«Παλαιοκατούνα Λευκάδας, το χωριό που μεγάλωσα»
Ενότητα 1
Παλαιοκατούνα: η γειτονιά, το καφενείο του πατέρα, το σχολείο και οι παρέες
00:00:00 - 00:17:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ονομάζομαι Άρης Φίλιππας, είμαι Ερευνητής από το Istorima. Σήμερα έχουμε 24 Μαρτίου του 2023 και βρίσκομαι στην Παλαιοκατούνα με την Κυρι… βιβλιοθήκη. Της Πηνελόπης Δέλτα ήτανε, Τα Ψηλά Βουνά , Βουλγαροκτόνος ... Αυτά ήταν τα πρώτα που είχα διαβάσει. Μετά, εντάξει, συνέχισα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Οι Πανελλήνιες του 1989 και η φοιτητική Πάτρα
00:17:51 - 00:33:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα. Πας τώρα δευτέρα, τρίτη Λυκείου και δίνεις για Πανελλήνιες, σωστά; Εκεί... Θέλω να δω λίγο την πορεία μέχρι εκεί. Δηλαδή, ήτανε επι…λιά πόλη, ήτανε... Ναι. Μάλιστα. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ– Να ‘σαι καλά Για τα ωραία που μου είπες. Να ‘σαι καλά, αγόρι μου. Να ‘σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 1
Παλαιοκατούνα: η γειτονιά, το καφενείο του πατέρα, το σχολείο και οι παρέες
00:00:00 - 00:17:51
[00:00:00]
Ονομάζομαι Άρης Φίλιππας, είμαι Ερευνητής από το Istorima. Σήμερα έχουμε 24 Μαρτίου του 2023 και βρίσκομαι στην Παλαιοκατούνα με την Κυριακή την Κακλαμάνη. Κυριακή, καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια για το σπίτι εδώ πέρα; Πώς το θυμάσαι απ’ όταν ήσουνα μικρή; Είναι ένα σπίτι που εγώ το ξέρω, το έχω επισκεφτεί πολλές φορές και μ’ αρέσει πολύ. Είναι το σπίτι που μεγάλωσες, για αρχή;
Το δεύτερο σπίτι–
Το δεύτερο σπίτι.
Που μεγάλωσα.
Για πες.
Μέναμε στο παλιό. Αυτό που είναι απέναντι, το πέτρινο. Εγώ εκεί γεννήθηκα. Σε τούτο το σπίτι ήρθαμε το 1985, ’86, κάπου εκεί. Τότε ήμουνα δευτέρα ή τρίτη Γυμνασίου. Μέχρι τότε ήμασταν στο παλιό σπίτι, απέναντι, το πέτρινο. Τα μικρά χρόνια, τέλος πάντων, ήτανε εκεί.
«Ήμασταν»; Ποιοι;
Τι εννοείς ποιοι ήμασταν;
Ποιοι μένατε εκεί, ας πούμε;
Α! Ο πατέρας μου, η μάνα μου και εγώ. Οι αδερφές μου είναι πιο πολύ... Αρκετά μεγαλύτερες από εμένα, και είχανε φύγει, δηλαδή δεν τις θυμάμαι στο σπίτι. Όταν γεννήθηκα εγώ ήτανε, απλά δεν τις θυμάμαι εγώ. Φύγαμε το ’78 από το σπίτι. Και πιο νωρίς, γιατί τότε δεν υπήρχε Γυμνάσιο στο Νυδρί και πηγαίναν Λευκάδα. Η μεγάλη είχε πάει με μια θεία στην Κρήτη. Τέλος πάντων, τότε, ξέρεις... Μετά Αθήνα, οπότε δεν θυμάμαι τις αδερφές μου στο σπίτι. Θυμάμαι τον εαυτό μου μόνο, με την μάνα μου και τον πατέρα μου. Εντάξει, ωραία ήτανε εκείνα τα χρόνια, ησυχία στο χωριό. Ήμαστε πολλά παιδιά, το σχολείο ήτανε μονοθέσιο... Ήταν όμορφα.
Το σχολείο πού βρισκότανε;
Το σχολείο αρχικά ήταν στο τέλος του χωριού, κάτω, σ’ ένα νοικιασμένο σπιτάκι. Μετά ήρθε σε άλλο νοικιασμένο, εδώ από κάτω απ’ το σπίτι μας. Και τελείωσε όταν τελείωσα και εγώ, έκτη Δημοτικού –και τότε έκλεισε κιόλας– εδώ πάνω, στην κορυφή στο χωριό. Ήμασταν αρκετά παιδιά. Τελειώνοντας εγώ, ήτανε η τελευταία γενιά, ας πούμε, μετά άρχισε η υπογεννητικότητα στο χωριό. Λιγότερα παιδιά, οπότε μαζευτήκαν τα σχολεία όλα στο Νυδρί, απ’ όλα τα χωριά.
Τι αναμνήσεις έχεις, πολύ έντονες, από τα παιδικά σου χρόνια; Και απ’ το σχολείο: θα ήθελα να το συνδυάσουμε κι αυτό.
Ήτανε πολύ ωραία. Ήτανε πολλά παιδιά. Παιχνίδια πολλά. Υπήρχανε εδώ στο χωριό, στην κορυφή... Υπάρχουν ακόμα, αλλά τώρα έχουν πολλά χορτάρια μέσα, δεν πήγαινε κανένας εκεί πέρα... Αλώνια τα λέγαμε. Τα χρησιμοποιούσαν παλιά, αλωνίζανε. Ε, μετά που σταματήσανε τα αλωνίσματα, είχαν μείνει αυτά και τα χρησιμοποιούσαμε εμείς και παίζαμε, σαν μικρά γήπεδα. Μαζευόμασταν και εδώ στον δρόμο, τότε δεν είχε κίνηση στο χωριό καθόλου. Να φανταστείς είχε ένα αυτοκίνητο, δύο. Πέρναγε μια φορά την ημέρα ένα αυτοκίνητο, τι να σου πω τώρα, μπορεί και να μην πέρναγε. Ε, και φτιάχναμε φιλέ, παίζαμε βόλεϊ, μπασκέτες, παίζαμε μπάσκετ, κυνηγητό, κρυφτό... Διάφορα παιχνίδια τέτοια. Βόλους... Εκεί στα αλώνια φτιάχναμε ένα... Πώς το λέγανε αυτό, δεν θυμάμαι. Με βόλους, τέλος πάντων, ήτανε... Ντάνα, πατητό...
