© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Η ιστορία ενός μάγου που τον έλεγαν Tristan»

Κωδικός Ιστορίας
13924
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γιώργος Αρκομάνης (Γ.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/09/2022
Ερευνητής/τρια
Καλλιόπη Ανταμπούφη (Κ.Α.)
Κ.Α.:

[00:00:00]Χαίρετε! Eίμαστε εδώ με τον Γιώργο ή Tristan στις 10 Σεπτεμβρίου 2022, 19:09 μόλις, στο Παγκράτι στην Αθήνα, ακόμα ζέστη κάνει…

Γ.Α.:

Ακριβώς! 

Κ.Α.:

Μίλησέ μας λίγο για σένα. Λίγα λόγια για τη ζωή σου.

Γ.Α.:

Λοιπόν, καλησπέρα και από μένα. Αν μπορούσα έτσι να συστηθώ απ΄ την αρχή θα έλεγα ότι είμαι μάγος και συνθέτης, έτσι με πολύ απλά λόγια. Η ζωή μου γενικότερα είναι ένας κύκλος γύρω απ' αυτά τα δύο τα πράγματα, γύρω από τη μαγεία, γύρω από τη μουσική. Και κυριολεκτικά και υποκειμενικά θα έλεγα. Αυτά. Και είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος δίνω παραστάσεις, γράφω μουσική και προσπαθώ να βρω κι εγώ λίγο μέσα απ' όλα αυτά τα πράγματα το νόημα μου σαν άνθρωπος, σαν ύπαρξη, σαν οτιδήποτε.

Κ.Α.:

Πιάνοντας τη μαγεία, λοιπόν, κάτι σχετικά σπάνιο θα έλεγα, μάλλον. Θα μου πεις κι εσύ βέβαια, θα φανεί από τη συνέντευξη.

Γ.Α.:

Οκέι.

Κ.Α.:

Πάμε από την αρχή. Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή;

Γ.Α.:

Η πρώτη μου επαφή με τη μαγεία στην πραγματικότητα ήταν όταν ήμουν σε μικρή ηλικία, μην με ρωτήσεις πόσο χρονών, δεν θυμάμαι. Απλά θυμάμαι ότι ήμουνα πολύ μικρός και μας φώναξε ο πατέρας μου λέγοντάς μας: «Παιδιά, ελάτε -εμένα και τον αδερφό μου δηλαδή- έχει στην τηλεόραση τον Κόπερφιλντ». Ήμουνα κάποια στιγμή στο κέντρο στην Αθήνα και ανακάλυψα εκεί ένα μαγαζί το οποίο, μεταξύ άλλων, πουλούσε και μαγικά τεχνασματα, μαγικά τρικς και εκεί πήρα το πρώτο μου βιβλίο. Και έτσι, ξεκίνησα να ασχολούμαι εντατικά με τη μαγεία. Η μαγεία, όμως, σαν έννοια θεωρώ ότι είναι απ' την αρχή της ύπαρξής μου, γιατί απ' όταν ήμουνα μικρός σε ηλικία, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δηλαδή, προσπαθούσα να δω πίσω απ' όλα αυτά τα πράγματα. Δεν με ικανοποιούσε εννοώ ό,τι είχε να κάνει με το φυσιολογικό -που λέει και ο κόσμος- ότι αυτή είναι η ζωή, γεννιέσαι, πας σχολείο, σπουδάζεις, κάνεις μία οικογένεια, αμέσως μετά γερνάς, γίνεσαι παππούς και τα γνωστά. Όλα αυτά μού φαινόντουσαν και μου φαίνονται αδιάφορα τελείως. Ήμουν ένα παιδί το οποίο ήτανε φαντασιόπληκτο σε σημείο απελπισίας. Μου άρεσε να δημιουργώ παιχνίδια με το μυαλό μου. Ας πούμε, τώρα θυμάμαι, καθόμουνα πολλές φορές κάτω στο πάτωμα και κοίταγα το ταβάνι και φανταζόμουν ότι είναι λίγο υποκειμενικό το τι είναι πάνω και τι είναι κάτω. Θα μπορούσε αυτό να είναι το πάνω. Τέλος πάντων, έκανα διάφορα τέτοια χαζά παιχνίδια. Οπότε θεωρώ ότι η μαγεία υπήρχε στο DNA μου, να το πούμε έτσι. Και μπορώ να σου πω το ότι άρχισα να έχω αντίληψη γύρω απ' αυτό και να την καταλαβαίνω πιο έντονα, όταν άρχισα να ασχολούμαι πολύ με τη μουσική. Γιατί μέχρι και σήμερα θεωρώ ότι η μουσική είναι η καθαυτού μαγική τέχνη. Οπότε εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ παραπάνω το τι είναι αυτό που θέλω να κάνω στη ζωή μου και τι είναι αυτό που με τραβάει. Και παρόλο που προχωράω λιγάκι, μέχρι σήμερα νομίζω ότι αυτό το ένστικτο -άμα το θέλεις, το αθώο ένστικτο- μέχρι σήμερα μ' έχει επιβεβαιώσει λιγάκι. Είδα δηλαδή το ότι κάποια στιγμή, όσο ψάχνεις, όσο ανακαλύπτεις, ότι τελικά η μαγεία είναι λίγο σχετικό. Τη βλέπουμε τη μαγεία πολλές φορές σαν κάτι το οποίο είναι ενα χαζορομαντικό πράγμα και δεν υπάρχει, αλλά όσο πιο πολλά πράγματα ανακαλύπτεις για τη ζωή, τόσο πιο πολύ φυσιολογικό σού φαίνεται να υπάρχει μαγεία.

Κ.Α.:

Ας πάμε στα παιχνίδια φαντασίας. Είπες ένα!

Γ.Α.:

Ναι.

Κ.Α.:

Άλλο ένα; Θυμάσαι;

Γ.Α.:

Κοίταξε, όλα τα παιχνίδια ήτανε γύρω από τη φαντασία μου. Δηλαδή, εντάξει, σαφέστατα μου άρεσε να παίζω και με τα άλλα τα παιδιά, αλλά μου άρεσαν πολύ τα παιχνίδια που δημιουργούσαμε εμείς πράγματα. Δημιουργούσαμε, ας πούμε, χαρακτήρες. Πολλές φορές όταν ήμουνα μόνος μου, δεν είχα κανένα πρόβλημα να παίζω και να φτιάχνω, ας πούμε, έναν κόσμο φανταστικό στο σπίτι, μία υπόθεση, φερ' ειπείν, ότι είμαι ο τάδε χαρακτήρας που πρέπει να κάνει αυτό, να γίνει το ένα, να γίνει τ΄ άλλο. Και αυτό μάλιστα το είχα ως μία μεγάλη ηλικία, δηλαδή μέχρι την έκτη δημοτικού, πρώτη γυμνασίου, κάπου εκεί. Και μετά προσπαθούσα να το κρύψω από τους άλλους, ρε παιδί μου, για να μην πουν ότι είμαι χαζός και ότι ασχολούμαι μ' αυτά τα πράγματα. Αυτό μετά έγινε μουσική, όμως. Πλέον αυτό το παιχνίδι συνεχίστηκε με τη μουσική.

Κ.Α.:

Η μουσική πότε ήρθε και πώς;

Γ.Α.:

Η μουσική ξεκίνησε όταν ήμουν εννέα χρονών. Βασικά, εγώ από πολύ μικρός ήθελα να μάθω μουσική. Όταν ήμουν εννιά χρονών, κάποια στιγμή ήμασταν σ' ένα σούπερ μάρκετ με τη μητέρα μου και είδα μία αγγελία κάπου, ξέρεις με τα χαρτάκια τα μικρά που σε όλα επαναλαμβάνεται το τηλέφωνο και απλά το κόβεις και το παίρνεις. Και ήταν ένας ο οποίος έγραφε ότι κάνει μαθήματα κλασικής κιθάρας. Εγώ το έκοψα από μόνος μου, το πήγα μετά στη μητέρα μου και στον πατέρα μου και είπα θέλω να ξεκινήσω μαθήματα κιθάρας. Και έτσι, γνώρισα τον πρώτο μου δάσκαλο τον Jack Rogers, ο οποίος ήταν ένας Ιρλανδός κιθαρίστας καταπληκτικός, με τον οποίο κάναμε κλασική κιθάρα. Ξεκινήσαμε, μέχρι νομίζω 4 χρονια. Κάπου εκεί κάναμε. Εγώ τότε πιο πιτσιρικάς και μπαίνοντας στην εφηβεία ήθελα ηλεκτρικές κιθάρες. Ήθελα λίγο πιο άγρια ακούσματα. Μου άρεσε πάρα πολύ η metal. Οπότε τον κακομοίρη τον έβαζα να μου μαθαίνει metal κομμάτια στην κλασική κιθάρα. Το πάλεψε λιγάκι ο κακομοίρης. Προσπάθησε, προσπάθησε και κάποια στιγμή είπε ότι: «Εντάξει, ξέρω 'γώ, δεν μπορώ να συνεχίσω εγώ να το κάνω αυτό το πράγμα». Αλλά μου έδωσε πάρα πολλά ο Jack. Δεν ζει πια και γι' αυτό μιλάω στο παρελθόν. Έτσι ξεκίνησε δηλαδή η πορεία μου στην κλασική κιθάρα. Και την ίδια στιγμή, αμέσως δηλαδή, ήταν έντονο το ένστικτό της σύνθεσης, γιατί με το που άρχισα τα πρώτα κιόλας μαθήματα είχα την ανάγκη, την τάση να κάθομαι να γράφω μουσική. Εντάξει, χαζομάρες έγραφα, αλλά… Ήτανε πρωτόλεια πράγματα δηλαδή στην πραγματικότητα. 

Κ.Α.:

Το πρώτο βιβλίο που πήρες, ποια είναι η ιστορία; Πώς το απέκτησες;

Γ.Α.:

Το πρώτο βιβλίο μουσικής, μαγείας; Τι εννοείς;

Κ.Α.:

Μαγείας!

Γ.Α.:

Μαγείας.

Κ.Α.:

Που είπες πριν.

Γ.Α.:

Λοιπόν, ήμουνα με τον πολύ καλό μου φίλο και ξάδερφο, Περσέα -Περσέας Αρκομάνης, ξάδερφος, οι πατεράδες μας είναι αδέρφια-, με τον οποίο είμαστε πάρα πολύ φίλοι από πολύ μικρή ηλικία. Μαζί δηλαδή σχεδόν μπήκαμε στη μουσική. Μαζί φτιάξαμε το πρώτο μας συγκρότημα λίγο μετά, κοντά στην προεφηβεία. Και μαζί γενικότερα κάναμε διάφορα πράγματα. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, το αγαπημένο μας παιχνίδι ήτανε -να, είδες αυτό που σου λέω, πώς επαναλαμβάνεται τώρα το στοιχείο του να δημιουργήσω κάτι- μας άρεσε πολύ η ιδέα του να κάνουμε πλάκες στον κόσμο, αλλά όχι χοντροκομμένες πλάκες. Εντάξει, μερικές ήταν χοντροκομμένες. Πιο πολύ μάς άρεσε η λογική του ότι δημιουργούμε κάτι -μία συνθήκη αν το θες- και πάνω σ' αυτήν τη συνθήκη έχουμε και improvisation, έχουμε αυτοσχεδιασμούς, έχουμε διάφορα πράγματα, τα οποία, δεν ξέρω, δηλαδή αν τα κάναμε σήμερα, θα μπορούσαν να είναι και κάποιου είδους reality. Δηλαδή να είχαμε και κάποιες κρυφές κάμερες. Κοντολογίς, ήμασταν στην Αθήνα κάνοντας αυτό ακριβώς και κάποια στιγμή θέλαμε να κάνουμε λίγο πιο ρεαλιστική μία πλάκα που ετοιμάζαμε και ψάχναμε για αίμα. Δηλαδή ξέρεις, ψεύτικο αίμα, θεατρικό. Και βρήκαμε αυτό το μαγαζί και μπαίνοντας μέσα να πάρουμε αίμα είδα αυτό το βιβλίο, το οποίο έλεγε, ξέρω 'γώ: «Μερικά απλά μαγικά τρικ», δεν ξέρω πώς λεγότανε. Και επειδή ντρεπόμουνα τον ξαδερφό μου τον Περσέα, τι θα πει: «Α, ασχολείσαι με μαγικά», το πήρα διακριτικά, το αγόρασα, το 'βαλα στην τσέπη μου και φύγαμε. Και όπως φύγαμε έξω, με κοίταξε ο Περσέας, μου λέει: «Τι έχεις εκεί πέρα;», του λέω: «Τίποτα, τίποτα, τίποτα». Μου λέει: «Έλα ρε, τι έχεις;», του λέω: «Τίποτα απολύτως!». Ε, και κάποια στιγμή του δείχνω και αρχίσαμε να το ξεφυλλίζουμε στο τρένο. Γυρνούσαμε με το τρένο και ήδη από το τρένο αρχίσαμε να κάνουμε λίγο εξάσκηση αυτά που έδειχνε μέσα. Και έτσι λοιπόν, αυτό το βιβλίο ήταν η αιτία του να αρχίσουμε να μπούμε λίγο πιο σοβαρά. Γιατί κατευθείαν μας ρούφηξε η τέχνη της μαγείας απ΄ την αρχή. Κατευθείαν μας ρούφηξε το δημιουργικό κομμάτι και επειδή και οι δύο ήμασταν ήδη -ώριμοι καλλιτέχνες δεν θέλω να το πω, γιατί σε καμία περίπτωση σε αυτήν την ηλικία δεν είσαι ώριμος- αλλά αρκετά χρόνια ασχολούμασταν με τη μουσική, με παραστατικές τέχνες. Όλα αυτά τα πράγματα μάς αρέσανε.

Κ.Α.:

Για ποια ηλικία λέμε;

Γ.Α.:

24; 23-24, εκεί. Οπότε κατευθείαν μπήκαμε στη λογική. Δηλαδή νομίζω το ίδιο ή το επόμενο βράδυ πήγα εγώ σπίτι του. Αυτός είχε πάρει ένα μαγικό και το είχε διανθίσει, είχε βάλει μουσικές, είχε βάλει τέτοια πράγματα. Μετά και εγώ έκανα το ίδιο και αρχίσαμε σιγά σιγά ο ένας να δημιουργεί σ' τον άλλο, ο άλλος να δίνει την κριτική του και μαζί να φτιάχνουμε πράγματα και να εξελισσόμαστε τελικά.

Κ.Α.:

Θέλω πολύ να ακούσω για τις φάρσες.

