιμοι, δεν έχουνε φιλότιμο. Και έτσι τους αποφεύγαμε στην παρέα τους. Όταν έρχονται όμως στο σπίτι σου είναι εις θέσιν να φαν, να πιούν πάλι άμα βρουν λες και δεν είχαν λεφτά. 

Χ.Τ.: Αμάκα, αμάκα, αμάκα!
Δ.Τ.:

Ως να σκάσουν πίνουν, άμα βρουν που το λέμε αμάκα- 

Χ.Τ.: Αμάκα!
Δ.Τ.:

Τζάμπα άμα βρουν, τζαμπαρία, πίνουν μέχρι να κατουρήσουν. Αλλά άμα αρχίσουν να πληρώνουν, εκεί σφίγγονται. Τέτοιες παρέες είχαν αυτοί. Θα υπήρχε κανένας... Εγώ κουβαρντά Γερμανό... Μάλλον καλύτεροι οι Γερμανοί για μένα ήταν την πρώτη φορά που πήγα απάνω Dortmund, Witten. Εκείνοι ήταν πιο φιλότιμοι. Εκεί είναι οι Γερμανοί Dortmund, Witten. Αυτοί, αυτοί κάτω που ήταν εδώ πώς λέγονται... Να Στουτγκάρδη, Ulm ξέρω ‘γω, Μόναχο δεν... Αυτοί δεν έχουν, δεν είχαν το φιλότιμο των βορείων, όπως ήταν απάνω το Dortmund. Αυτό ήταν με αυτούς, με τους βόρειους τους Γερμανούς μάλλον που κάναμε τουλάχιστον τρία χρόνια μαζί με αυτούς τους βόρειους. Με αυτούς είχαμε καλύτερες επαφές. 

Χ.Τ.:

Τη—

Δ.Τ.:

Με αυτούς τους Γερμανούς.

Χ.Τ.:

Τη γλώσσα σε πόσο καιρό μάθατε να την μιλάτε;

Χ.Τ.: Μισά και μισά.
Δ.Τ.:

Με τις δυσκολίες. Τη γλώσσα αρχίσαμε να τη μιλάμε… Σε κανένα χρόνο μέσα ξέρω γω, ένα-μίση χρόνο, αλλά όχι που λεν perfekt να την μάθουμε στο αυτό. Μόνο για να συνεννοούμαστε για την δουλειά μας, να συνεννοούμαστε. Και δεν... Όλα τα χρόνια μας που κάναμε μέχρι αυτά τα τριάντα μας τα χρόνια ας πούμε εκεί [00:30:00]μέσα, τη γλώσσα δεν την μάθαμε καλά. Την μάθαμε εκεί... Εκείνα που μάθαμε εκείνα, σπασμένα ήταν βέβαια. Εμείς με την μαμά μάλλον από μένα τα είχε μάθει κάπως—

Χ.Τ.: Με την γιαγιά, με τη γιαγιά!
Δ.Τ.:

Πιο καλύτερα τότε δούλευε με Γερμανίδες το περισσότερο. Εγώ δούλευα το περισσότερο με Έλληνες, δούλευα. Ήταν το εργοστάσιο μεν γερμανικό αλλά με Έλληνες δούλευα και ήμουν πιο... πιο αργά την μάθαινα από τη γιαγιά εγώ τη γλώσσα, κείνα που μαθαίναμε.

Χ.Τ.:

Θέλετε να μου πείτε περισσότερες λεπτομέρειες για τις δουλειές που κάνατε; Τι, πώς κάνατε; Πώς δουλεύατε;

Δ.Τ.:

