Οι προετοιμασίες και τα έθιμα των ονομαστικών εορτών στην Ήπειρο: «Οι ονομαστικές γιορτές στο χωριό ήταν ένα ιδιαίτερο γεγονός... αλλά μόνο οι άντρες γιόρταζαν. Οι γυναίκες δεν γιόρταζαν, λες και οι γυναίκες ήτανε από άλλο πλανήτη»
Ενότητα 1
Η διάταξη του σπιτιού και η γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα
00:00:00 - 00:09:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα, Γιάννη. Θα μας πεις το όνομά σου; Λέγομαι Λιάπη Τζένη. Τέλεια. Είναι Τρίτη 16 Αυγούστου του 2022, είμαι με την Τ…ρετική, δεν μπορείς να φανταστείς Γιάννη μου τι νόστιμο που ήτανε στην μασίνα το αρνάκι, πω πω, να σου φεύγουν τα σάλια, τόσο πολύ νόστιμο!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Τα φαγητά και τα γλυκά που ετοίμαζαν για τη γιορτή
00:09:55 - 00:20:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και το έβαζε μέσα στο φούρνο η γιαγιά το αρνάκι και γινότανε, και γινότανε πάρα πολύ νόστιμο. Μπορεί να έβαζε και πατατούλες γύρω-γύρω, πο…τολισμός του σπιτιού, όταν κάναμε τον στολισμό σου το είπα αυτό, ότι βάζαμε τα καλύτερα που υπήρχανε από κεντήματα και απ’ αυτά. Ήταν ένα…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 3
Το πρόσφορο, το ύψωμα και τα κεράσματα
00:20:43 - 00:26:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτό που θα σου πω επίσης είναι το πρόσφορο. Το πρόσφορο τότε επειδή δεν υπήρχαν οι φούρνοι και αυτά όπως περνάει τώρα ο φούρναρης απ’ το χω…ά μου που τρελαινόμασταν, περνούσε η γιορτή και μετά πέφταμε στα κρεβάτια για μια-δυο μέρες, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε απ’ την κούραση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Η γιορτή των Αγίων Αποστόλων
00:26:04 - 00:35:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μετά, πάμε στη γιορτή του αδερφού μου, την καλοκαιρινή. Η καλοκαιρινή γιορτή ήταν πιο ανέμελη, πιο πλούσια σε μεζέδες. Οι προετοιμασίες …αι τώρα ακόμη που μένω στα Γιάννενα, αλλά θα κάνω μια γιορτή κλειστή, με τους φίλους μας, με τους φίλους των παιδιών μου. Έτσι θα το κάνω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Ο γάμος, τα Θεοφάνεια και η ανυπαρξία των γυκαικείων εορτών
00:35:21 - 00:55:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βέβαια και εγώ στα Γιάννενα παλιά έκανα μεγάλες γιορτές, όταν παντρεύτηκα. Έκανα τόσο μεγάλες γιορτές που θυμάμαι μία φορά… Ας πάμε σε αυτό… να μην ξαναϋπάρξει, γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολη περίοδο και οι γιορτές είναι ωραία να γιορτάζονται με φίλους και με ανθρώπους που αγαπάς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα, Γιάννη.
Θα μας πεις το όνομά σου;
Λέγομαι Λιάπη Τζένη.
Τέλεια. Είναι Τρίτη 16 Αυγούστου του 2022, είμαι με την Τζένη Λιάπη στον Γεροπλάτανο, Ιωαννίνων, εμένα με λένε Γιάννη Δάφλο και είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε την προφορική μας συνέντευξη. Λοιπόν, σήμερα αποφασίσαμε να μιλήσουμε για το πώς προετοιμαζόσασταν για τις ονομαστικές εορτές την δεκαετία του ’80-’90 χονδρικά εδώ στον Γεροπλάτανο αλλά και μετά που παντρεύτηκες στα Γιάννενα. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ήταν κάτι πάρα πολύ σημαντικό.
Πάρα πολύ και πολύ κουραστικό. Ας ξεκινήσουμε τώρα από το χωριό. Οι ονομαστικές γιορτές στο χωριό ήταν ένα ιδιαίτερο γεγονός. Γιορτάζανε πάρα πολύ και δίνανε πολλή σημασία στο όνομα, στην ονομαστική γιορτή. Όλες οι γυναίκες, αλλά εγώ θα μιλήσω τώρα για την μητέρα μου και για μένα, που έχω βιώσει αυτές τις καταστάσεις. Ξεκινούσαμε… Παλιά το σπίτι μας δεν ήτανε πάρα πολύ μεγάλο. Θα σου ξεκινήσω όταν ήμουνα λίγο πιο μικρή σε ηλικία που δεν είχαμε κάνει την ανακαίνιση στο σπίτι. Είχαμε μία μικρή κουζίνα, στην οποία κουζίνα, είχαμε ένα κρεβάτι διπλό που κοιμόταν ο παππούς με την γιαγιά εκεί, ένα τραπέζι στην μέση με έξι καρέκλες, μαζί μέσα ήταν και τα ντουλάπια, η κουζίνα, ο νεροχύτης, όλα αυτά. Κάτω, στην τζαμαρία είχαμε έναν μεγάλο καναπέ. Αυτός ήταν ο χώρος υποδοχής. αλλά υπήρχε και ένα άλλο δωμάτιο για τον χειμώνα… Θα μιλήσουμε πρώτα για την ονομαστική εορτή του πατέρα μου, του Αγίου Σπυρίδωνα. Υπήρχε και ένα άλλο δωμάτιο, δεν είχαν επικοινωνία βέβαια τα δύο δωμάτια, ας πούμε, η κουζίνα με το άλλο δωμάτιο. Βγαίναμε έξω, απ’ την αυλή και πηγαίναμε μέσα στο δωμάτιο. Τον χειμώνα βεβαίως, κρύο. Στην κουζίνα είχαμε την μασίνα και στο δωμάτιο μέσα είχαμε μία μικρή σόμπα, αλλά επειδή στην κουζίνα δεν χωρούσε το ψυγείο, γιατί ήταν μικρό, μικρή η κουζίνα, το είχαμε τοποθετήσει το ψυγείο μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμασταν. Δίπλα ακριβώς η μαμά είχε έναν γείκο. Ο γείκος ήτανε μία κατασκευή, ας πούμε, από ρούχα, τα οποία τα στοίβαζες τόσο ισομετρικά…να μην προεξέχει από δω η μία η κουβέρτα, από κει η άλλη η κουβέρτα. Ως συνήθως, χρησιμοποιούσαμε τα βαριά χειμωνιάτικα ρούχα στο γείκο και από πάνω τα σκεπάζαμε με ένα ωραίο ύφασμα για μην φαίνεται τι είναι και ακριβώς από πάνω είχαμε το καντήλι. Τα θυμάμαι πολύ έντονα αυτά. Το καντήλι, το οποίο στην ονομαστική γιορτή άναβε απ’ το προηγούμενο βράδυ. Στο καντήλι υπήρχε η φωτογραφία της Παναγίας, του Χριστού και τα λοιπά. Το καντηλάκι αναμμένο, πάντα καθαρό, πλέναμε το ποτηράκι που…ήταν μέσα στις δουλειές της καθαριότητας αυτό. Πλέναμε το καντηλάκι, το γεμίζαμε μισό… μισό ποτήρι γεμίζαμε νερό και το άλλο το μισό το βάζαμε ελαιόλαδο και το φυτιλάκι μέσα και έκαιγε αυτό μέχρι το πρωί. Αλλά ήτανε πολύ σημαντικό να είναι αναμμένο το καντηλάκι την παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνα και από κάθε γιορτή. Έκαιγε όλη την άλλη μέρα μέχρι που ερχόταν ο παπάς… Θα τα πούμε αυτά στη συνέχεια. Τέλος πάντων, οι προετοιμασίες τώρα. Να ξεκινήσουμε απ’ τις προετοιμασίες. Όταν ήτανε το σπίτι πιο μικρό οι προετοιμασίες ήτανε πολύ λίγες, γιατί δεν είχαμε και κάτι το ιδιαίτερο να κάνουμε. Η μαμά μου βέβαια, πάντα πολύ καθαρή. Τα έβγαζε όλα έξω απ’ το σπίτι ας ήταν και χειμώνας, θα τα καθάριζε. Το κρεβάτι που κοιμόταν η γιαγιά με τον παππού, δεν ήταν τα κρεβάτια που έχουμε τώρα. Ήταν ένα ξύλινο, μια ξύλινη κατασκευή που είχε στρώμα από πάνω και τα μαξιλάρια κάποιας φιγούρας, που λέγονται. Το βράδυ βέβαια, το έστρωνε η γιαγιά με τον παππού για να κοιμηθούνε, αλλά κάτω όμως για να μην φαίνεται το ξύλο που είχε το κρεβάτι και αυτό… βάζαμε κρεβατόγυρους. Οι [00:05:00]κρεβατόγυροι ήταν ένα ύφασμα διαφόρων χρωμάτων, ό,τι