«Όσα έζησα στην Ελούντα»: Η Σπιναλόγκα, η κοινωνία των λεπρών, οι σχέσεις με την τοπική κοινωνία τότε, αλλά και το τόσο διαφορετικό σήμερα
Ενότητα 1
Η καταγωγή, τα χρόνια στην Ελούντα και το λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα
00:00:00 - 00:22:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας; Ονομάζομαι, Μαρία Σακέτου. Εγώ είμαι η Ειρήνη Μπαρμπούνη, Ερευνήτρια στο Istorima. Είναι …χωράφι παρά να έχω κολαΐνα!». Επουλήσανε λοιπόν τα σπίτια τους, και ξέρεις πώς έγινε... Ο Βενιζέλος… Ξέρεις την ιστορία με τους λεπρούς;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Ο αυστηρός πατέρας
Πορτέτο του πατερα της κυρίας Μαίρης.

Οι οικογένεια
Ο παππούς και η γιαγιά της κυρίας Μαίρης.

Το σπίτι στον Αγιο Νικόλ ...
Το σπίτι στο τελωνείο.

Μπαμπάς και δάσκαλος
Ο μπαμπάς της κυρίας Μαίρης.
Ενότητα 2
Τα συμπτώματα των Χανσενικών και ο ρατσισμός που βιώναν
00:22:29 - 00:28:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πείτε μας τη… Ο Βενιζέλος, πήγαινε βόλτα με το άλογο. Δεν υπήρχε άλλο μέσο να πας περίπατο τότε, με τα άλογα. Στα Χανιά και πήγε, πέρασε …ου-γύρου, μέχρι να μεγαλώσουν λίγο-λίγο. Και η μία θαρρώ παντρεύτηκε μέσα στο λεπροκομείο. Τέτοιες ιστορίες πάρα πολλές, πάρα πάρα πολλές!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η παλιά Πλάκα και το ταξίδι στη Μικρά Ασία και το Λονδίνο
00:28:47 - 00:56:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τα δέκα χρόνια τώρα, που έμεινε ανεκμετάλλευτη η Σπιναλόγκα, πώς ήταν εδώ η περιοχή; Που φύγαν οι λεπροί ωστόσο; Αυτοί που τροφοδοτού…δεν κάνουνε μούρα, αρσενικές είναι; Δεν ξέρω, δεν έχουμε και νερά να ποτίσουμε βέβαια κι αυτό είναι ένα πλην. Αυτοί έχουν πολλά νερά εκεί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα χαρούπια, το βραβείο και οι ιστορίες από τα παλιά
00:56:30 - 01:13:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και για πείτε μου εδώ πέρα για τον έπαινο που μου είπατε πριν που έχουμε εδώ πέρα στον τοίχο που είναι και αυτό ενδιαφέρον να μου πείτε να τ… για τον παπά πας στην εκκλησία; Όχι… Αλλά, εντάξει, πρέπει κι αυτός, κάτι να βοηθάει… Τώρα κι οι παπάδες έχουνε γίνει επάγγελμα. Δυστυχώς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Το βραβείο
Το βραβείο του Φεστιβαλ Θεσσαλονίκης.
Ενότητα 5
Τα παιδικά χρόνια και οι δουλειές στο νησί
01:13:20 - 01:26:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτό ακριβώς. Κι έχετε κάτι άλλο να μας προσθέσετε για τα παιδικά χρόνια στην Ελούντα ή κάτι τέτοιο; Εάν θυμάστε κάτι άλλο… Κοίταξε, τα …τσι… τι να κάνουμε; Εντάξει, να σε κεράσω κάτι θέλω τώρα… Να σου δώσω ένα παγωτάκι. Ωραία, να το κλείσουμε λοιπόν… Κλεισ’το, κλειστό!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι, Μαρία Σακέτου.
Εγώ είμαι η Ειρήνη Μπαρμπούνη, Ερευνήτρια στο Istorima. Είναι 3 Ιουνίου του 2021 και βρισκόμαστε στην Ελούντα. Πότε γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα 6/2 του ’42.
Και από πού είστε;
Η καταγωγή μου είναι, από το Καστέλι Φουρνής, αλλά έχω δεσμούς και με την Ελούντα, γιατί ο πατέρας μου ήταν από το Καστέλι κι η μαμά μου από την Ελούντα.
Και με τι ασχολείστε;
Είμαι μαθηματικός. Συνταξιούχος.
Αυτό δεν το ήξερα, για παράδειγμα.
Δεν πειράζει. Γι’ αυτό σου είπα και για τον Σταμέλο χθες, είναι πολύ καλός μαθηματικός. Απ’ ότι είδα δηλαδή, δεν έχουμε κάνει μαζί, αλλά καταλαβαίνω πέντε πράγματα.
Και με την Ελούντα τι σχέσεις έχετε;
Η μαμά μου ήταν από εδώ. Ο μπαμπάς της ήταν ο Μαυρικάκης, που είχε το «Μέγαρο» παλιά. Και παντρεύτηκε απ’ το Φουρνί τον μπαμπά μου, που ήταν καθηγητής και ήταν Γυμνασιάρχης στον Άγιο Νικόλαο. Εμείς μέναμε στον Άγιο Νικόλαο βέβαια, αλλά τα καλοκαίρια, τις γιορτές, όποτε είχαμε διακοπές, στον παππού ερχόμαστε και στη γιαγιά και γι’ αυτό έχω ιδιαίτερους δεσμούς. Και με το Καστέλι βέβαια, οι γονείς του πατέρα μου πεθάνανε, είχανε πεθάνει. Και είχα μόνο τον παππού και τη γιαγιά εδώ και γι’ αυτό είχα πιο πολλούς δεσμούς προς τα εδώ, παρά προς το Καστέλι, παρόλο που έχουμε μεγάλη περιουσία κι από κει, αλλά σαν μικρό παιδάκι δεν πολυπήγαινα εκεί, μόνο το καλοκαίρι, έκανε και κρύο.
Και πώς θυμάστε την Ελούντα στα παιδικά σας χρόνια;
Στα παιδικά μου χρόνια ήτανε ένα χωριό, το οποίο έφτανε μέχρι πού να σου πω; Μέχρι της Ζαχαρένιας. Ξέρεις εσύ τώρα πού είναι η Ζαχαρένια. Δεν είχε... Από δω πέρα δεν είχε καθόλου σπίτια. Εμείς μέναμε λίγο πιο πάνω από τη πλατεία. Λίγο πιο πάνω από εμάς είχε ο παππούς μου ένα φούρνο, που τον νοίκιαζε κάποιος και ζύμωνε το ψωμί με τα χέρια να φανταστείς. Με τις σκάφες και ερχόνταν το πρωί από τον Άγιο Νικόλαο ουρά, για να πάρουνε τέτοιο ψωμί με τα ξύλα, ξυλόφουρνο. Δεν υπήρχε τότε... Και μετά έκανε αυτός, που τον είχε αυτό τον φούρνο, έκαμνε ύστερα, ο… πώς τον λέγανε; Ο… που έχει το φούρνο κάτω;
Ο Ταμπουρατζής.
Ο Ταμπουρατζής, έκανε ύστερα ηλεκτρικό φούρνο, από εκεί ξεκίνησε. Από αυτόν το φούρνο. Ο παππούς μου ήταν τοπικιστής, αγαπούσε πάρα πολύ τον τόπο του. Πάρα, πάρα πολύ! Γι’ αυτό ό,τι λεφτά έβγαζε, έκανε αυτή την πανσιόν να την πω, πώς να την πω; Το λεγόμενο «Μέγαρο», γιατί ήταν το μεγαλύτερο κτήριο και γι’ αυτό το ονόμασε «Μέγαρο». Είχε τρεις ορόφους, όλα τα άλλα ήτανε μικρά σπιτάκια, ο οποίος λειτουργούσε με λάμπες πετρελαίου… Εγώ το πρόλαβα αυτό. Και με βρυσάκια τσίγκινα, που βάζαν το νερό από πάνω και πλενόνταν από κάτω. Εκεί όμως, περάσαν πολλοί άνθρωποι μεγάλης ολκής, οι οποίοι, η μία έγραψε τα «Κρόσια του φεγγαριού». Το οποίο γύρισε μετά ο αυτός… πώς τον λέγανε; Ο Disney. Εδώ, κι έμενε εκεί. Κι ενεπνεύσθη τα «Κρόσια του φεγγαριού» απ’ το φεγγάρι που έβγαινε και το ‘βλεπε πίσω από το βουνό. Άμα δεις κάτι εικόνες που βλέπω κάθε πρωί και το βράδυ από εδώ απ’ τη πόρτα, είναι να τρελαίνεσαι. Τα χρώματα μόνο. Από κει το ενεπνεύσθη και το ‘γραψε και το γύρισε ύστερα ο Disney. Είχανε κάνει ένα ολόκληρο χωριό βέβαια, ψεύτικο. Πώς είχανε κάνει το νησί, στο Πάνω χωριό; Ένα κάτι τέτοιο πράγμα. Και έτσι έμαθε την Ελούντα, όλος ο κόσμος. Από αυτό το έργο και μετά στη συνέχεια γύρισαν το «Ποιος πληρώνει το βαρκάρη;» και αυτό έκανε διάσημη την Ελούντα και μετά με το «Νησί», το μάθανε όλοι. Γιατί όσο… πηγαίνανε, αλλά όχι τόσος πολύς κόσμος, όσο μετά το «Νησί». Αφού και Κρητικοί που δεν είχαν έρθει ποτέ σε όλη τους τη ζωή, ήρθανε για να δούμε πού μένανε οι λεπροί, όχι να δουν ως μνημείο ενετικό, αλλά ήρθανε για να δούνε, πού ήταν απομονωμένοι αυτοί οι άνθρωποι. Οι οποίοι όντως ζούσαν στην απομόνωση, αλλά τώρα αυτή την εποχή που περνούμε τον Covid, εμείς απομονωθήκαμε ο καθένας στο σπίτι του και με τις μάσκες και να μη βγεις έξω και να γράφεις σημειώματα, για να βγαίνεις έξω. Αυτοί, μεταξύ τους είχαν μια πολύ ωραία κοινωνία. Είχαν το καφενείο τους, είχανε τον θίασό τους, μπαίνανε από δω άνθρωποι και τους παίζανε διάφορα και από το σχολείο και από το Γυμνάσιο και από δω. Τους παίζανε διάφορα έργα, ελληνικά έργα τελοσπάντων. Όπως μπορούσανε. Είχαν τις γιορτές τους, τα πανηγύρια τους, όλα αυτά. Δεν ήτανε, δηλαδή δε μπορούσανε να βγούνε έξω και όσοι προσπαθήσανε να βγούνε τους πιάσανε. Κολυμπήσανε απ’ τη Σπιναλόγκα να βγούνε μέσω του νησιού, τους έπιασε η χωροφυλακή και τους ξαναγύρισε πίσω. Δε μπορούσαν να βγούνε, γιατί ήταν γύρω γύρω θάλασσα, πού να πάνε; Βγαίνανε μόνο όταν... Βγαίνανε όμως από δω, τρόφιμα τούς πηγαίνανε, λαχανικά τούς πηγαίνανε. Είχανε μια δοσοληψία με τους Πλακιώτες και τους Ελουντιανούς. Και Φουρνιώτες καμιά φορά, Κατεβαίνανε, τους φέρνανε σταφύλια που δεν είχαμε εμείς εδώ και τέτοια πράγματα, κρασί, περνούσαν… Μια κοινωνία ήτανε και μάλιστα απ’ ότι μου έλεγε κι ο Μανώλης ο Φιλιππάκης που κάναμε πολλή παρέα τώρα με το «Νησί» και μου έλεγε, ότι αυτοί περνούσαν ωραία μέσα. 'Ασχετα ότι αυτοί ήταν... Πριν βγει το φάρμακο ήταν πολύ αποκρουστικό να τους βλέπεις, γιατί δεν είχανε χέρια, δεν είχανε μύτη, τους λείπανε τα χείλια, τα δόντια, κατάλαβες; Και ντρεπότανε και όταν πήγαινες να τους δώσεις το χέρι δεν στο δίνανε, σου κάνανε έτσι με τον αγκώνα όπως κάνουμε τώρα με τον Covid. και αυτό του το ‘πα του Θοδωρή και το έχει βάλει. Αν δεις την Ελένη πώς χαιρετήθηκε, έτσι με τον αγκώνα, τότε, με το καραβάκι. Με τον Μαϊνα γινήκαμε πολύ φίλοι, μετά τους είπα πολλά, τελοσπάντων. Από εκείνη την εποχή ήτανε μαρτυρική γι’ αυτούς.
Τα ζήσατε εσείς εδώ; Και όταν ήταν ανοιχτό το λεπροκομείο;
Είχα πάει δυο τρεις φορές, ναι!
Όταν ήταν ανοιχτό; Και τι κάνατε πώς ήταν;
Πηγαίναμε εξοχή, βαρκάδα πηγαίναμε. Ζητούσαμε την άδεια από τον γιατρό, να βγούμε λίγο έξω, εκεί στη παραλία, εκεί που πηγαίνουν τώρα τα καΐκια, κατεβαίνανε οι λεπροί, μιλούσαμε, μας χαιρετούσαν έτσι από μακριά. Ορισμένοι ήταν κι από εδώ από την Ελούντα και τους γνωρίζαμε απ’ τις πολλές φορές που πήγαμε, γνωριστήκαμε και με άλλους μέσα. Δεν καθόμασταν βέβαια να φάμε και να πιούμε, γιατί φοβόμαστε τότε, νομίζανε γενικά ότι κολλιόταν έτσι, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν ήτανε, μάλλον κληρονομικό ήτανε. «Ήτανε βάκιλος και δε κολλιότανε έτσι, αλλά τότε δε ξέρανε, προσπαθούσαν με τη πενικιλίνη να θεραπεύσουνε, που δεν…
Θυμάστε κάτι έντονα, ας πούμε, από τότε; Κάποια ιστορία, κάτι;
Αυτό που σου είπα προχθές, ήμουν στο μπαλκόνι στον Άγιο Νικόλα, το σπίτι μας ήταν δίπλα στο τελωνείο και έβλεπα την κάθε κίνηση, ύστερα δεν υπήρχε επικοινωνία μέσω… από εδώ να πας στον Άγιο, έπρεπε να να πας μόνο με βάρκα. Και αυτός ο Πετράκης, μας πήγαινε με τη βάρκα, γιατί ερχόμασταν Σαββατοκύριακο, πώς θα πηγαίναμε το πρωί στο σχολείο; Κι εμένα με χαλούσε η βάρκα, έκανα εμετό. Με συγχωρείς. Και προτιμούσα να με πάνε οι πιο μεγάλες κοπέλες να με πάνε με τα πόδια, στον Άγιο Νικόλα.
Αλήθεια;
Αφού με πείραζε. Και όταν ήτανε μεγάλη φουρτούνα πήγαινε κοντά κοντά απ’ τα βράχια, ξέρεις... Από εδώ έβγαινε και πήγαινε. Πού είναι εκείνο, το Elounda beach; Κοντά, κοντά, κοντά και πηγαίναμε. Λοιπόν, ερχότανε το καΐκι με συνοδεία αστυνομικών να τους φέρουνε, αυτούς που μαζεύανε από διάφορα σημεία και πολλούς είχε στη Σητεία, στο Αχλάδι πάρα πολλούς, δεν ξέρω, μπορεί να ήταν οικογένειες. Δεν το γνωρίζω αυτό σίγουρα. Και τους φέρνανε εκεί, για να τους πάνε. Και παρακολουθούσα εγώ τώρα, όταν δεν είχα σχολείο. Καθόμουν στο μπαλκόνι και τους έβλεπα τους κακομοίρηδες, ξέρεις τι κλάμα; Και μια… αυτή η κοπέλα, μια κοπέλα 19 χρονών ήταν δασκάλα και διαγνώσαν ότι είχε καρκίνο. Και την πήρανε να την πάνε στη Σπιναλόγκα… Λοιπόν ένας άνθρωπος, ένας νεαρούλης τη φιλούσε, φορούσε καπέλο, δεν ξέρω αν ήταν χωροφύλακας, αστυφύλακας, τι ήτανε; Αυτός την τράβαγε να τη βγάλει απ΄ τη βάρκα, οι αστυνομικοί την πήρανε. Την πήρανε, την πήγανε στο λεπροκομείο. Την άλλη μέρα γκρεμίστηκε απ’ τα τείχη τα πίσω, τα βράχια και σκοτώθηκε, αυτοκτόνησε, δεν άντεξε. Το ίδιο ακριβώς κι ο Μανώλης ο Φουντουλάκης, ήταν ένας πανέμορφος νέος, εγώ τον θυμούμαι, ήταν αστυφύλακας. Και ήταν αστυφύλακας στην Αθήνα. Λοιπόν, του παρουσιάστηκε εδώ, στο πρόσωπο μια βούλα μαύρη, πήγε κάμανε εξετάσεις, είδαν ότι ήτανε λέπρα. Αυτός λοιπόν αγαπούσε μια πολύ… μια πολύ… πάρα πολύ μια κοπέλα που την έλεγαν Ελένη και ήταν απ’ την Νεάπολη. Και είχαν αρραβωνιαστεί. Ο ίδιος μού τα διηγείται, μου ‘δειξε και το γράμμα. Στο πάνω χωριό και μου λέει: «Της έγραψα ένα γράμμα» μου το 'δωσε και το διάβασα. Γιατί πήγαινα πολλές φορές και κουβεντιάζαμε. Της έγραψα ένα γράμμα και της λέω ότι: «Να βρεις έναν άλλο να παντρευτείς. Δεν είναι ότι δε σε αγαπάω, σ’ αγαπάω αλλά θέλω να βρεις έναν άλλο να παντρευτείς, διότι εγώ είμαι άρρωστος. Έναν άρρωστο άνθρωπο θα πάρεις;». Και μου έδωσε την επιστολή που του ’γραψε τότε αυτή, ότι: «Εάν αγαπάς έναν άνθρωπο, δεν είστε μόνο στα καλά, είστε και στα κακά μαζί». Και παντρευτήκανε και κάμανε. Πέθανε και η κόρη του. Τώρα τελευταία. Η οποία έγινε δερματολόγος. Μετά αυτός με τη θεραπεία συνήλθε κι έκανε το νοσοκομειακό εκεί στην Αγία Βαρβάρα που ήταν οι λεπροί. Γιατί ήξερε για την αρρώστια κι αυτός, το ‘χε περάσει ο ίδιος. Αλλά είναι φοβερά αυτά τα πράγματα ρε παιδί μου και η κόρη του πέθανε πέρυσι, αλλά δεν ξέρω από τι πέθανε, η καημένη κι αυτή. Και δεν… γυρίζανε το νησί, ήταν όλη μέρα εκεί και βοηθούσε και έκανε τη Βικτόρια και τους ηθοποιούς και δε πρόλαβε να το δει Πέθανε. Έπαθε μια πνευμονία, δεν ξέρω τι, ήταν και ο οργανισμός του βέβαια, ξέρεις. Τώρα από την αρρώστια, κρίμα όμως... Γιατί ήταν πολύ καλός άνθρωπος, πολύ τον συμπαθούσα για όλα αυτά που μου έλεγε. Ήταν πολύ, πολύ καλός άνθρωπος και είχε δυο εγγόνια, αλλά δε ξέρω τα εγγόνια του τι[00:10:00] δουλειά κάνουνε. Τον είχες γνωρίσει εσύ; Όχι…
Ναι, τον είχα γνωρίσει.
