Γλυκά Καζινό: Τα πρώτα τυλιχτά γλυκά στην Ελλάδα και τα πρώτα που εξήχθησαν στο εξωτερικό
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια του πατέρα της αφηγήτριας, η ενασχόλησή του με τη ζαχαροπλαστική και τη μαγειρική και η επιστροφή του στην Ελλάδα
00:00:00 - 00:09:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια σου, Κατερίνα, και καλώς ήλθες στο Λουτράκι. Σας ευχαριστώ πολύ. Εγώ είμαι η Ευαγγελία Παπακωνσταντίνου, που έχω γεννηθεί στο Λου…θρωπος. Δοτικός, δοτικός! Πάει φαντάρος, γυρίζει, για πέμπτη φορά, και πια τα καλοκαίρια είχε ξεκινήσει να υπάρχει το Καζινό στο Λουτράκι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 2
Η έμπνευση των γλυκών Καζινό και οι καινοτόμες ιδέες
00:09:31 - 00:35:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το Καζινό στο Λουτράκι ξεκίνησε από τον Δημήτρη τον Ταμπόση τον αείμνηστο. Θα τον πω αείμνηστο, γιατί είναι ένας ήρωας της περιοχής. Ξεκίνησ…εφτά για να πάω στην εκδρομή τη σχολική, δούλεψα σε εκείνο το κατάστημα. Αλλά ήταν άλλου μεγέθους εκείνο το κατάστημα. Τεράστιο, τεράστιο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 3
Οι αναμνήσεις της αφηγήτριας από τον πατέρα της και το στίγμα που εκείνος άφησε στη ζαχαροπλαστική του Λουτρακίου
00:35:39 - 00:46:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι στολή φόραγε ο πατέρας σας; Α, είχε ειδική στολή. Ήταν από ένα ύφασμα σαν ντρίλινο. Ήταν χειμωνιάτικο και καλοκαιρινό. Και ήτανε με ρί… που έχουμε ζήσει. Εγώ σας ευχαριστώ. Πρέπει να μένουν αυτοί οι άνθρωποι στην ιστορία. Σας ευχαριστώ πολύ, παιδιά. Σας ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια του πατέρα της αφηγήτριας, η ενασχόλησή του με τη ζαχαροπλαστική και τη μαγειρική και η επιστροφή του στην Ελλάδα
00:00:00 - 00:09:31
[00:00:00]Γεια σου, Κατερίνα, και καλώς ήλθες στο Λουτράκι.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Εγώ είμαι η Ευαγγελία Παπακωνσταντίνου, που έχω γεννηθεί στο Λουτράκι. Όχι από καταγωγή, όμως, Λουτρακιώτισσα. Ο πατέρας μου ήταν από την Ήπειρο, από ένα μικρό χωριό της Ηπείρου, το Πλαίσιο Φιλιατών Θεσπρωτίας. Και η μητέρα μου ήταν από τη Μικρά Ασία, από το Ικόνιο. Βρεθήκαμε, όμως, στο Λουτράκι ως οικογένεια, γιατί ο πατέρας μου δούλευε αρχιμάστορας στην επιχείρηση Καζινό. Να γυρίσω λίγο πίσω πάλι και να πω ότι ο πατέρας μου… Να ξεκινήσω από κείνον περισσότερο και, αν χρειαστεί, μπορώ να συμπληρώσω για μένα. Ο πατέρας μου, λοιπόν, γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, ήταν το έβδομο αγόρι από εφτά αγόρια. Τα μεγαλύτερα ήτανε και τριάντα χρόνια μεγαλύτερα, τα πρώτα, τα δεύτερα, γιατί αυτός ήταν ο τελευταίος. Μάλιστα, γεννήθηκε ενώ είχε πεθάνει ο πατέρας του. Δε γνώρισε τον πατέρα του. Πέρναγαν δύσκολα στο χωριό εκείνα τα χρόνια. Μιλάμε για χρόνια 1913-1914 όταν γεννήθηκε ο πατέρας μου. Τα αδέρφια του τα μεγάλα, λοιπόν, είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη. Γιατί η Κωνσταντινούπολη τότε ήταν το κέντρο του κόσμου για δουλειές, για οτιδήποτε. Λένε, λοιπόν, τα αδέρφια στη μάνα: «Πάρε και τον μικρό κι έλα Κωνσταντινούπολη». Τι να ’κανε η μάνα; Έτσι και αλλιώς δεν είχε άλλη ζωή, και παίρνει τον πατέρα μου, τον Φώτη, και πάνε Κωνσταντινούπολη. Η γιαγιά μου η Ελευθερία είναι αυτή. Φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη και ο πατέρας μου μπαίνει σε ορφανοτροφείο, γιατί η μητέρα του, η γιαγιά μου, έπρεπε να δουλεύει. Δεν μπορούσε να τον κρατήσει και μπαίνει σε ορφανοτροφείο. Εκεί, λοιπόν, τελειώνει το Δημοτικό. Τελειώνει το Δημοτικό με πολλή δυσκολία. Μας έχει περιγράψει ιστορίες του τύπου: «Φοράγαμε παπούτσια που δεν είχανε σόλες, αλλά περπατάγαμε πάνω στον πάγο». Δηλαδή τέτοια κατάσταση. Τα αδέρφια του, όμως, ήταν ικανοποιητικά φτιαγμένα, δουλεύανε. Υπήρχανε, από τα εφτά αδέλφια, τα δυο μεγαλύτερα είχαν πάει στη Ρουμανία, στο Βουκουρέστι. Και εκεί πιάσανε την καλή, που λέμε. Και είχαν φτιάξει και ξενοδοχεία, τα οποία αργότερα τους τα πήρε η Σοβιετική Ένωση, όταν μπήκε μέσα στη Ρουμανία και τους τα πήρε. Αλλά μέχρι τότε ήτανε άρχοντες. Όταν τελείωσε ο πατέρας μου, λοιπόν, το σχολείο του το Δημοτικό αναρωτήθηκαν τι θα τον κάνουνε τον μικρό. Μιλάνε με τα αδέρφια έξω και τους λέει ο μεγάλος αδερφός από κει: «Στείλ’ τον σ’ εμένα, έχουμε