Ντάνα και πατητό δεν τα ξέρω.
Πού να τα ξέρεις μάτια μου, πού να τα ξέρεις; Εγώ τα θυμάμαι πάρα πολύ. Αν με ρωτήσεις τι έφαγα χτες δεν θυμάμαι.
Θέλεις να μου περιγράψεις λίγο–
Τι έφαγα χτες;
Όχι, αυτά τα δύο παιχνίδια, έτσι.
Πρέπει... Κοίταξε να δεις τώρα, ήτανε... Μπορεί να μην θυμάμαι και ακριβώς τα ονόματα, αλλά θυμάμαι όμως τα παιχνίδια. Φτιάχναμε ένα ορθογώνιο που το χωρίζαμε με μία κάθετη στη μέση και αναλόγως πόσα παιδιά ήμαστε και τον χώρο που είχαμε, κατά πλάτος μετά, σε τετράγωνα. Έξι, οχτώ. Βάζαμε ένα κεραμίδι στο πρώτο και έπρεπε να πηγαίνουμε κουτσό από κεραμίδι σε κεραμίδι και να σπρώχνουμε το κεραμίδι να βγει έξω. Αν πήγαινε το κεραμ[00:05:00]ίδι, ξέρω ‘γω, σε γραμμή, χάναμε. Αν το βγάζαμε, μετά το πετάγαμε στο δεύτερο κουτί, στο τρίτο, και όποιος, τέλος πάντων, κατάφερνε να περάσει το κεραμίδι απ’ όλα τα κουτιά χωρίς να χάσει, ήτανε νικητής. Αυτό με τους βόλους που παίζαμε ήτανε... Φτιάχναμε ένα... Το θυμάμαι το σχήμα του τώρα, μπορώ να στο κάνω, αλλά δεν θυμάμαι πώς το λέγαμε και πώς να το στο περιγράψω κιόλας.
Ναι.
Μπορώ να στο σχεδιάσω και να κάνεις εσύ την περιγραφή;
Και αυτό γίνεται.
Καλά, θυμήσου μετά. Και σε αυτό πάλι ήταν διπλό, ήταν σαν δρόμος. Ξεκίναγε έτσι, έκανε τον κύκλο του και ερχόταν εδώ, έτσι, πάλι. Και αυτό το χωρίζαμε, ξέρω ‘γω –ήτανε βουνό, θάλασσα...– σε κομματάκια και έπρεπε να πηγαίνουμε του βόλους έτσι. Αν πέφταμε, ξέρω ΄γω, σε θάλασσα, πνιγόμαστε, δεν συνεχίζαμε. Αν πέφταμε σε βουνό, δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Έπρεπε να περνάμε από συγκεκριμένες μεριές. Κάπως έτσι.
Παιχνίδια φαντασίας πιο πολύ, θα λέγαμε σήμερα.
Ανταγωνιστικότητα μεγάλη. Δηλαδή εντάξει, σκοτωνόμαστε, δεν το συζητώ. Με το κρυφτό είχε πολύ γέλιο γιατί απλωνόμαστε σε όλο το χωριό και για να βρεις κάποιον έπρεπε να ‘χεις ντετέκτιβ μαζί.
Θυμάσαι κανένα, έτσι, περιστατικό από κρυφτό που να σου έχει μείνει;
Αυτά ήτανε τα πιο συνηθισμένα. Δηλαδή ήτανε καθημερινά αυτά, δεν ήταν ένα. Να φυλάμε, ξέρω ‘γω, εδώ έξω στην κολώνα της ΔΕΗ, κι ο άλλος να πηγαίνει στο τέρμα στο χωριό, εκεί σε εκείνα τα αχούρια τα παλιά των Εγκλουβησάνων και να κρύβεται εκεί πέρα. Άντε να τον βρεις τώρα εσύ. Ή να πήγαινες, ξέρω ‘γω, να σ’ έβλεπε και πήγαινε μετά απ’ την άλλη, έκανε τον κύκλο και εσύ νευρίαζες. Μήλα παίζαμε πολύ, κυνηγητό, κλέφτες κι αστυνόμους παίζαμε. Κι αυτά παίζαμε. Α, εδώ από κάτω που είναι αυτό το σπίτι το μεγάλο το διώροφο, ήτανε ελιές, αλλά ήτανε... Αφήνανε κενό ανάμεσα, πολύ μεγάλο, ήτανε σαν γήπεδο, ορθογώνιο, και παίζαμε και ποδόσφαιρο εκεί από κάτω. Παίζαμε κι εμείς, δεν ήμαστε πολλά κορίτσια, τρία κορίτσια ήμαστε. Εγώ βασικά πιο πολύ έπαιζα. Και η άλλη η κοπελιά. Η άλλη δεν έπαιζε καθόλου, ήταν του κεντήματος. Κένταγε. Ήταν ωραία. Τον χειμώνα, θυμάμαι, ήτανε... Κατεβαίνανε απ’ την Εγκλουβή... Η Εγκλουβή τέλος πάντων, οι Εγκλουβησάνοι έχουνε πολύ μεγάλη περιουσία εδώ γύρω. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, αυτοί κατεβαίνανε με τα άλογα. Και είχανε φτιάξει αυτά τα πέτρινα, τα αχούρια τα λέμε εμείς. Ε, τότε ήταν βέβαια κατοικήσιμα, δεν το συζητάμε. Δεν είχαν ρεύμα, ήταν με λάμπες. Και τον χειμώνα έβλεπες όλο το χωριό, ξέρεις, απ’ τα τζαμάκια. Σαν παραμύθια ήτανε. Λες και ήτανε... Ναι. Πηγαίναμε κι εμείς, ειδικά σε αυτό εδώ πέρα. Μας έσπαγε καρύδια, θυμάμαι. Με την φίλη μου πηγαίναμε, μας έλεγε ιστορίες, ξέρεις, μπροστά στο τζάκι. Δεν το λέγαν τζάκι, το λέγανε μπουχαρί. Μας έσπαγε καρύδια, ή γλυκό του κουταλιού, ξέρω ‘γω, και τέτοια... Η θειά η Γιοβάνα. Έχει πεθάνει φυσικά. Ήταν ωραία ρε συ.