Απ’ το πάνω χωριό, ε;
Το μπαμπά μου αγαπούσε πάρα πολύ!
Όλο τον κόσμο αγαπούσε αυτός. Επήγαινα και μου έλεγε: «Να σου δώσω, να σου δώσω, βύσσινο γλυκό;».
Αυτό το βύσσινο το γλυκό. Μας είχε μείνει εμάς.
Ναι. Του λέω: «Ρε Μανώλη αφού ξέρεις ότι φτιάχνω γλυκά, θα μου δώσεις εσύ; Βύσσινο γλυκό; Αντί να σου φέρω εγώ, θα μου δώσεις εσύ;». Καθόμασταν κι απ’ όξω στις πλακούρες, ξέρεις. Πολύ καλός άνθρωπος. Ήμασταν και τότε που έμενε ο παππούς μου εκεί και η γιαγιά μου. Αλλά εγώ θυμάμαι αυτό το σπίτι, στο πάνω χωριό, σαν όνειρο. Γιατί ήμουνα πολύ μικρή, ίσως τότε που ζούσαν αυτοί εκεί. Θυμούμαι μια ζεστασιά. Γιατί από κάτω άναβε το τζάκι κι από πάνω είχε οντά και κοιμόμαστε φαίνεται, στον οντά. Μια ζεστασιά, μια ωραία θαλπωρή από πάνω, επειδή είχε το… από κάτω άναβε το τζάκι κι από πάνω κοιμόμαστε εμείς. Κι όταν ήρθαν να γυρίσουνε το έργο, είδαν το σπίτι, δεν ξέραν τίνος είναι και με παίρνει μια μέρα ο παραγωγός, ο Δημήτρης και μου λέει: «Δικό σας είναι και το σπίτι στο πάνω χωριό;». «Δικό μας είναι!». «Να μπούμε να κάνουμε γυρίσματα;» «Όχι, —του λέω— Δημήτρη, διότι αυτός ο οντάς δε ξέρω αν στέκεται καλά», και αυτή είχαν ένα πολύ βαρύ το οποίο μετακινιόταν, δεν ξέρω πώς το λένε κινηματογραφικά. «Αυτό το πράγμα θα το βγάλετε εκεί πάνω, να το τσουλάτε; Αυτό πάει κάτω ο οντάς. Άσε με να φωνάξω έναν μηχανικό πρώτα, να δει αν μπορεί. Είχε εσωτερική σκάλα ξύλινη και ανέβαινες από πάνω. Και φώναξα το Λεωνίδα το Ζερβό κι έβαλε δυο σιδερένια υποστυλώματα κι έτσι μπήκαν μέσα και κάναν τα γυρίσματα εκεί. Φοβήθηκα μην πάει κάτω, σκοτωθούν οι ανθρώποι. Περιττό να σου πω, ότι μπήκαν μετά οι διάφοροι. Ό,τι υπήρχαν και ό,τι δεν υπήρχαν μέσα στο σπίτι τα πήρανε. Μετά, τα ψάχναμε. Είχε δυο μεγάλα πιθάρια, είχε από πάνω φούρνο. Ένα μεγάλο φούρνο από πάνω. Όλα τα πήραν. Από κάτω είχε φτιάξει ο παππούς μου ένα φούρνο με πιθαράκι, για να ψήνουνε. Βάνανε ένα ταψί για ψητό. Γιατί τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως. Άμα δεις, απ’ το… από αυτά που έχει γραμμένα το ’58, θαρρώ ήρθε το φως εδώ, φαντάσου. Δεν είχαμε φως. Και ό,τι κάναμε, το κάναμε με ξύλο. Ανάβαμε το τζάκι για να μαγειρέψουμε. Κι εδώ ακόμα, πολλά χρόνια μετά.
Η Ελούντα πώς ήτανε παλιά εδώ;
Η Ελούντα, σου είπα, ήταν ένα χωριουδάκι το οποίο ζούσε μόνο απ’ τα ψάρια. Ψάρια και απ’ το κυνήγι, όταν ήταν η εποχή ερχόταν από το νησί με δέκα λαγούς, να τις κάνουμε τι; Που δεν είχε ψυγεία. Δεν υπήρχαν ψυγεία. Πού να τους πουλήσουμε; Ερχόταν λοιπόν στου παππού μου και χτυπούσαν την πόρτα: «Κωστή πάρε ένα λαγό». «Πόσους να πάρω;». Είχε η γιαγιά μου ένα φανάρι. Ξέρεις τι είναι το φανάρι; Ένα κουτί το τέτοιο, το οποίο έχει σίτα γύρω γύρω και το κρεμούσαν στο πιο δροσερό μέρος του σπιτιού, από πάνω απ’ την οροφή και βάζανε μέσα ότι ήθελαν να συντηρήσουν, αλλά ως πότε; Τσιγαρίζανε τα κρέατα και τα βάζανε εκεί μέσα. Κάνανε, ανατρέφανε γουρούνια και κάνανε σύγλινα, μέσα σε πιθάρια, για να έχουνε κρέας. Δεν υπήρχαν χασάπηδες να σφάζουνε κάθε μέρα. Περνούσε ο ντελάλης και φώναζε: «Σήμερα θα σφάξουμε του αυτουνού το… όποιος θέλει να ‘ρθει να πάρει». Σάμπως είχανε λεφτά οι κακομοίρηδες να παίρνουνε, πού να τα βρούνε; Αυτοί που δουλεύανε μόνο στις αλυκές, που μαζεύανε το αλάτι, παίρνανε μισθό, οι χωροφύλακες, οι δασκάλοι, αυτοί μπορεί να ‘χάνε πέντε δεκάρες. Αυτοί που δουλεύανε στον παππού μου, από κάτω στο εργοστάσιο. Είχε μια καμαριέρα απ’ το Μαυρικιανό θυμάμαι και τη λέγανε Κούλα, που έστρωνε κι έπλενε τα σεντόνια κι αυτά. Πού αλλού να βρούνε λεφτά; Ερχόταν τη νύχτα και χτυπάγανε την πόρτα στον παππού μου και του λέγανε: «Κωστή σήκω, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου, να μου δώσεις λεφτά να πάω στο νοσοκομείο και όταν μαζέψω τα χαρούπια, θα σου τα…». Του πουλούσαν τα χαρούπια μετά, αν τα ‘παιρνε τα δανεικά, αλλά ήταν ρίσκο, πολύ δύσκολοι καιροί, πάρα πολύ δύσκολοι. Εγώ το θυμούμαι, θυμούμαι ότι ερχόμουν απ’ τον Άγιο Νικόλα, τότε δεν υπήρχαν παπούτσια, να πας να πάρεις παπούτσια. Βάναμε σε ένα χαρτί πάνω το πόδι, το έκανε με ζωγραφιά ο τσαγκάρης και σου έφτιαχνε ένα ζευγάρι παπούτσια. Αλλά αυτό, το ποδαράκι του παιδιού, μήνα με μήνα, μεγαλώνει και μετά από ένα μήνα τα παπούτσια δεν μας κάνανε. Κι έπαιρνε μια φαλτσέτα και μας άνοιγε από μπροστά τα δυο δάχτυλα, για να προχωρήσουν τα δάχτυλα και να μας κάνει το παπούτσι. Ερχόμουνα λοιπόν εδώ, όλα τα παιδιά ξυπόλυτα, και πετούσα τα παπούτσια αμέσως, γιατί ήθελα, όπως ήταν τα άλλα παιδάκια να είμαι κι εγώ. Να μην φοράω εγώ παπούτσια κι αυτά ξυπόλητα; Εζήλευα. Μου ‘λεγε λοιπόν η μάνα μου: «Αυτά βρε, είναι όλο τον καιρό ξυπόλυτα και θα ‘χουνε κάνει πετσάκια από κάτω τα ποδαράκια τους, εσύ άμα βγεις…». Κι όλο πήγαινα στο σπίτι με ματωμένα τα πόδια, γιατί εγώ πατούσα, χαλίκια, γόπες απ’ τα τσιγάρα που πατούσανε κάτω. Εγώ δεν ήμουν μαθημένη. Φορούσαν και τσεμπεράκια, εδώ έτσι και ήθελα κι εγώ τσεμπέρι κι ό,τι κάναν τα άλλα παιδιά ήθελα κι εγώ… Σε τέτοια κατάσταση ήτανε δηλαδή, πολλή πολλή φτώχεια, αλλά σιγά-σιγά μετά που ήρθε ο τουρισμός, εντάξει, όποιος είχε ένα χωράφι το πουλούσε, το παίρναν τα ξενοδοχεία, έπαιρνε αυτός τα χρήματα, έκανε δυο διαμερίσματα, από κει βγάναν πιο εύκολα λεφτά, τώρα να φανταστείς, τον Ιούλιο που θερίζανε να είναι στον ήλιο, όλη μέρα να θερίζουνε και μετά να αλωνίζουνε με τον βολόσυρο. Εσύ δεν τον πρόλαβες, ήταν ένα ξύλο —τα παιδιά μου τα έβαλα μια φορά, πήγαμε στη Φουρνή και κάνανε, είχε αλώνι εκεί ένας—, είχε σίδερα σαν μαχαιράκια από κάτω, ένα ξύλο το τραβούσανε δυο βόδια και γυρίζαν τ’ αλώνι γύρω γύρω γύρω γύρω όλη μέρα, μέχρι να κοπεί το στάχυ που ήτανε τόσο. Και μετά περιμένανε μια μέρα που θα ‘τανε αέρας, να το πετάνε ψηλά, να φύγουνε τα άχυρα, δεν υπήρχαν μηχανές τότε, όλα τα κάνανε με τα χέρια και ήταν πολύ δύσκολη η ζωή, τα μόνα λεφτά που βγάζανε ήταν από τα σιτάρια. Πιάναν τα ψάρια, πηγαίναν στα γύρω γύρω χωριά. Όποιοι είχανε λεφτά. Στη Φουρνή είχανε λεφτά περισσότερα από εμάς, γιατί αυτοί εκεί, δεν ξέρω, είναι άλλος λαός. Μορφωθήκαν όλοι. Να φανταστείς, εκείνη την εποχή που πήγε ο μπαμπάς μου να… το ‘37 ήτανε; Ούτε θυμάμαι, το ‘37 παντρεύτηκε… Όχι, νωρίτερα. Από ένα αγροτικό σπίτι να σηκωθεί απ’ τη Φουρνή να πάει στην Αθήνα να έρθει να σπουδάσει φυσικός. Χωρίς τίποτα. Πήγε και βρήκε ένα σπιτάκι, μου έδειξε μια φορά εκεί στην Ιπποκράτους, ένα δωματιάκι, μαζί με έναν άλλο και το πιάσανε τώρα, και κάνανε κάθε μέρα βραστές πατάτες, για να τελειώσουν. Ήταν πολύ δύσκολα, γιατί σάμπως και οι γονείς τους είχανε χρήματα να τους... Με ό,τι... Ό,τι μπορούσανε κάνανε, τα βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε. Αλλά τώρα τη σημερινή εποχή δεν έχουν τα παιδιά προβλήματα. Αυτά που τ’ ακούω καμιά φορά και συζητάνε παρέες και λένε ότι: «Μωρέ, τι τη θέλω εγώ τη μάσκα και δεν βάζω μάσκα και να με εμποδίσει να πάω στο μπαρ; Ρε παιδιά, τι σας είπανε; Να μη φάτε; Παλιά υπήρχε πείνα, πεθαίναν οι άνθρωποι στους δρόμους, πόλεμος, εσείς τι σας λένε: Να μη πάτε να χοροπηδάτε. Και; Για λίγο καιρό μέχρι να περάσει ο ιός. Δεν τα καταλαβαίνουν αυτά τα παιδιά. Γιατί δεν τα έχουν ζήσει. Οι πιο παλιοί που τα... Αφού και στα παιδιά μου που τα λέω καμιά φορά δεν το πιστεύουνε. Καθόλου. Πώς ζούσαμε εκείνη την εποχή, εμείς δεν είχαμε ιδιαίτερο πρόβλημα οικονομικό, γιατί ο πατέρας μου έπαιρνε πέντε δεκάρες από το σχολείο που ήτανε και ο παππούς μου είχε χρήματα, η Κατοχή τους πήγε λίγο πίσω, αλλά εντάξει είχε. Και για να στείλει τις κόρες του στα Χανιά, σε ιδιωτικό σχολείο να μάθουνε γαλλικά, είχε χρήμα. Και δεν στερηθήκαμε τίποτα, ούτε από φαγητό ούτε από ντύσιμο ούτε από τέτοια. Αλλά, όλος ο άλλος κόσμος ήτανε πολύ δύσκολη, δύσκολη, δύσκολη… Τα Φιλιππάκια που ήτανε πολλά ξέρεις τι κάνανε; Εδώ που είχε τώρα το εργοστάσιο, είχε μια αποθήκη που ήτανε χάος από κάτω. Κι είχε μια ξύλινη πόρτα και εκεί μέσα αγόραζε τα χαρούπια, τα πετούσε εκεί μέσα στην αποθήκη, χύμα, άδειαζε τα τσουβάλια κι όταν ήταν να τα κόψουμε, τα βγάνανε απ’ την αποθήκη και τα περνούσαν απ’ τη μηχανή. Αυτά λοιπόν, είχε αφήσει μια… είχανε κόψει ένα κομμάτι πόρτας —σαν να τα βλέπω τώρα . Το ένα μετά το άλλο, σαν τα μαϊμουνάκια ήτανε. Είχε κόψει ένα κομμάτι για να μπαίνει ο γάτης μέσα, μήπως πάνε οι ποντικοί και τρώνε τα χαρούπια. Και αυτοί πηγαίνανε με μια κατσούνα και σύρνανε τα χαρούπια απάνω και γεμίζαν ένα τσουβάλι, βάναν και μια πέτρα στο πάτο για να βαραίνει και τα πηγαίναν στον παππού μου. Το ’ξερε ο άνθρωπος, αλλά τα λυπότανε, για να πάρουνε πέντε… πέντε δραχμές τότε. Δεν είχανε, από πού; Αλλά τα λυπότανε.
Εσείς το προλάβατε το χαρουποεργοστάσιο;
Ναι βέβαια, το πρόλαβα, το πρόλαβα.
Και πώς λειτουργούσε τώρα;
Είχενε ένα μεγάλο, σαν το πώς... Πώς είναι το… εκεί που αλέθουνε το λάδι, με τη διαφορά ότι αντί να αλέθει, το χτυπούσε ένα πράγμα έτσι από απάνω, μπρουμπρου... Και ‘σπούσε, μετά, είχε, υπήρχε ένας διαχωριστήρας. Είχε και ανθρώπους βέβαια, που χωρίζανε το εκείνο απ' το άλλο και μαζεύανε το σπόρο χωριστά, πουλιότανε γι’ αυτό το λόγο που σου είπα για… Κάνανε τα φιλμ του σινεμά και τη ζελατίνη από εκείνο. Και το άλλο το πουλούσανε ζωοτροφή, το τρώγαν τα ζώα. Όταν δεν είχε άλλη τροφή. Και τα ακόνια, σου λέω τα κόβανε έτσι κομματάκια, τα βάζανε μέσα σε κουτάκια και τα πουλούσανε στους εμπόρους τους Τούρκους. Και είχε ο παππούς μου δυο φίλους απ' τα τουρκικά, απ' τα παιδικά του χρόνια. Όταν ήταν οι Τούρκοι εδώ, πηγαίνανε μαζί στο σχολείο. Τον ένα τον ελέγαν Χασάν και τον άλλο Οσμάν και ζούσανε στη Σμύρνη. Κι ο παππούς μου πήγε με το πατέρα μου μια φορά και τους βρήκε. Ο ένας πριν τους βρει ο παππούς μου, είχε έρθει στην Αθήνα, μας πήρε, πήρε τηλέφωνο τον παππού μου. Και του είπε: «Έρχομαι στην Αθήνα», την τάδε μέρα. Πήγε η μάνα μου στο αεροδρόμιο να τον παραλάβει και γονάτισε και φίλησε το χώμα. «Γιατί Νυφούλα; —Νυφούλα λέγαν τη μαμά μου.[00:20:00] «Εδώ γεννήθηκα, εδω, όχι εδώ στην Αθήνα, εδώ στην Ελλάδα, είμαι μισός Έλληνας, δεν έχει σημασία ότι…». Όταν ήρθε, ήρθε με τη γυναίκα του. Τη γυναίκα του την λέγανε Μαχμουρέ, η οποία ήταν μουσουλμάνα. Εγώ πιστεύω ότι ήταν κρυπτοχριστανή, γιατί προσκύνησε στη Παναγία στη Σπιναλόγκα και ήταν τότε ο Δημήτριος ο Επίσκοπος, Ταμπουράκης και πήγαν στο Αρέτι μαζί και ο Οσμάν κι ο παππούς μου. Αυτού του αρέσανε οι αμανέδες, γιατί είχε σπουδάσει στη Χάλκη. Και ξέρεις η Χάλκη με Κωνσταντινούπολη κι αυτά. Και του άρεσε να... Αυτή είχε κι ωραία φωνή και τους τραγουδούσε, να πάνε να ‘ρθούνε και φώναζε. Θυμάμαι: «Να μου φέρετε τη Μαχμουρέ να πάμε μια βόλτα». Και πηγαίνανε. Πήγανε πολλές φορές, και στο Αρέτι. Αυτοί λοιπόν είχανε ένα κορίτσι το οποίο ήτανε παράλυτο. Και ήρθε να προσευχηθεί και στη Παναγία πήγαν και στον Άγιο Γεώργη στο Σεληνάρι. Και το παιδάκι δηλαδή, έζησε δεκαπέντε χρόνια πέθανε. Και ήτανε μια ωραία γυναίκα, αλλά δεν έκανε άλλο παιδί, γιατί φοβήθηκε. Έκανε αυτό που ήτανε παράλυτο και φοβήθηκε να κάνει δεύτερο μετά. Κι έμεινε χωρίς παιδιά η καημένη, αλλά είχανε μια. Στο κάτω χωριό ήταν το σπίτι τους και της λέει της μάνας μου: «Νυφούλα να μ’ αφήσεις να πάω να βρω το σπίτι μου στο πάνω χωριό, στο κάτω χωριό». Λέει: «Αποκλείεται έχει αλλάξει ο τόπος» Ήρθε μετά από πολλά πολλά χρόνια. Είχε αρχίσει ήδη ο τουρισμός. Το βρήκε! Τον οντά. «Εκεί γεννήθηκα», της λέει. «Γνώρισα τη λεμονιά και τον όντα». Κι όπως ανεβαίνουμε απ’ την ανηφόρα για να πάμε στην Παναγία, δεξιά! Δεν ξέρω τίνος είναι το σπίτι αυτό, τώρα.
