© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η αφήγηση ζωής ενός ναυτικού: από το χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία, στα πέρατα του κόσμου
Κωδικός Ιστορίας
13946
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αλέξιος Δέπης (Α.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/03/2021
Ερευνητής/τρια
Θωμάς Βαγγελής (Θ.Β.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Είμαι ο Θωμάς Βαγγέλης, είμαι ερευνητής για το Istorima. Σήμερα βρισκόμαστε στο Φοινίκι Φιλιατών Θεσπρωτίας. Έχουμε 28 Μαρτίου του 2021 και κοντά μας θα έχουμε τον κύριο Αλέξη. Χαίρετε κύριε Αλέξη!
Γεια σας! Χάρηκα που ήρθατε και ονομάζομαι Αλέξιος Δέπης. Δέπης. Δέλτα, Έψιλον, Πι, Ήτα, Σίγμα... Γεννήθηκα το 1943 στο χωριό Λια, Λάμδα Γιώτα, Άλφα, το λέω, Λια Φιλιατών Θεσπρωτίας. Επάγγελμα είμαι συνταξιούχος ναυτικός, ασυρματιστής στο επάγγελμα, του Εμπορικού Ναυτικού. Γύρω από τη ζωή μου θα πω μερικά γεγονότα, τα οποία τα περάσανε όλα τα παιδιά του χωριού, του χωριού μου, όλα τα γεγονότα αυτά που θα εξιστορήσω, και είναι αποτέλεσμα της διαμάχης, της φιλονικίας, τον εμφύλιο σπαραγμό, εμφύλιο σπαραγμό της πατρίδας μας και την οποία είχαν μία απήχηση στη γενιά τη δικιά μου. Το 1946 με ’47 μας πήραν οι αντάρτες, το λεγόμενο παιδομάζωμα. Κατά τις ανακοινώσεις των ιστορικών ήταν κάπου 28.000 ελληνόπουλα με τις μητέρες προσχολικής ηλικίας, με τις μητέρες τους. Όλα τα παιδιά της ηλικίας μου τα πήρανε οι αντάρτες και μαζί μου πήραν και τα άλλα τα δυο αδέρφια μου, τον Δημήτριο Δέπη, ο οποίος έχει πεθάνει, και ο Γιάννης, ο οποίος γεννήθηκε το ’35 αυτός, βρίσκεται στην Αυστραλία αυτός, στη Μελβούρνη, σε μία ηλικία 85 χρόνων –πόσο είναι τώρα;–, 86. Μας πήραν, μας πήγαν στην Αλβανία. Εμέναμε ένα διάστημα γύρω στον ένα χρόνο στο Δυρράχιο. Αυτό, γιατί καθίσαμε τόσο πολύ διάστημα εκεί πέρα, δεν το γνωρίζω. Ίσως να περίμεναν και την έκβαση, ποιο ήταν το αποτέλεσμα του πολέμου, του εμφυλίου πολέμου. Είδαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν και μας διασκορπίσανε. Μας πήραν με βαπόρι, φύγαμε μέσω Γιβραλτάρ, επήγαμε στην Πολωνία. Εκεί διαμοιράστηκαν. Άλλοι μείναν στην Πολωνία, άλλοι στην Ουγγαρία, άλλοι πήγανε Ρουμανίες. Πήγαν σε όλα τα κομμουνιστικά κράτη, διαχωριστήκανε. Μαζί μου είχα και τη μάνα μου και τα δυο αδέρφια μου, όπως είπα προηγουμένως. Ο πατέρας μου είχε μείνει εδώ πέρα και ο άλλος, ο Μελέτης, ο αδερφός μου, το ’26 που είχε γεννηθεί, υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό, στους καταδρομείς. [Δ.Α.] χρειάζεται να το πούμε, λοιπόν. Συγχρόνως, όμως, είχε παντρευτεί στα 19 χρόνια ο αδερφός μου και, ενώ τον πήρανε στρατιώτη, οι αντάρτες πήραν τη γυναίκα του και την έβαλαν επάνω, η οποία αιχμαλωτίστηκε στο Βίτσι. Και είχε γίνει, νομίζω, μεγάλο ζήτημα τότε στον στρατό, ότι ένας λοκατζής αντιμάχονταν τη γυναίκα του απάνω στα πεδία των μαχών, απάνω Γράμμο και Βίτσι και τα λοιπά. Λοιπόν. Ήρθαμε από την Ουγγαρία, εκεί μαθαίναμε τα ουγγαρέζικα και μία ώρα ελληνικά. Καθίσαμε στην Βουδαπέστη και μετά από την Βουδαπέστη ο μεγάλος ο αδερφός μου έμεινε στην Βουδαπέστη και εμείς πήγαμε στου Μπελογιάννη, σε ένα χωριό, Μπελογιάννη το ονόμασαν τότες, για κάποιον πολιτικό κρατούμενο εδώ στην Ελλάδα, που λεγόταν Μπελογιάννης. Ο πατέρας μου και ο αδερφός μου μετά με τη λήξη του πολέμου μας αναζήτησαν και μέσα από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και από τον Διεθνή Σταυρό μας ανακαλύψανε και ήρθαμε το ’56, από την Ιταλία, κατεβήκαμε στην Ιταλία, με, τότες, αν θυμάμαι, ήταν το Αίγιο και ένα άλλο πάλι ελληνικό –πώς κάνει;– μας πήγαν στην Κέρκυρα και από την Κέρκυρα μας μετέφεραν στην Ηγουμενίτσα και εμείς πήγαμε, ανεβήκαμε στο χωριό. Στην Κέρκυρα μας υποδέχτηκε ο αδερφός μου, ο πατέρας μου. Τα πάντα ήταν κατεστραμμένα και το κράτος τότες, μία μέρα, μας έκανε ένα σπίτι εκεί στο Χαλασμένο, πιο κοντά είχαμε ένα μέρος, και μας έφτιαχνε ένα σπίτι για να μαζευτούμε. Τα σχολεία είχαν καταστραφεί. Όλα τα παιδιά μεταξύ των οποίων, δεν το λέω και τίποτα, είναι και ο Υφαντής, ο οποίος είναι δεύτερος ξάδερφός μου. Αυτός που έχει την αλλαντοποιία. Μαζί ήμασταν εκεί στην Ουγγαρία και η μάνα του. Αλλά και ο πατέρας του ήταν αυτός εδώ στην Ελλάδα. Ανακατεύτηκαν τότες με το στρατό, ανακατεύθηκαν σαν... Βοηθούσαν τον στρατό, ξέρω εγώ. Μεγάλωσε ο γέροντας, γιατί είχε... Τέλος πάντων. Και όλοι, οι Νταφλακαίοι, όλοι, όλοι. Οι Σουλαίοι. Όλοι, τα παιδιά όλα, ο Γιάννης Σούλ-, όλοι ήμασταν στην Ουγγαρία. Γι’ αυτό τα λέμε, για να μη λέμε, ότι υπάρχουν όλα τα παιδιά, τα στοιχεία αυτά. Και ήρθαμε, γιατί μας καλέσανε οι πατεράδες μας και τα αδέρφια μας, ο Βασίλης και τα λοιπά. Εμείς, για να μη χάσουμε χρονιές, όλα τα παιδιά, τα περισσότερα, εφύγαμε και μας πήγαν στην Παιδόπολη στην Αγία Ελένη και, ενώ είχαμε βγάλει σχεδόν το Δημοτικό στην Ουγγαρία, να το πούμε έτσι, στα ουγγρικά και ελληνικά, κατεβήκαμε στην Τρίτη τάξη Δημοτικού, Τρίτη-Τετάρτη, [00:05:00]και βγάλαμε το δημοτικό στα 14 χρονών και το Γυμνάσιο μετά, που [Δ.Α.] και πήγα στο Γυμνάσιο, στα 20 μου χρόνια. Δηλαδή είχα χάσει 2 χρόνια, που λένε, και αυτό ήταν που το συνάντησα μετά. Έφυγα από τα Γιάννενα. Δίνουμε εξετάσεις, από την Παιδόπολη Αγία Ελένη, δίνουμε εξετάσεις στο Γυμνάσιο, πέτυχα και όσοι πετύχανε – και θυμάμαι ο Αλέξης δεν πέτυχε και πήγε στο Ληξούρι να μάθει μαραγκός σε μία… Στην τέτοια. Και εκεί πήγε. Άλλοι όπως ο Βενέτης, ο Αντώνης Βενέτης, όλοι, ο Μπόλης, ο Βασίλειος ο Μπόλης, πετύχαμε και μας πήγανε στον Άγιο Δημήτριο στη Θεσσαλονίκη, στην Παιδόπολη. Εκεί κατέβηκα, κάθισα μέχρι τρεις τάξεις Γυμνασίου, αλλά οι γονείς μου κάποτε λένε: «Να το πάρουμε το παιδί κάτω». Και κατέβηκα κάτω και πήγα στο οικοτροφείο, Εκκλησιαστικό Οικοτροφείο της Παραμυθιάς, για να βγάλω το υπόλοιπο Γυμνάσιο. Όμως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Στο οικοτροφείο δίναμε 200 το μήνα, δηλαδή να κοιμόμαστε, να τρώμε, τα πάντα δηλαδή. Αλλά για εμάς ήταν πάρα πολλά λεφτά, για τον πατέρα μου, που ήταν τσοπάνος, είχε πρόβατα, γίδια. Ήταν, τότες, θυμάμαι, ήταν 70 δραχμές είχε η γίδα. Δηλαδή είχαμε... Τρεις-εφτά, είκοσι μία, ήθελες τρεις γίδες τον μήνα. Τρεις γίδες τον μήνα πάμε τριάντα έξι, ένα κοπάδι του έφευγε. Ήταν δύσκολα, δεν μπορούσε. Αυτός ήταν και κάποιος ο... Κάποιος Σκεύης, ο Σταύρος ο Σκεύης, ο οποίος έχει πεθάνει από καρκίνο, ο οποίος δεν ακολούθησε. Α, πήγαμε, μαζί ήμαστε στο Γυμνάσιο και είδαμε ότι ήταν δύσκολα, και αυτός δεν μπορούσε, δεν είχαμε, τα έξοδα ήταν πολλά, 200 δραχμές το μήνα, δεν μπορούσαμε. Και γκρινιάζαν μεταξύ τους οι γερόντοι, ότι: «Τι θα γίνει, ρε; Δεν κάνουμε τίποτα». Και αναγκαστήκαμε στην Εβδόμη τάξη, στο δεύτερο εξάμηνο της Εβδόμης, λέγανε Εβδόμη, Ογδόη, που λέγανε, να κατεβούμε στην Αθήνα. Να δουλέψουμε και να μπούμε στο νυχτερινό Γυμνάσιο. Έτσι και έγινε. Καταρχάς, μείναμε για λίγο διάστημα στην αδερφή της μάνας μου, η οποία ήταν συνταξιούχα από θύμα πολέμου με τους Ιταλούς. Αλλά πήγαμε και νοικιάσαμε ένα μικρό σπιτάκι. Ένα δηλαδή... Ένα πολύ μικρό. Ο Σταύρος έφυγε, πήγε μόνος του, νοίκιασε ένα τέτοιο και εγώ έμεινα με τον αδερφό μου τον Γιάννη, που ήταν το ‘35 γεννηθείς, ο οποίος ετοιμαζόταν να πάει για την Αυστραλία και, ώσπου να του ’ρθουν τα χαρτιά, καθόταν. Μαζί νοικιάζαμε και δούλευε, εκεί στη Ζ.