Ναι, τα πρώτα τα χρόνια σε είπα χυτήρια δουλέψαμε. Χυτήρια, χυνόταν το σίδερο. Λέγονταν «Gußstahlwerk », το πρώτο μας το εργοστάσιο που πήγαμε το... Το 1965 που πιάσαμε δουλειά. Και όταν έληξε το συμβόλαιο μας, δεν μπορούσαμε αμέσως πάλι να φύγουμε να πάμε να βρούμε δουλειά που... Θα δουλεύαμε πάλι στο ίδιο το εργοστάσιο, αλλά ήμασταν ελεύθεροι μετά. Στο χυτήριο ήταν πολύ δύσκολη δουλειά. Στο χυτήριο χύνονταν το σίδερο, είχε ζέστη, πολλή ζέστη είχε. Εκεί δούλευε, αυτό... εναλλάξ δουλεύαμε οι εργάτες. Δούλευες, δούλευες μισή ώρα, ούτε... είκοσι λεπτά πόσο δουλεύαμε; και μισή ώρα μετά έβγαινες έξω και καθόσουν. Παπούτσια είχαμε ξύλινα τσόκαρα τα λέγαμε, γκαλέτσι, τσόκαρα ήταν, είχαμε επειδή ήταν χυτήριο το πάτωμα από κάτω ήταν ζεστό. Και έβγαζε σίδερα διάφορα, διάφορα σίδερα έβγαζε. Σίδερα οικοδομών, σίδερα το εμπόριο, που τα έπαιρνε το εμπόριο. Το εργοστάσιο ήταν το πρώτο μας στο εργοστάσιο που πήγαμε και πιάσαμε δουλειά εκεί στο Witten, Dortmund που πιάσαμε δουλειά, ήμασταν δεκατρείς χιλιάδες άτομα, ήμασταν στο πρώτο χυτήριο. Και μετά και από κει και πέρα άρχισαν τα υπόλοιπα τα εργοστάσια, άρχισαν. Μετά δουλέψαμε σε πολλές δουλειές, σε μονώσεις σωλήνων... σωλήνων δούλεψα, σε χαρτοβιομηχανίες δούλεψα, δύο-τρεις χαρτοβιομηχανίες δούλεψα. Στη μία τη χαρτοβιομηχανία έκανα οκτώ-εννιά χρόνια εκεί πια. Και εκεί έφτασα και στη σύνταξη μετά. Δεν τις θυμάμαι όλες τις εταιρείες, αλλού δύο χρόνια αλλού τρία χρόνια αλλού δεν ξέρω τι. 

Χ.Τ.:

Εκεί στη χαρτοβιομηχανία, θυμάστε πώς κάνατε τη δουλειά;

Δ.Τ.:

Τώρα στη μιαν τη χαρτοβιομηχανία... δεν θυμάμαι τις χρονολογίες τώρα. Στη μιαν τη χαρτοβιομηχανία, έδενε βιβλία. Δηλαδή είχαμε, περνούσε, περνούσε το ανεβατόρι και εμείς, καθένας πετούσε πόσα αυτά εκεί για να δεθεί, να γίνει το βιβλίο τόμος. Εκείνο λέγονταν δέσιμο βιβλίων και ξέρω 'γω. Άλλη χαρτοβιομηχανία ήταν που έβγαζε χαρτιά, σε άλλη χαρτοβιομηχανία που έβγαζε χριστουγεννιάτικα χαρτιά, έβγαζε χαρτοπετσέτες, έβγαζε τέτοια χαρτιά.

Χ.Τ.:

Τον γιο σας πότε αποφασίσατε να τον πάρετε πάλι μαζί σας στη Γερμανία;

Δ.Τ.:

Εκείνον τον πήραμε μετά, τον κατεβάσαμε μωρό, το ‘67 τον κατεβάσαμε κάνα 2 χρονώ... κάνα δυο μηνών τον κατεβάσαμε, το 1967. Μετά όταν γυρίσαμε εμείς το ‘70 τον αφήσαμε στον παππού και στη γιαγιά την Κατσίκαινα. Τον αφήσαμε μέχρι μέχρι το…. Είπαμε σε πέντε-έξι μήνες μέσα για να τον πάρουμε αλλά δεν μπορούσαμε. Τον πήραμε μετά ένα, ενάμιση χρόνο. Από το ‘70 τον πήραμε μέχρι... Κατά το ‘72 περίπου τον πήραμε, στο δεύτερο τον πήραμε στη Γερμανία κατά το ’72 εκεί πέρα, τον πήραμε στη Γερμανία. Και μετά στη Γερμανία, μόλις θα άρχιζε να πηγαίνει στο σχολείο ο μπαμπάς σας, άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο... Εδώ τα μπερδεύω τα πράγματα. Αρραβωνιάζεται η θεία σου η Τασούλα—

Χ.Τ.:

Η μεγάλη του αδελφή.

Δ.Τ.:

Ναι, μεγάλη αδελφή του μπαμπά σας αρραβωνιάζεται. Και όταν αρραβωνιάστηκε... Και αυτή αφού πήγαινε στο γυμνάσιο, μετά ερωτεύτηκε, το παράτησε το γυμνάσιο. Πάει τέσσερα χρόνια στο γυμνάσιο, το παράτησε και… Μετά αναγκάστηκα εγώ δούλευα [00:35:00]μοναχός στη Γερμανία το ‘73 και ‘74 και η μαμά κανένα χρόνο, ενάμιση κατέβηκε—

Χ.Τ.: Η γιαγιά!
Δ.Τ.:

Κατέβηκε πάλι στην Ελλάδα μόνη της για λίγο καιρό, όσο να γίνει ο γάμος και ο μπαμπάς σας κατέβηκε πάλι στην Ελλάδα. Μόλις άρχισε να μαθαίνει τα γερμανικά να στρώνει, μετά αυτά κατέβηκε πάλι στην Ελλάδα και… μετά από το 1972 όταν παντρεύτηκε... ένα χρόνο κάθισε αρραβωνιασμένη η θεία η Τασούλα. Μόλις την παντρέψαμε, πιάνουμε και γύρισε η γιαγιά, ήρθε, έπιασε τη δουλειά της, άρχισε να δουλεύει, τον πήραμε και τον Τάκη πάλι. Τον πήραμε τον Τάκη πάλι σε λίγον καιρό μαζί και από κει μετά έμεινε ο μπαμπάς σας στη Γερμανία μέχρι 13 χρονώ περίπου έμεινε. Πήγαινε και στο σχολείο το γερμανικό πήγαινε και ελληνικό. Άρχισε να πηγαίνει και γυμνάσιο ελληνικό, κανένα χρόνο πάει και γυμνάσιο ελληνικό. Από εκεί και πέρα αφού είδαμε έγινε ο μπαμπάς σας 13 χρονώ και 14, κάναμε ένα λογαριασμό με τη γιαγιά ότι άρχισε πια έκλεισε με τους Γερμανούς με τα γερμανόπαιδα. Λέμε: «Άμα καθίσει αυτός ακόμα κάνα δύο-τρία χρόνια και γίνει 17 χρονώ 18, μετά δεν μπορούμε να τον κατεβάσουμε στην Ελλάδα. Εμείς και να κατεβούμε... αυτός, μετά δεν κατεβαίνει στην Ελλάδα». Αναγκαστήκαμε στα 13 τα χρονών όταν ήταν, τον στείλαμε πια στην Ελλάδα κοντά στη θεία στην Αθήνα τον στείλαμε και άρχισε να πηγαίνει στο γυμνάσιο της Πεύκης. Μόνο και μόνο τον στείλαμε, γιατί άμα γινόταν 17-18 χρονώ και την κλίκα που είχε με τα γερμανάκια, την κλίκα που είχε, δεν μπορούσαμε να τον πάρουμε μετά να τον κατεβάσουμε στην Ελλάδα. 

Χ.Τ.: Θα έμνησκε στην Γερμανία. 
Δ.Τ.:

Αυτό το είχαν πάθει πολλοί γονείς Έλληνες έτσι με τα παιδιά τους. Έλεγαν: «Όταν θα τα μαζέψουμε» οι γονείς αυτοί έλεγαν «όταν θα τα μαζέψουμε, τότε θα τα πάρουμε και τα παιδιά κάτω». Ναι αλλά τα παιδιά γίνονταν 17 χρονών, 18 χρονών, οι γονείς κατέβαιναν κάτω στην Ελλάδα για πάντα και τα παιδιά δεν κατέβαιναν. Τα παιδιά είχαν την κλίκα τους, είχαν την παρέα τους, είχαν τα σχολειά τους. Τα είχαν στη Γερμανία και δεν κατέβαιναν τα παιδιά. Γι' αυτό ανγκαστήκαμε τον μπαμπά σας, από τα 13 τα χρονώ, 14 κει μέσα, τον στείλαμε στην Ελλάδα. Για να μην πάθουμε και εμείς αυτό που έπαθαν οι προηγούμενοι Έλληνες. Γιατί εμείς όσα χρόνια και αν κάναμε, όλο σκοπεύαμε να φύγουμε για την Ελλάδα. Να φύγουμε για την Ελλάδα, να έχουμε, μας φαινόταν... την ελευθερία μας θέλουμε. Εκεί δουλεύαμε, λεφτά κερδίζαμε αλλά είχαμε μία, μία ζωή—

Χ.Τ.: Σφιχτή, σφιχτή ζωή!
Δ.Τ.:

Μια ζωή δύσκολη, μονότονη ζωή. Είχαμε στενόχωρη ζωή, είχαμε. Και μετά φτάσαμε μέχρι την ηλικία πια στη σύνταξη. Τελείωσαν όλα το 1995, εκεί τελείωσαν. Πήραμε τις συντάξεις μας και κατεβήκαμε από κει και πέρα στην Ελλάδα, αγόρασα το οικόπεδο το 1992, αγοράσαμε το οικόπεδο σήμερα που είμαστε εδώ στη Λυκόβρυση, αγοράσαμε το οικόπεδο. Το αγοράσαμε το 1992, ακόμα στη Γερμανία που ήμασταν το πήραμε αυτό και σε κάνα δύο χρόνια μέσα βάλαμε μπρος και χτίσαμε. Και το ‘95 το σπίτι ήταν έτοιμο, εδώ στη Λυκόβρυση. Το 1995. Όταν κατεβήκαμε εμείς το 1995 στην Ελλάδα που κατεβήκαμε... Από κει και πέρα πήγαμε λίγες φορές τότε και γρήγορα πήγαμε... πηγαίναμε και στην Γερμανία, ερχόμασταν ως επισκέπτες πηγαινοερχόμασταν. Τελευταία, μετά είναι τώρα καμιά δεκαπενταριά χρόνια ούτε και επίσκεψη έχουμε πάει στη Γερμανία. Η γιαγιά νομίζω πάει, αλλά εγώ δεν πήγα. 

Χ.Τ.:

Στη Βύσσα το σπίτι πότε το φτιάξατε;

Δ.Τ.:

[00:40:00]Το 1974 όταν παντρεύτηκε η θεία η Τασούλα, του μπαμπά σου η αδερφή, όταν παντρεύτηκε. Τότε το φτιάξαμε στη Βύσσα, το σπίτι καινούργιο όπως ήταν το φτιάξαμε και το αφήσαμε. Κάθε χρόνο μετά πηγαίναμε, κάναμε το καλοκαίρι μας, καθόμασταν κάνα 2-3 εβδομάδες το καλοκαίρι και τις υπόλοιπες ερχόμασταν εδώ στην Αθήνα πάλι. Αφού η Τασούλα ήταν εδώ, ο μπαμπάς σας εδώ πήγαινε στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο. Και καθόμασταν και κάνα 2 βδομάδες εδώ, τελείωνε η άδειά μας. Αυτό είχαμε. Μόνο με άδεια πηγαίναμε στη Βύσσα.

Χ.Τ.: Σκέτη ταλαιπωρία!
Δ.Τ.:

Ναι.

Χ.Τ.:

Είχατε πάρει εξαρχής την απόφαση ότι θα γυρίσετε Ελλάδα;

Δ.Τ.:

Στην Ελλάδα πάντα το σκεφτόμασταν να γυρίσουμε, αλλά δεν μας άφηνε το οικονομικό. Λέγαμε: «Ακόμα λίγο, ακόμα λίγο, ακόμα λίγο». Να όταν παντρεύτηκε η θεία είχαμε λίγα λεφτά, τα διαλύσαμε. Μετά έπρεπε να βάλουμε στον τόπο άλλα. Εκείνα τα λεφτά, βάλαμε μετά—

Χ.Τ.: Αρχίσαμε το σπίτι.
Δ.Τ.:

Αγοράσαμε ένα μαγαζί στη Σωκράτους, το 1982 αγοράσαμε το μαγαζί εκεί στη Σωκράτους. Και το ‘92 μετά αγοράσαμε πάλι το οικόπεδο, το ’92. Δεν μας άφηναν αυτά να φύγουμε πια να ‘ρθούμε... Φτάσαμε και στην ηλικία, φτάσαμε τα 55 χρονώ, γίναμε 50 και 55 χρόνω πια, τα επιχειρήματά μας είχαν κοπεί. Δεν είχαμε άλλα επιχειρήματα, να ανοίξουμε δουλειές όπως όταν ήμασταν στα 40 χρονώ στα 45 τα χρονώ, είχαμε βλέψεις διάφορες, αλλάζαμε εργοστάσιο, αλλάζαμε το ένα, αλλάζαμε το άλλο, να βρούμε το καλύτερο, να βρούμε το αποδοτικό. Μετά στα 50-55 χρονώ αυτά κόπηκαν όλα τα επιχειρήματα και καθίσαμε στα αυγά μας μετά. καμιά δεκαετία, μετά καθίσαμε χωρίς να κουνιέμαστε για να φύγουμε. Είπαμε πια θα πάρουμε και τη σύνταξη.

Χ.Τ.:

Όσο ήσασταν στη Γερμανία, τα καλοκαίρια ερχόσασταν καθόλου στην Ελλάδα;

Δ.Τ.:

Ναι, κάθε καλοκαίρι. Στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι ερχόμασταν και συντηρούσαμε… Είχαμε, συντηρούσαμε και το σπίτι, συντηρούσαμε και τα κτήματα των γονέων μας. Εκείνα ήταν παλιά και τα συντηρούσαμε εμείς, τα συντηρούσαμε εκείνα. Ήταν άλλα με πλίθια, άλλα ήταν ξέρω γω... Τα συντηρούσαμε.

