© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ντέντεκτιβ την περίοδο, που η μοιχεία ήταν αδίκημα.

Κωδικός Ιστορίας
13910
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ερμής Αβρονιδάκης (Ε.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/01/2022
Ερευνητής/τρια
Αλεξάνδρα Ανωγιαννάκη (Α.Α.)
Α.Α.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ε.Α.:

Καλησπέρα.

Α.Α.:

Θα μου πεις το όνομά σου;

Ε.Α.:

Αβρονιδάκης Ερμής, του Ιωάννου και της Καλλιόπης.

Α.Α.:

Είμαι η Αλεξάνδρα Ανωγιαννάκη, είμαι με τον Ερμή Αβρονιδάκη στη πόλη της Χίου, είναι 7 Ιανουαρίου του 2022 και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Θα μιλήσουμε για μία ιστορία. Για μία δουλειά, που συνέβη, να κάνεις, σε κάποια φάση της ζωής σου. Πότε έγινε αυτό;

Ε.Α.:

Έγινε το 1966. Ήμουνα στρατιωτικός. Πήρα μετάθεση από Κοζάνη, για Αθήνα, αρχές του ‘66. Λοιπόν, όταν έφτασα στην Αθήνα, έψαχνα για σπίτι. Τα χρήματα, που έπαιρνα τότε -είχα ένα παιδί και η γυναίκα μου ήταν έγκυος- τα χρήματα που έπαιρνα, όμως, δεν με έφταναν, για να πιάσω ένα σπίτι, το οποίο να είναι υγιεινό να είναι ευάερο, ευήλιο και τα λοιπά. Με τα χρήματα, που διέθετα, έπιανα ένα υπόγειο. Δεν μπορούσα να νοικιάσω παραπάνω. Τότε, αναγκάστηκα, έμεινα προσωρινά σε μία θεία μου, αδερφή της μάνας μου, στην οδό Ηπείρου. Λοιπόν, βγήκα στην αγορά και έψαξα να βρω, τι μπορούσα να κάνω. Πήγα σε κάποιον γνωστό μου, που ήξερα ότι είχε γραφείο ντετέκτιβ, στην οδό Πατησίων 4. Χαλκιαδάκης, λεγότανε. Λοιπόν, αυτός ήταν ένας μεγάλος ντετέκτιβ, της εποχής εκείνης. Όπως είναι τώρα ο -πώς τον λένε αυτόν- σαν αυτόν, που υπάρχει τώρα, ο όποιος διευρύνει την υπόθεση του παιδιού, που σκότωσαν στα Γιάννενα, τον τυροκόμο, τυροκόμος από την Κρήτη. Τέτοιο όνομα είχε εκείνη την εποχή. Εντωμεταξύ διερευνούσαμε και άλλες υποθέσεις. Οι περισσότερες υποθέσεις του γραφείου ήταν η μοιχεία. Τότε, επικρατούσε, προκειμένου να πάρει κάποιος άντρας διαζύγιο ή κάποια γυναίκα -διαζύγιο- από τον άνδρα εις βάρος του ενός και του άλλου ανάλογα, έπρεπε να τον πιάσεις «Στα πράσα» που λέμε. Για να του φορτώσει τη μοιχεία. Τότε, ήτανε παράπτωμα, ήτανε αδίκημα η μοιχεία, μέχρι καταργήσεώς της, από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Μέχρι τότε, ήτανε αδίκημα. Και ήτανε, όταν πιάναμε κάποιον, ότι απατούσε τη γυναίκα του, έβγαινε το διαζύγιο εις βάρος του. Και ήταν υποχρεωμένος, να πληρώνει διατροφή, να αποζημιώσει τη γυναίκα του, να του πάρει λεφτά, να κάνει οτιδήποτε. Ή τον άντρα ή τη γυναίκα, ανάλογα. Λοιπόν, αναλαμβάναμε τέτοιες υποθέσεις. Θυμάμαι μία υπόθεση, που είχαμε με μία κυρία, την οποία, την παρακολουθούσαμε καιρό. Ο άντρας της, ήταν ναυτικός. Έμενε στον Πειραιά, Καστέλλα. Λοιπόν, είναι μία, από τις υποθέσεις. Θα σου πω δύο υποθέσεις, για να μην μακρηγορούμε. Τέτοιες υποθέσεις -εξάλλου- αναλαμβάναμε. Ήταν, λοιπόν, αυτή η κοπέλα, η οποία έμενε στην Καστέλλα, μαζί με τον άντρας της. Ο άντρας της ήταν ναυτικός. Αλλά είχε υποψίες ότι τον απατούσε. Όταν έφευγε με τα καράβια, τον απατούσε. Σκηνοθέτησε, λοιπόν, ο άντρας ένα ταξίδι. Ότι θα φύγει για ταξίδι. Έτσι; Για να γνωρίσουμε τη γυναίκα του -από το γραφείο- πήγαμε στον Πειραιά -συνεννοηθήκαμε με τον άντρα αυτόν- και πήγαμε στον Πειραιά, στο βαπόρι, το οποίο -μας υπέδειξε- ότι θα έφευγε. Πήγαμε λοιπόν και μας λέει ότι: «Στη σκάλα, που θα βγαίνω -μας είχε δώσει, βέβαια και μία φωτογραφία της γυναίκας του- θα είναι η γυναίκα μου, να την αποχαιρετήσω και εγώ θα ανέβω στο βαπόρι. Μετά από αυτό, που θα φύγω εγώ να ανέβω στο βαπόρι, θα την παρακολουθήσετε, να δείτε πού πηγαίνει, τι κάνει» και τα λοιπά. Αυτά. Εντάξει. Ανέβηκε ο άντρας στο βαπόρι απάνω, εκείνη έφυγε. Πήρε μία συγκοινωνία, μπήκαμε και εμείς στη συγκοινωνία αυτή, πήγε στο σπίτι της, στην Καστέλλα.  Τότε, έμεινα εγώ εκεί. Ο κύριος Χαλκιαδάκης έφυγ[00:05:00]ε. Περίμενα να βγει από το σπίτι, να δω πού θα πάει και τα λοιπά. Τίποτα. Πάω την άλλη μέρα, το ίδιο. Την επόμενη μέρα, βγήκε. Τη πήρα, λοιπόν, από πίσω, μπήκε σε ένα σπίτι. Έμεινε καμία ώρα, έφυγε, ξαναγύρισε σπίτι της. Άλλη μία μέρα, την παρακολουθούσα πάλι, στο σπίτι απ’ έξω, χωρίς να με βλέπει βέβαια και να -αυτό- τι γίνεται. Βγαίνει, παίρνει ένα ταξί και φεύγει. Δεν μπορούσα να την παρακολουθήσω, διότι ήμουνα με τα πόδια, εγώ. Την άλλη μέρα, ξαναπάω, αλλά είχα πάρει ένα ταξί -πιο πέρα- σε περίπτωση, που βγει και πάρει ταξί, να πάρω και εγώ το ταξί και να δω πού πηγαίνει. Πράγματι. Πήγα την άλλη μέρα, κάθισα εκεί με τις ώρες, περίμενα. Κάποια στιγμή, έρχεται ένα ταξί, την παίρνει και φεύγει. Παίρνω το ταξί, από πίσω εγώ. Κάπου την πήγε, σε ένα σπίτι. Την άφησα κάνα, δύο μέρες. Μετά πήγα στο σπίτι -αυτό, που είχε πάει- να δω, θα ξαναπάει σε αυτό το σπίτι; Αφού την είδα, λοιπόν, σε ποιο σπίτι πήγε, παρακολουθούσα από μακριά και έβλεπα ποιο κουδούνι χτύπησε. Δηλαδή, εκεί, που ήταν τα κουμπιά -το κουδούνι- πήγα, λοιπόν, και βρήκα και έλεγε σε ποιο όροφο είναι. Και αυτό. Και ανέβηκα, είδα ότι ήταν δύο διαμερίσματα εκεί πέρα. Πήγα, έκανα την αναφορά μου στον Χαλκιαδάκη. Πήγαμε μετά ξανά, καθίσαμε, την παρακολουθούσαμε, μπήκε. Πήγαμε χτυπήσαμε ένα κουδούνι -από τα δύο- τάχα ότι γυρεύουμε κάποιον. Αυτό. Βγήκε κάποιος κύριος -κάποια κυρία μάλλον- η οποία δεν ήταν η γυναίκα του -στο άλλο διαμέρισμα- άρα λοιπόν, αυτή πήγαινε στο άλλο και όχι σε αυτό, που χτυπήσαμε το κουδούνι. Ξαναπήγαμε πάλι -ας πούμε- παρακολουθούσαμε, ήρθε ξανά αυτή. Ειδοποίησα τον -αυτό- μπήκε στο διαμέρισμα εκεί πέρα, έμεινα αρκετή ώρα, ήρθε ο κύριος Χαλκιαδάκης -ήμουνα και εγώ- και ‘φερε και ένα δικηγόρο μαζί. Και χτυπήσαμε το κουδούνι. Και μπήκαμε μέσα στο σπίτι αυτουνού και τους πιάσαμε επ’ αυτόφωρο.