ξενοδοχείο, θα τον βολέψουμε κάπου». Και πάει Ρουμανία, πάει Βουκουρέστι. Εκεί ανοίγει η τύχη του, θα έλεγα με απλά λόγια. Το λέω και ανατριχιάζω! Γιατί τυχαίνει να μην τον βάλουνε busboy, ή καμαριέρα, ή οτιδήποτε, τον βάλανε στην κουζίνα. Το Βουκουρέστι τότε ήταν το Παρίσι της Ανατολής. Όταν λέμε κουζίνα και ξενοδοχεία, μιλάμε οι καλύτερες, οι καλύτεροι μάγειροι και σεφ και συστήματα και πράγματα. Και ο πατέρας μου, επειδή ήταν άνθρωπος ο οποίος πάντα του άρεσε να μαθαίνει, δηλαδή ό,τι του ’λεγες, το άρπαζε, το άρπαζε στην κυριολεξία. Ήταν πολύ προοδευτικός άνθρωπος, ήθελε να πάει μπροστά από παιδί. Και μετά που τον γνώρισα εγώ σαν πατέρα ήτανε, παρέμεινε να είναι έτσι. Εκεί, λοιπόν, τον βάζουν στην κουζίνα και αρχίζει και μαθαίνει ζαχαροπλαστική και μαγειρική. Έμεινε δέκα χρόνια εκεί πέρα, μέχρι τα 20 του, και δε θα γύριζε πίσω, εάν δεν τον καλούσε ο στρατός στα 21 να έρθει, να υπηρετήσει την πατρίδα. Και καθότι ήταν πολύ πατριώτης, δηλαδή αγαπούσε την πατρίδα, την Ελλάδα, σαν τι να σου πω; Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει! Ήρθε πίσω για να υπηρετήσει. Μάλιστα, υπάρχει μια λεπτομέρεια εδώ. Όλα τα αδέρφια τα άλλα τα λέγανε Παπακώστα. Το ’χανε κόψει, γιατί είναι δύσκολο το όνομα να πάει στο εξωτερικό και τους λέγανε Παπακώστα. Ο[00:05:00] μόνος που είχε κρατήσει το όνομά του ολόκληρο, Παπακωνσταντίνου, όπως ήτανε του παππού μας και λοιπά, ήταν ο πατέρας μου, γιατί πήγε στρατιώτης και στον στρατό τα χαρτιά ήταν επίσημα. Και ήταν Παπακωνσταντίνου. Έρχεται, λοιπόν, υπηρετεί, τελειώνει τον στρατό. Και βγαίνει στην Αθήνα για δουλειά. Δεν ήξερε και τίποτα άλλο, έπρεπε να βρει μια. Και μπαίνει, και για καλή του τύχη, βέβαια, στα καλύτερα μαγαζιά. Υπήρχαν παλιά το Πικαντίλι, ένα ιδιαίτερα μεγάλο αρτοποιείο, ας το πούμε έτσι, αλλά και με ψιλοζαχαροπλαστικά μέσα. Και μπαίνει να δουλέψει εκεί. Μετά από κει, πηγαίνει στο ξενοδοχείο Cecil. Στην Κηφισιά υπάρχει ακόμα σαν ξενοδοχείο. Και πάει στην κουζίνα και είναι δίπλα στον σεφ που ετοιμάζουν τα μενού. Ήξερε δηλαδή. Και μας έλεγε: «Οι αριστοκράτες τρώνε έτσι, έτσι, έτσι. Τρώνε το πρώτο, τρώνε τη σούπα, τρώνε το πρώτο, τρώνε το…», πώς το λένε το πριν από το κυρίως γεύμα, τέλος πάντων. «Τρώνε το κυρίως γεύμα και το οποίο είναι ψάρι. Μάλλον ξεκινάνε με σούπα, σαλάτα, ψάρι, κρέας και έπεται. Οχτώ πιάτα». Εκεί, λοιπόν, αρχίζει και εκπαιδεύεται και στο σωστό σερβίρισμα, σωστό μαγείρεμα. Στο σωστό, μάλλον… Το πιο ελληνικό, ας το πούμε έτσι, σε σχέση με το Βουκουρέστι. Την εποχή εκείνη που δούλευε στο Cecil, υπήρχαν τρεις μάγειρες στην Ελλάδα στο επίπεδό του. Και αν ήξερε… Είχε καημό που δεν μπορούσε να διαβάσει ξένα βιβλία, γαλλικά, για να προοδεύσει τη δουλειά του. Είχε πάρει βιβλία και κοίταγε τις φωτογραφίες και από τις φωτογραφίες τα αντέγραφε. Τα έκανε, αλλά ήθελε να διαβάζει κιόλας. Και δεν μπορούσε και πνιγότανε, πνιγόταν στην κυριολεξία. Να μη λέμε πολλά. Συναντάει τη μητέρα μου, την ερωτεύεται, την κυνηγάει πάρα πολύ, την παντρεύεται. Και για να πω λίγο εδώ για το πατριωτικό του και για το δείγμα της ψυχής του. Η μητέρα μου ήταν από μια άλλη φτωχή οικογένεια που κάθε μέρα έτρωγαν σούπες, δεν είχαν λεφτά και την έβγαζε κάθε βράδυ έξω και της έκανε το τραπέζι. Και έλεγε η μητέρα μου η συγχωρεμένη: «Γέμιζε το τραπέζι! Δυο άτομα ήμαστε. Το γέμιζε, το γέμιζε όλο! Και του έλεγε: “Παιδί μου, τι κάνεις; Δε χρειάζεται. Δυο είμαστε”». «Δεν πειράζει», της έλεγε, «να χορτάσει το μάτι σου!». Γιατί έλεγε ότι πρώτα στη μαγειρική και στο τραπέζι χορταίνει το μάτι και μετά το στόμα. Δηλαδή όταν είναι ένα ωραίο πράγμα παρουσιασμένο. Και τον καλούν για πέμπτη φορά στρατιώτη, γιατί ήτανε οι πόλεμοι τότε που ήτανε στον Πρώτο. Και ήτανε και το ’40 στην Αλβανία. Και μετά από εκεί, είχαμε τους Εμφύλιους. Για πέμπτη φορά πήγε φαντάρος. Και λέει στη μητέρα μου: «Κοίταξε να δεις, είσαι φτωχιά κοπέλα. Να παντρευτούμε, γιατί, αν τυχόν πάθω κάτι εκεί που πάω στον πόλεμο, να πάρεις μια σύνταξη για μένα από μένα». Έτσι την παντρεύτηκε, με αυτό το σκεπτικό. Την αγάπησε, βέβαια, του άρεσε, την κυνήγησε, αλλά ήταν τέτοιου είδους άνθρωπος. Δοτικός, δοτικός! Πάει φαντάρος, γυρίζει, για πέμπτη φορά, και πια τα καλοκαίρια είχε ξεκινήσει να υπάρχει το Καζινό στο Λουτράκι.
