© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Με τ' άρβυλα δεμένα για ενάμιση μήνα στα χώματα της Κύπρου

Κωδικός Ιστορίας
13767
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Γιαννιού (Γ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/01/2023
Ερευνητής/τρια
Παντελής Διαμαντής (Π.Δ.)
Π.Δ.:

[00:00:00]Καλημέρα, κύριε Γιώργο!

Γ.Γ.:

Καλημέρα σας!

Π.Δ.:

Είμαι ο Παντελής Διαμαντής, ερευνητής στο Istorima. Σήμερα είναι 6 Ιανουαρίου του 2023, βρισκόμαστε στ’ Αφάντου και θα θέλαμε να μας πείτε την ιστορία σας.

Γ.Γ.:

Καλημέρα! Είμαι ο Γιώργος Γιαννιού. Ο πατέρας μου ήταν ο Αντώνης Γιαννιού του Ιωάννου και η μητέρα μου ήταν η Βαλασία, το γένος Κωνσταντίνου Αβάντη. Γεννήθηκα στις 14/2 του 1952. Είμαι παιδί πολυμελούς οικογένειας. Είμαστε έξι αδέλφια, τρία κορίτσια και τρία αγόρια. Εγώ είμαι δίδυμος, ο Γιώργος και ο αδελφός μου ο Γιάννης. Υπήρχε και ο μεγαλύτερος, ο Παντελής. Τα χρόνια τα δικά μας ήταν πολύ φτωχά. Οι γονείς μας ήτανε όλη μέρα απασχολημένοι με τα χωράφια και εμείς ζούσαμε σ’ ένα σπίτι, όχι άνετο, αλλά εν πάση περιπτώσει υπήρχε το σπίτι. Είχε για πόρτα πλάκες από ξύλα που ήταν η μια δίπλα στην άλλη και μεταξύ τους υπήρχε αρκετό κενό από το οποίο περνούσε ο αέρας και το σπίτι δεν ήτανε πάντα όπως έπρεπε, δροσερό ή ζεστό ανάλογα με τις συνθήκες. Τα σπίτια τα δικά μας ήτανε μονόσπιτα, όπως τα λέγαμε, ή καμαρικά. Είχανε χώρισμα μέσα με πλίνθους. Τα χωρίσματα αυτά τα λέγανε «λινούς». Λινούς απ’ ό,τι ξέρω είναι χώρος αποθήκης ή πατάρι. Θυμάμαι κάπου το διάβασα και σε κείμενο του Ομήρου, τη λέξη λινούς. Τα σπίτια στο χωριό ήτανε σχεδόν όλα τα ίδια, γιατί όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήτανε στο ίδιο οικονομικό επίπεδο. Πήγα σχολείο στο δεύτερο δημοτικό σχολείο Αφάντου, δίπλα στο πρώτο, το οποίο εκείνα τα χρόνια εμείς το λέγαμε «κάτω» και το δικό μας το δεύτερο το λέγαμε «πάνω». Είναι στην πλατεία του χωριού δίπλα από την εκκλησία και δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Δάσκαλοί μου στην πρώτη τάξη ήτανε ο κύριος Κωβιός Στέφανος. Στη δευτέρα η κυρία Φωτεινή. Στην τρίτη η κυρία Σία, σύζυγος του κυρίου Κωβιού, και απ’ την τρίτη, τετάρτη και πέμπτη ήμουνα μαθητής με δάσκαλο τον κύριο Αποστολάκη Εμμανουήλ απ’ την Κρήτη. Σαν παιδιά του δημοτικού σχολείου παίζαμε εκεί στις αυλές διάφορα παιχνίδια. Παίζαμε με τους βόλους τους λεγόμενους, μπίλιες όπως τις ξέραμε εμείς εδώ στο χωριό. Με τις σβούρες οι οποίες τις περισσότερες φορές ήτανε φτιαχτές από άλλα παιδιά, γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα να αγοράσουμε γρήγορα από το εμπόριο. Παίζαμε τη γαϊδούρα τη λεγόμενη, κυνηγητό. Αυτά ήταν τα παιχνίδια και κάπου - κάπου τα αγόρια παίζαμε και με κάτι μικρές μπάλες, το λεγόμενο ποδόσφαιρο. Στις γυμναστικές επιδείξεις, οι οποίες καταργήθηκαν γύρω στο 1970, όλα τα παιδιά συμμετείχαν και παρείχαν ένα πολύ ωραίο θέαμα για τον κόσμο που παρακολουθούσε. Θυμάμαι στην έκτη τάξη δημοτικού ο κύριος Αποστολάκης ανάλαβε να μας ετοιμάσει για τις επιδείξεις, τελειώνοντας, για το τελείωμα της σχολικής χρονιάς. Μας έκανε μαθήματα για να παίξουμε χάντμπολ. Εμείς, λοιπόν, του δευτέρου σχολείου έναν μήνα στις πρόβες συνέχεια κερδίζαμε τα παιδιά του άλλου σχολείου, του πρώτου. Την ημέρα των επιδείξεων, όμως, τα πράγματα δεν ήρθανε έτσι. Την ημέρα των επιδείξεων τα παιδιά του πρώτου δημοτικού σχολείου μάς κέρδισαν. Και το λέω αυτό, γιατί είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα το στάνταρντ που λένε. Μπορεί ν’ ανατραπεί και κανείς να μην ξέρει τους λόγους. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο πήγα στο Βενετόκλειο γυμνάσιο μέχρι και το πρώτο τρίμηνο της τετάρτης. Τότε ήτανε, όλο το σχολείο το λέγαμε γυμνάσιο, από πρώτη μέχρι και την τελευταία. Μετά το πρώτο τρίμηνο πήγα στο διπλανό χωριό, στον Αρχάγγελο, κι εκεί τελείωσα το γυμνάσιο.

Γ.Γ.:

Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1970, τον επόμενο χρόνο, το 1971, συμμετείχα σ’ έναν διαγωνισμό για πρόσληψη προσωπικού στον ΟΤΕ. Και αφού πέτυχα στις εξετάσεις, πήγα σε μία σχολή στην περιοχή Καλλιθέας, κανονική χρονιά από τις 15 Δεκεμβρίου 1971 μέχρι 31 Ιουλίου το 2072 [1972]. Γύρισα στη Ρόδο, υπηρέτησα στον ΟΤΕ γύρω στους δύο μήνες και μετά έφυγα για στρατιώτης. Όταν παρουσιάστηκα στον στρατό, έγινε μία επιλογή και επιλέχτηκα για τις δυνάμεις καταδρομών, τις ειδικές δυνάμεις όπως λένε. Πήγα στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου για εκπαίδευση σε ειδικότητα χειριστή πίνακος, τηλεφωνητής δηλαδή. Όταν, όμως, τελείωσα την εκπαίδευση, πήγα στη μοίρα μου. Η μοίρα μου ήταν η Α' μοίρα καταδρομών στο Μάλεμε Χανίων. Όταν παρουσιάστηκα, στο τμήμα που ήτανε οι τηλεφωνητές, υπήρχαν παλιοί στρατιώτες, οι οποίοι είχαν όμως αρκετό υπόλοιπο θητείας και έτσι εγώ, αντί να κάνω ειδικότητα, πήγα σε λόχο. Λόχος σημαίνει μάχιμος. Από τις πρώτες μέρες του 1973 φτάσαμε λίγες μέρες πριν από την ημέρα που θα έμπαινα στο τρίμηνο το τελευταίο, σειρά απολύσεως. Δηλαδή 23 Ιουλίου θα άρχιζε για μένα η περίοδος απολύσεως. Όμως στις 20 Ιουλίου του 1974, ημέρα εορτής του προφήτη Ηλία, έγινε η εισβολή στην Κύπρο, αφού είχαν προηγηθεί μία βδομάδα νωρίτερα, στις 15 Ιουλίου, τα γεγονότα με την ανατροπή του προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο. Την επομένη του προφήτη Ηλία, δηλαδή στις 21, ημέρα Κυριακή, η μονάδα μου παίρνει εντολή από το αρχηγείο στρατού, συγκεκριμένα διοικητής εκείνη την εποχή ήταν κάποιος ταξίαρχος Γιάννακας. Πήραμε εντολή να πετάξουμε για την Κύπρο και να βοηθήσουμε στην κατάσταση εκείνη την άσχημη. Πράγματι, το βράδυ της Κυριακής, αφού είχαμε τακτοποιήσει αυτά που έπρεπε, οπλισμό και τα λοιπά, επιβιβαστήκαμε στα αεροπλάνα στο αεροδρόμιο της Σούδας. Τα αεροπλάνα ήτανε για την εποχή παλιά, κουρασμένα και ακατάλληλα για αυτές τις επιχειρήσεις. Όμως, επειδή δεν υπήρχε κάτι άλλο, με αυτά τα αεροπλάνα ταξιδέψαμε για να φτάσουμε στην Κύπρο. Το ταξίδι αυτό για μας που το ζήσαμε ήταν ένα αιώνιο ταξίδι. Κράτησε τρεισήμισι ώρες και μερικά αεροπλάνα κάναν και μερικά λεπτά παραπάνω, δηλαδή περίπου τέσσερις ώρες. Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας ξημερώματα, το αίσθημα ότι κάτι κακό έχει γίνει το νιώθαμε απ’ την πρώτη στιγμή. Μυρίζαμε παντού καμένα, φωτιές βλέπαμε, πυροβολισμούς ακούγαμε. Εκείνη τη στιγμή, φτάνοντας τα αεροπλάνα για προσγείωση, θυμάμαι χαρακτηριστικά που ο πιλότος μάς λέει: «Ετοιμαστείτε, γιατί με την προσγείωση και μέχρι να τελειώσει ο διάδρομος δεν έχετε περιθώριο. Πρέπει να αποβιβαστείτε, γιατί εμείς γυρνάμε, σηκωνόμαστε και φεύγουμε». Αυτό ήταν ένα εγχείρημα πολύ δύσκολο, γιατί είχαμε φορτίο στις πλάτες, είχαμε οπλισμό και λοιπά. Εν πάση περιπτώσει, τα καταφέραμε μια χαρά. Ευτυχώς δεν τραυματίστηκε κανένας από την ε[00:10:00]νέργεια αυτή, δηλαδή να αποβιβαστούμε από το αεροπλάνο, το οποίο, έστω και με μικρή ταχύτητα, ήταν εν κινήσει. Από ‘κείνη τη στιγμή, αφού λάβαμε τις θέσεις που έπρεπε να λάβουμε με τις εντολές των αξιωματικών μας, ήρθανε κάποια λεωφορεία και μας πήρανε στην ιερατική σχολή.