Α.Α.:

Και τι έγινε;

Ε.Α.:

Αφού τους πιάσαμε επ’ αυτόφωρο, είχε δύο μαρτύρους -εμένα και το δικηγόρο- ότι τους πιάσαμε επ’ αυτόφωρο. Της έκανε αγωγή, προκειμένου να πάρει διαζύγιο και πήρε διαζύγιο από αυτήν. Από αυτή τη δουλειά εγώ, ενώ έπαιρνα 1200 δραχμές το μήνα -έτσι;- για κάθε μέρα, που παρακολουθούσα, έπαιρνα 50 δραχμές. Δηλαδή κάθε φορά, που πήγαινα -εγώ- το απόγευμα, που έφευγα από το γραφείο μου -από τη δουλειά μου- και πήγαινα, για να παρακολουθήσω αυτή, έπαιρνα 50 δραχμές. Και όταν τελείωνε η υπόθεση έπαιρνα 500, σαν πριμ. Δηλαδή, έβγαζα πιο πολλά, από ό,τι έβγαζα στην υπηρεσία, που ήμουνα σαν στρατιωτικός. Έτσι; Οπότε κατάφερα και έπιασα ένα σπίτι, το οποίο ήταν στο δεύτερο όροφο. Ήτανε πιο καλό, παρά να πάω σε ένα υπόγειο, με το παιδί και τη γυναίκα μου έγκυο. Η μεγάλη μου η κόρη ήταν 6 χρονών. Λοιπόν.