Το Καζινό στο Λουτράκι ξεκίνησε από τον Δημήτρη τον Ταμπόση τον αείμνηστο. Θα τον πω αείμνηστο, γιατί είναι ένας ήρωας της περιοχής. Ξεκίνησε, λοιπόν, να φτιάχνει ένα μικρό εργαστήριο και σιγά σιγά το μεγάλωσε. Είχε ακούσει ο Ταμπόσης ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που είναι καλός και τον έφερνε τα καλοκαίρια και δούλευε τα καλοκαίρια[00:10:00]. Κάποια στιγμή του κάνει πρόταση να μείνει και τον χειμώνα. Ο πατέρας μου έχει παντρευτεί, έχουν κάνει και τον αδερφό μου, το πρώτο παιδί. Η ζωή τους δεν ήταν ιδιαίτερη στην Αθήνα, έτσι και αλλιώς, δεν είχανε τίποτα. Και το συζήτησαν μεταξύ τους ο πατέρας και μάνα και είπανε: «Και δεν πάμε στο Λουτράκι. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα!». Και έτσι βρέθηκαν στο Λουτράκι. Ο αδερφός μου ήταν 2 χρονών. Ήρθανε στο Λουτράκι το ’49. Ψέματα λέω, το ’51. ’49 γεννήθηκε ο αδερφός μου, ήρθε 2 χρονών. Το ’51 έρχεται στο Λουτράκι και ξεκινάει να δουλεύει πλέον σε φουλ, σ’ όλο τον χρόνο στο Καζινό. Να κάνουμε μια παρένθεση και να πούμε λίγο για τον Δημήτριο τον Ταμπόση. Ο Δημήτρης ο Ταμπόσης ήταν από τη Βόρεια Ελλάδα, από την Ξάνθη. Από την Ξάνθη ξέρω. Μπορεί και να κάνω λάθος, αλλά εγώ ξέρω από την Ξάνθη. Ο οποίος πούλαγε μπακλαβάδες και –πώς το λέμε;– και σάμαλι και Κοπεγχάγη που υπήρχε τότε, σε ταβλά. Ξέρεις τι είναι ο ταβλάς; Ο ταβλάς είναι ο δίσκος που τον βάζουνε μ’ ένα λουρί στον λαιμό τους και κάνουν βόλτα στους σταθμούς των τρένων, στους σταθμούς των λεωφορείων, στον δρόμο. Το βάζουν σ’ ένα τραπεζάκι επάνω και πουλάνε αυτά που πούλαγε. Αλλά ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος με όραμα. Δεν ήταν ένας απλός πωλητής με ταβλά στο χέρι. Και βρέθηκε στο Λουτράκι. Η γυναίκα του από την Περαχώρα με προίκα στην περιοχή, και σε οικόπεδο δικό της αρχίζει και φτιάχνει το πρώτο εργαστήριο. Το εργαστήριο ήταν… Ξεκίνησε και έγινε εργοστάσιο μετά, εργοστάσιο, εκεί που είναι τώρα ο Γαλαξίας, μπαίνοντας στο Λουτράκι, δίπλα από την Τράπεζα Πειραιώς. Όλος ο Γαλαξίας, να καταλάβεις, ήταν το εργοστάσιο. Όλος! Ξεκινήσανε, λοιπόν, να πουλάνε τα βασικά: μπακλαβά, Κοπεγχάγη. Κοπεγχάγη είναι κλασικό παλιό γλυκό που δεν πολυκυκλοφορεί τώρα, αλλά είναι πάρα πολύ ωραίο. Νουγκατίνες, σοκολατίνες, τα πολύ κλασικά. Αλλά και ο πατέρας μου και ο Ταμπόσης είχανε όραμα και άρχιζαν και βάζανε κι άλλα πράγματα. Η γκάμα είχε γίνει τεράστια. Από λουκούμια, αμυγδαλωτά, αυτά που λέμε τους μπακλαβάδες και τα έτσι, και μετά περάσαμε στις πάστες που λέμε, νουγκατίνες, σοκολατίνες. Είχε φτιάξει μια που τη λέγανε κασετίνα, η οποία είχε αφήσει εποχή στην περιοχή. Την είχε φέρει ο πατέρας μου σαν ιδέα. Δηλαδή κάπου την είχε δει, κάπου την είχε αντιγράψει, κάπου. Δεν ξέρω να πω την αλήθεια, αλλά ήτανε απίστευτο γλυκό. Απίστευτο! Έβαζε και λίγο λικέρ μέσα και ήτανε θεϊκό, και άλλα πολλά βέβαια, έτσι; Τώρα δε θυμάμαι όλη τη βιτρίνα. Πρέπει να τη φέρω στη… Μπορούμε να πάμε μέσα και να δούμε. Κι αρχίζει αυτό το πράγμα να παίρνει διαστάσεις, θετικές βέβαια. Δούλευε κόσμος το καλοκαίρι που ερχότανε απ’ όλη τη Βόχα που τη λέμε εμείς, Βόχα. Την ξέρεις και εσύ. Από Κιάτο, από Βραχάτι, από τα Ίσθμια από το Καλαμάκι. Καλά, από το Λουτράκι, από την Περαχώρα.
Ωραία, πάρα πολύ ωραία
Πολύς κόσμος. Σαν παιδάκι, πήγαινα και εγώ να δω τι κάνει ο μπαμπάς μου. Και έβλεπα εκείνους τους μεγάλους κουβάδες, μεγάλα βαρέλια που είχαν τις αυτόματες μηχανές και ανακατεύανε τα αλεύρια με τα βούτυρα και τα έτσι. Αλλά για μένα ήταν τεράστια στα μάτια μου. Τώρα άμα τα βλέπω, δεν είναι τεράστια. Αλλά τότε ήταν τεράστια. Και επειδή ο Ταμπόσης είχε αυτό το όραμα το ειλικρινές, αυτό που θέλει να πουλάει στον κόσμο πράγματα τα οποία να είναι τα καλύτερα δυνατόν, αγόραζε τα καλύτερα πρώτα, τις καλύτερες πρώτες ύλες. Αυγά από κοτέτσια της περιοχής, γάλα από τις στάνες της περιοχής. Γιαούρτια ή οτιδήποτε χρειαζότανε[00:15:00], βούτυρα, όχι βούτυρα γάλακτος, πραγματικά να μοσχοβολάνε. Δηλαδή να φτιάχνεις γλυκό και να μυρίζει το βούτυρο πάνω απ’ τα γλυκά. Και ο πατέρας μου πάντα έλεγε: «Δεν είμαι εγώ ο μάστορας! Μου δίνει καλό υλικό και μπορώ και κάνω καλή δουλειά». Παρεμπιπτόντως τώρα, όταν ήρθε η Άννα Μαρία… Εν τω μεταξύ, ο πατέρας μου έκανε και δημιουργούσε και γλυκά. Δημιούργησε τη Λαΐδα, που δεν υπάρχει Λαΐδα σ’ άλλη περιοχή της Ελλάδας. Είναι ένα, πώς το λένε, γλυκό που είναι σφολιάτα με καρύδια ή αμύγδαλα, όπως είναι ο μπακλαβάς. Αλλά ο μπακλαβάς είναι με φύλλο, αυτό είναι με σφολιάτα. Έφτιαχνε κάποιες κάτι τυρόπιτες, τυρόπιτες κλασικές, οι οποίες ήτανε το απαύγασμα. Τις έτρωγες και έλιωνες. Δηλαδή απίστευτο! Γιατί; Γιατί