© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Μόλις κατέβαινες κάτω, δεν είχες αίμα. Όταν ανέβαινες απάνω, ερχόταν το αίμα». Αναμνήσεις ενός ανθρακωρύχου
Κωδικός Ιστορίας
13598
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ζώης Παππάς (Ζ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/07/2022
Ερευνητής/τρια
Έλλη Βουγιούκα (Έ.Β.)
[00:00:00]Ωραία, είναι Δευτέρα, 11 Ιουλίου 2022, και είμαι με το Ζώη στο Ραχούλι. Εγώ είμαι η Έλλη Βουγιούκα, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, Ζώη, θέλω να μου πεις λίγα λόγια για τα παιδικά σου χρόνια στο Ραχούλι.
Πώς πέρασα εδώ; Τα παιδικά χρόνια εδώ; Εδώ εμείς τι, παιδί μου; Πηγαίναμε στα πρόβατα, πηγαίναμαν και μετά εγώ, από 16 χρονών, πήγα στην Παραμυθιά να μάθω τέχνη, τσαγκάρης. Μέχρι το ‘50-‘51 άνοιξα μαγαζί δικό μου εδώ στον Ξηρόλοφο. Και από κει και πέρα, μετά πήγαινα δούλευα τσαγκάρης στην Παραμυθιά. Και με μεροκάματο. Μετά από αυτό πήγα φαντάρος, το 1953 πήγαμε φαντάροι, να πούμε. Πήγαμε στην Τρίπολη. Από κει, από την Τρίπολη, πήγα στη Σχολή Υπαξιωματικών για να γίνω υπαξιωματικός, δεκανέας πρώτα και μετά πάω για λοχίας. Από κει ήρθε μια αποστολή, μας λέει κάποιος αξιωματικός: «Παιδιά, θέλω», λέει, «περίπου θέλουμε», λέει, «πεντακοσιους με εφτακόσιους στρατιώτες να στείλουμε στην Κορέα». Στην Κορέα θα πάρουνε, λέει… λέγαν αυτοί ότι ήταν εθελονταί οι περισσότεροι, αλλά ήταν και λιγότεροι που δε θέλαν να πάνε υποχρεωτικά. Εμένα μου λέει: «Εσύ, Παππά, έχεις τον αδερφό σου που απολύεται τώρα αυτές τις μέρες», λέει, «είστε πενταμελής οικογένεια και άμα πάθεις κάνα ατύχημα –ξέρω γω– στον πόλεμο, δεν υπάρχει θέμα. Έχει ο πατέρας σου πίσω παιδιά». Πήγαμε, ξεκινήσαμε τον Αύγουστο, κάναμαν μια άσκηση από το Μαραθώνα, τη λίμνη του Μαραθώνα, πήγαμε στον Άγιο Ανδρέα, πήγαμε μέχρι την… περάσαμε εδώ στο Βαρνάβα, Καπανδρίτι, πήγαμε στη Θήβα.
Πώς θυμάσαι τα χρόνια του πολέμου, όταν ήσουν παιδί στο Ραχούλι;
Τα χρόνια του πολέμου… το ‘40; Εμείς το ‘40 ήμασταν εδώ, το ‘40 ήμουνα 10 χρονών εγώ. Μέχρι το ‘44 εδώ η περιπέτεια δεν τελείωσε, είχαν έρθει εδώ οι Γερμανοί, στο Ραχούλι, εκεί στην Πάργα απέναντι. Και μετά πήγα την περιπέτεια εγώ, μεγάλωσα λίγο, έγινα 16 χρονών - 15, και πήγα για την τέχνη που είπαμε προηγουμένως. Τώρα τι θέλεις να σου πω άλλα;
Πώς αποφάσισες να μάθεις αυτή την τέχνη;
Ε, μου άρεσε η τέχνη, πήγα να μάθω τσαγκάρης και μου λέει ο πατέρας: «Θα πας εκεί». Πηγαίναμε πρωί-βράδυ, πηγαίναμε με τα πόδια ως την Παραμυθιά και ερχόμασταν. Ήταν 7+7, 14 χιλιόμετρα σχεδόν την ημέρα κάναμε, να πάμε και να ‘ρθουμε. Πηγαίναμε το πρωί και γυρίζαμε το βράδυ. Αλλά και λίγο το χειμώνα κάθομαν εκεί, σ’ ένα σπίτι εκεί στην Παραμυθιά. Μέχρι το ’45, ’47, ’49, ‘50, που πήγα και άνοιξα και το μαγαζί που είπα στον Ξηρόλοφο. Και θέλεις να πω περιπέτεια τώρα καμιά άλλη, τι θέλεις, για την Κορέα θέλεις να συνεχίσουμε;
Πες για την Κορέα.