Α.Α.:

Σε αυτή την ιστορία, πόση ώρα περίπου σε έπαιρνε και περίμενες έξω από το σπίτι;

Ε.Α.:

Μπορεί και τρεις και πέντε ώρες.

Α.Α.:

Και τι έκανες όση ώρα περίμενες;

Ε.Α.:

Καθόμουν και περίμενα. Άλλη μία φορά, ήτανε μία, στην Πλάκα. Έτσι; Η οποία, ξέφευγε «Σαν το χέλι» που λέμε. Δηλαδή, την παρακολουθούσαμε. Κάποια στιγμή, μας έπαιρνε χαμπάρι -δεν ξέρω, τι γινότανε- ξέφευγε, τη χάναμε. Τότε, είχαμε νοικιάσει αυτοκίνητο και πηγαίναμε με αυτοκίνητο, μαζί με τον κύριο Χαλκιαδάκη. Εγώ πεζός, εκείνος με το αυτοκίνητο. Δηλαδή, όταν αυτή έπαιρνε αυτοκίνητο και τα λοιπά, να πάω εγώ, να τον βρω και θα την πάρουμε από πίσω με το αυτοκίνητο. Και πάλι, εκεί μας έφευγε. Δηλαδή, έφευγε από την Πλάκα, ανέβαινε Πατησίων -έτσι;- έμπαινε σε ένα κτίριο, παρατούσε το αυτοκίνητο και -από ό,τι διαπιστώσαμε- έβγαινε από το πίσω μέρος του κτιρίου. Έπαιρνε άλλο αυτοκίνητο και πήγαινε, όπου πήγαινε. 

Α.Α.:

Πώς το διαπιστώσατε αυτό;

Ε.Α.:

Την χάναμε, δεν ξανάβγαινε μετά από το κτίριο. Ναι.[00:10:00] Για αυτό, γυρίσαμε -λοιπόν- το κτίριο γύρω-γύρω, να δούμε από πού έφευγε. Γιατί καθόμαστε ώρες εκεί πέρα και δεν ξανάβγαινε από το κτίριο έξω. Και γυρίσαμε να δούμε, είχε άλλη έξοδο το κτίριο; Για αυτό, διαπιστώσαμε ότι από το πίσω μέρος έχει άλλη έξοδο το κτίριο. Κατάλαβες; Λοιπόν, κάποια στιγμή, την παρακολουθούσα. Μου λέει: «Θα πας θα στηθείς απ’ έξω από το σπίτι -ας σε βλέπει-». Εκτός από τον κύριο Χαλκιαδάκη, είχε έρθει κι άλλος ένας συνάδελφος, που είχε στο γραφείο και παρακολουθούσαμε αυτές τις υποθέσεις. Έφυγε με τα πόδια. Λοιπόν, την πήρα εγώ από πίσω. Όταν έφτασα στο Μοναστηράκι, εκεί στο σιδηρόδρομο -που μπαίνουν- στην είσοδο του σιδηροδρόμου, απ’ έξω από εκεί, είχε ένα περίπτερο. Λοιπόν, εκεί στεκόταν ένας αστυφύλακας. Τότε ήταν αστυνομία πόλεων, η αστυνομία, αστυφύλακας. Τη βλέπω εγώ, πάει σε αυτόν. Και έρχεται ο αστυφύλακας με το μέρος μου, λέει: «Γιατί παρακολουθείτε την κυρία;». «Εγώ;». Του λέω: «εγώ παρακολουθώ την κυρία;». «Έτσι, παραπονείται». «Για φέρε μου την εδώ πέρα» του λέω. Έρχεται αυτή εκεί πέρα, της λέω: «Δεν μου λέτε κυρία μου, σας πείραξα; Σας είπα τίποτα; Σας ενόχλησα;». «Ναι -λέει- ερχόσουν από πίσω μου». «Και επειδή ερχόμουν από πίσω σου -της λέω- απαγορεύεται να έρχομαι από πίσω σου; Στο δρόμο, που πήγαινες εσύ, πήγαινα και εγώ». Αυτή τώρα, λέει: «Τον ξεφορτώθηκα τούτον». Αλλά εντωμεταξύ, μαζί με μένα, ήταν ένας άλλος εκεί, πιο κοντά. Την παίρνει αυτός από πίσω. Μετά από λίγο, πάει πιο πέρα, παίρνει ένα ταξί. Αλλά εντωμεταξύ, τη πήρε και ο Χαλκιαδάκης με το αυτοκίνητο από πίσω. Είδε ότι πήρε το αυτοκίνητο, την παρακολούθησε, είδε που πήγε, μπήκαν πάλι μέσα -αυτό- την πιάσαμε «Στα πράσα» που λένε και τελείωσε και αυτή η υπόθεση.

