© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Το πιο παραδοσιακό ήτανε η κρεμμυδόπιτα» - Ιστορίες της Τρικεριώτικης διατροφής
Κωδικός Ιστορίας
13812
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευθαλία Κλιάρη (Ε.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/12/2021
Ερευνητής/τρια
Καλλιόπη Κόνιαρη (Κ.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας-
Καλησπέρα, Καλησπέρα.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ευχαρίστως, Ευθαλία Κλιάρη.
Χάρηκα πολύ, κυρία Ευθαλία μου.
Και εγώ, να ΄στε καλά.
Είναι Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου, είμαι εδώ με την κυρία Ευθαλία και βρισκόμαστε στο Τρίκερι. Εγώ ονομάζομαι Κόνιαρη Καλλιόπη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και θα ξεκινήσουμε.
Πολύ ευχαρίστως.
Κυρία Ευθαλία μου, θέλω να συζητήσουμε λίγο για τη διατροφή που είχατε τότε στο χωριό Τρίκερι.
Λοιπόν, η διατροφή του χωριού δεν ήτανε, όπως είναι σήμερα. Είναι κάπως λίγο διαφορετική. Λοιπόν, η μαμά για να κάνει την πίτα, την κρεμμυδόπιτα, έπρεπε να κάνει το προζύμι. Το προζύμι το κάναμε του Σταυρού που παίρναμε τον βασιλικό, το έπαιρνε η γιαγιά, ανάπιανε το ζυμαράκι, έβαζε το… Το σταύρωνε από πάνω με το βασιλικό και το άφηνε. Μετά από δύο μέρες, πήγαινε και το ξαναγύριζε. Και έγινε ένα προζύμι που το είχαμε όλο τον χρόνο. Αυτό το προζύμι το ‘βαζε η γιαγιά και έφτιαχνε το ζυμάρι, για να φτιάξει πίτα, γαλατόπιτα μέχρι -πες τις- χυλοπίτες. Λοιπόν, χυλοπίτες -τις άλλες πώς τις λέγαμε μωρέ- χυλοπίτες και αρανιστές. Θα ζυμώσει το ζυμαράκι από το βράδυ, γιατί το πρωί δεν γινότανε απότομο, το τύλιγε μέσα σε μάλλινη πετσέτα στη λεκάνη και σε πετσέτα μάλλινη. Το πρωί το προζύμι ήταν έτοιμο, θα το ζυμώσει η γιαγιά και θα ξεκινήσει να φτιάξει τρία φύλλα, είχαμε ένα μεγάλο ταψί που ήμασταν εφτά άτομα και η γιαγιά οχτώ. Έπρεπε να το κάνει, για να φάμε όλοι. Τέλος πάντων, έβαζε τρία φύλλα από κάτω στη μέση έβαζε δυόμισι κιλά - τρία κιλά κρεμμύδια; Τα έκοβε ψιλά και έβαζε αλάτι και πιπέρι και για μυρωδικό τον αδυάσμο. Θα τα τρίψει όλα στη λεκάνη και θα τα προσθέσει στο ταψί. Θα βάλει λάδι ελαιόλαδο, ποτέ σπορέλαιο, δεν υπήρχαν τότε, γιατί είχαμε λάδια δικά μας και πολλά. Και βάλει πάλι άλλα τρία φύλλα πάνω ένα- ένα-ένα και λάδωμα, ένα-ένα-ένα και λάδωμα και στο τρίτο τελείωνε θα βρέξει το φύλλο με το νερό με το χέρι της και μετά θα βάλει το λάδι. Γιατί το έκανε αυτό; Για να γίνεται το φύλλο κριτσανιστό. Η γιαγιά, η μάνα μου -την λέω και γιαγιά- η μάνα μου ήταν πολύ επιδέξια. Εμάς μας μεγάλωσε με στοργή, παρόλο που ήτανε φτωχιά, αλλά ήταν πολύ δραστήρια στα παιδιά της. Λοιπόν, μας έφτιαχνε κρεμμυδόπιτα, μας έφτιαχνε πίτα με τυρί και κρεμμύδι, μας έφτιαχνε και γαλατόπιτα. Αν είχαμε γάλα μας έφτιαχνε και γαλατόπιτα, δηλαδή δεν μας άφηνε το τίποτα. Πάμε παρακάτω τώρα. Την Κυριακή, το Σάββατο θα κάνουμε μπάνιο, θα πλυθούμε, θα αλλάξουμε, την Κυριακή στην εκκλησία. Το φαγητό μας το κυριακάτικο ξέρεις τι ήτανε; Μπακαλιάρος αλμυρός με ρύζι και μέσα έβαζε η γιαγιά τις χυλοπίτες που έφτιαχνε. Αυτό είναι της Κυριακής το φαγητό. Καθημερινά θα φτιάξει φύλλο, είχαμε μέσα στον οντά, τώρα το λέμε σαλόνι, τότε ήτανε ο οντάς, είχαμε ένα μπαουλοντίβανο και είχαμε και δυο μεγάλες καρέκλες, τις ένωνε η γιαγιά έβαζε σεντόνια και εκεί άνοιγε τα φύλλα πολλά πολλά και τα άφηνε εκεί να ξεραθούν. Όταν τελείωνε και ξεραίνονταν, θα πάει να τα κόψει κομματάκια κομματάκια, έφτιαχνε μία σακούλα από κάμποτ και θα έβαζε μέσα και αυτά τα κρεμούσε στο ταβάνι, για να παίρνουν και αέρα και αυτό ήταν το φαγητό που μας έφτιαχνε τις άλλες μέρες και λίγο τυράκι και βουτυράκι, γιατί τότε είχε πολλά, είχε πολλοί κτηνοτρόφοι το χωριό και η μαμά δούλευε με τους τσομπανοί και μας έφερναν γάλα, τυρί, βούτυρο, τα πάντα, γι’ αυτό σου λέω ότι μας κοίταξε πολύ. Επίσης, και οι αρανιστές από το ζυμάρι πάλι το ίδιο. Έχουμε ένα -πες το- ένα τραπέζι που τον λέγαμε σοφρά, έχει δύο ποδαράκια και τον λέγαμε σοφρά, αυτός ο σοφράς είναι στρογγυλός, δε στην ακρούλα έχει ένα κομμάτι που είναι γραμμές γραμμές. Αυτού η μαμά έφτιαχνε τις μολυβήθρες, έβαζε τα δάχτυλά της, έκοβε κομματάκια, έκανε τα δάχτυλά της και έβγαινε σαν σαλιγκαράκι το μεγάλο. Για να κάνει τις αρανιστές, έκοβε πιο μικρό και το έκανε λίγο και έβγαινε η μικρή μικρή αρανιστιά. Όλα αυτά τα μάζευε η γιαγιά και είχαμε όλη την εβδομάδα, δηλαδή τα φαγητά ήτανε όλα, δηλαδή πώς να στο πω, δεν είχε κάτι το εξαιρετικό, ήταν απλά, αυτή ήταν η ζωή στο Τρίκερι. Άλλο ένα, είχαμε κτήματα πολλά. Εν τω μεταξύ, το λάδι δεν μας έλειπε ποτέ. Είχαμε δύο πιθάρια που ήταν εκατοπενηντάρια, γεμάτα, είχαμε και ένα πιθάρι που το λέγαμε κουτσοπάτη. Γιατί; Γιατί είχε σπάσει ο λαιμός του λίγο. Αυτόν τον γέμιζε η μαμά ελιές, αυτή η ελιά δεν σώνονταν μέχρι να έρθει η άλλη η εποχή. Κάθε μεσημέρι στο φαγητό θα μας βγάλει και ένα πιάτο ελιές. Κι άλλο ένα, τι έκανε: «Για να είσαστε γερές να δουλέψετε». Έπαιρνε μοσχάτο κρασί, είχαμε ένα γαλόνι, το οποίο ήτανε τρία κιλά, τρία