© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο Υδραίος Ευάγγελος Τσιγκάρης, ο νεότερος Έλληνας πλοίαρχος

Κωδικός Ιστορίας
13852
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευάγγελος Τσιγκάρης (Ε.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/04/2023
Ερευνητής/τρια
Άλκηστις Καλλιόπη Μπουτσιούκου (Ά.Μ.)
Ά.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Η μέρα είναι Παρασκευή, Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου του 2023. Είμαι η Άλκηστις Μπουτσιούκου, ερευνήτρια από το Istorima, και βρίσκομαι στην Ύδρα μαζί με τον αφηγητή μας, τον κύριο… Πείτε μας το όνομά σας.

Ε.Τ.:

Ευάγγελος Tσιγκάρης. Συνταξιούχος πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού. Καλησπέρα σας.

Ά.Μ.:

Γεννηθήκατε; 

Ε.Τ.:

Γεννήθηκα στην Ύδρα στις 19 Νοεμβρίου του 1941. Μεγάλωσα στην Ύδρα τα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Δημοτικό σχολείο στην Ύδρα και εν συνεχεία δύο τάξεις του γυμνασίου και, κατόπιν εξετάσεων, εισήλθα στη Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας Ύδρας, τη σημερινή Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού, όπου εφοίτησα επί μία τετραετία. Και το 1959 τελείωσα τη σχολή με το δίπλωμα του δοκίμου πλοιάρχου και άρχισα την αναζήτηση επαγγελματικής αποκατάστασης. Αυτή την εποχή υπήρχε στη ναυτιλία μία μεγάλη κρίση και τα πράγματα ήτανε δύσκολα. Αλλά με τη βοήθεια του παππού μου, του οποίου φέρω το όνομα, ο οποίος ήταν παλιός Υδραίος πλοίαρχος, μπόρεσα και βρήκα απασχόληση σε ένα Liberty, τύπου Liberty, πλοίο του, της εταιρίας Βάτη. Και άρχισα τα ταξίδια μου ανά τον κόσμο.

Ά.Μ.:

Σε τι ηλικία;

Ε.Τ.:

Ήτανε στα 17 προς 18. Και εν συνεχεία έμεινα στο βαπόρι αυτό σαν δόκιμος πλοίαρχος για ένα χρόνο. Στη συνέχεια, μετατέθηκα σε άλλο πλοίο της ίδιας εταιρίας για… σαν ναύτης και υπηρέτησα κι εκεί άλλον ένα χρόνο. Εκεί γνώρισα καταρχήν τη θάλασσα με τα καλά της και με τα κακά της. Τα καλά ήτανε ότι φεύγοντας από τη… ζώντας, μεγαλώνοντας στην Ύδρα σε μια πόλη τα μετακατοχικά χρόνια δεν είχα εικόνες και παραστάσεις μεγαλουπόλεων και του κόσμου γενικά, οπότε φτάνοντας παραμονές Χριστουγέννων στο Ρίο ντε Τζανέιρο, εντυπωσιάστηκα από το χριστουγεννιάτικο στολισμό, ο οποίος ήταν εκθαμβωτικός. Τώρα, έμαθα και πολλά πράγματα τα οποία δεν ήξερα ή δεν είχα σκεφτεί όταν, τέλος πάντων, άρχισα την καριέρα μου στη θάλασσα. Πολλά πράγματα, τα οποία δεν είχαν περάσει απ’ το μυαλό μου. Συνήντησα κάθε είδους ανθρώπους, όπως είναι φυσικό, και στο βαπόρι μέσα που υπηρετούσα αλλά και στα λιμάνια που προσεγγίζαμε. Και, τελικά, μετά από δύο χρόνια ήλθα στην Ελλάδα και πήρα το δίπλωμα του ανθυποπλοιάρχου και έμεινα γύρω στον ενάμιση, δύο μήνες μέχρι το επόμενο μπάρκο. Θα ήθελα να σημειώσω ότι αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση στα πρώτα δυο χρόνια ως προς τα βαπόρια ήτανε ότι το 1960, την παραμονή του Αγίου Δημητρίου, 26 Οκτωβρίου, σε ένα ταξίδι από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω Παναμά για την Ιαπωνία, με ενδιάμεση προσέγγιση στη Χαβάη, στη Χονολουλού, είχαμε την ατυχία να πέσουμε σε έναν τυφώνα. Εκεί είδα καταστάσεις οι οποίες δε φανταζόμουν ποτέ ότι μπορούν να προκύψουν. Ένα βαπόρι με μια υπερβολική κλίση προς τη μία μεριά, χωρίς… γιατί τα πλοία αυτά δεν είχανε και μεγάλη ταχύτητα για να μπορέσουν να αποφύγουνε τέτοιες καταστάσεις–

Ά.Μ.:

Τι μετέφερε το βαπόρι;

Ε.Τ.:

Παλιοσίδερα. Αυτά τα scrap iron που λέμε, ας πούμε, εντάξει; Λοιπόν, ένα μεγάλο κύμα μας πήρε τη σωσίβια λέμβο τη μία και, στη συνέχεια, μας έκανε ζημιά και στο νούμερο 3, το αμπάρι, τα οποία τότε αμπάρια κλείνανε με μουσαμάδες και διάφορα άλλα μέσα. Έπρεπε να κατεβούμε μέσα στα κύματα, μέσα στη θάλασσα για να μπορέσουμε να στεγανοποιήσουμε το αμπάρι και να… γιατί αλλιώς ήτανε επικίνδυνο για να βυθιστεί το καράβι. Και, τέλος πάντων, και στη συνέχεια αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι απάνω στη γέφυρα, χάσαμε τα… το τιμόνι ήτανε υδραυλικό. Και χαθήκαν τα λάδια του τιμονιού. Και πήρα εντολή από τον υποπλοίαρχο, ο οποίος ήτανε και Υδραίος, πατριώτης μου, να ανεβώ στην απάνω γέφυρα, να φέρω ένα δοχείο με λάδι για να συμπληρώσουμε λάδι στο τιμόνι, να μπορέσει να λειτουργήσει το τιμόνι. Ανέβηκα, λοιπόν, στην απάνω γέφυρα που ήταν ένα μικρό δωματιάκι. Προσπαθούσα, λοιπόν, να ανοίξω την πόρτα και, παρότι είχα ξεκλειδώσει και είχα… προσπαθούσα να ανοίξω την πόρτα ως συνήθως, η πόρτα δεν άνοιγε. Κατέβηκα κάτω, λοιπόν, λέω στον υποπλοίαρχο: «Δεν ανοίγει η πόρτα». Μου λέει: «Πάρε κι άλλα δύο παιδιά μαζί σου και προσπαθήστε να την ανοίξετε». Πράγματι, λοιπόν, ανέβηκαν κι άλλα δυο παιδιά πάνω μαζί, τη δέσαμε μ’ ένα σκοινί από το πόμολο, τραβήξαμε με πολλή δύναμη και άνοιξε η πόρτα. Η οποία δεν είχε κάποιο εμπόδιο, κάτι δηλαδή να την εμποδίζει να ανοίξει. Και τότε ήρθε στο μυαλό μου η διαφορά της ατμοσφαιρικής πιέσεως που υπήρχε απ’ έξω από την πόρτα κι από μέσα από την πόρτα. Εν πάση περιπτώσει, πέρασε ο τυφώνας χωρίς περισσότερες ζημιές.

Ά.Μ.:

Και γιατί είχε γίνει αυτό, εκείνη τη στιγμή συγκεκριμένα, αυτό με την πίεση;

Ε.Τ.:

Διαφορά της ατμοσφαιρικής πιέσεως, δηλαδή υπήρχε άλλη πίεση μέσα στο δωμάτιο και άλλη έξω. Αυτή η μεγάλη διαφορά–

Ά.Μ.:

Λόγω του τυφώνα;

Ε.Τ.:

Ναι, αυτή η μεγάλη διαφορά… Δηλαδή, ο τυφώνας τι είναι; Ο τυφώνας είναι ένα σύστημα χαμηλής πιέσεως ατμοσφαιρικής. Είδες, που λέμε, ένα ατμοσφαιρικό χαμηλό και δημιουργεί η κακοκαιρία και τα λοιπά; Να, στη χειρότερή του έκφανση είναι ο τυφώνας. Λοιπόν, τέλος πάντων, βοήθησε ο άγιος Δημήτρης, δεν ξέρω τι βοήθησε, και πέρασε ο τυφώνας και βρεθήκαμε πολύ κοντά εκεί στην Ιαπωνία. Και αυτό ήταν ένα περιστατικό, ας πούμε, το οποίον ήτανε για μένανε πρωτόγνωρο και πολύ σοβαρό, αλλά και πάλι δε με απέτρεψε από το να συνεχίσω την πορεία μου προς την ολοκλήρωση, την επαγγελματική ολοκλήρωση, η οποία για μένανε τι είναι; Είναι η πλοιαρχία, να γίνεις πλοίαρχος.

Ά.Μ.:

Να ρωτήσω, να κάνω μια στάση εδώ;

Ε.Τ.:

Βεβαίως. 

Ά.Μ.:

Στο περιστατικό, τι σκεφτόσασταν; Τι αισθανθήκατε; Πόσο φοβηθήκατε;

Ε.Τ.:

Κοίταξε να δεις, τίποτα. Δεν σκέφτηκα τότε, τότε ήτανε αγώνας επιβίωσης. Το μόνο που σκεπτόσουνα είναι να, εγώ που σκεπτόμουνα ήταν να κάνω οτιδήποτε να ανταπεξέλθουμε στον κίνδυνο και να επιβιώσουμε. [00:10:00]Έβλεπα μεγαλύτερους ανθρώπους από μένανε μέσα στο πλοίο να κρατάνε… ο άλλος να κρατάει εικονίσματα, ο άλλος να κρατάει το πορτοφόλι με τα χρήματα που είχε. Και, βέβαια, έβλεπες και λες: «Τώρα, εντάξει, την εικονίτσα την κρατάς, το εικόνισμα. Το πορτοφόλι; Θα γλιτώσεις εσύ για να έχεις και το περιεχόμενο του πορτοφολιού;» Εντάξει, τέτοια πράγματα είναι φυσικά να συμβαίνουνε σε μια μικρή κοινωνία όπως είναι το πλήρωμα ενός καραβιού. Θα δεις, ας πούμε, και ανθρώπους οι οποίοι είναι σοβαροί, θα δεις ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι σοβαροί, άνθρωποι οι οποίοι είναι άλλοι είναι θρησκόληπτοι, άλλοι είναι… διάφορα, δηλαδή διάφοροι χαρακτήρες. Εν πάση περιπτώσει, αυτό ήταν ένα–

Ά.Μ.:

Επικράτησε πανικός ή κάποιος έδινε εντολές και τηρούνταν;

Ε.Τ.:

Όχι, κοίταξε, δεν… Μπορεί να πει κανείς ότι υπήρχε ένας πανικός μεταξύ των… Αλλά εγώ και οι… εγώ έβλεπα μόνο τον καπετάνιο και τον υποπλοίαρχο, αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι ήτανε μεγαλύτεροι από μας, είχανε εμπειρία από τη θάλασσα και έκανα κι εγώ την προσευχή μου. Δεν είναι ντροπή να πω ότι προσευχήθηκα, ας πούμε, σε μια περίπτωση κινδύνου. Εν πάση περιπτώσει, πέρασε αυτό. Ήταν ένα περιστατικό το οποίον με μεγάλωσε, παρότι ήμουνα 18-19 χρόνων, με μεγάλωσε αρκετά. Στη συνέχεια, πήγα σε ένα άλλο πλοίο ως ανθυποπλοίαρχος, πάλι σε τύπου Liberty φορτηγό πλοίο, το οποίον αυτό ήτανε ναυλωμένο και έκανε ταξίδια από την Ευρώπη στη Νότιο Αμερική: Βραζιλία, Αργεντινή. Εκεί, σ’ αυτό το πλοίο, είχαμε να ταξιδέψουμε σε πιο ήρεμες θάλασσες και με μεγάλη παραμονή στα λιμάνια, ιδίως της Νοτίου Αμερικής. Την οποία Νότιο Αμερική, όπως όλοι οι ναυτικοί την συμπάθησα κι εγώ. Όχι μόνο γιατί ήτανε ωραία τα μέρη που επισκεπτόμαστε και είχε ωραίες κοπέλες ή οτιδήποτε τέτοιο, αλλά περισσότερο για την κουλτούρα των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι μου έδωσαν ένα μάθημα ζωής, θα έλεγα. Διότι όταν αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε ή να φορτώνουμε, οι λιμενεργάτες έρχονταν απ’ έξω από το καράβι και εφώναζαν ονομαστικά ορισμένους εργάτες, οι οποίοι ερχόντουσαν μέσα στο πλοίο να δουλέψουνε και οι υπόλοιποι μένανε χωρίς δουλειά, τουλάχιστον γι’ αυτήν την ημέρα. Αυτοί, λοιπόν, όπου δεν δουλεύανε, αφού τελείωνε η διάρκεια της επιλογής, αυτοί που δεν δουλεύανε τους άκουγα όλους να λένε στη γλώσσα τους: «Αύριο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Και φεύγανε με το δισάκι τους αδειανό, με την ελπίδα ότι αύριο θα είχανε δουλειά. Δε βρίζανε, δε βαρυγκωμούσανε. Και με τα ταξίδια, επειδή μέναμε και πολύ στα λιμάνια, εγνώρισα πάρα πολλούς ανθρώπους και τους συμπάθησα είναι η αλήθεια. Ακόμα και σήμερα, μετά από εξήντα πέντε χρόνια, έχω φίλους με τους οποίους επικοινωνώ. Λοιπόν, και συνέχισα εκεί τα… Εντάξει, σ’ αυτό το καράβι κάθισα είκοσι εφτά μήνες, είκοσι εφτά μήνες. Μετά τους αρχικούς τρεις μήνες, ανέλαβα υποπλοίαρχος. Υποπλοίαρχος και σημαίνει ότι εκεί ανδρώθηκα –πώς να σου πω;– νωρίς; Στα 21 μου χρόνια υποπλοίαρχος σ’ ένα μεγάλο φορτηγό καράβι, με όλες τις ευθύνες, τέλος πάντων, στα οποία όμως ανταπεξήλθα επιτυχώς και–

Ά.Μ.:

Ποιες είναι αυτές οι ευθύνες; Ποια είναι τα καθήκοντα, για κάποιον που δεν ξέρει ακριβώς;

Ε.Τ.:

Τα καθήκοντα, εκτός από το θέμα της ναυσιπλοΐας, είναι ο καταμερισμός εργασιών στο πλήρωμα, είναι η επαφή με τις Αρχές του λιμένος, η τήρησις των κανονισμών –όλων των κανονισμών, διεθνών και εθνικών κανονισμών, και γενικά η τήρησις της τάξης μέσα στο καράβι– η φόρτωσις του βαποριού – η σωστή φόρτωσις του βαποριού, γιατί μια λάθος φόρτωση μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα. Γενικά, ανταπεξήλθα σ’ αυτή την κατάσταση.

Ά.Μ.:

Όλα αυτά τα είχατε διδαχτεί από τη σχολή ή τα μάθατε δουλεύοντας στην πορεία;

Ε.Τ.:

Αρκετά πράγματα, τα βασικά, τα είχαμε διδαχτεί από τη σχολή. Τα υπόλοιπα τα διδαχτήκαμε από τους πλοιάρχους, τους υποπλοιάρχους, τους αρχαιότερους από εμάς που είχανε κάποια μεγαλύτερη εμπειρία στη θάλασσα και στα καράβια.

Ε.Τ.:

Το… μετά από το βαπόρι αυτό, έπρεπε να υπηρετήσω τη θητεία μου. Και έτυχε το βαπόρι και έκανε μια προσέγγιση στην Πύλο, στην Πελοπόννησο, και αναγκαστικά, κατά κάποιο, τρόπο με συνέλαβαν οι Αρχές ως ανυπότακτο, ανεπίλεκτο και τα λοιπά. Και ήρθε ο πατέρας μου και πήρε τις αποσκευές μου κι εγώ πήγα κατευθείαν στο κέντρο εκπαιδεύσεως στην Τρίπολη. Κι από εκεί βγήκα φαντάρος, δεκανέας πεζικού, για να υπηρετήσω ένα χρόνο. Γιατί, επειδή ήμουνα πρωτότοκος γιος πολυτέκνων και βάσει του νόμου, υπηρετούσα… έκανα μειωμένη θητεία. Σε αυτόν τον ένα χρόνο στο Στρατό Ξηράς, πέρασα εκτός από την Τρίπολη, πέρασα απ’ την Αθήνα. Μετά την Τρίπολη, πήγα στην Αθήνα σε λόχο υποψηφίων βαθμοφόρων και από την Αθήνα στη Χαλκίδα για να κάνω τη θητεία μου. Κάποια στιγμή, τον Ιανουάριο του 1964, χτύπησαν, χτύπησε ο συναγερμός στην μονάδα και, επειδή ήμουνα υπεύθυνος εφοδίων οπλισμού πυρομαχικών, φορτώσαμε τα πάντα σε φορτηγά του στρατού και πήγαμε στο ναύσταθμο και μπήκαμε σ’ ένα αρματαγωγό για να εκστρατεύσουμε στην Κύπρο. Είχε γίνει ένα επεισόδιο τότε στην Κύπρο. Εμείς πήγαμε και κάναμε μια απόβαση στην Αμμόχωστο, αλλά δεν πολεμήσαμε, δεν είδαμε Τούρκους εχθρούς, οτιδήποτε. Αλλά μείναμε για περίπου δύο μήνες έξω από την Αμμόχωστο σε, ας την πούμε, περιπολία ή σε αναμονή δεδομένου ότι στο καράβι μέσα, στο αρματαγωγό, είχαμε και μουλάρια, είχαμε και έλλειψη νερού, όπως είναι φυσικό, γεμίσαμε όλοι οι φαντάροι αλογόψειρες. Λοιπόν, και με αυτές τις αλογόψειρες απολύθηκα κιόλας από εκεί. Έφυγα από την Κρήτη, γιατί από την Κύπρο γυρίσαμε, ήρθαμε στην Κρήτη και από την Κρήτη έφυγα και ήρθα στη Χαλκίδα, από όπου πήρα το απολυτήριό μου. Θα σημειώσω ότι σε μια προσέγγιση στην Κρήτη, όπου δίναμε τα ρούχα μας στο πλυντήριο να μας τα πλύνουνε γρήγορα και να ξαναφύγουμε πάλι για Κύπρο, είχα ένα επεισόδιο εκεί. Στο πλυντήριο, στην αυλή του πλυντηρίου, μου [00:20:00]επετέθη ένας μεγάλος σκύλος, ο οποίος μου έκανε μια πληγή στο δεξί πόδι χωρίς να έχω δει εγώ – επειδή ήτανε… δεν είχα ορατότητα– χωρίς να δω αν ήτανε με τα νύχια του ή με τα δόντια του. Τέλος πάντων, μου σταματήσαν την αιμορραγία στο νοσοκομείο και μου είπε ο γιατρός ότι για να εξετάσουμε αν το σκυλί είναι λυσσασμένο θα πρέπει να το αποκεφαλίσουμε, να του εξετάσουμε τον εγκέφαλο. Διότι μπορούμε να εξετάσουμε και το σάλιο, αλλά δεν είναι σίγουρο 100%. Εγώ του λέω: «Κοίταξε, εγώ είμαι ναυτικός. Αύριο μεθαύριο θα μπαρκάρω. Να αρρωστήσω στο πέλαγος και τα λοιπά; Τι γίνεται, ας πούμε;» Και πήραν απόφαση να αποκεφαλίσουνε το σκύλο. Η ιδιοκτήτρια του σκυλιού έλεγε ότι: «Έχω χαρτιά, έχω έτσι». Και της είπα κι εγώ, της λέω: «Εντάξει, κυρία μου, αλλά εγώ εάν θα πάθω κάτι, τι; Θα πάει η μάνα μου χαρτιά ότι ο σκύλος σου ήταν εντάξει;» Τέλος πάντων, δεν είχε τίποτα το σκυλί, εγώ έφυγα.

Ε.Τ.:

Έδωσα εξετάσεις στο υπουργείο και πήρα το δίπλωμα του υποπλοιάρχου, σε ηλικία 23 ετών. Έφυγα τότε υποπλοίαρχος σε ένα δεξαμενόπλοιο γύρω στους 20.000 τόνους και συνέχισα, ας πούμε, τα ταξίδια μου. Σημείωσε ότι ήτανε δεξαμενόπλοιο μεν, αλλά φόρτωνε σιτηρά, συνηθίζετο τότε να καθαρίζουμε τις δεξαμενές και να φορτώνουμε σιτηρά. Από την Αργεντινή για την Κίνα, απ’ τον Καναδά για την Κίνα και ούτω καθεξής. Παράλληλα, στα ενδιάμεσα φορτώνανε και βενζίνες ή πετρέλαιο, diesel oil ή gas oil, και στη συνέχεια έπρεπε να καθαρίσουμε τις δεξαμενές και… Βαριές, βαριές εργασίες, αλλά προσέθεταν στις εμπειρίες, ας πούμε, της δουλειάς, εντάξει. Ναι. Όταν, λοιπόν, τελείωσα… Σ’ αυτό το βαπόρι έμεινα είκοσι οχτώ μήνες–

Ά.Μ.:

Τα ταξίδια πόσο διαρκούσανε;

Ε.Τ.:

Ταξίδια μπορεί να ήταν… εξαρτάται. Ας πούμε, από την Αργεντινή στην Κίνα κάναμε σαράντα μέρες, χωρίς προσέγγιση. Από την, όταν ήτανε προς την Ευρώπη ήτανε είκοσι, είκοσι τρεις μέρες από τη Νότιο Αμερική. Υπήρχανε και άλλα μικρότερα ταξίδια, ας πούμε. Όταν έκανες ταξίδι από την Βενεζουέλα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ήτανε μια βδομάδα ή και ίσως και λιγότερο.

Ά.Μ.:

Αλλά απ’ το σπίτι σας πόσο καιρό λείπατε;

Ε.Τ.:

Είκοσι οχτώ μήνες.

Ά.Μ.:

Αυτό ήταν συνεχόμενο.

Ε.Τ.:

Ναι, δεν υπήρχε… Βέβαια, τότε ήμουνα ελεύθερος, όπως καταλαβαίνεις, δεν είχα κάτι. Τίποτα, με ενδιέφερε μόνο η καριέρα, να φτάσω στον προορισμό κι ο προορισμός μου ήξερα από νωρίς ότι είναι να γίνω πλοίαρχος. Παράλληλα, εφρόντιζα και την οικογένεια του πατέρα μου, επειδή είμαστε έξι παιδιά, τα περισσότερα μικρότερα από μένανε–

Ά.Μ.:

Ποιος κατά σειρά είστε;

Ε.Τ.:

Δεύτερος, έχω μια αδερφή, αλλά από τα αγόρια είμαι ο μεγαλύτερος. Εν πάση περιπτώσει, αυτά γίνανε όσο ήμουνα… μέχρι να γίνω καπετάνιος.

Ά.Μ.:

Η επικοινωνία ποια ήτανε;

Ε.Τ.:

Η επικοινωνία τότε ήτανε δια αλληλογραφίας, όχι ηλεκτρονικής όμως, ταχυδρομικής. Που μάθαινες, ας πούμε, νέα από τους δικούς σου προ δύο μηνών, ας πούμε, τα προ δύο μηνών. Αλλά, παρά ταύτα, ήτανε μια επικοινωνία. Αυτή ήταν η εποχή που μεγαλώσαμε εμείς και βέβαια δεν υπάρχει καμία σύγκρισις με τη σημερινή εποχή. Όπως δεν υπάρχει και καμία σύγκρισις μεταξύ των ναυτικών της τότε εποχής με τους ναυτικούς της σημερινής εποχής. Η σημερινή εποχή είναι τελείως διαφορετική, διότι μιλάμε για εποχή ηλεκτρονικής ναυτιλίας πλέον. Τότε, εντάξει, και τότε είχαμε δηλαδή ηλεκτρονική ναυτιλία, γιατί χρησιμοποιούσαμε κάποιες φορές το ραντάρ, είχαμε διάφορα τέτοια βοηθήματα, αλλά σήμερα τα πάντα είναι… Δηλαδή πατάς σήμερα, πατάς ένα κουμπί εδώ και βγάζεις τη θέση σου, πού είσαι. Λοιπόν.