Το εγκαταλελειμμένο δεν είναι;
Ναι, είχανε καλές σχέσεις, δεν… Στο σπίτι του παππού μου το παλιό, ξέρεις πόσους καναπέδες τούρκικους είχε; Αυτοί φεύγοντας, γιατί τους διώξανε. Ξέρεις πως φύγαν οι λεπροί; Φεύγοντας οι Τούρκοι και μπήκαν οι λεπροί μέσα. Φεύγοντας πουλήσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν εκεί πέρα Τα έπιπλά τους, όσα ήτανε καλύτερα και τα αγοράσανε. Όπως και το νησί το είχε αγοράσει από Τούρκο, 80 στρέμματα που ήταν δικό του, ο παππούς μου. Δε ξέρω πόσα λωί είναι εκεια. Και της λέει της γιαγιάς μου, λέει: «Κολαΐνα τα ‘χα αλλά, κάλλια να πάρω το χωράφι παρά να έχω κολαΐνα!». Επουλήσανε λοιπόν τα σπίτια τους, και ξέρεις πώς έγινε... Ο Βενιζέλος… Ξέρεις την ιστορία με τους λεπρούς;
Πείτε μας τη…
Ο Βενιζέλος, πήγαινε βόλτα με το άλογο. Δεν υπήρχε άλλο μέσο να πας περίπατο τότε, με τα άλογα. Στα Χανιά και πήγε, πέρασε από ένα μέρος και είδε κάτι ανθρώπους μέσα σε κάτι σπηλιές. Ντυμένους, με κάτι πανιά, και ξέρω ’γώ τι… Και λέει: «Τι είναι εδώ;», στους αποστατικούς που τον εσυνοδεύανε. «Είναι τα κομματαριά», κομματαριά τα λέγανε επειδή ήτανε κομμένα, τα δάχτυλα τους, τα χέρια τους. «Και τι είναι αυτό;», είπε. «Είναι αρρώστια, είναι η λέπρα και τους έχουμε απομονωμένους εδώ». «Και γιατί τους έχετε μέσα σ’ αυτή τη κατάσταση, μέσα, δεν υπάρχει αλλού να πάνε, να μείνουνε σαν άνθρωποι;». Και έψαξε αυτός και είδε ότι η Σπιναλογκα ήταν το κατάλληλο μέρος να ‘ρθούνε οι λεπροί, διότι είχε γύρω-γύρω θάλασσα. Ήταν λιγάκι απομονωμένο, κι έτσι διώξαν… Είπαν ότι θα φέρουνε λεπρούς κι όπου φύγει-φύγει οι Τούρκοι και βάλαν τους λεπρούς μέσα. Αυτή είναι η ιστορία για τους λεπρούς. Και μπήκαν οι λεπροί. Πότε φύγανε; Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς τη χρονική στιγμή.
Το ’67.
Αφού βρέθηκε το φάρμακο και σταμάτησε να ‘ναι, σε αυτή την κατάσταση, τη φοβερή! Δηλαδή, σταματούσε να κόβονται τα χέρια, τους τα αυτιά τους, τα δάχτυλά τους και τους αφήσανε ελεύθερους. Και πάλι… Μετά δεν τις δεχόταν στα σπίτια τους. Οι συγγενείς τους… Τους βγάζανε έξω, γιατί ακόμα φοβότανε. Γιατί λέγανε τότε: «Με το λεπρό φάε, πιες αλλά μην κοιμηθείς στα ρούχα του». Καμία σχέση, αλλά, αυτοί που τους είχανε συγγενείς τους. Αφού και στο νησί δεν ήταν αυτό το παιδάκι που το 'χανε φέρει οι γονείς του; Από τη Σητεία ήταν κι αυτά, αληθινή ιστορία είναι. Ναι. Και μικρά παιδάκια φέρνανε, τα οποία ήταν προσβεβλημένα και ήταν αναγκασμένα σε όλη τους τη ζωή να μείνουνε μέσα στη Σπιναλόγκα. Ήταν φοβερό δηλαδή. Αλλά, τότε υπήρχανε, δεν μπορούσαν να καταλάβουνε, ότι αφού υπήρχαν υγιείς άνθρωποι από δω, που πλέναν τα ρούχα των λεπρών εκεί. Δεν θα είχανε κολλήσει ρε παιδί; Από τα αίματα, από τα πύα; Από τα όλα αυτά ρε παιδί μου. Κι όμως, κανείς δεν είχε κολλήσει. Του Μανώλη της Αντωνίας της γυναίκας, η μάνα εκεί δούλευε. Και πολλοί άλλοι, δηλαδή. Τώρα αυτή μου ήρθε στο μυαλό, πάρα πολλοί. Δουλεύανε, μπαίνανε μέσα, τους πηγαίνανε ο Γιαμπάμπας τους πήγαινε κρέατα, άλλοι τους πηγαίνανε λαχανικά, μπαίνανε, βγαίνανε! Αλλά δεν είχε κολλήσει κανείς από αυτούς. Και ο παπάς που ήταν εκείνη την εποχή εκεί ή που έπινε το Άγιο δισκοπότηρο μετά από τους κοινωνούσε, γιατί δεν έπαθε αυτός; Αλλά τότε, δυστυχώς νομίζανε ότι ήτανε, θέμα, δεν ξέρω, σαν τον ιό που κολλιέται, νομίζανε και… Φοβόταν κι ο κόσμος, γιατί ήταν και δύσκολη αρρώστια, δηλαδή αποκρουστικό να βλέπεις ένα τέτοιο πράγμα, κατάλαβες; Γι’ αυτό…. αλλιώς και όταν ήταν πριν αρρωστήσουν. Τους έβλεπα εγώ που μπαίνανε στο λεωφορείο καμιά φορά. Πριν εμφανιστεί, και ήτανε, πώς είναι το τριαντάφυλλο. Έτσι είχανε αιμάτωση πιο πολύ στο πρόσωπο. Κι έλεγα στη μαμά μου, κοίτα μία ωραία κυρία. Φορούσαν και πούδρες και κραγιόν ήταν ομορφοντυμένες. Και πήγαινε τώρα στη Νεάπολη να πάρουνε ρούχα, πανιά να ράβουνε. Δεν ξέρω τι… Και μου έλεγε: «Μην πλησιάζεις, κάτσε εδώ». Μέσα στο λεωφορείο τώρα αυτές καθόταν πίσω-πίσω, εμείς καθόμαστε στις μπροστινές. «Μην πλησιάζεις, είναι λεπρές», μου ‘λεγε σιγά-σιγά στο αυτί, να μην ακουστεί. Αλλά είχανε, ήταν όμορφες. Έτσι τις έβλεπα εγώ. Γιατί ήτανε ροδοκόκκινες, πρησμένο το πρόσωπό τους. Και μετά φανερωνόταν η άρρωστα. Έσκαγε μετά δηλαδή. Άρχισε να σκάει η μύτη, τα χείλια, τα δάχτυλα και ήταν ύστερα αποκρουστικό πολύ να το βλέπεις. Εγώ πήγαινα δηλαδή καμιά φορά, κάνανε απεργία πείνας. Γιατί δεν ξέρω, αν έχεις ακούσει για τον Ρεμουντάκη. Ο οποίος είχε ο αδερφός του κλινική στην Αθήνα. Αρρώστησε κι αυτός τον φέρανε μέσα. Αυτός επειδή ήταν γιατρός ήδη ή δικηγόρος ήταν ή γιατρός. Πάντως ήταν σπουδαγμένος. Και έπιασε και τους μάζεψε όλους και κάνανε μία ένωση και τους έβγαλε να παίρνουνε ή 55 ή 65 δραχμές το μήνα. Τα οποία ήταν αρκετά λεφτά, γιατί η φέτα τότε πουλιόταν μια δραχμή το κιλό, φαντάσου... Σου λέω για την αντιστοιχία. Και έτσι είχαν τα χρήματά τους και ψωνίζαν οι άνθρωποι. Και βγαίνανε έξω πολλές φορές και ψωνίζανε ρούχα. Παίρνανε υφάσματα που τα ράβανε αυτές μόνες τους, οι κυρίες εκεί. Αυτή η κατάσταση ήταν μέσα… Παναγία μου μόνο που το σκέφτομαι, μου σηκώνεται η τρίχα. Εμείς τώρα απομονωθήκαμε δύο χρόνια, ενάμισι χρόνο πόσο είναι, και στα σπίτια μας, και είδες τι φοβερό είναι να μην μπορείς να αγγίξεις τον άλλον; Να μην μπορείς να μιλήσεις; Κι όμως αυτοί παρόλο που είχανε τέτοια φοβερό πρόβλημα πολλές φορές μου το ‘λεγε Μανώλης, ο κύριος Μανώλης… Έβλεπα γυναίκα που ήταν τα χείλια της φαγωμένα από την αρρώστια και τρέχανε αίματα και πιπίλιζε το λεμόνι: «Μπορείς —μου λέει— Μαίρη να το διανοηθείς;». Γιατί ενόμιζε ότι το λεμόνι θα την έκανε καλά. Τι τσούξιμο θα είχε τώρα αυτό το πράγμα εκεί; Ήταν όλο μία πληγή που... Που σου πέφτει ένα κομματάκι, ένα λεμόνι στο στόμα σου, άμα έχεις μικρή-μικρή πληγούλα και πετάγεσαι μέχρι τον ουρανό και αυτοί πήγαν κι αυτοί πιπιλίζανε και τα λεμόνια. Παντρευόταν μεταξύ τους. Αφού μια κοπέλα που ήρθε εκεί… Δυο κοριτσάκια απ’ τη Σητεία, η Ιωάννα —πήραν τη μάνα τους πρώτα λεπρή— αυτοί κάτσανε με τον πατέρα τους στο σπίτι. Εν τω μεταξύ το αγόρι δεν διαγνώστηκε, τα δυο κοριτσάκια, είχε τρία παιδιά, διαγνωστήκαν λεπρά και τα φέρανε εδώ, η μάνα τους τα είχε φτιάξει με έναν λεπρό και μένανε μαζί. Και δεν θέλανε με τη μάνα τους να πάνε με καμία κυβέρνηση. Επειδή είχε αφήσει τον πατέρα τους. Και τους βρήκανε ένα σπιτάκι λίγο λίγο πιο πάνω, και πηγαίνανε όλες οι άλλες κυρίες από κει. Αυτά ήταν 11 χρόνων το ένα και 7 θαρρώ το άλλο; Ποιος θα τους μαγείρευε, ποιος θα τους έπλενε; Αλλά τους βοηθούσαν οι άλλες γυναίκες από γύρου-γύρου, μέχρι να μεγαλώσουν λίγο-λίγο. Και η μία θαρρώ παντρεύτηκε μέσα στο λεπροκομείο. Τέτοιες ιστορίες πάρα πολλές, πάρα πάρα πολλές!
Και τα δέκα χρόνια τώρα, που έμεινε ανεκμετάλλευτη η Σπιναλόγκα, πώς ήταν εδώ η περιοχή; Που φύγαν οι λεπροί ωστόσο;
Αυτοί που τροφοδοτούσανε βρεθήκανε σε πολύ δύσκολη θέση μετά, αυτοί που πηγαίνανε κρέατα, ο Κόρδας εκεί πέρα, ο Γιαμπάμπας και διάφοροι άλλοι. Τους πηγαίνανε ψωμί ο φούρνος κι όλα αυτά βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Αλλά μετά, ευτυχώς για καλή μας τύχη, ήρθε ο τουρισμός και κάνανε ο καθένας από ένα διαμέρισμα, ένα σπιτάκι. Το νοίκιαζε και έβγαζε τα προς το ζην. Δεν πήγανε στα γράμματα πολλοί, γιατί είχανε συνηθίσει έτσι, και τώρα ακόμα, άμα ακούς ας πούμε ανθρώπους, και η Γεωργία πολλές φορές μου λέει: «Τι τα θέλω —λέει— τα γράμματα αφού βγάζω ένα σωρό λεφτά απ’ τα μαγαζιά;». «Μα δεν είναι αυτό μωρέ Γεωργία, —της λέω πολλές φορές ότι— λεφτά μπορείς να κάμεις και σπίτια μπορείς να κάμεις και με μια κακή διαχείριση να χάσεις και τα λεφτά και τα σπίτια και μετά τι;». Ή να σταματήσει κι ο τουρισμός ρε παιδί μου, εγώ το βάζω κι αυτό στο μυαλό μου, το χειρότερο δηλαδή! Και τη μια είσαι εσύ, και την άλλη θα πας εκεί… Μετά τι θα κάνεις για να ζεις, άμα δεν ξέρεις τίποτα άλλο να κάνεις; Αυτό που βάζεις μέσα στο μυαλό σου, μπορεί ο άλλος να στο ανοίξει να το πάρει;
Όχι…
Όχι. Δεν το καταλαβαίνει όμως! «Να, είδα λέει[00:30:00] και τον τάδε που πήγε και σπούδασε κι έχει ανοίξει μαγαζί και πουλεί φουστάνια». Ναι, μα δεν είναι έτσι, δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι και θέμα γνώσης να μπορείς να μιλήσεις, όταν σε ρωτήσουνε κάτι να μπορείς να απαντήσεις. Να μη λες ότι πήγαμε στο γιατρό και του λέει: «Δεν κάθομαι στην τουαλέτα γιατί τα μικρόβια αερίζονται και φοβούμαι». Και γέλασα εκείνη την ώρα, μετά που φύγαμε της λέω: «Δεν το λένε αερίζονται, αιωρούνται. Τι θα πει αιωρούνται; Η αιώρα είναι κούνια πάνε και έρχονται σαν την κούνια, κουνιούνται, αλλά όχι αερίζονται!». Γελούσε ο γιατρός, αυτά τα πράγματα, τα στοιχειώδη, ο καθένας πρέπει να τα γνωρίζει, αυτό το πράγμα δεν το βλέπεις στη Φουρνή, ούτε στους βοσκούς.
Μόνο εδώ στην Ελούντα;
Εδώ στην Ελούντα. Kαι μου ‘λεγε καμία φορά η θεία μου η Λαμπρινή, η αδερφή της μαμάς μου: «Μα πώς μπορείς μωρέ με τουτηνιά την ομορφιά να κάτσεις να διαβάζεις;». Αυτά παίρνουν ένα αγκιστράκι, και τρέχουν όλη μέρα στη θάλασσα, αυτό ήτανε κιόλας, δεν μπορούσαν να συγκεντρωθουν μέσα στο σπίτι. Εκεί πέρα όμως που είναι ένα ορεινό χωριουδάκι και αυτό φτωχό επίσης. Προσπαθήσανε, αφού πηγαίνανε με τα πόδια στη Νεάπολη στο σχολείο, βρεγμένοι από τη βροχή και καθόταν στο θρανίο 6 ώρες στο Γυμνάσιο βρεγμένοι, μέχρι από μέσα από τα σώβρακα τους τα ρούχα τους! Κατάλαβες; Για αυτό μάθανε γράμματα... Γιατί βρεθήκαν και τούτοι αλλά δεν τους ένοιαζε. Αυτοί μετά, βρεθήκανε… Προτιμούν δηλαδή να κάνουνε τα γκαρσόνια, παρά να μάθουμε πέντε πράγματα.
Κι εσείς τώρα, γυναίκα…
E, τι;
Σε μία εποχή που ουσιαστικά ήτανε δύσκολη για μια γυναίκα να σπουδάσει.