ήθελες εσύ, το οποίο είχε πιέτες, το έραβες για να έχει πιέτες, να φαίνεται έτσι όμορφο στο κρεβάτι και το πιάναμε στο στρώμα με κλωστή, το ράβαμε γύρω-γύρω απ’ το κρεβάτι και από πάνω στρώναμε ένα όμορφο κάλυμμα, μία όμορφη κουβέρτα, αυτή ήταν η ομορφιά του καλύμματος, του κρεβατόγυρου και κάθε βέβαια γιορτή η μαμά έβαζε τον καλό τον κρεβατόγυρο. Ή θα είχε άσπρο κοφτό, αυτό συνήθως το έβαζε το καλοκαίρι, τον χειμώνα έβαζε λίγο πιο σκούρο, λόγω του χειμώνα και τότε ήταν και οι σόμπες μέσα, καπνίζανε, κάνανε… Για να μην λερώνονται έβαζε κάτι πιο σκούρο. Στο τραπέζι το τραπεζομάντηλο, αυτά…Πάντα καθαρή, να καθαρίσει τα ποτήρια, να καθαρίσει. Τότε, τα ποτήρια και τα πιάτα, επειδή δεν υπήρχε χώρος τα βάζαμε σε χαρτοκούτια, κάτω από ένα κρεβάτι σε ένα άλλο δωμάτιο του σπιτιού, το οποίο το είχαμε μόνο καλοκαιρινό εκείνο το δωμάτιο. Τα βάζαμε εκεί και έπρεπε να τα βγάλουμε όλα αυτά τα ποτήρια και τα πιάτα, να τα πλύνουμε, να τα καθαρίσουμε, να τα σκουπίσουμε και να τα ‘χουμε σε μία μεριά τοποθετημένα με μια πετσέτα σκεπασμένα από πάνω για να μπορούμε να σερβίρουμε τον κόσμο που θα 'ρθει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο παλιό το σπίτι, η μαμά μου είχε κάτασπρα πλακάκια. Ήταν τόσο καθαρή, μα τόσο καθαρή, που η γιαγιά μου της έλεγε συνέχεια: «Αμάν κοπέλα μου με αυτά τα πλακάκια», δεν ήθελε να τα βλέπει λερωμένα. «Αμάν κοπέλα μου μ’ αυτά τα πλακάκια, όταν θα κάνουμε την ανακαίνιση, θα πάω να σου πάρω σκούρα πλακάκια» και όντως πήγε και της πήρε τα πιο σκούρα που υπάρχουν για να μην φαίνονται οι βρωμιές, γιατί δεν μπορούσε να την βλέπει άλλο να παιδεύεται τόσο πολύ με τα πλακάκια. Τότε βέβαια, τα πράγματα ήταν και πιο φτωχικά. Όταν ήμουν εγώ δηλαδή, 5-6 χρονών, 7, γιατί βοηθούσαμε την μητέρα μας εμείς. Θυμάμαι μ’ έβαζε με ένα σκαμνάκι στο νεροχύτη για να πλένω τα πιάτα, δεν έφτανα το νεροχύτη. Μετά βέβαια, αλλάξανε τα πράγματα… την δεκαετία του ’80 και μετά βέβαια, βέβαια αλλάξανε πάρα πολύ τα πράγματα μετά. Ο μπαμπάς μου δούλευε οικοδομές, έπαιρνε εργολαβίες ολόκληρες ένα σπίτι από την αρχή μέχρι το τέλος και το παρέδιδε. Τα χρήματα τότε ήτανε… έρρεαν άφθονα, πάρα πολύ χρήμα τότε. Οι γιορτές μας…είχαμε αρχίσει να κάνουμε και την ανακαίνιση στο σπίτι, μεγάλωσε το σπίτι μας, κάναμε επέκταση στην κουζίνα, την κάναμε πιο μεγάλη, κάναμε τραπεζαρία, μαζί με τα μπάσια που λέμε εδώ στην Ήπειρο που είναι το κλασικό μας, τα μπάσια γύρω-γύρω απ’ τους τοίχους του σπιτιού, έγινε πολύ πιο όμορφο, ανακαινίσαμε και τα δωμάτια μέσα, ανοίξαμε εσωτερική πόρτα, ήταν πιο ωραία. Η ζωή μας είχε αρχίσει να γίνεται καλύτερη και πιο εύκολη, δεν δυσκολευόμασταν τόσο πολύ. Αρχίζαμε λοιπόν να καθαρίζουμε, ειδικά τότε που αρχίσαμε να κάνουμε τις επεκτάσεις στο σπίτι, που μεγάλωσε το σπίτι, ήτανε καμία σχέση, είχαμε αρχίσει να βάζουμε, να τοποθετούμε τα ποτήρια μας στο σύνθετο, τα πιάτα μας όλα αυτά, να τα έχουμε σε θέσεις που να μπορούμε να τα βρίσκουμε εύκολα, όχι στα χαρτοκούτια. Είχαμε αρχίσει να κάνουμε πάρα πολύ μεγάλες αλλαγές. Ξεκινάμε λοιπόν, του Αγίου Σπυρίδωνα με τις προετοιμασίες του σπιτιού. Οι προετοιμασίες του σπιτιού ήτανε… του Αγίου Σπυρίδωνος επειδή ήταν χειμώνας και παρόλο που είχαμε κάνει την ανακαίνιση, για ένα διάστημα διατηρούσαμε ακόμη τις σόμπες που είχαμε στο σπίτι. Μετά εντάξει βάλαμε καλοριφέρ, αλλά μέχρι να βάλουμε το καλοριφέρ υπήρχε η σόμπα, την οποία δεν κάναμε ιδιαίτερες δουλειές όσον αφορά να πλύνουμε τοίχους, ταβάνια και τέτοια…Καθαρίζαμε, ξεσκονίζαμε, κάναμε, στρώναμε πάντα τα καλά μας τα σεμέν, τραπεζομάντιλα, όλα αυτά, να μην υπάρχει κανένα ψεγάδι την ημέρα της γιορτής. Ήταν τα πάντα τέλεια, εναρμονισμένα, να μυρίζουν οι νοστιμιές απ’ τα φαγητά παντού. Και τώρα λοιπόν, ερχόμαστε στην προετοιμασία των φαγητών. Τα φαγητά ήτανε διάφορα. Ας πούμε, η μητέρα μου θα έψηνε ως συνήθως, θα έβαζε το αρνάκι στο φούρνο… Βέβαια, δεν είχαμε ακόμη τότε ηλεκτρική κουζίνα, ναι, είχαμε όμως, την μασίνα, θα το ψήνε στην μασίνα, η νοστιμιά του ήταν εξαιρετική, δεν μπορείς να φανταστείς Γιάννη μου τι νόστιμο που ήτανε στην μασίνα το αρνάκι, πω πω, να σου φεύγουν τα σάλια, τόσο πολύ νόστιμο!
[00:10:00]Και το έβαζε μέσα στο φούρνο η γιαγιά το αρνάκι και γινότανε, και γινότανε πάρα πολύ νόστιμο. Μπορεί να έβαζε και πατατούλες γύρω-γύρω, πολλές φορές να τις έχει για μεζέ το βράδυ. Αυτό το κάναμε τώρα για τον μεζέ, το αρνάκι. Ναι, ήταν πάρα πολύς ο κόσμος που ερχόταν, γύρω στα εξήντα-εβδομήντα άτομα που ερχόντουσαν επίσκεψη. Ήταν το μόνο σπίτι που είχαμε τόσο μεγάλη επισκεψιμότητα στις γιορτές, γιατί ο παππούς ήταν οικοδόμος, είχε μεγάλες ανοιχτές… είχε πολύ κύκλο γνωριμιών, με αποτέλεσμα να πάει στις ονομαστικές εορτές και αυτοί ανταποδίδαν το να έρχονται, ήταν αυτό. Αν κάποιος δεν πήγαινε σε γιορτή, δεν ερχόντουσαν μετά στην γιορτή του, το βλέπανε έτσι. Τέλος πάντων, την προηγούμενη μέρα με την γιαγιά… Ο παππούς έπαιρνε πρόβειο κρέας, γιατί το μεσημέρι κάναμε τραπέζι στους συγγενείς. Άλλο το βράδυ που ερχόταν όλος ο κόσμος. Το μεσημέρι είχαμε τραπέζι στους συγγενείς και κάναμε φαγητά. Τώρα τον χειμώνα τα φαγητά ήτανε πρόβειο στο… το μαγείρευε η γιαγιά, τσιγάριζε κρεμμυδάκι, το πρόβειο ήτανε μπούτι, πρόβειο. Χωρίς λίπος, χωρίς αυτά…
Η δικιά σου η γιαγιά έτσι;
Η μητέρα μου. Η μητέρα μου το μαγείρευε, το τσιγάριζε το κρεμμυδάκι, έριχνε λίγο κόκκινο πιπεράκι, έβαζε μέσα το κρέας και μετά έριχνε και το αλατάκι και το άφηνε πολλή ώρα έτσι να μαραθεί το κρεμμύδι, μαζί με το κρέας μέσα στην κατσαρόλα και το έβραζε στην μασίνα σιγά-σιγά όλο το βράδυ, αυτό το κρέας και το πρωί γινόταν το κρέας λουκούμι μιλάμε. Και μετά αυτό το ζουμί που έβγαζε το κρέας, το έπαιρνε, το έριχνε στο ταψί, έριχνε πατάτες φούρνου μέσα, κομμένες δηλαδή με… κυδωνάτες που τις λέμε, για φούρνου. Τις έριχνε μέσα στο ταψί, πάνω στην μασίνα όμως, ξεκινούσε να κάνει την προετοιμασία του φαγητού. Τις έβαζε πάνω στην μασίνα με το ταψί, όπως ήταν οι πατάτες με το ζωμό… Πω πω ρε Γιάννη, μου άνοιξε η όρεξη τώρα, τις έφερνε γύρα-γύρα πάνω στην μασίνα, στο ταψί μέσα να πάρουν έτσι μία… να μελώσουνε μαζί με το ζουμάκι και το κρεμμυδάκι και αυτά που είχε, τη νοστιμιά απ’ το κρέας και μετά πρόσθετε λίγο βιτάμ ή βούτυρο αναλόγως τι θα είχε στο σπίτι, αν και τότε είχαμε τα πάντα, γιατί ο παππούς πήγαινε και ψώνιζε τα πάντα, ό, τι του λέγαμε, ο