© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Οδοκιθαριστής» του περιθωρίου
Κωδικός Ιστορίας
13784
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Ελευθερίου "Ψευδώνυμο" (Ιωάννης Ελευθερίου)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/11/2021
Ερευνητής/τρια
Μιχάλης Χρυσολωράς (Μ.Χ.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πείτε όνομά σας;
Ναι λέγομαι Ιωάννης Ελευθερίου.
Είναι Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021, είμαι με τον Γιάννη Ελευθερίου στην Κάτω Χώρα Σερίφου, εγώ ονομάζομαι Μιχάλης Χρυσολωράς, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Γιάννη, πες μας δυο πράγματα για σένα.
Λοιπόν, εγώ έχω γεννηθεί το ΄54, στον Πειραιά -το 1954-, έμενα με τους γονείς μου στη Δραπετσώνα, στα σπίτια της εταιρείας λιπασμάτων, μία φτωχογειτονιά, όπου μέναμε 300 οικογένειες, όλοι δουλεύανε στα λιπάσματα, της εταιρείας «Βοδοσάκη». Μέναμε σε κάτι διώροφα φτωχικά σπίτια, με πισσόχαρτο από πάνω -ήτανε δύσκολες οι εποχές. Θυμάμαι, είχαμε κοινές τουαλέτες, 300 οικογένειες, τις οποίες τουαλέτες, επειδή ήταν φτωχογειτονιά, εργατογειτονιά, τις ονόμαζαν και «σκόμπι». Και Σκόμπι ήτανε ο Εγγλέζος διοικητής στον εμφύλιο, που είχε αναλάβει να κάνει την παράδοση με τους αντάρτες. Και επειδή δεν τον αγαπούσαν, δεν ήταν καθόλου αγαπητός, είχανε δώσει το όνομά του στις τουαλέτες. Οι τουαλέτες λεγόντουσαν «σκόμπι», λοιπόν, πήγαινα σχολείο στη Δραπετσώνα... Ήμουνα καλός μαθητής, ασχολιόμουν και με τον αθλητισμό από μικρός, όλα πήγαιναν σχετικά καλά, ο πατέρας δούλευε, η μάνα ήταν σπίτι, εγώ πήγαινα σχολείο και ξαφνικά σε ηλικία 12-13 ετών, γίνεται η Χούντα. Όπου ξυπνάμε ένα πρωί, μας λένε: «Δεν θα πάτε σχολείο». Δεν καταλαβαίναμε και πολλά, παιδιά ήμασταν ακόμα, βλέπω μία αναταραχή στα οικήματα μέσα, έρχεται μία διαταγή ξαφνικά να κρεμάσουμε όλοι ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια, είδαμε ένα πανικό γύρω-γύρω, δεν καταλάβαμε πολλά πράγματα ακόμα. Σταδιακά, μάθαμε ότι αλλάζουν οι συμπεριφορές, αρχίζει η απαγόρευση κυκλοφορίας, 21:00-21:30 το βράδυ -δεν θυμάμαι- απαγορευόταν να βγούμε έξω. Συνεχίστηκαν τα μαθήματα μετά. Το ΄68, σε ηλικία 14 ετών εγώ -είχε περάσει και ένας χρόνος από τη Χούντα- είχα μία περίεργη εμπειρία, όπου ξαφνικά στα οικήματα λιπασμάτων -που ήτανε οικήματα μέσα σε τείχος, ήταν οικήματα, δεν μέναν άλλοι, ήταν μόνο οι εργαζόμενοι και λεγόταν η περιοχή και «μικρό Παρίσι», γιατί οι περισσότεροι ήταν εργάτες, ήταν αριστεροί που μέναν εκεί και τέτοια-, ξαφνικά μπουκάρανε τρεις κλούβες με χωροφύλακες και τέτοια. Έπεσε πανικός στη γειτονιά. Από τα παράθυρα τούς βλέπαμε και βλέπω και αράζουν έξω από το σπίτι μου. Δίπλα μας έμενε ένας συνάδελφος του μπαμπά, και ξαφνικά μπουκάρουνε μες στο σπίτι, σπάνε πόρτες -εγώ ήμουνα 13-14 χρονών-, σπάνε πόρτες, ξυλοκοπούν τον πατέρα μου, μπαίνουνε και στο διπλανό σπίτι. Τα βλέπαμε αυτά, τώρα παιδιά ήμασταν, έτσι; Ο διπλανός αντιστάθηκε, έφαγε περισσότερο ξύλο, όπου στην ηλικία των 14 ετών, χωρίς να καταλαβαίνω πολλά, χάνω τον πατέρα μου. Ρώτησα πού πήγανε, μου λέει: «Στο Μεταγωγών είναι, στο Πασαλιμάνι και θα κάτι θα γίνει, θα ξανάρθει». Και ξαφνικά γίνεται μία αλλαγή στη συμπεριφορά μου που δεν την κατάλαβα. Έπρεπε να πάω 40 χρόνων για να την καταλάβω. Δεν καταλάβαινα τι μου συνέβαινε. Ενώ ήμουνα καλός μαθητής, με πιάνει μία άρνηση, δεν ήθελα να πάω σχολείο, δεν ήθελα να κάνω παρέες, δεν ήθελα να βγαίνω έξω. Να μην σας τα πολυλογώ, μετά από κάνα εξάμηνο-επτάμηνο, μας ειδοποιούν ότι πρέπει να φύγουμε από το σπίτι, γιατί πλέον ο πατέρας μου δεν είχε γυρίσει, δεν είχε επιστρέψει. Εγώ πήγαινα σχολείο ακόμα, η μάνα μου ήταν μία γυναίκα του σπιτιού, δεν είχε βγει από το σπίτι ποτέ, απλά κράταγε το σπίτι και ξαφνικά βρισκόμαστε στο Πασαλιμάνι, νοικιάσαμε ένα σπίτι, πάνω από την «Μαρίνα Ζέας», όπου μένανε και κάτι οικογένειες Σερφιωτών. Εγώ συνέχισα το σχολείο, η μάνα μου βγήκε στη δουλειά, γιατί κάποιος έπρεπε να δουλέψει. Ήμουνα πολύ μικρός ακόμα, '68 -1968. Βγήκε η μάνα μου στη δουλειά, εγώ εξακολουθώ να είμαι καλός μαθητής, γράφομαι και στο μπάσκετ εκεί κοντά στο γήπεδο του… Γιατί μέναμε κοντά στη λέσχη του Ολυμπιακού. Ήμουνα καλός και στο μπάσκετ. Πέρασα και από Προεθνική Παίδων, αλλά, γενικά, κάτι έχει αλλάξει μέσα μου, κάτι έχει αλλάξει μέσα μου... Όπου βρέθηκα -είχαμε Χούντα ακόμα, έτσι;-, βρέθηκα έξι τάξεις, Γυμνάσιο και Λύκειο, εκείνη την εποχή και έκανα σε έξι διαφορετικά Γυμνάσια. Γιατί ήμουν ανυπάκουος, γιατί έπαιρνα αποβολές, δεν έμεινα καμιά χρόνια στην ίδια τάξη, δεν επιβάρυνα κανέναν με φροντιστήρια και τέτοια. Και, γενικά, με το που φτάνω στο Πασαλιμάνι, έχω αλλάξει και σαν άνθρωπος, χωρίς να το καταλάβω. Εκεί είχα και την πρώτη μου επαφή με κάτι φίλους που βρήκα, κάτι ναυτικούς, με κάτι τσιγάρα περίεργα και κάτι τέτοια. Στα 15 μου, δούλευε η μάνα, εγώ γρατζούναγα μία κιθάρα, είχαμε γκρουπάκια τότε -κάθε υπόγειο είχε κι ένα γκρουπάκι-, παίζαμε στους προσκόπους, παίζαμε σε χορούς. Στα 15 μου, για να βοηθήσω, με πήρε ένας ξάδερφος, βοηθό σερβιτόρου, σε ένα από τα γνωστά σκυλάδικα της εποχής εκείνης, στην Καβάλας, μπήκα σε μία άλλη κοινωνία τώρα, έτσι; Σαν βοηθός σερβιτόρου. Και από τον επόμενο χρόνο, από τα 16 μου, ανέβηκα στο πάλκο. Ήμουνα μουσικός πλέον. Άρχισα να δουλεύω σαν μουσικός. Τα λεφτά της μητέρας δεν φτάνανε, ο πατέρας έλειπε ακόμα και κάπου στο… Πριν το ΄70 -ενώ έχω αρχίσει και δουλεύω και στη νύχτα όσο μπορώ, γιατί είχα και το σχολείο-, και κάπου στο ΄70, επιστρέφει ο πατέρας στο σπίτι, μέναμε στο Πασαλιμάνι πλέον, όπου δεν ήτανε ο πατέρας που ήξερα... Ήρθε ένας άνθρωπος -είχα δει κι άλλους που είχαν επιστρέψει από την εξορία-, ήταν ένας άνθρωπος νευρικός, ευερέθιστος, είχαν αλλάξει πολλά. Φώναζε -που δεν φώναζε πριν. Γενικά, επέστρεψε ένας άλλος άνθρωπος. Εγώ συνέχισα τη ζωή μου, η μητέρα μου συνέχισε να δουλεύει, έμεινε ο πατέρας μου δυο-τρία χρόνια εκεί, μαζί μας, δεν μπορούσε να μείνει άλλο, είχε γίνει άλλος άνθρωπος, όπου μας άφησε και ήρθε στο νησί, στη Σέριφο.
Να ρωτήσω κάτι Γιάννη-
Βεβαίως, βεβαίως.
