© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Στην καραντίνα ξεκινήσαμε τη διαδικτυακή σελίδα “Bookville” για να παρουσιάζουμε βιβλία που μας αρέσουν»
Κωδικός Ιστορίας
13925
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Φαίη Κοσυφάκη (Φ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/09/2022
Ερευνητής/τρια
Νίκος Κατσιαούνης (Ν.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μου πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι Φαίη Κοσυφάκη.
Είναι Σάββατο, 24 Σεπτεμβρίου του 2022. Είμαι με τη Φαίη Κοσυφάκη. Βρισκόμαστε στη Ζωγράφου. Εγώ ονομάζομαι Κατσιαούνης Νίκος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε μία συνέντευξη. Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα, να μου πεις κάποια πράγματα για σένα;
Ωραία. Είμαι 29 χρονών. Έχω σπουδάσει στην Κέρκυρα, στο Τμήμα Ιστορίας. Αυτή τη στιγμή εργάζομαι ως υπεύθυνη θεάτρου. Παράλληλα έχω, παράλληλα εργάζομαι και ως ελεύθερος επαγγελματίας, γράφω ιστορίες τις οποίες τις πουλάω στον εκάστοτε εργοδότη. Μαζί με μία φίλη έχω ξεκινήσει, έχουμε ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια έναν λογαριασμό, ένα προφίλ στο Instagram και μία ιστοσελίδα, την οποία πλέον δεν τη λειτουργούμε. Ονομάζεται Bookville. Ουσιαστικά αυτός είναι ένας λογαριασμός Bookstagram, δηλαδή βιβλία που έχουμε διαβάσει και μας αρέσουν και τα προτείνουμε στο κοινό. Γράφουμε ένα μικρό άρθρο για να παροτρύνουμε τον οποιονδήποτε δει το post να το διαβάσει. Είναι δύο χρόνια, όπως είπα. Ξεκινήσαμε το 2020, τον Σεπτέμβριο του 2020, τον λογαριασμό αυτόν. Το σκεφτόμουν πολύ καιρό να το, να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά το αποφασίσαμε μετά την πρώτη καραντίνα. Γιατί; Γιατί μέσα στην καραντίνα, εγώ στην Αθήνα και η φίλη μου η Εύη, που έχουμε μαζί το λογαριασμό όπως είπα… Η Εύη έμενε στη Λάρισα, εγώ στην Αθήνα και, εντάξει, υπήρχε αυτός ο εγκλεισμός, οπότε ήμασταν συνέχεια στα τηλέφωνα, βιντεοκλήσεις, οτιδήποτε, καθόμασταν σπίτι και δεν είχαμε τι να κάνουμε. Οπότε τα βιβλία τα διαβάζαμε σωρηδόν, με τη σέσουλα, και ανταλλάζαμε απόψεις. Δηλαδή θα μου πρότεινε, θα της πρότεινα. Θα συζητούσα για ένα βιβλίο που έχω διαβάσει, που έχει διαβάσει και εκείνη. Και μας άρεσε πάρα πολύ, ξέρεις, αυτό το interaction που είχαμε. Και λέγαμε, συνέχεια σχολιάζαμε: «Πω, πω έχω μόνο εσένα», της έλεγα, και αντιστρόφως και εκείνη για μένα, «που μπορώ να συζητήσω για βιβλία, να μου πεις κάνα βιβλίο και να κάνουμε έτσι μία ενδιαφέρουσα συζήτηση». Και το σκεφτόμουν, μου ’χε μπει στο μυαλό αυτό. Είχα δει ότι υπήρχαν και κάποιοι αντίστοιχοι λογαριασμοί, αλλά χωρίς να το έχω ψάξει, που ανεβάζουνε βιβλία, φωτογραφίες δηλαδή του βιβλίου, και από κάτω το άρθρο. Το άρθρο; Μία κριτική βιβλίου, κάπως έτσι το κάνουν οι περισσότεροι. Οπότε το σκεφτόμουν. Της το έλεγα, της το έλεγα και το είχαμε πάρει λίγο στην πλάκα. Της έλεγα: «Έλα να κάνουμε και εμείς, για να έχουμε μία σελίδα και λοιπά». Και, εντάξει, το λέγαμε και λίγο ψιλογελούσαμε. Η Εύη δεν το πίστευε και τόσο ότι θα το κάναμε. Και εκεί κάπου τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη, τέλη Αυγούστου νομίζω, της είπα: «Έλα θα το κάνουμε, πρέπει να βρούμε όνομα». Είχα βρει εγώ μία πλατφόρμα για να αποκτήσουμε και εμείς ιστοσελίδα, η οποία ήταν αρκετά οικονομική. Και ήταν και εύχρηστη, γιατί κι εγώ δεν είναι ότι γνωρίζω να στήνω ιστοσελίδα, δεν ξέρω και προγραμματισμό. Η συγκεκριμένη ήταν πολύ, είχε templates, οπότε την έστηνες πολύ εύκολα. Οπότε δημιουργήσαμε ένα mail και μετά έπρεπε να βρούμε το όνομα. Είχαμε σκεφτεί αρκετά. Δηλαδή κάναμε λίγο brainstorming. Λέγαμε, πετούσε η μία, πετούσε η άλλη ονόματα και τα σημειώναμε και καταλήγαμε σε αυτό που μας άρεσε. Είχαμε βρει κάποια άλλα στην αρχή. Στο Bookville καταλήξαμε, γιατί τα πρώτα δύο-τρία που ’χαμε σκεφτεί ήτανε πιασμένα τα ονόματα και δεν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε την ιστοσελίδα. Οπότε καταλήξαμε στο Bookville, που δεν υπήρχε άλλος τέτοιος λογαριασμός. Κάναμε και με το αντίστοιχο όνομα και στο Instagram και στο Facebook. Οπότε κάθε φορά που ανεβάζαμε κάτι στην ιστοσελίδα, ανέβαινε και στους υπόλοιπους λογαριασμούς. Α, σε αυτό σημείο να αναφέρω ότι δεν είχαμε… στην ιστοσελίδα δεν ανεβάζαμε μόνο τα άρθρα για τα βιβλία. Ανεβάζαμε και playlist με τζαζ μουσική, γιατί είναι το άλλο κοινό που έχουμε με την Εύη. Μας αρέσει πάρα πολύ η τζαζ. Και ενώ είχαμε εδώ στην Αθήνα δυο-τρία μαγαζιά που παίζουν πολύ ωραία μουσική τζαζ, λόγω καραντίνας δεν μπορούσαμε[00:05:00] να βγαίνουμε. Οπότε πάλι ανταλλάζαμε τραγούδια, μουσικές. Και της λέω: «Έλα, θα το κάνουμε βιβλία και τζαζ». Και μας άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. Τώρα έχει παραγκωνιστεί λίγο η τζαζ, αν και συνεχίζουμε να φτιάχνουμε playlist ανά καιρούς και να τις ανεβάζουμε. Πάλι θεματικές. Κυρίως ανεβάζουμε, ξέρω ‘γω, φθινοπωρινές playlist με τζαζ μουσική, να παίζει στο φόντο, ενώ διαβάζεις ένα βιβλίο. Οπότε δίνουμε γενικά προσοχή και σε αυτό. Τώρα δεν ξέρω. Τι άλλο να αναφέρω σχετικά;