μπαμπάς μου πήγαινε και ψώνιζε τα πάντα, γιατί υπήρχε οικονομική δυνατότητα, δεν… Ήταν άφθονο σας λέω το χρήμα τότε. Και το ‘βάζε μέσα στο φούρνο μετά το μείγμα αυτό της πατάτας με τον ζωμό απ’ το κρέας, το έβαζε μέσα στο φούρνο. Ροδοκοκκίνιζαν οι πατάτες και γινόταν Χριστέ μου, τι νοστιμιά ήταν εκείνη; Και μόλις πριν βγουν… κάνα τέταρτο πριν βγει η πατάτα από το φούρνο, αφού είχε βράσει και είχε κάνει, πρόσθετε τις μερίδες το κρέας, από πάνω στο ταψί. Αυτό ήτανε για μεσημεριανό που θα είχαμε τους συγγενείς τραπέζι για να τους σερβίρουμε το φαγητό. Μετά, υπήρχαν το τζατζίκι το κλασικό, δεν έλειπε από καμία γιορτή το τζατζίκι, το οποίο το έφτιαχνα εγώ από μικρή, γιατί ήμουνα κι εγώ καταπληκτική μαγείρισσα, ας ήμουνα μικρή, το έφτιαχνα εγώ. Τα κεφτεδάκια, τα κεφτεδάκια, τι ωραία… και τα κάναμε μπουκίτσες τα κεφτεδάκια, δεν τα κάναμε μεγάλα έτσι στρόγγυλα, πλακερά. Τα κάναμε σαν σβώλο, σαν μπίλια μικρά, μικρά, μικρά, μικρά, μικρά. Τα ρίχναμε…είχαμε μία τηγανιέρα με μπόλικο λάδι μέσα και τα ρίχναμε, φούσκωναν αυτά και γινότανε άλλο πράγμα, αλλά έπρεπε να πετυχαίνεις όμως, την ζύμη του κιμά για μην σου ανοίγουνε, να μην έχει ούτε πολύ ψωμί ούτε λίγο ψωμί. Τρίτος μεζές αυτό. Αυτά τώρα που σου λέω, το τζατζίκι… το τζατζίκι το σερβίραμε και το μεσημέρι στο φαγητό, αλλά το σερβίραμε και το βράδυ σε πιάτα στην μέση του τραπεζιού και ο καθένας έβαζε στο πιάτο του. Τον χειμώνα [00:15:00]επίσης, είχαμε…γιατί ήταν χειμώνας, λάχανο σαλάτα, τουρσί πιπεριές. Η μαμά μου έκανε από το καλοκαίρι, αγόραζε και έφτιαχνε τουρσί πιπεριές. Ήταν ο στάνταρ μεζές του Αγίου Σπυρίδωνα αυτός και όλος ο κόσμος τρελαινόταν για το τουρσί της μητέρας μου. Ήτανε φανταστικός μεζές. Τι άλλο τώρα; Δεν θυμάμαι και κάτι άλλο για μεζέδες. Μετά το μεσημέρι επίσης στο τραπέζι θα σερβίραμε και λίγο απ’ το αρνάκι που είχε ψήσει η μαμά, θα το βάζαμε σε πιατέλες και θα σερβίραμε και λίγο απ’ το αρνάκι που είχε και θα κάναμε και μία μαγειρίτσα, σαν πρώτο πιάτο, δηλαδή. Αυτό ήτανε το… και στο τέλος θα βάζαμε τα φρούτα, μήλο, πορτοκάλι που ήταν τότε του Αγίου Σπυρίδωνα. Αυτά. Το απόγευμα ξεκινούσαν να έρχονται οι καλεσμένοι. Ξεκινούσαμε, τους σερβίραμε το γλυκό. Το γλυκό τις περισσότερες φορές, τα θυμάμαι τώρα τα τρουφάκια, τα φτιάχναμε εγώ με την γιαγιά, με την μητέρα μου τα φτιάχναμε τα τρουφάκια. Περιείχαν μέσα καρύδι, βούτυρο, κακάο… η μαμά μου τότε τα ‘φτιαχνε με κακάο, δεν έριχνε σοκολάτα. Κακάο και φρυγανιά για να πήξει το μείγμα. Τώρα ρίχνουνε μπισκότο, αλλά η μαμά μου έβαζε φρυγανιά και αυτά τα αφήναμε λίγο να κρυώσουνε, να δέσει το μείγμα και μετά βουτούσαμε το χέρι μας στο κονιάκ, για να πάρει ωραία γεύση το τρουφάκι. Είχαμε την τρούφα την μαύρη όμως την τρούφα, ούτε την πολύχρωμη που είναι τώρα ούτε τα… την τρούφα την μαύρη. Και τα βάζαμε στα χαρτάκια μετά, γιατί υπήρχαν χαρτάκια και τα βάζαμε στα χαρτάκια, τα βάζαμε για να μην μας λιώσουνε του Αγίου Σπυρίδωνα και το ψυγείο ήτανε μικρό στις αρχές, μετά είχαμε πάρει το πιο μεγάλο ψυγείο, τα βάζαμε σε ένα δροσερό μέρος στο σπίτι για να μην λιώσουνε τα τρουφάκια. Αυτό ήταν το σερβίρισμα του γλυκού. Αφού έρχονταν οι καλεσμένοι, τους σερβίραμε το γλυκό… Οι γυναίκες δεν πίναν τότε, ήταν κάπως σαν… δεν ξέρω πώς το ‘βλεπαν και δεν πίνανε κρασί, τσίπουρο και τέτοια. Πίνανε λικεράκι και να σου πω… Θα στο πω στην άλλη την γιορτή αυτό να γελάσεις λίγο, πώς είχε γίνει με μία κυρία και τους βάζαμε, τους σερβίραμε ένα λικεράκι. Αγοράζαμε ή κουμκουάτ ή τσέρι και αγοράζαμε, πάντα είχαμε στο σπίτι για τις κυρίες. Τους σερβίραμε αυτό, δεν ήθελαν να φάνε και να πιούν Και αγοράζαμε και ξηρούς καρπούς γι’ αυτούς που πίνανε αυτά. Φιστίκι Αιγίνης, τα κλασικά φουντούκια… δεν υπήρχαν τότε ξηροί καρποί που υπάρχουν τώρα πολλών ειδών και διάφορα, ήταν τα κλασικά οι ξηροί καρποί. Και αγοράζαμε και τους ξηρούς καρπούς και κάτι μπισκοτάκια αλμυρά, τα θυμάμαι που ήταν σαν μακρόστενα, σαν καλαμάκια. Δεν θυμάμαι πώς τα λέγανε τώρα και τα βάζαμε στην άκρη, υπήρχε ειδικό σκεύος που βάζαμε τους ξηρούς καρπούς και το βγάζαμε στην γιορτή αυτό το σκεύος, γιατί ήταν καλό σκεύος και το βγάζαμε στην γιορτή. Ξεκινούσε να έρχεται ο κόσμος. Στρώναμε ένα τραπέζι από την μια μεριά της κουζίνας μέχρι την άλλη μεριά, γιατί είχαμε κάνει την προέκταση και ήταν μεγάλη η κουζίνα μας. Χωρούσε 20-25 άτομα αυτό το τραπέζι και καθόντουσαν γύρω-γύρω απ’ το τραπέζι και ξεκινούσαμε, βάζαμε τα πιάτα στη μέση, βάζαμε τα πιάτα με τους μεζέδες στη μέση και ο καθένας με το πιρούνι του τσιμπούσε και το έβαζε ή στο πιάτο του που του είχαμε μπροστά του ή και μπορεί και να μην του βάζαμε και πιάτο, γιατί τα κόβαμε πολύ μικρά κομματάκια, ούτως ώστε να είναι μπουκίτσες και ξεκινούσαν να έρχεται ο κόσμος. Μόλις έβλεπε ο κόσμος ότι δεν έχει πού να καθίσει σηκώνονταν οι πρώτοι να φύγουνε, να πάνε σε άλλη επίσκεψη και καθόντουσαν αυτοί που έρχονταν και ούτω καθεξής, έβλεπες. Γιατί τώρα πού να βάλεις τόσους ανθρώπους; Μιλάμε περνούσανε… υπήρξε κάποια στιγμή, θυμάμαι είχε περάσει και ο Κάρολος ο Παπούλιας, είχε έρθει κατά τις 12:00 το βράδυ, γιατί ήταν πάρα πολύ φίλοι με τον μπαμπά μου και ήρθε για να του πει χρόνια πολλά, βρισκόταν και στα Γιάννενα τότε και ήρθε να του πει και χρόνια πολλά. Όταν τον είδαμε στην πόρτα είχαμε πάθει, είχαμε τρελαθεί δηλαδή. Σας μιλάω για πολύ κόσμο τώρα και αυτοί όλοι τώρα μπορεί να είχαν και τα παιδιά τους μαζί, καταλαβαίνεις τι γινόταν μέσα στο σπίτι. Να [00:20:00]ετοιμάζεις ένα σπίτι, να το έχεις πεντακάθαρο, να πλένεις τις κουρτίνες, να πλένεις, να αλλάζεις τα πάντα και μέσα σε μισή μέρα να γίνεται το σπίτι άνω-κάτω και να θες την άλλη μέρα πάλι να κάνεις όχι μόνο αυτά… Φτου και απ’ την αρχή, να πλύνεις πάλι τις κουρτίνες, να καθαρίσεις όλα, γιατί είχαν βρωμίσει από την τσιγαρίλα, από το… Όσο να ναι περάσανε τόσα άτομα, υπήρχε μέσα ακαταστασία στο σπίτι. Τελείωσε το… αλλά σου λέω ο στολισμός του σπιτιού, όταν κάναμε τον στολισμό σου το είπα αυτό, ότι βάζαμε τα καλύτερα που υπήρχανε από κεντήματα και απ’ αυτά. Ήταν ένα…