Εσείς γνωρίζατε -εσύ και η μητέρα σου-, ότι ο πατέρας ήταν στην εξορία ή δεν σας είχαν ενημερώσει ποτέ;
Όχι, όχι, δεν ξέραμε τίποτα. Εμείς ξέραμε ότι είναι στο -τώρα αν το ΄ξερε η μάνα μου και δεν μου το ΄λεγε...-, εμείς ξέραμε ότι είναι στο Μεταγωγών, ότι θα ΄ρθει, ότι αυτά, ότι τα άλλα, έτσι; Και, ξαφνικά, εγώ, εκείνη την εποχή, μέσα στη Χούντα, βρέθηκα κι οργανωμένος στην παρανομία, στον «Ρήγα Φεραίο». Σε νεαρή ηλικία, στην παρανομία, κάπου εκεί στην Τερψιθέα από πίσω ήτανε τα γραφεία. Δεν υπήρχε, φυσικά, ταμπέλα... Η ταμπέλα έλεγε εγγλέζικα και τέτοια, ας πούμε, από πάνω ήταν όντως εγγλέζικα, από κάτω ήταν ο «Ρήγας Φεραίος», μαζευόμαστε, μιλάγαμε, κάναμε διάφορες δράσεις, δηλαδή μπορεί να κάναμε καμιά αφισοκόλληση, κάνα τέτοιο. Ήτανε δύσκολες εποχές, είχε κυνηγητό, ήταν πολύ επικίνδυνα τα πράγματα. Έμπλεξα με την Ασφάλεια, όπου με κάλεσαν να με ρωτήσουν για τον πατέρα μου, κι αυτά και τα άλλα, ήμουνα σε μία νεαρή ηλικία, φοβήθηκα, δεν ήξερα τι να κάνω... Μας απειλούσαν εάν θα πάμε από τον τρίτο στο ισόγειο, στη Γενική στον Πειραιά, πόση ώρα θα κάνουμε... Αλλά βρέθηκε κι ένα όργανο, ένας αστυνομικός, ένας Κρητικός -δεν θυμάμαι παραπάνω-, ο οποίος μου λέει: «Παιδί είσαι -μου λέει-, δεν θα σου κάνουν τίποτα, μην φοβηθείς, απλά μην υπογράψεις τίποτα. Ό,τι και να σου δώσουνε, όσο και να σε τρομάξουν, δεν θα σε πειράξουνε». Και όντως, ας πούμε, εγώ λέγοντας: «Δεν ξέρω -και-, δεν ξέρω -και-, δεν ξέρω», δεν με ενοχλήσανε, με αφήσανε και έφυγα. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή μου με τη με την Ασφάλεια. Φεύγει ο πατέρας, έρχεται στη Σέριφο, μένω εγώ με τη μάνα στο Πασαλιμάνι. Έχω μπλέξει με διάφορες παρέες, δουλεύω περισσότερο στα μαγαζιά στη νύχτα, μπλέκω σε διάφορα κυκλώματα. Τελειώνω το Γυμνάσιο, τελειώνω το Λύκειο, ήθελα να σπουδάσω παραπάνω, δεν είχαμε πόρους να σπουδάσω... Πήγα σε μία σχολή, στον «Αριστοτέλη», που δεν μου έκανε, ψυκτικός, όπου τις τελευταίες ώρες δεν πάταγα, γιατί ήταν πάνω από την Τρούμπα και στην Τρούμπα άρχιζε το στριπτίζ και δεν πάταγε κανείς την τελευταία ώρα. Ήμασταν όλη η τάξη στα μαγαζιά στην Τρούμπα -όπου στη συνέχεια δούλεψα και σαν μουσικός. Τα καλοκαίρια έφευγα… Τα καλοκαίρια έφευγα και πήγαινα και δούλευα στην επαρχία. Δύο με τρία χρόνια δούλεψα στην Ίο, σαν DJ, εκείνη την εποχή, το ΄75, ας πούμε. Το ΄75 πρωτοβγήκα κι απ' την Ελλάδα έκανα μία βόλτα, πήγα Ολλανδία, πήγα Αγγλία, πήγα Γαλλία, ξαναγύρισα, συνέχισα να δουλεύω. Και φτάνουμε περίπου στο 1978. Εγώ πια έχω μπλέξει για τα καλά, είναι η δουλειά μου τέτοια, ήμουνα και καλός στη δουλειά μου σαν μουσικός, είχα πολλά δώρα, κι εκείνη την εποχή δεν είχε λεφτά, μας δίναν διάφορα. Εμένα με κέρναγαν τσιγάρα, ας πούμε. Ναι, ξέραν ότι έπινα και μου δίνανε διάφορα και έρχεται η στιγμή, στην Ίο, το ΄78. Λοιπόν. Επιστρέφοντας από την Ίο, βγαίνοντας από το βαπόρι, με περιμένανε 10-11 άτομ[00:10:00]α. Ξαφνικά, βρέθηκα περικυκλωμένος, με περίστροφα και τέτοια, δηλαδή ένιωσα ότι ήμουνα και επικίνδυνος, για να είναι 10-11 άτομα. Βρήκανε πάνω μου 5 γραμμάρια -είχα 5 γραμμάρια-, πήγαμε στη Νέα Ιωνία, στη Δίωξη. Είχαμε ένα τριήμερο έτσι έντονο. Μας περιποιήθηκαν καταλλήλως, εγώ δεν ήξερα να τους πω, δεν ήμουνα, ναι μεν χρήση έκανα, αλλά δεν αγόραζα, δεν πούλαγα, δεν καλλιεργούσα, δεν είχα καμία σχέση με το άθλημα, απλά και λόγω της δουλειάς και λόγω ότι μου δίνανε. Και, ξαφνικά, βρίσκομαι στον Κορυδαλλό. Όπως ήμουνα: με τα μακριά τα μαλλιά, με τις μπότες, μία καταπληκτική εμπειρία, μέσα σε κάθε καρυδιάς καρύδι. Ένα παιδί που δεν ήξερα ακόμα τι γίνεται έξω, πόσω μάλλον μέσα, ας πούμε. Παρέα με τον Βενάρδο, τον Κοεμτζή, τον Παπαχρόνη, κάτι βιαστές, κάτι αιμομίκτες, κάτι… Όπου είδα ένα άλλο πρόσωπο. Δηλαδή, στο μυαλό μου τα ΄χα αλλιώς, ήμουνα και νεαρός. Είχα δει την ταλαιπωρία που πέρασε ο πατέρας μου και δεν καταλάβαινα -όταν γύρισε γιατί δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Μόλις μπήκα εκεί μέσα, κατάλαβα τι είχε περάσει ο πατέρας μου. Έκατσα προφυλακιστέος εκεί. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο ήταν, πάω στο δικαστήριο... Και πάω στο δικαστήριο και δικάζομαι -έχω και την απόφαση- διότι «επώλησα άγνωστη ποσότητα, αντί αγνώστου χρηματικού αντιτίμου, σε άγνωστο». 1978 αυτά. Δεν καταλάβαινα τι γινότανε τώρα στο δικαστήριο. Είχανε πιάσει στο μεταξύ ένα παιδί, ο οποίος ο μπαμπάς του ήταν αστυνομικός, ο πιτσιρικάς πούλαγε και του είπανε, γιατί υπήρχε το Άρθρο 8 εκείνη την εποχή, που το ΄χανε φέρει για τους κομμουνιστές, να δίνει άλλους, για να μπορεί να καθαρίζει εκείνος, και το πήγανε και στα ναρκωτικά, για να εξαρθρώσουν τις συμμορίες, ας πούμε, ή τα κυκλώματα. Αυτό το παιδί είπε όποιον ήξερε και δεν ήξερε. Είπε 11 άτομα. Ήμασταν 11 άτομα συγκατηγορούμενοι. Αλλά δεν... Όταν δεν λες αλήθεια -δεν μπορεί να πεις, πρέπει να πας αστυνομία, ανακριτή, εισαγγελέα-, όταν δεν λες αλήθεια για 11 άτομα, δεν υπάρχει περίπτωση να πεις τα ίδια πράγματα στην αστυνομία, στον εισαγγελέα και στο δικαστήριο. Όταν μιλάς, μάλιστα, για 11 άτομα, δεν μιλάς για τον Μιχάλη, να πεις: «Ο Μιχάλης με έδειρε» και έφυγα. Μιλάς για 11 άτομα. Λες οτιδήποτε προκειμένου να έχεις ελαφρυντικά εσύ, αλλά αφού δεν τα θυμάσαι, γιατί λες και ψέματα. Άμα ήταν αλήθεια, δεν θα το ξέχναγες... Και στο δικαστήριο φάνηκε αυτό, αλλά το δικαστήριο ουδόλως το έλαβε υπόψη. Και εγώ άκουσα μία ποινή: 3 αγορά, 3 κατοχή, 3 χρήση, 4 εμπορία, 13! Λέω: «Τι 3; Τι λέει:». Μου λέει ο δικηγόρος: «Μην μιλάς». Κατά συγχώνευση: 9... Λόγω προτέρου εντίμου βίου: 6. Εξαετή κάθειρξη -κάθειρξη είναι ειδική φυλάκιση, δηλαδή, την είχανε φάει χουντικοί μετά, είναι επιβαρυντική ποινή. Και αυτός που μας έδωσε όλους, για να καθαρίσει, έφαγε πέντε. Δηλαδή, μέσα και αυτός. Όπου επιστρέφω μέσα... Όταν επιστρέφεις, έχει μία τυπική διαδικασία, την εθυμάμαι ακόμα, έχεις την ποινή στο χέρι, έξι έτη φυλάκισης. Ήταν 1978, άρα με τα έξι έτη, θα αποφυλακιστείς το 1984. Μόλις το υπέγραψα αυτό το πράγμα και πήγα στο κελί, συνειδητοποίησα τι γίνεται και άρχισαν να μου πέφτουν τα μαλλιά. Δηλαδή, σηκωνόμουνα το πρωί, χτενιζόμουνα και φεύγανε τούφες τα μαλλιά, γέμισα… Έβγαλα κάτι δερματικά... Δεν έβλεπα καμία λύση, δηλαδή ήταν εγκληματικό αυτό που έγινε, έτσι; Δεν ήξερα τι να κάνω, σκέφτηκα να κρεμαστώ, σκέφτηκα… Αλλά κατάλαβα ότι δεν αλλάζει κάτι, ας πούμε. Δεν μπορούσα να το επηρεάσω πλέον. Οπότε, σκέφτηκα ότι αυτό είναι κάτι τώρα που πρέπει να το κάνω. Και ερχόταν η μητέρα μου και άρχισα να μαζεύω βιβλία να διαβάσω, για να μπορέσω να δω τι θα κάνω. Μέχρι ιταλικά διάβασα. Και διάβασα βιβλία που δεν τα είχα διαβάσει ποτέ. Δηλαδή, whatever, οτιδήποτε. Διάβαζα οτιδήποτε για να περάσει ο χρόνος. Φυσικά, εκεί μέσα είναι το πανεπιστήμιο των πανεπιστημίων, έτσι; Γνώρισα ανθρώπους που δεν θα τους γνώριζα έξω. Γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους και γνώρισα και πολύ σκάρτους ανθρώπους, γιατί φυλακή είναι, δεν πας σε καμία εκκλησία, έτσι; Πολλή βία... Βλέπεις μία άλλη κοινωνία, βασισμένη στη βία η άλλη κοινωνία. Εντάξει. Ήταν την ίδια εποχή που ο πατέρας μου -λίγο αργότερα γιατί ήμουνα μέσα-, είχε βγει και Κοινοτάρχης στη Σέριφο και είχαμε και κάτι γνωριμίες και κατάφερα να πάω νωρίτερα στις Αγροτικές.
Και πήγα στην Τίρυνθα στις Αγροτικές, όπου ήτανε 10.000 στρέμματα καλλιέργειες, όπου ξαφνικά πέρασα απ' όλες τις δουλειές, γιατί ήμουνα και παιδί που ήθελα να μαθαίνω καινούργια πράγματα. Δηλαδή, ξεκινήσαμε από τα χωράφια, όπου σκάβαμε αμπέλια, είχαμε γεωπόνο από πάνω και σκάβαμε το αμπέλι και έπρεπε να γυρίσουμε και το χώμα, να το χτυπήσουμε για να ξεραθεί και τέτοια. Πέρασα από το αμπέλι, πέρασα από το ξυλουργείο, όπου έμαθα να σκαλίζω διάφορα πράγματα. Έμαθα να κάνω τάβλι -να φτιάχνω τάβλι... Είχα τη μητέρα μου που ερχόταν και με έβλεπε. Διαφορετικές φυλακές οι Αγροτικές: το κτίριο ήταν -οι παλιοί στάβλοι του Όθωνα-, ήταν το μισό μέσα στη γη και μέσα στην υγρασία, έτσι; Τα φαγητά που τρώγαμε ήτανε… Λέγανε στη φασολάδα, που είχε τη Δευτέρα: «Όποιος πετύχει φασόλι θα πάρει αναστολή. Ήτανε μόνο τσόφλια μέσα, λάδι δεν είχε, και έπρεπε να πηγαίνουμε πρωί-βράδυ να δουλεύουμε στα χωράφια. Πέρασα... Είχε ζώα, είχε γουρούνια, είχε κότες, πέρασα από το σφαγείο, που μπορούσε σε μία μέρα να σφάξουμε 300 κοτόπουλα, γιατί από κει τροφοδοτούσαν στρατώνες και νοσοκομεία. Όπου τα σφάζαμε, ήταν ένα καζάνι που έβραζε, τα βουτάγαμε μέσα, τα βγάζαμε, φεύγαν τα πούπουλα πιο εύκολα... Μετά, ούτε στη φυλακή ήμουνα πολύ ήσυχος. Δηλαδή, με την έννοια, δεν ήμουνα βίαιος, απλά γνώρισα κι άλλα παιδιά εκεί πέρα, αρχίσαμε να ζητάμε τα δικαιώματά μας, όπου μ΄ αρχίσανε στις μεταγωγές. Κάθε εξάμηνο είχα μεταγωγή. Γύρισα 5-6 φυλακές, ας πούμε. Γύρισα 5-6 φυλακές, στην Πάτρα αναγκαστήκαμε να κάνουμε μία απεργία ζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και μόρφωσης. Ήτανε κάτι πιο παλιοί από μένα. Η απεργία είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Κόβεις το φαγητό και το νερό και την τρίτη μέρα πρέπει να είσαι κλινήρης, γιατί άμα σηκωθείς να πας μέχρι