Το 1953, το Σεπτέμβριο μήνα, μας είπε ο αξιωματικός ότι «Θέλω», λέει, «εφτακόσιους στρατιώτες», λέει, «να είναι ψύχραιμοι, να μην είναι φοβισμένοι άνθρωποι. Θέλω καλούς στρατιώτες να στείλουμε στον πόλεμο της Κορέας». Αλλά εκεί είχε γίνει ανακωχή τότες, όταν πήγαμε εμείς εκεί. Πήγαμε, ξεκινήσαμε εδώ τον Οκτώβριο, το Νοέμβριο μήνα πήγαμε με ένα καράβι από τον Πειραιά, περάσαμε στα στενά του Σουέζ, πιάσαμε Πορτ Σάιντ, Τζιμπουτί, πιάσαμε απάνω και πήγαμε στην Κορέα. Στην Κορέα πήγαμε σε ένα νησί, εκεί που κάνει το πλοίο, σταματάει το πλοίο εκεί. Πήγαμε εκεί και ήτανε… το Νοέμβριο μήνα πήγαμε, μου φαίνεται, δε θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία. Το Νοέμβριο πήγαμε με Δεκέμβρη. Πήγαμε στην Κορέα απάνου, πήγαμε την πρώτη… 2-3 μήνες καθίσαμε στα μετόπισθεν. Ήτανε μια άλλη μονάδα εκεί, ξένη μονάδα, ήτανε αμερικάνικη και κάτι εκεί… στην πρώτη γραμμή. Μετά, τον Απρίλιο μήνα, Μάρτιο με Απρίλιο μήνα, πήγαμε στην πρώτη γραμμή απάνω, στα σύνορα. Στα σύνορα [00:05:00]ήτανε, μπροστά ήτανε εκεί που ‘χε γίνει το πεδίο μάχης, είχανε σκοτωθεί κάπου τριάντα χιλιάδες στρατιώτες εκεί, σαράντα, τα άρματα μάχης. Εκεί ήτανε ένα πεδίο, ένας κάμπος 6 χιλιόμετρα, εκεί που ‘χε γίνει ανακωχή. Ήρθαν τα αεροπλάνα τα αμερικάνικα το πρωί και ευτυχώς ήρθαν τα αεροπλάνα και γλιτώσαμε, λέει, θα μας είχανε σκοτώσει όλους στα σύνορα εκεί!
Μετά πήγαμε στην πρώτη γραμμή απάνω. Εγώ, επειδής ήμουνα και υπαξιωματικός, μου λέει: «Θα πας εκεί στους Κινέζους μέσα, εκεί –όχι στους Κινέζους–, στους αριστερούς, εκεί στη Βόρειο Κορέα. Εγώ εκεί πήγαινα το πρωί, πήγαινα το βράδυ και γύριζα το πρωί. Πήγαινα περίπου 4 χιλιόμετρα, περίπου το βάθος μέσα εκεί, έπαιρνα τέσσερις στρατιώτες, έναν διερμηνέα, γιατί ήτανε –έναν διερμηνέα που ήξερε την γλώσσα στα αμερικάνικα–, ήταν ένα φυλάκιο μέσα εκεί, οι Αμερικάνοι το είχανε εκεί σαν αυτό, έπρεπε να δώσουμε το παρών εκεί. Πηγαίναμε 4 χιλιόμετρα και 4 που γυρίζαμε, 8 χιλιόμετρα μέχρι το πρωί, αλλά παγαίναμε σιγά. Και πηγαίναμε, εγώ είχα αυτόματο, είχα εβδομήντα σφαίρες με ογδόντα σφαίρες στο αυτόματο, επειδής ήμουνα και υπαξιωματικός, και γυρίζαμε. Και μετά από τον Ιούνιο μήνα λέει: «Παιδιά, εσείς θα γυρίσετε τώρα στην Ελλάδα, διότι έχει γίνει…» –η θητεία ήταν 21 και έπρεπε να γίνει, έγινε 18, μειώθηκε 3 μήνες φαντάροι– κι εγώ ήμουν από 2 μήνες εκεί, «Μόλις γυρίσετε στην Αθήνα», λέει, «θα γυρίσετε». Γυρίσαμε με το πλοίο, αλλά έχω πάει Μπουσάν, έχω πάει Τζον, έχω πάει Σεούλ, σε όλα τα μέρη αυτά στην Κορέα, να πούμε. Και γυρίσαμε πάλι με το πλοίο, ένα πλοίο αμερικάνικο, ένα που έπαιρνε τέσσερις-πέντε χιλιάδες φαντάρους. Και όταν πήγαμε, ξέχασα να σας πω περάσαμε εδώ, πήραμε από την Αιθιοπία, περάσαμε και πήραμε κάπου χίλιους πεντακόσιους φαντάρους από εκεί και τους πήγαμε στην Κορέα πάλι, μαζί παρέα. Ήμασταν εφτακόσιοι εμείς και χίλιοι τριακόσιοι αυτοί από την Αιθιοπία, Αιθίοπες. Κι εκεί ήτανε… μάχη δε δώσαμε πουθενά, μόνο παρακολουθούσαμε να μη μας χτυπήσουνε –ξέρω γω–, όταν εκεί θα συνεχίσει ο πόλεμος, γιατί είχαν κάνει ανακωχή για να πάρουνε τους νεκρούς, και μετά σταμάτησε. Κάναν ανακωχή στην αρχή 5 μέρες, μετά 5 βδομάδες και μετά σταμάτησε ο πόλεμος της Κορέας, το 1953 μου φαίνεται, ‘52-‘53 σταμάτησε ο πόλεμος, πριν πάω εγώ είχε σταματήσει. Άλλο θέλεις τίποτας;
Πώς ήταν το ταξίδι μέχρι να φτάσετε εκεί;
Με το ταξίδι από δω, περάσαμε το Σουέζ, περάσαμε, πιάσαμε Πορτ Σάιντ, περάσαμε στην Ταϊλάνδη απάνω. Με το πλοίο, 38 μέρες με το πλοίο. Και 38 να γυρίσουμε, περίπου 40 μέρες, κάπου εκεί γύρα είναι. Περάσαμε δίπλα από τη Φορμόζα…
Πόσο καιρό έμεινες εκεί στην Κορέα;
Ε;
Πόσο καιρό έμεινες στην Κορέα.
Εγώ έμεινα από τον… κάπου 10 μήνες, 11. 11 μήνες περίπου, εκεί. Και γυρίσαμε εδώ και το ‘54 απολύθηκα εγώ τότες από φαντάρος. Γύρισα εδώ, πήγα λίγο από δω, από κει και μετά ξεκίνησα και έφυγα και πήγα στο Βέλγιο μετά, το ‘56.