Θες να μου πεις λίγο, πριν ξεκινήσετε την ιστοσελίδα και το Bookville, ποια ήταν η σχέση σας, η σχέση σου με τα βιβλία, με το βιβλίο και το διάβασμα;
Ωραία, ναι. Κοίτα, εγώ από μικρή δεν μπορώ να πω ότι ήμουνα συνέχεια μες στα βιβλία και ότι διάβαζα πάρα πολύ μυθιστορήματα ή οτιδήποτε. Δηλαδή πιο πολύ από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και μετά άρχισα λίγο να κολλάω και να μ’ αρέσει πολύ η λογοτεχνία. Και μπήκα… Δηλαδή από το Γυμνάσιο και μετά ήμουνα πολύ, τι να σου πω, δηλαδή κάθε βδομάδα ήμουν στο βιβλιοπωλείο, να πάρω κάτι να διαβάσω, για να έχω μετά το σχολείο. Αφού τελειώσω τα μαθήματα μου, ήθελα να διαβάζω ένα λογοτεχνικό βιβλίο, έτσι να με ξεκουράζει. Εφηβική λογοτεχνία δηλαδή. Μας προτείνανε και από το σχολείο, δεν μπορώ να πω ότι... Είχαμε καθοδήγηση σε πολλά. Αλλά στο Λύκειο ήμουν τυχερή πολύ, γιατί όταν πήγα Λύκειο, το Λύκειο είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, που δεν το έχουνε πολλά Λύκεια απ’ ό,τι μαθαίνω. Είχαμε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, δανειστική. Είχαμε και μια πολύ καλή βιβλιοθηκονόμο. Και πήγαινα στα διαλείμματα, στα διαλλείματα που είχαμε στο σχολείο κάθε φορά και πήγαινα στη βιβλιοθήκη να βοηθήσω, να ταξινομήσουμε βιβλία, να δω τι θα πάρω να διαβάσω. Να προτείνω βιβλία σε συμμαθητές μου. Κάναμε μπαζάρ βιβλίου και ήμουνα πάντα εκεί πέρα και εγώ ως βοηθός της βιβλιοθηκονόμου. Με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο, κάπως χωνόμουν σε τέτοιες καταστάσεις. Μου άρεσε. Δηλαδή περνούσα πολύ καλά στη βιβλιοθήκη. Χαλάρωνα. Έβρισκα τα πάντα. Μ’ άρεσε πάρα πολύ, μ’ άρεσε πάρα πολύ, όταν είχα μια απορία ή μία άσχημη μέρα ή μια καλή μέρα, να πηγαίνω εκεί πέρα και να αφιερώνω εκεί πέρα χρόνο. Στο πανεπιστήμιο δεν μπορώ να πω ότι ήμουνα πολύ διαβαστερή, ούτε στη σχολή ούτε και τόσο στη λογοτεχνία. Διάβαζα μια στο τόσο, τα ‘χα ψιλοπαρατήσει, μπορώ να πω, τα πρώτα χρόνια, αλλά αυτό νομίζω ότι είναι και μια ανάγκη που παρουσιάζεται ανά καιρούς. Δηλαδή μετά πάλι εκεί προς το τελευταίο έτος άρχισα πάλι να διαβάζω εντατικά, γιατί και χρωστούσα μαθήματα και έπρεπε να τα περάσω, οπότε μπήκα σε αυτή τη διαδικασία να διαβάζω, να διαβάζω για να δώσω τις εξετάσεις. Και κατάλαβα ότι μετά την εξεταστική που δεν θέλω να διαβάσω κάτι άλλο, κατάλαβα ότι μου λείπει. Οπότε άρχισα να διαβάζω πάρα πολύ λογοτεχνία και ιστορικά βιβλία και δοκίμια. Και πάλι μπήκα στον κόσμο του βιβλίου με τον έναν τρόπο ή με τον άλλον. Βοήθησε ότι έκανα και την πρακτική μου στη βιβλιοθήκη της Ηλιούπολης, δύο μήνες, το οποίο ήτανε, τι να σου πω, η ονειρεμένη, η δουλειά των ονείρων μου. Μ’ άρεσε πάρα πολύ να ξυπνάω το πρωί, να πρέπει να πάω να ανοίξω τη βιβλιοθήκη, να βάλω τα βιβλία στις προθήκες, ξέρεις, το σωστό με το σύστημα που είχαμε. Να έρθει κόσμος. Με εντυπωσίαζε το ότι ερχόταν πάρα πολύς κόσμος για να δανειστεί βιβλία, όλες τις ηλικίες. Και ήταν τώρα μια δημοτική βιβλιοθήκη. Έτσι; Αλλά ήταν πολύ προσεγμένη. Είχε συνεχώς νέο υλικό. Πολλά βιβλία, και επιστημονικά και λογοτεχνικά και γεωγραφικά. Είχε ξεχωριστό τμήμα παιδικό-εφηβικό βιβλίο, το οποίο ήταν και αυτό έτσι μια μεγάλη συλλογή. Ήταν μια προσεγμένη, είναι ένας προσεγμένος δήμος η Ηλιούπολη και είχανε μια πολύ προσεγμένη βιβλιοθήκη. Και αν δεν κάνω λάθος, τη χρηματοδοτούσε και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος που είχε αναλάβει κάποιες βιβλιοθήκες. Οπότε μας έστελναν αρκετά συχνά βιβλία. Τα οποία κι εγώ μπορώ να πω, ότι… δύο μήνες, πρέπει να διάβασα, δεν ξέρω, όχι ό,τι υπάρχει σίγουρα, γιατί έχει πάρα πολλά βιβλία, αλλά πρέπει να διάβασα καμιά πενηντάρια βιβλία τουλάχιστον, γιατί μας στέλνανε και εκδόσεις καινούργιες. Οπότε και κλασικά βιβλία[00:10:00], αλλά και εκδόσεις καινούργιες. Και μου άρεσε, γιατί ερχόταν κόσμος, ερχόντουσαν κύριες, ερχόντουσαν κύριοι, ερχόντουσαν παιδάκια και έλεγαν: «Τι μου προτείνεις;» και ήθελα να ξέρω να τους πω ένα ωραίο βιβλίο. Οπότε τα έπαιρνα, τα διάβαζα, τα ξεφύλλιζα, οτιδήποτε. Προσπαθούσα να ενημερώνομαι. Και μ’ άρεσε πάρα πολύ αυτή η αλληλεπίδρασή. Το ότι πιάναμε συζητήσεις με έτσι απλό, με κόσμο που δεν ξέρεις, που τον γνωρίζεις εκείνη τη στιγμή και απλά αρχίζει και σου λέει: «Διάβασα αυτό και μου άλλαξε τη ζωή», γιατί υπήρχαν και αυτοί οι άνθρωποι που ήταν πολύ στεναχωρημένοι και διάβασαν ένα βιβλίο και, ξέρεις, αναθεώρησαν. Τους έδωσε μια δύναμη, τους έδωσε δύναμη μάλλον. Μία ώθηση να προσπαθήσουν και αυτοί να είναι λίγο καλύτεροι σε κάτι. Οπότε λίγο-πολύ ήμουν μέσα στα βιβλία.