ήταν η ποιότητα καταπληκτική των υλικών. Και βέβαια ο πατέρας μου είχε και την τέχνη να την κάνει καλή. Και συν τω χρόνω, επειδή ξεκίνησε το μαγαζί που είμαστε και λέγεται τώρα «Παπαδάκης»… Ο Παπαδάκης ήταν υπάλληλος τότε στο Καζινό και, όταν έκλεισε το Καζινό πλέον σαν επιχείρηση, το πήρε και το «τρέχει» με την ίδια περίπου, με το ίδιο περίπου σκεπτικό. Γλυκά, γλυκά του κουταλιού. Όλη την γκάμα. Είχαν και γλυκά του κουταλιού στο Καζινό. Αυτά δεν τα επόπτευε ο πατέρας μου. Δηλαδή τα λουκούμια ήταν ανεξάρτητο τμήμα μέσα στο εργοστάσιο και τα γλυκά του κουταλιού ήταν ένα άλλο τμήμα ανεξάρτητο. Βέβαια, ήξερε να τα κάνει και να τα φτιάχνει, αλλά επειδή είχε τόση δουλειά από τα υπόλοιπα, δε χρειαζότανε. Επόπτευε, λοιπόν, τα γλυκά τα υπόλοιπα και συν τω χρόνω βάλανε και δυο-τρία πιάτα φαγητού. Είχαν ένα παστίτσιο, είχανε μια τυρόπιτα, τυρόπιτα ταψιού, πατάτες του φούρνου. Έτσι σκέτες, πατάτες του φούρνου, άλλα ήτανε υπέροχα. Υπέροχα! Ερχόντουσαν και παίρνανε τις συνταγές, σου λέω. Ερχόντουσαν και παίρνανε τις συνταγές από τον πατέρα μου οι κυρίες. Και δεν τους βγαίνανε, δεν τους βγαίνανε οι συνταγές. Γιατί ο πατέρας μου έλεγε: «Βρε παιδιά, δεν είναι μόνο η συνταγή. Είναι και η εμπειρία μου. Δηλαδή δεν μπορώ να σου πω ακριβώς πότε να σβήσεις τη φωτιά. Σε ποιο σημείο θα δέσει η σάλτσα, σε ποιο σημείο θα δέσει η κρέμα, η σαντιγί, το ένα, το άλλο». Αυτά ήτανε από την εμπειρία του και την αγάπη του για αυτό που έκανε. Είχε τεράστια αγάπη. Μας έλεγε, βέβαια, και ήταν η αρχή του αυτό: «Κάντε ό,τι θέλετε στη ζωή σας, αρκεί να το κάνετε τέλεια». Κι έτσι το έκανε και αυτός. Δηλαδή, αν τον ρώταγαν μικρό παιδί αυτόν: «Τι θα γινόσουν άμα μεγαλώσεις;», δεν πιστεύω να έλεγε ζαχαροπλάστης. Ούτε καν ήξερε. Αλλά εκεί τον έριξε η ζωή και η μοίρα, και το έκανε το καλύτερο δυνατόν. Πραγματικά, το καλύτερο δυνατό. Βέβαια, Χριστούγεννα και Πάσχα δεν τον βλέπαμε στο σπίτι. Ξενύχταγε. Και φτιάξαμε σπίτι κοντά στο εργοστάσιο, γιατί πήγαινε με τα πόδια και ερχότανε για να παρακολουθεί τα ζυμάρια που φούσκωναν για τα τσουρέκια και τις βασιλόπιτες την Πρωτοχρονιά. Ήταν από πάνω. Από πάνω! Και έλεγε και αυτό, ότι: «Από μόνο του δεν μπορεί να “τρέξει” τίποτα. Πρέπει να είσαι από πάνω». Πήγαινε, έλεγε στον… Το είχα δει, δηλαδή, να συμβαίνει. Πήγαινα και καθόμουνα και χάζευα τον πατέρα μου μες στη δουλειά. Ήτανε νεαρά παιδιά, τους έλεγε: «Πάρε δυο τσουβάλια αλεύρι και ρίξ’ τα στο μεγάλο το μίξερ». Και ενός έφυγε μέσα και ο σπάγκος από το τσουβάλι και το πήρε χαμπάρι ο πατέρας μου και το τράβηξε έξω. Θέλω να πω ήταν από πάνω, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του. Τους μάθαινε, τους επόπτευε για να έχουνε τελικό καλό αποτέλεσμα. Δεν μπορείς να έχεις τελικό αποτέλεσμα, αν δεν είσαι από πάνω, αν δεν είσαι εκεί[00:20:00]. Το Καζινό μεγάλωνε. Ήταν η πρώτη επιχείρηση που τύλιξε γλυκά σε χαρτί. Δεν υπήρχε αυτό. Οι μπακλαβάδες και τα αυτά ήταν στα ταψιά. Τα παίρναμε με το –πώς το λέμε;–, με τη σπάτουλα και τα βάζαμε σ’ ένα κουτί και τα τρώγαμε. Αποφάσισαν, λοιπόν, να τα τυλίξουν και για λόγους υγιεινής, γιατί να μην είναι εκτεθειμένα –μύγες, σκόνες οτιδήποτε– και γιατί έτσι μπόρεσαν και τα κάνανε εξαγωγές. Τα τυλιχτά φεύγανε και πηγαίνανε Νέα Υόρκη και Αυστραλία, στους Έλληνες εκεί, αλλά και στους ξένους, βέβαια, που ήθελαν να φάνε ένα τέτοιου τύπου γλυκό έτσι, γιατί εμείς έχουμε μια ιδιαίτερη, είναι λίγο ανατολίτικη αυτό που έρχεται στα τυλιχτά μας. Μπακλαβάδες και Κοπεγχάγες και αυτά. Αλλά γινόντουσαν κι άλλα πράγματα, εν τω μεταξύ. Και κάνανε εξαγωγές. Το πρώτο ζαχαροπλαστείο που κάνει εξαγωγές γλυκά. Δηλαδή μιλάμε για εποχή ’70. Πάρα πολύ πρωτοποριακό. Και βέβαια, όλα αυτά τα γλυκά, εκτός από τις πάστες που ήταν στο ψυγείο μέσα, όλα τα γλυκά ήταν τυλιγμένα και ήταν μέσα σε βιτρίνες. Δεν υπήρχε τίποτα χωρίς τύλιγμα. Όπως είπα, για λόγους και υγιεινής και για οτιδήποτε. Αλλά αυτό σήμαινε ένα ολόκληρο τμήμα στο εργοστάσιο που το λέγανε αμπαλάζ, που καθόντουσαν οι γυναίκες, παίρνανε ένα-ένα γλυκό και το τυλίγανε. Έτσι και εδώ δεν το τυλίγανε σ’ ένα χαρτί. Το τυλίγανε σε χρυσόχαρτο και σε μερικά που είχαν και πολλά σιρόπια, βάζανε και ένα είδος σαν λαδόκολλα, μαλακιά. Πρώτα βάζανε χρυσόχαρτο και από πάνω βάζανε τη ζελατίνα, το σελοφάν, το οποίο είχε τη φίρμα και έχει και το όνομα του γλυκού. Όταν θα ερχότανε η Άννα-Μαρία στην Ελλάδα, ενώ δεν ήτανε άνθρωπος βασιλικός, ας το πούμε έτσι, όμως παρακολουθούσε την επικαιρότητα… Θα ερχόταν, λοιπόν, η Άννα-Μαρία, είχανε πει που είναι όμορφη, που είναι μικρή, που είναι χαριτωμένη, που είναι έτσι, που είναι αλλιώς. Και εμπνέεται