Ιστορίες από την καθημερινή ζωή στα Βάγια Βοιωτίας
Ενότητα 1
Ιστορίες από τα παιδικά χρόνια στα Βάγια
00:00:00 - 00:04:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα σας. Καλημέρα. Τι κάνετε; Καλά. Εσείς; Πολύ καλά. Μπράβο. Όλα καλά; Μια χαρά. Να 'σαι καλά. Πώς ονομάζεστε; Ευσταθία. Πο…είου υπήρχε συσσίτιο που τρώγαμε, και κάθε πρωί έξω υπήρχε καζάνι με γάλα και περνάγαμε με τις κούπες και μας ρίχνανε από μια κουτάλα γάλα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Αναμνήσεις από τις δυσκολίες της καθημερινότητας
00:04:43 - 00:07:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το χωριό ήταν μεγάλο ή αραιοκατοικημένο και υπήρχαν γειτονιές-γειτονιές; Όχι, όχι. Ήτανε μεγάλο. Ήτανε. Δεν ήταν αραιοκατοικημένο, όχι, όχ…–όχι όλη μέρα κρύο νερό όταν έκαιγε ο τόπος, όχι όλη μέρα, έλιωνε γρήγορα– αλλά κάθε μέρα τρέχαμε να πάρουμε τον πάγο. Πω πω. Δύσκολα, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η δουλειά στο εργοστάσιο και έπειτα η εργασία στα χωράφια
00:07:46 - 00:14:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σε ποια ηλικία αρχίσατε να ασχολείστε και εσείς με τα χωράφια; Δεν ήταν η δουλειά μας στο σπίτι. Δεν είχαμε χωράφια πολλά. Δεν δουλεύαμε σ…άλιζα κιόλας. Δεν καθόμουνα. Και μετά μόλις ήταν η ώρα να κάνω αλλαγή, έκανα την αλλαγή και ξανά σκάλο. Ήτανε δύσκολα, παιδιά. Τι να πούμε;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα ήθη και τα έθιμα στα Βάγια
00:14:16 - 00:18:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα θέλατε να μας πείτε κάποια από τα ήθη και τα έθιμα που κάνατε και εσείς στο χωριό; Όταν ερχόντουσαν, περιμέναμε τα Χριστούγεννα, θα σφά…υτό το έθιμο. Ότι γίνεται και σήμερα. Είχε χρόνια τώρα να γίνει, λόγω και του covid και αυτά, δεν ξέρω. Αλλά φέτος έγινε. Ναι, έγινε φέτος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Οι αλλαγές που έχουν γίνει στο χωριό των Βαγίων
00:18:19 - 00:20:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όλα αυτά τα χρόνια τι έχει αλλάξει στα Βάγια; Κοίτα, εμείς δεν υπήρχε ούτε τράπεζα, ούτε ταχυδρομείο, δεν υπήρχαν τέτοια. Τώρα υπήρχανε αλ…ιά δεν μαγειρεύαμε. Μαγειρεύαμε έξω, είχαμε έξω κουζινάκι και μαγειρεύαμε έξω, πότε κόλλαγε το φαγητό, πότε το προλαβαίναμε. Τι άλλο να πω;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Τα αρβανίτικα στην καθημερινότητα
00:20:39 - 00:22:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αλήθεια, εσείς εδώ στο χωριό μιλάτε αρβανίτικα; Πώς δεν μιλάμε αρβανίτικα; Θέλετε να μας πείτε κάτι; Σαν τι; Ό,τι θέλετε εσείς. «Ντο μ…ι, αλλά δεν τα μιλάει. Τα καταλαβαίνει, αλλά δεν τα μιλάει. Τα καταλαβαίνει. Ναι, αυτά. Ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Να είσαι καλά κι εσύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα. Τι κάνετε;
Καλά. Εσείς;
Πολύ καλά. Μπράβο. Όλα καλά;
Μια χαρά.
Να 'σαι καλά.
Πώς ονομάζεστε;
Ευσταθία.
Πολύ ωραία. Εγώ ονομάζομαι Δήμητρα Παπαναγιώτου και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα είναι 4 Μαΐου του 2023 και βρίσκομαι με την κυρία Ευσταθία στα Βάγια Βοιωτίας.
Μάλιστα.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν.
Ωραία.
Αρχικά θα ήθελα να μου πείτε πού γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα στα Βάγια Θηβών. Στα Βάγια μεγάλωσα.