Α.Α.:

Καμουφλαριζόσασταν με κάτι;

Ε.Α.:

Όχι. Όπως είμαι τώρα, έτσι. Δηλαδή πήγα στήθηκα έξω από το σπίτι, όπως είμαι τώρα, με πολιτικά. Έτσι; Και περίμενα, πότε θα βγει από το σπίτι της. Ας με έβλεπε, δεν με πείραζε. Γιατί αλλιώς, όταν -ας πούμε- κρυβόμουν και την παρακολουθούσα, χωρίς να με παίρνει χαμπάρι και τα λοιπά, όλο μας ξέφευγε. Κατάλαβες; Ενώ τώρα, εφαρμόσαμε αυτό το κόλπο, που σκέφτηκε ο κύριος Χαλκιαδάκης και ενώ νόμιζε ότι -εντάξει- με ξεφορτώθηκε και ήτανε αμέριμνη ότι: «Εντάξει, τον ξεφορτώθηκα τούτον, που με παρακολουθεί», πήγα και την τσακώσαμε, εκείνη την ημέρα και πήραμε αυτό. Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε αρκετές στο… Μετά, πήρα μετάθεση. Εγώ είχα δώσει -εντωμεταξύ- εξετάσεις, τότε. Έτσι; Το ‘66. Είχα πετύχει στη…αυτό. Παρέμεινα στην Αθήνα, για κοντά πέντε μήνες. Η γιαγιά ήρθε στη Χίο, για να γεννήσει, το καλοκαίρι του ‘66. Τον Αύγουστο γέννησε η γιαγιά. Εγώ παρέμεινα στην Αθήνα, για να τελειώσω τη σχολή στρατολογίας, που είχα πετύχει και μετά από κει, έφυγα και πήγα στη Σάμο. Η γιαγιά ήταν εδώ, στη Χίο. Γέννησε τη δεύτερη κόρη μου, την Πόπη, τον Αύγουστο και τα Χριστούγεννα ήρθα να τις πάρω, να πάμε στη Σάμο. -Αυτά που έχω πει, πώς πήγαμε και τα λοιπά- 

Α.Α.:

Ωραία, θέλω να έρθουμε στο θέμα πάλι. Θέλω να μου πεις λεπτομέρειες. Ας πούμε, πώς έρχονταν οι άνθρωποι στο γραφείο; Απευθυνόντουσαν σε εσένα;

Ε.Α.:

Δηλαδή, ερχόταν κάποιος, λέει: «Έχω υποψίες, ότι η γυναίκα μου με απατάει» έτσι; Μας έδινε τις φωτογραφίες της γυναίκας του και τα λοιπά και από κει και πέρα, αναλάμβανε το γραφείο, να δει με ποιον απατάει τον…αυτό.

Α.Α.:

Συνήθως έρχονταν άντρες; 

Ε.Α.:

Συνήθως, άντρες. Δηλαδή, τα πιο πολλά περιστατικά, που είχα εγώ. Γιατί δεν έμεινα πάρα πολύ χρόνο -έμεινα γύρω στο τετράμηνο, πεντάμηνο- στην Αθήνα τότε. Γιατί πήρα μετάθεση και πήγα στη Σάμο. Κατάλαβες; Δεν έμεινα πάρα πολύ.

Α.Α.:

Τέλος πάντων, μη σκοτίζεσαι με αυτό. Θέλω να σε ρωτήσω. Μου είπες ότι, συνήθως έρχονταν άντρες.

Ε.Α.:

Ναι.

Α.Α.:

Και ότι, ένα από τα παραδείγματα, που μου έδωσες ήταν ότι αυτός ήταν να[00:15:00]υτικός. 

Ε.Α.:

Ναι.

Α.Α.:

Ήταν γεγονός; Ότι οι γυναίκες των ναυτικών, συνήθως, απατούσαν;

Ε.Α.:

Σου λέω, μία υπόθεση ήταν αυτή. Ο άλλος, δεν ξέρω τι επάγγελμα έκανε. Δεν ήτανε όλοι ναυτικοί. Ήτανε και από άλλα επαγγέλματα. Αλλά αυτόν -τον δεύτερο τώρα- αυτόν -σου λέω- που έμενε στην Πλάκα, δεν ξέρω τι δουλειά έκανε. Σου λέω τα δύο παραδείγματα, που έζησα εγώ τότε.

Α.Α.:

Έχεις παρακολουθήσει ποτέ άντρα;

Ε.Α.:

Όχι δεν έτυχε. Εγώ, 3-4 περιπτώσεις, που παρακολούθησα τον καιρό, που έμεινα εκεί, ήταν όλο άντρες, που ερχόντουσαν για να παρακολουθήσουμε τις γυναίκες τους. 

Α.Α.:

Πόσο χρόνο σου έπαιρνε, για να τελειώσεις μία υπόθεση;

Ε.Α.:

Μπορεί να περνούσε και ένας και δύο μήνες, για να τελειώσει κάθε υπόθεση.

Ε.Α.:

Και όπως σου είπα, για κάθε φορά που πήγαινα στη δουλειά, έπαιρνα 50 δραχμές. Και κάθε φορά που τελείωνε η υπόθεση -κάθε υπόθεση, που πιάναμε ας πούμε, τον μοιχό- παίρναμε 500 ευρώ πριμ.

Α.Α.:

Δραχμές.