Ά.Μ.:

Τότε πώς γινόντουσαν;

Ε.Τ.:

Τότε για να βρεις τη θέση σου έπρεπε να χρησιμοποιήσεις τον εξάντα, ένα όργανο αστρονομικό, το οποίον έπαιρνες το ύψος ενός ουρανίου σώματος –είτε του ήλιου είτε της σελήνης είτε ενός αστέρα το βράδυ, δηλαδή όταν το σούρουπο που λέμε, όσο αρχίζουν τα αστέρια– και μετρούσες το ύψος του αστεριού από τον ορίζοντα και στη συνέχεια έκανες διάφορους υπολογισμούς και με τη βοήθεια κάποιων πινάκων που δίνανε διάφορους παράγοντες και τα λοιπά, έβγαζες μία, τη λεγόμενη ευθεία θέσεως. Ευθεία θέσεως, που ήτανε μια ευθεία η οποία πάνω σ’ αυτή την ευθεία κάπου ήσουνα. Για να βρεις τη θέση σου, έπρεπε να διασταυρώσεις την ευθεία αυτήν με κάτι άλλο. Δηλαδή τι γινόταν; Μετέφερες αυτή την ευθεία σε κάποια άλλη ώρα που η γωνία των ουρανίων σωμάτων σού έδινε μια διαφορετική ευθεία. Δηλαδή, που η μία ευθεία διασταυρωνόταν με την άλλη και στο σημείο που διασταυρώνονταν, εκεί ήταν η θέση σου, ας πούμε. Ήτανε, όλα αυτά ήτανε περίπου, στο περίπου, δεν υπήρχε ακρίβεια. Ακρίβεια υπήρχε μόνο όταν παρατηρούσες, ας πούμε, ταυτόχρονα τρία, δύο ή τρία ουράνια σώματα –αστέρια, απλανείς αστέρες, πλανήτες και τα λοιπά– και μπορούσες να βγάλεις τρεις ευθείες θέσεως. Και στο σημείο που οι τρεις ευθείες θέσεως ετέμνοντο, εκεί ήταν η ακριβής θέσις του πλοίου. Υπήρχανε μέρες που λόγω καιρού και συννεφιάς μπορεί και να μην είχες στίγμα για μία βδομάδα. Εντάξει, αλλά πήγαινες τότε, πήγαινε με βάση με τη λεγόμενη αναμέτρηση, με βάση την ταχύτητα και την πορεία που είχες απάνω στο χάρτη και υπέθετες, ας πούμε, ότι αυτή τη στιγμή η πορεία, η ταχύτητά μου είναι 12 μίλια την ώρα ή λόγω καιρού να είναι 10 μίλια την ώρα ή 11 μίλια την ώρα. Και πάλι δηλαδή, πάλι γινότανε στο περίπου.

Ά.Μ.:

Είχε συμβεί να έχετε ξεφύγει πολύ;

Ε.Τ.:

Βεβαίως, βεβαίως.

Ά.Μ.:

Και; 

Ε.Τ.:

Κοίταξε, αυτό συνέβαινε συνήθως στο πέλαγος. Όταν είσαι κοντά στις στεριές–

Ά.Μ.:

Και βλέπεις.

Ε.Τ.:

…έχεις σημεία της στεριάς που μπορείς με αυτά να τα διοπτεύσεις και να βγάλεις τη θέση σου την ακριβή. Αλλά στον ωκεανό δεν έχεις, ας πούμε, πολλές εναλλακτικές. Θα αναφερθώ σε μία δεδομένη κατάσταση. Μετά, βέβαια, όταν θα αφηγηθώ περιπτώσεις, ας πούμε, την πλοιαρχία μου, θα σου πω ένα, κάτι που συνέβη, αλλά αυτό τώρα έγινε σ’ αυτό το βαπόρι που είπα. Έμεινα σαν υποπλοίαρχος είκοσι οχτώ μήνες και στη συνέχεια βγήκα, συμπλήρωσα υπηρεσία και έφυγα από τις Ινδίες από τη Βομβάη, ήρθα στην Ελλάδα. Και ήτανε το 1966 που έδωσα εξετάσεις στο υπουργείο για το δίπλωμα του πλοιάρχου. Επήρα το δίπλωμα του πλοιάρχου στις 13 Απριλίου του 1967.

Ά.Μ.:

Σχεδόν επέτειος, χθες ήτανε. 

Ε.Τ.:

Ναι. Λοιπόν. Είχα όμως ένα μεγάλο πρόβλημα. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά, γιατί νομίζεις; Λόγω του νεαρού της ηλικίας, καμία εταιρία δεν μου έδειχνε εμπι[00:30:00]στοσύνη να μου δώσει βαπόρι να πλοιαρχεύσω λόγω του νεαρού της ηλικίας. Είχα όμως υπομονή και πείσμα. Διότι μου έλεγαν να πάω υποπλοίαρχος σε κάποιο βαπόρι να με εξετάσει ένας πλοίαρχος, να με συστήσει, αν έτσι, αν αλλιώς και τα λοιπά. Λοιπόν, επειδή ήμουνα και λίγο εγωιστής, δεν δεχόμουνα να πάω. Τελικά βρήκα δουλειά σε ένα φορτηγό πλοίο που ήτανε γύρω στις 7.000 τόνους κι έκανε ταξίδια στη Μεσόγειο. Το βαπόρι αυτό είχε ελληνική σημαία, ήταν ιδιοκτησίας ενός Εβραίου δικηγόρου και ήτανε και ναυλωμένο σε μια ισραηλίτικη, εβραϊκή εταιρία, τη ΖΙΜ. Το βαπόρι ήταν στον Πειραιά και μου είπανε, ήτανε παροπλισμένο, και μου είπανε: «Πήγαινε, βρες πλήρωμα, φτιάξε το πλήρωμα και θα πάρεις εντολές από τους ναυλωτές». Πραγματικά, λοιπόν, έκανα πλήρωμα.

Ά.Μ.:

Πώς ξέρατε εσείς να το οργανώσετε; 

Ε.Τ.:

Κοίταξε, από γνωστούς. Καταρχήν πήρα, ας πούμε, ορισμένους γνωστούς που είχα σε ορισμένες θέσεις και από εκεί και πέρα βρίσκαμε τότε πληρώματα από μεσίτες στον Πειραιά, ας πούμε, από ναύτες και τα λοιπά και, εντάξει, δεν ήτανε και… έβρισκες τότε. Ήμαστε όλοι Έλληνες. Όταν έφυγα, λοιπόν, απ’ τον Πειραιά αφού βάλαμε μπροστά το βαπόρι και φύγαμε, όταν ήρθανε μέσα οι Αρχές, ανοίξανε το χρηματοκιβώτιο του βαποριού. «Τι ξέρετε;» Λέω: «Δεν ξέρω τίποτα εγώ». Είχα, λοιπόν, το χρηματοκιβώτιο, ούτε το είχα ανοίξει καθόλου, ήτανε σφραγισμένο από το τελωνείο. Κι όταν το ανοίξανε, είχε μέσα ένα πιστόλι Remington αυτόματο με καμιά πενηνταριά, πενήντα-τόσες σφαίρες. Και μου είπαν ότι λείπουνε κάνα δυο σφαίρες. Λέω: «Δεν ξέρω τίποτα εγώ, είναι σφραγισμένο. Τώρα μπήκα στο βαπόρι». Τέλος πάντων, έφυγα, πήγα στο Ισραήλ, λοιπόν, για να φορτώσω. Και στο Ισραήλ έμαθα ότι στο βαπόρι αυτό είχε δολοφονηθεί ο δικηγόρος ο Νικηφόρος Μανδηλαράς. Διότι τότε ήταν οι πρώτες μέρες της… 21 Απριλίου, της χούντας. Και με ρωτάγανε τι έγινε. Εγώ τον καπετάνιο που ήτανε πριν από μένανε δεν τον γνώρισα, ήξερα μόνο το όνομά του. Τέλος πάντων, δεν είχα κάποια συνέπεια απ’ αυτό το πράγμα. Είναι η υπόθεση Μανδηλαρά, είναι μια μεγάλη ιστορία. Δεν έδωσα σημασία. Στο βαπόρι αυτό έμεινα ένα χρόνο και ταξίδευα μέσα στη Μεσόγειο. Έκανα ένα ταξίδι προς Μαύρη Θάλασσα και ένα ταξίδι προς Δυτική Μεσόγειο. Έμεινα πάρα πολύ ευχαριστημένος από τη συνεργασία μου με τους Ισραηλίτες και με την εταιρία, και είχα και προτάσεις να πάω σε μεγαλύτερα βαπόρια εβραίικα. Αλλά ήτανε τότε η περίοδος που ήταν στο Ισραήλ πολεμικές καταστάσεις, εμπόλεμες καταστάσεις, είχε γίνει ο Πόλεμος των Έξι Ημερών. Έφερα τη μητέρα μου στο Ισραήλ και την πήγα στους Αγίους Τόπους που το είχε μεράκι. Και η μητέρα μου άκουγε τα διάφορα εκεί, τις εκρήξεις και το ένα, μου λέει: «Τι θες εδώ, παιδάκι μου; Έλα», αυτό και τα λοιπά και έφυγα. Έφυγα με πολλές εμπειρίες από το πρώτο μου βαπόρι ως πλοίαρχος αλλά και γενικά. Ακόμα, θα σου πω και ένα περιστατικό που είχα μια κοπέλα, φίλη από το… η οποία ήτανε Εβραιογαλλίδα, ήτανε εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδα. Και πήγα στο ελληνικό προξενείο να θεωρήσω κάποια χαρτιά. Και είχα μαζί την κοπέλα, η οποία κάθισε απ’ έξω, εγώ πήγα μέσα με τον πρόξενο. Ήτανε κάποιος σεβάσμιος άνθρωπος ηλικιωμένος τότε, ο οποίος, αφού κάναμε τη δουλειά, με ρώτησε, μου λέει: «Καπετάνιε, τι σου είναι η κοπέλα που περιμένει απ’ έξω;» Του λέω: «Φίλη μου». Μου λέει: «Να σου πω κάτι και όπως θέλεις το μετράς. Να έχεις υπόψη σου, δεν ξέρω», μου λέει, «αν έχεις υπόψη σου ότι εάν κάνεις οικογένεια με μια Εβραία, επειδή στο Ισραήλ ισχύει η μητριαρχία, τα παιδιά σου θα πάρουν το θρήσκευμα της μητέρας. Θα είναι Εβραιόπουλα, δε θα είναι χριστιανοί ορθόδοξοι». «Ευχαριστώ πολύ, κύριε πρόξενε» – τέλος πάντων, για να μην αναφέρω το όνομά του, παρότι είναι συγχωρεμένος τώρα. Οπότε, το επόμενο ταξίδι αποχαιρέτησα και την κοπελιά γιατί μου ήρθε λιγάκι ζόρι, λέω: Να κάνω παιδιά και να είναι Εβραιόπουλα. Κατάλαβες; Αυτά λοιπόν. Στη συνέχεια, αμέσως μετά, είχα πάρα πολλές προτάσεις για δουλειά, για απασχόληση, και πήγα σε μια εταιρία που, σε ένα δεξαμενόπλοιο, το οποίον έμεινα εκεί, κι εκεί, δύο δυόμισι χρόνια, δυόμισι χρόνια κι ήταν ένα θα πω ειδικής κατασκευής πετρελαιοφόρο τάνκερ, το οποίον μετέφερε πίσσα. Και εκεί ίσως ήτανε το νεαρόν της ηλικίας, δεν υπήρχε, ας πούμε… υπήρχε άγνοια κινδύνου και κοπώσεως. Έπρεπε την πίσσα αυτή, τη φορτώναμε από το Μπατόν Ρουζ από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα στο Μισισίπι Ρίβερ και έπρεπε να την ξεφορτώσουμε στο Έιβονμαουθ στην Αγγλία, κοντά στο Μπρίστολ, στο δυτικό τμήμα της Αγγλίας. Και η πίσσα έπρεπε να έχει ρευστότητα, για να μπορέσει να κυλήσει, να πάει στο εργοστάσιο όπου την περίμενε στην Αγγλία, το οποίον απείχε από το λιμάνι 5 χιλιόμετρα. Αυτό το βαπόρι, πριν το πάρουν οι Έλληνες, το είχαν Νορβηγοί. Και κάθε φορά που έφτανε στο Έιβονμαουθ, πληρώνανε δύο ατμομηχανές τρένων να ’ρθουνε απ’ έξω από το βαπόρι, να του δώσουνε ατμό για τέσσερις πέντε μέρες για να μπορέσει να ζεσταθεί το φορτίο, να ρευστοποιηθεί, για να το ξεφορτώσουνε. Λοιπόν, σε ηλικία 26-27 χρόνων, δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου, κανένα εμπόδιο να κάνω αυτό που ήθελα. Λοιπόν, είχα έναν φίλο μου –καλή του ώρα– μεγαλύτερο από μένανε υποπλοίαρχο. Ο οποίος είπαμε, στην αρχή μού είπε ορισμένα πράγματα, ότι είναι δύσκολα, είναι έτσι, είναι αλλιώς, αλλά επειδή δε λογάριαζα τίποτα, έκανα εγώ τη δουλειά αυτήν. Μόλις είδε ότι την πρώτη φορά που έκανα εγώ τη δουλειά μετά μπήκε το νερό στο αυλάκι, που λέμε, δεν είχα κανένα πρόβλημα… Και έπρεπε να βρω τρόπο να μην παίρνω τις ατμομηχανές στην Αγγλία –επειδή το βαπόρι αυτό έκανε συνεχή ταξίδια, έτσι;– να μην παίρνω ατμό, να μην παίρνω ατμομηχανές. Όταν πήγα, λοιπόν, στην Αμερική το πρώτο ταξίδι για να φορτώσω, ήρθε μέσα ο υπεύθυνος του διυλιστηρίου που μας έδινε την πίσσα. Του λέω: «Φίλε, θα έχεις από μένανε ό,τι θέλεις, ουίσκι free, τα πάντα, ό,τι θέλεις, ό,τι ζητήσει το κέφι σου, αλλά θα μου δίνεις το φορτίο με τη μεγαλύτερη θερμοκρασία που μπορείς. Εγώ έπρεπε να παραδώσω 135, εσύ θα μου το δίνεις με 160». Μου λέει: [00:40:00]«Δε γίνεται με 160», είναι έτσι, είναι αλλιώς. Του λέω: «Θα βρεις τρόπο». Λέει: «Όχι, δεν μπορώ 160, αλλά θα μπορέσω με 150». Οπότε, έγινε δουλειά με τον υπεύθυνο, και τι έκανα; Τα πετρελαιοφόρα τότε αυτά, αυτό το βαπόρι είναι όπως όλα τα πετρελαιοφόρα, είχανε τις δεξαμενές, εννέα δεξαμενές, από την πλώρη μέχρι μπρος στην πρύμη, οι οποίες ήταν χωρισμένες σε δεξιές, κεντρικές και αριστερές. Λοιπόν, βάζαμε φορτίο σ’ αυτές. Είναι φυσικό, η θερμοκρασία της θαλάσσης ήτανε πολύ χαμηλότερη, οπότε αυτά που θέλανε περισσότερο θέρμανση ήτανε τα πλευρικά, οι πλευρικές δεξαμενές. Και είχα κάνει μία μελέτη με τις θερμοκρασίες της θαλάσσης σε όλο το ταξίδι μου. Δηλαδή, η θάλασσα είναι ζεστή μέσα στον Κόλπο του Μεξικού, ακόμα και βγαίνοντας από τη Φλόριδα και ανεβαίνοντας προς το Βόρειο Ατλαντικό μέχρι το ύψος της Φιλαδέλφεια-Νέα Υόρκη, κάπου εκεί. Μέχρις αυτού του σημείου, λοιπόν, μέχρι τη Φλόριδα δε ζέσταινα καθόλου φορτίο. Μετά ζέσταινα μέχρι τη Νέα Υόρκη, ζέσταινα μόνο τις πλευρικές δεξαμενές. Και αφού περνάμε το ύψος της Νέας Υόρκης και πηγαίναμε απέναντι για την Αγγλία, τότε τα δίναμε όλα. Αποτέλεσμα ήτανε ότι εκάναμε επί… συνολικά σ’ αυτό το βαπόρι έκανα δύο φορές, δύο: είκοσι οχτώ μήνες την πρώτη φορά και δύο χρόνια τη δεύτερη, και κάναμε τριάντα εφτά ταξίδια. Δεν πήρα ούτε μία φορά ατμομηχανή, διότι φτάναμε πάντα με το φορτίο στη θερμοκρασία που έπρεπε για να ξεφορτώσουμε. Βέβαια, είχα πάρει τα εύσημα της εταιρίας που είχε το βαπόρι, της πλοιοκτήτριας, των ναυλωτών, και οι οποίοι με αποζημίωσαν οικονομικά. Δηλαδή, ήτανε πάρα πολύ μεγάλη υπόθεση γι’ αυτούς τα χρήματα που γλιτώνανε και απ’ αυτά τα χρήματα εκέρδιζα κι εγώ, ας πούμε, και ο υποπλοίαρχος και ο πρώτος μηχανικός – όλοι ήμαστε ευχαριστημένοι. Κάποτε, λοιπόν, τελείωσε. Ήτανε φοβερή η κούραση, τρομερή η κούραση, διότι πολλές φορές είχαμε έλλειψη νερού. Όταν υπήρχε κάποια διαρροή και έπρεπε, δεν είχαμε… Διότι άμα δεν έχεις νερό, δεν μπορείς να ατμοποιήσεις, να κάνεις ατμό, να δουλέψουνε τα καζάνια και δεν είχαμε θερμοκρασία, αλλά τα καταφέραμε. Αποτέλεσμα ήτανε ότι ήτανε η εταιρία πολύ ευχαριστημένη. Εγώ απέκτησα και μετοχές σ’ αυτήν την εταιρία. Στο ενδιάμεσο, απ’ το πρώτο ταξίδι στο δεύτερο, βγήκα για δυο τρεις μήνες, παντρεύτηκα. Και είχα πάρει και την γυναίκα μου μαζί τη δεύτερη φορά και κουμπάρος μου ήτανε ο πλοιοκτήτης, ένας πολύ καλός κύριος. Εν πάση περιπτώσει, έμεινα σε αυτή την εταιρία για αρκετά χρόνια και απεχώρησα όταν υπήρχε ανάγκη, αποκτήσαμε δεύτερο παιδί και έπρεπε να μείνω κάπου, να μείνω έξω, να βρω δουλειά έξω πλέον. Το οποίο δεν ήτανε και εύκολο εκείνη την εποχή, αλλά, εν πάση περιπτώσει, τα κατάφερα.

Ε.Τ.:

Και μετά από ένα δύο μπάρκα με φορτηγά βαπόρια κι αυτά, έμεινα έξω και ασχολήθηκα σε ναυτιλιακές εταιρίες με τον τομέα του chartering, των ναυλώσεων πλοίων ξηρού φορτίου. Σταδιοδρόμησα, έτσι, στην… στον Πειραιά. Μετά από ορισμένα χρόνια έγινα διευθυντής σε ναυτιλιακή εταιρία, ασχολήθηκα όπου ασχολήθηκα και με το management εκτός από τις ναυλώσεις. Και έφτασα στην εταιρία που εργαζόμουνα, μετά από είκοσι τρία χρόνια απεχώρησα. Ήμουνα τότε 65 χρόνων και απεχώρησα. Στη συνέχεια, όμως, είχα πει να έρθω στην Ύδρα και να ασχοληθώ με τη βάρκα μου και με το ψάρεμα. Αλλά κάτι, κάτι με έτρωγε, δεν πήγαινε, κάτι δεν πήγαινε καλά και κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, ήτανε κάποιος κύριος εκεί, εγώ στη βάρκα μου και μου λέει: «Ο κύριος Τσιγκάρης;» Λέω: «Ναι». Λέει: «Μπορείς να περάσεις από το γραφείο μου να μιλήσουμε;» Λέω: «Να μιλήσουμε;» Μου λέει: «Έχω βαπόρια και θέλω τη βοήθειά σου». Λέω: «Κοίταξε, πριν απ’ το Σεπτέμβριο δε θα γυρίσω στον Πειραιά». «Όποτε θες», μου λέει, «αυτή είναι η διεύθυνσή μου, πέρασε». Πράγματι, λοιπόν, πέρασα και μου λέει: «Χρειαζόμαστε την εμπειρία σου». Οπότε, άρχισα πάλι να δουλεύω εκεί στην… αυτός είχε δυο τρία βαπόρια. Άνετη για μένα, ήταν εύκολη δουλειά, γιατί αυτό που ήθελε από μένανε ήτανε να επιβλέπω, να επιβλέπω και να προλαβαίνω, ας πούμε, την όποια αστοχία κάνανε αυτοί και τα λοιπά. Και έμεινα εκεί δυο τρία χρόνια. Από αυτούς, αυτή η εταιρία είχε προβλήματα τεχνικής φύσεως. Δηλαδή, ήτανε ο πλοιοκτήτης, θεωρούσε τον εαυτό του ότι ήτανε και τεχνικός και δεν ήτανε, απεδείχθη ότι δεν ήτανε. Έκανε σοβαρά λάθη, με αποτέλεσμα να διαλύσει η εταιρία, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και εγώ τότε σταμάτησα κι απ’ αυτόνε. Μετά παρουσιάστηκε κάποιος άλλος, κάποιοι από τη Βενεζουέλα που θέλαν να πάρουνε βαπόρια. Πήγα και μ’ αυτούς τρία τέσσερα χρόνια εκεί και τους έφτιαξα την εταιρία. Έκανα και δυο τρία ταξίδια στη Βενεζουέλα και συνέχισα να δουλεύω, έτσι, σαν σύμβουλος εταιριών μέχρι τα 81 μου, μέχρι πέρσι δηλαδή. Και κάπου εκεί είπαμε: «Φτάνει πλέον, αρκετά». Παρότι πάντα θεωρούσα ότι η δουλειά βοηθάει, βοηθάει το μυαλό, να το κρατάει το μυαλό ζωντανό, ντάξει; Αλλά, βέβαια, δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις. Εντωμεταξύ, είχαμε… ίσως και δε θα είχα σταματήσει αν δεν προέκυπτε ο κόβιντ. Αλλά τότε εγώ δεν μπορούσα από το σπίτι να δουλεύω, είχα μάθει να είμαι στο γραφείο, στο σημείο, να είμαι σε επαφή με τα βαπόρια και τα λοιπά. Μπορούσα να είχα επαφή κι από το σπίτι, αλλά δε θεωρούσα ότι ήτανε σωστό. Λοιπόν, είπα στον τελευταίο εργοδότη μου: «Βρες ένα νεότερο που να μπορεί να ακολουθεί, να παρακολουθεί τα βαπόρια. Γιατί τα βαπόρια θέλουν παρακολούθηση κι εγώ στην ηλικία που είμαι δεν μπορώ να ταξιδεύω συνέχεια στις Ινδίες και στην Ιαπωνία κι από δω κι από κει», οπότε σταμάτησα να δουλεύω.