οκάδες τότε δεν είχε τα κιλά, τρεις οκάδες, έβαζε κανέλα, γαρύφαλλα και μοσχοκάρφια και τα έβαζε μέσα αυτού και τα άφηνε στον ήλιο και κάθε μεσημέρι είχαμε κάτι φλιτζανάκια πολύ μικρούλικα και μας έδινε από ένα φλιτζανάκι κρασί, για να είμαστε γεροί. Γι’ αυτό, μεγαλώσαμε με αυτά και, δόξα τω Θεώ, δεν είπαμε κεφαλάκι. Μετά ξεκινήσαμε η καθεμιά στη δουλειά της. Για την πίτα του γαμπρού. Λοιπόν, οι αρραβωνιασμένοι, όταν αρραβωνιάζεται εδώ η κοπέλα, την αποκριά θα του πάει τη γαλατόπιτα. Βάζουμε τότε θυμάμαι τρία οκάδες γάλα τόσο δα, με σιμιγδάλι, βούτυρο μέσα και ζάχαρη, να είναι ούτε πολύ γλυκιά ούτε πολύ, να είναι μέτρια και αυτό το ταψί το πήγαινε με κόκκινο στυπόχαρτο σκεπασμένη -πώς είναι το άσπρο- η άσπρη κόλλα που παίρνουμε τώρα, αυτές ήτανε κόκκινες και την κόβαμε γύρω γύρω, γύρω γύρω γλωσσάκια και σκεπάζαμε το ταψί και το πηγαίναμε στο γαμπρό, για να κάνουμε να αποκρέψουμε η νύφη με τον γαμπρό. Δε τα Χριστούγεννα είχαμε τους λουκουμάδες. Οι λουκουμάδες πάντως γίνονταν πάλι με ζυμάρι, έφτιαχνε η μαμά από το βράδυ τη ζύμη, η ζύμη ήτανε, πορτοκάλι ένα ποτήρι πορτοκάλι, χλιαρό νερό, ούτε καυτό, χλιαρό νερό και λίγο ζυμάρι, το ζυμάρι αυτό που είχαμε φτιάξει από το προζύμι. Όλα αυτά τα ανακάτευε και γίνονταν τούμπανος και από εκεί ξεκινούσε. Έβαζε την κατσαρολίτσα με το λάδι και ξεκινούσε. Έβαζε το χέρι της μέσα και όσο παίρνει εδώ στρογγυλάδα και με το κουταλάκι τσουπ και μέσα στο θερμό μες στο λάδι και τσουπ και τσουπ και γίνονταν ο λουκουμάς πολύ ωραίος. Επίσης και τηγανίτες το ίδιο τη ζύμη, Α ναι, μετά θα βάλουμε μέλι, καρύδια τριμμένα και αμύγδαλα και περιέχυνε τους [00:10:00]λουκουμάδες και τους πηγαίναμε και αυτοί στο γαμπρό τα Χριστούγεννα. Επίσης, και οι τηγανίτες και αυτές γίνονται το ίδιο την ζύμη, πώς γινόταν την παίρνεις με το κουτάλι, κουταλίτσα κουταλίτσα και βάζεις μέσα στο λάδι και βγαίνει μία ωραία τηγανίτα. Τα ίδια, τα ίδια μέλι και τα ίδια τα που είχαμε στουμπίσει. Τότε δεν είχε μίξερ με έβαζε η μαμά και στουμπούσα στο γαβάνι και από κει τα βάζαμε σ’ ένα μπολ και ξεκινούσαμε. Αυτό η μαμά μας το ΄κανε, δηλαδή και δύο φορές την εβδομάδα, μας έφτιαχνε τηγανιτές ναι. Έλεγε: «Τα ζυμάρια κάνουν γεροί άνθρωποι». Τώρα τα αποφεύγουμε τα ζυμάρια, γιατί παχαίνουν, λέει, η νεολαία. Όμως, κακώς.
Πρέπει κάτι να βάζεις ζυμαράκι και κουτάλι που έλεγε η μαμά η καημένη: «Κουτάλι, κορίτσια, κουτάλι». Θα φτιάξει τις φασολάδες, θα φτιάξει τα ρεβίθια, θα κάνει τις φακές, θα κάνει το κρεμμυδόρυζο. Κρεμμυδόρυζο, βέβαια, κρεμμύδι, πατάτες, κομμένα κομμένα, τα έβραζε λάδι και μετά θα βάλει το ρύζι. Μα γινότανε ένα φαϊ, τι να σου πω, μακάρι να το είχα και τώρα. Πολύ ωραίο, σου λέω, ήταν πολύ επιδέξια η μάνα μου. Πολύ. Δεν της ξέφευγε τίποτα. Τίποτα. Α, ζύμωνε, είχαμε έναν κουτσοφούρνο, πήγαινε η μαμά και έπαιρνε κλαδιά και τα έφερνε, ήταν λίγο παρά δω από το σπίτι μας, πήγαινε έφερνε κλαδιά τα είχε στοίβα και ήθελε να τα ζυμώσει τέσσερα καρβέλια, είχαμε πινακωτή με τέσσερα μάτια, τέσσερα καρβέλια και τι έκανε, αφού θα πήγαινε να κάψει το φούρνο, έβαζε κρεμμύδια, πατάτες και κυδώνια, κατά την εποχή. Όπως είναι τώρα η εποχή και αυτά φωλιάζοντας το ψωμί θα βάλει το ταψί με τα κρεμμύδια και με τις πατάτες. Κατάλαβες πώς μεγαλώσαμε; Με αυτά μεγαλώσαμε με τα όλα όλα, η μαμά ήτανε σου λέω σε όλα της.
Από αυτά τα φαγητά ποιο ήταν το αγαπημένο σας;
Το αγαπημένο μας ήταν ο μπακαλιάρος με το ρύζι. Αφού την Κυριακή το περιμέναμε πως το περιμέναμε. Μπακαλιάρος με το ρύζι και πέτρο μέσα. Τα πέτρα ήτανε τα αυτά που έκανε η μαμά που άνοιγε τα φύλλα και ξεραίνονταν και τα είχε κομμένα κομμένα, θα πάρει από την σακούλα και να μας ρίξει μέσα. Αυτό ήταν το κυριακάτικο φαγητό, αν δεν είχαμε κρέας, έπρεπε να μας κάνει τον μπακαλιάρο με το ρύζι και να μας δώσει και το κρασί.
Από κρέας;
Κρέας ετρώγαμε, γιατί σου είπα είχε η μαμά τους τσομπάνους και δεν μας έλειπε και το κρέας και το τυρί και τα αυγά και το γάλα. Δεν έπαιρνε λεφτά, δούλευε τη μοδιστρική και μετά ξεκίνησε τα φουστάνια, τη στολή και δεν μας έλειπε τίποτα. Αν δεν τα είχαμε καθημερινά, πάντως μία φορά την εβδομάδα, μετά από δύο εβδομάδες, πάντως τα είχαμε, αλλά αυτά ήταν τα καθημερινά, αυτά ήταν τα καθημερινά μας, όλα τα φαγητά αυτά ήταν τα καθημερινά.
Το κρέας πώς το φτιάχνετε τότε;
Λοιπόν, το κρέας το κάναμε κοκκινιστό, το κάναμε και στιφάδο, γιατί η μαμά το αγαπούσε το στιφάδο. Έβαζε μικρά κρεμμυδάκια ολόκληρα, έβαζε βάι, κανέλα, έβραζε το κρέας καλά και μετά έβαζε όλα αυτά και έβαζε και ένα ποτήρι ή κρασί ή ξύδι και έβγαινε ένα φαγητό, μα τι λες εσύ, πολύ ωραίο, πολύ ωραίο! Ψαράκι, ψαράκι με τα χόρτα, ψάρι με το ρύζι, ψαράκι σούπα-
Με το ρύζι πώς το φτιάχνατε;
Με το ρύζι, λοιπόν, έβραζε η μαμά, έκοβε κρεμμυδάκι ψιλό, το τσιγάριζε λίγο με το λάδι έβαζε και το ρύζι και το τσιγάριζε και αυτό μαζί και το ρύζι, έβαζε νερό και πάνω που έπαιρνε να βράσει τότε έβαζε τα ψάρια, για να μη λιώνουν και έστυβε και λίγο λεμόνι. Έβγαινε ένα φαγητό ωραιότατο, ωραιότατο.