Γ.Α.:

Οκέι. Λοιπόν, οι φάρσες! Οι φάρσες ήταν μία κατάσταση η οποία έπαιξε πάρα πολλά χρόνια. Κάποιες ήταν λίγο πιο χοντροκομμένες, κάποιες ήτανε λίγο πιο light. Θα σου πω για τον πιανίστα. Είναι θεωρώ αυτή η φάρσα που κάναμε η οποία είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον και μακάρι να γινόταν σήμερα και να μπορούσαμε να την κινηματογραφήσουμε. Λοιπόν, συνήθως ένα αγαπημένο μας είδος πλάκας ήταν το εξής. Είχα εγώ μία ιδέα. Δεν την έλεγα στον Περσέα. Όπως και αυτός, μπορεί να μη μου την έλεγε και έπρεπε να τη βάλω σε εφαρμογή και ξαφνικά ο άλλος να ακολουθήσει αυτόματα σε αυτό το παιχνίδι. Οπότε κάποια στιγμή του λέω εν τάχει, γρήγορα, μία ιδέα που μου 'ρθε. «Είμαι ένας πιανίστας -του λέω- έχω έρθει από μία αραβική χώρα για να δώσω μία συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής και ψάχνουμε ένα πιάνο για ζέσταμα. Μπες, είσαι ο manager μου, ο ατζέντης μου, κάτι». Εγώ, εν τω μεταξύ, επειδή δούλευα νύχτα εκείνη την εποχή, είχα μείνει μ' ένα όχι κοστούμι, ένα σακάκι ας πούμε, που ψευτοδικαιολογούσε λίγο όπως όπως την ύπαρξη, ρε παιδί μου, του πιανίστα.  Και είμαστε, πάμε στο πρώτο μαγαζί στην Αθήνα. Μπαίνει ο Περσέας μέσα: «Καλησπέρα σας», το οποίο ήτανε μόνο για πιάνο το μαγαζί, αυτό είχε το ενδιαφέρον ότι καταφέραμε, ρε παιδί μου, σε τέτοια περιβάλλοντα και εξελίξαμε τη φάρσα, την πλάκα, -δεν ξέρω πώς να το πω- το installation. Και τέλος πάντων, μπαίνει ο Περσέας μέσα λέει; «Καλησπέρα σας, έρχεται ο Omar Hasan», ξέρω 'γώ, λέει ένα όνομα στην τύχη, «Omar Hasan, τον ξέρετε φαντάζομαι», δηλαδή είχε πολύ deceptive πράγματα μέσα ή «Τον γνωρίζετε -ξέρω 'γώ- είναι απ' τους πιο λαμπρούς σολίστες αυτήν τη στιγμή και έρχεται στις 28 -τάδε του μηνός- για να δώσει μία παράσταση στο Μέγαρο και ψάχνει ένα πιάνο για ζέσταμα λίγο πριν βγει στη σκηνή». Αυτό ήταν. Και να μην σ' τα πολυλογώ, performance, στο performance, στο [00:10:00]performance είχε φτάσει σ' ένα σημείο αυτό το πράγμα, το οποίο… Θα σου πω, ας πούμε, ξέρω 'γώ, το peak της πλάκας. Μπήκαμε σ' ένα μαγαζί, στο οποίο στον ένα όροφο είχε μόνο πιανιστικά και μπαίνει μέσα ο ένας και λέει: «Καλησπέρα σας, έρχεται ο Omar» κλπ., «Ναι -λέει αυτός- τον ξέρω, φυσικά και τον γνωρίζω», «Και θέλει ένα πιάνο για ζέσταμα». Τέλος πάντων, και αμέσως μετά ανέβαινα κι εγώ. Και με το που μπαίνω μέσα στην αίθουσα βλέπω τον ξάδερφο μου έτοιμο να λυθεί στα γέλια και ακριβώς μπροστά του ο πωλητής ο οποίος ασχολιόταν αποκλειστικά με τα πιάνο, ο οποίος μου κάνει υπόκλιση και λέει: «Καλησπέρα σας, είναι τιμή μας που σας έχουμε στο...», στα αγγλικά φυσικά. Εν τω μεταξύ, εμείς τον είχαμε κάνει αυτόν τον χαρακτήρα τόσο αλλοπρόσαλλο και αλαζόνα, αν το θες, γιατί τον σταβοκοίταξα και λίγο και του κάνω: «Χμ, χμ, οκέι», ότι ξέρεις, δεν σημαίνει για μένα τίποτα απολύτως αυτό. Το ενδιαφέρον ήτανε το part που πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι σολίστας, γιατί οκέι εντάξει, παίζω πιάνο, αλλά δεν είμαι σε καμία περίπτωση κάποιος σολίστας. Αυτός όμως είναι ιδιοφυής, που έχει έρθει να παίξει. Οπότε δεν χρειάζεται να παίξει. Και τι κάναμε λοιπόν; Εν τω μεταξύ, να σου πω ότι μιλούσαμε κανονικά λέγοντας μπούρδες. Δηλαδή γύρναγα εγώ στον ατζέντη μου και του έλεγα: «Εχμ αλα εχμ αλα αλαμπ χατ χμ χμ α αλαχαμπτ» και μιλάγαμε έτσι. Και κάποια στιγμή, λοιπόν, πάω να δω το πιάνο το οποίο είναι απλά για ζέσταμα και τίποτα άλλο, ξέρω 'γώ, και του 'χει πει ο manager φυσικά ότι: «Θέλω το καλύτερο πιάνο που έχεις, είναι για δύο λεπτά να βάλει τα χέρια του πριν παίξει στο τέτοιο». Και μακάρι να μπορούσαμε να το οπτικοποιήσουμε αυτό, γιατί είχε ενδιαφέρον ότι πήγαινα από πάνω, άπλωνα το ένα δάχτυλο, περίμενα λιγάκι και ακουμπούσα πολύ απαλά μόνο ένα πλήκτρο. Και αμέσως μετά συλλογιζόμουν αυτήν τη νότα. Έκλεινα τα μάτια μου, ανέπνεα και σε εκείνο το σημείο λέει αυτός ο πωλητής: «Πω, πω, ο άνθρωπος -λέει- ακούει πράγματα που εμείς δεν μπορούμε να τα συλλάβουμε αυτήν τη στιγμή». Και όταν το λέει αυτό, εκείνη τη στιγμή βαράω μπουνιά στο πιάνο, κάνω: «Ασαλαμ αχαμ καιχαμ νιναμ» και γυρνάει και λέει: «Είπε -λέει- αν μπορούμε -κάνει ο ατζέντης, ο Περσέας δηλαδή- είπε, ευγενικά πάντα, αν μπορούμε να κάνουμε λίγο ησυχία» και λέει αυτός: «Ναι φυσικά, φυσικά». Και εκείνη την ώρα πάει να παίξει ένας από μέσα με κιθάρα και φεύγει ο πωλητής σφαίρα και άρχισε και τους φώναζε ότι: «Βγάλτε τον σκασμό, μέσα είναι ο τάδε -ξέρω 'γώ- και παίζει». Τέλος πάντων, αυτό ήταν εν ολίγοις, εντάξει δεν έχει νόημα να αναλύσουμε άλλο τα σημεία αυτής της πλάκας, αλλά θέλω να σου πω το ότι μας άρεσε πάρα πολύ αυτό το πράγμα και μας άρεσε πολύ η αντίδραση του κόσμου. Και μας έκανε εντύπωση, ξέρεις γιατί μετά το σχολιάζαμε, το συζητούσαμε, πώς πολλές φορές οι άνθρωποι στις μέρες μας έχουνε φτάσει σ' ένα σημείο που δεν νιώθουνε πια τίποτα. Δηλαδή πώς μπορεί ο άλλος και δεν αντιδράει σε αυτό το σημείο; Πώς μπορεί ο άλλος και δεν γίνεται μέρος της πλάκας; Ακόμα, αν το θες, και να εκνευριστεί λιγάκι. Ή υποψιάζομαι εγώ ότι αν μου γινόταν κάτι τέτοιο, ακόμα μπορεί να γέλαγα κιόλας, ρε παιδί μου, αν δούλευα σ' ένα τέτοιο μαγαζί, θα έλεγα: «Καλά, τι κάνουνε τώρα; Πάνε καλά;», ας πούμε. Έβλεπες ότι ήτανε flat τα συναισθήματα. Δεν υπήρχε κάποια... Ήταν απλά οκέι, να τελειώσουν, να φύγουν, ναι, είναι ένας superstar αυτός που έχει έρθει από την Αραβία, παρόλο που απλά ακουμπούσα ένα πλήκτρο και το συλλογιζόμουνα. Αλλά αν κοιτάξεις όλα αυτά, υπάρχει το ίχνος της μαγείας μέσα σ' όλα αυτά ή της ταχυδακτυλουργίας άμα το θέλεις. Υπάρχει το στοιχείο του ότι πας να "ξεγελάσεις" κάποιον, εντός εισαγωγικών. Να τον πείσεις για κάτι, ότι αυτό συμβαίνει. Και ο πιανίστας νομίζω γι' αυτό μέχρι σήμερα πολλές φορές τον φέρνω σαν παράδειγμα σ' αυτές τις συζητήσεις, γιατί ο πιανίστας ήταν ακριβώς αυτό. Ότι πήγαμε σε μαγαζιά που είχαν ειδίκευση στο πιάνο και τους πείθαμε ότι είμαι ένα prodigy, ας πούμε, ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει ξεφύγει, ας πούμε, παρά το νεαρό της ηλικίας του και είναι ένας απ' τους κορυφαίους νέους πιανίστες στον κόσμο και το πιστεύανε στο τέλος. 

Κ.Α.:

Δεν τους το λέγατε στο τέλος ότι ήτανε πλάκα, σωστά;

Γ.Α.:

Ποτέ!

Κ.Α.:

Πώς φεύγατε από το μαγαζί;

Γ.Α.:

Συνήθως ο πιανίστας έφευγε νευριασμένος, γιατί δεν τον κάλυπτε κανένα άλλο πιάνο απ' όλα αυτά που είδε, ότι όλα ήταν χάλια. Μάλιστα, υπήρχαν και κάποια σχόλια του στυλ, δηλαδή αν ο πωλητής ήταν και αυτός λίγο αγενέστατος, φροντίζαμε και εμείς λίγο να τον προσβάλλουμε. Δηλαδή μπορεί να έλεγα εγώ στον Περσέα ή ο Περσέας όταν έκανε τον πιανίστα -γιατί αλλάζαμε μετά, ήθελε και ο άλλος να παίξει αυτόν τον ρόλο- οπότε αν εγώ έλεγα: «Ελς χαμπαμ ελς χεμ», έλεγε ο Περσέας: «Μου είπε ότι το πιάνο σας θα 'ταν πάρα πολύ καλό σε περίπτωση που θελήσει να ανάψει το τζάκι του στο σπίτι και να το χρησιμοποιήσει». Κακό, ναι το ξέρω, αλλά μερικοί αξίζαν να το ακούσουνε!

Κ.Α.:

Ουάου! Αυτήν τη θεωρείς απ' τις πιο χοντροκομμένες φάρσες;

Γ.Α.:

Όχι, χοντροκομμένη δεν τη θεωρώ. Τη θεωρώ απλά-

Κ.Α.:

Ποια είναι η πιο χοντροκομμένη;

Γ.Α.:

Κοίτα, χοντροκομμένες δεν μπορώ να σου πω, γιατί είναι μερικές που είναι πραγματικά πολύ χοντροκομμένες. Ίσως πω κάποιες off the record, απλά ο πιανίστας νομίζω ότι αντιπροσωπεύει ως επί το πλείστον αυτό που θέλαμε να κάνουμε, ας πούμε. Να αυτοσχεδιάσουμε, να δημιουργήσουμε κάτι, αν το θες, ρε παιδί μου, να σπάσουμε την καθημερινότητα και τη δικιά μας, αλλά και των ανθρώπων. Και σ' αυτό το σημείο θέλω να πω ότι δεν ξεγελιέμαι δίνοντας μία καλλιτεχνική φιλοσοφία γύρω απ' αυτό που κάναμε. Δεν είχε κάτι τέτοιο. Αλλά ίσως να είχε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Γιατί αυτή ήταν η κινητήριος δύναμη σ' εμάς, ήτανε το ότι θέλαμε να σπάμε την καθημερινότητα, θέλαμε να σπάμε αυτό το πράγμα, το οποίο μας κουράζει όλους τους ανθρώπους. Ότι κάθε μέρα πάμε στην δουλειά μας, κάνουμε την δουλειά μας, τρώμε. Θυμάσαι τι σου έλεγα πριν για το σχολείο; Αντίστοιχα, για τη δουλειά μας. Να γίνει κάτι το οποίο δεν το περίμενε κανένας, ούτε αυτοί που είχαν το μαγαζί, ούτε αυτοί που δουλεύανε, αλλά ούτε κι εμείς. Γιατί ουσιαστικά και ο Περσέας όταν έπαιρνε την πρωτοβουλία, έκανε performance και σ' εμένα, αλλά και εγώ ουσιαστικά έκανα performance στον Περσέα. Οπότε κάπως έτσι ήμασταν όλοι χαρούμενοι. Τουλάχιστον εγώ και ο Περσέας μόνο.

Κ.Α.:

Πότε ξεκίνησε αυτό με τις φάρσες;

Γ.Α.:

Αυτό με τις φάρσες έχει ξεκινήσει από πολύ μικρή ηλικία. Δηλαδή το ξεκινήσαμε από τα 10-11. Κάπου εκεί ξεκινήσαμε και κάναμε τέτοια πράγματα. Για μας γενικότερα, ειδικά με τον Περσέα, όλη μας η ζωή, ακόμα και σήμερα που έχουμε μεγαλώσει, μας γοήτευε λίγο ότι σε μία κατάσταση που έχει πολλά πρέπει, ότι σε αυτήν τη φάση που είμαστε τώρα πρέπει να είμαστε όλοι σοβαροί, πρέπει να κατέληγε να τέτοιο. Ακόμα, αν το θέλεις, και σε μια συναυλία μού 'χε συμβεί κάτι. Ήμασταν σε μία συναυλία που θα παιζόταν ένα δικό μου έργο και η συναυλία ήταν χάλια. Δεν μας άρεσε καθόλου. Ήτανε συναυλία σύγχρονης μουσικής, avant garde και όλα αυτά τα πράγματα, αλλά ήτανε μέχρι σε σημείο παρωδίας, ας πούμε. Δηλαδή ήταν κάποια πράγματα τα οποία ήτανε τόσο..., τέλος πάντων, δεν μπορώ να βρω τις λέξεις, ήτανε χάλια, τέλος πάντων. Είχε, εν τω μεταξύ, μέσα σ' αυτό το ινστιτούτο και τόσο ζέστη, είχαμε πεθάνει από τη ζέστη! Οπότε καθόμουν εγώ στη θέση μου, άκουγα. Ακούγαμε τα έργα, άκουσα και το δικό μου και τα σχετικά. Και κάποια στιγμή, όμως, βλέπω ότι έχω, νιώθω τη δόνηση απ' το κινητό ότι έχω ένα μήνυμα και κοιτάω και μου 'χει στείλει ο Περσέας -ενώ κάθεται δίπλα μου- φωτογραφία με γκριμάτσα το πώς νιώθει ακούγοντας αυτήν τη μουσική που παίζει και γενικότερα την εμπειρία της συναυλίας όλης. Και ξαφνικά, αρχίζει και μου φαίνεται αστείο και έχουμε ξεκινήσει τώρα ο ένας στέλνοντας φωτογραφίες με γκριμάτσες πώς αισθάνεται ένας άνθρωπος που ακούει αυτό το έργο αυτήν τη στιγμή. Ε, και τέλος πάντων, μας είχε πιάσει ένα απίστευτο νευρικό γέλιο. Κακώς τα λέω όλα αυτά, αλλά είναι αλήθεια, οπότε δεν έχει σημασία.

Κ.Α.:

Δεν έχει σημασία πραγματικά. Τρελό! Και ο Περσέας, αρχικά, είναι ξάδερφος;

Γ.Α.:

Είναι ξάδερφος, οι πατεράδες μας είναι αδέρφια και με τον Περσέα τα πρώτα χρόνια ήμασταν δίδυμο. Δηλαδή βγήκαμε στον χώρο σαν δίδυμο, λεγόμασταν «Arko Magic» -απ' το επώνυμό μας που είναι Αρκομάνης- και κάναμε πάρα πολλά πράγματα μαζί. Με τον Περσέα είχαμε, όταν ξεκινήσαμε, είχαμε το όραμα, αν το θες, να αλλάξουμε λίγο τα πράγματα στην ελληνική μαγεία. Να αλλάξουμε τη μορφή του μάγου που πρέπει να είναι ντε και καλά με το φράκο, να εμφανίζει περιστεράκια, κουνελάκια, να παίζει με μουσική του '80, ας πούμε, να φοράει γυαλιστερά ρούχα και όλα αυτά. Το οποίο είτε το πιστεύεις είτε όχι, ακόμα υπάρχει αυτό το πρότυπο. Και ακόμα βλέπω μικρά παιδιά -μικρά παιδιά;- νέα παιδιά, πολλές φορές μου στέλνουν, ας πούμε, υλικό και τους βλέπω να παίζουνε με τέτοιου είδους ρούχα. Και φυσικά, τους συμβουλεύω ότι παιδιά είναι κάτι το οποίο δεν σας ταιριάζει αυτό, έχει... Άλλο αν μπορείς να το εξυπηρετήσεις, αν μπορείς να το υποστηρίξεις, φυσικά. Και τα πρώτα χρόνια ασχοληθήκαμε πολύ με αυτό με τον Περσέα, να αλλάξουμε λίγο τα πράγματα. Νομίζω ότι τα καταφέραμε σε έναν μεγάλο βαθμό, γιατί από εκείνο το σημείο και μετά άρχισε να δημιουργείται μία νέα γενιά μάγων που μπορούν να παίξουνε και με διαφορετικές μουσικές. Επειδή πιθανόν τη συνέντευξή μας και αυτά που λέμε να τα ακούνε και πιο νέα παιδιά σήμερα, είναι σημαντικό να καταλάβουν ότι εκείνη την εποχή ακόμα και να βάλεις μουσική πιο hard όπως βάζαμε εμείς -δηλαδή μέχρι και metal είχαμε βάλει σε μερικά act μας-, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο όπως σήμερα που μπορούμε να το βλέπουμε και να λέμε: «Οκέι, ωραία μουσική» κλπ. Θεωρούνταν ότι..., ούτε καν πρωτοτυπία. Δηλαδή μπορεί να έβλεπες κάποιους ανθρώπους να σου λέγανε: «Γιατί το κάνει αυτό το πράγμα;», τότε. Εμείς δηλαδή εκείνα τα πρώτα χρόνια είχαμε ξεκινήσει μέχρι και prodigy βάζαμε, ας πούμε, στις παραστάσεις μας και όσο περίεργο και να σου φανεί, άρεσε και στα παιδιά. Άρεσε στα νέα παιδιά πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Οπότε τα πρώτα χρόνια ασχοληθήκαμε με τον Περσέα σαν δίδυμο παρουσιάζοντας παραστάσεις σε διάφορους χώρους. Αρχίσαμε να παρουσιάζουμε παραστάσεις σε χώρους τεχνών, όπως ήταν το «AN art», το ίδρυμα ΜΑΡΣΥΑΣ -το ίδρυμα λέω…- το εργαστήριο «ΜΑΡΣΥΑΣ», χώροι δηλαδή που μπορεί να φιλοξενούσαν μουσικές δωματίου και τέτοια πράγματα. Αλλά και γενικότερα και σε νυχτερινά μαγαζιά, σε clubs, παίζαμε οπουδήποτε και δείχναμε το δικό μας κομμάτι. Μετά, από ένα σημείο και μετά, περάσαν τα χρόνια. Με τον Περσέα αποφασίσαμε να κάνουμε διαφορετικές..., να τραβήξουμε διαφορετικές πορείες, σόλο καριέρες. Και αυτά. Και η ιστορία συνεχίζεται…

Κ.Α.:

Θα πάμε τώρα σ' ένα μεγάλο θέμα, που είναι οι παραστάσεις. Έχεις παίξει σε πάρα πολλά και διαφορετικά μέρη, περιβάλλοντα, σε πολύ διαφορετικό κοινό.