Ε ναι, ο μπαμπάς μου ήτανε. Κοίταξε ο μπαμπάς πήγε πριν γεννηθώ εγώ, όταν παντρεύτηκε ο μπαμπάς μου ήταν 42 χρονών να φανταστείς. Και η μάνα μου ήταν 19. Μεγάλη διαφορά ηλικίας. Τον μπαμπά μου τον εθυμάμαι γέρο. Και ζήλευα τα άλλα κορίτσια που είχανε, πιο νέους μπαμπάδες. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής, δεν μπορούσα… Ήθελε ντε και καλά να γίνω κι εγώ στον κλάδο του. Ενώ ήμουνα πάρα….ήμουνα καλή και στα μαθηματικά, πολύ καλύτερη ήμουνα στα φιλολογικά μαθήματα. Αλλά ήθελε επειδή ήταν… Λες και είχε το γραφείο να με βάλει μέσα, όπως οι δικηγόροι που έχουνε το γραφείο να σε βάλουνε μέσα, οι συμβολαιογράφο, οι γιατροί... Έπρεπε να γίνω και εγώ στον κλάδο το δικό του και για αυτό έγινα μαθηματικός, αλλιώς θα ‘χα ακολουθήσει εγώ άλλο κλάδο. Εν τω μεταξύ μ’ άρεσε, μ’ άρεσε πολύ να μάθω ακορντεόν. Ήθελα να μάθω ένα όργανο ρε παιδί μου, μ' άρεσε η μουσική. Και του το ‘πα, που είχε έρθει κάποιος εκεί και μάθαινε τα παιδιά και μου λέει: «Γιατί, χερτέζα θα σε κάνω;». Λες και θα έβγαινα στο πάλκο… Το να μάθεις ένα όργανο… Ο παππούς μου ήταν πιο διορατικός από τον πατέρα μου, μού ‘λεγε καμιά φορά: «Μάθε και ό,τι θέλει ας είναι». Εγώ ήμαθα κι ήπαιζα μαντολίνο και πήγαινα στα πανηγύρια και ήβγαζα το χαρτζιλίκι μου κοπέλι τώρα, νεαρούλι παιδάκι. Ό,τι μάθεις καλό είναι. Κακό να μην κάνεις αλλά ό,τι μάθεις είναι καλό». Ο πατέρας μου ήταν πιο κλειστός, επειδή ήταν και καθηγητής τώρα. Μου ‘λεγε, μόλις μπήκα στο Γυμνάσιο, —θα σου πω μία ιστορία τώρα— όταν μπήκα στο Γυμνάσιο να τρελαθείς, τότε δίναμε από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο εξετάσεις. Ο πατέρας μου τότε ήταν Υποδιευθυντής, δεν ήταν Γυμνασιάρχης μετά έγινε, εν πάση περιπτώσει δώσαμε εξετάσεις και μπήκα πρώτη, μαζί με έναν άλλο συμμαθητή μου που έχει πεθάνει ο κακομοίρης, ο Λευτέρης ο Ζωγραφάκης. Και μας εδώσανε από ένα πενηντάρικο. 50 δραχμές στον καθένα ρεγάλο τώρα, γιατί ήρθαμε πρώτοι τώρα στη βαθμολογία. Πάω στο σπίτι ολόχαρη, περίμενα ότι θα με περιμένουνε μυρτιές και δάφνες και θα μου ‘λεγε ο πατέρας μου: «Μπράβο» και η μαμά μου άλλο ένα «Μπράβο». Καθόμαστε να φάμε τσιμουδιά ούτε «Μπράβο» ούτε «Πώς πέρασες πρώτη;» ούτε τίποτα. Ήμουνα πεισματάρα και είμαι ακόμα, αλλά στη διάρκεια της ζωής μου προσπάθησα όσο μπορούσα να το διώξω το πείσμα, γιατί το πείσμα δεν κάνει ποτέ καλό. Λοιπόν, πείσμωσα τόσο πολύ και δεν έφαγα τίποτα μόνο λέω του μπαμπά μου: «Έλα στο σαλόνι». Το σαλόνι το 'χαμε μόνο για σοβαρές συζητήσεις. Κι αν ερχόταν κανένας επίσημος δεσπότης και τέτοια να φάμε αλλιώς τρώγαμε στην κουζίνα είχαμε και μια πρόχειρη τραπεζαρία. Λοιπόν μου λέει: «Τι θες;». «Μπράβο», του λέω, αυτός στεκότανε, εγώ είχα κάτσει στον καναπέ. Λέω «Τι, μπράβο; Μπήκα πρώτη μου 'πες ένα μπράβο εσύ, η μάνα μου;». Λέει: «Ήταν αναμενόμενο», μου λέει. Αυτό με πείσμωσε ακόμα πιο πολύ όμως. Το αναμενόμενο, δηλαδή γιατί αναμενόμενο; Αναμενόμενο, τόσο έξυπνη ήμουνα; Είπα μέσα μου, σαν κοπέλι. Μα ήμουνα 12 χρόνων, 11 πόσο ήμουνα, 12. Του λέω: «Θέλω να κάνουμε, να σου πω κάτι», Εσηκώθηκε να φύγει... Του λέω: «Κάτσε». Μου λέει: «Όι, θα στέκω…». Του λέω: «Στέκε —και του έκανα και το χέρι έτσι— τώρα που μπήκα στο Γυμνάσιο ό,τι κάνω στο σχολείο», είχε μια χερούκλα τοσηνή ήτανε να τώρα βλέπεις, ψηλός άνθρωπος κι αυτό… «Ό,τι κάνουμε στο σχολείο δεν θα μου δίνεις ένα μπάτσο να φαίνεται μια βδομάδα και μετά να ερχόμαστε σπίτι και να λες της μάνας μου: “Ξερεις, ίντα κανε το μαιμούνι;” κι άλλο ένα από την άλλη μπάντα. Κι ό,τι γίνεται στο σπίτι, δεν θα τα πηγαίνουμε στο σχολείο. Θα κάνουμε μια συμφωνία. Τα του σπιτιού, είναι του σπιτιού και τα του σχολείου…». Αυτός είχε ανοίξει ένα στόμα, σου λέει: «Τι μου λέει τώρα αυτό, ένα κοπελάκι». Δεν έφευγα όμως από μπροστά του. «Ακούς τι σου είπα; —και του έκανα και το χέρι έτσι— και μη με ρωτήσεις ποτέ τι κάνουν οι συμμαθηταί μου, δεν πρόκειται να σου το μαρτυρήσω ποτέ. Να ρωτάς άλλους να μαθαίνεις, όχι εμένα. Κόλλα το». Μου ‘καμε το χέρι έτσι, και πραγματικά όμως Ειρήνη, ποτέ δεν, δεν τραβούσε, ίντα του ήκαμα, διαολιές και στο σχολείο, παιδάκι ήμουνα, σαν όλα τα παιδάκια, αλλά είχα το θάρρος της γνώμης μου όμως κι ό,τι ήθελα το έπαιρνα μόνη μου, δεν έβαζα άλλους να ζητάνε για μένα, κι αυτό το έχει και η μεγάλη μου. Η Μαρία δεν ξέρω, η μικρή είναι πολύ πονηρή, αλλά η μεγάλη το ‘χει, είναι σαν κι εμένα στο χαρακτήρα. Επίσης, μετά στο πρώτο, στη πρώτη τάξη έπρεπε, δεν βάζαν εικοσάρια τότε, μη νομίζεις, δύσκολα, το 16, το 17 ήταν σαν να ήταν άριστα, αλλά για να μπείς σημαιοφόρος ή παραστάτης στη σημαία, γιατί συνήθως είμαστε μεικτό σχολείο και κρατούσε αγόρι τη σημαία. Παραστάτης για να μπεις έπρεπε να βγάλεις πάνω από 16. Λοιπόν ο γυμναστής ο Λυκάκης, που είχαμε τότε, και ήταν η παρέα του πατέρα μου… Αλλά… που είχανε τα ξενοδοχεία, τώρα ο Νίκος θαρρώ, είχε κλέψει το ταμείο του σχολείου και τον επιάσανε και τον εκάνανε, τον αποβάλλανε απ’ το σχολείο, δεν ξέρω μια βδομάδα, δυο... Έτσι ήτανε ο κανονισμός του σχολείου. Δεν έφταιγε ο πατέρας μου που ήτανε Γυμνασιάρχης που τον έδιωξε. Έπρεπε να ακολουθήσει τον κανονισμό. Κι επειδή μάνισε ο Λυκάρης, μου ‘βαζε 14 στη Γυμναστική, για να μη μπω στον έπαινο, να μην μπω… Ένα απόγευμα κάναμε Γυμναστική για να μη χάνουμε τις πρωινές ώρες και κάναμε και το Σάββατο σχολείο. Πρωί ή απόγευμα πηγαίναμε; Το απόγευμα κάναμε τη Γυμναστική μας για να μην κόβουμε τις ώρες πρωινές. Και χωριστά τα αγόρια απ’ τα κορίτσια είμαστε μεικτό Γυμνάσιο, αλλού κάναμε διάλειμμα τα κορίτσια, αλλού τ’ αγόρια, αλλού Γυμναστική τα κορίτσια, αλλού τ’ αγόρια. Τον πλησιάζω και του λέω: «Μπορώ να σας μιλήσω κύριε Γιάννη;». Γιάννη τον λέγανε και λέει: «Ναι, τι θέλεις;». Λέω: «Αν έχετε διαφορές με τον πατέρα μου, εγώ δε φταίω». Μόνη μου όμως πήγα. Λέει: «Γιατί μου το λες;». «Γιατί μου έχετε βάλει 14 στη γυμναστική; δεν γυμνάζομαι;». «Εγώ θέλω —μου λέει— αυτή τη στιγμή να κάτσεις εκεί, να κάνεις το τερματοφύλακα, να παίξετε ποδόσφαιρο με τις συμμαθήτριες σου». «Να κάτσω, ό,τι μου πείτε θα κάνω.» Ύστερα μου λέει: «Μπράβο γι’ αυτό που έκανες». Κι απ’ το άλλο τρίμηνο, μου είχε βάλει 17 βέβαια και μπήκα παραστάτης. Αλλά δε πήγαινα… Μπορούσα να βάλω τον καθηγητή μου των Λατινικών, των Αρχαίων που με αγαπούσε πάρα πολύ, να πα του πει, δεν ήβανα ούτε τον πατέρα μου ποτέ, ούτε κανέναν άλλο. Μοναχή μου πήγαινα κι έλεγα αυτό που έπρεπε να πω. Κι έτσι είμαι ακόμα, αυτό δεν είναι πολύ καλό ξέρεις, γιατί ό,τι σκέφτομαι το λέω και ο άλλος μπορεί να τσαντιστεί. Άμα το σκεφτεί καλα-καλά όμως, καταλαβαίνει ότι έχω δίκιο, συνήθως, όχι πάντα-πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές.
Καλό είναι.
Κι έτσι είναι και η Μαρία, γιατί ξέρεις τι έκαμε τον πρώτο χρόνο που πήγε στο σχολείο; Τη πήρα εγώ μετά να της πω: «Πώς πάει το σχολείο». Στη Α’ Δημοτικού, και μου λέει: «Δεν είναι και τίποτα». «Γιατί το λες Μαριάκι;», λέει. Λέει: «Εγώ θα προτιμούσα να πηγαίνω μόνο στο διάλειμμα» και τι πήγε λες και έκαμε;» Είδε ποιος ήταν ο Διευθυντής και πήγε την άλλη μέρα και στέκεται μπροστά του, όπως στάθηκα κι εγώ. Και του λέει: «Με λένε Μαρία Σακέτου», το ίδιο όνομα έχουμε, μόνο αλλάζει το πατρώνυμο. Εγώ είμαι του… Όχι, του Ιωάννου είναι κι αυτή, το ίδιο γιατί ο Ανδρέας ήταν ο άνδρας μου. Λοιπόν, και πάει και του λέει: «Εγώ πάω πρώτη χρονιά στο σχολείο, αλλά μιλώ —του λέει— αγγλικά, ρωσικά κι ελληνικά». Και λέει: «Μιλάς;». Και λέει: «Ναι, τι θέλεις να μου πεις, να σου πω; Να σας μετρήσω —του λέει— μέχρι το δέκα;». Τα μετράει ελληνικά, τα μετράει αγγλικά, τα μετράει ρώσικα. «Μόνο αυτά ξέρεις;». «Όχι, ξέρω κι άλλα». Κι αρχίζει να του λέει λέξεις ρώσικες που δεν έχουνε νόημα, αλλά τις λέει με τέτοια προφορά που και εμένα με μπέρδεψε. Και τα αγγλικά, καλά, μπορεί να ήξερε μερικά απ’ την τηλεόραση, από… Και όταν πήγε η μάνα της για να ρωτήσει για την πρόοδο, που κάμανε λίγο καιρό μάθημα, τη φώναξε ο διευθυντής και της λέει: «Μα μιλάει τρεις γλώσσες η Μαρία;». Λέει: «Όχι, γιατί, τι σας είπε;». Λέει: «Να μην έρχεται στο σχολείο, γιατί μιλάει τρεις γλώσσες, να έρχεται στο διάλειμμα». Και λέει: «Τι σας είπε;». «Μέτρησε μέχρι το δέκα και κάτι λέξεις». «Δεν είναι λέξεις —του λέει— τουλάχιστον οι ρώσικες, γιατί η μάνα της είναι Ρωσίδα, δεν είναι λέξεις, απλώς τα λέει με τέτοια προφορά που σε ξεγελάει». Εγώ δεν ξεγέλασα κανένα. Αυτή όμως είχε το θάρρος να πάει να του πει ότι δεν έρχεται στο σχολείο, στο μάθημα, μόνο στο διάλειμμα, τη βόλευε καλύτερα το διάλειμμα τη μικρή. Αλλά μοιάζουμε σαν χαρακτήρες, μοιάζουμε. Κι αυτή έτσι πολύ πεισματάρα. Αυτή είναι μικρή όμως ακόμα, σιγά-σιγά μεγαλώνοντας, θα το κόψει το πεισματάκι της κι αυτή.
Ωραία!
Αυτά για το σχολείο, κ[00:40:00]ι άλλα πολλά που θυμάμαι. Μας κάναν εκεί νούμερα. Τα αγόρια φορούσανε καπέλα, ξυρισμένο το κεφάλι τους σαν τους φαντάρους και εμείς μαύρες ποδιές κι έγραφε εδώ: «Γυμνάσιο Αγίου Νικολάου» και τον αριθμό σου, το μαθητολόγιο. Κι εμείς λέγαμε: «Γάιδαρος Αγίου Νικολάου», ότι γράφει. Ό,τι και να ‘κανες, όπου και να στεκόσουνα, από εδώ θα σε βρίσκανε, ποιος ήσουνα. Και να μην ξέραν το όνομα σου. Ο πατέρας μου λοιπόν, είχαμε ένα επιστάτη, ο οποίος ήταν και κουτσός ο κακομοίρης, τόσος εδώ και τον έπαιρνε με μια μαγκούρα, και πηγαίνανε πρώτα στην Κιτροπλατεία. Ξέρεις που είναι η Κιτροπλατεία;
Ναι, ναι…
Απάνω στο βουνό εκειά πέρα, είχε κάτι παλιοσπιτάκια και μένανε Ελουδιανάκια, γιατί δεν υπήρχε μέσον να ‘ρχονται το μεσημέρι και να ξανάρχονται το πρωί. Και αναγκαστικά, ενοικιάζανε δωμάτια. Δωμάτια τώρα της κακιάς ώρας. Και πήγαινε και κοίταζε από το παραθύρι, να δει, κοιμούνται, παίζουνε χαρτιά; Μετά της 8 η ώρα είχε συσκότιση. Αυτοί λοιπόν, εγώ το ‘ξερα αλλά δεν του το ‘χα πει ποτέ μου. Αυτοί λοιπόν, μπαίνανε με τα ρούχα στα, στα κρεβάτια μέσα, στις ανάπλες και πήγαινε ο πατέρας μου, κοιτάζανε, χαμηλώνανε τη λάμπα, γιατί δεν είχαμε φως και σου λέει αυτός: «Κοιμούνται αυτά, καλά παιδιά είναι, διαβασμένα, εντάξει! Ας φύγουμε τώρα να πάμε στα Αράπικα». Ο άλλος λόφος απέναντι ήταν τα Αράπικα, εκεί μέναν άλλα παιδιά. Κριτσωτάκια, Ελουδιανάκια, του ‘λεγε λοιπόν η μάνα μου: «Κανένας μαθητής θα πιάσει το ξύλο, τι δουλειά έχεις εσύ να δεις αν διαβάζει ή αν δε διαβάζει;». Έτσι ήταν τότε. Βγαίνανε οι προηγούμενοι από το Πλατή, κάνανε σήματα μορς με το φακό απέναντι, ξέρανε ότι ο Πετράκης πηγαίνει από κει, Πετράκης λεγόταν ο μπαμπάς μου, μπαίναν κι αυτοί στα ρούχα και κάνανε τους κοιμισμένους. Μου τα λέγανε οι ίδιοι αλλά δεν τα ‘πα ποτέ. Δεν το ‘μαθε ποτέ ο πατέρας μου, τι κάνανε. Τέτοια κάνανε όλα τα παιδάκια. Τι; Άλλα ήταν και μεγάλοι, τελειόφοιτοι, προτελειόφοιτοι. Μεγάλα παιδιά.
Είναι δύσκολο όμως να έχεις μπαμπά Λυκειάρχη ή δάσκαλο.
Πολύ δύσκολο, μου έλεγε: «Να βρεις μια φιλενάδα, να μην έχει αδέρφια». Δηλαδή αν δεν έχει αδέρφια. Πού να τη βρω εγώ να μην έχει αδέρφια; Αγόρια εννοείται. Αλλά εγώ μιλούσα με όλους. Και μ’ αγαπούσανε κιόλας, γιατί δεν μαρτύραγα. Γιατί αν μαρτύραγα, δεν θα με θέλανε, όπως άλλα παιδιά καθηγητών, που ό,τι γινόταν το μαρτυράγανε, δεν τους θέλανε. Δεν τους αγαπούσανε, γιατί, δεν τις παίζανε, δεν τις παίρνανε μαζί, φεύγανε, τις βλέπανε και πλησιάζανε, φεύγανε. Κάνανε άλλες παρέες. Εμένα δεν μ’ άρεσε να μαρτυράω και πέρασα καλά. Στο σχολείο, δηλαδή μπορεί να με μάλωνε καμιά φορά, γιατί έκανα αταξίες σαν παιδί, αλλά εντάξει καλά πέρασα. Και τώρα συναντώ παιδιά στον Άγιο Νικόλαο τα οποία δεν τα γνωρίζω, γιατί ύστερα από τόσα χρόνια, πού να ξέρεις τώρα με το καπέλο και ξυρισμένο το κεφάλι και: «Μαρία, Μαρία!». Ένας με ένα μοτοσακό μια μέρα με κυνηγούσε ήθελε να μου δώσει… Μπουρνέλες ήτανε; Μήλα ήτανε; Και δεν ξέρω τι. Και καλά χριστιανέ μου, δυο φορές συνέβη, μου λέει: «Με λένε Νίκο». Του λέω: «Γιατί με κυνηγάς παιδί μου, δεν θα μου εξηγήσεις;». Λέει: «Δεν θυμάσαι που πηγαίναμε στο Δημοτικό μαζί, στο σχολειό;». Αυτός από το Δημοτικό δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα, τα παράτησε.