Τα ψάρια ήταν πιο συχνά στη διατροφή σας λόγω θάλασσας;
Ναι ναι το ψάρι ήταν, γιατί τότε εμείς, τα παιδιά που ήταν μικρά, είχανε το καΐκι του πατέρα μου, πήγαιναν κάθε μέρα για ψάρια και πήγαιναν και τα πουλούσαν μεν, αλλά κρατούσαν και για το σπίτι. Τηγανητό, ψητό, με το ρύζι, με τα χόρτα, με τα χόρτα το ίδιο πάλι. Έβραζε η μαμά τα χόρτα καυκαλήθρα, μερούλι, κρεμμυδάκι, τα πάντα, θα τα πλύνει καλά -είχε μικρόβιο, όπως το έχω εγώ τώρα το μικρόβιο- θα τα πλύνει καλά, θα τα κόψει, όχι μικρούλικα, μέτρια, θα τα βάλει να τα πανιάσει καλά, θα βάλει και την ντομάτα, τον πελτέ, δεν είχε ντομάτες τότε, πως έχουμε τώρα ντομάτες, τον πελτέ, θα βάλει και μία κουταλιά πελτέ, θα τα φέρει καλά καλά, θα βάλει το λάδι, μετά θα βάλει τα ψάρια, πολύ ωραία! Το έφτιαξα μία μέρα και η Άννα λέει: «Ρε μάνα, θυμήθηκες την μάνα σου;». «Ναι –λέω- θυμήθηκα γιατί μου αρέσει το φαγητό αυτό».
Ήτανε το ίδιο νόστιμο;-
Πολύ, πολύ.
Όπως το θυμόσασταν;
Όπως το θυμόμουνα τότε, έτσι το φτιάχνω και τώρα. Και ψάρι με το ρύζι το ίδιο και ψάρι με τα χόρτα το ίδιο. Θυμάμαι τις συνταγές της μάνα μου, δεν τις ξεχνάω με τίποτα. Κάτι που μου αρέσει και τώρα, κάτι που μου αρέσει, θα το τυπώσω.
Τώρα από αυτά τα παλιά τα ζυμαρικά που είπαμε τις αρανιστές-
Αρανιστές ναι ναι ναι-
Τώρα-
Τώρα δεν γίνονται
Δεν γίνονται ε;
Τώρα ποιος να κάτσει να κάνει τέτοια πράγματα; Κάνεις. Μολυβήθρες επιχείρησα κάποτε και έφτιαξα στο σοφρά, έχω και το σκαφίδι, το ‘χω μέσα το σκαφίδι αυτό το βάζω και ανοίγω το φύλλο για την πίτα. Αυτό στην άκρη έχει τις ρωγμές, αυτού μπορείς να κάνεις τις χυλοπίτες, αυτές τις μολυβήθρες. Οι μολυβήθρες γίνονται σαν σαλιγκαράκια, πατάς με τα δύο δάχτυλα, πέφτει κάτω και έτσι στρογγυλή σαν σαλιγκαράκια. Έκανα κάποτε μια φορά, από κει και εκεί ύστερα δεν ξαναέκανα, βαριόμουνα ύστερα, βγήκανε τα έτοιμα. Θα κάθεσαι τώρα, τότε δεν υπήρχανε, τότε υπήρχανε φτώχεια, φτώχεια και δηλαδή και οποίος ήταν πολύ δραστήριος, τα εκτελούσε όλα τα παλιά, όλα τα παλιά. Η μάνα μου, σου λέω ήταν πολύ δραστήρια.
Στα δύσκολα χρόνια τα παλιά νιώσατε την πείνα που λένε;
Την πείνα δεν την νιώσαμε, να σου πω γιατί ο πατέρας μου ήταν πολύ εργατικός. Εγώ ήμουνα τότε δυόμισι χρονών, δύο χρονών, μετά που πέθανε ο πατέρας μου ήμουνα δυόμισι. Μας πήρε και μας πήγε στην Αρκίτσα προς τα κάτω. Εκεί δεν είχε πείνα, εκεί δούλευε ο πατέρας μου με τα ψάρια, με τα χταπόδια γιατί ήταν πολύ χταποδιάρης. Έβγαζε τόνοι χταπόδια και αυτά τα προωθούσε στα μαγαζιά και δεν προλάβαμε να πεινάσουμε. Δηλαδή μόλις αρχίνισε η πείνα, εμάς μας πήρε και μας πήγε κάτω. Εκεί έρχονταν κάτι μπρατσέλες, μεγάλα καράβια μπρατσέλες τις ‘λεγαν, επειδή ήταν ανοιχτές. Λοιπόν, αυτός μόλις θα με δει εμένα, μου έλεγε: «Έλα εδώ μικρό». Θα με πάρει να με βάλει επάνω στην μπρατσέλα και μου έλεγε: «Πάρε όσο σταφίδα θέλεις», φορτωμένη σταφίδα τις πήγαιναν για πώληση. Τι έκανε; Πόσο έπαιρνα εγώ με τα δάχτυλά μου; «Βρε μαμούνι -μου έλεγε αυτός ο καπετάνιος- αυτές τις σταφίδες; Βρε, πάρε πολύ». «Πού να τις βάλω τις πολλές;». Μου έδινε ένα κουβά και τον γέμιζα: «Α τώρα μάλιστα, τώρα». Τον γέμιζα τον κουβά, κατέβαζε εμένα στον πατέρα μου, κατέβαζε και τον κουβά με τις σταφίδες. Για αυτό, σου λέω δεν πεινάσαμε, μετά συνήλθε ο καιρός και μας έφερε, αλλά δεν πρόλαβε, πέθανε. Λοιπόν, η μάνα μας [00:20:00]περπατούσε από δω και πήγαινε στον Βόλο περπατώντας, αφού μετά πέθανε ο πατέρας μου, έφευγαν τα πώς θα τα ζήσει πέντε κορίτσια και δύο αγόρια, εφτά; Είχαμε μία θεία στον Βόλο και της έλεγε: «Ελένη, ό, τι θέλεις θα με γράψεις στο γράμμα». Λοιπόν, η μαμά πήγαινε από δω στο Βόλο περπατώντας. Σηκωνόταν το πρωί τέσσερις η ώρα και το βράδυ ήταν στο Βόλο. Και είχαμε ένα μικρό σαν μαγαζάκι και έφερνε ρύζι, ζάχαρη, καφέ, μακαρόνια. Δηλαδή, αυτά όλο το ποσόν ήταν κάπου τριάντα κιλά. Αυτά τα τριάντα κιλά, τα είχε στο κεφάλι της, μέσα σε ένα μεγάλο πανέρι και στο χέρι της είχε καλάθι με πέντε κιλά θρεψίνη και ντομάτα πελτέ. Και ξεκινούσε πάλι την ίδια ώρα, τα ΄χε η θεία μου έτοιμα και τα ετοίμαζε, τα έπαιρνε… Κοιμόταν στο Βόλο, το πρωί τα ετοίμαζε, τα παίρνε και το βράδυ ώρα βασίλεμα ηλίου έφτανε στο χωριό. Πώς περπατούσε αυτή η γυναίκα; Πώς περπατούσε… Ήταν τόσο γερή! Και αυτό τα πουλούσε, στον έναν, στον άλλον, για να βγάλει μία δραχμή να μπορέσει να πάρει κάτι άλλο. Αυτό γινότανε δύο φορές την εβδομάδα. Για μία δόση, λέει ο Χρήστος, ο αδερφός μου, ήτανε μικρός, λέει: «Μάνα, θα έρθω και εγώ». «Α, ρε παιδάκι μου –λέει- πού να σε πάω εσένα;» «Όχι θα έρθω». Να φανταστείς ότι το παιδί τρεμούλιασε και δεν μπορούσε, και τι κάνει η μάνα, παίρνει το παιδί ζαλίκα στην πλάτη της. Το φορτίο στο κεφάλι, το παιδί στην πλάτη και στο χέρι το καλάθι με τη θρεψίνη και τον πελτέ.
Η θρεψίνη τι ήτανε;
Η θρεψίνη ήτανε, πώς είναι ο χαλβάς αλλά είναι πιο μαλακό που το λέγανε θρεψίνη δηλαδή θρεπτικό πράγμα.