Στην Κορέα που ήσουνα στρατιώτης, ποιο ήταν το πόστο σου, τι είχες να κάνεις ως στρατιώτης;
Τι ήθελα να κάνω;
Τι είχες να κάνεις ως στρατιώτης στην Κορέα.
Δεν κατάλαβα.
Ποιο ήταν το πόστο σου ως στρατιώτης, τι είχες να κάνεις;
Α, ήμουν υπαξιωματικός, είχα ομάδα δική μου, διμοιρία. Είχα δεκατρία άτομα εκεί, μάχιμη μονάδα δεκατρία… αυτά. Είχαμε δεκατρείς φαντάρους, είχαμε πολυβολητή, είχαμε έναν δεκανέα στο πολυβόλο, είχαμε και έναν για να γεμίσει το πολυβόλο, είχαμε και τον άλλον, τα κουβάλαγε, οι κουβαληταί, που λένε, τα πυρομαχικά στο πολυβόλο. Ήταν μάχιμη μονάδα. Σαράντα πέντε φαντάροι - πενήντα φαντάροι και πενήντα δύο ήτανε φαντάροι κάθε διμοιρία. Εγώ ήμουν στον πρώτο λόχο, στο δεύτερο λόχο ήτανε πάλι όλοι δικοί μας. Τρίτο είχαμε εφτακόσιους φαντάρους [00:10:00]εκεί, υπαξιωματικοί και… αυτό. Είχαμε τον Κουρελιά τον Παναγιώτη, είχαμε και το Γεννηματά τον… αντισυνταγματάρχης ήτανε; Δε θυμάμαι ακριβώς τι ήτανε ο Γεννηματάς. Ήτανε το ’54, ήταν η υπόθεση αυτή το ‘53-‘54.
Είχες δει καμία έντονη σκηνή εκεί στον πόλεμο;
Όχι. Ένα βράδυ ήρθαν περίπου… ήμουν περίπου απάνου στα σύνορα, ήμουνα πρώτο νούμερο, κοιτάζω απέναντι με το… αυτό, ήταν ένα ύψωμα εκεί και είχα ιδεί κάτι κινήσεις εκεί με τα κιάλια και τους λέω: «Παιδιά, προσέξτε απόψε» –ήτανε η ομάδα όλη εκεί, οι… αυτό– «απόψε κάτι θα ‘χουμε, πατατράκ», λέω, «μήπως μας έρθουν προς τα εδώ αυτοί». Αυτοί πηγαινοέρχονταν και κλέβανε ψωμιά, διάφορα τρόφιμα, πεινάγανε ο κόσμος τότες και είχανε σκοτώσει και έναν στρατιώτη στα μαγειρεία. Και σκοπιά φυλάγαμε διπλοσκοπιά, ένας πήγαινε, ένας ερχόταν στα σύνορα απάνω. Και ήταν Μάιος μήνας με Ιούνιο. Μάιος μήνας έβρεχε πολύ εκεί, πολλή βροχή, όχι βροχή! Το χειμώνα ήτανε πολύ κρύο, χιόνι, δε λες τίποτας! Αντίσκηνα κάργα, σόμπες πετρελαίου, πετρέλαιο κάργα. Και μας είπε κάποιος εκεί ότι –μια ιστορία–, ένας αξιωματικός: «Τόσο κρύο έκανε», λέει, «που –με συγχωρείτε– έκανε… το κάτουρο», λέει, «πάγωσε απάνω», λέει, «μόλις… αυτό», η ιστορία που μας έλεγε ο υπαξιωματικός, ένας αξιωματικός το πρωί. «Παιδιά, προσέξτε, παπούτσια, να πούμε, ωραία παπούτσια με κάτω… ζεστά». Ε, το χειμώνα πήγαμε, το χειμώνα, η πηγή του Γενάρη! Και καθίσαμε μέχρι το Μάρτιο με Απρίλιο μήνα, καθίσαμε πίσω. Και μετά πήγαμε στα σύνορα. Εκεί που ήταν η γραμμή που από κει και πέρα ήτανε οι κομμουνισταί και από δω… οι δεξιοί κι οι αριστεροί, που λένε.
Ποια ήταν μια δύσκολη κατάσταση που είχατε δει;
Ε;
Μια δύσκολη κατάσταση που είχατε αντιμετωπίσει εκεί στην Κορέα;
Εγώ δύσκολη κατάσταση δεν είχα αντιμετωπίσει καθόλου, μια χαρά ήμουνα. Ούτε δυσκολίες ούτε και φοβόμουν, ήμαν και ψύχραιμος πολύ, δε φοβόμουνα, αυτό έλειπε.
Είχατε πάει με κανέναν γνωστό;
Ορίστε;
Είχατε πάει με κάποιον γνωστό;
Όχι, γνωστούς δεν είχα. Είχα στην ομάδα τη δική μου, εγώ που ήμουν ομαδάρχης, να πούμε, στην ομάδα τη δική μου –γιατί τρεις ομάδες ήτανε μια διμοιρία και είχαμε και μια ομάδα εφεδρικιά: τέσσερις… αυτό– και όχι, δεν είχα, είχα από την Κέρκυρα, είχα έναν Κρητικό στο πολυβόλο, ήτανε πολύ… έριχνε πολύ στο ψαχνό, που λένε. Αυτά.
Κάνατε εκεί φιλίες; Εκεί κάνατε φιλίες;
Τι, δεν κατάλαβα.
Φιλία, βρήκατε κάποιον φίλο εκεί πέρα, στην Κορέα;
Όχι, δεν κάναμε, πηγαίναμε στη Σεούλ κάθε 15 μέρες για κάτι, κάνα ψώνιο, κανένα… να αγοράσουμε τίποτας. Και αυτά.
Μετά είπατε πήγατε στο Βέλγιο.
Στο Βέλγιο.
Πείτε μου γι’ αυτό.