Γ.Γ.:

Εκεί, κάτω από τα ξινόδεντρα που υπήρχαν στην αυλή, περάσαμε την πρώτη νύχτα. Αμέσως οι εντολές που είχαμε από τον διοικητή και τους αξιωματικούς μας ήτανε το πώς θα προφυλαχθούμε. Την επόμενη μέρα ο διοικητής πήρε κάποιες εντολές από το Γ.Ε.Ε.Φ., το αρχηγείο δηλαδή της Κύπρου, και εν συνεχεία στις 23 του μήνα ο αρχηγός εκεί του Γ.Ε.Ε.Φ., ταξίαρχος ονόματι Καραγιάννης Ευθύμιος, έδωσε εντολή, διέταξε δηλαδή τη μονάδα να βοηθήσει στη μάχη του αεροδρομίου, 23 του μήνα. Εκεί, αφού συμμετείχε η μοίρα σε μία μάχη που κράτησε σχεδόν δύο ώρες και κάτι, τα κατάφερε μια χαρά, δεν άφησε τους Τούρκους να πάρουν το αεροδρόμιο, γιατί αυτό θα είχε άσχημη κατάληξη. Αν οι Τούρκοι έπαιρναν το αεροδρόμιο, όλα γι’ αυτούς θα ήταν εύκολα. Εκεί ο διοικητής δεχόταν πιέσεις άνωθεν. Οι πιέσεις ήτανε ότι: «Σας διατάζουμε, σας δίνουμε εντολή να φύγετε απ’ το αεροδρόμιο». Όμως, αυτό που ήθελαν οι παραπάνω δεν έγινε, γιατί ο διοικητής μας ήταν ένας άνθρωπος πανέξυπνος, ένας άνθρωπος που γνώριζε τη στρατιωτική τέχνη, τον πόλεμο. Γνώριζε το πώς θα συμπεριφερθεί. Είχε ένα μυαλό και μια διορατικότητα που έβλεπε μακριά στο μέλλον. Άρχισε να αμφιβάλλει για τα λεγόμενα των ανωτέρων, γιατί αυτό έκρινε. Έκρινε ότι δεν είναι τα πράγματα και τόσο ωραία, όπως θέλουν να τα παρουσιάζουν, γιατί, πριν ακόμα πετάξουμε, οι ανώτεροι τού έδιναν την εντύπωση ότι: «Πηγαίνετε. Θα λάβετε μέρος σε κάποια γεγονότα, αλλά τα γεγονότα θα είναι σύντομα και η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί και όλα καλά». Αυτά όμως ο άνθρωπος τα δούλευε στο μυαλό του και, όταν έφτασε η ώρα, στις εντολές αυτές αρνήθηκε. Οι πιέσεις ήτανε μεγάλες και κατ’ εξακολούθηση. Αφού πέρασε αρκετή ώρα, κάλεσε τους εκπροσώπους του Ο.Η.Ε. λέγοντας ότι: «Εγώ το αεροδρόμιο δεν φεύγω να το αφήσω στα χέρια οποιουδήποτε και αυτό να καταλήξει στους Τούρκους, θα ‘ρθείτε εσείς-», γιατί οι ΟΗΕδες υποτίθεται ότι προστατεύαν εκεί τις καταστάσεις. Ήτανε οι προστάτες του νησιού. «Θα ‘ρθείτε εσείς, θα παραλάβετε το αεροδρόμιο και μετά, αν εσείς έχετε στον νου σας να το δώσετε στους Τούρκους, την ευθύνη θα την έχετε εσείς». Μάλιστα τους κατονόμασε, τους είπε και μια κουβέντα ότι: «Εάν είσαστε άτιμοι, κάντε ό,τι καταλαβαίνετε. Εμείς θα σας παραδώσουμε το αεροδρόμιο σ' εσάς». Πράγματι ήρθαν οι ΟΗΕδες, έγινε η συμφωνία κι εμείς αποχωρήσαμε. Την επόμενη μέρα πήγαμε δίπλα στον ραδιοφωνικό σταθμό, στο ΡΙΚ. Υπήρχε ένα στρατόπεδο, να το πω έτσι, στο οποίο ήτανε η φρουρά το Μακαρίου, το λεγόμενο εφεδρικό. Όταν φτάσαμε εκεί, αντικρύσαμε μία κατάσταση που δεν έχουμε δει ούτε σε κινηματογραφικές ταινίες. Ήτανε τα τολ όλα… Πόρτες, παράθυρα, τοίχοι, βαμμένα με αίματα. Τα στρώματα όλα τρύπια με ξιφολόγχες, με σφαίρες, όλα ποτισμένα με αίμα. Σωρός από σπασμένα γυαλιά και σκουπίδια. Φρίκη, φρίκη και πάλι φρίκη. Ένα θέαμα αποκρουστικό. Εκεί, αφού βρήκαμε κάποιες νάιλον σακούλες, να πω ενδύματα για τα στρώματα, κοιμηθήκαμε, περάσαμε τον καιρό μας εκεί για γύρω στις δέκα με δώδεκα μέρες. Η κατάσταση ήτανε πολύ δύσκολη. Στην αρχή εμείς οι στρατιώτες κάναμε σκοπιά δύο-δύο άτομα, παρέα δηλαδή, δεν πήγαινε κανένας μόνος στην σκοπιά, έπρεπε να είμαστε τουλάχιστον δύο άτομα. Οι καιρικές συνθήκες ήτανε πάρα πολύ κουραστικές, γιατί ξεπερνούσαν τους 40 βαθμούς θερμοκρασία. Εμείς είχαμε, ήμασταν υποχρεωμένοι να είμαστε ενδεδυμένοι με τη στολή που είχαμε. Δεν μπορούσαμε ούτε πόδια να πλύνουμε, γιατί τ’ άρβυλα τα είχαμε δεμένα στα πόδια μας, όσοι θέλουν το πιστεύουν, είχαμε τ’ αρβύλα δεμένα στα πόδια μας ένα, ενάμιση μήνα. Δεν είχαμε δηλαδή την ευχέρεια ούτε τα αρβύλα να βγάλουμε, να ξεκουραστούμε. Κάποια στιγμή είχε μια βρυσούλα εκεί, πηγαίναμε, παίρναμε λίγο νερό, κάναμε τα χέρια μας, το πρόσωπό μας και αυτό ήτανε. Εκεί μας έδωσαν μία καραβάνα, ένα κουτάλι, ένα πιρούνι κι ένα σαπούνι για στοιχειώδη καθαρισμό. Φύγαμε δηλαδή από τη μονάδα τόσο βιαστικά που δεν πήραμε ούτε τα απαραίτητα. Εν πάση περιπτώσει, εκεί μείναμε, όπως είπαμε, γύρω στις δέκα με δώδεκα μέρες. Φύγαμε από το εφεδρικό και πήγαμε περίπου δεκαοκτώ με είκοσι χιλιόμετρα έξω από τη Λευκωσία στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, στο Σταυροβούνι, σ’ ένα παλιό στρατόπεδο, το οποίο ήτανε ερειπωμένο. Εκεί μας έδωσαν έναν σάκο, όπως ήταν αυτοί περίπου του ταχυδρομείου, μεγάλους, μία βελόνα χοντρή κι ένα κομμάτι σπάγκο. Μ’ αυτά έπρεπε να φτιάξουμε τα στρώματα που θα κοιμηθούμε. Ευτυχώς κάτω απ’ το στρατόπεδο είχε ένα μεγάλο κτήμα, το οποίο είχε άχυρα, γιατί είχε τελειώσει η περίοδος του θέρους. Πήραμε άχυρα και κάναμε τα στρώματά μας. Εγώ έτυχε να είμαι στη διαχείριση. Επερχομένου του χειμώνα, το φθινόπωρο δηλαδή, με κάποιον κύριο ονόματι Λάμπρο, αρχιλοχίας, πήγαμε σε κάποια στρατόπεδα και στη Λευκωσία και στη Λεμεσό. Εκεί πήγαμε για να ζητήσουμε κάποια ρούχα για τον χειμώνα ή μπουφάν ή, τέλος πάντων, ό,τι είχανε και κάποιες σκηνές. Η μονάδα που πήγαμε στη Λευκωσία ήτανε μια μικρή μονάδα και μας λέει εκεί ο υπεύθυνος: «Λυπούμεθα, αλλά δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε. Δεν διαθέτουμε αυτά που ζητάτε. Θα πάτε στη μεραρχία που είναι στη Λεμεσό». Πήγαμε στη Λεμεσό, ζητήσαμε αυτά που ζητήσαμε. Μας λένε: «Δυστυχώς, αυτό που έχουμε για να σας δώσουμε είναι χλαίνη». Χλαίνη ήτανε αυτό που είχαν οι στρατιώτες του 1910, με τις χοντρές τρίχες, καφέ. Λέει ο κύριος Λάμπρος: «Ευχαριστούμε πολύ, αλλά δεν μπορούμε να τα πάρουμε αυτά τα πράγματα είναι… Καταρχήν, δεν μπορεί να τα φορέσει στρατιώτης, δεν εξυπηρετούν στην κατάσταση». Και φύγαμε χωρίς να πάρουμε τίποτα, γιατί δεν είχαν ούτε σκηνές να μας δώσουν. Εν πάση περιπτώσει, αφού τελείωσαν τα πράγματα, γυρίσαμε όσοι ήτανε σειρά απολύσεως. Εγώ δηλαδή απολύθηκα μαζί με την προηγούμενη σειρά μου, γιατί η προηγούμενη σειρά, η 103 ΕΣΣΟ, όπως λέγαμε εμείς, απολυότανε στις 23 και τα γεγονότα γίνανε δυο μέρες μπροστά, δυο-τρεις μέρες. Απολυθήκαμε δύο σειρές, η 103, η προηγούμενη από μένα, κι εγώ, η 104, απολυθήκαμε 23 Φεβρουαρίου. Γυρίσαμε πίσω, πήραμε τ’ απολυτήριά μας και ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Προτού να πούμε για τα επόμενα βήματά μας, πρέπει να μνημονεύσουμε τον διοικητ[00:20:00]ή μας για έναν λόγο. Ο διοικητής μας έκανε προτάσεις για τα αρχηγεία του στρατού, διάφορες υπηρεσίες, λέγοντας ότι για τη συμμετοχή της μοίρας κάποτε πρέπει οι συμμετέχοντες να τιμηθούν κι έλεγε: «Προτείνω αυτό, προτείνω εκείνο, προτείνω το άλλο». Απ’ όλη αυτή την ιστορία μάς έμεινε η αγάπη μεταξύ μας. Οι αξιωματικοί μάς αγάπησαν σαν παιδιά τους κι εμείς τους αγαπήσαμε σαν μεγαλύτερα αδέρφια ή και σαν γονείς μας. Αυτό που περικλείεται σε μια φράση είναι ότι και ο διοικητής μας, αλλά και οι αξιωματικοί έλεγαν μία φράση στερεότυπη: «Όταν ξεκινήσαμε, μηδενός εξαιρουμένου άπαντες συμμετείχαν με…», να το πω χαρά; Χαρά δεν ταιριάζει, αλλά θα το πω έτσι. «Με χαρά και με ευθυμία συμμετείχαν σ’ αυτό που έγινε!», δηλαδή στη μετάβασή μας στην Κύπρο.