Από ταχίνι δηλαδή;
Από ταχίνι, μπράβο, από ταχίνι. Όπως είναι τώρα το ταχίνι, τότε ήταν η θρεψίνη. Εν τω μεταξύ, εγώ είχα μανία και το έλεγα: «Εγώ τώρα θέλω λιγάκι θρεψίνη». «Μη στεναχωριέσαι Ευθαλάκι μου», οι δε οι αδερφές μου με λεγαν Λίτσα, γιατί ήμουνα μικρή -θα σου πω και το καλύτερο- «Μη στεναχωριέσαι» μου έλεγε η μάνα μου. Θα μου κόψει το ψωμί, γιατί ζύμωνε, θα μου κόψει μια μεγάλη μεγάλη κομμάτα, θα μου βάλει και την θρεψίνη και μου έλεγε: «Τώρα συρε έξω στο νεροχύτη». Τι ήτανε ο νεροχύτης, εκεί είχαμε ένα παράθυρο, ένα παραθυράκι και είχε μία γούρνα, εκεί ανέβαινα εγώ και έτρωγα το ψωμί με τη θρεψίνη. Λοιπόν, άλλο ένα, πήγαινα σχολείο, αφού πήγαινα σχολείο και γύριζα μετά, η μάνα μου μού είχε έτοιμη δουλειά. Ή να πλέκω φανέλα, τα επλέκαμε τότε όλα, ή να πλέκω φανέλα ή να με βάζει να ξύνω μαλλιά. Πότε παίζαμε; Όταν κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, θα βγούμε στους Άγιοι Ανάργυροι, γιατί είναι κοντά το σπίτι μας, θα βγούμε στους Άγιοι Ανάργυροι εκεί όλα τα παιδάκια, δηλαδή μία ώρα δύο, «Λιτσα» με το «Λίτσα» δρόμο εγώ, στο σπίτι. Λοιπόν, μία μέρα όπως έξυνα τα μαλλιά, αφού έτριβα τα μάτια μου ήθελα να κοιμηθώ, έξυνα έξυνα μαλλιά, πέφτω μες στα μαλλιά, χώθηκα μες στα μαλλιά. Να φάνε τον τόπο να με βρουν. «Πού πάει το κορίτσι, πού πάει το κορίτσι. Α ρε τι έπαθαμε, που πάει το κορίτσι», για μία στιγμή περνάει η Χρυσάνθη η αδερφή μου και μου πάτησε το ποδάρι μου. «Α» και με το «Α» που έκανα «Α που που μες στα μαλλιά είναι». Στοίβα το μαλλί, για να μας φτιάξει τα προικιά. Τα γνεθε, τα έβαφε και ξεκινούσε ανταμωτά, μπατανίες, κιλίμια, χρέμια όλα τα περνούσε η μάνα μου από τα χέρια της όλα αυτά. Κατάλαβες; Για αυτό σου λέω ήταν πολύ πολύ πολύ πολύ δραστήρια και έγινε ενενήντα χρονών και δεν πήρε μία ασπιρίνη και εγώ τώρα παίρνω 500. Τι έκανε όταν πονούσε το κεφάλι της, όταν είχε πονοκέφαλο, έκοβε φέτες από πατάτα και έβαζε καφέ και τα έβαζε στο κεφάλι της και τα έδενε με το μαντήλι και μετά από δύο ώρες της περνούσε ο πονοκέφαλος, δεν έπαιρνε χάπι κανένα. Σου είπα, έγινε 90 χρόνων και δεν πήρε χάπι.
Αυτό το γιατροσόφι το ‘ξερε από κάπου ή το βρήκε στην πορεία;
Αυτό το ΄κανε δοκιμαστικό, γιατί μία μέρα «Πώς να περάσει ο πονοκέφαλος», τι να κάνει, τι να κάνει, πιάνει και αυτή και βάζει, και μετά ήτανε το άφαλο πού το βρήκε μία χαρά όταν είχε πονοκέφαλο, τσουπ στο κεφάλι.
Εσείς το είχατε δοκιμάσει ποτέ;
Ποτέ! Εμείς έχουμε τα χάπια τα «Depon», τα «Panadol» και μην το συζητάς. Ενώ τότε ήτανε πιο καλή η ζωή, γιατί δεν είχε αυτά. Αυτά τώρα που παίρνουμε εμείς είναι όλα δηλητήρια. Εγώ παίρνω και πολλά, εφτά χάπια την ημέρα. Το πρωί παίρνω για την πίεση, παίρνω για το στομάχι δύο, το μεσημέρι παίρνω κυκλοφοριακό, παίρνω, γιατί έχω κάνει εγχείρηση αφαίρεση μαστού και παίρνω και χάπι προληπτικό. Δεν ήταν καρκίνος, αλλά έπαθα από πολύ υπερβολική κούραση, γιατί είχαμε πολύ ελιές στα χτήματα και από το λούρο που έριχνα πιάστηκε η αδένα και αυτή η αδένα την είχα δύο χρόνια και δεν ήξερε ούτε ο άντρας μου. Κοιμόμασταν σε ένα κρεβάτι και δεν ήξερε καθόλου. Τον πήγαινα μέχρι εκεί, εγώ από την άλλη πάντα. Δύο χρόνια το είχα. Και μία μέρα ήμουνα στην Άννα και λέει: «Μαμά -έκανε μπάνιο και της λέω- μήπως έχεις περισσότερο νερό;». «Ναι –λέει- μαμά, έλα». Και έκανα μπάνιο εκεί. Λούστηκα και έκανα μπάνιο. Όπως έκανα μπάνιο, ήρθε μέσα μου λέει: «Μάνα, τι είναι αυτό;». Ήτανε μεν ήταν τόσο, αλλά έπεφτα από δω έπεφτε από δω, έπεφτα από κει πήγαινε από κει, δεν ήταν σταθερό, δεν είχε κολλήσει πουθενά. «Ρε Μάνα, τι είναι αυτό;». «Ρε κορίτσι μου –λέω- τώρα το έχω δύο χρόνια». «Δύο χρόνια;» μου ‘πε, αμέσως αρπάζει το τηλέφωνο και παίρνει τον Έξαρχο τηλέφωνο και λέει: «Γιατρέ, αυτό και αυτό». «Άρπα την και φερ’ την εδώ». Με πήρε, πήγαμε στο Βόλο, όταν το άκουσε ο Κώστας, θα πεθάνει, «Τι το έκρυβες -μου είπε- τόσα χρόνια; Τί το έκρυβες;». «Δεν με πονούσε παιδί μου, δεν με πονούσε, έπεφτα από δω έρχονταν εδώ, έπεφτα από κει πήγαινε εκεί». Τέλος πάντων, λέει: «Θα εγχειριστείς και θα κάνουμε αφαίρεση ολική, δεν θέλω να σου κάνω τσουπ, τσουπ για να έχουμε… Ολική, δεν είναι -μου λέει- καρκίνος, αλλά είναι φλεγμονές, η φλεγμονή αυτή και θα σου γίνει καρκίνος». Και από τότε έχω έξι χρόνια, δόξα τω Θεώ… αλλά μου λέει: «Το χαπάκι σου θα το παίρνεις κάθε μεσημέρι», ένα προληπτικό, κατάλαβες; Και παίρνω τρία το μεσημέρι και δύο το πρωί εφτά και ένα το βραδύ, οχτώ. Κατάλαβες, αλλά δόξα τω Θεώ σου είπα, δόξα τω Θεώ αν και κουραζόμουν πολύ στο συνεταιρισμό δέκα χρόνια, στην Παναγιά είκοσι τέσσερα χρόνια.
Ναι.
Το σπίτι, η μοδιστρική; Η μηχανή αυτή δεν σταμάτησε μέχρι τώρα, κοίτα έχω ασπρούδες φτιαγμένες, δεν μπορώ να κάτσω. Όταν αισθάνομαι και είμαι καλά, δεν μπορώ να κάτσω, θέλω να παλεύω.
Ωραία, πολύ ωραία.
Τι άλλο θέλεις;
Να γυρίσουμε λίγο πάλι στη διατροφή; Αν σας ρωτούσε κάποιος το πιο παραδοσιακό από το Τρίκερι, τι θα του λέγατε;
Το πιο παραδοσιακό ήτανε η κρεμμυδόπιτα, η κρεμμυδόπιτα ήταν τι να σου πω, σίριαλ η πίτα αυτή, δηλαδή δεν τελείωνε η κρεμμυδόπιτα. Η λαχανόπιτα με τα λάχανα το ίδιο το, πώς βάζουμε κρεμμύδι, βάζαμε και τα λάχανα, διάφορα λάχανα και γίνονταν λαχανόπιτα. Αν είχαμε τυράκι, έβαζε και τυράκι η μαμά μέσα, αν δεν είχαμε τυράκι, την έκανε σκέτη. Αλλά αυτές ήτανε οι παραδοσιακές, η κρεμμυδόπιτα και η λαχανόπιτα απ΄το [00:30:00]Τρίκερι. Και τα άλλα -πες τα- και τα κρεμμύδια και πατάτες στον φούρνο με τα - πες τα- με τα κυδώνια.