Πέρα από αυτό, συνδυαζότανε η καθημερινότητα και με δουλειές, ας πούμε, έτσι αγροτικές ή κάτι τέτοιο; Λόγω των γονιών, ας πούμε;
Εντάξει, κάποιοι τα ζορίζανε τα παιδιά. Δηλαδή υπήρχαν παιδιά που... Εγώ δεν μπορώ να πω ότι με ζορίζανε. Απλά, με παίρνανε μαζί τους... Σε πιο μικρή ηλικία, όχι όταν πήγαινα σχολείο, δεν με παίρνανε. Πριν πάμε σχολείο, επειδή το σχολείο εδώ ήτανε μονοθέσιο, ο δάσκαλος μάς έπαιρνε, εμάς τα πιο μικρά, στην ηλικία, ας πούμε, του σημερινού νηπιαγωγείου. Να φανταστείς, όταν πήγαμε πρώτη Δημοτικού ξέραμε και να διαβάζουμε και να γράφουμε, κι εμένα μ’ άρεσε. Όταν όμως ξεκίναγε ο πατέρας μου και η μάνα μου, πηγαίνανε για ελιές τον Νοέμβριο, δεν μπορούσαν να με αφήσουνε μόνη μου εδώ πέρα, κι ας πήγαινα στο σχολείο. Γιατί αυτοί ερχόντουσαν το απόγευμα, γυρνάγανε. Και αναγκαστικά με παίρνανε μαζί και στεναχωριόμουνα. Αλλά ήταν ωραία και εκεί. Πηγαίναμε, είχανε κάτι νάιλα μεγάλα. Φτιάχνανε, ξέρεις... Τα δένανε ρε παιδί μου, άμα είχε συννεφιά, υγρασία και τέτοια και με βάζανε από κάτω και έφτιαχνα σπιτάκια με πέτρες και τέτοια. Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι συμμετείχα εγώ πολύ σε τέτοια πράγματα. Είχαμε... Ο πατέρας μου είχε το καφενείο εδώ στο χωριό. Αυτό το σπίτι τώρα που μένουμε, μέχρι το ‘80 που έγινε σπίτι. Και θυμάμαι που μαζευόντουσαν τον χειμώνα, τα βράδια... Ξέρεις τώρα, αυτή η ατμόσφαιρα: καπνός, κουβ[00:10:00]έντα... Ήτανε η τηλεόραση, ξέρω ‘γω, στο χωριό, είχαμε το τηλέφωνο.
Ήτανε το μοναδικό –συγγνώμη– καφενείο του χωριού;
Ναι, ναι. Δηλαδή θυμάμαι, ρε συ, ακόμα τις μυρωδιές ας πούμε. Από αυτό το, ξέρεις, το παλιό το καφενείο, το τάβλι, την τράπουλα αυτή που μύριζε. Ήτανε ωραία. Αυτό το ξαναέζησα λίγο στην Πάτρα, όταν ήμουνα φοιτήτρια, σε ένα καφενείο στην Πλατεία Όλγας; Όχι στην Πλατεία Όλγας. Στην Αγία Σοφία, νομίζω, πάνω, ένα καφενείο, δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα. Και πηγαίναμε καμιά φορά με τις φίλες μου, τέλος πάντων, και θυμάμαι κάποια φορά παίζαμε τάβλι και μας φωνάξανε από ένα διπλανό τραπέζι που παίζανε. Δεν ξέρω τώρα τι παίζανε, θα σε γελάσω. Επειδή ήμασταν τρεις και η μία δεν έπαιζε, να πάει η μία να συμπληρώσουνε το καρέ.
Το καρέ;
Ναι, ναι. Ήτανε... Αυτά κάναμε πιο πολύ.
Να σε ρωτήσω, πριν πάμε λίγο στις σπουδές και στην παλιά Πάτρα, που θέλω να πάρω μια εικόνα και από εκεί... Θα ήθελα να μου πεις λίγα πράγματα για το σχολείο και συγκεκριμένα για τους δασκάλους σου, αν σου έχει μείνει κάποιο πρόσωπο–
Ναι.
Και λίγο το πώς ήτανε και η ατμόσφαιρα, η κατάσταση εκεί.
Εμείς, εγώ τουλάχιστον, έζησα μόνο με έναν δάσκαλο. Απ’ την πρώτη Δημοτικού μέχρι την τελευταία. Ήταν λίγο αυστηρός, η αλήθεια είναι. Εντάξει, εγώ δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα βέβαια, γιατί τα κατάφερνα. Αλλά θυμάμαι, δηλαδή, με παιδιά που δεν ήταν και τόσο διαβαστερά, που ήτανε λίγο τρομακτικός. Θα σου πω ένα περιστατικό. Είχα ένα θέμα πάντα, αυτό εξακολούθησε δηλαδή και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, με τις μονάδες μέτρησης. Εξαρχής τις είχα πάρει ανάποδα. Αλήθεια, δεν σου κάνω πλάκα. Αλήθεια σου λέω.