Χ.Τ.: Χαμός!
Δ.Τ.:

Κατεβαίναμε μόνο και μόνο για να συντηράμε τα κτήματα μας, αλλά κάθε χρόνο κατεβαίναμε.

Χ.Τ.:

Για πόσο καιρό κατεβαίνατε; Κάθε φορά;

Δ.Τ.:

Η άδειά μας ήταν έξι εβδομάδες. Τις έξι τις εβδομάδες ανάλογα πότε τις μοιράζαμε, καθόμασταν δύο-τρεις εβδομάδες στη Βύσσα και μετά ας πούμε το αυτό ερχόμασταν και κάνα δυο εβδομάδες καθόμασταν στην Αθήνα. Και προτού να φτιάξουμε σπίτι στην Αθήνα, προτού να φτιάξουμε σπίτι πάλι ερχόμαστε. Καθόμασταν κάνα δυο εβδομάδες, καθόμασταν στο μπαμπά σας το αυτό, που νοίκιαζε, καθόμασταν στου μπαμπά σας το διαμέρισμα ‘μεις, όσο να ‘ρθει η μέρα μας να φύγουμε για τη Γερμανία. Κάθε χρόνο ερχόμασταν. Έξι εβδομάδες είχαμε και τις μοιράζαμε. Πότε τις κάναμε τρεις και τρεις. Και όταν είχαμε δουλειές να κάνουμε, πολλές δουλειές για συντήρηση, να συντηρήσουμε εκείνα τα κτήματα στη Βύσσα, κάναμε και τέσσερις εβδομάδες στη Βύσσα και αφήναμε πολύ λίγες μέρες, αφήνουμε καμιά δεκαριά μέρες για την Αθήνα να περάσουμε να δούμε τι γίνεται. 

Χ.Τ.:

Όταν επιστρέψατε, γιατί διαλέξατε να μείνετε στην Αθήνα μόνιμα και όχι στο χωριό;

Δ.Τ.:

Γιατί διαλέξαμε; Γιατί αυτό το ξεκινήσαμε ακόμα, να μείνουμε στην Αθήνα, το ξεκινήσαμε ακόμα όταν παντρεύτηκε από το 1974, που παντρεύτηκε η θεία σου η Τασούλα. Όταν παντρεύτηκε αυτή το ΄74 και έκανα σπίτι στη Λυκόβρυση, εκεί εμείς πηγαινοερχόμαστε κάθε χρόνο και ο μπαμπάς σας όταν πήγαινε πια στο Λύκειο και έβγαλε και το Λύκειο και τελείωνε, έγινε 20 χρονώ και 25 όταν έφτασε... δεν ήταν πια και ο μπαμπάς σας για να, για να ζήσει στη Βύσσα. Τότε εμείς λέγαμε: «Τα παιδιά μας εφόσον είναι και τα δύο στην Αθήνα -και ο μπαμπάς σας και η θεία είναι στην Αθήνα- οπωσδήποτε πρέπει να φτιάξουμε το σπίτι, για να μείνουμε και εμείς στην Αθήνα, οπωσδήποτε!». Διότι δεν μπορούσαμε εμείς, τα παιδιά να τον πιάσουμε τον μπαμπά [00:45:00]σας τώρα 20 χρονώ με το Λύκειο που είχε τελειώσει να τον κατεβάσουμε στη Βύσσα. Δεν γινόταν αυτό το πράγμα, τον αφήσαμε, τελείωσε τις σπουδές του εδώ και το γνωρίζαμε αυτό ότι εδώ θα γίνει η ζωή του. Για να γίνει εδώ η ζωή του, και τα δύο τα αδέρφια, και η κόρη... και η κόρη μας και ο γιος μας στην Αθήνα, εδώ στη Λυκόβρυση ειδικά, είπαμε: «Το πήραμε απόφαση και εμείς εδώ θα ζήσουμε». Και έτσι, αυτή ήταν η απόφασή μας και όπως μέχρι σήμερα- 

Χ.Τ.: Στα παιδιά κοντά, ναι.
Δ.Τ.:

Και όπως μέχρι σήμερα εδώ ζούμε. Η απόφασή μας όπως τη λογαριάζαμε, έτσι βγήκε και τη φτιάξαμε, τα βγάζουμε εδώ, τα χρόνια τώρα τα τελευταία μας.

Χ.Τ.:

Εντάξει, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. 

Δ.Τ.:

Παρακαλώ.