Αυτά και τις πίτες τις τρώγατε για μεσημεριανό-
Φαγητό-
Για φαγητό
Ναι ναι ναι το μεσημέρι. Για αυτό σου είπα είχαμε ένα μεγάλο ταψί, ήμασταν εφτά άτομα και η μαμά οχτώ, από τρία κομμάτια να έπαιρναν… Ένα πελώριο ταψί. Το πήρα τώρα και το έχω -από πάνω εδώ έχω μία αποθηκούλα- και το έχω το μεγάλο το ταψί αυτό και θυμάμαι την πίτα που έφτιαχνε η μαμά, ναι.
Ήτανε από τα φαγητά που θυμάστε;
Ναι ναι ναι, όλα τα φαγητά της μαμάς μου τα θυμάμαι. Μετά κάναμε και το πατάτες, κρεμμύδια γιαχνί. Έβαζε, είχαμε μία γλάστρα και είχαμε τον αδυάσμο, τον πότιζε η μαμά, για να μην χαλάσει, να μην έχουμε αδυάσμο, και θα βάλει η μαμά κρεμμύδια, πατάτες, πελτέ και αδυάσμο και λάδι μπόλικο. Το λάδι ήταν, έπλεε, γιατί είχαμε λάδια. Αυτό μας έσωσε στην Κατοχή το λάδι, το λάδι ήταν δηλαδή τα τρικεριώτικα τα λάδια ήτανε αιθέρας, γιατί δεν ρεντίζανε, δεν είχανε μικρόβια από πουθενά και έβγαινε το λάδι -τι να σου πω- τρία χρόνια τέσσερα χρόνια λάδι είχαμε. Κάθε χρόνο, κάθε χρόνο κάρπιζαν τώρα έγιναν τίποτα.
Θα μου πείτε για τα χαμαλάκια που τα-
Θα σου πω-
Ξέρω εγώ, αλλά δεν τα ξέρει ο κόσμος;
Δεν τα ξέρει ο κόσμος. Λοιπόν, τα χαμαλάκια, όπως είπαμε ανοίγουμε τα φύλλα. Ανοίγουμε το φύλλο και το χωρίζουμε στη μέση, το διπλώνουμε και το βάζουμε στη μέση. Λοιπόν, σε αυτό το μισό βάζουμε το τυρί. Τυρί, αυγά και λίγο γάλα, λίγο ίσα ίσ,α για να μαλακώνει το τυρί, γιατί μετά αναδεύει το γάλα και κάνει κακό. Λοιπόν, θα το στρώσουμε όλο αυτό το φύλλο το μισό, θα μπατάρουμε και το άλλο το μισό το φύλλο από πάνω και μετά θα το χωρίσουμε με τον πλάστη, αυτό που ανοίγουμε το φύλλο. Το χωρίζουμε σε κομμάτια. Το θέλουμε σε μεγαλύτερα, το θέλουμε σε μικρότερα. Εγώ με άρεσε οι ακρούλες, της έλεγα εγώ: «Μαμά, εγώ θέλω τις άκρες» και το χώριζε σε κομματάκια. Αυτό ήταν το πολύ πολύ ωραίο φαγητό. Πολύ ωραίο φαγητό το μεσημεριανό, πολύ.
Στον φούρνο ή στο τηγάνι;
Στο τηγάνι, όλα στο τηγάνι, δεν γίνονταν… Όλα, τηγανίτες, τέτοια -πες τα- χαμαλάκια, στριφτά. Έκαναμε και στριφτό. Λοιπόν, το στριφτό είναι, όπως ανοίγουμε το φύλλο, το τυλίγουμε όλο όλο όλο με τέτοιο, με τυράκι, με διάφορα. Λοιπόν, το ξεκινάμε και το στρίβουμε. Το στρίβουμε όλο και ξεκινάμε, αφού στριφτεί γίνει ένα σουβλί ξεκινάς και το παίζεις τσουπ τσουπ και γίνεται η στριφτή. Αυτή άμα τη φας, είναι άλλο πράγμα.
Και αυτή στο τηγάνι;
Και αυτή στο τηγάνι, όλα στο τηγάνι, μα φούρνο δεν είχαμε, κουζίνα δεν είχαμε. Σου λέω για να ψήσει η μαμά το ψωμί έπρεπε να πάει να πάρει κλαδιά. Όλα στο τηγάνι.
Οι πίτες, όμως, η κρεμμυδόπιτα;
Οι πίτες στο φούρνο. Α, μετά αφού έβγαλε δική της πατέντα, έμαθε ότι είχανε βγάλει γάστρες. Πήγε και αγόρασε γάστρα. Το σπίτι μας από πάνω είχε μία αυλή, εκεί είχε κάνει η μαμά ένα τζάκι. Εκεί έβαζε τα ξύλα και γίνονταν και έβαζε από κάτω καρβουνίδι, από πάνω… Στην πυροστιά έβαλε στη γάστρα και εκεί μέσα έβαζε την πίτα. Τι πίτα ήταν εκείνη… Απόιαζε όλη η γειτονιά. Έλεγε η γειτόνισσα δίπλα: «Η Γκίζαινα φτιάχνει κρεμμυδόπιτα τώρα. Μας απόιασε η κρεμμυδόπιτα». Κατάλαβες; Για να μην κουβαλάει κλαδιά μετά, αφού αρχίσει και έραβε και κάπως λιγάκι πιάστηκε, ξεκίνησε και τα Τρικεριώτικα και εγώ από κοντά της στα Τρικεριώτικα. Της μάζευα όλα τα κουρέλια, τα κομματάκια, «Τι να τα κάνεις -μου έλεγε- βρε κοριτσάκι μου τα κομματάκια;». «Ε, τα θέλω». Να κάτσω ύστερα, να τα ενώσω, να κάνω μία σαλιαρίτσα να την δώσω στα παιδάκια να τρώνε.
Από γλυκά έχετε ένα-
Γλυκά έχουμε τον κουραμπιέ, το μελομακάρονο αυτά ήταν τα δύο τότε. Μετά ξεκίνησαν τα κέικ, μετά ξεκίνησαν τα τέτοια. Κουραμπιές και το μελομακάρονο ήτανε μόνιμο.
Εγώ ξέρω και ένα άλλο γλυκό που πρέπει να το μάθει ο κόσμος.
Ναι, ποιο;
Το κυδώνι το πελτέ.
Α καλά! Αχ, άμα θα σου πω ότι έφτιαξα προχθές κυδώνι με πελτέ.
Να πούμε λίγο τη συνταγή πώς βγαίνει;
Πώς βγαίνει το κυδώνι, το κυδώνι βγαίνει, είχα πάρει τέσσερα κιλά κυδώνια, τα έκοψα φέτες φέτες, με βοήθησε η Άννα και τα κόψαμε, και τα έβαλα, βάζεις όλο το μίγμα μες στην κατσαρόλα και βάζεις νερό ίσα ίσα να τα σκεπάζει. Τα άφησα και βράσανε τόσο πολύ, δηλαδή έγιναν άλλο πράγμα. Μετά πήρα το τρυπητό και τα μπατάρισα και έβγαλα το ζουμί. Τι είναι το ζουμί, ένα ποτήρι ζουμί, δύο ποτήρια ζάχαρη. Έφτιαξα ένα πελτέ… Τι να σου πω! Τον ήθελε η Ελένη του Κοττή. Ήθελε να πάει στη συμπεθέρα της που πάντρεψε το κορίτσι να της πάει ένα δώρο Τρικεριώτικο. Πιάνομαι. Λέω: «Μην ανησυχείς θα σου φτιάξω». Της έφτιαξα τρεις μαστραπάδες, μαστραπάδες οι παλιοί, τα καπακωτά, ναι, μεγάλος μαστραπάς με το καπάκι. Έχει και τώρα, έχουνε λέει και στο «Vicko» έχει και ο «Vicko» μαστραπά, γιατί ανησυχούσα εγώ. Ήθελα ένα μαστραπά, γιατί αυτού που θα πάω την κούκλα ήθελα και ένα μαστραπά να της πάω τέτοιον και είπα της Άννας, τώρα δεν ξέρω σήμερα που δεν μπορούσε. Τέλος πάντων και της φτιάχνω τρεις μαστραπάδες, τι να σου πω… Έχω ένα κάτω μικρό θα στο δείξω. Μετά πήρα αμύγδαλα, τα καθάρισα και της έφτιαξα μαργαρίτες από πάνω. Ήταν ένα άλλο πράγμα, τον είδε η Λένα και τρελάθηκε. «Βρε Ευθαλία τί έκανες;». «Τίποτα δεν έκανα, κάτι που μπορώ να το κάνω, γιατί να μην σας το κάνω;». Κατάλαβες και έχω ένα της Άννας κάτω, θα το δεις και έχω και το μικρό, αυτό κράτησα εγώ το μικρό. Έφτιαξα τρεις και τρεις, δύο της Άννας και ένα του Λενιού του Χαμαλάκη, τρία και τρία, έξι και τον μικρούτσικο είναι το δικό μου.