Ε.Τ.:

Τώρα, σε ό,τι αφορά, που είπες, στην εμπειρία με τη σύζυγο στο βαπόρι; Εντάξει, κοίταξε, δεν είχε περιθώρια η σύζυγός μου να λένε: «Ο κύριος της κυρίας». Απλά ήτανε ήσυχη, καθότανε, έκανε τις δουλειές της, έκανε τα κεντήματά της, έκανε τα διαβάσματά της. Και το μόνο που έκανε ήτανε, επειδή φοβότανε, να πηγαίνει να σκουντάει το βαρόμετρο για να δει αν ανεβαίνει το βαρόμετρο ή πέφτει το βαρόμετρο. Όταν έπεφτε το βαρόμετρο σήμαινε κακοκαιρία, όταν ανέβαινε το θερμόμετρο είναι καλοσύνη, να πούμε. Λοιπόν, αυτή ήτανε η ασχολία της. Κάναμε μαζί, την πρώτη φορά που την πήρα μαζί κάθισε μερικούς μήνες, έμεινε έγκυος, έφυγε. Και μετά σε ένα βαπόρι ωραίο, που έκανε και ωραία ταξίδια, επήρα και τη γυναίκα μου και την κόρη μου τη μεγάλη, η[00:50:00] οποία τότε ήταν δυόμισι χρονών. Αλλά ήταν ένα βαπόρι που ήταν ναυλωμένο στην Κούβα και καθόμαστε εκεί τρεις τέσσερους μήνες. Ψαρεύαμε, κάναμε διάφορα αυτά και καθίσαμε εκεί οικογενειακώς κάπου δεκατρείς δεκατέσσερους μήνες και γυρίσαμε πίσω. Αλλά δεν είχα, ας πούμε, περιστατικά, έτσι, που να με απασχολούσε, ας πούμε, να… τι κάνει η γυναίκα μου ή τι δεν κάνει και τα λοιπά. Ήτανε υπάκουη, ας πούμε, εντάξει, δε μου δημιούργησε πρόβλημα. Μετά, έπρεπε λόγω και των δύο μικρών να βοηθήσω στο σπίτι, οπότε τελειώσαν τα ταξίδια και άρχισε η… Και να σου πω, είμαι ευχαριστημένος γενικά από τη σταδιοδρομία μου. Γνώρισα ωραίους ανθρώπους–

Ά.Μ.:

Ταξίδι που ξεχωρίσατε ή τόπο;

Ε.Τ.:

Ωραία μέρη. Αργεντινή, Αργεντινή για τους ανθρώπους. Όχι για τα κορίτσια –και για τα κορίτσια– αλλά για τους ανθρώπους, το τονίζω. Την Ιαπωνία για την κουλτούρα, ας πούμε, εντάξει, είναι άλλο πράγμα τώρα, και για την υπευθυνότητά τους. Είναι πολύ αυστηροί με τον εαυτό τους, διατηρούν τα ήθη και τα έθιμά τους. Όπως και οι Κινέζοι – λιγότερο οι Κινέζοι. Αλλά από εκεί και πέρα, βέβαια, υπήρχανε και άσχημες καταστάσεις, εμπειρίες. Όπως, επί παραδείγματι, σε ορισμένα λιμάνια της Αφρικής. Χωρίς να έχω κάτι, ας πούμε, με τους Αφρικανούς, δεν ξέρω τι φταίει. Φταίνε αυτοί καθαυτοί; Φταίει η αποικιοκρατία; Δεν ήτανε, ήτανε άσχημες καταστάσεις, δηλαδή. Υπήρχανε και άνθρωποι οι οποίοι ήτανε σωστοί και αξιοπρεπείς, αλλά υπήρχανε και άνθρωποι οι οποίοι δεν ήτανε σωστοί, εντάξει, η συμπεριφορά τους.

Ά.Μ.:

Θυμάστε άσχημο περιστατικό συγκεκριμένο;

Ε.Τ.:

Να σου πω. Σε ένα πλοίο πήρα εντολή να πάω στην… από το Νόρφολκ των Ηνωμένων Πολιτειών να πάω στη Νέα Υόρκη επειγόντως –επειγόντως λέω, με όση ταχύτητα μπορούσα και άμεσα–, να φύγω, να πάω να φορτώσω στη Νέα Υόρκη αναψυκτικά σε παλέτες με προορισμό το Λάγκος της Νιγηρίας, όπου μια συγκεκριμένη ημερομηνία άρχιζε ένα παναφρικανικό συνέδριο. Πήγα, λοιπόν, στη Νέα Υόρκη, φόρτωσα, ήρθε ένας Νιγηριανός εκεί πέρα, ο οποίος με παρακάλεσε να του οργανώσω ένα πάρτι στο πλοίο απάνω και τα λοιπά, λεφτά, ξέρω γω, και τα αυτά. Έγινε αυτό και έφυγα. Το βαπόρι αυτό είχε μεγάλη ταχύτητα, γι’ αυτό και το είχε… το είχαν ναυλώσει, γιατί βιαζόντουσαν να πάνε τα αναψυκτικά στην Αφρική για το συνέδριο. Τέλος πάντων, έφτασα στην Αφρική στην ώρα μου εγώ. Παίρνω τον πράκτορα στο τηλέφωνο, του λέω έτσι κι έτσι: «Έχω έρθει με τα αναψυκτικά, φρόντισε να μπω μέσα στο λιμάνι, να ξεφορτώσω», γιατί σε δυο τρεις μέρες άρχιζε το συνέδριο. Μου λέει, λοιπόν: «Εντάξει, κάθισε απ’ έξω και θα σε ειδοποιήσουμε». Κάθισα απ’ έξω, περάσανε δύο μέρες, τέσσερις μέρες, πέντε μέρες, δέκα μέρες, εγώ απ’ έξω. Το συνέδριο είχε τελείωσε. Τελικά, κάποια στιγμή μάς βάλανε μέσα στο λιμάνι, αρχίσανε να ξεφορτώνουν τα αναψυκτικά, τα οποία, σ’ το τονίζω, ήτανε τενεκάκια σε παλέτες – παλέτες, ξέρεις, είναι… Λοιπόν, αυτοί που ξεφορτώνανε, λοιπόν, διαλύανε τα κιβώτια και τα αυτά και πέρναν τα αναψυκτικά κι επειδή τα αναψυκτικά ήταν κουνημένα, όταν τα ανοίγανε, τους ερχόταν όλη η… Εντωμεταξύ, τα αναψυκτικά αυτά δεν ήτανε όπως ξέραμε εμείς: κόκα κόλες, Seven Up, Pepsi Cola και τα λοιπά, ήταν διάφορα: Appalachi Cola, Miami Cola και δε συμμαζεύεται. Και ήταν όλα ληγμένα, όλα. Λοιπόν, όταν ξεφορτώσαμε λοιπόν, ξεφορτώναμε, αυτοί απ’ έξω, μόλις έβγαινε το φορτίο έξω, πέφτανε οι ντόπιοι Αφρικανοί και τα σπάγανε όλα και κλέβανε. Και υπήρχε αστυνομία, στρατός, δεν ξέρω τι ήτανε, οι οποίοι είχανε τόξα με βέλη και τους χτυπάγανε τους κλέφτες στα… στις γάμπες, τους καρφώνανε τα βέλη, δηλαδή μιλάμε για μια κατάσταση… τι να σου πω; Και είχα τότε την έμπνευση να βγάλω μερικές φωτογραφίες, μήπως κάποια στιγμή χρειαστούνε. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ήρθε μέσα η αστυνομία και μου πήρε τη φωτογραφική μηχανή και τα φιλμ, και λέω: Τώρα κάτι γίνεται. Λοιπόν, είχα τότε μερικούς Φιλιππινέζους πλήρωμα, οι οποίοι όλοι αυτοί έχουνε –τότε δεν υπήρχανε κινητά– είχανε φωτογραφικές μηχανές. Τους λέω: «Βγάλτε φωτογραφίες», γιατί ήξερα ότι θα μου χρειαστούνε. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μου δώσανε, πήρα τα φιλμ, φύγαμε από εκεί. Και εγώ έφυγα κι από την εταιρία, σταμάτησα τότε, εργαζόμουνα σ’ ένα γραφείο έξω. Και με πήρανε λοιπόν οι πλοιοκτήτες, μου λένε: «Μήπως έχεις φωτογραφίες, γιατί έχουμε ένα claim, μια διαμαρτυρία για ζημιά στο φορτίο κάπου 250.000 δολάρια». Λέω: «Εντάξει, πληρώστε μου τα εισιτήρια, πληρώστε με κιόλας να πάω στη Νέα Υόρκη με τις φωτογραφίες». Λέει: «Να μας δώσεις τις φωτογραφίες». «Όχι, τις φωτογραφίες δε σας τις δίνω. Θα με πληρώσατε και θα πάω να…» Πράγματι, πήγα και βρήκα εκεί, μου είχανε δώσει τη διεύθυνση των δικηγόρων του P&I Club και πήγα εκεί, βρήκα τους δικηγόρους. Με τις φωτογραφίες, λοιπόν, κερδίσανε το δικαστήριο, απαλλαχτήκανε από τη διαμαρτυρία και γύρισα πίσω μια χαρά. Αλλά είχανε… ήθελα να σου πω πως μου είχε κάνει εντύπωση με τα τόξα και με τα βέλη που τους χτυπάγανε αυτούς, τους καρφώνανε τα βέλη στη γάμπα, ας πούμε, ξέρω γω τώρα, πρωτόγονες καταστάσεις, πρωτόγονες καταστάσεις. Εντάξει αυτά.

Ά.Μ.:

Ήθελα να ρωτήσω αν είχατε γνωρίσει κάποιον άνθρωπο που οι ιδέες του, η συζήτησή σας να σας επηρέασε, να σας έμαθε κάτι, να σας δίδαξε στα ταξίδια.

Ε.Τ.:

Κοίταξε, συγκεκριμένος άνθρωπος, όχι. Αλλά καταρχήν είχα πάρει ορισμένες αρχές από τον παππού μου, όπως έχω πει, ο οποίος ήτανε παλιός ναυτικός, για τη συμπεριφορά μου, πώς πρέπει να συμπεριφερθώ στα βαπόρια, τι να προσέχω, τι να αποφεύγω. Όλες αυτές τις κινήσεις τις είχα από τον παππού μου, όχι από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ήτανε ναυτικός, δεν είχε ασχοληθεί καθόλου μαζί μου. Αλλά είχε ασχοληθεί πάρα πολύ ο παππούς μου, με τον οποίον είχα το ίδιο όνομα, ήταν κι αυτός Ευάγγελος Τσιγκάρης. Και ήτανε, όπως εγώ είμαι περήφανος γι’ αυτόν έτσι και αυτός ήταν περήφανος για μένανε. Σημείωσε ότι ο παππούς μου ήτανε, όταν ήρθε η Σχολή Εμποροπλοιάρχων στην Ύδρα, ήτανε αυτός ο οποίος είχε χορηγήσει το μεγαλύτερο καΐκι του, ιστιοφόρο, το ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ στη σχολή για να κάνουνε το καλοκαιρινό εκπαιδευτικό οι μαθητές της σχολής με το καΐκι του παππού μου. Λοιπόν, και από εκεί είχα πάρει, ας πούμε. Στη συνέχεια, βέβαια, έκανες έναν… ήτανε, έκανες επιλογή των ανθρώπων, από ποιους θα παραδειγματιστείς, ποιους θα ακούσεις, τι θα, τι θα απορρίψεις, τι θα ακολουθήσεις, όλα αυτά. Δεν είναι συγκεκριμένα, ας πούμε, είναι… από πολλούς ανθρώπους θα πάρεις αυτά που νομίζεις ότι θα σε βοηθήσουνε και θα απορρίψεις αυτά που νομίζεις ότι δεν είναι σωστά ή λάθος. Αυτά. Τώρα, σχετικά με την οικογενειακή μου κατάσταση τη, όπως ξέρεις, έχω δύο κορίτσια. Δεν έχουνε καμία σχέση με τη θάλασσα. Έ[01:00:00]χουνε ασχοληθεί… η μία ασχολήθηκε με τη ναυτιλία σαν ναυλομεσίτης, πριν παντρευτεί και αποκτήσει παιδιά, και η άλλη είναι διορισμένη στην τράπεζα κάπου είκοσι πέντε χρόνια στην τράπεζα που εργάζεται. Έχω… δεν έχω εγκαταλείψει την Ύδρα. Η Ύδρα πάντα είναι, ας πούμε, στο πρόγραμμα. Ήτανε… έχω μεγαλώσει εδώ, έχω τους φίλους μου, γι’ αυτό και τώρα περνάω, που δεν εργάζομαι, περνάω τον περισσότερο χρόνο της ζωής μου στην Ύδρα. Έχω εδώ δίπλα την εκκλησία στην οποία είμαι ψάλτης. Διότι όταν ήμουνα μικρός, μετά την Κατοχή, ερχόμουνα εδώ στην… το σπίτι μου το πατρικό είναι εδώ παραπάνω και ερχόμουνα στην εκκλησία από 4 ετών. Έλεγα στην εκκλησία το «Πιστεύω», το «Πάτερ Ημών» και σιγά σιγά άρχισα να μαθαίνω να ψέλνω και βοηθούσα τον παπά. Και τότε είχα και αμοιβή από τον παπά, ο οποίος Χριστούγεννα και Πάσχα μου έδινε ένα χαρτζιλίκι και μου έλεγε: «Πάρε τα χρήματα αυτά να τα δώσεις της μητέρας σου να σου πάρει παπούτσια».  Λοιπόν, τέλος πάντων, επεράσαν τα χρόνια, ταξίδεψα, δεν εγκατέλειψα. Όποτε ερχόμουνα πάντα ήμουνα στην εκκλησία. Και συνέχισα να εξελίσσομαι στην ψαλτική και τώρα έχω, ας πούμε, –είναι κι οι μέρες που είναι– πρωί, μεσημέρι, βράδυ είμαι στην εκκλησία.