Τι θέμα;
Δηλαδή 1 μέτρο ξέρω ‘γω είναι 100 εκατοστά. 1 κιλό, 1.000 γραμμάρια. Τις υποδιαιρέσεις, τα πολλαπλάσια κι αυτά. Τώρα εντάξει, κάπως τα έχω ξεκαθαρίσει, δεν το συζητάμε, αλλά–
Ακόμα λίγο–
Τα είχα πάρει με κακό μάτι απ’ την αρχή. Και όταν λοιπόν είχαμε αυτό το μάθημα –δεν θυμάμαι τώρα τι τάξη ήμουνα, τρίτη Δημοτικού, τετάρτη–, είχα διαβάσει υποτίθεται το απόγευμα κι αυτά, αλλά ένοιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οπότε πήγα την άλλη μέρα και σκεφτόμουνα τι να κάνω όταν θα ‘ρθει η ώρα μας για την αριθμητική. Κάποια στιγμή λοιπόν, τελείωνε η πέμπτη –δεν θυμάμαι, γιατί ήμασταν όλες οι τάξεις σε μια αίθουσα– και καταλάβαινα λοιπόν ότι έρχεται η ώρα μας. Α, ξέχασα να σου πω ότι στην ίδια ηλικία που πηγαίναμε από τάξη σε τάξη, ήμασταν μόνο δύο κορίτσια, εγώ και η κόρη του δασκάλου.
Όλοι οι υπόλοιποι αγόρια;
Όχι, όχι. Στην ηλικία. Δηλαδή πρώτη Δημοτικού–
Α, οκ.
Εγώ κι αυτή.
Κατάλαβα.
Δευτέρα Δημοτικού εγώ κι αυτή. Πηγαίναμε τάξη-τάξη εγώ κι αυτή. Οπότε καταλάβαινα ότι τόσες υποδιαιρέσεις και τόσα πολλαπλάσια δεν μπορούσε να τα ρωτήσει όλα σε έναν, θα ρώταγε κι εμένα. Και είχα τρομοκρατηθεί, όπως καταλαβαίνεις, και σκεφτόμουνα τι να κάνω. Οπότε, εκεί κοντά να τελειώσει η πέμπτη που θα ερχόταν η σειρά μας, σήκωσα το χέρι να πάω έξω, τουαλέτα. Και έφυγα. Και έκατσα στην τουαλέτα αρκετή ώρα χωρίς να κάνω τίποτα, απλά περίμενα να περάσει η ώρα. Λέω θα ρωτήσει όλα την Αρετή κι εγώ θα την γλυτώσω. Ε, κάποια στιγμή λέω... Και γυρνάω. Και με το που μπαίνω μέσα στο σχολείο, απελπισμένος ο δάσκαλος λέει: «Άντε ρε παιδάκι μου, μια ώρα σε περιμένουμε να ξεκινήσουμε!». Καταλαβαίνεις τι ήττα έφαγα.
Σου ήρθε, τώρα, κεραμίδα.
Άστο, Άρη μου, άστο τι είχα πάθει τότε. Νίλα μεγάλη.
Μεγαλώνοντας μετά, ήτανε εξατάξιο Γυμνάσιο-Λύκειο; Τι ήτανε ακριβώς;
Όχι–
Σε πιο μεγάλη ηλικία.
Ήτανε Γυμνάσιο και Λύκειο.
Οκ.
Ναι. Εγώ πήγα Γυμνάσιο το 1984. Όπως είναι τώρα ήταν.
Οπότε μετά, Λύκειο πού; Γιατί ήτανε διαφορετικό.
Στο Νυδρί, στο Νυδρί.
Α, στο Νυδρί.
Στο Νυδρί, είχε Λύκειο. Ήτανε κανονικά μετά. Όπως πήγατε–
Από εκεί τι μνήμες έχεις; Θυμάσαι κάτι;
Θυμάμαι ότι όταν πήγα στην πρώτη Γυμνασίου ήθελα να αυτοκτονήσω. Γιατί ο δάσκαλος, τέλος πάντων, με το που τελειώσαμε εμείς πήρε μετάθεση και πήρε και τα παιδιά μαζί του. Και την φίλη μου την Αρετή. Με αποτέλεσμα να πάω πρώτη Γυμνασίου μόνη μου και να μην ξέρω κανέναν. Ήτανε όλοι παρεούλες κι εγώ ήμουνα μόνη μου. Πολλή στε[00:15:00]νοχώρια, δεν ήθελα να πηγαίνω δηλαδή. Ερχότανε η ώρα το πρωί να ξυπνήσω να πάω και το ‘φερα βαρέως. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον Δεκέμβρη που πήραμε τους πρώτους βαθμούς. Όπου έβγαλα την μεγαλύτερη βαθμολογία στο τρίμηνο και αρχίσανε να με βλέπουνε με άλλο μάτι γιατί μαθεύτηκε. Και αρχίσανε μετά να θέλουνε να κάθονται μαζί μου. Καθόμουνα πρώτο θρανίο μόνη μου, γιατί σου λέω δεν ήξερα κανέναν, ούτε μου μίλαγε κανένας, ούτε μίλαγα σε κανέναν. Απλά περίμενα να βγαίνουμε διάλειμμα να βλέπω τα παιδιά που ήξερα απ’ το χωριό, που ήτανε βέβαια σε μεγαλύτερες τάξεις. Μέσα στην τάξη δεν είχα καμία επαφή. Ε, και τότε ξεκίνησε το... Να "μετράω". Και να κάνω παρέα με τα παιδιά, τους συμμαθητές μου. Και με δύο από αυτά τα παιδιά κρατάω ακόμα φιλία και επαφή.
Ποια παιδιά ήταν αυτά; Αν θέλεις μπορείς να πεις και τα ονόματά τους.
Ήτανε η Ευαγγελία και η Ελένη.
Οκ.
Και η Παναγιώτα, που βλεπόμαστε ακόμα. Αλλά πιο πολύ η Ευαγγελία.
Εσύ διάβαζες και εκτός σχολείου; Δηλαδή είχες αυτό το "μικρόβιο", ας πούμε;
Ναι, πολύ διάβασμα.