Στο Βέλγιο πήγα το ‘56 εγώ. Το Σεπτέμβριο μήνα πήγα στο Βέλγιο, πήγα στα ανθρακωρυχεία, κατέβαινα μέχρι 1.200 μέτρα βάθος. Αλλά εγώ τώρα στο τέλος κατέβηκα στα 1.200, πήγαινα μέχρι τα 420 βάθος, πήγαινα. Ήμουνα λίγο σαν τεχνικός εγώ, για να… εκεί που έπεφτε η πλάκα, να πούμε, πήγαινα τη διόρθωνα εγώ, έβαζα πράγματα, γιατί είχα πάει στη σχολή και είχα πάρει ένα πτυχίο εγώ κι έπαιρνα εγώ, ως ειδικευμένος εργάτης και –πώς να το πω;– σαν τεχνικός. Πήγαινα μέσα και πληρωνόμουν και καλύτερα από έναν που έκοβε… αυτό. Εγώ δεν έκοψα ποτές κάρβουνο. Πήγαινα απόγευμα, φτιάχναμε το ταπί που κατέβαζε το κάρβουνο κάτου και η αλυσίδα που έπαιρνε το κάρβουνο και το πήγαινε κάτου στα βαγόνια. Είχαμε τα άλογα εκεί, πολλές φορές ήταν και άλογα που τραβούσαν. Και στο Βέλγιο είχα πάει σε όλα τα μέρη. Ήμουνα… στο Μόνς ήμουν εγώ, στα σύνορα Γαλλίας-Βελγίου. Είχα πάει στις Βρυξέλλες, είχα πάει στη Λιέγη, [00:15:00]είχα πάει στη Οστένδη, είχα πάει και στην Αμβέρσα, σε όλα τα μέρη. Είχα πάει και στο μνημείο στο Βατερλώ, που λένε το μνημείο που ‘χε γίνει η μάχη του Βατερλώ, που λένε –αν έχεις υπόψη σου εσύ, πρέπει να ξέρεις από Ιστορία. Εκεί ήταν τα στρατεύματα, εκεί. Άμα το ιδείς το μουσείο αυτό, είχε τριακόσια σκαλοπάτια που ανεβαίνουμε πάνω και για κάτου, να πούμε, είχε όλους τους πολέμους, εκεί που πολεμήσαν ο Ναπολέων, ο Μέγας Ναπολέων, με τα στρατεύματα, από δω οι Άγγλοι, από κει… διάφορα, ωραίο μουσείο! Και από κει, μετά φύγαμε το ‘61, πήγαμε στη Γερμανία. Και από κει… στη Γερμανία καθίσαμε 10 χρόνια, στη Γερμανία, 5 στο Βέλγιο, 4 χρόνια και 5 μήνες στο Βέλγιο, 5 στη Γερμανία, ήρθαμε εδώ, πήγαμε στην Αθηνά και τελείωσε. Πήγα δούλευα σε ένα εργοστάσιο εδώ στην Αθήνα, κάπου 19 χρόνια στο ίδιο εργοστάσιο. Και βγήκα συνταξιούχος το ’91, στα 61 χρόνια. Και τώρα είμαι ‘92. Τίποτας άλλο.
Ποιος ήταν ο λόγος που μεταναστεύσατε την πρώτη φορά;
Πού;
Ο λόγος που πήγατε στο Βέλγιο ποιος ήτανε;
Ε, οικονομικό! Για να πας στο Βέλγιο και να αποφασίσεις να μπεις ανθρακωρυχείο… Πήγαμε εκεί, στην αρχή που πήγαμε πήγαμε τριάντα οχτώ άτομα και μείναμε εφτά! Όλοι οι άλλοι, άλλοι δεν κατεβαίνανε, άλλοι φοβηθήκανε και γύρισαν πίσω και εκεί όποιος είναι ψύχραιμος κάθεται. Κι εκεί μετά κάθισα στο Βέλγιο περίπου 4 χρόνια και 7 μήνες, παντρεύτηκα το ‘59, ήρθα στην Ελλάδα, πήρα μια κοντοχωριανή, που λένε…
Πώς ήταν η πρώτη φορά που κατεβήκατε στα 400 μέτρα;
Πώς; Όταν κατεβαίναμε κάτου, να σου πω εγώ την ιστορία του Βελγίου: Το Βέλγιο είναι λίγο δύσκολο. Να κατέβεις τώρα στο ανθρακωρυχείο, να πεις ότι κατεβαίνεις 300 μέτρα και 400, δεν ξέρεις αν γυρίσεις απάνω την άλλη τη μέρα, γιατί είχαν αρκετούς νεκρούς την ημέρα. Όχι την ημέρα, το χρόνο να πούμε, στο Βέλγιο. Και μόλις κατέβαινες κάτω, δεν είχες αίμα, όταν ανέβαινες απάνω, ερχόταν το αίμα. Δεν υπήρχε αίμα απ’ το φόβο, παράδειγμα! Κι εκεί είχε γίνει, στο Σαρλερουά, είχε γίνει μια πυρκαγιά στο ανθρακωρυχείο. Είχαν σκοτωθεί καμιά τριακόσια εβδομήντα… και σαράντα αλόγα - τριάντα, δε θυμάμαι ακριβώς. Ήτανε το ‘50-… 1 χρόνο πριν πάω εγώ, το ‘55; Το ‘54; Εκεί γύρα. Κι εκεί που πήγα εγώ, που παντρεύτηκα και πήγα στη γειτονιά εκεί κάτω, ήταν κάτι Έλληνες εκεί, τρεις-τέσσερις οικογένειες. Και είχαμε πολλούς Ιταλούς εκεί. Και στο Βέλγιο εγώ έμενα σε μια καντίνα ιταλικιά. Εκεί τρώγαμε, εκεί κοιμόμασταν και… μέχρι που παντρεύτηκα.