Α.Ε. αυτός δούλευε, στα λιπάσματα. Και εγώ δούλευα πότε, πότε στις οικοδομές, από δω και από ‘κει. Στο νυχτερινό Γυμνάσιο, στο 3ο της Νίκαιας. νυχτερινό Γυμνάσιο της Νίκαιας, εκεί ήμασταν. Νικαίας που λέω. Το βγάλαμε. Ο αδερφός μου είχε φύγει. Συναντιόμασταν πάλι με τον Σταύρο, μου λέει: «Τι θα κάνουμε;», μου λέει. Του λέω: «Εγώ θα πάω για τα βαπόρια», του λέω. Τότες ήταν μία εποχή που ο κόσμος έφευγε μετανάστες Αυστραλία. Φτώχεια, πείνα… Επηγαίναν άλλος στη Γερμανία, στο Βέλγιο, παντού, όπου μπορούν να βρουν μεροκάματα. Αλλά συγχρόνως όμως. Και αυτό είναι..., το χρωστάω ευγνωμοσύνη, ήταν και οι Έλληνες εφοπλισταί. Η βοήθειά τους ήταν μεγάλη. Και του λέω εγώ του Σταύρου: «Φίλε, χωρίζουν οι δρόμοι μας, ναι». «Άσε να πάω», μου λέει, «στην τέτοια, να σου κάνω [Δ.Α.] και θα σου κάνω εγώ να έρθεις στη Ροδεσία». Του λέω: «Εγώ θα πάω να γίνω ναυτικός», του λέω. «Ε, δεν φεύγω για τα βαπόρια». «Θα πάω στα βαπόρια, θα έρχομαι στην Ελλάδα, να μην αποξενωθώ από την πατρίδα, ρε», του λέω. «Έτσι το αισθάνομαι». Και θυμάμαι ο συγχωρεμένος μου είπε: «Δηλαδή χωρίζουν οι δρόμοι μας;». «Ναι», του λέω, «χωρίζουν οι δρόμοι μας». Και δώσαμε τα χέρια. Αυτός πήγε να υπηρετήσει στον στρατό. Εγώ πέτυχα στην σχολή ραδιοτη[Δ.Α.] Εμπορικού Ναυτικού. Ήθελα να πάω στο Δημόσιο, αλλά ήταν η ηλικία, ότι εγώ ήμουν στα 20-21 χρόνων. Κανονικά, για να πας ή καπετάνιος ή μηχανικός ή ασυρματιστής, έπρεπε κανονικά στο δημόσιο να πας στα 18 σου χρόνια. Να έχεις μπροστά τέτοιο. Και οπότε πήγα σε μία ιδιωτική σχολή. Δούλευα αλλά και πληρώναμε. Εκεί ήταν το ζήτημα ότι με καθηγητές τον Ανδρικόπουλο του Πολεμικού Ναυτικού, πολλούς, αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού ήταν καθηγηταί. Ήταν 2 χρόνια. Βοηθούσαν τα αδέρφια μου, και ο άλλος ο Βασίλης είχε πάει στη Γερμανία το ’62-’63, ο Γιάννης είχε φύγει, πήγε στην Αυστραλία, κάτι εγώ που δούλευα στις οικοδομές, πότε από εδώ ή στου Κοροπούλη, επάνω στις Τρεις Γέφυρες όπου βοσκούσα και νοίκιαζα κι ένα σπίτι και δίναμε και στη σχολή, άντε και να νοικιάσουμε. Με βοηθάνε και τα παιδιά, γιατί και αυτά δεν είχανε, όταν πρωτοπήγαν στην Αυστραλία και πού να πιαστούνε; Όσο μπορούσανε. Και βγάλαμε τα 2 χρόνια. Το καλό ήταν ότι είχα έναν ζήλο και στο τελευταίο εξάμηνο του [00:10:00]’65 –το ‘63 μπήκα στη σχολή– το ’65, στο δεύτερο εξάμηνο, πήγαινα στα ρυμουλκά του Βερνίκου, όπου προϊστάμενος ήταν ένας ασυρματιστής παλαίμαχος, προϊστάμενος εκεί στα αναγνωριστικά, και πήγαινα να παρακολουθώ και εγώ, για να πάω κατευθείαν σε ένα μικρό βαπόρι ασυρματιστής, να μην πάω δόκιμος, χάνω χρόνο και τα λοιπά. Και με βοήθησε πολύ γιατί μου είπε: «Από πού είσαι;», του λέω: «Από την Ήπειρο» και αυτός ήταν από τα Γιάννενα. Και προχωρήσαμε. Το ευχάριστο ήταν ότι, μόλις συμβήκαν, πήρα την αναβολή, 4 χρόνια περίπου. 2 χρόνια... Ναι, 4 χρόνια ήταν, γιατί πήγα στο στρατό 24 χρόνων. Βάλε η σχολή ήταν 2, 20-21, 4 χρόνια. 26-27 χρόνων [Δ.Α.]. Υπηρέτησα 27 μήνες. Να κάνουμε τον υπολογισμό. Πώς ήταν τότες; Αλλά δεν έχει σημασία για αυτή την ώρα να πούμε για τον υπολογισμό. Λοιπόν! Μπήκα σε ένα μικρό βαπόρι 4.500 τόνους. Στην Ευρώπη έκανα. Έπαιρνα κάτι λεφτά πολύ καλά. Γιατί στο εργοστάσιο έπαιρνα 300 δραχμές, δηλαδή την εβδομάδα, στου Κοροπούλη απάνω ή στις οικοδομές 120 και εδώ έπαιρνα 4.500. Πολλά λεφτά για την εποχή εκείνη, τέσσερις φορές παραπάνω από ό,τι έπαιρνε ένας δάσκαλος, ας πούμε, τρεισήμισι φορές; Πόσα; 1000 έπαιρνε ο δάσκαλος; Πόσα έπαιρνε τον μήνα, την εποχή εκείνη, το ’65; Και με αυτά βοήθησα και τους γερόντους μου. Τον πατέρα μου που είχε πάθει από τα κρυοπαγήματα με στομάχι. Ε, να μην πάμε... Και μετά γύρισα, υπηρέτησα στον στρατό, στη σχολή Λ.Υ.Σ.Ε., Λίαν Υψηλών Συχνοτήτων Εδάφους, πάλι στις διαβιβάσεις με τον βαθμό του δεκανέα, και απολύθηκα μετά από 27 μήνες. Μας παίρναν τότες, είχαμε γεγονότα με τους Τούρκους πάλι. Μας κράτησαν και τρεις μήνες εφεδρεία 24 και 3, 27. Και μπάρκαρα πάλι στα βαπόρια. Το τονίζω, όμως, ότι από τα βαπόρια, δόξα σοι ο Θεός, έκανα μία καλή προκοπή. Βοήθησαν πάρα πολύ την πατρίδα και ίσως μπορεί να σου πω ότι μπήκε ένα τροχοπέδη η εμπορική ναυτιλία στην αθρόα μετανάστευση των Ελλήνων προς το εξωτερικό. Οι απολαβές ήταν καλές, έκανα μία καλή περιουσία, τρία διαμερίσματα, να το πούμε. Δεν ξέρω, δεν μας ενδιαφέρει και πόση περιουσία είναι η περιουσία, έχω κάνει καλά, πήρα μία καλή σύνταξη. Και αυτό που θέλω να τονίσω ήταν ότι, μία που είμαι σε μία ηλικία 78 χρονών και είχαμε και προάλλες την μεγάλη επανάσταση, την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους, ότι –και από αυτά που διάβαζα, τα λέω και τώρα μη...–, ότι η κακιά μοίρα των Ελλήνων είναι η διχόνοια. Ποιος θα πάρει κάτι παραπάνω από τον άλλον. Και αυτή η διχόνοια, κατέστρεψε ο συμμοριτοπόλεμος, όλοι το γνωρίζουν, κυριολεκτικά την Ελλάδα. Εγώ τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Όπου πήγαινα, δρόμοι δεν υπήρχαν. Τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Με άλογα πηγαίναμε. Να είμαστε αγαπημένοι. Τα είπα πολύ σύντομα και εύχομαι να μην ξαναεπαναλάβουνε, να μην ξανασυμβούν αυτά τα γεγονότα στην πατρίδα. Το λέω, γιατί έκανα χρόνια τον πατέρα μου να τον δω και ωσάν μικρός και τα λοιπά… Και τον άλλον τον αδερφό μου. Ο χωρισμός, η διάσπαση της οικογένειας δημιούργησαν πολλά προβλήματα στον ιστορικό κόσμο. Όχι μόνο σε μένα, και σε όλους. Αυτά που λέω τα βίωσαν και πολλοί άλλοι. Είπα μερικά ονόματα, δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο. Εύχομαι στην πατρίδα τουλάχιστον να εκτιμήσουμε, να αγαπήσουμε την πατρίδα μας, να δούμε και την προκοπή της και προπάντων, για μένα, για μένα, προσωπικά για μένα, ότι οι εφοπλισταί, οι εφοπλισταί, το τονίζω, κράτησαν την πατρίδα όρθια και ας λένε ό,τι θέλουν. Και ας λένε ό,τι θέλουν. Εκατό χιλιάδες δουλεύαμε, θυμάμαι, τότε. Και όταν με ρωτάγανε: «Πόσα βαπόρια έχει η Ελλάδα;», λέω: «Ε, πόσους κατοίκους έχει το Φιλιάτι;». Λέει: «Τρεισήμισι χιλιάδες». «Βάλε και λίγο παραπάνω». Φάγαμε ψωμί. Δημιουργήσαμε, αναδημιουργήσαμε, φτιάξαμε. Εγώ μάλιστα μπορώ να πω ότι έχω ταξιδεύει και με τους Γουλανδρήδες, με του Καλλιμανόπουλου, με του Λέων του Λαιμού, όπου εκεί, σε μία δυσκολία της Ελλάδος, τότε, στο ’81, που είχα αρχίσει να χτίζω το σπίτι, μου δώσανε και ένα άτοκο δάνειο. Και μου λέει: «Όποτε θέλεις», μου λέει, «να το ξοδέψεις», μου λέει, ενάμιση εκατομμύριο τότε, και πρόλαβα, κάτι που ανεβαίναν τιμές. Οι εφοπλισταί αναγνώριζαν πάρα πολύ, το λέω και το τυμπανίζω, γιατί έφαγα ψωμί από εκεί, πώς να το κάνουμε;
Καταλαβαίνω. Πάρα πολύ ενδιαφέροντα αυτά που μου λέτε, που μου εκφράζετε την προσωπική σας γνώμη. Εγώ θα ήθελα να σας γυρίσω λίγο πίσω, μιας και μου είπατε για την Ουγγαρία.