Τι;
Λογοτεχνία. Κλασσική λογοτεχνία, μ’ αρέσει πάρα πολύ. Με την σύγχρονη δεν τα πάω και τόσο καλά. Δεν μ’ αρέσει καθόλου η ποίηση. Καθόλου όμως, πραγματικά δηλαδή δεν την μπορώ. Ούτε κλασσικούς ποιητές, ούτε μοντέρνους, ούτε σύγχρονους.
Γενικά δεν.
Με την ποίηση δεν.
Ποιο ήτανε το πρώτο βιβλίο που διάβασες και από πού το είχες πάρει; Έτσι, πες μου λίγο...
Τώρα δεν θυμάμαι από πού το είχα πάρει. Τότε δεν ψωνίζαμε μόνοι μας. Τότε για να βγούμε μόνοι μας να ψωνίσουμε έπρεπε να φτάσουμε στο Λύκειο. Τώρα, να πω ότι η αδερφή μου η μία δούλευε από το ’78. Ήταν στην Αθήνα, δούλευε σε νοσοκομείο. Ήτανε μόνη της εκεί και τα καλοκαίρια, Χριστούγεννα, Πάσχα, με έπαιρνε μαζί της για παρέα. Αν δεν είχε άδεια, ξέρω ‘γω, τα Χριστούγεννα για να κατέβει, πήγαινα εγώ. Κάναμε Χριστούγεννα μαζί, γυρνάγαμε Πρωτοχρονιά εδώ, ή το ανάποδο. Ή και το Πάσχα το ίδιο. Ε, με αυτήν πιο πολύ. Νομίζω ότι το πρώτο-πρώτο βιβλίο που διάβασα πρέπει να ήτανε... Περίμενε, όχι, πάμε πιο πίσω ακόμα, στο Δημοτικό. Ο δάσκαλος είχε κάνει δανειστική βιβλιοθήκη. Της Πηνελόπης Δέλτα ήτανε, Τα Ψηλά Βουνά, Βουλγαροκτόνος... Αυτά ήταν τα πρώτα που είχα διαβάσει. Μετά, εντάξει, συνέχισα.
Μάλιστα. Πας τώρα δευτέρα, τρίτη Λυκείου και δίνεις για Πανελλήνιες, σωστά; Εκεί... Θέλω να δω λίγο την πορεία μέχρι εκεί. Δηλαδή, ήτανε επιλογή σου, ας πούμε, να σπουδάσεις αυτό που σπούδασες, πώς έγινε; Δώσε μου ένα χρονικό, έτσι, μέχρι εκεί.
Είναι πικρή ιστορία. Με πληγώνει κάθε φορά που την λέω. Πρέπει να στην πω, ε;
Άμα θέλεις.
Εντάξει, δεν είναι τίποτα το φοβερό. Για μένα είναι βέβαια. Δεν μ’ αρέσει να χρησιμοποιώ στο λεξιλόγιο μου την λέξη «μετανιώνω». Η μόνη περίπτωση που την χρησιμοποιώ είναι αυτή. Πώς έφτασα μέχρι εκεί; Θα προσπαθήσω με λίγα λόγια να στα πω. Τέλος πάντων, σου είπα, ξεκίνησα και διάβαζα και ήμουνα καλή μαθήτρια, είχα καλές βαθμολογίες, ήμουνα σημαιοφόρος, παραστάτρια όλα τα χρόνια. Και στην πρώτη Λυκείου μού καρφώθηκε από μια παρέα, τέλος πάντων, της αδερφής μου, η Νομική. Και απ’ την πρώτη Λυκείου ξεκίνησα με σκοπό να δώσω για την Νομική. Είχα φάει μεγάλη πετριά. Και πήγαινα πάρα πολύ καλά. Όταν έφτασα τρίτη Λυκείου δηλαδή ξέρανε όλοι, καταλαβαίνανε όλοι ότι είχα όλα τα εφόδια για να περάσω στις Πανελλήνιες σε αυτή την σχολή. Δώσαμε Πανελλήνιες εκείνη την χρονιά, το 1989. Όχι, τι λέω; Ναι, το ’89 ήτανε. ‘89 δεν ήταν; Ναι, ναι, ’89, τον Ιούλιο. Είχε γίνει, τέλος πάντων, μια απεργία των καθηγητών εκείνη την χρονιά. Πηγαίνανε από αναβολή σε αναβολή οι Πανελλήνιες να ξεκινήσουνε. Ξεκινήσανε 16 Ιουλίου. Ήμαστε δέσμες, εγώ ήμουν τρίτη δέσμη, ξεκίναγε πρώτη η τρίτη δέσμη. Είχανε μειώ[00:20:00]σει τα εξεταστικά κέντρα, εμείς από Λευκάδα πηγαίναμε Βόνιτσα. Είχανε απειλήσει οι απεργοί καθηγητές ότι θα κάνουνε επεισόδια στην γέφυρα, θα κλείσουνε και τέτοια. Οπότε έξι η ώρα το πρωί που ξεκινήσαμε από εδώ για να πάμε Βόνιτσα με το λεωφορείο, υπήρχανε αστυνομικοί στην γέφυρα και, ξέρεις τώρα, ένα παιδάκι 17 χρονών τώρα, κάπου λίγο τρακαρίστηκα. Πρώτο μάθημα Έκθεση. Είχα προετοιμαστεί για εκθέσεις φοβερές και τρομερές. Ολόκληρες σελίδες θέματα. Και η έκθεση είχε θέμα «Μόλυνση του περιβάλλοντος: Αίτια και συνέπειες». Ε, κάπου λίγο κόμπλαρα. Λέω εντάξει, δηλαδή ήταν τόσο απλό το θέμα που, ξέρεις, όταν πας προετοιμασμένος να γράψεις για Πλάτωνες, για κι εγώ δεν ξέρω τι, ε ήτανε λίγο–
Και σου βγαίνει αυτό, ε;
Ήτανε λίγο κάπως. Απογοήτευση. Έγραψα μια έκθεση εκεί πέρα. Βγήκαν, τέλος πάντων, τα αποτελέσματα, είχα γράψει πολύ καλά στα τρία μαθήματα, στην έκθεση δεν είχα γράψει καλά. Είχα γράψει, να φανταστείς τώρα, 14. Για τα σημερινά δεδομένα, το 14, απ’ ό,τι ακούω δηλαδή, είναι σχεδόν άριστα. Εκείνα τα χρόνια δεν ήτανε έτσι. Για να πιάσεις σχολή δηλαδή έπρεπε να πας από 17 και πάνω σε όλα τα μαθήματα.