Ναι…
«Ναι, εξήγησέ μου, γιατί;». Λέει: «Μα δεν θυμάσαι;». «Τι να θυμηθώ μωρέ Νίκο;», του λέω. Λέει: «Μια μέρα με είχε η Δανάη η δασκάλα, είχε κάτι νύχια αυτή τέτοια σου ‘πιανε τα αυτί, έτσι και στο γύριζε και ήταν το αυτί σου ολοκόκκινο, και μπάτσους. Τα χτυπάγανε τότε τα παιδιά στο σχολείο και με τις βέργες στα χέρια, αυτός ο κακομοίρης δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα και μας είχε βάλει ένα πρόβλημα κι αυτός δε μπορούσε να το λύσει. Και του λέει: «Δεν θα βγεις, ούτε στο διάλειμμα ούτε θα πας στο σπίτι το μεσημέρι να φας, αν δε λύσεις πρώτα το πρόβλημα». Και ήτριβε τα μάτια του. «Δεν με θυμάσαι που ήταν τα μάτια μου σαν τ’ αυγά απ’ το τρίψιμο που έκλαιγα και δε μπορούσα να το λύσω;». Και ήκατσε αυτός ο άλλος που μπήκαμε μαζί στο… αυτός μου το ‘πε, εγώ δεν το θυμάμαι, ήκατσε έτσι κάτω και βγήκα στη πλάτη του και μπήκα απ’ το παραθύρι και του ‘λυσα το πρόβλημα και μετά με ξανακατεβάσανε με αυτό τον τρόπο και μου λέει: «Αν δεν ήσουνα, ακόμα μέσα θα ‘μουνα, θα με είχε η Δανάη μέσα γέρο, γι’ αυτό σε κυνηγώ. Γιατί εγώ, το θυμάμαι, γιατί μου έκανες καλό». Ενώ εγώ δεν το θυμόμουνα, η αλήθεια. Ναι, ναι… Ο Γιάννης, αυτός ήκανε δυο-δυο τις τάξεις, ήταν κι αυτός βαρυνούς. Μας ήκανε λοιπόν ο πατέρας μου Χημεία. Και μου έλεγε: «Μαίρη, άμα σου κάνω ετσέ, να μου λες, γιατί εγώ είμαι αδιάβαστος». Εγώ καθόμουν στο πρώτο θρανίο γιατί ήμουν κοντούλα. Μου έκανε «Μπου», κι εγώ επίτηδες δεν του ‘λεγα. Να του λέω, να τα λέει, γιατί αυτός ήταν αδιάβαστος. Τώρα άμα συναντηθούμε, μου κάνει… Λέω εντάξει: «Να σου πω την Χημεία, Φυσική, τι;». Έτσι ήταν τα παλιά χρόνια. Τα καημένα είμαστε. Ένα βιβλίο είχαμε. Ένα περιστεράκι είχαμε τότε, βοηθητικό βιβλίο που είχε, εγώ το είχα μόνο και το παίρνανε και το γύριζαν γύρω-γύρω. Μη νομίζεις ότι είχαμε βοηθητικά βιβλία ή φροντιστήρια ή τέτοια, ό,τι μπορούσε ο καθένας από μόνος του. Δηλαδή, υπήρχαν όμως μαθηταί που μου έδειχνε ο πατέρας μου εμένα τα γραπτά τους που είχαν εικοσάρια με τόνο, μερικοί μετριούνταν στα πέντε δάχτυλα, μεγαλύτεροι από εμένα ήταν άριστοι. Και όλοι αυτοί γινήκανε, πολιτικοί μηχανικοί εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο να μπεις στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Αλλά και οι πιο πολλοί έχουν πεθάνει τώρα… Μεγαλύτεροι λίγο από μένα, αλλά και συμμαθηταί μου πολλοί έχουν πεθάνει. Έτσι ήταν τότε η ζωή δύσκολη και το σχολείο δύσκολο, πολύ δύσκολο. Γιατί τώρα βλέπεις πας στο φροντιστήριο σε βοηθάει, τότε για να μάθουμε αγγλικά είχε έρθει το, όχι δεν ήταν αγγλικό, επιμορφωτικό, Αμερικάνικο Ινστιτούτο ήτανε.
Στον Άγιο Νικόλαο;
Στον Άγιο Νικόλαο και είχανε μια δασκάλα και όσοι είχαν λεφτά να πληρώσουνε, πηγαίνανε, οι άλλοι πώς; Στο Γυμνάσιο Νεαπόλεως κάνανε γαλλικά, εμείς δεν κάναμε καθόλου γλώσσα, έπρεπε να πληρώσεις, για να μάθεις και πηγαίναμε εκεί και μάθαμε δυο-τρία κολυβοαγγλικά, γιατί δεν γινότανε καλή δουλειά. Είχαν μία δασκάλα, που είχε δεκαπέντε τάξεις, σ’ ένα δωμάτιο. Πότε να κάνει μία, ποτέ να κάνει άλλη… Δίναμε εκεί για το Lower, τότε εξετάσεις, όσοι το πήρανε, το πήρανε... Λίγα πράγματα όμως…
Κι εδώ στην Ελούντα όμως ήταν δύσκολο το…
Όμως να σου πω κάτι; Εδώ οι Ελουδιανοί, είναι χαζοί. Και θέλαν να κάνουν εδώ Γυμνάσιο και δεν το δεχτήκαν οι Ελουδιανοί, γιατί θα φέρουν τους κακούς καθηγητές εδώ και θα πηγαίναν τους καλούς… Όπως εθέλαν να κάνουν και Παιδικό σταθμό και δεν το δέχτηκαν, μόνο τον επήρε το Καλό Χωριό και η Κριτσά. Γιατί; Γιατί λέει θα πηγαίνουν οι καλοί καθηγητές… Προτιμούσαν να φορτώνουν τα παιδιά τους στο λεωφορείο να τα πηγαίνουν, να τα φέρνουν παρά να υπάρχει τουλάχιστον το Γυμνάσιο. Θα είχε εδώ Γυμνάσιο, δεν το δεχτήκανε, ξεσηκώθηκαν να τον φάνε. «Στον μόνο τόπο —μου λέει— που υπηρέτησα και είδα ανθρώπους που δεν θέλανε τη πρόοδο». Γιατί να μην έχει σχολείο η Ελούντα; Και το πήρε η Κριτσά; Τότε ήταν πολλά τα παιδιά στο σχολείο βέβαια εδώ, μην βλέπεις τώρα που είναι πιο πολλά Αλβανάκια. Τότε είχε πολύ κόσμο η Ελούντα, κάνανε πολλά παιδιά, είχε ο καθένας το λιγότερο τέσσερα. Είχε πολλά παιδιά.
Κι αν σκεφτούμε ότι πέρασαν δύσκολα, ας πούμε…
Και παρόλα αυτά. Και παρόλα αυτά… Αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο δεν θέλανε ούτε Γυμνάσιο ούτε Παιδικό σταθμό. Τώρα, τώρα προσπαθούν να κάνουνε παιδικό σταθμό. Γιατί δουλεύουν όλες και θέλουν να αφήνουνε τα παιδιά τους. Ενώ τότε το αρνιόταν, όλοι... Δεν θέλανε. Δεν ήθελε κανείς. Όχι… Γιατί θα φέρναν τους κακούς δασκάλους και τους κακούς καθηγητές εδώ και θα είναι οι καλοί στον Άγιο. Και σηκώνονται το πρωί να παίρνει το λεωφορείο το παιδί, τώρα βλέπω εγώ και πολλές μανάδες εναλλάξ τα πάνε και τα φέρνουνε, σχολείο. Και εδώ, γιατί είναι μακρινή απόσταση εκεί πέρα. Αυτά που μένουν εδώ πέρα, όταν βρέχει πώς θα πάνε εκεί πέρα; Είναι δύσκολο…
Είναι πολύ δύσκολο.
Κι ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό δεν λες;
Αυτό… πραγματικά…
Αλλά δεν ήταν των γραμμάτων δυστυχώς, η Ελούντα δεν ήταν των γραμμάτων... Δυστυχώς. Και τώρα ακόμα το βλέπεις. Βλέπεις πολλά παιδιά να σπουδάζουν σήμερα; Όχι. Ενώ στη Φουρνή, το λιγότερο έχει το κάθε σπίτι δύο δασκάλους, καθηγητές. Καθηγητές πανεπιστημίου, δικαστικούς. Έχει σπουδαία πρόσωπα…
Να έπαιξε…
Και λογίους που έχουν γράψει, εδώ δεν…δεν… δεν ασχολήθηκε κανείς.
Να έπαιξε ρόλο ο τουρισμός, ας πούμε, για αυτό το πράγμα;
Και πιο παλιά γιατί; Το ψάρεμα είχαν. Μα και εγώ, αλήθεια... Όταν ερχόμουν εδώ στην ομπρός μερά της Σκάλας, εκεί που είναι το Μέγαρο τώρα, δεν ήτανε, ήτανε… Όχι με τσιμέντο, εγώ του Γιαμπάμπα τα κοπέλια, με κάτι αγόρια, γιατί στην ηλικία μου δεν είχα κορίτσια. Και παίζαμε με τους συγγενείς μου, τι; Με αγκιστράκια και ψαρεύαμε κοκοβιούς. Ετσέ, κυλισμένη χάμω, το θυμάμαι. Η πλατεία ήτανε χωμάτινη με αρμυρίκια πολλά. Εκεί μπροστά, που είναι τώρα της Βαγγελίας είχε ένα μεγάλο αρμυρίκι, στην απέναντι γωνία, είχε ένα μεγάλο ευκάλυπτο, ήταν αλλιώς, τελείως αλλιώς. Πιο όμορφα ήταν έτσι. Πιο γραφικά ήτανε. Γιατί τώρα ξέρεις τι κάνουνε; Όλα τα καΐκια είναι μπροστά στη Σκάλα, κάθεσαι στη πλατεία και δεν βλέπεις θάλασσα. Ούτε τη Σπιναλόγκα βλέπεις, αφού είναι παρκαρισμένα τα καΐκια γραμμή-γραμμή. Τότε δεν υπήρχε τίποτα, μόνο ψαράδικα, μικρά καϊκάκια. Που ψαρεύανε χταπόδια, τότε είχαμε έναν, έναν Κύπριο που είχε το Μέγαρο και μου ‘λεγε: «Κάτσε εκεί να πάω να σου πιάσω ένα χταπόδι, να στο φέρω να το ψήσεις όμως εσύ, όχι.. —παντρεμένη ήμουν, με τα παιδιά μικρά— μην το ψήσουν εδώ πέρα στο μαγαζί, γιατί δεν ξέρουν να ψήνουνε καλά». Και πήγαινε και σε πέντε λεπτά μου έφερνε ένα χταπόδι. «Μα ρε συ Δημήτρη με κοροϊδεύεις;». Λέει: «Γιάντα;». «Πας και το αγοράζεις από πουθενά και το φέρνεις; Πού πήγες;». Είχε μια εξωλέμβια: «Όχι, το ‘πιασα τώρα». «Σε δέκα λεπτά το ‘πιασες; Ραντεβού είχατε;»[00:50:00]. Λέει: «Ναι». «Πώς είχατε ραντεβού;». «Το ‘χω δει μικρό —μου λέει— που αυτά έχουν θαλάμια —μου λέει— που τρυπώνουνε, φωλιές και το βλέπω μικρό-μικρό, γιατί να το πιάσω μικρό-μικρό να το χαντακώσω; Το αφήνω και μεγαλώνει και ξέρω πού είναι και πήγα το έπιασα και στο ‘φερα». Ένα χταπόδι τόσο. Και του ‘λεγα: «Μπα, τα αγοράζεις, έχεις ραντεβού με καμιά βάρκα και αγοράζεις…». «Όχι», μου λέει. Εγώ δεν το ‘ξερα ότι τα χταπόδια μπαίνουνε σε… Αλλά μετά το είδα, γιατί κάποια φορά με ένα καπέλο του Γιάννη επιάσαμε, αυτό κολλάει στο άσπρο. Ό,τι και το χέρι σου να βάλεις έτσι, θα κολλήσει απάνω. Και είχαμε πάει κάπου και είδαμε ένα πλοκάμι και λέω: «Φίδι». Λέει: «Όχι χταπόδι είναι». Στην Κολοκύθα είχαμε πάει με τα πόδια τότε, πώς αλλιώς; Και για μπάνιο. Δεν υπήρχε ψυχή, ήταν πεντακάθαρα τα νερά, γάργαρα. Και λέει ο Γιάννης: «Χταπόδι», μικρό κοπέλι ήτανε, του Γυμνασίου του Δημοτικού και φορούσε ένα άσπρο τζόκεϊ και το κάνει έτσι και κολλάει και το πιάσαμε, μια... Ένα μεγάλο χταπόδι, είχε αυτά... Τότε καβούρια πολλά! Όχι σαν αυτά που πιάνουν τώρα, τ’ άλλα, τα μαλλιαρά, είχε χοχλιδάκια που τα βγάζαμε έτσι με την καρφίτσα και τα τρώγαμε, τώρα δεν έχει τίποτα. Εδώ, εδώ στις παραλίες. Τώρα, με το να ρίχνουνε άμμο στη πλαζ, την άμμο την παίρνει το κύμα κι έχει όλος ο κόσμος γεμίσει άμμους. Και γι’ αυτό δεν έχει κι αχιβάδες. Πού θα κολλήσουν οι αχιβάδες; Μόνο από κείνη την πλευρά έχει μερικούς. Που έχουνε μείνει μερικές πέτρες, αλλιώς… Άλλες εποχές ήταν τότε.
Και η Πλάκα πώς ήτανε παλιά, θυμάστε;
Τρία σπίτια.
Τρία σπίτια;
Είχανε κοτέτσια, κι όταν έπιανε ο αέρας ο πολύς ήπαιρνε τις κότες και τις έπνιγε στη θάλασσα. Και τις έβγαζαν οι ψαράδες με τις απόχες. Δεν θα το πιστέψεις... Μια φορά πέταξε και ένα παιδάκι που ήταν αδύνατο στη θάλασσα και ευτυχώς ήταν οι ψαράδες εκεί και το βγάλανε. Αυτό το άκουσα απ’ τη γιαγιά μου δεν το έχω δει. Αλλά τις κότες όταν τις ήπαιρνε ή θάλασσα και το ξέρανε οι κότες και πηγαίναν τοίχο-τοίχο κουκουβιστές. Για να μην τις πάρει το νερό, ο αέρας. Ξέρεις τι αέρα πιάνει; Αλλά το βλέπεις. Είναι από πάνω το βουνό ο Κατσελιός και κατεβάζει πολύ πολύ αέρα. Εγώ απορώ πώς χτίζουνε εκεί. Εάν μια στιγμή πέσουνε κάτι βράχοι τόσοι, με κουφάλες δεν θα τους τα χαλάσουνε όλα; Εγώ φοβούμαι εκεί να πάω να κάτσω. Που είναι ξέρεις που…
Ναι, κατάλαβα, που…
Που έχει πέτρες που τρέχουνε, πάνε προς τα κάτω. Αλλά βρίσκουν φθηνά τα οικόπεδα εγώ νομίζω... Από εκείνη την πλευρά.
Τώρα έχει αναπτυχθεί η περιοχή εκείνη.
Και δεν κάνουν και τίποτα κιόλας για να σταματήσουν τη... τις πέτρες που πέφτουνε. Πριν από πολλά χρόνια είχαμε πάει μοα εκδρομή από δω, Ελουδιανοί και διάφοροι άλλοι, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Κάναμε όλα τα παράλια και τη Σμύρνη. Και πήγαμε μέχρι Παμάκουλε, μέσα. Και μέναμε σ’ ένα παραλιακό ξενοδοχείο αλλά πήγαμε. Και επειδή είμαι λίγο περίεργη και όλο ρωτάω. Είχαμε ένα ξεναγό πώς τον λέγανε Γιώργο. Και του λέω: «Γιώργο βλέπω κάτι πράγματα εδώ πέρα που δεν τα έχω δει στην Ελλάδα». «Τι είδες πάλι;». «Πρώτον, εκεί που βλέπω κάτι πράγματα σαν σωλήνες και έχουνε βάλει μπλόκα στις άκρες-άκρες των δρόμων». «Ναι, τσιμέντα έχουνε βάλει για να μη φεύγουν οι πέτρες —μου λέει— να πηγαίνουνε κάτω». «Και εμάς στο Σεληνάρι τρέχουνε —του λέω— οι πέτρες». Αυτός δεν ήξερε Σεληνάρι, ήταν απ; τη Θεσσαλονίκη ο άνθρωπος. «Σε ένα σημείο και βάνουνε δίχτυα, κι όλο σπούνε τα διχτυα πότε θα σκοτώσουν και κανέναν άνθρωπο». Εκεί τα είχανε φτιάξει έτσι όπως σου λέω. Λέω: «Κοίτα να δεις»
Οργανωμένα ε;
Οργανωμένα, στα χωριά δε που περνούσαμε, —θα σου πω κάτι αστείο— έβλεπα πάνω, ήτανε όλα με κεραμίδια έτσι, τα χωριά, τώρα σαν το πάνω χωριό, το κάτω χωριό έτσι, από πολλά χωριουδάκια που περνούσαμε. Απάνω εκεί που ενώνουνε οι δυο κεραμίδες, έβλεπα και είχανε μπουκάλια. Και λέω: «Μωρέ τι;». Εμείς βάζαμε μπουκάλια τότε και βάναμε ζαχαρόνερο μέσα για να πιάνουμε τις σφίγγες, ξέρεις για τέτοια πράγματα, είχε δάκους στα δέντρα. Λέω: «Ρε Γιώργο, συγγνώμη κείνα τα μπουκάλια που έχουν εκεί απάνω, γιατί τα ‘χουνε;». Μου λέει: «Καλά κάνεις και ρωτάς, γιατί μαθαίνουν και οι άλλοι, κάτσε να το πω από το μικρόφωνο, να τ’ ακούσουν όλοι. Όταν ένα σπίτι έχει μια απάντρευτη κοπέλα, το βάζουν το μπουκάλι αυτό απάνω, και περνάει ο νεαρός που τη θέλει… Θέλει να τη ζητήσει, του αρέσει και πετάει μία πέτρα και σπάει το μπουκάλι. Και τον εδέχονται στο σπίτι οι γονείς της κοπέλας».