Ξεχωριστό γλυκό.
Ξεχωριστό γλυκό, αυτό ο πελτές, θα σου δείξω έχω έναν πελτέ μέσα, οχτώ χρόνια και δεν έχει πάθει τίποτα. Θέλει καλό δέσιμο και το συντηρητικό του τι είναι, μόνο λεμόνι τίποτε άλλο, αλλά θέλει δύο ποτήρια ζάχαρη, ένα χυμό.
Και αυτό έρχεται και δένει-
Αυτό έρχεται και δένει, δηλαδή και γίνεται ένα… Εγώ το μετράω σχεδόν με τη πώς θα πέσει η σταγόνα, αν πέσει παχουλή είναι έτοιμο, αν πέσει νερωτή, θέλει βράσιμο. Έχω το πιατάκι δίπλα και συνέχεια και συνέχεια και βγήκε ένας πελτές, θα στον δείξω τώρα, άμα πάμε κάτω. Μετά κάνουμε το κυδώνι το τριφτό, το κυδώνι το τριφτό το κόβουμε φετούλες φετούλες, πρώτα το έτριβαν στον τρίφτη, εμένα δεν μου άρεσε στον τρίφτη, γιατί γίνονταν νιανιά. Τώρα, το κόβουμε στο… Με το χέρι κανονικά φετούλα καλή και δεν παθαίνει τίποτα. Το ίδιο ίσα ζάχαρη ίσα κυδώνι, μετά πάλι τα αμύγδαλα τα ξεφλουδίζω και τα ρίχνω και αυτά μέσα και για άρωμα τι βάζω, τον βασιλικό, ενώ άλλοι βάζουνε τη πώς τη λένε αυτή-
Αρμπαρόριζα;
Την αρμπαρόριζα, εμένα δεν μου αρέσει, γιατί γίνεται βαρύ, ενώ ο βασιλικός άμα σου δείξω τον πελτέ θα μου πεις…
[00:40:00]Αυτό το γλυκό τι σημασία έχει για το Τρίκερι;
Αυτό το γλυκό πηγαίνανε στην πεθερά…
Πότε;
Όταν γινόταν η προξενιά και πηγαίνανε να αλλάξουν δαχτυλίδια, τον μαστραπά με τον πελτέ. Αυτό ήταν το γλυκό.
Το πήγαινε η νύφη στην πεθερά;
Η νύφη στην πεθερά, δηλαδή η μαμά που πήγαινε να τελειώσει την παντρειά θα τους πάει τον μαστραπά, η νύφη δεν πήγαινε, η νύφη θα πάει μετά, κάθονταν στο σπίτι. Έλεγα της μάνας μου: «Μέσα στο καμινάδα μας βάζατε εμάς να μην βγούμε έξω». Ήταν ο τέτοιος, το κυδώνι, το κυδώνι ήταν άλλο πράγμα.
Για κεράσματα άλλα σε αρραβώνες και γάμους;
Κεράσματα κάναμε τα βάζα ναι τα βάζα με βύσσινο, με κεράσι, άλλο καλοκαιρινό τι είχαμε, μετά βγήκε το περγαμόντο και το νεράντζι. Πρώτα ήταν τα δυο, βύσσινο και κεράσι, μετά βγήκε το περγαμόντο, βγήκε το -πες το το άλλο- το περγαμόντο και το…
Νεράντζι;
Και το νεράντζι, μπράβο. Το νεράντζι έκανα και πελτέ.
Πως;
Μαρμελάδα.
Όπως το κυδώνι;
Όπως το κυδώνι, πολύ ωραία μαρμελάδα. Ναι πολύ ωραία και είναι και δηλαδή αυτή η μαρμελάδα δεν είναι βλαβερή, όπως είναι οι άλλες, γιατί έχει λίγο την πικρουλίτσα, αλλά είναι πάρα πολύ ωραία. Η Άννα έλεγε: «Μάνα πώς την τρως;». Εμένα μου άρεσε, την έφτιαχνα.
Να πούμε και για τον μπακλαβά τον Τρικεριώτικο που έχει ξεχωριστή θέση;
Βεβαίως, ο μπακλαβάς ο Τρικεριώτικος δε συγκρίνεται με κανέναν. Βέβαια, ο μπακλαβάς ο Τρικεριώτικος πρέπει να έχει κάπου σαράντα φύλλα. Κάθε φύλλο είχαμε καρύδια, αμύγδαλα και μετά βάζαμε και γιαννιώτικο -πες το- τα γιαννιώτικα τα -πώς τα λέμε αυτά- που παίρνουμε τα γιαννιώτικα, τα φιστίκια. Βάζαμε και λίγο φιστίκι, δηλαδή αυτό έγινε μετά από καμιά δεκαριά χρόνια από τα παλιά. Πολύ ωραίος μπακλαβάς. Λοιπόν, κάθε φύλλο στρώση, κάθε φύλλο στρώση και γινότανε οχτώ πόντους. Μεγάλος μπακλαβάς. Από κει κόβονταν γραμμές ίσιες και μετά το κόβαμε με τριγωνάκια, τριγωνάκια, τριγωνάκια, για να βγει το κομμάτι του μπακλαβά. Εν τω μεταξύ, μέσα στα αμύγδαλα βάζαμε και ζάχαρη και λίγο ζάχαρη, μετά κάναμε το σιρόπι, αναλόγως το σιρόπι πρέπει να έμπαινε τρία με ένα, και μέλι, αφού θα κατεβεί το σιρόπι έτοιμο πάνω που αρχινούσε και έκανε κόμπους, θα βάλουμε και το μέλι, θα βάλουμε και το λεμόνι, για να μην ζαχαρώνει. Και από κει πότισμα, πλημμύρα, όλος ο μπακλαβάς μέσα σε τρεις ώρες το ήπιε. Αλλά ο μπακλαβάς δεν συγκρίνεται με κανέναν μπακλαβά, κανέλα, γαρύφαλλα και μοσχοκάρυδο. Και από πάνω, στην αρχή βάζαμε γαρυφαλλάκι μετά βάζαμε αμύγδαλο άσπρο σε κάθε κομματάκι τρυπούλα και αμύγδαλο τρυπούλα και αμύγδαλο, ή τρυπούλα και γαρύφαλλο. Ναι ο μπακλαβάς αυτός… Αλλά να σου πω τώρα τον βαριούνται και δεν τον φτιάχνουν, τώρα βρίσκουν τα έτοιμα και δεν τον φτιάχνουν, πολύ σπάνια να φτιάξει μπακλαβά, πολύ.
Τότε οι νοικοκυρές τον φτιάχνανε συχνά; Για ποιες περιπτώσεις;
Τότε γιορτή είχες, μπακλαβά θα κάνεις, θα βαφτίσεις μπακλαβά θα κάνεις, γάμο θα είχες μπακλαβά θα κάνεις, αυτό ήταν το κύριο γλυκό ή κουραμπιέ ή κουραμπιέδες θα κάνουμε πάλι το ίδιο.
Η μάνα μου είχε μία γαβάθα που ήταν σαν σκούφια, αυτού θα βάλει ένα κιλό βούτυρο και έβαζε την Χρυσάνθη και χτυπούσε χτυπούσε πιάνονταν το χέρι της, δεν είχε βλέπεις μίξερ, τίποτα τέτοια, μέχρι να γίνει αφρός. Μετά θα προσθέσει τα αυγά, θα προσθέσει την κανέλα, θα προσθέσει κανέλα και γαρύφαλλο και μοσχοκάρυδο, όχι κανέλα και μοσχοκάρυδο τριμμένο, θα τα προσθέσει όλα αυτά και μετά θα βάλει το αλεύρι όσο πιει, για να γίνει ο κουραμπιές. Κατάλαβες μετά γινότανε ένα μεγάλο στρογγυλό και ξεκινούσαμε με το καλούπι και τα βγαίναμε και τα βάζαμε στο ταψί. Τότε δεν είχε λαδόκολλες, τα βάζαμε σκέτα κι, όμως, δεν πάθαιναν τίποτα. Τώρα άμα δεν βάζεις λαδόκολλα, θα κολλήσει. Κατάλαβες ο κουραμπιές!