Ναι.
Θα θέλατε να μου πείτε έτσι, τι αναμνήσεις έχετε από εκείνη την περίοδο; Πώς ζήσατε εκείνη την περίοδο που ήσασταν στην Ουγγαρία; Πώς ήταν τα πράγματα;
Κοίτα να δεις. Στην Ουγγαρία, προπάντων, να πάρουμε ένα γεγονός. Αυτό το είπα νομίζω κάπου και στον στρατό που είχα [00:15:00]πάει, λέγαμε. Μου λέει: «Δεν υπάρχει Θεός», λέει, ας πούμε. Τουλάχιστον εγώ ήμουν 4 χρονών, 5 χρόνων, 6 χρόνων; Έχω τον αδερφό μου τον συγχωρεμένο, τον Δήμο, ο οποίος ήταν το ’38, τον πήραν τότες και ήταν κοντά 10 χρόνων. Το ’46 ’47 πόσο ήταν; Ήταν κοντά 7-8 χρονών. Ε, σου λέει: «Παρακάλα», λέει, «τον Θεό». «Αυτόν που», λέει, «λένε Θεός», λέει «να σας στείλει καραμέλες», λέει. «Άντε να δούμε, να φάτε καραμέλες», σε μία αίθουσα. Ε, λέγαμε εμείς. «Να πείτε και για τον Στάλιν. Πείτε και για τον Στάλιν, τον πατέρα», πατέρα τον λέγανε τον Στάλιν. Από που ερχόνταν οι καραμέλες; Ούτε και εμείς ξέραμε τι γινόνταν. Ήταν μία κατάσταση για να σου βγάλουν την πίστη σε μία ανώτερη δύναμη. Να το πούμε την αλήθεια. Αυτό το εξέτασα μετά, γιατί, Δόξα σοι ο Θεός, τώρα ασχολούμαι με τη θρησκεία, ψάλλω και βυζαντινά. Έχω την τάση από εκεί, αφού πέρασα και μεγάλες δοκιμασίες στα βαπόρια, βέβαια, με κινδύνους, έστειλα και σήμα κινδύνου το ’88. Βέβαια, είχα 27 μήνες, κάθισα στο Inussa Pride 36 μήνες, δηλαδή 3 χρόνια. Στους 27 μήνες… Τον Απρίλη σηκώσαμε σημαία, 18 Απριλίου του ’66. Βάλε το ’88 Ήταν ‘66, ‘67, ‘68. Ναι, 27 μήνες είναι. Και δώσαμε σήμα κινδύνου τότες. Δόξα σοι, πήγανε όλα καλά με το Inussa Pride. 45.000 τόνους, ξυλάδικο ήταν αυτό. Λοιπόν. Στην Ουγγαρία ήταν η διαφώτιση. Αυτός είναι ο σκοπός. Ήταν η διαφώτιση, να εξυμνήσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Ερυθρός Στράτος, ο Δημοκρατικός Στρατός, που τον έλεγαν αυτοί. Όλα ήταν εναντίον Αμερικανών, των Ελλήνων, «των ανθρώπων, των οποίων πίνουν το αίμα στην Ελλάδα». Μας έλεγαν αυτά τα πράγματα. Για να μας κάνουν δηλαδή γνήσιους γενίτσαρους, που λέμε. Έτσι, γενίτσαρους! Αυτό ήταν! Εναντίον της πατρίδος. Προετοιμάζαν, δηλαδή, για να κάνουν το παιδομάζωμα σε μικρά παιδιά. Σκοπός, όπως τώρα που είμαι στα 78 χρόνων και κάπου γνωρίζω μερικά πράγματα, ο σκοπός αυτών ήταν να κάνουν έναν τρίτο γύρο. Να μεγαλώσουν και –δεν ξέρω πώς αλλάζουν τα πράγματα– και να κάνουν πάλι έναν εμφύλιο σπαραγμό. Αυτό ήταν. Και ο σκοπός αυτός ήταν, που πήραν τα παιδιά. Για να αυξήσουμε τον πληθυσμό της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας ή ξέρω εγώ; Ποιος ήταν; Ο σκοπός ήταν να ετοιμάσουν ένα έδαφος. Και ευτυχώς, όμως, δεν ήρθαν όλα τα παιδιά, τα ελληνόπουλα. Θυμάμαι κάποιον αδερφό, έναν φίλο του αδερφού μου, τον Αντώνη τον Ράπτη με την αδερφή του. Ήταν στην ίδια ηλικία με τον Γιάννη, τον αδερφό μου, που είναι στην Αυστραλία. Δεν είχαν κανένα και παρέμειναν εκεί στην Ουγγαρία. Δεν ήρθαν μαζί μας. Τέλος πάντων. Αυτό είναι. Άλλο; Τι θέλετε να ρωτήσεις;
Όχι, ήθελα να ρωτήσω, έτσι, έχετε μία έντονη ανάμνηση από εκείνα τα χρόνια στην Ουγγαρία, που ήσασταν; Κάτι το οποίο να το θυμάστε;
Εκείνο-.
Να σας έχει καθορίσει στο μυαλό;
Όχι, δεν, είναι ότι η μάνα μου, όταν πήγαμε στου Μπελογιάννη δούλευε στα Κολχόζ. Εμείς πηγαίναμε σε σχολείο εκεί πέρα ουγγρικά και ελληνικά. Η προπαγάνδα πήγαινε, να το πούμε και λίγο ναυτικά, σύννεφο δηλαδή, λοιπόν–, και όταν ήρθαμε εδώ πέρα, ήμασταν λίγο αναστατωμένοι. Βρήκαμε και βέβαια και μία φτώχεια, πολύ μεγάλη φτώχεια. Ας πάρουμε έναν παράδειγμα, ότι, όταν κατεβήκαμε στην Ηγουμενίτσα, μάς πήραν ο στρατός με άλογα. Μπήκαμε, ανεβήκαμε καβάλα στα άλογα, για να μας πάνε πάνω στου Λια, που είναι στη Μουργκάνα πάνω, 1806 μέτρα υψόμετρο. «Γκαπ! Γκουπ!», μες στους δρόμους. Δηλαδή τι είναι; Μονοπάτια; Και λέει, φωνάζω: «Βρε μάνα, πού μας φέρνεις;», της λέγαμε. Γιατί το έλεγα και εγώ, το έλεγε και ο Δήμος και το έλεγε και ο Γιάννης, που πήγε στην Αυστραλία. «Πού πάμε, ρε, εδώ πέρα, ρε;». Λοιπόν. Ήταν μία εικόνα, δηλαδή, που η Ουγγαρία είχε άλλη μία υποδομή τότε. Δεν την είχε κάνει ο κομμουνισμός. Γιατί και αυτοί τότες είχανε μπει, λίγα χρόνια ήταν στον κομμουνισμό, που μπήκαν οι Ρώσοι μέσα. Αλλά είχαν μία άλλη υποδομή από τη λεγόμενη Αυστροουγγαρία, που λένε. Με ωραίους δρόμους μεγάλους και τα λοιπά. Αυτοί δεν έχουν και βουνά, η Ουγγαρία δεν έχει καθόλου βουνά. Το μεγαλύτερο να είναι 200-300 μέτρα, λόφος λέγεται. Τίποτα. Πεδιάδα είναι, τίποτε άλλο. Άλλο.
Λοιπόν, ωραία! Μετά θα ήθελα να πάμε λίγο στο επαγγελματικό σας κομμάτι, που έχετε ζήσει ως ναυτικός, μου είπατε 30 χρόνια και τα λοιπά.