Γ.Γ.:

Όταν γύρισα από την Κύπρο, ανέβηκα στην Αθήνα, γιατί έτσι ήθελε η υπηρεσία του Ο.Τ.Ε. τότε. Οι στρατεύσιμοι να παρουσιάζονται στα γραφεία, στην οδό Βερανζέρου στην Αθήνα, να υπηρετούν για περίπου έναν μήνα και η υπηρεσία μετά θα αποφάσιζε σε ποιο γραφείο θα υπηρετούσε ο καθένας. Εγώ, όπως έδειχναν τα πράγματα τότε, τοποθετήθηκα στη Ρόδο, γιατί οι συνάδελφοι τότε οι περισσότεροι έβλεπαν τη Ρόδο σαν κάτι δύσκολο, μακρινό απ’ τα σπίτια τους και το οικονομικό στη μέση και οι μόνοι σίγουροι ότι θα υπηρετούσανε στα σπίτια τους ήμασταν εμείς των παραμεθορίων περιοχών. Υπηρέτησα στην πόλη της Ρόδου, στα κεντρικά που λέμε, περίπου έναν χρόνο. Την 1η Μαρτίου του 1976 ο προϊστάμενός μου μού λέει ότι: «Θα πάρεις μετάθεση και θα πας στο διπλανό χωριό, στον Αρχάγγελο, τριάντα χιλιόμετρα από τη Ρόδο, γιατί εκεί θα ανοίξουμε καινούργιο γραφείο, θα κάνουμε καινούργια υπηρεσία εκεί και θα πας σαν προϊστάμενος στο γραφείο. Θα έχεις και κάποιον βοηθό που αυτή τη στιγμή δουλεύει στο ταχυδρομείο Αρχαγγέλου». Εγώ στην αρχή είχα κάποιες αντιρρήσεις, γιατί ήμουνα νέος υπάλληλος και εν πάση περιπτώσει είχα κάποιες αμφιβολίες, κάποιους ενδοιασμούς. Λέω: «Νέος υπάλληλος, γιατί μου αναθέτουν, ας πούμε, ένα δύσκολο έργο;». Ο προϊστάμενος, όμως, επέμενε και λέει: «Πήγαινε και θα τα καταφέρεις μια χαρά. Πήγαινε για έναν χρόνο και μετά, άμα θέλεις, θα πάρεις μετάθεση και θα γυρίσεις πίσω». Πήγα 1η Μαρτίου του 1976 και αντί για έναν χρόνο έκλεισα εννέα. Γύρισα το 1985 στη Ρόδο. Από 'κεί και πέρα ο κάθε παριστάμενος με ήθελε για το δικό του γραφείο. Αυτό δεν είναι κάτι το εγωιστικό, είναι πραγματικότητα. Μέχρι και να απολυθώ, δηλαδή είναι να τελειώσω την υπηρεσία μου στα τριάντα πέντε χρόνια, είχα αυτό το μικροθέμα να το πω έτσι, κάθε προϊστάμενος με ήθελε για τη δικιά του υπηρεσία κι έτσι έναν χρόνο, ενάμισι ή και λιγότερο πολλές φορές, μου άλλαζαν υπηρεσία. Εν πάση περιπτώσει αυτό και σ' εμένα ωφέλησε και στην υπηρεσία. Γεγονότα στην υπηρεσία... Στην υπηρεσία πολλά, δύσκολες καταστάσεις, γιατί αντιμετώπισα τους λεγόμενους συνδρομητές ή πελάτες, όπως ονομαστήκαν αργότερα. Αρκετοί απ’ αυτούς ήταν προκατειλημμένοι με την υπηρεσία, τα χρόνια ήτανε δύσκολα, όλοι ήθελαν τηλέφωνο, η υπηρεσία δεν μπορούσε να τους χορηγήσει, όλοι ήθελαν να εξυπηρετηθούν από κυκλώματα, υπηρεσίες και τέτοια, αλλά η υπηρεσία σύμφωνα με τις δυνάμεις της εξυπηρετούσε έναν αριθμό από τις αιτήσεις που υπήρχαν κάθε στιγμή. Το ευχάριστο από όλη την υπόθεση είναι ότι στο τέλος αυτοί οι άνθρωποι που είχανε κάποιο ενδοιασμό και κάποια προκατάληψη, αφού συζητούσαμε δέκα-δεκαπέντε λεπτά, έλεγαν όλοι την ίδια σχεδόν στερεότυπη πρόταση: «Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη διάθεση του χρόνου σας. Μας δώσατε να καταλάβουμε τι είναι αυτό που για εμάς αυτή τη στιγμή είναι πρόβλημα. Κατανοούμε και τις αδυναμίες της υπηρεσίας και ευχαριστούμε πάρα πολύ για την κατανόηση και το ότι κι εμείς καταλάβαμε ποιο είναι το σωστό και για εμάς και για την υπηρεσία». Φεύγοντας αυτό που μου ‘μεινε είναι ο καλός ο λόγος που ακούω πολλές φορές στον δρόμο από ανθρώπους που έτυχε να συζητήσουν μαζί μου, να συνεργαστούν μαζί μου, να περάσουν από τα γραφεία που υπηρετούσα και να μου λένε: «Ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί κάποτε με βοήθησες για το θέμα που είχα. Ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί χάρη στη βοήθεια τη δικιά σου ακόμα απέφυγα και οικονομική καταστροφή». Εγώ απλά έκανα τη δουλειά μου, γιατί απλά έτσι αισθανόμουν. Ήθελα να προστατεύσω την υπηρεσία, αλλά δεν ήθελα ποτέ να αδικήσω τον πελάτη. Αυτό είναι ένα από τα-, από τις στιγμές τις ωραίες που μου ‘μεινε από το θέμα της δουλειάς μου.

Γ.Γ.:

Το 1978 τον Γενάρη γίνεται ο γάμος μου. Τότε στους γάμους εδώ, στα χωριά μας, είχαμε το έθιμο η πλευρά της νύφης να φτιάχνει, ας πούμε, δώρο στο μέρος του γαμπρού τις λεγόμενες τηγανίτες όπως τις λέμε εμείς στ’ Αφάντου ή στο διπλανό χωριό τα λένε ξεροτήγανα και τέτοια. Κι έμπαινε στη διαδικασία το σόι της νύφης να φτιάχνει αυτές τις τηγανίτες ακόμα και για δυο-τρεις ημέρες, διότι ήτανε το σόι μεγάλο και στον αδερφό και στον θείο και στον ξάδερφο και στον συγγενή, σ’ όλους πηγαίνανε δώρα αυτές τις τηγανίτες. Μετά τη στέψη, το μυστήριο δηλαδή, φεύγοντας από την εκκλησία στηνόταν ένα τραπέζι και εκεί συμμετείχαν όλοι οι καλεσμένοι και από το μέρος του γαμπρού και απ’ το μέρος της νύφης. Ήτανε ωραίες στιγμές, γιατί εκεί οι συγγενείς και οι φίλοι συμμετείχανε και το γλέντι τελείωνε ήσυχα και ωραία. Αυτά για τα καλά χρόνια, γιατί στα παιδικά μας δεν ήτανε ακριβώς έτσι. Στα παιδικά μας χρόνια γινότανε οι γάμοι ωραίοι, αλλά πιο φτωχοί, να το πούμε έτσι, χωρίς να εννοούμε τίποτα το περιφρονητικό, αλλά ο κόσμος δεν είχε, ας πούμε, την ευχέρεια που είχαμε εμείς μετά το 1970. Λέω το 1970, γιατί τότε στο χωριό αλλάξαν όλα προς το καλύτερο. Υπήρχε τότε αυτός ο ξενιτεμός, η ξενιτιά, η μετανάστευση που σχεδόν το 70% των χωριανών, για να μην πω παραπάνω, είχε μεταναστεύσει κατά το πλείστον στη Γερμανία. Υπήρχαν κι άλλοι που πήγανε, ας πούμε, στο Βέλγιο, πήγανε στον Καναδά και κάποιοι λίγοι πήγανε στην Αυστραλία, όπως ήτανε τα πρώτα μου ξαδέρφια της οικογένειας Διάκου. Πήγανε στην Αυστραλία. Τότε άρχισε το χωριό να παίρνει άλλη μορφή, γιατί τα λεφτά που έφταναν από τους μετανάστες βοήθησαν τις οικογένειες να φτιάξουνε σπίτια. Σπίτια τα οποία δυστυχώς έπρεπε κατά κάποιον τρόπο υποχρεωτικά να γίνουν, γιατί εκείνες τις εποχές υπήρχε το έθιμο το οποίο υπάρχει, ας πούμε, και σήμερα ακόμα, αλλά ξεθωριασμένο. Δεν είναι κάτι, ας πούμε, το υποχρεωτικό. Τότε είχε υποχρέωση η οικογένεια να φτιάξει σπίτι και να δώσει προίκα στο κορίτσι. Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, με τα τρία κορίτσια έπρεπε να φτιάξει τρία σπίτια. Ο πατέρας μου πήγε στη Γερμανία σχεδόν πενήντα χρονών, ηλικία πενήντα χρονών και μάλιστα συνάντησε τότε δυσκολίες, γιατί ο πρόεδρος, ο προϊστάμενος του Ο.Α.Ε.Δ., της εποχής εκείνης αντιδρούσε για το θέμα του ορίου ηλικίας. Δεν ήθελε να υπογράψει, γιατί σου λέει: «Είναι μεγάλος άνθρωπος, πώς θα… Οι κανονισμοί δεν μ’ αφήνουν να υπογράψω». Όμως υπήρχε κάποιος άνθρωπος τότε[00:30:00], συγκεκριμένα ο νονός μου, συγχωρεμένος σήμερα, ο λεγόμενος Αρχιμήδης Αραμπούδης, ο οποίος ήτανε εργοστασιάρχης. Είχε είδη κλωστοϋφαντουργίας και στην Αθήνα και στη Ρόδο. Αυτός ο άνθρωπος μεσολάβησε μέσω του υπουργού που είχαμε εμείς τότε στην κυβέρνηση Παπανδρέου, Ένωση Κέντρου, τον αείμνηστο Γιάννη Ζίγδη. Με τη βοήθεια του υπουργού και διαμέσου του νονού τα κατάφερε ο πατέρας κι έφθασε μετανάστης στη Γερμανία. Ο πατέρας γύρισε απ’ τη Γερμανία όταν πήρε σύνταξη, δηλαδή ήτανε πενήντα, δεκαεπτά χρόνια έκανε στη Γερμανία, γύρισε το 1977, γιατί το ‘60 πήγε στη Γερμανία. Θέλω να πω ότι η ζωή άλλαξε γενικά στο χωριό τότε. Το ρεύμα, για παράδειγμα, έφθασε το 1966 στο χωριό, αφού έγιναν πρώτα για περίπου μία διετία, ίσως και τριετία, έγιναν οι απαραίτητες εργασίες, στήσιμο δικτύου, άνοιγαν οι άνθρωποι όλη μέρα τους λεγόμενους λάκκους, για να στήσουν τους στύλους και μετά να περάσει πάνω, να περαστούν τα σύρματα, αυτό κράτησε μία τριετία.