Ά.Μ.:

Να πούμε λίγο και για τις μνήμες σας σαν παιδάκι, την εικόνα της παλιάς Ύδρας;

Ε.Τ.:

Ναι. Λοιπόν, ήταν… Έχω φτάσει σε μια ηλικία που πολλοί, ας πούμε, γνωστοί, είτε μέσω Facebook ή, τέλος πάντων, δια ζώσης με ρωτάνε: «Πώς ήτανε η Ύδρα τότε; Τι κάνατε; Τι…» Λοιπόν, ήτανε μια άλλη Ύδρα τότε. Ήμαστε μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι της Ύδρας και ελάχιστοι, πολύ λίγοι ξένοι. Ως επί το πλείστον, συγγραφείς και διανοούμενοι, οι οποίοι είχανε κατά κάποιο τρόπο μια δική τους κοινότητα εδώ. Δεν ενοχλούσανε, δεν τους ενοχλούσε κανείς, ήτανε αγαπητοί από τους Υδραίους, πίνανε τα κρασάκια τους – γιατί τότε δεν υπήρχανε ουίσκι και ούτε μπίρες δεν υπήρχανε, κρασάκι. Λοιπόν, και εμείς τότε είχαμε εδώ, μεγαλώσαμε εδώ, είχαμε τα δύο δημοτικά σχολεία, το γυμνάσιο –δεν υπήρχε τότε λύκειο, ήτανε γυμνάσιο–, εξατάξιο γυμνάσιο. Και το 1949 ήρθε και η Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας εδώ, η οποία λόγω του πολέμου είχε μετακομίσει στην Καστέλλα ή στην Αθήνα, στο κτήριο των εμποροϋπαλλήλων και στη συνέχεια στην Καστέλλα. Το ’49 επανήλθε στην Ύδρα. Λοιπόν, τα παιχνίδια μας ήτανε τα κλασικά τότε εκείνης της εποχής. Διαβάζαμε και το απόγευμα ήμαστε στους δρόμους και παίζαμε. Αυτοκίνητα δεν υπήρχανε και ήμαστε άνετοι και ωραίοι, εντάξει. Σαν παιδιά τρέχαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, ιδρωμένοι στο σπίτι και τα λοιπά. Η ζωή ήτανε δύσκολη, θέρμανση δεν υπήρχε, όπως δεν υπήρχε και δροσιά το καλοκαίρι. Έπρεπε να δροσιστείς είτε στη θάλασσα είτε στην παραλία, ξέρω γω, δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα. Τα βράδια, επειδή μέσα έκανε ζέστη, μπορεί να έβρισκες στη βεράντα ας πούμε πράντες και να κοιμόντουσαν οι γονείς, οι παππούδες έξω, και εμείς, ας πούμε, γιατί εμείς κοιμόμαστε μέσα, να μας στρώσουν κι εμάς έξω στη βεράντα να κοιμηθούμε. Διότι, δεν ξέρω τώρα, δεν υπήρχανε και κουνούπια τότε, δεν ξέρω γιατί, επειδή υπήρχε… ραντίζανε με DDT, δεν ξέρω τι ήτανε, κάτι, κάτι γινότανε. Γεγονός είναι ότι δεν υπήρχανε κουνούπια τη νύχτα να μας φάνε. Δεν υπήρχε αυτό που γίνεται σήμερα, ας πούμε, δεν υπήρχε υπερκατανάλωση. Τότε ζούσαμε, ας πούμε, με οικόσιτα ζώα, είτε ένα κατσικάκι είτε ένα αρνάκι, κοτούλες στο κοτέτσι, τα αυγουλάκια, τα αποφάγια στις κότες. Και γι’ αυτό τότε η Ύδρα στην καθαριότητα είχε έναν ο οποίος ήτανε υπάλληλος του δήμου και είχε δύο μουλάρια ή δυο γαϊδούρια με δύο μεγάλα κοφίνια δεξιά και αριστερά και γυρνούσε όλη την Ύδρα και μάζευε τα απορρίμματα και τα πήγαινε στην παραλία και τα ’ριχνε στη θάλασσα. Αλλά ήτανε… Σήμερα δεν… αυτό που γίνεται εδώ πέρα, δηλαδή είναι τέτοιο κακό δηλαδή με τα σκουπίδια, είναι τόσο πολύς ο κόσμος και η κατανάλωση που δεν προλαβαίνουν τα αυτοκίνητα να μαζεύουνε τα απορρίμματα. Τα παιχνίδια μας τότε ήτανε, αν πω, μπορώ να τα πω, έτσι, αγαθά, δεν ήτανε κάτι… Δηλαδή πηγαίναμε, αγαπούσαμε το βουνό, να πάμε στο βουνό να μαζέψουμε χόρτα, να τρέξουμε στο βουνό, τέτοια πράγματα δηλαδή, δεν είχαμε… Και ψάρεμα αν πηγαίναμε, είχαμε πετονιές απ’ έξω, δεν υπήρχανε, δεν είχαμε βάρκες τότε και πλεούμενα να πάμε να ψαρέψουμε και λοιπά. Η κύρια τροφή μας ήταν τα ψάρια βέβαια. Είχε στην παραλία κάτω εδώ, τώρα που είναι η καφετέρια του θείου σου και εδώ, προς τα εδώ, εκεί στο… είχε τρεις τέσσερους πάγκους οι οποίοι είχανε αφθονία ψαριών, καβούρια, αστακούς ό,τι ήθελες, ό,τι ήθελες. Και, όπως σου είπα, είχα κάνει μία αφήγηση, μια περιγραφή μάλλον, των καταστημάτων της Ύδρας που είναι μέσα στο λιμάνι, δηλαδή από τη μία άκρη του λιμανιού μέχρι την άλλη, τι ήτανε εκείνα τα χρόνια, τη δεκαετία του ’50 δηλαδή –περισσότερο αρχές της δεκαετίας του ’50 προς το ’55– τι ήτανε το κάθε μαγαζί: Ήτανε φούρνος, ήτανε μανάβικο, ήταν καφενείο, ήτανε κουρείο, ήταν έτσι και τα λοιπά. Μια περιγραφή τέτοια της παραλίας, ας πούμε. Γιατί, εκτός της παραλίας, μέσα στην Ύδρα δεν υπήρχανε μαγαζιά, λίγα, μετριόντουσαν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αυτά. Τώρα, η Ύδρα, δεν… Είχαμε, τι να σου πω τώρα; Είχανε… δεν ξέρανε τότε μοσχάρι ή χοιρινό. Το κρέας ήτανε μία φορά το μήνα και ήτανε ή κατσίκι ή αρνί και κάνα κοτόπουλο. Περισσότερο ζούσαμε με όσπρια και λαχανικά, τα οποία λαχανικά, βέβαια, τα περισσότερα ερχόντουσαν από απέναντι, απ’ την Πελοπόννησο. Θυμάμαι ότι στο πατρικό μου σπίτι που είχε ένα μικρό κήπο, ο παππούς μου το είχε χωρίσει σε παρτέρια και είχε ένα παρτέρι με μαρούλια, ένα παρτέρι με παντζάρια, ένα παρτέρι με κρεμμυδάκια, με αυτά. Δηλαδή, γινότανε αυτό το πράγμα, δηλαδή η τροφοδοσία ήτανε εν πολλοίς, ας πούμε, από μέσα, δηλαδή δικά μας όλα τα προϊόντα. Τι άλλο να σου πω;

Ά.Μ.:

Λίγο θα σας πάω πάλι πίσω στα καράβια. Το ότι ήσασταν τόσο νέος σε αυτή τη θέση πώς σας έκανε να νιώθετε;

Ε.Τ.:

Ναι, κοίταξε να σου πω. Είναι μια καλή ερώτηση και θα σου απαντήσω. Θα σου πω ότι έτυχε σε καράβι να είμαι ο καπετάνιος και να είμαι ο νεότερος ηλικιακά απ’ όλους. Αλλά επειδή ξεκίνησα, έτσι, πολύ δυνατά για να σταδιοδρομήσω στη θάλασσα και αντιλήφθηκα από την αρχή ότι θα είχα κάποιο πρόβλημα λόγω του νεαρού της ηλικίας, απέκτησα ορισμένα, ας το πούμε, ελαττώματα.[01:10:00] Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο μια αυταρχικότητα, μια επιμονή, όχι… που σημαίνει ότι δε σταματούσα να ακούω τους μεγαλύτερους ή τους πιο έμπειρος από μένανε, αλλά, όταν ήμουνα σίγουρος για κάτι, επέμενα να γίνει το δικό μου. Και σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους, το πλήρωμα, που ήτανε μεγαλύτεροι από μένανε, το κουμπί, ας πούμε, της όλης υπόθεσης ήτανε να είσαι αυστηρός αλλά δίκαιος. Και αυτό το είχα κάνει βίωμα στα βαπόρια, δεν αδίκησα ποτέ οικονομικά είτε όπως θέλεις, ας πούμε, κάποιον. Συμβούλεψα πολλούς ανθρώπους, βοήθησα πάρα πολλούς ανθρώπους στη δουλειά. Και λέω δόξα σοι ο Θεός, διότι σε όλα αυτά τα χρόνια στη θάλασσα, που έκανα έντεκα χρόνια σαν πλοίαρχος, δε μου χτύπησε κανένας άνθρωπος, δεν είχα κανένα ατύχημα και δεν είχα και κάποιον θάνατο ή, ξέρω γω, κάποιο τέτοιο περιστατικό. Αυτό δε θέλω να πω ότι οφείλεται σε δική μου ικανότητα, αλλά θα σου πω ένα πράγμα, ας πούμε. Τη γυναίκα μου την έδιωξα από το βαπόρι μια φορά, διότι –δηλαδή την έδιωξα, της είπα: «Πήγαινε στο σπίτι γιατί δεν μπορούμε»– διότι είχα πάνω απ’ όλα τη δουλειά μου. Δηλαδή, ήμουνα τόσο μυστήριος, ας το πούμε, που έπρεπε να επιβλέπω τα πάντα, τα πάντα. Κοιμόμουνα λιγότερο, είχα σε εγρήγορση όλους τους αξιωματικούς, όλο το πλήρωμα. Όταν εγώ κοιμάμαι να ξέρω ότι θα κοιμηθώ, αυτό το λίγο, αλλά θα κοιμηθώ. Γιατί δεν μπορείς να πεις ότι, ξέρεις: Είμαι στο πέλαγος και πάω να κοιμηθώ και όλα τελειώσανε, όλα είναι καλά, εντάξει; Ούτε… όση εμπιστοσύνη… Είχα ανθρώπους, ας πούμε, είχα έναν Υδραίο πρακτικό αξιωματικό τον οποίον τον έπαιρνα μαζί μου για ταξίδια, του είχα εμπιστοσύνη, αλλά και αυτός κάποτε δεν ήτανε σωστός και αναγκάστηκα να τον διώξω από το βαπόρι. Και επειδή ήτανε στην εταιρία, τους είπα: «Δώστε του δουλειά». Όταν, λοιπόν, ξαναγύρισε κάποια… ήρθε, πήγα σε κάποιο βαπόρι εγώ σαν πλοίαρχος και ήταν αυτός μέσα και ήρθε και μου λέει: «Καπταν-Βαγγέλη, να φύγω;» Του λέω: «Όχι, δε θα φύγεις. Αλλά να κάνεις τη δουλειά σου όπως τη θέλω εγώ και όπως πρέπει». Και έτσι, ας πούμε, συνεχίσαμε. Τώρα είναι συγχωρεμένος, έχει συγχωρεθεί τώρα.

Ά.Μ.:

Αυτές τις αρχές και την ωριμότητα που χρειάζεται για να το αντιμετωπίσεις έτσι, πώς τις είχατε πάρει τόσο μικρός;

Ε.Τ.:

Κοίταξε, κοίταξε.

Ά.Μ.:

Είναι πολύ συνειδητοποιημένα όλα αυτά.