Τους κουραμπιέδες εσείς τους φτιάχνατε μόνο τα Χριστούγεννα ή όλο το χρόνο;
Όχι, φτιάχναμε και άλλη φορά, έφτιαχνε, σου λέω η μάνα μου ήταν πολύ επιδέξια. Ύστερα, τα κορίτσια μεγάλωσαν και περιέλαβαν τα κορίτσια όλες τις δουλειές του σπιτιού τις έκαναν τα κορίτσια. Η μαμά ήτανε δούλευε ύστερα, αφού έγινε η Χρυσάνθη ήτανε, την καθεμία τι είπαμε, την έβαλε στη δουλειά, την Χρυσάνθη δεν τη έβαλε στη δουλειά την είχαμε για το σπίτι. Αυτή θα μαγειρέψει, θα πλύνει, θα σιδερώσει, θα κάνει όλες τις δουλειές, γιατί άμα βάζαμε και αυτή στη δουλειά, ποιος θα κάνει τις δουλείες; Η μαμά είπαμε ήταν αφοσιωμένη στο ράψιμο, στο ράψιμο και στο Τρικεριώτικο, άμα κάθονταν τούτα τα γονατάκια της είχανε ρόζους καταγής στο σανίδι, να βάζει το ύφασμα και να κάθεται εκεί να τρυπώνει, να τρυπώνει, όλο βαλε τώρα πέντε μέτρα ύφασμα και πέντε μέτρα κάμποτ. Ανά είκοσι πόντοι να παίρνει τους καταρράκτες, τα τρυπώματα και αυτό όλο να ραφτεί στο χέρι, το κατάλαβες; Για αυτό, είχε καθεμία και τη δουλειά της.
Από τη μαγειρική της αδερφής ευχαριστημένη;
Ναι, μαγείρευε πολύ ωραία, η Χρυσάνθη μαγείρευε πολύ ωραία, πολύ ωραία μαγείρευε. Εγώ θα πήγαινα για μοδιστρική, αν δεν προλάβαινα την ώρα που μαγείρευε, μου το έφερνε η μάνα μου, από κάτω εκεί στου Στάθη του Κλιάρη το σπίτι και φώναζε «Ευθαλία» να πάω να μου δώσει το φαΐ να το φάω. Αν δεν ήταν έτοιμο και εγώ έφευγα για τη μοδιστρική, δεν ανάπαυε, έπρεπε να μου φέρει το φαΐ. Επίσης, και το γάλα το πρωί, αργούσε η γαλατού, η Παρακάναινα, το έβραζε και έρχονταν και με κορόιδευε το Κική και μου έλεγε: «Ήρθε ο γαλατάς, τρέξε ο γαλατάς φωνάζει» να πάω να πιω το γάλα, δεν ανάπαυε να με αφήσει νηστικιά.
Το γάλα δηλαδή τότε ερχόταν από-
Τα κατσίκια-
Και πήγαινε από πόρτα σε πόρτα-
Από πόρτα σε πόρτα. Είχαμε και ένα αρνί, μία φορά είχαμε πάρει, όχι μία φορά, δηλαδή κάθε εποχή, όταν ήταν τα αρνιά θα πάρει η μάνα μου αρνί, όταν ήτανε τα κατσίκια θα πάρει κατσίκι, όταν ήταν τα γουρούνια πήρε και γουρούνι, θα σου πω και για το γουρούνι. Και έρχονταν η γαλατού, εμείς καθόμασταν, το σπίτι μας ήτανε κοντά στην Παρακάναινα, και μόλις θα είδε η μάνα μου το γάιδαρο και έφτανε θα πάει να πάρει το γάλα. Και όταν εγώ, αργούσε το κατσίκι, εγώ έπρεπε να πάω στη δουλειά μου στην ώρα μου, θα μου βράσει το γάλα να μου το φέρει. Λοιπόν, είχαμε ένα αρνί και το είχαμε κάτω από το τραπέζι, είχαμε ένα κουτί μεγάλο και τον βάζαμε μέσα τον μπέμπη. Μόλις θα ακούσει τη Στεργιάνω, έχει και ξένοι τσομπάνοι, φώναζε η Στεργιάνω: «Γάλα». «Μπε» το αρνί. Άντε έλεγε η μάνα μου: «Ο μπέμπης αρχίζει και θέλει το γάλα του». Θα κατεβεί να πάρει το γάλα, να το βράσει, να το δώσει με το μπιμπερό, να το πιει. Πόσο γίνονταν δώδεκα οκάδες, δεκατρείς οκάδες το κάθε ζούμπερο είτε αρνί είτε κατσίκι, μεγάλωνε εκεί. Εν τω μεταξύ, στο σπίτι που καθόμασταν από κάτω είχαμε ένα κήπο, εκεί η μάνα μου πήγαινε και έσπερνε κριθάρι, για να έχει ο μπέμπης να τρώει. Το σκάλιζε και το έριχνε και γίνονταν να τόσο. Μια δόση πήραμε και ένα γουρουνάκι: «Ρε μάνα -της είπα εγώ- τι το ήθελες το γουρούνι;». [00:50:00]«Άιντε και αυτό καλό είναι». Ε, τέλος πάντων μην τα πολυλογούμε, ο Φραγκογιάννης, της αδερφής μου ο άντρας, είχε μανάβικο. Ήταν από τους Ωρεούς και έφερνε ζαρζαβατικά και πολλά τέτοια και ό, τι περίσσευαν, χαλασμένα και μη, τα έπαιρνε η μάνα μου και ταΐζε το γουρούνι. Έγινε ο γουρούνος θεριός, τον είχαμε δεμένο μέσα σε, στον κήπο μας δίπλα ήταν ένα κυπαρίσσι, εκεί το είχαμε κάνει σαν παράγκα και έμπαινε μέσα και τον είχανε δεμένο. Έλα, όμως, που έλυσε το γουρούνι το σχοινί και έφευγε. Να ψάχνουμε εδώ, να ψάχνει η μάνα μου εκεί, πουθενά το γουρούνι. Ακούμε τον Κρητικό ήταν ο Κρητικός που φώναζε, που διαλαλούσε: «Της Λενιώς της Γκίζικο και το γουρούνι σου και είναι στον Σεντίκη και πίνει και καφέ». Πάει η μάνα μου που λες, το είχανε δεμένο, ο Σεντίκος ο καημένος: «Α βρε Λενιώ, μας ήπιε όλον τον καφέ». Κατάλαβες τη μάνα είχα; Δραστήρια.
Αυτά τα ζωάκια, ουσιαστικά, μετά τα μεγαλώνατε και τα τρώγατε…
Ναι ναι τα μεγαλώναμε και αυτό το γουρούνι που λες, είχαμε ένα, έβγαινε τριάντα οκάδες τριάντα πέντε οκάδες το γουρούνι. Μας είχανε δώσει ένα βαρελάκι ξύλινο και έλεγε: «Λενιώ, επειδή είναι πολύ το κρέας, δεν θα το καταναλώσετε, θα το παστώσεις και τα λίπη», τα έβγαζε η μάνα μου τα λίπη και τα αναλούσε στη φωτιά, τα αναλούσε και τα έβαζε μέσα σε ένα βάζο και αυτό έπαιρνε κάθε φορά που θα μαγειρέψει τα ζυμαρικά, για να βάλει μία κουταλιά βούτυρο. Δε το υπόλοιπο το κρέας το πάστωνε με αλάτι, της είχανε δείξει με αλάτι, καπάκι και όποτε θέλαμε κρέας θα βγάλουμε να φτιάξουμε φαγητό, μα με πατάτες, μα με το ρύζι, μα με μακαρόνια, ό, τι θέλαμε. Για αυτό, σου λέω δεν δυστυχέψαμε εμείς, καθόλου. Γιατί ήτανε δραστήρια γυναίκα, δεν βαριόταν, όπως δεν βαριέμαι εγώ τώρα, ό, τι μου πεις, θα στο κάνω, κατάλαβες;
Οπότε η διατροφή ήτανε πλούσια για τα δεδομένα;
Ήταν ήτανε, για τα δεδομένα. Ναι, ήταν γιατί σου λέω δεν στερίζονταν τίποτα. Είχε πιάσει όλο το καλύτερο, πώς να στο πω, τον καλύτερο κόσμο που είχανε, τον τέτοιο τον κρεοπώλη, τον τέτοιον το γάλα. Όλους τους τσομπάνους τους είχε στην διάθεση της η μάνα μου. Τους έφτιαχνε μέχρι τα σώβρακα με τα κομποδέματα και της λέω εγώ μία μέρα: «Θέλω να βάλω ένα, να δω πώς είμαι». Μου είπε «Θα είσαι σαν τον Κώστα τον Κρητικό». Ο Κρητικός ήτανε πες το, από την Κρήτη είχε έρθει ναι, και όταν ήρθε, ήρθε με τη βράκα και μετά η Κρητικίνα, πήρε την Κρητικίνα του ‘βαλε παντελόνι, με τη βράκα με τα δεσίματα. Την θυμάμαι αυτήν τη στολή.