Π.Δ.:

Είπατε πριν για τον γάμο σας, ότι κάνατε τηγανίτες και διάφορα άλλα τέτοια.

Γ.Γ.:

Στην εποχή πια τη δικιά μας, ας πούμε, ότι αυτό ήτανε το βάρος για το μέρος της νύφης. Πιο παλιά, εγώ ήμουνα πολύ μικρός, παιδάκι, για να στηθεί ένα γλέντι στον γάμο, επειδή οι άνθρωποι είχαν την φτώχεια τους, συμμετείχανε σχεδόν όλοι οι χωριανοί και στηνόταν κατά κάποιον τρόπο ένα συνεργείο απ’ το μέρος της νύφης, αφού βγαίνανε στον δρόμο οι άνθρωποι με το τραγούδι. Τραγουδούσαν τραγούδια σχετικά με τον γάμο, με το γέλιο, κεφάτοι, και κρατώντας ένα κοντάρι, το οποίο λέγαμε κονταρία. Αυτό ήταν ένα ξύλο που κρατούσε από τη μία άκρη του σπιτιού μέχρι το άλλο και πάνω σ’ αυτό στήριζαν κουβέρτες, παπλώματα και τέτοια. Αυτό το παίρνανε δυο άνθρωποι στον δρόμο, ο ένας μπροστά κι ο άλλος πίσω και γυρνώντας, αφού λέγανε τραγούδια του γάμου οι χωριανοί, ό,τι μπορούσε ο καθένας έδινε στο συνεργείο που είχε στηθεί, να το πω έτσι, ό,τι είχε ο καθένας - από πατάτες, κρεμμύδια, όσπρια μέχρι και κοτόπουλα. Κοτόπουλα, τα δένανε τα ποδαράκια τα πουλερικά και τα περνούσανε στο ξύλο, στην κονταρία. Μ’ αυτό λοιπόν μαζεύανε και φτιάχνανε τα φαγητά του γάμου. Θυμάμαι ακόμα και στους γάμους τους δικούς μας που είχαμε κάποιες σκάφες ξύλινες. Εγώ συγκεκριμένα είχα έναν ξάδελφο μίας πρώτης μου ξαδέλφης που ήτανε από τον Πόρο και αντί να τον φωνάζουμε, ξέρω ‘γώ, το όνομά του, Μιχάλη, Μιχάλης Σοφικίδης ήταν το επίθετο, αντί να τον φωνάζουμε Μιχάλη, τον φωνάζανε Ποριώτη. Ήταν από τον Πόρο. Αυτός ερχότανε στους γάμους, ειδικά τους δικούς μας, κι έκανε τον μάγειρα. Τα φαγητά ήταν τόσο νόστιμα που ακόμα και στα χρόνια της ευημερίας που επακολούθησε πολλοί ξένοι, όχι ας πούμε χωριανοί, φίλοι όμως με τους ανθρώπους του χωριού, ερχότανε στους γάμους αποκλειστικά και μόνο για το ωραίο φαγητό. Κι έτσι περνούσανε ωραία, δίναν κι αυτοί έτσι τη χαρά και στο αντρόγυνο, αλλά και στους συμπεθέρους, ότι κάποιοι φίλοι τιμούν το γεγονός ότι παντρεύω το παιδί. Κάτι ανάλογα γινότανε και με τις βαφτίσεις, με το νέο μυστήριο της βάφτισης. Στα παλιά τα χρόνια ο παπάς της εκκλησίας έπαιρνε, συνόδευε και το μωρό που βαφτιζότανε, αλλά και το αντρόγυνο μέχρι και το σπίτι. Δηλαδή δεν γίνεται αυτό που έχουμε σήμερα, τελείωσε το μυστήριο και κατά κάποιον τρόπο γίνεται μία διάλυση, διαλύονται όλοι και ο καθένας παίρνει τον δρόμο του. Έπρεπε συνοδεία του παπά όλο το εκκλησίασμα να φτάσει μέχρι το σπίτι ή του παιδιού που βαφτιζόταν ή στο σπίτι του γάμου. Ήτανε ωραία έθιμα αυτά, τα οποία να πούμε λόγω και της εποχής έχουνε ξεθωριάσει.

Π.Δ.:

Θυμάστε κάποια απ’ αυτά στους δικούς σας γάμους ή στη βάφτιση των παιδιών σας;

Γ.Γ.:

Μετά στις δικές μας βαφτίσεις δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, γιατί τα παιδιά φεύγοντας απ’ την εκκλησία… Στηνόταν βέβαια κάποιο τραπέζι, συμμετείχαν στις βαφτίσεις συγγενείς και φίλοι, αλλά ο χώρος αυτός σιγά-σιγά γινόταν όλο και πιο περιορισμένος, δηλαδή στα χρόνια τα δικά μας μπορούσε να φτάσουμε, ξέρω ‘γώ, στους διακόσιους-τριακόσιους ανθρώπους να συμμετέχουνε στο τραπέζι. Τώρα είναι αποκλειστικά, είναι και οι εποχές δύσκολες, αλλά και πριν λίγο από τα χρόνια της κρίσης, ο αριθμός αυτός περιοριζότανε. Ήτανε, ας πούμε, οι πολύ κοντινοί, αδέρφια, συγγενείς και κάποιοι λίγοι φίλοι, οι κουμπάροι. Κι έτσι ο κύκλος αυτός όσο πήγαινε όλο και μαζευόταν, μίκραινε-μίκραινε, που μπορούμε να πούμε ότι τώρα είναι πολύ, πολύ στενός. Είναι γονείς, οι κουμπάροι και λίγοι φίλοι. Εκείνο το νούμερο που είπαμε προηγουμένως, τα διακόσια και τριακόσια άτομα, τώρα είναι γύρω στα είκοσι-τριάντα, δηλαδή έχει πέσει στο 10% από τότε.

Π.Δ.:

Εσείς τη γυναίκα σας την πήρατε με προξενιό ή υπήρχε έρωτας εξ αρχής;

Γ.Γ.:

Εγώ με τη γυναίκα μου δεν μπορώ να πω ότι παντρεύτηκα με αυτό το που λέγαν τότε τα παιδιά: «Είμαι τρελά ερωτευμένος, είμαι εγώ και δεν μπορώ να κάνω χωρίς να τη δω, χωρίς να κάνω αυτό, χωρίς να κάνω το άλλο», αλλά ούτε και, ας πούμε, καθαρά προξενιό. Απλά μετά τον στρατό λέω ότι είχα και κάποιες έτσι, ας πούμε, μικροπροσεγγίσεις από το μέρος, όχι καθαρά από τη νύφη, δηλαδή την ενδιαφερόμενη, αλλά από το συγγενολόι. Και έτσι είπα κι εγώ το «ναι» κι έγινε ο γάμος. Παλιά το 90% οι γάμοι γινότανε με προξενιά, δηλαδή δεν υπήρχε αυτό που ακολούθησε μετά, είδα την κοπέλα, μ’ αρέσει, να πάω να κάνω πρόταση. Δεν γινότανε τότε οι σημερινές προτάσεις, οι σημερινές κινήσεις που λέει ένα παλικάρι: «Μ’ αρέσει αυτό το κορίτσι, θα φτάσω μέχρι το σπίτι, θα πάρω ένα λουλούδι, ας πούμε, και θα πω ήρθα, θέλω την κόρη σας, εσείς δέχεστε;» κι αν δεχτεί, να προχωρήσουνε. Εμείς ήμασταν και κάπως, τότε -να χρησιμοποιήσω τη λέξη- καθυστερημένοι, να πούμε. Όχι με την κακή έννοια, αλλά ήμασταν πίσω. Ακόμα και στο σχολείο, θυμάμαι, ένας καθηγητής, συγκεκριμένα λεγότανε Γιάννης Βολωνάκης, έχει φύγει ο άνθρωπος απ’ τη ζωή. Αυτός ήταν μαθηματικός. Όταν μας έδινε τα απολυτήρια, ειδικά τα αγόρια, μας έλεγε: «Τώρα που θα πάρετε το απολυτήριο ένας-ένας θα ‘ρχεται μέσα να… Θέλω να σας πω εγώ δύο λόγια τον καθένα χωριστά». Και θυμάμαι, όταν μπήκαμε μέσα, που μας έλεγε: «Τώρα που έχετε τελειώσει το σχολείο και είσαστε σε μία ηλικία που έχετε μυαλό, ξέρετε να συμπεριφερθείτε, εγώ σαν δάσκαλος μία συμβουλή θα σας δώσω. Προσέχετε τα κορίτσια σαν τα μάτια σας. Να μην βλέπετε μόνο αυτό που σήμερα λέμε σεξουαλικό κομμάτι. Έχετε χρόνο να το ζήσετε, αφού θα περάσετε απ’ την εκκλησία, θα κάνετε τον γάμο σας, θα γλεντήσετε ό[00:40:00]μορφα και ωραία και θα ‘ρθει κι αυτό στην ώρα του». Δηλαδή ο άνθρωπος μάς έλεγε χύμα: «Μην κάνετε αυτό που κάνουν τώρα τα παιδιά, τις προγαμιαίες σχέσεις». Και γι’ αυτό λέμε ότι τα πολλά παιδιά της ηλικίας της δικιάς μας είχανε και λίγο, ας πούμε, συμπάθεια και λίγο προξενιό. Δεν ήτανε καθαρά μ’ άρεσες, σου ‘κανα πρόταση, γιατί κι εμείς τότε μπορεί να ‘μασταν αγόρια, αλλά πολλές φορές εμείς κοκκινίζαμε πιο πολύ απ’ τα κορίτσια. Συναντιόμασταν, ας πούμε, στον δρόμο και δεν είναι όπως σήμερα που είναι, να πω τη λέξη που δεν μ’ αρέσει, χύμα. Σήμερα είναι χύμα και δεν είναι πολύ ωραίο αυτό το πράγμα. Εν πάση περιπτώσει, οι γενιές προχωρούν, τα πράγματα αλλάζουν, πρέπει τα παιδιά να γνωρίζονται, γιατί έχει κι αυτό το θετικό του. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν οι γάμοι στις εποχές μας.