Τα είπα όλα. Τη βοήθεια που είχα και ναι. Οι εφοπλισταί αναγνωρίζουν την εργασία, την ανταμείβουν. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Είχαν, δηλαδή, σε ένα καλό, σε ένα... Ας πούμε, στον δικό μας τον κλάδο, εγώ θυμάμαι, όταν μπήκαν ύστερα μετά ξένοι στα βαπόρια, να το πούμε, στον κλάδο τον δικό μας, είχε οι Γουλανδρήδες από τους ογδόντα, εκατό ασυρματιστές –πόσοι απασχολούσε;– είχε πολλά βαπόρια, ογδόντα πέντε βαπόρια –πόσα βαπόρια ήταν;– μέσα στους αυτούς, τους δέκα εφτά, κρατήσανε δέκα εφτά, ήμουν και εγώ μέσα. Δηλαδή, είναι άλλοι, οι οποίοι άλλοι έγιναν ταξιτζήδες. Δηλαδή κακώς. Κάπου εκεί τα πράγματα... Και εμείς ζητάγαμε λίγο εξωφρενικά πράγματα. Ε, τι να πω τώρα σε αυτά τα πράγματα; Εγώ εκείνο, [00:20:00]ότι εγώ προσωπικά η εμπορική ναυτιλία, η οποία χαίρομαι ακόμα κρατάει τα σκήπτρα και δεν ξέρω και σε πόσο βαθμό είναι, στις ανάγκες του έθνους πρόσφερε. Στη φτώχεια των Ελλήνων πρόσφερε. Έδωσε εργασία. Τότες που ήμουν εγώ, ήταν όλοι Έλληνες, εκατό χιλιάδες. Ήμασταν οι καλύτεροι ναυτικοί, το λέω και κατά γνώμη. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Οι καλύτεροι ναυτικοί του κόσμου. Αυτοί οι ναύτες, ας πούμε οι Καλυμνιώτες, Χιώτες, Εγνοσιώτες. Δεν... Με μία θάλασσα, ας πούμε, να βλέπεις βουνό και να προχωράνε στο κατάστρωμα, ας πούμε, πάνω και να λέω εγώ, γιατί εγώ ήμουν λίγο από τα χωριά επάνω και λέω: «Ρε τι γίνεται με αυτούς;». Πραγματικά ήταν ασύλληπτοι. Και, όταν μπήκαν πολλοί Φιλιππινέζοι μέσα, πηγαίναμε, θυμάμαι, με το Inussa Pride, πηγαίναμε στη Νέα Υόρκη, να φορτώσουμε, θυμάμαι, τότε με το Inussa Pride –γιατί ήταν ξυλάδικο–, να φορτώσουμε σπίτια, δηλαδή ξύλινα σπίτια, για να τα πάμε στο Μπαγκλαντές. Ρωτούσαν, ας πούμε, εναγωνίως. Και πηγαίναμε στο Λος Άντζελες, το Λος Άντζελες. Σαν Φρανσίσκο; Λος Άντζελες; Τώρα, τα μπερδεύω εκεί λιγάκι. Ή στη Νέα Ορλεάνη; Ρωτήσανε τι πλήρωμα έχουμε. Και του είχε πει τότες ο καπετάνιος, του λέει: «Εverybody είναι Έλληνες», του λέει. Αυτό ανακοινώθηκε αμέσως σε όλους και λέει: «Μην ανησυχείτε. Όλοι επάνω είναι Έλληνες». Γιατί δεν ξέρω τι προβλήματα είχαν με τους Φιλιππινέζους, με τα λοιπά, στο δέσιμο, τον κάβο, στα όλα αυτά. Είχαν πλήρη εμπιστοσύνη, αυτό το θυμάμαι, πλήρη εμπιστοσύνη στους Έλληνες ναυτικούς. Ήταν. Όχι. Δώσαμε και πολλοί άλλοι, ήμασταν τότε, η τότε η φουρνιά των Ελλήνων, που ήμουν εγώ, ήταν που αγαπούσαμε και τα βαπόρια. Δηλαδή, όντως, σαν να ήταν δικά μας. Και ήταν δικά μας δηλαδή. Έλληνες ήτανε, δικά μας ήτανε. Ελληνική σημαία ήταν. Τα αγαπούσαμε. Εγώ έφυγα το ’95. Τότε μπαίναν και τα δορυφορικά. Τα πρόλαβα για ένα φεγγάρι, γιατί και στη σχολή μάθαμε εκεί πέρα να γράφουμε δακτυλογραφομηχανή, τυφλό σύστημα κι οπότε τα αρπάξαμε και το δουλέψαμε. Ε, βγήκα το ’95, Αύγουστο μήνα κατέθεσα τα χαρτιά μου και... Αλλά, πάντως, στις δύσκολες στιγμές και οι Έλληνες εφοπλισταί έχουν ευεργετήσει την Ελλάδα, αλλά δώσαν ψωμί. Πρόσεξε! Σε μία εποχή –αυτό να το βάλεις καρδιά, είσαι νεαρός εσύ τώρα– που οι Έλληνες σαν τρελοί φεύγαν στο εξωτερικό να βρουν ένα κομμάτι ψωμί, Γερμανίες, Βέλγιο, Βραζιλίες, Αυστραλίες. Το τι γινόταν; Πάταγος! Έρχονταν στη σχολή και τους έβλεπα, ας πούμε, κλάματα και χαιρετίσματα, εκείνο. Αλλά αυτό το ρεύμα το συγκράτησαν. Γιατί μπορεί να άδειαζε και η Ελλάδα, ας πούμε. Και πηγαίναν νεαροί, νέοι πήγαιναν έξω, δεν πηγαίναν οι γερόντοι. Ο Έλληνας ο εφοπλιστής να καλοπληρώνει το πλήρωμα του, έπαιρναν δηλαδή και δυόμιση και τρεις φορές από ό,τι έπαιρναν οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν υπήρχαν, ελάχιστα... Και να τρως μέσα και όλα αυτά και άμα είχες και λίγο μυαλό και δεν τα τρώγαμε. Και όπως λέει, θα σου πω ένα περιστατικό τώρα για να γελάσεις και λιγάκι, να μην τα τρώμε στα λιμάνια. Λοιπόν, τι έγινε; Είχαμε μία φορά, είχε στείλει το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας προς ναυτιλομένους ειδήσεις. Τότες που πηγαίναμε επάνω στην Ιαπωνία, η Ιαπωνία ερχόταν με τα τσόκαρα στα βαπόρια. Με τσόκαρα, τσόκαρα, ξύλινα τέτοια. Λοιπόν. Και πέφταν όλες οι γυναίκες επάνω και εμείς, ας πούμε, τα ξοδεύαμε όλα. Όλα τα λεφτά τα ξόδευαν ρε παιδάκι μου. Εγώ ήμουν άνθρωπος που τα συγκρατούσα. Οι Ηπειρώτες μπορεί να πίστευαν ότι ήμασταν λίγο φιλάργυροι. Ε, πάντως, σαν Ηπειρώτης, είχα το τέτοιο να κάνω και κάτι. Και στείλαν και λένε: «Σταματάτε», λέει. «Προσέξτε», λέει, «μην τα σπαταλάτε τα λεφτά σας». Και μάλιστα δώσαν τότες, είχε γίνει το σύνθημα ότι: «Βάλαμε για να φτάσει η Ιαπωνία, η οικονομία της για να φτάσει σε ένα σημείο, βάλαμε και εμείς το χεράκι μας», λέει, «οι Έλληνες ναυτικοί». Πολλά βαπόρια. Έμπαινες στην... Απάνω, απάνω στο Τόκιο ή απάνω στα λιμάνια της Ιαπωνίας, έβλεπες, ξέρω εγώ, σαράντα βαπόρια; Είκοσι πέντε ελληνικά! Τριάντα ελληνικά! Και τα προτιμούσανε, ξέρω και εγώ, είχαμε δώσει ένα καλό παράδειγμα. Μας αγαπούσαν όλες, ας πούμε, οι χώρες του κόσμου. Εδώ στην τέτοια, πώς τη λένε; Στη Γιουγκοσλαβία που πηγαίναμε, θυμάμαι και τέτοια, έλεγαν οι, να το πούμε οι γυναίκες, ας το πούμε ο κόσμος: «Ό,τι έχεις!», λέει, «Δολάριο ή δραχμή». Λέει: «Λατρεύουμε το δολάριο, αλλά σε αγαπώ πολύ και drachmas», λέει. Αυτό ήταν, δηλαδή, πώς μας λέγανε οι Γιουγκοσλάβοι τότες που ήταν τέτοιο, ότι: «Το θέλουμε και το δολάριο αλλά αγαπούμε και πολύ και τη δραχμή». Είχε πέραση η δραχμή. Η οικονομία μας είχε φτάσει... Πήγαμε τώρα στην Ισπανία, που μας κάνει τώρα τι έγινε και οι Έλληνες εφοπλιστές είχαν στηρίξει τόσο πολύ που δίναμε μία δραχμή και μας έδιναν ενάμιση pesos. Το κατάλαβες αυτό; Εδώ στην τέτοια –πώς τη λένε;–, στην Πορτογαλία, μία ελληνική δραχμή, εννιά δικά τους. Δηλαδή τρελά πράγματα. [00:25:00]Λοιπόν. Πηγαίναμε στην Ιαπωνία… Τα λεφτά τότες που παίρναμε, δηλαδή, ας πούμε, ξέρω εγώ, έπαιρνε 100.000, ας πούμε, εγώ 120.000. Ναι, αλλά τότε το δολάριο είχε 30, 3.000 δολάρια. 