και φτιάχνει ένα γλυκό και το ονομάζει «Άννα-Μαρία». Και το λανσάρουνε την εποχή που ήρθε η Άννα-Μαρία ως αρραβωνιαστικιά του Κωνσταντίνου, του συγχωρεμένου πλέον, στην Ελλάδα. Μάλιστα, πέρασε και από τον Ισθμό, όταν ερχότανε. Γιατί ήρθε με μια θαλαμηγό και πέρασε από τον Ισθμό για να πάει προς Πειραιά, και πήγαμε στον Ισθμό και στην Ποσειδωνία, που λέμε, και τη χαιρετάγαμε κιόλας. Και φτιάχνει ένα γλυκό, επειδή εμπνεόταν από το αντικείμενο, και είναι με μπισκότο πολυτελείας, που το δάγκωνες και έλιωνε στο στόμα σου, από το βούτυρο και από την ομορφιά του. Και μέσα είχε μικρά-μικρά κομματάκια από φρουί γλασέ. Τα φρουί γλασέ είναι αυτά τα φρούτα που τα βάζουνε σε ασβέστη και τέτοια τέλος πάντων και τα κάνουνε και συντηρούνται. Φρούτα που συντηρούνται, να το πούμε έτσι. Φρουί γλασέ στα γαλλικά. Και βάζει κομματάκια-κομματάκια από διάφορα: σύκα, πορτοκάλια, περγαμόντα, τα πάντα. Το τυλίγει σε ένα χρυσόχαρτο θυμάμαι. Το θυμάμαι ακόμη. Είναι μεγαλούτσικο. Τόσο. Κι από απέξω κόκκινο χρώμα η ζελατίνα και γράφουν «Άννα-Μαρία». Μας ρωτάγανε όλοι τι είναι αυτό το γλυκό και λέγαμε: «Προς τιμή της βασίλισσάς μας». Δηλαδή ήτανε και τέτοιο πράγμα. Πώς να σ’ το πω; Μάρκετινγκ στο ύψιστο επίπεδο για μένα. Γιατί εγώ έχω σπουδάσει μάρκετινγκ. Αυτό ήταν μάρκετινγκ στο ύψος το επίπεδο! Τη Λαΐδα, που σου είπα, και τη Φρύνη που έχει φτιάξει, είναι οι δύο εταίρες της Κορινθίας, της Κορίνθου. Εμπνεύστηκε από εκεί και έφτιαξε γλυκό γι’ αυτές. Γιατί είπε: «Δεν μπορεί να μην έχουμε γλυκό με το όνομά τους. Αυτές ήταν σπουδαίες». Ένας άνθρωπος του Δημοτικού! Το τονίζω. Ούτε καν μορφωμένος. Αλλά ήταν πολύ κοινωνικά μορφω[00:25:00]μένος. Πολύ κοινωνικά μορφωμένος. Το Καζινό, λοιπόν, αναπτύσσεται. Όταν εγώ ήμουνα Πέμπτη Δημοτικού προς Έκτη Δημοτικού. του λέω: «Θέλω να δουλέψω, μπαμπά». Τα καλοκαίρια εμείς εδώ πέρα στο Λουτράκι τα παιδιά ψιλοδουλεύαμε. Τα αγόρια ήταν βοηθοί σερβιτόρων, διάφορα. «Πού θες να δουλέψεις, παιδί μου;». «Θέλω να πάω στο κεντρικό. Το Α», το λέγαμε Α αυτό, «να πουλάω γλυκά». Το λέει στον Ταμπόση. Λέει ο Ταμπόσης: «Βεβαίως και να έρθει». Ήμουνα 11,5 χρονών, πήγαινα από Πέμπτη σε Έκτη Δημοτικού. Πίσω από τις βιτρίνες έβγαινε μόνο το κεφάλι μου. Ερχόταν ο κόσμος και έλεγα: «Παρακαλώ!». Μου έλεγε: «Μα εσείς θα μας πουλήσετε;». «Ναι, αμέ, πείτε μου». Τότε δεν είχαμε κομπιουτεράκια και τέτοια. Όλα γινόταν με το χέρι. Θέλανε, ξέρω γω, μισό κιλό μπακλαβαδάκια, έπρεπε να υπολογίσεις πόσο κάνει το μισό κιλό μπακλαβαδάκια. Πόσο κάνει το 1/4 λουκούμια. Πόσο κάνει το έτσι, πόσο κάνει αυτό και αυτό, και αυτό, και αυτό. Και κάναμε πρόσθεση, κάναμε πολλαπλασιασμούς. Δε με εμπιστευόντουσαν, αλλά εγώ ήμουν καλή μαθήτρια κιόλας και τα έφερνα βόλτα. Τώρα εδώ θα κάνω μια παρένθεση και θα πω ότι αυτή η επαφή μου με συναδέλφους, με πελάτες, με προϊσταμένους με έφερε στη ζωή σαν να είχα περπατήσει στα πεζοδρόμια. Η εμπειρία που απέκτησα με τον τρόπο που τους μίλαγα, με το πώς έπρεπε να συμπεριφέρομαι στους συναδέλφους μου, που ήτανε κοπελίτσες –εγώ ήμουνα 11, οι κοπελίτσες ήταν με 16, 17, 18 που πουλάγαμε–, αυτό με «έχτισε» σαν άνθρωπο, σαν προσωπικότητα. Να θέλω να περνάει ο απέναντί μου καλά, να είναι ευχαριστημένος, να του δίνω ό,τι το καλύτερο μπορώ. Ήταν μέσα στην εξυπηρέτησή μας, ήταν η εξυπηρέτησή μας αυτή. Τι θέλανε; Θέλανε σε ένα κουτί διαφορετικά πράγματα που στοίχιζαν και διαφορετικά το κιλό; Κανένα πρόβλημα. Τα βάζαμε δυο-δυο σε ζυγαριά, τα ζυγίζαμε, βάζαμε την τιμή δίπλα και κάναμε πρόσθεση και το κουτί έκανε τόσο, ας πούμε. Και για να τελειώσω αυτό, δούλεψα όλα τα καλοκαίρια μέχρι που τελείωσα Γυμνάσιο και Λύκειο. Δυο μήνες το καλοκαίρι ήμουνα εδώ σε εξάωρη βάση, όχι οκτάωρη, γιατί ήμουνα παιδί. Αλλά να πω ότι ακόμα ο Ταμπόσης μάς κόλλαγε ένσημα. Και τα Χριστούγεννα παίρναμε και δώρο, μέρος των χρημάτων που είχαμε δουλέψει. Για ένα παιδί στην επαρχία, 13-14 χρονών, από μια οικογένεια, η δική μας δεν ήταν πλούσια, ίσα που τα φέρναμε βόλτα, ας πούμε, με τον πατέρα μου, με τον μισθό του πατέρα μου. Δε δούλευε η μητέρα μου και χτίζαμε και σπίτι τότε. Δηλαδή είπανε να προχωρήσουμε σαν οικογένεια. Το να παίρνω χρήμα τα Χριστούγεννα και το μισό το Πάσχα ήτανε από τον Θεό φερμένο. Για να μην πω το τελευταίο, ότι εκείνα τα έξι καλοκαίρια επί δύο μήνες, μας κάνει έναν χρόνο, δώδεκα μήνες. Αυτοί οι δώδεκα μήνες ένσημα με έβγαλαν στη σύνταξη. Γιατί είχα τα ένσημα, δεν είχα την ηλικία. Είχα την ηλικία, δεν είχα τα ένσημα όταν πια έγινα μεγάλη. Αυτά, όμως, τα 1.000, συγγνώμη, αυτά, τα πώς τα λένε, τα ένσημα από αυτά τα έξι καλοκαίρια με βοήθησαν και δε χρειαζόταν