Αλήθεια;
Ναι, και λένε στην κοπέλα: «Πήγαινε στην κουζίνα να κάμεις έναν καφέ». Αυτή τον εβλέπει ποιος είναι βέβαια από τη χαραμάδα, βλέπει ποιος είναι. Εάν τον εθέλει βάζει στον καφέ ζάχαρη, αλλιώς βάζει αλάτι, το καταλαβαίνει ο γαμπρός και φεύγει και έρχεται ο επόμενος. Βάλ’ το ένα μπουκάλι. Αν δεν ρωτούσα, πώς θα το μάθαινα;
Πω πω!
«Είχα στο νου μου —λέει— να σας το πω, αλλά επειδή είναι πολλά στη διαδρομή που θέλω να πω, το ξέχασα. Καλά κάνεις και ρωτάς —μου λέει— και μαθαίνουν και οι άλλοι».
Τρομερό, ωραίο!
Ό,τι δε ξέρουμε πρέπει να ρωτούμε…
Ναι, πραγματικά!
Να μαθαίνουμε Ειρήνη, γιατί ρωτώντας πάει ο… Πας στην Πόλη. Και στην Αγγλία που πήγα κάνανε ένα τουρ, για κακή ώρα πήγα. Για τον άντρα μου άρρωστο, τη μάνα μου άρρωστη, αλλά τέλος πάντων ρωτούσα όμως κιόλας. Πήρα λοιπόν ένα λεωφορειάκι μια μέρα να μου κάνει μια… Ήταν αυτοί στο νοσοκομείο, να κάνω μια βόλτα μέσα στο Λονδίνο να δω και πιο έξω. Να μην… Μες στο κέντρο γυρίζαμε με τα πόδια. Και είχε έναν ξεναγό μέσα και του λέω: «Ωραία που είναι εδώ, τόσα πλατάνια —λέω— που έχετε, έχει φαίνεται το νερό, βλέπεις…». «Όχι — μου λέει— δεν φυτεύουνε πλατάνια για το νερό». «Λέω γιατί;». «Να σου πω, να το ξέρεις. Πλατάνια φυτεύουν εδώ, διότι ο φλοιός του κορμού του δέντρου πέφτει και ανανεώνεται τον άλλο χρόνο, αυτός ο φλοιός μαζεύει τα καυσαέρια», μου λέει. Όλα γίνονται με πρόγραμμα, εμείς επαέ τα κάνουμε τουρλού. Τουρλού κι άμα πιάσουνε, κι άμα δε πιάσουνε, δεν πειράζει. Το ήξερες αυτό;
Όχι, δεν το ήξερα να πω την αλήθεια…
Ναι εκεί το έμαθα. Ρωτώντας… Σκέψου ότι ο φλοιός απορροφάει λέει το καυσαέριο για αυτό έχουν. Όλοι οι δρόμοι είναι μόνο πλατάνια, δεν βλέπεις τίποτα άλλο… Εμείς βάζουμε νεραντζιές…
Για τον καλλωπισμό…
Μουριές και αυτές οι μουριές που κάνουνε μούρα γεμίζουν τον τόπο βρωμιά, γιατί πέφτουνε τα μούρα κάτω και τα τσαλαπατεί ο κόσμος. Τώρα βάζουνε κάτι μουριές, που δεν κάνουνε μούρα, αρσενικές είναι; Δεν ξέρω, δεν έχουμε και νερά να ποτίσουμε βέβαια κι αυτό είναι ένα πλην. Αυτοί έχουν πολλά νερά εκεί.
Και για πείτε μου εδώ πέρα για τον έπαινο που μου είπατε πριν που έχουμε εδώ πέρα στον τοίχο που είναι και αυτό ενδιαφέρον να μου πείτε να το έχουμε και αυτό στο αρχείο.
Τότε πηγαίνανε με προϊόντα κρητικά εκεί. Γιατί η Έκθεση Θεσσαλονίκης ήταν αποκλειστικά αγροτικά προϊόντα…
Ναι…
Λοιπόν εκάναν ένα περίπτερο της Κρήτης και πηγαίνανε σταφύλια, σταφίδα που βγάζανε πολύ στη Σητεία τότε, σταφίδα πολύ ωραία ξανθιά, τώρα τα εγκαταλείψανε τα αμπέλια, γιατί είναι πολυέξοδο και πολλή… πολλή δουλειά θέλουνε. Από τη στιγμή που θα βγει το αμπέλι μέχρι να τρυγήσεις και μετά να στρώσεις τη σταφίδα, να την εμαζέψεις ήταν… Και είχε πολλούς εμπόρους σταφίδας στη Σητεία. Κι έχουν πάρει κι αυτοί πολύ και τη σταφίδα. Και πήγε κι ο παππούς μου με χαρούπια, εμείς δεν είχαμε τίποτα άλλο. Ελιές, χαρούπι και αμύγδαλα. Τα αμύγδαλα κάποια στιγμή, ξεραθήκαν οι αμυγδαλιές, γιατί πάθανε μια αρρώστια και από ότι μου λέγαν τότε, έπρεπε να ανανεωθεί το χώμα δεν ξέρω πόσα χρόνια και μετά να ξαναφυτέψουν... Αυτοί δεν ξαναφυτέψανε, τελειώσανε, οι αμυγδαλιές. Λοιπόν, είχα μόνο το χαρούπι και το λάδι. Και πήγε ο παππούς μου με χαρούπια. Γιατί τότε, επειδή κάνανε το χώμα από κάτω γιατί εσπέρνανε, το χώμα της χαρουπιάς ανανεωνόταν και έκαναν κάτι χαρούπια να... Δεν ήταν σαν τούτα δω τα μικρά που βλέπεις τώρα. Αυτά ήταν κάτι χαρούπες, τόσες! Κι άνοιγες μία και έτρεχε το μέλι από μέσα. Τόσο ωραία, και κάτι κουκούτσια τόσα μέσα και έχει πάρει από τα χαρούπια το βραβείο, γιατί ήταν τα καλύτερα που πήγαν από όλη την Ελλάδα. Αλλά σου λέω τότε ανανεωνόταν το χώμα από κάτω, τώρα ποιος θερίζει και ποιος σπέρνει; Αυτές ξεραθήκανε και οι χαρουπιές. Μια μέρα θα ξεραθούν και οι ελιές.
Απέναντι στο νησί;
Όχι παίρνοντας… πηγαίνοντας στον Άγιο Νικόλα έχω δει κάτι ελιές ολόξερες… Τώρα, αρρώστια είναι ο Πετράκης ο Μιχάλης —δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά—, αυτός είναι στη Μετεωρολογία των Αθηνών και ασχολείται με αυτά και είναι από εδώ η καταγωγή του και είχε έρθει και μου λέει: «Μαίρη μετά από... εμείς δεν θα ζούμε τα παιδιά μας μπορεί, τα εγγόνια μας μάλλον, η Κρήτη θα γίνει Σαχάρα». Λέω: «Γιατί;». «Γιατί αυτοί εξετάζουν τα υπεδάφη —μου λέει— άμα κατεβείς 7 μέτρα κάτω, στο χώμα της Κρήτης είναι άμμος. Και θα ξεραθούν όλα αυτά που βλέπεις θα γίνουν σαν τη Σαχάρα». «Μα εμείς έχουμε ρε Μιχάλη βουνά». «Και τι;». Νερά δεν υπάρχουν πολλά, βλέπεις ότι οι βροχές κάθε χρόνο λιγοστεύουν, έχουμε πολλούς καύσωνες και κάθε χρόνο η θερμοκρασία, εμείς τη χαλάσαμε δηλαδή, οι άνθρωποι». Ανεβαίνει η θερμοκρασία, πώς; Τα αγροτικά προϊόντα δηλαδή… Εδώ, εμείς οι Κρητικοί, πέσαμε με τα μούτρα μόνο στον τουρισμό. Και όλη η Ελλάδα δηλαδή εδώ που τα λέμε, όλα τα νησιά, κυρίως. Και αφήσαμε ό,τι άλλο κάναμε… Και κρεμόμαστε μόνο από τον τουρισμό, γιατί; Γιατί ο τουρισμός είναι πιο εύκολο κέρδος. Έχεις ένα σπίτι το νοικιάζεις, κάνεις δωμάτια, τα νοικιάζεις, βγάζεις λεφτά. Το να πας να μαζεύεις τα χαρούπια και το να πας να μαζεύεις τα αμύγδαλα είναι και κόπος. Και η καλοκαιρινή δουλειά δύσκολη και δεν βγάζεις και τα λεφτά που βγάζεις απ’ τον τουρισμό. Τα παράτησαν όλοι, την αγροτιά, δηλαδή. Δεν τα καλλιεργούνε. [01:00:00]Τόνους σταφίδα στη Σητεία και δεν βγάζουνε τώρα καθόλου. Τα εγκαταλείψαμε τ’ αμπέλια.
Πάντα εδώ με τα χαρούπια, με τα αλάτια, με όλα όσα είχαμε, ναι.
Το αλάτι έπρεπε να κρατήσουνε τουλάχιστον. Ή ένα μέρος στις αλυκές για να βλέπουνε ο κόσμος πώς έβγαινε τα αλάτι. Κι αυτό το ‘χουμε πει πολλές φορές να το κάνουνε δεν... Δεν ενδιαφέρεται κανείς. Για να μείνει τουλάχιστον και σαν αξιοθέατο, ας το πούμε, έτσι.
Ναι. Ήταν ωραία διαδικασία αυτή με το αλάτι;
Πολύ ωραία ναι, εκεί στο Μουσείο της Σπιναλόγκας είναι…Άμα πας καμιά μέρα, δες. Είναι ένας λόφος με αλάτι και απάνω κάθεται η αδερφή μου με το σορτς και με ένα μπουστάκι που είχε έρθει… Αυτή σπούδαζε στην Ιταλία στη Φλωρεντία. Είναι Μηχανικός. Λοιπόν, όταν γύρισε, την κρατούσα τη φωτογραφία και την έδειχνα στις φίλες της. Και κάποια της λέει: «Το καλοκαίρι έχετε τόσο χιόνι στην Κρήτη;». Ενομίζανε ότι ήταν πάνω στο χιόνι… Λέει: «Δεν είναι χιόνι, αλάτι είναι». «Και πού το βρήκες τόσο αλάτι;». Λέει: «Έχουμε αλυκές, γιατί το νερό της θάλασσάς μας, έχει πολύ αλάτι». Μα όντως, δηλαδή άμα βγεις από δω, απ΄ το νερό, είσαι άσπρη απ’ το αλάτι. Έχουμε πολύ τέτοιο νερό, με πολύ αλάτι, άλλα τα εγκαταλείψαμε. Γιατί; Κρίμα… Ό,τι καλό, εν τω μεταξύ προσπαθούνε, εκεί πέρα δεν είναι απ’ τα παλιά, παλιά των Μινω… των… την εποχή του Μίνωα, υπάρχει το μεταχριστιανικό με τα... Και από πάνω έχουνε γουρούνια, από δίπλα έχουν κότες, γιατί δεν το προστατεύουν να πηγαίνουνε οι άνθρωποι να το βλέπουνε; Και βλέπεις οι άλλοι κι έχουν ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι και το έχουν προστατευμένο, για αυτό δεν πήραν και κείνο κει, να το κάνουν πολιτιστική κληρονομιά, τη Σπιναλόγκα, γιατί ρίξανε το βάρος μόνο στους λεπρούς. Μα δεν ήτανε μόνο για τους λεπρούς, αυτό ήταν Ενετικό κτίριο φαίνεται εξάλλου, αλλά δεν στείλαν τα κατάλληλα χαρτιά, κάμανε, εγώ πήγα κάνα δυο-τρεις φορές μαζί με… Γνώρισα και τη γραμματέα του του κινήματος αυτουνού, η οποία ήρθε από τη Γαλλία, και ενώ το προωθούσε αυτή, δεν στείλαν τα κατάλληλα χαρτιά τούτοι εδώ οι βλάκες οι Δήμαρχοι. Και το απορρίψανε κατάλαβες;
Είναι λίγο πρόβλημα αυτό, ναι…
Υστερα ανέκαθεν δεν ξέρω για ποιο λόγο, οι Αγιο-Νικολιώτες δεν θέλανε τους Ελουντιανούς. Τους πηγαίνανε κόντρα, και μετά που συνενώθηκε ο Δήμος και γίνηκε ένας, πάλι κόντρα τούς πάνε, δεν ξέρω το λόγο… Ο παππούς μου ήβλεπε πολύ μακριά. Σηκωνόμαστε τώρα, ένα άλλο θέμα. Σηκωνόμαστε από δω να πηγαίναμε στο Πάνω χωριό την Ανάσταση στις 12:00 η ώρα ή περιμέναμε πότε θα ανάψουν οι λεπροί τη φωτιά, που είχαν και φως αυτοί τότε, με γεννήτρια, να ανάψουνε τη φουνάρα να πάνε τα κοπέλια. Από πού να ακούσουμε το «Χριστός Ανέστη»; Έπρεπε να κρατούμε φανάρια, γιατί δεν υπήρχε φως στο δρόμο. Πώς να πας στο Πάνω Χωριό 12:00 η ώρα; Φαναράκια με το λάδι να πάμε να ακούσουμε το «Χριστός Ανέστη» στο Πάνω Χωριό. Και τους λέει ο παππούς μου: «Ρε παιδιά, δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Πρέπει να κάνουμε μια εκκλησία». Το Σχίσμα… άρχισε να μεγαλώνει εν τω μεταξύ, το Σχίσμα, σημασία κανείς, ναι. Ήρθε, πέρασε ο καιρός, λέει: «Να βρούμε ένα οικόπεδο», όταν χωρίστηκε, το κέντρο, το πιο πάνω από τη πλατεία μέρος της Ελούντας, το είχανε μοιραστεί τέσσερις-πέντε άνθρωποι. Ήτανε, δεν ξέρω ποιες εκκλησίες, μοναστηριακό ήτανε, το αγοράσανε και κόψανε, ήτανε τότε, ένας. Κάτσε να δεις πώς τον ελέγανε, ένας μηχανικός, ο οποίος ήταν Ιτάλος και τον λέγανε Φαζόλο. Τους έκοψε σε τετράγωνο και είπε: «Κείνο είναι του Μαυρικάκη, κείνο είναι του Πετράκη, κείνο είναι του ενός». Αλλά αν πας εκεί, είναι η δόμηση φαρδύ, γιατί έχτισε κι αυτός φαρδιούς δρόμους, όπως εχώρισε τα τετράγωνα, μετά επήγαινε ο καθένας κι έχτιζε όπου να ‘τανε, γιατί δεν υπήρχε σχέδιο πόλεως. Στην κορυφή, στο βουνό αφήσανε ένα μέρος, εξ αδιαιρέτου, όλοι μαζί όσοι είχαν μια αγορά για να κάνουνε μια εκκλησία. Προνοήσαν, να κάνουνε μια φορά, μια εκκλησία. Ήρθε λοιπόν ο δεσπότης ο Δημήτριος, ήταν τότε. Και τον επήγανε να δούνε, να βάλουνε θεμέλια, να κάνουνε εκεί μια εκκλησία. Για να μην τις έχουνε στο πάνω χωριό. Και ο άνθρωπος ήταν γέρος και λέει «Πάνε πάνω οι γέροι, πώς θα…». Έτσι… πολλή ανηφόρα. «Δεν γίνεται να κάνετε εκκλησία, αυτό πρέπει να πάτε κάτω-κάτω προς τη θάλασσα, να μπορεί κι ένας πιο ηλικιωμένος να ‘ρθει». Ο παππούς μου εκεί που είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, είχε έναν κήπο και λέει: «Εγώ χαρίζω τον κήπο το δικό μου, αν θέλετε να το μεγαλώσετε θα πάρετε και τα παραδιπλανά να τ΄ αγοράσετε δεν ξέρω πώς», για αυτό το βγάλανε Άγιο Κωνσταντίνο, γιατί το χάρισε. Εχτίστηκε η εκκλησία ήταν τότε ο παπα-Ζαχαρίας. Παπάς εδώ… Γύριζε, έκανε έρανους, η αλήθεια ότι δούλεψε για να... Δηλαδή του δίνανε λεφτά ο κόσμος και έτσι προχώρησε η εκκλησία… Και χτίστηκε η εκκλησία και εγκαινιάστηκε και πηγαίναμε εκκλησία στον Άγιο Κωνσταντίνο. Έχει όμως τοιχογραφίες ακόμα, λοιπόν φωνάζει το Φαλκόνι και του λέει: «Θα ‘ρθεις να μου κάνεις τις τοιχογραφίες στην εκκλησία». «Να ‘ρθω μα θέλω 220.000» δραχμές τότε. Λέει ο παπα-Ζαχαρίας: «Μα δεν έχει, το ταμείο μας δεν έχει λεφτά, διότι εχτίζαμε την εκκλησία κι είμαστε σε πολλά έξοδα. Όμως ξέρεις τι θα κάνουμε; Θα σου δώσω το οικόπεδο που έχουνε αφήσει για την εκκλησία», δεν το είχαν δώσει με συμβόλαιο όμως. «Και θα κάνεις τις τοιχογραφίες». Τσακώνονται, αυτοί πήραν το οικόπεδο με τον παπα-Ζαχάρη. Επηγαίνανε αυτοί το φράζανε γύρω γύρω, επήγαινε ο παπα-Ζαχάρης κι έβγανε τις στύλους. Και η γιαγιά μου, μού λέει, μού ‘λεγε; «Τσακωθήκανε —ανηψός της ήτανε—, άμα αποθάνω να με πάτε να με πετρώσετε, να μην με θάψει ο παπα-Ζαχάρης». Είχε θυμώσει. Αλλά το ωραιότερο, ποιο ήτανε; Πήγανε στα δικαστήρια στο τέλος, το κερδίσανε βέβαια αυτοί που το είχανε, το πουλήσανε. Και της λέει ο πρόεδρος του δικαστηρίου, λέει: «Εσείς κυρία Μαυρικάκη τι έχετε να πείτε;», τη φώναξε. Και ξέρεις τι του είπε; Ήταν αγράμματη, αλλά ήταν τόσο έξυπνη, καμιά μας δεν της