Και νομίζω ότι γι’ αυτό είχα και την ανάγκη μες στη καραντίνα να κάνω έναν τέτοιο λογαριασμό. Και θεώρησα κιόλας ότι θα ήταν σωστό να είμαστε δύο άτομα, γι’ αυτό το είπα και στην Εύη, να ’μαστε δύο, γιατί σε περίπτωση που εγώ πέσω σε, πώς να το πω, πέσω σε κατάσταση ακινησίας, να μου πει: «Έλα, “ανεβάζω” βιβλίο. Διάβασα αυτό, είναι πολύ ωραίο, θα “ανεβάσω”, μπες να το διαβάσεις, τι έχω “ανεβάσει”». Και όντως αυτό με παρακινεί, δηλαδή το λέω πολύ ειλικρινά. Και νομίζω ότι αυτό, η μία παρακινεί την άλλη. Δηλαδή υπάρχουν μέρες που μιλάμε στο τηλέφωνο και μου λέει η Εύη χαρακτηριστικά: «Έχουμε πιάσει πουρί. Πρέπει να γράψουμε κάτι, να ανεβάσουμε ένα βιβλίο». Με παρακινεί πάρα πολύ αυτό, με ξυπνά. Και με βγάζει και λίγο και από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Δηλαδή δεν παλεύεται να ‘ναι μόνο σπίτι-δουλειά η ζωή. Δεν γίνεται. Τώρα πέρα από αυτό… Α, να πω ότι, αρχικά, το Instagram είναι φουλ απαιτητικό. Είναι φουλ απαιτητικό, δεν τον περίμενα. Έχουμε αρκετό κοινό θα έλεγα. Αυτό με εντυπωσιάζει. Ενώ ξεκινήσαμε πολύ αθόρυβα, με την άποψή ότι είπαμε ότι: «Οκ, δεν μας νοιάζει, το κάνουμε και ας μας διαβάζει και μόνο ένα άτομο. Ας βλέπουν αυτά που ποστάρουμε μόνο ένα άτομο», εν τέλει έχουμε κοινό και δεν το περιμέναμε. Πραγματικά δεν το περιμέναμε, γιατί δεν κυνηγάμε να κάνουμε και φιλίες στον χώρο αυτό. Εννοώ, αν τύχει, εννοείται, αλλά όντως θεωρώ ότι έχουμε κάνει και κάποιες φιλίες, από αντίστοιχους λογαριασμούς που πάλι, ξέρω γω, θα μας στείλουν ότι: «Και εγώ το διάβασα αυτό και τι ωραίο βιβλίο», οτιδήποτε. Δηλαδή το ότι ανταλλάζουμε απόψεις με άλλους ανθρώπους που δεν ξέρουμε, που δεν έχουμε γνωρίσει κιόλας ποτέ από κοντά για βιβλία, το βρίσκω τρομερά ρομαντικό. Ξες, σαν να έχουμε φίλο δια αλληλογραφίας, έτσι το βλέπω. Αλλά είναι απαιτητικό το Instagram. Νομίζω τώρα το ’χουμε δουλέψει και δεν μας απασχολεί τόσο. Είναι απαιτητικό με την άποψη ότι πολλές φορές έχουμε διαβάσει κάτι που μας αρέσει πάρα πολύ και έχουμε δώσει και μια προσοχή παραπάνω στο να βγάλουμε μια έτσι καλαίσθητη φωτογραφία… γιατί παίζει ρόλο για τι φωτογραφία ανεβάζεις στο Instagram. Οπότε πρέπει λίγο να τραβήξεις και το μάτι αυτουνού που θα το δει. Θα δει τη φωτογραφία για να πατήσει να διαβάσει και το κείμενο που είναι από κάτω. Και βιβλία που μας έχουν αρέσει και έχουμε δώσει έτσι μεγάλη προσοχή σε αυτό που θα γράψουμε, στον τρόπο που θα το παρουσιάσουμε, και έχουμε προσέξει να βγάλουμε και μια ωραία φωτογραφία και δεν έχει πάει καλά από άποψη, πώς το λένε, από άποψη πόσοι το έχουνε δει, γιατί φαίνονται μέσα τα στατιστικά, έτσι λίγο μας στεναχωρεί, μας στεναχωρούσε. Τουλάχιστον τώρα, εντάξει, οκ, δεν μας νοιάζει, δεν πειράζει, λέμε: «Οκ, όποιος το ’δε, το ’δε». Γιατί, ξέρεις, πολλές φορές στεναχωριόμασταν και λέγαμε: «Καλά τώρα, εντάξει», θα ’λεγε η μία στην άλλη, «έγραψα ένα πολύ ωραίο άρθρο», θεωρούσα εγώ ή θεωρεί η Εύη, «Γιατί δεν το διάβασαν; Γιατί, ξέρω γω, το ’δαν τόσοι λίγοι;». Και μετά ξέρεις λέμε η μια στην άλλη, λίγο παρηγορητικά, ότι: «Οκ, το ξεκινήσαμε αυτό και είπαμε ότι έστω και ένας να το δει, είναι ένα κατόρθωμα». Και είναι ένα κατόρθωμα. Γιατί να σου πω κάτι; Δηλαδή βλέπω φίλες μου που θα μου στείλουν μήνυμα, που μπορεί να έχω να τις δω και ένα και δύο χρόνια και τρία χρόνια και πριν την καραντίνα δηλαδή. Θα μου πουν: «Το πήρα αυτό το βιβλίο και το διάβασα και ήταν πάρα πολύ ωραίο» ή[00:15:00] «Το πήρα και το διάβασα και δεν μου άρεσε, τι βλακείες γράφετε;». Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό, πάρα, πάρα, πάρα πολύ αυτό. Και εννοείται ότι θέλουμε να κάνουμε και προτάσεις να, πώς το λένε, όχι μόνο, εντάξει: «Διαβάστε την περίληψη, είναι αυτό το βιβλίο». Δεν θέλουμε να κάνουμε την περίληψη του βιβλίου. Θέλουμε απλά να παρουσιάσουμε γιατί είναι ωραίο. γιατί αυτός ο συγγραφέας αξίζει, τι θίγει στο βιβλίο του. Χωρίς να σποϊλάρουμε. Και το κάνουμε και λίγο, σκεφτόμαστε και λίγο βοηθητικά. Δηλαδή πάντα θα προκύψουνε γενέθλια, γιορτές, Χριστούγεννα, οτιδήποτε και κάποιος θέλει να κάνει ένα δώρο. Τι να κάνει; Γιατί να μην κάνει ένα βιβλίο; Πολύ ωραίο δώρο και πολύ, και θέλει σκέψη. Τώρα, δεν ξέρω, νομίζω τα λέω και λίγο ανακατεμένα όλα. Δεν ξέρω αν θες να συμπληρώσω…