Στο ανθρακωρυχείο, μόλις κατέβαινες, τι έπρεπε να κάνεις;
Έπρεπε να κάνουμε… είχαμε τις στολές, είχαμε τις μάσκες μας, είχαμε μάσκα σε περίπτωση που παρουσιαστεί gas, γιατί το ανθρακωρυχείο μέσα έχει έδαφος κάτου, έχει αέριο. Σε περίπτωση που έρθει gas, είχαμε μάσκα. Είχαμε ο καθένας τη λάμπα τη δική του. Στην αρχή που πήγαμε είχε λάμπες με το χέρι. Μετά πήραμε… εξελίχθηκε το πράγμα, πήραμε λάμπες στο καπέλο, βάζαμε τη λάμπα εκεί και την μπαταρία την… αυτό. Παίρναμε το πιστολέτο, παίρναμε το φτυάρι, παίρναμε το τσεκούρι, γιατί κόβαμε και ξύλα για να στερεώσουμε το έδαφος εκεί. Μόλις κόβαμε κάρβουνο, βάζαμε τα σίδερα για να μην πέσει το… αυτό, το –πώς το λένε;– από πάνω, η οροφή. Μόλις κόψεις το κάρβουνο, το κάρβουνο έχει 1 μέτρο - 1,20… 80, 70, 50 πόντους κάρβουνο μόνο. Αλλά σε πολλά μέρη ήταν και παραπάνω από 1 μέτρο το κάρβουνο. Κι εγώ πήγαινα το απόγευμα και, όπως σου είπα προηγουμένως, να πούμε, και φτιάχναμε την αλυσίδα για να ‘ρθουν οι κόφτες το πρωί να κόψουν το κάρβουνο. Το πηγαίναμε δίπλα στο κάρβουνο. Και έφευγε το κάρβουνο κάτου, το παίρναν στα βαγόνια ή με άλογα, [00:20:00]αλλά τώρα με μηχανές τα μεταφέρανε. Πολύ λίγα, όταν στο τέλος εγώ… λίγα άλογα, αλλά στην αρχή είχανε πολλά άλογα. Κι εκεί που πήγα εγώ, στο σπίτι που νοικιάσαμε –μου ‘δωσε η εταιρεία το σπίτι εκεί, όταν παντρεύτηκα και πήγα εκεί–, εκεί που πήγαμε εγώ, είχε σκοτωθεί ο άνδρας αυτηνής και ήταν μια Ισπανίδα, σκοτώθηκε ο άντρας της στο ανθρακωρυχείο και είχε φύγει από κει και πήγα εγώ μετά. Και πιο κάτω, να πούμε, ήταν μια οικογένεια, είχε χάσει τον άντρα της, το γαμπρό της και παιδί, μου φαίνεται, τρία-τέσσερα άτομα από μια οικογένεια. Και μετά από εντολή του κράτους, δε θα πάνε αδερφός, πατέρας, γιός, δε θα πάνε στο ίδιο ανθρακωρυχείο. Ήτανε νόμος του κράτους και άμα σε πάρουνε, δε θα πάνε στην ίδια βάρδια. Αλλά εκεί τι έγινε; Είχε δοκάρι και πήγανε και οι δύο οι βάρδιες εκεί! Πήγε και η απογευματινή και η πρωινή, που δεν πήγε απάνω! Και δυο βάρδιες, γιατί δεν πρόλαβαν να βγουν –όχι δεν πρόλαβαν–, κάτι είχε συμβεί στο ασανσέρ και δεν έβγαλε όλη τη βάρδια, πήγε η άλλη βάρδια, η απογευματινή… και οι δυο βάρδιες. Και ήταν τριακόσια άτομα, τετρακόσια μου φαίνεται, νεκροί όλοι. Γι’ αυτό το Βέλγιο είναι, ήτανε… Κι εγώ έχω δει, να πούμε, άνθρωπο νεκρό μέσα, εγώ. Τον είδα που τον έφερνε η αλυσίδα και του λέω: «Ε, εσύ με το φως, εκεί που πας στην αλυσίδα!» –αυτόν… το πήρε το κάρβουνο, να πούμε, έφερνε το κάρβουνο, το κάρβουνο που το πάει πέρα, και είχε ανέβει στην αλυσίδα, τον είχε πάρει σβάρνα αυτόνε, ήταν σκοτωμένος. Κάνω σινιάλο, σταματάει η αλυσίδα, να πούμε, ήρθαν, τον πήραν το νεκρό, να πούμε, και τελείωσε η υπόθεση. Άσ’ τα! Περιπέτεια μεγάλη στο Βέλγιο! Και Γερμανία… δουλέψαμε και στη Γερμανία μια δεκαετία και από κει ήρθαμε εδώ.
Στο ανθρακωρυχείο–
Όχι, στην Γερμάνια δούλευα στο εργοστάσιο.
Ναι, λέω στο ανθρακωρυχείο στο Βέλγιο, πόση ώρα καθόσασταν κάτω απ’ τη γη;
7 ώρες περίπου+, 8, οκτάωρο είναι. Μέχρι που να πας στο ασανσέρ, καμιά φορά βγαίναμε και πιο γρήγορα, γιατί εμείς πηγαίναμε, εγώ πήγαινα επί το πλείστον απογευματινή ώρα. Δεν είχε… το πρωί είναι όλη η δουλειά του Καρβούνη, έχει πολλή σκόνη το πρωί! Σκόνη; Καλά είσαι. Βγαίναμε απάνου μαύροι, δε μας γνώριζε κανένας!