έμοιασε… «Εγώ σου πουλώ τη Σπιναλόγκα —του λέει— την αγοράζεις». Λέει: «Γιάντα δικιά σου είναι;». «Άλλο τόσο ήταν το οικόπεδο αυτουνού». Κι έτσι το κερδίσανε, το πουλήσανε μετά, και μοιραστήκανε τα λεφτά τα κάνανε άλλοι, δεν ξέρω τι κάνανε. Ήτανε πανέξυπνη και δεν ήξερε ούτε την υπογραφή της, σταυρό έκανε. Και είχε ο παππούς μου ένα συνεργάτη, ο οποίος ήταν Εβραίος και τον ελέγανε Κοέν, εγώ τον εγνώρισα, ήτανε πολύ καλός άνθρωπος, είχε μεγάλα εργοστάσια στο Πειραιά. Και μου έλεγε καμιά φορά που είχαμε το σπίτι μας στην Αθήνα, μετά που πήγα εγώ για σπουδές: «Δεν θέλω να κάνω συναλλαγή με τη γιαγιά σου, τη Μαρία». Λέω: «Γιατί;». «Με ξεγελάει —μου λέει—, παρόλο που είναι αγράμματη» και της έλεγα καμιά φορά: «Ρε γιαγιά πώς κάνεις προσθέσεις, αφαιρέσεις με το μυαλό σου και δεν σου φεύγει πενηνταράκι;». Λέει: «Δεν ξέρω», δεν μπορούσε να μου εξηγήσει τον τρόπο που το ‘κανε. Το ‘κανε όμως. Και μου έλεγε ο Κοέν: «Δεν θέλω συναλλαγές με τη γιαγιά σου, με τον Κωνσταντίνο, γιατί αυτή με ξεγελάει», ήτανε διάολος, έξυπνη ήτανε, αλλά αγράμματη. Μου ‘λεγε καμιά φορά: «Μάθε μου να γράφω Μαρία». Της το ‘δείχνα κάνα δυο φορές, την τρίτη το ξεχνούσε. Μεγάλη γυναίκα ήταν. Αυτή ήθελε μόνο χωράφια. Αφού έτσι είχε μάθει από μικρή και μου ‘λεγε: «Ο παππούς σου κάνει τρουλιά». Ξέρεις τι είναι τα τρουλιά; Τα σπίτια. Είχαμε το Μέγαρο, ηκαμε στο Πάνω χωριό, ηκαμε στο Κάτω χωριό, ήκαμε… Πού αλλού ήκαμε; Τούτο το χτίσαμε μετά εμείς, στον Άγιο Νικόλαο: «Κι άμα πέσει Μαρία μια βόμβα θα τα χαλάσει». «Στο χωράφι ίντα κάμει; Το πολύ-πολύ να ανοίξει ένα λάκκο», άκου τι μου ‘λεγε… «Το πολύ-πολύ να ανοίξει ένα λάκκο». Της αρέσαν τα χωράφια, γιατί έτσι είχε μάθει, η μάνα της… Με τα βοσκίσματα, έμεινε 23 χρονών χήρα, με τέσσερα παιδιά, ο άντρας της ήταν εκεί που είναι τώρα η Αγία Παρασκευή, σε ένα μεγάλο χωράφι που ‘χαμε... Και πόναγε η κοιλιά του, και πιάνει μία πέτρα και τη βάζει και ήταν σκωληκοειδίτιδα, και μάλλον περιτονίτιδα κι εκείνη την εποχή, άντε βρες και τι είχενε. Και πέθανε και την άφησε χήρα με τέσσερα κοπέλια, τρία αγόρια και τη γιαγιά μου. Και νυχτοπερπατούσε τα ωζά. Και τους επήρε περιουσίες στην Πλάκα, όλα και ένα που είναι στην κάτω μεριά, εκτός το γωνιακό, τα αγόρασε η γριά αυτή. Και το οικόπεδο στον Άγιο Νικόλαο που ‘χτίσε ο παππούς μου αυτή το είχε αγορασμένο. Ενυχτοπερπατούσε τα πρόβατα, και έτσι είχε μάθει και η γιαγιά μου. Της λέω: «Γιατί δεν έκατσες στο σχολείο;». «Γιατί μου 'βανε αχλάδια η μάνα μου στη σάκα μου και μου τα πέρναν τα κοπέλια. Ναι για αυτό». Αυτή ήθελε να γυρίζει και να βλέπει τα πρόβατα. Έτσι έμαθε και να σου πω όμως, ο παππούς μου ήταν πονηρός από μια άποψη και διπλωμάτης συγχρόνως, αυτή δούλευε και αυτός καθόταν… Το εμπόριο έκανε να… Έκοβε το μυαλό του, είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, ήξερε πέντε γράμματα παραπάνω. Για να πάει τώρα δύο κορίτσια 12 χρόνων, που ακόμα καλά καλά δεν ξέραν να μιλήσουν ελληνικά και τα πήγε σε γαλλικό σχολείο με καλόγριες… Και έδινε ένα κάρο λεφτά, πήγαινε, τα πήγαινε με ταξί και και τα ‘φερνε με ταξί στα Χανιά, τότε εκείνη την εποχή στη Χαλέπα ήτανε η σχολή αυτή. Και η μάνα μου τα πρώτα χρόνια που πήγε ήταν 12 χρόνων. Ήθελε να γίνει καλόγρια, γιατί έβλεπε πώς ζούσαν αυτές εκεί και της άρεσε η ζωή… Η γιαγιά μου γυρίζει όλη μέρα στα χωράφια, δεν της έδινε και καμία σημασία, της μαγείρευε, αλλά… ήταν καθαρή, αλλά τσι ήπλενε τις, αλλά… δεν μπορούσε να ασχοληθεί μαζί τους ιδιαιτέρως και για αυτό τις πήγε για… Ο παππούς μου ήβλεπε μίλια μακριά. Απλά αν δεν είχε τη γιαγιά μου, από τη μία μεριά, τον εβοηθούσε, γιατί δούλευε σαν το σκυλί, αλλά… Δεν τον άφηνε να κάνει και αυτό που έπρεπε να κάνει. Του δοθήκαν ευκαιρίες να αγοράσει στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, δεν τον άφησε: «Γιατί μωρέ έχω χωράφια εκειά να πας να μου παίρνεις σπίτια; Δεν θέλω… ». Και τον έβαζε κι έπαιρνε χωράφια, εδώ. Επήρε και εδώ, αλλά εντάξει μπορούσε να είχε κάνει άλλη περιουσία, αν τον άφηνε να ξεκουνήσει. Ενώ οι Φουρνιώτες, κοίτα μια διαφορά, δεν υπάρχει Φουρνιώτης στο Καστέλι, που είναι το χωριό μου, και ο πιο φτωχός [01:10:00]να μην έχει πάρει ένα σπίτι στο Ηράκλειο. Γιατί θεωρούσαν το Ηράκλειο, ότι είναι πρωτεύουσα της Κρήτης και σου λέει: «Εκεί θα πάρω, εκεί μπορώ να πάω τα παιδιά μου αργότερα να κάτσουν σε μια μεγάλη πολιτεία». Και έχουν όλοι σπίτια στο Ηράκλειο, ενώ πες μου έναν που έχει από εδώ Ελουντιανός, κανείς… Εκτός αν παντρεύτηκε από το Ηράκλειο και βρήκε σπίτι εκεί πέρα. Ενώ οι Φουρνιώτες, όλοι έχουν σπίτια. Γιατί ήταν πιο έξυπνοι. Ήταν και πιο ζορισμένοι….
Άλλη νοοτροπία.
Και η νοοτροπία διαφορετική εκεί... Και τώρα που πάω, ας πούμε, και ακούω πώς συνομιλούνε και τι σκέφτονται είναι τελείως διαφορετικά. Με τη Γεωργία, όταν την πρωτοπήγα μου λέει: «Πήγαμε στην εκκλησία, στον Πρόδρομο στη γιορτή του γιατί ο πατέρας μου, τότε πίστευαν —λέει— ότι τους τίναζε ο Άγιος Ιωάννης, όταν τρώγανε την ημέρα της γιορτής του. Εγώ πιστεύω ότι είχαν ελονοσία και δεν κατέχανε τι να ‘χανε». Και μου ‘λεγε ο μπαμπάς μου ότι: «Μου βάλανε δέκα κουβέρτες και τιναζόμουνα» και μου παράγγειλε, αυτός όλα του τα χρόνια έκανε άρτους στην… του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και μου έλεγε: «Επειδή, όσο ζεις να κάνεις μία αρτοκλασία, γιατί ο Άγιος Ιωάννης με τίναξε». «Εντάξει θα την κάνω» και την κάνω κάθε χρόνο. Της λέω της Γεωργίας μια χρονιά: «Έρχεσαι να πάμε στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο». «Θα ’ρθω» και πήγαμε. Όταν είδε πώς μπαίνουνε να κοινωνήσουνε, μου ‘κανε τα μάτια της έτσι. «Παναγία μου». Πιάσαν τα παιδάκια μόνα τους το πιο μικρό βάζανε μπροστά, κατά σειρά κατά σειρά, εμπαίναν από δω και βγαίναν από κει. Μου λέει: «Ίντα τάξη υπάρχει επαέ πέρα». Λέω: «Κι άμα θαρρείς ότι είναι η Ελούντα;» που προχθές που τελευταία φορά πριν από το τρίτο κύμα, είχαμε πάει εδώ στον Άγιο Ραφαήλ. Ο παπα-Μανώλης λέει: «Όπου βρισκόσαστε μην κουνηθείτε, —επειδή ήτανε σε αποστάσεις— και όσοι θέλετε να κοινωνήσετε θα κατεβώ εγώ να σας κοινωνήσω, όπου βρίσκεστε», Και είδες πώς τους είπε; Κόντεψε να τονε ρίξουνε, να του πέσει το δισκοπότηρο, τρέξανε ένα μπουλούκι απάνω του. Αφού σας το λέει: «Σταθείτε». Δεν καταλαβαίνουν ελληνικά; Δεν επικοινωνούνε καθόλου. Καθόλου όμως.
Καθόλου.
Αλλά και οι ίδιοι οι παπάδες δεν… Λέει ο παπα-Παναγιώτης μια φορά, από άμβωνος κιόλας ότι: «Γιατί όλο γέροι έρχονται στην εκκλησία και τα μικρά παιδιά δεν έρχονται». Δηλαδή, οι νεαροί εννοούσε… Και πρέπει να έρχονται, γιατί… Έλεγε για τη θρησκεία διάφορα. Λοιπόν, μετά ήτανε μνημόσυνο δεν ξέρω τι και πήγαμε στης Αγγέλας απέναντι να πιούμε ένα καφέ και ήταν και αυτός εκειά. Και του λέω: «Συγγνώμη να σε ρωτήσω κάτι; Να σε ρωτήσω κάτι;». «Ναι ρώτα με». «Τα δικά σου τα παιδιά πότε έρχονται στην εκκλησία;». Και μου λέει: «Εμείς το λέμε για να το κάνετε εσείς κι όχι εμείς». Ακούς απάντηση; Δηλαδή, σας το λέμε να το κάνετε εσείς. Τα δικά μου τα παιδιά ας μην έρθουνε, δεν πειράζει. Δεν είναι έτσι όμως, ο παπάς πρέπει να δίνει το καλό παράδειγμα. Θα μου πεις για τον παπά πας στην εκκλησία; Όχι… Αλλά, εντάξει, πρέπει κι αυτός, κάτι να βοηθάει… Τώρα κι οι παπάδες έχουνε γίνει επάγγελμα. Δυστυχώς.
Αυτό ακριβώς. Κι έχετε κάτι άλλο να μας προσθέσετε για τα παιδικά χρόνια στην Ελούντα ή κάτι τέτοιο; Εάν θυμάστε κάτι άλλο…
Κοίταξε, τα παιδικά μου, τα παιδικά μου χρόνια ήταν εμένα όμορφα στην Ελούντα, γιατί ερχόμουνα διακοπές για να παίζω. Κι έπαιζα με τα παιδάκια, έβγαινα έξω, ψαρεύαμε, πηγαίναμε βαρκάδες. Είχαμε μια βάρκα τη Μαριάνθη, της δασκάλας της Μαριάνθης μια βάρκα και μπαίναμε μέσα με τα κουπιά, και μια μέρα μας έσπασε το κουπί, και είμαστε μεσοπέλαγα, προς τη Σπιναλόγκα και μας είδαν οι λεπροί και τηλεφωνήσανε και ήρθανε, και μας εμαζέψανε. Αυτά κάναμε σαν παιδάκια, τι άλλο να σου πω τώρα; Δεν είχαμε και πολλά πολλά να κάνουμε. Όλο το καλοκαίρι ξεφλουδίζαμε αμύγδαλα, από κάτω εκειά σε μια μουριά κι έλεγα: «Θεέ μου και να ξεραθούν οι αμυγδαλιές» και με άκουσε ο θεός και τις ξέρανε όλες. Γιατί δεν μας άφηνε να πάμε στη θάλασσα η γιαγιά μου, γιατί ξεφλουδίζαμε αμύγδαλα. Τόνους αμύγδαλα όμως…
Τόνους ε;
Και μετά, βάνανε σπάστρουσες τη νύχτα, τα ξεραίνανε σε κάτι αυλές που είχανε κάτι... Και μετά βάζανε σπάστρουσες τη νύχτα, κι όλη νύχτα σπούσανε αμύγδαλα και τα ξεφλουδίζανε για να τα πάρει ο παππούς μου ψίχα. Και η Γεωργία μου είχε πει: «Το πρώτο μου, την πρώτη μου δραχμή, σαν μεροκάματο την πήρα από τον παππού σου». Γιατί ήτανε μικιό κοπέλι και δε μπορούσε να τα σπάσει, γιατί τα τσάκιζε. Αλλά, τα ‘βαζε χωριστά τα φύλλα από τ’ αυτά. «Και μου’ δίνε —μου λέει—μια δραχμή». Το πρώτο μου μεροκάματο. Κι όλη νύχτα είχαμε σπα… πολλά, πολύς κόσμος και σπούσαμε στις αυλές, στα σκαλοπάτια, στο σπίτι μέσα. Τα τσόφλια μετά τα μαζεύαμε και τα πετούσαμε στα χωράφια. Πολύ τα παίρναν και τα βάζαν και στο τζάκι, ξέρεις για προσάναμμα. Αλλά ήτανε… Δεν μας άφηνε να πάμε στη θάλασσα για να καθαρίζουμε, εμείς ήμασταν κοπελιά δεν θέλαμε να ξεφλουδίζουμε αμύγδαλα. Αλλά πού καταλαβαίναμε εμείς τότε; Είμαστε μικιά.
Άλλες εποχές.
Άλλες εποχές τελείως, δυστυχώς. άλλες εποχές τελείως. Φάε σοκολάτα και μας δίνανε ένα χαρούπι. Θέλαμε εμείς αληθινή σοκολάτα, όχι ψεύτικη. Όχι τέτοια… Αληθινά.
Η σοκολάτα της εποχής τότε…
Ναι, ναι μα δεν είχε και τίποτα άλλο… Θυμάμαι στα περίπτερα ξέρεις τι είχανε; Κάτι ζαχαρωτά που ήταν ζάχαρη πηγμένη και ήτανε σαν τα ευζωνάκια και είχανε κόκκινα στα ποδαράκια και το φέσι και ήτανε ζάχαρη. Πώς, όχι σαν το μαλλί της γριάς πιο σταθερό. Δεν είχε σοκολάτες. Και καμιά καραμέλα, εάν… και θυμάμαι, όταν ερχόταν ο παππούς μου απ’ την Αθήνα που ‘φερνε, διάφορα πραγματάκια. Ερχόταν όλα τα κοπέλια στο σπίτι και τα 'κρυβε η γιαγιά μου σε ένα σακί από κάτω σ’ ένα κρεβάτι και εγώ πήγαινα και τα ‘παιρνα, τα έβαζα στις τσέπες μου, τα μοίραζα στα κοπέλια. Δεν θυμάμαι καστανά ήτανε, ήντα τα 'ναι; Κάτι τέτοιο, ξηροί καρποί που δεν είχαμε εμείς εδώ... Κάστανα, καρύδια, τέτοια. Γιατί για να φέρεις σοκολάτες απ’ την Αθήνα, δεν είχαμε μωρέ τότε, δεν είχαμε τίποτα, μα και με εκείνα τα λίγα που είχαμε περνούσαμε πιο ευχάριστα να σου πω την αλήθεια. Τώρα τα έχουμε όλα και δεν μας αρέσει και τίποτα. Του λες: «Φάε κειονε». «Δεν το θέλω». Τότε εμείς τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε. Δηλαδή θυμάμαι και μου ‘λεγε η γιαγιά μου μετά που έφερα τα κοπέλια μου εγώ απ ‘την Αθήνα… «Εβαρεθηκα να πηγαίνω στα χωράφια κουτιά απ’ το γάλα, την κατσίκα έχουμε από κάτω, γιατί δεν αρμέγουμε την κατσίκα να πίνουν γάλα; Αυτά όμως δεν το πήραμε αυτό το γάλα, γιατί έχει μια μυρωδιά. Και μου λέει: «Είσαι χαζή βάνε τους μια ολιά, λίγο-λίγο εβαπορέ και βάλ’ τους και κατσικίσιο». Αυτά το καταλαβαίνανε και ας ήταν μωρά μωρά. Δεν το θέλανε, αφού βλέπεις ότι δεν το πίνουνε. Λέει: «Βαρέθηκα να πηγαίνω κουτιά. Γιατί δεν είχε και σκουπιδιάρικα τότε να περνούν να παίρνουν τα σκουπίδια και πήγαινε τα κουτιά τα σιδερένια, τα πετούσε στα χωράφια μέσα, στα χωράφια τα δικά της, δηλαδή. Εξεβαρεθηκα να φορτώνω τον γάιδαρο, να πηγαίνω κουτιά πέρα πόδε… δεν το πίνανε. Εγώ το έχω συνηθίσει και μ’ αρέσει. Αλλά αυτή η μικρή.