Ε.Α.:

500 δραχμές ,τότε. Τότε, μέναμε στη Φυλής και ήταν στο Πεδίο του Άρεως, ήταν το Green Park. Ήταν ένα κέντρο, που έκανε νούμερα. Πήγαινες εκεί για το γλυκό σου και έβλεπες τα νούμερα, που κάνουν ακροβατικά, τραγούδια και τέτοια πράγματα. Και έλεγε η γιαγιά, καμιά μέρα: «Να πάμε και εμείς σήμερα, που είναι Κυριακή;». Της λέω: «Σήμερα, που είναι Κυριακή, θα πάω πρωί-απόγευμα στη δουλειά και θα πάρω 100 ευρώ. Αν πάμε στο Green Park θέλουμε και 50 ευρώ. Άρα 100, που θα πάρω από το αυτό και 50 που θα δώσω στο Green Park είναι… 150 ευρώ θα χάσω σήμερα. Και δεν πηγαίναμε στο Green Park να δούμε αυτό. Μία φορά πήγαμε μόνο. Έκανε η γιαγιά υπομονή, γιατί δεν ήταν εύκολα πράγματα να γυρνάς από τη μία πόλη στην άλλη. Δεν μέναμε πάντοτε σε καλά σπίτια. Παραδείγματος χάρη, στα Τρίκαλα, που πήγαμε, πήγα και έπιασα ένα υπόγειο. Και είχα μωρό τη Μαρία ένα χρόνο. Ήταν χρονιάρα. Δηλαδή, το ‘61, που πήγα στα Τρίκαλα, ήταν η Μαρία ενός χρόνου. Της κάνανε τα γενέθλια εδώ, στη Χίο, ο παππούς και η γιαγιά και εμείς πήγαμε στα Τρίκαλα, να βρούμε σπίτι, για να πάμε. Και γυρίσαμε μετά και πήραμε και τη Μαρία. Και η σπιτονοικοκυρά, μας λέει: «Ρε παιδιά -άμα πήγαμε με το μωρό, λέει- κάτω θα μείνετε; Έχει υγρασία και τα λοιπά. Έχω ένα δωμάτιο απάνω ελεύθερο, να ‘ρθειτε, να μείνετε απάνω. Αλλά πρέπει να μείνετε μαζί μας». Γιατί -ας πούμε- ήτανε το δωμάτιο, ο διάδρομος και το άλλο δωμάτιο, που έμενε η κυρά Κατίνα. Ήταν από την Πορταριά Τρικάλων αυτή. Θυμάμαι, σαν να είναι τώρα. Είχαμε κοινή κουζίνα. Η κουζίνα ήταν ένα δωματιάκι μικρό, με ένα νεροχύτη. Από πάνω είχε μία λαμαρίνα -όχι αυτό- νερό παίρναμε από την αυλή. Είχε τουλούμπα. Τρόμπα, που βάζανε το νερό. Έπρεπε να κατέβουμε, με την τρόμπα, να βάλουμε νερό σε ένα κουβά -σε ό,τι δοχείο είχαμε- να πλυθούμε, να πιούμε, να κάνουμε τις δουλειές μας. Και αποχωρητήριο κοινό. Εν τω μεταξύ, αυτή είχε και ένα γιο, ο οποίος έμενε στο διάδρομο. Αυτός ξενυχτούσε -ήταν ξενύχτης- έπαιζε χαρτιά, όλη την νύχτα. Έπαιζε χαρτιά και το πρωί κοιμόταν στο διάδρομο. Η Αλίκη -τότε κοριτσάκι- φοβόταν και να περάσει από το διάδρομο. Λέει: «Αν ξυπνήσει αυτός και με τσακώσει και μου κάνει τίποτα;» και πήγαινε και κλειδωνόταν μες στο σπίτι, μες στο δωμάτιο, που είχαμε νοικιάσει. Ευτυχώς μείναμε εκεί λίγο καιρό. Μείναμε ένα χρόνο εκεί πέρα. Μετά φύγαμε, πήγαμε Κοζάνη. Εκεί πιάσαμε ένα τεράστιο σπίτι. Έπιπλα δεν είχαμε πολλά και τα λοιπά. Και αυτό. Ήτανε δύσκολες εποχές. Και δύσκολο να μετατίθεσαι. Γιατί δεν ήτανε οι μεταθέσεις, όπως είναι τώρα. Δηλαδή, φεύγω από δω -απ’ τη Χίο- και πάω Αλεξανδρούπολη. Έρχεται το φορτηγό, φορτώνει τα πράγματα μου εδώ και τα πάει στην Αλεξανδρούπολη και το ξεφορτώνει στο σπίτι, που έχω πιάσει. Τότε έπρεπε -αν ταξίδευες με πλοίο- να βρεις φορτηγό πλοίο, να τα βάλεις. Με το βίντσι, με το παλάγκο απάνω, να τα πάνε στο λιμάνι, που θα πας και να τα ξεφορτώσουν. Να πας να τα πάρεις από κει ή να τα[00:20:00] πάρεις στην Αθήνα -παραδείγματος- που πήγαμε στην Κοζάνη. Φορτώσαμε από εδώ τα πράγματα στο πλοίο, τα πήραμε από το λιμάνι, τα πήγαμε στο σταθμό, τα φορτώσαμε στο τρένο, πήγαμε στην Κοζάνη -στο σταθμό του τρένου πάλι- στην Κοζάνη και τα λοιπά. Ήταν δύσκολες οι μεταθέσεις τότε. Ταλαιπωρία. Αλλά τη ζωή μας τη ζήσαμε -μετά, που πήρα την αυτή- με τα ταξίδια μας, με τα -αυτά- να πάμε στους χορούς μας, να βγούμε, κάθε Κυριακή, να φάμε έξω. Αυτό, ξέρω ‘γω τι. Ζήσαμε πολύ καλά μετά.