να έχω την ηλικία. Είχα τα ένσημα. Γι’ αυτό πηγαίνω και του ανάβω το καντήλι, όχι μόνο του πατέρα μου στο νεκροταφείο, αλλά και του Ταμπόση. Για μας είναι ο ήρωας της περιοχής, είναι ο άνθρωπος που μας έβγαλε από τη μιζέρια, που μας άνοιξε τα μάτια, μας έδωσε οραματισμούς. Το πώς αυτός από έναν ταβλά έκανε αυτή την επιχείρηση. Ο καθένας μπορεί να κάνει τα πάντα, τα πάντα. Αυτό [00:30:00]το κατάστημα, λοιπόν, το καλοκαίρι απασχολούσε μόνο για τα γλυκά, τα τυλιχτά, για τις βιτρίνες από τη μία πλευρά που ήταν, και από απέναντι ήταν τα ψυγεία με τα παγωτά, με τις πάστες και με τα τέτοια, μόνο η μία πλευρά απασχολούσε οχτώ γυναίκες συγχρόνως. Οχτώ υπαλλήλους συγχρόνως. Το κατάστημα είναι 400 τετραγωνικά, πόσο είναι περίπου μέσα. Αυτό να φαντάζεσαι τον κόσμο να σπρώχνεται, να περνάει ένας από τον άλλον για να μπει μέσα, για να βγει, για να ψωνίσει. Ήτανε η Ακρόπολη, ο Παρθενώνας του Λουτρακίου. «Πήγες Λουτράκι; Πήγες στο Καζινό; Ψώνισες από το Καζινό; Μου ’φερες λίγα γλυκά από το Καζινό;». Ήτανε το καλύτερο, υποτίθεται, ενθύμιο από το Καζινό, από το Λουτράκι. Το καλύτερο. Μετά ανοίγει κατάστημα δίπλα στο ξενοδοχείο Μον Ρεπό. Είναι περίπου απέναντι από τα Spa. Εκεί ήταν το Β. Εδώ ήταν το Α το κατάστημα, εκεί ήταν το Β. Λοιπόν, ανοίγει δεύτερο εκεί, γιατί; Το Λουτράκι, το αριστοκρατικό του μέρος ήταν μετά τα Spa. Ακόμα το λέμε Κολωνάκι, από το Κολωνάκι της Αθήνας. Είχε τα πιο ωραία ξενοδοχεία, είχε τον κινηματογράφο «Ηλέκτρα» που ακόμα υπάρχει, που είναι καλοκαιρινός. Τον χειμώνα ήταν χειμωνιάτικος, αλλά με τους σεισμούς του ’81 έπεσε το χειμωνιάτικο και έμεινε μόνο ο καλοκαιρινός. Και εκεί, λοιπόν, ανοίγει το δεύτερο. Και βέβαια υπάρχει μια ιστορία. Στο Μον Ρεπό στεγάστηκε το πρώτο καζίνο. Καζίνο, όχι Καζινό. Το πρώτο καζίνο του Λουτρακίου. Το Λουτράκι είχε άδεια για καζίνο, προπολεμικά όπως λέμε, το ’35-’34. Και εδώ ερχόντουσαν Άραβες με κελεμπίες και περπατούσαν στην παραλία και πηγαίναν και παίζανε στο καζίνο. Ο κόσμος πιστεύει ότι το όνομα «Καζινό» είναι από το καζίνο. Δεν είναι καζίνο, είναι Καζινό. Η επιχείρηση είναι «Καζινό». Το καζίνο είναι καζίνο. Έκλεισε αυτό το καζίνο μετά τον πόλεμο και, επειδή είχαμε αυτή την άδεια, ο τότε δήμαρχος του Λουτρακίου, πριν τριάντα χρόνια περίπου, είκοσι πέντε, ζήτησε από το Υπουργείο Πολιτισμού, δεν ξέρω πού υπάγονται αυτά, να μας ανανεώσει την άδεια και πήραμε το καζίνο το τώρα, που είναι στο Λουτράκι. Υπάρχει, δηλαδή, μια ιστορία στο καζίνο του Λουτρακίου. Εμείς μιλάμε για το Καζινό, όμως, που έχει τα γλυκά. Ο πατέρας μου μέσα απ’ όλα αυτά τα χρόνια, που δούλευε με τόσο κόσμο, πολλά παιδιά ήταν μεγαλούτσικα, για να κάνουνε και μια δική τους δουλειά. Και υπάρχουνε τρία μαγαζιά στο Λουτράκι που ήτανε τα δεξιά χέρια του πατέρα μου, ας πούμε. Είναι το «Αλκυoνίς», είναι αυτός που βγάζει τα γλυκά «Καλυψώ», και τα γράφει σαν Καζινό. Ο οποίος Γιώργος, καλή του ώρα, αυτός έχει συνταγές του πατέρα μου. Γιατί τα γλυκά που φτιάχνει μου μυρίζουν πατέρα. Όταν μπαίνω στο εργαστήριό του, που είναι εκτός Λουτρακίου, όταν μπαίνω στο εργαστήριό του, μυρίζει τον μπαμπά μου. Έτσι θα μύριζε ο μπαμπάς μου. Και κάνει εξαιρετική δουλειά. Το θέμα είναι ότι, αν θα φύγει και αυτός, ποιος θα είναι ο επόμενος; Του έχω πει: «Παιδιά έχεις να το πάρουνε, να το συνεχίσουνε;». Γιατί οι άλλοι που ανοίξανε κάνουν καλή δουλειά, αλλά έχουν λίγο διαφοροποιηθεί απ’ αυτά που είχανε μάθει, θα έλεγα. Φτιάχνουν λαϊδάκια, φτιάχνουν φρυνάκια, φτιάχνουνε μελοκάρυδα. Τα μελοκάρυδα δεν υπήρχαν. Ξέραμε τα μαντολάτα, τα μελοκάρυδα ήτανε εδώ πέρα της περιοχής πράγματα. Λοιπόν, τα κάνουνε, αλλά δεν έχουν, βρε παιδί μου, εκείνο το κατιτίς που είχε το γλυκό του Καζινό. Είχε το κατιτίς! Ήτανε προσεγμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ανοίγει κατάστημα στον Ισθμό της Κορίνθου, ένα μικρό. Γιατί σταμάταγαν πούλμαν και ψωνίζανε και τρώγανε σουβλάκια και τέτοια. Γιατί ήτανε εμπορικό το σημείο. Και ανοίγει μετά ένα τεράστιο, το Δ το λεγόμενο. Ήταν Άλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα, που ήτανε αφού πέρναγες τον Ισθμό. Το ένα ήταν πριν από τον Ισθμό και το άλλο ήταν αφού πέρναγες τον Ισθμό. Υπάρχει ακόμα το κουφάρι του[00:35:00]. Ένα τεράστιο μαγαζί, τεράστιο μαγαζί που, πώς να σ’ το πω τώρα, με τι να το παρομοιάσω; Δεν έχω κάτι που να το συγκρίνω, τεράστιο, και είχε τα γλυκά, τα παγωτά, τα φαγητά, τα πάντα. Δηλαδή όπως ήταν εδώ, ήταν κι εκεί. Και μάλιστα, ένα Πάσχα, για να βγάλω τα λεφτά για να πάω στην εκδρομή τη σχολική, δούλεψα σε εκείνο το κατάστημα. Αλλά ήταν άλλου μεγέθους εκείνο το κατάστημα. Τεράστιο, τεράστιο.