Αυτό που θα σου πω επίσης είναι το πρόσφορο. Το πρόσφορο τότε επειδή δεν υπήρχαν οι φούρνοι και αυτά όπως περνάει τώρα ο φούρναρης απ’ το χωριό και μπορείς να τον πάρεις ένα τηλέφωνο και να του παραγγείλεις τα πάντα στον φούρναρη…Δεν υπήρχε τότε και θυμάμαι η γιαγιά μου έφτιαχνε το πρόσφορο μόνη της για να το πάει στην εκκλησία… Γιατί ξέχασα να σας πω την πρωινή διαδικασία της ονομαστικής εορτής, τι γινόταν. Η γιαγιά μου έφτιαχνε το πρόσφορο που έπρεπε να πάει στην εκκλησία. Όποιος πήγαινε πρόσφορο στην εκκλησία σήμαινε ότι γιόρταζε, αν δεν πήγαινες πρόσφορο, ναι… Γιατί μπορεί να είχες πένθος, γιατί να μην είχες την οικονομική δυνατότητα να κάνεις ονομαστική γιορτή και όλα αυτά… Αυτό σήμαινε ότι δεν γιορτάζω, όταν δεν πας το πρόσφορο στην εκκλησία. Λοιπόν, η γιαγιά μου απ’ την προ-προηγούμενη μέρα έφτιαχνε τα πρόσφορα, αυτά δεν χαλούσαν, ήταν και χειμώνας τότε και εξάλλου χρησιμοποιούσαν προζύμι τότε. Το προζύμι έχει την ιδιότητα να κρατάει το ψωμί, δεν είναι σαν την μαγιά που χαλάει αμέσως. Έφτιαχνε το πρόσφορο και θυμάμαι είχε… έκανε ένα στρόγγυλο, μια στρόγγυλη μπάλα μικρή, πώς να σου πω τώρα; Σαν… την μπάλα από το… σαν ένα μικρό πεπόνι, ας πούμε, αλλά πιο πλακερό, το ‘κανε… το έκανε ολοστρόγγυλο με τα χέρια της και από πάνω είχε μια σφραγίδα ξύλινη και την πατούσε από πάνω και το άφηνε αυτό γινότανε, έβγαιναν όλα τα γράμματα που έχει πάνω το πρόσφορο, το άφηνε, γινότανε. Έφτιαχνε τέσσερα-πέντε πρόσφορα, γιατί μπορεί το ένα να μην ήταν καλό ή το άλλο να μην ήταν καλό. Το πιο καλό θα το πήγαινε στην εκκλησία και το δεύτερο πιο καλό θα το κρατούσε για το ύψωμα που λέγαμε, που θα σήκωνε ο παπάς στο σπίτι. Γινόταν αυτά, τα βάζαμε σε μια σακούλα να διατηρούνται μαλακά, αφού κρύωναν και ο πατέρας μου έπαιρνε το πρωί της ονομαστικής του εορτής το πρόσφορο, το πήγαινε πρωί πρωί στην εκκλησία και μετά πήγαινε η γιαγιά μου, ο παππούς μου, εμείς στην εκκλησία. Έπρεπε, λέει, να είναι το πρόσφορο εκεί για να διαβαστεί από την αρχή της λειτουργίας στην εκκλησία. Αφού πήγαινε το ένα το πρόσφορο στην εκκλησία, κρατούσε κι ακόμη ένα απ’ τα τρία-τέσσερα, σου λέω τα πιο καλύτερα τώρα έτσι… κρατούσε κι ακόμη ένα… βράζανε λίγο σιτάρι στο σπίτι, το βάζανε σε ένα πιάτο και από πάνω βάζανε το πρόσφορο και ερχόταν ο παπάς και σήκωνε το ύψωμα. Έκανε δηλαδή σαν μια μίνι λειτουργία στο σπίτι. Μας είχε τον αγιασμό, μας άγιαζε στο κεφάλι όλους τους παρευρισκόμενους, γιατί μπορεί να ήταν και οι καλεσμένοι μας που μπορεί να είχαμε για το μεσημεριανό τραπέζι. Ας πούμε, η θεία μου, η αδερφή του μπαμπά μου, ερχόταν από το πρωί μαζί με τα παιδιά της και παρευρισκόντουσαν και αυτοί στο… ή ο θείος μου που έμενε δίπλα μας και ήταν κι αυτοί στο ύψωμα. Αυτή ήταν η διαδικασία. Μετά, αφού έκοβε ο παπάς και μας μοίραζε σε όλους από μια μπουκιά ψωμί από αυτό, το τρώγαμε όλοι και λίγο σιταράκι μαζί, το παίρναμε όλοι αυτό ή αν δεν έβραζαν σιτάρι, βάζανε ρύζι κάτω από το πρόσφορο. Όταν η νοικοκυρά, ας πούμε, δεν πρόλαβε να βράσει σιτάρι, έβαζε ρύζι. Ενδεχομένως, αυτό να ήταν για να είναι πλούσια η χρονιά του οικοδεσπότη, όπως είναι το ρύζι και το σιτάρι πολλά να ‘ναι και η ζωή του έτσι… νομίζω ότι αυτή την έννοια θα είχε, ας πούμε, γιατί αφού δεν έβαζε σιτάρι έβαζε ρύζι λογικά είναι αυτό. Μετά, ο παπάς καθόταν, του βάζαμε ένα τσίπουρο, έπινε…αλλά ξέχασα να σας πω ότι τα ποτά που σερβίραμε ήταν τσίπουρο, κρασί, μπίρα, το λικέρ που σας είπα, αλλά το κρασί και το τσίπουρο ήταν παραγωγής μας. Τα έβγαζε η μητέρα μου. Αυτή ασχολούνταν με τα αμπέλια και με αυτά, ο μπαμπάς μου με τον παππού μου μόνο τα κλάδευαν, όλα τα υπόλοιπα τα έκανε η μητέρα μου. Και βάζαμε ένα τσίπουρο στον παπά με λίγο μεζέ. [00:25:00]Βέβαια, τότε ήταν νηστεία και ξέραμε ποιος παπά τρώει νηστίσιμα και ποιος παπάς δεν τρώει νηστίσιμα. Ο παπάς που κάναμε αργότερα και συμπέθερο, πήρε την κόρη του ο αδερφός μου, αυτός έκανε νηστεία, του βάζαμε νηστίσιμα φαγητά. Υπήρχανε άλλοι παπάδες που δεν κάνανε νηστεία, τους βάζαμε κανονικά, γιατί ήταν η νηστεία για τα Χριστούγεννα. Αυτή ήταν η γιορτή του… Βέβαια σας λέω πολύς κόσμος, πολλή βαβούρα, πολλά χρήματα χαλούσαμε για τις ονομαστικές γιορτές, πάρα πολλά χρήματα, δεν μπορείς να φανταστείς τι χρήματα χαλούσαμε για να κάνουμε μια ονομαστική γιορτή, αλλά εντάξει τότε τα χρήματα ήταν άφθονα, δεν μπορώ να πω ήτανε… δεν υπήρχε δυσκολία. Το μόνο δύσκολο ήταν η κούραση που τραβούσαν οι γυναίκες, εγώ δηλαδή με την μαμά μου που τρελαινόμασταν, περνούσε η γιορτή και μετά πέφταμε στα κρεβάτια για μια-δυο μέρες, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε απ’ την κούραση.
Και μετά, πάμε στη γιορτή του αδερφού μου, την καλοκαιρινή. Η καλοκαιρινή γιορτή ήταν πιο ανέμελη, πιο πλούσια σε μεζέδες. Οι προετοιμασίες τώρα που κάναμε, γιατί το καλοκαίρι βγάζαμε τις σόμπες…
Ναι, πρώτα ποια είναι η γιορτή;
Η γιορτή είναι των Αγίων…
Για κάποιον που δεν ξέρει.
Ναι, ναι σωστά. Η γιορτή είναι των Αγίων Αποστόλων, 30 Ιουνίου. Καλοκαίρι, η καλύτερη εποχή του χρόνου. Κάναμε πάλι τις προετοιμασίες όλες, δηλαδή όμως τώρα οι προετοιμασίες ήταν πολύ διαφορετικές. Τώρα, θα βάφαμε το σπίτι ή θα πλέναμε τους τοίχους, τα ταβάνια, θα κάναμε τέτοια, γιατί καθαρίζαμε και απ’ το καλοκαίρι, απ’ το χειμώνα που είχαμε τις σόμπες και όσο να ‘ναι θα κάπνιζαν μέσα. Να ανοίξεις την σόμπα, να ρίξεις το ξύλο, θα φύγει καπνός, είναι λογικό. Κάναμε αυτές τις προετοιμασίες. Μετά, βάφαμε το σπίτι απ’ έξω. Η μαμά μου είχε μια αρρώστια να είναι όλα κομπλέ, έκανε και γαρνιτούρα θυμάμαι γύρω-γύρω στα παράθυρα με διαφορετικό χρώμα για να φαίνεται όμορφο το σπίτι. Ασβέστωνε τα πάντα μέχρι και την πιο μικρή πέτρα. Ήταν δηλαδή ένας παράδεισος εδώ έξω στην γιορτή των Αγίων Αποστόλων που γιόρταζε ο αδερφός μου με τον παππού μου. Ήταν ένας παράδεισος. Είχαμε βέβαια μεγάλη αυλή και το καλοκαίρι τη γιορτή την κάναμε έξω στην αυλή, δεν στριμώχνονταν ο κόσμος μέσα στο σπίτι. Εκεί να δείτε κόσμο. Πόσα είπα στη γιορτή του μπαμπά μου, εξήντα-εβδομήντα; Στην γιορτή του αδερφού μου μπορεί να ερχόντουσαν και εκατό άτομα το βράδυ και σας είπα ο ένας ερχόνταν, ο άλλος έφευγε, ο ένας ερχόνταν, ο άλλος έφευγε. Τώρα, όσον αφορά για τα φαγητά και τις προετοιμασίες του φαγητού. Η μαμά μου είχε τον κήπο, μάζευε φασολάκια, αλλά είχε και η άλλη η γιαγιά μου, η μαμά της μητέρας μου είχε κι αυτή κήπο κάτω στον Βοϊδομάτη. Εκεί είχε τα κίτρινα τα φασολάκια, πω πω Χριστέ μου, τι νοστιμιά! Και τα έκανε με κρέας η μαμά μου, στο φούρνο στο ταψί. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι νοστιμιά. Έπαιρνε μοσχάρι, το έβραζε, όπως σας είπα και με το πρόβειο, την ίδια διαδικασία και έβαζε τα φασολάκια μέσα να ψηθούν μαζί με το ζωμό, πω πω θα κάνουμε καμιά μέρα και μετά από πάνω έβαζε το μοσχάρι, πάνω στα φασολάκια και αυτό στην μασίνα, όλα αυτά στην μασίνα. Τότε, το καλοκαίρι είχαμε δύο μασίνες, η μία ήταν στο υπόγειο του σπιτιού και η άλλη ήταν μέσα στην κουζίνα. Αυτή που ήταν στο υπόγειο του σπιτιού χρησιμοποιούσαμε, γιατί δεν μπορούσαμε να ανάψουμε την μασίνα που ήταν μέσα στην κουζίνα, στον ενιαίο χώρο δηλαδή με την τραπεζαρία, γιατί θα σκάγαμε από την ζέστη και η μητέρα μου χρησιμοποιούσε την μασίνα που είχαμε στο υπόγειο. Εκεί έκανε δηλαδή όλες τις… τα ψησίματα και αυτά τα μαγειρέματα, το είχαμε σαν δεύτερο κουζινάκι, ας πούμε. Έφτιαχνε εκεί το… Έψηνε πάλι, έψηνε κατσικάκι το καλοκαίρι, για πιο ελαφρύ να που είχε και τόση ζέστη και ξεκινούσαμε. Τηγανίζαμε πιπεριές, κολοκύθια, όλα αυτά από τον κήπο, μελιτζάνες, φτιάχναμε το κλασικό το τζατζίκι, το κλασικό το τζατζίκι και τα κεφτεδάκια τα κλασικά. Μετά, είχαμε αρχίσει να εξελισσόμαστε και πιο πολύ, φτιάχναμε κάτι ιδιαίτερα φαγητά με σφολιάτες, μ’ αυτά, κάτι κοτόπιτες… Ξέχασα να σας πω για τις πίτες, έφτιαχνε και τόσες πίτες η μαμά μου, κοτόπιτα, τυρόπιτα, λαχανόπιτα, υπήρχαν κι αυτά στο τραπέζι και στην γιορτή του μπαμπά μου και του αδερφού μου. [00:30:00]Διάφορες πίτες. Έψηνε και τις πίτες, έψηνε και το κατσικάκι, φτιάχναμε, έφτιαχνα κι εγώ διάφορους άλλους μεζέδες περίεργους… σαν πιο νέα που ήμουνα πειραματιζόμουνα πιο πολύ, γιατί μου άρεσε και μένα η κουζίνα και γινότανε… Αρχίσαμε μετά όμως, στην γιορτή του αδερφού μου, επειδή ήταν και πολύς ο κόσμος να σερβίρουμε τα πιάτα ατομικά, δηλαδή κάναμε κάτι σαν μπουφέ, τα είχαμε μέσα στην κουζίνα, όλα τα πιάτα… Βέβαια, δεν ερχόταν ο κόσμος να τα πάρει, τα πηγαίναμε εμείς και σε ένα πιάτο μεγάλο τοποθετούσαμε όλους τους μεζέδες μέσα και το πηγαίναμε ατομικά στον καθέναν, ούτως ώστε ούτε σιχαινόταν ο άλλος να πάρει, να τσιμπήσει ο ένας, να τσιμπήσει ο άλλος και μπαίνανε έτσι οι μεζέδες και έτσι ο καθένας είχε το πιάτο του μπροστά και έτρωγε ό,τι ήθελε, μπορεί όμως, ενδιάμεσα στα τραπέζια να βάζαμε γραβιέρα, κασέρι και τα οποία αυτά τα ψωνίζαμε από ένα τοπικό τυροκομείο που είχαμε εδώ. Ο μπαμπάς μου με την συνεργασία, με τις δουλειές του και αυτά, ενίσχυε πάντα τους τοπικούς παραγωγούς, από οτιδήποτε ήταν αυτό, γιατί αυτοί του δίνανε την δουλειά και αυτός τους έδινε με τον τρόπο του τη… τους έδινε δουλειά. Ήταν αυτής της άποψης ο μπαμπάς μου και βάζαμε ενδιάμεσα στα τραπέζια γραβιέρα, κασέρι, φέτα, αναλόγως τι είχαμε ψωνίσει τότε. Βάζαμε και το μπλου τσιζ που λένε, το τυρί το μπλε που είναι σαν ροκφόρ, γιατί ήταν πολύ ωραίος μεζές με το τσίπουρο και με αυτά. Αυτή ήταν η γιορτή του αδερφού μου. Κόσμος πάρα πολύ. Πάντα το σπίτι σας είπα στολισμένο και καθαρό, περιποιημένο, δεν υπήρχε κανένα ψεγάδι. Πάλι τραπέζι το μεσημέρι τους συγγενείς, ήτανε κλασικό αυτό δηλαδή δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε και μια φορά θυμάμαι που του είχε πει η μητέρα μου του μπαμπά μου: «Βρε Σπύρο —του λέει— δεν μπορούμε να κάνουμε και το μεσημέρι ολόκληρη αυτή την αντράλα και το βράδυ», είχε τσαντιστεί ο μπαμπάς μου. Βέβαια, είχε τσαντιστεί, γιατί ο μπαμπάς δεν κουραζόταν, ο μπαμπάς το μόνο που έλεγε «Φέρε, φέρε, φέρε», να τρώει ο κόσμος, να πίνει, να περνάει καλά. Θυμάμαι κι εγώ μια φορά όταν ήμουν μικρή έλεγε: «Φέρε, φέρε, φέρε» σε κάποια στιγμή… όταν ήμουνα εγώ μικρή οι οικονομικές δυνατότητες ήταν πολύ λίγες, η γυναίκα είχε μαγειρέψει ό,τι είχε μαγειρέψει στο σπίτι, σε κάποια στιγμή τελείωσαν τα πράγματα, τα φαγητά και ο μπαμπάς μου της έλεγε ακόμα: «Φέρε, φέρε, φέρε» μέχρι που μπροστά στον κόσμο, του ‘κανε νόημα η μαμά μου: «Έλα να σου πω», τίποτα, ο μπαμπάς μου δεν καταλάβαινε. «Έλα να σου πω, έλα να σου πω», τίποτα αυτός. Μέχρι που κάποια στιγμή και η μαμά μου μπροστά στον κόσμο: «Δεν έχω άλλα, ό,τι ήταν σας τα έβαλα και τα φάγατε». Και εκεί καταλαβαίνεις τώρα τι έγινε… Ο άντρας, ο μπαμπάς μου, δηλαδή να του πει έτσι η γυναίκα και τα λοιπά. Έγινε ένας χαμός. Μόλις έφυγε ο κόσμος μετά, η πεθερά έβγαλε ένα στόμα, να η πεθερά το στόμα, γιατί είπε έτσι η νύφη. «Μα αφού ο γιος σου δεν καταλάβαινε, τι έπρεπε να κάνει η γυναίκα, δηλαδή;». Ήτανε πολύ δύσκολα τότε, αλλά μετά εντάξει σας είπα, αρχίσαν τα πράγματα και έστρωναν.
Αυτό που ήθελα να σε ρωτήσω εγώ τώρα, γιατί είμαστε και μια γενιά διαφορά, ερχόταν πολύς κόσμος, αυτός ο κόσμος έφερνε κάτι σαν δώρο, ας πούμε όπως έχουμε τώρα;
Ναι, βέβαια, βέβαια. Βέβαια. Πάντα έφερνε δώρο ο κόσμος. Ή θα έφερνε ποτό ή θα έφερνε γλυκά ή θα έφερνε λουλούδια, ή λουλούδια ανθοδέσμη ή λουλούδια γλάστρες. Οι πιο κοντινοί συγγενείς μπορεί να φέρναν και δώρο ρούχο, ας πούμε, κάτι προσωπικό στον άλλον να του φέρουν, αλλά ο πιο πολύς κόσμος έφερνε ή γλυκά, λουλούδια ως συνήθως ή ποτό… ουίσκι, βότκα και τέτοια για να… και αυτό γινόταν, ξέρεις γιατί; Για να μπορεί ο άλλος να έχει, να φέρνει γύρα, να κερνάει τον κόσμο και τα λοιπά. Βέβαια, φέρνανε δώρα, πώς δεν φέρνανε; Όλοι. Και εμείς πηγαίναμε δώρα στις γιορτές. Αυτά ήταν δηλαδή αμοιβαία. Έφερνε ο ένας, έπρεπε να πάει και ο άλλος. Πήγαινε ο ένας στη γιορτή, έπρεπε να πάει και ο άλλος, δηλαδή δεν έπρεπε να… Γιατί, αν δεν πήγαινε ο ένας μετά ο άλλος δεν πήγαινε, γιατί λέει: «Αφού αυτός δεν τίμησε τη δικιά μου τη γιορτή, εγώ γιατί να πάω να τιμήσω τη δικιά του τη γιορτή;». Ήταν αυτό το στιλ παλιά. Εντάξει, θυμάμαι σου λέω τώρα πολλή δουλειά, πολλή δουλειά, πολλά έξοδα, πολλά έξοδα για ανθρώπους που τους έβλεπες μια φορά στην γιορτή, δηλαδή εμένα αυτό με τρέλαινε. [00:35:00]Μετά απ’ την γιορτή δεν τους ξαναέβλεπες αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν κλασικά δηλαδή περίπτωση γιορτής: «Θα ‘ρθω, θα φάω, θα πιω και γεια σας, δεν θα σας ξαναδώ». Δηλαδή αυτό εμένα με τρέλαινε. Γιορτές κάνουμε, εγώ και τώρα ακόμη που μένω στα Γιάννενα, αλλά θα κάνω μια γιορτή κλειστή, με τους φίλους μας, με τους φίλους των παιδιών μου. Έτσι θα το κάνω.
Βέβαια και εγώ στα Γιάννενα παλιά έκανα μεγάλες γιορτές, όταν παντρεύτηκα. Έκανα τόσο μεγάλες γιορτές που θυμάμαι μία φορά…
Ας πάμε σε αυτό, συγγνώμη που σε διακόπτω, αλλά ας κάνουμε μια εισαγωγή και για αυτό. Όταν παντρεύεσαι ο σύζυγός σου γιορτάζει σε μια άλλη μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας που είναι τα Θεοφάνεια. Για πες μας λίγο τις προετοιμασίες, τι γινόταν.