Γ.Α.:

[00:20:00]Ακριβώς!

Κ.Α.:

Λέω να ξεκινήσουμε με την αγαπημένη σου παράσταση. Τώρα αυτήν τη στιγμή ποια είναι η αγαπημένη σου παράσταση; Ποια σου έρχεται στο μυαλό;

Γ.Α.:

Μιλάς για μία παράσταση, εννοώ μία σεζόν που μπορεί να έκανα κάπου, ή μία παράσταση που μπορεί να συνέβη και να ήταν οι συνθήκες έτσι και να-

Κ.Α.:

Να συνέβη.

Γ.Α.:

Κοίταξε, είναι πάρα πολλές. Ειλικρινά, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια. Δηλαδή μπορώ να σου πω ότι οι περισσότερες παραστάσεις που έχω κάνει είναι αγαπημένες, γιατί σε κάθε παράσταση είμαι ανοιχτός και στον παράγοντα της τύχης στο τι μπορεί να συμβεί. Όπως είπες πολύ σωστά, έχω παίξει πραγματικά -δηλαδή το μυαλό μου τρέχει τώρα- μιλάμε χωρίς υπερβολή για χιλιάδες παραστάσεις. Έχει τύχει να παίξω από containers στον Πειραιά για πρόσφυγες, με τους οποίους απλά παίζαμε σε μία συνθήκη, η οποία δεν μπορούσαμε καν να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα, γιατί μπορεί να μην καταλάβαιναν ούτε αγγλικά. Είχα ένα ηχείο, το οποίο όμως δεν είχαμε κάπου να το συνδέσουμε, οπότε δεν είχα και μουσική. Δηλαδή θέλω να πω, ένα δύσκολο περιβάλλον. Μέχρι -ξέρω 'γώ- και σε παραστάσεις του εξωτερικού ή και εδώ και στην Ελλάδα, σε πολύ μεγάλους φορείς, στις οποίες όλα είναι ακριβώς όπως πρέπει. Είμαι πάντα, λοιπόν, ανοιχτός στον παράγοντα του τυχαίου. Στο ότι ποτέ, κατ' αρχήν, σε μια παράσταση..., σπάνια θα είναι τα πράγματα όπως ακριβώς τα θέλεις. Οπότε πρέπει να είσαι έτοιμος να αυτοσχεδιάσεις, να αλλάξεις λίγο τα πράγματα και να είσαι κοντά στο κοινό. Ειλικρινά, δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δεν υπάρχει μία παράσταση που να σου πω ότι: «Αυτή ήταν η αγαπημένη μου». Οι περισσότερες που κάνω είναι οι αγαπημένες μου, είτε αφορούν ένα, ας πούμε, ξέρω 'γώ, παιδικό πάρτι που μπορεί να κάνω και τα αγαπάω πάρα πολύ είτε να είναι, ξέρω 'γώ, ένα πολύ μεγάλο εταιρικό.  Υπάρχουνε, μπορώ να σου πω, όμως, ότι υπάρχουνε πολλά σημεία που θυμάμαι. Δηλαδή στιγμές υπάρχουν κάποιες οι οποίες αγαπώ πάρα πολύ ή μισώ κιόλας, που γίνανε σε παραστάσεις. Πολλές φορές, ειδικά με τα παιδιά, γιατί τα παιδιά είναι πιο αυθόρμητα στις αντιδράσεις του, στις αντιδράσεις τους -συγγνώμη-, έχω να θυμάμαι πάρα πολλές στιγμές από παιδιά που είχανε μία πολύ αυθόρμητη αντίδραση, δηλαδή το να σου εκφράσουν την αγάπη τους ή το ένα ή τ' άλλο. Και αντίστοιχα, τα πρώτα χρόνια, όταν κάνεις αυτήν τη δουλειά, το παιδικό κοινό είναι το πιο δύσκολο κατ' αρχήν, γιατί είναι αυθόρμητο, όπως σου είπα προηγουμένως, και οπότε θα εκφράσει κατευθείαν αυτό που νιώθει. Ένας μάγος, εκτός από το πρόγραμμά του, που φαντάζεται κάποιος ότι οκέι, πρέπει να βγάλεις στη σειρά μερικά ωραία μαγικά και να τα παρουσιάσεις, αυτό απέχει πάρα πολύ απ' την αλήθεια όμως. Σου παίρνει καιρό λίγο να κατασταλάξεις και να αρχίσεις να καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που λειτουργεί, τι είναι αυτό που κάνει το κοινό να ανταποκριθεί σε αυτό που κάνεις. Και είναι πάρα πολλά πράγματα και ίσως το τελευταίο είναι το μαγικό. Δηλαδή όπως και στο θέατρο, μπορεί να σου έχουν γράψει πολύ ωραία λόγια, να σου έχει πει ο σκηνοθέτης ότι θα κινηθείς έτσι, αλλά αν δεν έχεις αυτό το κάτι, που μπορεί να είναι ακόμα και ένα ένστικτο ή να έχεις μπει τόσο πολύ μέσα στον χαρακτήρα και να το υποστηρίξεις αυτό το πράγμα, έτσι συμβαίνει και στη μαγεία, λοιπόν. Τα πρώτα χρόνια συναντάς πολύ δύσκολο κοινό, ακριβώς γιατί εσύ δεν έχεις μάθει να σταθείς, να στέκεσαι μπροστά στον κόσμο. Πολλοί μάγοι, λοιπόν, χρησιμοποιούν την έκφραση ότι «Το κοινό δεν ήταν καλό σήμερα», ας πούμε, το οποίο δεν ισχύει αυτό. Ναι, σίγουρα θα συναντήσεις κάποιους θεατές, οι οποίοι θέλουν λίγο παραπάνω ζέσταμα ή μία διαφορετική προσέγγιση, αλλά δεν ισχύει η έκφραση ότι «Το κοινό δεν ήταν καλό». Ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις ότι εσύ δεν έκανες κάτι καλά.  Λοιπόν, στη μαγεία τώρα. Συνήθως μου 'ρχεται μία ανάμνηση η οποία είναι λίγο περίεργη. Πριν λίγα χρόνια, με είχε πάρει ένας φίλος μου τηλέφωνο και μου είχε πει για ένα κοριτσάκι το οποίο είναι σ' ένα νοσοκομείο. Και ότι δεν είναι στα καλά της, είναι στα τελευταία της, είναι πολύ μικρή σε ηλικία. Και ότι εξέφρασε σαν επιθυμία ότι θέλει να δει έναν μάγο. Μου λέει: «Μπορείς να πας;», «Φυσικά -του λέω- δεν το συζητάμε. Θα πάω». Μόλις έφτασα, λοιπόν, στο νοσοκομείο, ήτανε οι γονείς πολύ χαρούμενοι, γιατί μου είπαν ότι τελικά βρήκανε τι έχει, γιατί δεν μπορούσαν οι γιατροί να βρούνε τι ακριβώς είναι αυτό, η ασθένεια που έχει το παιδί. Οπότε μια χαρά. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όταν είμαι με παιδιά, γιατί πηγαίνω πολύ συχνά σε παιδιά που έχουνε κάποια προβλήματα, είναι άρρωστα, οτιδήποτε, το τελευταίο πράγμα που κάνω είναι να τους δείξω ότι τα λυπάμαι ή ότι είναι κάτι. Τους συμπεριφέρομαι, και έτσι είναι η πραγματικότητα, όπως συμπεριφέρομαι σε όλα τα παιδιά. Τέλος πάντων, οπότε της έκανα ένα prive show, αν το θέλεις. Ήταν πολύ χαρούμενοι οι γονείς, περάσαμε πολύ όμορφα, το κοριτσάκι ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένο και έφυγα. Περνάει κάνα εξάμηνο, κάνα οκτάμηνο -δεν θυμάμαι- και μιλάω με αυτόν τον φίλο μου στο τηλέφωνο, τον Κώστα, του λέω: «Κώστα, τι γίνεται -του λέω- ρε συ το κοριτσάκι εκείνο;». Μου λέει: «Δεν τα 'μαθες; Είχανε κάνει λάθος οι γιατροί και πέθανε -λέει- την άλλη μέρα». Και συγκλονίστηκα. Και μιλάμε μου κοπήκανε…, δηλαδή μέχρι και σήμερα όταν τη σκέφτομαι αυτήν την ιστορία, συγκλονίζομαι γιατί… Τι να σου πω τώρα; Καμία φορά μπορεί να είσαι το τελευταίο πράγμα που θα δει ένας άνθρωπος. Πρέπει αυτό που κάνεις να το κάνεις τέλεια, όσο είναι δυνατόν. Και πρέπει πέρα απ' το να το κάνεις τέλεια ή όχι, να δίνεις την ψυχή σου. Γιατί για ένα κορίτσι ήμουν η τελευταία του επιθυμία.  Αυτή είναι δηλαδή ίσως η πρώτη ιστορία που μου 'ρχεται στο μυαλό, όταν μου λέει κάποιος: «Θυμάσαι μία ιστορία;», μου 'ρχεται αυτό το κορίτσι στο μυαλό. Από εκεί και πέρα, από πολύ όμορφες αναμνήσεις, από πολύ ωραίους διαλόγους με παιδιά, από πολλή αγάπη… Είναι γεμάτη η ιστορία πραγματικά. Όπως και αντίστοιχα, από ένα, δύο, τρία περιστατικά τα οποία με ταρακουνήσανε λίγο. Που έπρεπε να σκεφτείς ότι πρέπει να βρω έναν τρόπο να διαχειρίζομαι αυτές τις καταστάσεις όλες, γιατί ξέρεις στον χώρο μας…, η δουλειά του μάγου είναι περίεργη. Γιατί στέκεσαι -άμα κάνουμε ένα zoom out και τη δούμε λίγο ρεαλιστικά τη δουλειά- στέκεσαι μπροστά από τον κόσμο και πρέπει να κάνεις κάτι το οποίο δεν θα καταλάβουν πώς γίνεται. Αν το σκέφτεσαι φυσικά, έτσι δεν το σκέφτομαι ποτέ στις παραστάσεις, είναι αρκετά αγχωτικό. Δεν το σκέφτεσαι έτσι ποτέ στις παραστάσεις. Μερικοί άνθρωποι, όμως, το βλέπουν λίγο ανταγωνιστικά αυτό το πράγμα, οπότε υπάρχουν κάποιοι θεατές, οι οποίοι νομίζουν ότι πρέπει, ρε παιδί μου, να σου αποδείξουν ότι: «Εγώ κατάλαβα πως γίνεται αυτό το μαγικό!». Και κάποιοι άνθρωποι που μπορεί να γίνουν και πολύ ανταγωνιστικοί κιόλας. Είναι οι λεγόμενοι hecklers, όπως λέμε κι εμείς. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιούν και οι stand-up comedians πολύ συχνά.  Heckler είναι ένας άνθρωπος ο οποίος θέλει ουσιαστικά να σου χαλάσει αυτό που κάνεις είτε με το να σε πειράξει είτε είναι με το οτιδήποτε άλλο. Κυρίως όμως έχει να κάνει με ενόχληση. Οπότε τον πρώτο καιρό δεν έχεις την εμπειρία πώς να το διαχειριστεί. Και μπορώ να σου πω ότι υπάρχουνε κάποιοι συνάδελφοι οι οποίοι τα έχουν παρατήσει και γι' αυτόν τον λόγο, επειδή ποτέ δεν βρήκανε τον τρόπο να διαχειριστούν αυτού του είδους τις καταστάσεις. Για μένα έχει να κάνει με τη ζωή γενικότερα. Δηλαδή θα σου έλεγα ότι ένας που κάνει heckling μπορεί να είναι ένας αντίστοιχα που κάνει bullying στο σχολείο ή στη ζωή ή ένα αφεντικό που νομίζει ότι μπορεί να προσβάλλει του υπαλλήλους του ή οτιδήποτε. Για μένα, λοιπόν, απ' την αρχή όταν το σκεφτόμουνα και το ανέλυα, έπρεπε να βρώ έναν τρόπο, όχι να διαχειρίζομαι αυτούς τους ανθρώπους, απλά να βρω έναν τρόπο να καταλαβαίνει ο άλλος ότι δεν μπορεί να πάει εκεί πέρα. Και αυτό γίνεται με πάρα πολλούς τρόπους, αρκεί να... Εντάξει, δεν θα αναλύσουμε τώρα το heckilng πώς αντιμετωπίζεται, αλλά μιας και είναι σημαντικό, όπως σου ξαναλέω, σε περίπτωση που μας ακούει ένα νέο παιδί, είναι να περνάς την αύρα στον άλλον ότι ξέρεις πολύ καλά τι είναι αυτό που κάνεις και ότι δεν πολυανέχεσαι, χωρίς όμως να φτάσεις στο όριο του αλαζόνα ή οτιδήποτε. Ότι αυτό που κάνεις είσαι εκεί πέρα για να το προσφέρεις στον άλλον, για να το μοιραστείς μαζί του και όχι για να του δείξεις πόσο καλός είσαι. Αλλά απ' την άλλη όμως, δεν ανέχεσαι και βλακείες συμπεριφορές απέναντί σου. Αν βρεις, λοιπόν, αυτήν τη μικρή τη συνταγή, πια δηλαδή δεν θυμάμαι να συμβαίνει πολύ συχνά. Και ακόμα, δηλαδή αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και όταν αντιμετωπίζω μία τέτοια κατάσταση, έχω τον τρόπο να τον πάρω αυτόν τον άνθρωπο και να τον πάω αλλού.

Κ.Α.:

Ποιος ήτανε ο πιο δύσκολος heckler;

Γ.Α.:

Πιο δύσκολος heckler... Ευτυχώς, αυτό… Και με κάνεις να σκέφτομαι ότι εντάξει, τα 'χω κάνει καλά μέχρι στιγμής στην καριέρα μου. Ας πούμε, είδες προηγουμένως δεν μπορούσα να σου πω μία συγκεκριμένη στιγμή όμορφη, έχω όμως να σου πω πολλές συγκεκριμένες στιγμές άσχημες. Ο χειρότερος heckler που 'χω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου ήταν ένα παιδάκι πριν πάρα πάρα πολλά χρόνια στα ξεκινήματά μου, σ' ένα παιδικό πάρτι, το οποίο φυσικά δεν έφταιγε το παιδάκι, φταίγανε οι γονείς του, αλλά είναι ό,τι χειρότερο έχω αντιμετωπίσει ποτέ στη ζωή μου. Και ένας άνθρωπος στην Κύπρο που είχα συναντήσει.