Ήθελα να ρωτήσω πώς θυμάσαι τους πρώτους μήνες που είχατε ξεκινήσει την ιστοσελίδα, την αίσθηση…
Να πηγαίνουνε… Λοιπόν, δεν ξέραμε πού βαδίζουμε. Είχαμε πει αυτό: «Κάνουμε την ιστοσελίδα και θα…», είχαμε κάνει πλάνο αρχικά και λέγαμε: «Θα ανεβάζουμε τουλάχιστον ένα άρθρο την εβδομάδα η καθεμία, άρα δύο βιβλία την εβδομάδα». Και όντως αυτό το κάναμε τον πρώτο καιρό, γιατί… Κοιτά, εμείς την κάναμε την ιστοσελίδα Σεπτέμβριο και μετά άρχισε πάλι νομίζω τον Νοέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο, μπήκαμε στη δεύτερη καραντίνα. Οπότε εκεί να δεις χρόνο που είχαμε διαθέσιμο. Και το ’χαμε ακολουθήσει. Για αρκετούς μήνες πιέζαμε και η μία την άλλη, γιατί είχαμε διαβάσει πολλά βιβλία, οπότε είχαμε έτοιμο υλικό εντός εισαγωγικών, δεν το διαβάσαμε εκείνη τη στιγμή. Και είχαμε επικεντρωθεί και έτσι και σε πιο κλασικά βιβλία. Δηλαδή θέλαμε να ανεβάζουμε Έλληνες συγγραφείς, Καραγάτση, Θεοτόκη. Γάλλους... Θέλαμε έτσι να παρουσιάζουμε αυτά τα βιβλία. Δηλαδή θυμάμαι ότι ανεβάζαμε αρχικά πολύ George Orwell ή βιβλία που έχουν μια αισιοδοξία, γιατί είχαμε μπει ήδη στη δεύτερη καραντίνα και είχαμε όλοι φρικάρει. Τουλάχιστον εμείς είχαμε φρικάρει και θέλαμε να προτείνουμε στον κόσμο να διαβάσει κάτι που να τον γεμίσει ελπίδα. Να τον κάνει να ξεχαστεί. Να ’ναι μια περιπέτεια. Να ’ναι μία ιστορία αγάπης. Κάτι, ξέρεις, που δεδομένων των συνθήκων δεν το ζούσαμε, δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μια ιστορία αγάπης, γιατί δεν βρισκόμασταν με αυτούς που θα θέλαμε. Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μια περιπέτεια, γιατί δεν μπορούσαμε να βγούμε από το σπίτι, μόνο για να πάμε σουπερμάρκετ και να πάμε στο φαρμακείο. Οπότε, ξέρεις, ήτανε… σαν αντίδοτο το ’χαμε δει. Οπότε αυτό, λέγαμε: «Οκ, δύο βιβλία την εβδομάδα, playlist τζαζ, χαρούμενη τζαζ». Προσπαθούσαμε να κάνουμε αυτό, καθαρά ως αντίδοτο να το κάνουμε. Και στις αρχές το ’χαμε πάρει πάρα πολύ ζεστά, πάρα πολύ ζεστά. Θυμάμαι ότι δηλαδή βγάζαμε… για να ανεβάσουμε ένα άρθρο, το ξεψειρίζαμε. Το ξεψειρίζαμε όμως. Το στέλναμε η μία στην άλλη: «Ε, διόρθωσε λίγο εκεί πέρα. Ε όχι, κάνε λίγο διαφορετικά αυτή την πρόταση, χρησιμοποίησε άλλο ρήμα». Δηλαδή συζητάμε τώρα για... Και ποιος μας διάβαζε κιόλας τότε; Εντάξει. Αν και είχε επισκεψιμότητα. Στην καραντίνα είχαμε επισκεψιμότητα. Μετά δεν τη συνεχίσαμε την ιστοσελίδα, γιατί ακρίβυνε η πλατφόρμα και είπαμε: «Οκ, αφού πιο πολύ μας διαβάζουνε μέσω Instagram, ας την αφήσουμε σε αδράνεια την ιστοσελίδα και το συνεχίζουμε λίγο αργότερα», γιατί δεν είναι ότι και εμείς έχουμε κάποιο όφελος απ’ αυτό. Το κάνουμε καθαρά ως χόμπι. Οπότε ναι, έτσι είχε ξεκινήσει πολύ ζεστά. Το ’χαμε παρακάνει με τις φωτογραφίες. Δηλαδή βγάζαμε τριάντα φωτογραφίες σε ένα βιβλίο, για να αποφασίσουμε ποια θα ανέβει ως εξώφυλλο. Σε τέτοιο σημείο. Μας έπαιρνε πάρα, πάρα πολλή ώρα, αλλά δεν μας ενοχλούσε κιόλας, γιατί είναι αυτό που λέω, ότι είχαμε πολύ διαθέσιμο χρόνο. Υπήρχε και το… Πώς το λένε; Όταν κάναμε παραγγελία, αλλά μπορούσες να το πάρεις από το κατάστημα; Δεν θυμάμαι τώρα, κάπως το λέγανε μες στην καραντίνα, τώρα το ’χω απωθήσει[00:20:00] από το μυαλό μου. Οπότε μπορούσαμε να αγοράζουμε και βιβλία πολύ πιο εύκολα, χωρίς να περιμένουμε να έρθει ο κούριερ σε σαράντα μέρες, και είχαμε υλικό. Δεν μπορούσαμε να δανειστούμε δυστυχώς βιβλία. Οπότε είχε πολύ ενδιαφέρον τον πρώτο καιρό. Μετά εγώ ξεκίνησα να εργάζομαι σε έναν εκδοτικό οίκο, το οποίο μου ’παιρνε πάρα πολύ χρόνο, οπότε το ’χα ψιλοπαρατήσει το Bookville. Παρατήσει; Δεν είχα χρόνο να κάτσω, να διαβάσω κάποιο βιβλίο για