Ξεπλενόταν το μαύρο;
Ορίστε;
Έφευγε ποτέ αυτή η σκόνη εντελώς από–
Ε, κάθε φορά που βγαίναμε απάνου, κρεμάγανε τα ρούχα, τα ‘χαμε σε μια ντουλάπα εκεί, ο καθένας είχε την ντουλάπα του. Κι επίσης, κάναμε μπάνιο, να πούμε. Κάθε που, όταν βγαίναμε έξω, υποχρεωτικά θα κάναμε μπάνιο, γιατί δεν μπορούσες να ντύσεις άλλα ρούχα εκεί. Είχαμε δυο ντουλάπες, μια για τα καλά και μια για αυτά που βγάζαμε από κει. Σαν αλυσίδα τα ‘χαμε, τα κρεμάγαμε. Αλλά δεν έκλεβε ο ένας τον άλλον, τα ρούχα τ’ αλλουνού. Ήξερε πού είναι… ο κάθε εργάτης ήξερε πού ήταν η ντουλάπα του.
Πώς ήταν που είδατε ένα νεκρό συνάδελφο, ουσιαστικά;
Εκεί ήταν αγαπημένοι ο κόσμος. Δεν είχε μαλώματα, τέτοια πράγματα εκεί, πολύ. Κι εγώ, να πούμε, κάθισα εκεί στο Βέλγιο παντρεμένος, παντρεύτηκα το ’59, μέχρι το ’61, που πήγαμε στη Γερμανία. Παντρεμένος, πριν ήμουνα ελεύθερος.
Και στη Γερμανία πού δουλεύατε;
Στη Γερμανία δούλευα πρώτα στη Siemens και μετά πήγα στην Bosch. 8 χρόνια δούλεψα στην Bosch και 2 χρόνια δούλεψα στην Siemens. Η Bosch είχε περισσότερα λεφτά απ’ ό,τι η Siemens, διότι δουλεύαμε παραγωγή στην Bosch. Καλά λεφτά ήτανε. Ήτανε. Αυτά τα χρόνια που ήμασταν εμείς…
Τι δουλειά κάνατε εκεί;
Εγώ ήμουνα… φτιάχναμε ανταλλακτικά για αυτοκίνητα επί το πλείστον και μετά φτιάχναμε και για τα λάδια αυτοκινήτων, διάφορα, για τα αυτοκίνητα. Και μετά φτιάχναμε και κάτι –πώς το λένε;– ταχύτητες για τα αεροπλάνα, στέλνανε στη Ρωσία. Κάτι ανταλλακτικά που χρειάζονταν, να πούμε, για τα αεροπλάνα, λέει, αυτά τα στέλναμε στην Ρωσία. Και έφτιαχνε η Bosch, έφτιαχνε –πως το λένε;– μοτέρ για τα ψυγεία, τα μοτέρ της Bosch, και έφτιαχνε και ρακόρ για τα αυτοκίνητα, διάφορα. Πολλά ανταλλακτικά, είχε μεγάλο εργοστάσιο, είχε δυο [00:25:00]εργοστάσια στη Νυρεμβέργη η Bosch. Είχε Bosch1, Bosch2. Εγώ δούλευα στο Bosch 1, η Πανάγιω δούλευε στο 2, εγώ στο 1. Και μετά η Πανάγιω, η γυναίκα μου, πήγε σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνανε καλώδια για πρίζες, για διάφορα. Κι εκεί γεννήσαμε δυο παιδιά, στη Γερμανία.
Τη γλώσσα πώς τη μάθατε;
Ε, πρακτικά, δε μάθαμε καλά, γιατί δεν ήξερα και γράμματα πολλά εγώ, να πούμε, γιατί δεν είχε βγάλει ούτε το Δημοτικό, Γ’ Δημοτικού ήμουνα. Δεν πήγα εγώ στο σχολείο, με τα πρόβατα από δω κι από κει… αυτό. Δεν είχαμε… οι γονείς τότες δεν κοιτάζαν να μάθουν γράμματα τα παιδιά. Μάθαιναν να μάθουν δουλειά, να δουλέψουν τα χωράφια, τα πρόβατα, διάφορα πράγματα να κάνουν.
Το διάστημα που ήσασταν εξωτερικό πώς επικοινωνούσατε με την οικογένεια στο χωριό;
Με γράμματα. Πολλές φορές με λίγα, δεν είχαν τηλέφωνα εδώ, με γράμμα μόνο, με γράμμα. Άλλο τι πρέπει, κινητά δεν είχε. Και στην Κορέα που έστελνα γράμματα, έστελνα και αεροπορικώς ερχόταν τα γράμματα. Είχα το σήμα εκεί που είναι, μόλις το έβλεπε ο ταχυδρόμος μου αυτό, το έφερνε στο σπίτι: «Γράμμα από την Κορέα, από το παιδί», λέει. Τα προσέχανε, αυτά τα γράμματα από την Κορέα τα προσέχανε περισσότερο, διότι, σου λέει, είναι στο εξωτερικό τα παιδιά.
Στην Αθήνα μετά πώς και ήρθατε;
Στην Αθήνα; Πήγαμε το ‘50-, το ‘60-, το ‘71-‘72 πήγαμε στην Αθήνα. Εγώ πήγα στο εργοστάσιο, η Πανάγιω κράταγε τα παιδιά, πηγαίναν σχολείο εκεί δίπλα τα παιδιά. Μετά πήγε, από κάμποσο καιρό, πήγε και η Πανάγιω για δουλειά. Αυτή δούλεψε στο ΜΕΤΑΞΑ, εγώ δούλευα στην ELCO Βαγιωνή, που έφτιαχνε τα ψυγεία και κουζίνες και θερμοσίφωνα. Αυτά τα θερμοσίφωνα που λέγαν ογδοντάρια, εκατοστάρια, σαραντάρια και εικοσάρια. Και έβγαζε καλή κουζίνα τότες στην αρχή. Και είχε φέρει και μια πατέντα, βγάλαμε και μια πατέντα ψυγεία. Βγάζαμε εκατό ψυγεία την ημέρα, εκατόν είκοσι κουζίνες, τετρακόσιους θερμοσίφωνα την ημέρα, είχε κάπου τετρακόσια άτομα προσωπικό, πολύ χρήμα τότες!