Κ.Α.:

Τι ακριβώς κάνανε;

Γ.Α.:

Αυτοί οι δύο. Λοιπόν, εγώ όπως είπαμε ήμουνα στα ξεκινήματά μου και είναι καλό να ξέρεις ότι πάντα, ακόμα και σήμερα, και γι΄ αυτό αγαπάω πάρα πολύ τα παιδικά πάρτι, γιατί τα παιδικά πάρτι με κάνουν πάρα πολύ να σκέφτομαι και μετά από κάθε πάρτι σκέφτομαι τα πάντα και κυρίως ψάχνω όλα αυτά τα μικρά πράγματα που θα ήθελα να είναι αλλιώς. Και αρχίζω και σκέφτομαι τι έπρεπε να κάνω εκεί, εκεί έπρεπε να κάνεις αυτό, έπρεπε να κάνεις το άλλο και αυτά είναι που με κάνουν καλύτερο στο τέλος της ημέρας.  Λοιπόν, σε αυτό το παιδικό πάρτι, ήτανε νομίζω στη Νέα Ερυθραία, κάπου εκεί πέρα, είχα πάει και ήτανε κάποια μικρά παιδιά και αυτό το μικρό παιδάκι, το οποίο απ' την αρχή κατάλαβα ότι έχει πάρα πολλή ένταση σαν παιδί. Δηλαδή πριν καν ετοιμάσω τα πράγματά μου ερχόταν συνέχεια και μου 'λεγε: «Θα σηκώνετε μόνο εμένα. Μόνο εμένα. Δεν θέλω οι υπόλοιποι να σηκωθούνε». Αυτό που του έκανα είναι ότι τον έπιασα λίγο παραπέρα και του λέω: «Άκουσε να δεις. Θέλεις αύριο να λένε στο σχολείο σου ότι δεν τους άρεσε το πάρτι σου; Άσε με να κάνω τη δουλειά μου και θα δεις ότι κι εσύ θα σηκωθείς κι εσύ θα φανείς, όπως πρέπει να φανείς, σαν πολύ καλός οικοδεσπότης στα παιδιά και τα παιδιά αύριο θα λένε ότι πήγαν σ' ένα πολύ ωραίο πάρτι. Εάν σηκώνω μόνο εσένα -του λέω- δεν θα το πουν αυτό!».  Γενικότερα, μιλάω πάρα πολύ στα παιδιά, με ενδιαφέρουν πολύ τα παιδιά και πιστεύω ότι έχουμε χρέος τα παιδιά να τα μορφώνουμε χωρίς να τα αντιμετωπίζουμε λες και είναι χαζά, ότι: «Ναι, θα σηκώνω κι εσένα, αλλά…». Του είπα ακριβώς: «Θες αύριο να λένε στο σχολείο ότι το πάρτι σου ήταν χάλια; Δεν θες. Άσε με να το κάνω να 'ναι ωραίο». Και κάποια στιγμή αυτό το παιδί ήταν πολύ δραστήριο. Πήγαινε στα παιδιά, τα χαστούκιζε. Και κάποια στιγμή το βλέπω, πάει σ' ένα κοριτσάκι, της μιλάει πάρα πολύ άσχημα, χρησιμοποίησε μία βρισιά στο παιδάκι, σ' ένα κοριτσάκι, της το ΄πε και της βαράει ένα χαστούκι. Και πάω δίπλα του και του πιάνω το χέρι και του λέω: «Αυτό δεν θα το ξανακάνεις, δεν θα ξαναχτυπήσεις κανένα παιδί. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να χτυπάς...». Το χτύπησε άσχημα, είναι σημαντικό να το καταλάβεις αυτό, όχι... Του λέω: «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να σηκώνεις το χέρι σου σε κανέναν». [00:30:00]Και μου τραβάει το χέρι και μου λέει: «Θα βαράω όποιον θέλω! Αν θέλω θα βαράω κι εσένα, γιατί σε πληρώνω». Εγώ φυσικά όταν μου το 'πε αυτό, γέλασα και του λέω: «Άκουσε να δεις, εννοείται πως δεν με πληρώνεις -του λέω- εσύ και εννοείται πως και να με πλήρωνες δεν θα με έκανες ό,τι ήθελες. Και αν δεν κάτσεις ήρεμα, δεν πρόκειται να σηκωθείς ποτέ. Δεν ξέρω -του λέω- τι ακριβώς κάνεις με τους γονείς σου, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι σ' εμένα δεν περνάνε αυτά τα πράγματα. Οπότε εάν είναι να συνεχίσεις έτσι, πήγαινε πάνω, κάτσε με τους γονείς σου -γιατί οι γονείς του βρισκόντουσαν στον πάνω όροφο- γιατί εγώ -του λέω- θέλω να κάνω τα παιδιά να χαμογελάσουν εδώ πέρα. Οπότε αν δεν σ' αρέσει, μπορείς πολύ απλά να φύγεις». Και συνεχίζει το παιδάκι, μου λέει: «Θα φύγω, αλλά θα πω στους γονείς μου ότι με χτύπησες». Και γυρνάω και του κάνω κατευθείαν, τον χτυπάω ελαφριά στον ώμο και του λέω: «Καλή τύχη! Πήγαινε πες τους το -του λέω-, δεν με ενδιαφέρει καθόλου!».  Και γυρνάω και κάνω το πρόγραμμά μου. Αυτό το παιδάκι έλειψε για 3-4 λεπτά και είναι τα μοναδικά 3-4 λεπτά που έγινε το πρόγραμμα κανονικά. Κατεβαίνει αμέσως μετά με τον πατέρα του. Ο πατέρας του είχε ένα ύφος και ένα στυλ ότι: «Τώρα θα σου δείξω πώς γίνονται οι δουλειές σωστά με τον μάγο». Και κάθονται πίσω πίσω και ο πατέρας του από πάνω, σηκώνει το χέρι του και μου δείχνει το παιδί του κάνοντάς μου νόημα: «Σήκωσε τον» και ακριβώς λέει με τα χέρια του: «Τώρα». Αυτό το νόημα. Γυρνάω, του κάνω με το δάχτυλο ότι: «Όχι -του λέω- δεν τον σηκώνω» και συνεχίζω το πρόγραμμά μου. Επιμένει και μου το κάνει 2-3 φορές πιο έντονα και μου λέει: «Τώρα!» και τον γράφω κανονικότατα τον πατέρα και συνεχίζω το πρόγραμμα.  Πάει πάνω, λοιπόν, ο μπαμπάς και το παιδάκι συνεχίζει. Και κάποια στιγμή πάει -είχα ένα τραπέζι πίσω- και πάει και πατάει μια κλωτσιά στο τραπέζι και μου το σπάει. Σου λέω για πολύ έντονες καταστάσεις, όχι… τέτοιο. Τότε λοιπόν, τελείωσα το πρόγραμμα όπως όπως, ο Θεός δηλαδή να το βαφτίσει πρόγραμμα αυτό το πράγμα που έκανα, και αμέσως μετά ανεβαίνω πάνω. Ήμουνα πάρα πολύ φορτισμένος. Ήμουνα νευριασμένος, δηλαδή δεν το είχα ελέγξει πάρα πολύ. Και ανεβαίνω πάνω και μου λέει η μάνα, η οποία ζούσε σε άλλο κόσμο μάλλον: «Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ήταν εκπληκτικό -λέει- το πρόγραμμά σας, περάσαν πάρα πολύ ωραία τα παιδιά!». Και γυρνάω και της λέω: «Κοιτάχτε. Το πρόγραμμά μου δεν ήταν εκπληκτικό, γιατί δεν πραγματοποιήθηκε κάποιο πρόγραμμα κάτω. Δεν μ' άφησε το παιδί σας και ούτε ο σύζυγός σας -λέω- να κάνουμε πρόγραμμα και δεν ήταν καταπληκτικό». «Α -μου λέει- γιατί;», λέω πολύ απλά: «Γιατί το παιδί σας είναι πάρα πολύ κακομαθημένο. Έχει πρόβλημα το παιδί και πρέπει πραγματικά να το δείτε, γιατί είναι μικρό ακόμα και είναι κρίμα να κάνετε κακό σ' αυτό το παιδί. Ξέρω -της λέω- ότι δεν είναι αυτό που θέλατε να ακούσετε, αλλά το παιδί έχει πρόβλημα και πρέπει να το δείτε τώρα που είναι έγκαιρα». Μου λέει -η μάνα σου λέω ήταν σε άλλο κόσμο- γυρνάει και μου κάνει: «Ωραία, θα σας ξαναχρειαστούμε» και λέω «Όχι, και να με φωνάξετε δεν θα ξανάρθω σπίτι σας. Δεν θέλω να ξανάρθω». Αυτά, πληρώθηκα και έφυγα. Αυτό φυσικά είχε γίνει, πρέπει να 'μουνα τότε 2-3 χρονών μάγος. Ήμουν δηλαδή ακόμα, ξέρεις, κι εγώ δεν είχα την εμπειρία. Βέβαια, σήμερα πια που την έχω την εμπειρία και δεν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά και να μην έχεις την εμπειρία, είναι αυτό που σου έλεγα προηγουμένως, δεν σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να σου φέρεται έτσι. Και αυτό είναι που προσπαθώ να περάσω στα νέα παιδιά σήμερα, όταν τους μιλάω, γιατί νιώθω πραγματικά πολύ μεγάλη υποχρέωση στα παιδιά. Δεν έχει κανένας δικαίωμα να σου φέρεται άσχημα, δεν έχει κανένας δικαίωμα να σου μιλάει έτσι. Οπότε εκεί κάπου βρίσκω, δηλαδή από τη μία, αυτό το πάρτι έγινε για μένα ένα μάθημα να κάτσω να σκεφτώ πράγματα, να δω τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει. Μήπως έπρεπε να διακόψεις πιο πριν και να πήγαινες στους γονείς και να έλεγες: «Με συγχωρείτε, υπάρχει κάποιο πρόβλημα». Πέραν τούτου, όμως, δίνω μία δικαιολογία στον εαυτό μου ότι είναι κάτι το οποίο δεν το έχεις ξανασυναντήσει από τότε, δεν έχει ξανασυμβεί. Δεν είναι μόνο η εμπειρία σου, είναι και ότι όντως η οικογένεια, το παιδάκι που μακάρι, ας πούμε, να το 'χουν περάσει αυτό σαν οικογένεια, το πρόβλημα, το οποίο δεν το 'χε το παιδί, το 'χαν οι γονείς και του το μετέδωσαν. Οπότε ήθελα να σου πω ότι για μένα ήτανε μία μεγάλη ευθύνη.  Όπως σου έλεγα προηγουμένως ότι με τον Περσέα είχαμε την ανάγκη -και την έχω ακόμα αυτήν την ανάγκη- την καλλιτεχνική, να εκφράσουμε κάτι κοινωνικά ότι η μαγεία δεν είναι απλά ένα τρικ, ότι κοιτάχτε, «Α, πώς ο μάγος εξαφάνισε αυτό το αντικείμενο». Είχαμε, επίσης, πάρα πολύ έντονη την ανάγκη να βγάλουμε τα ζώα απ' τη μαγεία, να σταματήσουν οι μάγοι να χρησιμοποιούν ζώα και στη μαγεία, γιατί τα αγαπάω πάρα πολύ και τα σέβομαι κυρίως. Και τρίτον, πια, τα τελευταία χρόνια, μου έχει γυρίσει μία πατρική, αν το θέλεις, ανάγκη, το ότι επειδή έβλεπα ότι τα παιδιά με ακούνε πάρα πολύ, δηλαδή όπου παίζω τα παιδιά ακούνε πάρα πολύ και πολλές φορές σημαίνει κάτι γι' αυτούς. Και έχουνε γίνει πάρα πολλά περιστατικά κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που μπορεί να έχω δει, ας πούμε, ότι έχω επηρεάσει λίγο παραπάνω απ' ό,τι περίμενα. Μία φορά, ας πούμε, πριν λίγα χρόνια, μου είχε στείλει ένα παιδί, εικοσάχρονο, είκοσι ενός χρονών, -δεν θυμάμαι πόσο ήτανε- ένα μήνυμα και μου λέει: «Καλησπέρα σας, κύριε Tristan, είμαι ο τάδε, είμαι νέος μάγος -το ένα, τ΄ άλλο- και θα ήθελα οπωσδήποτε να σας συναντήσω. Μένω Κρήτη, αν θα 'ρθω Αθήνα κάποια στιγμή, θα ήθελα να σας συναντήσω». Του απάντησα: «Βεβαίως, με μεγάλη μου χαρά. Ό,τι χρειαστείς κι εσύ κάποια στιγμή, θα είμαι κοντά σου». Και μία φορά, λοιπόν, έχει έρθει στην Αθήνα, μου στέλνει το μήνυμα. Εγώ, όμως, είχα πάρα πολλή δουλειά και δεν προλάβαινα να τον συναντήσω και του λέω: «Δυστυχώς, αγαπητέ φίλε, δεν μπορώ να συναντηθούμε. Έχω πάρα πολλή δουλειά». Και επικοινωνούσαμε κατά καιρούς με μηνύματα, πολύ σποραδικά, και μου γράφει κάποια στιγμή, μου λέει: «Θέλω πάρα πολύ να σας γνωρίσω, γιατί εσείς ήσασταν η αιτία που ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μαγεία». «Α» -του λέω- χαίρομαι πάρα πολύ, να 'σαι καλά». Και μου λέει: «Όχι, δεν καταλάβατε. Σας είχα δει σε μία παράσταση, όταν ήμουνα παιδί, και από τότε είπα στη μητέρα μου ότι θέλω να γίνω μάγος. Και τότε αγόρασα ένα μαγικό σετ και κάπως έτσι, άρχισα να ασχολούμαι με τα μαγικά και ασχολούμαι με τη μαγεία μέχρι σήμερα».  Οπότε θέλω να σου πω ότι όταν άρχισα να βλέπω τέτοια περιστατικά, άρχισα να καταλαβαίνω κι εγώ τη δύναμη... Τη δύναμη; Όχι, δεν μ' αρέσει αυτή η έκφραση. Την επίδραση μάλλον, που μπορεί να έχεις απέναντι στα παιδιά. Αυτή, λοιπόν, η επίδραση για μένα είναι ίσως πια το μεγαλύτερο νόημα που κάνω αυτό που κάνω. Αν μπορώ δηλαδή να επηρεάσω τα παιδιά με τον οποιοδήποτε τρόπο χωρίς να γίνει -αν το θέλεις- διδαχισμός ή οτιδήποτε τέτοιο παρεμφερή, αυτό είναι ένα νόημα για μένα που κάνω ακόμα αυτό που κάνω.

Κ.Α.:

Υπάρχει και μια ιστορία σ' έναν γάμο μ' έναν heckler.

Γ.Α.:

Θύμισέ μου.