Τώρα καταλαβαίνεις σ’ ένα καινούριο σπίτι, παντρεύτηκα, πήγα, έπρεπε ο κόσμος, οι συγγενείς ειδικά του συζύγου να ‘ρθουν να δουν, αν η νύφη είναι νοικοκυρά, αν τα κάνει καλά. Έπρεπε να ‘ρθουν όλοι οι συγγενείς του συζύγου. Τέλος πάντων, μεγάλες γιορτές κι εκεί, εξήντα-εβδομήντα άτομα, εντάξει είχα πιο μεγάλο σπίτι εγώ, αλλά πάλι γινόταν αυτό ότι έπρεπε με το που ερχόταν κάποιος, αν είχε καθίσει μισή ώρα και τα λοιπά, σηκωνόταν αυτός, έφευγε για να κάτσει ο άλλος, γιατί πού να χωρέσουν πάλι τόσα άτομα; Δεν είχαμε και ταβέρνα. Θυμάμαι μια φορά είχα κάνει δεκατέσσερις μεζέδες, ξεχωριστούς ο καθένας, δεν ήταν ίδιοι. Είχα βάλει… είχα κουραστεί τόσο πολύ, μα τόσο πολύ. Η γιορτή του συζύγου μου, λοιπόν είναι τα Θεοφάνεια, την προηγούμενη μέρα απ’ τα Θεοφάνεια περνούσε ο παπάς απ’ τα σπίτια μ’ ένα πώς να σου το πω τώρα; Σαν κατσαρόλα ήταν που είχε και ένα χερούλι από πάνω…
Ένα μικρό τσουκάλι…
Μπράβο, ναι. Μικρό τσουκαλάκι, αυτά τα χάλκινα και έκανε τον αγιασμό ο παπάς, είχε και έναν άλλον βοηθό μαζί, έκανε τον αγιασμό στο σπίτι και του έριχνες εκεί μέσα στο κατσαρολάκι κάποια λεφτά, ως συνήθως κέρματα, για να μην γίνουνε μούσκεμα. Αυτή ήταν δηλαδή η διαδικασία των Θεοφανείων για την εκκλησία, γιατί εγώ δεν πήγαινα και πολύ στην εκκλησία. Δεν είχα μετά εγώ πρόσφορα και τέτοια, εγώ γιόρταζα τον σύζυγό μου κανονικά, ούτε καντήλι έχω στο σπίτι, δεν τα, δεν είμαι λίγο με την… Όχι ότι δεν πιστεύω, αλλά δεν μπορώ όλα αυτά τα πράγματα. Και ξεκινούσαμε. Και εγώ τραπέζι το μεσημέρι. Την αδερφή του άντρα μου, τους γονείς του άντρα μου, τους δικούς μου, τους κουμπάρους μου, τον αδερφό μου, τη νύφη μου, όλους τραπέζι το μεσημέρι. Να μια τραπεζαρία, γέμιζε όλη η τραπεζαρία και προσθέταμε και δεύτερο και τρίτο τραπέζι για να… Κι έκανα φαγητό, έκανα μοσχάρι με τηγανητές πατάτες και ρυζάκι και το σερβίριζα στα πιάτα, κανονικότατα πιάτο και τα λοιπά… τις σαλάτες, τα τζατζίκια, τα τυριά, το τζατζίκι δεν έλειπε ποτέ, μα ποτέ από τέτοιες εκδηλώσεις. Πίτες έφτιαχνε η μητέρα μου, πίτες και για τον γαμπρό, μου ‘ψηνε, το έψηνε το αρνάκι για να μην κουράζομαι εγώ, το έψηνε η μητέρα μου στο χωριό και μου το έφερνε έτοιμο ψημένο, μαζί με τις πίτες τα… όλα αυτά. Αφού τελείωναν αυτά το μεσημέρι, ξεκινούσαν από τις 8 η ώρα το βράδυ, από τις 7 αρχίζαν οι επισκέψεις. Θυμάμαι οι γονείς μου, δεν φεύγανε για το βράδυ, καθόντουσαν στα Γιάννενα. Αφού κοιμόντουσαν το μεσημέρι, εγώ με την μαμά μου να κάνουμε τις δουλειές και το ένα και το άλλο, να ετοιμάσουμε το σπίτι τώρα για το βράδυ. Έπρεπε να αερίσουμε, γιατί μύριζε από τα φαγητά, αποσμητικά μέσα στο σπίτι… χαμός γινόταν. Να είναι πολύ φρέσκια η ατμόσφαιρα, ανάβαμε το τζάκι για να είναι αναμμένο το τζάκι πάντα, να έχει ωραία φλόγα, ήταν και χειμώνας τα Θεοφάνεια, το δέντρο στολισμένο στη γωνία, γιατί και την άλλη μέρα γιόρταζε ο Γιάννης μου, εσύ την άλλη μέρα. Και… Και ήτανε… Και θυμάμαι σηκώνεται ο μπαμπάς μου μία φορά, θυμάμαι σηκώνεται από τον ύπνο… όπως ανάψαμε όλα τα φώτα για το βράδυ και σηκώνεται και βλέπει μια τεράστια αράχνη στην είσοδο του σπιτιού, εκεί που μπαίνουμε και άρχισε να μου φωνάζει: «Καλά βρε κόρη μου, τι κάνεις εδώ; Εσύ καθάρισες όλο το σπίτι, είναι όλο το σπίτι πεντακάθαρο, αυτή η αράχνη…». [00:40:00]«Ωρέ μπαμπά, τι να κάνω εγώ, ο ιστός της αράχνης γίνεται από την μία στιγμή στην άλλη, μέσα σε δευτερόλεπτα». Και άρχισε να μου φωνάζει. Όπως μου φώναξε μία φορά που είδε τον άντρα μου… Ήρθε το πρωί για την γιορτή του συζύγου μου και του είχα βάλει ποδιά εγώ για να μην λερωθεί, γιατί είχε τα καλά του ρούχα, μού καθάριζε πατάτες, τώρα δεν ξέρω τι έκανε στο νεροχύτη και τον είδε με ποδιά. Με παίρνει, με φωνάζει στο δωμάτιο: «Έλα εδώ να σου πω λίγο εσένα», μου λέει εμένα…λέω κι εγώ: «Τι έκανα τώρα;», λέω. «Αυτό που έκανες δεν ήταν καθόλου σωστό!». «Ποιο βρε μπαμπά μου; —του λέω— Τι έκανα;». «Έβαλες ποδιά στον Χάρη!». «Γιατί τι θα πάθει ο Χάρης —του λέω— άμα θα βάλει ποδιά; Γιορτή δικιά του είναι — του λέω—, ας βοηθήσει και λίγο. Πόσα μπορώ να κάνω εγώ;» του λέω. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό! Έπρεπε εσύ να είσαι εκεί σε όλα και ο Χάρης να κάθεται!». Έγινα έξαλλη. Ρίξαμε έναν τσακωμό με τον πατέρα μου, ας ήταν και η γιορτή του άντρα μου, εγώ δεν τα σηκώνω αυτά. Γιατί τι είχα κάνει; Είχα βάλει… όχι, μόνος του την έβαλε, μου λέει: «Δώσε μου μία ποδιά για να μην λερώσω τα ρούχα μου». Μόνος του την έβαλε και μόνος του είχε όλη την καλή θέληση να με βοηθήσει για να… γιατί με έβλεπε που είχα κουραστεί πάρα πολύ, αλλά ο πατέρας μου πώς το πήρε ρε παιδί μου, γιατί αυτός πάντα ήταν ο άρχοντας του σπιτιού, πάντα δεν κουνούσε ούτε το δαχτυλάκι του. «Εγώ σας τα έχω φέρει όλα, κάντε τα ό,τι θέλετε». Ήταν του στιλ αυτού. Τέλος πάντων, μεζέδες τώρα… Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ τους μεζέδες; Θυμάμαι, πέρα από τις πίτες, τα κρέατα, τα τζατζίκια και τα λοιπά αυτά, έφτιαχνα, είχα φτιάξει ένα κοτόπουλο μεξικάνικο. Είχα πάρει όλο το κοπανάκι από το κοτόπουλο, μερίδα ολόκληρη, το κοπανάκι απ’ το μπούτι και το είχα φέρει στο τηγάνι και μετά είχα ρίξει διάφορα μπαχαρικά και καρυκεύματα και το είχα κάνει… ατομική μερίδα αυτό. Το έπαιρνες το κοπανάκι, το έβαζες στο πιάτο. Στην αρχή, σερβίριζα κι εγώ πιάτο-πιάτο αλλά μετά όμως, έκανα μπουφέ και είχα βρει την ησυχία μου. Και γι’ αυτό φώναξε ο μπαμπάς μου, τον είχα τον μπαμπά μου επιστάτη. «Μπουφέ… Ο άλλος μπορεί να ντρέπεται να πάρει». «Άμα ντρέπεται, ας μην πάει να φάει» του λέω κι εγώ. Τέλος πάντων, θα σου πω πώς γινόταν αυτό. Έφτιαχνα κοτοκροκέτες, πω πω Χριστέ μου, αυτές οι κοτοκροκέτες που έφτιαχνα! Δεν μου έσκαγε πουθενά. Τι άλλο έφτιαχνα; Δεν τα θυμάμαι κιόλας, δεν τα θυμάμαι κιόλας τώρα τόσο καλά όλα, γιατί έχουν περάσει και χρόνια. Έφτιαχνα πολύ ωραίες σαλάτες, δροσερές σαλάτες, θυμάμαι με πατατοσαλάτα, με κοτοσαλάτα. Κοτοσαλάτα. Ήτανε τέλεια, τα ’βαζα στα μπολ, στις μπολιέρες, στις σαλατιέρες τις μεγάλες με τα ωραία… Είχα και πολύ ωραία σερβίτσια από τον γάμο μου, πορσελάνινα κι αυτά, τα ωραία μου τα κουτάλια, τα καλά τα χρυσά μου τα κουτάλια. Ήταν όλα τέλεια μιλάμε στην γιορτή του συζύγου μου. Το σπίτι πεντακάθαρο, στολισμένο. Τα παιδάκια μου πανέμορφα, ο σύζυγός μου… Ήτανε, ήταν όμορφες στιγμές δεν μπορώ να πω, αλλά ήταν πάρα πολλή η κούραση και πολλά έξοδα, δηλαδή τώρα να κάνεις μια γιορτή με τόσο κόσμο; Και είναι αυτό που είπα και πριν, ότι έβλεπες τους ανθρώπους μία φορά στην γιορτή, μετά δεν τους ξαναέβλεπες. Αυτό ήταν που με χαλούσε πάρα πολύ. Όσον αφορά τώρα, τι άλλο; Πέρα από τις σαλάτες, έκανα πολλές σαλάτες, γιατί ο κόσμος, επειδή ήταν από όλες τις γιορτές Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια και δεν ήθελα να τους επιβαρύνω πολύ με τα κρέατα, ήταν όλες οι μέρες επιβαρυντικές και έφτιαχνα πάρα πολλές σαλάτες. Την κοτοσαλάτα, την πατατοσαλάτα, έφτιαχνα… Τι άλλη σαλάτα τώρα; Έφτιαχνα πολλές σαλάτες θυμάμαι, είχα πέντε-έξι σαλάτες που σερβίριζα και μετά έκανα μπουφέ. Έβαζα όλα τα πράγματά μου, έβαζα όλα τα πράγματα μου, σε… Μέσα απ’ το πάσο που έχω στην