Ούτε εμείς τώρα.
Ναι, εγώ το ‘χω συνηθίσει, όπως έχω συνηθίσει και το καμένο. Μ’ αρέσει το καμένο, γιατί τότε μαγειρεύανε, το καπνισμένο εννοείται, όχι καμένο. Τότε μαγειρεύανε με τα ξύλα και κάπνιζε το τζάκι κι έπαιρνε τη μυρωδιά και το χόρτο. Και ό,τι μαγειρεύανε, στα πύλινα τσικάλια, μαγειρεύανε. Και αυτοί, αυτό το καμένο μου αρέσει, οι άλλοι δεν μπορούν να το φάνε που δεν το έχουν συνηθίσει. Όπως επίσης, επειδή δεν είχαμε νερό, μαζεύαμε το νερό της βροχής. Πού να φτάσει; Ο παππούς μου είχε από πάνω μια μεγάλη στέρνα και ερχόταν ένα κοπέλι και είχε ένα έτσι σαν αντλία θα ήτανε και είχε ένα μεγάλο παραδόχι μπροστά απ’ την κουζίνα και γέμιζε εκείνο το παραδόχι για να πλένουμε πιάτα και τέτοια. Και στο ξέπλυμα των πιατικών με φώναζε η γιαγιά μου: «Το νερό μην το χύνετε στο νεροχύτη, φέρτε το να ποτίσουμε τα λουλούδια», για να μη χαθεί το νερό, κατάλαβες; Και τώρα ακόμα, άμα ακούω τα κοπέλια μου, θα μου πεις είναι… το ‘χω βάλει εδώ μέσα και δεν φεύγει, άμα ακούω το νερό και τρέχει χωρίς λόγο, δηλαδή κάνουνε μπάνιο και αφήνουν έτσι το νερό και τρέχει και τρέχει και τρέχει, τους λέω: «Κλείστε τη βρύση». «Έχουμε μαμά νερό τώρα…». «Ναι έχετε, αλλά εγώ το λυπούμαι», γιατί υπήρξε εποχή που δεν είχαμε νερό. Ξέρεις τι είναι να μην έχεις νερό να πιεις;
Και εδώ στην Ελούντα άργησε να ‘ρθει κιόλας το νερό.
Πολύ, πάρα πολύ. Εμείς είχαμε μια μεγάλη στέρνα, γιατί είχε και το Μέγαρο και έπρεπε να παίρνουνε από κει νερό. Από κάπου έπρεπε να πάρουνε νερό. Κι είχε κάνει υπόγεια απ’ το δρόμο σωλήνα. Τώρα με ποιο τρόπο ανέβαινε απάνω θα είχε μηχανάκι μάλλον δεν ξέρω…
Κάποια αντλία κάτι. Ναι. Όπως είχε αντλία και στο σπίτι και το ‘φερνε αυτό, γιατί όλη την ώρα φωνάζει η γιαγιά μου: «Κλείστε το νερό μην αφήνετε το νερό να τρέχει» και αυτό μου ‘χει μείνει, από τότε, ξεπάτωνε τα λουλούδια. Ο παππούς που πήγαινε στην Αγία Ειρήνη στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και έπαιρνε ωραία λουλούδια, πανσέδες τέτοια, του αρέσαν τα λουλούδια, του άρεσε το ωραίο: «Τι σκατά πας και βάνεις εδώ; Φύτεψε μια λεμονιά, μια πορτοκαλιά», αυτή ήθελε μια κρεβατίνα, να βγάζει κάτι να το τρώει. Το λουλούδι, σου λέει, δεν το τρώμε. Ήβανε μαϊντανό, ήβανε τέτοια πράγματα που τα ‘βάζε στο φαγητό. Δεν ήθελε τα λουλούδια. «Μα είναι όμορφα». Λέει και η άλλη: «Μπορείς να τα φας τα λουλούδια; Δεν τα τρως». Έτσι είχε μάθει. Τι να σου φέρω τώρα; Να σου φέρω κάτι να πιεις;
Καλά είμαστε, προς το παρόν, νομίζω, έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο ή να την κλείσουμε;
Πολλές ιστορίες έχω, αλλά….
Πολλές ιστορίες.
Αλλά έρχεσαι κι άλλη φορά, να ‘ρθει η Γεωργία να λέει κι αυτή να λέω κι εγώ, γιατί[01:20:00] σάμπως θυμούμαι; Τα θυμούμαι, ένα-ένα μου έρχεται στο μυαλό μου.
Θέλει ώρα αυτό τώρα.
Ε, ναι 70 χρονών ιστορίες…
Kαλά είναι να τις κρατάμε.
Όχι, εγώ τις κρατάω, γιατί κάτι τέτοια μ’ αρέσουνε. Επίσης, μια φορά ήταν του Τιμίου Σταυρού. Η γιαγιά μου ήταν από τις Πινές κι εκείνη τη μέρα νηστεύουνε απ ‘ότι ξέρεις. Ήρθε λοιπόν νευριασμένη, από δω μέσα, απ’ τη μέσα Ελούντα νευριασμένη ένα μεσημέρι κι έβριζε το Θεό: «Και εγώ θα φάω και… θα ψήσω έναν». «Μωρέ σήμερα που τη νηστεύεις, που είναι δίπλα στο σπίτι σου ο Τίμιος Σταυρός, θα φας;». «Εγώ θα φάω». Δεν κατάλαβα όμως το λογο. Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα, γιατί είχε θυμώσει. Έβριζε το Θεό κι έβριζε τους παπάδες και τις εκκλησίες κι όλα... Μετά μου το ‘πε μόνη της. Τότε ανοιγόταν ο δρόμος προς τον Άγιο Νικόλαο. Και έχουμε εκεί από πάνω απ’ το Elounda beach ένα μεγάλο χωράφι, το οποίο το έχει κόψει στα δύο. Εκεί κάπου είχε φυτέψει ο πατέρας της που είχε πεθάνει πολύ νέος, μια ελιά, μια ελιά, την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος των Ιταλών. Και της κόψαν την ελιά, γι’ αυτό νευρίασε. Μετά μου το ‘πε από καιρό. «Γιατί να την κόψουν την ελιά που την φύτεψε εμένα ο πατέρας μου; Την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος», ήθελε να ‘ναι εκεί η ελιά. «Έλα ρε γιαγιά μην δίνεις σημασία». «Όχι, μα εγώ την ήθελα». Είχανε συναισθηματικούς δεσμούς και με τα δέντρα και με τα ζώα τους, με όλα αυτά. Αλλά τώρα δυστυχώς έτσι, όπως έχει γίνει ο κόσμος δεν πιστεύουμε πια σε τίποτα. Μ’ έστελνε εκεί πέρα στην Αγία Παρασκευη, είχε ένα πηγάδι. Το οποίο βέβαια, έχει πηγάδια. Έχει βλυχάδες, αλλά το νερό είναι υπόγλυφο… Δεν είναι και είχε μια πέτρινη γούρνα και μου ‘λεγε: «Εγώ θα σου βάλω φιστικάκια να πας», ήταν αρκετός δρόμος με τα πόδια τώρα. Είχε ένα κουβά κει δα, θα πλύνεις πολύ καλά τη γούρνα, θα ρίξεις όλο το νερό που έχει μέσα, θα βάλεις καινούργιο απ’ το πηγαδάκι, γιατί είχε και το γάιδαρο… Να έχει ο γάιδαρος νερό, να πίνει. Πήγαινα εγώ με το ζόρι βέβαια. Γιατί εγώ ήθελα να παίζω κι αυτή, μ’ έστελνε να βάζω του γαϊδάρου νερό. Τέλος παντων, επήγαινα, ήκανα, ό,τι μου έλεγε, κοιτάζω να δω το γάιδαρο, αυτός φαινόταν ότι είναι, έτσι το χωράφι, φαίνεται. Αυτός ήφυγε της λέω. Εγώ κοίταξα γύρω, εκεί… ήταν εκεί, κατέβηκε να πιει νερό; Αυτός άκουγε τον κουβά και καταλάβαινε. «Αυτός έχει φύγει —της λέω—, χάθηκε ο γάιδαρος, εγώ ξέρω πού είναι». Θα δεις που θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Και πράγματι χτυπούσε το τηλέφωνο και ήταν μια ξαδέλφη της απ' της Πινές, απ' την απάνω μεριά, είχε βρει ένα, ένα διάδρομο αυτός που μπορούσε να περάσει απ' το τράφο, δηλαδή είχε πέσει ο τράφος; Δεν ξέρω… Κι οπότε βαριόταν τη δροσερή τροφή, επήγαινε και στεκόταν μπροστά στο σπίτι της ξαδέρφης της και της ήλεγε: «Ήρθε ο μουσαφίρης. Για να φάει σανό». Που ήξερε ότι εκεί θα του βάζανε σανό, και μετά ξαναγύριζε πάλι μόνος του και ξανάμπαινε απ’ τον ίδιο… απ’ τον ίδιο δρόμο. Νομίζεις, αυτά είναι έξυπνα ζώα, δεν είναι χαζά. Μου ‘λεγε καμιά φορά: «Πάρε το φαΐ να το πας στο τάδε χωράφι». Και πού ήξερα εγώ πού ήταν το χωράφι; Και μου λέει: «Μόλις φτάξεις στο τάδε σημείο να τον εκάμεις δεξιά, κι αυτός, αυτός θα σε πάει στη πόρτα». Και με πήγαινε, ο γάιδαρος με πήγαινε. Εγώ δεν ήξερα όλα τα χωράφια πού ήτανε. Μου ‘λεγε: «Μόλις φτάσεις εκεί στη διασταύρωση θα τον εκάνεις δεξιά κι αυτός θα πάει στο χωράφι, τον βλέπανε εν τω μεταξυ κι οι εργάτες από πάνω που μαζεύανε και ερχότανε κι επαίρνανε το φαΐ. Φασαρίες, να μαζεύουνε δεκαπέντε μέρες, στο 80 στρέμματα χαρουπιές, να μαζεύουμε χαρούπια και να θέλουνε φαΐ. Αλλά δεκαπέντε μέρες που κάνανε, κάποιος έπρεπε να τους πάει λάδι, μελιτζάνες δε μπορούσανε συνέχεια να τρώνε όσπρια που τα 'χανε κει κι αυτά. Και κάθε φορά φορτώνανε το γάιδαρο νερό, είχανε μία στέρνα και μπαίνανε οι ποντικοί και μια φορά πήγα και κάνανε ετσα τους ποντικούς και πίνανε νερό. Τι να κάνουν; Είχανε κι αλώνι εκεί πέρα, αλλά… Τι αλωνευάνε τώρα ο Κύριος και η ψυχή τους;
Απέναντι τώρα στο νησί;
Απέναντι 80 στρέμματα, είναι απ’ την κορυφή μέχρι που βγαίνει απ’ την κολοκύθα. Αλλά πιο δω, πιο αριστερά… Πήγα μια φορά και… μου βάλανε δύο ανάπλες εκειά και δυο τσουβάλια στο αλώνι και κοιμήθηκα, αλλά και σου λέω και στη… Δεν παθαίνανε τίποτα όμως. Σου λέω μέσα εκλέγανε οι ποντικοί, κάνανε στη μπαντα τους ποντικούς και βγάλανε νερό και πίνανε κιόλας, άμα δεν είχανε, και κουβαλούσανε από εδώ κάθε δυο-τρεις μέρες επηγαινε κάποιος και τους επήγαινε τρόφιμα. Μαζεύανε δεκαπέντε άτομα, δεκαπέντε μέρες. Εθέλανε φαΐ… Και είχανε εκειά ένα σπιτάκι, το οποίο θα έχει πέσει τώρα. Και είχανε την παρασιά τους και μαγειρεύανε, άμα ήβρεχε, μπαίνανε και μέσα να μη βρέχονται, αλλά τόσο χρόνων σπίτι αυτό θα ‘χει πάει κάτω τώρα. Μου λέει η Ντίνα: «Να πάρουμε, να πάμε να το επισκευάσουμε». «Πώς θα τα πας τα υλικά; Έχουμε γαϊδάρους τώρα; Δεν έχει… Τότε τα πήγαινανε γαϊδάροι, με γαϊδούρια. Μα δεν έχει πια. Τώρα πώς; Να φορτωθούνε στους ώμους; Ποιος θα φορτωθεί να πάει;
Δεν πάει και εκεί μέσα…
Όχι… Ήταν δύσκολα. Κι εγώ πήγα μωρέ, εθέλανε τσιγάρα και στέλνανε τον πιο μικρό της παρέας στο Σχίσμα να πάρει τσιγάρα να τους τα πάει εκεί πέρα. Ξέρεις πόσος δρόμος είναι; Τουλάχιστον δυο ώρες με τα πόδια να πας και να έρθεις. Από δω, είχε μονοπάτι, τώρα έχει χαθεί και το μονοπάτι. Από δω ανέβαινες και τώρα έχουν φτιαχτεί και οι δρόμοι, δρόμοι; Αγροτικά μονοπάτια είναι αλλά, αυτά έχουν φυτρώσει σχίνοι διάφορα πράγματα. Εγώ δεν ξέρω από πού πάνε τώρα… Από κάτω, μπορεί να το βρω να πάω, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολα από την κάτω μεριά, την Κολοκύθα να ανεβείς στην κορυφή στο βουνό παρά από εδώ πας ράχη-ράχη-ράχη-ράχη, πας λοξά-λοξά και βγαίνεις πιο εύκολα, αλλά τώρα… Έχω πολλά χρόνια να πάω. Ήντα να πάω να κάνω; Ούτε χαρούπια μαζεύουνε τώρα, ούτε είναι βοσκός εκεί που ήταν, ο βοσκός και είχε πολλά αρνιά τέλος πάντων. Και κατέβαινα στη θάλασσα κι έριχνα κι ένα κέρτο, και πιάναν και ψάρια και τηγανίζαν και ψάρια, είχε ένας κι ένα μαντολίνο και καθόνταν εκεί στ' αλώνι και γλεντούσαν το βράδυ και τραγουδούσανε, καλά περνούσανε. Μεταξύ τους.
Καλές εποχές.
Και καλές και… Ήταν φτωχές εποχές, αλλά ήταν πιο αγαπημένος ο κόσμος. Δηλαδή ένας ν’ αρρώσταινε, τρέχαν όλοι να βοηθήσουν, όσο μπορούσανε. Δεν είναι σαν ώρα που μπορεί να σε δούνε να πέσεις και στο δρόμο και να μη πλησιάσει κανείς. Γιατί φοβάται, φοβούνται τώρα ο κόσμος. Αφού δεν πλησιάζει η αστυνομία, θα πλησιάσει ο άλλος κόσμος; Περιμένουν να τελειώσει ο καυγάς ή οτιδήποτε συμβεί και μετά να΄ρθουν να μην πάθουν κι αυτοί κάτι, κατάλαβες; Έτσι… τι να κάνουμε; Εντάξει, να σε κεράσω κάτι θέλω τώρα… Να σου δώσω ένα παγωτάκι.
Ωραία, να το κλείσουμε λοιπόν…
Κλεισ’το, κλειστό!
Φωτογραφίες

Ο αυστηρός πατέρας
Πορτέτο του πατερα της κυρίας Μαίρης.

Οι οικογένεια
Ο παππούς και η γιαγιά της κυρίας Μαίρης.

Το βραβείο
Το βραβείο του Φεστιβαλ Θεσσαλονίκης.

Το σπίτι στον Αγιο Νικόλ ...
Το σπίτι στο τελωνείο.

Μπαμπάς και δάσκαλος
Ο μπαμπάς της κυρίας Μαίρης.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Μαίρη έζησε είναι κάτοικος της Ελούντας πολλά χρόνια. Έζησε τη λειτουργία της Σπιναλόγκας, το κλεισιμό της αλλά και την οικονομική ανάπτυξή της. Εξιστορεί τη ζωή της και τη σχέση της με τη τοπική κοινωνία. Μέσα από τα λόγια της αναβιώνει η σχέση της τοπικής κοινωνίας με τους ανθρώπους που φιλοξενούσε η Σπιναλόγκα, οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που υπέστη ο τόπος αλλά και δικές της προσωπικές πληροφορίες.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Σακέτου
Ερευνητές/τριες
Ειρήνη Μπαρμπούνη
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/06/2021
Διάρκεια
86'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Μαίρη έζησε είναι κάτοικος της Ελούντας πολλά χρόνια. Έζησε τη λειτουργία της Σπιναλόγκας, το κλεισιμό της αλλά και την οικονομική ανάπτυξή της. Εξιστορεί τη ζωή της και τη σχέση της με τη τοπική κοινωνία. Μέσα από τα λόγια της αναβιώνει η σχέση της τοπικής κοινωνίας με τους ανθρώπους που φιλοξενούσε η Σπιναλόγκα, οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που υπέστη ο τόπος αλλά και δικές της προσωπικές πληροφορίες.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Σακέτου
Ερευνητές/τριες
Ειρήνη Μπαρμπούνη
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/06/2021
Διάρκεια
86'