Κ.Α.:

Αφρικάνικης καταγωγής;

Γ.Α.:

Α, ναι, ναι, ναι, κατάλαβα. Ναι, αυτή η ιστορία καμία φορά, πια με τα χρόνια, όπως σου είπα προηγουμένως για μένα είναι πολύ σημαντικό τον heckler να τον -κατευθείαν, με διάφορες μεθόδους και κυρίως με την ευγένεια, άμα το θέλεις-, να τον κάνεις φίλο σου. Μερικές φορές αυτό, όμως, δεν συμβαίνει και μπορεί ο heckler να σε οδηγήσει σ' ένα σημείο που είναι fight or flight, αν γνωρίζεις αυτήν την έκφραση. Και εγώ σαν χαρακτήρας, άμα το θέλεις πια, μπορεί πιο πιτσιρικάς να ακολουθούσα πολύ συχνά το fight, γιατί μου άρεσε και η πρόκληση λιγάκι, μου άρεσε να τον βάλεις στη θέση του τον άλλον. Πια δεν ισχύει, δεν με ενδιαφέρει καθόλου, δηλαδή θα προτιμούσα να πω, αν κάποιος πάει να με προκαλέσει, «Να ΄σαι καλά. Καλό βραδύ! Ευχαριστώ πάρα πολύ» και να τον αφήσω.  Ήμουνα, λοιπόν, τότε, παντρευότανε ένας πρίγκιπας απ' την Αφρική και μ' είχε φωνάξει να του κάνω ένα show εδώ πέρα στην Αθήνα. Και είχα ξεκινήσει, αυτό ήτανε το λεγόμενο «close up», δηλαδή δεν είναι σε μία σκηνή το show, εσύ πλησιάζεις, είναι αυτή η μορφή performance που εσύ πλησιάζεις τον κόσμο και τους κάνεις μαγικά από κοντινή απόσταση. Και όλοι ήταν ενθουσιασμένοι, τους άρεσε. Και κάποια στιγμή, μου λέει ένας ότι: «Πρέπει να πας να τα κάνεις αυτά τα μαγικά σε κάποιον» και με οδήγησε σ' έναν ο οποίος πρέπει -ακόμα και σήμερα δεν ξέρω- να ήταν ο μπαμπάς του γαμπρού, δηλαδή ο βασιλιάς. Αυτός είχε απ' την αρχή ένα ύφος ότι: «Έχω δει τα πάντα στη ζωή μου και δεν με συγκινούν» και είχε ένα υποτιμητικό βλέμμα απέναντί μου. Οπότε κάποια στιγμή τού είπαν, στα αφρικανικά προφανώς, ότι: «Είναι ο μάγος, κάνει καταπληκτικά πράγματα. Πρέπει να τον δεις».  Αυτός, λοιπόν, δεν με κοίταζε καν στα μάτια. Κοιτούσε στα πλάγια και έγνεψε σε φάση ότι: «Δεν με ενδιαφέρει καθόλου» και μου πιάνει το μανίκι και μου το κουνάει υποτιμητικά σαν να λέει ότι: «Όλα από κει γίνονται», ρε παιδί μου. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να σου πω το ότι έχω παρατηρήσει το εξής, γιατί εμένα μ' αρέσει πάρα πολύ και η ψυχολογία της μαγείας και γενικότερα μ' αρέσει το να αναλύω τι συμβαίνει στους θεατές και κοινωνικά και σαν ομάδες, αλλά και σαν ατομικότητες. Κάτι που έχω παρατηρήσει είναι ότι όταν κάποιος είναι σίγουρος για κάτι, ότι ξέρει πώς συμβαίνει, είναι αυτός που είναι πιο εύκολο να τον διαχειριστείς και να τον κάνεις ό,τι θέλεις. Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, αλλά πάντα όταν κάποιος με ξεκινάει στο ότι: «Εγώ, φίλε μου, να ξέρεις ότι ξέρω τα μαγικά. Ξέρω οι μάγοι τι κάνουνε», ξέρω ότι η αντίληψή του είναι σ' ένα σημείο που μπορείς να τη διαχειριστείς πανεύκολα και να τον κάνεις ό,τι θέλεις.  Τέλος πάντων, και στην αρχή τού έκανα ένα μαγικό εκεί πέρα. Αυτός δεν είχε ενθουσιαστεί καθόλου και παρατήρησα, λοιπόν, ότι το κοινό το υπόλοιπο, που είχε ενθουσιαστεί όλη την υπόλοιπη ώρα, άρχισε να πέφτει. Και έβλεπα στα μάτια τους ότι σκεφτόντουσαν σχεδόν: «Λες να έχει δίκιο;», ας πούμε. Γιατί αυτόν τον είχανε, ξέρεις, πολύ ψηλά στην υπόληψή τους. Μπορεί να ήταν ο σοφός, ας πούμε, της παρέας. Και εκεί είναι το σημείο που γύρισα και είπα ότι δυστυχώς, πρέπει να περάσουμε στο fight πλάνο και του έκανα ένα πολύ γρήγορο heckling μαγικό, που ουσιαστικά τον καθοδηγούσα, ας πούμε, να κοιτάει όπου θέλω, ενώ οι υπόλοιποι βλέπανε ότι αλλού γινόταν το μαγικό, οπότε αρχίσαν να γελάνε μαζί του και να κάνουν τέτοια πράγματα. Του 'κανα ένα πολύ ωραίο μαγικό και στο τέλος, μόλις ολοκληρώθηκε το μαγικό, όλοι ενθουσιάστηκαν, άρχισαν να χειροκροτάνε και άρχισαν να τον προσβάλλουνε μάλλον, γιατί του φωνάζανε και αυτός είχε σκύψει το κεφάλι. Και εκεί είναι το σημείο, λοιπόν, που πήγα από πάνω του και τον έπιασα αγκαλιά και είπα: «Δώστε ένα πολύ θερμό χειροκρότημα στον φίλο μας για τη βοήθεια του, σας ευχαριστώ πάρα πολύ». Και του 'δωσαν ένα χειροκρότημα. Δηλαδή ακόμα κι εκεί ότι πρέπει να μαλακώσεις λιγάκι την αντίδραση. Φεύγοντας δεν θέλεις να αφήσεις μία αρνητική ανάμνηση στον θεατή. Καμία φορά μπορεί να συμβεί, αλλά τουλάχιστον όσο περνάει απ' το χέρι σου, δεν πρέπει να γίνει αυτό το πράγμα. 

Κ.Α.:

Τι μαγικό τού έκανες;

Γ.Α.:

Του έκανα ένα μαγικό το οποίο ουσιαστικά ήταν μ' ένα κέρμα, του οποίου συμβαίνανε διάφορα πράγματα. Ήταν και λίγο αυτοσχεδιαστικό, δηλαδή εξαφάνιζα το κέρμα, το εμφάνιζα, μετά το εμφάνιζα στον ώμο του, τον έκανα να κοιτάει σ' ένα σημείο που δεν υπήρχε το κέρμα, αλλά αυτός νόμιζε ότι εκεί πέρα είναι το κέρμα, αλλά οι άλλοι βλέπανε ότι το 'χα πάρει. Και στο τέλος, μ' έναν μαγικό τρόπο του μεγέθυνα το κέρμα και το 'κανα δέκα φορές μεγαλύτερο και το πέταξα μπροστά του. 

Κ.Α.:

Ουάου! Υπάρχει μία παράσταση ακόμα που είχες κάνει σε κάποια κρουαζιέρα, σε κάποιο πλοίο;

Γ.Α.:

Μάλλον αναφέρεσαι στον διάδοχο, στον πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας, αν δεν κάνω λάθος.

Κ.Α.:

Ναι, ναι, ναι!

Γ.Α.:

[00:40:00]Λοιπόν, αυτό ήτανε μία τρομερή εμπειρία στη ζωή μου. Με είχαν, ήμουνα περίπου είκοσι κάτι μέρες στο γιοτ του πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας, του διάδοχου. Και ουσιαστικά εκεί πέρα, όσο περίεργο και να σου φανεί, έκανα δύο μόνο παραστάσεις, οι οποίες η μία ήταν ένα τέταρτο και η άλλη δέκα λεπτά. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο ήτανε διακοπές, εξάσκηση και τέτοια πράγματα. Δυστυχώς, γι' αυτό είμαι λίγο δεσμευμένος. Είμαι -εννοώ- νομικά δεσμευμένος ότι δεν μπορώ να μιλήσω πάρα πολύ γι' αυτά τα πράγματα, για το τι γινόταν μέσα, πώς περνάγαμε, αλλά ήταν μία εξαιρετική εμπειρία. Και μου 'κανε μεγάλη εντύπωση, γιατί με φώναξε την πρώτη φορά ο πρίγκιπας, -ήτανε αργά, ήτανε 01:00 η ώρα το βράδυ νομίζω- και με φώναξε, ήθελαν να δουν ένα μικρό show. Ήταν ευγενέστατοι, ήτανε πάρα πολύ οι συνθήκες…, είχανε πάρα πολύ την έννοια του σεβασμού, ότι μπήκε ένας performer τώρα, όλοι ησυχία. Δεν μιλάει κανένας. Μάλιστα, σχεδόν σαν ταινία με το που μπήκα μέσα, κατέβασε το δάχτυλό του και εκείνη τη στιγμή έκλεισε η μουσική αυτόματα, λες και ήταν σκηνοθετημένο σε μία ταινία.  Ξετρελάθηκε ο πρίγκιπας, του άρεσε πάρα πολύ. Μάλιστα, την επόμενη μέρα με φώναξε πάνω και μου είπε ότι ήθελε να του μάθω ένα μαγικό να κάνει. Του έμαθα ένα μαγικό και μου κάνει: «Γίνεται να μου μάθεις εκείνο που έκανες χθες;». Και του λέω: «Δυστυχώς, δεν γίνεται να σας μάθω αυτό που έκανα χθες». Και μου λέει: «Οκέι, εντάξει, δεν πειράζει, το καταλαβαίνω». Αλλά ήτανε τρομερή η εμπειρία, ήταν πάρα πολύ... εμπειρία, γιατί ταξιδέψαμε μέχρι τη Σαουδική Αραβία, περάσαμε Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία. Απίστευτη εμπειρία, 23 μέρες δεν ήξερα που ήμασταν, καθόλου. Ήτανε σχεδόν σαν να ήσουνα σε μία ταινία. Ήσουνα στη μέση του πουθενά. Απόλαυσα κάθε σημείο αυτής της εμπειρίας, γιατί γνώρισα καταπληκτικούς ανθρώπους, ναυτικούς, έναν καταπληκτικό σεφ. Δηλαδή για μένα πέρα απ' το performance το κομμάτι, ήτανε καταπληκτική η εμπειρία, γιατί γνώρισα απίστευτους ανθρώπους με τρομερές ιστορίες από πίσω, οι οποίοι ήτανε ανοιχτοί στο να σου πουν τις ιστορίες τους. Τους έκανα φυσικά κι εγώ μαγικά. Τους άρεσαν! Οπότε ξέρεις... Η μαγεία για μένα είναι ένα κλειδί που μου 'χει ανοίξει πάρα πολλές πόρτες και επειδή ο περισσότερος κόσμος, όταν του παρουσιάζω τη μαγεία μου, νιώθει κατευθείαν την αγάπη και τη διαφορετικότητα -θέλω να πιστεύω- αυτής της μαγείας που νομίζω έχω έναν τρόπο να ξεκλειδώνω τους ανθρώπους και πολλές φορές το παίρνω κατευθείαν αυτό, δεκαπλάσια πίσω. Γιατί είναι τόσο απλό, ξέρεις, καμιά φορά ακούγεται χαζορομαντικό, είναι η ζωή μου η μαγεία. Η μουσική, η μαγεία είναι η ζωή μου. Οπότε δεν δείχνω κάτι λιγότερο στον θεατή απ' τη ζωή μου και νομίζω ότι οι περισσότεροι το καταλαβαίνουν αυτό το πράγμα.

Κ.Α.:

Πού σε βρήκαν ή πού τους βρήκες αυτούς τους πρίγκιπες της Αραβίας, της Αφρικής; 

Γ.Α.:

Κοίτα, στα τόσα χρόνια έχω παίξει σε πάρα πολύ κόσμο, έχω παίξει σε πάρα πολλές μεγάλες εταιρίες, έχω παίξει σε μεγάλα θέατρα, στο εξωτερικό έχω παίξει πάρα πολύ. Οπότε γενικότερα με γνωρίζουν, με γνωρίζει ο κόσμος. Οπότε είτε… Δηλαδή, ας πούμε, και πολλοί άνθρωποι που έρχονται απ' το εξωτερικό, δηλαδή μία δουλειά που κάνω πάρα πολύ, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, είναι ότι παίζω σε ζευγάρια που έρχονται στα νησιά, στη Σαντορίνη, στη Μύκονο, με φωνάζουνε και πηγαίνω και τους κάνω prive παραστάσεις. Οπότε είτε μέσω... με γνωρίζουνε είτε μέσω στόματος είτε οτιδήποτε. Ή μπορεί κάποιος, ας πούμε, απλά να ψάχνει έναν μάγο στην Ελλάδα, να μπει, να ψάξει, να με βρει και να επικοινωνήσει μαζί μου. 

Γ.Α.:

Αυτό, και χαίρομαι σου λέω, γιατί δεν το 'χω καταλάβει πώς έχουν περάσει τόσα χρόνια στον χώρο. Για μένα είναι σαν χθες που έμπαινα σ' αυτό το μαγαζί που σου έλεγα και έχουνε περάσει σχεδόν 16 χρόνια από τότε, ίσως και παραπάνω. Και σ' αυτά το χρόνια καμία φορά, ξέρεις, επειδή θέλω να πιστεύω ότι είμαι ταπεινός άνθρωπος, δηλαδή ποτέ δεν λογάριασα τον εαυτό μου σαν ότι «Είσαι κάτι συγκλονιστικό». Δηλαδή ακόμα και όταν αναφέρομαι στον εαυτό μου και χρησιμοποιώ τη λέξη καλλιτέχνης, κάθομαι και το σκέφτομαι πολύ σοβαρά και λέω: «Είσαι μέσα σου;». Δεν ξέρω ακόμα. Ίσως στο μέλλον, θα δούμε κάποια στιγμή. Και αυτό είναι σημαντικό για μένα, να ξέρω ότι δεν έχεις φτάσει ακόμα πουθενά. Έχεις πολλά χιλιόμετρα ακόμα. Μακάρι κάποια στιγμή να γυρίσεις στον εαυτό σου μέσα, γιατί ο εαυτός μου είναι αυτό που πρέπει να πείσω. Δεν με ενδιαφέρει αν με χειροκροτάνε χιλιάδες άτομα κάτω. Δεν με ενδιαφέρει αν με χειροκροτάνε 10. Είναι ο εαυτός μου κάθε στιγμή που είναι δύσκολος στο να μου πει ότι: «Ξέρεις, είσαι καταπληκτικός.». Δεν μου το έχει πει ακόμα. Μερικές φορές μου το λέει, αλλά μετά μου λέει: «Εντάξει, μην παίρνεις πολλή φόρα. Οκέι, είπαμε». Έτσι έχω μάθει να ζω και σ' αυτό το κομμάτι νομίζω ότι ευθύνεται ο πατέρας μου πάρα πολύ. Τώρα περνάμε στο section, που είναι της ψυχανάλυσης. Είχα δύο καταπληκτικούς γονείς και έχω δηλαδή, απλά είχα λέω, γιατί δεν μένουμε πια μαζί. Ο καθένας έχει πάρει... Μεγάλωσα κάποια στιγμή, έπρεπε να φύγω από το σπίτι. Η μητέρα μου ήτανε και είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος έδινε τα πάντα στο παιδί της, τα πάντα και ήτανε ερωτευμένη με τα παιδιά της. Οπότε αυτή η γλυκύτατη μανούλα, εκτός ότι μας έδινε τα πάντα, απ' αυτήν πιστεύω ότι πήρα τις περισσότερες ευαισθησίες στη ζωή μου. Αυτή, λοιπόν, η καταπληκτική μανούλα, η Κατερίνα, ό,τι και να έκανα, της φαινόταν εκπληκτικό, της φαινόταν συγκλονιστικό. Είναι απ' αυτές τις μαμάδες. Δηλαδή πολλές φορές έμπαινε στο δωμάτιο μέσα και άκουγε μουσική και μου 'λεγε: «Δικιά σου είναι αυτή η μουσική;». Άμα της έλεγα: «Ναι», έκανε «Πω, πω, τι έχεις γράψει, παιδί μου». Άμα της έλεγα: «Όχι», μόνο το «Α, οκέι» και έφευγε. Οπότε καταλαβαίνεις, οτιδήποτε έκανε ο γιόκας της ήτανε ό,τι πιο συγκλονιστικό υπάρχει στο σύμπαν. Ε, αν δεν ήταν, οκέι, δεν μας ενδιαφέρει.  Ο πατέρας μου ήταν η άλλη όψη του νομίσματος. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος δουλεύει από πολύ μικρός. Επειδή πέθανε ο πατέρας του όταν ήταν τριών χρονών, είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος βγήκε στη βιοπάλη από τα 12, άρχισε να δουλεύει, άρχισε να πηγαίνει στην επαρχία να πουλάει και να προσπαθεί να στήσει την επιχείρηση της μητέρας του, που ήτανε με κολόνιες και τέτοια πράγματα. Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα απ' τον πατέρα μου. Ήτανε, αυτό που λέγανε οι παλιοί, κουβαλητής. Ήθελε να μη μας λείπει τίποτα και όντως δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα, αλλά ήταν και αυστηρότατος. Ποτέ ο πατέρας μου δεν θα σου έλεγε μπράβο για κάτι που έκανες. Οπότε ο πατέρας μου, φαντάσου, όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική, ποτέ δεν μου έλεγε μπράβο.  Εν τω μεταξύ, εγώ από ένα σημείο και μετά μελετούσα απίστευτες ώρες μουσική κάθε μέρα. Μπορεί να μελετούσα 10 ώρες, 11 κάθε μέρα και πολύ γρήγορα εξελίχθηκα στη μουσική. Δηλαδή κάποια στιγμή στα 17 μου υπήρχε ένα σημείο που πολλοί με θεωρούσαν σαν -εντός εισαγωγικών- "παιδί θαύμα". Ότι παίζει εξαιρετικά για την ηλικία του. Τότε επίσης, να σου πω ότι ενώ ξεκίνησα με κιθάρα και το γύρισα στην ηλεκτρική κιθάρα, κάποια στιγμή έκανα στροφή στο μπουζούκι. Και όσο περίεργο και να σου φανεί, το μπουζούκι ήταν αυτό που με ξεμυάλισε και μ' έβαλε τελείως στον κόσμο της μουσικής. Το μπουζούκι ήταν αυτό που μ' έκανε να ερωτευτώ τη μουσική παράφορα και όπου πήγαινα ασχολούμουνα μ' αυτό. Ακόμα και όταν δεν είχα το όργανο μαζί μου, έκανα ασκήσεις με τα δάχτυλα, πράγματα τα οποία μου 'χουνε μείνει ακόμα και σήμερα. Δηλαδή θα παρατηρήσεις ότι μπορεί να κάθομαι και να κάνω ασκήσεις με τα δάχτυλα. Μου 'χουνε μείνει από τότε και τα κάνω. Ή ας πούμε ψυχαναγκαστικές ασκήσεις, κοιτούσα, ας πούμε, τα παντζούρια -όπως κοιτάω τώρα απέναντι- και προσπαθούσα να μετρήσω πόσα είναι και να δω πόσες κλίμακες θα χωρούσανε αν θεωρητικά εκεί ήταν οι «ντο», που θα μπορούσε να γίνει μετατροπία, τελείως ψυχαναγκαστικές καταστάσεις! Λοιπόν, έφτασα σ' ένα επίπεδο μουσικής πολύ γρήγορα, αν το θέλεις, άγουρο ακόμα, αλλά παικτικά, δηλαδή είχα, ας πούμε, ταχύτητα από μικρή ηλικία. Πράγματα τα οποία κάναν πολύ κόσμο να ενθουσιάζεται. Ο πατέρας μου, όμως, όχι! Οπότε εγώ πήγαινα στον πατέρα μου και έλεγα: «Ε, δεν μπορεί, θα τον ενθουσιάσει αυτό το πράγμα». Ο πατέρας μου αγαπούσε πάρα πολύ τον Χιώτη, είχε αδυναμία και ήτανε και φίλος του Χιώτη κιόλας, γνωριζόντουσαν, όταν ήταν ο πατέρας μου πολύ νέος. Οπότε καμία φορά εμένα ο στόχος μου ήτανε να του παίξω Χιώτη. Και πήγαινα, λοιπόν, μου φεύγανε τα δάχτυλα, και πήγαινα και του 'λεγα: «Πατέρα, άκουσε -ξέρω 'γώ- πώς παίζω Χιώτη». Καθόταν ο πατέρας μου -το θυμάμαι σαν χθες αυτό το αυστηρό βλέμμα, το απαθές, ρε παιδί μου, το βλέμμα ότι: «Θες πολλή δουλειά ακόμα»- και κάποια στιγμή είχε ένα αγαπημένο κομμάτι, ένα ζεϊμπέκικο του Χιώτη, το οποίο λέγεται. Το φτωχομπούζουκο, το οποίο κι εγώ το αγαπώ πάρα πολύ και ήτανε πρόκληση για μένα να το μάθω. Για άλλη μία φορά να πω ότι τότε δεν υπήρχανε YouTube, δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα, οπότε έπρεπε ή εσύ να κυνηγήσεις, που το ΄χα αυτό το θράσος εγώ από νεαρή ηλικία να κυνηγάω μουσικούς, να τους λέω: «Θέλω να μάθω». Και θα σου πω μετά, θα κάνω και μία γέφυρα σ' αυτήν τη συζήτηση. Όποτε πήγαινα στον πατέρα μου και μου έλεγε: «Ξέρεις, σου φύγανε οι μισές νότες. Δεν είναι σωστό! Κατ' αρχήν, δεν είναι παιγμένο με πάθος, είναι -μου κάνει- "γλυκανάλατο"», αυτήν τη λέξη χρησιμοποιούσε. "Γλυκανάλατο" ή "γλυκόβραστο". Και μου 'λεγε: «Είναι "γλυκόβραστο". Δεν έχει ψυχή!», μου λέει, ξέρω 'γώ. Συνέχεια το έλεγε αυτό ο πατέρας μου. Οπότε μεγαλώνοντας καταλάβαινα ότι αυτός ο άνθρωπος μου έθεσε τον τρόπο που θα λειτουργώ σαν άνθρωπος. Δηλαδή ποτέ δεν θα 'μαι ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, πράγμα το οποίο μέχρι μία ηλικία δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Γιατί είχα πολλές ενοχές, είχα πολλά ενοχικά, πια όμως, εδώ και αρκετά χρόνια, έχω βρει έναν τρόπο να ξέρω ότι είναι καλό αυτό που σου 'χει περάσει ο πατέρας σου, από τη μία, ότι δεν πρέπει ποτέ να είσαι ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, αλλά μην το παίρνεις και τόσο κατάκαρδα. Είναι μέρος της δουλειάς σου. Οπότε μέχρι και σήμερα, πολλές φορές, που πάντα δηλαδή αν δω τον εαυτό μου σ' ένα βίντεο -γιατί πάντα βιντεοσκοπώ τον εαυτό μου για να τον βλέπω μετά- να 'σαι σίγουρη ότι θα μείνω σ' όλα τα αρνητικά. Θα κάτσω και θα πω ότι: «Α, εδώ δεν είναι ωραίο. Εδώ δεν μ' αρέσει. Ο τρόπος που περπάτησες εδώ δεν μ' αρέσει καθόλου, αλλά οκέι, θα το διορθώσουμε». Και επίσης, θα βρω και 2-3 θετικά για να πω ότι: «Οκέι, καλό είναι και αυτό που έκανες εκεί πέρα, εντάξει». Δηλαδή καταλαβαίνεις από ένα σημείο και μετά ότι είναι μέρος της δουλειάς σου. Δεν χρειάζεται ούτε να υπάρχουν ενοχικά, δεν χρειάζεται ούτε να το παίρνεις κατάκαρδα, έτσι θα πάει η ζωή από δω και πέρα. Και έτσι θα εξελίσσεσαι. Λοιπόν, κάποια στιγμή ένα σημαντικό άτομο στην καριέρα μου ήτανε ο Χρήστος ο Κωνσταντίνου. Ο Χρήστος ο Κωνσταντίνου ήταν ένας μουσικός, έπαιζε μπουζούκι. Πολύ γνωστός μουσικός, έπαιζε με τον Θεοδωράκη, έπαιζε με την Αλεξίου, με τον Νταλάρα. Γενικότερα, ήταν πάρα πολύ ξακουστός στον χώρο μας και ένα βράδυ με είχε πάει ο πατέρας μου να τον δούμε σ' ένα μαγαζί και είναι η πρώτη φορά που θα τον έβλεπα. Ο Χρήστος Κωνσταντίνου έπαιζε τότε με τον Σπύρο Λιόση. Επίσης, μεγάλος μουσικός, δεξιοτέχνες. Και όταν άκουσα αυτόν τον άνθρωπο να παίζει, μαγεύτηκα, ήταν δηλαδή λες και είχαν θολώσει όλα γύρω μου και είχα εστιάσει σ' αυτόν τον άνθρωπο. Ο τρόπος που [00:50:00]έπαιζε, ο τρόπος που τον έβλεπα να είναι προσηλωμένος στο όργανο, δηλαδή το θυμάμαι, αυτήν την εμπειρία δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Και ήταν ένα μαγαζί, στο οποίο ήτανε λίγο παρακμιακό και πηγαίνανε συνήθως οι μπουζουξήδες εκεί όταν σχολούσαν απ' τα μαγαζιά τους για να πάνε να παίξουνε και να παίξουν πράγματα που τους αρέσανε και να ευχαριστηθούνε. Είτε ήτανε μεγάλοι μπουζουξήδες που δεν παίζανε πια και πηγαίνανε και παίζανε σ' αυτό το μαγαζί. Οπότε άκουγες καταπληκτικές μουσικές σ' ένα μαγαζί το οποίο σέρβιρε μόνο ουίσκι και τίποτα άλλο. Λοιπόν και τέλος πάντων, και μαγεύτηκα. Οπότε πηγαίνοντας σπίτι, του 'λεγα του πατέρα μου -εγώ πρέπει να 'μουνα τότε 16-17, κάπου εκεί πέρα- του 'λεγα του πατέρα μου: «Πατέρα, θέλω να ξεκινήσω μαθήματα με τον Χρήστο». «Πω πω -μου λέει- άρχισες εσύ», μου λέει. Με τον πατέρα μου να ξέρεις ότι κοντραριζόμασταν όλη μας τη ζωή πάρα πολύ. Και νομίζω ότι ένας άλλος τρόπος είναι επειδή μοιάζαμε λίγο. Δηλαδή εγώ ήμουνα πολύ αντιδραστικό στοιχείο από μικρή ηλικία. Ξέρω δεν μου φαίνεται πια πάρα πολύ, αλλά ήμουνα! Πολύ αντιδραστικό στοιχείο. Οπότε ήμουνα το παιδί που τον παίδευε. Ήμουνα το παιδί -δεν σ' το είπα προηγουμένως, είμαστε τέσσερα αδέλφια στην οικογένεια, έχω έναν αδερφό μεγαλύτερο τον Νίκο, μία αδερφή μεγαλύτερη την Αλίκη και μία αδερφή μικρότερη την Πέπη ή Μαρία όπως έχει βαπτιστεί- εγώ ήμουνα, λοιπόν, το παιδί που θα τον παίρνανε συνέχεια απ' το σχολείο ότι: «Ελάτε, ο Γιώργος έχει κάνει αυτό. Ελάτε, ο Γιώργος έχει κάνει το άλλο» και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τέλος, ας πούμε, ξέρω 'γώ. Οπότε με τον πατέρα μου μία ζωή κοντραριζόμασταν. Και ο πατέρας μου συνέχεια μου έλεγε το ότι: «Πάλι ο εγωισμός σου είναι» και ότι «Εσύ τώρα σ' έπιασε και θέλεις ντε και καλά μαθήματα. Θα τον πάρω!», μου έλεγε. Πέρναγε μία εβδομάδα, πήγαινα εγώ στον πατέρα μου: «Γιατί δεν τον έχεις πάρει τηλέφωνο;», «Ε, θα τον πάρω κάποια στιγμή».  Να μην σ' τα πολυλογώ βρίσκω εγώ την ατζέντα του πατέρα μου κάποια στιγμή στο γραφείο του, την ανοίγω, Χρήστος Κωνσταντίνου, τηλέφωνο, κατευθείαν. «Καλησπέρα σας, είμαι ο Γιώργος, ο γιος του Ορέστη και -του λέω- θέλω να κάνουμε μαθήματα». Και μου λέει ο Χρήστος ότι: «Δεν κάνω μαθήματα -λέει- δεν έχω χρόνο, δεν παραδίδω μαθήματα, αλλά αν θέλεις μπορείς να 'ρθεις απ' το σπίτι να πιούμε έναν καφέ -λέει- να γνωριστούμε και να πούμε μερικά πράγματα». Και όντως έτσι έγινε, του λέω: «Πότε;», μου λέει: «Ξέρω 'γώ, αύριο, μεθαύριο;». Του λέω: «Αύριο ή μεθαύριο; Όποτε θέλετε εγώ θα έρθω. Θα βρω τον χρόνο να έρθω». Και έτσι, πήγα σπίτι του και από τότε ξεκίνησε μία καταπληκτική σχέση μ' έναν άνθρωπο, ο οποίος πιστεύω ότι είναι απ' τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου, και για πολλούς λόγους. Ένας λόγος είναι ότι ο Χρήστος ήταν σαν πατέρας μου. Είναι δηλαδή σαν να γνώρισα έναν δεύτερο πατέρα στο τέλος της εφηβείας, άμα το θέλεις.  Είναι ένας άνθρωπος που μου έμαθε πάρα πολλή μουσική. Και είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος ενώ δεν μου έκανε ποτέ μαθήματα με τον ακαδημαϊκό τρόπο -δεν καθόμασταν και λέγαμε: «Θα κάνουμε τώρα μάθημα»-, μπορεί να καθόμασταν απίστευτες ώρες μαζί. Με έπαιρνε πολλές φορές στις συναυλίες που έπαιζε, καθόμουνα και τον κοίταζα. Μιλούσαμε πάρα πολύ για μουσική. Δηλαδή θυμάμαι μία φορά ο Χρήστος είχα ένα πρόβλημα με μία δακτυλοθεσία και του είπα: «Χρήστο -του λέω- μπορείς να μου δείξεις αυτήν τη δακτυλοθεσία; Θέλω να δω πώς θα μπορούσα να την κάνω». Και μου λέει: «Πώς σκέφτεσαι να την κάνεις;», μου λέει. «Ε, δεν έχω σκεφτεί -του λέω- γι' αυτό… Έχω δοκιμάσει...», μου λέει: «Πολύ ωραία. Δοκίμασε μερικά πράγματα και σ' έναν μήνα αν δεν έχεις βρει τον τρόπο, θα σου δείξω πώς να την κάνεις τη δακτυλοθεσία.». Ο Χρήστος ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος σε έκανε πρώτα να μάθεις να περπατάς, πριν σου δώσει τη λύση στο πιάτο. Ήταν ένα άτομο το οποίο ξαφνικά μπορεί να μιλάγαμε για τον Τσιτάνη, να μιλάγαμε για τον Βαμβακάρη και ξαφνικά να σου έβαζε στη συζήτηση τον Σωκράτη, να σου 'βαζε τον Πλάτωνα, να σου 'βαζε τον Κρισναμούρτι, να σου 'βαζε τέτοια. Και ενώ τον πρώτο καιρό ξέρεις, έλεγα: «Τι σχέση έχει αυτό το πράγμα τώρα που μου είπε; Γιατί μου 'φερε, ας πούμε, μου μίλησε για τον Αριστοτέλη στο μάθημα;». Όμως, αυτό δούλευε στο μυαλό μου, δούλευε, δούλευε, δούλευε και ξαφνικά ο Χρήστος μού έδειξε έναν τρόπο να σκέφτομαι. Ότι η μουσική δεν είναι μόνο -όπως σου έλεγα προηγουμένως για τη μαγεία, δεν είναι μόνο το τρικ, έτσι και η μουσική- δεν είναι μόνο οι νότες, δεν είναι μόνο η ταχύτητα, δεν είναι μόνο οι τεχνικές. Είναι κάτι άλλο μεγαλύτερο απ' αυτό. Ουσιαστικά νομίζω πια ότι με ό,τι και να ασχολείται ο άνθρωπος, μ' ένα κομμάτι τέχνης τουλάχιστον, είναι ένας δίαυλος για να επικοινωνήσεις βαθύτερα ζητήματα τελικά. Έτσι έγινε και με τη μουσική. Ο Χρήστος με βοήθησε πάρα πολύ να αρχίσω να σκέφτομαι διαφορετικά. Ο Χρήστος, επίσης, ήταν αυτός που με έκανε να σπουδάσω μουσική, γιατί κάποια στιγμή έβλεπε ο Χρήστος ότι έχω ένα ανήσυχο πνεύμα γύρω από τη μουσική και πώς λειτουργεί και μου είπε ο Χρήστος -ενώ ο ίδιος δεν είχε σπουδάσει μουσική- μου λέει: «Γιώργο, πρέπει να πας και να σπουδάσεις μουσική. Πρέπει να γραφτείς σ' ένα ωδείο, να βρεις έναν καλό δάσκαλο. Να μάθεις αρμονία, αντίστιξη, φούγκα. Κάν' το -μου λέει- οπωσδήποτε!». Και απ' τον Χρήστο ξεκίνησα να σπουδάζω μουσική και έκανα τελικά τις μουσικές μου σπουδές.  Ο Χρήστος είναι, επίσης, αυτός που με έκανε να ξεπεράσω τη σχέση μου με τον πατέρα μου και να ισορροπήσει η σχέση μου με τον πατέρα μου. Οπότε στον Χρήστο χρωστάω πάρα πάρα πολλά πράγματα. Φυσικά, ο Χρήστος δεν ζει πια και είναι, ρε παιδί μου, κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι -ο Χρήστος πρέπει να έχει πεθάνει τώρα 4-5 χρόνια- και μεγαλώνοντας, δεν ξέρω αν το έχεις νιώσει ποτέ, λες: «Γιατί να μην γύρναγα, ρε παιδί μου, τον χρόνο λίγο πίσω και να τον είχα κοντά μου με το μυαλό που 'χω σήμερα;». Αυτό είναι, λοιπόν, ο Χρήστος, ρε παιδί μου, για μένα. Και ναι, ήθελα να τον αναφέρω στη συνέντευξή μας ή στη συζήτησή μας καλύτερα, τον Χρήστο.