Α.Α.:

Στη δουλειά αυτήν, την πολύ ιδιαίτερη, που βρήκες να κάνεις σαν έξτρα δουλειά, ήσουν ο μόνος που ασχολούνταν με αυτές τις υποθέσεις, σχετικά με την μοιχεία; Ήταν μεγάλο το προσωπικό του γραφείου;

Ε.Α.:

Αφού σου λέω, είχε γραφείο στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, Θεσσαλονίκη και το γραφείο στην Πατησίων 4. Τέσσερα γραφεία είχε, άρα είχε και πάρα πολύ προσωπικό. Δηλαδή, αυτές τις υποθέσεις, που σου λέω εγώ, τις είχα αναλάβει εγώ. Ήταν κι άλλο. Σου λέω, ήταν και η γυναίκα του. Δηλαδή, την κοπέλα που… Είχαμε και γυναίκες που παρακολουθούσαν, δεν παρακολουθούσα μόνο εγώ. Δεν είχαμε μόνο άντρες προσωπικό, είχαμε και γυναίκες.

Α.Α.:

Αυτό είναι σημαντικό.

Ε.Α.:

Κατάλαβες; 

Α.Α.:

Και οι γυναίκες παρακολουθούσαν-

Ε.Α.:

-παρακολουθούσαν, όπως παρακολουθούσα κι εγώ. Αναλάμβαναν και αυτές υποθέσεις.

Α.Α.:

Τι υποθέσεις αναλάμβανε το-

Ε.Α.:

-Σου λέω, μέχρι την υπόθεση της δολοφονίας του γιου, του Ωνάση.

Α.Α.:

Τι άλλες υποθέσεις;

Ε.Α.:

Δεν ήξερα όλες τις υποθέσεις του γραφείου εγώ. Και μετά, δεν έκατσα τόσο πολύ, ώστε -ας πούμε- να έχω μεγάλη γνώση. Σου λέω, τέσσερις-πέντε μήνες δούλεψα. 

Α.Α.:

Οπότε είχες αναλάβει 2 υποθέσεις. 

Ε.Α.:

Δυο υποθέσεις κι άλλη μία. Δεν θυμάμαι ακριβώς λεπτομέρειες, για την τρίτη. Τρεις υποθέσεις είχα αναλάβει όλες και όλες. Οι οποίες, πήραν αυτούς τους τέσσερις μήνες, που έμεινε στο γραφείο. Γιατί σου λέω, πολλές φορές μπορεί να μας πάρει και έναν και ενάμιση και δύο μήνες, η μια υπόθεση.

Α.Α.:

Στο δικαστήριο μετά, παρευρισκόσουν και εσύ;

Ε.Α.:

Δίναμε κατάθεση, ένορκη στον αυτόν -που πηγαίνανε, ας πούμε- στον ανακριτή, που πήγαινε για την μοιχεία, που την έπιανε. 

Α.Α.:

Τότε ήταν παράνομο, να παρακολουθείς κάποιον;

Ε.Α.:

Ήταν παράνομο. Δηλαδή, ήταν αιτία διαζυγίου και τιμωρούνταν ο μοιχός. Είχε και ποινή. Δηλαδή, εκτός από το ότι γινόταν αιτία, για να πάρεις το διαζύγιο εναντίον του… Δηλαδή, να έχεις εσύ όλα τα οφέλη από το αυτό… Στην Αμερική, παραδείγματος χάρην, όταν σε τσακώσουν να κάνεις αυτή τη δουλειά -να απατάς τη γυναίκα σου ή να σε απατάει η γυναίκα σου- μπορεί να σου πάρει όλη την περιουσία που έχεις. Είχε πολλή περιουσία. Του την πήρε όλη, η γυναίκα του. Εδώ δεν ήταν τόσο αυστηροί οι νόμοι. Αλλά αλλού, στο εξωτερικό -στην Αμερική- ακόμα υπάρχει η μοιχεία και τιμωρείται ο μοιχός, πολύ ακριβά. 

Α.Α.:

Δεν εννοούσα αυτό. Εννοούσα, αν ήταν παράνομο να παρακολουθείς κάποιον. Εσύ, δηλαδή.

Ε.Α.:

Όχι, το γραφείο είχε άδεια και οι υπόλοιποι -και εμείς- είχαμε άδεια και είχαμε και ταυτότητα ιδιωτικού ντετέκτιβ. Δηλαδή, ενεργούσαμε νόμιμα. Αυτός, δηλαδή, είχε πάρει άδεια και το προσωπικό του ήταν νόμιμο. Διοριζόμαστε, δηλαδή. Μας έπαιρνε νόμιμα στο γραφείο του και μας έβγαζε και ταυτότητα. Απαγορευόταν, βέβαια, να ‘ρθεις σε επαφή -δηλαδή, παρακολουθούσες μία γυναίκα- να την πειράξεις, να κάνεις, να δείξεις. Όπως σου είπα, ας πούμε, την άλλη, την παρακολουθούσα φανερά αλλά ούτε της μίλησα, ούτε την πείραξα, ούτε την πλησίασα κοντά, ούτε τίποτα.

Α.Α.:

Οπότε υπήρχαν και κάποιοι κανόνες.

Ε.Α.:

Υπήρχαν κανόνες παρακολουθήσεως. Δεν μπορούσες να πας, να την πιάσεις να της πεις: «Έλα εδώ, σε έπιασα» και τα λοιπά.