να μπω να… Να ’ναι και καλό για να το προτείνω, γιατί εμείς αυτό που κάνουμε, προτείνουμε βιβλία. Δεν κάνουμε κριτική βιβλίων, δεν το θεωρούμε ότι μας ταιριάζει. Όχι ότι δεν έχουμε άποψη, απλά προσωπικά το βρίσκω λίγο χάσιμο χρόνου να διαβάσω ένα βιβλίο, να μη μου αρέσει, να πρέπει να το βγάλω φωτογραφία, να το ανεβάσω και να γράψω γιατί δεν μ’ αρέσει. Αν δεν σου αρέσει, δεν σου αρέσει. Δηλαδή οκ. Άμα κάποιος έρθει και με ρωτήσει: «Το ‘χεις διαβάσει αυτό, είναι καλό;», θα του πω: «Δεν μου άρεσε». Οκ. Μπορεί σε αυτόν να αρέσει βέβαια. Αλλά τώρα να κάτσω να γράψω άρθρο και να πω γιατί δεν μ’ αρέσει… Και είναι και χάσιμο χρόνου και το βρίσκω και λίγο άδικο. Άδικο πρώτα απ’ όλα για τον συγγραφέα, γιατί, εντάξει, όλοι τα βρίσκουμε λίγο ότι: «Οκ, τι σαχλαμάρες γράφει αυτός;». Αλλά αυτός που το ’χει γράψει μπορεί να μην το βλέπει ως σαχλαμάρα, για τον κάθε συγγραφέα μπορεί να είναι το παιδί του αυτό το βιβλίο. Μπορεί να έχει αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο. Μπορεί και να μην έχει αφιερώσει και απλά ξέρω ότι θα πουλήσει, οπότε έγραψε κάποιες βλακείες και το εξέδωσε. Οκ. Ό,τι και να ΄ναι, θεωρώ ότι είναι άδικο να πας να γράψεις μια άσχημη κριτική. Γράψε μια ωραία κριτική για ένα βιβλίο που σου άρεσε. Δηλαδή αυτή είναι η πρόταση. Τώρα να παροτρύνω κάποιον να μην το αγοράσει, το βρίσκω χαζό για μένα, δεν μου ταιριάζει.
Όταν είπατε σε διάφορους φίλους και γνωστούς…
Ναι.
..ότι θα κάνετε αυτή την ιστοσελίδα…
Ναι.
…πώς σας αντιμετωπίσανε;
Ήτανε πάρα πολύ, όλοι ήταν πάρα πολύ θετικοί. Την πρώτη μέρα που είχαμε ανεβάσει το πρώτο post, είχαμε συμφωνήσει θα στείλουμε σε όλους τους φίλους μας, να μπούνε, να το δούνε, όσοι θέλουν να μας κάνουν ένα follow, ένα like, κάτι, να πάρει μία ώθηση η σελίδα, να μπουν να διαβάσουν τα άρθρα. Οπότε είχαμε στείλει πάρα πολλά μηνύματα στους γνωστούς μας. Και είχαν ενθουσιαστεί. Δεν το περίμενα, να σου πω την αλήθεια. Οι περισσότεροι είχαν ενθουσιαστεί και μας είπαν και πολλά μπράβο κι όλα αυτά. Και ότι: «Μπράβο, είναι ωραίο να υπάρχουν τέτοιοι λογαριασμοί». Που υπάρχουν πάρα πολλοί, εμείς δεν το ξέραμε. Όταν ξεκινήσαμε είχαμε πλήρη άγνοια. Αλλά ήταν όλοι τόσο θετικοί με όλο αυτό και, εντάξει, σου δίνει και ένα, μία ώθηση παραπάνω, το ότι κάποιος πιστεύει σε σένα, ότι: «Τι ωραίο που το έγραψες αυτό το άρθρο;» ή «Μπράβο, ρε κορίτσια». Δηλαδή: «Εγώ μπορεί να μη διαβάζω», μου ’χαν πει, «αλλά μπράβο, θα σας ακολουθήσω και, εντάξει, μπορεί κάτι να μ’ αρέσει, γιατί να μην το δοκιμάσω». Ακόμα κι αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο. Δηλαδή έστω ένα βιβλίο να διαβάσει ένας που να ’χουμε προτείνει, είναι μεγάλη ευχαρίστηση για εμάς. Γιατί λέμε: «Οκ, κοίτα, το διάβασε και του άρεσε». Όταν προτείνεις κάτι, νομίζω, και μια ταινία κάποιος να προτείνει σε έναν φίλο του και να σου πει ο άλλος: «Ναι, μ’ άρεσε πάρα πολύ», δεν ενθουσιάζεσαι; Δεν ξέρω, εγώ έτσι αισθάνομαι. Εγώ ενθουσιάζομαι. Οπότε ήτανε πολύ θετική η ανταπόκριση. Και βρήκαμε αμέσως ανταπόκριση, μπορώ να σου πω. Και κάθε φορά που ανεβάζαμε άρθρο, φίλοι και γνωστοί μπαίνανε να τα διαβάσουνε. Μας στέλνανε τη γνώμη τους. Και σιγά σιγά άρχισε να μας ακολουθεί και κόσμος που δεν ξέρουμε. Και τώρα οι περισσότεροι, νομίζω, και οι πιο σταθεροί που μας διαβάζουνε, είναι άτομα που δεν μας ξέρουνε. Μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό. Και κάτι άλλο που επίσης δεν περιμέναμε, είναι ότι κόσμος που δεν ξέρουμε μας στέλνει, θα μας στείλει το βιβλίο του: «Έχω γράψει αυτό το βιβλίο, αν θέλετε διαβάστε το και γράψτε, άμα σας αρέσει, να το προτείνετε στον λογαριασμό». Και το κάνουμε πολύ συχνά αυτό. Και συγγραφείς και εκδοτικοί μάς έχουνε στείλει. Και είναι πολύ ωραίο, γιατί νιώθεις ότι, ξέρεις, ο άλλος εκτιμά τη γνώμη σου. Τουλάχιστον έτσι το βλέπουμε. Δηλαδή λέμε: «Οκ, κοίτα!». Γιατί, εντάξει[00:25:00], γιατί να μας το στείλει κι αυτός; Δεν έχει κάτι να κερδίσει. Ναι, δεν