3.000 τότες, ας πούμε, στην τέτοια –πώς το λένε;– στην Ιαπωνία, έκλεινες το μαγαζί. Το είχαμε εμείς, δεν αφήναμε ούτε ξένους ούτε τίποτα. Εκάναμε κάτι κινήσεις, δεν είχαμε μυαλό, ήμασταν και λίγο στην ιδιοσυγκρασία και μας, ξοδεύαμε. Αυτό το ίδιο το κράτος, στέλναμε προπάντων το συνάλλαγμα. Άμα διάβαζες τότε που βγάζανε: «Το οκτάμηνο», λέει, «το εξάμηνο», λέει, «το ελληνικό συνάλλαγμα», μιλάμε για εποχές τώρα, ’65 –έτσι;– και ’66 ή και ’70, «800 εκατομμύρια», λέει. Πιάναμε μία δραχμή τότες, φαντάσου τώρα, 800 εκατομμύρια, δηλαδή ενάμιση δισεκατομμύριο. 1.500, ενάμιση δισεκατομμύριο συνάλλαγμα. Συνάλλαγμα σε δολάρια. Μιλάμε για εποχές... Και κανένα κράτος, από τα Βαλκάνια μέχρι και Ιταλία και απάνω και Ισπανοί, δεν είχαν τέτοια λεφτά. Δηλαδή, μόνο, χωρίς να ξοδέψει το κράτος ούτε μία, ούτε ένα χαρτί ρε παιδάκι μου, ένα χαρτί. Τίποτα δεν ξόδευε! Τους έρχονταν ζωντανό το χρήμα, αυτό το πράγμα και δεν βάζουμε και το μεταναστευτικό. Για αυτό η Ελλάδα άρχιζε, είχε προχωρήσει πολύ, ανέβηκε η οικονομία της. Αυτό δεν το καταλάβαιναν, αυτό ήταν ότι ζηλεύανε, αυτοί αντιφρονούντες σου λένε «Έτσι όπως πάει, αυτοί δεν θα φύγουν από την κυβέρνηση. Και να τους πολεμήσουμε. Να τους κάνουμε». Λοιπόν, αυτά τα βλέπω... Για να μην πας στα κομμουνιστικά, τα κράτη επάνω στα κομμουνιστικά και τα λοιπά, που τρελαινόνταν. Ένα πράγμα, παίρναμε καλά λεφτά. Και στην Ιταλία! Ένα χιλιάρικο; Αυτοί σου δίναν ένα μάτσο να, χαρτιά! Ήτανε γερό το νόμισμα, γερό το νόμισμα το ελληνικό. Αυτά από πού ήρθανε; Από τη μεγάλη βιομηχανία της Ελλάδος; Όχι! Ή από τον τουρισμό; Ε, ήταν και ο τουρισμός, βοηθούσε. Από το ναυτικό συνάλλαγμα! Εάν είχαν μυαλό τότες οι κυβερνώντες, που κυβερνούσαν, και οι εκάστοτε κυβερνώντες, για εμένα, η γνώμη μου είναι αυτή –πρόσεξε, δεν λέω και τίποτα– η Ελλάδα δεν θα ήταν έτσι. Ήταν ζωντανό χρήμα, χωρίς να ξοδέψει τίποτα η Ελλάδα. Μαζί και με τον τουρισμό –πώς το λένε;–, με τους Έλληνες μετανάστες τότε... Να, ο αδερφός μου έστελνε στη μάνα του, που είναι στη Γερμανία, και ο άλλος στην Αυστραλία μου έστελνε και εμένα. Αυτά έμπαιναν σε μάρκα και σε δολάρια αυστραλέζικα. Θέλω να σου πω, βοηθήσαν πάρα πολύ. Ε, για εμένα πήρα μία σύνταξη καλή. Μας την κόψαν και λιγάκι τώρα, μας την ανεβάζουν πάλι, μας την κόβουν, ξέρω εγώ. Αλλά καλά, για να ζήσω.
Μία χαρά! Ήθελα να σας ρωτήσω: Τι ταξίδια έχετε κάνει; Πού, σε ποια λιμάνια έχετε μπαρκάρει;
Όλο τον κόσμο! Όλο τον κόσμο! Άμα βάλεις, πού θες να πας; Νότιος Αμερική; Βόρειο Αμερική; Απάνω, Νορβηγίες, πάνω στον Αρχάγγελο, Σιβηρία πάνω, Ιαπωνία, Κίνα, Αυστραλία. Σε όλο τον κόσμο! Παντού πήγα. Και έχω την εντύπωση ότι, βάζω λέει, «Πήγες εκεί, πήγα εκείνο», λέω σχεδόν, γιατί έχω 10 μήνες παραπάνω από το κανονικό. Ήτανε 23 χρόνια και 6 μήνες φουλ υπηρεσία. Αυτό θα πει ότι η υπηρεσία πιανόταν όταν ήσουν στο βαπόρι. Λοιπόν. Οι ημέρες ήταν 365 μέρες. Αφού μπαίνεις στο βαπόρι για 365 ημέρες. Όχι για 300 που ήταν έξω, που είναι έτσι. Είχα 10 μήνες, οι 10 μήνες, δηλαδή, 24 χρόνια και 4 μήνες. Χωρίς να βάλω στρατιωτικά και τα λοιπά –έτσι;–, που τα εξαγοράζουμε αυτά. Αυτή ήταν η υπηρεσία. Κανονικά. Αυτά που [Δ.Α.] μέσα στα βαπόρια. Διότι πολλά χρόνια, δεν είναι σαν τον Στυλιανό, ο οποίος θα πάει 8 ώρες στο εργοστάσιο, θα πάει στο σπίτι του. Εσύ είσαι 24 ώρες το εικοσιτετράωρο στο βαπόρι μέσα, πάει. Είτε δουλέψεις είτε δεν δουλέψεις, θα κοιμάσαι μέσα, θα έχεις τις ίδιες συνθήκες. Αλλά είναι ένα επάγγελμα το οποίο προσωπικά και το αγάπησα και το μίσησα. Ποιο είναι το μίσος; Είναι ότι, ενώ η θάλασσα είναι μία πλανέστρα, σε πλανεύει, σαν μία γυναίκα που σε πλανεύει και από τη μία σου αγριεύει, «Μπουμ», και λες: «Α, ρε, δεν θα την ξαναπλησιάσω πάλι», αλλά όταν υπάρχει και ηρεμία και τα λοιπά και λες: «Πω, πω, πω! Σε όλα τα μέρη του κόσμου πήγα. Σε όλα τα μέρη, τα είδα όλα τα μέρη!».
Υπάρχει ένα ταξίδι το οποίο σας έχει μείνει στο μυαλό; Που έχετε κάνει και το θυμάστε;
Τι να πεις; Για μένα, προσωπικά για μένα, αλλά και για πολλούς που ρώτησα, ας πούμε, ναυτικούς και τα λοιπά, ότι η Ελλάδα είναι αναντικατάστατη. Γιατί; Πας στην Ιαπωνία, υγρά τα κλίματα. Δεν... Θα πεις: «Θα κάτσω 3-4 μήνες», μετά, ύστερα λες: «Τίποτα». Πας στη Βραζιλία, τροπικά και τα λοιπά, εκείνο. Είναι άλλα τα κλίματα. Εδώ στην Ελλάδα έχει ένα ωραίο κλίμα. Έχει ωραίες τοποθεσίες, αρκεί να τις ξέρεις να τις ανακαλύψεις. Δεν αλλάζεται. Γι’ αυτό και οι ξένοι έρχονται. Γι’ αυτό και πας στην Αγγλία, πω, πω, πω, πω. Δεν μπορείς να ζήσεις, ας πούμε. Έχει… Τα κλίματά του, η υγρασία του και τα λοιπά. Η Ελλάδα έχει διαφορετικό. Τώρα δεν ξέρω με τις κλιματικές συνθήκες πώς θα γίνει, αλλά η Ελλάδα… Και έχει και τοπία να μείνεις, αρκεί να [00:30:00]διαθέσεις, βέβαια. Αυτά είναι τα νησιά μας –και πού να πας;– και τα βουνά μας. Όπου θες να πας, το ευχαριστιέσαι στην Ελλάδα. Στη Ρωσία στον Αρχάγγελο κρύο και τα λοιπά. Και που πήγα και από τη μία μεριά και από πάνω από τον Αρχάγγελο, στο Μέγκα Αρχάγγελεσκ και τα λοιπά, γινόταν πάταγος. Ε, δεν είναι για... Η Ελλάδα έχει το καλύτερο... Και η τοποθεσία της είναι και το κέντρο του κόσμου ολόκληρου, έτσι μπορώ να πω. Είναι, είναι… Α! Βλέπεις εδώ πώς μένω, εδώ πέρα; Είναι ωραία πράγματα.
Ναι, είναι πάρα πολύ ωραία.
Είναι πάρα πολύ ωραία. Λοιπόν, αυτά είναι.