Ενότητα 3
Οι αναμνήσεις της αφηγήτριας από τον πατέρα της και το στίγμα που εκείνος άφησε στη ζαχαροπλαστική του Λουτρακίου
00:35:39 - 00:46:50
Τι στολή φόραγε ο πατέρας σας;
Α, είχε ειδική στολή. Ήταν από ένα ύφασμα σαν ντρίλινο. Ήταν χειμωνιάτικο και καλοκαιρινό. Και ήτανε με ρίγες λευκές και λίγο γκρίζες τα παντελόνια του. Το σακάκι του ήταν λευκό με διπλά κουμπιά, όπως φορούν οι σεφ. Και φόραγε πάντα καπέλο ψηλό σαν του σεφ. Αυτή ήταν η στολή του. Δεν υπάρχουν πια αυτά τα πράγματα. Έχουν λιώσει, να πω την αλήθεια. Και δεν κρατήσαμε και πράγματα. Όταν τα έχεις μέσα στο σπίτι σου όλη μέρα, δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα μπορούσανε να χρειαστούν μια μέρα. Να πω ακόμα ότι το Καζινό, ο Ταμπόσης, ήταν πολύ προοδευτικός. Πηγαίναμε εκδρομές όλοι οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους. Μας έκανε κάθε Απόκριες και Πρωτοχρονιά, εδώ στο μεγάλο κατάστημα μαζευόντουσαν όλοι και μας έκανε γιορτή. Έβαζε τέσσερα-πέντα φλουριά, ας το πούμε έτσι, σε μεγάλες λαμαρίνες με τη βασιλόπιτα και έδινε χρήματα στους τυχερούς. Αυτά, δηλαδή, που σήμερα τα διδάσκονται, κατά κάποιον τρόπο, αυτοί που είναι προσωπάρχες, αυτός τα έκανε από μόνος του. Ο Ταμπόσης τα έκανε από μόνος του. Και, βέβαια, ο πατέρας μου, ο αρχιλογιστής του, κόβανε τις πίτες. Ξέρεις, λόγω ιεραρχίας και λοιπά, και λοιπά.
Το δικό σας αγαπημένο γλυκό θέλω να μου πείτε.
Η κασετίνα, η κασετίνα από τις πάστες. Και όλα τα τρώω, γι’ αυτό είμαι χοντρή! Όλα τα τρώω. Δεν μπορώ να διαλέξω, ειλικρινά. Μελοκάρυδο, τον μπακλαβά. Καταπληκτικός, καταπληκτικός.
Σας έφερνε στο σπίτι ο πατέρας σας;
Όχι. Όχι δεν έφερνε μόνο, αλλά εγώ ως παιδάκι που πήγαινα να τον δω στο εργοστάσιο, ήμουνα 7-8 χρονών περίπου, και καθόμουνα πίσω από τον πάγκο, είχε ένα μαρμάρινο μεγάλο τραπέζι, ήταν ο πάγκος που δούλευε πάνω… Θυμήθηκα τώρα και κάτι άλλα πράγματα. Πίσω είχε κάτι τενεκέδες, ξέρεις, που είχε τα πράγματα, και με έβαζε και καθόμουνα εκεί πέρα. Παιδάκι ήμουν. Μου φέρνανε οι άλλοι υπάλληλοι λίγο γλυκό να φάω. Ξέρεις, όπως καθαρίζανε τις πάστες, τις κόβανε, μου φέρνανε τα κομματάκια. Ο πατέρας μου έλεγε: «Όχι, όχι μην το κάνετε αυτό. Φάτε τα εσείς». Σ’ εμένα έφερνε και έτρωγα βάφλα. Ξέρεις τι είναι η βάφλα; Όχι αυτή που τρώμε ώρα. Αυτό που έχει το μαντολάτο απέξω. Μου έδινε τέτοια κι έτρωγα για να μην του πει κανένας ότι φέρνει το παιδί του εδώ και το ταΐζει. Δοκίμαζε τα βούτυρα και τα έφτυνε για να μην του πούνε ότι έτρωγε. Δεν έφερνε τίποτα. Έλεγε: «Πηγαίντε κάτω στο μαγαζί και αγοράστε! Εκεί είναι όλα, εγώ τα έχω κάνει». Τίποτα. Μια φορά, όταν δούλευα εδώ το καλοκαίρι, έφτιαχνε καταπληκτικές τούρτες, για συγκεκριμένα γεγονότα. Και έρχεται μια φορά από τη Σχολή Μηχανικού που έχουμε εδώ στο Λουτράκι δυο-τρεις αξιωματικοί και μας λένε, σαν υπάλληλοι που ήμασταν: «Θέλουμε να παραγγείλουμε μια τούρτα[00:40:00] για έναν συνάδελφο ο οποίος φεύγει», κάτι τέτοιο. Εδώ η Σχολή Μηχανικού έχουν μπουλντόζες, έχουν βαριά μηχανήματα, δηλαδή, που φτιάχνουν γέφυρες, που φτιάχνουν δρόμους. Και μας λένε: «Πώς μπορούμε να έχουμε ένα θεματικό επάνω στο τέτοιο;». Και πετάχτηκα, θυμάμαι, και τους λέω: «Μη σας νοιάζει! Θα το κάνει. Ο πατέρας μου είναι και θα το κάνει». Έφτιαξε τούρτα με τρισδιάστατο αυτό που ανοίγουν δρόμους, που έχει ερπύστριες και γυρίζει. Έφτιαξε τις ερπύστριες! Από ειδικά, όχι από υλικά ψεύτικα, τρωγόντουσαν όλα. Ήτανε… Γιατί δεν υπήρχαν τότε αυτά που έχουμε τώρα. Τότε, λοιπόν, έφτιαχνε από σοκολάτα, ας πούμε, υγείας, η οποία όταν παγώνει γίνεται σκληρή, και έφτιαχνε πραγματάκια μικρά, μεγάλα, καραμέλες. Έφτιαχνε καραμέλα και τα έφτιαχνε. Και όταν ήρθανε να την πάρουνε την τούρτα και ανοίξαμε το κουτί να τη δούνε, κόντεψαν να λιποθυμήσουν οι άνθρωποι. Ήτανε έργο τέχνης! Έργο τέχνης. Μια άλλη φορά, αρραβωνιάστηκε η κόρη ενός γιατρού που είχαμε εδώ, του Γεωργίου. Χρόνια πολλά τώρα, έχει συγχωρεθεί ο άνθρωπος. Ήρθε, λοιπόν, ο πατέρας και η μάνα στον πατέρα μου, λέει: «Θέλουμε κάτι ιδιαίτερο για το παιδί που αρραβωνιάζεται». Λέει ο πατέρας μου: «Μη σας νοιάζει, το ’χω!». Και φτιάχνει παστάκια όσο μισό τηλέφωνο, ας το πούμε έτσι, για να καταλάβει κανείς. Μέσα ήταν σοκολατένια, απ’ έξω είχανε ροζ κάλυμμα και απάνω είχε δύο πουλάκια που φιλιόντουσαν στο στόμα και κρατάγανε και βέρες στο στόμα τους. Μιλάμε για λεπτοδουλειά. Μιλάμε για απίστευτα πράγματα. Απίστευτα! Είχε πεθάνει ο δεσπότης στην Κόρινθο. Και ήρθανε στο Καζινό και του είπανε: «Θέλουμε τον δίσκο για το για τα σαράντα του δεσπότη, και θέλουμε να είναι ανάλογο