την τουαλέτα, είναι… Θα κάψεις θερμίδες που θα αντέξεις άλλες τρεις μέρες, οπότε είσαι κλινήρης. Πρέπει, ωστόσο, να προσέχεις να την περιφρουρείς, γιατί αν σπάσει κάποιος ένα τζάμι είναι στάση κατά του Δημοσίου, να μην γίνει κάνα… Και εκεί έμαθα ότι πρέπει να λέμε και ψέματα στους συγκρατούμενούς μας, για να διατηρηθεί η απεργία, να τους λέμε ότι έρχονται οι δημοσιογράφοι. Στις Αγροτικές στην Τίρυνθα, είχε έρθει κι ο Οικονομέας, ο μετέπειτα… Και ο οποίος έπαιρνε συνεντεύξεις από τους δικούς τους ανθρώπους, ανθρώπους που ήταν μέσα, αλλά ήταν κρατούμενοι που συνεργαζόντουσαν με τη φυλακή. Ο Οικονομέας ήτανε ξέχωρος: ήρθε και έψαξε εμάς. Ήμασταν 5-7 άτομα που φύγαμε, δεν θέλαμε να δώσουμε συνέντευξη και ήρθε και λέει: «Εγώ θέλω να μου πείτε εσείς τι γίνεται». Του είπαμε τα αιτήματά μας, τα κατέγραψε -προς τιμήν του-, τα προώθησε όσο μπορούσε. Στην Πάτρα, μας είπαν ότι δεν θα ΄ρθει κανένας και αναγκαζόμαστε και λέγαμε ψέματα, ας πούμε. Αναγκαζόμασταν ότι: «Θα έρθει ο αυτός, για να κρατήσει η απεργία». Μεταξύ, στη φυλακή, άμα η απεργία κρατήσει πάνω από τρεις-τέσσερις μέρες, ξαφνικά το σύστημα εκεί, γεμίζει τη φυλακή με ναρκωτικά κι εξαφανίζονται όλοι. Ξαφνικά, ξυπνάς ένα πρωί και έχετε μείνει τρεις. Έχει φύγει το junkie [πρεζάκι] γιατί θα του δώσουνε πρέζα, ο χαπάκιας γιατί θα βρει το χάπι του... Πέφτουν εκβιασμοί: «Εσύ είσαι στην αναστολή, πρόσεχε τι θα κάνεις» και τέτοια και αυτά και τα άλλα. Φεύγω από κει μετά, πάω στην Αγυιά, στην Κρήτη. Μάλιστα, κάναμε και πλάκα, γιατί αφού είχαμε πάρει χαμπάρι τι γίνεται. Στην Αγυιά είχα όνομα κρητικό και στην Πάτρα είχα όνομα πατρινό, ας πούμε, σε «-όπουλος» και στην Κρήτη ήμουνα «-άκης». Λοιπόν, θυμάμαι, πέρασα και από την Αίγινα, όπου στην Αίγινα είχα μία άλλη συγκλονιστική εμπειρία. Μας φώναξαν για μεταγωγή, να πάμε αλλού. Είμαστε στην Αίγινα, η Αίγινα είναι νησί. Ήταν κάκιστες οι φύλακες, φεύγουμε από την Αίγινα να πάμε μεταγωγή. Λοιπόν, στη μεταγωγή είχαμε μέσα και έναν ισοβίτη, οι κλούβες είναι παλιά αυτοκίνητα πολύ παλιά δεν συντηρούνται, στα μισά του δρόμου, ο ισοβίτης εκεί -πρέπει να τους σέβεσαι αυτούς τους ανθρώπους που είναι παλιότεροι-, στα μισά λέει: «Σηκωθείτε πάνω». Σηκωνόμαστε πάνω, είμαστε 5-6 άτομα, λέει: «Πιάστε τα κάγκελα που είναι στο πλάι, στο παράθυρο, και κουνάτε την κλούβα…». Η κλούβα, άμα την κουνήσεις πολύ και πόσω μάλλον εκείνη την εποχή, το '70 τόσο, θα τουμπάριζε. Με το που την κουνάμε, φρενάρει ο οδηγός, σταματάει. Ο Ενωμοτάρχης δίπλα του λέει: «Συνέχισε». Του λέει ο οδηγός: «Έχω δύο παιδάκια -του λέει-, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα μας τουμπάρουνε». Έρχεται πίσω, λέει: «Τι έγινε;». Του λέει ο ισοβίτης: «Θέλουμε ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα κουτί ''Artane''», κάτι χάπια που τα περνάνε αυτοί που έχουν Πάρκινσον είναι τα ''Artane'', εγώ δεν τα ήξερα αυτά τα πράγματα. Πάει, μας τα φέρνει, για να συνεχιστεί το ταξίδι. Λοιπόν, ξεκινάμε, ανοίγει το κουτί αυτός και αρχίζει και μοιράζει. Κάνει σ’ εμένα, μου λέει: «Πάρε». Λέω: «Δεν θέλω». Με σκουντάει ο διπλανός, μου λέει: «Πάρε». Του λέω: «Αφού…». Μου λέει: «Πάρε, θα σε περάσουν για ρουφιάνο». Παίρνω ένα χάπι. Περνάνε 10 λεπτά, δεν ήμουνα κ[00:20:00]αι πονηρός, μου λέει: «Σ' έπιασε;». «Όχι -του λέω-, δεν κατάλαβα τίποτα», ενώ έπρεπε να του πω κανονικά «Πω, πω είμαι χάλια, έχω γίνει, δεν βλέπω, δεν…». Μου δίνει δεύτερο χάπι. Περνάει κάνα δεκάλεπτο. «Ήπιες τίποτα;». Όχι -του λέω-, δεν κατάλαβα τίποτα». Στο τρίτο χάπι, πήρα χαμπάρι τι γίνεται και σε συνδυασμό με το αλκοόλ, δεν θυμάμαι να περνάμε θάλασσα μετά. Δεν την καταλάβαμε από την Αίγινα πώς φύγαμε. Και φτάνουμε στις φυλακές του Αγίου Στεφάνου -το θυμάμαι ακόμα-, φτάνουμε στις φυλακές του Αγίου Στεφάνου, έχουμε φτάσει βράδυ με την κλούβα, κατεβαίνουμε κάτω, μπαίνουμε μέσα, κλείνουν οι πόρτες της φυλακής, και όπως είμαστε μέσα, ανοίγει η πόρτα και φαίνονται τα φώτα που είναι το διοικητήριο, για να πάμε να μας καταγράψουν, να πάμε να μας κλείσουν στον θάλαμο ο καθένας. Εμείς -δεν καταλάβαινα εγώ τι γίνεται- πάμε από την άλλη μεριά, μας μαζεύανε, μας κάνανε, δεν… Είχαμε γίνει δηλαδή, εγώ τουλάχιστον δεν καταλάβαινα τίποτα, δεν πατάγαμε κάτω. Α, ξέχασα, στον δρόμο, στον δρόμο πριν την Πάτρα, λέει ένας: «Θέλω να κάνω την ανάγκη μου». Σταματάνε σ' ένα χωράφι, μας βγάζουν έξω δύο-δύο, δεμένοι και οι δύο από μία χειροπέδα ο καθένας -τα θυμάμαι καλά αυτά- και πάμε εκεί να κάνουμε την ανάγκη μας, στα χωράφια, αλλά είμαστε σε μία κατάσταση, δεν πατάγαμε κάτω. Βλέπω τον διπλανό κάνει ένα έτσι, το άλλο ζευγάρι, βγάζει τη χειροπέδα -αυτό θυμάμαι, δεν θυμάμαι κάτι άλλο- και ξαφνικά τους φύλακες να φωνάζουνε, γιατί βλέπουν ότι λείπει ένας. Γίνεται ένας πανικός, μας βάζουνε μέσα, αυτός είχε βγάλει τη χειροπέδα κι είχε πάει ξανά μες στην κλούβα, μόνος του. Δεν είχε φύγει, ας πούμε, ήτανε μία κατάσταση που δεν ελεγχόμαστε, δεν ξέραμε τι μας γινότανε. Φτάνουμε λοιπόν στην Πάτρα. Φτάνουμε στην Πάτρα, μας πάνε σ' έναν θάλαμο, ήμουνα μαζί με ένα άλλο παιδί, τον Γιώργο, ο οποίος Γιώργος -καλά, εγώ δεν ήξερα που ήμουνα, δηλαδή έκλαιγα, παρακάλαγα να συνέλθω, έβαζα το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση, δεν ήξερα τι θα γίνει, είχα τρομάξει-, ο Γιώργος νόμιζε ότι ήμασταν στην Αίγινα. Αλλά ήτανε βράδυ κιόλας, είχαμε φτάσει εκεί, δηλαδή είχε κλείσει η φυλακή ήταν μετά τις 21:00 που φτάσαμε. Μας κλείνουνε για ύπνο και αυτός είναι στο παράθυρο... Στην Αίγινα απ' το κελί, δίπλα ήταν το καφενείο, είχαν περάσει από τα κάγκελα ένα σπάγκο και κρέμαγαν το κυπελλάκι, το δένανε, και πήγαινε στο καφενείο και παίρναμε τον καφέ -με τα πλαστικά τα κυπελλάκια. Ο Γιώργος νόμιζε πως ήμασταν ακόμα στην Αίγινα και έχει βγει στο παράθυρο και φωνάζει τώρα του καφετζή να του φέρει καφέ. Αλλά ήμασταν στην Πάτρα όμως, με αποτέλεσμα να ξυπνήσει όλη τη φυλακή και να γίνει πανικός. Το πρωί, μας περίμεναν τριάντα άτομα απ' έξω και άντε να καθαρίσεις. Για να μην τα πολυλογώ, πέρασαν τρεις μέρες να συνέλθω, δεν το ξανάκανα αυτό. Δεν είχα καμία άλλη τέτοια επαφή έτσι, ταλαιπωρήθηκα και εκεί και έρχεται η εποχή να μπω στην αναστολή. Μπαίνω στην αναστολή, ήμουνα ένα παιδί ανυπάκουο, αλλά όχι βίαιο, δεν έχω προκαλέσει κανένα βίαιο επεισόδιο, δεν μάλωνα, δεν έκανα τέτοια πράγματα, αλλά ζήταγα τα δικαιώματά μας. Φτάνοντας στην αναστολή, ήτανε χειμώνας πάντως, λίγο πριν τον Δεκέμβρη, με φωνάζει ο διευθυντής των φυλακών, μου λέει: «Έχουμε μία εκδήλωση μεθαύριο», κάνανε εκδηλώσεις στις φυλακές, όπου μπαίνουν τίποτα χριστιανικά σωματεία, τίποτα σύλλογοι κυριών, μας βοηθούσαν, μας πρόσφεραν πράγματα, προσφέρανε βοήθεια οι άνθρωποι έτσι. Υπήρχαν και διευθυντές που προσφέρανε βοήθεια, αλλά υπήρχε κι ένα κύκλωμα εκεί μέσα το οποίο συντηρούνταν, κανείς δεν ήξερε από πού. Λοιπόν, με φώναξε ο διευθυντής, μου λέει: «Κοίτα να δεις, έχουμε μία επίσκεψη, θέλω να οργανώσεις μία χορωδία με την κιθάρα σου, να οργανώσεις και άλλους, να πείτε τραγουδάκια και τέτοια». Του λέω: «Εγώ τέτοια πράγματα δεν κάνω, ας πούμε, να δείξω ότι είμαστε καλά παιδιά και τέτοια, αφού εδώ μέσα υποσιτιζόμαστε, δεν έχουμε φαρμακευτική περίθαλψη, τα δικαιώματά μας δεν τηρούνται», ας πούμε, και τέτοια. «Εγώ δεν συμμετέχω -του λέω- σε τέτοια». Μου λέει: «Κοίταξε να δεις, σε έναν μήνα μπαίνεις στην αναστολή. Εάν την κάνεις την εκδήλωση, εγώ θα σε βοηθήσω να την πάρεις την αναστολή, γιατί δεν έχεις και κάνα πειθαρχικό», δεν είχα τίποτα, δεν έκανα καμία τιμωρία μέσα, έτσι; Απλά, με διώχνανε γιατί ήμουν ανυπάκουος, διοργανώναμε απεργίες και τέτοια. Και: «Θα το κάνεις αυτό», μου λέει. Δεν το ήθελα, αλλά το ΄κανα. Λοιπόν, αποφυλακίστηκα, πήρα την αναστολή μετά, θυμάμαι που βγήκα από την Πάτρα, βγήκα απ' έξω -μεταξύ, είχα μάθει και έκανα βιτρό, έκανα χαλκογραφίες, έκανα πολλά πράγματα για να γεμίσω την ώρα μου-, βγαίνοντας έξω: ανάσανα. Είχαν περάσει 44 μήνες κι άλλους 13, γιατί ξανάμπλεξα μετά, μου φάγανε 57 μήνες από τη ζωή μου. Βγήκα έξω, ανάσανα, πήρα ένα ταξί από την Πάτρα και του λέω: «Πασαλιμάνι», γιατί Πασαλιμάνι μέναμε. Θυμάμαι ότι με πήγε στο Πασαλιμάνι, έμενα στην πλατεία Φρεαττύδος, σταμάτησα περίπου στο «Ναυτικό Νοσοκομείο», έβρεχε, βγαίνω έξω... Κουβάλαγα μαζί μου και μία μεγάλη χαλκογραφία, που τη βάλαμε στο πορτ-μπαγκάζ στο ταξί, γιατί δεν χώραγε, όπου ήτανε φουσκωτή χαλκογραφία, μία κοπέλα ξαπλωμένη πάνω σε έναν τίγρη. Αλλά ήτανε ανάγλυφη η χαλκογραφία, δηλαδή είχε πολλή δουλειά: την εγύρναγες ανάποδα, την εφούσκωνες... Και του λέω του ταξιτζή: «Τι σου χρωστάω;». Μου λέει: «Να σου πω;». Λέω: «Βέβαια θα μου πεις». Μου λέει: «Δεν θέλω λεφτά, αλλά θέλω να μου δώσεις τη χαλκογραφία», η οποία με το ζόρι χώραγε στο πορτ-μπαγκάζ, ήταν τεράστια. Του την έδωσα όντως. Και θυμάμαι ότι βγήκα με τα ρούχα, με τα πράγματά μου στο χέρι, έβρεχε και πήγα με τα πόδια από το «Ναυτικό Νοσοκομείο» μες στη βροχή, ήταν λυτρωτική η βροχή, δεν ξέρω, μου πήρε τη βρώμα από πάνω μου, δεν ξέρω τι μου πήρε. Έφτασα σπίτι, έκανα πολύ καιρό να συνέλθω, πολλά χρόνια να συνέλθω.