Υπήρξε ένα ταξίδι, το οποίο να σας έχει μείνει στο μυαλό; Να το θυμάστε; Το οποίο;-
Κοίτα να δεις. Λέμε με την παρέα, την καρδιά τώρα ότι εγώ τώρα είμαι 78 χρόνων, έτσι; Δεν μπορώ να φέρω άλλα γεγονότα. Δηλαδή αυτά που διασκεδάζουν οι Έλληνες, που διασκεδάζαμε. Άλλο αυτό. Πάντως ο Έλληνας ήταν περιζήτητος σε όλο τον κόσμο. Εκείνο που ξέρω, εκείνο που γνωρίζω, ότι μας αγαπάγανε. Ένα περιστατικό στην Ιαπωνία; Να πούμε... Μπαίναμε εκεί, άμα πας στο Τόκιο, όλα τα μπαρ είναι ελληνικά: «Αθήνα Μπαρ», «Ακρόπολις Μπαρ», «Piraeus», «Δωδεκάνησα» και τα λοιπά. Τα είχαν οι Έλληνες, οι οποίοι είχαν παντρευτεί Γιαπωνέζες. Έμειναν εκεί, αλλά κάθε έξι μήνες πήγαιναν στις Φιλιππίνες να ανανεώσουν τη βίζα, και τα λοιπά, εκείνο. Αλλά και ήταν και άλλα και γιαπωνέζικα. Οι Έλληνες πραγματικά, σου είπα προηγουμένως, ότι το Υπουργείο έλεγε: «Μην τα σπαταλάτε τα λεφτά τόσο, έτσι “μπαμ” να φεύγουν». Λοιπόν, μας αγαπούσαν. Όταν έρχονταν... Ένα περιστατικό: ήμασταν εμείς και ήρθαν κάτι Αμερικανοί, ήρθαν Αμερικανοί. Τους διώξανε! Τους διώξαν πραγματικά! Λέει: «Είμαστε [Δ.Α.]. Είναι Έλληνες». Όποτε πηγαίναμε εμείς στη Γιοκοχάμα, ελληνικό βαπόρι, μας περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Τώρα. Ε, ήμασταν και λίγο, να το πούμε την αλήθεια, πιο ευγενικοί. Ο Αμερικανός, εντάξει ρε παιδάκι μου, έπινε, αλλά τον είχε τον άλλον έτσι. Ενώ εμείς περιποιούμασταν. Να την ταΐζουμε στο στόμα, που λένε, τις Γιαπωνέζες. Γι’ αυτό και πολλές Γιαπωνέζες έχουν πάρει, παντρευτεί Έλληνες, ας πούμε. Η Χίος τότες, θυμάμαι, ήταν γεμάτο από Γιαπωνέζους παντρεμένους με Έλληνες αξιωματικούς! Λοιπόν, αυτές είναι αναμνήσεις. Περισσότερο, δηλαδή, να το πούμε, εγώ δεν θέλω να επεκταθώ σε αυτά τα πράγματα. Είπαμε, μία ζωή, περισσότερο τόνισα ότι φάγαμε ψωμί. Όσοι δεν φάγανε ψωμί από τα βαπόρια, ήταν οι σπάταλοι και αυτοί και όπου να πάνε και σε όπου να το κάνουν, τα σκορπάγανε τα λεφτά τους. Δεν... Βοήθησαν το κράτος. Ενίσχυσαν το κράτος. Άμα βλέπεις, έκανα το σπίτι, ας πούμε, 40.000 δολάρια, 50.000 δολάρια, κατάθεση για να μην φορολογήσει το κράτος, ας πούμε, ξέρω εγώ. Όσα θέλαν, το συνάλλαγμα είχαν [Δ.Α.], δηλαδή είχα.
Κάτι ακόμα ήθελα να ρωτήσω. Ως ναυτικός που έχετε ζήσει, και μου είπατε προηγουμένως, η θάλασσα ότι, όταν ήταν ήρεμη ήταν γοητευτική, όταν ήταν άγρια ήταν-.
Είναι σαγινεύτρια. Μα γι’ αυτό και αυτός δεν παρατούσαν οι παλιοί.
Υπήρξε κάποιο σκηνικό, στο οποίο να βρεθήκατε σε δύσκολη κατάσταση, να κινδύνευσε η ζωή σας; Κάτι το οποίο να συνέβη στο καράβι;
Ναι, ναι, ναι.
Μπορείτε να μου το πείτε αυτό;
Ήτανε τρεις φορές σε όλη την διάρκειά μου, ήταν το επικίνδυνο. Μια φορά ερχόμασταν από τον Αρχάγγελο, ξυλεία, προς την Αγγλία. Εκεί μετακινήθηκε το φορτίο. Ευτυχώς το πέρασμα μεταξύ Αγγλίας και Νορβηγίας ήταν 24 ώρες. Επηγαίναμε με μεγάλη κλίση, επικίνδυνη κλίση. Το γλιτώσαμε. Το άλλο ήταν με το Ντιφάϊν Κολοκοτρώνης, 70.000 τόνους, απάνω στις Φιλιππίνες. Μας κυνηγούσε ένας κυκλώνας. Φεύγαμε από εδώ, από εκεί. Ενώ ήταν 23 ώρες να πάμε στη Γιοκοχάμα, στο Τόκιο, εκεί πάνω στην τέτοια, στη Γιοκοχάμα, το κάναμε μία βδομάδα, διότι μας πήγαινε… Όπου πηγαίναμε, ερχόταν από πίσω μας. Δηλαδή μας κυνηγούσε, που λένε. Και γυρίζαμε από εδώ, γυρίζαμε από εκεί, η δεύτερη φορά. Κάθε δεκαετία γινόταν, νομίζω, όπως το κατάλαβα εγώ. ’65; Ναι. ’65-’66; Ήταν με το Jane. Με το Jane του Σκούφαλου. Το ’72, ’73; Αν θυμάμαι καλά. ’72; Με το Ντιφάϊν Κολοκοτρώνης. Και το ’88-. Το ’75 με το Ντιφάϊν Κολοκοτρώνης, Kάπου εκεί, ναι, ’75. Και το ’88 με το Ιnussa Pride, που τότες έδωσα και σήμα κινδύνου. Διότι ήταν ένας κακός υπολογισμός. Ακόμα και οι σταθμοί του Τόκιο τότε, το θυμάμαι, ανήμερα του Προφήτη Ηλία ήταν. Εγώ έπαιρνα, είχαμε τα fax mine, όλα, τα πάντα, τα πάντα, δηλαδή δεν τα άφηνα. Είχαμε στιγματίσει το fax mine. Έδειχναν, ας πούμε, έναν στάσιμο κυκλώνα. Το οποίο, το ίδιο το Τόκιο το μετέδιδε, αλλά αυτός είχε προχωρήσει και ξαφνικά, ενώ είχε προσεγγίσει κοντά σε μας... Πηγαίναμε τότε, από τη Νέα Ορλεάνη επηγαίναμε για την Κορέα με ξύλα, φορτωμένοι ξύλα, με εννιά πόδια, και στον καβαλάρη επάνω, επάνω στο κατάστρωμα, εννιά πόδια κορμούς ξύλα. Το γεγονός αυτό ήταν ότι, στέλνει το Τόκιο αμέσως ένα εκείνο, ότι κινήθηκε, πηγαίνει [00:35:00]έτσι, φώναζε, ούρλιαζε και έδινε το στίγμα του, ενώ τα άλλα δελτία το έλεγαν ότι ήταν στάσιμος. Αυτός είχε ξεκινήσει όμως. Ήμασταν κάπου 500 μίλια μακριά από τη Γιοκοχάμα. Λέμε: «Έρχεται με αυτήν την ταχύτητα». Το βαπόρι ήταν ένα βαπόρι του ’86. Μιλάμε τώρα καινούργιο, καινούργιο από τα σκαριά, εγώ το παρέλαβα μαζί με τον καπετάνιο και τον πρώτο μηχανικό το παραλάβαμε από την Κορέα το ’87. Από τα σκαριά μέσα. Σύγχρονα με GSΕ μηχανήματα, τέλος πάντων. Και κάνουν ένα συμβούλιο επάνω, θυμάμαι, ήτανε κάποιος Παπαδόπουλος και κάποιος καπετάνιος, δε μας ενδιαφέρουν τα ονόματα, λένε ότι: «Θα το ανοίξουμε ταχύτητα και θα το περάσουμε». Την περατζάδα. Αυτός ερχόταν προς εμάς δηλαδή, αλλά θα το περάσουμε και θα φύγουμε να πάμε στην πορεία μας. Εμένα τότες, ήμουν και εγώ παλιός ναυτικός, μου λέει: «Ρε συ», μου λέει ο καπετάνιος «Πάτερ Ημών», –κάπως λεγόταν, δεν θυμάμαι το όνομά του–, «Τι λες;». «Εγώ», λέω, «από αυτά που άκουσα και άλλους, τον λύκο τον βάζεις μπροστά. Να μην την έχουμε πίσω. Γιατί, αν τον έχεις πίσω, δεν τον ελέγχεις. Αν τον έχεις μπροστά, πού κατευθύνει, πού πηγαίνει, παίρνεις και την ανάλογη πορεία». Αλλά λέω: «Εσείς είστε, συμφέροντα πέφτουν, ξέρω εγώ. Να πάμε και στον προορισμό μας». Ε, πόσο ήταν από εκεί; Κοντά ήταν, μιάμιση μέρα για να πάμε. Πόσο ήταν η απόσταση; «Nα το περάσουμε αυτό το πέρασμα». Ναι, αυτός, όμως, άνοιξε ταχύτητα και ερχόταν από πρίμα. Πέταξε την emergency βαλβίδα, μπήκαν νερά στο μηχανοστάσιο, ακινητοποιήθηκε το emergency στην πρίμα, πετάχτηκε από την πίεση. Μπήκαν νερά, κόπηκαν τα ρεύματα και επάνω στον ασύρματο, δούλευα με τις μπαταρίες. Επήγαμε επάνω, εγώ τα θυμάμαι, όλοι μαζευτήκαμε με τα σωσίβια πάνω στην γέφυρα. Ήταν 17:00 η ώρα το απόγευμα, γινόταν χαλασμός. Η πλώρα δεν την έβλεπες καθόλου. Τίποτα δεν έβλεπες. Έμπαινε μέσα και έλεγες: «Θα ξαναβγεί πάλι;». Ο καπετάνιος, όπως έκανε ένας που έχει ευθύνη, όλοι παλαβώσαμε. Άλλος έκλαιγε, άλλος έπεφτε κάτω. Του λέω: «Καπετάνιο», του λέω, «εγώ τι ρόλο παίζω;». Αυτό το ξέρει και ο καπετάν Ηλίας, ο λιγνός, δηλαδή ο Λέων Λαιμός τα ξέρει. Και όπως είπαν: «Το department, το radio department δούλεψε πολύ κανονικά». Λέω: «Και πότε, καπετάνιε, θα δώσουμε; Εδώ τα πάντα γίνονται χαλασμός», του λέω. «Δεν πάμε καλά», του λέω. Τα δελτία γινόταν του σκοτωμού. Ούρλιαζαν: «Ανέπτυξε ταχύτητα», αυτός και τα λοιπά. «Πάμε να δώσουμε το σήμα κινδύνου», του λέω, «δεν γίνεται. Πότε; Όταν θα βουρλίζουμε;», του λέω. Ευτυχώς είχαμε κεραία, μαστίγιο, το οποίο ήταν πολύ καλό, γιαπωνέζικο αυτό. Άντεχε. Και μου λέει: «Πήγαινε», μου λέει, «Έλα να σου υπογράψω». «Τι να υπογράψεις τώρα; [Δ.