Δ.Τ.:

Λοιπόν, όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο πια, αφού τελείωσε, έφυγαν οι Γερμανοί τελείωσε και το… Το αυτό, ήθελα κάνα δύο χρόνια να πάω στο... Για να βγάλω το σχολείο. Στο χωριό μας δεν υπήρχαν δασκάλοι λόγω τον ανταρτοπόλεμο που είχαμε και κάνα δύο-τρεις εβδομάδες εμένα και τον Στωικίδη τον Αντώνη, οι γονείς μας, μας έστελναν στην Ορεστιάδα για να μην καθυστερήσουμε να πάρουμε τα απολυτήρια... να πάρουμε τα ενδεικτικά του Δημοτικού. Αφού δεν λειτουργούσαν τα σχολεία στη Βύσσα, δεν υπήρχαν δασκάλοι. Λοιπόν σε αυτές τις δύο, τις τρεις εβδομάδες που πηγαίναμε στην Ορεστιάδα στο Δημοτικό το σχολείο, μαζί με τον Αντώνη τον φίλο μου. Δύσκολη ζωή, ο μπαμπάς μου ήθελε να μάθω γράμματα, η μάνα μου δεν ήθελε να μάθω γράμματα. Ο μπαμπάς μου θυσίαζε τα πάντα και τα ζώα του και τα όλα του για να μάθω τα γράμματα. Η μαμά μου δεν ήθελε. Τι έφτιαχνε η μάνα μου; Όταν γυρνούσαμε τα σαββατοκύριακα να πάμε στη Βύσσα, στο χωριό από την Ορεστιάδα, στο χωριό για κανα δύο μέρες με έφτιαχνε τα καλύτερα φαγητά που μου αρέσανε εμένα. Με έφτιαχνε γαλατόπιτα, με έφτιαχνε ρυζόγαλο—

Χ.Τ.: Ρυζόγαλο.
Δ.Τ.:

Με έφτιαχνε τα αυτά. Αυτά γίνονταν ας πούμε το 1940... Το 1946 πίσω μπρος. Το ‘45... το ‘46 γίνονταν λίγο διάστημα παν αυτές τις εβδομάδες που ήμουν στο σχολείο το αυτό, αυτό της Ορεστιάδος. Και η μάνα μου θυμάμαι που μου έλεγε όταν γυρνούσα κάνα δυο μέρες την εβδομάδα, μου έλεγε: «Να, εάν δεν πας στα γράμματα, στην Ορεστιάδα, εάν δεν πας στα γράμματα έτσι θα σε ταΐζω. Κάθε μέρα θα τρως τα φαγητά που θέλεις. Θα τρως γαλατόπιτες, ρυζόγαλα και ένα σωρό άλλα φαγητά. Αλλά άμα πας και πιαστείς να μάθεις γράμματα εκεί στην Ορεστιάδα, έτσι θα υποφέρνεις». Υποφέρναμε τώρα μαζί με τον φίλο μου τον Αντώνη, τρώγαμε κάτι φαγητά εβδομαδιαία, της εβδομάδας τότε και ψυγεία δεν υπήρχαν. Υποφέρναμε. Αλλά ευτυχώς δεν κράτησε πολύ σε δύο-τρεις εβδομάδες ήρθε ένας δάσκαλος, φύγαμε μετά από της Ορεστιάδος το σχολείο και πήγαμε, αρχίσαμε να πηγαίνουμε στης Βύσσας το σχολείο. Ήμασταν ενενήντα πέντε παιδιά και είχαμε ένα δάσκαλο, είχαμε, ενενήντα πέντε παιδιά ήμασταν και είχαμε ένα δάσκαλο. Και θυμάμαι την περίπτωση αυτήν. Η μάνα μου ήθελε να μην μάθω γράμματα, να μη μάθω γράμματα, ενώ ο μπαμπάς μου δεν έβλεπε και την περιουσία του και τα ζώα του και τα πρόβατα του που είχε και το ένα και το άλλο, όλα τα θυσίαζε αλλά εγώ να μάθω γράμματα. Αλλά νίκησε η μάνα. Δεν μπόρεσε να τα, να τα βγάλει πέρα ο μπαμπάς μου. Και τότε θα πήγαινα εγώ, όπως από το χωριό μας δύο-τρία παιδιά ήταν που πήγαν στο γυμνάσιο, από αυτά τα δύο-τρία τα παιδιά θα ήμουν και εγώ ένα που θα πήγαινα στο γυμνάσιο. Το [00:50:00]1948 ξέρω γω πίσω μπρος. Πότε έβγαινε το σχολείο δεν τα θυμάμαι κι όλα. Το ’48, ‘49 μεγάλοι το βγάζαμε, σε μεγάλη ηλικία το βγάζαμε το σχολείο. Και έτσι αυτή την περίπτωση τη θυμάμαι, της συγχωρεμένης της μάνας μου, του συγχωρεμένου του μπαμπά μου.