Και ειδικά μια τέτοια σχολή κιόλας.
Ναι. Εν τω μεταξύ, είχε γίνει κι ένα άλλο μπέρδεμα όπου δηλώσαμε μηχανογραφικά, τα υπογράφαμε και τα δίναμε στον υπεύθυνο καθηγητή τον Μάρτιο. Εγώ είχα δηλώσει Νομική Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή μόνο. Αθήνα δεν μου άρεσε. Τέλος πάντων, παίχτηκε εκεί πέρα τώρα μια ιστορία με έναν καθηγητή υπεύθυνο των μηχανογραφικών, που ήταν γνωστός της αδερφής μου. Της το είπε, αυτή θύμωσε γιατί εγώ δήλωσα μόνο αυτή την σχολή και θεωρούσε ότι νηπιαγωγός είναι το ιδανικό επάγγελμά για μια γυναίκα. Εγώ ήμουνα μικρή, δεν είχα και πολλές αντιστάσεις. Με αποτέλεσμα, συμπλήρωσε το δεύτερο μηχανογραφικό μόνη της. Το πρώτο σκίστηκε. Και μετά την Νομική, τις δύο αυτές σχολές, Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή, μου δήλωσε την Νηπιαγωγών στην Πάτρα. Μέχρι εκεί δέχτηκα. Και μ’ όλο αυτό που έγινε μετά, σου λέω, με τις Πανελλήνιες κι αυτά, έπιασα την Νηπιαγωγών στην Πάτρα, δεν έπιασα Νομική. Την Νομική στην Κομοτηνή θα την έπιανα με 17 στην έκθεση. Και λέω οκέι: «Πάω, γράφομαι και ξαναδίνω την έκθεση».
Την επόμενη χρονία;
Την επόμενη χρονιά. Τότε μπορούσαμε, δεν ξέρω ακόμα αν γίνεται αυτό. Τότε μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό. Διάβασμα τίποτα, δεν είχα να χάσω κάτι. Και πορεύτηκα έτσι μέχρι και τον χειμώνα, πέρασε μια χαρά, ότι: «Θα γυρίσω να δηλώσω μηχανογραφικό να ξαναδώσω Πανελλήνιες, Έκθεση». Αλλά μέχρι τότε, όπως καταλαβαίνεις, πήγαινα στην σχολή, είχε αρχίσει να μ’ αρέσει η σχολή, είχα κάνει παρέες και έκανα πίσω. Λέω μια χαρά είμαι, δεν πάω πουθενά. Και δεν έδωσα ποτέ την Έκθεση. Αυτό είναι που μετανιώνω σε όλη μου την ζωή. Ας πήγαινα τουλάχιστον... Ξέρεις τι λέω; Ας πήγαινα τουλάχιστον να δω τι θα ‘κανα. Μπορεί να πήγαινα χειρότερα. Αλλά έχω αυτό το–
Το «γαμώτο».
Το γαμώτο, γιατί δεν πήγα. Τι είχα να χάσω;. Δεν θα ‘χανα κάτι, ούτε θα διάβαζα κάτι.
Ποια χρονιά περνάς στην Πάτρα;
Εκείνη, ’89-‘90.
’89-‘90. Τι συνέβαινε στην Πάτρα το ’89-‘90; Θες να μου δώσεις μια εικόνα;
Τώρα τι να σου πω; Στο πρώτο έτος ήταν η χρονιά του Τεμπονέρα, που γίνανε τα επεισόδια τότε.
Α, μπράβο, ναι.
Εκείνη η χρονιά ήταν και υπήρχε έτσι μια ένταση γενικά, και στο Πανεπιστήμιο. Εντάξει, εμείς ήμαστε λίγο φοβισμένα τώρα. Πρώτο έτος, καταλαβαίνεις, πρώτη φορά που φεύγουμε από το σπίτι μας, μόνοι μας. Ήταν λίγο... Ο χειμώνας εκείνος δηλαδή ήταν λίγο βαρύς. Αλλά εντάξει τώρα, όπως ξεπερνιούνται όλα, ξεπεράστηκε κι αυτό, ξεχάστηκε. Για μας τους απ’ έξω. Η Πάτρα πολλά ρεμπετάδικα, πολλή ζωή, οι φοιτητές... «Τα τρία “Φ”», τα κλασσικά. Πολλά μαγαζιά, πάρα πολλά μαγαζιά. Πολλά, ρεμπετάδικα πιο πολύ. Εντάξει τώρα, ένας τρόπος ζωής ωραίος. Στο Πανεπιστήμιο γινόντουσαν πάρα πολλές βραδιές, εκδηλώσεις μουσικές, τέτοια. Ρεμπετοβραδιές πιο πολύ.
Μέσα στις εστίες; Πού;
Ήτανε... Όχι. Στο κτίριο Β νομίζω ή στο Α... Κάπου εκεί ψηλά, δεν θυμάμαι τώρα πού. Υπάρχει αίθουσα εκδηλώσεων... Θυμάμαι τον χώρο, δεν θυμάμαι πως λεγόταν, βρε Άρη μου, τώρα.
Στην αρχή του Πανεπιστημίου λογικά θα ήτανε.
Ναι, πάνω μεριά. Εκεί πάνω, που ήταν στο Α, κάπου[00:25:00] εκεί πρέπει να ήτανε. Τώρα πού ακριβώς, δεν μπορώ τώρα. Αδυνατώ. Ξέρεις τώρα, τάβλι...
Ωραία ζωή.
Ναι, ωραία ζωή.