Α.] πέρα;». Αφού με μπαταρίες δουλεύαμε. Τίποτα, δεν, είχαμε τέτοιο. Κατεβαίνω και χτύπησα τότες το σήμα κινδύνου. Εκείνο που ξέρω, ότι άλλα μαθαίναμε στη σχολή, άλλα η πείρα και τα λοιπά, αλλά, τη στιγμή, όμως, που πας να δώσεις ένα σήμα κινδύνου, έβλεπες το βαπόρι πήγαινε, «Μπαμ» χτυπιόταν, η βιδωμένη καρέκλα είχε πεταχτεί, με πέταξε πάνω και χτύπησα στα πλευρά μου. Αλλά τι έγινε; Ούτε το κατάλαβα. Μετά το κατάλαβα. Τι καταλαβαίνεις τώρα στον πόνο επάνω; Χτύπησα το χέρι μου. Έτρεμε το χέρι μου. Χτυπάω το χέρι. Βάζω τις μπαταρίες, χτυπάω το σήμα κινδύνου κανονικά. Μέχρι, όπως μου είπαν μετά κάτι συνάδελφοί, σιγήθηκε το σύμπαν ολόκληρο. Έφτασαν επάνω στην... «Μέχρι την Αυστραλία», λέει, «σε ακούσανε», λέει, « ρε ‘σύ, με το σήμα, με το σήμα κινδύνου». Σιγή σε όλον τον Ειρηνικό. Με πιάνει ένας Γιαπωνέζος, του λέω: «Τι γίνεται;». Αφού γυρίστηκε το σήμα, όλα αυτά, δίνεις πού βρίσκεσαι περίπου. Με αυτά, με την κίνηση, μας πήραν, 6 μίλια μας πήγαινε ο καιρός. Φαντάσου, 45.000 τόνους να σε πηγαίνει με 6 μίλια. Λοιπόν, με τα πολλά 48 ώρες χτυπιόμασταν. Λέει ο Γιαπωνέζος: «Έρχομαι», λέει. Καλά, όλο ερχόταν αυτός. «Αλλά θα επικοινωνήσω», λέει, «με το Rescue της Ιαπωνίας». Η Ιαπωνία ήρθε με το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, ήρθε και σε μένα. Μεταφέραμε, δώσαμε, «Όλα», μου λέει, «ό,τι έχεις επικίνδυνο», λέει και τα λοιπά «δώσε σήμα». Δίνω και εγώ ένα άλλο σήμα, μετά το σήμα κινδύνου, ότι να προσέξουν τα βαπόρια, ότι έσπασαν οι στάτηδες, ας πούμε, και οι αλυσίδες, κάτι χοντροί που κράταγαν τα ξύλα, κορμοί ξύλα, κορμοί ξύλα από τη Νέα Ορλεάνη. Σπάσαν σαν φυτίλια, «Παπ!», και έπεσαν τα ξύλα στη θάλασσα. Να προσέξουν, γιατί τώρα αυτά επιπλέουν, θα πάνε σε κανένα βαπόρι και... Ζημιές. Όλα αυτά είχαν τακτοποιηθεί. Μετά με πιάνουν, με φέρουν ύστερα, ο σταθμός με φέρνει με τα μεγάλα ναυαγοσωστικά ανοιχτής θαλάσσης. Λέει: «Θα έρθουμε», λέει, «σε 5 ώρες θα είμαστε εκεί». Ούτε τίποτα. Ούτε 5 ώρες και τα λοιπά. Ψέματα είναι. Σου λέει τώρα: «Πού να πάνε; Θα βουλιάξουν και αυτοί. Θα πνίγουν και αυτοί εκεί πέρα». Μπορούσαν να έρθουν; Αφού κυκλώνας ήταν, δεν ήταν… Ήμασταν, ξέρω εγώ, πόσα μίλια, δηλαδή, από το μάτι. Βιτρίνα, δηλαδή γύρω σαν σιντριβάνια ήταν. Αυτό που μας έσωσε ήταν το ξύλο. Βύζαξε μέσα ο κορμός, βύζαξε. Τι πήρε; Νερό. Πήρε νερό και το νερό ύστερα: «Παπ!», το κράτησε το βαπόρι. Το κράτησε το βαπόρι. Δεν άλλαξε αλά μπάντα ο καιρός, να [00:40:00]αλλάξει αλά μπάντα να μας πάρει καπάκι. Όλο με πήγε, μας πήγαινε επάνω στα νησιά της Ωκεανίας, πηγαίναμε σκοτωμό απάνω. Δηλαδή, ευτυχώς μας καβάλησε και πήγε αυτό και χτύπησε πρώτα και μετά εμείς. Τέλος πάντων. Μόλις πέρασε το κακό, θαρρώ θα ’τανε και τα λοιπά, εγώ πήγα να κοιμηθώ. Μετά ερχόνταν ναυαγοσωστικά, ήρθαν, λέει: «Καπετάνιε», αφού άφησαν μία φουσκοθαλασσιά, έκανε στροφή και πήγε και χτύπησε στη Βόρειο επάνω, στην Βόρεια Ιαπωνία, επάνω στα βόρεια τέτοια. Ζημιές. Το «Αγνή» ήταν η ονομασία του; Λοιπόν. «Μάρθα», και λέω «Αγνή». Από εκεί πήγαμε, με πήρε ο ύπνος. Έρχεται και μου λέει, στέλνει ο καπετάνιος, λέει «Έρχεται», μας λέει, «το ναυαγοσωστικό. Να δώσεις να σε πιάσουν τα ραντάρ τους, τα ραδιογωνιόμετρα». Ε, κατέβηκα εγώ, πήγα στο 410, χτυπάω κάτι παύλες, ας πούμε, δίνω το σήμα. Χτυπάω κάτι παύλες: «Μπαμ, μπουμ, μπαμ, μπουμ!», εκεί πέρα. «Εντάξει», του λέω του καπετάνιου, «μας εντόπισαν». Εκείνο που θυμάμαι ύστερα ένα ιστορικό, με έπιασε ένας ύπνος. Πότε μπήκαμε στο βαπόρι μέσα, στο λιμάνι μέσα στη Γιοκοχάμα; Πότε εκείνο; Πότε ήρθαν οι Εγγλέζοι; Ήταν μέσα στους Εγγλέζους, εκεί πέρα ήτανε ασφαλισμένο. Και λέει: «Ζητάμε να έρθει και ο μαρκόνης», λένε «μέσα στο σαλόνι του καπετάνιου». Με ξυπνάνε, μου λέει: «Σε θέλουν στο σαλόνι». «Μπα, τι συμβαίνει πάλι;», λέω. Πάω στο σαλόνι, να, ήταν οι Εγγλέζοι της ασφάλειας. Ήρθαν από το Λονδίνο με πτήση. Μου λέει: «Α, ελέγξαμε», λέει, «όλα τα ημερολόγια που πήρες», λέει, «τον καιρό. Όλα, τα πάντα ελέγξαμε», λέει. «Μέχρι τώρα too good. Δώσε μας», λέει, «και το ημερολόγιο». Του λέω: «Τι να το κάνει το ημερολόγιο;», του λέω. «Να δούμε το περιστατικό, πώς έδωσες το σήμα κινδύνου». Του λέω: «Μα, στέκεσαι;», λέω. Έτσι του είπα: «Είστε τρελοί. Υou are mad!», του λέω. «Είστε τρελοί!». «Εγώ δούλευα με μπαταρίες. Η θάλασσα γινόταν σκοτωμός. είχα εγώ το τράτο, είχα τον χρόνο να κάθομαι να γράφω το ημερολόγιο την τάδε ώρα και τα λοιπά; Εδώ γινόταν πάταγος». Και λέει ο άλλος ο μεγάλος εκεί πέρα, λέει: “You are right”, μου λέει. «Έχεις δίκιο», μου λέει. «Είσαι σωστός», μου λέει. Του λέει του αλλουνού: «Τι είναι αυτά που του λέμε του ανθρώπου τώρα;». Εντωμεταξύ, έτσι του είπα κανονικά, έτσι, και μπροστά ήταν και ο καπετάνιος και γέλαγε. «Ημερολόγιο να κρατήσω εγώ, όπου γινόταν χαλασμός; Με μπαταρίες; Φοβόμουν τις μπαταρίες, ρε», του λέω, «θα μου πέσουν οι μπαταρίες. Εγώ έπρεπε να δώσω. Δεν είχα να καθίσω. Τι να...; Πού;. Εδώ γινόταν… Το βαπόρι πήγαινε από τη μία μεριά στην άλλη πλευρά». Αυτή ήταν μία τέτοιο που το θυμάμαι. Θυμάμαι, ήρθε και η γυναίκα. Να μη λέμε, γιατί μας πιάνει ο εγωισμός και η υπερηφάνεια. Όλοι το λέγανε, δώσαν συγχαρητήρια στην γυναίκα μου, γιατί, τέλος πάντων, ήμουν στον Πειραιά, κάναμε δυο-τρία ταξίδια απάνω, επισκευή κάναμε κάπου ένα μήνα επάνω στην Κορέα, τα επισκευάσαμε όλα, κάναμε, και μετά το βαπόρι πουλήθηκε στους Ρώσους. Είχα 36 μήνες και 2 μέρες, 3 χρόνια και 2 μέρες. Ήρθαμε και το πουλήσαμε εδώ στον Πειραιά, εδώ στον Πειραιά που ήρθανε, ήρθε και η γυναίκα μου. Της δίναν οι ναυτικοί συγχαρητήρια της Ευγενίας για μένα τότες, το πλήρωμα. Ε, αυτή είναι.