Ο υπόλοιπος ο κόσμος, όμως, στο χωριό;
Υπόφερε. Υπόφερε.
Δυσκολεύτηκε;
Ναι ναι ναι, υπόφερε, υπόφερε δεν ήταν, πώς να στο πω, δεν ήταν όλοι να το λέει το κουράγιο τους. Αφού τότε είχανε πεθάνει πόσοι με την κατοχή από την -πώς να σου το πω- από την ανέχεια.
Την κακουχία.
Την κακουχία.
Δύσκολα χρόνια
Πολύ πολύ σου λέω εμείς δεν καταλάβαμε. Μεν μας πήρε και φύγαμε και μετά όταν γυρίσαμε είχανε στρώσει τα πράγματα. Περιλάβε η μάνα μου όλους τους τσομπάνους και είχε δουλειά και μας είχε και τροφή, κατάλαβες; Αυτό, γι’ αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να μην κωλώνει πουθενά, μπροστά, μπορείς δεν μπορείς μπροστά.
Και έτσι και με τα λίγα και με μία απλή διατροφή χωρίς πολλά πολλά-
Το ζυμάρι είναι τροφή στον οργανισμό, το ζυμάρι. Πιο είναι άσχημο; Το ζυμάρι, το λάδι, οι ελιές που είχαμε τον κουτσοπάτη σπασμένο και μας έβγαινε κάθε μεσημέρι ένα πιάτο σουρωμένο, έπρεπε να τις φάμε αυτές όλες τις ελιές. Αυτές ήταν οι διατροφές τότε οι καθαρές, η ελιά, το λάδι, αυτά ήταν τα καθαρά. Ποιο ήταν τώρα όλα όλα είναι με ενέσεις και όλα με φάρμακα, τότε είχε φάρμακο; Κανένα.
Τώρα εσείς στην καθημερινότητα πώς είναι που μαγειρεύετε; Κρατάτε τα παραδοσιακά;
Ναι τα παραδοσιακά όλα, εκτός αυτού κρατάω κι όλες τις σαρακοστές. Από τότε, η μάνα μου, όμως, είχε εξαίρεση σε αυτό. Δεν μας έδινε να φάμε Τετάρτη και Παρασκευή αρτιμή καμιά, φασολάδα, φασόλια, φακή, ρεβίθια, «Έχει τόσα τόσα -έλεγε η μάνα μου- γιατί να σας δώσω κρέας;». Ποτέ! Από τότε μας έβαλε αυτή τη σειρά και αυτή τη σειρά παίρνουμε μέχρι τώρα. Λέει η Άννα καμιά φορά: «Ρε μάνα, σου έχει πέσει ο αιματοκρίτης, να φας κρέας». «Κρέας φάγαμε σε ορισμένα, από κει και δεν τρώω κρέας μέχρι τα Χριστούγεννα. Δεν θα πάθω, δεν θα πεθάνω μέσα σ' ένα μήνα». Το κατάλαβες; Έχουμε μάθει αυτό τον προορισμό, από τη μάνα. Νηστεία, βεβαία, σαρακοστές, εκτός αυτού το κρατούσε και ο άντρας μου, νηστεία εγώ, νηστεία και αυτός. Το πρωί θα κατέβει να ανάψει τη σόμπα τώρα τον χειμώνα να φτιάξει το γάλα, αν ήταν Τετάρτη και Παρασκευή θα φτιάξει το τσάι και περίμενε να κατέβω να δώσω το αντίδωρο, για να πιει καφέ. Δεν έπινε καφέ χωρίς να μην κατέβω να του δώσω τα αντίδωρο. Το αντίδωρο είναι μόνιμο εμένα μες στο ψυγείο, όταν πάω στην εκκλησία και έχει περίσσιο, το παίρνω, το βάζω σε ένα ταψάκι και το ψήνω στην κουζίνα, για να μη μουχλιάσει και κάθε πρωί θα κόψω από ένα κομματάκι πριν να φάω, θα μετρηθώ για το ζάχαρο, θα πάρω το αντίδωρο και μετά θα φάμε το κουλουράκι.
Το αντίδωρο, δηλαδή, ουσιαστικά το κάνετε σαν παξιμάδι;
Ναι το ψήνεις, για να μη μουχλιάζει σαν παξιμαδάκι όχι πολύ ξερό. Μόλις μόλις παίρνει και το έχω μέσα μία τσάντα, θα στην δείξω τώρα την τσάντα κάτω και το βάζω μέσα εκεί και κάθε πρωί περίμενε ο καημένος θα του δώσω το αντίδωρο, για να πιει καφέ.
Δεν παραπονέθηκε ποτέ να θέλει να φάει κρέας ας πούμε;
Ποτέ, ποτέ, του έλεγα: «Τι με θες εμένα, εγώ το έχω συνηθίσει απ την μάνα μου». «Γιατί εσύ -λέει- γιατί εγώ- λέει- γιατί εσύ θες να πας στον παράδεισο και εγώ να πάω στην κόλαση, όχι». Με κορόιδευε κιόλας, κατάλαβες και κρατούσε και αυτός σαρακοστές. Για αυτό πέθανε μέσα σε μισή ώρα και όταν ήρθε ο παπάς να τον ψάλει, του λέω: «Πάτερ να μην είναι ζωντανός, ήτανε το μάγουλο του ροδοκόκκινο». «Όχι -μου λέει- Ευθαλία μου είναι ευλογημένος». Κατάλαβες; Σε μισή ώρα, δεν πόνεσε, δεν κούρασε, δεν κούρασε κανέναν, όλα αυτά συμμετέχουν. Αν δούλεψε στην Παναγία, αν δούλεψε.
Τι να πούμε κλείνοντας;
Ό, τι θέλεις.
Να πούμε ότι το Τρίκερι έχει αρκετά παραδοσιακά-
Πολλά πολλά, το Τρικέρι, δηλαδή όπου πας και όπου γυρίσεις σαν το Τρίκερι δεν θα βρεις. Από τις παραδόσεις που έχει, από φορεσιές, από τα κιλίμια με τα χτενάκια, από φαγητό - τι να σου πω- από γλυκό; Τι να πρωτοθυμηθείς; Τα πάντα έχει το Τρίκερι, δεν υπάρχει άλλο χωριό σαν το Τρίκερι, τα πάντα και όλα υγιεινά, κανένα με συντηρητικά.
Και αξίζει ο κόσμος να δοκιμάσει όλα όσα είπαμε.
Αξίζει να δοκιμάσουν, όσα είπαμε να τα δοκιμάσουν και άμα θα ‘ρθούνε στο χωριό να ‘ρθουν εδώ να τους φτιάξω την κρεμμυδόπιτα.
Είστε καταπληκτική. Σας ευχαριστώ πολύ.
Τίποτα, να ηρθούνε να τους φτιάξω την κρεμμυδόπιτα και να τους φτιάξω και τις αρανιστές. Για να μάθουνε πώς εζήσαμε εμείς εκείνα τα χρόνια.
Οπότε ανοιχτή πρόσκληση σε όλο τον κόσμο από την κυρία Ευθαλία μας.
Από την κυρία Ευθαλία, όποτε επιθυμείτε, πες, να πάτε να σας κάνει την κρεμμυδόπιτα και να σας κάνει, πες, και τις αρανιστές [01:00:00]ή τις χυλοπίτες.
Και για γλυκό μετά;
Και για γλυκό τον πελτέ!
Ωραία! Ευχαριστώ πολύ.
Τον έχω άμα θες να τον βγάλεις φωτογραφία.
Θα τον βγάλω.
Ναι να τον δεις τι όμορφος που είναι.
Ευχαριστώ!
Τίποτα, αγάπη μου! Ό, τι μπορώ, μακάρι όποτε θέλεις και θελήσεις και κάτι άλλο, η Ευθαλία είναι εδώ.
Ευχαριστώ πολύ