Μάλιστα. Πώς ήτανε, όταν ήσασταν παιδί, εδώ η περιοχή;
Τώρα έχει αλλάξει πολύ βέβαια, αλλά ήτανε δύσκολα χρόνια. Πολύ δύσκολα χρόνια.
Θυμάστε να μας πείτε κάποιες λεπτομέρειες από τα παιδικά σας χρόνια εδώ στο χωριό;
Ήταν δύσκολα, ρε παιδί μου. Και πάλι και στο σχολείο που πηγαίναμε, τρώγαμε πρωινό και τέτοια; Τίποτα. Έτσι πηγαίναμε στο σχολείο. Και τι είχανε οι γονείς μας; Είχανε χρήματα; Δεν είχανε. Μας δίνανε 50 λεπτά της δραχμής. Τι θα παίρναμε; Ηλιόσπορο. Όχι όπως σήμερα τα πρωινά και αυτά. Τίποτα. Ήτανε δύσκολα. Μας αφήνανε μόνοι μας στο σπίτι και πηγαίνανε στη δουλειά όλη μέρα. Το βράδυ που ερχόντουσαν όταν ήμασταν μικρά, πότε μας βρίσκανε στο σπίτι, πότε μας βρίσκανε στις γειτονιές και παίζαμε. Ούτε κλειδώναμε ούτε τίποτα, τέλος πάντων. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια.
Ως παιδί, εδώ στη γειτονιά σας, με τι παιχνίδια παίζατε;
Όχι ότι υπήρχαν και παιχνίδια. Εμείς πιο πολύ παίζαμε ντυνόμασταν, κάναμε τραπέζια, ότι ήμασταν, η μία παντρευότανε δήθεν. Μας δίνανε κάτι λεφτά, μαζεύαμε όλη τη βδομάδα και πηγαίναμε αγοράζαμε –δεν υπήρχαν, δεν παίρναμε γαριδάκια και τέτοια, όχι βέβαια– αλλά αγοράζαμε λίγο σαλάμι, κάτι τέτοια πράγματα και τρώγαμε, κάναμε ότι είχαμε γάμο. Λοιπόν, παιχνίδια μας φτιάχνανε από κονσέρβες, κάτι ταψάκια, κάτι κουτάλια, τέτοια, από κονσέρβες παιχνίδια, δεν είχαμε παιχνίδια. Και τι ήτανε; Υπήρχαν και γλειφιτζούρια με τηγανάκια, με πιατάκια και μ' αυτά παίζαμε.
Θυμάστε κάτι–
Και κούκλες πάνινες. Μας έφτιαχνε μια θεία μου, με πανί, τις γεμίζαμε με πανιά και κάναμε το κεφάλι και όλο το σώμα, και πέρναγε η νυφίτσα και την άρπαζε και έφευγε. Γιατί η νυφίτσα αυτά παίρνει. Ψοφάει το ζώο αυτό. Ναι.
Θυμάστε κάποιες συνήθεις που είχατε ως παιδί εδώ; Καθημερινές.
Συνήθειες… Ε, όταν είχαμε σχολείο, πηγαίναμε σχολείο. Όταν δεν είχαμε σχολείο, μας παίρνανε κοντά στα χωράφια. Όχι κάτι άλλο. Ναι, μας παίρναν κοντά στα χωράφια και εμάς, όταν δεν υπήρχε, όταν δεν είχαμε σχολείο, ας πούμε. Πηγαίναμε στο σχολείο, εντάξει. Αυτά.
Στα χωράφια εργαζόσασταν εκεί;
Όχι, ήμασταν μικρά παιδιά. Παίζαμε εκεί, γυρίζαμε στα χώματα και σ' αυτά. Ψάχναμε για φωλιές που είχανε κάνει τα πουλιά και βρίσκαμε τις φωλιές με τα αυγά και χαρά που είχαμε, τρελαινόμασταν. Είχαμε παιχνίδια και τέτοια; Όχι. Γυρίζαμε το χωράφι. Δεν πηγαίναμε για δουλειά, ήμασταν μικρά εμείς.
Είπατε ότι πηγαίνατε στο σχολείο. Υπήρχε ένα σχολείο στο χωριό;
Ναι. Τα χρόνια τα δικά μου υπήρχε ένα σχολείο. Ένα σχολείο υπήρχε.