Όπου κάθομαι έξω, μεσολαβεί κάνα οκτάμηνο... Στη φυλακή, έμαθα κι άλλα κόλπα. Έμαθα πολλά κόλπα, φυσικά, έτσι; Γιατί είναι ένα σχολείο παρανομίας εκεί μέσα και έμαθα και τις σκόνες που δεν τις ήξερα έξω. Εντάξει, βγαίνοντας έξω βρίσκεις μία κοινωνία, φυσικά, μετά από τόσα χρόνια, νομίζεις ότι έχουν περάσει 15 χρόνια, είσαι χαμένος, δεν ξέρεις πού πατάς και πού πηγαίνεις. Έχω αποκτήσει περίεργες συνήθειες, με τα ναρκωτικά, δεν ήμουνα έτσι πριν, απλά η φυλακή με βούλιαξε και είναι και μία εποχή που τα είχα ανάγκη, γιατί είχα βγει με πολύ θυμό και νόμιζα ότι αυτά θα με βοηθήσουν. Όπου μπλέκω, λέγοντας «μπλέκω» εννοώ στη χρήση, δεν είχα άλλες επαφές. Δηλαδή, είχαν κλείσει όλες οι πόρτες, βρήκα ανθρώπους από μέσα να μου δώσουνε, να πάω να πουλήσω, να κάνω, δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, δεν μπορούσα να πάρω τον ιδρώτα του αλλουνού, που δούλευε στην οικοδομή, για να του δώσω δυο τσιγάρα ή κάτι άλλο, ας πούμε. Δεν μπορούσα να εκμεταλλευτώ το πάθος του αλλουνού, για να βγάλω χρήματα εγώ. Βρήκα δουλειές εκεί σε… Νυχτερινές δουλειές όλες, όπου έπαιζα και τραγούδαγα σε μαγαζιά, σε πιάνο-μπαρ που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή... Περνάει κάνα οκτάμηνο, δεν έχω συνέλθει ακόμα και ξαφνικά, μου χτυπάν την πόρτα εκεί που μέναμε, λέω: «Ναι». Μου λένε, ταχυδρομείο; Ταχυδρόμος;. Ανοίγω την πόρτα και μπουκάρουν τέσσερεις μέσα. Λέω: «Τι έγινε;». «Τώρα -μου λέει-, σε τσακώσαμε, έχεις και την αναστολή, δεν γλυτώνεις». Λέω: «Από τι δεν γλυτώνω;» «Τώρα...» μου λέει. Ψάχνουνε το σπίτι, δεν είχα κάτι εγώ, δηλαδή δυο τσιγάρα που μου είχανε δώσει, τα 'χα κάνει και το πρωί που 'χα ξυπνήσει, και βρίσκουνε κάτω από το τασάκι -έχουμε την απόφαση-, 0,5. Δηλαδή, ένα κλαδί από μία φούντα, ας πούμε.
Γιάννη, χρονολογικά πότε είναι αυτό;
Αυτό έγινε από το ΄78 μέχρι το '80 τόσο. Μου πήρε γύρω στα 5 με 6 χρόνια αυτή η ταλαιπωρία. Γιατί ξαναφυλακίστηκα τη δεύτερη φορά, από την πρώτη φορά… Α, ξέχασα ότι πριν να μπω φυλακή, είχα παρουσιαστεί και φαντάρος. Παρουσιάστηκα το ΄73, μες στη Χούντα, που πήγα στην Καλαμάτα, πήγα να υπηρετήσω. Κουρεύτηκα, ξυρίστηκα, παρέλαβα τα ρούχα μου και μόλις πήγα να μπω εκεί που ήταν και οι άλλοι φαντάροι, ήταν ένας εκεί, μου λέει: «Ψηλέ, έλα να σου πω εσύ». Λέω: «Μάλιστα», παίρνει τον σάκο όπως είναι -στραβάδι ήμουν ακόμα-, μου τον ετουμπάρει κάτω, μου τα αδειάζει όλα, μου λέει: «Μάζεψέ τα». Τον εκοίταγα, δεν... Εντάξει, δεν... Τα μάζεψα. Μόλις τα μάζεψα, μου λέει: «Για να δω». Λέω: «Ναι» και μου το ξαναδειάζει. Εντάξει, μόλις μου το ξανάδειασε -δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, αλλά δεν είμαι και υπάκουο παιδί-, μόλις μου τον ξανάδειασε, γύρισε το μάτι μου. Μας πήγανε μες στον θάλαμο, είπαν ότι: «Εδώ θα κοιμηθείτε» και τα λοιπά. Ναι, με την πρώτη ευκαιρία εγώ... Και είχα παρουσιαστεί και Υ.Ε. στην Κόρινθο, υποψήφιος έφεδρος, γιατί είχα τελειώσει Γυμνάσιο-Λύκειο, είχα τελειώσει τεχνική σχολή και είχα κάνει και Προεθνική παίδων στο μπάσκετ. Αυτά, το '73 ήταν αυτά, πάμε στο πριν τώρα, έτσι; Την κοπάνησα, βρήκα ένα τανκ εκεί, είχε κάτι τανκ, και πήγα και κρύφτηκα από κάτω, την άραξα, κοιμόμουνα μέχρι την άλλη μέρα. Την άλλη μέρα, ανακάλυψαν ότι έλειπα -νομίζω, 2.000 είχαμε παρουσιαστεί, δεν ξέρω-, αλλά κατάλαβαν ότι κάποιος έλειπε, φωνάζανε, τίποτα εγώ, δεν τους έδωσα καμιά σημασία. Τελικά, με βρήκανε κάτω: «Τι κάνεις εδώ; Θα σου κάνουμε, θα σου δείξουμε». Του λέω: «Τώρα, τι να σου πω, δεν έχεις να μου πεις τίποτα». Προσπάθησαν να μου μιλήσουν κάπως, τέτοια, εγώ είχα εκνευριστεί πάρα πολύ. Τελικά, κατέληξα στον ψυχίατρο, ο οποίος μου έγραψε ένα κατεβατό -το έχω ακόμα-, 5-6 σελίδες: αντικοινωνικός, επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, ποιόν χρήσης ηρωίνης, κοκαΐνης -δεν είχα σχέση με αυτά τα πράγματα εγώ ακόμα, έπινα κάνα τσιγάρο, αυτά ήτανε. Λοιπόν, αυτό ήταν μία παρένθεση, για να φτάσουμε μετά τι έγινε που μπήκε η Ασφάλεια δεύτερη φορά στο σπίτι μου και μου βρήκαν το 0,5. Και μου λένε: «Τώρα, κατ[00:30:00]αστράφηκες. Τώρα…», αλλά δεν μπορούσαν να μου κάνουνε και τίποτα. Πήγαμε μέσα, ήταν η εποχή που υπήρχαν οι ιατροδικαστές. Πήγαμε στον ιατροδικαστή να μας εξετάσει αν είμαστε τοξικομανείς. Υπήρχε εκείνη την εποχή ο όρος «τοξικομανής». Ότι: «Είσαι τοξικομανής. Μη δυνάμενος να ανακόψεις αυτοβούλως». Σε ένα κτίριο, στον Πειραιά, νομίζω, ήταν ο Γιαμαρέλος, ο κύριος Γιαμαρέλος ήταν τότε ιατροδικαστής, όπου εγώ δεν ήξερα τι να κάνω δηλαδή, αλλά κοίταγα εκεί και είδα τους άλλους, ήτανε κάτι παιδιά που ήτανε «τζάνκια» ήδη, είδα αυτά τα τέτοια, παρακολουθούσα -ήταν και η πόρτα ανοιχτή- τι γίνεται μέσα... Οπότε, μόλις ήρθε η σειρά μου να με φωνάξει, απ' έξω από την πόρτα, βάζω και τα δύο μου δάχτυλα στο στόμα και με το που μπαίνει μέσα του ρίχνω έναν εμετό πάνω στο γραφείο που την έκανε ψώνιο. Δηλαδή, κατευθείαν, μου λέει: «Τι είναι αυτά;» Του λέω: «Κάνω χρήση, έχω και τα χαρτιά από τον στρατό...». Ψέματα του είπα, έτσι; Είδε και τα χαρτιά από τον στρατό, του ΄ριξα και τη ρουκέτα πάνω στο γραφείο, μου γράφει το χαρτί, μας ξανακλείνουν στον Κορυδαλλό, αλλά μου λένε: «Τώρα, θα φας πολλά γιατί έχεις και την αναστολή από το προηγούμενο» και τέτοια, και μένω μέσα άλλους 13 μήνες, υπόδικος. Πάω στο δικαστήριο, με 0,5. Φυσικά, δεν γινόταν να με ξανακλείσουνε μέσα, έτσι; Λέει: «Τι σε φέραν εδώ;». Λέω: «Τι να σας πω εγώ;», και με αφήσανε και έφυγα. Εκεί, κατάλαβα ότι υπάρχει μία συνέχεια στη Δίωξη, είδα μία συμπεριφορά απέναντί μου εκδικητική, ίσως από τον πατέρα μου, που ήταν αριστερός και αυτόν τον είχανε κλείσει μέσα, και ο παππούς μου το ίδιο... Βγαίνω, αφού έκατσα 13 μήνες στο ψυχιατρείο πάλι, που μας χορηγούσαν χάπια, μας χορηγούσαν αυτά, όσα μπορούσα τα πέταγα, όσα δεν μπορούσα τα έπινα. Άλλη συγκλονιστική εμπειρία στο ψυχιατρείο. Εκεί ήτανε μόνο άκρως επικίνδυνοι άνθρωποι και τρελοί, θεότρελοι μιλάμε τώρα. Δηλαδή, τρελοί είμαστε και εμείς, αλλά εκεί οι άνθρωποι ήταν τελείως… Ο άλλος είχε πάει με τη μάνα του, είχε σκοτώσει τον πατέρα του, που τον πιάσανε πάνω στη μάνα του, και η μάνα του είχε πάει μάρτυρας στο δικαστήριο ότι αγαπούσε το παιδί της -ένας Πομάκος. Και άντε τώρα να κοιμηθείς σ΄ έναν θάλαμο με 12-13 τέτοιους ανθρώπους, είναι και επικίνδυνο, έτσι; Εν πάση περιπτώσει, έγινα και πιο σκληρός, βγήκα... Τώρα, αν την προηγούμενη φορά ήταν κλειστές οι πόρτες, τώρα μου είχανε κόψει και την καλημέρα. Σου λέει: «Αυτός είναι, πάει τελείωσε». Σε ξαναπιάσανε κιόλας», και άντε να τους εξηγήσεις τι έγινε, πώς έγινε και τέτοια.