Μόλις είχατε μετακομίσει στην Αθήνα οικογενειακώς, 1 χρόνο μετά έγινε το Πολυτεχνείο.
Ήμουνα εκεί μετά! Το Πολυτεχνείο: Θα σου πω ιστορία του Πολυτεχνείου… Το πρωί που πήγα εγώ, ξεκίνησα για να πάω για δουλειά, βάζω το ραδιόφωνο, είχα ένα ραδιόφωνο εγώ, δε θυμάμαι αν είχα τηλεόραση. Είχα μια τηλεόραση, αλλά δεν… Πήρα το ραδιόφωνο, άκουσα: «Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο!» και το βράδυ εγώ παρακολουθούσα τα γεγονότα, αλλά το πρωί που πήγα, άνοιξα την τηλεόραση για να ακούσω το Πολυτεχνείο και μόλις πήγαμε εκεί, πήγαμε για να πιάσουμε δουλειά και γύρισα πίσω, δεν πήγα εγώ για δουλειά εκείνη την ημέρα, του Πολυτεχνείου. Και μόνο τα γεγονότα, δεν κατέβηκα κάτω εγώ, γιατί όχι πως φοβόμουνα, με παρακολουθούσε και η αστυνομία, επειδής ήμουν αριστερός εγώ. Με παρακολουθούσε η αστυνομία. Είχαμε, μου λέει, κάθε βδομάδα έπρεπε να δώσω το παρών σε ένα τμήμα, 15 μέρες πολλές φορές. Και μετά απαλλάχτηκα, όταν πήγα εκεί, πήγα στο τμήμα, μου λέει –κάτω στην Ασφάλεια Αθηνών πήγαινα, μου λέει: «Πού πήγες φαντάρος, πού υπηρέτησες φαντάρος;», του λέω: «Στην Κορέα, λοχίας στην Κορέα, έγινα λοχίας μετά, ήμουν δεκανέας, με κάναν λοχία, πήρα βαθμό», του λέω, «Λοχίας στην Κορέα!». «Τι μου λες! Λοχίας στην Κορέα, μωρέ, εσύ;». «Ναι», του λέω. Μόλις ακούσανε αυτοί «λοχίας στην Κορέα», οι χωροφύλακες, πήγαν είπαν στον αξιωματικό εκεί: «Έλα εδώ, βρε. Αυτός», λέει, «πάει στην Κορέα. Τι τον τυραννάμε εμείς και τι τον φέρνουμε από δω, τον φέρνουμε γύρα κάθε τόσο και λιγάκι;», λέει. Και λέει: «Άκουσε εδώ, από σήμερα και πέρα δε θα έρχεσαι στο τμήμα. Κι αν έρθει ο χωροφύλακας…» –γιατί πήγαινε, έλεγε ο χωροφύλακας, πήγαινε στην Πανάγιω και της έλεγε: «Πού είναι ο άντρας σου;», «Δουλεύει», «Πες του αύριο να περάσει από το τμήμα». Ήταν μόνιμος, ο ίδιος ο αστυνομικός. Και τώρα, μετά από τα γεγονότα, μετά από καιρό, να πούμε, από το… αυτό: «Α, [00:30:00]ρε Ζώη», μου λέει, «τζάμπα σε παιδεύαμε τότε, τζάμπα!», λέει. «Είσαι», λέει… Γιατί εγώ ήμουνα και στο ΠΑΚ στη Γερμανία, ήμουνα ΠΑΣΟΚ! Στο ΠΑΚ στη Γερμανία με τον Παπανδρέου, που ‘χε ιδρύσει το ΠΑΚ ο Παπανδρέου, ήμουν εκεί γραμμένος εγώ, είχε κουπόνια από του Παπανδρέου το ΠΑΚ. Και γι’ αυτό σου λέω η περιπέτεια εδώ, που με κυνήγαγε η αστυνομία εμένα για να μην... Και μου λέει: «Από αύριο», μου λέει, «τέρμα, δε θα έρχεσαι ποτέ στο τμήμα!», λέει, «Τελείωσες». Και από τότες που του είπα ότι είμαι λοχίας στην Κορέα, του λέω, και τώρα μου είπανε: «Μην έρχεσαι». Πες μας.
Πέρα απ’ αυτό, τα χρόνια πριν το Πολυτεχνείο, τα χρόνια της Χούντας, που έζησες στην Αθήνα, είχες κάποια άλλη δυσκολία λόγω του παρελθόντος που λες;
Όχι, δυσκολία… Σε παρακολουθεί η αστυνομία τότες, δε καταλαβαίνεις; Σε παρακολουθούσε η αστυνομία.
Δηλαδή;
Ε, κινήσεις: «Πού πας; Πηγαίνεις σε καμιά οργάνωση; Είσαι στην οργάνωση του ΚΚΕ;». Σε παρακολουθάγανε αυτοί, από πού πηγαίνεις και από το σπίτι που φεύγεις και από… είχανε πράκτορες, που λένε.
Πώς είχες καταλάβει ότι σε παρακολουθούσανε;
Είχα καταλάβει ένανε που με παρακολουθούσε, αλλά δεν το έλεγα εγώ, γιατί μετά ήτανε… Ιδρύσαμε και σύλλογο, όταν πήγαν τα παιδιά στο Δημοτικό, τα δικά μου τα μικρά, είχαμε ιδρύσει έναν Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων στο σχολείο. Και ήμουν αντιπρόεδρος στο σχολείο. Μέχρι που έφυγε ο Ζώης, ήταν λίγο μεγαλύτερος –ο Φώτης–, και μου λέει: «Δεν πάει Γυμνάσιο το παιδί σου, γιατί δεν έχει πάρει καλές βάσεις». Πέρασε Μαθηματικά 20 και τα άλλα 8 και 7, να πούμε! Μαθηματικά, που είναι τα σπουδαιότερα. «Δεν πέρασε», μου λέει, τον στείλαμε μετά, έγινε ηλεκτρολόγος ο Φώτης.