του κύρους του». Ήρθε σπίτι λοιπόν: «Παιδιά, δώστε μου βιβλίο να ανοίξουμε να δούμε πώς είναι η ποιμαντορική ράβδος επάνω». Ξέρεις, που κάνει ένα φίδι και γυρίζει. Είχαμε την εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος». Δεν είχαμε τότε Google να γκουγκλάρουμε! Βρίσκουμε, λοιπόν, πώς είναι η ποιμαντορική ράβδος και φτιάχνει ποιμαντορική ράβδο τρισδιάστατη επάνω στον δίσκο με τα κόλλυβα του μνημοσύνου του δεσπότη. Έχει αφήσει εποχή. Σ’ αυτά που έκανε, έχει αφήσει εποχή. Δεν έχουν ξαναγίνει. Δεν έχουν ξαναγίνει. Αγάπαγε πάρα πολύ αυτό που έκανε! Το αγάπαγε πάρα πολύ. Κάποια στιγμή έρχεται σπίτι και μας λέει: «Άκου να δεις τι ήρθανε σήμερα να μου πουλήσουν!». «Τι, ρε πατέρα;». «Ήρθαν να μου πουλήσουν αυγά σε σκόνη. Αν είναι δυνατόν! Αυγά σε σκόνη; Τρελαθήκανε;». Δε χρησιμοποιούσε τίποτα ψεύτικο, τίποτα δεύτερο. Τίποτα από αυτά που όλα κυκλοφορούν τώρα. Γάλα σε σκόνη, αυγά σε σκόνη, όλα σε σκόνη. Τίποτα. Όλα ήτανε original. Σου λέω, κάνανε δουλειά τα κοτέτσια στο Λουτράκι για να δίνουν αυγά στο Kαζινό. Kάνανε δουλειά οι αυτοί που είχαν τα πρόβατα για να δίνουνε γάλα και βούτυρα στο Kαζινό. Ήταν μια εποχή που, για όσους την ξέρουν, δε θα ξεχαστεί. Για όσους την ξέρουν. Πολλοί, βέβαια, δε θέλουν να τη θυμούνται. Γιατί ο πατέρας μου δεν ήταν ντόπιος, όπως λέμε. Ήτανε ξενόφερτος, ήταν Hπειρώτης. Ασχέτως εάν τον αγαπούσαν σαν άνθρωπο. Δε θέλαν να έχει συνέχεια αυτό το όνομα. Και δεν έχω πει το όνομά του ακόμα, έτσι; Είναι ο Φώτης. Κοινώς, μαστρο-Φώτης. Και εγώ είμαι η κόρη του. Η κόρη του μαστρο-Φώτη. Έτσι κυκλοφορούσαμε και έτσι κυκλοφορούμε. Και ήτανε τόσο δίκαιος και τόσο καλός, που[00:45:00] κυκλοφορώ στον δρόμο ακόμα και τώρα, στα 69 μου χρόνια, και έχω το μέτωπό μου ψηλά. Δεν ντρέπομαι κανέναν. Να θυμηθώ τώρα. Στο Περιγιάλι, στο χωριό που είναι έξω από το την Κόρινθο, υπάρχει ένα θέατρο, το θέατρο Περιγιαλίου. Όπου, όταν ήρθα στο Λουτράκι εγώ και ήμουν συνταξιούχος πια, ήθελα να ασχοληθώ με κάτι. Κι επειδή μου άρεσε το θέατρο, είπα να ασχοληθώ με θέατρο. Μου συστήνουν, λοιπόν, την κυρία και πάω να τη δω από κοντά. Κυρία Πολυξένη ή Πόλυ, το πιο καλλιτεχνικό της. Πάω, λοιπόν, μου λέει: «Από πού είσαι εσύ;». Λέω: «Από το Λουτράκι». «Ποιου», μου λέει, «είσαι εσύ;». Λέω: «Δεν ξέρω αν θα ξέρεις. Ο πατέρας μου ήταν ο αρχιμάστορας στο Καζινό, ο μαστρο-Φώτης». Και πέφτει στα γόνατα και μου φιλάει τα χέρια. Της λέω: «Κορίτσι μου, σήκω πάνω, δεν είμαι εγώ ο μαστρο-Φώτης, εγώ είμαι η κόρη του. Σήκω πάνω», της λέω, «Τι κάνεις εκεί;». Μου λέει: «Δεν έχεις ιδέα. Σαν παιδιά του μας είχε όλους. Δουλεύαμε κοντά του και μας είχε σαν παιδιά του. Τι μου λες τώρα», μου λέει, «Και βρέθηκε», μου λέει, «η κόρη του μπροστά μου;». Δηλαδή το θεωρούσανε… Είχαμε και εμείς από την αίγλη του. Είχαμε και εμείς από αυτά όλα που έκανε, έλεγε, που είχε αφήσει πίσω. Συγκινούμαι!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ που μου έδωσες αυτή την ευκαιρία. Είναι μοναδική ευκαιρία και χαίρομαι που κάνετε αυτή τη δουλειά. Που την κάνετε και μας δίνετε την ευκαιρία κι εμάς να πούμε αυτά που έχουμε ζήσει. Εγώ σας ευχαριστώ.
Πρέπει να μένουν αυτοί οι άνθρωποι στην ιστορία.
Σας ευχαριστώ πολύ, παιδιά. Σας ευχαριστώ.
Περίληψη
Η πιο γλυκιά ιστορία, η ιστορία των αξέχαστων γλυκών Καζινό στο Λουτράκι. Τα πρώτα τυλιχτά γλυκά που φτιάχτηκαν στην Ελλάδα και επίσης τα πρώτα γλυκά τα οποία η χώρα έκανε εξαγωγή στο εξωτερικό. Γεύσεις, μυρωδιές και συνταγές απευθείας από το εργαστήριο του αρχιμάστορα Φώτη, όπως τις θυμάται όλες η κόρη του, Ευαγγελία Παπακωνσταντίνου. Μια συνέντευξη για τα γλυκά-θρύλος, για τα γλυκά-έμπνευση, τα οποία όσοι τα ξέρουν, δεν πρόκειται να τα ξεχάσουν.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Παπακωνσταντίνου
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μανιά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/03/2023
Διάρκεια
46'
Περίληψη
Η πιο γλυκιά ιστορία, η ιστορία των αξέχαστων γλυκών Καζινό στο Λουτράκι. Τα πρώτα τυλιχτά γλυκά που φτιάχτηκαν στην Ελλάδα και επίσης τα πρώτα γλυκά τα οποία η χώρα έκανε εξαγωγή στο εξωτερικό. Γεύσεις, μυρωδιές και συνταγές απευθείας από το εργαστήριο του αρχιμάστορα Φώτη, όπως τις θυμάται όλες η κόρη του, Ευαγγελία Παπακωνσταντίνου. Μια συνέντευξη για τα γλυκά-θρύλος, για τα γλυκά-έμπνευση, τα οποία όσοι τα ξέρουν, δεν πρόκειται να τα ξεχάσουν.
Αφηγητές/τριες
Ευαγγελία Παπακωνσταντίνου
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μανιά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/03/2023
Διάρκεια
46'