Α.Α.:

Και πάντα στο τέλος κάθε υπόθεσης, υπήρχε και ο δικηγόρος;

Ε.Α.:

Υπήρχε και ο δικηγόρος. 

Α.Α.:

Εσύ, όταν βγήκες αυτή τη δουλειά, σου πήρε κάποιο χρόνο; Πέρασες από κά[00:25:00]ποια εκπαίδευση;

Ε.Α.:

Όχι, απλώς μου ‘δωσαν οδηγίες και τα λοιπά. Τι θα κάνω, πώς θα κάνω… Σου λέω, όταν πήγα να παρακολουθήσω αυτή, στην Καστέλλα, μου λέει: «Θα πας, θα στηθείς απ’ έξω. Ας σε βλέπει εκείνη. Δεν μας πειράζει». Αλλά, είχα κι άλλο συνάδελφο μαζί, ο οποίος ήταν αόρατος. Δεν τον έβλεπε αυτή, ότι είμαστε δύο και την παρακολουθούσαμε δύο. Την παρακολουθούσα εγώ. Επειδή όλο μας ξέφευγε και δεν μπορούσαμε να την πιάσουμε -έτσι;- εφάρμοσε αυτό, το κόλπο ο κύριος Χαλκιαδάκης και λέει: «Θα πας, θα στηθείς απ’ έξω και ας σε βλέπει. Όταν φύγει, θα την πάρεις από πίσω, να δούμε πού πηγαίνει και τα λοιπά». Και σου λέω, πώς έγινε το περιστατικό, την ημέρα που την πιάσαμε -ας πούμε- ότι, αυτή στο Μοναστηράκι, φώναξε τον αστυφύλακα, να με παρατηρήσει ότι την παρακολουθούσα και τα λοιπά, ξέρω ‘γω τι. Ο αστυφύλακας δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα. Όταν έφυγε η κοπέλα, του λέω: «Με συγχωρείς -του λέω- είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ». Του έδειξα την ταυτότητά μου και τα λοιπά. Μου λέει: «Πήγαινε στο καλό». Κατάλαβες; 

Α.Α.:

Φιλίες από το γραφείο εκείνο είχες πιάσει;

Ε.Α.:

Όχι, γιατί δεν έμενα στο γραφείο, ας πούμε. Πήγαινα, μου ‘διναν οδηγίες, τι έπρεπε να κάνω την ημέρα εκείνη και έφευγα. Με το προσωπικό -ας πούμε- είχαμε συνεργαστεί, μία φορά, με την μετέπειτα γυναίκα του. Την κοπέλα που πήγαμε μαζί στο γραφείο. Έτυχε και πήγαμε μαζί. Την μέρα που πήγα εγώ, πήγε και εκείνη στο γραφείο και γύρευε δουλειά.

Α.Α.:

Είχατε συνεργαστεί μου είπες. 

Ε.Α.:

Είχαμε συνεργαστεί μία φορά μαζί. 

Α.Α.:

Δηλαδή; 

Ε.Α.:

Ο ένας παρακολουθούσε και ο άλλος ήτανε πίσω, ο αόρατος.

Α.Α.:

Αυτός, που παρακολουθούσε πίσω, λεγόταν «Ο αόρατος»;

Ε.Α.:

Ο άλλος, ο αόρατος. Αυτός, που δεν ήξερε εκείνη, δεν μπορούσε να αντιληφθεί ο άλλος ότι τον παρακολουθούσε.

Α.Α.:

Είχατε κάποιου είδους σινιάλο;

Ε.Α.:

Είχαμε, απλώς, οπτική επαφή.

Α.Α.:

Δεν συνεννοούσασταν, δηλαδή, με σινιάλο. 

Ε.Α.:

Όχι. Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και τα λοιπά, να έχουμε κινητά τηλέφωνα.

Α.Α.:

Επίσης, είχατε μήπως φωτογραφικές μηχανές; κάποια εργαλεία, εκτός από το-

Ε.Α.:

-Όχι δεν είχαμε εργαλεία. Εγώ τουλάχιστον δεν είχα εργαλεία. Μόνο παρακολουθούσα.

Α.Α.:

Σου φάνηκε δύσκολη, αυτή η δουλειά;

Ε.Α.:

Δύσκολη. Το βράδυ, που ερχόμουνα πολλές φορές παρακολουθούσαμε και μέχρι τις 12 η ώρα, τη νύχτα. Δεν παρακολουθούσαμε μόνο την ημέρα. Και τη νύχτα. Γιατί ορισμένες έβγαιναν και νύχτα. Δεν έβγαιναν την ημέρα, περιμέναν να νυχτώσει, να αυτό. Και μπορεί να έβγαινε 11 η ώρα, στις 12 η ώρα. Να βγει, για να πάει κάπου. 

Α.Α.:

Δηλαδή, πιστεύεις ότι κάποια από αυτές υποψιάζονταν ότι…

Ε.Α.:

Κάποιοι από τους άντρες τους, υποψιάζονταν ότι η γυναίκα τους, τους απατάει. Και ερχόταν στο γραφείο, κάνανε παζάρι με τον κύριο Χαλκιαδάκη, πόσα λεφτά χρειάζονται, για να αυτό. Έδινε φωτογραφίες της γυναίκας του και από κει και πέρα ξεκινούσε -ας πούμε- η παρακολούθηση. 