Γενικώς ήσασταν πολλά παιδιά στο χωριό;
Ναι, τότε ήμασταν πολλά παιδιά. Μέσα η τάξη μου πόσα παιδιά είχαμε; Ήμασταν πολλοί νομίζω. Μέσα σε μια αίθουσα, ήταν διώροφο το σχολείο, ήμασταν αρκετά παιδιά, όχι όπως σήμερα, που ακούς δέκα παιδιά και δεκατρία. Τότε ήμασταν πολλά παιδιά και είχαμε και συσσίτιο. Το κάτω, στο υπόγειο του σχολείου υπήρχε συσσίτιο που τρώγαμε, και κάθε πρωί έξω υπήρχε καζάνι με γάλα και περνάγαμε με τις κούπες και μας ρίχνανε από μια κουτάλα γάλα.
Το χωριό ήταν μεγάλο ή αραιοκατοικημένο και υπήρχαν γειτονιές-γειτονιές;
Όχι, όχι. Ήτανε μεγάλο. Ήτανε. Δεν ήταν αραιοκατοικημένο, όχι, όχι. Βέβαια τώρα είναι πιο πολλά, εντάξει; Πιο πολλά[00:05:00] σπίτια. Τότε ναι, παλιά σπίτια όμως, ε; Όχι καινούργια. Με πλίθρες και με τέτοια. Και όχι κουζίνες μέσα και πράγματα. Τίποτα. Έξω πλέναμε πιάτα και τέτοια. Ναι.
Ήταν έξω και τα μπάνια;
Και τα μπάνια έξω. Ναι. Και τι μπάνια; Κάτι αποθήκες που πηγαίναμε. Τι ήταν, μπάνιο κανονικό; Σπάνια έβρισκες τέτοια. Πήγαινες σε αποθήκες για τουαλέτα. Είχαμε κότες, είχαμε και τα πρόβατα, αρνάκια, στο σπίτι που μεγαλώναμε. Είχαμε και τέτοια. Έτσι.
Είπατε κάποια στιγμή προηγουμένως ότι ήταν δύσκολα τότε τα χρόνια.
Ναι, ναι, ναι.
Θέλετε να αναφερθείτε σε κάποια συγκεκριμένα περιστατικά;
Είχαμε φτώχεια. Δεν υπήρχανε τόσα, δεν υπήρχανε χρήματα. Γιατί δεν είχανε οι γονείς μας δουλειές. Ήτανε αγρότες. Ζούσαμε με κάτι χωραφάκια που είχαμε, που βάζανε λίγο φακή, τέτοια βάζανε τότε, και με τις ελιές, με το λάδι. Πουλούσαν το λάδι και παίρναμε κι εμείς, ζούσαμε με αυτά τα χρήματα. Η μητέρα μου πήγαινε στη δουλειά, πήγαινε σε ξένες δουλειές και δούλευε. Έβγαζε κρεμμύδια, έβγαζε σπανάκια, έκανε τέτοιες δουλειές. Έπαιρνε το μεροκάματο, ας πούμε, δύσκολα χρόνια. Παλιό σπίτι είχαμε, δύο αδερφές ήμασταν. Εντάξει, δύσκολα, πολύ δύσκολα. Και ούτε είχαμε τις πολυτέλειες, να πιούμε το πρωινό, το γάλα μας, το τούτο και εκείνο, όχι. Ένα κομμάτι ψωμί και τρέχαμε. Έτσι; Το ψωμί ευτυχώς υπήρχε. Γιατί είχαμε δικά μας, αυτά τα λίγα χωραφάκια που είχαμε και βάζαμε στάρι και το κάναμε αλεύρι αυτό, γιατί τότε περνούσε ο μυλωνάς, που λέμε, στις γειτονιές και μάζευε το στάρι με τα τσουβάλια, με το όνομα, με όλα και μας το γύριζε αλεύρι. Και ζυμώνανε οι γονείς. Όχι σαν σήμερα που πάμε και το βρίσκουμε έτοιμο. Τότε δεν το βρίσκαμε. Δεν υπήρχε. Έπρεπε να το ζυμώσεις μες στο σπίτι. Ήτανε δύσκολα χρόνια αυτά, ναι. Πολύ δύσκολα. Τα θυμάμαι. Πέρναγε ο παγωτατζής με τον πάγο. Ψυγείο με πάγο και περνάγαμε, πηγαίναμε για να πάρουμε τον πάγο. Και το βάζαμε στο ψυγείο που ήτανε με πάγο βέβαια, δεν είχε ρεύμα, δεν υπήρχε ψυγείο τέτοιο, με τον πάγο ό,τι κρατούσε –όχι όλη μέρα κρύο νερό όταν έκαιγε ο τόπος, όχι όλη μέρα, έλιωνε γρήγορα– αλλά κάθε μέρα τρέχαμε να πάρουμε τον πάγο. Πω πω. Δύσκολα, ναι.