Να ρωτήσω κάτι-
Βεβαίως-
Την πρώτη φορά που αποφυλακίστηκες, που γύρισες στον Πειραιά, η μάνα ήταν εκεί;
Η μάνα ήταν εκεί, ναι. Η μάνα ήταν εκεί. Μέναμε μαζί, αλλά εγώ εκείνη την εποχή δεν μπορούσα, ήμουνα σε μα φάση, δούλευα και το βράδυ… Είχα κι άλλο σπίτι πιο κάτω και έλεγα της μάνας μου ότι είμαι με τη φίλη μου... Δηλαδή, έπρεπε να μείνω μόνος μου. Δηλαδή, περάσανε -μπορώ να σου πω- 20 χρόνια, για να συνειδητοποιήσω ότι δεν κοιμάμαι και είμαι στη φυλακή. Δηλαδή, ξύπναγα και έβλεπα πάνω να δω πώς είναι και έλεγα: «Δεν είμαι φυλακή». Είναι δύσκολο να το ξεπεράσεις. Όταν βγαίνεις, είναι κλειστές όλες οι πόρτες. Οι μόνες πόρτες που είναι ανοιχτές είναι από αυτούς που γνώρισες μέσα. «Μήπως θες να κάνουμε αυτό; Μήπως θες να κάνουμε αυτό;», που δεν το είχα. Ούτε είχα ροπή στην παρανομία, ούτε μου άρεσε η βία ούτε η εκμετάλλευση. Δεν είχα τέτοια πράγματα. Συνέχισα να δουλεύω στη νύχτα. Ξαναβγήκα στην Ευρώπη. Δούλεψα σε πολλά μαγαζιά: Ρότερνταμ, Άμστερνταμ, Λονδίνο -Basewater-, Βασιλεία, πήγα Βερολίνο, ξαναγύρισα, ήρθα στη Σέριφο... Με βοήθησαν εκείνη την εποχή να κάνω ένα μαγαζί, να ξεκινήσω ξανά -όχι στο όνομά μου. Με βοήθησαν να κάνω ένα μαγαζί -ήμουνα εκείνη την εποχή, ήμουνα ήδη φακελωμένος-, ένα μαγαζί μέσα στην καχυποψία, όλοι οι αστυνομικοί που ερχόντουσαν στη Σέριφο, το πρώτο μαγαζί που ερχόντουσαν ήτανε το δικό μου, ας πούμε, και μου λέγανε: «Σε ξέρουμε». Λέω: «Τι ξέρετε, ρε παιδιά; Το περισσότερο που έχω κάνει εγώ, είναι να πιώ κάνα τσιγάρο, ας πούμε. Δεν έχω κάνει κάτι άλλο, δεν κινδυνεύετε από μένανε, ας πούμε. Και αυτό δεν το θεωρώ ότι είναι και κάτι έξυπνο. Μην νομίζετε ότι θεωρώ ότι κάνω καμιά εξυπνάδα ή ότι το προτείνω σε κάποιον άλλον». Ήτανε μία τάση, ίσως και αυτοκαταστροφική, ας πούμε. Δεν ήταν κάτι έξυπνο. Δεν θα το πρότεινα σε κάποιον άλλον: «Να, έλα εδώ, κάπνισε ή πιες αυτό, ή πιες το άλλο». Είχα και εκεί μία δίωξη και στο μαγαζί. Μετά από... Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια... Φυσικά, τα μάτια μου ήτανε τώρα πια, ήμουνα πολύ έμπειρος, μετά από αυτά που είχα περάσει, έτσι;
Για τι εποχή μιλάμε τώρα, Γιάννη ;
Τώρα, τι να σου πω. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Πάντως, ήταν σίγουρα πριν το ΄94, το μαγαζί. Μπορεί να ήτανε και το ΄83, δεν θυμάμαι ακριβώς τις χρονιές, έτσι; Αλλά ήταν από τα πρώτα μαγαζιά, την εποχή που άνοιξε το «Καρνάγιο», ο «Αλεξάκης», και τέτοια. Όπου ένα πρωί που ξύπνησα και εκεί, βλέπω κάτι περίεργους τύπους απέναντί μου στην παραλία -ήταν στην παραλία το μαγαζί, που όποιος κάθεται στην παραλία κοιτάει προς τη θάλασσα. Τι να κοιτάξεις; Πίσω σου να κοιτάξεις; Βλέπω κάτι τύπους κοίταγαν το μαγαζί... Μου λέει ένας φίλος εκεί, μου λέει: «Ασφάλεια θα είναι». Λέω: «Τι ασφάλεια και πυρασφάλεια! Δεν έχω κάτι να κρύψω -είχαμε και ειρηνοδίκη εδώ, τον Μανώλη-, δεν έχω κάτι να κρύψω», του λέω. Πράγματι, το μεσημέρι, το απόγευμα, έρχονται στο μαγαζί. Μου λέει: «Ασφάλεια είμαστε». Λέω: «Χάρηκα πάρα πολύ για τη γνωριμία», είχα και εγώ λίγο… Ήμουνα και ειρωνικός εκείνη την εποχή, αφού είχα περάσει τόσα. Μου λέει: «Να ψάξουμε στο μαγαζί;». Είχανε φέρει και τον ειρηνοδίκη. Μου λέει ο ειρηνοδίκης: «Όχι Γιάννη -μου λέει-, να μην δεχτείς». Λέω: «Γιατί να μην δεχτώ; Δεν έχω κάτι να κρύψω. Ψάξτε -του λέω- μήπως βρείτε και κάνα τσιγάρο, να μου το δώσετε και εμένα, γιατί δεν ξέρω να έχω εγώ κάνα τσιγάρο». Ψάξανε στο μαγαζί, δεν βρήκαν τίποτα. Δηλαδή, άμα δεν ξέρω τι γίνεται στο μαγαζί μου, ποιος θα ξέρει; Και, ξαφνικά, μου εμφανίζεται ένας, με ένα δενδρύλλιο στο χέρι, μία πιθαμή, ένα κίτρινο πράγμα, μου λέει: «Αυτό τι είναι;». Του λέω: «Τι να σου πω εγώ τώρα; Τι θες να σου πω τι είναι; Βρούβα. Πού το βρήκες αυτό;» Μου λέει: «Το βρήκα πίσω -μου λέει- στον κοινόχρηστο χώρο». Και του λέω: «Και γιατί δεν με φώναξες, να μου πεις: ''Έλα εδώ, τι είναι αυτό;'', και μου το έφερες στο χέρι; Αυτό μπορεί να το έχεις βγάλει από την τσέπη σου, εσύ». «Ω -μου λέει- και αυτά, και τα άλλα και τα παράλλα...». «Βρε άνθρωπε -του λέω- δεν είναι...». Ήταν κι η εποχή που δεν είχα πολύ, δηλαδή έκανα χρήση όταν, παίζοντας μουσική αυτά ή και τα άλλα που με κερνάγανε, δεν ήμουνα ούτε… Δεν είχα και χρήματα και να θέλω, δεν είχα μπλεχτεί σε τέτοια πράγματα. Τελικά, το μαγαζί δεν ήταν στο όνομά μου -εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπάρχει μία εκδικητική συμπεριφορά-, ήταν στο όνομα του μπάρμπα μου και εκείνη την εποχή που κάναμε την έναρξη επιτηδεύματος, ήτανε στο όνομα της μητέρας μου. Μου κλείνουν το μαγαζί. Μου λένε: «Θα το κλείσεις το μαγαζί». Το είχα φορτωμένο το μαγαζί, με ξιφίες, με αυτά. Είχα κάνει ένα καφενείο, όπου βγάζαμε την ψησταριά κάναμε τέτοια και παίζαμε μουσικές. Και δούλευε το μαγαζί. Δούλευε και καλά το μαγαζί. Με πήγανε στη Σύρο. Στη Σύρο έμπλεξα με μία εισαγγελέα εξαιρετική, την κυρία Γιαταγάνα, όνομα και πράμα, η οποία, την ήξερα... Γιατί την είχανε βάλει να κάνει μία έρευνα στις φυλακές και τα έχει βγάλει όλα στη φόρα. Είχε βρει τι γίνεται και τα 'χε βγάλει όλα στη φόρα. Όχι ότι άλλαξε κάτι, πάντως η γυναίκα κατάλαβα, ότι ήταν ακριβοδίκαια. Και μου λέει και ο δικηγόρος εκεί, μου λέει: «Δεν θα πάμε -μου λέει- στη Γιαταγάνα, θα περιμένουμε να φύγει, γιατί αυτή βαράει». Του λέω: «Σε αυτήν θα πάμε». Πήγαμε στην κυρία, είχε τον φάκελο μου μπροστά, μου λέει: «Έχεις ξαναδικαστεί, έχεις αυτά;». Της λέω -πολύ σωστά-: «Διαβάστε να δείτε γιατί έχω δικαστεί, έχω εκτίσει την ποινή μου». Είχα κάνει και εκπρόθεσμο αναίρεση, για να πέσει η κατηγορία της εμπορίας, όπου έπεσε, αλλά δεν δικαιούμουν καμία αποζημίωση. Το γράφει από κάτω η απόφαση με ψιλά γράμματα. Υπογράφεις ότι δεν θα ζητήσεις αποζημίωση. Και της λέω: «Δεν είναι... Είναι μια εποχή αυτή η εποχή που ζούμε...». Αυτό μπορεί να έγινε το… Γύρω στο '90. Ίσως και το '94. Δεν θυμάμαι ακριβώς. «Δεν έχω κανένα λόγο -της λέω- να ασχολούμαι με δέντρα και με τέτοια. Αυτό το πράγμα θέλει έξι μήνες να βγει. Δεν μπορώ να κάθομαι να προσέχω εγώ ένα δέντρο έξι μήνες και να σκέφτομαι και να κάνω και να τρέχω να το ποτίζω. Και πίσω από το μαγαζί μου είναι καλαμιές. Μες την καλαμιά ότι και να βάλεις, θα το πνίξει η καλαμιά. Δεν βγαίνει αυτό το πράγμα, ας πούμε. Κι αν ήθελα -της λέω- εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσα να πάω στην Αθήνα, τότε που πήγαινα στην Αγία Βαρβάρα ή στο Μενίδι, να ψωνίσω δέκα τσιγάρα να τα έχω». Η γυναίκα ήταν μία... Δηλαδή, δεν μου έχει φερθεί άλλος άνθρωπος τόσο καλά, όπως και οι αστυνομικοί που με πιάσανε μου φέρθηκαν πολύ καλά, πάρα πολύ καλά, γιατί μου λέει: «Εμάς μας είχανε πει για κιλά», και τέτοια. «Τι κιλά, ρε παιδιά; Έχω πάρει 2-3 κιλά αυτό, δηλαδή έχω παχύνει, τι κιλά;». Με παραθέσανε σε δικάσιμη τακτική, η Γιαταγάνα, εκεί η Εισαγγελέας, μου λέει: «Πόσα λεφτά έχεις;». Λέω: «Τις εισπράξεις του μαγαζιού», φοβόμουνα λέω θα μου πούνε 50-60.000 εγγύηση, τόσο είναι. Μου λέει: «Πόσα έχεις;». Της λέω: «25.000». Μου λέει: 5.000 εγγύηση -μου λέει- και σήκω φύγε». Και, πράγματι, πήγα στο δικαστήριο, οι αστυνομικοί μόνο που δεν γίνανε μάρτυρες υπεράσπισης, είπαν ότι: «Εντάξει, αυτό το βρήκαμε από πίσω όντως, αλλά δεν βρήκαμε τίποτα στο μαγαζί, δεν…». Δηλαδή, κανένα σχετικό στοιχείο. Αθωώθηκα, γύρισα στο νησί, είχα χάσει και το μαγαζί, και από το ΄94 έχω εγκατασταθεί και είμαι μόνιμος μέχρι σήμερα στο νησί, έτσι; Όπου συνέχισα να δουλεύω στη νύχτα παίζοντας μουσική σε μαγαζιά. Έχω δουλέψει σχεδόν σε όλα τα μαγαζιά του νησιού. Δηλαδή, αν ήμουνα όλα αυτά που λέγανε, τα μισά να ήμουνα, σε ένα νησί που τον χειμώνα είμαστε 300-500 άτομα, ε θα είχε βρεθεί κάποιος να πει ότι: «Με κέρασε». Ή: «Μου πούλησε». Ή: «Με παρέσυρε». Ή: «Με διέφθειρε». Δεν ήταν… Ξέρω, ότι δεν ήταν σωστό αυτό π[00:40:00]ου έκανα, ξέρω ότι έκανα ζημιά στον εαυτό μου και στους δικούς μου, δεν είμαι υπέρ, δεν το προτείνω σε κανέναν, δεν είναι καμία λύση, είναι ένα παραπάνω πρόβλημα από αυτά που έχεις. Κάνοντας ένα τσιγάρο ή πίνοντας μία «ψιλή» δεν υπάρχει περίπτωση να τα λύσεις τα προβλήματά σου και ξέρω ότι είναι και κάτι παράνομο, που δεν έχω παραβατικές συμπεριφορές, δηλαδή δεν περνάω ούτε με κόκκινο εγώ. Με κόκκινο δεν περνάω, δεν είμαι άνθρωπος της βίας, δεν έχω ενοχλήσει κανέναν. Ούτε τις πρώην των φίλων μου, ούτε τη γυναίκα του φίλου μου, ούτε την κόρη της… Γιατί όταν δουλεύεις τη νύχτα εδώ, 25 χρόνια στο νησί, όπως καταλαβαίνεις, αντιμετωπίζεις και καταστάσεις διάφορες, που άλλος θα είναι μεθυσμένος, ο άλλος θα είναι απογοητευμένος, δεν έχω μπλέξει πουθενά. Δεν έχω δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, δεν έχω ενοχλήσει κανέναν και καμία, έτσι; Και τη σχέση μου αυτήν που είχα, ήταν εις βάρος μου, δεν μου έκανε καλό. Έκανα αγώνα μόνος μου, πολύ δύσκολο αγώνα γιατί έπρεπε να αποδείξω και στους άλλους ότι δεν είμαι ελέφαντας, έτσι; Είμαι σε μία ηλικία που τα ΄χω κόψει όλα, από μόνος μου και μπορώ να κάνω και την αποτίμηση της ζωής μου. Συλλέκτες εμπειριών είμαστε, μάζεψα πάρα πολλές εμπειρίες, γνώρισα περίεργους ανθρώπους. Οι σχέσεις μου ήταν κανονικές, είμαι κοινωνικός, δυσκολεύτηκα πολύ και φτάνω στην ηλικία που είμαι τώρα, έχω κλείσει τα 67, είμαι επί ξύλου κρεμάμενος, κυριολεκτικά, έτσι; Σύνταξη δεν δικαιούμαι, γιατί από τα 25 χρόνια που δούλευα, τα 3 μου 'χουνε βάλει ΙΚΑ. Κάτι ένσημα παλιά που είχα από τα σκυλάδικα δεν αναγνωρίζονται, όσα έχω δουλέψει στην Ευρώπη, που έχω δουλέψει αρκετά χρόνια, δεν αναγνωρίζονται, δεν υπάρχουν κιόλας αυτήν την εποχή, και τώρα καλούμαι στην ηλικία που έχω φτάσει, να μπορέσω να επιβιώσω με 3 και 60, γιατί θα πάρω το ελάχιστο που γίνεται, έτσι; Είμαι πολύ έμπειρος στη ζωή μου. Ξέρω πάρα πολλά πράγματα. Έχω βοηθήσει πολύ κόσμο, έχω γλιτώσει πολύ κόσμο από τον κόσμο των ναρκωτικών, που είναι μία παγίδα, που είναι ένα πρόβλημα παραπάνω, και που δεν τον συστήνω σε κανέναν, με τίποτα, γιατί δεν έχει καμία λύση, γιατί δεν θα σου προσφέρει τίποτα και γιατί, άμα δεν είσαι καλά, το μόνο που θα σου κάνει, είναι να σε κάνει χειρότερο, ας πούμε, έτσι; Αυτά, έτσι, σε γενικές γραμμές.