έχει κάτι να κερδίσει, γιατί όπως είπα δεν είναι ότι είμαστε… έχουμε ένα κοινό, κάποιους ακολούθους, χίλια διακόσια άτομα. Δεν είναι... Υπάρχουν άλλοι που ’χουνε δέκα χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και δεκαπέντε και… Οι ξένοι λογαριασμοί κιόλας ακόμα περισσοτέρους. Αλλά, εντάξει, είναι πολύ ωραίο, όταν κάποιος σου στέλνει το βιβλίο του, για να το διαβάσεις και να γράψεις κάτι γι’ αυτό. Και ενώ είπα: «Αν διαβάσουμε κάτι και δεν μας αρέσει, δεν το προτείνουμε», δηλαδή, εντάξει δεν έχει τύχει να μας στείλουν κάτι και να πούμε: «Θεέ μου, τι βλακεία είναι αυτό;». Αλλά δεν θα το κάνουμε επειδή κάποιος μας το στέλνει, σώνει και ντε θα το ανεβάσουμε. Θέλουμε να μείνουμε λίγο πιστοί σε αυτό. Εγώ δηλαδή θέλω να μείνω λίγο πιστή σε αυτό. Τώρα, αν μου στείλει κάποιος, τι να σου πω τώρα, κάτι πολύ ευτελές, που δεν είναι καθόλου στο είδος που διαβάζω, Πενήντα αποχρώσεις του γκρι σου λέω για παράδειγμα, που δεν το ’χω διαβάσει, αλλά δεν το ’χω διαβάσει για συγκεκριμένο λόγο, γιατί δεν μου κάνει αίσθηση να το διαβάσω, δεν θα το ανέβαζα. Δεν θα έγραφα κάτι. Είναι ένα βιβλίο εμπορικό, έχει κάνει επιτυχία, οκ, οκ, οκ, αλλά ναι, μέχρι εκεί. Γιατί, ναι, δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να αφιερώσω περισσότερο χρόνο. Ούτε νομίζω ότι χρειάζεται κάποιος να το δει ότι το προτείνω, όχι επειδή είναι καθαρά εμπορικό, σου φέρνω ένα παράδειγμα τώρα. Αλλά ναι. Είναι…
Σε σύγκριση με την αρχή, τώρα, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα που έχει περάσει, αρχικά πώς βλέπεις εσύ τον εαυτό σου διαφορετικό μέσα σ’ αυτή τη σελίδα; Και δεύτερον, υπήρξαν δυσκολίες που σε βοήθησαν στο να κάνεις, να γίνει αυτή η μεταβολή;
Ναι. Κοίτα. Είχαμε ξεκινήσει, όπως είπα στην αρχή, και ήμασταν πολύ αφοσιωμένες σε αυτό. Μετά λόγω της δουλειάς, γιατί εγώ ήμουν σε έναν εκδοτικό και δεν είχα χρόνο καθόλου και το ’χα αφήσει και με είχε στεναχωρήσει κιόλας που το ’χα αφήσει, γιατί αποφορτιζόμουν μέσα από το Bookville, και αποφορτίζομαι. Υπήρχαν δυσκολίες, όπως ανέφερα, με την ιστοσελίδα αρχικά, λόγω του ότι ανέβηκε οικονομικά η πλατφόρμα, οπότε δεν μπορούσαμε να το συνεχίσουμε. Και γι’ αυτό έχει παραμείνει σε αδράνεια. Μετά υπήρχαν δυσκολίες λόγω χρόνου, όπως πάλι είπα, και δεν ήμασταν τόσο αφοσιωμένες. Και, εντάξει, και είναι και πράγματα που συμβαίνουν στη καθημερινότητα που πολλές φορές δεν σε αφήνουνε. Δεν είναι μόνο η δουλειά. Μπορεί να είναι κάτι... Μπορεί να είναι η απώλεια ενός ατόμου. Μπορεί να είναι ένα ταξίδι. Μπορεί να είναι μια μεγάλη μετακόμιση. Οτιδήποτε. Και να σε κάνει να το παρατήσεις αυτό. Και το ’χουμε κάνει. Δηλαδή μπορεί να κάναμε και τρεις και τέσσερις μήνες να ανεβάσουμε, που ανεβάζαμε δύο την εβδομάδα. Είναι μεγάλο διάστημα. Και είναι μεγάλο διάστημα και για την πλατφόρμα, γιατί όσο συχνά ανεβάζεις, τόσο καλύτερα ανεβαίνει και ο αλγόριθμος. Γιατί όλα έτσι λειτουργούν, με αλγόριθμο. Οπότε όταν δεν ανεβάζουμε συχνά, μας βλέπουν και πολύ λιγότεροι, το οποίο είναι ένα πρόβλημα. Γι’ αυτό λέω ότι θέλει πολύ δουλειά το Instagram. Πρέπει να ’σαι πολύ εκεί και τώρα να ανεβάζουμε χαζομάρες, δεν μας κάνει και αίσθηση. Να ανεβάζουμε απλά έτσι μια φωτογραφία, χωρίς κάτι να έχουμε να πούμε, δεν μας κάνει αίσθηση, δεν μου κάνει αίσθηση εμένα. Μόνο και μόνο για να μην πέσει ο αλγόριθμος. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία, αλλά δεν… Μου τη δίνει, εντός εισαγωγικών, δεν θέλω να το παρατήσω, γιατί εντάξει είναι δύο χρόνια. Δηλαδή μου φαίνεται, μου ‘ρχεται και λίγο κρίμα να το αφήνω. Όταν το αφήνω, έτσι, στεναχωριέμαι και να ’μαι και ειλικρινής με έχει βοηθήσει και στο βιογραφικό, το αναφέρω. Είναι χόμπι, αλλά το αναφέρω, γιατί πλέον, όπως γίνεται το Digital Marketing, θέλουνε ορισμένοι εργοδότες να βλέπουνε ότι μπορείς να κάνεις και αυτό το κομμάτι, να ασχοληθείς και με αυτό το… γνωρίζεις πώς να ασχοληθείς και με αυτό το κομμάτι, του Digital