Σε ποια ηλικία αρχίσατε να ασχολείστε και εσείς με τα χωράφια;
Δεν ήταν η δουλειά μας στο σπίτι. Δεν είχαμε χωράφια πολλά. Δεν δουλεύαμε στα χωράφια. Καμιά φορά που πηγαίναμε στις ελιές. Αλλά μετά εγώ δούλευα σε εργοστάσιο. Δουλεύαμε στο εργοστάσιο, που έβγαζε στρατιωτικά πράγματα εκεί, ναι. Δούλεψα στο εργοστάσιο από πότε; Από τα 15; Έτσι, εκεί, ναι. Πηγαίναμε στο εργοστάσιο και μετά, στα 19-20, παντρεύτηκα. Και ήρθα εδώ και πολλά χωράφια και δουλειά πάρα πολλή. Σκληρή δουλειά. Πολύ σκληρή δουλειά μετά τα 19, 20 χρόνια. Ενώ τότε, εντάξει, πήγαινα στο εργοστάσιο, έβγαζε στρατιωτικά, πηγαίναμε δυο φορές την ημέρα κιόλας στο εργοστάσιο. Ήταν εδώ στο χωριό και πηγαίναμε δυο φορές την ημέρα. Πηγαίναμε το πρωί, ερχόμασταν το μεσημέρι στο σπίτι, γυρίζαμε, στο σπίτι που γυρίζαμε είχαμε το φαγητό, είχαμε αυτά, όχι και πολυτέλειες, και μετά είχαμε και τα αρνάκια. Φτιάχναμε γάλα να ταΐζουμε τα αρνάκια. Ήμασταν δυο αδερφές, η μία τάιζε η άλλη μαγείρευε. Η μητέρα μου ερχότανε, είχε πάει στις ελιές με τον πατέρα μου και ερχότανε, έφερνε δρόμους με τον γάιδαρο, γιατί δεν είχαν αυτοκίνητο. Και μαζεύανε ελιές, φέρνανε τον έναν δρόμο και μετά πηγαίνανε ξανά να φέρουν πάλι το βράδυ τον άλλο δρόμο. Και εμείς μαγειρεύαμε, σε πετρογκάζ τότε. Στα χρόνια μου θυμάμαι το πετρογκάζ. Παλιότερα η μητέρα μου με ξύλα έξω άναβε φωτιά ή στο τζάκι, ήταν τζάκια. Λοιπόν και μαγειρεύαμε εκεί στο πετρογκάζ εμείς το φαγητό για να ερχόντουσαν και οι γονείς να βρίσκανε φαγητό το βράδυ, μικρές όπως ήμασταν, ε; Μία έφτιαχνε τα ζωντανά και η άλλη μαγείρευε. Τέλος πάντων.
Πώς ήταν για ένα κορίτσι εκείνα τα χρόνια να αρχίσει να εργάζεται από τόσο μικρή ηλικία;
Ε, αφού έτσ[00:10:00]ι πηγαίναμε στα εργοστάσια, γιατί είχαμε φτώχεια. Δεν το καταλαβαίναμε τότε. Δεν το καταλαβαίναμε τότε, λέγαμε: «Εντάξει, έτσι είναι». Όλοι πηγαίναμε στο εργοστάσιο μικρές. Ούτε ΙΚΑ ούτε τίποτα. Ερχότανε ο επόπτης και έψαχνε να μας βρούνε, γιατί μας κρύβανε, γιατί ήμασταν μικρές και δεν έπρεπε να δουλεύαμε. Μας κρύβανε μέσα σε κούτες, παντού.