Να σε ρωτήσω κάτι, Γιάννη-
Βεβαίως-
Θα πάω πάλι λίγο πίσω, θέλω να μου πεις αν μπορείς, την περίοδο πριν τη φυλακή, που ήταν η περίοδος της Δικτατορίας, το πώς το έζησες αυτό.
Η περίοδος της Δικτατορίας ήταν μία φρικτή περίοδος, ήταν μία περίοδος που θυμάμαι να κυκλοφορούν τα μεικτά στον δρόμο, δηλαδή ήτανε Αστυνομία και νομίζω ένας του Πεζικού, ένας του Ναυτικού και ένας της Αεροπορίας. Πήγαινα Γυμνάσιο ακόμα, ήταν η εποχή που μας αναγκάζανε να κάνουμε παρελάσεις, να κάνουμε άρματα, να φτιάχνουμε και τέτοια, είτε είναι Απόκριες είτε πότε ήτανε, τα οποία μας υποχρέωναν να τα φτιάξουμε, να κάνουμε εθνικές εορτές και τέτοια και τα φτιάχναμε τα άρματα μόνοι μας, φυλάγονταν στο λιμάνι του Πειραιά σε ένα μεγάλο κτίριο του «ΟΛΠ» και το βράδυ πηγαίναμε και τα σαμποτάραμε μόνοι μας. Χαλάγαμε τις ρόδες και τέτοια. Ήταν μία πάρα πολύ άσχημη περίοδος, ήταν μία περίοδος που έχω δει τον πατέρα μου τι έπαθε, έχω δει τους γειτόνους τι πάθανε, έχω περάσει και τότε από την Ασφάλεια, ήταν η πρώτη μου εποχή με την Ασφάλεια -τη γλύτωσα εγώ-, έχω δει να παίρνουν ανθρώπους όρθιους, όταν ήμουνα στην Ασφάλεια, και να τους φέρνουν με κουβέρτες από τη φάλαγγα. Θυμάμαι τον πατέρα μου όταν πέθανε, που πήγα να τον εντύσω και ανακάλυψα -μου έκανε εντύπωση από μικρός που ΄βαζε τα πόδια του πάνω στη σόμπα, πάνω στο καλοριφέρ και δεν καιγότανε-, και ανακάλυψα ότι τα πόδια του από κάτω, ήταν όπως είναι οι κυψέλες έτσι και μου είπανε οι παλιότεροι ότι ήταν από τη φάλαγγα αυτό. Ο οποίος πατέρας μού εξήγησε τι γινόταν και στη Μακρόνησο. Μου εξήγησε, ότι τους βγάζανε τα νύχια με τανάλιες, τους βγάζανε τα δόντια με τανάλιες, τους βάζανε σε ένα τσουβάλι με γάτα και τους πέταγαν στη θάλασσα. Ήταν στην ίδια σκηνή με τον Μανώλη τον Γλέζο. Ο Μανώλης ο Γλέζος ήταν πιο μικρός από τον πατέρα μου, πολύ φίλος του πατέρα μου. Όταν ήταν πρόεδρος εδώ, ερχόταν και τον έβλεπε και τον είχε προστατευόμενο ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης, ο πατέρας μου ήταν αντάρτης. Έχει πολεμήσει και στην Αλβανία, ήταν τραυματίας. Δεν δέχτηκε τίποτα από το κράτος, ούτε... Εκείνη την εποχή οι τραυματίες πολέμου, να τους δίνανε μία άδεια περιπτέρου, δεν δέχτηκε τίποτα από αυτά. Μετά, βγήκε στο βουνό, ήταν 7 αδέρφια και ο πατέρας μου με άλλα 2 του αδέρφια και με τις 2 αδερφές ήταν αντάρτες. Ήταν και 2 γυναίκες στο βουνό. Ήτανε… Δουλεύανε στα μεταλλεία, έχουν δουλέψει και εδώ, και έχουνε δουλέψει και στα μεταλλεία, εκείνη την εποχή που βγάζανε κάρβουνο, στο Περιστέρι. Και ο πατέρας μου ξέρω, μου λέει: «Εγώ ήμουν αυτός, που πήγαινα -γιατί στη Σέριφο στην Κατοχή δεν ήταν οι Γερμανοί, ήταν οι Ιταλοί, και μου λέει ο μπαμπάς-, ότι εμείς πηγαίναμε το κρασί στον φρουρό, τον Ιταλό, που έπινε, να σουρώσει για να βγάλουμε τους δυναμίτες κρυφά, να πάμε να τους δώσουμε, για να φτάσουνε στο βουνό». Η Χούντα ήταν κάτι -δηλαδή λένε τώρα αυτήν την εποχή ότι ζούμε μία Χούντα, δεν είναι Χούντα-, η Χούντα ήταν κάτι πάρα πολύ άσχημο. Η Χούντα ήταν μία περίοδος που η Ελλάδα πήγε άλλα 30 χρόνια πίσω, ήτανε μία φαινομενικά ήσυχη εποχή, όπου λέγανε αν δεν ασχοληθείς με τα πολιτικά, δεν σε ενοχλεί κανένας. Και όντως αυτό γινότανε, αλλά το να μην ασχοληθείς με τα πολιτικά, σήμαινε ότι συμφωνούσες και δεν συμφωνούσε ο κόσμος. Δηλαδή, στα υπόγεια και στα βασανιστήρια και στο «Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α.» και τέτοια, γινόντουσαν εγκλήματα, ας πούμε. Ήταν μία μαύρη περίοδο και αυτό το δέχτηκε και η ιστορία, γι' αυτό τους δίκασε και τους καταδίκασε. Και όταν πήγα μέσα εγώ στον Κορυδαλλό, το ΄78, στη μία ακτίνα ήμασταν εμείς 300 άτομα και δίπλα στην ίδια ακτίνα μένανε 5: έμενε ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός και κάτι τέτοιοι. Δηλαδή, εμείς είχαμε 100 κελιά για 300 άτομα και οι άλλοι είχανε 5 άτομα, 100 κελιά. Οι οποίοι, μάλιστα, χουντικοί μέσα μας πετάγανε και τσιγάρα, γιατί είχανε και χρήματα και δεν τους φύλαγε η αστυνομία, τους φύλαγε ο στρατός δίπλα. Είχαν τα τένις τους, τηλεοράσεις, βιβλιοθήκες, αλλά κάνανε μεγάλη ζημιά στη χώρα. Κάνανε εγκλήματα πολλά, όποιος τολμούσε να αντισταθεί, έως εξαφανιζόταν. Θυμάμαι, μάλιστα, επί Χούντας, κάνανε και μερικούς δρόμους, απαγορεύτηκε το ξύλο στα σχολεία που τις τρώγαμε -επί Χούντας έγινε αυτό, το θυμάμαι-, αλλά τις τρώγαμε έξω. Είχε απαγορευτεί το ξύλο στα σχολεία, αλλά έξω έπεφτε κανονικά. Απαγορευόταν η κυκλοφορία μετά τις 21:30. Εμείς παιδιά ήμασταν κυκλοφορούσαμε, βγαίναμε από την Δραπετσώνα να πάμε στο Πέραμα. Μας έχουνε πιάσει και οι αστυνόμοι στον δρόμο, παιδιά ήμασταν ακόμα, δεν… Δηλαδή, τους κομμουνιστές κυνηγούσαν περισσότερο και δεξιούς που αντιστεκόντουσαν τις τρώγανε, γιατί αντιστεκόντουσαν και δεξιοί, δεν αντιστεκόντουσαν μόνο... Αλλά, εντάξει, τρώγαμε κάνα χαστούκι, ή μας πιάναν τη φαβορίτα και μας σηκώνανε, μας αφήνανε. Γιατί ήμασταν παιδιά όντως. Δεν ήμασταν κάτι για αυτούς… Δεν μπορούσαμε να τους κάνουμε και κάτι, έτσι; Ήταν μία από τις χειρότερες περιόδους που έχει ζήσει η Ελλάδα και που μας γέμισαν απωθημένα, γιατί δεν ξέραμε και τι να κάνουμε, ήμασταν και παιδιά, δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε.
Κάτι άλλο ήθελα να ρωτήσω, σχετικά με τη δουλειά που έκανες στην Ευρώπη. Δηλαδή, ανέφερες προηγουμένως ότι δούλεψες μετά τη φυλακή, ως μουσικός στην Ευρώπη.