Π.Δ.:

Να ρωτήσω και κάτι από πριν που έχω σημειώσει. Εσείς, όσο ήσασταν στην Κύπρο, χάσατε κάποιον συστρατιώτη, κάποιον φίλο σας εκεί;

Γ.Γ.:

Ναι, ναι, ναι! Αυτό ήταν ένα από τα επιτεύγματα της μοίρας, από τα κατορθώματα, να πω τη λέξη κατορθώματα, γιατί η μοίρα αυτή είχε δύο συναντήσεις με τα εχθρικά στρατεύματα. Η μία ήτανε το αεροδρόμιο που σας ανέφερα, στις 23 Ιουλίου, στην πρώτη φάση, στον λεγόμενο πρώτο Αττίλα. Και η άλλη συνάντηση με τα τουρκικά στρατεύματα ήτανε στις 16 με 17 Αυγούστου λίγο έξω απ’ τη Λευκωσία, στην περιοχή Κολοκασίδη. Ο Κολοκασίδης ήτανε μία εταιρεία, αντιπροσωπεία που είχε αυτοκίνητα και έμεινε εκεί η περιοχή αυτή, μέχρι και τώρα ονομάζεται Κολοκασίδη. Ήτανε μία ιερατική σχολή εκεί. Εν πάση περιπτώσει και σε αυτήν τη συνάντηση με τα εχθρικά στρατεύματα η μοίρα τούς έδωσε να καταλάβουν ότι: «Εδώ υπάρχουνε δυνάμεις να σας αντιμετωπίσουν». Και στις 17 σταματήσαν οριστικά οι εχθροπραξίες. Το επίτευγμα που είναι αιτία κι εμείς να ευγνωμονούμε ειδικά τον διοικητή μας και τους αξιωματικούς μας, αλλά και εκείνοι να χαίρονται για το αποτέλεσμα, δεν χάθηκε ούτε ένας στρατιώτης. Οι μόνες απώλειες είναι αυτές που δεν είπαμε στην αρχή, ότι τα αεροπλάνα ξεκινώντας, 10:30 ξεκινήσαμε, 21 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, την επομένη δηλαδή του προφήτη Ηλία που έγινε εισβολή. 10:30 ξεκινήσαν τα αεροπλάνα τα οποία ήτανε δεκαπέντε στη σειρά. Τα αεροπλάνα πετούσαν με διάστημα πέντε λεπτά το ένα από το άλλο δηλαδή το πρώτο έφυγε στις 10:30, 10:35 το επόμενο. Όμως το κάθε αεροπλάνο έπαιρνε με τη σειρά του ένα νούμερο. Νούμερο ένα, νούμερο δύο, τρία, τέσσερα μέχρι και το δεκαπέντε. Αυτά σηκωθήκαν, από τα δεκαπέντε τα δύο ενώ έφτασαν περίπου στον εναέριο χώρο της Λευκωσίας, δεν έκαναν προσγείωση, γύρισαν πίσω. Τώρα, ξεκινώντας, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, το τέσσερα σε κάποια στιγμή παίρνει τη σειρά του τρία ως προς την άφιξη. Το τέσσερα, λοιπόν, παίρνοντας τη σειρά του τρία και φτάνοντας στο αεροδρόμιο, δέχεται τα πυρά, τα οποία έγιναν από κάποια παρεξήγηση ή παρανόηση, κακή συνεννόηση; Είχε σταλεί ένα σήμα, όταν εμείς σηκωθήκαμε, είχε σταλεί ένα σήμα στις μονάδες που ήτανε γύρω από το αεροδρόμιο, εννοείται της δικής μας, έτσι;  Ένα σήμα που έλεγε ότι σηκωθήκανε δεκαπέντε αεροπλάνα. Το σήμα δεν έλεγε αεροπλάνα, έλεγε: «Σηκωθήκανε, θα σας έρθουν δεκαπέντε πορτοκάλια», αυτό ήτανε ο κωδικός, ας πούμε. «Έρχονται δεκαπέντε πορτοκάλια», ναι, κάπως έτσι. Λοιπόν. Όμως, το σήμα αν και έφθασε στα χέρια κάποιου υπευθύνου, το διαχειρίστηκε κατά κάποιον τρόπο λάθος. Ύστερα με τις ανακρίσεις έλεγε ότι: «Εγώ δεν το προώθησα εκείνη τη στιγμή που το πήρα, γιατί φοβόμουνα μήπως διαρρεύσει». Αλλά κάπου εκεί στη διαδικασία και στις καθυστερήσεις έγινε όλο το κακό. Άρχισαν να χτυπάνε οι δικοί μας, οι Κύπριοι, γιατί νόμιζαν ότι ήτανε τούρκικα. Αλλά υπάρχουνε και αμφιβολίες ότι εκτός από αυτούς τους ανθρώπους που υποτίθεται κατά λάθος μας χτυπούσαν, μας χτυπούσαν ακόμα και Εγγλέζοι, γιατί ήτανε οι Εγγλέζοι ήτανε υποστηρικτές των Τούρκων και κάποια από την πλευρά των Τούρκων. Δεν είναι ξεκάθαρη αυτή η άποψη, αν και πέρασαν τόσα χρόνια, οι δικοί μας οι Κύπριοι βγήκανε και είπανε ότι: «Εμείς οι συγκεκριμένοι τα ρίξαμε τα αεροπλάνα, αλλά πού να ξέρουμε την αλήθεια;». Από αυτό, λοιπόν, το αεροπλάνο, το νούμερο τέσσερα που, όπως είπαμε, προσγειώθηκε τρίτο, πήρε τη σειρά του τρία, πέφτοντας σκοτωθήκαν όλοι πλην ενός. Αυτός που σώθηκε ήτανε ο Θανάσης ο Ζαφειρίου. Το πώς σώθηκε, τι έγινε και τι δεν έγινε, δεν ξέρει κανένας. Ο ίδιος έλεγε ότι: «Σε κάποια στιγμή πήδησα και…». Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν μπορούμε να το… Κανένας δεν ξέρει το πώς ο άνθρωπος αυτός βρέθηκε μέσα στα χωράφια τραυματισμένος, γιατί μετά έκανε χρόνια πολλά στα νοσοκομεία. Από αυτό το αεροπλάνο λοιπόν χαθήκανε είκοσι εφτά, είκοσι έξι στρατιώτες κι ένας δόκιμος και τέσσερις άνθρωποι που ήτανε το πλήρωμα του αεροπλάνου. Δηλαδή τέσσερις και είκοσι οκτώ, τριάντα τρεις άνθρωποι χαθήκαν από ‘δώ. Εμείς, όμως, είχαμε κι άλλη μία απώλεια από το νούμερο έξι. Το νούμερο έξι, γιατί όλα τα αεροπλάνα είχανε χτυπηθεί, πήραν φωτιά τα πυρομαχικά μέσα, τραυματιστήκανε δέκα στρατιώτες και από τους δύο, από τους δέκα, οι δύο κατέληξαν. Άρα λοιπόν οι είκοσι εφτά γίναν είκοσι εννιά. Οι υπόλοιποι ήταν τραυματίες. Τα παιδιά φτάσανε στα νοσοκομεία, ταλαιπωρήθηκαν πολλά χρόνια και εκτός του, από τα σωματικά τραύματα έφεραν κι άλλα, τους έμειναν και ψυχολογικά τραύματα. Αυτές ήταν οι απώλειες της μοίρας. Όσον αφορά το κομμάτι το πολεμικό, δηλαδή της μετωπικής αντιπαράθεσης με τους Τούρκους, δεν είχαμε καμία απώλεια.

Π.Δ.:

Εσείς τραυματιστήκατε ή κινδυνεύσατε κάποια στιγμή;

Γ.Γ.:

Όχι, όχι, δεν είχαμε άλλους τραυματίες. Την ημέρα της πρώτης μάχης έγινε ό,τι έγινε στις περίπου δύο ώρες. Κηρύχθηκε μία εκεχειρία, η οποία μόνο στα χαρτιά ήτανε εκεχειρία, γιατί οι Τούρκοι δεν τήρησαν ούτε εκεχειρία ούτε τίποτα. Αυτοί είχανε σαν πρόσχημα την εκεχειρία, για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις που θέλανε, να κατεβάσουν τα όπλα που θέλανε στο νησί και ετοιμαζόταν για τη δεύτερη επιχείρηση, τον λεγόμενο δεύτερο Αττίλα, που έγινε παραμονή της Παναγίας, στις 14 Αυγούστου. Και αυτή πάλι η εχθροπραξία κράτησε δεκατέσσερις, δεκαπέντε, δεκαέξι και τη δεκαεπτά. Τέσσερις μέρες, δηλαδή, κράτησε όλη αυτή ιστορία και μετά και με την επέμβαση του Ο.Η.Ε. και αφού, τέλος πάντων, και αυτοί κατάφεραν να πάρουνε και παραπάνω από αυτά που κατά την ταπεινή μου άποψη ήταν συμφωνημένα, πήρανε παραπάνω. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι ενώ είχανε συμφωνήσει, ας πούμε, ένα νούμερο, τριάντα, τριάντα και κάτι, αυτοί έφτασαν στο τριάντα επτά και σε πολλές περιπτώσεις άλλοι υπολογίζουν ότι έ[00:50:00]φτασαν στο 40%. Δηλαδή παραβίασαν και αυτοί τη συμφωνία που είχανε, με όποιους την είχανε. Τώρα για το πώς φτάσαμε στα γεγονότα της Κύπρου, παρόλο που ότι κυκλοφορήσανε βιβλία, γράψανε, γράψανε προσωπικά πιστεύω ότι ακόμα υπάρχουνε, υπάρχουνε πράγματα τα οποία δεν έχουν ειπωθεί. Όμως εγώ έχω την πίστη ότι οι Τούρκοι θα πιεστούν, όχι με πόλεμο, θα πιεστούν στα επόμενα δυο-τρία χρόνια να αποχωρήσουνε από το νησί. Γιατί αυτό αισθάνομαι, αυτό πιστεύω, ότι οι Τούρκοι μετά από τα πενήντα χρόνια που έχουν παραμείνει στην Κύπρο και πιστεύω ότι γι’ αυτό υπήρχε κάποια συμφωνία, δεν έκαναν ό,τι έκαναν από μόνοι τους. Οι Τούρκοι δεν κάνουν τίποτα, εάν δεν είναι σίγουροι. Κάποια συμφωνία έγινε, θα τους μάθουμε εν καιρώ, γιατί τώρα δεν ξέρουμε όλο-, το ιστορικό δεν το ξέρουμε. Ας γράφονται βιβλία και αυτοί που τα γράφουν είναι, έχουνε έναν περιορισμό και δεν έχουν αυτό το κάτι παραπάνω που ξεκαθαρίζει απόλυτα το ιστορικό. Πιστεύω προσωπικά ότι σε δυο-τρία χρόνια κάποιες δυνάμεις θα τους αναγκάσουν να αποχωρήσουν κι έτσι να ζήσουν και αυτοί οι άνθρωποι ελεύθερα, να ζήσουνε μια ήσυχη ζωή. Δεν λέω μόνο για τους δικούς μας τους Ελληνοκύπριους. Και οι Τουρκοκύπριοι να ζήσουν σαν συγκάτοικοι, σαν συμπολίτες. Εμάς αυτή η ιστορία μάς έχει μείνει στο μυαλό. Το ευχάριστο είναι ότι αγαπιόμαστε, αγαπηθήκαμε και κρατάμε ακόμα. Πλησιάζουμε σχεδόν τα πενήντα χρόνια, έχουμε μπει τώρα στα σαράντα εννιά χρόνια, σχεδόν πενήντα χρόνια. Κρατάμε επαφές, μιλάμε σαν αδέρφια, μιλάμε σαν φίλοι. Οι αξιωματικοί μάς σέβονται, όπως τους σεβόμασταν κι εμείς και σε κάθε ευκαιρία και θα μας στείλουν χαιρετίσματα και θα μας πουν «Χρόνια πολλά». Καμιά φορά συναντιόμαστε και με κάποιους, κάνουμε και κάπου κάπου παρέα και είναι το κλίμα, είναι καλό, έμεινε καλό. Θυμάμαι το 1978, αν δεν κάνω λάθος, ο υποδιοικητής που είχα τότε, ταγματάρχης ονόματι Αβραμίδης Άγγελος - δυστυχώς τα χρόνια περάσαν κι όλο μας έρχονται οι άνθρωποι που έχουν φύγει απ’ τη ζωή - μετά τα γεγονότα πήγε στη Χαλκίδα σαν διοικητής των πεζοναυτών. Ένα βράδυ, λοιπόν, είμαι στο καφενείο με την παρέα κι έρχεται ο χωριανός μας, ο Γιώργος ο Νικολής, το παιδί αυτό που έκανε και στη Σουηδία, αν έχεις υπόψη σου.

Π.Δ.:

Δεν γνωρίζω.

Γ.Γ.:

Λοιπόν, όπως είμαστε με την παρέα στο καφενείο, μου λέει: «Έρχομαι από τον διοικητή μου με εντολή δικιά του να σου μεταφέρω τα προσωπικά του χαιρετίσματα». Αυτός ήταν ένας άνθρωπος ευχάριστος, αλλά είχε μία εμμονή, πέρα από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, στον καλλωπισμό της μονάδας. Ήθελε όλα να είναι τελειότητα, από τους κήπους μέχρι τα κτήρια. Και μάλιστα εκεί αστειευόμενοι, όχι εμείς, κάποιες σειρές, αλλά το βρήκαμε κι εμείς, του κολλήσανε ένα παρατσούκλι το οποίο δεν είναι ούτε χλευαστικό ούτε… Του ‘μεινε «ο ψιλικατζής», δηλαδή αυτός που ήθελε τη λεπτομέρεια. Το λέγαν όμως τα παιδιά όλα με γέλιο και χωρίς, όπως είπαμε, κανένα άλλο υπονοούμενο. Ήταν ένας άνθρωπος γλυκύτατος, ο οποίος δυστυχώς έφυγε νέος. Ιστορίες με τους αξιωματικούς μας έχουμε πάρα πολλές να διηγηθούμε και πολλές πριν από τα γεγονότα. Εγώ, για παράδειγμα, ήμουνα στη διαχείριση, όπως είπαμε και πιο νωρίς, και τα μεσημέρια που, τέλος πάντων, ήτανε ώρα για να ξεκουραστούμε οι στρατιώτες, είχα τον κύριο Λάμπρο εκεί στη διαχείριση κι όλη μέρα κάτι του συνέβαινε, φώναζε απ’ το μεγάφωνο: «Ο στρατιώτης Γιαννιός!», επειδή το Γιαννιού, επειδή είναι γενική, δεν το πιάνανε καλά στ’ αφτί. Κι όλη τη μέρα, όλη την ώρα τ’ απογεύματα φώναζε: «Ο στρατιώτης Γιαννιός στη διαχείριση!». Εν πάση περιπτώσει, αυτό το θυμόταν και ορισμένοι φαντάροι που συναντηθήκαμε το 2007 στο Μάλεμε που έχει στηθεί μνημείο για κάποιο μνημόσυνο. Και μου λέει κάποιος: «Εμείς», λέει, «ξαπλώναμε να ξεκουραστούμε, αλλά εσύ είχες τον κύριο Λάμπρο και σε βασάνιζε τα απογεύματα». Λέω: «Παιδιά, στρατιώτης ήμουνα, όπως ήμασταν όλοι». Εμείς έπρεπε να εκτελούμε διαταγές, αλλά η αγάπη, αγάπη. Με τον συγκεκριμένο κύριο Λάμπρο συναντηθήκαμε, μιλάμε στα τηλέφωνα, είναι κύριος πρώτης τάξης, όπως ήταν και πάρα πολλοί. Είχαμε κάποιον υπολοχαγό ονόματι Μπένος Σταύρος, αυτός ο άνθρωπος ήτανε… Πώς να το πούμε; Ένας άγιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος με παιδική ψυχή. Ερχόταν τα απογεύματα και μου έλεγε: «Ροδίτη, έλα μαζί μου». Εκεί το Μάλεμε, το στρατόπεδο, χωρίζεται από το παλιό αεροδρόμιο. Το αεροδρόμιο αυτό που το 1940 ήρθαν οι Γερμανοί και πέσανε με τα αλεξίπτωτα. Το κάτω μέρος του δρόμου με την παραλία είναι το αεροδρόμιο και πάνω απ’ τον δρόμο είναι το στρατόπεδο. Και μου λέγε: «Έλα, ροδίτη, πάμε για περπάτημα». Είχε ένα σκυλάκι και πηγαίναμε απέναντι στο αεροδρόμιο περπατούσαμε δυο ώρες, τρεις, δήθεν ότι θα κυνηγούσε είχε κι ένα όπλο εκεί κυνηγετικό αλλά πηγαίναμε πιο πολύ για περπάτημα. Μια φορά είχε μπει στο νοσοκομείο για κάποιο θεματάκι υγείας που είχε και μαζευτήκαμε στην έξοδο είκοσι-είκοσι πέντε στρατιώτες: «Πάμε να δούμε τον υπολοχαγό μας». Ήταν υπολοχαγός τότε. Όταν πήγαμε στο νοσοκομείο, μπαίνοντας μέσα ένα τσούρμο αρκετά μεγάλο, κάποια νοσοκόμα για να τον πειράξει, του λέει: «Δεν μου λες, κύριε υπολοχαγέ, και ποιος είσαι εσύ και ήρθαν εδώ πέρα είκοσι πέντε άτομα για να σε δουν;». Και εκείνος, Θεός συγχωρέσ’ τον, εκείνος με την παιδική ψυχή και με το γέλιο λέει: «Αυτοί δεν είναι όπως τους βλέπεις, μόνο στρατιώτες. Είναι τα παιδιά μου». Όταν μιλάς γι’ αυτούς τους ανθρώπους ή σκέφτεσαι κάτι, χωρίς να το θέλεις, κλαις. Η συγκίνηση σε πηγαίνει σε άλλα επίπεδα. Η συγκίνηση σε πηγαίνει σε άλλα επίπεδα. Θα πω και κάτι το οποίο δεν πρέπει να παραλείψω. Δεν ξέρω αν αυτός ο άνθρωπος είναι ακόμα εν ζωή. Μετά τη μάχη του αεροδρομίου κι ενώ είμαστε στα τολ που αναφέραμε, μας επισκέφτηκε ο διοικητής του Γ.Ε.Ε.Φ., στρατηγός ονόματι Καραγιάννης Ευθύμιος. Αυτός ο άνθρωπος ήρθε προφανώς για να μας εμψυχώσει και σε δεύτερο λόγο να μας ευχαριστήσει κατά κάποιον τρόπο. Όταν μας επισκέφτηκε, αφού είμαστε συγκεντρωμένοι για να αποτίσουμε φόρο τιμής στον στρατηγό, την ώρα που ο διοικητής μας διατάζει: «Παρουσιάστε», ο στρατηγός σε κλάσματα δευτερολέπτου και προτού καλά-καλά καταφέρουμε να ανεβάσουμε τα όπλα, λέει «Προσοχή! Κατεβάστε τα όπλα! Δεν θα σταθείτε εσείς προσοχή μπροστά σ' εμένα. Εγώ θα σταθώ προσοχή μπροστά σ' εσάς». Αφού λοιπόν κατεβάσαμε τα όπλα, ο στρατηγός πέρασε απ’ όλους τους στρατιώτες, από τριακόσιους τόσους στρατιώτες, γιατί εμείς σαν μονάδα είμαστε περίπ[01:00:00]ου τετρακόσια άτομα. Είμαστε τριακόσιοι, τριακόσιοι δεκαεννιά στο σύνολο το δικό μας και είκοσι πέντε από μία μονάδα, την τρίτη μοίρα καταδρομών, που μας ήρθε από την Ελλάδα. Στάθηκε λοιπόν μπροστά μας και έναν-έναν, τριακόσιους τόσους ανθρώπους, μας αγκάλιασε, μας ασπάστηκε και μας έδωσε συγχαρητήρια λέγοντας ότι: «Η πατρίδα, αλλά και εγώ προσωπικά, σας ευχαριστώ για τη συμμετοχή σας στα γεγονότα και σε όλη την ιστορία αυτή που πρέπει να αντεπεξέλθουμε σαν στρατιώτες». Γιατί, είπαμε, ακολούθησε ακόμα και ο δεύτερος γύρος, οι αναμνήσεις είναι πολλές. Οι ιστορίες είναι πολλές, αλλά άφησε και σε πολλά παιδιά άφησε τραύματα, άφησε -πώς θα τα πούμε- εκτός από τα δέκα παιδιά που τραυματίστηκαν από το έξι και σ’ άλλα παιδιά που ήτανε, ας πούμε, λίγο ευάλωτα η ιστορία αυτή άφησε κάποια τραύματα.