Δουλεύατε πολλές ώρες:
Οκτώ ώρες, αλλά πηγαίναμε δύο φορές την ημέρα. Ήτανε εδώ στο χωριό και πηγαίναμε δύο φορές την ημέρα. Οκτώ ώρες, ναι. Καμιά φορά κάναμε και κάτι υπερωρίες εκεί, εντάξει. Όχι καλές συνθήκες μέσα στο εργοστάσιο τον χειμώνα και το καλοκαίρι. Από πάνω είχε τσίγκο. Ζέστη, έκαιγε ο τόπος το καλοκαίρι και τον χειμώνα τρέμαμε στο κρύο. Μηχανές είχε μέσα, τέτοια. Αυτά θυμάμαι.
Και έπειτα σε τι ηλικία παντρευτήκατε;
Ναι, παντρεύτηκα μικρή βέβαια. 19-20 χρονών, εκεί. Εντάξει, παντρεύτηκα μετά, βρήκα και άλλες δουλειές εδώ μετά, πιο δύσκολες. Εγώ δεν είχα συνηθίσει, αλλά μετά πολλή δουλειά. Σκαλίζαμε τα μπαμπάκια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Όχι όπως τώρα οκτώ ώρες. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Να ζυμώνεις, να σηκώνεσαι 3 η ώρα τη νύχτα, να ζυμώνεις, να πηγαίνεις τα ψωμιά και μετά να γυρίζεις στο σπίτι, να φεύγεις, να παίρνεις, είχα μάθει και το τιμόνι, και έπαιρνα τις εργάτισσες και πήγαινα στο χωράφι. Και μετά που απόκτησα το κορίτσι, πήγαινα, άφηνα το κορίτσι στον παιδικό και εγώ έφευγα για τη δουλειά, με τις γυναίκες, με εργάτισσες, μέχρι το βράδυ. Τέλος πάντων, μάλιστα, δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Πολλή δουλειά, όχι όπως σήμερα οκτώ ώρες και φεύγεις. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δύσκολες οι δουλειές, γιατί ήτανε, είχες εργάτες και έπρεπε να δουλέψεις, γιατί θες να τις πληρώσεις και πρέπει και εσύ να δουλεύεις, όχι να κάθεσαι εσύ. Ήτανε, ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Πολλή δουλειά, πολλή δουλειά. Και στις ελιές και στα μπαμπάκια και σε όλα.
Θα θέλατε να μας περιγράψετε μια ημέρα σας στα χωράφια;
Έχω και ποτίσει. Μια ημέρα; Τι να πρωτοπώ; Έχω καθίσει και έχω ποτίσει, γιατί δεν είχαμε ρεύμα και ποτίζαμε με το τραχτέρ, και έβαζα εμπρός το τραχτέρ, έκανα αλλαγή σωλήνες, τις σήκωνα, έκανα αλλαγή μέσα το χωράφι, εδώ ήταν ποτισμένο, τις πήγαινα σε άλλο πιο μέσα, μες στη λάσπη. Και έβαζα εμπρός το τραχτέρ και πότιζε. Πότιζα κρεμμύδια. Ναι, κρεμμύδια είχαμε τότε, κρεμμύδια πότιζα. Κρεμμύδια μέσα στη λάσπη. Και έκανα αλλαγή συνέχεια, άντε, πόσες ώρες αφήναμε το νερό, μία ώρα, δύο; Τρεις; Πόσο το αφήναμε; Και μετά πάλι αλλαγή. Έσβηνα το τραχτέρ, έκανα αλλαγή πιο πέρα, για να πάω να βάλω πάλι μπρος. Όλη μέρα και αυτό. Πότε έπαιρνε μπρος το αμάξι να 'ρθω στο σπίτι, πότε ερχόμουνα με τα πόδια. Και έπαιρνα ένα φενιζόλ με