κουζίνα και σ’ ένα τραπέζι μεγάλο, τα έβαζα εκεί. Με τα πιάτα στην άκρη, τα σερβίτσια, τα πιρούνια και όλα αυτά και με το που ερχόταν ο κόσμος… Έφτιαχνα και γλυκά, βέβαια, βέβαια, βέβαια. Θα σας πω τώρα να γελάσετε κιόλας, είχα φτιάξει έναν μπακλαβά μια φορά στην γιορτή του άντρα μου, που είχα ρίξει τόσο πολύ λεμόνι που ο μπακλαβάς δεν ήταν μπακλαβάς, ήταν λεμονάτος μπακλαβάς. Πώς είχε γίνει αυτό; Μόνο εγώ θα μπορούσα να το κάνω. Έφτιαχνα γλυκό, βέβαια, έφτιαχνα γλυκό, σερβίριζα στην αρχή που ερχόταν ο κόσμος και έφτιαχνα και κάποια μικρά και έφτιαχνα και κάποια μικρά γλυκά για το τέλος, δηλαδή με το που θα έφευγαν τα είχα σε διάφορες φοντανιέρες και έπαιρνε ο κόσμος και έτρωγε, καθώς θα έφευγαν, αλλά πολλή κούραση τώρα, πάρα πολλή κούραση. Θυμάμαι μια φορά σε μια γιορτή… [00:45:00]και από τότε σταματήσαμε να κάνουμε και γιορτές, μια φορά στην γιορτή του άντρα μου απ’ την πολλή την κούραση, απ’ την πολλή την κούραση πήγα στο νοσοκομείο, τόσο πολύ. Έπαθα αμόκ, δηλαδή ήτανε φοβερό αυτό το πράγμα. Και έτσι ξεκινήσαμε να μην συνεχίζουμε να κάνουμε τις γιορτές και κάναμε μόνο γιορτές κλειστού… και κάναμε μόνο… και κάναμε γιορτές μόνο κλειστού τύπου. Δηλαδή θα ερχόντουσαν οι γονείς μας, θα κάναμε αυτούς τραπέζι, θα ερχόντουσαν οι νονοί των παιδιών μας και οι κουμπάροι μας το βράδυ και κάποιοι φίλοι μας και κάναμε ένα τραπέζι, όχι τραπέζι. Τα έβαζα πάλι στην κουζίνα τα πράγματα και τα κάναμε πολύ απλά, περνούσαμε φιλικά, τους έβλεπα κι εγώ, γιατί όταν κάναμε τις γιορτές στο σπίτι τόσο μεγάλες, εγώ δεν μπορούσα να δω κανέναν. Ήμουνα χωμένη μέσα σε μια κουζίνα και συνέχεια να προσέχω, έχει φάει ο ένας, έχει φάει ο άλλος; Έχει πιει ο ένας, έχει πιει ο άλλος; Τα παιδάκια που ερχόντουσαν όλα. Θυμάμαι ένα παιδικό δωμάτιο που έχουμε, το οποίο είναι τεράστιο, είναι σαν γήπεδο μπάσκετ. Γέμιζε όλο παιδιά μέσα εκεί και όλα αυτά τα παιδάκια έπρεπε να τους δίνεις την δυνατότητα να φάνε και αυτά. Δηλαδή δεν είναι αστεία πράγματα αυτά. Μετά και έτσι, αφού πήγα στο νοσοκομείο από την πολλή την κούραση μια φορά αποφασίζουμε με τον σύζυγο να μην ξανακάνουμε… να μην ξανακάνουμε γιορτές, αλλά συγχρόνως, συγχρόνως ήταν και η γιορτή την άλλη μέρα του γιου μου του μεγάλου, Ήταν και η γιορτή του γιου μου του μεγάλου και κάναμε και σαν διπλή γιορτή, ας πούμε, την ημέρα των Θεοφανείων, γιατί την άλλη μέρα ήταν του Αϊ-Γιαννιού και κάναμε σαν διπλή γιορτή. Ερχόντουσαν πάλι, αλλά την άλλη μέρα του Αϊ-Γιαννιού, θα κάναμε πάλι και ένα τραπεζάκι έτσι για το… για το γιο μου, το μεσημέρι. Θα ερχόντουσαν τα πεθερικά μου, εντάξει μπορεί να καθόντουσαν και οι γονείς μου από το χωριό, αλλά είχε πιο λίγο κόσμο και η νονά του, αφού ερχόταν την μέρα των Θεοφανείων την άλλη μέρα δεν ερχόταν, του ‘δινε το δώρο του και όλα αυτά και τότε, και τότε που είναι πιο πρόσφατο δώρα κάνανε, δηλαδή όποιος ερχόταν στο σπίτι, θα έφερνε δώρο. Γλυκό πάλι, ποτό, λουλούδια και ούτω καθεξής. Οι πιο κοντινοί, σου είπα, κάνανε και δώρα ρούχα και τέτοια και στις γιορτές που κάναμε στα Γιάννενα. Τώρα κάτι ήθελα να σου πω και το ξέχασα…
Να σε ρωτήσω εγώ κάτι;
Ναι.
Ωραία όλα τα φαγητά κι αυτά και τα ποτά, υπήρχε, ας πούμε, με τι διασκεδάζατε; Χορεύατε; Υπήρχε μουσική;
Να σου πω… κάνα δυο φορές στην γιορτή τη… και στο πατρικό μου το σπίτι είχαν έρθει και κλαρίνα, είχαν έρθει και κλαρίνα. Σε όλες τις γιορτές οι οργανοπαίχτες ξέρανε σε ποιο χωριό γιορτάζει ποιος και πήγαιναν. Άλλοτε το πρωί, κοντά στο μεσημέρι εκεί για να γλεντήσουνε και τους επισκέπτες που ήταν στα τραπέζια κι αυτά ή το βράδυ. Ήξεραν αυτοί ποιος γιορτάζει, σε ποιο χωριό και πήγαιναν. Έπαιζαν κλαρίνα και τα λοιπά. Εμείς στα Γιάννενα το κάναμε με κάποιους φίλους που είχανε κιθάρα και ερχόντουσαν στο σπίτι επίσκεψη, παίρνανε και την κιθάρα τους μαζί και τραγουδούσανε, και τραγουδούσανε. Ο σύζυγός μου έχει και καλή φωνή με τον πατέρα μου τον μακαρίτη και γινόταν εκεί το βράδυ ένας… περνούσαμε πολύ όμορφα, αλλά όπως σας λέω εγώ ήμουνα κουρασμένη, δηλαδή δεν χαιρόμουνα τον κόσμο. Τόση κούραση που είχα τραβήξει, δεν μπορούσα να είμαι και καλά σωματικά για να μπορώ να χαρώ κι εγώ αυτήν την διασκέδαση. Όλος ο άλλος ο κόσμος πάντως το ευχαριστιόταν. Περνούσε πανέμορφα… και από τότε που λιποθύμησα και πήγα στο νοσοκομείο σταματήσαμε και τις γιορτές, κάνουμε πάρα πολύ λίγες γιορτές.
Ωραία. Σε κάτι άλλο τώρα που θέλω να σε ρωτήσω εγώ. Άρα, πηγαίνατε και σε πολλές γιορτές, ας πούμε, από όταν ήσουνα παντρεμένη, να μην το πάρουμε από την αρχή, γιατί θα τελειώσουμε αύριο. Απ’ όταν πήγαινες, γιατί μου έχεις περιγράψει ένα περιστατικό που είχατε γεμίσει όλο το αμάξι με γλυκά και πηγαίνατε. Πες μου λίγο αυτά το περιστατικά.
Ήτανε του Αγίου Δημητρίου. Ήμασταν αρραβωνιασμένοι με τον σύζυγό μου και μου λέει «Έχουμε πάρα πολλούς Δημήτρηδες». Λέω: «Τι δώρα να πάρουμε τώρα, σε όλους αυτούς;». Κάθισα, σκέφτηκα, σκέφτηκα, γιατί να είναι και κάτι οικονομικό, ας πούμε, δεν μπορείς να παίρνεις και… δεν είχαμε [00:50:00]και ιδιαίτερη υποχρέωση, ας πούμε, γιατί αυτό το πήγαινες και βάση υποχρέωσης. Αν σου έφερνε ο άλλος κάτι ακριβό έπρεπε να του πάρεις κάτι αντίστοιχο. Δεν είχαμε και πολύ μεγάλη υποχρέωση. Και πάω σε μία ξαδέρφη μου που έχει ζαχαροπλαστείο και φορτώνω θυμάμαι, είκοσι κορμούς γλυκά; Και σε κάθε γιορτή που πηγαίναμε αρπάζαμε ένα κορμό από το πορτ μπαγκάζ και τον πηγαίναμε δώρο. Δηλαδή αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Τι τρέλα ήταν αυτή; Δηλαδή να πας και αυτούς τους ανθρώπους δεν τους ξαναέβλεπες, όπως σου λέω. Δεν είχες καμία επαφή. Είχες μία επαφή στην γιορτή μόνο. Έτσι λέει: «Κρατάς την συγγένεια, κρατάς την φιλία». Πότε; Μία φορά στην γιορτή; Δεν την κρατάς έτσι. Την κρατάς με το να έχεις επικοινωνία όλο το χρόνο με κάποιον άνθρωπο. Δηλαδή ήταν φοβερό αυτό και με τους γονείς μου επίσης, όταν πηγαίναμε επισκέψεις θα φορτώναμε, είτε λουλούδια που πηγαίναμε είτε γλυκά αναλόγως τις προτιμήσεις που είχε ο καθένας. Ξέραμε πάνω-κάτω τι προτιμήσεις είχε ο καθένας και αναλόγως θα πηγαίναμε ή ποτό ή γλυκό ή λουλούδια. Δηλαδή αυτό το πράγμα ήτανε φοβερό. Αλλά τότε με τους κορμούς δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Είκοσι κορμούς πίσω στο πορτ μπαγκάζ στο αυτοκίνητο; Και όπου πηγαίναμε αρπάζαμε έναν κορμό και τον δίναμε; Δηλαδή εντάξει. Έλεος δηλαδή. Τώρα δεν γίνονται έτσι, γίνονται πολύ πιο απλά. Με τους φίλους σου που τους βλέπεις πιο συχνά στην ζωή σου. Είναι ένα είδος συγκέντρωσης, να περάσεις όμορφα με τους φίλους σου. Αυτή είναι η ονομαστική γιορτή για μένα πλέον και το θεωρώ το καλύτερο, δηλαδή αυτό το χάος που γινότανε και ερχότανε, συγγνώμη θα την πω την έκφραση, «η κουτσή Μαρία» στην γιορτή σου. Όχι ρε συ φίλε. Τώρα είναι πολύ όμορφα, τώρα βέβαια λόγω Covid τα κόψαμε κι αυτά αλλά ελπίζω σιγά σιγά να τα ξαναρχίσουμε, να υπάρχει ξανά η επικοινωνία. Δεν…
Μια τελευταία ερώτηση. Αν… βέβαια να μου πεις πάντα σε όλες τις καταστάσεις υπάρχουν και τα καλά και τα κακά, αλλά από ό,τι καταλαβαίνω ουσιαστικά όλοι περνούσαν καλά και οι γυναίκες όχι. Άρα, υπάρχει και αυτό το έμφυλο.