Ε.Τ.:

Ναι, κοίταξε, δεν έκανα κάτι, ας πούμε. Χρησιμοποίησα το μυαλό, το μυαλό μου και τις εμπειρίες, ας πούμε. Είναι κάτι που το αποκτάς με τον καιρό, δεν είναι κάτι, ας πούμε, που είναι… δεν έρχεται με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, «Κάνε έτσι», «Κάνε αλλιώς». Βλέποντας και κάνοντας, ας πούμε, εντάξει; Θέλει σκέψη πώς θα αντιμετωπίσεις τις διάφορες καταστάσεις, πώς θα πείσεις έναν άνθρωπο που είναι μεγαλύτερος από σένα ότι πρέπει να σεβαστεί τη γνώμη σου. Πρέπει να έχεις επιχειρήματα, να στηρίξεις τη γνώμη σου. Και, δόξα σοι ο Θεός, τα κατάφερα, ας πούμε, αρκετά καλά.

Ά.Μ.:

Και δύναμη τι σας έδινε; Ο στόχος ή κάτι θέλατε να καταφέρετε;

Ε.Τ.:

Ναι, ναι. Φιλοδοξία, φιλοδοξία. Κοίταξε, δεν κρύβω ότι είχα φιλοδοξία να γίνω πλοιοκτήτης. Και κάποτε το επεχείρησα, αλλά δε με ευνόησαν οι καταστάσεις γιατί, πέραν, ας πούμε, της θελήσεως και των οικονομικών δυνατοτήτων και τα λοιπά, σε αυτό τον τομέα χρειάζεται και τύχη. Δηλαδή, χρειάζεται τύχη να αγοράσεις φτηνά και κάποια στιγμή να είναι ανθηρή η κατάστασις της ναυτιλίας, να μπορέσεις να πας μπροστά. Εδώ, εμένανε συνέβη το τελείως αντίθετο: Αγοράσαμε σε μια κατάσταση κάπως ακριβά, στη συνέχεια υπήρξε κάποια κρίσις, δεν μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε και τελειώσαμε. Και, δόξα σοι ο Θεός, συνέχισα σαν υπάλληλος πλέον σε ναυτιλιακές εταιρίες. Δε σου κρύβω ότι αισθάνομαι πάρα πολύ όμορφα, γιατί λόγω των θέσεων που είχα σε ναυτιλιακές εταιρίες βοήθησα πάρα πολλούς ανθρώπους, ειδικά νέους, να σταδιοδρομήσουνε. Παιδιά γνωστών, παιδιά φίλων αλλά και άσχετους, οι όποιοι νέοι με θέληση να εξελιχθούνε στον τομέα, τους βοήθησα και αισθάνομαι μια πολύ μεγάλη ικανοποίηση γι’ αυτό το πράγμα, κατάλαβες;

Ά.Μ.:

Και μια τελευταία ερώτηση για το παρελθόν θέλω να κάνω αν θυμάστε. Έχετε μνήμες από την Κατοχή και το πώς ήτανε;

Ε.Τ.:

Όχι, δεν έχω μνήμες από την Κατοχή, διότι όταν τελείωσε η Κατοχή εγώ ήμουνα 3-4 χρόνων. Απλά υπάρχουν ορισμένες εικόνες, ας πούμε, όπως το λιμάνι που ήτανε βομβαρδισμένο σε δυο τρία σημεία. Μια μπόμπα είχε πέσει κοντά εκεί που είναι το μουσείο σήμερα, λίγο πιο πέρα από τη Σχολή. Άλλη μία είχε πέσει εκεί που είναι τώρα το –πώς το λένε;– αυτό το μπαρ, το «Red»; Κάπου εκεί, ήτανε η παραλία κατεστραμμένη. Δεν έχω άλλες μνήμες, ας πούμε, από τον πόλεμο.

Ά.Μ.:

Το κλίμα της εποχής;

Ε.Τ.:

Κοίταξε, δε θα έλεγα ότι ήτανε τόσο, ας το πούμε, χαρούμενο το κλίμα και τα λοιπά. Υπήρχε, υπήρχε φτώχεια, υπήρχε φτώχεια μεγάλη. Είχαμε τότε, ας πούμε, η Ύδρα στηριζόταν τότε στη σπογγαλιεία, είχαμε τα σφουγγαράδικα τα οποία φεύγανε για την Μπαρμπαριά, για τις ακτές της Αφρικής, εφεύγανε το Πάσχα, τώρα τις ημέρες αυτές, και γυρίζανε Σεπτέμβρη-Οκτώβρη. Και βασιζότανε η οικονομία της Ύδρας περισσότερο σ’ αυτά. Δηλαδή, ήτανε ο πατέρας μου ταμίας των σπογγαλιέων και θυμάμαι ότι πήγαινε στον Πόρο στην Εθνική Τράπεζα, έπαιρνε χρήματα και έδινε στις οικογένειες τις προκαταβολές που είχανε ορισθεί και τα λοιπά, μέχρι να ’ρθουνε πίσω τα σφουγγαράδικα. Και ανάλογα με το τι, πώς είχε πάει η δουλειά να πάρουνε και τα υπόλοιπα που έπρεπε. Αυτό κράτησε μέχρι το ’56-’57. Μετά αρχίσανε και βγαίνανε τα πλαστικά σφουγγάρια και τα αυτά και πλέον δεν είχε ζήτηση το σφουγγάρι. Θυμάμαι ότι τότε συσκευάζανε τα σφουγγάρια σε μεγάλα σακιά –γιατί ήτανε κι ελαφριά, στεγνά τα σφουγγάρια– και όταν ερχόντουσαν τα καράβια, τα καΐκια από την Μπαρμπαριά, πηγαίνανε κάτω από το Λιμεναρχείο για να πάρουν ελευθεροκοινωνία. Μετά την ελευθεροκοινωνία, πηγαίνανε κάτω από τη Σχολή, στο Τελωνείο κι εκεί εκτελωνίζανε τα σφουγγάρια. Και θυμάμαι ότι ερχόντουσαν κάτι φορτηγά πλοία αρόδου, έξω απ’ το λιμάνι απ’ την Ύδρα, σουηδέζικα που φορτώνανε τα σφουγγάρια και τα πηγαίνανε στη Σουηδία, ας πούμε. Δηλαδή ήτανε τότε το εργοστάσιο σπογγαλιείας που είχαμε εδώ πέρα –τώρα, πού είναι το ξενοδοχείο το «Μπρατσέρα»; ήτανε εργοστάσιο σπογγαλιείας– που επεξεργαζόντουσαν τα σφουγγάρια, τα ψαλιδίζανε, τα ομορφαίνανε, ξέρω γω τι, τα πλένανε και μετά τα κάνανε εξαγωγή. Αυτά πάνε, τελειώσανε. Ας πούμε τώρα είναι το «Μπρατσέρα». Το «Μπρατσέρα» ήτανε εργοστάσιο σπογγαλιείας που δουλεύανε ας πούμε καμιά τριανταριά, σαράντα Υδραίοι εκεί μέσα, ξέρω γω, άλλος στο ψαλίδι, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς. Αυτά.

Ά.Μ.:

Η μητέρα σας με τι ασχολούνταν;

Ε.Τ.:

Η μητέρα μου;

Ά.Μ.:

Ναι,

Ε.Τ.:

Με έξι παιδιά.

Ά.Μ.:

Πώς τη λέγανε τη μαμά και τον μπαμπά;

Ε.Τ.:

Η μητέρα μου ήτανε Καλλιόπη κι ο πατέρας μου ήτανε Γιώργος. Και ο πατέρας μου ήτανε διαχειριστής μονοπωλίου. Δηλαδή, τότε υπήρχε μονοπώλιο στην Ελλάδα, κρατικό μονοπώλιο, το οποίο διέθετε φωτιστ[01:20:00]ικό πετρέλαιο, καθαρό πετρέλαιο άσπρο, τραπουλόχαρτα, σπίρτα –τα οποία ερχόντουσαν τα σπίρτα απ’ τη Σουηδία, ήτανε συσκευασμένα τα σπίρτα– και αλάτι χοντρό. Είχε εδώ πέρα τις αποθήκες κι ο πατέρας μου ήταν διαχειριστής εκεί, υπάλληλος ας πούμε, του μονοπωλίου. Και καμιά φορά πήγαινα κι εγώ και βοηθούσα εκεί, να πουλήσω αλάτι, πετρέλαιο και τα λοιπά. 

Ά.Μ.:

Σε τι ηλικία;

Ε.Τ.:

Στα σχολικά μου χρόνια. Μετά, είχε ο παππούς μου είχε εμπόριο στην παραλία, είχε μαγαζί που πουλούσε διάφορα δημητριακά, λάδια, τέτοια πράγματα. Και είχε και ένα μεγάλο χώρο ιδιόκτητο, που είχε μέσα μεγάλα βαρέλια που έκανε κρασί. Γιατί, όπως σου είπα, τότε δεν υπήρχανε διάφορα ποτά, κυρίως, ας πούμε, υπήρχε το κρασί. Όπως είχε και ο παππούς σου. Ο παππούς όχι ο… ο προπάππος σου, ο προπάππος σου ο Σταύρος. Ο οποίος είχε στην Ξερή Ελιά λίγα. Ο παππούς μου είχε πάρα πολλά βαρέλια, γιατί έκανε και χονδρική, ας πούμε. Έφερνε μούστο και έφτιαχνε κρασί και είχα μαθητεύσει κι εγώ στην παραγωγή του κρασιού.

Ά.Μ.:

Δηλαδή;

Ε.Τ.:

Ορίστε;

Ά.Μ.:

Δηλαδή τι κάνατε;

Ε.Τ.:

Παρακολουθούσα τις μετρήσεις με τα γράδα, πόσους βαθμούς αλκοόλ να έχει, αν θέλει νερό να του ρίξεις να το αραιώσεις, αν θέλει ανακάτεμα, πόσο –για να κάνεις ρετσίνα– πόσο ρετσίνι έπρεπε να βάλεις, τις αναλογίες, τέτοια πράγματα. Όπως και στα λάδια, που είχαμε ένα οξύμετρο, μετρούσαμε τα οξέα του λαδιού, όταν ήτανε, ας πούμε… Ήταν μια απλοϊκή χημική ανάλυση που γινότανε, τα οποία τα είχα μάθει αυτά γιατί βοηθούσα τότε στα… Μετά, όταν τελείωσα από τη Σχολή και έφυγα, έκλεισε και ο παππούς μου το μαγαζί – ήταν και κάποιας ηλικίας. Ο πατέρας μου πήρε μετάθεση από την Ύδρα για τη Νίκαια, στο μονοπώλιο της Νίκαιας κι έτσι φύγανε. Και για λόγους να σπουδάσουν οι αδερφές μου, τα αδέλφια μου ήτανε μικρότερα, και φύγανε από την Ύδρα, πήγανε στον Πειραιά και έμειναν. Έμεινε, όμως, διατήρησαν το σπίτι, το οποίον πουλήθηκε πριν από δυο χρόνια. Και τα αδέρφια μου τώρα τα περισσότερα φύγανε, έχουνε φύγει από την Ύδρα, έχω μείνει μόνο εγώ, οι άλλοι έρχονται επισκέπτες. Αυτά. Τι άλλο θα σε ενδιέφερε να μάθεις;

Ά.Μ.:

Σκέφτομαι από όλη την αναδρομή αυτή στη ζωή σας, τι συναίσθημα σας αφήνει αυτό;

Ε.Τ.:

Πολύ μεγάλη ικανοποίηση. Πολύ μεγάλη ικανοποίηση, γιατί έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι έκανα αυτό που είχα διδαχθεί να κάνω, δηλαδή να είμαι σωστός, να είμαι τίμιος, να σέβομαι τους μεγαλύτερους, να προσέχω γενικά. Και έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Αυτό είναι μεγάλη ικανοποίηση, να πούμε, στη σημερινή, στην ηλικία μου σήμερα, είμαι 82 χρονών. Και αισθάνομαι πολύ μεγάλη ικανοποίηση γιατί βοήθησα γνωστούς, φίλους, νεότερους, βοήθησα την οικογένειά μου, τα αδέρφια μου όλα, μηδενός εξαιρουμένου, και είμαι απόλυτα ικανοποιημένος.