Κ.Α.:

Και η μουσική τώρα με ποιον τρόπο είναι στη ζωή σου;

Γ.Α.:

Λοιπόν, η μουσική είναι με τον καλύτερο τρόπο που θα 'πρεπε να είναι, γιατί πριν ασχοληθώ με τη μαγεία, έγραφα πάρα πολύ. Είχα και τις σπουδές σ' εκείνο το πλαίσιο και αναγκαζόμουνα δυστυχώς να κάνω πολλές δουλειές μουσικές, εντός εισαγωγικών, "μουσικές", οι οποίες δεν με ικανοποιούσανε. Να κάνω ενορχηστρώσεις για τραγούδια που με αφήναν παγερά αδιάφορο. Να γράψω μουσική για διαφημίσεις, να γράψω μουσική για τέτοια πράγματα, τα οποία δεν με κάναν χαρούμενο και γύρναγα σπίτι και πολλές φορές δεν μπορούσα να κοιμηθώ κιόλας τη νύχτα. Και σηκωνόμουνα και έλεγα: «Αυτό είναι που θέλεις απ' τη μουσική; Δηλαδή γι' αυτό έχεις σπάσει τα χέρια σου; Γι' αυτό έχεις σπάσει...;». Και κάποια στιγμή, για αρχή, είχα πει στον εαυτό μου ότι θα σταματήσω να δουλεύω νύχτα. Ότι θα σταματήσω κάποια στιγμή. Και με το που άρχισα να το σκέφτομαι, με πηγαίναν όλα στο να σταματήσω τη νύχτα. Κάπου εκεί ήρθε και η μαγεία, η οποία με πήγαινε πάρα πολύ καλά απ' την αρχή, η μαγεία. Ενώ ειλικρινά μέχρι σήμερα, θυμάμαι απ' την αρχή η μαγεία, χωρίς να το κυνηγήσω καθόλου, με πήγαινε μόνη της. Μου ερχόντουσαν δουλειές μόνες τους και έλεγα: «Μα γιατί; Μα δεν έχω κάνει κάτι». Και δεν την ήθελα επαγγελματικά τη μαγεία. Οπότε από τη μία μεριά στη ζωή μου είχα τη μουσική, την οποία τη λάτρευα όπως τη λατρεύω όσο τίποτα άλλο, αλλά επαγγελματικά δεν με ικανοποιούσε. Και απ' την άλλη είχα τη μαγεία, η οποία με πήγαινε πάρα πολύ καλά, μου έδειχνε ότι με θέλει, αλλά εγώ δεν ήθελα να την ακολουθήσω επαγγελματικά, γιατί δεν είχα βρει ακόμα το νόημα, δεν είχα βρει τον τρόπο με τον οποίο μπορώ να την ακολουθήσω τη μαγεία. Δεν με ενδιέφερε απλά να πηγαίνω να κάνω μαγικά τρικ και αυτό να είναι όλο. Και κάποια στιγμή το ένα έφερνε το άλλο και είδα, βρήκα έναν τρόπο ότι να σου πω κάτι, μέσα απ' τη μαγεία μπορείς να εκφράσεις ανησυχίες. Μπορείς να συνδέσεις ένα μαγικό με καλλιτεχνικές αξίες ή με καλλιτεχνικά πράγματα που θέλεις να μοιραστείς με τον κόσμο. Και όταν άρχισα να το βλέπω να λειτουργεί, άρχισα ξαφνικά να βλέπω ότι μπορείς σιγά σιγά να αφήνεις και τη μουσική επαγγελματικά και να έχεις τη μαγεία και μουσικά να κάνεις μόνο αυτό που θέλεις. Γιατί πέρα απ' τις δουλειές, εγώ έβγαζα και κάποια άλμπουμ κατά καιρούς, δικά μου, προσωπικά. Και μετά γεννήθηκε και η άλλη ιδέα: «Και γιατί όχι να μην πλαισιώνεις και τη μαγεία με δικές σου μουσικές;». Οπότε άρχισα ξαφνικά αυτό το κομμάτι. Έφτασα σ' ένα σημείο, λοιπόν, που αποδέσμευσα τελείως τη μουσική ως επαγγελματικά, δηλαδή απ' το να ζω με τη μουσική. Και εκεί άρχισα να λέω όλα τα «όχι» της ζωής μου. Όταν με παίρναν τηλέφωνο από στούντιο, απ΄ το ένα, τ΄ άλλο, να τους λέω: «Όχι, όχι, δεν με ενδιαφέρει!» ξέρω 'γώ. Όταν με παίρναν από μαγαζιά. Και έχει πλάκα γιατί ακόμα και σήμερα πού και πού, που 'χουν περάσει πάρα πολλά χρόνια, κάποιοι φίλοι που περνάγαμε πολύ ωραία με παίρνουν και μου λένε: «Θέλεις να δουλέψουμε μαζί; Μία παράσταση μόνο να κάνουμε, να παίξεις μουσική». Και τους λέω: «Όχι, παιδιά, δυστυχώς δεν γίνεται». Βέβαια, ίσως μία στο τόσο να κάνω κάνα live, θα δούμε. Και ξαφνικά λοιπόν, μέσα απ' τη μαγεία άρχισα να χρησιμοποιώ τη δική μου τη μουσική. Άρχισαν να μου ζητάνε κάποιοι μάγοι, να μου στέλνουν emails ότι δεν ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν τη μουσική στη μαγεία. Και εκεί φτιάχτηκε το πρώτο σενάριο, το να φτιάξω ένα σεμινάριο: «Η μουσική στις παραστατικές τέχνες». Και είναι ένα σεμινάριο το οποίο αγαπήθηκε πάρα πολύ στον χώρο μας. Άρχισαν να μου στέλνουν μάγοι απ' το εξωτερικό emails ότι θέλανε συμβουλές για το πώς να χρησιμοποιήσουν τη μουσική, να καταλάβουν λίγο παραπάνω την αξία της μουσικής, τι είναι αυτό που με κάνει και καταλαβαίνω πώς να χρησιμοποιήσω τη μουσική. Ήρθε ένα σημείο που [Δ.Α.] μάγοι απ' το εξωτερικό άρχισαν να μου ζητάνε να τους γράψω μουσική για τις παραστάσεις τους. Και ξαφνικά, άρχισε η μουσική μου να γίνεται πάρα πολύ γνωστή στο εξωτερικό μέσα απ' τη μαγεία. Αλλά όχι μόνο στη μαγεία και σε διάφορες άλλες πτυχές της. Απλά η μαγεία ήτανε το όχημα που τη μετέφερε. Γιατί πολλές φορές, ας πούμε, σήμερα συμβαίνει πολλές φορές να μου στέλνουν από κανάλια στο εξωτερικό να μου λένε: «Θα έχουμε έναν μάγο καλεσμένο. Θέλουμε να κάνουμε licensed τη μουσική σας για να τη χρησιμοποιήσουμε στο background». Οπότε ξαφνικά στο εξωτερικό δημιουργήθηκε το όνομα ότι για μουσική που έχει γενικότερα το στοιχείο της μαγείας είναι ο Tristan ή George Arkomanis, όπως με ξέρουν σαν σύνθετη. Άλλοι με ξέρουν σαν Tristan άλλοι σαν George Arkomanis. Οπότε ξαφνικά η μουσική μου άρχισε να ακούγεται πολύ παραπάνω απ' ό,τι περίμενα, στο εξωτερικό. 

Κ.Α.:

Πριν ανέφερες για τη δουλειά τη νύχτα.

Γ.Α.:

Ναι.

Κ.Α.:

Και θα 'θελα να σε ρωτήσω για δουλειά τη νύχτα ως μάγος.

Γ.Α.:

Τέλειο, εξαιρετικό! Δηλαδή κάτι συγκεκριμένο;

Κ.Α.:

Υπάρχει κάποια ιστορία; Είχες δουλέψει νύχτα ως μάγος; 

Γ.Α.:

Έχω κάνει πάρα πολλές παραστάσεις νύχτα είτε σε νυχτερινά μαγαζιά, δηλαδή τύπου nightclubs, είτε σε οτιδήποτε. Η νύχτα, όπως καταλαβαίνεις, έχει εξαιρετικές ιστορίες. Πριν σου πω αυτό, θα σου πω το εξής. Εγώ τα πρώτα χρόνια, κάποια στιγμή σαν μουσικός, ο πατέρας μου -μεταξύ άλλων- είχε ένα νυχτερινό κέντρο. Στο οποίο, ήταν ένα πολύ όμορφο νυχτερινό κέντρο, το οποίο ο πατέρας μου οραματίζοταν να φτιάξει ένα μεγάλο μαγαζί, στο οποίο να παίζεται ωραίο ρεμπέτικο και πολύ ποιοτικό λαϊκό. Δηλαδή καμία σχέση με σκυλάδικα και τέτοια πράγματα, το οποίο να έχει εξαιρετική κουζίνα, να 'χει επαγγελματικό service. Αυτό ήταν το όνειρό του και όντως έφτιαξε ένα μαγαζί, το οποίο το κράτησε περίπου 9-10 χρόνια. Σ' αυτό το μαγαζί είχε μία δεκαμελή ορχήστρα που παίζανε αυτού του είδους τη μουσική. Όλοι εξαιρετικοί μουσικοί. Και τα πρώτα χρόνια, όταν έβλεπα άλλους μουσικούς να ανεβαίνουν, να παίζουν ή κάποια παιδιά που τύχαινε σε κάποια παρέα κάποιος να παίζει ένα όργανο τον [01:00:00]ανεβάζανε, και εγώ πήγαινα στον πατέρα μου,  του 'λεγα: «Εγώ γιατί να μην ανέβω να παίξω καμιά φορά;». Μου 'λεγε: «Γιατί δεν είσαι έτοιμος. Όταν είσαι έτοιμος, θα ανέβεις πάνω να παίξεις -μου κάνει- γιατί δεν θέλω ποτέ να πούνε ότι ο γιος του Ορέστη παίζει, επειδή είναι ο γιος του Ορέστη». Τέλος πάντων, μετά από πολλά χρόνια, ξεκίνησα όντως να παίζω σ' αυτό το μαγαζί. Πρώτα σαν δεύτερο μπουζούκι και ήταν, επίσης, σημαντική στιγμή στη ζωή μου. Και σιγά σιγά, όταν ήμουνα άξιος, ας πούμε, ξεκίνησα. Μέσα σ' αυτό το μαγαζί, ήρθα αντιμέτωπος με πολλές καταστάσεις. Γνώρισα κόσμο της νύχτας, μπράβους, σερβιτόρους, παρκαδόρους, τα πάντα, ό,τι θες και έκανα και πολλή παρέα μαζί τους, γιατί τα πρώτα χρόνια ο πατέρας μου ειδικά ήταν πολύ κοντά μου, με το δικό του τον τρόπο. Και θυμάμαι ότι σχολάγαμε 5:00-6:00 η ώρα το πρωί και κατευθείαν πηγαίναμε βόλτα σε άλλα μαγαζιά. Οπότε εκεί γνώρισα έναν άλλο κόσμο με δικό του κώδικα και κατευθείαν μόλις μπήκα στον κόσμο της μαγείας -για να σ' το συνδέσω και αυτό- ήδη είχα ένα προτέρημα σχετικά με όλους τους άλλους μάγους. Παρόλο που ήμουνα νεαρός σε ηλικία, είχα φάει αρκετά χρόνια τη νύχτα σαν εμπειρία. Ήξερα πώς να συμπεριφέρομαι στον κόσμο. Ήξερα... Και είχα πολύ έντονα το ένστικτο, είχα καταλάβει ότι όλοι -αυτό που πιστεύω και σήμερα- ότι όλοι είμαστε άνθρωποι. Είτε ο άλλος είναι μπράβος, είτε ο άλλος είναι έμπορος ναρκωτικών, είτε ο άλλος δεν ξέρει τι έχει από χρήματα, είτε ο άλλος είναι πάμφτωχος, όλοι είναι άνθρωποι και όλοι έχουμε κάποια ένστικτα τα οποία είναι τα ίδια. Οπότε όταν βρισκόμουν εγώ μ' έναν άνθρωπο, ο οποίος κάποιος άλλος μπορεί να τον αντιμετώπιζε σαν κάτι διαφορετικό, εγώ μέχρι και σήμερα δεν το έκανα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει η συμπεριφορά της ευγένειας και όλα αυτά. Όλους τους ανθρώπους τούς συμπεριφερόμουν και τους συμπεριφέρομαι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Οπότε αυτό είχε ως αποτέλεσμα και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που γνώριζα κατά τη διάρκεια, σαν μάγος, παρουσιάζοντας τη νύχτα, να ανοίγονται σ' εμένα και να μου φέρονται πάρα πολύ όμορφα και αυτοί. Ένα βράδυ έπαιζα σ' ένα μαγαζί στην Κω, πριν λίγα χρόνια, και μετά την παράστασή μου μού 'ρθε κερασμένο ένα ουίσκι και ρώτησα: «Από ποιον είναι;», μου λέει, ένας κύριος μου λέει: «Α, δεν έχει σημασία. Είναι κερασμένο», μου κάνει. Και ύστερα από λίγο ήρθε, αν θυμάμαι καλά, και ένα δεύτερο και ένα τρίτο, δεν θυμάμαι τι. Και κάποια στιγμή έρχονται δύο άνθρωποι κοντά μου -εμφανώς μπράβοι, φουσκωτοί, με πολύ σοβαρό ύφος- και μου λένε: «Μπορείτε να μας ακολουθήσετε;». Εγώ εκείνη την ώρα -θα σου πω- παρόλο που είχα πιει λίγακι, σκέφτηκα ότι: «Κοίτα, κάτι σοβαρό αποκλείεται να είναι», παρόλο..., δηλαδή η συμπεριφορά τους ήταν σοβαρή, αλλά λέω: «Δεν έχει γίνει κάτι για να μου λένε να τους ακολουθήσω». Τέλος πάντων, πάμε και κάνουμε κάποιες βόλτες γύρω από το μαγαζί και καταλήγουμε σ' ένα υπόγειο, το οποίο για άλλη μία φορά ήταν ένα σκηνικό ταινίας. Ήταν ένας τύπος -δεν θα ήθελα να πω από ποια ομάδα, γιατί είναι γνωστή συμμορία-, ο οποίος δίπλα του δεξιά και αριστερά είχε, επίσης, δύο μπράβους. Μέσα δεν έβλεπες τίποτα απ' τον καπνό και απ' όλα τα υπόλοιπα και μπήκα μέσα και ακολουθήσαν κι άλλοι μπράβοι. Και πιάσαμε τη συζήτηση και τελικά καθίσαμε εκεί πέρα μία ώρα, δύο, δεν θυμάμαι. Γελούσαμε, τους έκανα μαγικά, πίναμε, λέγαμε κάποιες πολύ πολύ περίεργες ιστορίες. Και αυτή -όσο περίεργο και να σου φανεί- ήτανε, επίσης, μια πάρα πολύ όμορφη εμπειρία στη ζωή μου. Δηλαδή το να βλέπεις, ας πούμε, τέτοιους ανθρώπους ξαφνικά να συμπεριφέρονται σαν παιδιά και να απολαμβάνουν τη μαγεία και ξαφνικά να βλέπεις τα μάτια τους να γυαλίζουν και να χαίρονται και να γελάνε, για μένα είναι στιγμές οι οποίες δεν μπορούν να πληρωθούν. Και ειλικρινά νομίζω ότι οφείλω πάρα πολλά σε αυτήν την τέχνη. Σίγουρα η τέχνη από μόνη της δεν λέει τίποτα, αλλά το ότι ανακάλυψα, έστω και τυχαία, ένα κομμάτι το οποίο το λάτρεψα, το αγάπησα και ξαφνικά με οδήγησε σε τόσα μέρη. Μέχρι και σήμερα δηλαδή, όταν πηγαίνω σε διάφορες εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό πολλές φορές και έχω τόσο χρόνο μόνος μου να περπατήσω, να πάω να δω πράγματα, να κάνω βόλτες, κάθε φορά, δεν έχει υπάρξει φορά που να μην το σκέφτομαι και να μη λέω: «Ευχαριστώ». Αυτό είναι ένα απίστευτο δώρο και γεμίζεις εικόνες κάπως έτσι.