Ναι. Μα όλα τα κάνανε οι γυναίκες, οι άντρες ήτανε οι υπουργοί εξωτερικών. Καθόντουσαν, τα πάντα. Ό,τι είχε σχέση με την ονομαστική γιορτή τα κάνανε οι γυναίκες, από την καθαριότητα, από το ντύσιμο του συζύγου, που έπρεπε να είναι στην πένα. Ο σύζυγος δεν ντυνόταν μόνος του. Έπρεπε η σύζυγος να του τα έχει τα ρούχα… Όχι βέβαια εγώ, αλλά κι εγώ κάμποσες φορές τού το λέω του συζύγού μου: «Θα βάλεις αυτό, θα βάλεις εκείνο», αλλά τότε στην γενιά της μητέρας μου ήταν πιο έντονο. Στην πένα, το παπούτσι γυαλισμένο, η κάλτσα να είναι πεντακάθαρη, φρέσκια, φρέσκια, καινούρια. Αγοράζαμε καινούριες κάλτσες. Μπορεί να αγοράζαμε καινούρια ρούχα για την γιορτή. Βέβαια, αγοράζαμε και ρούχα για την γιορτή. Στον εορτάζοντα τού παίρναμε καινούρια ρούχα. Αλλά μόνο οι άντρες γιόρταζαν. Οι γυναίκες δεν γιόρταζαν, λες και οι γυναίκες ήτανε από άλλο πλανήτη.
Αυτό μου έκανε εντύπωση. Ότι ήτανε… Ας πούμε, στο δικό σας το σπίτι που ήσασταν τέσσερα τα κύρια μέλη.
Ναι. Δύο και δύο.
Γιορτάζανε οι άντρες, ενώ και την γιορτή της μητέρας σου, Ελευθερία είναι ένα πάρα πολύ γνωστό όνομα…
Ναι. Ο μπαμπάς μου δεν της έλεγε ούτε χρόνια πολλά γιατί της έλεγε: «Γιατί είναι Άγιος Ελευθέριος; —της έλεγε. Όχι, υπάρχει Αγία Ελευθερία; Υπάρχει Αγία Ελευθερία;—της έκανε— Άγιος Ελευθέριος είναι —της έλεγε—, άρα, δεν γιορτάζεις». Κατάλαβες δηλαδή; Ήτανε φοβερή η κατάσταση. Και τα κάναμε όλα για τον μπαμπά. Άρχοντας ο μπαμπάς… πω πω τα νεύρα μου, δεν μπορώ. Και ο αδερφός μου τα ίδια, βέβαια. Μετά, βέβαια από χρόνια, που έμαθα κι εγώ, μετά βέβαια από χρόνια, έκανα και… Κάναμε τα παιδιά μας κι εγώ κι ο αδερφός μας και βγάλαμε το όνομα της μητέρας μου, εγώ Λευτέρης και ο αδερφός μου την Ελευθερία… μετά κάπως είχε αρχίσει και της έλεγε επειδή λέγαμε στα παιδάκια: «Χρόνια πολλά» και αυτά… Κάπως είχε αρχίσει και έλεγε με βαριά καρδιά :«Έλα να σου πω και σένα χρόνια πολλά», της έκανε της μαμάς μου. Όχι με… Δηλαδή δεν το πίστευε ρε παιδί μου αυτό το πράγμα, ήταν πολύ…. Μισογύνης δεν μπορώ να πω, γιατί παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και τα λοιπά, με λάτρευε εμένα σαν… Όχι αυτό δεν, ήτανε… Διαχώριζε τις γυναίκες απ’ τους άνδρες. Οι γυναίκες κατώτερες, οι άνδρες ανώτεροι. Αυτό, αυτό το τραγικό που εγώ δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με τον μπαμπά μου και εκεί τσακωνόμασταν πάντα, γιατί είχε αυτός αντίθετη άποψη από εμένα και εγώ αντίθετη άποψη από αυτόν και πάντα είχαμε μια διαφορετική άποψη πάνω σε αυτό. Και όταν ξεκίνησα εγώ, ας πούμε, που ανακάλυψα τη γιορτή μου, της Οσίας Πολυξένης: [00:55:00]«Ποια είναι αυτή;» μου λέει εμένα για την Οσία. Του λέω: «Να, ορίστε! Διάβασε εδώ στο ημερολόγιο», του έδωσα και κάποια στοιχεία για την Οσία Πολυξένη. «Καλά τότε θα σου λέω χρόνια πολλά. Υπάρχεις εσύ». Ναι, μιλάμε, ο άνθρωπος ήτανε…ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, αλλά είχε τέτοιες απόψεις. Είχε πολύ δύσκολες απόψεις.
Τέλεια! Σε ευχαριστώ πολύ!
Κι εγώ σε ευχαριστώ πολύ Γιάννη μου, γιατί ήταν ένα κομμάτι που έπρεπε να το αναδείξουμε κι αυτό σαν περίοδο που πέρασε, η οποία νομίζω να μην ξαναϋπάρξει, γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολη περίοδο και οι γιορτές είναι ωραία να γιορτάζονται με φίλους και με ανθρώπους που αγαπάς.
Περίληψη
Η Τζένη Λιάπη μάς αφηγείται με νοσταλγία αλλά και κριτική ματιά τις προετοιμασίες που κάνανε στο σπίτι της στο Γεροπλάτανο Ιωαννίνων για να γιορτάσουν τις ονομαστικές εορτές του πατέρα της Σπυρίδωνα και του αδερφού της Απόστολου το χειμώνα και το καλοκαίρι αντίστοιχα. Η εντατική καθαριότητα, η προετοιμασία των φαγητών, η βαθιά θρησκευτική πλευρά των εορτών με το πρόσφορο, την συμμετοχή στην εκκλησιαστική λειτουργία και τον παπά που ευλογούσε το «ύψωμα» στο σπίτι του εορτάζοντα και η ροή της γιορτής το βράδυ. Ακόμη, η Τζένη Λιάπη μάς αφηγείται τις γιορτές που έκανε αφότου παντρεύτηκε, τα Θεοφάνεια που γιορτάζει ο σύζυγός της στην Αμφιθέα Ιωαννίνων αλλά και πώς σταδιακά άρχισε να μειώνεται η σημαντικότητα της ονομαστικής εορτής τα επόμενα χρόνια, όσο προχωράμε στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Μια συνέντευξη που πέρα από τη νοσταλγία που είναι λογικό να υπάρχει, καταγγέλλει τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας και την υποβαθμισμένη θέση των γυναικών και μας μεταφέρει στο κλίμα μιας άλλης εποχής τόσο κοντινής μα συγχρόνως τόσο μακρινής από την δική μας.
Αφηγητές/τριες
Πολυξένη Λιάπη
Ερευνητές/τριες
Ιωάννης Δάφλος
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/08/2022
Διάρκεια
55'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η Αφηγήτρια είναι μητέρα του Eρευνητή.
Περίληψη
Η Τζένη Λιάπη μάς αφηγείται με νοσταλγία αλλά και κριτική ματιά τις προετοιμασίες που κάνανε στο σπίτι της στο Γεροπλάτανο Ιωαννίνων για να γιορτάσουν τις ονομαστικές εορτές του πατέρα της Σπυρίδωνα και του αδερφού της Απόστολου το χειμώνα και το καλοκαίρι αντίστοιχα. Η εντατική καθαριότητα, η προετοιμασία των φαγητών, η βαθιά θρησκευτική πλευρά των εορτών με το πρόσφορο, την συμμετοχή στην εκκλησιαστική λειτουργία και τον παπά που ευλογούσε το «ύψωμα» στο σπίτι του εορτάζοντα και η ροή της γιορτής το βράδυ. Ακόμη, η Τζένη Λιάπη μάς αφηγείται τις γιορτές που έκανε αφότου παντρεύτηκε, τα Θεοφάνεια που γιορτάζει ο σύζυγός της στην Αμφιθέα Ιωαννίνων αλλά και πώς σταδιακά άρχισε να μειώνεται η σημαντικότητα της ονομαστικής εορτής τα επόμενα χρόνια, όσο προχωράμε στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Μια συνέντευξη που πέρα από τη νοσταλγία που είναι λογικό να υπάρχει, καταγγέλλει τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας και την υποβαθμισμένη θέση των γυναικών και μας μεταφέρει στο κλίμα μιας άλλης εποχής τόσο κοντινής μα συγχρόνως τόσο μακρινής από την δική μας.
Αφηγητές/τριες
Πολυξένη Λιάπη
Ερευνητές/τριες
Ιωάννης Δάφλος
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/08/2022
Διάρκεια
55'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η Αφηγήτρια είναι μητέρα του Eρευνητή.