Γ.Γ.:

Κάποτε, θυμάμαι, με πήρε κάποιος φίλος από την Κομοτηνή και μου λέει: «Στη Ρόδο ήρθε ο τάδε». Ήταν απ’ τα παιδιά που τραυματίστηκαν από το νούμερο έξι. Αυτό το γεγονός έγινε τουλάχιστον μετά από είκοσι πέντε χρόνια η συνάντηση με τον φίλο μου. Βρέθηκε στη Ρόδο, γιατί είχε παιδί κάπου, σε μια υπηρεσία. Αφού πήγα και τον συνάντησα, διαπίστωσα κι εγώ προσωπικά, δηλαδή αυτό το πραγματάκι, ότι είχε επηρεαστεί από τα γεγονότα τόσο πολύ, που στη συζήτησή μας το ‘βλεπα εγώ. Δεν παριστάνω τον ψυχολόγο, αλλά έβλεπα ότι το παιδί αυτό που έτυχε σε όλους μας, το κομματάκι που επηρέασε την ψυχή του, το αντιλαμβανόμουν κι εγώ. Του μιλούσα, ας πούμε, και μου ‘δινε την εντύπωση σε κάποια στιγμή, σε κάποιες στιγμές ότι χανότανε, δεν επικοινωνούσαμε, όπως αντιλαμβανόμουν εγώ, αλλά κι άλλα παιδιά έφεραν, έφεραν βάρη στην ψυχή τους μετά. Επηρεάστηκε ο ψυχικός τους κόσμος. Όμως εμείς σαν στρατιώτες, επειδή δεθήκαμε σαν αδέρφια, κάποιοι προσπάθησαν κι έφτιαξαν έναν σύλλογο. Έχουμε έναν σύλλογο με την ονομασία «ΚΟΜΑΝΤΟΣ 74», δηλαδή στρατιώτες του 1974. Και είναι αποκλειστικά αυτοί που έλαβαν μέρος με τη μοίρα. Οι στρατιώτες δηλαδή της πρώτης μοίρα καταδρομών και της τρίτης μοίρας αμφιβίων καταδρομέων από την Αθήνα. Μαζί με εμάς στον σύλλογο σαν μέλη είναι και οι πενήντα δύο αεροπόροι, γιατί, είπαμε, ήτανε δεκατρία τα αεροπλάνα τα οποία πάτησαν, έφτασαν στο σημείο, προσγειώθηκαν στην Κύπρο, ενώ τ’ άλλα δύο γύρισαν. Το κάθε αεροπλάνο είχε τέσσερα άτομα πλήρωμα, άρα λοιπόν κι από 'κεί πενήντα δύο άνθρωποι, οι οποίοι είναι μέλη του συλλόγου. Ο σύλλογος τώρα προσπάθησε και προσπαθεί μέχρι σήμερα με όσες δυνάμεις έχει και αξίζουν συγχαρητήρια στα παιδιά που ήτανε οι οργανωτές αυτού του εγχειρήματος και ειδικά στον πρόεδρο, ο οποίος εκλέγεται σχεδόν κάθε φορά που έχουνε αρχαιρεσίες. Περάσαν κι άλλες δυο-τρεις, αλλά ο σημερινός πρόεδρος, ο Παναγιώτης ο Αφάλης, έχει δώσει ο άνθρωπος και την ψυχή του γι’ αυτό το θέμα που λέμε «Σύλλογος». Εμείς τόσα χρόνια σαν σύλλογος επιδιώκαμε να αναγνωριστούμε, ρε παιδί μου, να πουν ότι: «Ξέρεις, αυτοί οι άνθρωποι πήγανε εκεί, συμμετείχαν σε αυτά τα γεγονότα», γιατί κάποτε υπήρχε η επίσημη άποψη του κράτους λες και ήτανε κάτι κρυφό ότι και καλά εμείς σαν κράτος δεν συμμετείχαμε στον πόλεμο. Γιατί η μόνη βοήθεια που έγινε από την Ελλάδα προς την Κύπρο ήταν η αποστολή της μονάδας της δικιάς μας. Εν πάση περιπτώσει, είχαμε διάφορα αιτήματα με πιο βασικό ήταν αυτό, να γίνει γνωστή η ιστορία μας. Να μην φύγουμε δηλαδή εμείς και σε κάποια στιγμή δεν υπάρχει κάτι. Ο σύλλογος το κατάφερε, σιγά-σιγά οι προτάσεις του διοικητή μας που έλεγε: «Προτείνω για το προσωπικό της μοίρας και ειδικά για τους στρατιώτες...», γιατί σε κάποια στιγμή κάποιοι αξιωματικοί εντός εισαγωγικών διαμαρτυρήθηκαν «Γιατί, κύριε διοικητά, έκανες τέλος πάντων προτάσεις για τους οπλίτες, για τους στρατιώτες κι εμάς μάς άφησες απ’ έξω;». Και τους απάντησε με ευγένεια και με το ήθος του διοικητού. Λέει: «Εσείς έχετε χρόνια ακόμα να υπηρετήσετε», γιατί ήτανε, οι περισσότεροι ήτανε νέοι αξιωματικοί, οι μόνιμοι δηλαδή: «Έχετε χρόνια να υπηρετήσετε στο στράτευμα, θα σας τιμήσει το στράτευμα με άλλους τρόπους αλλά οι στρατιώτες πρέπει να τιμηθούν, διότι, όχι μόνο γιατί χάσαμε ορισμένους στρατιώτες με την ατυχία του αεροπλάνου, αλλά γιατί πρέπει κάποτε κάποιος να πει για αυτούς τους ανθρώπους κάτι». Από αυτές τις προτάσεις σιγά-σιγά αρχίζει το επίσημο κράτος να τις λαμβάνει υπόψη του, να δίνει τις πρέπουσες τιμές που πρέπει να δώσει, όπως δίνει ορισμένα βραβεία, μετάλλια. Αλλά κατάφερε και κάτι άλλο ο σύλλογος σαν… Να μην κολλήσουμε στο πρόσωπο του αγαπητού Παναγιώτη, του προέδρου, αλλά ο σύλλογος κατάφερε μετά από χρόνια, το επίσημο κράτος να βγάλει μία σύνταξη για όλους ανεξαιρέτως. Στην αρχή λέγανε μόνο για τους στρατιώτες, αλλά μετά η σύνταξη αυτή, η λεγόμενη τιμητική, δόθηκε και στους αξιωματικούς. Το πόσο είναι 200€. Τιμητική σύνταξη, η οποία είναι χαρακτηρισμένη κι από το οικονομικό επιτελείο του κράτους με τον τρόπο ότι, ό,τι και να γίνει, αυτά τα 200€ δεν έχει κανένας δικαίωμα να τ’ αγγίξει. Ούτε αν κάποιος απ' εμάς, τέλος πάντων, για διάφορους λόγους γίνει οφειλέτης του κράτους, το κράτος δεν έχει δικαίωμα να αγγίξει αυτά τα 200 €. Η σύνταξη αυτή την πήραν όλοι στρατιώτες και απ’ όσους έφυγαν απ’ τη ζωή και άφησαν πίσω σύζυγο, τη σύνταξη αυτή την παίρνει, με τις προσπάθειες του συλλόγου τη σύνταξη αυτή την παίρνει η χήρα του αποβιώσαντος. Δηλαδή ο σύλλογος εργάζεται πρώτα απ’ όλα για την τιμή, για την τιμή όλων μας, στρατιωτών και αξιωματικών, και δεύτερο για να μείνει κάτι. Η ιστορία αυτή να μην σβήσει, γιατί δυστυχώς τα πρώτα χρόνια ήτανε, επιμελώς και εν κρυπτώ ήτανε παραγκωνισμένη η ιστορία. Τα τελευταία χρόνια αρχίζει να μαθαίνει ο κόσμος ότι, και σαν απλό γεγονός, ότι κάποτε έγινε αυτή ιστορία. Τα προηγούμενα χρόνια, για διάφορους λόγους, η ιστορία αυτή ήτανε παραμελημένη. Αυτά είναι που μας μείνανε απ’ τα γεγονότα, η αγάπη και το αίσθημα ότι ό,τι μπορούσαμε κι εμείς τότε σαν στρατιώτες, την ώρα που μας χρειάστηκε η πατρίδα, με τις όποιες δυνάμεις είχε ο καθένας προσφέραμε για την πατρίδα. Απ’ όλα αυτά τα πράγματα ένα δίδ[01:10:00]αγμα που βγαίνει για όλους μας είναι ότι στα γεγονότα αυτά σημασία έχει η συμμετοχή. Εάν δηλαδή σαν στρατιώτης πάρεις τη διαταγή ή σε ατομικό επίπεδο ή σε ομαδικό, σαν μοίρα που ήμασταν εμείς, είχαμε υποχρέωση να κάνουμε αυτό που κάνανε οι προηγούμενοι απ' εμάς. Και όταν λέω προηγούμενοι απ' εμάς, πηγαίνω χιλιάδες χρόνια πίσω. Δηλαδή το αίσθημα που νιώσαμε εκείνη τη βραδιά είναι δύσκολο για ορισμένους να το πιστέψουν, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Εκείνη τη βραδιά εμείς πετάξαμε με διάθεση καλή. Πέρασε απ’ το μυαλό μας ότι σε κάποια στιγμή η ιστορία αυτή ίσως να είναι και το τέλος της ζωή μας, του ταξιδιού μας που λέγεται ζωή, αλλά δεν έχουμε δικαίωμα να πορευτούμε διαφορετικά. Ο δρόμος είναι ένας, η συμμετοχή είναι υποχρεωτική και αναγκαία, γιατί η συμμετοχή έχει τα πλεονεκτήματά της. Στην περίπτωση των γεγονότων της Κύπρου η συμμετοχή, για να το πω, για να το καταλάβουνε, να το καταλάβει ο κόσμος και οι απ’ έξω, η συμμετοχή είναι ένας λόγος που εμποδίζει τον αντίπαλο να κάνει αυτό που θα έκανε, εάν είχε άλλη πληροφορία. Οι Τούρκοι έφτασαν στο σημείο να μας λογαριάζουν για πάνω από δυο, δυόμισι χιλιάδες. Έφτασαν και ορισμένοι να μας λογαριάζουν μέχρι και πέντε χιλιάδες, ενώ εμείς ήμασταν όλοι κι όλοι τετρακόσιοι άνθρωποι. Αυτό, όμως, είχε σαν αποτέλεσμα με το να μας λογαριάζουν τόσους, να είναι κατά κάποιο τρόπο κρατημένοι, συγκρατημένοι, και να μην κάνουν πράγματα τα οποία, εάν ένιωθαν με πιο αδύνατο εμπόδιο, ίσως να είχαν κάνει και χειρότερα πράγματα ακόμα. Θέλω να πω ότι η συμμετοχή της μοίρας, της μονάδας, πραγματικά εμπόδισε τους Τούρκους να κάνουν βήματα ακόμα χειρότερα, λογαριάζοντας έστω από λάθος πληροφόρηση, από λάθος εκτίμηση μάς λογάριαζαν πάρα πολλούς και μας έμεινε κι εκείνο, το οποίο βέβαια οι Τούρκοι το μετέδιδαν, ότι εμείς - Κρητικούς μας ονόμαζαν όλους: «Αυτοί οι Κρητικοί, οι βάρβαροι που ήρθαν από την Ελλάδα», μας κατηγορούσαν κιόλας ότι εμείς ήμασταν και καλά οι κακοί της υπόθεσης. «Αυτοί οι βάρβαροι», λέει, «που ήρθαν από την Κρήτη κάνανε αυτό, κάνανε εκείνα». Εμείς όμως μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι από αυτά που λένε οι Τούρκοι εις βάρος, εις βάρος των Ελλήνων και ειδικά των Κρητικών, όπως τους ονόμασαν, δεν έχει γίνει τίποτα. Εμείς δεν πλησιάσαμε κανέναν χώρο, όπως έκαναν αυτοί που μπαίναν στα χωριά, μπαίναν στα σπίτια, σκοτώνανε, κάναν, δείχνανε.