νερό κοντά και πάγο. Και άδειαζα το νερό και έμενε ο πάγος και ερχόμουνα στάση στάση τον δρόμο, όπως έλιωνε ο πάγος, για να έπινα λίγο νερό. Ήταν δροσερό. Δύσκολα. Άσ' τα. Ήτανε δύσκολα, πολύ, πολύ δύσκολα τότε. Ήτανε, ήτανε, γιατί ήταν οι συνθήκες τέτοιες. Γιατί έφευγε ο σύζυγος, πήγαινε στη δουλειά, πήγαινε σε αλωνιστική μηχανή και δούλευε, και αναγκαστικά ήθελε άνθρωπο να ποτίζει. «Θα πας;». «Θα πάω». Πήγαινα και πότιζα. Έπαιρνα και πότε τη μαμά μου κοντά, πότε τον πατέρα μου, για παρέα, ερχόντουσαν και αυτοί. Μετά όχι ότι καθόμουνα εκεί, πότιζα μόνο, γιατί σκάλιζα κιόλας. Δεν καθόμουνα. Και μετά μόλις ήταν η ώρα να κάνω αλλαγή, έκανα την αλλαγή και ξανά σκάλο. Ήτανε δύσκολα, παιδιά. Τι να πούμε;
Θα θέλατε να μας πείτε κάποια από τα ήθη και τα έθιμα που κάνατε και εσείς στο χωριό;
Όταν ερχόντουσαν, περιμέναμε τα Χριστούγεννα, θα σφάζαμε το σφαχτό, τα είχαμε στο σπίτι. Θα σφάζαμε το σφαχτό, θα φτιάχναμε και τα γλυκίσματα και τα φαγητά αυτά που φτιάχναμε. Φτιάχναμε δίπλες, μελομακάρονα, τέτοια. Και το σφαχτό που σφάζαμε. Πότε ήμασταν, μαζευόμασταν οικογένεια και τρώγαμε όλοι μαζί και όταν ερχόντουσαν και το Πάσχα πάλι τα ίδια. Σφάζαμε το σφαχτό, το είχαμε στο σπίτι, ναι. Και μετά φτιάχναμε στην Ανάσταση γαρδούμπες, φτιά[00:15:00]χναμε τις γαρδούμπες, ωραία, ωραία. Φτιάχαμε αυτά, καλά ήτανε, γιατί είχαμε δικά μας σφαχτά, και όταν είχαμε πανηγύρι πάλι σφάζαμε το σφαχτό, ναι, και τρώγαμε, είχαμε το δικό μας, τρώγαμε στο σπίτι μας, δηλαδή ήμασταν η οικογένεια, για την οικογένεια. Όχι ότι υπήρχε ψυγείο. Είχαμε ένα δωμάτιο που το λέγαμε σαλόνι, δήθεν σαλόνι, ένα τραπέζι μέσα, ήταν κρύο εκεί, γιατί δεν είχε θέρμανση το σπίτι. Είχαμε μια σομπούλα με ξύλα στο ένα δωμάτιο για να ζεσταθούμε. Τα άλλα δωμάτια... Οπότε εκεί, το σφαχτό το βάζαμε εκεί, απάνω σε ένα τραπέζι στο δωμάτιο που ήταν κρύο, και το τρώγαμε, γιατί δεν είχαμε ψυγείο, πού να το βάζαμε; Και κάθε μέρα κόβαμε μόνοι μας εκεί, οι γονείς μας, αυτά, και τρώγαμε κάθε μέρα κρέας, γιατί δεν είχαμε ψυγείο, πού θα το βάζαμε; Απόκριες πάλι, και τις Απόκριες ντυνόμασταν κι εμείς, ντυνόμασταν και εμείς μασκαράδες, με τι; Με παλιά ρούχα από τους γονείς, απ' αυτά. Αυτά θυμάμαι απ' αυτά.
Εδώ στα Βάγια υπήρχε το έθιμο για τον βλάχικο γάμο;
Ναι, υπήρχε, τον βλάχικο γάμο. Παιζότανε. Είχε χρόνια τώρα να παιχτεί, αλλά έπαιξε και φέτος. Δεν πήγα να το δω, αλλά, εντάξει, παίχτηκε φέτος μου είπανε, ναι.