Marketing εννοώ. Μάλιστα κιόλας το Bookville ήτανε και ο λόγος που πήρα και τη δουλειά στον εκδοτικό, γιατί ο εκδοτικός αυτός βασιζόταν σε αυτό το πράγμα. Έπρεπε να κάνουμε review βιβλίων, παρουσιάσεις βιβλίων και κριτική. Έπρεπε να τα προωθούμε, έπρεπε[00:30:00] να αποφασίζουμε για τα εξώφυλλα και εγώ αυτό χωρίς να το ξέρω, ρε παιδί μου, απλά έκανα έτσι μία αίτηση σε αυτή δουλειά, αλλά χωρίς να ξέρω ότι θα με βοηθήσει το Bookville, το ’χα, εντός εισαγωγικών, το ’χα δουλέψει. Όχι το ’χα δουλέψει, είχα ασχοληθεί. Οπότε, όταν το ανέφερα και μπήκε και το είδε και ο εργοδότης μου ότι υπάρχει αυτή η ιστοσελίδα, ψιλοενθουσιάστηκε, γιατί ήξερε ότι ασχολούμαι με αυτό σαν χόμπι. Οπότε θα μπορούσα και σαν δουλειά να αφοσιωθώ. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις πώς το εννοώ. Οπότε με βοήθησε το Bookville. Με βοήθησε κάτι που ξεκίνησα με τη φίλη μου για χόμπι και για πλάκα και για διασκέδαση, να βρω μια δουλειά. Δεν το περιμέναμε. Αλλά δυσκολίες αντιμετωπίζουμε σχεδόν κάθε μέρα. Κάθε μέρα μάλλον που δεν ανεβάζουμε ένα βιβλίο ή ένα post είναι μία δυσκολία. Είναι μία δυσκολία, γιατί πέφτεις στην απήχηση του κόσμου. Αν έχουμε δηλαδή μια απήχηση σε εκατό άτομα, όσο δεν ανεβάζουμε για να φαίνεται ο λογαριασμός, τόσο πέφτουμε. Και προσπαθούμε μετά, ξέρεις, να καλύψουμε το κενό. Αλλά θέλουμε κιόλας να μη μας επηρεάζει αυτό, γιατί όπως είπα το κάνουμε με αγάπη και τώρα να αγχωνόμαστε ότι θα πέσει η απήχηση, είναι και αυτό, είναι τρυπάκι. Δεν θέλουμε να πέφτουμε και τόσο σε αυτό το τρυπάκι. Οκ ναι, το κάνουμε, μας αρέσει, αλλά δεν μπορούμε να το αφήνουμε να μας τρώει, να μας αγχώνει. Εντάξει, δεν πρόλαβα σήμερα, δεν έγραψα, δεν ανέβασα, θα ανεβάσω την επόμενη εβδομάδα. Δίνουμε ένα περιθώριο. Το κάνουμε κάπως έτσι. Και, εντάξει, πρέπει να έχεις και τη διάθεση να το κάνεις. Διαφορετικά τώρα να γράψουμε μια παράγραφο που απλά να γράφουμε και κάτι που δεν μας αρέσει και δεν μας αντιπροσωπεύει, απ’ το να ανεβάσουμε δηλαδή κάτι κακό, εντός εισαγωγικών, προτιμάμε καλύτερα να το καθυστερήσουμε και να ανεβάσουμε κάτι που να λέμε: «Οκ, τι ωραία που το έγραψες αυτό; Μ’ αρέσει, θα το ανεβάσω, θα το ποστάρω, θα το δημοσιεύσω».
Πώς είναι η αίσθηση όταν βλέπεις ότι η δουλειά σου κάπως ανταμείβεται από τον κόσμο;
Εντάξει, είναι πολύ ωραίο. Είναι πάρα πολύ ωραία τώρα. Τι να λέμε; Όχι, νιώθεις δικαίωση, γιατί οκ είναι όπως είπα, ότι εμείς το κάνουμε ως χόμπι, αλλά είναι ωραίο τώρα να γράφεις κάτι και να σου κάνει κάποιος από κάτω ένα σχόλιο: «Μπράβο κορίτσια, τι ωραίο βιβλίο ανεβάσατε! Τι ωραίο άρθρο! Θέλω να το αγοράσω, το ‘χω παραγγείλει». Είναι ωραίο. Εμείς δεν έχουμε να κερδίσουμε κάτι απ’ αυτό, αλλά είναι ωραίο, γιατί λες… αν έχεις και κάποιες αμφιβολίες γι’ αυτό που έγραψες, έτσι λίγο διαγράφονται. Λες: «Εντάξει κοίτα, όντως, όντως το πλάσαρα ωραίο, ωραία!». Ή ότι: «Κοίτα ότι σου κάνουν και θετικά σχόλια, υπάρχει απήχηση, υπάρχει λόγος να ανεβάσω και την επόμενη εβδομάδα, να γράψω κάτι εξίσου καλό». Κι εμείς, να σου πω και την αλήθεια, έχουμε μόνο θετικά σχόλια. Δεν έχει τύχει να μας γράψει κάτι άσχημο κάποιος. Το οποίο είναι πάρα πολύ ευγενικό αυτό, γιατί οκ, κακά τα ψέματα, τώρα πίσω από ένα πληκτρολόγιο οποιοσδήποτε γράφει ό,τι θέλει. Οπότε καταλαβαίνουμε ότι είμαστε κι εμείς, λειτουργούμε σε ένα έτσι πολύ φιλικό κλίμα και με κόσμο που, όπως είπα, δεν μας ξέρει και δεν τον ξέρουμε και παρ’ όλα αυτά μπορεί να μην τους αρέσει κάτι, αλλά δεν θα μας πούνε, δεν θα μας κάνουν κάποιο άσχημο σχόλιο, του τύπου: «Τι βλακείες ανεβάζετε;». Γιατί εγώ το καταλαβαίνω να πει κάποιος: «Ξέρεις», να μου στείλει ένα μήνυμα και να μου πει, «αυτό το βιβλίο που ανεβάσατε, εγώ το διάβασα και δεν μου άρεσε. Το βρήκα πεζό ή οτιδήποτε». Αλλά τώρα να σε απειλήσει κάποιος, εντός εισαγωγικών, ότι: «Κατέβασε το, τι βλακεία είναι αυτό, ο συγγραφέας αυτός έχει προσβάλει τους τάδε» ή οτιδήποτε… Γιατί έχει τύχει