Γ.Γ.:

Δεν κάναμε τίποτα από αυτά εμείς σαν μονάδα. Ήτανε οι εντολές του διοικητού, ήτανε αποκλειστικά ανθρώπινες, αλλά σύμφωνα με το ότι και ο πόλεμος πρέπει να έχει ανθρωπιά. Γνωρίσαμε πολλές καταστάσεις εκεί, αλλά, είπαμε, η αγάπη και η ομόνοια τα ξεπερνούσε εκεί. Οι καιρικές συνθήκες, όπως προείπαμε στην αρχή, ήτανε βασανιστικές, γιατί ξεπερνούσαμε τους 40 βαθμούς. 40 βαθμούς και αντικρύσαμε πράγματα. Εγώ τις μέρες που είμαστε στο στρατόπεδο με τα τολ-. Εκεί ήτανε ο στρατός που είχε ο Μακάριος, προσωπικό στρατό, οι φύλακές του δηλαδή, το εφεδρικό, έτσι λεγότανε. Δίπλα, από περιέργεια λέω να πάω να δω τι έγινε εδώ με τους βομβαρδισμούς στο ΡΙΚ. Και τι αντιμετώπισα, όταν πήγα; Αντιμετώπισα ένα ερείπιο που μου θύμιζε ένα φρεάτιο από αυτά που έχουνε τα ασανσέρ κι ενώ και τα καλώδια όλα κομμένα και να κρέμονται μέσα σ’ αυτό το φρεάτιο, ρημαγμένα τα πάντα. Εκεί είδαμε και κάτι το οποίο είναι, για μένα προσωπικά, είναι στα λάθη του Μακαρίου. Πρώτον, άποψή μου, γιατί ένας πρόεδρος ήθελε τον δικό του στρατό; Ερώτημα προσωπικό, δικό μου. Απάντηση δεν θέλω τώρα να πάρω, μετά από τόσα χρόνια, γιατί άλλος θα πει έτσι, άλλος θα πει αλλιώς. Εγώ προσωπικά δεν συμφωνώ με το ότι ένας πρόεδρος πρέπει να έχει δικό του στρατό. Δεύτερο, εκεί στις μέρες που είμαστε, σε κάποιο μικρό δωμάτιο, ήταν αριστερά από την είσοδο. Κάποια στιγμή, ανοίγοντας από περιέργεια τις πόρτες, βλέπουμε ότι υπήρχανε όπλα, τα τσέχικα, τα καλάσνικοφ και έχω μία απορία. Γιατί είχε αυτά τα όπλα, τα οποία δεν ήτανε σύννομα με τη συμπεριφορά του κράτους; Αυτό, όσο και να μην θέλουν να το αποδεχτούν οι υποστηρικτές του, δεν μπορούν να το καλύψουν, γιατί αυτά τα όπλα ήτανε τότε από κομμουνιστικό κράτος και κολλάει πάνω στο άλλο, ότι ο Μακάριος έκανε ανοίγματα, έκανε ανοίγματα προς τη Ρωσία και αυτό εμείς τότε, επειδή είμαστε μέλος του ΝΑΤΟ, ίσως, λέω ίσως, γιατί αυτό θα φανεί, αν κάποτε φανεί ολοκληρωτικά το θέμα της Κύπρου. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα πολλά να ειπωθούν. Το λεγόμενο ΝΑΤΟ, σίγουρα οι Αμερικανοί το πήρανε στραβά το θέμα αυτό. Γιατί σου λέει: «Αφού είσαι μέλος του ΝΑΤΟ, τι παρτίδες έχεις με τους άλλους;». Κι έτσι λοιπόν, κι εμείς, ας είμαστε και απλοί στρατιώτες, σχηματίσαμε κάποια γνώμη για τα γεγονότα και για τους υπεύθυνους.

Γ.Γ.:

Προσωπικά εγώ πιστεύω ότι, με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο, είχε ευθύνες. Ακόμα και για αυτό το πραξικόπημα, που κακώς έγινε εις βάρος του, και γι’ αυτό πρέπει να έχει πάλι και ο ίδιος ευθύνες. Δηλαδή αυτό που λέμε πρόκληση. Ύστερα στα τόσα χρόνια που διαβάζω μερικά βιβλία, αν και πιστεύω - πάλι θα το ξαναπώ - ότι δεν έχουνε, δεν έχει κλείσει το θέμα της Κύπρου όσον αφορά την αλήθεια. Για μένα υπάρχουνε πράγματα τα οποία δεν έχουν ειπωθεί, δεν έχουν γράφει. Δηλαδή, πώς ξεκίνησε αυτή όλη η ιστορία και οι Τούρκοι σε μια στιγμή πήραν την οριστική απόφαση, αυτό που είχαν στο μυαλό τους πριν από πενήντα χρόνια; Γιατί αυτή την ιστορία, την οποία ενώ σε κάποια φάση φαίνεται ότι παραιτούνται από το θέμα Κύπρος και τα παραχωρούν όλα στην Αγγλία, μετά η Αγγλία γυρνάει, τους δίνει πάλι την ευκαιρία, τους βάζει μέσα στο παιχνίδι κι αυτοί αρχίζουν τότε να μελετούν πότε θα κάνουν αυτό, πότε θα κάνουν κείνο. Δεν το έκαναν το 1964, το έκαναν το 1974. Προσωπικά πιστεύω ότι αφού το είχαν βάλει στο μυαλό τους και το 1974 να μην το έκαναν, θα το έκαναν πάλι μετά. Θα βρίσκανε κάποια άλλη αιτία και θα το έκαναν. Τώρα βρήκανε ευκαιρία, γιατί η Αγγλία κατάφερε να τους βάλει στο παιχνίδι ορίζοντάς τους και σαν προστάτες, που λέμε. Είπε ότι αυτοί που, τέλος πάντων, θα έχουν κάποιον λόγο για την Κύπρο θα ‘ναι, θα ‘μαι εγώ, η Αγγλία, θα ‘ναι η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία. Εμείς δηλαδή θα είμαστε κατά κάποιον τρόπο προστάτες της Κύπρου. Όταν λοιπόν γίναν τα γεγονότα, το πραξικόπημα που λέμε, εν πάση περιπτώσει, προσωπική μου άποψη είναι, πιστεύω ότι είχε τις ευθύνες του ο Μακάριος. Μετά όμως την ενέργεια αυτή [01:20:00]του πραξικοπήματος, όταν βρέθηκε στο εξωτερικό, γιατί είπε, γιατί δήλωσε ότι, ξέρετε, έφτασε στο σημείο να πει η Ελλάδα είναι πιο επικίνδυνη από την Τουρκία και ότι ποιος θα μας προστατέψει τώρα. Οι Έλληνες είναι πιο επικίνδυνοι από τους τούρκους.

Π.Δ.:

Τέλος πάντων, κύριε Γιώργο, μην αναλύσουμε το θέμα της Κύπρου.

Γ.Γ.:

Ναι, τελειώνοντας και τελικά με αυτήν την πρόφαση, ότι και καλά αφού και οι ίδιοι δέχονται ότι εμείς είμαστε προστάτες, ευκαιρία μας να χτυπήσουμε και με το πρόσχημα αυτό χτυπήσαν. Όχι ότι κάποτε δεν θα χτυπούσαν. Εγώ είμαι της άποψης αυτής, ότι οι Τούρκοι κάποτε, αυτό που έκαναν το ‘74 και που δεν το είχαν κάνει πιο παλιά, θα το έκαναν σε μία επόμενη χρονική περίοδο.

Π.Δ.:

Ωραία. Κύριε Γιώργο, ευχαριστώ πολύ για την αφήγησή σας. Να ‘στε καλά! Καλή χρονιά εύχομαι!

Γ.Γ.:

Κι εγώ, ό,τι επιθυμείτε.

Π.Δ.:

Και κάποια στιγμή ίσως να πούμε κι άλλα πράγματα.

Γ.Γ.:

Κι εύχομαι αυτό το κομμάτι του ελληνισμού που έχει περάσει τόσα βάσανα, που έχει περάσει τόσες δυσκολίες, να ‘ρθει μία στιγμή αυτός ο λαός να ζήσει και να αισθάνεται ελεύθερος. Δεν λέω μόνο για τους Έλληνες, λέω και για τους Τουρκοκύπριους που ζούνε στο νησί. Να ζήσουν σαν μία οικογένεια, να ζήσουν οι άνθρωποι, ήσυχα, ωραία και να μην σκέφτονται κάθε μέρα ότι, ξέρεις, τι θα γίνει αύριο; Θα έχουμε πόλεμο, θα έχουμε σκοτωμούς; Έτσι κι αλλιώς, αυτό εύχομαι μόνο-

Π.Δ.:

Να 'στε καλά-

Γ.Γ.:

Πιστεύω ότι θα ‘ρθούνε καλύτερες μέρες για την Κύπρο και αυτό το πιστεύω μου είναι κοντά.

Π.Δ.:

Να ‘στε καλά κι ευχαριστώ και πάλι!

Γ.Γ.:

Να ‘στε καλά!