Ά.Μ.:

Αυτό το είπαμε και πριν μεταξύ μας, το πώς αποφασίσατε να γίνετε ναυτικός ή πώς–

Ε.Τ.:

Κοίταξε, η απόφαση… Σου είπα ότι σε μια ηλικία εγώ έδωσα εξετάσεις για τη Σχολή της Ύδρας πριν συμπληρώσω τα 14 χρόνια μου. Στην ηλικία αυτή, λοιπόν, είναι φυσικό να μην έχεις τη δυνατότητα να σκεφτείς και να αποφασίσεις για το μέλλον σου. Άλλο είναι να ’σαι 17-18 χρόνων και άλλο 13, εντάξει; Τότε, λοιπόν, με ώθησε αφενός η οικογενειακή κατάστασις, ο παππούς μου, ο οποίος υπήρξε ναυτικός, και η παρουσία της Σχολής Εμποροπλοιάρχων στην Ύδρα. Και δεν ήμουνα μόνο εγώ, πολλοί, πολλά παιδιά προσπαθούσανε, γιατί δεν ήταν εύκολο να μπούνε στη σχολή και να φοιτήσουνε. Γιατί εκείνα τα χρόνια… Θα σου πω εγώ ότι το 1955 που έδινα εισαγωγικές εξετάσεις για τη σχολή εδώ, η σχολή είχε προκηρύξει διαγωνισμό για 30 θέσεις και οι υποψήφιοι ήμαστε κάπου 700. Δηλαδή, μιλάμε για πολύ μεγάλο ανταγωνισμό και θα σου πω ότι δεν μπόρεσα να μπω στη σχολή, να πετύχω στις εξετάσεις και να είμαι μέσα στους 30. Αλλά όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, είδα ότι ήμουνα 42ος, το οποίο σημαίνει δωδέκατος επιλαχών. Θα έπρεπε να μην πάνε στη σχολή 12 για να μπορέσω εγώ. Αλλά, για καλή μου τύχη, εγώ ήρθα στην Ύδρα και συνέχισα στο γυμνάσιο στην επόμενη τάξη και κάπου στον Οκτώβριο, αν δεν κάνω λάθος, βγήκε μια, τέλος πάντων, εντολή η σχολή αντί για 30 να πάρει 55. Και εγώ σαν 42ος μπήκα στη σχολή, κατάλαβες; Λοιπόν, και από εκεί και πέρα ας πούμε ξεκίνησε η… Εντάξει, ήμουνα ο μικρότερος από όλους, όπως… Θα έπρεπε, ξέχασα να σου πω ότι όταν πήρα το δίπλωμα του πλοιάρχου το 1967 στις 13 Απριλίου, που σου είπα, ήμουνα τεκμηριωμένα ο νεότερος Έλληνας πλοίαρχος. Δηλαδή, μιλάμε είχανε πλοιαρχεύσει και άλλοι με δίπλωμα υποπλοιάρχου και τα λοιπά, αλλά δίπλωμα σε αυτή την ηλικία δεν είχε πάρει κανένας. Λοιπόν, αυτά.

Ά.Μ.:

Οι ώρες μέσα στο καράβι πώς περνάνε;

Ε.Τ.:

Οι ώρες μέσα στο καράβι περνώνται με δουλειά πρώτον και κύριον. Περνιούνται με διάβασμα, με συζητήσεις μεταξύ, ας πούμε… Τότε που ήμαστε Έλληνες, γιατί τώρα δεν υπάρχουν, ας πούμε, δεν έχεις και κανέναν να συζητήσεις, μπορεί να είναι και ένας Έλληνας μέσα στο βαπόρι. Αλλά περισσότερο με διάβασμα. Εντάξει, σήμερα δεν… έχει αλλάξει το πράγμα, είναι αυτά εδώ πέρα τα κόλπα που είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Επικοινωνία, ας πούμε, για να ακούσεις τη φωνή της μάνας σου ή του πατέρα σου έπρεπε να περάσουνε μήνες. Τώρα, ό,τι ώρα θέλεις, παίρνεις τηλέφωνο και ακούς και μαθαίνεις τα νέα και τα λοιπά. Βέβαια, τότε είχαμε πολλές, πολλά περιθώρια ψυχαγωγίας στα λιμάνια, μέναμε αρκετό καιρό. Δεν πλήτταμε, ας πούμε, εντάξει; Ενώ σήμερα τα καράβια δε μένουνε στα λιμάνια. Είναι μεγαλύτερα, είναι πιο γερά, πιο άνετα, έχουνε πολλά βοηθήματα μέσα και τα λοιπά, αλλά δε μένουν. Και γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχουνε τώρα περί… καταστάσεις όπως σου είπα εγώ που καθόμουνα στο βαπόρι είκοσι οχτώ μήνες. Τώρα κάθονται έξι εφτά μήνες και η εταιρία του λέει: «Έβγα έξω». Πληρώνουνε και κάτι για κάποια μικρότερα… ένα μικρότερο μισθό και μένεις έξω, ξεκουράζεσαι και μετά πάλι. Αλλά για έξι εφτά μήνες, όχι για περισσότερο. Γιατί; Γιατί δε μένουνε τα βαπόρια τώρα και τα λιμάνια που πηγαίνουνε είναι απομακρυσμένα. Δηλαδή, δεν είναι, ξέρεις, να… Εμείς πηγαίναμε, ας πούμε, και δέναμε στο κέντρο του Μπουένος Άιρες ή στο κέντρο του Ρίο ντε Τζανέιρο ή στο Ρότερνταμ ή στην Αμβέρσα ή στο Αμβούργο που ήμαστε, μπορούσαμε να βγούμε έξω, να διασκεδάσουμε, ή στην Ιαπωνία, οπουδήποτε δηλαδή. Γιατί είχαμε αυτό το πλεονέκτημα δηλαδή: Ότι διασκεδάζαμε στα λιμάνια και τρώγαμε και τα λεφτά κιόλας, κατάλαβες; Ξοδεύαμε και τα λεφτά αλλά, εντάξει, έτσι είναι, αλλάζουν τα πράγματα.

Ά.Μ.:

Η εικόνα του ωκεανού ή[01:30:00] οποιαδήποτε άλλη εικόνα που σας εντυπωσίασε πολύ;

Ε.Τ.:

Κοίταξε να δεις, εντυπωσιακές εικόνες απ’ τους ωκεανούς μπορείς να βρεις πάντα. Εμένα μου έχει μείνει έτσι μία. Όπως σου είπα προηγουμένως, είχα κάνει τριάντα εφτά ταξίδια Αμερική-Αγγλία, που σημαίνει τριάντα εφτά φορές να φύγεις απ’ την Αμερική να πας στην Αγγλία και άλλες τόσες από την Αγγλία να πας στην Αμερική για να φορτώσεις. Που σημαίνει, ας πούμε, χειμώνες, φουρτούνες και τα λοιπά. Πλην όμως, μία κατάστασις μου έχει μείνει αξέχαστη. Εκτός από τον τυφώνα που σου είπα, αντιμετώπισα κι άλλες καταστάσεις. Αλλά μια που αξίζει να αναφέρω είναι ότι βρέθηκα με ένα τάνκερ στο Νότιο Ατλαντικό, από το Κουβέιτ φορτωμένο το  τάνκερ για το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Κάνοντας, λοιπόν, το ταξίδι προς… περνώντας από τη Νότιο Αφρική, συνέχισα το ταξίδι προς τη Νότιο Αμερική και στο ύψος περίπου, στο μήκος περίπου που βρίσκεται ένα νησί που μάλλον είναι πορτογαλική αποικία και λέγεται Τριστάν ντα Κούνια, ξαφνικά –είχε κάποιον καιρό μέτριο– ξαφνικά αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε κάτι θεόρατα κύματα. Θεόρατα κύματα, τα οποία έκανες έτσι για να τα δεις, δηλαδή κάτι… δεν το είχα ξανασυναντήσει αυτό το πράγμα. Μετά, με αφορμή αυτό, διάβασα και αυτά λέγονται freak waves και είναι… σε σπάνιες περιπτώσεις παρουσιάζονται. Λοιπόν, αυτά τα κύματα δεν μπορούσε το βαπόρι να τα περάσει και επειδή πήγαινε και σιγά για να μη γίνουνε ζημιές, όταν έφτανε το βαπόρι, τον έπαιρνε τον ανήφορο, μετά έπεφτε μέσα στο κύμα, δεν μπορούσε να περάσει. Αλλά επειδή όλα τα κύματα δεν είναι ίδια, περιμέναμε να ’ρθει το μικρότερο κύμα και τότε βάζαμε μηχανή και το περνούσαμε. Χαρακτηριστικά, όταν βγήκε ήλιος και μπορέσαμε να βρούμε τη θέση μας, ήμαστε… σε τρεις μέρες είχαμε πάει, αντί να πηγαίνουμε, ενώ πηγαίναμε μπροστά, βρεθήκαμε 82 μίλια πίσω. Κατάλαβες; Αλλά δεν είχα, μέχρι τότε, ας πούμε, δεν είχα δει ούτε και ξαναείδα. Γιατί συνέχισα να ταξιδεύω, τέτοια κύματα δεν ξαναείδα.

Ά.Μ.:

Ποια χρονιά έγινε;

Ε.Τ.:

Ορίστε;

Ά.Μ.:

Ποια χρονιά; 

Ε.Τ.:

Αυτό πρέπει να ήταν το 1974, κάπου εκεί. Γιατί από τα βαπόρια έφυγα το 1977, σταμάτησα να ταξιδεύω. Αυτά. Λοιπόν.

Ά.Μ.:

Και να είχατε –τελευταία ερώτηση– πάρει κάποιο γράμμα από την οικογένειά σας που να σας ανησύχησε ή να ενθουσιαστήκατε που είδατε μετά από δύο μήνες νέα;

Ε.Τ.:

Όχι, κοίταξε, εντάξει, υπήρχανε οικογενειακά, γεγονότα στην οικογένεια και τα λοιπά, αλλά όχι τίποτα εξαιρετικό. Αυτό που μου συνέβη ήτανε όταν το 1964, όταν έδωσα εξετάσεις και πήρα το δίπλωμα του υποπλοιάρχου, διάβαζα για τις εξετάσεις. Με ξυπνούσε το πρωί για να διαβάσω ο παππούς μου, ο οποίος κάπνιζε ναργιλέ και έφτιαχνε το ναργιλέ του και καθόταν εκεί ενώ ήταν τελείως αγράμματος και παρακολουθούσε, με παρακολουθούσε, ευχαριστιόταν να με βλέπει να διαβάζω. Λοιπόν, ο παππούς αυτός τον Αύγουστο του 1964 αρρώστησε. Αρρώστησε, τον πήγαμε στο νοσοκομείο στον Πειραιά που ήτανε, σε μια κλινική δηλαδή, που ήτανε ο διευθυντής φίλος του και διαγνώστηκε με πνευμονικό οίδημα. Ήταν τότε 83 ετών. Και εμένανε με φωνάξανε τότε, ενώ ο παππούς ήτανε στο νοσοκομείο, με φωνάξανε τότε η εταιρία ότι έπρεπε να φύγω, να πάω στην Αγγλία, να παραλάβω ένα βαπόρι. Και δεν ήθελα να πάω, έκλαιγα γιατί έβλεπα τον παππού και τα λοιπά. Με φώναξε ο γιατρός αυτός ο φίλος του, ο διευθυντής της κλινικής, και μου λέει: «Κοίταξε να δεις, πρέπει να κοιτάξεις τι θα κάνεις, διότι ο παππούς μπορεί να μη συνέλθει. Μπορεί να ζήσει στην κατάσταση που είναι δυο τρεις μήνες, μπορεί και να φύγει αύριο. Οπότε, κοίταξε να πας στην δουλειά σου, θα έχεις την ευχή του παππού» και τα λοιπά. Έριξα κλάμα τότε πάρα πολύ, αλλά τελικά έφυγα. Πήγα, λοιπόν, στην Αγγλία και όταν έφθασαν στην Αγγλία την επόμενη μέρα πήρα ένα τηλεγράφημα ότι ο παππούς έφυγε. Ήτανε 23, 24 Σεπτεμβρίου του 1964. Αυτά.

Ά.Μ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ε.Τ.:

Εγώ σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Και να είσαι πάντα άξια και να προοδεύσεις στη ζωή σου. Εγώ ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω, παρότι δε μου έδωσες τα παπούτσια!

Ά.Μ.:

Έχουμε το αστείο μας με τα παπούτσια. Ευχαριστούμε πάρα πολύ.