Κ.Α.:

Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω για την εμπειρία με τους πρόσφυγες στο container. 

Γ.Α.:

Λοιπόν-

Κ.Α.:

Πότε ήταν;

Γ.Α.:

Αυτό ήτανε -αν θυμάμαι καλά- πρέπει να 'τανε 2013-'14 κάπου εκεί. Τότε ήταν..., και ακόμα συνεργάζομαι με διάφορους φορείς που ουσιαστικά κάνουνε φιλανθρωπικά έργα και διάφορα τέτοια πράγματα. Να σου πω ότι το φιλανθρωπικό κομμάτι για μένα, επειδή το έχω δει αρκετά καλά, πια με έχει κάνει δυστυχώς -και ντρέπομαι που το λέω αυτό- μ' έχει κάνει πάρα πολύ καχύποπτο. Έχει τύχει να βρεθώ σε φιλανθρωπικές καταστάσεις οι οποίες να ντρέπομαι που βρίσκομαι εκεί. Και από την άλλη, να έχεις κάποια παιδιά ή κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν ανάγκη αυτό που κάνεις, αλλά οι διαμεσολαβητές να είναι άνθρωποι που για μένα είναι πραγματικά πολύ κατώτατου επιπέδου. Και από τη μία να θες να σηκωθείς να φύγεις, επειδή είναι αυτοί εκεί πέρα, αλλά απ' την άλλη να μην το κάνεις, επειδή απευθύνεσαι σε κάποιους ανθρώπους που έχουν ανάγκη να το δουν αυτό που κάνεις εκεί.  Εκεί είχα βρεθεί, λοιπόν, από έναν άνθρωπο, ο οποίος όσες φορές έχουμε συνεργαστεί είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Κάνει πολύ..., όντως κάνει πολύ ωραίο έργο. Και έχω βρεθεί κιόλας και σε "στρατόπεδα συγκέντρωσης", γιατί έτσι τα χαρακτηρίζω αυτά τα πράγματα. Έχω βρεθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης να κάνω παραστάσεις και είναι καταπληκτικό. Είναι πανέμορφο, γιατί βλέπεις ότι ας πούμε, τότε με τα containers που μιλάγαμε, είχα βρεθεί πραγματικά σε μία περίεργη κατάσταση, γιατί υπήρχε πολύς κόσμος. Ήτανε παρατημένος κόσμος, δεν υπήρχαν διαμεσολαβητές, δηλαδή να συνεννοηθώ με κάποιον πού θα κάνω την παράσταση, πώς θα γίνει. Αλλά επειδή και σαν άνθρωπος πολλές φορές, όταν βλέπω τέτοιες καταστάσεις, παίρνω μόνος μου τα ηνία και λέω: «Οκέι, πάμε να δούμε τι θα κάνουμε». Και ο κόσμος εκεί δεν ήξερε αγγλικά, προσπάθησα να μιλήσω αγγλικά με κάποιους, Δεν γνωρίζανε, οπότε λέω: «Οκέι». Κάποια στιγμή είπα σε κάποιον αν έχει κάπου να συνδέσουμε το ηχείο, μου είπε ότι δεν έχει. Κάποια στιγμή λέω: «Πολύ ωραία, παντομίμα όλα». Και βρήκαμε τον τρόπο να συνδεθούμε και να περάσουμε υπέροχα, τα παιδιά και οι μεγάλοι να μαγευτούμε, εγώ να μαγευτώ απ' την ενέργειά τους.  Και θα ήθελα να σου πω κάτι για τη μαγεία. Είναι ένα σημείο -δεν ξέρω πώς να το εκφράσω- το οποίο είναι σαν ναρκωτικό για μένα. Όταν πραγματοποιείται το μαγικό εφέ, όταν καταλαβαίνει δηλαδή ο θεατής ότι εδώ έχει γίνει κάτι μαγικό, όταν ολοκληρώνεται -αν το θέλεις- μία μαγική διαδικασία, υπάρχουν 1-2 δευτερόλεπτα στα οποία οι κόρες των θεατών διαστέλλονται. Αυτό είναι το ναρκωτικό μου εμένα. Αυτή είναι η ασθένεια μου μέχρι σήμερα. Είναι το σημείο που ο θεατής, για λίγο, η λογική του καταστρέφεται, διαλύεται, όλα τα κουτάκια που έχει στο μυαλό του καταρρέουν. Για μένα αυτό είναι πια η στιγμή που την αποκαλώ, είναι μια στιγμή ελευθερίας. Και ίσως είναι από τις λίγες στιγμές ελευθερίας που ζούμε στη ζωή μας. Είναι η στιγμή που για λίγο το μυαλό χάνεται, δεν ξέρει πού να πατήσει. Και εγώ πολλές φορές σαν μάγος, όταν κάνω ένα μαγικό, για λίγο φεύγω απ' τα χέρια μου και κοιτάω στα μάτια του θεατή για να δω αυτό το βλέμμα, το οποίο για μένα είναι αναγκαίο, είναι η ασθένειά μου. Αμέσως μετά, μόλις φύγει αυτό το βλέμμα, το μυαλό του θεατή, η λογική του μάλλον, επιστρέφει και προσπαθεί να κάνει συσχετισμούς. Σε αυτό το σημείο θα δεις διάφορες αντιδράσεις. Κάποιοι αρχίζουν και γελάνε, αλλά γελάνε χωρίς κανένα νόημα. Κάποιοι άλλοι μπορεί να αρχίσουν να βρίζουνε. Κάποιοι άλλοι μπορεί να αρχίσουν να ουρλιάζουνε. Κάποιοι να φωνάζουνε. Κάποιοι να μείνουνε χωρίς λόγια και απλά να βάλουν τα χέρια μπροστά και να μείνουνε έτσι.  Έχει πλάκα, γιατί ακόμα και όταν… Μου 'χει συμβεί αυτό, το να με βρίζει κάποιος, να αρχίζει να με βρίζει. Μία κοπέλα μία φορά είχε αρχίσει να με βαράει, όχι όμως, ξέρεις, ρε παιδί μου, με είχε πιάσει κάπως έτσι, είχε κάνει κάπως μπουνίτσα το χέρι της και με βάραγε στον ώμο. Και μου 'κανε αυτό το πράγμα και μου 'λεγε: «Πώς είναι δυνατό να συμβεί αυτό το πράγμα; Πώς είναι δυνατόν;». Μία φορά σε ένα πάρτι ένα κοριτσάκι είχε πέσει στο πάτωμα και είχε πιάσει τα μαλλιά της και χτύπαγε το κεφάλι της στο πάτωμα. Δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει ο καθένας. Είναι η στιγμή εμένα που με τρελαίνει. Οπότε και βλέποντας όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι τελικά το 'χουν ακόμα παραπάνω ανάγκη αυτό το πράγμα είτε είναι σε "στρατόπεδα συγκέντρωσης"... Και πραγματικά, να με συγχωρούν, αν μας ακούνε κάποιοι άνθρωποι, γι' αυτό, αλλά για μένα αυτό είναι. Όλοι αυτοί οι..., όπως θέλουν να τους αποκαλούνε, δεν ξέρω καν πώς τους αποκαλούνε, έχουν βρει διάφορες λέξεις για να ομορφύνουνε αυτήν την κατάσταση. Για μένα δεν είναι τίποτα παραπάνω από "στρατόπεδα συγκέντρωσης". Είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν υποφέρει πάρα πολύ στη ζωή τους Και όταν έρχονται σε επαφή μ' αυτήν την τέχνη γίνονται πάλι παιδιά. Οπότε αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα, και το φιλανθρωπικό.  Δυστυχώς, έχω κόψει κάποιες επαφές με κάποιους φιλανθρωπικούς οργανισμούς, όταν συνειδητοποίησα ότι γι' αυτούς είναι μία επιχείρηση στην οποία μπορούν να βγάλουν τα λεφτά. Οπότε όσο και να στεναχωρήθηκα για τα παιδιά ή τους ανθρώπους είπα: «Α, δεν θα είμαι κομμάτι αυτής της επιχείρησης, επειδή το θέλουν κάποιοι». Ναι, βλέπεις μέσα απ' τη μαγεία, βλέπεις πάρα πολλά πράγματα. Παίζεις σε ανθρώπους οι οποίοι μπορεί να μην έχουνε κανένα μέλλον, να είναι αποκομμένοι απ' όλη την κοινωνία. Βλέπεις ανθρώπους οι οποίοι είναι αυτοί που εξουσιάζουν όλη αυτήν την κοινωνία. Βλέπεις τα πάντα. Και επειδή, όπως σου είπα, σ' εμένα γενικότερα ανοίγεται πάρα πολύ ο κόσμος. Δηλαδή το θυμάμαι αυτό και με τη μουσική το είχα. Βασικά, επειδή μάλλον καταλαβαίνει ο άλλος ότι δεν επικρίνω πότε ό,τι και να κάνει κάποιος, μου ανοίγονται πάρα πολύ εύκολα οι άνθρωποι. Οπότε ξέρω και πολλά πράγματα. Μου 'χουν εμπιστευτεί άνθρωποι πολλά πράγματα, άνθρωποι του πνεύματος, άνθρωποι οι οποίοι έχουν να κάνουν ακόμη και μ' αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην κοινωνία μας μού 'χουν εκμυστηρευτεί πάρα πολλά πράγματα.  Οπότε επειδή ήμουνα πολύ παρατηρητικός, ξέρεις, θα σε πάω λίγα χρόνια πριν. Όταν ήμουνα σε μικρή ηλικία, πολλές φορές μ' έπαιρνε η μητέρα μου και πηγαίναμε, καθόμασταν στο τρένο. Και μπορεί να πηγαίναμε βόλτες στο κέντρο, οπουδήποτε, ξέρω 'γώ. Και κάτι που μου άρεσε να κάνω είναι να παρατηρώ τους ανθρώπους και από παιδάκι το είχα αυτό το πράγμα. Κοιτούσα τους ανθρώπους και σκεφτόμουνα: «Τι δουλειά μπορεί να κάνει αυτός ο κύριος -ξέρω 'γώ- που κάθεται απέναντι μου; Μάλλον επειδή φοράει αυτό το κοστούμι μπορεί να είναι αυτό, μπορεί να [01:10:00]είναι το ένα, τ΄ άλλο. Γιατί τα μάτια του είναι έτσι, ας πούμε, αυτήν τη στιγμή; Μήπως είναι στεναχωρημένος; Μπορεί -ας πούμε, ξέρω 'γώ- να τον απολύσαν απ΄ τη δουλειά; Μπορεί...» χίλια δύο. Παρατηρούσα τον κόσμο. Και μέχρι σήμερα αυτό το πράγμα το κάνω. Μ' αρέσει πάρα πολύ να παρατηρώ τον κόσμο. Και αυτό συμβαίνει και σήμερα.  Οπότε όταν παρουσιάζω τη μαγεία μου, παρατηρώ τον κόσμο, παρατηρώ πώς αντιδράει και αν νιώσω κάποια στιγμή ότι η μαγεία μου αρχίζει και γίνεται αδύνατη, κατευθείαν την αλλάζω. Θέλω η μαγεία μου να 'ναι δυνατή. Θέλω να σημαίνει κάτι γι' αυτόν τον κόσμο, αλλά θέλω να σημαίνει κάτι και για μένα. Δηλαδή έχω τόσα ψυχαναγκαστικά μέσα μου που μπορώ να σου πω ότι υπήρχαν κάποια μαγικά που έκανα στα προγράμματά μου, τα οποία άρεσαν στον κόσμο, αλλά δεν σημαίναν τίποτα απολύτως για μένα. Και έλεγα: «Γιατί το κάνεις αυτό το μαγικό; Τι σημαίνει για σένα -ας πούμε- αυτό; Ότι γελάνε; Ότι περνάνε καλά;». Και όταν δεν έβρισκα έναν τρόπο να εξυπηρετεί κάτι, είτε στη μακροδομή του προγράμματός μου είτε στη μικροδομή, το πέταγα απέξω. Αυτό είναι, δεν ξέρω τι σημαίνει μαγεία παραπάνω για μένα απ' αυτό.  Η μαγεία είναι πολύ συνυφασμένη με τη ζωή. Η μαγεία είναι τα πάντα. Η μαγεία είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε ότι ίσως τελικά η ζωή μας είναι φτιαγμένη από τόσες ψευδαισθήσεις, που έχουμε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια οι άνθρωποι. Ζούμε σε μία κοινωνία η οποία είναι γεμάτη ψευδαισθήσεις. Ακόμα και ο τρόπος που μεγαλώνουμε. Μαθαίνουμε μία ιστορία η οποία μεγαλώνοντας -άμα το ψάξεις λιγάκι- είναι γεμάτη ψέματα. Είναι γεμάτη ψευδαισθήσεις και τις θεωρούμε δεδομένες αυτές τις ψευδαισθήσεις. Ο τρόπος που πρέπει να ζήσουμε. Ο τρόπος ότι πώς πρέπει να φέρεσαι εσύ σαν άντρας, πώς πρέπει να φέρεσαι εσύ σαν γυναίκα. Ότι η γυναίκα είναι έτσι, ο άντρας είναι έτσι, ότι αυτό θα μεγαλώσεις, αυτό θα κάνεις. Όλα αυτά είναι τεράστιες ψευδαισθήσεις και όταν τα γυρνάς στον εαυτό σου κάποια στιγμή, καταλαβαίνεις ότι είσαι και εσύ ένα κομμάτι αυτής της ψευδαίσθησης. «Είσαι...», όπως είχε πει ο Κώστας ο Χατζής κάποτε πολύ σωστά σε μια συνέντευξή του συγκλονιστική, είχε πει ότι «Είσαι αιμοδότης αυτού του συστήματος και δεν το καταλαβαίνεις». Οπότε μετά σου παίρνει πάρα πολλά χρόνια για να καταλάβεις ότι ίσως κάνοντας 2-3 πράγματα μπορεί να σταματήσεις τουλάχιστον να παραδίδεις τόσο πολύ αίμα σε αυτήν την ψευδαίσθηση. Και όταν αρχίσεις και καταλαβαίνεις τι είναι η μαγεία, όταν αρχίσεις και καταλαβαίνεις ότι όπου και να κοιτάξεις, καμιά φορά δεν ξέρω μπορεί να κοιτάξεις τα αστέρια πάνω και απλά να χαθείς λίγο σ' αυτό το πράγμα, να μην εκλογικεύσεις τίποτα απ' αυτό που βλέπεις και να καταλάβεις ότι υπάρχει ένας αδιανόητος κόσμος, ο οποίος δεν μπορεί να τον συλλάβει κανένας άνθρωπος. Κανένας επιστήμονας, καμία ιδιοφυΐα, κανείς δεν μπορεί να τον συλλάβει. Μπορούμε απλά να θεωρήσουμε κάποια πράγματα. Αλλά άπαξ και πούμε ότι αυτές οι θεωρίες είναι η αλήθεια, εκεί είναι που χάνουμε τη μαγεία. Εάν μείνουμε ανοιχτοί σ' αυτό το κομμάτι και απλά μπορέσουμε να το βιώσουμε, τότε ξεκινάει νομίζω η έρευνά μας ή το ταξίδι μας στη μαγεία.

Κ.Α.:

Σε ευχαριστώ πολύ, Γιώργο!

Γ.Α.:

Εγώ ευχαριστώ! Ελπίζω να μην ήμουνα υπερβολικά φαφλατάς, είπα κάποια απ' αυτά τα πράγματα που αισθάνομαι και ελπίζω να… αυτό, να σας κάνουν.

Κ.Α.:

Είναι ωραία και αληθινά. Ευχαριστώ πολύ!

Γ.Α.:

Εγώ ευχαριστώ!