Χ.Τ.:

Είχατε δει καθόλου αντάρτες στο χωριό;

Δ.Τ.:

Κάθε λίγο και λιγάκι έμπαιναν μέσα στο χωριό, ναι. Κάνανε και παιδομάζωμα. Μπήκαν δυο-τρεις φορές μέσα στο χωριό μας και μάζευαν από πάνω από 15 χρονώ τα παιδιά, τα μαζεύανε, τους ηλικιωμένους, αυτοί που ήταν 40 χρονώ, 45 χρονώ, όλους τους μάζευαν και τους πήγαιναν, τους περνούσαν από τα σύνορα και τους πήγαιναν μέσα στη Βουλγαρία. Πώς δεν είχαμε; Ανταρτοπόλεμος κράτησε μέχρι το ’49, κράτησε. Άρχισε από το 1947 περίπου, ’48, ’47, ’48, ‘49. '50 καθάρισε πια ο ανταρτοπόλεμος.

Χ.Τ.:

Εσάς σας είχανε κρύψει για να μην σας πάρουνε; Ή;

Δ.Τ.:

Εμείς είχαμε, είχαμε κρυφτεί εγώ τότε το ‘48 που μπήκαν μέσα στο χωριό μας οι αντάρτες, ερχόταν από τη Βουλγαρία αυτοί, ερχόταν συγκεντρωμένοι, είχαν και καλό οπλισμό. Είχαν λοιπόν μία νύχτα που μας κάνανε επίθεση γύρω-γύρω το χωριό και το χωριό μας ήταν μεγάλο τότε, ήμασταν έξι χλιάδες κάτοικοι είχε το χωριό τότε. Λοιπόν, εγώ ο μπαμπάς μου και δύο-τρεις γείτονες είχαμε κρυφτεί μέσα στα... Ήταν κάτι χόρτα ψηλά, ‘κανα 2 μέτρα έξω από το σπίτι, από τα σπίτια, μέσα στους μπαχτσέδες αλλά οι μπαχτσέδες-

Χ.Τ.:

Καλαμιές, τέτοια πράγματα, ψηλά πράματα.

Δ.Τ.:

Γεμάτα αυτά καλαμιές, ψηλές καλαμιές, ήταν πυκνά πυκνά φυτά. Κρυφτήκαμε εκεί μέσα στα φυτά και αυτοί ένα-ένα τα σπίτια όλα τα πατούσαν με τη σειρά. Οι αντάρτες όποιον έβρισκαν τον έπαιρναν, όποιον έβρισκαν και ήταν νέος και ξέρω εγώ 15-16 χρονών και άνω τους έπαιρναν, όλους τους έπαιρναν. Εμείς τη γλιτώσαμε, δεν μας βρήκαν. Ήμασταν κρυμμένοι, μόνο ο παππούς μου τότε μας τροφοδοτούσε εκεί που ήμασταν κρυμμένοι και ζητούσαμε νερό το ένα το άλλο, ξέρω γω. Ο παππούς μου τότε ήταν καμία 80άρια... να όπως είμαι εγώ σήμερα να 85 χρονών αυτός μας έφερνε, πίναμε νερό για να περάσει η νύχτα, να περάσει η νύχτα και να φύγουνε γιατί αυτοί, όταν αυτοί έκαναν την επίθεση από νωρίς, μόλις βράδιαζε γιατί ύστερα κοίταζαν να φύγουν να πάνε και στη Βουλγαρία αυτοί. Λοιπόν... Ζέστη, καλοκαίρι όπως ήταν θυμάμαι ο παππούς μου, μόνο εκείνος ήταν φανερός, οι υπόλοιποι ήμασταν όλοι κρυμμένοι. Όπου έβρισκε ο καθένας. 

Χ.Τ.: Που το ήξεραν αυτοί.
Δ.Τ.:

Ναι μέσα στα χωράφια, δώθε κείθε στους μπαχτσέδες μέσα ήμασταν κρυμμένοι. Δεν σταματούσαμε μέσα στα σπίτια μας, μέσα όποιος σταματούσε έκαναν έρευνα και τον έπαιρναν. Τον έπιαναν, τον έπαιρναν. 