Θες να μου πεις για το Φώτη;
Τι να σου πω; Ο Φώτης, ε, πάθαμε το ατύχημα τώρα, τι να πούμε γι’ αυτό; Γιατί δούλευέ ταξί το παιδί… και τι να πω για το Φώτη! Ο Φώτης ήτανε καλό παιδί, είχε τη δουλειά του, πήγαινε, να πούμε, είχε έναν καλό συνέταιρο, είχανε πάρει καινούργιο αυτοκίνητο ταξί, Mercedes, ωραίο. Και μετά που πήγε, το πηγαίνανε εκεί στον Πειραιά, ήτανε στην εταιρεία να το κάνουν σέρβις κάθε τόσο, που ήτανε και καινούργιο το αυτοκίνητο. Η Mercedes εκεί έκανε σέρβις. Ο συνέταιρός του του λέει: «Φώτη, εγώ θα πάω σε μια κηδεία κάπου στη Θήβα, πιο πέρα» –δε θυμάμαι ακριβώς– «κι εσύ, άμα θέλεις να πα να δουλέψεις λίγο τώρα το απόγευμα…», λέει, «Εγώ θα δουλέψω», λέει. Πήγε να πάρει το ταξί στον Πειραιά, πήρε το ταξί, πήρε και έναν φίλο του, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας τους έκλεισε το δρόμο ένας γιατρός, τον έκλεισε και απέναντι έρχονταν το τρόλεϊ και τον είδε, να πούμε, ο τρολεϊτζής ότι τον έκλεισε ο γιατρός τον… αυτόν, τον έριξε στα κάγκελα, είχε και έναν από πίσω, να πούμε, ο άνθρωπος του κόπηκε το κεφάλι, του παιδιού, και ο Φώτης, να πούμε, έπαθε μεγάλη ζημιά. Και από κει, 45 μέρες στην εντατική, τελείωσε. Μετά από 45 μέρες χάθηκε το παιδί, πέθανε. Άσ’ τα. Δε θέλω να πω τώρα… Και προχτές, να πούμε, ήτανε… στις 10 του μηνός είχαμε, σαν επροχτές ήταν η κηδεία του, 15 χρόνια τώρα.
Πώς ξεπερνιέται; Πώς ξεπερνιέται η απώλεια ενός παιδιού; Πώς την ξεπεράσατε εσείς;
Πώς το ξεπεράσαμε; Άσ’ τα. Με τα χάπια… και βάλε. Ηρεμιστικά, να ξεχνάμε αυτό και γι’ αυτό και η θεία λίγο δεν παραέχει. Έχουμε χάσει και λίγο απ’ τα μυαλά μας τώρα και είμαστε και μεγάλοι και οι στεναχώριες κάθε μέρα: «Το παιδί μας, το παιδί μας» και… Εμείς αγωνιστήκαμε, φτιάξαμε όλα αυτά, τα ‘χαμε φτιάξει πριν χάσουμε το παιδί αυτά εδώ, δεν είναι τώρα! Προτού το παιδί τα ‘χαμε φτιάξει. Και σπίτι έχουμε στην Αθήνα κι εδώ σπίτι.
Τώρα που θυμήθηκες όλα αυτά, την Κορέα, το ανθρακωρυχείο, τα ταξίδια, τι σκέφτεσαι τώρα που τα θυμήθηκες;
Τι να σκεφτώ; Αυτά μας έρχονται στο μυαλό και κοντεύουμε να τρελαθούμε! Λέμε τις περιπέτειες που έχουμε περάσει, τις [00:35:00]στεναχώριες, άσ’ τα!
Ωραία. Ευχαριστώ πολύ, Ζώη!
Να ‘σαι καλά! Κι εσύ καλή επιτυχία! Γιατί πριν πάρει το πτυχίο η εγγονή μου η Μαρία, που είναι δασκάλα, είχε κάνει μια έκθεση με την περιπέτεια της γιαγιάς, να πούμε. Είχε δώσει μια έκθεση, την ιστορία της γιαγιάς. Και σου λέει η καθηγήτρια: «Μπράβο», λέει, «πολύ ωραία, πετυχημένη η περιπέτεια της γιαγιάς σου!», λέει. Αυτά είναι, γι’ αυτό σου λέω τώρα, άμα τα ξανακούσεις αυτά τώρα, σου λέει τι; Και λέμε τώρα εμείς… δεν ξέρουμε πού βρισκόμαστε εδώ! Στεναχώρια από κει, από δω, από κει. Ευτυχώς, έχω τέσσερα εγγόνια, τρεις εγγονές, ένα εγγόνι κι έχω κι ένα δισέγγονο. Και η κόρη μου μια χαρά είναι στο Βαρνάβα, έχει φτιάξει την οικογένειά της εκεί, όλα.
Μια χαρά.
Μια χαρά, ευτυχώς, και έχω βάλει κάτι στο μυαλό μου που μου είπε η κόρη μου: «Μπαμπά, έχεις κι εμένα», λέει. «Άμα δεν είχες κανένανε… Είμαι κι εγώ εδώ, μη στεναχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά!». Και γι’ αυτό καμιά φορά φεύγουν όλα από το μυαλό μου.
Έτσι! Λοιπόν, ευχαριστώ πάρα πολύ!
Να ‘σαι καλά!