Ναι, έχω δουλέψει... Δηλαδή, γυρνώντας εδώ, στην επαρχία, όπου έχω δουλέψει στον Πύργο, στην Καλαμάτα, μέχρι τα Γιάννενα, έχω δουλέψει σε τέτοιες περιοχές, δούλευα εκείνη την εποχή σ' ένα μαγαζί στον Πύργο απ' έξω, πιο κάτω από την Αμαλιάδα, στο Κατάκολο; Κάπου μεταξύ Αμαλιάδας και Κατάκολου. Είχε ένα μαγαζί, θυμάμαι και το όνομα, «ο Γάσπαρης», τα σκυλάδικα εκείνη την εποχή. Πολλά λεφτά. Και είχα γνωριστεί με τον γιο του, παίζαμε μπάσκετ και μου είπε ότι ο μπαμπάς του είχε ένα μαγαζί στο Ρότερνταμ. Και εμένα μου άρεσε να βγαίνω έξω, έβλεπα και τη διαφορά, αλλά πάντα μου ΄λειπε η Ελλάδα, όσο και να ήταν καλύτερα έξω. Και ξεκίνησα έτσι και πήγα στο Ρότερνταμ. Μετά, πήγα στο Άμστερνταμ. Άρχισα τη βόλτα μου, όπου δούλευα όπου είχε ελληνικά μαγαζιά, αλλά έπαιζα και μουσική στους δρόμους από μόνος μου και στις πλατείες και μου άρεσε. Έχω γυρίσει αρκετές πόλεις. Η σημαντικότερη πόλη που πέρασα και έμεινα ήτανε το Βερολίνο. Πριν να πέσει το Τείχος. Πάρα πολύ ωραία πόλη, ελεύθερη πόλη, γεμάτη μουσεία, γεμάτη ελληνικά μαγαζιά, ξέραν την ελληνική ιστορία, έχουν μουσεία ελληνικά, είχανε μουσείο για τον Χαρίδημο ή τον Σπαθάρη, εκείνη την εποχή, είχαν η έδρα για τον Βαμβακάρη, εκείνη την εποχή. Μάλιστα -γιατί είχα πάει και παρέα, φιλοξένησα εδώ το καλοκαίρι μία Βερολινέζα και φτάσαμε Βερολίνο τον χειμώνα εκεί να με φιλοξενήσει- είχα πάει και στο Ανατολικό Βερολίνο. Περάσαμε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου δεν έχει καμία σχέση με το Δυτικό, έτσι; Ήταν μία γκρι πόλη, με γκρι κτίρια, με γκρι κατοίκους, με γκρι αυτοκίνητα, μία μουντή πόλη. Δεν έχω να πω κάτι, δηλαδή δεν έχω κάτι για το πολιτικό σύστημα, αυτά που είδα λέω. Και λέω: «Δεν μπορεί, αυτή η πόλη... Και πώς ζούνε έτσι οι άνθρωποι; Δεν έχ[00:50:00]ουν νυχτερινή ζωή;». Και, τελικά, που ρωτήσαμε και επειδή ήμασταν και από το Δυτικό Βερολίνο, πήγαμε σε ένα μαγαζί το βράδυ όπου ήταν απ' έξω 30 λιμουζίνες και ήταν μέσα όλοι οι ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους. Κι ήταν ένα μαγαζί σαν αυτά που υπήρχαν στη Ρώμη, στο Βερολίνο το Δυτικό, παντού. Αλλά ήτανε μόνο οι αξιωματούχοι, δεν ήτανε για τους κατώτερους. Δηλαδή, ήταν η ζωή εκεί, είχανε -ξέρω 'γώ- υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες και τέτοια, μέχρι εκεί ήταν αυτά. Τα υπόλοιπα ήτανε για τους ανωτέρους. Ήτανε μία ανώτερη ζωή για τους ανωτέρους, οι υπόλοιποι ήταν σε μία οικονομική κατάσταση, όπου εκεί θα μένανε, εκεί θα παραμένανε, δεν είχε τη ζωή που είχε το Δυτικό Βερολίνο. Το Δυτικό Βερολίνο είναι το καλύτερο μέρος που έχω περάσει. Αλλά, φυσικά, πάντα μας έλειπε η Ελλάδα. Είναι διαφορετική η Ελλάδα, είναι ο ήλιος που μας κρατάει, είναι ο ήλιος που μας τραβάει πίσω.
Οπότε, όταν γύρισες και από το tour στην Ευρώπη, ήταν και που άνοιξες το μαγαζί στη Σέριφο.
Ναι. Το είχα το μαγαζί, είχα φύγει και πήγα Βερολίνο και ξαναγύρισα στο μαγαζί. Δηλαδή, είχε κλείσει το μαγαζί, έφυγα, δεν θυμάμαι πόσο έκατσα, 8; Δεν θυμάμαι, κάτι μήνες που έκατσα στο Βερολίνο ακριβώς, αλλά θυμάμαι ότι είχα το μαγαζί, έφυγα με την κοπελιά, με τη Βερολινέζα και ξαναγύρισα εγώ. Και, μάλιστα, φύγαμε για να πάμε να δούμε συναυλία εκείνη την εποχή και τελικά κόλλησα. Zappa, McLaughlin και Santana ήτανε… Αυτό είναι στο εξωτερικό, αυτές οι συναυλίες είναι συγκινητικές, ας πούμε. Ή πηγαίναμε στο γήπεδο, στο Βερολίνο. Τότε το… Πότε πήγα; Πηγαίναμε στο γήπεδο, πάντως, θυμάμαι τότε. Ήταν πεντακάθαρα τα γήπεδα, ήταν πεντακάθαροι οι δρόμοι... Θυμάμαι ότι ήμουν πιτσιρικάς, περπάτησα και έφτυσα κάτω, γιατί ήμουνα και παιδί, και μου λένε: «Έλληνας, Τούρκος ή Πακιστανός είσαι;», με προσβάλλανε. Δεν υπήρχε γόπα κάτω... Και στο γήπεδο, λέω: «Πώς με τόσο κόσμο δεν γίνονται φασαρίες;». Μου λέει: «Έχει security». Λέω: «Τι security;» και μου δείχνει κάτι χοντρές κυρίες. Η θεία μου, η θεία σου, ίσως η ξαδέρφη μου, η ξαδέρφη σου, με διακριτικά οι οποίες κοιτάγανε, έτσι και εάν έκανες κάτι είχε παρατήρηση επιτόπου. Εάν έκανες κάτι άλλο, εκτός από το να παρατηρείς το παιχνίδι -φυσικά, τα καθίσματα ήταν αριθμημένα, ξέρανε ποιος κάθεται πού-, αν το ξανάκανες, ερχόντουσαν δύο κύριοι αυτοί, λίγο φουσκωτοί, δεν είχε δεύτερη ευκαιρία εκεί, έτσι; Σου δίνουν μία ευκαιρία, δεν έχει… Αλλά δεν είναι σαν εμάς, δεν είναι αυθόρμητοι, είναι ρομποτάκια. Είναι καλύτερη κοινωνία, αλλά είναι ρομποτάκια, είναι διατεταγμένοι, είναι ordinary [τυπικοί]. Είναι δηλαδή θα το κάνουν το Σάββατο οι Βερολινέζες, τις άλλες μέρες δεν έχει τέτοια. Στο ψυγείο, είναι τα πράγματά μου και τα πράγματά σου, δεν το έχουν το ελληνικό, να κεράσω και τέτοια, ας πούμε. Είναι διαφορετικά, αλλά είναι όλοι ordinary. Δηλαδή, δεν περνάει κανείς με κόκκινο, ούτε το σκέφτεται, σταματάνε από το πορτοκαλί. Έχει δικαίωμα η κάθε γιαγιά που θα δει ότι θα κάνεις παράβαση, να πάρει τηλέφωνο κατευθείαν να σε πει. Δεν κάνουνε τέτοια πράγματα όντως οι άνθρωποι, είναι άλλη νοοτροπία έξω, αλλά δεν έχουν το αυθόρμητο το δικό μας.
Προηγουμένως -και δεν το ολοκλήρωσες- που ήθελες να πεις κάτι για τον θάνατο του πατέρα σου.
Ναι. Ο πατέρας μου ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος. Πέθανε και στην ψάθα, αν και ήτανε και πρόεδρος εδώ, όπου όχι μόνο δεν έπαιρνε τον μισθό του, αλλά κατέθετε τη σύνταξή του, για το καλό. Ενδιαφερόταν για το κοινό καλό. Ο πατέρας μου, λοιπόν, στα 93 του, χωρίς κανένα πρόβλημα υγείας, μας φώναξε μία μέρα, εμένα και τη μητέρα μου και τις αδερφές της μητέρας μου -ο οποίος πατέρας μου και αυτός έκανε πολλά χρόνια να συνέλθει, γι' αυτό ήρθε εδώ από την εξορία, μπήκα και εγώ φυλακή και κατάλαβα τι θα πέρασε εκείνος-, μας φώναξε στα 93 του, μαζευτήκαμε εκεί, μου λέει: «Έλα ξύρισέ με». Του λέω: «Εντάξει, θα σε ξυρίσω αύριο -δεν μου το 'χε ξαναζητήσει αυτό». «Όχι -μου λέει-, ξύρισέ με τώρα». Δεν του 'χω αντιμιλήσει του πατέρα μου, δεν έχω καπνίσει μπροστά του ούτε τσιγάρο, τίποτα, και ήμουνα 50 χρονών, έτσι; Και αφού τον εξύρισα, μας ανακοίνωσε ότι φεύγει: «Εγώ θα φύγω». Έδωσε οδηγίες της μάνας μου, με ποια να κάνει παρέα, να μην τον κλάψει. Δεν το καταλάβαινα τώρα εγώ. «Τι εννοείς θα φύγεις;». Μου λέει: «Θα φύγω, -μου λέει-, θα σταματήσω να τρώω και να πίνω και θα φύγω». Εντάξει, δεν ήξερα τι να κάνω. Πήγα βρήκα τους φίλους του εδώ, μεγάλοι άνθρωποι και αυτοί, λέω: «Έτσι κι έτσι, μου είπε ο πατέρας μου». Μου λένε: «Ο άνθρωπος μετά τα 90, εάν σου πει: ''Κουράστηκα και θέλω να φύγω'', έχει το δικαίωμα». Γύρισα σπίτι, μου λέει: «Από αύριο -μου λέει- σταματάω». Λέω: «Εντάξει». Ήμουνα σε μία δύσκολη φάση. Τελικά, από την άλλη μέρα, πάω το πρωί σπίτι, κάθομαι δίπλα του... Πράγματι, από το πρωί δεν ήθελε τίποτα. Του ΄φτιαξε τον καφέ η μάνα μου, μου λέει: «Κάτσε δίπλα», λέω «Ναι». Ούτε καφέ ήπιε ούτε νερό έπινε, δηλαδή σταμάτησε να τρώει και να πίνει, και επειδή ήξερα από τους παλιούς, όταν φεύγει κάποιος, μου λέει: «Θα πας με ένα πιρούνι, θα τυλίξεις λίγο βαμβάκι και θα του βάζεις νερό στα χειλάκια του» και τέτοια. Και ήθελε καφέ ο μπαμπάς, του λέω: «Θα πιείς; Όχι -μου λέει-, λίγο έτσι στη γεύση». Πρώτη, δεύτερη… Δεύτερη μέρα άρχισε και έλιωνε. Αδυνατίζει ο οργανισμός, ήτανε και 93 χρονών. Παίρνω τηλέφωνο έναν φίλο μου γιατρό, του λέω: «Τι να κάνω; Έτσι κι έτσι ο πατέρας μου». Τον ήξερε τον πατέρα μου, γιατί αυτός είχε κάνει εδώ αγροτικός γιατρός και τον ήξερε, ήταν αγαπητός ο πατέρας. Και το λένε και οι ντόπιοι εδώ, ότι είναι ο μόνος που δεν έβαλε φράγκο στην τσέπη, έβαζε και από την τσέπη του και ο μόνος που κατέβαινε και μάζευε τα σκουπίδια και τέτοια πράγματα. Μάλιστα, μου έλεγε ο πατέρας μου ότι όλοι πάνε για τον τίτλο, αν ο τίτλος δεν ήταν «Πρόεδρος» κι ήταν «Σκατοπρόεδρος» κανείς δεν θα ήθελε να βάλει. Λοιπόν, παίρνω τον γιατρό και του λέω: «Έτσι κι έτσι ο πατέρας μου». Ο γιατρός που τον ήξερε τον Λευτέρη και τον αγαπούσε, μου λέει: «Θα σου κάνω, θα σου δείξω» με έβρισε, μου είπε «Παναγίες» ο φίλος μου. Του λέω: «Τι να κάνω;». Μου λέει: «Θα φωνάξεις τον γιατρό να του βάλει ορό». Φωνάζω τον γιατρό, έρχεται ο γιατρός εδώ, πράγματι του βάζει ορό, την άλλη μέρα συνήλθε ο πατέρας. Με το που συνήλθε, βγάζει τον ορό, μου λέει: «Μην μου το ξανακάνεις αυτό». Τον επήρα αγκαλίτσα, λοιπόν. Μείναμε στο ίδιο κρεβάτι τρεις μέρες -γιατί τρεις μέρες άντεξε- και σε τρεις μέρες, που τον είχα αγκαλίτσα, μου είπε την ιστορία της ζωής του, ότι: «Eγώ δεν έχω κλέψει κανέναν», ότι Εγώ δεν έχω πειράξει κανέναν», ότι «Έχω βοηθήσει όσους μπορούσα», ότι «Είχα λεφτά στην άκρη, όταν πήγα εξορία τα δάνεισε η μάνα σου, δεν μας τα έφερε κάνεις πίσω». Γιατί δούλευε ο μπαμπάς 38 χρόνια στην εταιρεία λιπασμάτων. Μου είπε ότι μετάνιωσε, μου λέει: «Μετάνιωσα γιατί δεν έπρεπε να παραδώσουμε τα όπλα, όταν τα παραδώσαμε, γιατί μας πούλησε το κόμμα», αυτό. Μου είπε ότι μετάνιωσε γιατί: «Έπρεπε να έχουμε εκτελέσει όλους τους δοσίλογους, αλλά μετά θα γινόμαστε σαν κι αυτούς και δεν το είχαμε, δεν μπορούσαμε να σκοτώνουμε ανθρώπους γιατί ήτανε αυτό, είτε γιατί ήτανε το άλλο». Μου ζήτησε να μην πάει κανένα κόμμα, ούτε Κ.