Χ.Τ.:

Ο παππούς σας είχε ζήσει και στο παλιό το χωριό;

Δ.Τ.:

Πώς;

Χ.Τ.:

Ο παππούς είχε ζήσει στο παλιό το χωριό;

Δ.Τ.:

Πώς, μέχρι το 1922-23 στο παλιό το χωριό ζούσε ο παππούς μου. Ο παππούς μου γεννήθηκε και άφησε... ο παππούς μου, ο δικός μου ο παππούς γεννήθηκε το 1868 στο χωριό Πραγγί. Πετράδες, Πραγγί είναι μαζί. Γεννήθηκε εκεί ο παππούς μου το 1868. Και μόλις έγινε καμία 7-8 χρόνων, μόλις έγινε λοιπόν... τότε τα μικρά τα παιδιά τα ‘παιρναν οι νοικοκυραίοι τα έβαζαν βοσκούσαν πρόβατα. Γράμματα δεν είχε, σχολείο δεν μάθαιναν ούτε... εμείς μάθαμε να βάζουμε και τις υπογραφές μας. Οι παππούδες μας δεν ήξεραν τίποτα από γράμματα. Πολύ λίγοι παππούδες ήξεραν γράμματα. Ο παππούς μας όταν έγινε 7 χρόνων... 6-7-8 χρονών όταν έγινε, πεθαίνει η μάνα του και ο μπαμπάς του έμεινε με πέντε-έξι παιδιά ορφανά, έμεινε ο παππούς μου σε εκείνα τα ορφανά τα παιδιά που έμεινε. Παντρεύεται του παππού μου ο μπαμπάς και παίρνει δεύτερη γυναίκα. Μόλις πήρε δεύτερη γυναίκα είχε εκείνη, έγιναν πολλά τα παιδιά, αναγκάστηκε να φύγει από το Πραγγί σε μικρή ηλικία 7-8 χρονώ, να φύγει από το Πραγγί και έφτασε στη Βύσσα. Έφτασε στη Βύσσα και βοσκούσε [00:55:00]πρόβατα. Κανα δύο χρόνια σε αυτόν τον νοικοκύρη, κάνα δύο χρόνια στον άλλον τον νοικοκύρη και τα περισσότερα χρόνια μετά τα έκανε, αυτοί που μας, σήμερα και τους έχουμε και αυτοί που μας έγιναν κουμπάροι που τους στεφάνωσαν τους παππούδες μας, τους έκαναν, λέγονται Λυγουριάδης αυτοί, Κανιδέοι. Αυτοί και ο παππούς, ο παππούς ο δικός μου ήταν το αυτό το όταν μεγάλωσε πια και έγινε 20 χρονώ και πια άρχισε να τετειώνει και παντρεύτηκε... Αλλά ήταν στο επάγγελμα τσομπάνος. Έκανε το επάγγελμα αυτό, ξένα πρόβατα. Πρόβατα βοσκούσε δύο-τρία χρόνια αυτά τα πρόβατα, μετά δύο-τρία χρόνια αλλά πρόβατα, ήταν συνέχεια ο τσομπάνος ο παππούς μου. Μετά από κει και πέρα αυτά 7 τα χρονώ πόσο που έφυγε από το Πραγγί όσο που πέθανε ήταν στην Βύσσα. Το ‘23 ας πούμε η Βύσσα, έμεινε η παλιά Βύσσα στην Τουρκία το 1923, και περάσαμε στη σημερινή τη Βύσσα και ο παππούς μου μετά σε μεγάλη ηλικία ήταν που πέρασε στη Νέα Βύσσα, που πέρασε σε μεγάλη ηλικία. Μέχρι που πέθανε 99 χρονών. Το 1967 πέθανε ο παππούς μου, ένα χρόνο ακόμα άμα ζούσε θα έκλεινε αιώνα. Θα έκλεινε 1868 γεννήθηκε και πέθανε το 1967, ακριβώς τον Ιανουάριο μήνα, που γεννήθηκε ο μπαμπάς σου. Εκείνο το μήνα που γεννήθηκε ο μπαμπάς σου, εκείνο το μήνα πέθανε και ο παππούς μου, ο δικός μου ο παππούς.

Χ.Τ.: Και έλεγαν—
Δ.Τ.:

99 χρόνων πέθανε-

Χ.Τ.: Πάει Δημήτρης άφησε στον τόπο τον εγγονό. 
Δ.Τ.:

Ναι έλεγαν: «Έφυγε ένας Δημήτρης, ήρθε ο άλλος» έλεγαν αυτοί πού πήραν την είδηση ότι γεννήθηκε ο μπαμπάς σου. Το ‘67 που γεννήθηκε ο μπαμπάς σου, το 1967 ακριβώς τότε που είναι. Και έτσι έλεγαν εκεί: «Μας έφυγε ένας Δημήτρης, μας ήρθε άλλος Δημήτρης στον τόπο!». Ο μπαμπάς σου δηλαδή, ο Χρήστος. Α, αυτό.