Σου έχει μείνει κάποιο μαγαζί ή κάποιο πρόσωπο από εκεί ή απ’ τις παρέες που έκανες;
Είχαμε... Εμείς μέναμε, έμενα, αρχικά έμενα στο Ρίο. Έξω απ’ την Πάτρα. Ήθελα να είμαι κοντά στα ferry boat για να φεύγω. Και έφευγα δηλαδή, κάθε Παρασκευή έφευγα και γύρναγα Δευτέρα πρωί. Εκεί μένανε και άλλα δύο κορίτσια, συγκατοικούσανε, από Κρήτη και από Αθήνα. Κάναμε παρέα, πηγαίναμε στην αρχή σχολή. Είχαμε γνωρίσει, εκεί στο Ρίο... Κάναμε παρέα εκεί πέρα, τέλος πάντων, ντόπιους από εκεί παρέα, την Μαρία, την Κλεοπάτρα, τον Σάκη, την Γιούλα. Ήτανε ένα χωριό ζωντανό, είχε και μαγαζιά, είχε και... Πώς το λέγανε μωρέ αυτό το... Ένα μαγαζί με πολύ ωραία σουβλάκια στο κέντρο στο Ρίο. Μες στο μυαλό μου είναι τώρα, άστο... Όσο και να το πιέσω τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να το θυμηθώ. Μετά μόλις έπιανε, ξέρεις, άνοιξη, από κάτω τα μαγαζιά στην παραλία στο Ρίο, και κατεβαίναμε και Πάτρα φυσικά, συνέχεια. Ήταν λίγο θέμα η μετακίνηση, αλλά εντάξει, σ’ αυτές τις ηλικίες βρίσκεις τρόπους. Δηλαδή, στην τελική, όταν δεν βρίσκαμε ταξί, περιμέναμε το πρώτο λεωφορείο το πρωινό για Ρίο. Την περίοδο του Καρναβαλιού, τριήμερα, τετραήμερα.
Το Καρναβάλι τότε; Τι συνέβαινε; Γιατί τώρα έχει άλλη εικόνα τελείως.
Αυτό που μου άρεσε ήτανε ότι δεν χρειαζόταν να έχεις λεφτά για να το ζήσεις. Ήτανε όλη η Πάτρα μια γιορτή. Παντού, έξω.
Εσύ λάμβανες μέρος; Είχες μπει σε–
Ήταν μια χρονιά–
Γρκουπ.
Που ξεκίνησα αλλά είχα αρρωστήσει. Αποσύρθηκα. Αλλά τελικά άντεξα, αλλά δεν πήγα στο γκρουπ. Δεν πήγα στο γκρουπ, προτίμησα την παρέα μου.
Τι γκρουπ ήτανε;
Α, τώρα...
Θυμάσαι στολή;
Ούτε καν. Ούτε καν. Το συζητάγαμε, θυμάμαι. Κάτι με σκάκι νομίζω είχε να κάνει. Αν θυμάμαι καλά, κάτι με σκάκι. Αλλά μπορεί και να κάνω λάθος.
Από εκείνη την περίοδο στην Πάτρα, ποια θα έλεγες ότι ήτανε η πιο ωραία βραδιά, έτσι, που έχεις περάσει, ας πούμε; Έχεις κάτι, μάλλον, κάποια τέτοια εικόνα;
Υπήρχε μια μπουάτ στην Γεροκωστοπούλου που λεγόταν «Σκάλες» και τραγουδούσε... Ήταν δυο-τρεις τραγουδιστές. Θυμάμαι τον Διονυσόπουλο. Αντρέας Διονυσόπουλος. Μας άρεσε πάρα πολύ. Είχαμε περάσει μια φανταστική βραδιά εκεί τότε. Όλες οι έξοδοί μας ήτανε ωραίες, αλλά αυτή δεν ξέρω γιατί μου έχει μείνει. Εντάξει τώρα. Την θυμάμαι χαρακτηριστικά δηλαδή.
Ε, μέσα στο γλέντι... Ωραία, και μετά πώς συνεχίζεις; Μένεις εκεί τα τέσσερα χρόνια και γυρνάς Λευκάδα;
Παντρεύτηκα, έκανα τον Νίκο. Μετά χώρισα και γύρισα. Πήρα τον Νίκο και γυρίσαμε Λευκάδα. Γυρίσαμε εδώ.
Και έκτοτε, ας πούμε; Δουλεύεις; Πες μου λίγο, έτσι, για την δουλειά σου. Πώς την βρήκες.
Κοίταξε να δεις, εγώ όταν γύρισα εδώ έκανα διάφορες δουλειές. Σε αυτή την δουλειά που είμαι τώρα, βγήκε μια προκήρυξη το 2005. Έκανα τα χαρτιά μου και έτσι πήγα. Μέχρι το 2005 δηλαδή, από το ’95 που γύρισα, αυτά τα δέκα χρόνια έκανα διάφορες δουλειές, με κυριότερη έκανα ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδάκια Δημοτικού μέχρι και τρίτη Γυμνασίου. Είχα και δυο παιδάκια, θυμάμαι, που πηγαίνανε δευτέρα Γυμνασίου, που ξεκίνησα να τους κάνω μαθηματικά. Ήταν φίλοι, ένα αγόρι, ένα κορίτσι. Η Χριστίνα... Το αγόρι, μου διαφεύγει το όνομα του. Α, όχι περίμενε. Άρη τον λέγανε, όπως εσένα. Και ήταν φίλοι απ’ τον παιδικό σταθμό. Συνδυασμός που σκοτώνει! Μου είπαν ότι θέλανε, τέλος πάντων, και θέλαν να κάνουμε μαζί. Είχα τους ενδοιασμούς μου, γιατί κατάλαβα περίπου τι γινότανε, και επιβεβαιώθηκα την πρώτη φορά που μπήκα στο δωμάτιο.