Α.Α.:

Οι γυναίκες εκείνες; Πιστεύεις ότι καταλαβαίναν ότι κάποιος τις παρακολουθεί;

Ε.Α.:

Όχι, γιατί άμα καταλαβαίνανε…Ή και να καταλαβαίνανε καμιά φορά, προσπαθούσαν να ξεφύγουν, όπως σου λέω τώρα, με αυτή την κοπέλα, που ήταν στην Καστέλλα. Αλλά εκεί, πήγα εγώ επίτηδες, να με δει ότι την παρακολουθώ, για να συνεχίσει να την παρακολουθεί ο επόμενος, ώστε να μην παίρνει χαμπάρι, να μην το καταλαβαίνει, να μην… Αυτό. Διότι άμα το καταλάβαινε, θα προσπαθούσε να ξεφύγει, να παραπλανήσει αυτόν, που την παρακολουθούσε.

Α.Α.:

Και ο σκοπός; Δηλαδή, αυτό που σας συζητούσαν οι άνθρωποι, που ερχόντουσαν στο γραφείο, ήταν απλά να τις πιάσετε στα πράσα ή να βρείτε και άλλες πληροφορίες;

Ε.Α.:

Όχι, να τις πιάσουμε στα πράσα, να δούμε πού πηγαίνει. Δηλαδή, όταν πήγαινε κάθε μέρα σε ένα συγκεκριμένο σπίτι -έτσι;- κάτι συνέβαινε εκεί, στο σπίτι. Παρακολουθούσαμε να δούμε, θα βγει με κάποιον; Γιατί δεν πηγαίναμε -ας πούμε- έπρεπε να δούμε, μήπως μετά, από το σπίτι αυτό, βγαίνανε και με κάποιον και πού πηγαίνανε. Κατάλαβες; Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Γυρνούσα το βράδυ και τα πόδια μου βγάζανε φλόγες από κάτω, από την ορθοστασία και από το περπάτημα. Και έπρεπε να κάνω το ποδόλουτρο μου, για να πάω αυτό. Και το πρωί, έπρεπε να σηκωθώ, να πάω και στη δουλειά. Δεν ήταν εύκολη δουλειά.

Α.Α.:

[00:30:00]Και πώς σταμάτησε αυτή η δουλειά; Γιατί σταμάτησες να δουλεύεις εκεί;

Ε.Α.:

Γιατί έφυγα. Πήρα μετάθεση στη Σάμο, είπαμε.

Α.Α.:

Οπότε, αν δεν έπαιρνες μετάθεση, θα συνέχιζες; 

Ε.Α.:

Όσο έμενα στην Αθήνα θα -αυτό- γιατί δεν έβγαιναν τα λεφτά, που έπαιρνα εκείνη την εποχή, για να ζήσουμε με τη γυναίκα μου και με την κόρη μου. 

Α.Α.:

Και πώς σου φάνηκε αυτή η εμπειρία, που το έκανες και αυτό στη ζωή σου;

Ε.Α.:

Εντάξει. Μια εμπειρία ήτανε. Ήταν βέβαια κουραστική. Αλλά τουλάχιστον, εξασφάλισα αυτά, που ήθελα για το σπίτι μου, για την οικογένειά μου. 

Α.Α.:

Δεν ένιωθες ενοχές, που κάποιον προδίδεις;

Ε.Α.:

Όχι. Γιατί να νιώθω ενοχές; Εγώ δεν έκανα τίποτα. Αυτός διέπραττε το αδίκημα της μοιχείας. 

Α.Α.:

Τι πιστεύεις τώρα, για το αδίκημα της μοιχείας, που πλέον δεν είναι αδίκημα;

Ε.Α.:

Τώρα σου φαίνεται εσύ καλό, να πάω εγώ σε μία γυναίκα, να απατήσω τη γυναίκα μου και χωρίς να έχω καμία ευθύνη; Δηλαδή, να μην διαπράττω κάποιο αδίκημα. Ούτε ηθικό, ούτε ποινικό. Διαπράττω κανένα αδίκημα, το να σηκωθώ, να απατήσω τη γυναίκα μου, με μία άλλη, αυτή τη στιγμή; Δεν διαπράττω.

Α.Α.:

Οπότε διαφωνούσες με αυτό.

Ε.Α.:

Ναι. Έπρεπε, διότι έτσι, με αυτό τον τρόπο, έχουν διαλυθεί οικογένειες. Τα διαζύγια πάνε και έρχονται. Δηλαδή, η μισή Ελλάδα, οι μισοί παντρεμένοι, έχουνε χωρίσει. Παλιά τα ζευγάρια παντρευόντουσαν, ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις. Δεν ήταν πάμπολλες περιπτώσεις, όπως είναι τώρα. Με την παραμικρή δυσκολία -με την παραμικρή αυτή- «Χωρίζουμε». Τότε έπρεπε να υπάρχουν συγκεκριμένα -ας πούμε- αυτά, όπως ήταν ή μοιχεία. Η απιστία είναι κάτι, το οποίο ναι μεν είναι… αυτό, αλλά, τώρα δεν είναι τίποτα.

Α.Α.:

Ευχαριστώ πολύ.

Ε.Α.:

Παρακαλώ. Αυτά.