Τι ακριβώς γίνεται στον βλάχικο γάμο;
Στον βλάχικο γάμο; Είναι βλάχοι ντυμένοι, πηγαίνανε δήθεν ότι ήτανε ντυμένος άντρας γυναίκα, γαμπρός, γαμπρός και νύφη. Άντρες ήτανε ντυμένοι και παίζανε αυτό, μωρέ, τον βλάχικο γάμο, που λέμε, ο γάμος που γινότανε. Έδιναν οι γονείς της νύφης, ότι δίνανε προίκα για την κόρη, ας πούμε, και τέτοια, λέγανε ταψιά, πανακοτές, που ήταν τότε, που βάζανε τα ψωμιά, και τέτοια πράγματα. Μετά πηγαίνανε δήθεν στο βουνό για να πάρουν τα πρόβατα, λέει, ότι είχε δώσει ο συμπέθερος, οι γονείς της γυναίκας δίνανε στον γαμπρό την προίκα. Ότι φέρνανε τα πρόβατα από εκεί, σφάζανε πρόβατα εδώ, να βλέπανε αν ήτανε τίμια η νύφη, με το φλάμπουρο της τιμής βγάζανε μετά. Ναι, ναι, είχανε τέτοια, ήτανε τέτοια. Ωραίο ήτανε. Ήτανε, τι να πω; Για εμάς να πηγαίναμε να βλέπαμε, να βγαίναμε, γιατί αλλιώς δεν βγαίναμε, δεν είχαμε καφετέριες και τέτοια. Απόκριες και τέτοια, δεν ήτανε. Κάνα σινεμά που ήτανε παλιά, σινεμά που πηγαίναμε και βλέπαμε, τίποτα άλλο.
Και είπατε ότι γίνεται μέχρι σήμερα;
Ναι. Γίνεται ακόμη. Υπάρχει αυτό το έθιμο. Ότι γίνεται και σήμερα. Είχε χρόνια τώρα να γίνει, λόγω και του covid και αυτά, δεν ξέρω. Αλλά φέτος έγινε. Ναι, έγινε φέτος.
Όλα αυτά τα χρόνια τι έχει αλλάξει στα Βάγια;
Κοίτα, εμείς δεν υπήρχε ούτε τράπεζα, ούτε ταχυδρομείο, δεν υπήρχαν τέτοια. Τώρα υπήρχανε αλλά και πάλι ήμασταν ωραία, ήταν ωραία, γιατί υπήρχε κόσμος. Και είχαμε και τα καφενεία πάνω στην αγορά και αυτά, είχαμε τράπεζα, είχαμε ταχυδρομείο, είχαμε, όλα είχαμε, τα πάντα είχαμε. Αλλά τώρα δεν υπάρχει. Έκλεισε η τράπεζα, έκλεισε το ταχυδρομείο. Κλείσαν όλα. Είναι όλα στη Θήβα. Πρέπει να πηγαίνουμε να εξυπηρετηθούμε από εκεί τώρα. Εδώ τι έχουμε; Το δημαρχείο και το δημαρχείο όχι, ανήκουμε στη Θήβα βέβαια, αλλά εδώ υπάρχει το παράρτημα αυτό. Εξυπηρετιόμαστε ακόμα, το δημαρχείο. Αστυνομία δεν έχουμε. Είχαμε και αστυνομία. Ήταν ωραία, ήταν ωραία μετά, μετά τα χρόνια. Αρχίσανε μετά και όλα ήτανε, υπήρχανε τα πάντα. Αλλά τώρα πάλι τα ίδια. Δεν έχουμε ούτε τέτοια πράγματα. Είναι όλα στη Θήβα, πρέπει να πηγαίνουμε από εκεί.
Και τι δραστηριότητες έχετε καθημερινά;
Δραστηριότητες; Να ασχοληθούμε με το σπίτι, μετά όταν είναι ο καιρός για να πάμε στις δουλειές πάλι, να αρχίσουμε πάλι τις δουλειές που πρέπει να κάνουμε τις εποχιακές. Ας πούμε τον χειμώνα. Δεκέμβριο μήνα αρχίζουμε μαζεύουμε τις ελιές. Μετά το καλοκαίρι πάλι, που πάμε στα χωράφια, που σκαλίζουμε τα μπαμπάκια και αυτά, με τι να ασχοληθούμε εμείς οι αγρότες, ας πούμε; Με τέτοια. Με τις δουλειές μας και με το σπίτι. Τώρα έχουμε και τα εγγόνια, πάμε κρατάμε και τα εγγόνια, με αυτά ασχολούμαστε. [00:20:00]Αυτή είναι η απασχόλησή μας τώρα.