Κ.Ε. ούτε τίποτα: «Δεν θέλω -μου λέει- να φέρουνε στην κηδεία μου τίποτα. Και αν κάποιος -μου λέει- θέλει να μου φέρει κάτι, θα του πεις να τα βάλει στο ''Χαμόγελο του Παιδιού''». Και πεθαίνοντας ο πατέρας, όπου σε τρεις μέρες έσβησε, εκεί που μιλάγαμε, έκανε ένα «πουφ» σαν πουλάκι και έφυγε. Και, μετά, ψάχνοντας τα πράγματά του, εκείνη την εποχή -11 χρόνια πριν δεν θυμάμαι πόσο είναι-, εκείνη την εποχή, βρήκα τον μπαμπά, που έστελνε τριχίλιαρα στους «Γιατρούς χωρίς σύνορα». Τριχίλιαρα, ήτανε τα ευρώ, ήταν λεφτά πολλά, ας πούμε. Δηλαδή, τη σύνταξή του και ό,τι οικονομίες είχε... Ο πατέρας μου, από μικρός δεν μου πήρε ούτε ράδιο, αλλά μου είχε πάρει στο σπίτι γραφείο, βιβλιοθήκη με πάρα πολλά βιβλία, όπου διάβαζα από μικρός. Με έχει πάει πολύ θέατρο, έχω δει από Μυράτ μέχρι Καρακατσάνη, μέχρι τέτοια. Έχω δει πολλές συναυλίες, με Θεοδωράκη και με Χατζηδάκι. Με έχει πάει στον Μαραθώνιο του Λαμπράκη και έχουμε κάνει τον Μαραθώνιο εγώ στην πλάτη του μπαμπά και ο μπαμπάς περπατώντας, την εποχή των «Λαμπράκηδων». Ήταν και ο πρώτος σύλλογος μου έγραψε ο μπαμπάς: στους «Λαμπράκηδες». Ήταν ένας πολύ αγνός άνθρωπος, ήταν αριστερός, δεν ήταν ούτε κομμουνιστής ούτε τίποτα. Ήταν ένας προοδευτικός άνθρωπος. Άλλωστε, τον ξέρανε και οι χουνταίοι, τον εξέρανε γιατί ήτανε και συνδικαλιστής και δεν τον πήρανε το ΄67. Τον έδωσε ένας φίλος του, το ΄68, και τον πήραν εξορία. Δεν τον ενοχλήσανε τον πατέρα μου. Ξέρανε ότι ήταν αριστερός, ξέρανε ότι ήταν αγωνιστής και αυτοί ήταν δικτάτορες. Δεν τον ενόχλησαν τον πατέρα μου, δεν πήγαν να τον πάρουνε. Πήγαν να πάρουν άλλον και τους λέει: «Εμένα θα πάρετε -λέει-, αυτόν πηγαίνετε πάρτε». Και ήρθαν και πήραν τον πατέρα μου. Ήταν ένας πολύ αγνός άνθρωπος, αλλά και ό,τι έχω γίνει εγώ και όσο άντεξε ο πατέρας μου, μας κρατάει η μάνα μου όρθιους και τους δύο, που η μάνα μου είναι μία γυναίκα αγράμματη. Δηλαδή, μόνο το όνομά της ξέρει να γράψει, το δικό μου το όνομα δεν ξέρει να το γράφει και η οποία και αυτή, όταν μπήκε ο πατέρας μου φυλακή, δούλεψε περίπου 30 χρόνια, τα 15 χρόνια στη Μαρίνα Ζέας, όταν πρωτάνοιξε, στο Πασαλιμάνι, ένα εξαίρετο μαγαζί και τα υπόλοιπα 15, στο «Meridien», στον Βαρδινογιάννη, όπου αποφοίτησε μετά επαίνων, ας πούμε, μία γυναίκα αμόρφωτη, αλλά πολύ καλή στη δουλειά της. Έντιμοι άνθρωποι και οι δύο, πολύ έντιμοι άνθρωποι και, γενικά, και το σόι του μπαμπά και της μαμάς, μου είπανε για τον παππού μου, μου το είπαν οι παλιότεροι, ότι εκείνη την εποχή ο παππούς -ο οποίος είχε και το καφενείο στο Μέγα Λειβάδι και βοηθούσε πολλούς-, πέθανε τη γιαγιά σε ηλικία 30 χρονών, γιατί σε ηλικία 30 χρονών της είχε κάνει 8 παιδιά. Ήταν ο παππούς πολύ ένθερμος και μεγάλωσε 7 παιδιά μόνος του και μου το λέγαν οι παλιοί: «Είναι καλός γιατί -μου λέει- μεγάλωσε 7 παιδιά μόνος του και δεν βγήκε ένα παιδί κλέφτης». Ήταν έντιμα παιδιά όλα και ήταν 7 αδέρφια: και ήτανε 5 αριστεροί και αντάρτες και 1 αδερφή και 1 αδερφός ήταν δεξιοί. Ήτανε… Όλο το φάσμα κάλυψε η οικογένεια.
Γιάννη, θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο στη συζήτησή μ[01:00:00]ας, όσον αφορά τη ζωή σου λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού από τη φυλακή ή οτιδήποτε άλλο;
Ναι, είναι φοβερός ο κοινωνικός αποκλεισμός. Είναι φοβερή η ταμπελίτσα που βάζουνε σε διάφορους ανθρώπους. Είναι η κοινωνία μας έτσι φτιαγμένη, όπου κανιβαλίζουμε ώρες-ώρες. Βάζουμε μία ταμπελίτσα: «Αυτός είναι κοντός. Αυτός είναι χοντρός. Αυτός είναι κλέφτης. Αυτός είναι…». Και είναι μία ταμπελίτσα που σε ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή. Δηλαδή, μπορώ να πω ότι πιο καλά μου φέρθηκε η εξουσία και ας με τιμώρησε, παρά οι γείτονες, ας πούμε, που είχα. Κατάλαβες; Είσαι το μαύρο πρόβατο, πρέπει να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Εγώ το έχω αποδείξει κατ' επανάληψη. Είμαι σε ένα πολύ κλειστό μέρος, όπου ξέρουμε όλοι τι κάνει ο άλλος και άμα δεν ξέρουμε τώρα, μα σε δύο ώρες, μα σε δύο εβδομάδες, μα σε δύο μήνες, θα το έχουμε μάθει. Δεν κρύβεται τίποτα. Δεν έχω καμία ενοχή, έχω κάνει ζημιά σε μένα, το ξέρω καλά, έχουνε πάει πολλά χρόνια χαμένα -με τα διάφορα που έκανα-, με τη χρήση που έκανα και τέτοια, έχω κάνει ζημιά στην οικογένειά μου... Δεν έχει επεκταθεί παραπέρα, δεν έχω προτρέψει ποτέ κανέναν να κάνει κάτι το παρόμοιο και δεν νόμιζα ποτέ ότι έκανα καμία εξυπνάδα. Ήξερα τι έκανα, απλά είχα πολλά νεύρα, μετά από τις διώξεις που πέρασα και μέχρι να περάσουν. Κάθε αστυνόμος που ερχόταν στο νησί, εμένα φώναζε. Δηλαδή, τώρα τα τελευταία 15-20 χρόνια έχω ηρεμήσει. Δηλαδή, μέχρι τα 40 μου όποιος ερχότανε, με φωνάζανε: «Έλα εδώ. Αυτός, σε ξέρουμε». «Εμένανε; Τι με ξέρετε; Τι κάνω εγώ που με ξέρετε;». Και, εντάξει, εκτός και είμαι τόσο έξυπνος και καταφέρνω και το κρύβω, σε μία κοινωνία των 500, των 700 ατόμων, τότε είμαι Αλ Καπόνε, δηλαδή είμαι τότε για να με βραβεύσει και το κράτος, γιατί δεν με έχει πάρει χαμπάρι κανένας. Κατάλαβες; Πρέπει να είμαι δηλαδή «Πανεξυπνίδης»! Σε μία κοινωνία που ουδέν κρυπτόν εδώ, τίποτα, τίποτα, δεν κρύβεται τίποτα. Δεν έχω… Δεν αισθάνομαι... Τον χρόνο μου αισθάνομαι ότι σπατάλησα, αλλά είναι εμπειρίες που σε κάνουν καλύτερο και το θέμα είναι να καταφέρεις μετά απ' όλα αυτά να παραμείνεις άνθρωπος. Αυτό είναι το θέμα και η ζωή είναι ένα ταξίδι που πρέπει να ξεκινήσει από το εσωτερικό σου, πρέπει να ανακαλύψεις τι είσαι, να το αποδεχτείς: «Είμαι κοντός, χοντρός, καραφλός και gay», ας πούμε, και να κοιτάξεις να γίνεις το καλύτερο δυνατό μέσα στα πλαίσια που μπορείς εσύ. Και να θες να προσφέρεις. Ο μπαμπάς έλεγε: «Να χαρίζεις από το υστέρημά σου, όχι από το περίσσευμά σου». Να σου αρέσει να δίνεις, να σου αρέσει να αγαπάς. Η αγάπη άμα την εδίνεις, πολλαπλασιάζεται. Να είσαι αλληλέγγυος, να μην είσαι ρατσιστής, να μην κρίνεις, να μην δικάζεις κανέναν. Απλά να κοιτάξεις να γίνεις, να μην είσαι βάρος σε κανέναν, να μην ζεις εις βάρος κανενός, να παραμείνεις… Έχω μεγαλώσει, άντρας νομίζω ότι έχω γίνει σίγουρα και καλός, νομίζω, άντρας είμαι, οι σχέσεις μου με τις γυναίκες ήταν οι καλύτερες, με έχουν βοηθήσει απεριόριστα, μου 'χουνε σταθεί «παλικάρια». Το θέμα είναι αν καταφέρεις να γίνεις και άνθρωπος. Εγώ έχω φτάσει στο «αν». Εγώ έχω φτάσει στο «αν», από το «άνθρωπος». Τώρα, πιστεύω, στα επόμενα χρόνια, να φτάσω λίγο παραπέρα. Να ολοκληρωθείς σαν άνθρωπος είναι πάρα πολύ δύσκολο, νομίζω πρέπει να τελειώσεις για να ολοκληρωθείς, έτσι; Να επιστρέψεις από κει που ξεκίνησες: «Να 'χεις το κεφάλι σου ψηλά», που έλεγε ο μπαμπάς, γιατί ο μπαμπάς ήταν ο οδηγός στη ζωή μου. Και έλεγε και κάτι άλλο ο μπαμπάς: «Σημασία δεν έχει να έρθεις σαν μάγκας, ούτε να ζήσεις σαν μάγκας -μάγκας με την καλή έννοια-, σημασία έχει να φύγεις με το κεφάλι ψηλά και μάγκας». Αυτά είναι. Αυτά μου έλεγε ο πατέρας μου. Μου 'χουνε μείνει κι η μάνα μου ήτανε και πρότυπο ηθικής και τιμιότητας. Δεν έχω υπάρξει άτιμος. Δεν έχω βουτήξει, δεν έχω εκμεταλλευτεί, έχω κάνει άλλες βλακείες... Άλλωστε από τα λάθη μαθαίνουμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να στηρίξουμε τη ζωή μας στα λάθη μας. Τα λάθη σου μαθαίνουν, τα λάθη σε κάνουν καλύτερο και οι σχέσεις σε κάνουνε καλύτερες. Είτε είναι επαγγελματική, είτε είναι φιλική, είτε είναι συναισθηματική, η σχέση αυτή υποτίθεται ότι σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει. Αυτό είναι. Και το ταξίδι της ζωής, που ένα πολύ ωραίο ταξίδι και είναι και τεράστιο, ας μας φαίνεται μικρό εμάς, νομίζω ότι προορισμό έχει να γίνεις «άνθρωπος». Αυτό είναι. Να γίνεις άνθρωπος. Κάποτε, θα έρθει η ώρα σου να φύγεις. Την ώρα που θα φύγεις εσύ, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου γεννιέται ένας άλλος «Γιάννης», ένας άλλος «Βαγγέλης», μία άλλη «Μαρία», κατάλαβες; Αυτό είναι το νόημα της ζωής, είναι ένα ταξίδι εσωτερικό, είναι στον εαυτό μας. Πρέπει να βρεις τον εαυτό σου και να έχεις και το θάρρος κάθε πρωί, να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και να είσαι ο πιο αυστηρός δικαστής του εαυτού σου. Να του ζητάς εξηγήσεις κάθε πρωί γι' αυτά που κάνεις, έτσι; Να τον εμουτζώνεις ελεύθερα, να του λες: «Πάλι μαλάκια έκανες» και τέτοια, ας πούμε. Αυτό είναι.
Γιάννη, ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Παρακαλώ, παρακαλώ, παρακαλώ.