Τι εννοείς δηλαδή; Τι συνέβαινε;
Τι συνέβαινε; Καταρχάς δεν μ’ αφήνανε να μιλήσω. Φαντάζομαι τι θα γινότανε μέσα στην τάξη όταν θα κάνανε μάθημα, δηλαδή, με τους καθηγητές και τους δασκάλους που είχανε αυτά τα δύο παιδιά. Οπότε από την πρώτη φόρα λέω: «Τέλος, κάνουμε χώρια μαθηματικά».
Τους έσπασες.
Τους έσπασα, ναι. Τους χώρισα.
Σοφή επιλογή.
Ναι, ναι.
Μάλιστα. Ξέρεις τι ήθελα να[00:30:00] σε ρωτήσω;
Όχι.
Αν έκλεινες, έτσι, τα ματιά σου και γυρνούσες νοητά, ας πούμε, σε μια μέρα του παρελθόντος, ίσως κάποια από τα παιδικά σου χρόνια με τον πατέρα σου, την μάνα σου, με την αδερφή σου, με κάτι τέτοιο, πού θα γύρναγες; Ή κάποια γιορτή, ας πούμε.
Σε όλες. Σε όλες. Δεν ήταν κάτι... Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι. Ήταν πολύ ωραία. Εγώ δηλαδή πέρναγα καλά. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι.
Κάποια, θέλω να πω, έτσι, εποχή συγκεκριμένη που να... Ή τα Χριστούγεννα ίσως ή κάποιο Πάσχα ή κάτι τέτοιο, να μου περιγράψεις μια ατμόσφαιρα πώς ήταν τότε.
Επειδή, σου είπα, οι αδερφές μου ήταν μεγαλύτερες από εμένα και είχαν φύγει από το σπίτι, Χριστούγεννα, Πάσχα τις περιμέναμε πάντα να 'ρθούνε. Η μεγάλη μου αδερφή είχε παντρευτεί, είχε κάνει και τα δύο παιδάκια της, η άλλη ήταν στην Αθήνα. Όπου, καταλαβαίνεις τώρα, την βλέπαμε σπάνια. Ε, ετοιμασίες και τους περιμέναμε να 'ρθούνε να κάτσουμε όλοι μαζί, να φάμε. Ε, τώρα, κι εγώ ως παιδάκι ήμουνα πολύ χαρούμενη όταν γινόταν αυτό.
Μάλιστα. Κλείνοντας, θα ήθελες να μου πεις και μια κουβέντα για τον πατέρα σου; Να μου πεις έτσι λίγο σαν άνθρωπος, τι θυμάσαι από αυτόν, τι κρατάς;
Ο πατέρας μου ήτανε νευρικός, αλλά αυτό που λέμε ο νευρικός «του δευτερόλεπτου». Ήτανε καλός, ήτανε αστείος και σε στήριζε και είχε και κατανόηση στα πάντα. Σε εμένα πιο πολύ. Δεν ξέρω τώρα, ίσως επειδή ήμουνα η πιο μικρή, ίσως επειδή έμεινα πιο πολύ στο σπίτι; Με τις αδερφές μου δεν ήταν ακριβώς έτσι, γιατί φύγανε από πολύ μικρές απ’ το σπίτι. Σου είπα, λόγω των σχολείων κι αυτά, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν... Δεν υπήρχε η δυνατότητα για κοντά, για σχολεία, οπότε δεν υπήρχε πολύ δέσιμο, ας πούμε. Ήταν λίγο πιο απόμακρος. Με εμένα ήτανε αλλιώς. Ήταν πάντα... Δηλαδή θυμάμαι όταν πήγαμε την πρώτη φορά, όταν είχα περάσει στην Πάτρα, είχε χαρεί πάρα πολύ, γιατί την αγαπούσε πολύ την Πάτρα. Είχε ζήσει κιόλας εκεί κάποια χρόνια όταν ήτανε μικρός. Τον γύρισε στην Λευκάδα ο πόλεμος, όταν βομβαρδίστηκε η Πάτρα. Δούλευε σε ένα καφενείο και νομίζω τότε ήταν που πήγαινε και στο Εμπορικό Γυμνάσιο. Και του είχε... Κατά κάποιο τρόπο του είχε μείνει απωθημένο η Πάτρα και είχε χαρεί πάρα πολύ όταν πήγαμε. Ξέρω ‘γω, φύγαμε από εδώ να πάμε, με πήγαινε από εδώ με πήγαινε από εκεί, θυμότανε, ξέρεις: «Εδώ, είχαμε πάει στις σκάλες Αγίου Νικολάου, στον Μώλο, στο Φρούριο...». Θυμόταν, θυμόταν. Εντάξει, ειδικά την παλιά πόλη, ήτανε... Ναι.
Μάλιστα. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ–
Να ‘σαι καλά
Για τα ωραία που μου είπες.
Να ‘σαι καλά, αγόρι μου. Να ‘σαι καλά.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Κυριακή Κακλαμάνη θυμάται τα παιδικά της χρόνια στο χωριό της Παλαιοκατούνας. Το καφενείο του πατέρα της, το μονοθέσιο σχολείο, οι παρέες και τα παιχνίδια στην γειτονιά αναφέρονται επίσης. Έπειτα, ακολουθούν οι σπουδές στην Πάτρα σε μια σχολή που δεν ήταν της επιλογής της και δίνεται μια εικόνα από την πόλη και το πανεπιστήμιο της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Κυριακή Κακλαμάνη
Ερευνητές/τριες
Άρης Φίλιππας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/03/2023
Διάρκεια
33'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Κυριακή Κακλαμάνη θυμάται τα παιδικά της χρόνια στο χωριό της Παλαιοκατούνας. Το καφενείο του πατέρα της, το μονοθέσιο σχολείο, οι παρέες και τα παιχνίδια στην γειτονιά αναφέρονται επίσης. Έπειτα, ακολουθούν οι σπουδές στην Πάτρα σε μια σχολή που δεν ήταν της επιλογής της και δίνεται μια εικόνα από την πόλη και το πανεπιστήμιο της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Κυριακή Κακλαμάνη
Ερευνητές/τριες
Άρης Φίλιππας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/03/2023
Διάρκεια
33'