Πριν κλείσουμε, επιθυμείτε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Να προσθέσω κάτι άλλο; Αυτά, αυτά, που ήταν δύσκολα τα χρόνια, ήταν δύσκολα τα χρόνια. Και σπίτι, όχι ότι ήμασταν τέλειοι και τότε, όχι ότι είχαμε ακόμη, αργήσαμε να κάνουμε, να 'χουμε κουζίνα μέσα στο σπίτι και τέτοια. Ορισμένοι, όχι όλοι. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Και όταν πηγαίναμε στη δουλειά δεν μαγειρεύαμε. Μαγειρεύαμε έξω, είχαμε έξω κουζινάκι και μαγειρεύαμε έξω, πότε κόλλαγε το φαγητό, πότε το προλαβαίναμε. Τι άλλο να πω;
Αλήθεια, εσείς εδώ στο χωριό μιλάτε αρβανίτικα;
Πώς δεν μιλάμε αρβανίτικα;
Θέλετε να μας πείτε κάτι;
Σαν τι;
Ό,τι θέλετε εσείς.
«Ντο μπουκ»; «Θέλεις ψωμί;». Ναι. «Ντο ουί;». «Θέλεις νερό;». Εμείς μιλάμε αρβανίτικα, ναι. Και τώρα άμα θέλουμε, κάποιος που δεν ξέρει, για να μη μας καταλάβει, τα λέμε, τα μιλάμε. Τα λέμε και τα αρβανίτικα. Και όταν έχουμε τα εγγονάκια, άμα θέλουμε να μη μας καταλάβουνε, θα πούμε κάνα αρβανίτικο.
Μεγαλώσατε δηλαδή με τα αρβανίτικα;
Με τα αρβανίτικα μεγαλώσαμε, ναι, ναι, ναι. Με τα αρβανίτικα, άσ' το. Τα ξέρουμε όλα. Τα καταλαβαίνουμε όλα, ναι, πολύ με τα αρβανίτικα.
Υπάρχει κάποιο παραδοσιακό μοιρολόι, κάτι που μπορεί να λέτε και να υπάρχει στα αρβανίτικα;
Όχι, δεν το ξέρω. Εγώ όχι. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Μοιρολόι όχι. Όχι. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τέτοια. Αλλά τα αρβανίτικα ναι, τα ξέρω. Τα ξέρω. «Σι ντούκε;». «Πώς είσαι;». Τι άλλο να πω αρβανίτικο; «Ντότε χας;». «Θέλεις να φας;». Ναι. Εντάξει, τα μιλάμε, τα μιλάμε εμείς, ναι, εγώ ακόμη. Ενώ η κόρη μου μπορεί να τα καταλάβει, αλλά δεν τα μιλάει. Τα καταλαβαίνει, αλλά δεν τα μιλάει. Τα καταλαβαίνει. Ναι, αυτά.
Ευχαριστώ για τον χρόνο σας.
Να είσαι καλά κι εσύ.
Περίληψη
Η αφήγηση αφορά μια γυναίκα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Βάγια Βοιωτίας. Αρχικά η αφηγήτρια αναφέρεται στις δυσκολίες που υπήρχαν, στις ελλείψεις, αλλά και στις συνήθειες της καθημερινότητας στο χωριό. Σε τι συνθήκες δούλευε στο εργοστάσιο όταν ήταν 15 χρονών; Έπειτα, τι δυσκολίες αντιμετώπιζε ως γυναίκα εργαζόμενη καθημερινά στα χωράφια; Εν συνεχεία αναφέρεται στα έθιμα του τόπου, καθώς και στο πόσο έχει αλλάξει το χωριό όλα αυτά τα χρόνια, για να κλείσει με κάποιες φράσεις στα αρβανίτικα, τα οποία μιλάει μέχρι και σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Ευσταθία Ανδρέου
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Παπαναγιώτου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/05/2023
Διάρκεια
22'
Περίληψη
Η αφήγηση αφορά μια γυναίκα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Βάγια Βοιωτίας. Αρχικά η αφηγήτρια αναφέρεται στις δυσκολίες που υπήρχαν, στις ελλείψεις, αλλά και στις συνήθειες της καθημερινότητας στο χωριό. Σε τι συνθήκες δούλευε στο εργοστάσιο όταν ήταν 15 χρονών; Έπειτα, τι δυσκολίες αντιμετώπιζε ως γυναίκα εργαζόμενη καθημερινά στα χωράφια; Εν συνεχεία αναφέρεται στα έθιμα του τόπου, καθώς και στο πόσο έχει αλλάξει το χωριό όλα αυτά τα χρόνια, για να κλείσει με κάποιες φράσεις στα αρβανίτικα, τα οποία μιλάει μέχρι και σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Ευσταθία Ανδρέου
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Παπαναγιώτου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/05/2023
Διάρκεια
22'