Λοιπόν, κύριε Αλέξη, ήθελα και κάτι ακόμα να ρωτήσω. Το τελευταίο ταξίδι σας το θυμάστε, που ξέρατε ότι θα συνταξιοδοτηθείτε; Οπότε ξέρατε ότι θα είναι το τελευταίο σας ταξίδι. Το θυμάστε; Σας έχει μείνει;
Ναι, ναι. Και η γυναίκα το ξέρει που ήταν εδώ. Όταν βγήκαμε, είχα κλείσει εγώ την υπηρεσία μου, αλλά ήρθε και το σπίτι επάνω, εδώ στην Ηγουμενίτσα. Κάπου μείναμε χωρίς φράγκο, που λένε, και μου λέει η γυναίκα: «Δεν κάνεις ένα ταξίδι και μετά να κατέβεις στη σύνταξη; Δεν έχουμε τίποτα», λέει. Γιατί ένα τριώροφο έκανα, να το πούμε έτσι. Ε, τα παιδιά, γάμος, ναι. Να κάνουμε και ένα ταξίδι ακόμα. Και πήγαμε με το Asphalt Trader, το οποίο έκανε ταξίδια Αμερική-Βενεζουέλα, με άσφαλτο κουβαλούσε. Κάθισα 18 μήνες εκεί. Και κατέβηκα μετά, όταν ήταν αρχές του Αυγούστου, δηλαδή, βάλε 18 μήνες,’95-’94... Εκεί, ’94. Βάλε 12 και βάλε μέχρι τον Αύγουστο, 18 μήνες, μέχρι τον Αύγουστο, 18 μήνες κοντά. Γιατί μπάρκαρα στις αρχές του Αυγούστου και τέλος Αυγούστου του ’95 κατέθεσα τα χαρτιά. Και κάθισα 18 μήνες. Άρπαξα και μια δεκαριά εκατομμύρια τότε, θυμάμαι. Σου λέω δώσανε τα... Οι εφοπλισταί, δηλαδή, να φας και να πιείς και να έχεις και δέκα εκατομμύρια στην άκρη, έτσι; Δεν είχαμε τίποτα. Και Δόξα σοι ο Θεός, για αυτό είπα ότι έφαγα ψωμί από αυτούς. Που για εμένα, ας πούμε, και οι εφοπλισταί, εργάτες είναι. Τι νομίζεις είναι; Αγωνίστηκαν με το τίποτα. Γιατί με το τίποτα; Κάνεις μία εμπορική ναυτιλία μες στις τέσσερις χιλιάδες κομμάτια. Έτσι; Μπράβο. Μέχρι εδώ καλά πάμε. Πού θα τα ναυλώσεις αυτά; Η Ελλάδα με δέκα βαπόρια εξαγωγές-εισαγωγές τελείωσε, πάει, αυτό ήτανε. Άρα πρέπει να χτυπήσουν [00:45:00]στις αγορές τους Αμερικανούς, τους Εγγλέζους, τους Καναδέζους, τους Γιαπωνέζους, τους Κινέζους, οι οποίοι είχαν και φορτία! Αυτοί έχουν μεγάλες εισαγωγές και εξαγωγές. Η Ελλάδα τι εισαγωγή και εξαγωγή; Με δέκα βαπόρια τα πετάζανε στους εφοπλιστές, «Πόσα θέλεις; Πάρ’ τα!». Είκοσι βαπόρια; Εδώ έχουμε χιλιάδες. Αυτά πρέπει να ναυλωθούνε. Πώς θα ναυλωθούν; Από ξένους. Εκεί ήταν η εξυπνάδα και ο ναυτικός ο Έλληνας βοήθησε, να πούμε τώρα την αλήθεια, και το ξέρουν και οι εφοπλισταί. Με πολλούς τρόπους βοήθησαν. Διότι, φερ' ειπείν, δύσκολα θα πήγαινε το ελληνικό βαπόρι να πάει σε μία δεξαμενή. Οι Έλληνες το βάφανε, οι Έλληνες το φτιάχνανε, κούκλα τα είχαμε τα βαπόρια! Οι άλλοι οι Νορβηγοί; Με το παραμικρό: «Πάμε», λέει, «στα ναυπηγεία». Εμείς δεν το πηγαίναμε με το παραμικρό. Βοήθησαν οι Έλληνες και όσο μπορούσαν. Εγώ, ας πούμε, μετά με το [Δ.Α.] Κολοκοτρώνης –γιατί πήγα ύστερα, μετά στο Ντιφάϊν Κολοκοτρώνης, ήταν στα 25.000 τόνους και μετά πήγαμε σε εβδομηντάρι– το είχα ευχαρίστηση να πηγαίνω να καθαρίζω τις δεξαμενές. Να βάφω δεξαμενές, ρε παιδάκι μου, που κάναμε μπάνιο εμείς. Δεξαμενές, ας πούμε, ξέρω εγώ. Μου άρεσε. Καθόμουν και γυμναζόμουν κιόλας και τα λοιπά. Ένα πράγμα είναι ότι, άρα καταφέρανε... Βλέπεις, να πάρουμε οι Ρώσοι. Οι Ρώσοι, ας πούμε, από τα 100 βαπόρια τα ξένα, που θέλανε να κουβαλάνε ξύλα από τον Αρχάγγελο, από την Ονέγκα, από παντού και τα λοιπά, τότες που ήταν εκείνο, που ήταν να παγώσουν και αυτά, τα 70 ήταν ελληνικά. Είχαν και οι Ρώσοι βαπόρια όμως. Αλλά προτιμούσαν τους Έλληνες, χτυπάγαν την αγορά εκεί που ξέρουν πώς να την χτυπήσουνε, πώς να κινηθούν. Δηλαδή ότι είναι πανέξυπνοι, είναι πανέξυπνοι. Αλλά και εκεί δώσαν και λεφτά και σε μας. Να πούμε τώρα την αλήθεια. Δώσανε λεφτά στους Έλληνες, στους νησιώτες αλλά και εμείς, που ήμασταν από πάνω, από ορεινά χωριά, κατεβήκαμε. Σου λέω: «Τι να πάω στην Αυστραλία; Να κάνω τι; Ξεχάστηκα εγώ ύστερα. Γιατί δεν πας στα βαπόρια; Να παντρευτώ και μία γυναίκα, να πάω στα βαπόρια. Να ξέρω ότι θα πάρω την άδειά μου, θα πάω στην Ελλάδα, θα μείνουν τα λεφτά στην Ελλάδα, κάτι μπορεί να κάνω». Και πολλοί κάνανε και ταξίδια, αγόρασαν. Πώς να βγει; Έχουν φτιαχτεί πάρα πολλά. Πολλοί ναυτικοί, καπεταναίοι και τα λοιπά με τεράστιες περιουσίες.
Κατάλαβα, κατάλαβα. Πολύ ενδιαφέρονται και αυτά που μου είπατε.
Βέβαια.
Θέλετε κάτι άλλο να προσθέσετε; Κάτι άλλο να μου πείτε;
Τίποτα. Χάρηκα, ας πούμε, που άνοιξα την καρδιά μου, που είπα δυο λόγια που ήθελα να τα πω. Όλα αυτά είναι ιστορικά γεγονότα. Και ανέφερα και μερικά ονόματα, όπως τον ξάδερφό μου τον Υφαντή, μέγας και τρανός τώρα. Αλλά και αυτός ήταν στην Ουγγαρία, λοιπόν, μαζί με τη μάνα του, με την άλλη την αδερφή του. Ενώ τα άλλα δυο αδέρφια τα έκανε η Μάχη, όταν ήρθε από την Ουγγαρία, τα έκανε με τον άντρα της πάλι. Δυο παιδιά είχε πάρει και αυτή κάτω. Και όλοι, Μπολαίοι, όλοι, όλοι, όλοι, ήμασταν εκεί πέρα. Όλοι. Άλλοι ζουν, άλλοι πέθαναν. Έτσι είναι.
Οι εντυπώσεις σας από όλα αυτά που μου διηγηθήκατε;
Οι εντυπώσεις μου είναι ότι να προσέξουμε. Η Ελλάδα μπορεί να δώσει ψωμί στους Έλληνες. Αρκεί να βάλουμε κάτω, να ξεχάσουμε τις διαφορές που έχουμε μεταξύ μας και προπάντων ιδέες, βλακείες ιδέες. Να αναδημιουργήσουμε την Ελλάδα, να έχουν ψωμί και αυτοί οι μεγάλοι, που έχουν το χρήμα και μπορούν να κάνουν επενδύσεις, να τις κάνουν στην Ελλάδα, αλλά να τους εξασφαλίσουμε και μία ηρεμία και όχι να χτυπιόμαστε και να τέτοιο. Να έχουμε, να το πούμε, μία ειρήνη, μεταξύ μας ο ελληνικός λαός. Να κοιτάξουμε την πατρίδα μας και να προχωρήσουμε. Να αποφύγουμε αυτά, τους εμφύλιους σπαραγμούς. «Όχι, εγώ. Όχι, εσύ. Όχι, εγώ θα τα κάνω καλύτερα. Όχι, εσύ δεν τα κάνεις καλά», τέτοια πράγματα, τις διχόνοιες. Αυτό είναι το πιο... Όπως είπε και ο Σολομών, λέει ότι: «Άμα τρωγόμαστε και μεταξύ μας, καλύτερα να μην έχουμε λευτεριά. Δεν αξίζουμε». Και μάλιστα, όταν τρωγόμασταν, λέει, οι Εγγλέζοι λέει: «Να, είδες τι γίνεται;», λέει, «Τρώγονται μεταξύ τους. Δεν τους πρέπει η ελευθερία», λέει. Έτσι είναι. Μη δώσουμε τέτοιο παράδειγμα. Είμαστε ξύπνιος λαός. Καλός λαός.
Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ κύριε Αλέξη, για όλα!
Να είμαστε καλά.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Να είμαστε καλά.
Σας ευχαριστώ πολύ! Να είστε καλά!
Και εγώ, που μου έδωσες την ευκαιρία. Είπα αυτά και τα έβγαλα από την ψυχή μου. Αυτά είναι τα γεγονότα. Αυτά έχουν απήχηση, όχι μόνο της εποχής εκείνης, αλλά και μελλοντική. Να αποφεύγουμε τα άκρα.
Έτσι ακριβώς.