αυτό στη κοινότητα του Bookstagram, να στείλουνε τέτοια μηνύματα, άλλοι λογαριασμοί να στείλουνε μήνυμα και να πούνε ότι: «Γιατί έχεις ανεβάσει αυτό το βιβλίο που το ‘χει γράψει η τάδε που έχει πει το τάδε; Είσαι απαράδεκτος, είσαι, είσαι, είσαι, είσαι». Δηλαδή επειδή ανεβάζεις ένα βιβλίο, σημαίνει ότι ενστερνίζεσαι και τις απόψεις του συγγραφέα που έχει στην προσωπική του ζωή; Γιατί στο βιβλίο του μπορεί να μην έχει βγει αυτό και το βιβλίο του να μου άρεσε εμένα πάρα πολύ. Δεν έχει τύχει σε μας, αλλά γενικά αυτό όμως υπάρχει, δυστυχώς. Υπάρχει λογοκρισία. Πλέον υπάρχει λογοκρισία σε όλα, αλλά[00:35:00] τώρα σ’ αυτά θεωρώ ότι δεν θα ’πρεπε να υπάρχει. Ο καθένας να πει τη γνώμη του, να πει: «Εμένα δεν μ’ αρέσει και δεν θα τον αγοράσω τον συγγραφέα». Οκ, μαζί σου. Εμένα μ’ άρεσε, το διάβασα, τον πόσταρα, δεν υπάρχει πρόβλημα σ’ αυτό. Αλλά, εντάξει αυτό που σου είπα, ότι εμείς μένουμε στα καλά σχόλια. Δεν μας έχει τύχει κάτι άσχημο. Αλλά νομίζω και να μας τύχαινε, πάλι θα μέναμε στα θετικά, γιατί αυτά είναι που σε παρακινούν να συνεχίσεις. Τα άλλα μόνο πίσω μπορούν να σε κρατήσουν.
Έχεις κάτι άλλο να πεις, κάτι που σου έχει κάνει εντύπωση ή θυμάσαι ή θετικά ή αρνητικά, γενικά πριν κλείσουμε;
Λοιπόν, όπως είπα, εμείς ξεκινήσαμε χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα και μας είχανε προσεγγίσει άλλοι λογαριασμοί, που μπορεί να το κάνανε για περισσότερο καιρό, να είχαν τον λογαριασμό που να ανεβάζουν βιβλία, κριτικές και λοιπά, να μας καλωσορίσουν στην κοινότητα. Όντως, γιατί μας στέλνανε μηνύματα: «Καλώς ήρθατε», «Πολύ ωραίος λογαριασμός», «Ωραία άρθρα, κορίτσια», «Να γνωριστούμε» κι όλα αυτά, να γνωριστούμε μέσα από μηνύματα, δεν έχουμε γνωρίσει κανέναν από κοντά. Κι όταν έσκασε η δεύτερη καραντίνα, μας έστειλε μία πολύ καλή κοπέλα που την νιώθουμε πολύ φίλη μας… Δεν ξέρω αν μπορώ να την αναφέρω. Είναι ο λογαριασμός Ανθρωγραφέας. Ανθρωγραφέας, γιατί είναι ανθρωπολόγος και συγγραφέας η κοπέλα. Και μας λέει: «Είμαστε με κάποιους άλλους λογαριασμούς και θέλαμε να κάνουμε ένα post, λίγο κάποιες μέρες, όπου να προτείνουμε βιβλία». Ήτανε read against the pandemic, ενάντια στην πανδημία, βιβλία... Μάλλον να προτείνουμε βιβλία ενάντια στην πανδημία. Οπότε αυτό μας έκανε πάρα πολύ εντύπωση και μας άρεσε πάρα πολύ και το ότι έγινε συλλογικά. Δέκα λογαριασμοί προτείναμε από δύο βιβλία, από δυο-τρία βιβλία ο καθένας. Και ανεβήκανε σε πολλούς λογαριασμούς, οι ίδιες εικόνες. Ανταλλάξαμε δηλαδή εικόνες. Ίδιες εικόνες, τα ίδια post, από δέκα διαφορετικούς λογαριασμούς, για να φανεί και περισσότερο και να προτείνουμε στον κόσμο βιβλία να αγοράσει τώρα που είχαμε μπει εκείνες τις μέρες πάλι στην καραντίνα, ώστε να του κρατήσει συντροφιά, να κρατήσουν συντροφιά στον κάθε αναγνώστη και να το κάνουμε και λίγο ως, όχι κίνημα, ήταν μια θεματική. Το οποίο μας πήρε ώρα να σκεφτούμε τι θα προτείναμε, γιατί να γράψουμε ένα αντίστοιχο αρθράκι, να βγάλουμε αντίστοιχες ωραίες φωτογραφίες και να τις στείλουμε, να συμβουλευτούμε η μία την άλλη. Γιατί ήτανε δέκα άτομα τώρα, σκέψου. Ήταν δέκα άτομα και έπρεπε να γίνει ένα κολλάζ βιβλίων, το οποίο μας ενθουσίασε πάρα πολύ, γιατί σου λέω δεν είχαμε μιλήσει με κανέναν από αυτούς, πέρα από κάποια «καλώς ήρθες» ωραία και λοιπά. Και ότι το κάναμε έτσι σαν ομάδα, να προτείνουμε βιβλία στον κόσμο, μ’ άρεσε πάρα πολύ, ήταν μια πάρα πολύ ωραία πρωτοβουλία. Τώρα μπορεί να ακούγεται έτσι, μπορεί να ακούγεται σαχλό, δεν είναι όμως, γιατί εκείνη την περίοδο ήταν όλα πολύ μουντά και μας είχε ανεβάσει πολύ την αυτοπεποίθηση όλο αυτό. Αυτό έχω να θυμάμαι, δηλαδή ότι υπήρχε μία ομαδική δουλειά, από πολλούς λογαριασμούς που, εντός εισαγωγικών κι αυτό, ήτανε ανταγωνιστικό. Γιατί κάποιος που θα διαβάζει τους τρεις, δεν θα διαβάσει και εμάς. Κατάλαβες πώς το εννοώ; Και ήταν πάρα πολύ ωραίο. Αυτά.
Ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη.
Ευχαριστώ κι εγώ.